A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !
✞ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος ✞

Παρασκευή 1 Απριλίου 2022

ΟΥΡΑΝΟΔΡΟΜΟΣ ΚΛΙΜΑΞ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ: Περὶ ταπεινοφροσύνης

ΛΟΓΟΣ ΕΙΚΟΣΤΟΣ ΠΕΜΠΤΟΣ

Περὶ ταπεινοφροσύνης

(Διὰ τὴν ὑψίστην ταπεινοφροσύνην, ἡ ὁποία ἀποκτᾶται
μὲ μυστικὸν τρόπον καὶ ἐξολοθρεύει τὰ πάθη)


ΕΚΕΙΝΟΣ ποὺ θέλει νὰ διηγῆται μὲ λόγια αἰσθητὰ τὴν αἴσθησι καὶ τὴν ἐνέργεια τῆς ἀγάπης τοῦ Κυρίου στὴν κυριολεξία της, καὶ τῆς ἁγίας ταπεινοφροσύνης καθὼς πρέπει, καὶ τῆς μακαρίας ἁγνότητος ἀληθινά, καὶ τῆς θείας ἐλλάμψεως παραστατικά, καὶ τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ πραγματικά, καὶ τῆς ἐσωτερικῆς πληροφορίας ἀλάνθαστα, καὶ φαντάζεται ὅτι θὰ δώσῃ νὰ καταλάβουν αὐτὰ τὰ πράγματα μὲ τὴν ἐξήγησί του ὅσοι δὲν τὰ ἔχουν γευθῆ προσωπικῶς, αὐτὸς ὁμοιάζει μὲ ἐκεῖνον ποὺ θέλει νὰ ἐξηγήση μὲ λόγια καὶ παραδείγματα, πόσο γλυκὸ εἶναι τὸ μέλι σὲ ἐκείνους ποὺ ποτὲ δὲν τὸ ἐγεύθηκαν. Καὶ ὁ μὲν δεύτερος ἄδικα φιλολογεῖ, γιὰ νὰ μὴν εἰπῶ βαττολογεῖ, ὁ δὲ πρῶτος ἢ ἀγνοεῖ αὐτὰ ποὺ διηγεῖται ἢ ἐμπαίζεται ὑπερβολικὰ ἀπὸ τὴν κενοδοξία.

2. Ὁ παρὼν λόγος παρουσίασε ἐνώπιόν μας πρὸς ἐξέτασι ἕναν θησαυρό, ὁ ὁποῖος εὑρίσκεται ἀσφαλισμένος μέσα σὲ ὀστράκινα σκεύη ἢ καλύτερα σὲ ἀνθρώπινα σώματα. Ἕνα θησαυρὸ ποὺ ἡ ποιότης του δὲν μπορεῖ καθόλου νὰ κατανοηθῇ μὲ λόγια. Ἔχει δὲ ὁ θησαυρὸς αὐτὸς ἀπ᾿ ἔξω μόνο μία ἐπιγραφή, ἡ ὁποία εἶναι ἀκατανόητη καὶ παρέχει πολλὴν καὶ ἀτέλειωτη ἐρευνητικὴ προσπάθεια σὲ ὅσους ζητοῦν νὰ τὴν ἐξηγήσουν μὲ λόγια. Καὶ ἡ ἐπιγραφὴ αὐτὴ ἔχει ὡς ἑξῆς: «Η ΑΓΙΑ ΤΑΠΕΙΝΩΣΙΣ».

3. Ὅσοι ὁδηγοῦνται ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἂς εἰσέλθουν μαζί μας στὸ νοερὸ καὶ πάνσοφο τοῦτο συνέδριο καὶ ἂς κρατοῦν νοερῶς στὰ χέρια τους θεόγραπτες πλάκες γνώσεως.

Ἄρχισε λοιπὸν τὸ συνέδριο. Συγκεντρωθήκαμε καὶ συζητήσαμε καὶ ἐρευνήσαμε ἐξεταστικὰ τὴν σημασία τῆς σπουδαίας αὐτῆς ἐπιγραφῆς. Ἕνας ἔλεγε ὅτι ταπεινοφροσύνη εἶναι τὸ νὰ λησμονῆς ἀμέσως τὰ κατορθώματά σου. Ἄλλος, τὸ νὰ θεωρῆς τὸν ἑαυτό σου πιὸ τελευταῖο καὶ πιὸ ἁμαρτωλὸ ἀπὸ ὅλους. Ἄλλος, τὸ νὰ γνωρίσης καλὰ μὲ τὸν νοῦ σου τὴν ἰδική σου ἀδυναμία καὶ ἀσθένεια. Ἄλλος, τὸ νὰ προλαμβάνης σὲ φιλονεικίες νὰ διαλύης πρῶτος τὴν ὀργή. Ἄλλος, τὸ νὰ γνωρίζης καλὰ τὴν χάρι καὶ τὴν εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἕνας ἄλλος πάλι, τὸ νὰ αἰσθάνεσαι ψυχικὴ συντριβὴ καὶ νὰ ἀπαρνῆσαι τὸ ἰδικό σου θέλημα.

Καὶ ἐγὼ ἀφοῦ τὰ ἄκουσα ὅλα αὐτά, καὶ ἀφοῦ τὰ ἐξέτασα μόνος μου μὲ πολλὴ περίσκεψι καὶ προσοχή, δὲν κατώρθωσα μὲ ὅσα ἄκουσα νὰ καταλάβω τὴν ἔννοια τῆς μακαρίας ταπεινοφροσύνης. Γι᾿ αὐτὸ ὡς ἔσχατος ὅλων, ἀφοῦ ἐμάζευσα ὅπως ὁ σκύλος τὰ ψίχουλα ποὺ ἔπεσαν ἀπὸ τὸ τραπέζι τῶν γνωστικῶν ἐκείνων καὶ μακαρίων Πατέρων, κατέληξα στὸν ἑξῆς ὁρισμό:

Ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι ἀνώνυμη χάρις τῆς ψυχῆς ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ ὀνομασθῇ μόνο ἀπὸ ὅσους τὴν ἐδοκίμασαν ἐκ πείρας. Εἶναι ἀνέκφραστος πλοῦτος, ὀνομασία τοῦ Θεοῦ, δωρεὰ τοῦ Θεοῦ, ἐφ᾿ ὅσον Ἐκεῖνος λέγει: «Μάθετε οὐκ ἀπ᾿ Ἀγγέλου, οὐκ ἀπ᾿ ἀνθρώπου, οὐκ ἀπὸ δέλτου, ἀλλ᾿ ἀπ᾿ ἐμοῦ», δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ἐνοίκησί μου καὶ τὴν ἔλλαμψί μου καὶ τὴν ἐνέργειά μου μέσα σας, «ὅτι πρᾴος εἰμι καὶ ταπεινός τῇ καρδίᾳ καὶ τῷ λογισμῷ καὶ τῷ φρονήματι, καὶ εὑρήσετε ἀνάπαυσιν πολέμων καὶ κουφισμὸν λογισμῶν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν» (πρβλ. Ματθ. ια´ 29).

4. Διαφορετικὴ εἶναι ἡ ὄψις ποὺ παρουσιάζει ἡ ὁσία αὕτη ἄμπελος ὅταν ἀκόμη ἐπικρατῆ ὁ χειμώνας τῶν παθῶν, καὶ διαφορετικὴ ὅταν πλέον ἔλθη ἡ ἄνοιξις (καὶ ἡ ἔναρξις) τῶν καρπῶν, καὶ διαφορετικὴ ὅταν φθάση τὸ θέρος τῶν ἀρετῶν, παρ᾿ ὅλον ὅτι ὅλες αὐτὲς οἱ ὄψεις συμβάλλουν σὲ μία καὶ τὴν αὐτὴ εὐφροσύνη καὶ καρποφορία. Γι᾿ αὐτὸ ἐμφανίζει καὶ τὰ ἀντίστοιχα σημάδια καὶ τὶς ἀποδείξεις τῶν κατὰ καιροὺς καρπῶν της.

5. Ὅταν ἀρχίζη νὰ ἀνθίζη μέσα μας ἡ σταφυλὴ τῆς ὁσίας αὐτῆς ἀμπέλου, αἰσθανόμεθα πάραυτα κόπωσι καὶ μίσος πρὸς κάθε ἀνθρώπινη δόξα καὶ ἔπαινο, ἐνῷ συγχρόνως ἐξορίζομε ἀπὸ μέσα μας τὸν θυμὸ καὶ τὴν ὀργή. Ὅσο δὲ ἐν τῷ μεταξὺ προχωρεῖ κατὰ τὴν πνευματικὴ ἡλικία μέσα στὴν ψυχή, ἡ βασίλισσα αὐτὴ τῶν ἀρετῶν, κάθε καλὸ ποὺ ἐκτελοῦμε τὸ θεωροῦμε μηδὲν ἢ μᾶλλον βδέλυγμα. Κυρίως συλλογιζόμαστε ὅτι κάθε ἡμέρα ποὺ περνᾶ αὐξάνει τὸ φορτίο τῶν ἁμαρτιῶν μας ἐξ αἰτίας κρυφῶν καὶ ἀσυναισθήτων ἁμαρτιῶν καὶ ἀμελειῶν, ποὺ σκορπίζουν τὸν πλοῦτο τῆς ψυχῆς.

Τὸ δὲ πλῆθος τῶν χαρισμάτων ποὺ μᾶς χορηγεῖ ὁ Θεὸς τὸ βλέπομε σὰν αἰτία μεγαλυτέρας τιμωρίας, γιατί δὲν μᾶς ἀξίζει. Ἔτσι ὁ νοῦς ἀσφαλίζεται ἀπὸ τοὺς κλέπτες κλεισμένος μέσα στὸ βαλάντιο τῆς μετριοφροσύνης. Ἀκούει μόνο τὰ κτυπήματα καὶ τὰ παιγνίδια τους, χωρὶς νὰ ἐπηρεάζεται καθόλου ἀπὸ αὐτά. Καὶ τοῦτο, διότι ἡ μετριοφροσύνη εἶναι ταμεῖο ἀπαραβίαστο.

6. Ἐτολμήσαμε δι᾿ ὀλίγων νὰ φιλοσοφήσωμε γιὰ τὴν ἄνθησι καὶ τὴν μικρὴ ἀνάπτυξι τούτου τοῦ ἀειθαλοῦς καρποῦ. Ἀλλὰ γιὰ τὸ ποιὸ εἶναι τὸ τέλειο βραβεῖο, ὁ τέλειος καρπὸς τῆς ἱερᾶς αὐτῆς ἀρετῆς, ὅσοι εἶσθε οἰκεῖοι τοῦ Κυρίου, ἐρωτήσατε τὸν Κύριον. Γιὰ τὴν ποσότητα καὶ μεγαλωσύνη τῆς ὁσίας αὐτῆς ἀρετῆς δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὁμιλήσω. Γιὰ τὴν ποιότητά της πάλι εἶναι ἀκόμη πιὸ ἀδύνατο.

Ἔτσι ἂς ἐπιχειρήσωμε πάλι νὰ ὁμιλήσωμε γιὰ τὶς ἰδιότητές της σύμφωνα μὲ τὴν σκέψι ποὺ ἦλθε στὸν νοῦ μας.

7. Ἡ μετάνοια ποὺ γίνεται μὲ συνεχῆ φροντίδα καὶ τὸ πένθος ποὺ εἶναι καθαρισμένο ἀπὸ κάθε κηλίδα καὶ ἡ ὁσιωτάτη τῶν ἀρχαρίων ταπείνωσις διαφέρουν καὶ διακρίνονται μεταξύ τους ὅσο ὁ ἄρτος ἀπὸ τὴν ζύμη καὶ τὸ ἀλεύρι. Διότι συντρίβεται πρῶτα ἡ ψυχὴ καὶ λεπτύνεται μὲ τὴν πραγματικὴ μετάνοια.

Ἔπειτα ἑνώνεται κατὰ κάποιον τρόπο καί, ἂς τὸ εἰπῶ ἔτσι, συμφύρεται μὲ τὸν Θεὸν μὲ τὸ ὕδωρ τοῦ ἀληθινοῦ πένθους. Ἐν συνεχείᾳ, ἀφοῦ ἀνάψῃ μὲ τὸ πῦρ τοῦ Κυρίου, ἐμφανίζεται ὡς στερεὸς ἄρτος ἡ μακαρία ταπείνωσις, ἡ ἄζυμος καὶ ἄτυφος, (ἡ ὁποία δηλαδὴ εἶναι ἀπηλλαγμένη ἀπὸ τὴν ζύμη τῆς κακίας καὶ τὴν ὑπερηφάνεια).

Καὶ ὅπως κάθε μία ἀπὸ τὶς τρεῖς αὐτὲς ἀρετές, τὶς ὅμοιες μὲ τρίπλοκη ἁλυσίδα ἢ καλύτερα μὲ οὐράνιο τόξο, ἐμφανίζει τὴν ἴδια δύναμι καὶ ἐνέργεια καὶ ἀποβλέπει στὸν ἴδιο στόχο, θὰ πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ ἔχουν μεταξύ τους καὶ τὶς ἰδιότητες κοινές. Ἔτσι ὅποιο θὰ ὀνομάσης σημάδι τῆς μιᾶς, θὰ τὸ εὕρης νὰ εἶναι γνώρισμα καὶ τῆς ἄλλης.

Αὐτὸ δὲ ποὺ εἶπα θὰ προσπαθήσω μὲ συντομία νὰ τὸ ἀποδείξω καὶ νὰ τὸ ἐπικυρώσω.

8. Πρώτη καὶ ἐξαιρετικὴ ἰδιότης τῆς ὡραίας καὶ ἀξιοθαύμαστης αὐτῆς τριάδος εἶναι ἡ μετὰ πολλῆς χαρᾶς ὑποδοχὴ τῆς ἀτιμίας, τὴν ὁποία δέχεται μὲ ἀνοικτὰ τὰ χέρια καὶ τὴν ἐναγκαλίζεται, μὲ τὴν σκέψι ὅτι καταπαύει καὶ κατακαίει ψυχικὲς ἀσθένειες καὶ μεγάλες ἁμαρτίες. Δεύτερο γνώρισμά της εἶναι ἡ ἐξαφάνισις κάθε ἐκδηλώσεως θυμοῦ, καθὼς καὶ ἡ μετριοφροσύνη γι᾿ αὐτὴ τὴν ἐπιτυχία. Ἡ τρίτη δὲ καὶ ἀνωτέρα βαθμίδα εἶναι ἡ ἀναμφίβολος ἀμφιβολία γιὰ τὴν ἰσχὺ τῶν καλῶν μας ἔργων, καθὼς καὶ ἡ συνεχὴς ἔφεσις γιὰ μάθησι.

