A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !
✞ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος ✞

Τρίτη 16 Μαΐου 2023

«Ἄξιὸν ἐστὶν ὡς ἀληθῶς, μακαρίζειν σε τὴν Θεοτόκον» Άρθρο του Σεβ. Μητρ. Αττικής και Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου

ajion est

«Ἄξιόν ἐστιν ὡς ἀληθῶς, μακαρίζειν σε τὴν Θεοτόκον, τὴν ἀειμακάριστον καὶ παναμώμητον, καὶ  Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν»

            Καὶ πῶς νὰ μὴν ἀξίζει νὰ μακαρίζουμε τὴν Παναγία μας ὅταν βλέπουμε τόσες καὶ τόσες εὐεργεσίες νὰ μᾶς προσφέρει; Τὶς ἡμέρες αὐτές, κατὰ τὶς ὁποῖες ἡ Χάρη της, τὸ Ἱερὸ Εἱκόνισμα «Ἄξιὸν ἐστιν» ἔφυγε ἀπὸ τὸν θρόνο της καὶ ἦλθε στὴν Ἀθήνα νὰ μᾶς εὐλογήσει, ὅλο τὸ πανελλήνιο, μύρισε Ἅγιο Ὄρος. Ἡ Παναγία μας, ὡς Μητέρα κάθε Ὀρθοδόξου, πάλι συγκέντρωσε γύρω της τὰ διψασμένα παιδιά της καὶ τὰ πότισε μὲ τὰ νάματα τῆς πίστεως, τῆς εὐλάβειας, τῆς ὀμορφιᾶς τοῦ Χριστιανισμοῦ. 

             ἀνταπόκριση τοῦ κόσμου ἦταν καὶ εἶναι, διότι τὸ προσκύνημα συνεχίζεται μέχρι αὔριο, ἄκρως συγκινητική. Οὐδέποτε ὅλες αὐτὲς τὶς ἡμέρες δὲν ἔμεινε κενό, ἀλλὰ τὸ προσκύνημα ἦταν διαρκὲς καὶ συνεχόμενο. Τόσο ἄνθρωποι ἡλικιωμένοι, ἀλλὰ κυρίως νέοι καὶ παιδιά, περίμεναν καὶ περιμένουν ὑπομονετικὰ μὲ τὶς ὥρες, προκειμένου νὰ προστρέξουν στὸ Πανάγιο Προσωπό της καὶ νὰ καταθέσουν μετὰ δακρύων τὴν ἱκεσία τους, νὰ ἀκουμπήσουν τοὺς προβληματισμούς τους, τὰ ἄγχη τους, ἀλλὰ καὶ τὴν εὐγνωμοσύνη τους γιὰ ὅλα ὅσα μᾶς ἔχει προσφέρει. Πλησίασαν στὸ Ἱερὸ Εἰκόνισμα γιὰ νὰ τὴν δοξάσουν, νὰ λάβουν δύναμη νὰ συνεχίσουν τὸν ἀγώνα τοῦ βίου, νὰ ἀντλήσουν κουράγιο καὶ νὰ δώσουν μήνυμα στοὺς ἐχθροὺς τῆς πίστεως, τοὺς τιποτένιους καὶ μικρούς, ὅτι ἐνθρονισμένη στὶς καρδιὲς τοῦ Ἑλληνικοῦ Λαοῦ εἶναι ἡ Παναγία μας. 

            Σκέφτομαι πολλὲς φορὲς πόσα ἔχει τραβήξει ἡ μικρή μας Πατρίδα ἀπὸ τοὺς δῆθεν ὑπηρέτες της. Μία σταδιακὴ καὶ μεθοδευμένη ἀποκαθήλωση τῶν Ἱερῶν καὶ τῶν Ὁσίων καὶ ὅλων τῶν διαχρονικῶν ἀξιῶν: Ἔγινε προσπάθεια ἀφαίρεσης, χωρὶς ἐπιτυχία, τῆς ἐπίκλησης τοῦ ὀνόματος τῆς Παναγίας Τριάδος ἀπὸ τὸ Σύνταγμα. Τὸ 1978 ἀπαγορεύθηκε ἡ ἀνάρτηση τῶν σημαιῶν στὶς οἰκίες, παρὰ μόνο στὶς Ἐθνικὲς Ἐπετείους. Ἀκολούθησε ἡ ἁπλοποίηση τῆς γλώσσας καὶ ἡ κατάργηση τοῦ πολυτονικοῦ συστήματος, ἐνῶ ἔπειτα, ἡ προσπάθεια ἀφαίρεσης τῶν θρησκευτικῶν συμβόλων ἀπὸ τοὺς δημόσιους χώρους, ἡ νομιμοποίηση τῶν ἐκτρώσεων, ἡ θεσμοθέτηση τοῦ πολιτικοῦ γάμου, ἡ κατάργηση τῆς σχολικῆς ποδιᾶς (τόσο μικρό, ἀλλὰ τόσο σημαντικό). Ἀργότερα, ἀφαιρέθηκε τὸ θρήκευμα ἀπὸ τὴν ταυτότητα. Ἐν συνεχείᾳ, ἡ Κυριακὴ ἔγινε ἐργάσιμη, τὰ βιβλία τῶν θρησκευτικῶν ἀλλοιώθηκαν, ψηφίσθηκε ἡ νομιμότητα τῆς ἀλλαγῆς φύλου γιὰ παιδιὰ 15 ἐτῶν, ἡ καύση τῶν νεκρῶν κ. ἄ. Ὡς ἀποτέλεσμα, τὰ παιδιά μας ἔχουν μεγαλώσει μὲ νέα βιώματα, τελείως διαφορετικὰ ἀπὸ αὐτὰ τῆς παλαιᾶς, ἁγνῆς Ἑλλάδας. 

            στόσο, παρ΄ ὅλη τὴν ἐπίθεση στὶς ἀξίες, δὲν ἔχουν καταφέρει (ἀκόμα) νὰ βγάλουν αὐτὴ τὴν πίστη ἀπὸ πάνω μας. Οἱ προσκυνητὲς τῆς Παναγίας μας ἀνέρχονται σὲ ἑκατοντάδες χιλιάδες, οἱ ὁποῖοι ἔκαναν σαφὲς τὸ μήνυμα τους. Ἡ πίστη αὐτοῦ τοῦ λαοῦ, ἄν καὶ ὁμολογουμένως ἔχουμε ξεφύγει, εἶναι ἕνα ἀναμμένο κάρβουνο, τὸ ὁποῖο μὲ λίγο ἀέρα θὰ φουντώσει καὶ θὰ κάψει ὅ, τι ἀντίθετο πρὸς τὶς ἀξίες μας. Γιὰ αὐτὸ προσπαθοῦν μὲ τόση μανία νὰ τὸ σβήσουν. 

            Εἴδαμε μαζὶ μὲ τοὺς ἑκατοντάδες χιλιάδες τῶν προσκυνητῶν, ὁρισμένα θύματα ἐμμονικῶν ἰδεοληψιῶν, νὰ καθυβρίζουν καὶ νὰ εἰρωνεύονται τὴν εὐλάβεια τῶν πιστῶν. Καὶ μετὰ θέλουν νὰ μιλοῦν γιὰ ἐλευθερία, ἤ γιὰ ἀντιρατσισμό, οἱ πρῶτοι ρατσιστές. Πολλῷ δὲ μάλλον, θέλουν νὰ ὁδηγηθοῦν καὶ στὸ τιμόνι τῆς χώρας. Ἦταν αὐτοὶ ποὺ δὲν ἤθελαν τὴν ἔλευση τῆς Εἰκόνας μὲ τιμὲς ἀρχηγοῦ κράτους.

            ν κατακλείδι, ἡ ἄφιξη τοῦ «Ἄξιόν ἐστιν», ἑνὸς ἀπὸ τὰ σημαντικότερα κειμήλια τῆς Ὀρθοδοξίας, στὴν Ἀθήνα, καὶ ἡ ἀνταπόκριση τοῦ λαοῦ, μᾶς ἔδωσε παρηγοριά. Σὲ αὐτὴ τὴν Εἰκόνα ἐψάλη γιὰ πρώτη φορὰ ὁ ὕμνος ποὺ ἔμελε νὰ συνοδεύσει κάθε Θεία Λειτουργία, κάθε πανήγυρη καὶ μὲ μία φράση, νὰ γίνει τὸ μέσο μὲ τὸ ὁποῖο τόσο δοξάσθηκε ἡ Θεοτόκος. Εἴδαμε τὶς ἡμέρες αὐτὲς ὅτι στὴν πατρίδα μας ὑπάρχει πλούσιο ἀνθρώπινο ὑλικό. Ὁ κόσμος διψάει γιὰ τὴν Ἀλήθεια. Ὑπάρχουν ἁγνὲς ψυχὲς ποὺ ἀγαποῦν. Αὐτὸ πρέπει νὰ προσελκύσει τὸ ἐνδιαφέρον τῶν εὐσυνείδητων Χριστιανῶν, ὥστε νὰ ἀφήσουμε στὴν ἄκρη τὶς μικρότητες, τὸν ἀτομισμὸ καὶ τὴν κατάκριση τῶν ἄλλων, καὶ νὰ θέσουμε ὅλες μας τὶς δυνάμεις στὴν κατήχηση καὶ ἀναζωπύρωση τοῦ ἔργου τῶν Ἐνοριῶν. Νὰ συμβάλουμε, ὥστε ἀπὸ τὸ κάρβουνο, νὰ φουντώσει ἡ φλόγα τῆς πίστης καὶ «νὰ κατακαύσει τὸ ἄχυρον πυρὶ ἀσβέστῳ». 

Ἡ Θεομήτωρ, ἡ Μάνα ποὺ ποτὲ δὲν θὰ μᾶς προδώσει, 

νὰ σκέπει τὴν πολύπαθη Πατρίδα μας 

καὶ κάθε καλοπροαίρετο ἄνθρωπο!

 ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος

Κυριακή 14 Μαΐου 2023

Απόσπασμα ομιλίας του Αγγλικανού «Επισκόπου» Gore, o οποίος συμμετείχε στο «Πανορθόδοξο» Συνέδριο του 1923

 ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΟΥ «ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ» ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ ΤΟΥ 1923

(Απόσπασμα ομιλίας του Αγγλικανού «Επισκόπου» Gore, o οποίος συμμετείχε στο συνέδριο)


ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ 2023 (τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)

77897 2

 

γαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, 

Χριστὸς Ἀνέστη!

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Κυριακῇ πέμπτῃ ἀπὸ τοῦ Πάσχα,

τὴν τῆς Σαμαρείτιδος ἑορτὴν ἑορτάζομεν.δωρ λαβεῖν ἐλθοῦσα τὸ φθαρτόν, γύναι,
Τὸ ζῶν ἀπαντλεῖς, ᾧ ῥύπους ψυχῆς πλύνεις.

νῶ φθαρτὸ νερό, γυναίκα, ἦλθες νὰ λάβεις,

Τὸ ζωντανὸ ἀντλεῖς, ρύπους ψυχῆς μὲ τὸ ὁποῖο πλένεις.

