A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

Δευτέρα 1 Ιουνίου 2020

ΟΙ ΑΓΙΟΙ 13 ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΡΕΣ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΗΤΕΣ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΚΑΝΤΑΡΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΥΠΟ ΤΩΝ ΛΑΤΙΝΩΝ (ΠΑΠΙΚΩΝ) ΜΑΡΤΥΡΙΣΑΝΤΕΣ (†1231)


Η εικόνα ίσως περιέχει: 6 άτομα, περιλαμβάνεται ο Nikos Melidis, εσωτερικός χώρος



Άγιοι Ιωάννης, Κόνων, Ιερεμίας, Μάρκος, Κύριλλος, Θεόκτιστος, Βαρνάβας, Μάξιμος, Θεόγνωστος, Ιωσήφ, Γεννάδιος, Γεράσιμος και Γερμανός.
Οι Μακάριοι αυτοί Πατέρες και της Αλήθειας Ομολογητές, έλαμπαν με τη ζωή τους στο νησί της Κύπρου τον 13ο αιώνα, στη Μονή Καντάρας.


Το έτος 1228, έφθασαν στην Κύπρο, δύο ευσεβείς ασκητές, από ένα μοναστήρι του Καλού Όρους, που βρίσκεται στην Παμφυλία τους Μικράς Ασίας, και ονομάζονταν Ιωάννης και Κόνων. Ήρθαν στο νησί, έτοιμοι να θυσιάσουν τους εαυτούς τους μέχρι αίματος για την αληθινή ορθόδοξη πίστη, προβάλλοντας έτσι ένα λαμπρό παράδειγμα για τους Κυπρίους που περνούσαν δύσκολα χρόνια. Οι λατίνοι κατακτητές του νησιού, επέβαλλαν αφόρητες πιέσεις, βαριές φορολογίες και επεδίωκαν τον εκλατινισμό του νησιού και την υποταγή του στον Πάπα. Οι εκπρόσωποι τους Λατινικής Εκκλησίας ήθελαν να υποτάξουν την Ορθόδοξη Εκκλησία.

Οι δύο μοναχοί, αφού έφθασαν στη Κύπρο, ανέβηκαν στην Μονή της Υπεραγίας Θεοτόκου του Μαχαιρά. Εκεί στο ησυχαστήριο τους Μονής συνέχιζαν τον πνευματικό τους αγώνα. Μετά από λίγες μέρες άφησαν το μοναστήρι του Μαχαιρά αναζητώντας κάποιον άλλο τόπο ησυχίας. Έφθασαν στη Μονή του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου στον Κουτσοβέντη για να καταλήξουν πλέον και να συνεχίσουν τους αγώνες στο Μοναστήρι τους Παναγίας τους Κανταριώτισσας, κοντά στο κάστρο τους Καντάρας.

Εκεί, λόγω τους ευσέβειας τους και της ασκητικής τους ζωής, προσέλκυαν όλο και πιο πολλούς μοναχούς, πράγμα που ανησύχησε τους Λατίνους και τους ώθησε να λάβουν δραστικά μέτρα. Ο Φράγκος Αρχιεπίσκοπος, ο οποίος με τη βία σφετερίστηκε το θρόνο και έδιωξε σε εξορία τον Άγιο Νικόλαο της Στέγης στην Σολέα που ήταν ο Ορθόδοξος ποιμένας της Κύπρου, στέλνει δύο αντιπροσώπους του, τον ιεροκήρυκα Ανδρέα και τον Ηλιέρμο για να εξετάσουν τι γινόταν στο Μοναστήρι τους Καντάρας. Οι μοναχοί, τους υποδέχονται με καλοσύνη, αποδίδοντας τους μάλιστα την αρμόζουσα τιμή. Ο ιεροκήρυκας Ανδρέας, μετά από τους ανακριτικές ερωτήσεις- από πού ήρθαν, πότε, με ποιο τρόπο κατοίκισαν στο μοναστήρι- άρχισε να τους ρωτά από το Άγιο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο, χωρίς να βρει κάποιο λάθος στις αποκρίσεις των πατέρων. Αφού είδε, άτι όλα τα ερμήνευαν σοφά και σωστά, τους υπέβαλε και το ερώτημα «και για εμάς που τελούμε την Θεία Λειτουργία με άζυμα, τι πιστεύετε;».

Οι 11 μοναχοί με θάρρος απάντησαν «Εμείς ακολουθούμε επακριβώς τα λόγια του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού που είπε στο Μυστικό Δείπνο. Τελούμε την Θεία Λειτουργία που έχουμε παραλάβει από τον Κύριον, τους Αποστόλους και τους πατέρες της Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας με το άγιο μυστήριο της Θείας Κοινωνίας με ένζυμο άρτο. Όσον αφορά τώρα το δικό σας φρόνημα για τον άζυμο άρτο, δεν γνωρίζουμε, γιατί ούτε από τους κήρυκες του Χριστού, ούτε από τις άγιες και οικουμενικές συνόδους το παραλάβαμε. Γι' αυτό και όσοι τελούν τις ιερές μυσταγωγίες με άζυμο άρτο, ξεπέφτουν από την αλήθεια και παρερμηνεύουν τις γραφές». Μάλιστα για να αποδείξουν αυτοί οι άγιοι πατέρες την αλήθεια, πρότειναν στους Λατινόφρονες ιεροκήρυκες να τελέσουν δύο Θείες Λειτουργίες, οι μεν με ένζυμο άρτο και οι δε με άζυμο άρτο και μετά από το μυστήριο να μπουν και οι δύο παρατάξεις στην φωτιά, και όποιος μείνει απείραχτος και βγει χωρίς να πάθει καμιά βλάβη, τότε θα αποδείκνυε ποια Θεία Λειτουργία αγιάζει ο Θεός και αυτήν θα ακολουθούσαν.

Αυτά εκνεύρισαν τον ιεροκήρυκα του Πάπα, που άρχισε να τους κατηγορεί ως αιρετικούς και τους έδωσε αμέσως εντολή να κατεβούν στη Λευκωσία στο Φράγκο Αρχιεπίσκοπο για να του δώσουν απολογία για όσα είπαν, δίνοντας τους λίγες μέρες προθεσμία. Στο διάστημα αυτό, οι μοναχοί ετοιμάζονταν πνευματικά, με αγρυπνίες, προσευχές, νηστείες και συχνή κοινωνία των αχράντων μυστηρίων. Ξεκίνησαν έτσι οι μοναχοί να δώσουν την μαρτυρία τους στον Φράγκο Πάπα. Οι πιστοί έτρεχαν πλήθη να τους προϋπαντήσουν για να τους ενισχύσουν και να ενισχυθούν και οι ίδιοι, παίρνοντας την ευχή τους. Μαζί με τους τους 11 μοναχούς τους Παναγίας τους Κανταριώτισσας, ήρθαν και ενώθηκαν και άλλοι δύο μοναχοί από το Μοναστήρι του Μαχαιρά και έτσι γίνονται 13 μοναχοί στον αριθμό.

Παρουσιάζονται μπροστά στον Λατίνο αρχιερέα και η συζήτηση περί ενζύμου και άζυμου άρτου επαναλαμβάνεται. Οι 13 πατέρες μένουν ακλόνητοι στην πίστη τους, χωρίς να λογαριάσουν τις απειλές και τους φοβέρες που τους ανέγγελαν. Το μίσος και ο θυμός των Λατίνων, φτάνει στο αποκορύφωμα από την σταθερή ομολογία των πατέρων. Τότε ο Λατίνος αρχιεπίσκοπος διέταξε τριετή φυλάκιση τους. Παρέμειναν λοιπόν στην φυλακή υπομένοντας κάθε κακουχία, θλίψη και ταλαιπωρία. Μετέτρεψαν την δυσώδη φυλακή σε πνευματικό εργαστήριο, όπου ανέπεμπαν «ως μύρον ευωδίας πνευματικής» προσευχές, δεήσεις και ψαλμωδίες. Στην διάρκεια της φυλάκισής τους, ένας απ' αυτούς κοιμήθηκε εν Κυρίω από τις ταλαιπωρίες της σκληρής φυλακής. Το όνομα του ήταν Θεόγνωστος.

Τότε προβλέποντας τον βέβαιο θάνατο και οι υπόλοιποι, απεφάσισαν και χειροθετήθηκαν από τον ηγούμενο της Μονής της Παναγίας της Κανταριώτισσας Ιωάννη και τον Κόνωνα αλλά και από τον Ιερεμία, και πήραν το Μέγα αγγελικό σχήμα των μεγαλόσχημων Μοναχών και πήραν τα εξής ονόματα: Μάρκος, Θεόκτιστος, Κύριλλος, Βαρνάβας, Μάξιμος, Ιωσήφ, Γερμανός, Γεράσιμος και Γεννάδιος. Για πολλοστή φορά οδηγούνται μπροστά στο βήμα του Φράγκου αρχιερέα, αλλά η πίστη και η γνώμη τους δεν αλλάζει. Οι Λατίνοι, εξοργισμένοι από την στάση τους, καταδικάζουν τους 12 σε θάνατο. Οι μοναχοί τότε προσεύχονται με υψωμένα τα χέρια στο Θεό, να τους δυναμώσει μέχρι τέλους.

Στις 19 Μαΐου του 1231, αφού τους έδεσαν πίσω από άλογα, τους έσυραν δια μέσου του ποταμού Πεδιαίου, πάνω από πέτρες και στη συνέχεια, μισοπεθαμένοι καθώς ήταν, τους έριξαν στη φωτιά «Και έτσι ετελειώθησαν οι καλλίνικοι του Χριστού μάρτυρες ...».







* Οι δεκατρείς αυτοί Άγιοι μοναχοί έφυγαν από το Άγιον Όρος από άγνωστη αιτία, για να συνεχίσουν τους ασκητικούς αγώνες τους στην Κύπρο.

Κυριακή 24 Μαΐου 2020

ΔΙΩΞΕΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΣΕ «ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΑ» ΚΑΘΕΣΤΩΤΑ


Νικολάου Μάννη,
Εκπαιδευτικού

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

Είναι γνωστοί πλέον σε όλους (αν και όχι σε όλες τους τις λεπτομέρειες) οι διωγμοί κατά των Ορθοδόξων που έλαβαν χώρα σε κομμουνιστικά καθεστώτα. Οι περισσότεροι άνθρωποι μάλιστα, εξ αιτίας των διωγμών αυτών, θεωρούν τον αντιχριστιανισμό ως αποκλειστικό προνόμιο των Κομμουνιστών· την πεποίθηση αυτή φρόντιζαν να ενισχύουν τα λεγόμενα δημοκρατικά (δηλαδή μασονικά/καπιταλιστικά) καθεστώτα, καπηλευόμενα χωρίς ντροπή τον Χριστιανισμό. Φυσικά αρκετοί πιστοί εξ αρχής εντόπισαν την αντιχριστιανική φύση της μασονικής ψευδοδημοκρατίας, η οποία είναι πολύ πιο ύπουλη από τον, ξεκάθαρα αθεϊστικό, κομμουνισμό, καθότι η πρώτη κρύπτεται όπισθεν «χριστιανικού» προσωπείου...
Μια μικρή γεύση διωγμού σε «δημοκρατικό» καθεστώς, πήραμε την περίοδο που μας πέρασε. Με αφορμή μια ασθένεια, στοχοποιήθηκε και πολεμήθηκε με ύπουλους τρόπους, όχι μόνο η Εκκλησία, αλλά και ο ίδιος ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός. Οι ναοί σφραγίστηκαν (εν ονόματι της «δημόσιας υγείας»), κληρικοί και πιστοί διώχθηκαν και λοιδωρήθηκαν, η συμμετοχή στην Θεία Ευχαριστία πολεμήθηκε με λύσσα, ενώ μια νέα εικονομαχία ετοιμάζεται να ανατείλει.
Όμως, δεν είναι η πρώτη φορά στην Ιστορία που «δημοκρατικό» καθεστώς (και μάλιστα κεντροδεξιών «χριστιανούληδων», που ανάβουν τα κεράκια τους ή ψάλλουν σε αναλόγια, την ίδια ώρα που πολεμούν την Εκκλησία) δίωξε τους Ορθοδόξους. Ας θυμηθούμε δύο χαρακτηριστικές περιπτώσεις από την, άγνωστη στους πολλούς, νεότερη ιστορία μας.  
Δυστυχώς και τότε, όπως και τώρα, αρωγοί και συμπαραστάτες του καθεστώτος, αρκετοί «Άγιοι Αρχιερείς»...

