A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2021

«Τέτοια προστασία, αγαπητή μου πολιτεία, δεν την θέλω» Άρθρο του Σεβ. Μητρ. Αττικής και Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου

 DSC 0954

 
 
   Κοιτάζοντας γύρω μου, παρακολουθώντας την τόσο αλλόκοτη πραγματικότητα που τόσο γρήγορα μου έχει επιβληθεί από την ελληνική πολιτεία για το καλό μου, και μάλιστα χωρίς να αρθρώσω λέξη, παρατηρώ και διαπιστώνω κάτι εντελώς οξύμωρο. Σειρά από νομοθετημένους περιορισμούς και απαγορεύσεις κυριαρχούν στη καθημερινότητά μου, με σκοπό την προστασία της ζωής μου, με μια προϋπόθεση όμως: πρώτα, «να πεθάνω».

   Το οξύμωρο αυτό, μαρτυρούν τα ίδια τα επιβεβλημένα μέτρα, τα οποία σε σημεία θυμίζουν κομμουνιστικά καθεστώτα του παρελθόντος, αφού περιορίζουν τελικά και αποκλειστικά, όχι τη μετάδοση της αρρώστιας, αλλά την επικοινωνία και την ελευθερία μου. 

   Ενδεικτικά αναφέρω την επίσκεψη των ανθρώπων στο supermarket για την αγορά των αγαθών πρώτης ανάγκης. Κανένας περιορισμός, αμέτρητοι καταναλωτές ο ένας πάνω στον άλλον, κοινόχρηστος εξοπλισμός εξυπηρέτησης χωρίς καμία πρόσθετη προφύλαξη, καθαρισμό ή απολύμανση, εκτεθειμένα προϊόντα και συσκευασίες στα μικρόβια των χιλιάδων ανθρώπων που καθημερινά μπαινοβγαίνουν. Αυτό που έχει διαφοροποιηθεί πλέον στους χώρους αυτούς, είναι αφενός η όψη των εργαζομένων που θυμίζει κατάκοπους είλωτες, αφετέρου η επικοινωνία των ανθρώπων. Ο χαιρετισμός και η χαρά της συνάντησης με τον συνάνθρωπο έχει πια αντικατασταθεί με την καχυποψία, τον φόβο, τη βουβαμάρα, την αγένεια και την κατηγόρια. 

   Το ίδιο επικρατεί και στα νοσοκομεία που σφύζουν από ιατρικό και ευρύτερο προσωπικό, επισκέπτες, αρρώστους και συνοδούς, οι οποίοι συνυπάρχουν, όπως ακριβώς και παλιότερα. Κανένα μέτρο, καμία ασφάλεια, καμία προστασία. Κοινόχρηστοι χώροι, μηχανήματα και εξοπλισμός εκτεθειμένος στις λαβές και στις ανάσες όλων, όσοι μπαίνουν και βγαίνουν απρόσεκτα και ασταμάτητα. Οι μόνες διαφορές με το παρελθόν, είναι αφενός το χαμόγελο του γιατρού, του νοσηλευτή, του μέλους της οικογενείας που συμπαραστέκεται στον άρρωστο, που πλέον έχει καλυφθεί από τη μάσκα, και αφετέρου, η επιπλέον ένταση, η δυστροπία και ο διχασμός που επικρατεί στις σχέσεις των ανθρώπων εξαιτίας της ανασφάλειας που έχει εισχωρήσει μέσα μας, όχι μόνο των ασθενών, αλλά και των ιατρών. 

   Αν ο ιός ήθελε, με την μεταδοτικότητα που τον χαρακτηρίζει, θα μας είχε αποδεκατίσει όλους.

   Ο ιός όμως, επιλέγει τους χώρους, στους οποίους γίνεται επικίνδυνος και θανατηφόρος. 

   Εκεί όπου πάω για να γεμίσω το ψυγείο και να χορτάσω την αχόρταγη όρεξή  μου -κυρίως λόγω της κατάθλιψης και της ανίας που οι συνθήκες μου έχουν δημιουργήσει- εκεί, δεν με σκοτώνει. Εκεί όπου πάω αναγκαστικά για να θεραπεύσω την σωματική μου ασθένεια, αλλά και να λάβω τον «ζωηφόρο» εμβολιασμό, εκεί, επίσης δεν με σκοτώνει. 

