ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΠΟΝΗΜΑ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ "ΔΙΠΛΟΥΣ ΠΕΛΕΚΥΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΑΝΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ" (ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗΕΔΩ) ΚΑΙ ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ ΣΤΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΚΑΤΑ ΤΑ ΕΤΗ 1581-1901. ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΠΩΣ ΟΙ ΛΕΓΟΜΕΝΟΙ "ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΕΣ" ΔΕΝ ΞΕΦΥΤΡΩΣΑΝ ΞΑΦΝΙΚΑ ΤΟ 1924 ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΕΣ ΚΑΙΝΟΦΑΝΕΙΣ ΚΑΙ ΑΥΘΑΙΡΕΤΕΣ ΔΟΞΑΣΙΕΣ, ΑΛΛΑ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΑΝ ΚΑΤΑ ΠΑΝΤΑ ΤΗΝ ΔΙΔΑΧΗ ΤΩΝ ΠΡΟ ΑΥΤΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΩΝ ΕΠΙ ΤΟΥ ΘΕΜΑΤΟΣ, ΑΝΤΙΤΑΣΣΟΜΕΝΟΙ ΕΥΘΑΡΣΩΣ ΣΕ ΚΑΘΕ ΕΙΔΟΥΣ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑ ΚΑΙ ΝΕΩΤΕΡΙΣΜΟ.
Σας
παρουσιάζουμε τα πρακτικά της δίκης του
Αγιορείτου Ζηλωτού Μοναχού Θεοκλήτου
Γερμανού (κατά κόσμον Θωμά Βασιλείου)
που έλαβε χώρα το 1973. Αιτία της δίκης
του π. Θεοκλήτου υπήρξε η διακοπή του
μνημοσύνου του ονόματος του τότε
Πατριάρχου ΚΠόλεως Δημητρίου. Είναι
δε ιδιαιτέρως αποκαλυπτικοί οι διάλογοι
για πρόσωπα και απόψεις και λίαν
εντυπωσιακή η παρρησία του π. Θεοκλήτου,
ο οποίος θυμίζει παλαιούς Πατέρες εν
καιρώ αιρέσεως.
Πρόεδρος:
Πάτερ Θεόκλητε, διατί δεν μνημονεύετε
τον Οικουμενικόν μας Πατριάρχην Δημήτριον
τον Α΄; Θεόκλητος:
Διότι σύμφωνα με τας δηλώσεις του εις
τον ενθρονιστήριον λόγον του εδήλωσεν
ότι θα ακολουθήση πιστώς την αιρετικήν
γραμμήν του προκατόχου του Αθηναγόρου
του Α΄ και διότι συνεχίζει να μνημονεύει
εις τα δίπτυχα της Μεγάλης του Χριστού
Εκκλησίας τον αιρετικόν Πάπαν της
Ρώμης. Πρόεδρος: Αυτό
πάτερ Θεόκλητε είναι κακόβουλος
συκοφαντική δυσφήμησις. Θεόκλητος:
Άγιε Πρόεδρε, ημείς γράφομεν και λέγομεν
ότι δημοσιεύουν αι εφημερίδες, εις
περίπτωσιν που ο Παναγιώτατος είναι
αθώος, ας απαντήση εγγράφως, ότι όσα
δημοσιεύονται εις βάρος του είναι ψευδή
και ανυπόστατα. Πρόεδρος:
Εγώ είμαι ενήμερος όλης της καταστάσεως
και ο Πατριάρχης εις ουδένα θα δώση
λόγον. Παπα - Εφραίμ:
Πάτερ Θεόκλητε, θα σας ερωτήσω
κάτι. Θεόκλητος:
Τί; Παπα - Εφραίμ: Τα
μυστήρια των νεοημερολογιτών είναι
έγκυρα ή άκυρα; Θεόκλητος:
Ο Θεός το γνωρίζει. Πρόεδρος:
Πάτερ Θεόκλητε, να απαντάς
συγκεκριμένως εις την ερώτησιν που σας
υποβάλλει ο Παπά - Εφραίμ. Παπα
- Εφραίμ: Πάτερ Θεόκλητε, θα σας
ερωτήσω μίαν άλλην ερώτησιν. Εάν παραβή
κανείς την Παράδοσιν κολάζεται;
[6] Θεόκλητος:
Βεβαίως κολάζεται. Παπα
- Εφραίμ: Άρα παραδέχεσαι άκυρα
τα Μυστήρια των νεοημερολογιτών. Θεόκλητος:
Δεν τα αφήνεις αυτά τα δικολαβίστικα
Πνευματικέ; Παπα - Εφραίμ:
Άγιε Πρόεδρε, αυτός είναι που έγραψε
επιστολήν εις την Καθηγουμένην Μακρίναν
της Ιεράς Μονής "Παναγία Οδηγήτρια"
Βόλου και την προέτρεπε, να χωρισθή απ'
εμού. Θεόκλητος: Μάλιστα,
εγώ είμαι Άγιε Πρόεδρε, διότι ο νυν Άγιος
Καθηγούμενος Ιεράς Μονής Φιλοθέου Παπά
- Εφραίμ εχρημάτισεν πνευματικός μου
τότε ότε ακόμη ευρισκόμην εις την Ιεράν
Μονήν του Αγίου Παύλου και μας προέτρεπε
να μην μνημονεύωμεν τον Προκάτοχον του
νυν, Πατριάρχην Αθηναγόραν Α΄ διότι
πήγε με τον αιρετικόν Πάπα της Ρώμης.
Επίσης έξω, όταν μεταβαίνη εις την Ιεράν
Μονήν "Παναγία Οδηγήτρια" Βόλου,
ήτις ανήκει εις την δικαιοδοσίαν του
Αρχιεπισκόπου των Γ.Ο.Χ. Ελλάδος κ.κ.