               πως ἀκούσαμε σήμερα ἀπὸ τὸν Εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη, ἕνα μεσημέρι, ὁ Χριστὸς εὐαγγελιζόμενος τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ἦρθε μὲ τοὺς Μαθητές Του στὴν Σαμάρεια καὶ κουρασμένος ἀπὸ τὴν πολλὴ ὁδοιπορία κάθισε κοντὰ στὸ πηγάδι ποὺ εἶχε φτιάξει ὁ Πατριάρχης Ἰακὼβ γιὰ νὰ ξεκουραστεῖ, ἐνῶ οἱ Ἀπόστολοι πῆγαν στὴν πόλη γιὰ νὰ ἀγοράσουν τρόφιμα. Ἡ κούραση αὐτὴ ποὺ προκύπτει ἀπὸ τὴν πνευματικὴ ἐργασία, εἶναι καίρια γιὰ τὴν ἐξάπλωση τοῦ ἔργου τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Χριστός, γιὰ νὰ εὐαγγελίσει τὸν κόσμο, κουράσθηκε, διδάσκοντας ὅτι ἐκεῖνος ποὺ πρόκειται νὰ διακονήσει τὴν Ἐκκλησία, πρέπει νὰ εἶναι ἔτοιμος νὰ κουραστεῖ σωματικά, ὅπως καὶ ὁ Κύριός μας. Ἄλλωστε, «τὰ ἀγαθὰ κόποις κτῶνται». Μετὰ τὴν σωματικὴ κόπωση, ὁ Χριστός, ὅπως θὰ δοῦμε στὴ συνέχεια, θὰ γευθεῖ πνευματικὴ τροφή. Ἡ φυγοπονία αὐτὸ ἀκριβῶς στερεῖ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, τὴν μετάληψη πνευματικῆς τροφῆς, ἡ ὁποία στηρίζει καὶ εὐφραίνει τὸν ἐργάτη τοῦ καλοῦ. 

               Λίγο ἀργότερα, στὸ πηγάδι φτάνει μία γυναίκα, Σαμαρείτιδα, γιὰ νὰ ἀντλήσει νερὸ μὲ τὴ στάμνα της. Βλέποντάς την ὁ Κύριος, δὲν διστάζει νὰ γίνει ὁ ἐνδεής, ἐκεῖνος δηλαδὴ ποὺ ἔχει ἀνάγκη, καὶ ἔρχεται στὸ ἴδιο ἐπίπεδο μὲ αὐτὸ τῆς γυναίκας. Γιὰ νὰ τὴν ἀνυψώσει, καταδέχεται νὰ ταπεινωθεῖ, ζητῶντας νερὸ ἀπὸ μία γυναίκα καὶ μάλιστα Σαμαρείτιδα καὶ μάλιστα μοιχαλίδα. Στοὺς ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Καλὸς Ποιμὴν παραδίδει σήμερα μαθήματα ποιμαντικῆς. Βλέπετε, ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀνάγκη νὰ αἰσθάνεται χρήσιμος. Αὐτὴ τὴν ἀνάγκη τῆς Σαμαρείτιδας ἱκανοποιεῖ ὁ Χριστὸς γιὰ νὰ τὴν προσεγγίσει, σπάζοντας τὸ κατεστημένο, δεδομένου ὅτι δὲν συνηθιζόταν ἄντρες νὰ συνομιλοῦν μὲ γυναῖκες σὲ δημόσιο χῶρο, καθῶς θεωροῦνταν ὑποδεέστερες. Καλὸ θὰ ἦταν, οἱ δῆθεν προοδευτικοὶ τῶν ἡμερῶν μας νὰ γνώριζαν ὅτι ὁ πρῶτος ποὺ ἔφερε τὴν πρόοδο τῶν ἀνθρωπίνων σχέσεων, ἦταν ὁ Δεσπότης Χριστός. Ἡ κίνηση αὐτὴ τοῦ Κυρίου ἦταν πολὺ σημαντική, ἰδιαίτερα ἄν σκεφτοῦμε ὅτι ἡ γυναίκα ἐκείνη, λόγῳ τῆς ἁμαρτωλῆς ζωῆς της, πιθανὸν νὰ βίωνε τὴν περιφρόνηση τῶν συνανθρώπων της. 

               Στὸ σημεῖο αὐτό, ἡ γυναίκα ἐξεπλάγη καὶ ἀπόρησε πῶς ἕνας Ἰουδαῖος συνομιλεῖ μὲ μία Σαμαρείτιδα. Οἱ σχέσεις Ἰουδαίων καὶ Σαμαρειτῶν χαρακτηρίζονταν ἀπὸ ἔχθρα, ἡ ὁποία δὲν ἔλεγε νὰ πάψει γιὰ ἕναν ἁπλούστατο λόγο: τὴν ἔλλειψη ἐπικοινωνίας. Οἱ δύο λαοὶ δὲν ἔβλεπαν τὰ πρόσωπα, ἀλλὰ μία ἀπρόσωπη ταμπέλα: Ἰουδαῖος, Σαμαρείτης. Ὁ Χριστὸς σήμερα πρότεινε τὴν λύση γιὰ τὴν εἰρήνευση τῶν σχέσεων: τὴν ἐπικοινωνία. Μέσῳ αὐτῆς, ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει τὸν ἄνθρωπο καὶ ἀρχίζει νὰ βλέπει περισσότερο ἐκεῖνα ποὺ ἐνώνουν, παρὰ ὅσα χωρίζουν. 

               Tὴν ἀπορία τῆς γυναίκας ἀκολούθησε μία στροφὴ στὴν ροὴ τῆς συζήτησης. «Ἂν ἤξερες […] ποιός εἶναι ἐκεῖνος ποὺ σοῦ λέει «φέρε μου νὰ πιῶ», ἐσὺ θὰ τοῦ ζητοῦσες καὶ θὰ σοὺ ἔδινε τὸ νερὸ τὸ ζωντανό», εἶπε ὁ Κύριος στὴν γυναίκα. Πρόκειται γιὰ τὴν δροσιὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὴν ὁποία ὅποιος γεύθηκε, δὲν δίψασε ξανὰ γιὰ ἐπίγειες ἀπολαύσεις. Αὐτὸ τὸ ζωντανὸ νερὸ ἀποτελεῖ πρόγευση τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, πρόγευση τῆς Ἀναστάσεως, βέβαιη πίστη ὅτι ὁ θάνατος καὶ κάθε δύναμη τοῦ κακοῦ νικήθηκε ἀπὸ τὸν Ἀναστάντα Χριστό. Σὲ ἀντίθεση μὲ πρίν, ποὺ ὁ Χριστὸς ζητοῦσε τὸ ἐπίγειο νερό, τώρα ἡ Σαμαρείτις ζητᾶ ἀπὸ τὸν Χριστὸ τὸ «ὕδωρ τὸ ζῶν», χωρὶς βέβαια νὰ καταλάβει περὶ τίνος πρόκειται. 

               στόσο, ὁ Κύριος ἀνταποκρίθηκε θετικά στὸ αἴτημα τῆς γυναίκας.

Πήγαινε, φώναξε μου τὸν ἄνδρα σου, τῆς εἶπε.

Δὲν ἔχω ἄνδρα.

Σωστὰ εἶπες ὅτι δὲν ἔχεις ἄνδρα, γιατὶ εἶχες πέντε ἄνδρες καὶ αὐτὸς ποὺ ἔχεις τώρα, δὲν εἶναι ἄνδρας σου.

Προσπάθησε ἡ Σαμαρείτιδα νὰ ἀποκρύψει τὰ ἁμαρτήματά της, ὅπως πολλοὶ στὴν Ἐξομολόγηση, ἀλλὰ ὁ Θεός, καὶ αὐτὰ ποὺ ἀκόμη δὲν ἔχει πράξει ὁ ἄνθρωπος, τὰ γνωρίζει πολὺ καλά. Γιὰ αὐτό, στὴν Ἐξομολόγηση πρέπει νὰ εἴμαστε εἰλικρινεῖς. Διαφορετικά, μπορεῖ νὰ ἀποκαλυφθοῦν οἱ ἁμαρτίες μας μὲ πιὸ ντροπιαστικὸ τρόπο, ὅπως στὴν προκειμένη περίπτωση. 

               Μέσα ἀπὸ τὰ ἀφοπλιστικὰ αὐτὰ λόγια τοῦ ἄγνωστου συνομιλητῆ της, ἡ γυναίκα κατάλαβε ὅτι μάλλον εἶναι Προφήτης. Ἕναν μόνο λόγο ἄκουσε ἡ ἐλευθέρων ἠθῶν γυναίκα καὶ κατάλαβε ὅτι τὸ πρόσωπο ποὺ εἶχε ἀπέναντί της ἦταν ἱερό. Οἱ δὲ Φαρισαῖοι, οἱ «ὑπηρέτες τοῦ Θεοῦ», τόσα καὶ τόσα θαύματα εἶδαν καὶ δὲν θέλησαν νὰ καταλάβουν. Ἡ ψυχή τους εἶχε βρεῖ αὐτὸ ποὺ ζητοῦσε: μία πλαστὴ εἰκόνα τὴν ὁποία νὰ βλέπει ὁ κόσμος καὶ νὰ τὴν σέβεται. Ἡ ψυχή, ὅμως, τῆς γυναίκας, δὲν εἶχε βρεῖ αὐτὸ ποὺ ζητοῦσε. Γιὰ αὐτὸ καὶ ἄλλαξε ἕξι συζύγους. Ἤλπιζε ὅτι κάποια στιγμὴ θὰ βρεῖ τὸν κατάλληλο. Στὴν πραγματικότητα, αὐτὸ ποὺ ἔψαχνε ἦταν κάτι πολὺ ἀνώτερο ἀπὸ μία σαρκικὴ σχέση, ἦταν ἡ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ. Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, εἶχε πνευματικὲς ἀνησυχίες: «Οἱ πατέρες μας προσκύνησαν στὸ βουνὸ αὐτό, ἐνῶ ἐσεῖς λέτε ὅτι στὰ Ἱεροσόλυμα πρέπει νὰ προσκυνοῦμε», εἶπε στὸν Κύριο, γιὰ νὰ λάβει τὴν ἀπάντηση: 

 Θεὸς εἶναι Πνεῦμα καὶ αὐτοὶ ποὺ Τὸν προσκυνοῦν, πρέπει νὰ Τὸν προσκυνοῦν μὲ τὸ πνεῦμα καὶ μὲ εἰλικρίνεια».

Ξέρω ὅτι ἔρχεται ὁ Μεσσίας, ὁ λεγόμενος Χριστός. Ὅταν ἔλθει ἐκεῖνος, θὰ μᾶς τὰ ἀναγγείλει ὅλα. 

Θὰ περίμενε κανεὶς ὅτι ὁ Θεάνθρωπος, ἀπὸ ταπείνωση δὲν θὰ ἔλεγε ποιός ἦταν. Ὁ Χριστὸς, ὅμως, προτίμησε νὰ πεῖ τὴν ἀλήθεια γιὰ τὴν ὁποία ἦλθε στὴν γῆ. Ἔτσι, ἔκανε τὴν ἀποκάλυψη: «Ἐγὼ εἶμαι (ὁ Χριστός), ποὺ σου μιλάω». 

 ἁμαρτωλή, ἀλλὰ ἄδολη γυναίκα, ποὺ γιὰ τόσα χρόνια ἦταν στὰ δίχτυα τοῦ κακοῦ, πίστεψε ἀμέσως. Αὐτὸ ἦταν. Ἔλαβε τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν. Πῆγε γιὰ φθαρτὸ νερό, ἀλλὰ ἄντλησε αἰώνιο. Τὸ φθαρτὸ δὲν τὴν ἐνδιέφερε πλέον. Ἄφησε πίσω τὴ στάμνα της, μαζὶ καὶ τὶς ἁμαρτίες, καὶ ἔτρεξε νὰ γίνει Ἰσαπόστολος τοῦ Χριστοῦ, ἡ Ἁγία Φωτεινή. 

               ν τῷ μεταξύ, ἦρθαν οἱ Ἀπόστολοι καὶ ἔφεραν τὶς τροφές. Εἶδαν τὸν Διδάσκαλό τους νὰ συνομιλεῖ μὲ τὴν γυναίκα καὶ κανένας δὲν Τοῦ ζήτησε τὸν λόγο. Εἶχαν ἐμπιστοσύνη στὴν πρόνοιά Του. 

Διδάσκαλε, φάε.

γὼ ἔχω φάει τροφή, τὴν ὁποία ἑσεῖς δὲν ξέρετε. 

