A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2015

Η ΚΥΡΙΑΚΗ (Ἀναγνωστικό Β' Δημοτικοῦ 1948)

Μόλις ὁ ἥλιος ἔριξε τὸ φῶς του πάνω στὸ παράθυρο, ἡ μητέρα, ποὺ εἶχε σηκωθῆ ἀπὸ πολλὴν ὥρα πῆγε νὰ ξυπνήση τὰ παιδιά.
- ῎Ε! παιδιά, σηκωθῆτε. Δὲν ἀκοῦτε τὴν καμπάνα, ποὺ μᾶς φωνάζει;
- Ἀμέσως, μητερίτσα, φώναξαν ὅλα μαζὶ καὶ πετάχτηκαν ἀπὸ τὸ κρεβάτι τους. ῾Η μητέρα ἔπλυνε μὲ δροσερὸ νερὸ τὸ Γιάννη  καὶ τὸ Μίμη, τοὺς χτένισε κι ἄρχισε νὰ τοὺς ντύνη. Στὸ ἀναμεταξὺ ἡ Ἑλενίτσα ἑτοίμαζε τὴν μπεμπέκα, ὅπως τὸ εἶχε πεῖ  ἀποβραδίς. ῎Επειτα ἡ μητέρα της τὴ βοήθησε νὰ ντυθῆ καὶ κείνη. Τὰ παιδιὰ τώρα ἦταν ἕτοιμα. Ροδοκόκκινα, καθαρά, μὲ τὰ γιορτερά τους φορέματα. ῎Ελαμπαν ἀπὸ ὀμορφιά. Σὲ λίγο ξεκίνησαν γιὰ τὴν ἐκκλησία. ῾Η μητέρα τους κρατοῦσε ἀπὸ τὸ χέρι  τὴ μπεμπέκα καὶ τ’ ἄλλα τρία πήγαιναν μπροστά, φρόνιμα κοντὰ τὸ ἕνα στ’ ἄλλο.
Ὅταν μπῆκαν στὴν ἐκκλησία, δὲν ἦταν ἀκόμα πολὺς κόσμος κι ἔτσι πῆραν θέση μπροστὰ μπροστά.
Ὁ παπα - Βαγγέλης, μὲ τὸ χρυσὸ του πετραχήλι, ἄρχισε νά ψάλλη. Τί ὡραία φωνὴ ποὺ εἶχε! ῎Εψαλλε ἀργά, μὲ κατάνυξη, καὶ  τὰ παιδιὰ τὸν ἄκουγαν μ’ ἀνοιχτὸ τὸ στόμα.
Κοίταζαν τὰ εἰκονίσματα καὶ πότε πότε σήκωναν τὸ κεφάλι τους κι ἔβλεπαν μὲ θαυμασμὸ τὸν Παντοκράτορα, ποὺ ἦταν  ζωγραφισμένος ψηλά, στὸ μεγάλο θὸλο. ῾Η μητέρα εἶχε πεῖ, πὼς ἀπὸ κεῖ πάνω εὐλογεῖ ὅλο τὸν κόσμο καὶ τοὺς φαινόταν τῶν  παιδιῶν σὰ ζωντανός. Μάλιστα ὁ Μίμης κάποτε εἶπε, πὼς εἶδε τὸ χέρι του νὰ σαλεύη. Κι ἡ ῾Ελενίτσα,πὼς τῆς χαμογέλασε μὲ ἀγάπη, κουνώντας τὸ κεφάλι του. Σὲ λίγο ἀνέβηκε ὁ διάκος στὸν ἄμβωνα, γιὰ νὰ πῆ τὸ Εὐαγγέλιο. Τὸ ἱερὸ βιβλίο ἦταν  ἀκουμπισμένο μπροστά του, πάνω σ’ ἕνα χρυσὸ περιστέρι μὲ ἀνοιγμένες τὶς φτεροῦγες του. Δεξιὰ κι ἀριστερά, ἦταν τ’  ἀναλόγια. Κοντὰ στὸ δεξιὸ ἀναλόγιο, σ’ ἕνα ψηλὸ στασίδι, ἔψαλλε ὁ δεξιὸς ψάλτης κι ἀντίκρυ του ἀποκρινόταν ὁ ἀριστερός,  ἀπ’ τὸ ψηλό του στασίδι κι αὐτός.