Β΄ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ (1924-1935)

Με τον όρο «Β΄ Ελληνική Δημοκρατία» περιγράφεται το πολιτικό καθεστώς της Ελλάδας κατά την ενδεκαετία 1924-1935, κατά την οποία εναλλάχτηκαν δεκαοκτώ κυβερνήσεις. Κατά την περίοδο αυτή, κυβέρνησε κυρίως το Κόμμα των Φιλελευθέρων (Βενιζέλος, Παπαναστασίου, Σοφούλης, Μιχαλακόπουλος), το οποίο είχε ιδρύσει, περίπου το 1880 και με το όνομα «Κόμμα των Ξυπολήτων», ο Κωστής Μητσοτάκης (γενάρχης των Μητσοτάκηδων και προπάππους του νυν Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη), και το οποίο είχε μετονομάσει σε  «Κόμμα των Φιλελευθέρων» ο Ελευθέριος Βενιζέλος (στο κόμμα αυτό ανήκε και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, πατέρας του νυν Πρωθυπουργού, πριν ιδρύσει το βραχύβιο «Κόμμα των Νεοφιλελευθέρων» και ενταχθεί έπειτα στη «Νέα Δημοκρατία»).
Βασική μέριμνα των «δημοκρατικών» και «φιλελεύθερων» αυτών πολιτικών ήταν να εκσυγχρονίσουν την Εκκλησία, όπως αποδεικνύεται και από χαρακτηριστικό υπόμνημα του 1916 που είχε στείλει ο Ανδρέας Μιχαλακόπουλος προς τον Ελευθέριο Βενιζέλο (http://krufo-sxoleio.blogspot.com/2012/08/blog-post_18.html). Στα πλαίσια του εκσυγχρονισμού αυτού εντάσσεται και η Ημερολογιακή Μεταρρύθμιση, που επιβλήθηκε το 1924 και στην Εκκλησία (ήδη η Πολιτεία την είχε αποδεχθεί από το 1923), ενώ στο πρόσωπο του τότε Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χρυσοστόμου Παπαδόπουλου (όπισθεν του οποίου βρισκόταν ο τότε αυτοεξόριστος στην Κηφισιά πρώην Κιτίου, πρώην Αθηνών, πρώην Κωνσταντινουπόλεως και μετέπειτα Αλεξανδρείας, διαβόητος Μελέτιος Μεταξάκης), βρήκαν τον ιδανικό σύμμαχο. 
Μια μερίδα όμως του θρησκευόμενου ελληνικού λαού δεν δέχτηκε την παρέμβαση αυτή της Πολιτείας, σε θέμα καθαρά εκκλησιαστικό, και αρνήθηκε να υποταχθεί. Το πως αντιμετώπισαν οι «δημοκράτες» την απειθαρχία αυτή, ευτυχώς είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε όλοι όσοι έχουμε εντρυφήσει στα ιστορικά αρχεία της εποχής. Σε ένα από αυτά, το επίσημο περιοδικό του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας «Πάνταινος» (τόμ. ΙΣΤ΄,  αρ. 39, 27-9-1924, σελ. 646), διαβάζουμε: «Ὁποίους ἔσχε καὶ καθ’ ἡμέραν παράγει καρποὺς πικρίας καὶ φθορᾶς ἡ ἀνεξήγητος σπουδὴ περὶ τὴν ἐπιβολὴν τοῦ νέου ἡμερολογίου, μαρτυροῦσι μὲν αἱ καθ’ ἡμέραν ἐν Ἑλλάδι ἀταξίαι καὶ βιαιοπραγίαι, καθ’ ἃς κλείονται ναοί, καὶ στρατιωτικῶς βίᾳ κωλύονται τῶν θρησκευτικῶν καθηκόντων οἱ χριστιανοί, καὶ περιάγονται ἐκ νήσων εἰς νήσους ἱερεῖς, δικαζόμενοι ἐπὶ παραβάσει τῶν ἡμερολογιακῶν διατάξεων ἢ τηρήσει τοῦ καθεστῶτος, ὧν πάντων τὴν βεβαίωσιν παρέχουσιν ἐκεῖθεν ἔγγραφοί τε καὶ προφορικαὶ εἰδήσεις, ἀμφιβολίας ὑπέρτεραι… Ἐπιμένεις εἰς τὸ παλαιόν, εἰς τὸ πατροπαράδοτον, εἰς τὸ ἐκκλησιαστικὸν ἡμερολόγιον; Ἐὰν τύχῃς λαϊκός, κλείεταί σοι ὁ ναός! Ἀπαγορεύεταί σοι ἡ μετάληψις! Σὲ ἀναμένει ἡ εἱρκτή. Ἐπιμένεις εἰς τὸ ἡμερολόγιον τῆς θρησκείας σου, τῆς ἐκκλησίας σου, τῆς συνειδήσεώς σου; Ἐὰν εὑρεθῇς ἱερεύς, καταδικάζεσαι εἰς ἀργίαν! Καθαιρεῖσαι! Ἀφορίζεσαι! Τί πλέον κατώρθουν οἱ διῶκται τοῦ Χριστιανισμοῦ; Τί πλέον ἐφεύρισκον κατὰ τῶν ὀρθοδόξων αἱ αἱρέσεις;».

Τα περιστατικά διωγμών εκείνης της περιόδου είναι τόσα πολλά, που δεν θα επαρκούσε ο χώρος για να αναφερθούν όλα εδώ. Ας σταθούμε μόνο σε δύο:

Τα γεγονότα της Μάνδρας και ο φόνος της Αικατερίνης Ρούτη


Τον Νοέμβριο του 1927 στη Μάνδρα Αττικής δυνάμεις της Χωροφυλακής προσπάθησαν να ματαιώσουν Λειτουργία των Παλαιοημερολογιτών. Οι πιστοί κλειδώθηκαν στον ναό και οι χωροφύλακες μανιασμένα άρχισαν να χτυπού τις πόρτες, ενώ έσπασαν και τα τζάμια των παραθύρων. Μετά το πέρας της Λειτουργίας οι πιστοί βγήκαν από τον ναό καλύπτοντας με τα σώματά τους τον ιερέα π. Χριστοφόρο Ψαλλίδα. Οι χωροφύλακες αφού αρχικά πυροβόλησαν για εκφοβισμό πάνω από σαράντα φορές (τραυματίζοντας μάλιστα ελαφρά στο κεφάλι την Αγγελικὴ Κατσαρέλλου), έπειτα επιτέθηκαν με τους υποκοπάνους των όπλων τους ξυλοκοπώντας ανηλεὠς τους πιστούς και τον ιερέα. Η Αικατερίνη Ρούτη, μια νεαρή μητέρα τεσσάρων παιδιών, στην προσπάθειά της να καλύψει με το σώμα της τον ιερέα, τραυματίστηκε σοβαρά στο κεφάλι και μεταφέρθηκε στον Ευαγγελισμό, όπου και εξέπνευσε μετά από λίγες μέρες.


Λίγους μήνες μετά πέθανε από τις κακώσεις και η Χαρίκλεια Λιούλη. Όλα αυτά επιβεβαιώνονται όχι μόνο από τον τύπο της εποχής, αλλά και από την προφορική παράδοση και τις μαρτυρίες των κατοίκων της Μάνδρας, όπως μπορεί εύκολα να διαπιστώσει ο καθένας.  

Η δίωξη του π. Αρσενίου Σακελλάρη


Ο π. Αρσένιος Σακελλάρης ήταν εφημέριος των χωριών Πύργου και Βιτώλης της Επισκοπής τότε Φθιώτιδος, ο οποίος επειδή δεν είχε δεχθεί το νέο ημερολόγιο καταδικάσθηκε σε «καθαίρεση» το 1926. Εκείνος έχοντας την συνείδηση πως η «καθαίρεσή» του ως αντικανονική και παράνομη (βλ. Πηδάλιον Αγίου Νικοδήμου, Υποσημείωση 1 στον ΚΗ΄ Αποστολικό Κανόνα) δεν είχε κανένα κύρος, συνέχιζε να ιερουργεί. Το απόγευμα της 9ης Απριλίου 1928 συνελήφθη χωρίς ένταλμα και οδηγήθηκε στο Αστυνομικό Τμήμα Λαμίας. Την επομένη, ο ενωμοτάρχης Αραποστάθης Ευστάθιος μαζί με έναν χωροφύλακα πέρασαν χειροπέδες στον π. Αρσένιο και ο μεν πρώτος τον κρατούσε σφικτά, ο δε χωροφύλακας, με μια μεγάλη ψαλίδα του έκοψε τα γένια και τα μαλλιά. 
Μετά από το φρικτό αυτό γεγονός, το οποίο, όπως μαθεύτηκε, έγινε κατόπιν εισηγήσεως του Μητροπολίτου Φθιώτιδος Ιακώβου Παπαϊωάννου, ο π. Αρσένιος παραπέμφθηκε στο Πλημμελειοδικείο Λαμίας, όπου καταδικάσθηκε σε 95 ημέρες φυλάκιση, αλλά άσκησε έφεση και ορίστηκε νέα δίκη στο Εφετείο Αθηνών. Η δίκη έγινε στις 28 Νοεμβρίου, και παρά το γεγονός ότι ως μάρτυρες υπερασπίσεως προσήλθαν σεβαστές προσωπικότητες, όπως ο Μέγας Χαρτοφύλαξ της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας Μανουήλ Γεδεών και ο ιστορικός Παύλος Καρολίδης, ο 56χρονος τότε π. Αρσένιος καταδικάσθηκε σε δίμηνη φυλάκιση και οδηγήθηκε για εγκλεισμό στις διαβόητες για την αθλιότητά τους φυλακές του Παλαιού Στρατώνα στο Μοναστηράκι (https://www.mixanitouxronou.gr/i-pio-apanthropi-fylaki-tis-athinas-itan-sto-monastiraki-kai-chtistike-apo-ton-othomano-pasa-gia-serai/).


ΣΥΓΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΩΝ-ΕΠΕΚ (1951-1952)

Κατά την περίοδο 1951-1952, κατά την οποία διενεργήθηκε ένας νέος μεγάλος διωγμός κατά των Ορθοδόξων Ελλήνων πολιτών, ακολουθούντων το παλαιό ημερολόγιο, την Ελλάδα συγκυβερνούσαν το «Κόμμα των Φιλελευθέρων» με αρχηγό τον Σοφοκλή Βενιζέλο (δευτερότοκο γιο του Ελευθερίου) και το ΕΠΕΚ (Εθνική Προοδευτική Ένωσις Κέντρου) του Νικολάου Πλαστήρα. Στις 3 Ιανουαρίου 1951 ο Σοφοκλής Βενιζέλος (Πρόεδρος της Κυβερνήσεως από τον Νοέμβρη του 1950 μέχρι τον Οκτώβριο του 1951 - με Αντιπρόεδρο τον Γεώργιο Παπανδρέου - και Αντιπρόεδρος της Κυβερνήσεως - με Πρόεδρο τον Πλαστήρα - από τον Οκτώβριο του 1951 μέχρι τον Οκτώβριο του 1952), υπέγραψε την υπ᾿ αριθμόν 45 Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου, η οποία διέταζε την σύλληψη, τον αποσχηματισμό και την εξορία των παλαιοημερολογιτών κληρικών και την σφράγιση και αρπαγή των ναών τους.
Και πάλι σύμμαχό της η Πολιτεία βρήκε τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Σπυρίδωνα Βλάχο, ενώ εκτελεστικό της όργανο, ο οποίος με φανατισμό εκτελούσε τις διωκτικές διαταγές, ήταν ο Υπουργός (Εσωτερικών και μετέπειτα Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων) Νικόλαος Μπακόπουλος.