               Τί ἀναφέραμε στὴν ἀρχή; Αὐτὴ εἶναι ἡ πνευματικὴ τροφὴ ποὺ ἀπολαμβάνει ἐκεῖνος ποὺ ἐργάζεται καὶ κουράζεται στὸν ἀμπελώνα τοῦ Θεοῦ, ἡ χαρὰ μαζὶ μὲ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς Ἀγγέλους γιὰ τὰ πρόβατα ποὺ ξεφεύγουν ἀπ΄ τοὺς λύκους καὶ ἐπιστρέφουν πίσω στὴν μάνδρα.

               ν ἕνας ἄνθρωπος γνωρίσει τὸν Θεὸ καὶ μεταμορφωθεῖ,  μπορεῖ νὰ μεταμορφώσει ὁλόκληρη τὴν κοινωνία. Γιὰ αὐτό, ὁ Κύριος κανέναν δὲν ἀπέρριψε. Ὡς ἀποτέλεσμα, πειθόμενοι στὸ κήρυμα τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς, οἱ Σαμαρεῖτες ζήτησαν ἀπὸ τὸν Κύριό μας νὰ μείνει λίγο μαζί τους. Ἔμεινε ἐκεῖ μόνο δύο ἡμέρες. Αὐτὲς ἦταν ἀρκετὲς γιὰ νὰ πλησιάσουν ὕστερα τὴν Φωτεινὴ καὶ νὰ τῆς ποῦν: «Δὲν πιστεύουμε πλέον ἀπὸ τὰ λόγια σου. Οἱ ἴδιοι ἀκούσαμε καὶ ξέρουμε ὅτι Αὐτὸς εἶναι στὰ ἀλήθεια ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου, ὁ Χριστός». 

               Εὐχή μου, αὐτὴ τὴν σωτήρια ὁμολογία τῶν Σαμαρειτῶν νὰ τὴν φυλάξουμε καλὰ στὴν καρδιά μας καὶ ὄχι μόνο στὰ αὐτιά. Ἄν κάνουμε τὸ πρῶτο, ἡ ὁμολογία αὐτὴ θὰ γίνει γιὰ ἑμᾶς τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν. Τότε ποιά μέριμνα ἤ ποιό ψυχικὸ κενὸ θὰ μπορέσει νὰ μᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ; 

Ἀληθῶς Ἀνέστη ὁ Κύριος!

ὁ Ἐπίσκοπός σας,

  ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος

Τετάρτη 10 Μαΐου 2023

ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ: Προς ενωτικούς

 

“Σπαράξατε τους αθώους και αγίους ομολογητάς, αφού εγίνατε λύκοι σεις οι ίδιοι οι ποιμένες..”


Ἡ ἐπιθυμία τῆς Ὑμετέρας Παναγιότητος καὶ τῶν σὺν ὑμῖν ὅπως ὑποταχθῇ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἰς τὸν Πάπαν, καὶ ἡ ἐκ μέρους σας ἀνεξήγητος σπουδὴ πρὸς τοῦτο, ἐπλήρωσε τὰς καρδίας μας ἀφάτου θλίψεως, καὶ ἀθυμία κατέλαβεν ἡμᾶς, κατὰ τὸν προφητάνακτα, ἀπὸ ἁμαρτωλῶν, τῶν ἐγκαταλιμπανόντων τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ. Τὰ ὦτα μας συρίζουν ἀκόμη ἀπὸ τὸ φρικτὸν τοῦτο ἄκουσμα.

Ἡ Ὀρθόδοξος ποίμνη ἐδιχάσθη, καὶ σεῖς φέρετε τὸ κρίμα. Καὶ οἱ μέν, σᾶς ἠκολούθησαν εἰς τὴν εὐρύχωρον ὁδόν, τὴν ἀπάγουσαν εἰς τὴν ἀπώλειαν, οἱ δὲ παρέμειναν ἑδραῖοι καὶ ἀσάλευτοι εἰς τὴν Ὀρθόδοξον πίστιν τῶν πατέρων των, ἀποστρέφοντες τὸ πρόσωπον καὶ ἀπὸ μόνην τὴν σκέψιν, ὅτι ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ἐνηγκαλίσθη καὶ ἠσπάσθη τὸν γυναικοπρόσωπον Πάπαν, καὶ ἐμολύνθη ἀπὸ τὸ βδέλυγμα τοῦτο τῆς ἀσεβείας.

Ἐκεῖνοι, οἵτινες σᾶς ἠκολούθησαν, ἦσαν ἐκ τῶν προτέρων προδικασμένοι ὅτι θὰ σᾶς ἠκολούθουν, ὅντες ὑλόφρονες, ματαιόδοξοι, ἄπιστοι, ἀλαζόνες, ξενόδουλοι, κόλακες καὶ κολακευόμενοι. Λοιπόν, ἔσπευσαν νὰ συναχθῶσι μὲ τὸν «κόσμον», τὸν ἁμαρτωλὸν κόσμον τῆς ἐπιγείου ἀνέσεως, τῆς ἄνευ ταλαιπωριῶν καὶ ἀγῶνος ζωῆς, πιστεύοντες μόνον εἰς «τὴν ὦδε μένουσαν πόλιν, μὴ ἐπιζητοῦντες δὲ τὴν μέλλουσαν», ὡς ἀνύπαρκτον καὶ μὴ πιστευτὴν εἰς αὐτούς.

Οἱ δὲ ἄλλοι, οἱ πιστοί, ἔμειναν εἰς τὴν χῶραν τῆς πενίας, τῶν στερήσεων, τῶν πειρασμῶν, τῶν διωγμῶν, βέβαιοι ὄντες ὅτι ἐν μέσῳ αὐτῶν παρίσταται ὁ Κύριος, ὁ εἰπὼν ὅτι ἡ Ἐκκλησία Του θὰ εἶναι συνδεδεμένη μὲ τὸ μαρτύριον, τὴν περιφρόνησιν, τὴν πτωχείαν, τὸν ἐμπαιγμόν, τὰ ὁποῖα θὰ εἶναι ἡ ἀντιμισθία τῆς σθεναρᾶς ὁμολογίας τῶν εἰς τοῦτον τὸν κόσμον. Εἰς τὰ ὦτα των ἠχοῦν ἡμέρας καὶ νυκτὸς οἱ παρήγοροι λόγοι τοῦ Χριστοῦ· «Εἰ ἐμὲ ἐδίωξαν, καὶ ὑμᾶς διώξουσιν». Ὁ διωγμός, ἡ κακοπάθησις καὶ ὁ θάνατος εἶναι ὁ μακάριος κλῆρος τῶν γνησίων μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ. Τὸ πανάγιον στόμα Του εἶπεν ἐπίσης· «Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βιάζεται καὶ οἱ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν». Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρχουν βιασταὶ καὶ ἀγωνισταὶ εἰς τὴν παράταξιν ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἔσπευσαν νὰ συνθηκολογήσουν μὲ τὸ ψεῦδος, διὰ νὰ ζήσουν ἐν ἡσυχίᾳ καὶ ἀπολαύσει τῶν ἐγκόσμιων ἀγαθῶν;

Καὶ σεῖς, οἱ ποιμένες τοῦ λαοῦ, τί εἴδους ποιμένες εἶσθε; Τὰ πρόβατα, τὰ ὁποῖα σᾶς ἐνεπιστεύθη ὁ Κύριος, ἰδού, τὰ παραδίδετε εἰς τοὺς λύκους. Συναυλίζεσθε μὲ τοὺς ἄρχοντας τοῦ κόσμου τούτου τοῦ ματαίου, τοῦ παρερχομένου, διότι ἐζηλώσατε τὴν δόξαν αὐτῶν καὶ οὐχὶ τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ. Ὑπετάξατε τὴν πίστιν εἰς τους ἁμαρτωλοὺς ἀνθρώπους τῶν κοσμικῶν ἐπιθυμιῶν, οἵτινες ἔχουν ὡς ὁδηγόν των τὸν σατανᾶν. Παρεδόθητε καὶ παραδώσατε τὰ πρόβατα εἰς τὸν ἄρχοντα τοῦ κόσμου τούτου, εἰς τὸν κατέχοντα τὴν ὑλικὴν ἰσχύν, τὸν χρυσόν, τὰς ἐφευρέσεις καὶ τὰς μηχανάς, αἱ ὁποῖαι καταπλήττουν τὰ πλήθη, ὡς θαύματα τοῦ Ἀντιχρίστου. Παρεδόθητε καὶ παρεδωσατε τὰ πρόβατα εἰς τὴν ψευδώνυμον γνῶσιν, «τὴν κενὴν ἀπάτην», τὴν διδασκομένην εἰς τὰς χώρας τῆς ἀθεῖας καὶ τῆς ἀπογνώσεως, ὅπου μήτε ὀσμὴ ὑπάρχει τῆς αἰωνίου ζωῆς καὶ τῆς ἀληθοῦς γνώσεως, τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ.

* * *

«Ἀκούσατε ταῦτα, οἱ ἱερεῖς, καὶ προσέχετε, ἐνωτίζεσθε, διότι πρὸς ὑμᾶς ἐστὶ τὸ κρίμα» (Ὠσηέ, Ε´, 1).
«Οὐαὶ αὐτοῖς, ἐνύσταξαν οἱ ποιμένες» (Ναοὺμ Γ´, 18).

Καὶ ταῦτα, διότι δὲν εἶσθε οἱ ποιμένες οἱ καλοί, οἱ θυσιάζοντες τὴν ζωήν των ὑπὲρ τῶν προβάτων καὶ ὁδηγοῦντες αὐτὰ εἰς τοὺς εὐώδεις λειμῶνας τῆς ἀθανάτου ζωῆς. Σεῖς εἶσθε «οἱ μισθωτοὶ ποιμένες», καὶ κατὰ τὸ πανάγιον στόμα τοῦ Κυρίου «ὁ μισθωτὸς ποιμὴν οὐκ ἐστὶ ποιμήν» (Ἰω. Ι´, 12). Εἶσθε μισθωτοὶ τῶν ἀρχόντων τοῦ κόσμου τούτου, διὰ τὴν δόξαν καὶ διὰ τὸν πλοῦτον τῶν ὁποίων ἐργάζεσθε.

Καὶ ἅπαξ εἶσθε δοῦλοι τοιούτων κυρίων, εἶσθε ὡπλισμένοι μὲ τὰ ὅπλα τῆς βίας, μὲ τὰ ὁποῖα ἀπειλεῖτε τὰ πιστὰ πρόβατα τοῦ Χριστοῦ, διὰ νὰ τὰ ἀναγκάσετε νὰ σᾶς ἀκολουθήσουν.

Ἀλλά, αὐτὰ τὰ μακάρια πρόβατα ἀπεκδέχονται τὸ μαρτύριον ὡς λύτρωσιν καὶ ὡς ἀψευδὲς σημεῖον, ὅτι θὰ λάβουν τὸν ἀμάραντον στέφανον ἀπὸ τὸν ἀγωνοθέτην Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν.

Ναί! Εἴμεθα ἕτοιμοι νὰ μαρτυρήσωμεν μετὰ χαρᾶς καὶ ἀγαλλιάσεως ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, τὴν ὁποίαν κρατῶμεν ὡς τὸν μέγαν θησαυρόν. Μακαρίζομεν ἑαυτούς, διότι θὰ διωχθῶμεν καὶ θ᾿ ἀποθάνωμεν ὑπὲρ πίστεως καὶ ἀληθείας.

