A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2013

Λόγος στὴ Γέννηση τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Μέγα Φωτίου (Η απαρχή της σωτηρίας μας )

normal gentheotokou



Σήμερα η Παρθένος μητέρα γεννιέται από στείρα μητέρα και ευτρεπίζεται το παλάτι του ερχομού του Δεσπότου Χριστού. Σήμερα σπάζουν τα δεσμά της στειρότητας και σφραγίζονται τα κλείθρα της Παρθένου. Γιατί εκείνα με τα οποία η άγονη μήτρα και τα νεκρά σπλάχνα για παιδοποιΐα έδωσαν παρ’ ελπίδα ωραίο καρπό, με αυτά μνηστεύεται και το αδιάφθορο της παρθενίας και με ολοφάνερα έργα προαγγέλλεται το θαύμα της κυοφορίας. Γιατί είναι υπερφυσικό θαύμα γέννηση χωρίς μεσολάβηση άνδρα και διατήρηση της παρθενίας μετά τη γέννηση. Επίσης νικά τους νόμους της φύσης και η στείρα που συλλαμβάνει μετά τα γηρατειά της και γεννά και με όσα θαυμαστά έργα γίνονται προοιμιάζεται η γέννηση της Παρθένου.

Σήμερα η Άννα θερί­ζει τον καρπό που προήλθε από τον ονειδισμό της ατεκνίας και η οικουμένη απολαμβάνει τα καρποφόρα στάχυα της χαράς. Ο Ιωακείμ ονομάζεται πατέρας του παιδιού, και εμείς παίρνουμε ως αρραβώνα την τιμή της υιοθεσίας. Σήμερα η Παρθένος προβάλ­λει από άγονα σπλάχνα, και η στειρότητα διαδέχεται τις πηγές της αμαρτίας, και το σύνολο της συναγωγής των Ιουδαίων χη­ρεύει, και τα παιδιά προβάλλουν από τους κόλπους της Εκκλησίας, τα οποία αυξάνουν και πληθαίνουν κατά τρόπο θεϊκό για τον νυμφίο Χριστό. Η Παρθένος προέρχεται από άγονη μήτρα, που και όταν ακόμα είναι γόνιμη η γέννηση είναι παράδο­ξη. Ω πόσο μεγάλο θαύμα! Όταν εξέλειπε ο χρόνος της σποράς, τότε έφτασε ο καιρός της καρποφορίας, όταν σβήσθηκε η φλόγα της επιθυμίας, τότε άναψε η λαμπάδα της τεκνοποιΐας. Η νεότη­τα δεν έδωσε άνθος, και προβάλλουν βλαστό τα γηρατειά· δεν φάνηκε εξόγκωση της κοιλιάς όταν ήταν η φύση στην ακμή της, και προβάλλει αειπάρθενο βρέφος ως γέννημα υπερήλικης μήτρας.
 Αλλ’ απορείς, άνθρωπε, αν γέννησε η στείρα, και πολυερευνάς αυτά που έπρεπε να θαυμάζεις, που πρέπει να μας προκαλούν θαυμασμό, παρά να θεωρούμε μηδαμινό αυτό που θαυμάζεται, και λογομαχείς, πώς μπορεί να γεννήσει στείρα; Αν είναι στείρα δεν γεννά, κι αν γεννά δεν είναι στείρα. Και πώς στήθη που στέγνωσαν γίνονται πάλι πηγή γάλακτος; Αν το γήρας δεν είναι στη φύση του να θησαυρίζει αίμα, πώς αυτό που δεν έλαβαν οι θηλές το λευκαίνουν σε γάλα; Και πώς μήτρα που αδρανοποιήθηκε λειτουργεί και ζωογονεί και συγκροτεί και τρέ­φει το έμβρυο; Αυτά εσύ μηχανορραφείς κατά του εαυτού σου και της σωτηρίας σου. Και ποιός είσαι; Γιατί δεν θα ήταν δυνατό να είσαι από τους πιστούς και άξιους του θαύματος· ούτε βέβαια, ούτε θα παρασυρθεί να απιστήσει ο πιστός με εκείνα που συντελούν στην πίστη, αλλά ο Ιουδαίος.
