Τα πολλά θελήµατα και οι
επιθυµίες, που υπάρχουν στον
άνθρωπο και η µάχη που
υπάρχει ανάµεσά τους
Γνώριζε ότι στόν πόλεµο αυτό,
δύο θελήσεις υπάρχουν µέσα µας
αντίθετες αναµεταξύ τους· η
µία, του λογικού και για αυτό λέγεται,
θέλησις λογική, και ανώτερη· η
άλλη, της αισθήσεως και γι αυτό
ονοµάζεται, θέλησις αισθητική
και κατώτερη, η οποία ακόµη πιο συνηθισµένα, ονοµάζεται θέλησις άλογη, θέλησις
διαθέσεως σάρκας και
πάθους· µε την ανώτερη και
λογική θέλησι επιθυµούµε όλα τα καλά·
και µε την κατώτερη και
παράλογη θέλησι, επιθυµούµε όλα τα κακά·
λοιπόν, οταν εµείς θέλουµε
κανένα πράγµα µε µόνον την αίσθησι, έως
που δεν ταιριάζουµε µε την
ανώτερη και λογική θέλησι να το θέλουµε,
δεν λογαριάζεται, οτι το
θέλουµε στα αλήθεια. Οπότε όλος ο αόρατος
πόλεµος, πρώτα σε αυτό µένει,
δηλαδή, στο να µη γέρνει η ανώτερη
θέλησι στη κατώτερη. Γιατί, η
λογική θέλησι, η οποία βρίσκεται
ανάµεσα στη θέλησι του Θεού,
που µένει πάνω της και σε εκείνη της
αισθήσεωςς, που είναι κάτω
της, πολεµείται πάντα και από τη µία και
από την άλλη. Επειδή και κάθε
µία από αυτές θέλει να την παρασύρη
και να την υποτάξη στον εαυτό
της.
19
Γι αυτό, µεγάλη δοκιµασία και
κόπο, και µάλιστα στην αρχή,
δοκιµάζουν εκείνοι, που
συνήθισαν στο κακό, όταν αποφασίσουν να
αλλάξουν την κοσµική και
σαρκική τους ζωή και να παραδοθούν στην
αγάπη και υπηρεσία του Θεού.
Γιατί, τις αντιθέσεις που δέχεται η
λογική θέλησί τους, από την
θέλησι του Θεού και από την θέλησι της
αισθήσεως, οι οποίες µένουν
από το ένα µέρος και από το άλλο και την
πολεµούν, είναι τόσο δυνατές,
που µε µεγάλη δοκιµασία τις
αισθάνονται, πράγµα το οποίο
δεν συµβαίνει σε εκείνους, που
συνήθισαν ήδη, ή στις αρετές
ή στις κακίες και που αναπαύονται να
ζουν ή σε εκείνες ή σε αυτές.
Γιατί, οι µεν ενάρετοι,
συµφωνούν εύκολα στην θέλησι του Θεού,
οι δε κακοί, κλίνουν σε
εκείνη της αισθήσεως, χωρίς καµία αντίθεσι.
20
Οπότε, ας µην καυχάται
κανείς, πως µπορεί να αποκτήση τις αληθινές
χριστιανικές άρετές και να
υπηρετήση τον Θεό, καθώς πρέπει, αν δεν
βιάση στα αλήθεια τον εαυτό
του για να εγκαταλείψη όχι µόνο τις
µεγαλύτερες ευχαριστήσεις,
αλλά ακόµη και τις µικρότερες, στις οποίες
ήταν πρίν αφοσιωµένος µε
κοσµική αγάπη. Και από αυτό συµβαίνει να
φθάνουν στην τελειότητα πολύ
λίγοι.
