Μοῦ
ζήτησες, ἀγαπητέ μου, νὰ σοῦ περιγράψω
ποιὸς εἶναι ὁ τέλειος βίος σύμφωνα μὲ
ἕνα πρότυπο, γιὰ νὰ προσβλέπεις σ’
αὐτό, ἔτσι ὥστε ἂν βρεθεῖ μὲ τὴν
περιγραφὴ αὐτὸ τὸ ὁποῖο ζητᾶς, νὰ
ἐφαρμόσεις στὴ ζωή σου τὸ ἀγαθὸ πού
σου γνωστοποιήθηκε. Ἀλλὰ ἐγὼ δυσκολεύομαι
ἐξίσου καὶ γιὰ τὰ δυό. Ἐπειδὴ νομίζω
ὅτι εἶναι πάνω ἀπὸ τὶς δυνάμεις μου
τὸ καθένα ἀπ’ αὐτὰ τὰ δυό, τόσο το νὰ
περιγράψω μὲ τὰ λόγια τὴν τελειότητα,
ὅσο καὶ τὸ νὰ δείξω στὴ ζωὴ αὐτὸ ποὺ
θὰ σκεφθεῖ ὁ νοῦς. Καὶ μὴ νομίσεις
ὅτι αὐτὴ ἡ ἀδυναμία εἶναι μόνο δική
μου. Οἱ περισσότεροι ἀπὸ ἐκείνους ποὺ
προχώρησαν πολὺ στὴν ἀρετή, ὁμολογοῦν
πὼς κάτι τέτοιο τοὺς εἶναι ἀκατόρθωτο.
Ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴ δώσω τὴν ἐντύπωση,
σύμφωνα μὲ τὸ λόγο τοῦ ψαλμωδοῦ, ὅτι
«φοβᾶμαι ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπάρχει φόβος»
(Ψάλμ. 13, 5), θὰ σοῦ ἐκθέσω σαφέστερα
αὐτὸ ποὺ θέλω.
Ἡ τελειότητα σ’ ὅλα τα ἄλλα,
ὅσα μποροῦν νὰ μετρηθοῦν μὲ τὴ βοήθεια
τῶν αἰσθήσεων, περικλείεται μέσα σὲ
καθορισμένα ὅρια. Στὴν περίπτωση π.χ.
τοῦ ποσοῦ καὶ τοῦ συνεχῶς μεταβαλλόμενου
καὶ τοῦ καθορισμένου, τὰ ὅρια αὐτὰ
εἶναι ἡ ἀφετηρία καὶ τὸ τέρμα, ἐπειδὴ
καθετὶ ποὺ μετριέται σὲ ποσότητα
περιλαμβάνεται στὰ ἰδιαίτερά του ὅρια.
Καὶ ὅποιος χρησιμοποιεῖ ὡς μέτρο τὸν
πῆχυ ἢ τὴ δεκάδα, ξέρει ὅτι ἡ τελειότητά
τους ἔγκειται στὸ ὅτι ἀπὸ κάπου
ἀρχίζουν καὶ κάπου τελειώνουν. Στὴν
ἀρετὴ ὅμως τὰ πράγματα διαφέρουν.
Γιατί ὅπως ξέρουμε ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο, ἕνα εἶναι τὸ ὅριο τῆς ἀρετῆς τῆς τελειότητας, τὸ νὰ μὴν ἔχει ὅριο. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐκεῖνος ὁ μεγάλος καὶ ἀνώτερος στὴ διάνοια θεῖος Ἀπόστολος, ἂν καὶ ἔτρεχε πάντοτε γιὰ τὴν κατάχτηση τῆς ἀρετῆς, ὅμως ποτὲ δὲν σταμάτησε νὰ προχωρεῖ πρὸς τὰ ἐμπρὸς (Φιλιπ. 3,13). Καὶ αὐτὸ γιατί δὲν ἔνιωθε ἀσφαλής, ἂν σταματοῦσε ἔστω καὶ γιὰ λίγο. Γιατί; Διότι τὸ ἀγαθὸ εἶναι ἀπὸ τὴ φύση τοῦ ἀπέραντο καὶ προσδιορίζεται μόνο ἀπὸ τὴν ἀντιπαράθεσή του πρὸς τὸ ἀντίθετο, ὅπως ἡ ζωὴ ἀπὸ τὸν θάνατο καὶ τὸ φῶς ἀπὸ τὸ σκοτάδι.