Αυξεντίου, μνημονεύει τον Αυξέντιον
[7], όταν δε, επιστρέψη
εις το Άγιον Όρος, μνημονεύει τον
Οικουμενικόν Πατριάρχην Δημήτριον τον
Α΄. Πρόεδρος: Πάτερ
Θεόκλητε, αφήστε τα μεταξύ σας
προσωπικά. Παπα - Εφραίμ:
Αυτός, Άγιε Πρόεδρε, είναι ο
δημιουργός όλης της καταστάσεως. Θεόκλητος:
Ναι, πνευματικέ παπά - Εφραίμ, εγώ
είμαι, δεν πταίω εγώ, αλλά πταίει ο
Μακαριώτατος Αυξέντιος όστις μετά από
τας αποκαλύψεις μου δι' υμάς σας ανέχεται
έτι και δεν σας διέγραψε από τα κατάστιχά
του. Παπα - Εφραίμ:
Δεν αναγνωρίζω κανέναν Αυξέντιο. Πρόεδρος:
Πάτερ Θεόκλητε, με ποιον
επικοινωνείτε; Θεόκλητος:
Άγιε Πρόεδρε, ημείς διοικητικώς
ανήκομεν εις το Οικουμενικόν Πατριαρχείον
Κωνσταντινουπόλεως, νυν δε, επειδή ο
Πατριάρχης δεν βαδίζει ορθοδόξως,
επικοινωνούμεν πνευματικώς με τον
Αρχιεπίσκοπον Γ.Ο.Χ. κ. Αυξέντιον, με τον
Ρώσον Φιλάρετον της Διασποράς [8]
και με τον Τύχωνα των Κατακομβών της
Ρωσίας. Πρόεδρος:
Πάτερ Θεόκλητε, αφήστε αυτά τα
λογοτεχνήματα. Δεν γνωρίζετε ότι οφείλετε
να μνημονεύητε τον Πατριάρχην, εις το
σπίτι του [9] ευρίσκεσθε,
αλλά και τον υβρίζετε; Θεόκλητος:
Άγιε Πρόεδρε, ο Οικουμενισμός
είναι αίρεσις; Πρόεδρος:
Όχι. Θεόκλητος:
Άγιε Καθηγούμενε Διονυσίου, σας
ερωτώ, ο Οικουμενισμός είναι αίρεσις
ναι ή ου; Καθηγούμενος
Γαβριήλ: Αυτός Άγιε Πρόεδρε γυρίζει
με τον ντορβά και έφυγε από την μετάνοιά
του. Θεόκλητος: Άφησέ
τα αυτά και απάντησε εις εκείνα που σας
ερωτώ. Άγιε Προηγούμενε Γρηγορίου, εσείς
τί λέγετε, είναι ο Οικουμενισμός αίρεσις
ναί ή ου; Προηγούμενος Βησσαρίων (χθαμαλή
τη φωνή): Δεν ανακατεύομαι[10]. Παπά
- Εφραίμ: Δεν είναι αυτός που
εννοείτε εσείς ο Οικουμενισμός. Θεόκλητος:
Ποιος είναι Πνευματικέ; Αυτός δεν είναι
που γράφει ο Αρχιμανδρίτης Χαράλαμπος
Βασιλόπουλος εις το υπό τίτλον βιβλίον
του "Ο Οικουμενισμός χωρίς μάσκα"
και άλλοι; Πρόεδρος:
Πάτερ Θεόκλητε, βλέπω τόσην
ζωτικότητα επάνω σας και θα έπρεπε να
την χρησιμοποιήσετε κάπως επωφελώς εις
ιεραποστολικήν δράσιν εις Ουγκάντα[11],
και να μην είσαι κλεισμένος μέσα εις
τους τέσσαρες τοίχους του κελλίου σου
και να γράφης φυλλάδες εναντίον του
Πατριάρχου. Θεόκλητος:
Αυτό επεδίωξα το έτος 1967, αναχωρήσας
εξ Αγίου Όρους μετέβην εις την Ιεράν
Μητρόπολιν Θεσσαλιώτιδος και
Φαναριοφερσάλλων και ήτησα από τον τότε
Μητροπολίτην Κύριλλον να μοι χορηγήση
άδειαν να κηρύττω εις τα χωρία τον λόγον
του Θεού και δεν μου επέτρεψε και
ηναγκάσθην να επιστρέψω εις Άγιον Όρος
κατόπιν σχετικού του εγγράφου. Δράμας Διονύσιος:
Μήπως πάτερ Θεόκλητε ηθέλησες να κηρύξης
Παλαιοημερολογιτισμόν; Θεόκλητος:
Μάλιστα, Άγιε Έξαρχε. Πρόεδρος:
Πάτερ θεόκλητε, ακολουθείτε την
γραμμήν του αειμνήστου τέως Φλωρίνης
Χρυσοστόμου; Διατί δεν άφησε
διάδοχον; Θεόκλητος:
Μάλιστα Άγιε Πρόεδρε, ακολουθώ
πιστώς την γραμμήν του και ήτο ο πιο
συνετός και συντηρητικός από τους
Ιεράρχες της Καινοτόμου Ελλαδικής
Εκκλησίας. Δεν άφησε διάδοχον, φοβούμενος
μήπως και ούτως σηκώσει μπαϊράκι, όπως
ο κυρός Ματθαίος... Πρόεδρος:
Είπατε προηγουμένως ότι έχετε πνευματικήν
επικοινωνίαν με τον Ρώσον Φιλάρετον
της Διασποράς,. Έχετε υπ' όψιν σας ότι
ούτος συλλειτουργεί και μετά των
νεοημερολογιτών και των παλαιοημερολογιτών
Σέρβων οίτινες πνευματικώς επικοινωνώσι
μεθ' ημών; Θεόκλητος:
Μάλιστα Άγιε Πρόεδρε. Ως μοι
εδήλωσαν οι Σέρβοι ιερομόναχοι Αθανάσιος
Γιέβτιτς και Ειρηναίος Βούλοβιτς
συλλειτουργούν μαζί του - αμφότεροι
εσπούδασαν Θεολογίαν εις την Θεολογικήν
Σχολήν του Πανεπιστημίου Αθηνών και
άλλοι, ων τα ονόματα νυν δεν ενθυμούμαι.
Υπ' όψιν όμως Άγιε Πρόεδρε, ο Φιλάρετος
πράττει τούτο από ευαισθησίαν και από
ευγνωμοσύνην έναντι της Σερβικής
Εκκλησίας, καθότι επί εικοσαετίαν η
Εκκλησία των Ρώσσων της Διασποράς
εφιλοξενείτο εν Σερβία. Πρόεδρος:
Καλώς, αλλά ο Άγιος Πρώτος Γέρων Μητροφάνης
δύναται να μας είπη έτι καλύτερον ως
αρμόδιος και μέλος της Σερβικής
Εκκλησίας. Πρωτεπιστάτης
Γέρων Μητροφάνης: Μάλιστα Άγιε
Πρόεδρε, ο Φιλάρετος έχει κανονικώτατας
πνευματικάς σχέσεις μετά της Σερβικής
Εκκλησίας. Θεόκλητος:
Άγιε Πρόεδρε, έχω και γραπτήν Ορθόδοξον
ομολογίαν, ην επιθυμώ να σας αναγνώσω
νυν, ίνα σχηματίσητε έτι ασφαλεστέραν
έννοιαν περί του Ιερού Αγώνος των Ζηλωτών
Αγιορειτών Πατέρων. Πρόεδρος:Πάτερ Θεόκλητε, επειδή είναι αρκετή
και ο χρόνος παρήλθεν, δύνασθε αύριον
την πρωίαν να μοι την ενεχειρίσητε εις
εμέ τον ίδιον ή εις τον Γραμματέα της
Επιτροπής. Θεόκλητος: Άγιε
Πρόεδρε, το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών
είναι ένα συμβούλιον αιρέσεων και θα
πρέπει να μην συμμετέχετε εις αυτό,
διότι συμπροσεύχεσθε μετά των
αιρετικών. Πρόεδρος:
Πάτερ Θεόκλητε, δεν είναι
συμπροσευχή, εάν θα είπωμεν ένα "Πάτερ
ημών" μαζί με τους ετεροδόξους. Θεόκλητος:
Άγιε Πρόεδρε, οι Ιεροί Κανόνες της
Εκκλησίας μας απαγορεύουν την συμπροσευχήν
μετά των αιρετικών. Πρόεδρος:
Εις το Π.Σ.Ε. προβάλλομεν την
Ορθοδοξίαν εις τους ετεροδόξους και
δεν πρέπει να τίθεται "ο λύχνος υπό
τον μόδιον" 'η αμφισβητείτε την
ορθοδοξίαν μου;
Θεόκλητος: Άγιε Πρόεδρε,
ο εξαίρετος Καθηγητής του Κανονικού
Δικαίου της Θεολογικής Σχολής του
Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Κωνσταντίνος
Μουρατίδης αποκαλεί το Π.Σ.Ε. "ένα
Παγκόσμιον Συμβούλιον των Αιρέσεων",
είσθε δε "ορθόδοξος" εντός
εισαγωγικών. Δράμας
Διονύσιος: Πάτερ Θεόκλητε, πως
ακολουθείτε και ακούετε τον κ. Κωνσταντίνον
Μουρατίδην εφόσον ούτος ακολουθεί το
νέον ημερολόγιον; Θεόκλητος:
Άγιε Έξαρχε, δεν ακολουθώ τον κ.