21 Γιατί, αφού κατάκτησαν µε
κόπο
τις µεγαλυτέρες
ευχαριστήσεις, δεν θέλουν µετά απο αυτά να πιέσουν
τον εαυτό τους, στο να νικήσουν
και τις µικρότερες και ασήµαντες
επιθυµίες τους, οι οποίες
κάθε ώρα τους κατακτούν. Για παράδειγµα· υπάρχουν µερικοί, που δεν παίρνουν το
ξένο
πράγµα, αλλά όµως αγαπάνε µε
υπερβολή το δικό τους· είναι άλλοι που
δεν ζητάνε τιµές µε αθέµιτα
και άπρεπα µέσα· οµως, δεν τις
συχαίνονται, καθώς έχουν
χρέος, αλλά και τις επιθυµούν, και κάποιες
φορές τις γυρεύουν µε άλλους
διαφόρους τρόπους. Αλλοι πάλι, κρατάνε
τις νοµοθετηµένες νηστείες
κατά την υποχρεώσί τους, οµως
κυριεύονται από την αδηφαγία
και την βουλιµία, τρώγοντας περισσότερο
από αυτό που τους είναι
αρκετό. Αλλοι ζούν µε εγκράτεια, οµως δεν
ξεκολλάνε από κάποιες παρέες,
που τους αρέσουν, οι οποίες τους
προξενούν µεγάλο εµπόδιο στην
πνευµατική ζωή και στη ενωσι µε το
Θεό· και µάλιστα, οι εκείνες
οι συναναστροφές, που γίνονται µε
πρόσωπα νέα και ευλαβή, από
τα οποία οσο λιγώτερο φοβάται
κάποιος, τόσο περισσότερο
πρέπει να τα αποφεύγη.
22
Οπότε, απο αυτά που είπαµε,
ακολουθεί σε αυτούς το γεγονός οτι
κάνουν τα καλά έργα, ατελή,
ελλιπή και ταιριασµένα µε την επιθυµία
της τιµής και των επαίνων του
κόσµου. Απο αυτά, σαν επακόλουθο
έρχεται το να µη προκόβουν
στό δρόµο της σωτηρίας, αλλά να
επιστρέφουν και πίσω και να
ξαναπέφτουν στα πρώτα κακά· γιατί δεν
αγαπάνε την αληθινή αρετή,
ούτε φαίνονται ευχάριστοι στο Θεό, που
τους λύτρωσε πρίν από την
τυραννία του διαβόλου· απο αυτά ακόµη
ακολουθεί να είναι αυτοί
αµαθείς πάντα και τυφλοί στο να µη βλέπουν
τον κίνδυνο που βρίσκονται σε
κάποια στιγµή, που νοµίζουν πως είναι
ασφαλείς και ακίνδυνοι.
Καί εδώ φανερώνεται µία
πλάνη, τόσο περισσότερο επιζήµια, όσο
είναι λιγώτερο γνωστή·
επειδή, είναι πολλοί που ακολουθούν την
πνευµατική ζωή, αγαπάνε όµως
περισσότερο από ό,τι πρέπει τον εαυτό
τους (αν και στην
πραγµατικότητα δεν γνωρίζουν να τον αγαπούν).
Γιατί, καταπιάνονται
περισσότερο, µε εκείνα τα αγωνίσµατα, που γέρνει
η επιθυµία τους και αφήνουν
τα άλλα, που έρχονται σε αντίθεσι µε τη
φυσική τους κλίσι και στις
επιθυµίες των αισθήσεων, στις οποίες,
έπρεπε µε κάθε δίκαιο να
πολεµούν µέ όλες τους τις δυνάµεις.
Για αυτό, αγαπητέ εν Κυρίω,
αδελφέ µου, σου παραγγέλνω να
αγαπάς πάντα την δυσκολία και
τη δοκιµασία, που φέρνει µαζί του
αυτός ο πόλεµος, ακόµη και αν
νικηθής κάποτε σε αυτόν. Γιατί λέει ο
Σειράχ· «Μη µισήσης
κουραστική εργασία» (7,16). Γιατί εδώ βρίσκονται τα πάντα. Επειδή και όσο πιό
δυνατά αγαπήσης τη
δυσκολία που δείχνει στους
αρχάριους η αρετή και ο πόλεµος, τόσο
περισσότερο και πιό γρήγορα
θα νικήσης· τί λέω; εάν εσύ αγαπήσης πε-
ρισσότερο τον βασανιστικό
πόλεµο των παθών, παρά τις δικές σου
αρετές και τις νίκες, φυσικά
πολύ πιο γρήγορα θα αποκτήσης κάθε
καλό.