Ἀκονίσατε τὴν μάχαιραν τῆς αἰσχύνης. Ἀποστείλατε τὰ ὄργανα τῆς βίας, τὰ ὁποῖα σᾶς δορυφοροῦν, καὶ μὲ τὰ ὁποῖα εἶναι πάντοτε πάνοπλος ἡ ἀποστασία. Ἤδη ἐνεφανίσθη τὸ αἱματωμένον φάσγανον τῆς βίας, διὰ νὰ ἐνσπείρῃ τὸν τρόμον εἰς τὰς ἁγίας καρδίας τῶν γερόντων, τῶν ἀσκητῶν καὶ ἐρημιτῶν, οἱ ὁποῖοι ἔζησαν ἐν δοκιμασίαις, ἐν στερήσει, ἐν ἀπαρνήσει τοῦ σαρκίου των, διὰ νὰ εὐαρεστήσουν τὸν Κύριον. Τὸ φρικτὸν πρόσωπον τῆς βίας ἐμφανίζεται, ὡς τὸ τῆς μυθικῆς κεφαλῆς τῆς Μεδούσης, εἰς τὸν ἡγιασμένον Κῆπον τῆς Παναγίας. Καὶ ὄπισθεν αὐτοῦ τοῦ φοβήτρου εὑρίσκεσθε σεῖς, «οἱ ποιμένες οἱ μισθωτοί», οἱ τρίδουλοι τῶν ἀρχόντων τοῦ σκοτεινοῦ κόσμου τοῦ χρήματος, τῆς ἀθεῖας, τοῦ ἐκφυλισμοῦ καὶ πάσης ἀκολασίας.

Σπαράξατε τοὺς ἀθώους καὶ ἁγίους ὁμολογητάς, ἀφοῦ ἐγίνατε λύκοι σεῖς οἱ ἴδιοι οἱ ποιμένες. Κατασπαράξατε τὴν ἁγίαν Ὀρθοδοξίαν μέσα εἰς τὸ Κολοσσαῖον, εἰς τὸ ὁποῖον παρίστανται οἱ Καίσαρες τῆς σημερινῆς κακούργου ἀθεῖας.

Ἀλλὰ εἶναι καιρὸς πλέον, ν᾿ ἀποβάλετε τὴν δορὰν τοῦ προβάτου, καθ᾿ ὅσον αὕτη οὐδένα ἀπατᾶ πλέον.
Ὃ ποιεῖτε, ποιεῖτε τάχιον!

Φώτιος Κόντογλου

Πηγή

Κυριακή 7 Μαΐου 2023

ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ 2023 (τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)

DSC 77790717

 

γαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, 

Χριστὸς Ἀνέστη!

            Ἡ σημερινὴ ἡμέρα, Δ΄ Κυριακὴ ἀπὸ τὸ Πάσχα, εἶναι ἀφιερωμένη ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας στὴν θεραπεία τοῦ παραλύτου, τὴν ὁποία ἐπιτέλεσε ὁ Κύριός μας στὴν Προβατικὴ Κολυμβήθρα τῶν Ἱεροσολύμων. Αὐτὴ ἡ κολυμβήθρα ἦταν σημαντικὸ σημεῖο τῆς πόλης καὶ προσέλκυε πολλοὺς ἀνθρώπους, κυρίως σωματικὰ ἀσθενεῖς, διότι ἐκεῖ συνέβαινε μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ ἕνα ξεχωριστό, θαυμαστὸ γεγονός. Ἀνὰ διαστήματα, Ἄγγελος Κυρίου ἐρχόταν στὴν Κολυμβήθρα καὶ τάραζε τὸ νερό. Μετὰ τὴν ταραχὴ τοῦ ὕδατος, τὸ νερὸ ἀποκτοῦσε ἰαματικὴ χάρη, μὲ ἀποτέλεσμα ὁ πρῶτος ποὺ κατόρθωνε νὰ μπεῖ στὸ νερό, νὰ θεραπεύεται. 

            κεί, λοιπόν, κοντὰ στὴν κολυμβήθρα, ἀνέμενε καρτερικὰ ἕνας ἄνθρωπος ἐπὶ τριάντα ὀχτὼ ἔτη παράλυτος. Εἶχε δεῖ πολλὲς φορὲς νὰ ταράζεται τὸ νερό, ἀλλὰ δὲν ὑπῆρχε οὔτε ἕνας ἄνθρωπος νὰ τὸν βοηθήσει νὰ εἰσέλθει πρῶτος. Ἔτσι, λάμβαναν τὴν θεραπεία ἄλλοι. Τὸ καλό, ὅμως, ἦταν ὅτι ἐκεῖνος δὲν τὸ ἔβαζε κάτω. Δὲν ἦταν ἡττοπαθής. Δὲν ἔλεγε στὸν ἑαυτό του: τί νόημα ἔχει νὰ κάθομαι καὶ νὰ περιμένω πάνω ἀπὸ τὴν κολυμβήθρα; Οὔτε τὰ ἔβαλε ποτὲ μὲ τὸν Θεό. Ἀντιθέτως, ἤλπιζε στὸν Θεό. Σεβόταν καὶ κατανοοῦσε ὅτι ὁ Κύριος κάνει τὰ πάντα σκόπιμα. Ὅπως πολλὲς φορὲς δίνει τὶς εὐλογίες, ἔτσι μπορεῖ καὶ νὰ τὶς πάρει πίσω. Κὶ ἑμεῖς, ὅπως ξέρουμε νὰ λαμβάνουμε τὶς εὐλογίες, ἔτσι πρέπει νὰ εἴμαστε ἔτοιμοι, ἀνὰ πᾶσα ὥρα καὶ στιγμή, νὰ δεχθοῦμε καὶ τὶς δοκιμασίες. Ἄλλωστε, ὅπως εἶπε καὶ ὁ πολύαθλος Ἰώβ: «ὁ Κύριος ἔδωσε, ὁ Κύριος ἀφαίρεσε». 

            Αὐτὴ ἡ γενναία στάση του ἀπέναντι στὴν ἀσθένεια, στὴ μεγάλη δοκιμασία τῆς ζωῆς του, δὲν ξέφυγε τῆς προσοχῆς τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς μπορεῖ πολλὲς φορὲς νὰ ἀργεῖ νὰ ἱκανοποιήσει τὰ αἰτήματά μας, ἀλλὰ ὅταν τὸ κάνει, τὸ κάνει μὲ τὸν δικό Του, μοναδικὸ καὶ καλύτερο τρόπο. Τριάντα ὀχτὼ χρόνια προσμονῆς, ὑπομονῆς καὶ δέησης τοῦ παραλύτου, δὲν πῆγαν χαμένα. Ὁ Κύριος, μπορεῖ νὰ μὴν τοῦ ἔστειλε ἕναν ἄνθρωπο νὰ τὸν βάλει στὴν κολυμβήθρα, ἔκανε, ὅμως, κάτι πολὺ ἀνώτερο. Ἔλαβε σάρκα καὶ ἐπισκέφθηκε ὁ ἴδιος τὸν ἀσθενῆ. Ἔγινε γιὰ τὸν ἄρρωστο, τὸν πονεμένο καὶ τὸν μόνο, ὁ Ἄνθρωπός του. 

            - Θέλεις νὰ γίνεις καλά; Τὸν ρώτησε. 

            - Κύριε, δὲν ἔχω ἄνθρωπο, ὥστε ὅταν ταραχθεῖ τὸ νερό, νὰ μὲ βάλει στὴν Κολυμβήθρα. 

         - γὼ εἶμαι ὁ Ἄνθρωπος ποὺ τόσα χρόνια ἔψαχνε ἡ ψυχή σου. Τὴν κολυμβήθρα αὐτὴν δὲν τὴν ἔχεις ἀνάγκη. Θὰ ἔρθει στιγμὴ ποὺ θὰ βουτήξεις σὲ ἄλλη, ἀνώτερη. Τώρα, ὅμως, σήκω, πάρε τὸ κρεβάτι σου καὶ περπάτα. 

            πακούοντας στὴ Δεσποτικὴ ἐντολή, σηκώθηκε ἀμέσως. «Ὅπου γὰρ βούλεται Θεός, νικᾶται φύσεως τάξις». Καὶ ὁ Θεὸς γιὰ νὰ θέλει, πρέπει νὰ δεῖ τὴν ἀνάλογη θέληση ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Ὁ παράλυτος ἤθελε καὶ ὁ Θεὸς τὸν εὐλόγησε.

             εὐαγγελικὴ ἱστορία, ὅμως, δὲν παύει ἐδώ. Βλέπετε, ἡ θεραπεία ἔγινε τὴν ἱερή, γιὰ τοὺς Ἰουδαίους, ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, κατὰ τὴν ὁποία δὲν ἐπιτρέπεται μέχρι σήμερα ὁποιαδήποτε σωματικὴ ἐργασία. Εἶδαν, λοιπόν, οἱ Φαρισαῖοι τὸν θεραπευμένο νὰ κουβαλάει τὸ κρεβάτι του καὶ μὲ αὐστηρὸ βλέμμα τοῦ εἶπαν: «Δὲν ντρέπεσαι; Εἶναι Σάββατο. Δὲν ἔχεις τὸ δικαίωμα νὰ μεταφέρεις τὸ κρεβάτι σου». Ἀπέναντι σὲ αὐτὴ τὴν λογική, ὁ Χριστιανισμὸς ἀπαντᾶ μὲ μία ἐρώτηση: «δὲν ἐπιτρέπεται νὰ μεταφέρεις τὸ κρεβάτι σου τὸ Σάββατο, ἀλλὰ ἐπιτρέπεται νὰ παραμένεις ἀδρανὴς καὶ ἀδιάφορος ἀπέναντι στὸν πόνο τοῦ ἀδελφοῦ σου χρόνια ὁλόκληρα;».  Αὐτὴ εἶναι ἡ ὑποκρισία μίας κοινωνίας ποὺ δὲν ξέρει νὰ ἀγαπᾶ καί, προσπαθῶντας νὰ καλύψει τὴν ἀνευθυνότητα καὶ τὴν ἀδράνειά της, στέκεται σὲ μικροπρέπειες. 

            κτοτε, τὰ πρόσωπα μπορεῖ νὰ ἄλλαξαν, ἀλλὰ τὰ προσωπεῖα, οἱ μάσκες, ὑπάρχουν καὶ θὰ ὑπάρχουν πάντοτε.  Ἄνθρωποι ποὺ ποτὲ δὲν προσέφεραν στὸν συνάνθρωπο, ποὺ ποτὲ δὲν βίωσαν τὸν ἀγώνα καὶ τὴν ἀγωνία, προκειμένου νὰ καλύψουν αὐτὸ τὸ κενό, στέκονται σὲ λεπτομέρειες καὶ κρίνουν ἀπὸ αὐτές. Καὶ αὐτό, γιὰ νὰ παρουσιάσουν πρὸς τὰ ἔξω κάτι ποὺ δὲν εἶναι. Στοὺς διαχρονικοὺς Φαρισαίους, ὁ Κύριός μας πατρικὰ τονίζει: «ἔλεον θέλω καὶ οὐ θυσίαν»! Δὲν θέλει ὁ Κύριος τὴν νεκρὴ προσήλωσή μας στὸ νόμο, ὅπως προσηλωμένοι ἦταν οἱ Φαρισαῖοι, ἀλλὰ τὴν ἀγαθὴ διάθεση. Ὁ ἀληθινὸς εὐσεβής, ὅποια ἀγαθοεργία κάνει, τὴν κάνει ἐπειδὴ βγαίνει ἀπὸ τὴν ἀγαθότητα τῆς καρδιᾶς του καὶ ὄχι γιὰ νὰ φανεῖ εὐσεβής. Σύμφωνα μὲ αὐτὴ τὴν ὀρθόδοξη ὀπτική, οἱ Φαρισαῖοι, θὰ ἔπρεπε ἂν ὄχι νὰ δοξολογήσουν τὸν Θεὸ μπροστὰ στὸ θαῦμα, τουλάχιστον νὰ σιωπήσουν μὲ σεβασμὸ ἀπέναντι στὸν παράλυτο ποὺ ποτὲ δὲν βοήθησαν.

