Περί
τῆς τοῦ Χριστοῦ ἀναστάσεως. Καί ὁποία
τίς ἐστιν ἢ πῶς ἐν ἡμῖν γίνεται ἡ
ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐν αὐτῇ
ἡ ἀνάστασις τῆς ψυχῆς. Καί τί τὸ
μυστήριον ταύτης τῆς ἀναστάσεως. Ἐλέχθη
μετὰ τὸ Πάσχα τῇ δευτέρᾳ τῆς δευτέρας
ἑβδομάδος τοῦ Πάσχα.
Ἀδελφοὶ καὶ
πατέρες, ἦρθε τὸ Πάσχα, ἡ χαρμόσυνη
μέρα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, ἡ
αἰτία κάθε εὐφροσύνης καὶ ἀγαλλιάσεως,
ποὺ ἔρχεται μία φορὰ τὸν χρόνο ἢ
μᾶλλον ἔρχεται καθημερινὰ καὶ συνεχῶς
σ᾿ ἐκείνους ποὺ κατανοοῦν τὸ μυστικό
της νόημα. Ἦρθε καὶ γέμισε τὶς καρδιές
μας χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση λύνοντας τὸν
κόπο τῆς πάνσεπτης νηστείας καὶ
τελειοποιώντας καὶ παρηγορώντας τὶς
ψυχές μας.
Ἂς εὐχαριστήσουμε λοιπὸν τὸν
Κύριο, ποὺ μᾶς πέρασε μέσα ἀπὸ τὸ
πέλαγος τῆς νηστείας καὶ μᾶς ὁδήγησε
μὲ εὐφροσύνη στὸ λιμάνι τῆς Ἀναστάσεώς
του...Ἂς ἐξετάσουμε ποιὸ εἶναι τὸ μυστήριο τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ μας, ποὺ συντελεῖται κατὰ παράδοξο τρόπο σὲ ὅσους τὸ ἐπιθυμοῦν, πῶς θάπτεται ὁ Χριστὸς μέσα μας σὰν σὲ μνῆμα καὶ πῶς ἑνώνεται μὲ τὶς ψυχές μας καὶ ἀνασταίνεται συνανασταίνοντας κι ἐμᾶς.
Ὁ Χριστὸς καὶ Θεός μας, ἀφοῦ κρεμάσθηκε στὸν σταυρό, σταύρωσε ἐπάνω σ᾿ αὐτὸν τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου· κι ἀφοῦ γεύθηκε τὸν θάνατο, κατέβηκε στὰ κατώτατα τοῦ Ἅδη. Ὅπως λοιπὸν τότε ἀνεβαίνοντας ἀπὸ τὸν Ἅδη ἐπέστρεψε στὸ ἄχραντο σῶμα του - ἀπὸ τὸ ὁποῖο δὲν ἀποχωρίσθηκε καθόλου - κι ἀμέσως ἀναστήθηκε καὶ μετὰ ἀνῆλθε στοὺς οὐρανοὺς μὲ δόξα πολλὴ καὶ δύναμη, ἔτσι ἀκριβῶς καὶ τώρα, ὅταν ἐμεῖς ἐξερχόμαστε ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ εἰσερχόμαστε μὲ τὴν ἐξομοίωση τῶν παθημάτων τοῦ Κυρίου στὸν τάφο τῆς μετανοίας καὶ τῆς ταπεινώσεως, αὐτὸς ὁ ἴδιος κατεβαίνει ἀπὸ τοὺς οὐρανούς, εἰσέρχεται στὸ σῶμα μας σὰν σὲ τάφο, ἑνώνεται μὲ τὶς νεκρωμένες πνευματικὰ ψυχές μας καὶ τὶς ἀνασταίνει. Ἔτσι παρέχει τὴ δυνατότητα σ᾿ ἐκεῖνον ποὺ συναναστήθηκε μαζί του νὰ βλέπει τὴ δόξα τῆς μυστικῆς του ἀναστάσεως.