   Κι εδώ ξεκινά το οξύμωρο: τόσο τα μέτρα, όσο και ο ίδιος ιός, φαίνεται πια να συνασπίζονται προς έναν κοινό σκοπό, «τη σωτηρία» της ζωής μου. Τα χαλαρά έως ανύπαρκτα μέτρα στα supermarket και στα νοσοκομεία προστατεύουν τη ζωή μου, και ο ιός στους ίδιους χώρους, την σέβεται και δεν την απειλεί.  

   Το ίδιο συνασπισμένα, αλλά με άλλη μορφή, εμφανίζονται τα μέτρα με τον ιό, σε χώρους που δεν μου παρέχουν τα είδη για την ικανοποίηση των ορέξεων της κοιλιάς, και δεν σχετίζονται με τη φανερή πλευρά της υγείας μου. Τα απαγορευτικά μέτρα και ο θανατηφόρος ιός συνασπίζονται και πάλι μοναδικά και επιθετικά, και γίνονται ένα, αστυνόμευση και εγκληματικότητα μαζί, εκεί όπου μου παρέχεται η φροντίδα της ψυχής, η αλληλεγγύη, η προστασία και η καλλιέργεια του πνεύματος, η χαρά της σωματικής άσκησης, η γαλήνη της επικοινωνίας και της υγειούς ψυχικής εκτόνωσης.  Στους Ιερούς Ναούς, τα ιερά αυτά θεραπευτήρια της ψυχής και του σώματος, στα σχολειά και τα Κατηχητικά σχολειά, στις παιδικές χαρές, στο σπίτι μου, το σπίτι του αδελφού και του γείτονα. Εκεί ο ιός θεριεύει και γιγαντώνεται, κι όσο πιο ιερός ο χώρος, τόσο πιο πολύ θεριεύει ο ιός, όσο πιο ιερό το περιβάλλον, τόσο πιο αυστηρά κι απαγορευτικά τα μέτρα.

   Πορείες, διαδηλώσεις, συγκεντρώσεις, ομάδες ανθρώπων, όλοι, κατά χιλιάδες στις πλατείες και τους δρόμους. Μόνον η περιφορά του Επιταφίου απαγορεύθηκε, μόνον ο καθαγιασμός των υδάτων και οι λιτανείες, μόνον οι εθνικές παρελάσεις, οι εθνικές και θρησκευτικές εορτές. Τα μέτρα και ο ιός επιτρέπουν σε όλους να κυκλοφορούν και να συναθροίζονται. Μόνον στο Άγιο Σώμα του Χριστού δεν επιτρέπουν, στον ιερό Σταυρό μόνον απαγορεύουν, στα ιερά λείψανα των Αγίων, στο εθνικό μου φρόνημα, την ιστορία και τον πολιτισμό μου, στο παιδί που θέλει να σηκώσει περήφανα τη γαλανόλευκη, στην Ορθόδοξή μου πίστη και λατρεία, στην παράδοση και τους θεσμούς, στις εμπειρίες μου και στον άγιο ελληνορθόδοξο τρόπο ζωής μου απαγορεύεται η κυκλοφορία. Μόνον σε ότι άφορά την ψυχή μου, το νου και το πνεύμα μου, τα μέτρα γίνονται απαγορευτικά και αυστηρά τόσο, που με την υποστήριξη του φόβου που σκορπά το θηρίο που λέγεται ιός, τελικά δεν σώζουν, αλλά απειλούν εμένα, τη ζωή και το μέλλον μου. 

   Κι επανέρχομαι σε αυτό που αρχικά είπα. Διαπιστώνω με λύπη κάτι οξύμωρο σε αυτό που μας συμβαίνει: σειρά από καθεστωτικώς επιβεβλημένα μέτρα από την ελληνική πολιτεία, με σκοπό την προστασία της ζωής μου· με μια προϋπόθεση όμως: πρώτα, «να πεθάνω». Να πεθάνω πνευματικά, ψυχικά, συναισθηματικά, πολιτιστικά, ιστορικά. Να πεθάνουν οι όμορφες παραδοσιακές συνήθειές μου, οι σχέσεις και οι εμπειρίες μου. Να πεθάνω ως παρελθόν, να αγνοηθώ ως παρόν, να αφανισθώ ως μέλλον. 

   Τέτοια προστασία, αγαπητή μου πολιτεία, δεν την θέλω.