Καὶ γενικὰ κάθε ἀγαθὸ τελειώνει πάντοτε ἐκεῖ ὅπου ἀρχίζει αὐτὸ ποὺ θεωρεῖται ἀντίθετό του. Ὅπως, λοιπόν, τὸ τέλος τῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἀρχὴ τοῦ θανάτου, ἔτσι καὶ τὸ σταμάτημα τῆς προόδου στὴν ἀρετὴ εἶναι ἡ ἀφετηρία τοῦ δρόμου τῆς κακίας. Συνεπῶς εἶναι ἀλήθεια αὐτὸ ποὺ εἶπα, ὅτι εἶναι ἀδύνατο νὰ μιλήσω γιὰ τὴν τελειότητα στὸ χῶρο τῆς ἀρετῆς, ἐπειδὴ ἀποδείχθηκε ὅτι καθετὶ ποὺ περικλείεται σὲ ὅρια, δὲν εἶναι ἀρετή.
Ἀλλὰ ἐπειδὴ εἴπαμε ὅτι εἶναι ἀδύνατο καὶ σ’ ἐκείνους ποὺ ζοῦν τὸν ἐνάρετο βίο, νὰ φθάσουν στὴν τελειότητα, θὰ πρέπει νὰ ἀποσαφηνίσω τὸ λόγο μου καὶ γι’ αὐτὸ τὸ θέμα. Κατ’ ἀρχὴν καὶ στὴν κυριολεξία ἀγαθό, ποὺ ἡ ἴδια τοῦ ἡ φύση εἶναι ἡ ἀγαθότητα, εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός, καὶ ὁτιδήποτε μπορεῖ νὰ κατανοήσει κανεὶς γιὰ τὴ θεϊκὴ φύση, αὐτὸ καὶ εἶναι καὶ λέγεται ἀγαθό. Καὶ ἐπειδή, ὅπως εἴπαμε, δὲν ὑπάρχει κανένα ὅριο γιὰ τὴν ἀρετὴ ἔξω καὶ ξέχωρα ἀπὸ τὴν κακία, καὶ ἐπειδὴ ὁ Θεὸς δὲν ἐπιδέχεται τίποτε τὸ ἀντίθετο (πρὸς τὸ ἀγαθό), γι’ αὐτὸ θεωρεῖται ἡ θεία φύση ἀπέραντη καὶ ἀπεριόριστη.
Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ ζεῖ τὴν ἀληθινὰ ἐνάρετη ζωή, δὲν κάνει τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ ζεῖ ἑνωμένος μὲ τὸν Θεό, ἐπειδὴ Ἐκεῖνος εἶναι ἡ ὁλοκληρωμένη ἀρετή. Καὶ ἐπειδὴ ὅσοι ἔχουν ἐπίγνωση, ἐπιθυμοῦν νὰ ἔχουν ἐπικοινωνία μὲ τὸ ἀγαθὸ κατὰ τὴ φύση του, καὶ αὐτὸ δὲν ἔχει ὅρια, γι’ αὐτὸ ἀναγκαστικὰ καὶ ἡ ἐπιθυμία ἐκείνου ὁ ὁποῖος κοινωνεῖ μὲ τὸ ἀγαθό, δηλαδὴ τοῦ ἀνθρώπου, δὲν ἔχει τέλος, ἐπειδὴ ἐπεκτείνεται μαζὶ μὲ τὸ ἄπειρο.