Η Σάρα δηλαδή πώς ή πού σε παρακαλώ εξέπεσε στις ελπίδες της; Άραγε δεν είδε τον Ισαάκ υιό των γηρατειών και της στειρότητάς της; Αν η Άννα σου προκαλεί σύγχυση και ταράζει τους λογισμούς σου, πιο πολύ πρέπει η Σάρα, γιατί για πρώτη φορά συνέβη σ’ αυτήν. Αν αυτό σε κάνει να αμφιβάλλεις, δεν αντιλαμβάνεσαι ότι παρα­γράφεις το άλλο από τη συγγένειά σου και κόβεις τις ρίζες από τις οποίες είναι δυνατό να έχεις κλάδο, και δεν ελέγχεσαι ότι έχεις καταπέσει από τους Ιουδαϊκούς νόμους;
Από παλαιά λοιπόν, αν και η ανθρώπινη φύση ήταν υποδουλωμένη στη δύναμη των προγονικών αμαρτημάτων, η γέννη­ση της απογόνου παρέχει λαμπρά τα συνθήματα, υποσαλπίζοντας ότι ο καθαιρέτης τους θα τη βγάλει από την τυραννίδα και θα την απαλλάξει από την δουλεία. Γι’ αυτό και ο Αδάμ μαζί με την Εύα, αφού καθάρθηκαν από εκείνους τους παλαιούς ρύπους της παράβασης και απέρριψαν την κατήφεια και τη σκυθρωπότητα, με ελεύθερη φωνή και βλέμμα χοροστατούν χαρούμενοι στην πανήγυρη της Παρθένου και μάλλον έχουν γίνει οι κο­ρυφαίοι του χορού. Γιατί αυτοί από τους οποίους έγινε η σπορά της αμαρτίας που φύτρωσε σαν παράσιτο στο γένος και το νό­θευσε, αυτοί μάλλον είναι δίκαιο τώρα που ξεριζώνεται, αυτοί να είναι αρχηγοί της χαράς και της χοροστασίας και να πλησιάζουν και να συγκαλούν τους απογόνους εκείνων.
Επειδή δη­λαδή από τους πρώτους παραβάτες μεταδόθηκε το αρρώστημα της παράβασης σε όλους και όλοι έχουν ανάγκη της όμοιας θε­ραπείας, κι αφού η παγκόσμια σωτηρία θεμελιώνεται σήμερα με τη γέννηση της Παρθένου, έπρεπε να οργανώσουμε κοινή και πάνδημη την πανήγυρη, και να ανακρούσουμε δημόσιες και υπερ­κόσμιες τις ευχαριστήριες ωδές· γιατί η παγκοσμιότητα της σωτηρίας απαιτεί υπερκόσμια την ευχαριστία.
Ας αναπέμψουμε λοιπόν ευχαριστήριες ωδές, επειδή ο Αδάμ αναδημιουργείται και η Εύα ανακαινίζεται, μαζί με αυτόν και η κατάρα διαλύεται και η ανθρώπινη φύση μας, αποβάλλοντας το νεκρό και δερμάτινο πρόσωπο της αμαρτίας, αναμορφώνεται στην αρχαία τιμή της δεσποτικής εικόνας. Ας αναπέμψουμε ευχαριστήριες ωδές και ας συγκροτήσουμε πάνδημους χορούς, επειδή προερχόμενη η Παρθένος από άγονα σπλάχνα, αγιάζει την άγονη μήτρα της φύσης, εμβολιάζοντας την ακαρπία της με την πλούσια καρποφορία αρετών. Γιατί για όσα χρειάστηκαν στον Κύριο όλων και γεωργό τα ρείθρα των αχράντων αιμάτων της για την άρδευση όλης της καταξηραμένης ζύμης, με αυτά αναδέχεται εύλογα και την ευλογία της καρποφορίας.