Κωνσταντίνον Μουρατίδην εις την
καινοτομίαν του νέου ημερολογίου, αλλά
ακούω όσα κηρύττει ορθώς σύμφωνα με
τους Ιερούς Κανόνας της Εκκλησίας
μας. Πρόεδρος:
Βλέπω πάτερ Θεόκλητε ότι παρ' όλν την
ανοχήν και την επιείκειαν που σας
εδείξαμεν έχετε εκτραπή ως προς τον
τρόπον της συμπεριφοράς. Θεόκλητος:
Μάλιστα Άγιε Πρόεδρε, εάν τυχόν
έχω παρεκτραπή σας ζητώ συγγνώμην, ουχί
όμως και διά τας απόψεις μου τας
ορθοδόξους. Πρόεδρος:
Δεν έχομεν ουδεμίαν γνώμην μαζί, θα
έπρεπε να σέβεσθε το σπίτι που σας
φιλοξενεί και να μην υβρίζετε τον
οικοκύρη του, διότι το Άγιον Όρος ανήκει
εις την πνευματικήν δικαιοδοσίαν του
Σεπτού Οικουμενικού Πατριαρχείου. Θεόκλητος:
Το Άγιον Όρος, Άγιε Πρόεδρε, δεν
είναι ιδικόν σας, ούτε ιδικόν μου, αλλά
κλήρος της Υπεραγίας Θεοτόκου και ανήκει
εις το Ελληνικόν Έθνος και εις την
Ορθοδοξίαν μας παραμένουν δε εν αυτώ
μόνον οι ορθόδοξοι, οι Οικουμενισταί
δεν έχουν ουδένα λόγον υπάρξεως εν
αυτώ... Πρόεδρος: Αρκετά
αυτά π. Θεόκλητε, έχετε να ειπήτε άλλο
τι; Θεόκλητος: Μάλιστα
Άγιε Πρόεδρε, έχω να σας είπω ότι τα όσα
εζήτησεν ο Λατινόφρων πατριάρχης Ιωάννης
Βέκκος από τους Αγιορείτας τότε, υμείς
σήμερον τα αναγνωρίσατε επισήμως ήτοι:
1) το πρωτείον του αιρετικού Πάπα της
Ρώμης, 2) το μνημόσυνον αυτού και 3) το
έκκλητον το οποίον έχετε υμείς νυν. Παπά
- Εφραίμ: Ημείς πάτερ Θεόκλητε
οδεύομεν την καλήν οδόν.
Θεόκλητος: Μάλιστα πνευματικέ, ως την όδευσεν και
ο Γέροντάς σας αρνηθείς τον Ζηλωτισμόν
[12] του χάριν προσκαίρων υλικών
αγαθών και χάριν οικονομίας. Πρόεδρος:
Πάτερ Θεόκλητε, είσθε
ελεύθερος.Θεόκλητος: Καληνύκτα
σας!
Μετά την δίκη αυτή η απόφαση
ήταν καταδικαστική: απέλαση από το Άγιον
Όρος.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
"ΚΡΥΦΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ"
[1] Ο
κατά κόσμον Στυλιανός Ρεπανέλλης
γεννήθηκε το 1919 και κοιμήθηκε το
1991. Προτού έρθει το 1973 στο Άγιον Όρος,
ως πρόεδρος της Πατριαρχικής Εξαρχίας
με σκοπό να επιβάλλει το μνημόσυνο του
Πατριάρχου και να τιμωρήσει όσους δεν
συμμορφωθούν είχε δηλώσει σε αθηναϊκή
εφημερίδα τα εξής τραγικά: "Η ενότης
και η ένωσις των Εκκλησιών, η οποία
αποτελεί το τελικόν και πολυπόθητον
τέρμα του Διαλόγου, δεν δύναται να
επιτευχθεί, όταν εκάστη εκκλησία αποκλείε
δι' εαυτήν το ενδεχόμενον της πλάνης. Η
πεποίθησις εκάστης εκκλησίας ότι μόνον
αυτή κατέχει την αλήθεια και ότι ουδέποτε
πλανάται, αποκλείει τον διάλογον, και
κατά συνέπειαν, αδυνατεί να ίδη καθαράν
την αλήθειαν. Ο διάλογος δεν ζητεί να
επιβάλλη την αλήθειαν, αλλά να την
ανακαλύψη". Υπήρξε κλασσικός διπρόσωπος
οικουμενιστής όπου τη μία στιγμή
έλεγε πως υπάρχουν μυστήρια στον
παπισμό (ομιλία στη Νέα Σκήτη) και την
άλλη διακήρυττε την μοναδικότητα της
Ορθοδοξίας (ομιλία στο Πρωτάτο). Βλέπε
και "Ορθοδοξία και αίρεσις",
Θεοδωρήτου Ιερομονάχου, σελ. 38-41
[2]
Δράμας Βασίλειος Κυράτσος (δεξιά)
και Γαβριήλ Διονυσιάτης (αριστερά). Ο
πρώτος κοιμήθηκε το 2005, ο δεύτερος το
1983. [3] Συλλιγαρδάκης.
Κοιμήθηκε το 1987.
[4]
Ο γνωστός
Γέροντας Εφραίμ της Αριζόνα (85 ετών
σήμερα), του οποίου το σύνθημα περιμένουν
εκατοντάδες ορθόδοξοι συντηρητικοί
για να διακόψουν την κοινωνία με τους
οικουμενιστές. [5] Κοιμήθηκε
το 1974. [6] Σημαντικότατη
ομολογία ότι η αποδοχή του νέου ημερολογίου
συνιστά παράβαση της Παράδοσης. [7] Αυτά
να τα βλέπουν εκείνοι που αμφισβητούν
τις χειροτονίες των Παλαιοημερολογιτών. [8] Του
οποίο το λείψανο βρέθηκε άφθαρτο. [9]
Το Περιβόλι
της Παναγίας, σπίτι του Πατριάρχη, κατά
τον Σταυρουπόλεως. [10]
Αποκαρδιωτικές οι απαντήσεις στην
ερώτηση "ο Οικουμενισμός είναι
αίρεσις;" [11]
Να πάει στην Ουγκάντα και αφού φέρει
στην Ορθοδοξία τους ειδωλολάτρες, να
τους πούνε οι οικουμενιστές, ότι και
οι παπικοί και οι προτεστάντες (που ως
ιεραπόστολοι της αποικιοκρατίας
πεντακόσια χρόνια τους πίναν το αίμα)
έχουν μυστήρια και είναι αδελφοί εν
Χριστώ... [12]
Αναφέρεται στον Γέροντα Ιωσήφ τον
Ησυχαστή, ο οποίος υπήρξε Ζηλωτής από
το 1924 μέχρι και το 1950.
Καθώς
προσεύχεσαι, προσπάθησε να κρατάς το
νου και την προσοχή σου μέσα στην καρδιά,
πουθενά αλλού. Το ότι ο νους, ύστερ’ από
λίγη ώρα προσευχής, φεύγει από την
καρδιά, χάνει τη μνήμη του Θεού και
μετεωρίζεται, δηλαδή περιπλανιέται και
ρεμβάζει, φανερώνει αδυναμία
αυτοσυγκεντρώσεως και υποσυνείδητη αδιαφορία
για την προσευχή. Η ψυχή κατά βάθος
δεν εκτιμά την αξία της προσευχής και δεν
την αισθάνεται τόσο ως ανάγκη όσο ως
καθήκον. Βιάζεται, λοιπόν, ν’ απαλλαγεί
απ’ αυτήν το συντομότερο, κάνοντας την
όπως-όπως.
Να προσεύχεσαι με φόβο
Θεού, επικεντρώνοντας την προσοχή
σου στις έννοιες των λέξεων. Η ευχή του
Ιησού και άλλες σύντομες προσευχές
γεννούν στην καρδιά αισθήματα θεία, με
τα οποία δεσμεύεται η προσοχή,
παραμένοντας στη μνήμη του Κυρίου.