Τὰ παιδιὰ θαυμάζουν τοὺς κρυστάλλινους πολυέλαιους, τοὺς χρυσοστολισμένους μὲ τὰ πολλά τους τὰ κεριά, ποὺ δὲ  χορταίνουν νὰ τοὺς βλέπουν, κάθε φορὰ ποὺ ἔρχονται στὴν ἐκκλησία. Καμαρώνουν καὶ τ’ ἀσημένια καντήλια, ποὺ κρέμονται  ἀναμμένα μπροστὰ στὸ εἰκονοστάσι. Ὅλη ἡ ἐκκλησία μοσκομυρίζει ἀπ᾽ τὸ λιβάνι! ῾Ο παπα - Βαγγέλης λέει σιγὰ σιγὰ εὐχὲς μέσα στὸ ἱερό. ῎Ερχεται καὶ μπροστὰ στὴ μεσιανὴ θύρα τοῦ εἰκονοστασίου καὶ τὸτε τὶς λέει πιὸ δυνατά.
Στὸ τέλος, κρατώντας ψηλὰ τὸ ἀσημένιο δισκοπὸτηρο, περνάει ἀνάμεσα ἀπ’ τὸν κόσμο κι ὅλοι τότε σκύβουν τὰ κεφάλια τους πρὸς τὰ κάτω μ’ εὐλάβεια. Μερικοὶ μάλιστα γονατίζουν.
Τέλειωσε ἡ λειτουργία. Ὁ παπα - Βαγγέλης μοιράζει τὸ ἀντίδωρο. Τὰ παιδιὰ τοῦ φιλοῦν κι αὐτὰ τὸ χέρι, παίρνουν τὸ ἀντίδωρο, ἀσπάζονται τὶς εἰκὸνες καὶ βγαίνουν ἀπ’ τὴν ἐκκλησία μὲ τὴ μητέρα τους.
Ἀμέσως τρέχουν στὸν κουλουρά, γιατὶ αἰσθάνονται μεγάλη πείνα. Καθένας τους ἔχει στὴν τσέπη τὸ κυριακάτικο φιλοδώρημα, ποὺ τοὺς δίνει ὁ πατέρας καὶ ἡ μητέρα.
Ὅταν προχώρησαν κατὰ τὸ σπίτι, ἡ μητέρα εἶδε, πὼς ἡ ῾Ελενίτσα δὲν ἔτρωγε κουλούρι.
- Δὲν ἀγόρασες κουλούρι, ῾Ελενίτσα;
- Δὲν πεινῶ, μαμά.
- Περίεργο! Εἶπε κείνη καὶ τὴν κοίταξε μὲ κάποια ἀνησυχία.
Σὲ λίγο ἔφτασαν στὸ σπίτι. Τὴ στιγμὴ ποὺ ἔμπαιναν μέσα, ἡ μητέρα τους φώναξε τρομαγμένη:
- Ποῦ εἶναι ἡ ῾Ελενίτσα; Τὰ παιδιὰ ξαναβγῆκαν ἔξω, γιὰ νὰ ἰδοῦν τί συμβαίνει. Κάτω ἐκεῖ στὴν ἄκρη τοῦ δρὸμου, τὴν εἶδαν νὰ στέκεται καὶ νὰ κουβεντιάζη μ᾽ ἕνα παιδάκι.
- Μ’ ἕνα ζητιανάκι μιλεῖ, εἶπε ὁ Γιάννης στὴ μητέρα του. Καὶ τὴν περασμένη Κυριακὴ στὴν ἴδια θέση στεκόταν αὐτὸ τὸ παιδί. Φορεῖ κάτι ροῦχα κουρελιάρικα.