Η κλίμα­κα που ανεβάζει στους ουρανούς κατασκευάζεται και η γήινη φύση, υπερπηδώντας τα όριά της, εγκαθίσταται στις ουράνιες κατοικίες. Ο δεσποτικός θρόνος ετοιμάζεται επάνω στη γη, τα επίγεια αγιάζονται, τα τάγματα των ουρανών συναναστρέφο­νται μαζί με μας, και ο πονηρός, που στην αρχή μας απάτησε κι έγινε ο αρχιτέκτονας της εναντίον μας επιβουλής, δέχεται τη συντριβή των δόλων και των τεχνασμάτων του που έχουν αποσαθρωθεί χάνοντας την ισχύ τους.
Ποιος μπορεί να διηγηθεί τα θαυμαστά έργα του Θεού; Ποιος λόγος θα εκφράσει τη δύναμη των πέρα από το λόγο πραγμάτων; Και πώς κάθε νους δεν θα παραλύσει προσπαθώ­ντας να κατανοήσει το μέγεθος των έργων; Κατ’ αρχάς έπλασε ο Θεός τον άνθρωπο κινούμενος από άφατο πλούτο φιλανθρωπίας, δίνοντας στο πλάσμα τη χάρη να φέρει τη δύναμη και την εικόνα του πλάστη του, από τα οποία το ένα δήλωνε την ευγένεια της σάρκας, ενώ το άλλο του πνεύματος. Ο παράδεισος, πράγμα ευχάριστο κι αγαπητό, φυτευόταν στ’ ανατολικά, μοσχοβολώ­ντας από άνθη λειβαδιών και όντας κατάμεστος από ωραίους και ποικίλους καρπούς δένδρων· ποτάμια επίσης κυλώντας ενδιάμε­σα και ποτίζοντας με καθαρά νερά την έκταση, προσέδιδαν απί­θανη ομορφιά στον τόπο.
Σ’ αυτόν ο πλάστης εγκαθιστά  το φιλοτέχνημα της δεσποτικής παλάμης, κάνοντάς το κύριο όλων και παρουσιάζοντάς το να περιβάλλεται από άφθονα αγαθά. Έπειτα του έδωσε σύζυγο αφού την απέσπασε από την πλευρά του με γέννα ανέκφραστη, ώστε, αυτόν από τον οποίο είχε ληφθεί, αυτόν να αναγνωρίζει, τον δανειστή της, ως κεφαλή και να είναι προσηλωμένη, έχοντας στη σκέψη της την υποχρέωσή της και με το σύνδεσμο της φύσης να δημιουργηθεί σ’ αυτούς ο σύν­δεσμος της ομόνοιας.
Αλλ’ αφού χάρισε την απόλαυση και την κυριαρχία σε όλα τα αγαθά του παραδείσου, επειδή έπρεπε αυτός στον οποίον είχε εμπιστευθεί το μέγεθος μιας τέτοιας και τόσο μεγάλης εξου­σίας να παιδαγωγηθεί και να ασκηθεί και με κάποια εντολή, του δίνει ένα νόμο, σύμφωνα με τον οποίο ούτε δύσκολο ήταν να ζήσει, ούτε ευκολότατο να τον φυλάξει στο σύνολό του, και με βάση αυτόν θα κέρδιζε την αμοιβή ή την καταδίκη του. Χω­ρίζοντας, δηλαδή με το λόγο του, κάποιο φυτό από τα άλλα από όσα ανθούσαν ωραιότητα, του δίνει την εντολή που απαγόρευε να φάει από αυτό μόνο.
