Ὅπως στὴν κάθε γέννηση συνυπάρχει καὶ τὸ πάθος, διότι κάθε τί ποὺ γεννιέται στὴ ζωὴ αὐτὸ καὶ φθείρεται, ἔτσι καὶ στὸ πάθος ἐνυπάρχει ἡ κακία.
Δὲν ὑπῆρχε πραγματικὰ ἀνάγκη νὰ κόψη ὁ Θεὸς τὴν ὕλη, διότι αὐτὰ εἶναι πάθη τῆς ὕλης (ὑλικά).
Ὁ Θεὸς ὅμως ξέκοψε τὴν κακία ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους γιὰ τὸ συμφέρον τους καὶ τοὺς δώρισε νοῦν καὶ ἐπιστήμη καὶ γνώση καὶ διάκριση τοῦ καλοῦ, ὥστε, γνωρίζοντας τὴν κακία καὶ ὅτι βλαπτόμαστε ἀπ᾿ αὐτήν, νὰ τὴν ἀποφεύγομε.
Ἀλλὰ ὁ ἀνόητος ἄνθρωπος ἀκολουθεῖ τὴν κακία καὶ σεμνοπερηφανεύεται γι᾿ αὐτὴν καὶ μάχεται, σὰν περιπλεγμένος σὲ δίχτυα, κυριευμένος ἐσωτερικὰ ἀπ᾿ αὐτήν, χωρὶς νὰ μπορέσει ποτὲ νὰ ἀνυψωθεῖ διανοητικά, γιὰ νὰ ἰδεῖ καὶ νὰ γνωρίσει τὸν Θεό, ὁ ὁποῖος ὅλα τὰ ἔκαμε πρὸς σωτηρία καὶ ἀποθέωση τοῦ ἀνθρώπου.