A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2015

Η ΕΙΡΗΝΗ (Ὅσιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης)





Ὅλοι ἐπιθυμοῦν τὴν εἰρήνη,
μὰ δὲν ξέρουν πῶς νὰ τὴν ἀποκτήσουν. 
Ὁ Μέγας Παΐσιος κυριεύθηκε ἀπὸ θυμὸ καὶ παρακάλεσε τὸν Κύριο νὰ τὸν ἐλευθερώσει ἀπὸ αὐτὸ τὸ πάθος. Ὁ Κύριος ἐμφανίστηκε σ᾿ αὐτὸν καὶ τοῦ εἶπε: «Παΐσιε, ἂν θέλεις νὰ μὴν ὀργίζεσαι, μὴν ἐπιθυμεῖς τίποτε, μὴ κρίνεις καὶ μὴ μισήσεις κανένα καὶ θὰ ἔχεις τὴν εἰρήνη». Ἔτσι κάθε ἄνθρωπος ποὺ κάνει τὸ θέλημά του νὰ ὑποχωρεῖ ἔναντι τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων, θὰ εἶναι πάντα εἰρηνικὸς στὴν ψυχή. Ὅποιος ὅμως ἀγαπᾶ νὰ κάνει τὸ θέλημά του, αὐτὸς δὲν θἄχει εἰρήνη.

Ψυχὴ ποὺ παραδόθηκε στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ὑποφέρει εὔκολα κάθε θλίψη καὶ κάθε ἀσθένεια· γιατὶ τὸν καιρὸ τῆς ἀσθένειας παραμένει στὴ θέα τοῦ Θεοῦ καὶ προσεύχεται: «Κύριε, Σὺ βλέπεις τὴν ἀσθένειά μου. Ἐσὺ ξέρεις πόσο ἁμαρτωλὸς καὶ ἀδύνατος εἶμαι· βοήθησε μὲ νὰ ὑπομένω καὶ νὰ εὐχαριστῶ τὴν ἀγαθότητά Σου». Καὶ ὁ Κύριος ἀνακουφίζει τὸν πόνο καὶ ἡ ψυχὴ αἰσθάνεται τὴν ἐγγύτητα τοῦ Θεοῦ καὶ μένει κοντὰ στὸν Θεὸ γεμάτη χαρὰ καὶ εὐγνωμοσύνη.

Ἂν ὑποστεῖς καμιὰν ἀποτυχία, σκέψου: «Ὁ Κύριος βλέπει τὴν καρδιά μου καὶ ἂν εἶναι θέλημά Του, ὅλα θὰ εἶναι γιὰ τὸ καλὸ τὸ δικό μου καὶ τῶν ἄλλων». Ἔτσι ἡ ψυχή σου θὰ ἔχει πάντα εἰρήνη. Ἀλλ᾿ ἂν ἀρχίζει κανεὶς νὰ παραπονεῖται: αὐτὸ δὲν εἶναι καλό, ἐκεῖνο δὲν εἶναι ὅπως πρέπει, τότε ποτὲ στὴν ψυχή του δὲν θὰ ὑπάρχει εἰρήνη, ἔστω κι ἂν νηστεύει καὶ προσεύχεται πολύ…

Ὁ Κύριος μᾶς ἀγαπᾶ κι ἔτσι μποροῦμε νὰ μὴ φοβόμαστε τίποτε, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία· γιατὶ ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας χάνεται ἡ χάρη καὶ χωρὶς τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ ὁ ἐχθρὸς παρασύρει τὴν ψυχή, ὅπως παρασύρει ὁ ἄνεμος τὰ ξερὰ φύλλα ἢ τὸν καπνό. …

Τὸ κατόρθωνε γιατὶ ἀγαποῦσε τὸν λαὸ καὶ δὲν ἔπαυε νὰ προσεύχεται γι᾿ αὐτόν:
«Κύριε, δῶσε τὴν εἰρήνη Σου στὸν λαό Σου».

«Κύριε, δῶσε στοὺς δούλους Σου τὸ Πνεῦμα Σου τὸ Ἅγιο, γιὰ νὰ θάλπει τὶς ψυχές τους μὲ τὴν ἀγάπη Σου καὶ νὰ τοὺς ὁδηγεῖ σ᾿ ὅλη τὴν ἀλήθεια καὶ σὲ κάθε ἀγαθό». …

Ἔτσι, προσευχόμενος συνεχῶς γιὰ τὸν λαό, διαφύλασσε τὴν εἰρήνη τῆς ψυχῆς, ἐνῶ ἐμεῖς τὴν στερούμαστε, γιατὶ δὲν ὑπάρχει μέσα μας ἀγάπη γιὰ τὸν λαὸ. Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ ὅλοι οἱ Ἅγιοι ποθοῦσαν τὴν σωτηρία τοῦ λαοῦ καὶ, ὅταν βρίσκονταν ἀνάμεσα σ᾿ ἀνθρώπους, προσεύχονταν διακαῶς γι᾿ αὐτούς. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα τοὺς ἔδινε τὴ δύναμη ν᾿ ἀγαποῦν τὸν λαὸ. Κι ἐμεῖς, ἂν δὲν ἀγαποῦμε τὸν ἀδελφό, δὲν θὰ ἔχομε εἰρήνη. …