Θηρίο όμως πονηρό και αρχή του κακού, το οποίο η πράξη ονόμασε διάβολο, βάζοντας στο μάτι τον άνθρωπο αμέσως από τη δημιουργία του, χρησιμοποιώντας σαν όργανό του άλλο θηρίο από τα ερπετά και απευθύνοντας στη γυναίκα λόγο απατηλό και θελκτικό και ρίχνοντας στο νομοθέτη πολλή βλασφημία, πείθει τη γυναίκα και μέσω αυτής το σύζυγό της, να αδιαφορήσουν για την εντολή και να φάνε από αυτό που είχε θεσπιστεί να μη φάνε. Κι αυτοί, την ίδια στιγμή, και την προσταγή παρέβαιναν και έχαναν όλα τα χαρίσματα, πράγ­μα που ήταν ο σκοπός του επίβουλου.

Γιατί γι’ αυτό το σκοπό είχε γίνει όλη αυτή η μηχανορραφία. Κι από τότε, μεταφερόμενο το παράπτωμα από τους προγόνους στους απογόνους, είχε ο επιβουλευτής μας υποδουλωμένο στην εξουσία του όλο το γένος.

Τί έκανε λοιπόν ο πλάστης και κηδεμόνας μας; Άφησε άραγε μέχρι το τέλος το πλάσμα του να ταλαιπωρείται, να μένει δούλος των παθών; Όχι βέβαια. Πώς δηλαδή θα ανεχόταν, αυτό που έπλασε από υπερβολική αγάπη, να το βλέπει μ’ ευχαρίστησή του να μένει αιχμάλωτο και να ζει στην πλάνη; Γι’ αυτό, αφού συνεδρίασε με τον εαυτό της, αν επιτρέπεται να το πω έτσι, η ενό­τητα της αγίας Τριάδας (είναι όμως θεμιτό να το πούμε για την ανάπλαση, επειδή και το, «ας δημιουργήσουμε άνθρωπο σύμφω­να με την εικόνα μας και όμοιο με μας» έχει λεχθεί για την αρχική πλάση) με την ενιαία θέλησή της διευθέτησε την ανάπλα­ση του πλάσματός του που είχε συντριβή.

Κι αυτή (γιατί είχαν εξαγριωθεί και ρημαχτεί φοβερά οι άνθρωποι και δεν επέστρεφαν ούτε με απειλές ούτε με ποινές ούτε με νόμους ούτε με προφήτες), ζητούσε άνθρωπο που είχε την ίδια μ’ εμάς φύση, στον οποίο θα ήταν δυνατό να δει απαράβατη την τήρηση της νομοθεσίας, ώστε και για να μπορούν οι άνθρωποι, με όσα έβλε­παν τους συνανθρώπους τους να πράττουν, να τους μιμούνται, και αυτό με το οποίο έλαβε τη δύναμή του εναντίον μας αυτός ο μηχανορράφος, με το ίδιο να καθαιρεθεί από την κυριότητα με νόμιμη νίκη και αγώνισμα.
Έπρεπε λοιπόν κάποιο από τα πρόσωπα της Τριάδας να έρθει στους ανθρώπους, ώστε, όποιας φύσης ήταν το δημιούργημα, αυτής να φανεί ότι είναι και το αναδημιούργημα· και έπρεπε οπωσδήποτε εκείνο να γίνει κάτω Υιός και να μην ατιμάσει το άνω αξίωμά του, που από τους αιώνες το είχε και δοξαζόταν μ’ αυτό. Αλλά να βρεθεί ανάμεσα στους υιούς των ανθρώπων δεν ήταν δυνατό χωρίς τη σάρκωση. Γιατί η σάρκωση είναι η οδός για τη γέννηση, και γέννηση είναι η κατάληξη της κυοφορίας. Κι αυτή, περιγράφοντας μητέρα, ζητούσε εύλογα να γίνει από πριν η ετοιμασία της. Έπρεπε άρα να ετοιμαστεί κάτω μητέρα του πλάστη για την ανάπλαση εκείνου που είχε συντριβεί, κι αυτή να είναι παρθένος, ώστε, όπως από παρθένα γη πλάσθηκε ο πρώτος άνθρωπος, έτσι κι από παρθενική μήτρα να πραγμα­τοποιηθεί η ανάπλαση, και καμιά παρέμβαση ηδονής ούτε νόμιμη, ούτε και να επινοηθεί στη γέννηση του δημιουργού· γιατί ήταν αιχμάλωτος της ηδονής αυτός που ο Δεσπότης θέλη­σε να ελευθερώσει και καταδέχθηκε να γεννηθεί.