- Αὐτὸ δὲν εἶναι λόγος, παιδί μου, γιὰ νὰ μὴν τοῦ μιλήση, εἶπε ἡ μητέρα. Καὶ καταλαβαίνω πολὺ καλὰ τί τρέχει. ῾Η ἀδερφή σας  δὲν πῆρε κουλούρι γιὰ νὰ δώση τὰ λεπτά της σ᾽ αὐτὸ τὸ φτωχὸ ἀγόρι.
- Ναί, μαμά, εἶπε τότε ὁ Μίμης. Μποροῦσε νὰ πάρη κουλούρι καὶ νὰ δώση καὶ χρήματα στὸ ζητιανάκι.
- Καὶ πάλι θὰ περίσσευαν, εἶπε ὁ Γιάννης.
Στὸ ἀναμεταξὺ ἡ ῾Ελενίτσα εἶδε, πὼς εἶχαν σταματήσει ἡ μητέρα καὶ τ’ ἀδέρφια της καὶ τὴν κοίταζαν ἀπὸ μακριά.
῎Ετρεξε γρήγορα κοντά τους.
- Ὅλα τοῦ τάδωσες; τὴ ρώτησε μὲ περιέργεια ὁ Γιάννης.
- Γι’ αὐτὸ δὲν πῆρες κουλούρι, ἔ; Σὲ πιάσαμε, κυρά, τῆς εἶπε κι ὁ Μίμης.
Ἡ ῾Ελενίτσα κοκκίνησε. Στεκὸταν μὲ χαμηλωμένα μάτια καὶ φοβόταν νὰ κοιτάξη τὴ μητέρα της. Συλλογιζὸταν: γιὰ νὰ μοῦ  μιλοῦν ἔτσι τὰ παιδιά, θὰ πῆ, πὼς ἡ μαμὰ δὲν εἶναι εὐχαριστημένη μαζί μου. Κι ἔχει δίκιο, γιατὶ τῆς ἔκρυψα τὴν ἀλήθεια. Τῆς  εἶπα ψέματα, πὼς δὲν πεινοῦσα.
Μὰ νὰ ποὺ ἡ μαμὰ μίλησε καὶ ἡ φωνή της ἦταν γεμάτη χαρά.
- ῾Η ῾Ελενίτσα, παιδιά, ἔκανε κάτι πολὺ ὡραῖο καὶ πολὺ καλὸ. Εἴπατε πρωτύτερα, πὼς μποροῦσε ν’ ἀγοράση κουλούρι καὶ νὰ δώση καὶ χρήματα στὸ φτωχὸ παιδάκι. Ναί, μὰ ἐκείνη αἰσθάνθηκε τὴν ἀνάγκη νὰ κάμη κάτι καλύτερο. Νὰ στερηθῆ
αὐτὴ τὴ μικρὴ εὐχαρίστηση, γιὰ νὰ δώση μιὰ μεγαλύτερη ἀκόμη στὸ φτωχό. Κι ἀντὶ νὰ τῆς πῆς, Μίμη, «σε πιάσαμε» ὅπως λένε σ’ αὐτούς, ποὺ ἔχουν κάμει μιὰ κακὴ πράξη, θὰ ἔπρεπε νὰ τῆς πῆς:
«Ἀδερφούλα μου, τὸ βλέπω, ἔχεις τὴν καλύτερη καρδιὰ άπ’ ὅλους μας!»
Αὐτὰ εἶπε ἡ μητέρα τους καὶ τράβηξαν πάλι κατὰ τὸ σπίτι.
Ὅλοι κοίταζαν τώρα μὲ καμάρι τὴν ῾Ελενίτσα, ποὺ πήγαινε μπροστά, κρατώντας ἀπ’ τὸ χέρι τὴν ἀδερφούλα της.
Τὸ πρόσωπό της ἔλαμπε ἀπὸ ὀμορφιὰ κι ἦταν ἀπαράλλαχτη σὰν τ’ ἀγγελούδια, ποὺ εἶχαν δεῖ στὴν ἐκκλησιά, ζωγραφισμένα ἐπάνω στὰ εἰκονίσματα.