Ὁ Ὅσιος Παΐσιος ὁ Μέγας προσευχόταν γιὰ ἕνα μαθητή του ποὺ ἀρνήθηκε τὸν Χριστό. Ἐνῶ λοιπὸν προσευχόταν, τοῦ ἐμφανίστηκε ὁ Κύριος καὶ τοῦ εἶπε: «Παΐσιε, γιὰ ποιὸν παρακαλεῖς ; Δὲν ξέρεις πῶς μ᾿ ἔχει ἀρνηθεῖ ;» Ὁ Παΐσιος ὅμως ἐσυνέχιζε νὰ λυπᾶται τὸν μαθητή του καὶ τότε τοῦ εἶπε ὁ Κύριος: «Παΐσιε, ἔγινες ὅμοιος μὲ μένα στὴν ἀγάπη».

Ἔτσι ἀποκτᾶται ἡ εἰρήνη καὶ ἐκτὸς ἀπ᾿ αὐτὸν δὲν ὑπάρχει ἄλλος δρόμος. …

Ψυχὴ ἁμαρτωλή, αἰχμάλωτη στὰ πάθη, δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει εἰρήνη καὶ χαρὰ ἐν Κυρίῳ, ἔστω κι ἂν ἔχει ὅλα τὰ πλούτη τῆς γῆς, ἔστω κι ἂν βασιλεύει σ᾿ ὅλο τὸν κόσμο. Ἂν σ᾿ ἕνα τέτοιο βασιλιὰ, τὴν ὥρα ποὺ διασκεδάζει σὲ συμπόσιο μὲ τοὺς πρίγκιπές του καθισμένος στὸ θρόνο του δοξασμένος, ἂν τοῦ ποῦμε ξαφνικά: «Βασιλιὰ, πεθαίνεις σὲ λίγο», τότε ἡ ψυχή του θὰ ταραζόταν, θὰ ἔτρεμε ἀπὸ τὸ φόβο καὶ θὰ ἔβλεπε τὴν ἀδυναμία του.

Πόσοι ὅμως ὑπάρχουν φτωχοὶ, ἀλλὰ πλούσιοι σὲ ἀγάπη γιὰ τὸν Θεό, ποὺ ἂν τοὺς ἔλεγαν: «Τώρα πεθαίνεις», θὰ ἀπαντοῦσαν εἰρηνικά: «Ἂς γίνει τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου. Ἂς εἶναι δοξασμένος ὁ Κύριος, γιατὶ μὲ θυμήθηκε καὶ θέλει νὰ μὲ πάρει ἐκεῖ, ὅπου πρῶτος μπῆκε ὁ ληστής». …

Δόξα Σοι, Κύριε, γιατὶ τώρα ἔρχομαι σὲ Σένα καὶ θὰ βλέπω αἰώνια μὲ εἰρήνη καὶ ἀγάπη τὸ Πρόσωπό Σου. Τὸ ἱλαρὸ, πράο βλέμμα Σου αἰχμαλώτισε τὴν ψυχή μου καὶ αὐτὴ λιώνει γιὰ Σένα». …

Ἂν ὅμως συνηθίσομε νὰ προσευχόμαστε θερμὰ γιὰ τοὺς ἐχθρούς μας καὶ νὰ τοὺς ἀγαποῦμε, θὰ παραμείνει γιὰ πάντα ἡ εἰρήνη στὶς καρδιές μας.

Δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει εἰρήνη ἡ ψυχή, ἂν δὲν μελετᾶ μέρα καὶ νύχτα τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ αὐτὸς ὁ νόμος γράφτηκε ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ πηγαίνει ἀπὸ τὴ Γραφὴ στὴν ψυχή. Κι ἡ ψυχὴ αἰσθάνεται γλυκύτητα καὶ εὐχαρίστηση γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν θέλει πιὰ ν᾿ ἀγαπᾷ τὰ ἐπίγεια, γιατὶ ἡ ἀγάπη γιὰ τὰ ἐπίγεια ἐρημώνει τὸν νοῦ. Ἡ ψυχὴ τότε καταλαμβάνεται ἀπὸ ἀθυμία, ἀγριεύει καὶ παύει νὰ προσεύχεται. Κι ὁ ἐχθρός, βλέποντας πῶς ἡ ψυχὴ ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸν Θεό, τὴν σαλεύει καὶ εὔκολα συγχύζει τὸν νοῦ μὲ διάφορους ἄτακτους λογισμοὺς κι ἔτσι περνᾶ ὁλόκληρη τὴ μέρα καὶ δὲν μπορεῖ νὰ βλέπει καθαρὰ τὸν Κύριο.