            ν κατακλείδι, ἐπαναλαμβάνω ὅτι ὁ παράλυτος ἤθελε, γιὰ αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς τὸν εὐλόγησε καὶ τὸν θεράπευσε. Εἶχε καρδιακὴ θέληση, τὴν ὁποία ἐξέφραζε κατὰ Θεόν. Ἤθελε τὴν θεραπεία του, ἀλλὰ τὴν ἤθελε ὅπως τὴν ἤθελε ὁ Θεός. Εἶχε θέληση, ὄχι θέλημα. Δὲν ὑπέδειξε ὁ ἴδιος τὸν τρόπο τῆς θεραπείας, ἀλλὰ μὲ ταπεινοφροσύνη ἔκανε ὑπομονή, ἐλπίζοντας στὸ ἔλεος καὶ τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Ὅσοι εἴμαστε μέλη τῆς Ἐκκλησίας, λογικὰ εἴμαστε γιατὶ στὴν ἐρώτηση: «θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι;», ἀπαντήσαμε: «Ναί, Κύριε»! Πράγματι, ὅλοι παράλυτοι εἴμαστε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ αὐτὴ τὴν παραλυσία ὁ Κύριος θὰ μᾶς τὴν θεραπεύσει προκειμένου νὰ τρέξουμε μὲ ὁρμὴ πρὸς τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Γιὰ νὰ γίνει αὐτό, ὅμως, ἀπαραίτητη προϋπόθεση εἶναι νὰ θέλουμε ὅπως θέλει ὁ Θεὸς καὶ ὄχι ὅπως μᾶς προβάλλει ἡ ἀσθενική μας φύση. 

Ἀληθῶς Ἀνέστη ὁ Κύριος! 

Μετ’ εὐχῶν, 

ὁ Ἐπίσκοπός σας,

  ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος

Πέμπτη 4 Μαΐου 2023

ΤΟ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΣΤΗΝ ΑΙΓΙΝΑ, ΟΠΟΥ ΑΣΚΗΤΕΨΕ Ο ΟΣΙΟΣ ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ




Ιερό Ησυχαστήριο Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Αιγίνης

ΜΕ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ ΣΤΑ ΔΥΣΚΟΛΑ (Ὁμιλία τοῦ Σεβ. Μητροπολίτη Λαρίσης καὶ Πλαταμῶνος κ. Κλήμεντος)


Ὁμιλία Κυριακῆς τῶν Μυροφόρων

Ἀπὸ τὸν Σεβ. Μητροπολίτη Λαρίσης καὶ Πλαταμῶνος κ. Κλήμεντα στὸν Καθεδρικὸ Ἱερὸ Ναὸ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου στὴν Λάρισα, στὶς 17/30-4-2023, μὲ τίτλο: «Μὲ τὸν Χριστὸ στὰ δύσκολα!».

Τετάρτη 3 Μαΐου 2023

ΤΟ ΗΘΟΣ ΤΗΣ ΑΦΑΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΤΗΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ

Τὸ ἦθος τῆς ἀφάνειας καὶ τὸ πάθος τῆς ἀναγνώρισης


 

«Δόξαν παρὰ ἀνθρώπων οὐ λαμβάνω» (Ἰω. 5, 41)

ΕΙΝΑΙ γεγονός, πὼς ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὴν ἀναγνώριση τῶν πράξεών του καὶ τὴν ἐκτίμηση τῆς διακονίας του. Καὶ μέχρις ἑνὸς σημείου αὐτὸ δὲν εἶναι κακό. Ἡ ἐπιβράβευση ἐνισχύει τὴν αὐτοπεποίθηση, ἐνθαρρύνει τὴν πρόοδο καὶ συμβάλλει στὴν ψυχολογικὴ ὡριμότητα τοῦ ἀτόμου. Στηρίζει τὶς καλὲς πρωτοβουλίες καὶ οἰκοδομεῖ μιὰ ἤρεμη καὶ ἰσορροπημένη προσωπικότητα. Ἐνδέχεται ὅμως ὁ ὑπερτονισμὸς τῶν δυνατοτήτων ἑνὸς ἀνθρώπου καὶ ἡ ἄκρατος ἐπαινολογία, νὰ δημιουργήσουν μιὰ ἀρρωστημένη συνείδηση κι ἕνα ἀλλοτριωμένο πρόσωπο γεμᾶτο ἐγωϊστικὸ κομπασμὸ καὶ ματαιόδοξη μεγαλομανία.

Ἡ συνεχὴς καὶ μανιώδης ἀναζήτηση τῆς ἀνθρώπινης δόξας, ἀποτελοῦν λανθασμένο δρόμο γι’ αὐτὸ ποὺ λέμε δικαίωση καὶ ἀναγνώριση. Αὐτὸς ποὺ βλέπει τὰ ἐνδεχόμενα ταλέντα του ὡς μέσα προβολῆς καὶ ἐπιβολῆς καὶ ὄχι ὡς χαρίσματα πνευματικῆς καλλιέργειας καὶ διακονίας, συμπεριφέρεται ἐγωκεντρικὰ καὶ θέτει ὡς μέτρο ὅλων τῶν προβληματισμῶν καὶ ἀναζητήσεων τὸν ἑαυτό του. Δὲ μπορεῖ νὰ πειθαρχήσει στοὺς ὅρους τῆς πνευματικῆς ζωῆς καὶ τοὺς κανόνες τῆς κοινωνικῆς συμπεριφορᾶς. Ἡ τάση τῆς ὑπεροχῆς καὶ τῆς ἐντύπωσης, ἐνθαρρύνει τὴν ὑποκριτικὴ διάθεση τοῦ ἀνθρώπου γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ ἐπιβάλλεται σ’ ὅλες τὶς καταστάσεις, καὶ τὸν παγιδεύει στοὺς νόμους τῆς ἐμπορευματοποίησης τῆς ζωῆς καὶ τῆς πλαστογράφησης τῶν ἀξιῶν, γιὰ νὰ μπορεῖ εὐκολότερα νὰ ἐνισχύει τὴν ψευδώνυμη ταυτότητά του.

Εἰκόνα καὶ προέκταση αὐτοῦ τοῦ πάθους τῆς ἀναγνώρισης καὶ τῆς προβολῆς, εἶναι τὸ σύμπτωμα τῆς σημερινῆς κοινωνικῆς ματαιοδοξίας καὶ μαζικῆς ὑποβολῆς ποὺ ἀκούει στὸ ὄνομα διαφήμιση. Ἕνα γεγονὸς ποὺ ξεπερνᾶ τὴ ζεστασιὰ τῶν ἀνθρωπίνων σχέσεων καὶ ἐπηρεάζει ἀρνητικὰ τὴ συμπεριφορὰ καὶ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς μας. Μιὰ νοοτροπία καταναλωτικῆς ὑστερίας καὶ ἀπώλειας τῆς αἴσθησης τοῦ μέτρου καὶ τῆς αὐτάρκειας.

Θὰ ἐπανέλθουμε ὅμως στὸν προβληματισμὸ ποὺ ἐπιβάλλει τὸ κενό, ἡ ὑποκριτικὴ συμπεριφορὰ καὶ ἡ ἐσωτερικὴ ἀνασφάλεια τοῦ μεγαλομανοῦς καὶ ματαιόδοξου ἀνθρώπου, μὲ μιὰ γνώμη τοῦ καθηγητῆ Ἰ.Ν. Ξηροτύρη, ὁ ὁποῖος ἀναφερόμενος στὸ παράδειγμα, ποὺ δίνει σχετικὰ ὁ Ντοστογιέφσκυ μὲ τὴ μορφὴ τοῦ Φόμο Φομοβίτς, σημειώνει:

«Ὁ Φόμο εἶναι ματαιόδοξος, κούφιος καὶ φορτωμένος ἀπὸ ἀχόρταγη μανία νὰ παρουσιάζεται ὅτι ἀξίζει, χωρὶς βέβαια νὰ ἔχει ἀξία· κατορθώνει νὰ τοποθετεῖ τὸν ἑαυτό του στὸ κέντρο τοῦ περιβάλλοντός του, νὰ προσελκύει τὸ ἐνδιαφέρον τῆς μάζας καὶ νὰ πετυχαίνει βέβαια, ἀλλὰ μὲ διάφορες ψευτιὲς καὶ παραμόρφωση τῶν γεγονότων. Δὲν ἀφήνει καμιὰ εὐκαιρία ἀνεκμετάλλευτη, τοποθετεῖ τὸν ἑαυτό του στὴ θέση τοῦ ἀδικούμενου, στὴ θέση τοῦ ἀνθρώπου ποὺ τὸν κακομεταχειρίσθηκαν καὶ πάσχει ἄδικα, φτάνει νὰ πάρει τὴ μορφὴ τοῦ μάρτυρα γιὰ τὸ δίκιο. Τὸ ἄτομο μὲ τὴν ὑπερτονισμένη τάση γιὰ ἀναγνώριση καὶ ἀξία, μὲ τὴ στάση του γενικὰ καὶ μὲ τὰ μέσα, τὰ ὁποῖα μεταχειρίζεται, ὁδηγεῖται στὶς τεταμένες σχέσεις, στοὺς διαπληκτισμοὺς καὶ στὴ διχόνοια» (βλ. ἄρθρο μὲ τὸν τίτλο: «Ἡ μανία νὰ μᾶς λογαριάζουν», σὲ παλαιότερο τεῦχος τοῦ περιοδ. «Ἐπιλογές»).

Θὰ προσθέταμε ἐδῶ, πὼς τὰ ἄτομα αὐτὰ πολὺ εὔκολα ὁδηγοῦνται στὴν ἐσωτερικὴ ἀπομόνωση καὶ τὴν αὐτοπαραίτηση ἀπὸ τὴ ζωή. Ὁ κύριος ἐκφραστὴς τῆς ἑλληνικῆς ρὸκ μουσικῆς Παῦλος Σιδηρόπουλος λίγο πρὶν τὸν σκοτώσει ἡ ἡρωίνη στὰ 41 του μόλις χρόνια, δήλωνε σὲ ἀθηναϊκὴ ἐφημερίδα (30 Ἰουλίου 1989) τὰ ἑξῆς:

«Κάνοντας μιὰ βαθιὰ ἐνδοσκόπηση, νομίζω ὅτι μ’ ἔστειλε ἐκεῖ (στὰ ναρκωτικὰ δηλαδή), ἡ ἀπουσία ἀναγνώρισης ἀπὸ τὴν ἐποχή μου. Πιστεύω, ὅτι στὴ χώρα ποὺ ζῶ, ἡ προσφορά μου καὶ τὸ ταλέντο μου δὲν ἀναγνωρίστηκαν ἀρκετά».

Ἀξίζει ὅμως ἡ ὑπερεκτίμηση τῶν δυνατοτήτων μας νὰ πληρωθεῖ μὲ τὸ θάνατο;

            Στὸ σημεῖο αὐτὸ εὔκολα ἔρχεται στὸ νοῦ ὁ χαρακτηρισμὸς τῆς ματαιοδοξίας ἀπὸ τὴ Βίβλο, ὡς ἀπιστία καὶ ἔκφραση αὐταρέσκειας: «πῶς δύνασθε πιστεῦσαι δόξαν παρὰ ἀλλήλων λαμβάνοντες καὶ τὴν δόξαν τὴν παρὰ τοῦ μόνου Θεοῦ οὐ ζητεῖτε;» (Ἰω. 5, 41). Ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρώπου, γιὰ νὰ θυμηθοῦμε τὸν Ἔριχ Φρόμ, δὲ βρίσκεται σὲ ὅ,τι ἔχει, ἀλλὰ σὲ ὅ,τι εἶναι· στὴν ἀνόρθωση μέσα του τοῦ θεανθρώπινου μεγαλείου του, στὴν ἐσχατολογικὴ ἐλπίδα, ὅτι μπορεῖ νὰ γίνει κοινωνὸς τῆς Ἀναστάσεως καὶ νὰ ζήσει στὴν αἰωνιότητα. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ «καυχώμενος ἐν Κυρίῳ καυχάσθω» (Β΄ Κορ. 10, 17).