Συνεπῶς εἶναι ἐντελῶς ἀδύνατο νὰ πετύχει κανεὶς τὸ τέλειο, ἐπειδή, ὅπως εἴπαμε, ἡ τελειότητα δὲν περικλείεται σὲ ὅρια, καὶ γιὰ τὴν ἀρετὴ ἕνα ὅριο ὑπάρχει: τὸ ἄπειρο. Πῶς θὰ μποροῦσε, λοιπόν, νὰ φθάσει κανεὶς στὸ τέλος, ποῦ ἐπιθυμεῖ, ὅταν δὲν βρίσκει αὐτὸ τὸ τέλος;
Ἀλλὰ ὅμως, ἐπειδή, ὅπως εἴπαμε πιὸ πάνω, εἶναι ἐντελῶς ἀσύλληπτο αὐτὸ ποὺ ζητᾶμε, δὲν θὰ πρέπει νὰ παραβλέπουμε τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου ἡ ὁποία λέγει: «νὰ γίνεσθε τέλειοι, ὅπως εἶναι τέλειος ὁ οὐράνιος Πατέρας σᾶς» (Ματθ. 5,48). Γιατί ὅταν πρόκειται γιὰ τὰ ἀπὸ τὴ φύση τοὺς καλά, καὶ ὅταν δὲν εἶναι, δυνατὸ νὰ ἐπιτύχουμε τὸ ὅλο, θὰ ἦταν μεγάλο κέρδος γιὰ τοὺς συνετοὺς καὶ τὸ νὰ μὴν ἀποτύχουν στὸ μέρος. Θὰ πρέπει, λοιπόν, νὰ καταβάλουμε κάθε προσπάθεια, γιὰ νὰ μὴν ὑστερήσουμε ἀπὸ τὴ δυνατὴ τελειότητα, ἀλλὰ νὰ ἀποκτήσουμε ἀπὸ αὐτὴν τόση, ὅση χρειάζεται, γιὰ νὰ φθάσουμε στὸ βάθος αὐτοῦ ποὺ ζητᾶμε. Μποροῦμε μάλιστα νὰ ποῦμε πὼς ἡ φύση τῆς ἀνθρώπινης τελειότητας εἶναι τέτοια, ὥστε νὰ ἐπιθυμεῖ καὶ νὰ ἐπιδιώκει πάντοτε νὰ ἔχει ὅσο μπορεῖ μεγαλύτερη συμμετοχὴ στὸ καλό.
Αὐτὴ εἶναι, κατὰ τὴ γνώμη μου βέβαια, ἡ τελειότητα στὸ χριστιανικὸ βίο. Τὸ νὰ ἔχεις κοινωνία καὶ κατὰ τὴν ψυχὴ καὶ κατὰ τὸν λόγο καὶ κατὰ τὰ ἔργα τοῦ βίου σ’ ὅλες τὶς προσωνυμίες, μὲ τὶς ὁποῖες ἑρμηνεύεται τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Καὶ αὐτὴ ἡ κοινωνία νὰ εἶναι τέτοια, ὥστε, σύμφωνα μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου, νὰ ἀναδεχθεῖς στὸν ἑαυτό σου ὁλόκληρο τὸν ἁγιασμὸ σ’ ὁλόκληρό το σῶμα, τὴν ψυχὴ καὶ τὸ πνεῦμα (Ἃ’ Θεσ. 5,23), κρατώντας τὸν διαρκῶς ἔξω ἀπὸ κάθε ἐπιμιξία μὲ τὸ κακό.
Ἂν θὰ ἰσχυριζόταν κανεὶς ὅτι εἶναι δύσκολο νὰ κατακτηθεῖ τὸ ἀγαθό της τελειότητας, ἐπειδὴ μόνον ὁ Κύριος της κτίσης εἶναι ἄτρεπτος, ἐνῶ ἡ ἀνθρώπινη φύση εἶναι τρεπτὴ καὶ εὔκολα ὑπόκειται στὶς μεταβολές, καὶ ἀκόμη ἂν ἔλεγε: Πῶς εἶναι λοιπὸν δυνατὸν νὰ κατορθώσει κανεὶς μέσα στὴν τρεπτὴ τοῦ φύση, νὰ μείνει σταθερὸς καὶ ἀμετάβλητος στὸ ἀγαθό; Σ’ ἕνα παρόμοιο ἰσχυρισμὸ τοῦτο θὰ λέγαμε, πὼς δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ πάρει κανεὶς τὸ στεφάνι τῆς νίκης, ἂν δὲν ἀγωνισθεῖ νόμιμα (Β΄ Τιμ. 2,5). Καὶ δὲν γίνεται νόμιμο ἀγώνισμα χωρὶς νὰ ὑπάρχει ὁ ἀνταγωνιστής. Ἂν δὲν ὑπῆρχε ὁ ἀντίπαλος οὔτε καὶ τὸ στεφάνι θὰ δινόταν. Γιατί νίκη μὲ τὸν ἑαυτό της δὲ λογίζεται, ἂν δὲν ὑπάρχει ἐκεῖνο ποὺ νικᾶται.