Τα όσα τότε διαδραματίστηκαν,τα οποία επίσης είναι αδύνατο να χωρέσουν σε ένα μικρό άρθρο, τα επιβεβαιώνει και ο ίδιος ο πρ. Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος: «Κατά την υπ' όψιν περίοδον ναοί εσφραγίσθησαν, ιδρύματα εκλείσθησαν, κληρικοί εδιώχθησαν, μοναχοί εξεβλήθησαν, λατρευτικαί συνάξεις απηγορεύθησαν και γενικώς εκαλλιεργήθη κλίμα φοβίας, αν μη και τρομοκρατίας εις βάρος των παλαιοημερολογιτών» (http://www.myriobiblos.gr/books/book1/kef5_per3_fas2_meros3.htm#601_bottom ). 
Θα σταθούμε πάλι σε δύο περιστατικά:

Το τσουβάλι με τις τρίχες
Αν και η Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου, προέβλεπε μόνο τον αποσχηματισμό κληρικών, εν τούτοις ο ζήλος μερικών οργάνων όχι μόνο της Πολιτείας, αλλά δυστυχώς και της Διοικούσης Εκκλησίας, ήταν τόσο μεγάλος, που τους έκανε να προβαίνουν σε βίαιο κούρεμα των μαλλιών και ξύρισμα της γενειάδας των ανυπάκουων κληρικών. Τα υπόγεια της Αρχιεπισκοπής Αθηνών έγιναν τόπος μαρτυρίου δεκάδων κληρικών και μοναχών, όπως διαπιστώνουμε από τις πηγές (βιβλία, δημοσιεύματα εφημερίδων, προφορικές μαρτυρίες αυτοπτών και αυτήκοων μαρτύρων).


Σε μία από αυτές τις πηγές, και συγκεκριμένα στο βιβλίο «Ο παπα-Νικόλας Πλανάς» (εκδ. Αστήρ/Παπαδημητρίου, Αθήνα 1967, με πρόλογο Φωτίου Κόντογλου και επίλογο Οσίου Γέροντος Φιλοθέου Ζερβάκου) της Μάρθας Μοναχής (μαθήτριας του Αγίου Νικολάου Πλανά) διαβάζουμε:
«Εις την τελευταίαν εποχήν του διωγμού, μέσα εις τα περιβόλια του Αιγάλεω, ήτανε μια εκκλησία και μαζεύτηκαν πολλοί χριστιανοί να εορτάσουν τα Εισόδια της Παναγίας. Μετά τα μεσάνυκτα καταφθάνει ένας Μοίραρχος μετά της... κουστωδίας. Θυμώδης, αγέρωχος προχωρεί εις το Ιερόν, και ακούμπησε ασεβέστατα τα νώτα στην Αγία Τράπεζα και διέταξε να φύγουν όλοι. Τον παπά τον πήρε στην Αστυνομία, σε ένα χωλ, με σπασμένα τζάμια. Το ράσο του ο παπάς πρόφθασε και το έδωσε σε κάποιον, για να μη του το πάρουν οι φανατικοί υποστηρικταί της Μητροπόλεως, οι οποίοι είχον ολόκληρον δωμάτιον γεμίσει από ράσα και καλυμμαύχια, λάφυρα των κατορθωμάτων των. Και έτσι, χωρίς ράσα, εκρύωσε μέσα σ' αυτό το γραφείο (εν μηνί Νοεμβρίω) ως επίσης και όλο το εκκλησίασμα. Αφού επήραν τον παπά, δεν άφηναν τον κόσμο μέσα στην εκκλησία ώσπου να ξημερώση ή να ερχότανε στας 10-11 το βράδυ, ούτως ώστε να μπορούν να πάνε στα σπίτια τους ο κόσμος; Αλλά ήλθαν στας 2 μετά τα μεσάνυκτα και σκόρπισαν οι άνθρωποι μέσα στα χωράφια, τρέμοντας από το κρύο, γυναίκες από το Μαρούσι, από το Φάληρο, από την Αγία Παρασκευή - μαρτυρική βραδυά, ώσπου να ξημερώση. Τον αξιοσέβαστον ιερέα τον πήγαν το πρωί στη Μητρόπολη. Δια να τον ξυρίσουν ηθέλησαν να τον δέσουν στην καρέκλα. Δεν το εδέχθη. Αφού τον εξύρισαν του έδωσαν ένα παλιό κασκέτο στο κεφάλι, ένα λειωμένο βελούδινο παντελόνι (με το ένα σκέλος πιο κοντό), ένα παλιό σακκάκι, και με αυτήν την περιβολήν τον έστειλαν εις τον Εισαγγελέα, ο οποίος τον αθώωσε αμέσως με τα χάλια που τον είδε. Το σκότος της αμαρτίας δεν τους άφηνε να καταλάβουν ότι χλευάζοντες την ιερωσύνην εχλεύαζον και τον ίδιον τον εαυτόν τους!».


Σε άλλη πηγή διαβάζουμε για περιστατικό που έλαβε χώρα τον Φεβρουάριο του 1952: «Ενώ ο Εισαγγελεύς απέλυσε τον Ιερέα [σ. π. Γεράσιμο Σκουρτανιώτη], ο Αρχιεπίσκοπος [σ. Σπυρίδων] διέταξε την επανασύλληψίν του. Περί την 3 μ.μ. ώραν της αυτής ημέρας εκλήθη και πάλιν ο εν λόγω Ιερεύς, όστις ωδηγήθη την Τρίτην κατά την μεσημβρίαν εις τα υπόγεια της Αρχιεπισκοπής. Εκεί οκτώ άνδρες προσεπάθουν να ξυρίσωσι τον Ιερέα τούτον ως και τον Γέροντα των 80 ετών Μοναχόν Κωνσταντίνον Λαμπαθάκην, καταβασανίζοντες τούτους διά ποικίλων εξαναγκαστικών μέσων. Διά να μή ακούονται δε αι φωναί των θυμάτων και αι έντονοι διαμαρτυρίαι αυτών έκλεισαν θύρας και παράθυρα» (Σταύρου Καραμήτσου-Γαμβρούλια [Θεολόγου], Η αγωνία εν τω κήπω Γεθσημανή, β΄ έκδ., Αθήνα 1999, σελ. 332).
Λέγεται ότι το τσουβάλι με τις τρίχες από τα κομμένα γένια και μαλλιά των κληρικών, τα επεδείκνυε ο τότε Πρωτοσύγκελος της Αρχιεπισκοπής Αθηνών,  και εκτελών χρέη ...αρχικουρέα (μαζί με τον διαβόητο παπα-Κατινά),  Διονύσιος Ψαριανός (ο μετέπειτα Μητροπολίτης Κοζάνης) λέγοντας: «Εδώ μέσα έχω την ιερωσύνη των παλαιοημερολογιτών!»...  

«Συλλάβετε τον ...Επιτάφιο!»
Την Μεγάλη Παρασκευή του 1952 οι Παλαιοημερολογίτες οργάνωσαν ένα σχέδιο για να καταφέρουν να περιφέρουν ελεύθερα και εκείνοι τον Επιτάφιο. Αφού τον στόλισαν κρυφά σε έναν ναό, τον έφεραν με φορτηγό και τον κατέβασαν έξω από το Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά, όπου είχαν συμφωνήσει να συναντηθούν. Αμέσως σχηματίστηκε πομπή, η οποία ξεκίνησε κατευθυνόμενη προς τον Ηλεκτρικό Σταθμό. Τον Επιτάφιο όμως ακολούθησε και το εκκλησίασμα του Αγίου Κωνσταντίνου (ο οποίος ως γνωστόν βρίσκεται απέναντι από το Δημοτικό Θέατρο), ενώ κατά την διάρκεια της πορείας συμπαρασύρθηκαν και πολλοί πιστοί των ναών Αγίας Τριάδας, Αγίου Νικολάου και Αγίου Σπυρίδωνος, οι οποίοι δεν είχαν συνειδητοποιήσει ότι πρόκειται για Επιτάφιο που είχαν βγάλει οι Παλαιοημερολογίτες! Οι υπεύθυνοι του Αγίου Κωνσταντίνου που είχαν μείνει με τον Επιτάφιο σε έναν άδειο ναό κάλεσαν την αστυνομία, αλλά αυτή δεν μπορούσε να κάνει τίποτε, διότι το πλήθος έφθανε πλέον τις 10.000! Ο Υπουργός Μπακόπουλος πληροφορηθείς το γεγονός, ξέσπασε στον Αστυνομικό Διευθυντή Πειραιώς Βολονάση, απειλώντας τον με δυσμενή μετάθεση αν δεν «τσακίσει τους τολμητίες»! Αστυνομικές δυνάμεις έστησαν ενέδρα μετά τον ΗΣΑΠ και εκεί πλέον, μιας και είχε αποχωρήσει ο περισσότερος κόσμος, επιτέθηκαν με μεγάλη αγριότητα κατά των πιστών, προσπαθώντας να συλλάβουν τον ...Επιτάφιο (λεπτομέρειες στα περιοδικά «Η Φωνή της Ορθοδοξίας» [21-4-1952] και «Τα Πάτρια» [τόμ. ΙΒ΄, Πειραιάς 1996, σελ. 75-80]).


Παρά την επίθεση όμως, τον ξυλοδαρμό των πιστών και την ανατροπή του κουβουκλίου, την οποία αποθανάτισε και ο φωτογραφικός φακός δημοσιογράφων της εποχής, ο Επιτάφιος γλύτωσε την ...σύλληψη με τον εξής θαυμαστό τρόπο. Ο σαραντάχρονος Νικόλαος Χατζηγιαννάκης (αργότερα εκάρη Μοναχός, με το όνομα Θεολόγος, και κοιμήθηκε σε βαθύ γήρας το 2005) «μὲ τὴν βοήθεια ἑνὸς Παλληκαριοῦ πῆρε τὸν Ἐπιτάφιο στὰ χέρια του καὶ ἔτρεξε μαζί του στοὺς δρόμους, τραβώντας καὶ δύο πεισματάρικους ἀστυνομικούς, ποὺ δὲν ἤθελαν μὲ τίποτε νὰ ἀφήσουν τὸν Ἐπιτάφιο. Χαρούμενος πλέον ὁ πατὴρ Θεολόγος ποὺ κρατοῦσε στὰ χέρια του τὸν Ἐπιτάφιο ἔτρεχε μαζὶ μὲ τὸ Παλληκάρι ἀναγκάζοντας νὰ πέσει κάτω ἕνας ἀστυνομικὸς μέσα σὲ λασπόνερα, ὅπως ἦταν τότε ὅλες οἱ περιοχές, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς κεντρικοὺς δρόμους. Ὁ ἄλλος κρατοῦσε σθεναρὰ μέχρι νὰ ἀναγκασθεῖ λίγο ἀργότερα νὰ τὸ ἐγκαταλείψει καὶ ἐκεῖνος πέφτοντας κάτω καὶ κατασχίζοντας τὴν στολή του. Ἐλεύθεροι πλέον ἔτρεξαν ἀκόμη καὶ φθάνοντας σὲ ἕνα ἐρημικὸ χῶρο πίσω ἀπὸ μία διώροφη νεόκτιστη οἰκοδομὴ ἐπάνω στὰ μπάζα τοποθέτησαν τὸν Ἐπιτάφιο. Ἀμέσως μετὰ πιάστηκαν χέρι μὲ χέρι καὶ χοροπηδοῦσαν ἀπὸ τὴν χαρά τους. Ξαφνικὰ ὅμως ὁ πατὴρ Θεολόγος εἶδε τὸ πανέμορφο Παλληκάρι νὰ γεμίζει φῶς! Τὸ πρόσωπό του ἔλαμπε πιὸ πολὺ καὶ ἀπὸ τὸν ἥλιο! Τὰ ἐνδύματά του ἔγιναν λευκὰ καὶ ὁλοφώτεινα καὶ σὰν Ἄγγελος ἄρχισε σιγὰ σιγὰ νὰ ἀνεβαίνει στὸν οὐρανό, κοιτώντας καὶ χαμογελώντας τὸν πατέρα Θεολόγο. Ἐκστατικὸς ὁ πατὴρ Θεολόγος κοιτοῦσε ἔκπληκτος! Τί τὸν ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ ζήσει; Ποῦ βρισκόταν τώρα; Τί ἔβλεπε; Πόσο ἀνταμείβει ὁ Κύριος τοὺς ἀγωνιστές Του; Προγευόταν τὴν παραδείσια λάμψη βοηθώντας ἕναν Ἄγγελο τοῦ Χριστοῦ, καὶ κατάφερε νὰ διασώσει τὸν Ἐπιτάφιο τοῦ Κυρίου μας καὶ ἡ Ἀνάσταση ποὺ ἀκολούθησε ἦταν ἀλλιώτικη ἀπ’ τὶς ἄλλες!... Μὴν ξέροντας ποὺ νὰ πάει, μεσάνυχτα καὶ σὲ ἄγνωστο μέρος, παρακάλεσε τὸν Χριστὸ νὰ τὸν ὁδηγήσει. Προχώρησε καὶ στὸ πρῶτο στενάκι ποὺ βρῆκε μπροστά του, ἔστριψε δεξιὰ καὶ εἶδε ὅτι εἶχε φθάσει στὸν ἠλεκτρικὸ σταθμό. Δόξα σοι ὁ Θεός!» (Ουρανίας Δεληγιάννη [Φιλολόγου], Ο Γέρων Θεολόγος, Αθήνα, 2009, σελ. 45-46, πηγή εδώ: https://entoytwnika1.blogspot.com/2017/10/blog-post_71.html). 


ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Αυτά που έπραξαν τότε οι ιθύνοντες των «δημοκρατικών» κυβερνήσεων εναντίον μιας μερίδας Ορθοδόξων, είναι αποφασισμένοι να τα κάνουν και σήμερα οι επίγονοί τους. Όλοι οι αληθινοί Ορθόδοξοι Χριστιανοί πρέπει να κατανοήσουμε πως ο λεγόμενος «Φιλελευθερισμός» (μασονία, καπιταλισμός, αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία) είναι εξίσου επικίνδυνος, με τον πάλαι ποτέ «Υπαρκτό Σοσιαλισμό», εχθρός της Εκκλησίας του Χριστού. 
Πολύ πιο επικίνδυνοι όμως είναι οι λεγόμενοι «εκκλησιαστικοί» (αρχιερείς, ιερείς, θεολόγοι κλπ.) που συμμαχούν με τους πολέμιους αυτούς του Χριστού και τους δίδουν «συγχωροχάρτια». Η εκκλησιαστική κοινωνία μαζί τους αποτελεί την αληθινή μόλυνση, την οποία πρέπει πάση θυσία να αποφεύγουμε, για να εξασφαλίσουμε την υγεία της ψυχής μας. 
Μένουμε με τον Χριστό και τους Αγίους, μένουμε ασφαλείς!      

Παρασκευή 27 Μαρτίου 2020

ΟΥΡΑΝΟΔΡΟΜΟΣ ΚΛΙΜΑΞ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ: Περὶ τοῦ χαροποιοῦ πένθους

Αποτέλεσμα εικόνας για ΚΛΙΜΑΞ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΣΙΝΑΙΤΟΥ

ΛΟΓΟΣ ΕΒΔΟΜΟΣ

Περὶ τοῦ χαροποιοῦ πένθους


ΤΟ ΚΑΤΑ ΘΕΟΝ πένθος εἶναι ἡ σκυθρωπότητα τῆς ψυχῆς, ἡ διάθεσις τῆς πονεμένης καρδιᾶς, ἡ ὁποία δὲν παύει νὰ ζητῆ μὲ πάθος ἐκεῖνο γιὰ τὸ ὁποῖο εἶναι διψασμένη. Καὶ ὅσο δὲν τὸ κατορθώνει, τόσο περισσότερο κοπιάζει καὶ τὸ κυνηγᾶ καὶ τρέχει πίσω του μὲ ὀδυνηρὸ κλάμα.

