Πρέπει να πολεµά κανείς µε
όλες του τις δυνάµεις και παντοτεινά
και γενναία.
Εάν θέλης να νικάς τους
εχθρούς σου πιό γρήγορα και εύ-κολα, είναι
ανάγκη να πολεµάς, αδελφέ και
για πάντα και γενναία, εναντίον όλων σου
των παθών, περισσότερο όµως
και ειδικά εναντίον της φιλαυτίας σου,
δηλαδή της υπερβολικής αγάπης
του εαυτού σου, συνηθίζοντας να έχης για
φίλους σου αγαπητούς τις
περιφρονήσεις και τις θλίψεις, που µπορεί
ποτέ να σου δώση ο κόσµος·
γιατί, µε το να µη γνωρίζεις κάποιος αυτό
τον πόλεµο του εαυτού του και
µε το να τον υπολογίζη λίγο, συνέβηκε
και συµβαίνει πάντα να είναι
οι νίκες δύσκολες, σπάνιες, ατελείς και
ανύπαρκτες.
Λοιπόν, αυτός ο πόλεµος
πρέπει να γίνεται πάντοτε, ασταµάτητα,
δηλαδή συνεχώς, ως την ώρα
του θανάτου σου και µε γενναία ψυχή, την
οποία εύκολα θα αποκτήσης εάν
την ζητήσης από τον Θεό· εάν όµως
σκεφθής την µανιασµένη ορµή
και το παντοτεινό µίσος, που έχουν
εναντίον σου οι εχθροί
δαίµονες και το µεγάλο πλήθος των παρατάξεων
και στρατευµάτων του, σκέψου
όµως απο την άλλη πλευρά και οτι είναι
πολύ µεγαλύτερη η δύναµι του
Θεού και η αγάπη που σου έχει και οτι
πολλοί περισσότεροι είναι οι
Αγγελοι του ουρανού και οι προσευχές
των Αγίων, που πολεµούν κρυφά
µε το µέρος µας, όπως γράφτηκε γιά
τον Αµαλήκ· «Με µυστικό και
αόρατο χέρι πολεµά ο Κύριος» (Έξόδ.
17,16). Γι’ αυτό και απο
αυτήν την σκέψι παρακινήθηκαν τόσες γυναίκες
και τόσα ανήλικα παιδιά και
κατέκτησαν και νίκησαν όλη τη δύναµι και
σοφία του κόσµου, όλες τις
προσβολές του εχθρού διαβόλου και όλη τη
µανία του.
Οπότε, δεν πρέπει να φοβηθής
ποτέ, αν και σου φαίνεται ότι ο
πόλεµος των εχθρών είναι
δυνατός κατά πολύ, ότι θα παραµείνη για όλη
σου την ζωή και ας σε
φοβερίζη µε πτώσεις από διάφορα µέρη. Γιατί,
κάθε δύναµι και γνώσι των
εχθρών µας, βρίσκεται στα χέρια του θείου
µας Αρχιστρατήγου Ιησού
Χριστού, για του οποίου την τιµή
πολεµείσαι. Ο οποίος, επειδή
µόνος του σε προσκαλεί µε πίεσι στον
πόλεµο, είναι φανερό, οτι όχι
µόνο δεν θα αφήση ποτέ να υπάρξει σε
βάρους σου κάποια εξουσία και
νίκη από τους εχθρούς (γιατί αυτό το
θεωρεί ως προσβολή του)· αλλά
πολεµώντας αυτός για σένα, θα τους
δώση στά χέρια σου
νικηµένους, οταν του φανή ευχάριστο, όπως
γράφτηκε «Ο Κύριος ο Θεός σου
πηγαινοέρχεται µέσα στο στρατόπεδό
σου για να σε προστατεύση και
για να συλλάβη τους εχθρούς σου και
να τους παραδώση στα χέρια
σου». (∆ευτερ. 23,14). Εάν όµως και αυτός αργοπορήση µέχρι την τελευτία µέρα
της
ζωής σου, να κάνης αυτή την
νίκη27
, αυτό θα είναιγια µεγαλύτερο
κέρδος σου· µόνον εσύ, αυτό
πρέπει να κάνης, το να πολεµάς
µεγαλόψυχα· και αν πολλές
φορές µείνης πληγωµένος στον πόλεµο,
µην αφήσης ποτέ σου τα όπλα,
ούτε να φύγης· τέλος πάντων, για να
παρακινήσαι να πολεµάς
γενναία, πρέπει να γνωρίζης, οτι αυτόν τον
πόλεµο δεν µπορεί να τον
αποφύγη κανένας άνθρωπος, είτε στη ζωή
είτε στο θάνατο· και όποιος
δεν πολεµάει για να νικήση τα πάθη και
τους εχθρούς του, αναγκαστικά
πρέπει να συλληφθή απο εδώ ή απο εκεί
και να πεθάνη.