Συνεπῶς ἃς ἀναλάβουμε τὸν ἀγώνα ἐνάντια σ’ αὐτὸ τὸ μεταβλητό της φύσης μας καὶ ἃς πιαστοῦμε στὰ χέρια διὰ τῶν λογισμῶν σὰν μὲ κάποιον ἀντίπαλο, ὄχι βέβαια γιὰ νὰ τὴν συντρίψουμε, ἀφοῦ γίνουμε νικητές της, ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴν τῆς ἐπιτρέψουμε νὰ πέσει. Ἄλλωστε δὲν εἶναι τρεπτὸς ὁ ἄνθρωπος μόνο πρὸς τὸ κακό. Γιατί τότε θὰ τοῦ ἦταν ἀδύνατο, νὰ γίνει ἀγαθός, ἂν μόνο πρὸς τὸ ἀντίθετό του ἀγαθοῦ εἶχε ἀπὸ τὴ φύση τοῦ τὴν κλίση. Τώρα ὅμως τὸ καλύτερο ἀπὸ τὰ ἔργα τῆς τροπῆς εἶναι ἡ αὔξηση στὰ ἀγαθά, ἐπειδὴ πάντοτε ἡ ἀλλοίωση πρὸς τὸ καλύτερο μεταβάλλει πρὸς τὸ ἁγιότερο ἐκεῖνον ποὺ καλῶς ἀλλοιώνεται.
Αὐτὸ λοιπὸν ποὺ σὲ πολλοὺς φαίνεται φοβερό, ἐννοῶ το ὅτι ἡ φύση μᾶς εἶναι τρεπτή, ὁ λόγος τὸ παρουσίασε σὰν ἄλλο φτερὸ γιὰ τὴν πτήση πρὸς τὰ ἀνώτερα. Ὥστε ποινὴ γιὰ μᾶς θὰ ἦταν νὰ μὴν μποροῦμε νὰ δεχθοῦμε τὴν ἀλλοίωση πρὸς τὸ καλύτερο. Ἃς μὴ λυπᾶται λοιπὸν ὅποιος βλέπει στὴν ἀνθρώπινη φύση τὴ ροπὴ πρὸς τὴ μεταβολή, ἀλλὰ ἃς ἀγωνίζεται νὰ μεταβάλλεται διαρκῶς πρὸς τὸ καλύτερο καὶ νὰ μεταμορφώνεται ἀπὸ δόξα σὲ δόξα (Β’ Κορ.3,18). Ἔτσι νὰ μεταβάλλεται. Καὶ μὲ τὴν καθημερινὴ προκοπὴ νὰ γίνεται πάντοτε καλύτερος καὶ συνεχῶς τελειότερος καὶ ποτὲ νὰ μὴ φθάνει στὸ τέρμα τῆς τελειότητας. Ἐπειδὴ αὐτὴ εἶναι ἀληθινὰ ἡ τελειότητα, τὸ νὰ μὴ σταματᾶς ποτὲ τὴν προσπάθεια γιὰ περισσότερη προκοπὴ καὶ βελτίωση, οὔτε νὰ περιορίζεις τὴν τελειότητα σὲ κάποιο ὅριο.
Γιατί ὅπως ξέρουμε ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο, ἕνα εἶναι τὸ ὅριο τῆς ἀρετῆς τῆς τελειότητας, τὸ νὰ μὴν ἔχει ὅριο. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐκεῖνος ὁ μεγάλος καὶ ἀνώτερος στὴ διάνοια θεῖος Ἀπόστολος, ἂν καὶ ἔτρεχε πάντοτε γιὰ τὴν κατάχτηση τῆς ἀρετῆς, ὅμως ποτὲ δὲν σταμάτησε νὰ προχωρεῖ πρὸς τὰ ἐμπρὸς (Φιλιπ. 3,13). Καὶ αὐτὸ γιατί δὲν ἔνιωθε ἀσφαλής, ἂν σταματοῦσε ἔστω καὶ γιὰ λίγο. Γιατί; Διότι τὸ ἀγαθὸ εἶναι ἀπὸ τὴ φύση τοῦ ἀπέραντο καὶ προσδιορίζεται μόνο ἀπὸ τὴν ἀντιπαράθεσή του πρὸς τὸ ἀντίθετο, ὅπως ἡ ζωὴ ἀπὸ τὸν θάνατο καὶ τὸ φῶς ἀπὸ τὸ σκοτάδι.