2. Ἂς τὸ χαρακτηρίσωμε καὶ ἔτσι: Πένθος εἶναι ἕνα χρυσὸ καρφὶ τῆς ψυχῆς. Τὸ καρφὶ αὐτὸ ἀπογυμνώθηκε ἀπὸ κάθε γήϊνη προσήλωσι καὶ σχέσι, καὶ καρφώθηκε ἀπὸ τὴν εὐλογημένη λύπη (στὴν πόρτα) τῆς καρδιᾶς γιὰ νὰ τὴν φρουρῆ.
3. Κατάνυξις εἶναι ἕνας συνεχὴς βασανισμὸς τῆς συνειδήσεως, ὁ ὁποῖος μὲ τὴν νοερὰ ἐξομολόγησι κατορθώνει νὰ δροσίζῃ τὴν φλογισμένη καρδιά.
4. Ἐξομολόγησις σημαίνει τὸ νὰ λησμονοῦμε τὴν ἴδια τὴν φύσι μας. Κάποιος ἐξ αἰτίας της «ἐλησμονοῦσε ἀκόμη νὰ φάγη τὸν ἄρτο του» (Ψαλμ. ρα´ 5).
5. Μετάνοια εἶναι τὸ νὰ στερηθῆς κάθε σωματικὴ παρηγορία, χωρὶς καθόλου νὰ λυπηθῆς.
6. Χαρακτηριστικὸ ἐκείνων ποὺ προώδευσαν κάπως στὸ μακάριο πένθος εἶναι ἡ ἐγκράτεια καὶ ἡ σιωπὴ τῶν χειλέων. Ἐκείνων ποὺ προώδευσαν περισσότερο, ἡ ἀοργησία καὶ ἡ ἀμνησικακία. Καὶ αὐτῶν ποὺ ἔφθασαν στὴν τελειότητα, ἡ ταπεινοφροσύνη, ἡ δίψα τῆς ἀτιμίας, ἡ ἑκούσια πείνα τῶν ἀκουσίων θλίψεων, τὸ ὅτι δὲν κατακρίνουν τοὺς ἁμαρτάνοντας, καὶ τὸ ὅτι αἰσθάνονται ὑπερβολικὴ συμπάθεια πρὸς αὐτούς.
Εὐπρόσδεκτοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ οἱ πρῶτοι. Ἀξιέπαινοι οἱ δεύτεροι. Μακάριοι ὅμως οἱ τελευταῖοι ποὺ πεινοῦν γιὰ θλίψι καὶ διψοῦν γιὰ ἀτιμία. Διότι αὐτοὶ θὰ χορτάσουν ἀπὸ τροφὴ ποὺ δὲν χορταίνεται.
7. Ὅταν κατακτήσης τὸ πένθος, κράτα το μὲ ὅλη τὴ δύναμί σου. Διότι προτοῦ ἀποκτηθῇ μόνιμα καὶ ὁριστικά, χάνεται εὔκολα ἀπὸ τοὺς θορύβους καὶ τὶς μέριμνες τοῦ σώματος καὶ τὴν καλοπέρασι, καὶ μάλιστα ἀπὸ τὴν πολυλογία καὶ τὴν ἀστειολογία, καὶ διαλύεται ὅπως τὸ κερὶ ἀπὸ τὴν φωτιά.
8. Ἀνώτερη ἀπὸ τὸ βάπτισμα ἀποδεικνύεται ἡ μετὰ τὸ βάπτισμα πηγὴ τῶν δακρύων (τῆς μετανοίας), ἂν καὶ εἶναι κάπως τολμηρὸ αὐτὸ ποὺ λέγω. Διότι ἐκεῖνο μᾶς καθαρίζει ἀπὸ τὰ προηγούμενά μας κακά, ἐνῷ τοῦτο, τὸ βάπτισμα τῶν δακρύων, ἀπὸ τὰ μετέπειτα. Καὶ τὸ πρῶτο, ἐφ᾿ ὅσον τὸ ἐλάβαμε ὅλοι στὴν νηπιακὴ ἡλικία, τὸ ἐμολύναμε. Ἐνῷ μὲ τὸ δεύτερο καθαρίζομε πάλι καὶ τὸ πρῶτο. Καὶ ἐὰν ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ δὲν τὸ εἶχε χαρίσει αὐτὸ στοὺς ἀνθρώπους, οἱ σῳζόμενοι θὰ ἦταν πράγματι σπάνιοι καὶ δυσεύρετοι.
9. Οἱ στεναγμοὶ καὶ ἡ κατήφεια φωνάζουν δυνατὰ πρὸς τὸν Κύριον. Τὰ δάκρυα ποὺ προέρχονται ἀπὸ φόβο μεσιτεύουν. Καὶ τὰ δάκρυα ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὴν παναγία ἀγάπη μᾶς φανερώνουν ὅτι ἡ ἱκεσία μας ἔγινε δεκτή.
10. Ἀφοῦ τίποτε δὲν ταιριάζει τόσο μὲ τὴν ταπεινοφροσύνη, ὅσο τὸ πένθος, καὶ τίποτε πάντως δὲν εἶναι τόσο πολὺ ἀντίθετό της, ὅσο τὸ γέλιο.
11. Νὰ κρατῆς σφικτὰ τὴν μακαρία χαρμολύπη, ἡ ὁποία προέρχεται ἀπὸ τὴν εὐλογημένη κατάνυξι· καὶ ἀκατάπαυστα νὰ τὴν καλλιεργῆς μέχρις ὅτου σὲ ἀνυψώση ἀπὸ τὰ γήϊνα καὶ σὲ παρουσιάση καθαρὸν ἐμπρὸς στὸν Χριστόν.
12. Ἀκατάπαυστα νὰ ἀναπαριστάνης μέσα σου καὶ νὰ περιεργάζεσαι τὴν ἄβυσσο τοῦ σκοτεινοῦ πυρός, τοὺς ἄσπλαγχνους ὑπηρέτες, τὸν Κριτὴ ποὺ δὲν θὰ συμπαθῇ καὶ δὲν θὰ συγχωρῆ πλέον, τὸ ἀπέραντο χάος μὲ τὶς καταχθόνιες φλόγες, τὸ ὀδυνηρὸ κατέβασμα στὰ χάσματα καὶ στοὺς ὑπογείους καὶ φοβεροὺς τόπους. . . καὶ ὅλες τὶς παρόμοιες εἰκόνες. Ἔτσι ἀπὸ τὸν πολὺ τρόμο θὰ ἐξαφανισθῇ ἀπὸ μέσα μας ἡ λαγνεία καὶ θὰ ἑνωθῇ ἡ ψυχή μας μὲ τὴν ἄφθαρτη ἁγνεία. Δηλαδὴ θὰ δεχθῇ μέσα μας τὸ ἄφθαρτο πῦρ τῆς ἁγνείας, τὸ κατὰ πολὺ λαμπρότερο (ἀπὸ τὸ πῦρ τῶν κολάσεων καί) τοῦ πένθους.
13. Στάσου ἔντρομος ὅταν προσεύχεσαι καὶ ἱκετεύης τὸν Θεόν, σὰν τὸν κατάδικο ἐμπρὸς στὸν δικαστή, ὥστε καὶ μὲ τὴν ἐξωτερικὴ ἐμφάνισι καὶ μὲ τὴν ἐσωτερικὴ στάσι νὰ σβήσης τὸν θυμὸ τοῦ δικαίου Κριτοῦ. Διότι δὲν ἀντέχει νὰ παραβλέπη τὴν ψυχὴ ἐκείνη, ἡ ὁποία σὰν τὴν χήρα τῆς παραβολῆς ἵσταται ἐμπρός Του γεμάτη ὀδύνη καὶ κουράζει τὸν Ἀκούραστο (πρβλ. Λουκ. ιη´ 1-8).
14. Σὲ ὅποιον ἀπέκτησε τὸ χάρισμα τοῦ ἐσωτερικοῦ δακρύου, ὁ κάθε τόπος εἶναι κατάλληλος γιὰ πένθος. Αὐτὸς ὅμως ποὺ ἀσκεῖ ἀκόμη τὸ ἐξωτερικὸ δάκρυ, ἂς μὴν παύση νὰ ἐρευνᾶ καὶ νὰ εὑρίσκη τοὺς καταλλήλους τόπους καὶ τρόπους.
15. Ὁ κρυμμένος θησαυρὸς εἶναι περισσότερο ἀσφαλισμένος ἀπὸ τὸν ἐκτεθειμένο στὴν ἀγορά. Βάσει αὐτῆς τῆς εἰκόνας ἂς κατανοήσωμε καὶ τὸ προηγούμενο.
16. Μὴν συμπεριφέρεσαι σὰν ἐκείνους ποὺ μετὰ τὴν ταφὴ τῶν νεκρῶν τους ἄλλοτε θρηνοῦν γι᾿ αὐτοὺς καὶ ἄλλοτε (στὰ νεκρόδειπνα τρώγουν, πίνουν καί) μεθοῦν. Ἀλλὰ νὰ ὁμοιάσης μὲ τοὺς καταδίκους στὰ μεταλλεῖα ποὺ τοὺς μαστιγώνουν κάθε ὥρα οἱ δήμιοι.
17. Ἐκεῖνος ποὺ ἄλλοτε ἐπιδίδεται στὸ πένθος καὶ ἄλλοτε στὴν τρυφὴ καὶ στὰ γέλια ὁμοιάζει μ᾿ ἐκεῖνον ποὺ διώχνει τὸν «κύνα» τῆς φιληδονίας πετροβολώντας τον μὲ ψωμί. Ἔτσι ἐξωτερικὰ φαίνεται ὅτι τὸν διώχνει, ἐνῷ στὴν πραγματικότητα τὸν προσκαλεῖ κοντά του.
18. Νὰ εἶσαι «σύννους». Νὰ εἶσαι ἀφιλένδεικτος (νὰ μὴν ἀγαπᾶς δηλαδὴ νὰ ἐπιδεικνύεσαι). Νὰ παρατηρῆς τὴν καρδιά σου καὶ νὰ εἶσαι στραμμένος πρὸς αὐτὴν ὡσὰν μέσα σε κάποια ἔκστασι, διότι οἱ δαίμονες φοβοῦνται τὴν «σύννοια», ὅπως οἱ κλέπτες τοὺς σκύλους.
19. Δὲν εἶναι ἐδῶ, ἀγαπητοί μου, ὁ γάμος στὸν ὁποῖον ἔχομε προσκληθῆ. Ὁπωσδήποτε λοιπὸν Ἐκεῖνος ποὺ μᾶς ἐκάλεσε ἐδῶ, μᾶς ἐκάλεσε γιὰ νὰ πενθήσωμε τοὺς ἑαυτούς μας.
20. Μερικοί, ἐνῷ δακρύζουν, δὲν δείχνουν καμμία προσπάθεια, ὥστε νὰ καλλιεργήσουν, κατὰ τὴν εὐλογημένη ἐκείνη ὥρα, τὴν σκέψι ἡ ὁποία προκάλεσε τὸ δάκρυ, ἀλλὰ ἄκαιρα καὶ ἄστοχα τὴν ἀντιπαρέρχονται. Καὶ δὲν συλλογίζονται ὅτι δάκρυ χωρὶς αἰτία καὶ χωρὶς ἔννοια δὲν ἔχει θέσι στὰ λογικὰ πλάσματα, ἀλλὰ μόνο στὰ ἄλογα. Τὸ δάκρυ γεννᾶται ἀπὸ ὡρισμένες σκέψεις. Καὶ οἱ σκέψεις ἔχουν ὡς πατέρα τὸν λογικὸ νοῦ.
21. Ἡ κατάκλισίς σου στὸ κρεββάτι, ἂς σοῦ εἶναι προτύπωσις τῆς κατακλίσεώς σου στὸν τάφο, καὶ τότε θὰ κοιμηθῆς λιγώτερο. Καὶ αὐτὴ ἡ ἀπόλαυσις τοῦ φαγητοῦ στὴν τράπεζα, ἂς σοῦ ὑπενθυμίζη τὸ θλιβερὸ ἐκεῖνο φαγητὸ ποὺ θὰ κάνουν τὰ σκουλήκια τὸ σῶμα σου, καὶ τότε λιγώτερο θὰ φάγης. Καὶ ὅταν πίνης νερό, νὰ μὴ λησμονῆς τὴν δίψα στὴν φλόγα τῆς κολάσεως, ὁπότε θὰ περιορίσης ὁπωσδήποτε τὴν φυσική σου ἐπιθυμία.
Καὶ ὅταν ὁ Γέροντας μᾶς προσφέρη τὴν τιμημένη ἀτιμία, τὴν ἐπίπληξι καὶ τὴν ἐπιτίμησι, ἂς σκεφθοῦμε τὴν φοβερὴ ἀπόφασι τοῦ Κριτοῦ, καὶ τότε τὴν παράλογη ἐκείνη λύπη καὶ τὴν πικρία ποὺ εἰσχωρεῖ μέσα μας θὰ τὴν κατασφάξωμε σὰν μὲ δίστομη μάχαιρα μὲ τὴν πραότητα καὶ τὴν ὑπομονή.
22. «Μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου -λέει ὁ Ἰὼβ (ιδ´ 11)- σπανίζεται ἡ θάλασσα» (χάνει δηλαδὴ τὰ νερά της καὶ ἀποσύρεται βαθύτερα ἀπὸ τὴν παραλία). Κατὰ παρόμοιο τρόπο, μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου καὶ τὴν ὑπομονή, ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον ἐμφυτεύονται καὶ τελειοποιοῦνται μέσα μας τὰ προηγούμενα.
23. Ἡ μνήμη τοῦ αἰωνίου πυρὸς ἂς κοιμηθῇ κάθε βράδυ μαζί σου καὶ ἂς ξυπνήση πάλι μαζί σου. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ δὲν θὰ σὲ κυριεύσῃ ποτὲ ἡ ῥᾳθυμία στὸν καιρὸ τῆς ψαλμῳδίας.
24. Ἂς σὲ παρακινῆ τουλάχιστον στὴν ἄσκησι τοῦ πένθους τὸ μαῦρο σου ἔνδυμα. Ὅλοι βέβαια ὅσοι θρηνοῦν νεκρούς, φοροῦν μαῦρα. Ἐὰν λοιπὸν μέχρι τώρα δὲν πενθῆς, ἂς πενθῆς γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ (γιὰ τὸ ὅτι δηλαδὴ φορεῖς μαῦρα). Ἐὰν ὅμως πενθῆς, νὰ αὐξήσης τὸ πένθος σου καὶ τὸν θρῆνο, διότι ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν σου ἄφησες τὴν ἄνετη ζωὴ καὶ ἀναγκάσθηκες νὰ ἀσπασθῆς τὸν σκληρὸ (καὶ πένθιμο μοναχικό) βίο.
25. Ὅπως σὲ ὅλα τὰ ἄλλα, ἔτσι καὶ στὴν περίπτωσι τῶν δακρύων ὁ καλὸς καὶ δίκαιος Κριτής μας λαμβάνει ὑπ᾿ ὄψι Του καὶ τὴν φυσικὴ προδιάθεσι καὶ δύναμι τοῦ καθενός. Εἶδα μικρὲς σταγόνες νὰ χύνωνται μὲ πόνο σὰν αἷμα. Καὶ εἶδα βρύσες δακρύων ποὺ ἔτρεχαν χωρὶς δυσκολία. Ἐγὼ τουλάχιστον ἐβαθμολόγησα τοὺς ἀγωνιστὲς ἀνάλογα μὲ τὸν πόνο καὶ ὄχι μὲ τὸ ποσὸν τῶν δακρύων. Καὶ ὁ Θεὸς νομίζω παρόμοια θὰ τοὺς ἔκρινε.
26. Σὲ ὅσους πενθοῦν δὲν ἁρμόζει νὰ θεολογοῦν, διότι ἡ θεολογία συνήθως διασκορπίζει τὸ πένθος τους. Ἐπειδὴ ἐκεῖνος ποὺ θεολογεῖ εἶναι σὰν νὰ κάθεται σὲ διδασκαλικὸ θρόνο, ἐνῷ ἐκεῖνος ποὺ πενθεῖ «ἐπὶ κοπρίας καὶ σάκκου». Καὶ αὐτὸ νομίζω ὅτι ἐννοοῦσε ὁ Δαβίδ, ὁ ὁποῖος, ἂν καὶ σοφὸς καὶ διδάσκαλος, ὅταν θρηνοῦσε γιὰ τὶς ἁμαρτίες του, ἀπαντοῦσε σ᾿ ἐκείνους ποὺ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ ψάλη: «Πῶς ᾄσομαι τὴν ᾠδὴν Κυρίου ἐπὶ γῆς ἀλλοτρίας; δηλαδὴ στὴν γῆ τῆς ἐμπαθείας;» (πρβλ. Ψαλμ. ρλστ´ 4).
27. Μερικὰ ἀπὸ τὰ κτίσματα εἶναι αὐτο-κίνητα καὶ μερικὰ ἑτερο-κίνητα. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ στὴν κατάνυξι, (ἄλλοτε δηλαδὴ ἔρχεται μόνη της καὶ ἄλλοτε μὲ τὴν ἰδική μας προσπάθεια καὶ βία). Ὅταν, χωρὶς καμμία ἰδική μας προσπάθεια καὶ ἐνέργεια, κατανυχθῇ ἡ ψυχή μας καὶ ὑγρανθῇ καὶ μαλακώση ἀπὸ τὰ δάκρυα, ἂς τρέξωμε (νὰ ἁρπάξωμε τὴν εὐκαιρία). Διότι αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ Κύριος μᾶς ἐπισκέφθηκε ἀπρόσκλητος καὶ μᾶς ἔδωσε τὸ σφουγγάρι τῆς θεαρέστου λύπης καὶ τὸ δροσιστικὸ ὕδωρ τῶν εὐλαβικῶν δακρύων, γιὰ νὰ ἐξαλείψωμε τὸ χειρόγραφο τῶν ἁμαρτιῶν μας. Αὐτὴ τὴν κατάστασι φύλαξέ την σὰν κόρη ὀφθαλμοῦ, μέχρις ὅτου ὑποχωρήσῃ, διότι εἶναι περισσότερο δυνατὴ καὶ ἀποτελεσματική σε σύγκρισι μὲ ἐκείνη ποὺ δημιουργεῖται ἀπὸ τὸν ἰδικό μας ζῆλο καὶ ἀγώνα.