Αλλά ποια ήταν άξια να γίνει διάκονος του μυστη­ρίου; Ποια ήταν άξια να γίνει μητέρα του Θεού και να δανείσει σάρκα σ’ εκείνον που πλουτίζει τα σύμπαντα; Ποια λοιπόν ήταν άξια; Ή είναι φανερό ότι είναι αυτή που σήμερα βλάστησε με τρόπο παράδοξο από την άκαρπη ρίζα, τον Ιωακείμ και την Άννα, της οποίας εμείς εορτάζουμε λαμπρά τη γέννησή της και της οποίας η γέννηση κάνει την αρχή του θαύματος του μεγί­στου μυστηρίου, εννοώ της ένσαρκης γέννησης του Σωτήρα και για την οποία συγκροτήθηκε αυτή η θεία και πάνδημη σύναξη; Γιατί έπρεπε, έπρεπε αυτή που από τα σπάργανα διατήρησε αγνό το σώμα της, αγνή τη ψυχή και αγνούς τους λογισμούς με ανώτερο λόγο, να προοριστεί αυτή μητέρα του πλάστη.
Έπρεπε αυτή που από βρέφος προσφέρθηκε στο ναό και εισήλθε στους άβατους χώρους, να φανεί έμψυχος ναός εκείνου που της έδωσε τη ψυχή. Έπρεπε αυτή που γεννήθηκε από άγονη μήτρα με λόγο παράδοξο και εξάλειψε το όνειδος των γονέων της, να ανα­καλέσει και το σφάλμα των προπατόρων. Γιατί είχε τον προορι­σμό η απόγονος να αποκαταστήσει την ήττα την προγονική γεν­νώντας με γέννα χωρίς άνδρα τον Σωτήρα του γένους και δίνο­ντας σώμα σ’ αυτόν. Έπρεπε αυτή που με το κάλλος της ψυχής της έδωσε ωραία στον εαυτό της μορφή, να εμφανισθεί ξεχωρι­στή νύμφη που να ταιριάζει στον ουράνιο νυμφίο. Έπρεπε αυτή, που με τις σαν άστρα εκδηλώσεις των αρετών της, κατέστησε τον εαυτό της ουρανό, ανατέλλοντας τον ήλιο της δικαιοσύνης να γίνει γνωστός σε όλους τους πιστούς. Έπρεπε αυτή που μία φορά έβαψε τον εαυτό της με το πορφυρό χρώμα των παρθενικών αιμάτων της, να γίνει αλουργίδα (βασιλικό ένδυμα) του Βασιλιά των πάντων.