Να θυμάσαι, πάντως, ότι στην
τελείωση και τη σωτηρία δεν φτάνει
κανείς μόνο με την προσευχή, αλλά και
με την παράλληλη καλλιέργεια όλων των
αρετών. Όσο προοδεύουμε στην πνευματική
ζωή, όσο δηλαδή μειώνονται τα πάθη μας
και αυξάνονται οι αρετές μας, τόσο
προοδεύουμε και στην προσευχή. Οι
βασικότερες αρετές είναι: ο φόβος του
Θεού, η αγνεία, η ταπείνωση, η μετάνοια,
η υπομονή, η αγάπη. Όταν αυτές εμφανιστούν,
ακολουθούν όλες οι άλλες και μαζί τους
η προσευχή.
«Να φροντίσω περισσότερο για
τη συνεπή εκτέλεση του καθημερινού
προσευχητικού μου κανόνα ή για την
προσοχή στην προσευχή;».
Η προσευχή δίχως προσοχή δεν
είναι προσευχή. Γι’ αυτήν, επομένως,
πρέπει να φροντίζεις περισσότερο.
Συνάμα, όμως, να είσαι συνεπής και στην
εκτέλεση του καθημερινού σου κανόνα.
Να συμμετέχεις, επίσης, και στη λατρεία
της Εκκλησίας μας. Να πηγαίνεις στο ναό
συχνά, σε κάθε ακολουθία, αν τούτο είναι
δυνατό, και να συμπροσεύχεσαι ευλαβικά
με τους άλλους πιστούς.
Διάβασε στη «Φιλοκαλία» το
απόσπασμα από το βίο του οσίου Μαξίμου
του Καυσοκαλύβη, που έλαβε από την
Υπεραγία Θεοτόκο το χάρισμα της
αδιάλειπτης προσευχής. Μιμήσου την
πίστη και την αρετή του, για να γίνεις
κι εσύ άξιος αυτής της μεγάλης δωρεάς.
Δίχως αγώνα, τίποτα δεν θα κατορθώσεις.
Εθισμός στην προσευχή.
Έχετε τη συναίσθηση και
βασανίζεστε από το λογισμό πως η
συμμετοχή σας στη λατρευτική σύναξη
ήταν όχι καλή, όχι ουσιαστική. Ο νους
σας τριγύριζε έδω κι εκεί και την καρδιά
σας αναστάτωναν άπρεπα αισθήματα. Σε
τέτοιες περιπτώσεις να μετανοείτε
αμέσως, να καταδικάζετε τον εαυτό
σας και να βάζετε αρχή διορθώσεως.
Άλλωστε, το τέλος της ακολουθίας δεν
είναι τέλος και της προσευχής. Να εθίσετε,
λοιπόν, το νου και την καρδιά σας σε
διαρκή κατάσταση προσευχής. Αυτό
μπορεί να συντελεστεί με την αδιάλειπτη
ευλαβική μνήμη του Θεού και με την
παράδοση του εαυτού σας στο θέλημά
Του. Έτσι, όταν θ’ αφήνετε την ακολουθία,
δεν θ’ αφήνετε την προσευχή. Μόνο θ’
αλλάζετε μια μορφή προσευχής με άλλη.
Να προσεύχεστε χρησιμοποιώντας
τα λειτουργικά βιβλία, αλλά ν’ αρχίσετε
σιγά-σιγά ν’ απευθύνετε και τα δικά σας
λόγια στον Κύριο, λόγια που θ’
ανταποκρίνονται τόσο στις ψυχικές όσο
και στις σωματικές ανάγκες σας.
Καμιά φορά η ψυχή μας επιθυμεί
να στραφεί στον Κύριο χωρίς συγκεκριμένη
ανάγκη. Η επιθυμία αυτή οφείλεται απλά
σε μια, ας την πω έτσι, δίψα του Θεού. Σ’
όποιο βαθμό και μ’ όποια μορφή κι αν
εμφανιστεί μέσα σας, δεν πρέπει να την
αφήνετε ανικανοποίητη. Την ίδια κιόλας
ώρα ν’ αφοσιώνεστε στην προσευχή, όπου
κι αν είστε, στο σπίτι, στη δουλειά, στο
δρόμο.
Όσο πιο εγκάρδια ανταποκρίνεστε
στο θείο τούτο κάλεσμα, όσο πιο θερμά
ικανοποιείτε τον άγιο τούτο πόθο,
τόσο πιο συχνά θα εμφανίζεται, τόσο πιο
πολύ θα διαρκεί, τόσο πιο βαθιά θα
ριζώνει.
Ὃσιος Θεοφάνης
ὁ Ἒγκλειστος
(Οσίου Θεοφάνους
του Εγκλείστου, “Χειραγωγία στην
πνευματική ζωή”, Ι. Μ. Παρακλήτου)
Κατά
τους χρόνους του μεγάλου διωγμού που
είχε εξαπολύσει ο Διοκλητιανός κατά
των Χριστιανών, ζούσε στην Ρώμη ένας
νεανίας ονόματι Λυσίμαχος, ο οποίος
προοριζόταν για έπαρχος μετά τον θάνατο
του πατέρα του. Όμως, επειδή ο Διοκλητιανός
είχε ακούσει ότι αυτός ο νεαρός σεβόταν
τον Χριστό, απεφάσισε να τον στείλει
στην Ανατολή, μαζί με τον κακότροπο θείο
του, τον Σελήνο και πλήθος στρατιωτών,
για να διώξουν τους Χριστιανούς. Πράγματι
κατέφθασαν σε μια χώρα της Μεσοποταμίας,
την Παλμύρα, και ο άσπλαχνος Σελήνος
θανάτωνε πολλούς Χριστιανούς. Ο Λυσίμαχος
λυπόταν πικρά για όλα αυτά, διότι η
μητέρα του ήταν Χριστιανή και του είχε
διδάξει να πιστεύει στον Χριστό. Γι’
αυτό και ανακοίνωσε κρυφά στον Πρίμο,
που ήταν επικεφαλής των στρατιωτών, ότι
είχε εντολή από την μητέρα του να μην
θανατώσει κανέναν Χριστιανό και επειδή
πονούσε η ψυχή του βλέποντας τον θείο
του να εγκληματεί κατά των αθώων
Χριστιανών, κατέπεισε τον Πρίμο να μην
φυλακίζει Χριστιανούς και να ειδοποιούνται
τα Μοναστήρια ώστε να κρύβονται οι
μοναχοί και οι μοναχές για να μην τους
βρίσκουν οι διώκτες.
Στη χώρα αυτή
υπήρχε ένα γυναικείο Μοναστήρι με
πενήντα μοναχές και Ηγουμένη την Βρυένη.
Ανάμεσα στις αδελφές ήταν και μια πολύ
ενάρετη μοναχή, η εικοσάχρονη Φεβρωνία,
που ήταν ανιψιά της Βρυένης, πολύ ωραία
και εύμορφη που στα μέρη εκείνα δεν
υπήρχε ωραιοτέρα γυναίκα καί λέγεται
ότι δεν ήταν δυνατόν να ιστορίσει
ζωγράφος το κάλλος και την φαιδρότητα
του προσώπου της. Γι’ αυτό και η Ηγουμένη
Βρυένη την φύλαγε με φόβο και αγωνία
από τους ασεβείς δίνοντάς της αυστηρότερο
κανόνα νηστείας, μη χορταίνοντας καν
τον άρτο και το νερό, με πολύ λιγοστό
ύπνο που λάμβανε καθιστή ή χωρίς στρώμα
καταγής, ώστε να βασανίζει το σώμα της,
προσευχόμενη διαρκώς στον Θεό να
απομακρύνει τον πειράζοντα διάβολο.