28. Δὲν κατέκτησε τὸ κάλλος τοῦ πένθους ἐκεῖνος ποὺ πενθεῖ ὅταν θέλη, ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ πενθεῖ γιὰ τὸν λόγο ποὺ θέλει. Οὔτε αὐτὸς ποὺ πενθεῖ γιὰ ὅ,τι θέλει, ἀλλὰ αὐτὸς ποὺ πενθεῖ ὅπως ὁ Θεὸς θέλει.
29. Πολλὲς φορὲς τὸ κατὰ Θεὸν πένθος ἀναμειγνύεται μὲ τὸ ἄχαρο δάκρυ τῆς κενοδοξίας. Αὐτὸ θὰ τὸ ἀναγνωρίσωμε μὲ τρόπο ἐπιτυχῆ καὶ εὐσεβῆ, ὅταν συλλάβωμε τὸν ἑαυτό μας νὰ πενθῇ καὶ συγχρόνως νὰ ἐνεργῆ μὲ (κακότητα καί) πονηρία.
30. Κατάνυξις στὴν κυριολεξία σημαίνει νὰ ἔχῃ ὁ μοναχὸς στὴν ψυχή του ἀμετεώριστη ὀδύνη, χωρὶς νὰ ἐπιτρέπη στὸν ἑαυτό του καμμία παρηγορία. Τὸ μόνο ποὺ συλλογίζεται συνεχῶς εἶναι ἡ ἀναχώρησίς του ἀπὸ τὴν ζωὴ αὐτή. Καὶ ἐκεῖνο ποὺ περιμένει σὰν δροσιστικὸ ὕδωρ εἶναι ἡ παρηγορία τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος «παρηγορεῖ τοὺς ταπεινούς» (Β´ Κορ. ζ´ 6) μοναχούς.
31. Ὅσοι ἀπέκτησαν μὲ πραγματικὴ καρδιακὴ συναίσθησι τὸ πένθος, ἐμίσησαν ἀκόμη καὶ αὐτὴν τὴν ζωή τους, σὰν αἰτία κόπων καὶ δακρύων καὶ πόνων. Τὸ δὲ σῶμα τους τὸ ἀπεστράφησαν σὰν ἐχθρό.
32. Ὅταν, σὲ ὅσους φαίνονται ὅτι πενθοῦν κατὰ Θεόν, διακρίνωμε ὀργὴ ἢ ὑπερηφάνεια, ἂς θεωρήσωμε ὅτι τὰ δάκρυά τους προέρχονται ἀπὸ δαιμονικὰ πάθη, διότι «ποία κοινωνία -λέγει ἡ Γραφή- φωτὶ πρὸς σκότος»; (Β´ Κορ. στ´ 14).
33. Γέννημα τῆς νοθευμένης κατανύξεως εἶναι ἡ οἴησις, ἐνῷ τῆς ἐπαινετῆς ἡ παράκλησις. Ὅπως ἡ φωτιὰ καίει καὶ ἐξαφανίζει τὴν «καλαμιά», ἔτσι καὶ τὸ ἁγνὸ δάκρυ ἐξαφανίζει κάθε ἐξωτερικὴ καὶ ἐσωτερικὴ ἀκαθαρσία.
34. Ὁ περὶ τῶν δακρύων λόγος ἀπὸ πολλοὺς Πατέρες χαρακτηρίζεται ἀσαφὴς κάπως, σκοτεινὸς καὶ δυσερμήνευτος, καὶ μάλιστα ὅταν πρόκειται γιὰ δάκρυα τῶν ἀρχαρίων. Πολλὲς καὶ διάφορες, λέγουν, εἶναι οἱ αἰτίες ποὺ τὰ γεννοῦν. Προέρχονται δηλαδή, ἀπὸ τὴν ἰδιοσυγκρασία, ἀπὸ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ θλίψι δαιμονική, ἀπὸ θλίψι θεάρεστη, ἀπὸ κενοδοξία, ἀπὸ πορνεία, ἀπὸ ἀγάπη, ἀπὸ μνήμη θανάτου καὶ ἀπὸ πολλὰ ἄλλα.
35. Μὲ φόβο Θεοῦ ἂς δοκιμάσωμε καὶ ἂς διακρίνωμε τὰ ἰδιώματα ὅλων αὐτῶν τῶν δακρύων. Καὶ ἂς φροντίσωμε νὰ καλλιεργοῦμε τὰ καθαρὰ καὶ ἄδολα δάκρυα ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὴν μνήμη τοῦ θανάτου μας. Σ᾿ αὐτὰ τὰ δάκρυα δὲν ἔχει θέσι οὔτε ἡ οἴησις οὔτε ἡ κλοπὴ (ἀπὸ τὸν διάβολο), ἀλλὰ μᾶλλον ἡ κάθαρσις, ἡ πρόοδος στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τὸ πλύσιμο ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες καὶ ἡ ἀπάθεια.
36. Τὸ νὰ ἀρχίση κάποιος ποὺ πενθεῖ μὲ ἐπαινετὰ δάκρυα καὶ νὰ καταλήξη σὲ ἄσχημα, δὲν εἶναι καὶ τόσο περίεργο. Τὸ νὰ ἀρχίση ὅμως μὲ δάκρυα ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὰ πάθη ἢ ἔστω ἀπὸ τὴν φυσικὴ ἰδιοσυγκρασία, καὶ νὰ τὰ μεταποιήση σὲ πνευματικά, εἶναι πράγματι κάτι τὸ ἀξιέπαινο. Αὐτὸ τὸ ζήτημα τὸ γνωρίζουν πολὺ καλὰ ὅσοι ρέπουν πρὸς τὴν κενοδοξία.
37. Μὴν ἐμπιστεύεσαι στὶς πηγὲς τῶν δακρύων σου πρὶν ἀπὸ τὴν τελεία κάθαρσι. Δὲν μποροῦμε νὰ παραδεχθοῦμε ὡς καλὸν τὸν οἶνο ποὺ μόλις μετὰ τὸ πατητήρι τὸν ἐβάλαμε στὰ βαρέλια. Ὅλα βέβαια τὰ κατὰ Θεὸν δάκρυά μας εἶναι ὠφέλιμα. Κανεὶς δὲν ἔχει ἀντίρρησι σ᾿ αὐτό. Ποιὰ ὅμως εἶναι ἡ ὠφέλειά τους, θὰ τὸ γνωρίσουμε στὴν ὥρα τοῦ θανάτου μας.
38. Ὅποιος περνᾶ τὴν ζωή του συνεχῶς μὲ τὸ κατὰ Θεὸν πένθος, δὲν παύει ἀπὸ τοῦ νὰ ἑορτάζη καθημερινά. Ἐκεῖνον ὅμως ποὺ συνεχῶς πανηγυρίζει ὑλικὰ καὶ σωματικά, τὸν περιμένει τὸ αἰώνιο πένθος.
39. Δὲν μπορεῖ νὰ ἔχουν χαρὲς οἱ κατάδικοι τῶν φυλακῶν. Οὔτε οἱ πραγματικοὶ μοναχοὶ πανηγύρια. Γι᾿ αὐτὸ ἴσως ἐκεῖνος ὁ καλλίπενθος ἔλεγε μὲ στεναγμό: «Ἐξάγαγε ἐκ φυλακῆς τὴν ψυχήν μου (Ψαλμ. ρμα´ 8), γιὰ νὰ εὐφρανθῶ στὸ ἄρρητο καὶ ἀπερίγραπτο φῶς σου».
40. Νὰ γίνης σὰν βασιλεὺς στὴν καρδιά σου, καθισμένος στὸν ὑψηλὸ θρόνο τῆς ταπεινοφροσύνης. Νὰ διατάζης τὸ γέλιο νὰ ἀπομακρυνθῇ, καὶ ἀμέσως νὰ ἀπομακρύνεται· τὸ κλάμα νὰ ἔλθη, καὶ ἀμέσως νὰ ἔρχεται· καὶ στὸν δοῦλο μας, τὸ σῶμα, ποὺ εἶναι συγχρόνως καὶ τύραννος, νὰ ἐπιτελέση κάποιο ἔργο καὶ ἀμέσως νὰ τὸ ἐπιτελῆ (πρβλ. Ματθ. η´ 9).
41. Ὅποιος ἐφόρεσε τὸ μακάριο καὶ χαριτωμένο πένθος σὰν νυμφικὴ διπλοΐδα, αὐτὸς ἐγνώρισε τὸν «πνευματικὸ γέλωτα» τῆς ψυχῆς. Ποιὸς εἶναι ἄραγε ὁ μοναχὸς αὐτὸς ποὺ ἐδαπάνησε τόσο θεάρεστα τὸν καιρό του στὴν μοναχικὴ ζωή, ὥστε οὔτε μία ἡμέρα οὔτε μία ὥρα οὔτε μία στιγμὴ νὰ μὴν τὴν ἐξώδευσε ἐπιζήμια, ἀλλὰ τὴν προσέφερε στὸν Κύριον, μὲ τὴν σκέψι ὅτι εἶναι ἀδύνατον τὴν ἴδια ἡμέρα νὰ τὴν συναντήσῃ δυὸ φορὲς στὴν ζωήν του.
42. Μακάριος εἶναι ὁ μοναχὸς ποὺ ἔφθασε στὸ σημεῖο νὰ ἀντικρύζη μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς τὶς ἀγγελικὲς δυνάμεις. Ἄπτωτος ὅμως εἶναι ὁ μοναχὸς ποὺ ἀκατάπαυστα βρέχει τὸ πρόσωπό του μὲ τὴν ροὴ τῶν δακρύων του, ποὺ ἀναβλύζουν ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμούς του μὲ τὴν μνήμη τοῦ θανάτου καὶ τῶν ἁμαρτιῶν του. Δὲν δυσκολεύομαι μάλιστα νὰ πιστεύσω, ὅτι ἀπὸ τὴν δεύτερη αὐτὴ κατάστασι ἐδιάβηκε ἡ πρώτη.
43. Συνήντησα μερικοὺς ἐπαῖτες καὶ πτωχοὺς ποὺ δὲν εἶχαν ἐντροπὴ καὶ ποὺ μὲ μερικὰ ἀστεῖα ἔκαναν καὶ τὶς καρδιὲς τῶν βασιλέων νὰ καμφθοῦν καὶ νὰ τοὺς συμπαθήσουν. Καὶ συνήντησα πάλι ἀνθρώπους πτωχοὺς ἀπὸ ἀρετές, οἱ ὁποῖοι ἐχρησιμοποίησαν ὄχι ἀστεῖα, ἀλλὰ λόγια ταπεινώσεως καὶ σκοτεινῆς ἀπογνώσεως βγαλμένα ἀπὸ τὸ βάθος τῆς ἀπελπισμένης καρδιᾶς τους. Μὲ τὰ λόγια αὐτά, χωρὶς ἐντροπὴ καὶ μὲ ἐπιμονή, ἀνέκραζαν πρὸς τὸν ἐπουράνιο Βασιλέα καὶ κατώρθωσαν μὲ τὴν βία τους νὰ παραβιάσουν τὴν ἀπαραβίαστη θεϊκὴ φύσι καὶ εὐσπλαγχνία.
44. Ἐκεῖνος ποὺ ὑπερηφανεύεται μέσα του γιὰ τὰ δάκρυά του καὶ κατακρίνει μὲ τὸν νοῦ του ὅσους δὲν δακρύζουν, ὁμοιάζει μ᾿ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἐζήτησε ἀπὸ τὸν βασιλέα ὅπλο ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν του καὶ μ᾿ αὐτὸ ἐφόνευσε τὸν ἑαυτό του.
45. Ὁ Θεός, ἀγαπητοί μου, δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ δάκρυα οὔτε ἐπιθυμεῖ νὰ πενθῇ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν ὀδύνη τῆς καρδιᾶς του, ἀλλὰ μᾶλλον νὰ τὸν βλέπη νὰ ἀγάλλεται καὶ νὰ εὐθυμῆ ἐσωτερικὰ ἀπὸ τὴν ἀγάπη του πρὸς Αὐτόν.
46. Θανάτωσε τὴν ἁμαρτία, καὶ τότε θὰ εἶναι περιττὰ τὰ δάκρυα τῆς ὀδύνης στοὺς ὀφθαλμούς σου. Ὅπου δὲν ὑπάρχει πληγή, δὲν χρειάζεται νυστέρι. Στὸν Ἀδὰμ πρὶν ἀπὸ τὴν παράβασι δὲν ὑπῆρχαν δάκρυα, ὅπως ἀκριβῶς καὶ (στοὺς δικαίους) μετὰ τὴν ἀνάστασι τῶν νεκρῶν, ἐφ᾿ ὅσον θὰ ἔχῃ καταργηθῆ ἡ ἁμαρτία καὶ «θὰ ἔχει ἐξαφανισθῆ ἡ ὀδύνη, ἡ λύπη καὶ ὁ στεναγμός» (Ἡσ. λε´ 10).
47. Εἶδα σὲ μερικοὺς πένθος. Εἶδα καὶ ἄλλους οἱ ὁποῖοι πενθοῦσαν, διότι δὲν εἶχαν πένθος, οἱ ὁποῖοι, μολονότι στὴν πραγματικότητα ἔχουν πένθος, ζοῦν σὰν νὰ μὴν ἔχουν, καὶ μὲ τὴν καλὴ αὐτὴ ἄγνοια παραμένουν ἀσφαλισμένοι (ἀπὸ τὸν δαίμονα τῆς κενοδοξίας). Καὶ γι᾿ αὐτοὺς μᾶλλον ἔχει λεχθεῖ στὴν Γραφή: «Κύριος σοφοῖ τυφλούς» (Ψαλμ. ρμε´ 8).
48. Πολλὲς φορές, συνήθως στοὺς πιὸ ἐπιπολαίους, καὶ τὰ δάκρυα προκαλοῦν ἔπαρσι. Γι᾿ αὐτὸ καὶ σὲ μερικοὺς δὲν δίδονται, ὥστε μὲ τὴν στέρησι καὶ τὴν ἀναζήτησί τους νὰ ἐλεεινολογοῦν τοὺς ἑαυτούς των καὶ νὰ τοὺς καταδικάζουν, γεμάτοι στεναγμοὺς καὶ κατήφεια καὶ λύπη ψυχῆς καὶ βαθειὰ σκυθρωπότητα καὶ ἀμηχανία. Καὶ ἔτσι ἀναπληρώνεται χωρὶς κίνδυνο ἡ ἔλλειψις τοῦ πένθους, ἔστω καὶ ἂν αὐτοὶ νομίζουν ὅτι δὲν ἔχουν κανένα συμφέρον ἀπὸ αὐτά.
49. Ἐὰν προσέξωμε, θὰ ἀντιληφθοῦμε τοὺς δαίμονας νὰ μᾶς πολεμοῦν μὲ ἕναν γελοῖο τρόπο: Ὅταν εἴμαστε χορτασμένοι, μᾶς δημιουργοῦν κατάνυξι, καὶ ἀντιθέτως, ὅταν νηστεύωμε, μᾶς σκληρύνουν. Αὐτὸ τὸ κάνουν γιὰ νὰ μᾶς ἐξαπατήσουν μὲ τὰ νοθευμένα δάκρυα, κι ἔτσι νὰ μᾶς ρίξουν στὴν τρυφή, ποὺ εἶναι ἡ μητέρα τῶν παθῶν. Δὲν πρέπει λοιπὸν νὰ τοὺς ἀκοῦμε, ἀλλὰ μᾶλλον νὰ κάνουμε τὸ ἀντίθετο.
50. Ἐγώ, καθὼς σκέπτομαι τὴν ποιότητα τῆς κατανύξεως, μένω ἔκθαμβος. Πῶς αὐτὸ ποὺ ὀνομάζεται πένθος καὶ λύπη εἶναι συμπεπλεγμένο μὲ τὴν χαρὰ καὶ τὴν εὐφροσύνη, ὅπως τὸ μελί μὲ τὸ κερί! Καὶ τί διδασκόμεθα ἀπὸ αὐτό; Ὅτι ἡ κατάνυξις εἶναι καθ᾿ ἑαυτὸ δῶρο τοῦ Κυρίου. Καὶ στὴν ψυχὴ ποὺ κατανύσσεται ὑπάρχει μία ἀληθινὴ ἡδονή, διότι ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς μὲ μυστικὸ τρόπο παρηγορεῖ τοὺς «συντετριμμένους τῇ καρδίᾳ».
Γιὰ νὰ ἀποκτήσωμε γνήσιο καὶ καθαρὸ πένθος καὶ ὀδύνη ὠφέλιμη, (ἀφοῦ καὶ τὰ ἀντίθετα διδάσκουν), ἂς ἀκούσωμε μιὰ ψυχωφελῆ καὶ πολὺ ἀξιοθρήνητη διήγησι:
Ἔμενε ἐδῶ κάποιος μοναχὸς Στέφανος, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀσπασθῆ τὴν ἐρημικὴ καὶ ἡσυχαστικὴ ζωή. Ἀγωνίσθηκε πολλὰ ἔτη στὴν μοναχικὴ παλαίστρα. Ἦταν στολισμένος μὲ νηστεῖες, καὶ ἰδιαιτέρως μὲ δάκρυα καὶ μὲ ἄλλα ἐνάρετα κατορθώματα. Εἶχε τὸ κελλί του στὴν κατάβασι τοῦ ἁγίου τούτου ὄρους, (κάτω ἀπὸ τὴν Ἁγία Κορυφή), στὸ σημεῖο ποὺ εὑρίσκεται τὸ σπήλαιο τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ.
Αὐτὸς λοιπὸν ὁ ἀείμνηστος γιὰ πιὸ ἀκριβῆ καὶ κοπιαστικὴ μετάνοια καὶ ἄσκησι, ἐπῆγε στὸν τόπο ὅπου ἔμεναν οἱ ἀναχωρηταί, ποὺ ὀνομάζεται Σίδδης. Παρέμεινε ἐκεῖ μερικὰ χρόνια μὲ ὑπερβολικὲς στερήσεις καὶ σκληρὴ ἄσκησι, ἐφ᾿ ὅσον ὁ τόπος ἦταν «ἀπαράκλητος» καὶ ἀδιάβατος σχεδὸν ἀπὸ ἀνθρώπους – ἀπεῖχε περίπου ἑβδομήντα μίλια ἀπὸ τὸ κάστρο. Ἔπειτα, γύρω στὸ τέλος τῆς ζωῆς του, ἀνεβαίνει ὁ γέροντας αὐτὸς στὸ κελλί του, κάτω ἀπὸ τὴν Ἁγία Κορυφή. Εἶχε μάλιστα καὶ δυὸ ὑποτακτικοὺς ἀπὸ τὴν Παλαιστίνη πολὺ εὐλαβεῖς, οἱ ὁποῖοι καὶ τοῦ ἐφύλαγαν τὸ κελλὶ πρὶν ἐπιστρέψη.