9. Ὅπως «τέλος νόμου καὶ προφητῶν Χριστός, εἰς δικαιοσύνην παντὶ τῷ πιστεύοντι» (Ρωμ. ι´ 4), ἔτσι καὶ τέλος τῶν ἀκαθάρτων παθῶν σὲ καθέναν ποὺ δὲν προσέχει εἶναι ἡ κενοδοξία καὶ ἡ ὑπερηφάνεια. Μὲ τὸ νὰ τὶς φονεύη δὲ αὐτὲς ἡ νοερὰ ἔλαφος τῆς ταπεινοφροσύνης (1), διαφυλάττει ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος συζῆ μαζί της ἀπρόσβλητον ἀπὸ κάθε θανατηφόρο δηλητήριο. Ποῦ νὰ ἐμφανισθῇ ἀλήθεια σ᾿ αὐτὴν τὸ δηλητήριο τῆς ὑποκρισίας; Ποῦ τὸ δηλητήριο τῆς καταλαλιᾶς; Ποῦ νὰ ἐμφωλεύσῃ σ᾿ αὐτὴν ὄφις; Καὶ ἐὰν πάλιν ἐμφωλεύση, δὲν θανατώνεται καὶ δὲν ἐξαφανίζεται, ὅταν τραβηχθῇ ἔξω ἀπὸ τὴν καρδιὰ καὶ φανερωθῆ; Δὲν συναντᾶς σὲ ὅποιον συνδέεται μὲ αὐτὴν μίσος οὔτε κάποια μορφὴ ἀντιλογίας οὔτε καμμία ὀσμὴ ἀπειθαρχίας, ἐκτὸς ἂν τυχὸν πρόκειται γιὰ θέματα πίστεως.

10. Ὅποιος τὴν ἐνυμφεύθη εἶναι ἤπιος, προσηνής, εὐκατάνυκτος, εὐσπλαγχνικὸς περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον. Εἶναι ἀκόμη γαλήνιος, χαρωπός, εὐκολοκυβέρνητος, ἄλυπος, ἄγρυπνος, ἄοκνος, καὶ -γιατί νὰ λέγω πολλά;- ἀπαθής· ἀφοῦ «ἐν τῇ ταπεινώσει ἡμῶν ἐμνήσθη ἡμῶν ὁ Κύριος καὶ ἐλυτρώσατο ἡμᾶς ἐκ τῶν ἐχθρῶν ἡμῶν» (Ψαλμ. ρλε´ 23-24) καὶ ἐκ τῶν παθῶν καὶ μολυσμῶν.

11. Ὁ ταπεινόφρων μοναχὸς δὲν πολυεξετάζει τὰ ἄρρητα μυστήρια, ἐνῷ ὁ ὑπερήφανος ἐρευνᾶ τὰ ἀκατάληπτα κρίματα τοῦ Θεοῦ.

12. Σὲ κάποιον ἀπὸ τοὺς πλέον γνωστικοὺς ἀδελφοὺς παρουσιάσθηκαν ὀφθαλμοφανῶς οἱ δαίμονες καὶ τὸν ἐμακάρισαν. Αὐτὸς δὲ ὁ πάνσοφος τοὺς ἀπήντησε: «Ἐὰν σταματήσετε νὰ μὲ ἐπαινῆτε μὲ τοὺς λογισμοὺς ποὺ φέρνετε στὴν ψυχή μου, τότε ἐξ αἰτίας τῆς ἀναχωρήσεώς σας θὰ θεωρήσω τὸν ἑαυτόν μου μέγαν. Ἐὰν ὅμως δὲν σταματήσετε νὰ μὲ ἐπαινῆτε, τότε ἀπὸ τοὺς ἰδικούς σας ἐπαίνους θὰ συλλογίζωμαι τὴν ἰδική μου ἀκαθαρσία, ἐφ᾿ ὅσον εἶναι «ἀκάθαρτος παρὰ Κυρίῳ πᾶς ὑψηλοκάρδιος» (Παροιμ. ις´ 5). Ἢ λοιπὸν ἀναχωρεῖτε καὶ γίνομαι ἀμέσως μέγας ἢ συνεχίζετε νὰ μὲ ἐπαινῆτε καὶ ἀποκτῶ μὲ τὴν συνεργία σας περισσότερη ταπείνωσι». Οἱ δαίμονες ἀμέσως κατεπλάγησαν διότι δὲν εἶχαν τί νὰ τοῦ ἀπαντήσουν καὶ ἔγιναν ἄφαντοι.

13. Νὰ μὴν εἶναι ἡ ψυχή σου ὡς πρὸς τὸ ζωοποιὸ τοῦτο νάμα, δηλαδὴ τὴν ταπείνωσι, λάκκος ποὺ ἄλλοτε τὴν ἀναβλύζει καὶ ἄλλοτε πάλι στερεύει ἀπὸ τὸν καύσωνα τῆς φιλοδοξίας καὶ τῆς ἐπάρσεως, ἀλλὰ πηγὴ ἀπαθείας ποὺ πάντοτε θὰ ἀναβλύζη ἀπὸ τὰ βάθη της ποταμὸ ὁλόκληρο ταπεινοφροσύνης. Γνώριζε, ὦ φίλε μου, ὅτι οἱ κοιλάδες εἶναι ἐκεῖνες ποὺ πληθαίνουν μέσα τους τὸ σιτάρι καὶ τὸν πνευματικὸ καρπό. Κοιλάδα σημαίνει ψυχὴ ταπεινωμένη ἀνάμεσα σὲ ὄρη, (δηλαδὴ ἀνάμεσα σὲ πνευματικὲς ἀρετές), ἡ ὁποία πάντοτε εἶναι χωρὶς ὑπερηφάνεια καὶ πάντοτε παραμένει ἀμετακίνητη.

14. Δὲν λέγει ὁ Ψαλμῳδὸς «ἐνήστευσα» οὔτε «ἀγρύπνησα» οὔτε «ἐκοιμήθηκα κατὰ γῆς», ἀλλὰ «ἐταπεινώθην, καὶ ἔσωσέ με συντόμως ὁ Κύριος» (πρβλ. Ψαλμ. ριδ´ 6). Ἡ μὲν μετάνοια μᾶς ἀνεγείρει, τὸ δὲ πένθος κρούει τὴν πύλη τοῦ οὐρανοῦ, ἡ δὲ ὁσία ταπείνωσις τὴν ἀνοίγει. Ἐγὼ δὲ ὁμολογῶ καὶ προσκυνῶ τὴν τριάδα μέσα στὴν μονάδα καὶ τὴν μονάδα μέσα στὴν τριάδα (2).

15. Ὅλα ὅσα βλέπονται τὰ φωτίζει ὁ ἥλιος, καὶ ὅλα ὅσα γίνονται μὲ λογικὴ τὰ ἐνισχύει ἡ ταπείνωσις. Ὅταν ἀπουσιάζη τὸ φῶς, ὅλα εἶναι ζοφώδη, καὶ ὅταν ἀπουσιάζη ἡ ταπείνωσις, ὅλα τὰ κατορθώματά μας εἶναι ἄχρηστα.

16. Ἕνας χῶρος σὲ ὁλόκληρη τὴν κτίσι εἶδε μία μόνο φορὰ τὸν ἥλιο (3). Καὶ ἕνας μόνο λογισμὸς πολλὲς φορὲς προξένησε ταπείνωσι (4). Μία καὶ μόνη ἡμέρα αἰσθάνθηκε ὅλος ὁ κόσμος ἀγαλλίασι (5). Καὶ μία μόνο ὑπάρχει ἀρετή, ἡ ταπείνωσις, ποὺ δὲν μποροῦν νὰ τὴν μιμηθοῦν οἱ δαίμονες.

17. Ἄλλο πράγμα εἶναι τὸ νὰ ὑπερηφανεύεται κανείς, καὶ ἄλλο τὸ νὰ μὴν ὑπερηφανεύεται, καὶ ἄλλο τὸ νὰ ταπεινώνεται. Ὁ πρῶτος καθημερινῶς κρίνει τοὺς ἄλλους· ὁ δεύτερος δὲν κρίνει τοὺς ἄλλους, πλὴν ὅμως δὲν κατακρίνει καὶ τὸν ἑαυτόν του· ὁ δὲ τρίτος, ἂν καὶ ἀπηλλαγμένος ἀπὸ τὴν καταδίκη, καταδικάζει ὁ ἴδιος συνεχῶς τὸν ἑαυτόν του.

18. Ἄλλο πράγμα εἶναι τὸ νὰ ταπεινοφρονῆ κανείς, καὶ ἄλλο τὸ νὰ ἀγωνίζεται νὰ ταπεινοφρονῆ, καὶ ἄλλο τὸ νὰ ἐπαινῆ τὸν ταπεινόφρονα. Τὸ πρῶτο εἶναι τῶν τελείων, τὸ δεύτερο τῶν ἀληθινῶν ὑποτακτικῶν, καὶ τὸ τρίτο ὅλων τῶν πιστῶν.

19. Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει γίνει ταπεινὸς βαθειὰ καὶ ἐσωτερικά, δὲν κλέπτεται καὶ δὲν ζημιώνεται ἀπὸ λόγους χειλέων. Διότι δὲν προφέρει ἡ θύρα τοῦ στόματος ὅ,τι δὲν ἔχει ὁ θησαυρὸς τῆς καρδιᾶς.

20. Ὁ ἵππος ποὺ εἶναι μόνος του, πολλὲς φορὲς τοῦ φαίνεται πὼς τὰ καταφέρνει στὸ τρέξιμο, ὅταν ὅμως εὑρίσκεται μαζὶ μὲ ἄλλους ἵππους, τότε ἀντιλαμβάνεται τὴν νωθρότητά του.

21. Ἐὰν ὁ λογισμὸς δὲν καυχᾶται πλέον γιὰ φυσικὰ προτερήματα, αὐτὸ εἶναι σημάδι ὅτι ἀρχίζει νὰ ἔρχεται ἡ ὑγεία. Ἀντιθέτως ὅσο ὀσφραίνεται ἀκόμη ἐκείνη τὴν δυσοσμία, δὲν αἰσθάνεται τοῦ πνευματικοῦ μύρου τὴν εὐωδία.

22. Ὁ ἐραστής μου, εἶπε ἡ ὁσία ταπείνωσις, δὲν ἐπιπλήττει, δὲν καταδικάζει τοὺς ἄλλους, δὲν ἐπιζητεῖ πρωτεῖα, δὲν χρησιμοποιεῖ σοφιστεῖες, ἕως ὅτου ἑνωθῇ μαζί μου, διότι μετὰ τὴν ἕνωσί μας δὲν ὑπόκειται πλέον στὸν νόμο.

23. Σὲ κάποιον ἀγωνιστῆ ποὺ προσπαθοῦσε νὰ κατακτήσῃ τὴν μακαρία ταπείνωσι, οἱ ἀνόσιοι δαίμονες ἔσπερναν ἐπαίνους στὴν καρδιά. Ἐκεῖνος τότε μηχανᾶται κατόπιν θείου φωτισμοῦ κάποιο εὐσεβὲς τέχνασμα, γιὰ νὰ νικήση τὴν πονηρία τῶν δαιμόνων. Σηκώνεται λοιπὸν ἀμέσως καὶ γράφει στὸν τοῖχο τοῦ κελλίου του τὰ ὀνόματα τῶν πλέον ὑψηλῶν ἀρετῶν, δηλαδὴ τῆς τελείας ἀγάπης, τῆς ἀγγελικῆς ταπεινοφροσύνης, τῆς καθαρᾶς προσευχῆς, τῆς ἀφθάρτου ἁγνότητος καὶ τῶν παρομοίων. Ὁσάκις λοιπὸν ἄρχιζαν νὰ τὸν ἐπαινοῦν οἱ λογισμοί, τοὺς ἔλεγε: «Ἂς πᾶμε νὰ κάνουμε τὸν ἔλεγχο». Πλησιάζοντας δὲ στὸν τοῖχο ἐδιάβαζε τὰ ὀνόματα τῶν ἀρετῶν καὶ ἀπευθυνόμενος στὸν ἑαυτόν του ἐκραύγαζε: «Ὅταν τὶς ἀποκτήσης αὐτές, ἂς γνωρίζης ὅτι ἀκόμη εὑρίσκεσαι μακρυᾶ ἀπὸ τὸν Θεόν».

24. Ποιὰ εἶναι ἡ δύναμις καὶ ἡ οὐσία τούτου τοῦ ἡλίου, (δηλαδὴ τῆς ταπεινοφροσύνης), δὲν μποροῦμε νὰ τὴν παρουσιάσωμε. Μόνο ἀπὸ τὶς ἐνέργειές της καὶ ἀπὸ τὶς ἰδιότητές της κατορθώνομε νὰ κατανοήσωμε τὴν βαθύτερη οὐσία της.

25. Ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι θεϊκὴ σκέπη ποὺ σκεπάζει τοὺς ὀφθαλμούς μας, γιὰ νὰ μὴ βλέπωμε τὰ κατορθώματά μας. Ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι ἄβυσσος εὐτελείας, ἀπρόσβλητη ἀπὸ κάθε κλέπτη. Ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι «πύργος ἰσχύος ἀπὸ προσώπου ἐχθροῦ» (Ψαλμ. ξ´ 4). «Ὁ ἐχθρὸς δὲν ἔχει νὰ ὠφεληθῇ ἀπὸ αὐτόν, τὸν ταπεινό, καὶ ὁ υἱὸς ἢ μᾶλλον ὁ λογισμὸς τῆς ἀνομίας δὲν θὰ μπορέση νὰ τὸν κακοποιήση. Ἀντιθέτως δὲ αὐτὸς θὰ κατακόψῃ ἐνώπιόν του ὅλους τοὺς ἐχθρούς του καὶ ὅσους τὸν μισοῦν θὰ τοὺς κατατροπώση» (πρβλ. Ψαλμ. πη´ 23).