Πω πω θαύμα! αυτόν που η φύση όλη δεν χωρεί, τον κυοφο­ρεί άνετα η παρθενική μήτρα. Αυτόν που δεν τολμούν να ατενί­σουν τα Χερουβίμ, η Παρθένος τον κρατεί στην αγκαλιά της με τα πήλινα χέρια της. Το όρος το άγιο προέρχεται από την έρημη και άγονη μήτρα, από το οποίο, αφού αποκόπηκε χωρίς σύμπραξη χεριών λίθος πολύτιμος ακρογωνιαίος ο Χριστός ο Θεός μας, συνέτριψε τους ναούς των δαιμόνων και τα βασίλεια του Άδη μαζί με την ίδια την τυραννική εξουσία. Ο έμψυχος και ουράνιος κλίβανος κατασκευάζεται στη γη, μέσα στον οποίο ο πλάστης, αφού έψησε της δικής μου ζύμης την απαρχή και κατέκαψε μαζί και τα ζιζάνια που φύτρωσαν, καθαρή όλη τη ζύμη την κάνει άρτο για τον εαυτό του. Αλλά τί θα μπορούσε να πει κανείς και τί δεν θα πάθει διαπλέοντας το πέλαγος των χαρι­σμάτων και κατορθωμάτων της Παρθένου; Δειλιάζει και χαίρε­ται και ηρεμεί κι αναπήδα από χαρά. Και πάλι σωπαίνει και βρί­σκει τη μιλιά του, συστέλλεται και πλατύνεται, συρόμενος ταυτό­χρονα από τη μια από το φόβο, και από την άλλη από τον πόθο.
Εγώ όμως παραδίδοντας τον εαυτό μου στον πόθο μάλλον παρά στο φόβο, με ευχαρίστηση, γνωρίζετε καλά, ήρθα και πολλά λέγοντάς σας, αν και είναι άχρηστα, με τον σαν ποτάμι λόγο μου, καθώς τα παρθενικά αίματα με κάνουν να λιμνάζω (να ακινητοποιούμαι) και να πλημμυρώ, και μάλιστα βλέποντας και εσάς να ανοίγετε πρόθυμα τις ακοές σας και όλο σας το νου να τον έχετε στρέψει στον ύμνο της Αειπάρθενου, και συνάμα να εξαγνίζεσθε, αν εγώ έχω μυηθεί κάπως στα παρθενικά μυστήρια. Αλλ’ όμως η περίσταση σε άλλα μας παρακινεί, σε άλλου είδους τιμή της Παρθένου· εννοώ να αρχίσουμε τη μυστική και αναίμακτη θυσία (γιατί τιμή της μητέρας είναι η ανάμνηση των εκού­σιων παθημάτων του Υιού), προς την οποία έλκομαι στη συνέχεια και την οποία είναι πολύ επίκαιρο να τελέσω ως ιερουργός.
Αλλά εσύ, Παρθένε και μητέρα του Λόγου, ο δικός μου εξιλασμός και η καταφυγή, που με παράδοξο τρόπο καλλιεργή­θηκες από τη στείρα και που καρποφόρησες για μας ακόμα πιο παράδοξα το στάχυ της ζωής, πρεσβεύοντας και μεσιτεύοντας προς τον Υιό σου και Θεό μας για μας που είμαστε υμνητές σου να καθαρισθούμε από κάθε ρύπο και κάθε μόλυσμα, ανάδειξέ μας άξιους για τον ουράνιο νυμφώνα προς αιώνια ανάπαυση και καταφωτιζόμενους από το τριπλό φως της υπερούσιας Τριάδας και εντρυφώντας μέσα στα υπερφυσικά και άρρητα θεάματα αυτής με τη χάρη του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας, στον οποίο ανήκει η δόξα και η δύναμη στους αιώνες των αιώ­νων.  Αμήν.
(Αγίου Φωτίου του Μεγάλου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, Ομιλία Θ΄, Εις το Γενέσιον της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, ΕΠΕ 12, σ. 248-273 (αποσπάσματα).


ΠΗΓΗ: ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ'.
 γέννησίς σου Θεοτόκεχαρὰν ἐμήνυσε πάσῃ τῇ οικουμένῃ,ἐκ σοῦ γὰρ ἀνέτειλεν  Ἥλιος τῆς δικαιοσύνηςΧριστὸς Θεὸς ἡμῶνκαὶ λύσας τὴν κατάρανἔδωκε τὴν εὐλογίανκαὶκαταργήσας τὸν θάνατονἐδωρήσατο ἡμῖν ζωὴν τὴν αἰώνιον.