Ἡ ἐν Χριστῷ ζωὴ δὲν ἀρνεῖται τὴν πρόοδο καὶ τὴ δημιουργικότητα, ἀλλὰ δίνει σ’ αὐτὲς τὸ νόημα ποὺ πρέπει. Σχετικοποιεῖ τὰ πράγματα τοῦ κόσμου καὶ προφυλάσσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν εὐτέλεια, τὸ ἐφήμερο καὶ τὶς μεταπτώσεις τῆς ἀνθρώπινης δόξας, καθόσον «ἡ μὲν γὰρ παρὰ τῶν ἀνθρώπων δόξα, τῶν δοξαζόντων μιμεῖται τὴν εὐτέλειαν, ὅθεν καὶ μεταπίπτει ῥαδίως· ἡ δε τοῦ Θεοῦ οὐχ οὕτως, ἀλλ’ ἀκίνητος μένει διὰ παντὸς» (Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Πρὸς τοὺς τὰς συνάξεις καταλιμπάνοντας… καὶ περὶ τῆς Ἄννης, Λόγος Δ΄, ΡG 54, 663).

Ὅταν ὅμως τὸ ἔργο μας γίνεται μὲ ὑπευθυνότητα καὶ ταπείνωση, εἶναι ἀποδοτικὸ κι εὐλογημένο. Τὸ παράδειγμα τῶν Ἀποστόλων εἶναι ἀποκαλυπτικὸ στὸ σημεῖο αὐτό· «οὔτε γάρ ποτε ἐν λόγῳ κολακείας ἐγενήθημεν…», γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, «οὔτε ζητοῦντες ἐξ ἀνθρώπων δόξαν…, ἀλλ’ ἐγενήθημεν ἤπιοι ἐν μέσῳ ὑμῶν» (Α΄ Θεσ. 2, 5-7). Δὲ ζητήσαμε, τονίζει, νὰ ἀρέσουμε, ἀλλὰ νὰ εἴμαστε ταπεινοὶ ἀνάμεσά σας. Ἔτσι, δὲ μετέδιδαν μόνο τὸ Εὐαγγέλιο, ἀλλὰ καὶ τὶς ἴδιες τὶς ψυχές τους, ἀποδεικνύοντες στὴν πράξη τὸ μεγαλεῖο τῆς χριστιανικῆς ζωῆς.

Ἡ ἐκκλησιαστικὴ παράδοση καὶ ἐμπειρία μᾶς λέγει, πὼς ἡ ἀληθινὴ μεταμόρφωση καὶ δόξα τοῦ ἀνθρώπου δὲν θεμελιώνεται στὸ θόρυβο καὶ στὸ κυνῆγι τῆς ἀποδοχῆς, ἀλλὰ στὴ δύναμη τῆς μετάνοιας, τῆς ταπείνωσης καὶ στὴ σιωπὴ τῆς ἄσκησης· «τὰ τῆς ἐννοίας ἐγκλήματα, τῇ σιγῇ τῆς ἀσκήσεως ἀπέπνιξας» (βλ. Δοξαστικὸ Ἑσπερινοῦ Κυριακῆς Ε΄ Νηστειῶν).

Ἡ ἀνακάλυψη τῆς δικῆς μας δόξας, βρίσκεται στὴ δόξα τῶν παθημάτων τοῦ Ἰησοῦ, «ἵνα», ὅπως γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, «καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι ἡμῶν φανερωθῇ» (Β΄ Κορ. 4, 10).

Π.Σ.

Πηγή

Τρίτη 2 Μαΐου 2023

Η ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΜΑΚΑΡΙΟ ΚΑΙ Ο ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΠΕΡΙ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΥ(Άρθρο του Σεβ. Μητρ. Αττικής και Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)

IMG 88739 

            Ἀνήμερα τῆς μνήμης τοῦ Ἁγίου Πατρὸς ἡμῶν Μακαρίου, Ἐπισκόπου Κορίνθου, τοῦ Νοταρᾶ, ἐπὶ τῇ ἐυκαιρίᾳ τῆς παραμονῆς μου στὴν ἁγιοτόκο Χίο, μετέβηκα στὴ γῆ ἡ ὁποία ἐμπλουτίσθηκε ἀπὸ τοὺς ἀσκητικοὺς ἱδρῶτες καὶ τὰ δάκρυά του. Πρόκειται γιὰ ἕνα πολὺ μικρὸ καὶ ἀπέριττο σπήλαιο, ἐντὸς τοῦ ὁποίου ὁ Ἅγιος ἐπιδόθηκε σὲ ὑπεράνθρωπους ἀγῶνες μὲ στόχο τὴ Θέωση τῆς ψυχῆς του. Διαβάζοντας κανεὶς τὸν βίο τοῦ Ἱεροῦ Ἀνδρός, χωρὶς νὰ μπεῖ σὲ ἰδιαίτερες λεπτομέρειες, εὔκολα διαπιστώνει ὅτι σὲ ὅλη του τὴ ζωὴ «κυνηγοῦσε» τὸν Μοναχισμό.  Κυνηγοῦσε τόπο καὶ χρόνο γιὰ νὰ ἐπιδοθεῖ στὰ Ἱερὰ καὶ τὰ Ὅσια. 

              Τὸ προσκύνημά μου στὴν ταπεινὴ σπηλιὰ καὶ μία σύγκριση μὲ τὴν σημερινὴ ἐποχὴ μοῦ προξένησαν ἔντονο προβληματισμὸ γιὰ τὸ ἂν ἡ φύση τοῦ Μοναχισμοῦ εἶναι ἀναλλοίωτη ἤ ἐπιδέχεται ἀλλοιώσεις, ἂν δηλαδὴ γιὰ νὰ εἶναι κάποιος ἀληθινὸς Μοναχὸς ὀφείλει νὰ ἀκολουθήσει κάποιους διαχρονικοὺς κανόνες, ἤ μπορεῖ νὰ διαμορφώσει τὸν Μοναχισμὸ στὰ δικά του μέτρα.  

               Γιὰ νὰ ἀπαντηθεῖ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα, πρέπει πρῶτα νὰ ἐξετασθεῖ ὁ στόχος τοῦ Μοναχισμοῦ. Ποιός ἄλλος θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ἀπὸ τὴν ἁγιότητα; Ἂν δὲν εἶναι ἡ ἁγιότητα, ὁ Μοναχισμὸς δὲν ἔχει κὰν νόημα ὕπαρξης. Ὁ Μοναχισμός, λοιπόν, διαχρονικὰ στοχεύει στὸ νὰ δεχθεῖ ἕναν ἄνθρωπο μὲ τὰ πάθη καὶ τὶς ἀδυναμίες του καὶ νὰ τὸν προσφέρει στὸν Θεὸ τέλειο, καθαρὸ καὶ ἅγιο, ἀπαλλαγμένο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Βέβαια, αὐτὸς εἶναι στόχος τῆς Ἐκκλησίας γενικά. Ὡστόσο, στὸν Μοναχισμὸ ἡ προσπάθεια κάθαρσης εἶναι πιὸ ἔντονη.

               Αὐτὴ ἡ ἔνταση προκύπτει ἀπὸ τὴν ἀποχὴ κάθε βιωτικῆς μέριμνας. Μέσα ἀπὸ τοὺς βίους τῶν Καθηγητῶν τῆς Ἐρήμου, μέσα ἀπὸ τοὺς μοναχικοὺς κανόνες τῶν Ἁγίων Πατέρων, μέσα ἀπὸ τὸ Γεροντικό, τὴν Κλίμακα, τὸ Λειμωνάριο, τὴν Λαυσαϊκὴ ἱστορία, τὸν Εὐεργετινὸ καὶ ἄλλα ἀναγνώσματα περὶ Μοναχισμοῦ, διακρίνουμε ὅτι ὁ τρόπος γιὰ νὰ ὁδηγηθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν ἁμαρτία στὴν ἁγιότητα εἶναι πολὺ συγκεκριμένος. Λέξεις ὅπως: ἀποταγή, ἀπροσπάθεια, ξενιτεία, ὑπακοή, μετάνοια, μνήμη θανάτου, ἀοργησία, ἀμνησικακία, σιωπή, εἰλικρίνεια, φιλοπονία, ἁγνότητα, νηστεία, ἀγρυπνία, προσευχή, ἁπλότητα, διάκριση, ἀγάπη, ἐλπίδα καὶ πίστη δεσπόζουν στὰ ἐγχειρίδια ἐκμάθησης τοῦ ἀληθινοῦ βίου τῶν Μοναχῶν, δημιουργοῦν τὸ πλαίσιο στὸ ὁποῖο ὀφείλουν νὰ κινοῦνται καὶ εὔκολα ἐντυπώνουν μέσα μας τὸν Μοναχισμὸ ὡς ἕνα πνευματικὸ στάδιο, στὸ ὁποῖο γιὰ νὰ προσέλθει ὁ καθένας, πρέπει νὰ εἶναι ἔτοιμος νὰ πονέσει, νὰ ταπεινωθεῖ, νὰ δακρύσει, νὰ κόψει τὸ θέλημά του, ἤ καλύτερα, νὰ τὸ ταυτίσει μὲ τὸ Θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὅπως μόνο μέσα ἀπὸ τὴν κάμινο ἀστράφτει ὁ χρυσός, ἔτσι καὶ ὁ Μοναχός, μόνο μέσα ἀπὸ τὴν κάμινο τῆς δοκιμασίας, μέσα ἀπὸ τὴν σπουδὴ καὶ ὑποταγὴ σὲ κάποιον Γέροντα, βγαίνει ἀστραφτερὸς καὶ ὡραῖος στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ. 

           Ὅσοι ἐξ ἀρχῆς τῆς πορείας τους ἤ καὶ πρὶν ἀκόμη εἰσέλθουν στὸν στίβο τῆς Ἀγγελικῆς Πολιτείας, φρόντισαν νὰ βροῦν νομιμοφανεῖς τρόπους γιὰ νὰ ἀποφύγουν αὐτὴ τὴν κάμινο, τὸ μόνο βέβαιο εἶναι ὅτι ἀπέτυχαν. 