26. Ὁ μεγάλος τοῦτος ἰδιοκτήτης τοῦ ἰδικοῦ του πλούτου, δηλαδὴ ἡ ταπείνωσις, ἀντιλαμβάνεται μέσα στὴν ψυχὴ καὶ ἄλλα ἐκλεκτὰ γνωρίσματα, ἐκτὸς ἀπὸ ὅλα ἐκεῖνα ποὺ προαναφέραμε. Διότι ἐκεῖνα ποὺ προαναφέραμε, ἐκτὸς ἀπὸ ἕνα (6), ὑποδηλώνουν ἁπλῶς στοὺς ἄλλους τὸν πνευματικὸ πλοῦτο.

27. Θὰ γνωρίσης καὶ δὲν θὰ ἀπατηθῆς ὅτι ἀπέκτησες μέσα σου τὴν ὁσία αὐτὴ οὐσία, δηλαδὴ τὴν ταπείνωσι, ἀπὸ τὸ πλῆθος τοῦ ἀρρήτου φωτὸς καὶ ἀπὸ τὸν ἀπερίγραπτο ἔρωτα τῆς προσευχῆς. Πρὶν κατακτηθοῦν αὐτὰ προηγεῖται μία κατάστασις, κατὰ τὴν ὁποία ἡ καρδιὰ δὲν περιφρονεῖ τοὺς ἁμαρτάνοντας οὔτε κατακρίνει τὰ ἁμαρτήματά τους. Καὶ πρὶν ἀπὸ αὐτὴ τὴν κατάσταση προηγεῖται ἄλλη, κατὰ τὴν ὁποία ἡ καρδιὰ μισεῖ κάθε κενοδοξία.

28. Ὅποιος ἐπέτυχε τὴν πλήρη γνῶσι τοῦ ἑαυτοῦ του, αὐτὸς ἔσπειρε σὲ γῆ ἀγαθή. Ὅποιος δὲν ἔσπειρε κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο, δὲν πρόκειται νὰ ἰδῆ νὰ ἀνθίζη μέσα του ἡ ταπεινοφροσύνη. Ὅποιος ἐπέτυχε τὴν γνῶσι τοῦ ἑαυτοῦ του, αὐτὸς αἰσθάνθηκε τὸν φόβο τοῦ Κυρίου, καὶ βαδίζοντας μὲ τὴν αἴσθησι αὐτὴ ἔφθασε στὴν πύλη τῆς ἀγάπης.

29. Ἡ ταπείνωσις εἶναι ἡ πύλη τῆς οὐρανίου βασιλείας ποὺ εἰσάγει σ᾿ αὐτὴν ὅσους τὴν πλησιάζουν. Νομίζω ὅτι γι᾿ αὐτὴν εἶπε ὁ Κύριος: «Καὶ εἰσελεύσεται ὁ βουλόμενος καὶ ἐξελεύσεται ἀφόβως ἐκ τοῦ βίου καὶ νομὴν εὑρήσει» (πρβλ. Ἰωάν. ι´ 9) καὶ χλόη μέσα στὸν παράδεισο. Ὅλοι ὅσοι εἰσῆλθαν στὴν μοναχικὴ ζωὴ ἀπὸ ἄλλη θύρα αὐτοὶ εἶναι κλέπται καὶ λησταὶ τῆς ἰδικῆς τους ζωῆς (πρβλ. Ἰωάν. ι´ 1).

30. Ὅσοι ἐπιζητοῦμε τὴν ταπεινοφροσύνη ἂς μὴ παύωμε νὰ ἐξετάζωμε καὶ νὰ ἀνακρίνωμε τοὺς ἑαυτούς μας. Καὶ ὅταν αἰσθανώμεθα μὲ τὴν καρδιά μας ἀνώτερον σὲ ὅλα τὸν πλησίον, τότε εἶναι κοντά μας τὸ ἔλεος, (δηλαδὴ τὸ ἐκ Θεοῦ δῶρο τῆς ταπεινοφροσύνης).

31. Εἶναι ἀκατόρθωτο νὰ προέλθη ἀπὸ τὸ χιόνι φλόγα. Περισσότερο ὅμως ἀκατόρθωτο εἶναι νὰ εὑρεθῇ ταπείνωσις στοὺς ἑτερόδοξους, διότι τὸ κατόρθωμα αὐτὸ ἀνήκει μόνο στοὺς πιστοὺς καὶ ὀρθοδόξους καὶ μάλιστα σὲ ὅσους ἐξ αὐτῶν ἔχουν καθαρθῆ ἀπὸ τὰ πάθη.

32. Οἱ περισσότεροι ἀπὸ ἐμᾶς ὀνομάζομε τοὺς ἑαυτούς μας ἁμαρτωλούς· ἴσως καὶ νὰ τὸ παραδεχώμαστε. Ἀλλὰ τὴν ταπεινόφρονα καρδία τὴν ἐλέγχει ἡ προσβολὴ καὶ ἡ ἐξουδένωσις ἐκ μέρους τῶν ἄλλων.

33. Ἐκεῖνος ποὺ ἀγωνίζεται νὰ φθάση στὸ ἀκύμαντο λιμάνι τῆς ταπεινοφροσύνης, δὲν θὰ παύση ποτὲ νὰ χρησιμοποιῇ διάφορους τρόπους καὶ λόγους καὶ σκέψεις καὶ ἐπινοήσεις καὶ ἔρευνες καὶ ἀναζητήσεις καὶ ἐπιτηδεύματα καὶ τεχνάσματα καὶ εὐχὲς καὶ προσευχές, μέχρις ὅτου ἀπομακρύνῃ τὸ σκάφος τῆς ψυχῆς του ἀπὸ τὴν παντοτεινὰ τρικυμιώδη θάλασσα τῆς οἰήσεως· καὶ τοῦτο, μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τρόπους ζωῆς πιὸ ταπεινοὺς καὶ πιὸ περιφρονημένους. Διότι ὅποιος ἐσώθηκε ἀπὸ αὐτήν, τὴν οἴησι, εὔκολα σὰν τὸν τελώνη τακτοποιεῖ τὰ ὑπόλοιπα ἁμαρτήματά του.

34. Μερικοί, παρ᾿ ὅλον ὅτι ἐσυγχωρήθηκαν γιὰ τὰ παλαιά τους ἁμαρτήματα, ἐν τούτοις τὰ ἐνθυμοῦνται μέχρι τέλους τῆς ζωῆς τους, χρησιμοποιώντας αὐτὰ ὡς ἀφορμὴ ταπεινοφροσύνης καὶ μαστιγώνοντας μὲ αὐτὰ τὸ μάταιο φρόνημα τῆς οἰήσεως. Ἄλλοι, ἀναλογιζόμενοι τὸ πάθος τοῦ Χριστοῦ, θεωροῦν πάντοτε τὸν ἑαυτό τους χρεώστη. Ἄλλοι ἐξευτελίζουν τὸν ἑαυτό τους μὲ τὰ καθημερινά τους σφάλματα. Ἄλλοι κατέριψαν στὸ ἔδαφος τὴν ὑπερηφάνεια μὲ τοὺς πειρασμοὺς καὶ τὶς ἀσθένειες καὶ τὰ πταίσματα ποὺ κατὰ καιροὺς τοὺς συνέβησαν. Καὶ ἄλλοι τέλος ἀπὸ τὴν ἔλλειψι χαρισμάτων ἀπέκτησαν τὴν μητέρα τῶν χαρισμάτων.

Εἶναι καὶ μερικοὶ ἄλλοι -δὲν γνωρίζω ἂν ὑπάρχουν καὶ σήμερα- οἱ ὁποῖοι ταπεινώνουν τὸν ἑαυτόν τους μὲ τὶς δωρεὲς τοῦ Θεοῦ. Ὅσο περισσότερο αὐξάνουν οἱ δωρεὲς τοῦ Θεοῦ, τόσο περισσότερο ταπεινώνουν τὸν ἑαυτό τους, μὲ τὴν σκέψι ὅτι εἶναι ἀνάξιοι γιὰ ἕναν τέτοιο πλοῦτο. Καὶ ζοῦν μὲ τὴν συναίσθησι ὅτι καθημερινῶς αὐξάνει τὸ χρέος τῶν ἁμαρτιῶν τους. Τοῦτο εἶναι ἡ ταπείνωσις, τοῦτο ἡ μακαριότης, τοῦτο τὸ ἀνώτερο βραβεῖο.

35. Ὅταν ἰδῇς ἢ ἀκούσῃς ὅτι κάποιος μέσα σε ὀλίγα ἔτη ἀπέκτησε πολὺ μεγάλη ἀπάθεια, νὰ ξέρης ὅτι δὲν ἐβάδισε ἄλλη, ἀλλὰ τούτη τὴν μακαρία καὶ σύντομη ὁδό.

36. Ἀγάπη καὶ ταπείνωσις! Ἱερὸ ζεῦγος! Ἡ μία ὑψώνει καὶ ἡ ἄλλη συγκρατεῖ ὅσους ὑψώθηκαν καὶ δὲν τοὺς ἀφήνει ποτὲ νὰ πέσουν.

37. Ἄλλο εἶναι ἡ συντριβὴ καὶ ἄλλο ἡ ἐπίγνωσις καὶ ἄλλο ἡ ταπείνωσις. Ἡ συντριβὴ εἶναι γέννημα κάποιας πτώσεως, διότι ἐκεῖνος ποὺ πίπτει συντρίβεται καὶ ἵσταται στὴν προσευχὴ χωρὶς παρρησία καὶ μὲ ἐπαινετὴ ἀναίδεια, ἀκουμπώντας σὰν τσακισμένος στὴν ράβδο τῆς ἐλπίδος καὶ ἀποδιώκοντας μὲ αὐτὴ τὸν κύνα τῆς ἀπογνώσεως.

Ἐπίγνωσις εἶναι ἡ ὀρθὴ γνῶσις τῶν μέτρων, στὰ ὁποῖα εὑρισκόμαστε, καθὼς καὶ ἡ ἀδιάκοπη μνήμη τῶν μικρῶν σφαλμάτων.

Ταπείνωσις εἶναι ἡ νοερὰ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία φυλάσσεται ἀπὸ ὅσους τὴν ἀξιώθηκαν στοὺς μυστικοὺς θαλάμους τῆς ψυχῆς, καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἐκφρασθῇ μὲ λόγια.

38. Ὅποιος λέγει ὅτι ὠσφράνθηκε καλὰ τὴν εὐωδία ἑνὸς τέτοιου μύρου καὶ συγχρόνως ὅταν ἀκούη ἐπαίνους συγκινεῖται κάπως ἡ καρδιά του ἢ βλέπει ὅτι δονεῖται ἀπὸ τὴν δύναμι τῶν ἐπαινετικῶν λόγων, αὐτός, ἂς μὴν ἀπατᾶται, ἔχει πλανηθῆ.

39. Ἄκουσα κάποιον νὰ λέγη ὁλοψύχως: «Μὴ ἡμῖν, Κύριε, μὴ ἡμῖν, ἀλλ᾿ ἢ τῷ ὀνόματί σου δὸς δόξαν» (Ψαλμ. ριγ´ 9). Καὶ τοῦτο, διότι ἐγνώριζε ὅτι ἡ φύσις τοῦ ἀνθρώπου δὲν μπορεῖ ἔτσι μόνη της νὰ φυλαχθῇ ἀβλαβὴς ἀπὸ τὴν δόξα. Ἔλεγε ἀκόμη: «Παρὰ σοῦ ὁ ἔπαινός μου ἐν ἐκκλησίᾳ μεγάλῃ» (Ψαλμ. κα´ 26), δηλαδὴ κατὰ τὸν μέλλοντα αἰώνα. Διότι προηγουμένως δὲν μπορῶ νὰ σηκώσω τὴν δόξα καὶ τὸν ἔπαινο χωρὶς κίνδυνο.

40. Ἐὰν τοῦτο ἀποτελῆ ὅρο καὶ λόγο καὶ τρόπο τῆς πλέον μεγάλης ὑπερηφανείας, δηλαδὴ τὸ νὰ ὑποκρίνεται κανεὶς ἀπὸ φιλοδοξία ἀρετὲς ποὺ δὲν ἔχει, ὁπωσδήποτε τοῦτο θὰ ἀποτελῇ τὸ σημάδι τῆς πλέον βαθειᾶς ταπεινοφροσύνης, τὸ νὰ παρουσιαζώμαστε δηλαδὴ σὲ ἄλλους ὡς ἔνοχοι δῆθεν διαφόρων ἁμαρτημάτων, ὥστε νὰ ἐξευτελιζώμαστε.

Ἔτσι ἐνήργησε ἐκεῖνος ποὺ ἐπῆρε στὰ χέρια του τὸ ψωμὶ καὶ τὸ τυρί (7). Ἔτσι ἐκεῖνος ποὺ ἀφήρεσε τὸ ἔνδυμά του καὶ ἐγύρισε τὴν πόλι μὲ ἀπάθεια, σὰν ἀγωνιστὴς τῆς ἁγνότητος ποὺ ἦταν (8). Δὲν θὰ λάβουν ὑπ᾿ ὄψιν τους αὐτοὶ οἱ ἀγωνισταὶ τὸν σκανδαλισμὸ τῶν ἀνθρώπων, ἀφοῦ ἔχουν ἀποκτήσει τὴν δύναμι νὰ πληροφοροῦν μυστικὰ μὲ τὴν προσευχή τους ὅλους γιὰ τὴν ἀληθινή τους κατάστασι.