Γι αυτό, πρέπει να πολεµάµε
γενναία και πάντα, γιατί έχουµε να
κάνουµε µε τέτοιους εχθρούς,
οι οποίοι τόσο πολύ µας µισούν, που δεν
είναι δυνατόν να ελπίζουµε
ποτέ από αυτούς ούτε ειρήνη, ούτε διωρία ή
καµµία ανακωχή και κατάπαυσι
του πολέµου. Γιατί καλό ήταν από την
αρχή να µην ανοίξουµε πόρτα
και να βάλουµε τους εχθρούς και τα
πάθη µέσα στην ψυχή και
καρδιά µας· αφού όµως τους βάλαµε µία
φορά, δεν µπορούµε πιά να
αδιαφορήσουµε, αλλά πρέπει να πολεµάµε
για να τους βγάλουµε, επειδή
αυτοί είναι αναιδείς και αδιάντροποι, δεν
βγαίνουν µε άλλον τρόπο παρά
µε τον πόλεµο.28
-------------------------------------------
27 Καθώς o Θεός δεν έξωλόθρευσε όλα τα έθνη απο την γη της επαγγελίας, αλλά άφησε σε αυτή
τις πέντε περιφέρειες των αλλοφύλων και τους Σιδωνίους και
Εβραίους, ένα µεν, γιά να
δοκιµάζη τους Εβραίους, αν φυλάττουν τις εντολές του και
σταθερή την πίστι τους σε αυτή. Και
άλλο, για να τους µαθαίνη πάντοτε τον πόλεµο, όπως γράφτηκε.
«Και αυτά τα Εθνη άφησε ο
Κύριος, ώστε πειρασαι εν αυτοίς τον Ισραήλ .... Γνώναι
εισακούσονται τάς εντολάς Κυρίου. Του
διδάξαι αυτοίς πόλεµον» (Κριτ. γ' 13, 14). Κατά αυτό τον
τρόπο δεν εξολοθρεύει όλα τα πάθη
από µάς, αλλά άφήνει και µερικά να µας πολεµούν µέχρι το
θάνατό µας, όχι από αδυναµία, ή
αίτία δική του, αλλά από αιτία δική µας, καθώς ερµηνεύει ο
Θεοδώρητος: Ο α', για να µη
πέσωµε σε αµέλεια, αλλά να είµαστε άγρυπνοι, επιµελείς και
προσεκτικοί· ο β΄, γιά να µην
λησµονήσουµε τον πόλεµο και ξαφνικά µας πλακώσουν και µας
νικήσουν τα πάθη και οι
εχθροί· γ', για να προστρέχωµεν πάντα στον Θεό και να
ζητούµε θερµότερα την βοήθειά του· ο
δ', για να µην υπερηφανευώµαστε, αλλά να είµαστε ταπεινοί
στο φρόνηµα· ε', για να µισήσουµε
από την καρδιά µας τα πάθη και τους εχθρούς, που τόσο ακούραστα
µας πολεµούν· ς΄, δια να
δοκιµασθούµε, αν µέχρι τέλους φυλάξουµε την τιµή του Θεού
και την άγάπη και την πίστι· ζ΄,
για να παρακινούµεθα στενώτερα στο να φυλάττουµε όλες τις
εντολές και να µη
παραβαίνουµε ούτε την παραµικρή· η΄, για να µάθουµε µε την
δοκιµή πόσο αξίζει η αρετή και
ακολούθως να µη την αφίνουµε και να πέφτουµε στην αµαρτία,
θ΄, για να γίνεται και ο
παντοτεινός πόλεµος υπόθεσις µεγαλυτέρων στεφάνων σε µας·
ι', για να δοξάσουµε τον Θεό και
να ντροπιάσουµε περισσότερο τον διάβολον και την αµαρτία, µε
την µέχρι τέλους υποµονή µας
και ια', για να είµαστε γυµνασµένοι απο συνήθεια στον πόλεµο
να µην φοβηθούµε την ηµέρα του
θανάτου, όταν θα µας γίνη ο πλέον δυνατώτερος πόλεµος.
28 Ό µέγας Βασίλειος στον σχετικά µε την Παρθενία λόγο του,
αναφέρει πάνω σε αυτό ένα ώραίο
παράδειγµα και λέει. «Καθώς οι βασιλικοί στρατιώτες σε καιρό
πολέµου, δέν βάλλουν τα άρµατά
τους µέσα σε κλεισµένα σπίτια, αλλά µέσα σε εκείνα που
βρίσκουν ανοικτά και αφού τα βάλλουν
µίαν φορά, τα άφήνουν µέσα και αυτοί βγαίνουν έξω και
περπατούν, χωρίς να φοβούνται ότι
κάποιος θα ρίξη έξω τα άρµατά τους, κατα αυτό τον τρόπο και
οι πονηροί δαίµονες, οταν
βρίσκουν ανοικτή την πόρτα της καρδιάς µας, βάζουν µέσα σε
αυτή τα άρµατά τους, τα οποία είναι
οι κακοί λογισµοί και τα πάθη και τα αφήνουν, εάν εµείς δεν αγωνισθούµε
να τα πετάξουµε έξω.