Καὶ γενικὰ κάθε ἀγαθὸ τελειώνει πάντοτε ἐκεῖ ὅπου ἀρχίζει αὐτὸ ποὺ θεωρεῖται ἀντίθετό του. Ὅπως, λοιπόν, τὸ τέλος τῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἀρχὴ τοῦ θανάτου, ἔτσι καὶ τὸ σταμάτημα τῆς προόδου στὴν ἀρετὴ εἶναι ἡ ἀφετηρία τοῦ δρόμου τῆς κακίας. Συνεπῶς εἶναι ἀλήθεια αὐτὸ ποὺ εἶπα, ὅτι εἶναι ἀδύνατο νὰ μιλήσω γιὰ τὴν τελειότητα στὸ χῶρο τῆς ἀρετῆς, ἐπειδὴ ἀποδείχθηκε ὅτι καθετὶ ποὺ περικλείεται σὲ ὅρια, δὲν εἶναι ἀρετή.
Ἀλλὰ ἐπειδὴ εἴπαμε ὅτι εἶναι ἀδύνατο καὶ σ’ ἐκείνους ποὺ ζοῦν τὸν ἐνάρετο βίο, νὰ φθάσουν στὴν τελειότητα, θὰ πρέπει νὰ ἀποσαφηνίσω τὸ λόγο μου καὶ γι’ αὐτὸ τὸ θέμα. Κατ’ ἀρχὴν καὶ στὴν κυριολεξία ἀγαθό, ποὺ ἡ ἴδια τοῦ ἡ φύση εἶναι ἡ ἀγαθότητα, εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός, καὶ ὁτιδήποτε μπορεῖ νὰ κατανοήσει κανεὶς γιὰ τὴ θεϊκὴ φύση, αὐτὸ καὶ εἶναι καὶ λέγεται ἀγαθό. Καὶ ἐπειδή, ὅπως εἴπαμε, δὲν ὑπάρχει κανένα ὅριο γιὰ τὴν ἀρετὴ ἔξω καὶ ξέχωρα ἀπὸ τὴν κακία, καὶ ἐπειδὴ ὁ Θεὸς δὲν ἐπιδέχεται τίποτε τὸ ἀντίθετο (πρὸς τὸ ἀγαθό), γι’ αὐτὸ θεωρεῖται ἡ θεία φύση ἀπέραντη καὶ ἀπεριόριστη.
Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ ζεῖ τὴν ἀληθινὰ ἐνάρετη ζωή, δὲν κάνει τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ ζεῖ ἑνωμένος μὲ τὸν Θεό, ἐπειδὴ Ἐκεῖνος εἶναι ἡ ὁλοκληρωμένη ἀρετή. Καὶ ἐπειδὴ ὅσοι ἔχουν ἐπίγνωση, ἐπιθυμοῦν νὰ ἔχουν ἐπικοινωνία μὲ τὸ ἀγαθὸ κατὰ τὴ φύση του, καὶ αὐτὸ δὲν ἔχει ὅρια, γι’ αὐτὸ ἀναγκαστικὰ καὶ ἡ ἐπιθυμία ἐκείνου ὁ ὁποῖος κοινωνεῖ μὲ τὸ ἀγαθό, δηλαδὴ τοῦ ἀνθρώπου, δὲν ἔχει τέλος, ἐπειδὴ ἐπεκτείνεται μαζὶ μὲ τὸ ἄπειρο.