41. Ὅποιος φροντίζει γιὰ τὸ πρῶτο, δηλαδὴ γιὰ τὴν ἀποφυγὴ τοῦ σκανδαλισμοῦ, αὐτὸς δείχνει ὅτι στερεῖται τὸ δεύτερο, δηλαδὴ τὴν δύναμι τῆς πληροφορίας. Διότι ὅταν ἔχωμε τὸν Θεὸν ἕτοιμο νὰ μᾶς ἐπακούη, ὅλα μποροῦμε νὰ τὰ κατορθώσωμε. Νὰ προτιμᾶς νὰ λυπῆς τοὺς ἀνθρώπους μᾶλλον καὶ ὄχι τὸν Θεόν, διότι χαίρεται ὁ Θεὸς ὅταν μᾶς βλέπη νὰ ἐπιδιώκωμε τὴν ἀτιμία, μὲ τὸν σκοπὸ νὰ πιέσωμε καὶ νὰ κτυπήσωμε καὶ νὰ ἐξοντώσωμε τὴν ματαιότητα τῆς οἰήσεως.

42. Ἡ τελεία ξενιτεία εἶναι ἡ πρόξενος τῶν τόσο μεγάλων κατορθωμάτων, ἐφ᾿ ὅσον μόνο οἱ πολὺ μεγάλοι ἀντέχουν στὸ νὰ ἐμπαίζωνται ἀπὸ τοὺς γνωρίμους των. (Οἱ ἄλλοι ἐπειδὴ δὲν ἀντέχουν ἂς ἐπιζητοῦν νὰ ξενιτεύουν καὶ νὰ ἀσκοῦνται ἀνάμεσα σὲ ξένους καὶ ἀγνώστους ἀνθρώπους). Ἂς μὴ παραξενευθῇς γιὰ ὅσα εἶπα, διότι κανεὶς δὲν μπορεῖ ν᾿ ἀνεβῇ διὰ μιᾶς ὅλη τὴν κλίμακα.

43. «Θὰ μᾶς ἀναγνωρίσουν ὅλοι ὡς μαθητὰς τοῦ Θεοῦ, ὄχι διότι μᾶς ὑποτάσσονται οἱ δαίμονες, ἀλλὰ διότι τὰ ὀνόματά μας ἔχουν γραφῆ στὸν οὐρανὸ τῆς ταπεινώσεως» (πρβλ. Λουκ. ι´ 20).

44. Ἡ ἀκαρπία κάνει ὥστε οἱ κλάδοι τῶν λεγομένων κίτρων νὰ ἀνυψώνονται μόνοι τους πρὸς τὰ ἐπάνω. Ὅταν ὅμως γείρουν πρὸς τὰ κάτω, ἀρχίζει γρήγορα ἡ καρποφορία. Ὅποιος τὸ συνέλαβε στὸν νοῦ του, καταλαβαίνει τί θέλω νὰ εἰπῶ.

45. Στὴν ὁσία ταπείνωσι ὑπάρχουν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ διάφορες βαθμίδες ἀναβάσεως: ἡ τριακοστή, ἡ ἑξηκοστὴ καὶ ἡ ἑκατοστή. Στὴν τελευταία βαθμίδα κατορθώνουν νὰ ἀνεβοῦν οἱ ἀπαθεῖς, στὴν μεσαία οἱ ἀνδρεῖοι καὶ στὴν πρώτη ὅλοι. Ἐκεῖνος ποὺ ἀπέκτησε αὐτογνωσία, ποτὲ δὲν θὰ ξεγελασθῇ νὰ ἐπιχειρήση κάτι ὑπὲρ τὴν δύναμί του, ἀλλὰ προχωρεῖ στὸ ἑξῆς πατώντας στερεὰ στὴν μακαρία αὐτὴ ὁδὸ τῆς ταπεινώσεως.

46. Τὰ πτηνὰ φοβοῦνται τὴν θέα τοῦ ἱέρακος. Ὁμοίως καὶ οἱ ἐργᾶται τῆς ταπεινοφροσύνης τὸν ἦχο τῆς ἀντιλογίας.

47. Εἶναι πολλοὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἐπέτυχαν τὴν σωτηρία τους χωρὶς προφητικὰ χαρίσματα καὶ ἐλλάμψεις καὶ θαυματουργίες. Χωρὶς τὴν ταπείνωσι ὅμως κανεὶς δὲν πρόκειται νὰ εἰσέλθη στὸν νυμφώνα. Διότι τὰ μὲν πρῶτα τὰ διαφυλάσσει ἡ Δευτέρα, δηλαδὴ ἡ ταπείνωσις, ἐνῷ ἀντιθέτως τὰ πρῶτα, σὲ ἐπιπολαίους ἀνθρώπους τὴν ἐξαφάνισαν (τὴν ταπείνωσι).

48. Γιὰ νὰ ταπεινούμεθα, ἔστω καὶ χωρὶς τὴν θέλησί μας, ὁ Κύριος οἰκονόμησε καὶ τοῦτο: Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ βλέπει τὰ τραύματά του, ὅπως τὰ βλέπει ὁ πλησίον του. Ἔτσι εἴμεθα ὑποχρεωμένοι νὰ χρεωστοῦμε τὴν θεραπεία μας ὄχι στὸν ἑαυτόν μας, ἀλλὰ στὸν πλησίον καὶ στὸν Θεόν.

49. Ὁ ταπεινόνους ἀποστρέφεται μὲ βδελυγμία τὸ ἰδικό του θέλημα ὡς πεπλανημένο. Καὶ στὰ αἰτήματά του πρὸς τὸν Κύριον συνηθίζει νὰ δέχεται μὲ ἀδίστακτη πίστη τὴν γνώση τοῦ θελήματός Του καὶ νὰ ὑπακούη σ᾿ αὐτό. Ὑπακούει δὲ στοὺς διδασκάλους του χωρὶς νὰ ἐξετάζη καὶ νὰ περιεργάζεται τὴν ζωή τους, ἀλλὰ ἀναθέτοντας κάθε φροντίδα του στὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος ἀκόμη καὶ μὲ τὸ στόμα τῆς ὄνου ἐδίδαξε στὸν Βαλαὰμ τὰ ἀπαραίτητα (πρβλ. Ἀριθ. κβ´ 28).

50. Ὁ ταπεινόνους αὐτὸς μοναχός, καὶ ὅταν ἀκόμη ὅλα τὰ σκέπτεται καὶ τὰ πράττη καὶ τὰ λέγη κατὰ Θεόν, καὶ τότε ἀκόμη δὲν δίδει ἐμπιστοσύνη στὸν ἑαυτό του. Διότι γιὰ τὸν ταπεινὸ τὸ οἰκειόπιστον εἶναι μεγάλος σκόλοψ καὶ βάρος, ὅπως ἀντιθέτως γιὰ τὸν ὑπερήφανο τὸ ἑτερόλεκτο.

51. Ἐγὼ νομίζω ὅτι μόνο ὅποιος εἶναι Ἄγγελος δὲν κλέπτεται ἀπὸ ἁμαρτήματα, δὲν ὑποπίπτει δηλαδὴ σὲ κανένα ἁμάρτημα, διότι ἄκουσα κάποιον ἐπίγειο Ἄγγελο νὰ λέγη: «Οὐδὲν ἐμαυτῷ σύνοιδα, ἀλλ᾿ οὐκ ἐν τούτῳ δεδικαίωμαι, ὁ δὲ ἀνακρίνων με Κύριός ἐστι» (Α´ Κορ. δ´ 4). Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ὀφείλομε νὰ κατακρίνωμε συνεχῶς καὶ νὰ κατηγοροῦμε τοὺς ἑαυτούς μας, ὥστε μὲ τὸν ἑκούσιο ἐξευτελισμὸ νὰ ἀπομακρύνωμε τὶς ἀκούσιες ἁμαρτίες. Διαφορετικὰ θὰ εἶναι ὁπωσδήποτε ἄσχημη ἡ λογοδοσία μας γι᾿ αὐτὰ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου.

52. Ἐκεῖνος ποὺ ζητεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸν πράγματα μικρότερα ἀπὸ ὅ,τι θὰ τοῦ ἄξιζαν, αὐτὸς θὰ λάβη ὁπωσδήποτε ἀνώτερά του. Περὶ αὐτοῦ μαρτυρεῖ ὁ τελώνης, ὁ ὁποῖος ζητοῦσε μόνο τὴν συγχώρησι καὶ ἀπεκόμισε ἐπὶ πλέον καὶ τὴν δικαίωσι. Ὁ λῃστὴς πάλιν ἐζήτησε νὰ τὸν ἐνθυμηθῇ μόνο ὁ Κύριος στὴν βασιλεία Του, καὶ ὅμως ἐκληρονόμησε ὁλόκληρο τὸν παράδεισο.

53. Μέσα στὴν δημιουργία δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀντικρύσης μικρὴ ἢ μεγάλη φωτιὰ ὅσον ἀφορᾶ τὴν φύσι της. Καὶ στὴν ἀνόθευτη ταπεινοφροσύνη εἶναι ἐντελῶς ἀδύνατον νὰ ἐναπομείνη ἴχνος κάποιας ξένης ὕλης. Ὅσο συνεχίζομε νὰ ἁμαρτάνωμε ἑκουσίως, δὲν ὑπάρχει μέσα μας τοῦτο, ἡ ἀνόθευτη δηλαδὴ ταπεινοφροσύνη. Ὅταν ὅμως ἁμαρτάνωμε ἀκουσίως, αὐτὸ ἀποτελεῖ ἀπόδειξι τῆς παρουσίας της.

54. Γνωρίζοντας ὁ Δεσπότης Χριστὸς ὅτι πρὸς τὴν ἐξωτερικὴ ἐμφάνισι συμμορφώνεται καὶ ἡ ἀφανὴς ἀρετὴ τῆς ψυχῆς, φορώντας τὸ λέντιό μας ὑπέδειξε μέθοδο γιὰ νὰ βαδίζωμε τὴν ὁδὸ τῆς ταπεινώσεως. Διότι ἡ ψυχὴ ἐξομοιώνεται μὲ ὅ,τι ἀσχολεῖται καὶ λαμβάνει τὸν τύπο καὶ τὴν μορφὴ αὐτῶν, τὰ ὁποῖα πράττει.

55. Ἡ ἀρχή, (ἡ ἐξουσία), ἔγινε αἰτία ὑψηλοφροσύνης σ᾿ ἕναν Ἄγγελο· ἀλλὰ βεβαίως δὲν τοῦ ἐδόθηκε ἡ ἐξουσία γιὰ νὰ πέση στὴν ὑψηλοφροσύνη.

56. Διαφορετικὰ αἰσθάνεται ὅποιος κάθεται σὲ θρόνο καὶ διαφορετικὰ ὅποιος κάθεται στὴν κοπριά. Ἴσως γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ καὶ ὁ μέγας ἐκεῖνος δίκαιος, (δηλαδὴ ὁ Ἰώβ), καθόταν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλι ἐπάνω στὴν κοπριά. Τότε ἀφοῦ ἀπέκτησε τὴν τελεία ταπεινοφροσύνη εἶπε ὁλοψύχως: «Ἐφαύλισα ἐμαυτὸν καὶ ἐτάκην· ἤγημαι δὲ ἐμαυτὸν γῆν καὶ σποδόν» (Ἰὼβ μβ´ 6).

57. Εὑρίσκω ὅτι ἐκεῖνος ὁ Μανασσὴς ἁμάρτησε ὅσο κανεὶς ἄλλος ἄνθρωπος, ἀφοῦ καὶ τὸν Ναὸ τοῦ Θεοῦ καὶ ὁλόκληρη τὴν θρησκεία ἐμόλυνε μὲ τὰ εἴδωλα. Γι᾿ αὐτὸν καὶ ἂν ἀκόμη ἐνήστευε ὅλος ὁ κόσμος, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ προσφέρη τίποτε ποὺ νὰ ἀντιστάθμιζε τὰ ἁμαρτήματά του. Ἡ ταπείνωσις ὅμως ἐστάθη ἱκανὴ καὶ ἐθεράπευσε ὅσα ἦταν σ᾿ αὐτὸν ἀθεράπευτα.

58. «Ὅτι εἰ ἠθέλησας θυσίαν, ἔδωκα ἄν», λέγει ὁ Δαβὶδ στὸν Θεόν. «Ὁλοκαυτούμενα σώματα διὰ νηστείας, οὐκ εὐδοκήσεις· θυσία τῷ Θεῷ» (πρβλ. Ψαλμ. ν´ 18-19) καὶ τὰ λοιπά. Ὅλοι κατανοοῦν τὴν σημασία αὐτῶν τῶν λόγων. «Ἡμάρτηκα τῷ Κυρίῳ» ἐβόησε πρὸς τὸν Θεὸν ἡ μακαρία αὐτὴ ταπείνωσις γιὰ τὰ ἁμαρτήματα τῆς μοιχείας καὶ τοῦ φόνου, καὶ ἀμέσως ἦλθε ἡ ἀπάντησις: «Ἀφείλετο (= ἐσυγχώρησε) Κύριος τὸ ἁμάρτημά σου» (Β´ Βασ. ιβ´ 13).

59. Δρόμο καὶ ἀφορμὴ γιὰ τὴν ἀπόκτησι αὐτῆς τῆς ἀρετῆς οἱ ἀείμνηστοι Πατέρες μας ὤρισαν τοὺς σωματικοὺς κόπους. Ἐγὼ ἐπὶ πλέον συνιστῶ τὴν ὑπακοὴ καὶ τὴν εὐθύτητα τῆς καρδίας, ποὺ ἐκ φύσεως εἶναι ἀντίθετες πρὸς τὴν οἴησι.

60. Ἐὰν αὐτή, ἡ ὑπερηφάνεια, μερικοὺς ἀπὸ Ἀγγέλους τοὺς μετέβαλε σὲ δαίμονας, ἐκείνη, ἡ ταπεινοφροσύνη, ὁπωσδήποτε μερικοὺς ἀπὸ δαίμονας μπορεῖ νὰ τοὺς μεταβάλη σὲ Ἀγγέλους· γι᾿ αὐτὸ ἂς ἔχουν θάρρος ὅσοι ἔπεσαν.