           Γιατί κάποιος ὑποψήφιος Μοναχὸς νὰ θέλει νὰ ἀποφύγει αὐτὴ τὴν κάμινο; Αὐτὸ τὸ ἀπαντᾶ ἡ ἀπάντηση στὴν ἐρώτηση «γιατί θέλει κάποιος νὰ γίνει Μοναχός». Ἂν κάποιος θέλει νὰ γίνει Μοναχὸς διότι φλέγεται ἀπὸ Θεῖο Ἔρωτα, δὲν ἀντέχει τὴν κοσμικὴ ζωὴ καὶ τοὺς θορύβους τῆς κοινωνίας, γνωρίζει τὰ σφάλματά του καὶ θέλει νὰ τὰ διορθώσει γιὰ νὰ παραστεῖ τέλειος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἀξιωθεῖ τῆς Οὐρανίου Βασιλείας, τότε σπεύδει μὲ ἀποφασιστικότητα νὰ ἐφαρμόσει τὸ εὐαγγελικὸ λόγιο «ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν βιάζεται καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτὴν». Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς δὲν ὑπολογίζει ἐμπόδια καὶ δυσκολίες γιὰ νὰ ἐργαστεῖ τὰ Θεῖα, σὰν τοὺς Ἀποστόλους μετὰ τὴν Ἀνάσταση.  Ἄν κάποιος θέλει νὰ γίνει Μοναχὸς μόνο καὶ μόνο ἐπειδὴ θεωρεῖ τὸν Μοναχισμὸ ὡς ἅρμα γιὰ τὴν Ἱερωσύνη, τὴν ὁποία ἐπιδιώκει θέλοντας νὰ ζήσει ὡς «ἄγαμος κληρικός» (ἄλλο πάλι καὶ τοῦτο), ἄν τοῦ ἀρέσει ἡ Ἱερωσύνη μὲ τὴν ἔννοια τῆς βιτρίνας, διότι τὴν ἔχει ταυτίσει μὲ τὰ ὡραῖα, χρυσοποίκιλτα ἄμφια, ἄν τοῦ ἀρέσει ἡ Ἱερωσύνη μὲ τὴν ἔννοια μιᾶς ἄνετης καὶ ἄεργης ζωῆς τοῦ «Εὐλογητός – Δι’ εὐχῶν» (οἱ τοῦ βίου ναυαγοὶ τοῦ Ὑψίστου Λειτουργοί, σύμφωνα μὲ τὸ λαϊκὸ ρητό), τότε ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς κάνει τὸ πᾶν γιὰ νὰ ἀποφύγει τὸν πόνο καὶ τὴν κάμινο τῆς Μοναχικῆς Παλαίστρας. Προσπαθεῖ, λοιπόν, νὰ θέσει στὴν Μοναχικὴ Πολιτεία τοὺς δικούς του ὅρους, ἐκ τῶν ὁποίων, κύριος καὶ βασικὸς εἶναι ἡ ἐπιθυμία του νὰ μὴν ὑποταχθεῖ σὲ κάποιον ἔμπειρο πνευματικό, ἀλλὰ νὰ ζήσει ἀνεξάρτητος.

             Ὅταν κάποιος πάει γιὰ Ἱερομόναχος τονίζοντας ὅτι δὲν θέλει νὰ ὑποταχθεῖ, θέλει νὰ κάνει τὸ ἕνα ἤ τὸ ἄλλο καὶ ἀδιαφορεῖ γιὰ θεμελιώδεις μοναχικὲς ἀξίες, δὲν ἀνταποκρίνεται στὸν στόχο τοῦ Μοναχισμοῦ, ὁ ὁποῖος, ὅπως εἴπαμε, εἶναι ἡ μεταμόρφωση ἀπὸ τὴν ἁμαρτία στὴν τελειότητα. Ἀντιθέτως, κουβαλάει τὰ πάθη του μέσα στὸν Μοναχισμὸ καὶ τὴν Ἱερωσύνη, τὰ ὁποῖα ἐξαπολύει ἀργὰ ἤ γρήγορα στὸ ποίμνιο.

          Τί εἴδους προοπτικὴ μπορεῖ νὰ ὑπάρξει σὲ ἕνα τέτοιο φαινόμενο; Ἡ πτώση σὲ κάθε εἴδους ἁμαρτία, ὁ σκανδαλισμὸς τοῦ ποιμνίου, ὁ τραυματισμὸς καὶ ἡ ἐρήμωση τῆς Ἐκκλησίας. Ἄν εἶναι δύσκολο γιὰ κάποιον ὁ ὁποῖος βρίσκεται σὲ συνεχῆ ἐπικοινωνία μὲ τὸν πνευματικό του, νὰ τερματίσει ἀξίως τὸν ἀγώνα, ἂς φαντασθοῦμε πόσο δύσκολο εἶναι νὰ φανεῖ ἄξιος αὐτὸς ποὺ εἶναι μόνος του καὶ ἀνεξέλεγκτος, ἀντιμέτωπος μὲ ὅλους τοὺς κινδύνους ποὺ πλουσιοπάροχα χορηγεῖ ἡ σύγχρονη τεχνολογία.

             Μετὰ τὴν ἀναλυτικὴ προσέγγιση τοῦ θέματος, διερωτῶμαι: πῶς ἀντιμετωπίζεται αὐτὴ ἡ κατάσταση; 

             Μὲ τὴν προσοχή! Οἱ ἄνθρωποι ποὺ θέλουν τὸν Μοναχισμὸ κομμένο καὶ ραμμένο στὰ μέτρα τους, τὸν θέλουν διότι ἔχουν δεῖ ὅτι «μποροῦν» νὰ τὸν κόψουν καὶ νὰ τὸν ράψουν στὰ μέτρα τους. Ἄν ὑπῆρχε ἕνα τεράστιο τεῖχος, μία κοινὴ σειρά, μία ὀρθόδοξη σειρὰ ποὺ νὰ λέει: Θέλεις νὰ γίνεις ἄγαμος Ἱερέας; Θὰ γίνεις Μοναχός. Θέλεις νὰ γίνεις Μοναχός; Θὰ κάτσεις δίπλα σὲ ἕναν Γέροντα νὰ ἀσκηθεῖς στὴν ὑπακοή, στὴν ταπείνωση, στὴν ὑπομονή, νὰ θεραπεύσεις τὰ πάθη σου, νὰ ἁγιασθεῖς ψυχῇ τὲ καὶ σώματι. Καὶ ὅταν καὶ ἂν κρίνει ὁ Γέροντας καὶ ὁ Ἐπίσκοπός σου ὅτι εἶσαι ἔτοιμος, τότε θὰ ἀξιωθεῖς καὶ τῆς Ἱερωσύνης.

Ἄν, λοιπόν, ὁ κάθε ὑποψήφιος συναντᾶ αὐτὴν τὴν ὀρθόδοξη συμπεριφορά, τότε ἤ θὰ κάτσει κοσμικὸς στὸ σπίτι του, ἤ θὰ ἀγωνισθεῖ στὴν κατὰ Θεὸν ὑποταγὴ καὶ σὲ κάθε περίπτωση θὰ ἔχει πολὺ λιγότερες εὐκαιρίες νὰ βλάψει τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν ψυχή του. Δυστυχῶς, πολλὲς φορὲς χειροτονοῦνται ἄνθρωποι μὲ ἀνορθόδοξους ὅρους, ἐξαιτίας τῆς λειψανδρείας. Καλύτερα, ὅμως, νὰ ὑπάρχει λειψανδρεία, παρὰ ἄνθρωποι - ὡρολογιακὲς βόμβες στὸ Ἱερὸ Θυσιαστήριο. 

          Ἐν κατακλείδι, γίνεται ἀντιληπτὸ ὅτι ἡ φύση τοῦ γνήσιου Μοναχισμοῦ παραμένει ἀναλλοίωτη καὶ ἀσυμβίβαστη. Ὁ Μοναχισμὸς ὁδηγεῖ στὴν Ἁγιότητα, στὴν ὁποία σκοπεύει. Τὰ χαρακτηριστικά του εἶναι διαχρονικά, μὲ κύρια τὴν ἐκκοπὴ τοῦ θελήματος, τὴν ὑπακοή, τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ἀγάπη (θὰ πεῖ κάποιος «ὅλο γιὰ ὑπακοὴ μιλᾶς καὶ φαίνεσαι τυραννικός». Τὸ μόνο σίγουρο εἶναι ὅτι αὐτὸ δὲν θὰ τὸ πεῖ κάποιος ἀληθινὸς Μοναχός, οὔτε καὶ σοφός. Ὁ σοφὸς Σόλων εἶχε πεῖ: «ἄρχεσθαι μαθών, ἄρχειν ἐπιστήσει» = ἄν μάθεις νὰ διοικεῖσαι, θὰ μάθεις νὰ διοικεῖς, φράση ποὺ ἐμπεριέχεται στὸ σύμβολο τῆς Σχολῆς Εὐελπίδων. Μὴν ξεχνᾶμε ὅτι ὁ Μοναχισμός, στρατὸς τοῦ Χριστοῦ εἶναι). Ὅταν ὁ Μοναχὸς προσπαθεῖ νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικὰ αὐτά, ὁδεύει μετὰ βεβαιότητος πρὸς τὴν ἀπώλεια καὶ τὴν καταστροφή. Αὐτὸ ἔχουμε καθῆκον καὶ δυνατότητα νὰ τὸ ἀποτρέψουμε πρωτίστως οἱ Ἀρχιερεῖς, μὴ δίνοντας εὐκαιρία σὲ νέους ἀνθρώπους, ὑποψήφιους, νὰ ἰσοπεδώσουν σύμφωνα μὲ τὰ «θέλω» τους τὸ ἰδεῶδες τῆς Μοναχικῆς Πολιτείας. 

Μετ’ ἐλπίδος γιὰ ἕνα καλύτερα μέλλον,

 ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος

Δευτέρα 1 Μαΐου 2023

ΠΕΡΙ ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑΣ (Ἁγίου Ἐπισκόπου Νικολάου Βελιμίροβιτς)

 

Περὶ Αἰσιοδοξίας

Ἁγίου Ἐπισκόπου Νικολάου Βελιμίροβιτς

Η ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ ἀποτελεῖ τὸ φωτοστέφανο τῆς χριστιανικῆς φιλοσοφίας καὶ τῆς χριστιανικῆς ἱστορίας. Αἰσιόδοξος ἦταν ὁ Θεμελιωτὴς τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὁ πιὸ Αἰσιόδοξος ἀπ’ ὅλους τοὺς αἰσιόδοξους στὸν κόσμο. Δὲν ἦταν αἰσιόδοξος μόνο στὶς λαμπερὲς στιγμὲς τῆς ζωῆς Του: ὅταν γιόρταζε στὸν γάμο τῆς Κανᾶ στὴ Γαλιλαία, ἤ ὅταν τοῦ ἔριχναν λουλούδια στὰ Ἱεροσόλυμα, ἤ ὅταν ἥσυχος παρατηροῦσε τοὺς κρίνους στὶς ἀνθισμένες πεδιάδες, ἤ ὅταν κάτω ἀπὸ τὸ φῶς τῶν ἀστεριῶν ταξίδευε μὲ πλοιάριο στὴ λίμνη τῆς Γεννησαρέτ, μαζὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ Τὸν λάτρευαν. Δὲν ἦταν ὅμως μόνο τότε αἰσιόδοξος. Παρέμενε αἰσιόδοξος καὶ ὅταν ἐγκαταλειμμένος ἀπὸ ὅλους, προσευχόταν μόνος στὸ Θεό, ἐκείνη τὴ μοιραία νύχτα πρὶν ἀρχίσει ἡ τραγωδία. Καὶ τότε ποὺ Τὸν σύρανε, ἀπὸ τὸν Ἡρώδη στὸν Πιλᾶτο, γιουχαΐζοντας καὶ χλευάζοντάς Τον. Καὶ τότε ποὺ Τοῦ ἔβαλαν ἀγκάθινο στεφάνι, ποὺ Τοῦ ἔσχιζε τὸ θεϊκό Του κεφάλι καὶ τότε, ὅταν ὑπὸ τὸ βάρος τοῦ Σταυροῦ ἔφευγε ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα. Τὰ Ἱεροσόλυμα ποὺ Τὸν ἀποχαιρετοῦσαν μὲ γέλια, κατάρες καὶ μὲ τὸν ἦχο τῶν ἀδύναμων δακρύων τῶν γυναικῶν. Καὶ τέλος, ὅταν τὸ ποτήρι τῆς πίκρας ξεχείλισε καὶ εἰσῆλθε στὴν ἱστορία ἡ λέξη Γολγοθάς, πάλι παρέμεινε αἰσιόδοξος.