Αναγινώσκοντας με επιμέλεια τις Θείες
Γραφές επειδή ήταν εκ φύσεως φιλομαθής,
κατηχώντας με την πολυμάθειά της και
τις άλλες αδελφές, ακόμα και τις κοσμικές
γυναίκες που ερχόντουσαν προς πνευματική
ωφέλεια στο Μοναστήρι. Μια εξ’ αυτών
των γυναικών ήταν η Ιερεία, κόρη ενός
Συγκλητικού, που θαύμαζε την Φεβρωνία
και πήγαινε στον παρθενώνα για να ακούσει
τα θεία λόγια της. Συνεπαρμένη η Ιερεία
από τις νουθεσίες της, κατέπεισε ακόμα
και τους γονείς της να λάβουν το Βάπτισμα.
Όμως, εκείνο τον καιρό ήλθαν στη
χώρα αυτή ο Σελήνος και ο Λυσίμαχος με
τα στρατεύματά τους, αναγκάζοντας τους
Χριστιανούς να κρυφθούν στα όρη και
στις σπηλιές. Έτσι και οι μοναχές του
Μοναστηριού ζήτησαν ευλογία για να
κρυφτούν στους γύρω τόπους. Και η Ηγουμένη
Βρυένη, τις επέτρεψε να πράξουν κατά το
συμφέρον τους, κάνοντας όπως θέλουν.
Μόνο η Φεβρωνία, αν και είχε ασθενήσει
βαρύτατα από τον σκληρό αγώνα της, έλεγε:
«Ζει Κύριος ο Χριστός μου, τον οποίο
ενυμφεύθην και του αφιέρωσα την ψυχή
μου. Δεν εξέρχομαι από τον τόπο τούτο,
αλλ’ εδώ θα αποθάνω και θα ενταφιασθώ
δια τον Δεσπότη μου». Η Ηγουμένη μένοντας
μόνη στο Μοναστήρι μαζί με την Φεβρωνία
και την αδελφή Θωμαΐδα, μπήκε στην
Εκκλησία και προσευχόταν κλαίγοντας,
φοβούμενη για την Φεβρωνία, μην την
πάρουν οι στρατιώτες στο κριτήριο,
επειδή ήταν πανέμορφη νέα και την
εξαπατήσουν με κολακείες και την
εξαναγκάσουν να προδώσει την ευσέβειά
της. Κατόπιν αφού συμβούλεψαν την
Φεβρωνία να προσέχει ώστε ότι και αν
συμβεί να μην πλανηθεί με πλούτο που θα
της τάξουν και να μην προδώσει την τιμή
της, υπομένοντας τις πανουργίες για
χάρη του Χριστού, ενθυμούμενη τους
αγίους Μάρτυρες που έλαβαν δεινά και
φρικτά βασανιστήρια και κολαστήρια για
χάριν Εκείνου. Τότε η Φεβρωνία ανήγγειλε
ότι δεν έφυγε από την Μονή, «επειδή ποθώ
να αποθάνω δια τον Δεσπότη μου, εάν με
αξιώσει η χάρις Του, δι’ αυτό παρέμεινα».
Το πρωί πληροφόρησαν κάποιοι τον
Σελήνο για εκείνο το γυναικείο Μοναστήρι
και ευθύς απέστειλε στρατιώτες για να
συλλάβουν τις μοναχές. Αφού έσπασαν τις
πόρτες και εισήλθαν βρήκαν μόνο τις
τρεις και κάποιος στρατιώτης τράβηξε
το ξίφος για να φονεύσει την Ηγουμένη.
Η Φεβρωνία έπεσε στα πόδια του και του
είπε: «Σας εξορκίζω στον Θεό, ο Οποίος
κατοικεί στα ουράνια, να φονεύσετε πρώτα
εμένα, για να μη δω τον θάνατο της κυρίας
μου». Τότε μεσολάβησε ο καλός Πρίμος
και παρότρυνε τις μοναχές να κρυφτούν
για να μην τις βρουν οι στρατιώτες όταν
ξαναέρθουν. Επιστρέφοντας ο Πρίμος στο
Πραιτώριο, λέγει προς τον Λυσίμαχο:
«Μεταβήκαμε στο Μοναστήρι, και είδα
μία νεανίδα, της οποίας εθαύμασα το
κάλλος. Μα τους θεούς, δεν είδα γυναίκα
ωραιοτέρα, καί είναι πράγματι αξία δια
σε». Του λέγει ο Λυσίμαχος: «έχω εντολή
από την μητέρα μου, να μη κακοποιήσω
Χριστιανό. Πώς λοιπόν να επιβουλευτώ
τις δούλες του Χριστού; σε παρακαλώ
λοιπόν να τις διαφυλάξεις στην ευσέβεια,
ώστε να μη πέσουν στά χέρια του θείου
μου».
Ένας όμως από τους κάκιστους
εκείνους στρατιώτες ανήγγειλε στον
Σελήνο, λέγοντας ότι βρήκαμε στο Μοναστήρι
νεανίδα, η οποία όντως είναι ξένο θέαμα.
Τότε θυμωθείς ο Σελήνος έστειλε στρατιώτες
να φέρουν την νέα στο κριτήριο. Απελθόντες
λοιπόν άρπαξαν αυτήν ως άγρια θηρία,
την έδεσαν από τον λαιμό, καί την έσυραν.
Η δε Ηγουμένη και η Θωμαΐς την προέτρεπαν
να μη φοβηθεί τις βασάνους, να μη λυπηθεί
το φθειρόμενο σώμα, το οποίο γίνεται
στον τάφο άχρηστο καί σε βρώμα των
σκωλήκων μετατρέπεται, αλλά είναι
προτιμότερο να το παραδώσει σε μάστιγες
και κολαστήρια για τον Κύριο, για να
ζήσει μαζί του αιωνίως στον Παράδεισο. Ελπίζοντας στον Θεό, η Φεβρωνία
και έχοντας το θάρρος της στον Χριστό
και την Θεοτόκο, υπεσχέθη να δείξει
ανδρείο και γενναίο φρόνημα και αφού
ζήτησε την ευχή τους, αναχώρησε οδεύοντας
προς τον Μαρτύριο. Οι στρατιώτες πήραν
την Αγία και την οδήγησαν στο θέατρο
όπου είχε συναχθεί πλήθος κόσμου και
όσοι την είδαν την συμπόνεσαν. Ο ηγεμόνας
Σελήνος εντυπωσιασμένος από το κάλλος
και την ευγένεια της Φεβρωνίας, της
πρότεινε να λάβει σύζυγο τον Λυσίμαχο
που θα γινόταν Έπαρχος και θα τους χάριζε
όλο τον πλούτο του. Την απείλησε ότι αν
δεν δεχθεί τον λόγο του, τρεις ώρες δεν
θα την αφήσει ζωντανή. Του λέγει η
Φεβρωνία: «Εγώ έχω στους ουρανούς παστάδα
αχειροποίητο, νυμφώνα ακατάλυτο, προίκα
την βασιλεία των ουρανών και Νυμφίο
αθάνατο, γι’ αυτό δεν δύναμαι να συνοικήσω
με άνθρωπο. Λοιπόν μη πλανάσαι, ούτε να
κοπιάζεις με κολακείες και απειλές να
με δοκιμάζεις, ότι δεν θέλεις με νικήσει
ουδέποτε».