61. Ἂς σπεύσωμε καὶ ἂς πυκτεύσωμε μὲ ὅλες μας τὶς δυνάμεις νὰ ἀνεβοῦμε στὴν κεφαλὴ καὶ κορυφὴ τῆς ταπεινοφροσύνης. Ἂν δὲν μποροῦμε αὐτό, ἂς ἀνεβοῦμε τουλάχιστον στοὺς ὤμους της ἂν καὶ αὐτὸ δὲν μποροῦμε νὰ τὸ κατορθώσωμε, ἂς μὴν χάσωμε τουλάχιστον τὴν ἀγκάλη της. Διότι ὅποιος τὴν χάση καὶ αὐτήν, ἀπορῶ ἂν θὰ μπορέση νὰ κερδήση τίποτε στὴν αἰωνιότητα.

62. Νεῦρα τῆς ταπεινοφροσύνης καὶ ὁδοί, ἀλλ᾿ ὄχι καὶ σημάδια καὶ ἀποδείξεις, εἶναι ἡ ἀκτημοσύνη, ἡ ἀφανὴς ξενιτεία, ἡ ἀπόκρυψις τῆς σοφίας, ἡ ἁπλὴ ὁμιλία, ἡ ζήτησις ἐλεημοσύνης, ἡ ἀπόκρυψις τῆς εὐγενικῆς καταγωγῆς, ἡ ἐξορία τῆς παρρησίας, ἡ ἀπομάκρυνσις τῆς πολυλογίας. Τίποτε ἄλλο δὲν κατώρθωσε ποτὲ μέχρι τώρα νὰ ταπεινώση τόσο τὴν ψυχή, ὅσο ἡ φτώχεια καὶ ἡ ἐπαιτεία. Τότε φαίνεται ἡ φιλοσοφία μας καὶ ἡ φιλοθεΐα μας, ὅταν, ἐνῷ μποροῦμε νὰ ὑψώσωμε τὸν ἑαυτό μας, ἀποφεύγωμε ἀνεπιστρεπτὶ τὸ ὕψος.

63. Ἐὰν ἐξοπλίζεσαι καμμία φορὰ ἐναντίον ἑνὸς πάθους, νὰ παίρνης ὡς σύμμαχο τούτη τὴν ἀρετή. Διότι αὐτὴ «ἐπὶ ἀσπίδα καὶ βασιλίσκον ἐπιβήσεται, καὶ καταπατήσει λέοντα καὶ δράκοντα» (Ψαλμ. Ϟ´ 13), δηλαδή, ὅπως θὰ ἔλεγα ἐγώ, «ἐπὶ ἁμαρτίαν καὶ ἀπόγνωσιν ἐπιβήσεται καὶ καταπατήσει τὸν διάβολον καὶ τὸν δράκοντα τοῦ σώματος».

Ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι οὐράνιος ἀνεμοστρόβιλος ποὺ μπορεῖ νὰ ἀνεβάση τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὴν ἄβυσσο τῆς ἁμαρτίας στὰ ὕψη τοῦ οὐρανοῦ. Ἀντίκρυσε ἕνας κάποτε τὸ κάλλος της μέσα στὴν καρδιά του καὶ ἀφοῦ κατελήφθη ἀπὸ θάμβος ἐρωτοῦσε τὸ ὄνομα τοῦ πατρός της. Ἐκείνη δὲ μὲ ἕνα φαιδρὸ καὶ γαλήνιο μειδίαμα τοῦ ἀποκρίνεται: «Πῶς σπεύδεις νὰ μάθης τὸ ὄνομα τοῦ πατρός μου, ἐνῷ αὐτὸς εἶναι ἀνώνυμος; Δὲν θὰ σοῦ τὸ φανερώσω, ἕως λάβης μέσα σου τὸν Θεόν». Αὐτῷ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.

Μητέρα τῆς πηγῆς εἶναι ἡ ἄβυσσος τῶν ὑδάτων· πηγὴ δὲ τῆς διακρίσεως ἡ ταπείνωσις.

----------

1. Ἡ ἔλαφος ὡς γνωστὸν εἶναι ἀποκλειστικὰ φυτοφάγο ζῶο. Σύμφωνα ὅμως μὲ μία ἐσφαλμένη ἀντίληψι τῶν ἀρχαίων κυνηγᾶ καὶ κατατρώει τοὺς ὄφεις (πρβλ. Κλαυδίου Αἰλιανοῦ - β´ αἰ. μ. Χ. -Περὶ ζώων ἰδιότητος, Β´ 9). Ἐδῶ ἡ Κλίμαξ παρομοιάζει μὲ ὄφεις τὴν κενοδοξία καὶ τὴν ὑπερηφάνεια, καὶ μὲ ἔλαφο τὴν ταπεινοφροσύνη.

2. Οἱ τρεῖς ἀρετές, μετάνοια, πένθος καὶ ταπείνωσις, παρουσιάζονται ἐδῶ ὡς τῆς αὐτῆς φύσεως καὶ οὐσίας, ἀδιαίρετες καὶ ἀχώριστες, ὅπως τὰ πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος.

3. Ὁ πυθμὴν τῆς Ἐρυθρᾶς θαλάσσης.

4. Ἡ μνήμη τοῦ θανάτου ἢ τῆς Κρίσεως ἢ τῶν παθῶν τοῦ Κυρίου.

5. Τὴν ἡμέρα τῆς λαμπροφόρου Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου.

6. Ἐννοεῖ μᾶλλον τὴν ἐσωτερικὴ αὐτοκατάκρισι, τὸ αἴσθημα ὅτι δὲν ἀξίζουν τίποτε οἱ ἐπιτελούμενες ἐνάρετες πράξεις μας. Περὶ αὐτοῦ ὠμίλησε προηγουμένως, στὴν πέμπτη παράγραφο: «Βδέλυγμα πάντα τὰ παρ᾿ ἡμῶν ἐπιτελούμενα ἀγαθὰ λογιζόμεθα».

7. Τὸ ἐν λόγῳ περιστατικὸ ἀναφέρεται στὸν ἀββᾶ Σίμωνα. Ἐρχόταν κάποιος ἐπίσημος ἄρχων νὰ τὸν γνωρίση καὶ νὰ λάβη τὴν εὐλογία του. Μόλις τὸ ἐπληροφορήθηκε, τὸν ἀνέμενε ἔξω ἀπὸ τὸ ἐρημητήριό του φορώντας ἕναν παλαιὸ μανδύα καὶ τρώγοντας ψωμὶ καὶ τυρί. Ὁ ὑψηλὸς ἐπισκέπτης ἀντικρύζοντάς τον ἔτσι ἀπογοητεύτηκε καὶ ἐγύρισε πίσω (βλέπε «Γεροντικόν», ἐκδ. Π. Πάσχου, σελ. 117)

8. Ὑπάρχει ἡ γνώμη ὅτι ἐννοεῖ τὸν ὅσιο Σεραπίωνα. Κατ᾿ ἄλλους πρόκειται γιὰ τὸν ὅσιο Συμεὼν τῆς Ἐμέσης, τὸν διὰ Χριστὸν σαλό.

Δείτε σχετικά: ΕΔΩ

Δευτέρα 28 Μαρτίου 2022

ΟΥΡΑΝΟΔΡΟΜΟΣ ΚΛΙΜΑΞ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ: Περὶ πραότητος καὶ ἁπλότητος

ΛΟΓΟΣ ΕΙΚΟΣΤΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ

Περὶ πραότητος καὶ ἁπλότητος

(Διὰ τὰς ἀρετὰς τῆς πραότητος, τῆς ἁπλότητος καὶ τῆς ἀκακίας,
τὰς «σεσοφισμένας», ὄχι τὰς φυσικάς, καθὼς καὶ διὰ τὴν πονηρίαν)


ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ τοῦ ἡλίου προτρέχει τὸ φῶς τῆς αὐγῆς. Παρόμοια πρὶν ἀπὸ τὴν ταπεινοφροσύνη τρέχει ἡ πραότης. Ἂς ἀκούσωμε δὲ καὶ τὸ Φῶς, δηλαδὴ τὸν Χριστόν, νὰ τὶς τοποθετῇ κατ᾿ αὐτὴν τὴν σειρά. «Μάθετε ἀπ᾿ ἐμοῦ, λέγει, ὅτι πρᾴος εἰμὶ καὶ ταπεινός τῇ καρδίᾳ» (Ματθ. ια´ 29). Λοιπόν, τὸ φυσικὸ εἶναι πρὶν λάμψῃ ὁ ἥλιος νὰ φωτισθοῦμε ἀπὸ τὸ φῶς τῆς αὐγῆς καὶ ἔπειτα νὰ ἀτενίσουμε πλούσια τὸν ἥλιο. Διότι δὲν εἶναι δυνατόν, δὲν εἶναι, ὅπως τὸ δείχνει καὶ ἡ φύσις τῶν πραγμάτων, νὰ ἀντικρύση κανεὶς τὸν ἥλιο, δηλαδὴ τὴν ταπείνωσι, πρὶν γνωρίση τὸ φῶς τῆς αὐγῆς, δηλαδὴ τὴν πραότητα.

2. Ἡ πραότης εἶναι μία ἀμετακίνητη κατάστασις τοῦ νοῦ, ποὺ παραμένει ἡ ἴδια καὶ στὶς τιμὲς καὶ στὶς περιφρονήσεις. Πραότης σημαίνει, τὸ νὰ προσεύχεσαι εἰλικρινῶς γιὰ τὸν πλησίον σου, χωρὶς νὰ ἐνοχλῆσαι καθόλου ἀπὸ τὶς ταραχὲς ποὺ σοῦ προξενεῖ. Ἡ πραότης εἶναι βράχος ἐπάνω ἀπὸ τὴν ἀφρισμένη θάλασσα, ποὺ ἐντελῶς ἀκλόνητος διαλύει ὅλα τὰ κύματα, τὰ ὁποῖα τὸν κτυποῦν.

 πραότης εἶναι τὸ στήριγμα τῆς ὑπομονῆς, ἡ θύρα ἢ καλύτερα ἡ μητέρα τῆς ἀγάπης, ἡ προϋπόθεσις τῆς διακρίσεως, διότι ὅπως λέγει ἡ Γραφή, «διδάξει Κύριος πραεῖς ὁδοὺς αὐτοῦ» (Ψαλμ. κδ´ 9)· ἡ πρόξενος τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν, τὸ θάρρος τῆς προσευχῆς, ἡ περιοχὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διότι ὁ Κύριος λέγει: «Ἐπὶ τίνα ἐπιβλέψω, ἀλλ᾿ ἢ ἐπὶ τὸν πρᾷον καὶ ἡσύχιον»; (πρβλ. Ἡσ. ξς´ 2).

 πραότης εἶναι συνεργὸς στὴν ὑπακοή, ὁδηγὸς στὴν ἀδελφοσύνη, χαλινὸς τῆς μανίας, κόψιμο τοῦ θυμοῦ, μίμησις τοῦ Χριστοῦ, ἰδιότης τῶν Ἀγγέλων, δεσμὸς τῶν δαιμόνων, ἀσπίδα κατὰ τῆς πικρᾶς ὀργῆς.

3. Στὶς καρδιὲς τῶν πράων θὰ ἀναπαύεται ὁ Κύριος, ἐνῷ ἡ ταραχώδης ψυχὴ εἶναι καθέδρα τοῦ διαβόλου. «Οἱ πραεῖς κληρονομήσουσι γῆν» (Ματθ. ε´ 5)· μᾶλλον θὰ γίνουν κυρίαρχοί της, ἐνῷ οἱ ὀργίλοι καὶ θυμώδεις ἄνδρες θὰ ἐξορισθοῦν ἀπὸ τὴν γῆ τους.

4. Ἡ πραεία ψυχὴ εἶναι θρόνος τῆς ἁπλότητος, ἐνῷ ὁ νοῦς τοῦ ὀργίλου δημιουργὸς τῆς πονηρίας. Ἡ ἠπία ψυχὴ θὰ δεχθῇ μέσα της τοὺς λόγους τῆς σοφίας ἐφ᾿ ὅσον «ὁδηγήσει Κύριος πραεῖς ἐν κρίσει» (Ψαλμ. κδ´ 9) ἢ μᾶλλον στὴν διάκρισι. Ἡ εὐθεία ψυχὴ συζῆ μὲ τὴν ταπείνωσι, ἐνῷ ἡ πονηρὰ εἶναι ὑπηρέτρια τῆς ὑπερηφανείας. Οἱ ψυχὲς τῶν πράων θὰ γεμίσουν ἀπὸ γνῶσι καὶ σύνεσι, ἐνῷ ὁ νοῦς τοῦ θυμώδους συγκατοικεῖ μὲ τὸ σκοτάδι καὶ τὴν ἄγνοια.

5. Αὐτὸς ποὺ θυμώνει καὶ αὐτὸς ποὺ εἰρωνεύεται συναντήθηκαν μεταξύ τους. Καὶ ἦταν ἀδύνατο νὰ εὑρεθῇ ἕνας εὐθὺς λόγος στὴν συζήτησί τους! Ἂν ἀνοίξης τὴν καρδιὰ τοῦ πρώτου, θὰ εὕρης τὴν μανία, καὶ ἂν ἐρευνήσης τὴν ψυχὴ τοῦ δευτέρου, θὰ ἀντικρύσης τὴν πονηρία.

6. Ἡ ἁπλότης εἶναι μία συνήθεια καὶ συμπεριφορὰ τῆς ψυχῆς ἀποίκιλη, ποὺ δὲν κινεῖται σὲ κανέναν κακὸ λογισμό. Ἡ ἀκακία εἶναι μία γλυκειὰ καὶ χαρούμενη ψυχικὴ κατάστασις, ἀπηλλαγμένη ἀπὸ κάθε κακὴ σκέψι καὶ ὑπόνοια.

7. Πρῶτο γνώρισμα τῆς παιδικῆς ἡλικίας εἶναι ἡ ἀποίκιλη ἁπλότης. Ὅσο τὴν εἶχε αὐτὴν ὁ Ἀδὰμ δὲν ἀντίκρυσε στὸν ἑαυτό του οὔτε ψυχικὴ γυμνότητα οὔτε σωματικὴ ἀσχημοσύνη.