            Αἰσιόδοξοι ἦταν καὶ οἱ χριστιανοὶ Μάρτυρες. Ἀφοῦ οἱ Μάρτυρες καὶ οἱ Μεγαλομάρτυρες ἦταν αἰσιόδοξοι, πῶς ἐμεῖς νὰ εἴμαστε ἀπαισιόδοξοι; Αἰσιόδοξοι ἦταν ὅσοι στὶς ρωμαϊκὲς ἀρένες, πάλεψαν μὲ ἄγρια θηρία, γιὰ νὰ διασκεδάσει ὁ Καίσαρας. Αἰσιόδοξοι ἦταν ὅσοι καίγονταν στὴν πίσσα στὶς πλατεῖες, γιὰ τὴν ψυχαγωγία τοῦ Καίσαρα καὶ τῶν γυναικῶν του. Αἰσιόδοξοι ἦταν ὅσοι γύριζαν δεμένοι στὸν τροχὸ καὶ ὅσοι θάφτηκαν ζωντανοὶ στὴ γῆ. Αἰσιόδοξοι ἦταν ἐκεῖνοι ποὺ δὲν γνώρισαν τὴν ἰσότητα, οὔτε τὴν ἐλευθερία τοῦ τύπου, οὔτε τὴν φιλανθρωπία, οὔτε τὶς ὀργανώσεις γιὰ τὴν προστασία τῶν ζώων. Πῶς λοιπὸν ἐμεῖς νὰ εἴμαστε ἀπαισιόδοξοι; Γιατί νὰ γινόμαστε ἀπαισιόδοξοι;

            Αἰσιόδοξοι ἄνθρωποι ὑπῆρχαν καὶ ἀνάμεσα στοὺς ἀρχαίους κλασικοὺς στοχαστές, διανοούμενους καὶ ποιητές. Ἡ αἰσιοδοξία τους ὅμως, ἦταν μεταφυσικὴ καὶ μεμονωμένη. Ἡ χριστιανικὴ αἰσιοδοξία εἶναι δοκιμασμένη αἰσιοδοξία καὶ αἰσιοδοξία ὄχι τοῦ ἑνὸς ἀλλὰ τῶν πολλῶν ἀνθρώπων. Ἡ αἰσιοδοξία τῶν ἀρχαίων κλασικῶν εἶναι σὰν τὸν ἐπεξεργασμένο χρυσό, ποὺ εἶναι ἐπιμελῶς φυλαγμένος καὶ γυαλισμένος καθημερινά, γιὰ νὰ λάμπει. Ἡ χριστιανικὴ αἰσιοδοξία εἶναι σὰν τὸ χρυσάφι, ποὺ πέρασε μέσα ἀπὸ τὴ λάσπη καὶ τὴ σκόνη, ἀπὸ τὸ νερὸ καὶ τὴ φωτιὰ καὶ τὸ αἷμα καὶ πάλι παρέμεινε λαμπερὸ καὶ καθαρό.

            Οἱ κλασικοὶ συγγραφεῖς μόνον σκέφτονταν καὶ μὲ τὴ σκέψη τους καὶ λόγῳ τῆς σκέψης τους ἦταν αἰσιόδοξοι.

            Οἱ Μάρτυρες τοῦ Χριστιανισμοῦ ὅταν καίγονταν στὴ φωτιὰ φώναζαν: Ἐμεῖς καὶ κάλι πιστεύουμε! Αὐτοὶ καὶ ὅταν τοὺς ἔσχιζαν τὰ θηρία ψιθύριζαν: Ἐμεῖς καὶ πάλι ἐλπίζουμε! Πάνω στὸ σταυρὸ κλαίγοντας μὲ λυγμοὺς ἔλεγαν: Ἐμεῖς καὶ τώρα σᾶς ἀγαπᾶμε.

            Τοὺς καταδίωξαν καὶ οἱ ἀγαθοὶ καὶ οἱ μοχθηροὶ αὐτοκράτορες παντοῦ. Καὶ οἱ Νέρωνες καὶ οἱ Τραϊανοί, στὴν Ἀσία, στὴν Ἀφρική, στὰ Βαλκάνια καὶ στὴ Βρετανία. Τοὺς περιφρόνησαν, τοὺς πέταξαν σὰν ἄχρηστες πέτρες καὶ τοὺς ἔδιωξαν ὅπως διώχνει κανεὶς τὴ λάσπη ἀπὸ τὰ πόδια του. Οἱ μορφωμένοι ἄνθρωποι δὲν ἤθελαν νὰ τοὺς καταλάβουν, οἱ ἰσχυροὶ δὲν ἤθελαν νὰ τοὺς ἀκούσουν. Ὅλος ὁ κόσμος κώφευε στὰ αἰτήματά τους, τὰ ἄγρια θηρία εἶχαν περισσότερους φίλους ἀπὸ αὐτούς, οἱ νεκροὶ δὲν ζήλευαν τὴ ζωή τους. Ὅμως καὶ πάλι οἱ Μάρτυρες τοῦ Χριστιανισμοῦ σήκωναν τὸ βλέμμα τους στὸν οὐρανό, ἀτένιζαν τὸν ἥλιο καὶ ἔλεγαν: Ἐμεῖς καὶ πάλι ἔχουμε ἀγάπη γιὰ σᾶς, ἐλπίζουμε καὶ πιστεύουμε.

            Ἐμεῖς ἀγαποῦμε τὴ μαρτυρική μας ζωὴ καὶ προσδοκοῦμε μία καλύτερη ζωή. Πιστεύουμε στὸν Ἕνα καὶ Παντοδύναμο Θεό, ποὺ κυβερνᾶ τὸν ἥλιο καὶ μετρᾶ ὅλους τοὺς πόνους μας καὶ ὅλες τὶς ἀδικίες τῶν βασανιστῶν μας.

            Αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους ποὺ τοὺς κλώτσησαν σὰν ἄχρηστες πέτρες, τοὺς πῆρε ὁ Θεός, ὁ Κτίστης τῶν πάντων, νὰ ἀποτελέσουν τὸ θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας Του. Ἡ Ἐκκλησία Του ἀποτελεῖ τὸ μεγαλύτερο οἰκοδόμημα αἰσιοδοξίας ποὺ κτίστηκε στὴ γῆ.  

            Ἡ αἰσιοδοξία τοῦ Χριστιανισμοῦ δὲν ἀποτελεῖ μία ἁπλὴ πνευματικὴ θεωρία, γιατὶ εἶναι δοκιμασμένη καὶ τεκμηριωμένη. Ἡ αἰσιοδοξία τοῦ Πλάτωνα καὶ τῶν Στωικῶν ἔχει τὴν παρακάτω σχέση μὲ τὴν αἰσιοδοξία τοῦ Χριστιανισμοῦ: εἶναι σὰν τὸ ὄνειρο πρὶν τὴν συναίσθηση τῆς πραγματικότητας ἤ σὰν τὸ παραμύθι πρὶν τὴν πραγματικότητα.

            Δὲν θὰ μποροῦσα νὰ ἀποκαλέσω τὸν ἑαυτό μου Χριστιανό, ἐὰν δὲν ἤμουν αἰσιόδοξος. Καὶ ἄν ἀποκαλοῦσα τὸν ἑαυτό μου Χριστιανὸ καὶ δὲν ἤμουν αἰσιόδοξος, δὲν θὰ ἤμουν εἰλικρινὴς Χριστιανός. Καὶ ὅλοι ἐσεῖς ματαίως ἀποκαλεῖσθε Χριστιανοί, ἐὰν δὲν εἶστε αἰσιόδοξοι. Ὁ Χριστιανισμὸς ἀποτελεῖ τὸ μέγιστο κάστρο αἰσιοδοξίας. Ὁ Χριστιανισμὸς θεμελιώνεται στὴν πίστη, τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν ἀγάπη. Γιατὶ αὐτὰ τὰ τρία μόνο σώζουν: ἡ πίστη, ἡ ἐλπίδα, ἡ ἀγάπη. Ἡ πίστη, ἡ ἐλπίδα, ἡ ἀγάπη συναποτελοῦν τὴν αἰσιοδοξία… Μόνο ἡ αἰσιοδοξία μᾶς σώζει.

            Ἄν δὲν ἔχουμε αἰσιοδοξία, δὲν ἔχουμε πίστη. Χωρὶς πίστη εἴμαστε σὰν τὰ ἑκατοντάδες ζῶα, ποὺ σήμερα τὸ πρωὶ σφαγιάστηκαν στὸ σφαγεῖο.

            Ἄν δὲν ἔχουμε αἰσιοδοξία, δὲν ἔχουμε ἐλπίδα. Χωρὶς ἐλπίδα εἴμαστε σὰν σβησμένα ἀστέρια στὸ σύμπαν, τὰ ὁποῖα ἀκολουθοῦν τὰ φωτεινὰ καὶ ζωντανὰ ἀστέρια.

            Ἄν δὲν ἔχουμε αἰσιοδοξία, δὲν ἔχουμε ἀγάπη. Χωρὶς ἀγάπη εἶναι καὶ ἡ ἔρημος Σαχάρα, στὴν ὁποία ὁ διψασμένος λέοντας βρυχᾶται, ψάχνοντας νερό. Καὶ ὅταν ὁ λέοντας δὲν βρίσκει νερὸ δαγκώνει τὸ πέλμα του μέχρι νὰ τρέξει αἷμα καὶ τὸ γλύφει γιὰ νὰ σβήσει τὴ δίψα του.

            Χωρὶς τὴν αἰσιοδοξία, ὅλοι μας εἴμαστε ἀνάπηροι. Μεγαλύτερη ἀναπηρία ἔχει ὁ ἄνθρωπος χωρὶς αἰσιοδοξία, παρὰ ὁ ἄνθρωπος χωρὶς πόδια. Ὁ Θεὸς «ἐν σοφίᾳ» τὰ πάντα ἔκτισε. Αὐτὸς ὁ κόσμος γιὰ τὸν αἰσιόδοξο μοιάζει μὲ μία αἴθουσα γεμάτη ἀπὸ μουσικοὺς ποὺ ἑτοιμάζονται γιὰ κοντσέρτο. Ἐνῶ γιὰ τὸν ἀπαισιόδοξο μοιάζει μὲ αἴθουσα νοσοκομείου. Ὁ αἰσιόδοξος ἀκούει ἀσταμάτητα τὴ μουσικὴ ἑνὸς βάλς, ἐνῶ ὁ ἀπαισιόδοξος ἀκούει τὴ μουσικὴ ἑνὸς πένθιμου ἐμβατηρίου. Ὁ πρῶτος καθημερινὰ βλέπει τὰ λουλούδια, ἐνῶ ὁ δεύτερος βλέπει τὸ σκουπιδότοπο. Στὸ πρόσωπο τοῦ αἰσιόδοξου καθημερινὰ πέφτουν οἱ ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου, τοῦ ζεσταίνουν καὶ τοῦ φωτίζουν τὴν ψυχή, ἐνῶ τὸ πρόσωπο τοῦ ἀπαισιόδοξου μένει χωρὶς τὸν ἥλιο, μὲ ἀποτέλεσμα ἡ ψυχή του νὰ εἶναι κρύα καὶ σκοτεινή.

            Ἀδελφοί μου, ἄς εἴμαστε αἰσιόδοξοι, γιατὶ ὁ Θεὸς λόγῳ τῆς αἰσιοδοξίας δημιούργησε αὐτὸν τὸν κόσμο. Δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει καμιὰ δημιουργία χωρὶς αἰσιοδοξία. Ἄς ἀτενίσουμε τὸν κόσμο μας τὴν ἡμέρα, ἄς δοῦμε ψηλὰ στὸν οὐρανὸ τὴ νύχτα καὶ ἄς ἔχουμε πίστη στὸ Θεό. Ὑπάρχει ὁ Δημιουργός, ὁ Πλάστης τοῦ κόσμου καὶ Πατέρας μας. Αὐτὴ ἡ σκέψη μας ἄς εἶναι ἡ βάση τῆς αἰσιοδοξίας μας.

(Ἁγίου Ἐπισκόπου Νικολάου Ἀχρῖδος, Ὁμιλίες γιὰ τὴν ἀπαισιοδοξία, τὴν αἰσιοδοξία, τὸ «μέγα» Ὄνομα, καὶ τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, ἐκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 2012, σελ. 55-59).