Ακούγοντας
αυτά ο τύραννος θύμωσε, και προστάζει
να εκδύσουν την Αγία και να την παραστήσουν
γυμνή μπροστά σε όλους, για να ντραπεί
την ασχημοσύνη της, να ταλανίσει την
αβουλία αυτής και την απείθεια, όταν
συλλογισθεί από ποια λαμπρή δόξα σε
πόση ατιμία κατήντησε. Όταν λοιπόν την
εξεγύμνωσαν οι στρατιώτες και την
παρέστησαν έτσι γυμνή, είπε προς αυτήν
ο τύραννος: «Βλέπεις, Φεβρωνία, πόσων
αγαθών εξέπεσες, και σε πόση περιέπεσες
καταφρόνηση;» Και εκείνη απεκρίθη: «Ένας
είναι ο Δημιουργός, ο οποίος μας έκαμε
εξ αρχής άρσεν και θήλυ. Γι’ αυτό όχι
μόνον υπομένω αυτήν την γύμνωση, αλλά
και να κόψουν για τον Χριστό μου ένα
έκαστον όλα τα μέλη μου, εάν με αξιώσει
η χάρις Του να πάθω για την αγάπη Του
δεινά κολαστήρια». Λέγει τότε ο τύραννος:
«Αναίσχυντε και πάσης ατιμίας αξία,
ξέρω πως κενοδοξείς για το κάλλος σου
και το έχεις σε έπαινο να σε βλέπουν».
Του λέγει η Αγία: «Ο Χριστός μου ξέρει,
ότι έως την σήμερον δεν είδα χαρακτήρα
ανδρός ουδέποτε, καί συ με λέγεις
αναίσχυντο, αναίσχυντε όντως και άγνωστε.
Όποιος θέλει να πολεμήσει σε αγώνα
ολύμπιο, δεν παλεύει ενδεδυμένος με
ιμάτια, αλλά γυμνός στον αγώνα συμπλέκεται,
για να νικήσει τον αντίπαλο. Έτσι και
εγώ είναι πρέπον να υπομείνω την γύμνωση,
για να πολεμήσω με τον διάβολο τον πατέρα
σου».
Θυμωθείς τότε ο ηγεμών πρόσταξε
να απλώσουν την Αγία τέσσερις άνδρες,
να ανάψουν φωτιά κάτω από αυτήν για να
φλογίζεται και από πάνω να την χτυπούν
δυνατά στη ράχη ανηλεώς άλλοι τέσσερις
άνδρες. Καθώς λοιπόν την έδερναν ώρα
πολλή οι άσπλαχνοι, ράντιζαν άλλοι με
έλαιο το πυρ από κάτω, για να ανάβει ξανά
και να την φλογίζει χειρότερα. Έτσι
λοιπόν δεινώς βασανιζόμενης της Αγίας,
εφώναζε ο λαός, και δεόταν λέγοντες:
«Σπλαχνίσου, φιλάνθρωπε δικαστά, την
νεανίδα». Αλλά αυτός ο άσπλαχνος δεν
ήθελε καί πρόσταξε τους μαστιγώνοντας
να την κτυπούν δυνατότερα. Και όταν είδε
ότι έπεφταν στην γή οι σάρκες της καί
φαινόταν σαν νεκρή, πρόσταξε να την
ρίψουν παράμερα.
Όταν συνήλθε
η Φεβρωνία την εξέτασε πάλι ο αλιτήριος
λέγοντας: «Πώς σου φαίνεται η πρώτη
συμπλοκή, Φεβρωνία;» Εκείνη απεκρίθη:
«γνώρισες με την πρώτη δοκιμή, ότι με
την βοήθεια του Χριστού, έμεινα ανίκητος
και καταφρονώ τις βασάνους σου». Τότε
πάλιν είπε ο τύραννος: «κρεμάσατέ την
στο ξύλο, και ξεσχίσατε δυνατά τα πλευρά
της με σιδηρά νύχια, έπειτα καταφλέξετε
τα ξεσχισμένα μέλη της έως τα οστά της».
Τοσούτο λοιπόν ξέσχισαν την
Αγία, ώστε έπεφταν στην γή οι σάρκες της
και το αίμα της έρεε ποταμηδόν. Έπειτα
φέρνοντας τη φωτιά κατέκαιαν τα
σπλάγχνα της. Εκείνη βλέποντας προς τον
ουρανό παρακαλούσε τον Θεό να την
ενδυναμώσει και σιώπησε, διότι καιγόταν
από την φωτιά. Τότε πολλοί από
τους παρεστώτες έφυγαν λόγω της πολλής
ωμότητας του ηγεμόνα, και οι υπόλοιποι
τον παρακαλούσαν να την αποσύρουν από
το πυρ και τους άκουσε σβήνοντας την
φωτιά, αλλά την άφησαν κρεμασμένη και
την ρωτούσε, εκείνη όμως δεν μπορούσε
να αποκριθεί. Γι’ αυτό την κατέβασαν
και την έδεσαν στον πάσσαλο, και
ο τύραννος κάλεσε γιατρό που τον πρόσταξε
να κόψει την γλώσσα της για να την κάψουν,
διότι δεν του απεκρίθη. Η Αγία έβγαλε
ευθύς την εύλαλη γλώσσα της, και ένευσε
του γιατρού να την κόψει κατά το πρόσταγμα
του τυράννου. Και έλαβε ο γιατρός τον
σίδηρο να την κόψει, αλλά ο λαός φώναξαν,
δεόμενοι στον ηγεμόνα να τους κάμει την
χάρη αυτή, να την αφήσει. Ο ανήμερος τότε
πρόσταξε να αφήσουν την γλώσσα και να
βγάλουν τα δόντια της. Άρχισε λοιπόν ο
γιατρός να εκριζώνει τα δόντια και όταν
ξερίζωσε τα δεκαεπτά, από τους πόνους
και την αιμορραγία ολιγοψύχησε η Αγία
και προτάσσει τον γιατρό ο τύραννος να
παύσει, της έδωκε δε βότανο θεραπευτικό
για να σταματήσει η ρύση του αίματος.
Τότε πάλι την
ρωτά ο τύραννος: «τί λέγεις, Φεβρωνία;
Προσκυνείς τους θεούς;» Εκείνη απεκρίθη:
«γιατί δεν με θανατώνεις το γρηγορότερο,
για να απέλθω προς τον αγαπημένο μου
Χριστό, αλλά εμποδίζεις τον δρόμο μου;»
Της λέγει ο τύραννος: «Εγώ θα αφανίσω
δια πυρός και ξίφους το σώμα σου,
αναίσχυντο γύναιο, καί θα ταπεινώσω την
αλαζονεία σου». Τότε προστάσσει να
κόψουν, φευ! τους μαστούς της, έπειτα να
κάψουν με φωτιά το στήθος της. Η δε Αγία,
παρακαλούσε τον Θεό να πάρει την ψυχή
της. Και όταν έκαψαν και τους δύο μαστούς,
κατέκαυσαν όλον τον τόπο του στήθους
της και πέρνα η λαύρα του πυρός έως μέσα
στα εντόσθια. Όσοι έβλεπαν όλα αυτά
αναθεμάτιζαν τον τύραννο και τους θεούς
του, ο δε παράνομος τύραννος κατέβασε
την Αγία από τον πάσσαλο, για να της
δώσει καί άλλη κόλαση, αλλά αυτή δεν
μπορούσε ούτε καν να ομιλήσει, μόνον
έπεσε σχεδόν νεκρή και άφωνος.
Τότε
λέγει, ο Πρίμος προς τον Λυσίμαχο: «Γιατί
να απολεσθεί αυτή η ωραιότατη κόρη έτσι
ασπλάγχνως;» Και ο Λυσίμαχος είπε: «Για
πολλών σωτηρία, ίσως δε και εμού αυτού,
την αφήκα να βασανισθεί, για να λάβουν
και άλλοι πολλοί από αυτήν καλό υπόδειγμα».