8. Καλὴ βέβαια καὶ ἀξιομακάριστη εἶναι ἡ ἁπλότης ποὺ ἔχουν μερικοὶ ἐκ φύσεως. Ὄχι ὅμως τόσο, ὅσο ἡ ἁπλότης ποὺ ἀποκτήθηκε μὲ κόπους καὶ ἱδρῶτες καὶ μὲ μετεγκεντρισμὸ τῆς πονηρᾶς φύσεως. Διότι ἡ μὲν πρώτη εἶναι σκεπασμένη καὶ προφυλαγμένη ἀπὸ πολυποίκιλες μεταβολὲς καὶ πάθη ἐνῷ ἡ Δευτέρα γίνεται πρόξενος τῆς τελείας ταπεινοφροσύνης καὶ πραότητος. Καὶ ἡ μία δὲν ἔχει πολὺ μισθό, ἐνῷ ἡ ἄλλη ἔχει ἄπειρο καὶ ἀπροσμέτρητο.

9. Ὅλοι ὅσοι ἐπιθυμοῦμε νὰ προσελκύσωμε πρὸς τὸ μέρος μας τὸν Κύριον, ἂς Τὸν πλησιάσωμε σὰν διδάσκαλο ποὺ κάνει μάθημα, «ἁπλῶς καὶ ἀπλάστως καὶ ἀποικίλως καὶ ἀπονήρως καὶ ἀπεριέργως». Ἐπειδὴ αὐτὸς εἶναι ἁπλοὺς καὶ ἀσύνθετος, θέλει καὶ οἱ ψυχὲς ποὺ Τὸν πλησιάζουν νὰ εἶναι ἁπλὲς καὶ ἀκέραιες. Καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀντικρύσης ποτὲ ἁπλότητα χωρὶς ταπείνωσι.

Πονηρὸς σημαίνει ἄνθρωπος ποὺ κάνει ψευδεῖς προβλέψεις καὶ ποὺ φαντάζεται ὅτι ἀντιλαμβάνεται τοὺς λογισμοὺς τῶν ἄλλων ἀπὸ τὰ λόγια τους, καὶ τὰ μυστικὰ τῶν καρδιῶν τους ἀπὸ τὶς ἐξωτερικὲς κινήσεις.

10. Εἶδα ἀνθρώπους εὐθεῖς ποὺ ἔμαθαν ἀπὸ τοὺς πονηροὺς νὰ πονηρεύωνται, καὶ ἐθαύμασα πῶς τόσο γρήγορα κατώρθωσαν νὰ χάσουν τὸ φυσικό τους ἰδίωμα καὶ προτέρημα.

11. Ὅσο εὔκολα ἀλλάζουν καὶ ξεπέφτουν οἱ εὐθεῖς, τόσο δύσκολα μποροῦν νὰ μεταβληθοῦν οἱ ἀντίθετοι, οἱ πονηροί. Πολλὲς φορὲς ἡ πραγματικὴ ξενιτεία καὶ ἡ ὑποταγὴ καὶ ἡ προφύλαξις τοῦ στόματος κατώρθωσαν πολλὰ καὶ ἐπέτυχαν παραδόξως νὰ μεταβάλουν καταστάσεις ἀθεράπευτες.

12. Ἐὰν «ἡ γνῶσις φυσιοῖ» (Α´ Κορ. η´ 2) τοὺς περισσοτέρους, σκέψου μήπως τὸ νὰ εἶναι κάποιος ἀνίδεος καὶ ἀμαθὴς φέρνει κάποια σχετικὴ ταπείνωσι, ἂν καὶ ὑπάρχουν -σπάνιοι βεβαίως- καὶ αὐτοὶ ποὺ ὑπερηφανεύονται γιὰ τὴν ἀμάθειά τους.

13. Ζωντανὴ ἀπόδειξις καὶ ὑπόδειγμα τῆς μακαρίας ἁπλότητος ὑπῆρξε ὁ τρισμακάριος Παῦλος ὁ ἁπλοῦς (1). Κανεὶς δὲν εἶδε πουθενὰ οὔτε ἄκουσε οὔτε πρόκειται νὰ ἰδῆ ποτὲ τόση πνευματικὴ πρόοδο σὲ τόσο σύντομο χρόνο.

14. Ἁπλοὺς μοναχὸς σημαίνει ζῷον ἄλογο, ἀλλὰ καὶ λογικό, ποὺ κάνει ὑπακοὴ καὶ ἀποθέτει ἐντελῶς τὸ φορτίο του στὸν ὁδηγό του. Τὸ ἥμερο ζῷον δὲν θὰ ἀντιμιλήση σ᾿ ἐκεῖνον ποὺ τὸ δένει. Ὁμοίως καὶ ἡ εὐθεία ψυχὴ στὸν ἰδικό της προεστώτα. Ἀκολουθεῖ ἐκεῖνον ποὺ τὴν σύρει ὅπως θέλει καὶ ἕως θυσίας δὲν γνωρίζει νὰ ἀντιλέγη.

15. Ἀπονήρευτος ἄνθρωπος σημαίνει καθαρὰ φύσις τῆς ψυχῆς, ὅπως ἀκριβῶς ἐπλάσθη, ποὺ συνεργάζεται καὶ συνομιλεῖ εὔκολα μὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους.

16. Εὐθύτης σημαίνει ἀπερίεργη σκέψις, ἀνυπόκριτη συμπεριφορά, ὁμιλία φυσικὴ καὶ ἀνεπιτήδευτη. Ὅπως ὀνομάζεται ὁ Θεὸς ἀγάπη, ἔτσι ὀνομάζεται καὶ εὐθύτης. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ σοφός, δηλαδὴ ὁ Σολομῶν, στὸ «Ἆσμα» λέγει στὴν καθαρὰ καρδία: «Εὐθύτης ἠγάπησέ σε» (α´ 4). Καθὼς ἐπίσης καὶ ὁ πατέρας του λέγει στοὺς «Ψαλμούς»: «Χρηστὸς καὶ εὐθὺς ὁ Κύριος» (κδ´ 8). Λέγει ἀκόμη ὅτι σῴζονται οἱ συνώνυμοί Του: «Τοῦ σῴζοντος τοὺς εὐθεῖς τῇ καρδίᾳ» (ζ´ 11). Λέγει ἐπίσης: «Εὐθύτητα ψυχῶν εἶδε καὶ ἐπεσκέψατο τὸ πρόσωπον αὐτοῦ» (πρβλ. ι´ 7).

17. Πονηρία σημαίνει μεταβολὴ τῆς εὐθύτητος, σκέψις πλάνης, ψεύδη ποὺ λέγονται κατ᾿ οἰκονομίαν, ὅρκοι ποὺ ἐν μέρει ἀληθεύουν, λόγοι ποὺ ἔχουν περιπλακῆ, καρδία ὁμοία μὲ τὸν βυθὸ τῆς θαλάσσης, ἄβυσσος δολιότητος, ψευδολογία ποὺ μονιμοποιήθηκε, οἴησις ποὺ κατήντησε φυσική, ἀντίπαλος τῆς ταπεινώσεως, ὑποκριτικὴ μετάνοια, ἀπομάκρυνσις τοῦ πένθους, ἐχθρὸς τῆς ἐξομολογήσεως, τακτικὴ ἐκείνων ποὺ ἀκολουθοῦν τὴν γνώμη τους, πρόξενος ἠθικῶν πτώσεων, ἐμπόδιο στὴν ἀνέγερσι τῶν πεσόντων, ἀντιμετώπισις τῶν ὕβρεων μὲ φαινομενικὸ χαμόγελο, σκυθρωπότης ἀνόητη καὶ ἀφύσικη, εὐλάβεια ἐπίπλαστη, ζωὴ ὁμοία μὲ τῶν δαιμόνων.

18. Ὁ πονηρὸς εἶναι συνόμιλος καὶ συνώνυμος τοῦ διαβόλου. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος μᾶς ἐδίδαξε ἔτσι νὰ τὸν ἀποκαλοῦμε -τὸν διάβολο- λέγοντας: «Ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ» (Ματθ. ς´ 13).

19. Ἡ πονηρία εἶναι μία ἐπιστήμη ἢ καλύτερα ἀσχημοσύνη τῶν δαιμόνων, ἡ ὁποία ἐνῷ εἶναι ἐστερημένη ἀπὸ ἀλήθεια, προσπαθεῖ νὰ τὸ κρύπτη καὶ νὰ ἐξαπατᾶ πολλούς.

20. Ἡ ὑποκρισία εἶναι μία κατάστασις ὅπου τὸ σῶμα, οἱ ἐξωτερικὲς δηλαδὴ ἐκδηλώσεις, εὑρίσκεται σὲ ἀντίθεσι μὲ τὴν ψυχή. Εἶναι δὲ ἡ κατάστασις αὐτὴ περιπεπλεγμένη μὲ παντὸς εἴδους κακὲς σκέψεις καὶ ἐπινοήσεις.

21. Ἂς φύγωμε λοιπὸν μακρυὰ ἀπὸ τὸν κρημνὸ τῆς ὑποκρισίας καὶ τὸν λάκκο τῆς ὑπουλότητος, ἀκούοντας τὰ λόγια του Ψαλμῳδοῦ: «Ὅτι οἱ πονηρευόμενοι ἐξολοθρευθήσονται, καὶ ὡσεὶ χόρτος ταχὺ ἀποξηρανθήσονται, καὶ ὡσεὶ λάχανα χλόης ταχὺ ἀποπεσοῦνται» (Ψαλμ. λς´ 2). Διότι οἱ τοιοῦτοι ἄνθρωποι γίνονται βοσκὴ τῶν δαιμόνων.

22. Δύσκολα θὰ εἰσέλθουν οἱ πλούσιοι στὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ὁμοίως δύσκολα θὰ ἀποκτήσουν τὴν ἁπλότητα οἱ συνετοὶ ἀνόητοι, (αὐτοὶ δηλαδὴ ποὺ ἐνῷ εἶναι ἀνόητοι παρουσιάζονται μὲ τὴν πονηρία τους ὡς συνετοί).

23. Μία πτῶσις πολλὲς φορὲς ἐσωφρόνισε τοὺς κακοὺς καὶ πονηροὺς καὶ τοὺς ἐχάρισε χωρὶς νὰ τὸ θέλουν τὴν ἀκακία καὶ τὴν σωτηρία.

24. Ἀγωνίζου νὰ θεωρῇς πεπλανημένη τὴν λογική σου καὶ τὴν κρίσι σου (2), καὶ ἔτσι θὰ εὕρῃς σωτηρία καὶ εὐθύτητα ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν. Ἀμήν.

ποιος κατώρθωσε νὰ ἀνεβῆ ἕως ἐδῶ, ἂς ἔχῃ θάρρος, διότι μιμούμενος τὸν διδάσκαλον Χριστὸν ἐσώθηκε.

----------

1. Κατήγετο ἐξ Αἰγύπτου. Κατ᾿ αρχὴν ἀκολούθησε τὸν ἔγγαμο βίο, ἀλλὰ ἡ διαγωγὴ τῆς συζύγου του συνετέλεσε νὰ τὸν ἀνταλλάξη μὲ τὴν ἀναχωρητικὴ ζωή. Διετέλεσε μαθητὴς τοῦ Μ. Ἀντωνίου καὶ ἀνῆλθε σὲ ὑψηλὰ μέτρα ἁγιότητας. Ἡ ὑπακοή του, ἡ ἁπλότης καὶ ἡ ἀκακία του ὑπῆρξαν παροιμιώδεις. Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται στὶς 7 Μαρτίου.

2. Ἡ ἔννοια τῆς παραδόξου αὐτῆς προτροπῆς εἶναι: «Μὴ βασίζεσαι στὴν ἰδική σου φρόνησι, ἀλλὰ στοῦ πνευματικοῦ σου ὁδηγοῦ». Σχετικῶς συνιστᾶ καὶ ἡ Ἁγία Γραφή: «Μὴ ἴσθι φρόνιμος παρὰ σεαυτῷ» (Παρ. γ´ 7- Ῥωμ. ιβ´ 16). «Οὐαὶ οἱ συνετοὶ ἐν ἑαυτοῖς καὶ ἐνώπιον αὐτῶν ἐπιστήμονες» (Ἡσ. ε´ 21)

Δείτε σχετικά: ΕΔΩ

Τρίτη 22 Μαρτίου 2022

ΥΠΗΡΕΤΩ ΤΟ ΘΕΛΗΜΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ Η ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ ΜΟΥ; (Ἄρθρο τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)


fth copy

   Σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τὴν μνήμη τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων ποὺ μαρτύρησαν στὴν λίμνη τῆς Σεβάστειας.  Ἡ ἑορτή τους, ἐκτὸς ἀπὸ ἀφορμὴ πανηγύρεως, ἀποτελεῖ εὐκαιρία πνευματικοῦ προβληματισμοῦ∙ σαράντα εὔρωστοι ἄνδρες, ἐπίλεκτοι στρατιῶτες ἑνὸς ἐπιγείου βασιλέως καὶ πιστοὶ στὸν Χριστὸ. Πραγματικὰ πιστοί. Μὲ συνείδηση ἀκολουθούσαν τὸ παράδειγμά Του, γιὰ αὐτὸ καὶ τὴν δεδομένη στιγμὴ ποὺ κλήθηκαν νὰ Τὸν ἀπαρνηθοῦν, ἐκεῖνοι ἤξεραν τί ἤθελαν, ἤξεραν τὸ καθῆκον τους ἀπέναντι στὸν ἐπίγειο καὶ στὸν Ἐπουράνιο Βασιλιὰ καὶ ξεκαθάρισαν τὴν θέση τους, ὁμολογώντας τὸν Κύριο μας. Δὲν πτοήθηκαν στὶς ἀπειλὲς τῶν βασάνων, ἀλλὰ πρόθυμα δέχθηκαν νὰ μποῦν στὴν παγωμένη λίμνη ἐλπίζοντας ὅτι μὲ μόλις λίγες ὥρες ὑπομονῆς θὰ κερδίσουν τὴν αἰώνια ζωή. Καὶ τὰ κατάφεραν. Ἀλλὰ ὅχι ὅλοι.