Ἀφοῦ ἐπέρασαν ὀλίγες ἡμέρες ἔπεσε σὲ ἀσθένεια, μὲ τὴν ὁποία καὶ ἐτελείωσε τὴν ζωή του. Τὴν παραμονὴ τοῦ θανάτου του περιέπεσε σὲ ἔκστασι καὶ μὲ τὰ μάτια ἀνοικτὰ παρατηροῦσε δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ τῆς κλίνης του. Σὰν νὰ τὸν ἀνέκριναν κάποιοι, ἀπαντοῦσε -τὸν ἄκουγαν ὅλοι οἱ παρευρισκόμενοι- καὶ ἄλλοτε ἔλεγε: «Ναί, πράγματι, ἀληθινά, πλὴν ὅμως ἐνήστευσα τόσα ἔτη γι᾿ αὐτό». Ἄλλοτε: «Ὄχι. Εἶναι ψέμα. Αὐτὸ δὲν τὸ ἔκανα». Ἔπειτα ἀπὸ λίγο: «Αὐτὸ ναί, ἀληθινὰ τὸ ἔπραξα, ἀλλὰ ἔκλαυσα, ἔκανα διακονήματα ἀγάπης». Καὶ πάλι: «Ἀληθινά μὲ κατηγορεῖτε». Μερικὲς φορὲς γιὰ ὡρισμένα ἀπαντοῦσε: «Ναί, ἀληθινά, ναί. Γι᾿ αὐτὰ δὲν ἔχω τί νὰ ἀπολογηθῶ. Ὁ Θεὸς εἶναι ἐλεήμων».
Ἦταν ἀλήθεια ἕνα θέαμα φρικτὸ καὶ φοβερό. Ἕνα δικαστήριο ἀόρατο καὶ χωρὶς ἔλεος. Καὶ τὸ φοβερώτερο, ὅτι τὸν κατηγοροῦσαν καὶ γιὰ πράγματα ποὺ δὲν εἶχε διαπράξει. Ὁ ἡσυχαστὴς αὐτὸς καὶ ἀναχωρητὴς γιὰ ὡρισμένα πταίσματά του -ἀλλοίμονο!- ἔλεγε: «Γι᾿ αὐτὰ δὲν ἔχω τί νὰ εἰπῶ». Καὶ εἶχε σαράντα περίπου ἔτη μοναχός, χωρὶς νὰ τοῦ λείπη καὶ τὸ δάκρυ!
Ἀλλοίμονο! Καὶ πάλι ἀλλοίμονο! Ποῦ ἦταν τότε ἡ φωνὴ ἐκείνη τοῦ προφήτου Ἰεζεκιήλ, γιὰ νὰ τοὺς εἰπῆ: «Ἐν ᾧ εὕρω σε, ἐκεῖ καὶ κρίνω σε, εἶπεν ὁ Θεός» (πρβλ. Ἰεζ. λγ´ 12-16). Ἀλλὰ δὲν κατώρθωσε νὰ χρησιμοποιήση μία τέτοια ἀπολογία. Γιατί ἄραγε; Ἄγνωστον. Ἂς ἔχῃ δόξα ὁ Θεός, ὁ μόνος ποὺ γνωρίζει. (Ἂς σημειωθῇ καὶ τοῦτο): Ὁ μοναχὸς αὐτός -μοῦ τὸ διηγήθηκαν ἀψευδεῖς μάρτυρες- στὴν ἔρημο (εἶχε τόσο χάρι), ὥστε νὰ τρέφη μὲ τὰ χέρια του καὶ λεοπάρδαλι.
Καὶ ἐνῷ συνεχιζόταν ἡ αὐστηρὰ αὐτὴ δικαστικὴ ἀνάκρισις, ἀποχωρίσθηκε τὸ σῶμα του, χωρὶς νὰ ἀφήσῃ καμμία ἔνδειξι γιὰ τὴν κρίσι ἢ τὸ πόρισμα ἢ τὴν ἀπόφασι καὶ τὸ τέλος τῆς δίκης.
51. Ἡ χήρα ποὺ ἔχασε τὸν ἄνδρα της καὶ ἔμεινε μὲ τὸ μονάκριβο παιδί της, αὐτὸ ἔχει σὰν μόνη παρηγορία της μετὰ τὸν Κύριον. Παρόμοια καὶ γιὰ τὴν ψυχὴ ποὺ ἁμάρτησε δὲν ὑπάρχει ἄλλη καμμία παρηγορία τὴν ὥρα τοῦ θανάτου ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς κόπους τοῦ λαιμοῦ, (τὴν νηστεία δηλαδή), καὶ τὰ δάκρυα. Ὅσοι πενθοῦν ἔτσι, δὲν θὰ ψάλουν ποτὲ οὔτε θὰ ξεσπάσουν σὲ ἀλαλαγμοὺς ὕμνων, διότι ὅλα αὐτὰ ἀφανίζουν τὸ πένθος. Ἐὰν ἐπιχειρῆς μὲ αὐτὰ νὰ ἀποκτήσης τὸ πένθος, γνώριζε ὅτι εὑρίσκεσαι μακρυὰ ἀπὸ τὸν σκοπό σου. Διότι πένθος σημαίνει συνεχὴς καὶ μονιμοποιημένη κατάστασις πόνου σὲ μία φλογισμένη (ἀπὸ θεϊκὴ ἀγάπη) ψυχή.
Σὲ πολλοὺς τὸ πένθος ὑπῆρξε πρόδρομος τῆς μακαρίας ἀπαθείας, διότι προευτρέπισε τὴν ψυχὴ καὶ ἐσάρωσε καὶ ἔκαψε τὸ ὑλικὸ τῶν ἁμαρτιῶν καὶ τῶν παθῶν.
52. Κάποιος «δόκιμος ἐργάτης» τοῦ ἐπαινετοῦ αὐτοῦ πένθους μοῦ ἀνέφερε τὸ ἑξῆς: «Πολλὲς φορὲς ποὺ ἐπήγαινα νὰ παρασυρθῶ στὴν κενοδοξία ἢ στὴν ὀργὴ ἢ στὴν γαστριμαργία, διαμαρτυρόταν μέσα μου ὁ λογισμὸς τοῦ πένθους καὶ μοῦ ψιθύριζε: «Μὴν κενοδοξήσης, γιατί σὲ ἐγκαταλείπω». Παρόμοια καὶ γιὰ τὰ ἄλλα πάθη. Καὶ ἐγὼ τοῦ ἀπαντοῦσα: «Δὲν θὰ σὲ παρακούσω μέχρις ὅτου μὲ ὁδηγήσης ἐμπρὸς στὸν Χριστόν».
53. Ἡ ἄβυσσος τοῦ πένθους ἀντικρύζει τὴν (ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ) παράκλησι. Καὶ ἡ καθαρότης τῆς καρδίας δέχεται τὴν (θεία) ἔλλαμψι. Ἔλλαμψις σημαίνει ἀπερίγραπτη ἐνέργεια, ἡ ὁποία κατανοεῖται χωρὶς νὰ κατανοῆται καὶ βλέπεται χωρὶς νὰ βλέπεται. Παράκλησις σημαίνει ἀνάψυξις τῆς ψυχῆς ἑνὸς πονεμένου ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος σὰν νήπιο τὴν ὥρα αὐτὴ καὶ κλαυθμυρίζει μέσα του καὶ φωνάζει χαρούμενα. Ἀντίληψις σημαίνει ἀνανέωσις τῆς ψυχῆς ποὺ κατέπεσε ἀπὸ τὴν λύπη, μὲ θαυμαστὴ μεταβολὴ τῶν δακρύων τοῦ πόνου σὲ δάκρυα ἀνώδυνα.
54. Τὰ δάκρυα τοῦ θανάτου γεννοῦν τὸν φόβο. Ὁ φόβος γεννᾶ τὴν ἀφοβία, καὶ ἔτσι προβάλλει ἡ χαρά. Καὶ ὅταν λήξη ἡ χαρὰ ποὺ δὲν λήγει, προβάλλει τὸ ἄνθος τῆς εὐλογημένης ἀγάπης.
55. Ὅταν ἔρχεται στὴν ψυχή σου χαρά, νὰ τὴν διώχνης μὲ τὸ χέρι τῆς ταπεινοφροσύνης. Διότι δὲν πρέπει νὰ εἶσαι «εὐπαράδεκτος», μήπως καὶ ἀντὶ βοσκὸ ὑποδεχθῆς λύκο.
56. Μὴ βιάζεσαι νὰ φθάσης τὴν θεωρία, ἐνῷ δὲν ἦλθε ἀκόμη ἡ ὥρα της. Ἄφησε καλύτερα νὰ κυνηγήση ἐκείνη καὶ νὰ φθάση τὸ κάλλος τῆς ταπεινώσεώς σου, ὁπότε καὶ θὰ ἑνωθῇ μαζί σου μὲ αἰώνιο πάναγνο γάμο.
57. Στὶς ἀρχές, καθὼς τὸ νήπιο ἀντικρύζει τὸν πατέρα του, γεμίζει ὅλο ἀπὸ χαρά. Ὅταν ὅμως ὁ πατέρας ἀπουσιάση ὡρισμένο καιρὸ σκόπιμα καὶ ἔπειτα ἐπιστρέψῃ, τότε τὸ παιδὶ εἶναι γεμάτο καὶ ἀπὸ χαρὰ καὶ ἀπὸ λύπη. Ἀπὸ χαρά, διότι εἶδε αὐτὸν ποὺ ποθοῦσε, καὶ ἀπὸ λύπη, διότι τόσο καιρὸ στερήθηκε τὴν καλλονὴ τοῦ προσώπου του.
58. Μερικὲς φορὲς κρύπτεται ἡ μητέρα ἀπὸ τὸ βρέφος της, καὶ ἐνῷ αὐτὸ τὴν ἀναζητεῖ κλαίοντας, ἐκείνη χαίρεται. Μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο τὸ μαθαίνει νὰ προσκολλᾶται πάντοτε κοντά της, καὶ ἀναφλέγει ἔντονα τὴν ἀγάπη καὶ τὸ φίλτρο ποὺ ἔχει γι᾿ αὐτήν. (Αὐτὰ ἔχουν κάποιο μυστικὸ νόημα). «Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν, ἀκουέτω» (Ματθ. ια´ 15), λέγει ὁ Κύριος (1).
59. Ἐκεῖνος ποὺ ἄκουσε τὴν καταδικαστικὴ ἀπόφασι τοῦ θανάτου του, δὲν θὰ ἐνδιαφερθῇ πλέον γιὰ προγραμματισμοὺς θεατρικῶν παραστάσεων. Καὶ ἐκεῖνος ποὺ πενθεῖ πραγματικά, δὲν θὰ σκεφθῇ ποτὲ τὴν τρυφὴ ἢ τὴν δόξα ἢ τὸν θυμὸ καὶ τὴν ἔξαψι τῆς ὀργῆς.
60. Πένθος σημαίνει μονιμοποιημένη κατάστασις ὀδύνης στὴν ψυχὴ ποὺ μετανοεῖ. Ἡ ὀδύνη αὐτὴ γεννᾶ καθημερινὰ ὀδύνη ἐπάνω στὴν ὀδύνη, σὰν γυναίκα «τίκτουσα καὶ ὡδίνουσα».
61. Ὁ Κύριος εἶναι δίκαιος καὶ ὅσιος. Καὶ σὲ ὅποιον ἀσκεῖται κανονικὰ στὴν ἡσυχία, ἀνάλογα τοῦ χαρίζει κατάνυξι. Καὶ ὅποιον ἀσκεῖται στὴν ὑποταγὴ κανονικά, κάθε ἡμέρα τὸν εὐφραίνει. Ὅποιος ὅμως δὲν ζῆ καθαρὰ καὶ ἀνόθευτα τὴν μία ἀπὸ τὶς δυὸ αὐτὲς ἀσκήσεις στερεῖται τὸ πένθος.
62. Διῶξε τον ἐκεῖνον τὸν «κύνα» ποὺ πλησιάζει, ὅταν πενθῆς ὑπερβολικὰ γιὰ τὶς ἁμαρτίες σου, καὶ σοῦ ψιθυρίζει ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἄσπλαγχνος καὶ ἀσυμπαθής. Διότι, ἐὰν προσέξης τὴν τακτική του, θὰ διαπιστώσης ὅτι πρὶν ἀπὸ τὴν ἁμαρτία σοῦ παρουσιάζει τὸν Θεὸν εὐσπλαγχνικὸ καὶ συγχωρητικό.
63. Ἡ ἐπίμονος ἀπασχόλησις καὶ ἄσκησις (στὸ πένθος) δημιουργεῖ τὴν συνεχῆ καλλιέργειά του. Ἡ συνεχὴς καλλιέργεια ὁδηγεῖ στὴν γεῦσι του. Καὶ ἐκεῖνο ποὺ γευόμεθα καὶ συναισθανόμεθα τὴν ἀξία του εἶναι δύσκολο νὰ μᾶς τὸ ἀφαιρέσουν.
64. Ὁσονδήποτε ὑψηλὴ καὶ ἂν εἶναι ἡ ἀσκητική μας ζωή, ἐὰν δὲν ὑπάρχη πόνος στὴν καρδιά μας, ἀποβαίνει νοθευμένη καὶ ἀνωφελής.
65. Πρέπει, πρέπει ὁπωσδήποτε, γιὰ νὰ τὸ εἰπῶ ἔτσι, ὅσοι ἐμολύνθηκαν καὶ μετὰ τὸ βάπτισμα, νὰ ἀφαιρέσουν τὴν πίσσα ἀπὸ τὰ χέρια τους, μὲ φωτιὰ καὶ μὲ λάδι, μὲ τὴν ἀκατάπαυστη δηλαδὴ φλόγα τῆς καρδιᾶς τους καὶ μὲ τὸ λάδι τῆς θεϊκῆς εὐσπλαγχνίας.
66. Εἶδα ἐγὼ σὲ μερικοὺς ἕνα ἀκρότατο ὅριο πένθους. Νὰ βγάζουν δηλαδὴ ἀπὸ τὸ στόμα τους αἷμα, ποὺ προερχόταν ἀπὸ τὴν πικραμένη καὶ πληγωμένη καρδιά τους. Καὶ ἐνθυμήθηκα τὰ λόγια του Ψαλμῳδοῦ: «Ἐπλήγην ὡσεὶ χόρτος καὶ ἐξηράνθη ἡ καρδία μου» (Ψαλμ. ρα´ 5).
67. Τὰ δάκρυα τοῦ φόβου (τοῦ Θεοῦ) περιέχουν μέσα τους τὸν τρόμο καὶ τὴν προφύλαξι. Τὰ δάκρυα ὅμως τῆς ἀγάπης, πρὶν ἀπὸ τὴν κατάκτησι τῆς τελείας ἀγάπης, εἶναι κάπως ἐκτεθειμένα σὲ κίνδυνο, ἐκτὸς ἐὰν τὸ εὐλογημένο πῦρ τῆς ἀγάπης τὸν καιρὸ τῆς ἐνεργείας του πυρακτώση πολὺ τὴν καρδιά. Εἶναι δὲ ἀξιοθαύμαστο, ὅτι τὰ δάκρυα τοῦ φόβου, ὁ ὁποῖος εἶναι ταπεινότερο καὶ κατώτερο πράγμα, εἶναι ἀσφαλέστερα στὸν καιρό τους ἀπὸ τὰ δάκρυα τῆς ἀγάπης.
68. Ὑπάρχουν οὐσίες ποὺ ξηραίνουν τὶς πηγὲς τῶν δακρύων μας, καὶ ἄλλες ποὺ ἐπὶ πλέον δημιουργοῦν μέσα στὶς πηγὲς βόρβορο καὶ γεννοῦν θηρία. Καὶ παράδειγμα τοῦ ἑνὸς εἶναι ὁ Λὼτ ποὺ συνευρέθη παράνομα μὲ τὶς θυγατέρες του, ἐνῷ τοῦ ἄλλου ὁ διάβολος ποὺ ἐξέπεσε ἀπὸ τὴν ἀγγελική του κατάστασι (2).
69. Εἶναι μεγάλη ἡ κακία τῶν ἐχθρῶν μας: Τὶς μητέρες τῶν ἀρετῶν τὶς μετατρέπουν σὲ μητέρες κακιῶν! Καὶ τὶς αἰτίες τῆς ταπεινώσεως τὶς κάνουν αἰτίες ὑπερηφανείας.
70. Πολλὲς φορὲς ὁδηγεῖ τὸν νοῦ μας σὲ κατάνυξι καὶ ἡ τοποθεσία ποὺ μένομε καὶ ἡ θέα ποὺ ἔχει. Ἂς σὲ πείσουν γι᾿ αὐτὸ ὁ Κύριος, ὁ Ἠλίας καὶ ὁ Ἰωάννης, οἱ ὁποῖοι προσεύχονταν κατὰ μόνας (σὲ διαλεγμένους ἐρημικοὺς τόπους).
71. Συνήντησα πολλὲς φορὲς μέσα στὸν θόρυβο τῶν πόλεων δάκρυα. (Προέρχονταν ἀπὸ δαιμονικὴ συνεργία). Ἦταν γιὰ νὰ μᾶς σπρώξουν πρὸς τὸν κόσμο, μὲ τὴν ἰδέα ὅτι δὲν βλαπτόμεθα καθόλου ἀπὸ τὸν θόρυβο. Σ᾿ αὐτὸ ἀποσκοποῦσαν οἱ πονηροὶ δαίμονες.
72. Ἕνας λόγος πολλὲς φορὲς ὑπῆρξε ἱκανὸς νὰ διασκορπίση τὸ πένθος. Εἶναι δὲ ἀξιοθαύμαστο, ἐὰν ἕνας λόγος μπόρεσε νὰ τὸ συγκεντρώση πάλι.
73. Δὲν θὰ κατηγορηθοῦμε, ἀγαπητοί μου, δὲν θὰ κατηγορηθοῦμε τὴν ὥρα τοῦ θανάτου μας, διότι δὲν ἐθαυματουργήσαμε ἢ διότι δὲν ἐθεολογήσαμε ἢ διότι δὲν ἐγίναμε θεωρητικοί. Ὁπωσδήποτε ὅμως θὰ δώσωμε λόγο στὸν Θεὸν διότι δὲν ἐπενθήσαμε συνεχῶς.
Βαθμὶς ἑβδόμη! Ὅποιος ἀξιώθηκε νὰ τὴν ἀνεβῆ, ἂς βοηθήσῃ κι ἐμένα.
Διότι αὐτὸς πλέον ἐβοηθήθηκε, ἀφοῦ μὲ τὴν ἑβδόμη βαθμίδα ἔπλυνε τὶς κηλίδες τῆς παρούσης ζωῆς.
----------