Ἀνάσταση λοιπὸν τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ δική μας ἀνάσταση τῶν κάτω κειμένων. Γιατί πῶς θὰ ἀναστηθεῖ αὐτὸς ποὺ ποτὲ δὲν ἔπεσε σὲ ἁμαρτία, καθὼς εἶναι γραμμένο, μήτε ἀλλοιώθηκε στὸ ἐλάχιστο ἡ δόξα του; Ἢ πῶς θὰ δοξασθεῖ ἐκεῖνος ποὺ εἶναι ὑπερδεδοξασμένος καὶ ἐξουσιάζει τὰ σύμπαντα;
Ἡ Ἀνάσταση καὶ ἡ δόξα τοῦ Χριστοῦ, καθὼς εἴπαμε, εἶναι ἡ δική μας δόξα. Ἀφ᾿ ὅτου δηλ. ἐκεῖνος οἰκειοποιήθηκε τὴν ἀνθρώπινη φύση, ὅσα ἐνεργεῖ σ᾿ ἐμᾶς τὰ ἐπιγράφει στὸν ἑαυτό του. Ἡ ἀνάσταση λοιπὸν τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ ἕνωσή της μὲ τὴ ζωή. Ὅπως ἀκριβῶς τὸ νεκρὸ σῶμα δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει, ἂν δὲ δεχθεῖ μέσα του τὴ ζωντανὴ ψυχὴ καὶ δὲ σμίξει ἄμικτα μ᾿ αὐτήν, ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ δὲ μπορεῖ νὰ ζήσει μόνη της, ἂν δὲν ἑνωθεῖ ἀρρήτως κι ἀσυγχύτως μὲ τὸν Θεό, ποὺ εἶναι ἡ ὄντως αἰώνια ζωή. Εἶναι δηλ. νεκρὴ πρὶν ἀπὸ τὴν ἐν γνώσει καὶ ὀράσει καὶ αἰσθήσει ἕνωσή της μὲ τὸν Χριστό, κι ἂς εἶναι νοερὴ κι ἀθάνατη ἀπὸ τὴ φύση της.
Οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους πιστεύουν στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, πολὺ λίγοι ὅμως εἶναι αὐτοὶ ποὺ τὴν βλέπουν καθαρά· κι αὐτοὶ ποὺ δὲν τὴν εἶδαν, δὲν μποροῦν νὰ προσκυνήσουν τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ ὡς Ἅγιο καὶ Κύριο.... Καὶ τὸ ἱερότατο λόγιο, ποὺ καθημερινὰ ἔχουμε στὸ στόμα, δὲν λέει «Ἀνάστασιν Χριστοῦ πιστεύοντες» ἀλλὰ τί; «Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι, προσκυνήσωμεν ἅγιον Κύριον Ἰησοῦν τὸν μόνον ἀναμάρτητον».
Πῶς λοιπόν μας προτρέπει τώρα τὸ Ἅγιο Πνεῦμα νὰ λέμε ὅτι εἴδαμε αὐτὴν ποὺ δὲν εἴδαμε, ἀφοῦ μάλιστα μιὰ φορὰ ἀναστήθηκε ὁ Χριστὸς πρὶν χίλια χρόνια κι οὔτε τότε τὸν εἶδε κανεὶς ν᾿ ἀνασταίνεται; Ἄραγε μήπως ἡ Ἁγία Γραφὴ θέλει νὰ λέμε ψέματα; Ὄχι βέβαια· ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ μᾶς προτρέπει νὰ ὁμολογοῦμε εἶναι ἡ ἀλήθεια, ἐπειδὴ ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ συντελεῖται μέσα στὸν κάθε πιστὸ κι ὄχι μόνο μία φορά, ἀλλὰ κάθε ὥρα θὰ λέγαμε, ἀφοῦ αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Δεσπότης Χριστὸς ἀνασταίνεται μέσα καὶ λαμπροφορεῖ καὶ ἀπαστράπτει τὶς ἀστραπὲς τῆς ἀφθαρσίας καὶ τῆς θεότητος. Γιατὶ ἡ φωτοφόρος παρουσία τοῦ πνεύματός μας ὑποδεικνύει τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἢ μᾶλλον μᾶς ἀξιώνει νὰ δοῦμε αὐτὸν τὸν ἴδιο τὸν ἀναστάντα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ λέμε:
«Θεὸς Κύριος καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν» (Ψαλμ. 117,27, Θεὸς εἶναι ὁ Κύριός μας καὶ φανερώθηκε σὲ μᾶς).
Σ᾿ ὅσους λοιπὸν ἀποκαλυφθεῖ ὁ ἀναστημένος Χριστός, πάντως πνευματικὰ ἐμφανίζεται στὰ πνευματικά τους μάτια. Γιατί, ὅταν ἔρχεται σὲ μᾶς διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μᾶς ἀνασταίνει ἐκ νεκρῶν, μᾶς ζωοποιεῖ καὶ μᾶς δίνει τὴ χάρη νὰ τὸν βλέπουμε μέσα μας ὁλοζώντανο, αὐτὸν τὸν ἀθάνατο καὶ ἀνώλεθρο καὶ νὰ γνωρίζουμε πλήρως, ὅτι αὐτὸς μᾶς συνανασταίνει καὶ μᾶς συνδοξάζει, ὅπως μαρτυρεῖ ἡ Ἁγία Γραφή.
(ἀπὸ τὸ βιβλίο «Σταυροαναστάσιμα»,
ἔκδοσις Ἱ.Μ. Ἁγίου Συμεὼν Νέου Θεολόγου,
Τ.Κ. 19014 - Κάλαμος Ἀττικῆς)