Η δε Ιερεία, όταν είδε, ότι ο αλιτήριος
Σελήνος σκεπτόταν να υποβάλει την
Φεβρωνία και σε άλλα βασανιστήρια,
στάθηκε ενώπιόν του και τον έβρισε
λέγουσα: «Δεν χόρτασες σε τόσα κακά οπού
έκαμες αυτής της Αγίας κόρης, απάνθρωπε;
ούτε θυμήθηκες τα μέλη της μητρός που
θήλασες, η οποία κακώς σε γέννησε, αλλά
έδειξες τόση ασπλαχνία σ’ αυτήν την
ταπεινή; Εύχομαι να μη σε συγχωρήσει ο
ουράνιος Βασιλεύς, αλλά να σε παιδεύσει
σε τούτον τον κόσμο και στον μέλλοντα».
Αυτά ακούγοντας ο άδικος δικαστής
θύμωσε, και πρόσταξε να την δέσουν και
αυτήν ως κατάδικο, για να την παιδεύσουν,
διότι τον έβρισε. Εκείνη εισήλθε στο
στάδιο χαίρουσα και έλεγε: «Κύριε μου
Ιησού Χριστέ, δέξαι και εμέ την ταπεινή
μετά της κυρίας μου Φεβρωνίας». Τότε οι
φίλοι του Σελήνου τον συμβούλευσαν να
μη κακοποιήσει δημοσία την Ιερεία,
επειδή όλο το πλήθος μαρτυρεί μετ’
αυτής, καί όλη η πόλη απολείται.
Ο
τύραννος, δεν τόλμησε να της κάνει τίποτα
και μη δυνάμενος να την εκδικηθεί,
πρόσταξε να κόψουν τα χέρια της Φεβρωνίας
και το ένα πόδι για το πείσμα της Ιερείας.
Έκοψαν λοιπόν καί τα δύο χέρια της
Μάρτυρος. Όταν έκοπτε το πόδι ο δήμιος
από τον αστράγαλο, δεν πέτυχε ο πέλεκυς
την άρθρωση και την κτύπησε τρεις φορές,
έως ότου να τον κόψει ο άσπλαχνος’ γι’
αυτό όλο το σώμα της μακαρίας συγκλονίσθηκε
από τον πόνο. Και επειδή αισθανόταν
μεγάλους πόνους καί άρρητη κάκωση, άπλωσε
και τον άλλο πόδι, και το έβαλε στο ξύλο
να το κόψει και αυτό, για να ξεψυχήσει
και να μη βασανίζεται. Τούτο βλέποντας
ο άδικος δικαστής, σκλήρυνε περισσότερο,
λέγοντας: «Βλέπετε πόση δύναμη έχει
αυτή η αναίσχυντη»; Έπειτα είπε προς
τον δήμιο: «Κόψε το και αυτό». Όταν έκοψαν
και το άλλο πόδι, είπε προς τον Σελήνο
ο Λυσίμαχος. «Ας πάμε να γευματίσουμε,
καί άφες αυτήν την ταλαίπωρη, επειδή
τόσες κολάσεις της έδωκες». Ο δε
απεκρίθηκε: «Δεν πηγαίνω, μα τους θεούς,
έως να παραδώσει το πνεύμα της». Αφ’ ου
λοιπόν έκαμαν ώρα πολλή, καί ψυχορραγούσε
πλέον η Αγία, ρώτησε τους δήμιους
λέγοντας:
«ακόμη ζει αυτή η
τρισκατάρατη»; Οι δε είπαν: «ναι». Τότε
προστάσσει ο δυσσεβέστατος να κόψουν
την αγία της κεφαλή. Παίρνοντας λοιπόν
την σπάθη ο δήμιος και κρατώντας από
την κόμη την Αγία, έκοψε την τιμία της
κεφαλή την κε’ (25) του Ιουνίου.
Αφού ο παράνομος τύραννος
τελείωσε το θέλημά του πήγε να φάγει. Ο
Λυσίμαχος έμεινε μέσα περίλυπος, καί
έχυνε δάκρυα από καρδίας για την Μάρτυρα,
την οποία δεν άφησε τους Χριστιανούς
να αρπάσουν για να μοιρασθούν το τίμιο
λείψανό της, αλλά πρόσταξε τους στρατιώτες
να το φρουρούν, για να της κάμει πολλή
τιμή, να την ενταφιάσει σώα καί ανελλιπή
στο άγιο Μοναστήρι της. Αυτά αφού πρόσταξε
δεν πήγε στο γεύμα, αλλά κλείσθηκε στο
δωμάτιό του, καί εθρήνει της Φεβρωνίας
τον θάνατο. Ο δε Σελήνος, ο θείος του,
ακούγοντας ότι πικραινόταν ο Λυσίμαχος,
δεν έφαγε ούτε αυτός, αλλά έμεινε με
πολλή αδημονία περίλυπος. Και περιπατώντας
ανήσυχος από το ένα μέρος του παλατιού
στο άλλο, απώλεσε τάς φρένας του, και
κοιτάζοντας προς τον ουρανό εξέβαλλε
φωνές ατάκτους και σαν ταύρος εμυκάτο,
έκανε δε μερικά σημεία σαν των
δαιμονιζομένων καί εμαίνετο’ έπειτα
κτύπησε το κεφάλι του σε μία κολώνα και
κακώς ετελειώθη για την αδικοκρισία,
την οποία κατά της δικαίας κόρης ετέλεσε.
Τότε έγινε
στο πραιτώριο σύγχυση, τρέχοντας όλοι
να δούνε τον κακό του θάνατο. Πήγε καί
ο Λυσίμαχος και έσεισε την κεφαλή του
ώρα πολλή, λέγοντας: «Μέγας ο Θεός των
Χριστιανών, ο οποίος εξεδίκησε το δίκαιο
αίμα της Φεβρωνίας, που εχύθη αδίκως».
Κατόπιν προσκάλεσε τον Πρίμο καί του
λέγει να κανονίσει τα περί της ταφής
της Αγίας: «.στείλε πανταχού κήρυκας να
διαλαλήσουν, να συναχθούν Χριστιανοί
χωρίς φόβο ή δειλία. Καί όταν ο κόσμος
συναχθεί, ας σηκώσουν ευλαβώς οι
στρατιώτες το άγιο λείψανο να το
μεταφέρουν στο Μοναστήρι της Βρυένης.».
Τότε ο Πρίμος τέλεσε όσα πρόσταξε ο
Λυσίμαχος, και σήκωσαν οι καλύτεροι
στρατιώτες το άγιο λείψανο, αυτός δε ο
Πρίμος κράτησε την τιμία κεφαλή, τα
χέρια, τα πόδια και τα άλλα μέλη στην
χλαμύδα του με ευλάβεια. Και πηγαίνοντας
στο Μοναστήρι συνέτρεχε πλήθος του λαού
αναρίθμητο.
Φθάσαντες εκεί μετά
βίας, απέθεσαν το άγιο λείψανο στην
Εκκλησία, η δε Βρυένη όταν είδε έτσι
κατακεκομμένο το σώμα της Μάρτυρος,
λιγοψύχησε και έπεσε στην γη, και μετά
από ώρα πολλή σηκώθηκε και το αγκάλιασε
λέγουσα. «Ουαί μοι, θύγατερ ότι σήμερα
στερηθήκαμε της γλυκύτατης παρουσίας
σου και δεν έχομε άλλον διδάσκαλο να
μας αναγινώσκει τις βίβλους τόσο
επιμελέστατα». Τότε ήλθαν και οι άλλες
Μοναχές κλαίοντας’ αλλά περισσότερο
από αυτές θρηνούσε η ευλαβής Ιερεία
λέγουσα: «Οίμοι, γλυκύτατη μου Φεβρωνία,
ποια αμοιβή να σου δώσω, για την μεγίστη
ευεργεσία, οπού μου έκαμες να με εξαγάγεις
από το σκότος της αγνωσίας, πάνσοφε; Ας
προσκυνήσω τους αγίους πόδας σου, που
επάτησαν την κεφαλή του όφεως’ ας φιλήσω
τις πληγές των αγίων μελών σου, γιά των
οποίων η ψυχή μου ιάθη’ ας στεφανώσω
με άνθη εγκωμίων την σεβασμία κορυφή
σου, η οποία έστεψε το γένος μας με το
κάλλος των αγώνων σου». Αυτά και άλλα
πολλά έλεγαν οι αδελφές οι οποίες έκαμαν
αγρυπνία ολονυκτία ιστάμενοι έως το
πρωί, με υμνωδίες τω Κυρίω ψάλλοντες.