Συνεπῶς εἶναι ἐντελῶς ἀδύνατο νὰ πετύχει κανεὶς τὸ τέλειο, ἐπειδή, ὅπως εἴπαμε, ἡ τελειότητα δὲν περικλείεται σὲ ὅρια, καὶ γιὰ τὴν ἀρετὴ ἕνα ὅριο ὑπάρχει: τὸ ἄπειρο. Πῶς θὰ μποροῦσε, λοιπόν, νὰ φθάσει κανεὶς στὸ τέλος, ποῦ ἐπιθυμεῖ, ὅταν δὲν βρίσκει αὐτὸ τὸ τέλος;
Ἀλλὰ ὅμως, ἐπειδή, ὅπως εἴπαμε πιὸ πάνω, εἶναι ἐντελῶς ἀσύλληπτο αὐτὸ ποὺ ζητᾶμε, δὲν θὰ πρέπει νὰ παραβλέπουμε τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου ἡ ὁποία λέγει: «νὰ γίνεσθε τέλειοι, ὅπως εἶναι τέλειος ὁ οὐράνιος Πατέρας σᾶς» (Ματθ. 5,48). Γιατί ὅταν πρόκειται γιὰ τὰ ἀπὸ τὴ φύση τοὺς καλά, καὶ ὅταν δὲν εἶναι, δυνατὸ νὰ ἐπιτύχουμε τὸ ὅλο, θὰ ἦταν μεγάλο κέρδος γιὰ τοὺς συνετοὺς καὶ τὸ νὰ μὴν ἀποτύχουν στὸ μέρος. Θὰ πρέπει, λοιπόν, νὰ καταβάλουμε κάθε προσπάθεια, γιὰ νὰ μὴν ὑστερήσουμε ἀπὸ τὴ δυνατὴ τελειότητα, ἀλλὰ νὰ ἀποκτήσουμε ἀπὸ αὐτὴν τόση, ὅση χρειάζεται, γιὰ νὰ φθάσουμε στὸ βάθος αὐτοῦ ποὺ ζητᾶμε. Μποροῦμε μάλιστα νὰ ποῦμε πὼς ἡ φύση τῆς ἀνθρώπινης τελειότητας εἶναι τέτοια, ὥστε νὰ ἐπιθυμεῖ καὶ νὰ ἐπιδιώκει πάντοτε νὰ ἔχει ὅσο μπορεῖ μεγαλύτερη συμμετοχὴ στὸ καλό.
Τελειότητα καὶ πρόοδος
Αὐτὴ εἶναι, κατὰ τὴ γνώμη μου βέβαια, ἡ τελειότητα στὸ χριστιανικὸ βίο. Τὸ νὰ ἔχεις κοινωνία καὶ κατὰ τὴν ψυχὴ καὶ κατὰ τὸν λόγο καὶ κατὰ τὰ ἔργα τοῦ βίου σ’ ὅλες τὶς προσωνυμίες, μὲ τὶς ὁποῖες ἑρμηνεύεται τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Καὶ αὐτὴ ἡ κοινωνία νὰ εἶναι τέτοια, ὥστε, σύμφωνα μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου, νὰ ἀναδεχθεῖς στὸν ἑαυτό σου ὁλόκληρο τὸν ἁγιασμὸ σ’ ὁλόκληρό το σῶμα, τὴν ψυχὴ καὶ τὸ πνεῦμα (Ἃ’ Θεσ. 5,23), κρατώντας τὸν διαρκῶς ἔξω ἀπὸ κάθε ἐπιμιξία μὲ τὸ κακό.