1. Ὡς μητέρα θὰ νοηθῇ ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐδῶ ἔχομε ἐμφανῆ ἐπίδρασι τῶν ὁμιλιῶν τοῦ Μακαρίου τοῦ Αἰγυπτίου, ὅπου συχνὰ γίνεται λόγος γιὰ τὴν ἐπουράνιο μητέρα, τὴν χάρι δηλαδὴ τοῦ Πνεύματος: «Αἱ ψυχαὶ αἱ ἐν τῇ νηπιότητι τοῦ κόσμου τυγχάνουσαι καὶ ὑπὸ τῶν παθῶν συνεχόμεναι. . . τὴν ἐπουράνιον μητέρα, τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, κλαυθμῷ καὶ βοῇ ζητοῦσαι ἐπὶ μηδενὶ ἐπαναπαυόμεναι τοῦ κόσμου τούτου. . . » (ὁμιλ. 84).
2. Παλαιὸς σχολιαστὴς σημειώνει: «Ὗλες ποὺ ξηραίνουν τὶς πηγὲς τῶν δακρύων εἶναι ὁ οἶνος, ὅταν πίνεται χωρὶς μέτρο», ὅπως συνέβη στὴν περίπτωσι τοῦ Λώτ (Γεν. ιθ´ 30-36). Καὶ συμπληρώνει: «Ἄλλες ὕλες, ἂς τὶς εἰποῦμε ἔτσι, εἶναι, νομίζω, ἡ ἐξουσία καὶ ἡ ὑπερβολικὴ τιμή. Αὐτὲς προκαλοῦν τὴν ὑπερηφάνεια μὲ τὴν ὁποία ἐξέπεσε ὁ διάβολος».