Ο δε Λυσίμαχος είπε προς τον κόμητα.
«Εγώ, αγαπημένε μου, Πρίμε, από την
σήμερον αποτάσσομαι την πλάνη του πατρός
μου, με όλη την περιουσία του, και πιστεύω
στον Δεσπότη μου Ιησού Χριστό». Του
λέγει ο Πρίμος· «το όμοιον κάμνω και
εγώ, κύριέ μου. Αναθεματίζω τον
Διοκλητιανό με όλους του τους θεούς,
και υποτάσσομαι τω Χριστώ εξ όλης καρδίας
μου». Τότε λοιπόν επήγαν μαζί στο
Μοναστήρι με πλήθος λαού αναρίθμητο,
και φέροντες το γλωσσόκομο έθεσαν
σ’ αυτό το τίμιο λείψανο, και έβαλαν
όλα τα άγια μέλη καθ’ ένα στον τόπο του,
ήτοι την κεφαλή, τα χέρια καί τα πόδια,
τους δε οδόντας έθεσαν στο στήθος της,
και ευωδιάσαντες αυτό με μύρα και
αρώματα, το έβαλαν σε τόπο επίσημο,
δοξάζοντες και ευχαριστούντες τον
Κύριο. Και πολύ πλήθος Ελλήνων-ειδωλολατρών
επίστευσαν τω Χριστώ και εβαπτίσθησαν.
Ομοίως ο Πρίμος και ο Λυσίμαχος
εβαπτίσθησαν και αρνήθησαν τον κόσμο
τελείως, ούτε επέστρεψαν στον δυσσεβή
βασιλέα, αλλά επήγαν στον Αρχιμανδρίτη
Μαρκελλίνο, και τους έκαμε Μοναχούς,
και ετελείωσαν την ζωή των ασκητικώς,
με πολιτεία θεάρεστη. Εβαπτίσθησαν δε
και πολλοί στρατιώτες, καί τελείωσαν
τον βίο θεάρεστα. Ομοίως και η συγκλητική
Ιερεία με τους γονείς της απηρνήθησαν
τον κόσμο και εκουρεύθησαν στο Μοναστήρι,
στο οποίο αφιέρωσαν όλο τον πλούτο τους.
Η δε μακαρία Ιερεία παρεκάλεσε την
Βρυένη, λέγουσα: «Δέομαί σου, μήτερ
και δέσποινα, να με έχεις αντί της
Φεβρωνίας υποτακτική για να εκτελώ όλα
σου τα προστάγματα». Εξώδευσε δε την
προίκα της όλη στο Ναό ιερώς η Ιερεία
και τον στόλισε’ και τα χρυσά και αργυρά
της κοσμήματα έλυσε καί χρύσωσε της
μακαρίας Φεβρωνίας το γλωσσόκομο, στο
οποίο εγίνοντο θαυμάσια άπειρα. Και
μάλιστα την ημέρα της εορτής αυτής, όταν
έψαλλαν οι Μοναχές την αγρυπνία, εφαίνετο
και αυτή στο μέσον αυτών περί το
μεσονύκτιο, και έστεκε στον τόπο της,
έως την τρίτη ευχή και την έβλεπαν όλες
οι Μοναχές, αλλά δεν ετόλμα καμία να την
αγγίξει ή να την ρωτήσουν ολότελα. Όταν
τον πρώτο χρόνο, οπού την είδαν, εφοβήθησαν
όλες οι Μοναχές, και ποσώς δεν την
επλησίασαν. Η δε Ηγουμένη φώναξε: «ιδού
η Φεβρωνία, το τέκνο μου». Και μόλις
εσίμωσε να την αγκαλιάσει έγινε άφαντος.
Γι’ αυτό από τότε δεν ετόλμα καμία να
την πλησιάσει, μόνο την έβλεπαν και
έκλαιαν από την χαρά σ’ αυτήν την
θαυμάσια οπτασία.
Όταν ο Επίσκοπος εκείνης
της πόλεως έκτιζε έξι χρόνους ναό
περικαλλή στο όνομα της Αγίας Φεβρωνίας,
καί όταν τον τελείωσε, επήγαν όλοι οι
Επίσκοποι στο Μοναστήρι, να ζητήσουν
το άγιο λείψανο της Αγίας, για να το
φέρουν στον νέο Ναό. Η δε Ηγουμένη και
όλες οι αδελφές, έπεσαν στα πόδια των
Επισκόπων μετά δακρύων παρακαλώντας
να μην τις υστερήσουν αυτό τον θησαυρό.
Η δε Ηγουμένη κατέληξε ότι «.αν αυτό το
έργο αρεστό της Αγίας και της αγιοσύνης
σας, τίς είμαι εγώ να το εμποδίσω; υπάγετε
λοιπόν και σηκώσατέ την, εάν είναι Θεού
θέλημα».
Τότε επήγαν
οι Αρχιερείς στον τάφο της Μάρτυρος,
και αναγίνωσκαν τις ευχές να σηκώσουν
το γλωσσόκομο. Όταν επλήρωσαν την ευχή
οι Επίσκοποι και άπλωσαν τα χέρια να
σηκώσουν το άγιο λείψανο, γίνεται ευθύς
στον αέρα βροντή μεγάλη και φοβερά τόσο,
ώστε έπεσαν κατά γης όλοι έντρομοι. Και
πάλι όταν πέρασε λίγη ώρα και συνήλθαν
από τον φόβο, ξαναδοκίμασαν να το
σηκώσουν, αλλά δεν μπόρεσαν διότι τόσο
μέγας και φοβερός σεισμός έγινε, ώστε
φαινόταν ότι ήθελε να πέσει όλη η πόλη.
Τότε εγνώρισαν όλοι, ότι δεν ήθελε η
Αγία να φύγει από το Μοναστήρι. Με
θαυμαστό τρόπο, επέτρεψε μόνο να δοθεί
ένα δόντι της στον Επίσκοπο και τον
έθεσαν στο Άγιο Θυσιαστήριο του νέου
Ναού όπου και εποίησε πολλά θαυμάσια.
Τυφλοί ανέβλεπαν, χωλοί ανωρθούντο,
περιπατούσαν παράλυτοι, οι δαίμονες
από τους ασθενείς εδιώκοντο. Τούτο
πανταχού ακούοντες, συνέτρεχαν όλοι
από πάσης χώρας και πόλεως φέροντες
τους αρρώστους, άλλους με τους κραββάτους,
και άλλους σε άλογα ζώα φορτωμένους,
και όλοι εθεραπεύοντο. Και δεν έπαυσαν
ποτέ οι θαυματουργίες, ότι όχι μόνον
τότε, αλλά και κάθε καιρό κάμνει σε όλους
θαυμάσια ο φιλάνθρωπος και υπεράγαθος
Θεός, ο οποίος δόξασε την πανένδοξο και
καλλίνικο αυτού Οσιομάρτυρα. Καθώς και
αυτή η αείμνηστος και πολύαθλος εδόξασε
αυτόν με τον αγώνα της φρικτής εκείνης
αθλήσεως.