---------------------------------------------------
19 Οι τρεις αυτές θελήσεις, ονοµάζονται και νόµοι από τον Άπόστολο ΙΙαύλο (Ρωµ. κεφ. 7). Η λογική
θέλησις, νόµος του νού, η παράλογη νόµος που βρίσκεται στα
µέλη και αντιστρατεύεται το νόµο
του νού, η επιθυµία του Θεού, νόµος πνευµατικός και νόµος
του Θεού, µε τον οποίο συνδέεται ο
νόµος του νού, προσθέτει δε και τέταρτο νόµο, τον της
αµαρτίας· ο οποίος είναι, κατά την
ερµηνεία του θείου ∆αµασκηνού, η από τον εχθρό εξαπολυµένη
επίθεσις των κακών λογισµών,
στην οποία αιχµαλωτίζει τον νου ο νόµος που βρίσκεται στα
µέλη· την δε λογική επιθυµία, και
νόµο του νοός, ο Θείος ∆αµασκηνός, ονοµάζει συνείδησι.(Βιβλ.
Θεολόγ. κεφ. 99).
20 Επειδή, κατά τον Σολοµώντα «Οταν έλθη ασεβής εις βάθος
κακών, καταφρονεί».(Παρ. ιη' 3).
21 Γιατί τόσο µεγάλο και λεπτό πράγµα είναι η τελειότητα και
η ένωσις µε τον Θεόν, ώστε ένα τόσο
µικρό εµπόδιο, οσο είναι µία µοναχή τρίχα, µπορεί να την
στερήση απο µας και να µη µας αφήση να
ενωθούµε µε τον Θεό, καθώς λέγει ο άγιος Συµεων ο νέος
θεολόγος (Λογ. νζ'). «Ηγουν, αν έχωµεν
από άµέλειάν µας κανένα µικρό λογισµόν, ή δισταγµόν
απιστίας, ή διψυχίας, ή δειλίας, ή άλλο
κανένα πάθος και προσπάθειαν, δεν θέλοµεν αξιωθή να έχωµεν
έγκάτοικον τον Θεόν εις την
ψυχήν µας».22Σηµείωσε εδώ, αδελφέ, και για κάποιες φυσικές
κλίσεις ή πάθη, τα οποία ούτε θανάσιµα
αµαρτήµατα λέγονται, ούτε συγγνωστά, µε το να µη γίνωνται
απο την προαίρεσί µας, είναι
έξαρτηµένα από την ιδιοσυγκρασία των σωµάτων αυτά δε
ονοµάζονται ατελειότητες, ελαττώµατα
και ψεγάδια φυσικά, καθώς λόγου χάρι, είναι πολλοί από τη
φύσι τους πικροί και
µελαγχολικοί· άλλοι αυστηροί και οξύθυµοι· άλλοι ελαφροί στο
λογισµό και ασύστατοι, άλλοι
πεισµατώδεις· άλλοι φιλόφιλοι και άλλοι έχουν άλλα φυσικά
ελαττώµατα. Οπότε και κατά
αυτών των ελαττωµάτων πρέπει να πολεµάµε, διορθώνοντας τις
υπερβολές και τις ελλείψεις τους
µε την διάκρισι του σωστού λόγου και µετατρέποντας αυτά σε
άαρετές. Γιατί κανένα φυσικό,
όσο και αν είναι άγριο, δεν αντιστέκεται τόσο στην
προαίρεσι, που µε την χάρι του Θεού και µε
τον κόπο και την επιµέλεια τη δική µας, να µην µπορή να
νικηθή. Λέγω δε να πολεµούµε
και
αυτά, γιατί αν και φυσικά και όχι και προαιρετικά, µας
εµποδίζουν όµως από την τελειότητα.