Ἂν θὰ ἰσχυριζόταν κανεὶς ὅτι εἶναι δύσκολο νὰ κατακτηθεῖ τὸ ἀγαθό της τελειότητας, ἐπειδὴ μόνον ὁ Κύριος της κτίσης εἶναι ἄτρεπτος, ἐνῶ ἡ ἀνθρώπινη φύση εἶναι τρεπτὴ καὶ εὔκολα ὑπόκειται στὶς μεταβολές, καὶ ἀκόμη ἂν ἔλεγε: Πῶς εἶναι λοιπὸν δυνατὸν νὰ κατορθώσει κανεὶς μέσα στὴν τρεπτὴ τοῦ φύση, νὰ μείνει σταθερὸς καὶ ἀμετάβλητος στὸ ἀγαθό; Σ’ ἕνα παρόμοιο ἰσχυρισμὸ τοῦτο θὰ λέγαμε, πὼς δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ πάρει κανεὶς τὸ στεφάνι τῆς νίκης, ἂν δὲν ἀγωνισθεῖ νόμιμα (Β΄ Τιμ. 2,5). Καὶ δὲν γίνεται νόμιμο ἀγώνισμα χωρὶς νὰ ὑπάρχει ὁ ἀνταγωνιστής. Ἂν δὲν ὑπῆρχε ὁ ἀντίπαλος οὔτε καὶ τὸ στεφάνι θὰ δινόταν. Γιατί νίκη μὲ τὸν ἑαυτό της δὲ λογίζεται, ἂν δὲν ὑπάρχει ἐκεῖνο ποὺ νικᾶται.
Συνεπῶς ἃς ἀναλάβουμε τὸν ἀγώνα ἐνάντια σ’ αὐτὸ τὸ μεταβλητό της φύσης μας καὶ ἃς πιαστοῦμε στὰ χέρια διὰ τῶν λογισμῶν σὰν μὲ κάποιον ἀντίπαλο, ὄχι βέβαια γιὰ νὰ τὴν συντρίψουμε, ἀφοῦ γίνουμε νικητές της, ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴν τῆς ἐπιτρέψουμε νὰ πέσει. Ἄλλωστε δὲν εἶναι τρεπτὸς ὁ ἄνθρωπος μόνο πρὸς τὸ κακό. Γιατί τότε θὰ τοῦ ἦταν ἀδύνατο, νὰ γίνει ἀγαθός, ἂν μόνο πρὸς τὸ ἀντίθετό του ἀγαθοῦ εἶχε ἀπὸ τὴ φύση τοῦ τὴν κλίση. Τώρα ὅμως τὸ καλύτερο ἀπὸ τὰ ἔργα τῆς τροπῆς εἶναι ἡ αὔξηση στὰ ἀγαθά, ἐπειδὴ πάντοτε ἡ ἀλλοίωση πρὸς τὸ καλύτερο μεταβάλλει πρὸς τὸ ἁγιότερο ἐκεῖνον ποὺ καλῶς ἀλλοιώνεται.
Αὐτὸ λοιπὸν ποὺ σὲ πολλοὺς φαίνεται φοβερό, ἐννοῶ το ὅτι ἡ φύση μᾶς εἶναι τρεπτή, ὁ λόγος τὸ παρουσίασε σὰν ἄλλο φτερὸ γιὰ τὴν πτήση πρὸς τὰ ἀνώτερα. Ὥστε ποινὴ γιὰ μᾶς θὰ ἦταν νὰ μὴν μποροῦμε νὰ δεχθοῦμε τὴν ἀλλοίωση πρὸς τὸ καλύτερο. Ἃς μὴ λυπᾶται λοιπὸν ὅποιος βλέπει στὴν ἀνθρώπινη φύση τὴ ροπὴ πρὸς τὴ μεταβολή, ἀλλὰ ἃς ἀγωνίζεται νὰ μεταβάλλεται διαρκῶς πρὸς τὸ καλύτερο καὶ νὰ μεταμορφώνεται ἀπὸ δόξα σὲ δόξα (Β’ Κορ.3,18). Ἔτσι νὰ μεταβάλλεται. Καὶ μὲ τὴν καθημερινὴ προκοπὴ νὰ γίνεται πάντοτε καλύτερος καὶ συνεχῶς τελειότερος καὶ ποτὲ νὰ μὴ φθάνει στὸ τέρμα τῆς τελειότητας. Ἐπειδὴ αὐτὴ εἶναι ἀληθινὰ ἡ τελειότητα, τὸ νὰ μὴ σταματᾶς ποτὲ τὴν προσπάθεια γιὰ περισσότερη προκοπὴ καὶ βελτίωση, οὔτε νὰ περιορίζεις τὴν τελειότητα σὲ κάποιο ὅριο.
( Ἁγίου
Γρηγορίου Νύσσης, Μυστικὴ Θεολογία,
ἐπιλογὴ κειμένων, ἔκδ. Ἐπέκταση
σ.83-93).