   πῆρχε μεταξὺ τῶν Τεσσαράκοντα Ἀθλητῶν ἕνας ὁ ὁποῖος ἔλεγε μὲν ὅτι εἶναι χριστιανὸς, ἀλλὰ, τελικά, ἀποδείχθηκε χριστιανὸς τῆς «βιτρίνας». Ἤθελε μὲν τὸν Χριστό, ἀλλὰ Τὸν ἤθελε «κομμένο καὶ ραμμένο» στὰ δικά του μέτρα, στὸ δικό του ΘΕΛΗΜΑ. Ὅπως ὁ Ἰούδας ἐξέπεσε ἀπὸ τὴν χορεία τῶν Δώδεκα, ἔτσι καὶ αὐτὸς τὴν ὥρα τοῦ μαρτυρίου ἐξέπεσε ἀπὸ τὴν χορεία τῶν Τεσσαράκοντα. Ὁ Ἰούδας μεν γιὰ τριάκοντα ἀργύρια, αὐτὸς δὲ γιὰ λίγες ὧρες περισσότερης σωματικῆς ἄνεσης.  Ἔγινε προδότης, διότι ποτέ του δὲν σήκωσε μὲ αὐταπάρνηση τὸν Σταυρό του καὶ δὲν ὑποτάχθηκε στὴ φωνὴ τῆς Ἐκκλησίας (καὶ ἄν ὑποτάχθηκε κάποτε, τὸ ἔπραξε χάρη στὴν ἰδιοτέλειά του), ἀλλὰ πάντοτε μεταχειριζόταν τὴν χριστιανική του ἰδιότητα γιὰ τὸ ἀτομικὸ συμφέρον. 

   νας τέτοιος ἄνθρωπος εἶναι πολὺ ἐπικίνδυνος∙ τὴν ὥρα ποὺ ἔβλεπε τοὺς συναθλητές του νὰ ὑπομένουν μὲ καρτερία τὸ μαρτύριο γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἐκεῖνος τοὺς ἐγκατέλειψε μὲ τὸν κίνδυνο νὰ ἀνατρέψει τὰ πάντα πρὸς τὸ χειρότερο, μὲ τὸν κίνδυνο νὰ ὡθήσει καὶ ἄλλους νὰ ὀλιγοψυχήσουν. Σὺν Θεῷ, ὅμως, αὐτὸ δὲν συνέβη. Οἱ ὑπόλοιποι Τριανταεννέα Ἄνδρες μὲ σταθερότητα καὶ ἀποφασιστικότητα συνέχισαν νὰ ὑπομένουν, προσελκύοντας μὲ τὸ παράδειγμά τους τὸν φρουρό Ἀγλάιο στὸν ὑπὲρ τῆς ζωῆς θάνατο. 

    ἄλλοτε ἄσχετος μὲ τὸν Χριστό, ἁμαρτωλὸς Ἀγλάιος, ἔσπευσε νὰ πάρει τὴν θέση τοῦ ἄλλοτε ὀνομαζομένου χριστιανοῦ θυμίζοντας μας τὸν Δίκαιο Ληστή, ποὺ μὲ τὴν εἰλικρινὴ ὁμολογία του ἀπόλαυσε πρῶτος τὸν Παράδεισο. Μέσα ἀπὸ τὸ παράδειγμά του, γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ ἐπιβεβαιώνονται τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἀκούσαμε σήμερα: «Οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γὰρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί». Δυστυχῶς, πολλοὶ ἀπὸ ἑμᾶς νομίζουμε ὅτι ἐπειδὴ μεγαλώσαμε μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ πολὺ περισσότερο ἐπειδὴ κρατοῦμε τὴν παραδόση τοῦ πατρίου ἑορτολογίου καὶ ἐναντιωνόμαστε στὸν οἰκουμενισμό, ἔχουμε ἐξασφαλίσει τὴν αἰώνια ζωή. Πῶς, ὅμως, θὰ κερδίσουμε τὴν αἰώνια ζωὴ ὅταν ματατρέπουμε τὸν Ναὸ τοῦ Θεοῦ σὲ «λαϊκὴ ἀγορά», ὅπου κάνει ὁ κάθε θεληματάρης τὸ θέλημα του; Ἀφενὸς, καυχώμαστε νὰ ἐπαναλαμβάνουμε τὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «στήκετε καὶ κρατεῖτε τὰς παραδόσεις», ἀφετέρου, ὁ καθένας μας συμπεριφέρεται σὰν ἐξουσιαστὴς στὰ τῆς Ἐκκλησίας. Μέχρι καὶ τὸ μέγιστον τῆς Ἱερωσύνης Ὑπούργημα ἤ τὴν Ἀγγελομίμητη Πολιτεία βάζουμε στὸ στόχαστρο τοῦ θελήματός μας. Πού πάμε; 

   Σίγουρα, μὲ τὸ πνεῦμα ἀνυπότακτο καὶ τὸ θέλημά μας ὀρθωμένο ἔναντι τῆς διδασκαλίας τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος δίδαξε τὴν θυσιαστικὴ προσφορά, μόνο πρὸς τὸν Θεὸ δὲν βαδίζουμε, καθὼς τὸ θέλημά μας ἀπομακρύνει τὴν Θεία Χάρη καὶ ὁδηγεῖ στὴν καταστροφή. Καὶ δυστυχῶς, ὅταν αὐτὸ τὸ πνεῦμα ὑπάρχει μεταξὺ ἡμῶν, τῶν κληρικῶν, αὐτὴ ἡ καταστροφὴ ἐπεκτείνεται στὶς ψυχὲς τοῦ ποιμνίου. Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, ἀλίμονο σὲ ἐμένα τὸν Ἐπίσκοπο ἄν εἰσαγάγω στὴν Ἐκκλησία καὶ δὴ στὴν Ἱερωσύνη ἀνθρώπους ποὺ δὲν ἔμαθαν στὴν ζωή τους νὰ ὑποτάσσονται κατὰ Θεὸν (ἐν πνεύματι ἐλευθερίας καὶ ὄχι δουλικότητος), διότι οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ εἰσάγουν στὴν Ἐκκλησία τὰ πάθη τους, τὰ ὁποῖα μάλιστα, διογκώνονται συνεχῶς. Ἀλίμονο μου, ἄν δεχθῶ στὴν Ἱερωσύνη ἀνθρώπους μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ πληρώσω μία κενὴ ἐφημεριακὴ θέση, δίχως πρωτίστως νὰ φροντίσω μέσα ἀπὸ τὸν καλὸ ἔλεγχο καὶ τὴν ἐπιστηρικτικὴ συμβουλὴ νὰ τοὺς βοηθήσω νὰ ἀποτινάξουν τὸ θέλημά τους καὶ νὰ ἐτοιμασθοῦν νὰ γίνουν θυσία γιὰ τὸ ποίμνιο ἔνεκεν τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ. Ἄν τα λόγια αὐτὰ μοιάζουν οὐτοπικά ἤ ὑπερβολικὰ αὐστηρά, παραθέτω τὸ παράδειγμα τῆς Ἁγίας μητέρας τοῦ νεαρώτερου τῶν Σαράντα Μαρτύρων∙ βλέποντας τὸ παιδί της νὰ ὑποφέρει μέσα στὴν παγωμένη λίμνη δὲν λύγισε. Ἦταν πρῶτα Χριστιανὴ καὶ μετὰ μητέρα. Ἔτρεξε κοντὰ στὴν λίμνη καὶ ἐνθάρρυνε τὸ παιδί της λέγοντας: «Παιδί μου, κάνε λίγη ὑπομονὴ καὶ θὰ καταστεῖς τέκνο τοῦ Οὐρανίου Πατρός. Μὴν φοβάσαι καὶ μὴν ἀναλογίζεσαι τὰ πρόσκαιρα βάσανα». 

   Αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστιανισμός! Ἡ προθυμία νὰ θυσιασθοῦμε καὶ ὄχι νὰ βολευτοῦμε. Ἀσφαλῶς, τὸ νὰ ἐπιθυμοῦμε τὴν ἄνεσή μας εἶναι δικαίωμα μας. Πρέπει, ὅμως, νὰ ξεκαθαρίσουμε τὴν θέση μας. Μὲ τὸν Χριστό, ἤ μὲ τὸ θέλημά μας; 

   Δυστυχῶς, εἶναι διαχρονικὸ τὸ φαινόμενο νὰ τιμοῦμε τοὺς Ἁγίους ἀλλὰ νὰ μὴν ἀξιοποιοῦμε τὸ παράδειγμα τους στὴν καθημερινὴ ζωή. Ἀναμφίβολα, ὅλοι τιμοῦν καὶ ὑποκλίνονται στὴν Ἁγία ἐκείνη μητέρα τοῦ Μάρτυρα. Ὅταν, ὅμως, κάποιος ἐπιθυμήσει στὶς ἡμέρες μας νὰ βιώσει τὸ παράδειγμα της, παιδεύοντας τὸ παιδί του, ὠθόντας το στὴν θυσία ἤ ἐλέγχοντάς το μὲ προοπτικὴ τὴν πνευματική του τελείωση, θεωρεῖται ἀπὸ πολλοὺς «ὁ αὐστηρὸς, ὁ κακὸς καὶ ὁ παράξενος». Πόσο ὑποκριτὲς εἴμαστε… Ἐπιλεκτικὰ τηροῦμε τὴν Ἁγία Γραφή. Διότι, ἄν τὴν τηρούσαμε συνολικά, θὰ γνωρίζαμε ὅτι ἡ παίδευση ἀποτελεῖ ἐπίδειξη ἀγάπης καὶ καθῆκον τοῦ πατρός, ὁ ὁποῖος ὅταν βλέπει τὸ παιδί του νὰ λοξοδρομεῖ, τὸ ἐπιτιμᾶ ὥστε νὰ μὴν κάνει τὸ λάθος συνήθεια. Σήμερα πάλι, ἀκούσαμε τὸν Ἀπόστολο νὰ λέει: «Ὅν γὰρ ἀγαπᾷ Κύριος παιδεύει, μαστιγοῖ δὲ πάντα υἱὸν ὃν παραδέχεται […] Εἰ δὲ χωρίς ἐστε παιδείας, ἧς μέτοχοι γεγόνασι πάντες, ἄρα νόθοι ἐστὲ καὶ οὐχ υἱοί» (=Γιατὶ ὁ Θεὸς διαπαιδαγωγεῖ ὅποιον ἀγαπᾶ καὶ μαστιγώνει ὅποιον θεωρεῖ δικό του[…] Ἄν, ὅμως, δὲν διαπαιδαγωγεῖστε ὅπως ὅλα τὰ γνήσια παιδιά, τότε εἶστε νόθοι καὶ ὄχι γνήσιοι γιοί).  Δὲν νομίζω ὁ Ἀπόστολος νὰ θεωρεῖται παράξενος. Ἀλλὰ καὶ νὰ θεωρεῖται, εἶναι μεγάλη τιμὴ νὰ θεωρεῖσαι «παράξενος» ὅταν ἐπιδιώκεις τὸ καλὸ, τὴν ὑγεία, τὴν πρόοδο. Στὶς μέρες μας καὶ ἰδίως μέσα στὴν Ἐκκλησία παρατηρεῖται ὅτι ἐκεῖνος ποὺ ἐλέγχει τὸ κακὸ εἶναι κακὸς καὶ δεσποτικός, ἑνῶ ἐκεῖνος ποὺ βλέπει τὸ κακὸ καὶ δὲν μιλᾶ εἶναι ὁ πράος καὶ ταπεινός.  Ἄν καὶ ὁ διακριτικὸς καὶ νηφάλιος παρατηρητὴς κατανοεῖ ἐκ τῆς καταστάσεως ποῦ ὑπάρχει τὸ πρόβλημα, ἀφήνω τὸν Σοφὸ Σολομόντα νὰ μᾶς διδάξει μὲ τὴν σοφία του, ὅπως πάλι ἀκούσαμε σήμερα: «Μὴ ἔλεγχε κακούς, ἵνα μὴ μισήσωσί σε, ἔλεγχε σοφόν, καὶ ἀγαπήσει σε, δίδου σοφῷ ἀφορμήν, καὶ σοφώτερος ἔσται». 

   ν κατακλείδι, ἑὰν ἀγαπάμε τὴν Ἐκκλησία, ἔχουμε καθῆκον νὰ ἐργαστοῦμε νὰ ἐξασφαλίσουμε τὴν ὑγιῆ προοπτική, γεμίζοντας τὴν Ἐκκλησία μὲ ἀνθρώπους σὰν τοὺς  Σαράντα Μάρτυρες καὶ ὄχι μὲ τοὺς ἀνυπότακτους ποὺ τὸ θέλημά τους μπορεῖ ἀνὰ πάσα στιγμὴ νὰ τοὺς καταστήσει προδότες καὶ αἱρετικοὺς ἀκόμα. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνας θεοΐδρυτος ὀργανισμὸς ποὺ ὁδηγεῖ τὰ μέλη της στὴν Ζωὴ καὶ τὴν Ἀνάσταση. Πρὶν, ὅμως, ἀπὸ τὴν Ἀνάσταση προηγεῖται ἡ Σταύρωση, ἡ θυσία, ἡ ὑπομονή. «Δριμὺς ὁ χειμών, ἀλλὰ γλυκὺς ὁ Παράδεισος» μᾶς διδάσκει. Ἄν κάποιος θεωρεῖ ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνας τόπος ὅπου μποροῦμε νὰ ἐπιβάλουμε τὸ θέλημά μας, νὰ ἐπιδιώξουμε τὶς ἀνέσεις μας καὶ τὴν κοινωνική μας ἀνέλιξη, τότε δὲν ἀνήκει σὲ αὐτήν. Εἶναι νόθος καὶ ὄχι ὑιὸς καὶ μὲ τὴν πρώτη δυσκολία θὰ καταστεῖ προδότης. Ἀς προσέξουμε, λοιπόν, μὲ ἀφορμὴ τὴν σημερινὴ ἑορτὴ ποιὸ παράδειγμα θὰ μιμηθοῦμε∙ τῶν Τεσσαράκοντα ποὺ δοξάσθηκαν στὸν Παράδεισο, ἤ τοῦ ἑνός ποὺ ἐξασφάλισε λίγες ὧρες ἄνεσης καὶ μία αἰωνιότητα κολάσεως; 

Μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ μιμηθοῦμε τὸ πρῶτο,

 ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος


ΟΥΡΑΝΟΔΡΟΜΟΣ ΚΛΙΜΑΞ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ: Περὶ λογισμῶν βλασφημίας

ΛΟΓΟΣ ΕΙΚΟΣΤΟΣ ΤΡΙΤΟΣ

Περὶ λογισμῶν βλασφημίας

(οἱ ὁποῖοι εἶναι ἀνέκφραστοι)

ΑΠΟ ΔΗΛΗΤΗΡΙΩΔΗ ρίζα καὶ φοβερὴ μητέρα -ἐννοῶ τὴν μολυσμένη ὑπερηφάνεια- ἀκούσαμε προηγουμένως ὅτι προέρχεται ἕνας πολὺ φοβερὸς ἀπόγονος, δηλαδὴ ἡ ἀνέκφραστη βλασφημία. Γι᾿ αὐτὸ εἶναι ἀνάγκη νὰ τὴν φέρωμε στὴν μέση, διότι δὲν εἶναι τυχαῖος ἐχθρός, ἀλλὰ ἐχθρὸς καὶ ἀντίπαλος φοβερώτερος ἀπὸ κάθε ἄλλον. Τὸ δὲ χειρότερο εἶναι, ὅτι δὲν μπορεῖς εὔκολα νὰ τὴν ἐκφράσης καὶ νὰ τὴν ἐξομολογηθῆς ἢ νὰ τὴν στηλιτεύσης ἐνώπιον πνευματικοῦ ἰατροῦ. Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ πολλὲς φορὲς αὐτὴ ἡ ἀνόσιος ἔφερε πολλοὺς σὲ ἀπόγνωσι καὶ ἀπελπισία καὶ κατέστρεψε κάθε τους ἐλπίδα, ὅπως τὸ σαράκι τὸ ξύλο.

2. Αὐτὴ λοιπόν, αὐτὴ ἡ παμμίαρη βλασφημία εὐχαριστεῖται πολλὲς φορὲς κατὰ τὴν διάρκεια τῶν ἁγίων συνάξεων καὶ ἀκόμη τὴν φρικτὴ ὥρα τῆς τελέσεως τῶν Μυστηρίων νὰ ὑβρίζῃ τὸν Κύριον καὶ τὰ τελούμενα ἅγια μυστήρια. Ἀπὸ αὐτὸ ἀντιλαμβανόμεθα πλήρως ὅτι δὲν τὰ πρόφερε τὰ ἀνείπωτα καὶ ἀσεβῆ καὶ ἀκατανόητα ἐκεῖνα λόγια ἡ ἰδική μας ψυχή, ἀλλὰ ὁ ἀντίθεος δαίμων, ὁ ὁποῖος ἐκδιώχθηκε ἀπὸ τοὺς οὐρανούς, διότι καὶ ἐκεῖ σκέφθηκε νὰ βλασφημήση τὸν Κύριον.

Διότι ἂν ἦταν ἰδικά μου τὰ ἄσεμνα καὶ ἀπρεπῆ ἐκεῖνα λόγια, πῶς δέχομαι τὸ δῶρο τῆς Θείας Κοινωνίας καὶ τὸ προσκυνῶ; Πῶς μπορῶ νὰ ὑβρίζω καὶ νὰ δοξολογῶ συγχρόνως;

3. Πολλοὺς πολλὲς φορὲς ὁ ἀπατεὼν δαίμων τῆς βλασφημίας τοὺς ὡδήγησε σὲ παραφροσύνη.

Διότι κανεὶς ἄλλος λογισμὸς δὲν εἶναι τόσο δύσκολος στὴν ἐξαγόρευσί του ὅσο αὐτός. Γι᾿ αὐτὸ πολλὲς φορὲς σὲ πολλοὺς ἐγήρασε μέσα τους. Καὶ ὡς γνωστὸν τίποτε δὲν ἰσχυροποιεῖ τοὺς δαίμονες καὶ τοὺς λογισμοὺς ἐναντίον μας, ὅσο τὸ νὰ τοὺς τρέφωμε καὶ νὰ τοὺς ἀποκρύπτωμε μέσα στὴν καρδιά μας ἀνεξομολογήτους.

4. Κανεὶς ἂς μὴ θεωρῇ τὸν ἑαυτόν του αἴτιο γιὰ τοὺς λογισμοὺς τῆς βλασφημίας. Ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος εἶναι καρδιογνώστης, γνωρίζει καλὰ ὅτι δὲν εἶναι ἰδικά μας αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὰ λόγια καὶ οἱ σκέψεις, ἀλλὰ τῶν ἐχθρῶν μας.

5. Ἡ μέθη εἶναι αἰτία στὸ νὰ σκοντάφτῃ κάποιος. Ὁμοίως καὶ ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι αἰτία τῶν ἀπρεπῶν λογισμῶν. Καὶ ἐκεῖνος ποὺ ἐσκόνταψε εἶναι ἀναίτιος γι᾿ αὐτό, ἀλλὰ θὰ τιμωρηθῇ πάντως, διότι ἐμέθυσε.

6. Ὅταν ἐσταθήκαμε νὰ προσευχηθοῦμε, ξεσηκώθηκαν ἐναντίον μας οἱ ἀκάθαρτοι ἐκεῖνοι καὶ ἀνείπωτοι λογισμοί. Καὶ μόλις ἐτελειώσαμε τὴν προσευχή, ἔφυγαν ἀμέσως. Διότι δὲν συνηθίζουν νὰ μάχωνται ἐκείνους ποὺ δὲν τοὺς μάχονται.

7. Ὄχι μόνο τὸν Θεὸν καὶ τὰ θεῖα ὁ ἄθεος αὐτὸς δαίμων βλασφημεῖ, ἀλλὰ καὶ προφέρει μέσα στὸν νοῦ μας μερικὰ αἰσχρότατα καὶ ἄπρεπα λόγια, γιὰ νὰ ἐγκαταλείψωμε τὴν προσευχὴ ἢ γιὰ νὰ πέσωμε σὲ ἀπόγνωσι. Ἔτσι πολλοὺς τοὺς ἐμπόδισε ἀπὸ τὴν προσευχὴ καὶ πολλοὺς τοὺς ἀπεμάκρυνε ἀπὸ τὰ Μυστήρια.

Σὲ μερικοὺς κατέτηξε τὰ σώματα ἀπὸ τὴν λύπη. Ἄλλους ὁ πονηρὸς αὐτὸς καὶ ἀπάνθρωπος τύραννος τοὺς ἐδάμασε μὲ τὴν νηστεία καὶ δὲν τοὺς ἐπέτρεψε τὴν παραμικρὴ ἀνακούφισι.

Καὶ κατώρθωσε νὰ πείσῃ ὄχι μόνο τους κοσμικούς, ἀλλὰ καὶ τοὺς μοναχούς, ὅτι δὲν τοὺς ἀπολείπεται πλέον καμμία ἐλπίδα σωτηρίας καὶ ὅτι εἶναι ἐλεεινότεροι ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀπίστους καὶ ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς εἰδωλολάτρες ἀκόμη.

8. Ὅποιος ἐνοχλεῖται ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς βλασφημίας καὶ θέλει νὰ ἀπαλλαγῆ ἀπ᾿ αὐτό, ἂς ἐννοήση καλὰ ὅτι αἰτία αὐτῶν τῶν λογισμῶν δὲν εἶναι ἡ ἰδική του ψυχή, ἀλλὰ ὁ ἀκάθαρτος δαίμων, ποὺ εἶπε κάποτε πρὸς τὸν Κύριον: «Ταῦτα πάντα σοὶ δώσω, ἐὰν πεσῶν προσκυνήσῃς μοι» (Ματθ. δ´ 9).

Γιὰ τοῦτο καὶ ἐμεῖς ἂς τὸν περιφρονοῦμε καὶ ἂς μὴ ὑπολογίζωμε καθόλου τὰ λεγόμενά του καὶ ἂς τοῦ λέγωμε: «Ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ. Κύριον τὸν Θεόν μου προσκυνήσω καὶ αὐτῷ μόνῳ λατρεύσω» (πρβλ. Ματθ. δ´ 10)· «σοῦ δὲ ἐπιστρέψει ὁ πόνος καὶ ὁ λόγος ἐπὶ τὴν κεφαλήν σου, καὶ ἐπὶ τὴν κορυφήν σου ἡ βλασφημία σου καταβήσεται» (πρβλ. Ψαλμ. ζ´ 17) ἐν τῷ νῦν αἰῶνι καὶ ἐν τῷ μέλλοντι».

9. Ὅποιος προσπαθεῖ νὰ παλαίψῃ ἐναντίον τοῦ δαίμονος τῆς βλασφημίας μὲ διαφορετικὸ ἀπὸ τὸν προηγούμενο τρόπο, ὁμοιάζει μ᾿ ἐκεῖνον ποὺ ἐπιχειρεῖ νὰ συλλάβη τὴν ἀστραπὴ μὲ τὰ χέρια του. Διότι πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ συλλάβῃ ἢ νὰ ἀντειπῇ ἢ νὰ παλαίψῃ ἐναντίον ἐκείνου ποὺ ἐπέρχεται στὴν καρδιὰ ξαφνικὰ σὰν ἄνεμος, ποὺ εἶναι τὰ λόγια του γρηγορώτερα ἀπὸ τὴν ριπὴ τοῦ ὀφθαλμοῦ, καὶ ποὺ ἀμέσως γίνεται ἄφαντος;

10. Ὅλοι οἱ ἐχθροὶ ἵστανται ἀπέναντί μας καὶ μάχονται καὶ ἀργοῦν κάπως καὶ δίνουν καιρὸ στὸν ἀνταγωνιστή τους. Αὐτὸς ὅμως ὄχι! Ἀλλὰ μόλις φάνηκε ἔφυγε, καὶ μόλις ὡμίλησε ἀνεχώρησε.

11. Πολλὲς φορὲς τοῦτος ὁ δαίμων συνηθίζει νὰ εἰσχωρῇ στὸν νοῦ τῶν πιὸ ἁπλῶν καὶ πιὸ ἀκεραίων, διότι αὐτοὶ θορυβοῦνται καὶ ταράσσονται ὑπερβολικά, πολὺ περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Καὶ σ᾿ αὐτούς, ἔχομε τὴν γνώμη, ὅτι ὁ πόλεμος ὀφείλεται ἐξ ὁλοκλήρου στὸν φθόνο τῶν δαιμόνων καὶ ὄχι στὴν οἴησι.

12. Ἂς παύσωμε νὰ κρίνωμε καὶ νὰ κατακρίνωμε τὸν πλησίον, καὶ τότε δὲν πρόκειται νὰ φοβηθοῦμε τοὺς λογισμοὺς τῆς βλασφημίας. Διότι ἀφορμὴ καὶ ρίζα τοῦ δευτέρου εἶναι τὸ πρῶτο.

13. Ἐκεῖνος ποὺ εἶναι κλεισμένος σ᾿ ἕνα σπίτι, ἀκούει τὰ λόγια αὐτῶν ποὺ περνοῦν ἀπ᾿ ἔξω, χωρὶς νὰ συνομιλῆ μαζί τους.

Παρομοίως καὶ ἡ ψυχὴ ποὺ ζῇ μὲ αὐτοσυγκέντρωσι, ταράσσεται ἀκούοντας τὶς βλασφημίες ποὺ προφέρει διερχόμενος ὁ διάβολος.

14. Ὅποιος περιφρονεῖ τοῦτον τὸν δαίμονα, ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τὸ πάθος. Ὅποιος σοφίζεται νὰ ἀγωνισθῇ ἐναντίον τοῦ διαφορετικά, στὸ τέλος νικᾶται. Διότι ἐκεῖνος ποὺ προσπαθεῖ νὰ συλλάβη τὰ πνεύματα μὲ λόγια, ὁμοιάζει μὲ ἐκεῖνον ποὺ προσπαθεῖ νὰ κλείση κάπου τοὺς ἀνέμους. Κάποιος ἐκλεκτὸς μοναχός, ἐνοχλούμενος εἴκοσι χρόνους ἀπὸ τοῦτον τὸν δαίμονα, ἔλυωσε τὴν σάρκα του μὲ νηστεῖες καὶ ἀγρυπνίες. Καὶ ἀφοῦ δὲν εἶδε ἀπὸ αὐτὰ καμμία ὠφέλεια, ἔγραψε τὸ πάθος σὲ χαρτὶ καὶ ἐπῆγε καὶ τὸ ἔδωσε σὲ κάποιον ἅγιο ἄνδρα. Ἔπεσε δὲ κατὰ πρόσωπον στὴν γῆ καὶ δὲν μποροῦσε νὰ ἀνυψώσῃ πρὸς αὐτὸν τὸ βλέμμα του. Ὁ γέροντας μόλις τὸ διάβασε, χαμογέλασε, καὶ ἀφοῦ σήκωσε τὸν ἀδελφό, τοῦ λέγει: «Βάλε, τέκνον μου, τὸ χέρι σου στὸν αὐχένα μου». Ἀφοῦ τὸ ἔβαλε ὁ ἀδελφός, τοῦ λέγει ὁ μέγας ἐκεῖνος: «Ἂς εἶναι ἐπάνω στὸν τράχηλό μου, ἀδελφέ, αὐτὴ ἡ ἁμαρτία, ὅσα χρόνια τὴν εἶχες ἢ θὰ τὴν ἔχῃς ἀκόμη. Μόνο ἐσὺ νὰ μὴν τὴν ὑπολογίζῃς πλέον καθόλου». Καὶ ὁ ἀδελφὸς αὐτὸς διαβεβαίωνε ὅτι δὲν πρόφθασε νὰ βγῇ ἀπὸ τὸ κελλὶ τοῦ γέροντος, καὶ τὸ πάθος ἔγινε ἄφαντο. Τοῦτο τὸ περιστατικὸ μοῦ τὸ διηγήθηκε δοξάζοντας τὸν Θεὸν ὁ ἴδιος ἀδελφὸς στὸν ὁποῖο συνέβη.

ποιος ἐνίκησε τοῦτο τὸ πάθος ἀπεμάκρυνε τὴν ὑπερηφάνεια.

Δείτε σχετικά: ΕΔΩ