Ὅποιος ἔχει μέσα του τὴν εἰρήνη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, σκορπίζει εἰρήνη καὶ στοὺς ἄλλους. Ὅποιος ὅμως ἔχει μέσα του πνεῦμα κακὸ, σκορπᾶ καὶ στοὺς ἄλλους τὸ κακό. …

Ὁ θυμώδης ἄνθρωπος ὑποφέρει ὁ ἴδιος μεγάλο μαρτύριο ἀπὸ πονηρὸ πνεῦμα, ἐξαιτίας τῆς ὑπερηφανείας του. Ὁ ὑφιστάμενος, ὅποιος κι ἂν εἶναι, πρέπει νὰ τὸ καταλαβαίνει καὶ νὰ προσεύχεται γιὰ τὸν ψυχικὰ ἄρρωστο προϊστάμενό του καὶ τότε ὁ Κύριος, βλέποντας τὴν ὑπομονή του, θὰ τοῦ δώσει ἄφεση ἁμαρτιῶν καὶ ἀδιάλειπτη προσευχὴ. Εἶναι μέγα ἔργον ἐνώπιόν του Θεοῦ τὸ νὰ προσεύχεται κανεὶς γι᾿ αὐτοὺς ποὺ τὸν ἀδικοῦν καὶ τὸν προσβάλλουν. Ἐξαιτίας αὐτοῦ θὰ τοῦ δώσει ὁ Κύριος τὴ χάρη καὶ θὰ γνωρίσει μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα τὸν Κύριο. Κι ἔτσι θὰ ὑπομείνει τότε, χάριν τοῦ Κυρίου, μὲ χαρὰ ὅλες τὶς θλίψεις καὶ θὰ τοῦ δώσει ὁ Κύριος ἀγάπη γιὰ ὅλο τὸν κόσμο καὶ θὰ ἐπιθυμεῖ ὁλόψυχα τὸ καλὸ γιὰ ὅλους καὶ θὰ προσεύχεται γιὰ ὅλους ὅπως γιὰ τὴν ψυχή του.

Ὁ Κύριος μᾶς ἔδωσε τὴν ἐντολὴ ν᾿ ἀγαποῦμε τοὺς ἐχθροὺς καὶ ὅποιος ἀγαπᾶ τοὺς ἐχθροὺς ἐξομοιώνεται μὲ τὸν Κύριο. Ἡ ἀγάπη γιὰ τοὺς ἐχθροὺς δὲν εἶναι δυνατὴ παρὰ μόνο μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γι᾿ αὐτὸ, μόλις σὲ προσβάλει κανείς, προσευχήσου γι᾿ αὐτὸν στὸν Θεὸ κι ἔτσι θὰ διατηρήσεις τὴν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ στὴν ψυχή σου. …

Ἂν κάποιος ὡς προϊστάμενος ἀναγκαστεῖ νὰ δικάσει ἕναν ἄλλο γιὰ κάποιο παράπτωμα, πρέπει νὰ παρακαλεῖ τὸν Κύριο νὰ τοῦ δώσει συμπάσχουσα καρδιά, τὴν ὁποία ἀγαπᾶ ὁ Κύριος, καὶ τότε θὰ κρίνει σωστὰ. Ἂν κρίνει ὅμως λαμβάνοντας ὑπόψη μόνο τα ἔργα τοῦ ὑποδίκου, τότε θὰ πέσει σὲ λάθη καὶ δὲν θ᾿ ἀρέσει στὸν Κύριο.

Πρέπει νὰ κρίνει κανεὶς μὲ σκοπὸ τὴ διόρθωση τοῦ ἀνθρώπου καὶ συνεπῶς εἶναι ἀνάγκη νὰ συμπονῇ ὁ δικαστῆς κάθε ψυχή, κάθε πλάσμα καὶ κτίσμα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἔχει καθαρὴ συνείδηση σ᾿ ὅλες τὶς πτυχὲς τῆς ζωῆς του καὶ τότε θὰ βρεῖ βαθιὰ εἰρήνη στὴν ψυχὴ καὶ τὸν νοῦ. …

Ἂν ἐγνώριζαν οἱ βασιλιάδες καὶ οἱ κυβερνῆτες τῶν λαῶν τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, δὲν θὰ ἔκαναν ποτὲ πόλεμο. Ὁ πόλεμος προέρχεται ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν ἀγάπη. Ὁ Κύριος μᾶς ἐδημιούργησε κατὰ τὴν ἀγάπη Του καὶ μᾶς παρήγγειλε νὰ ζοῦμε μὲ ἀγάπη.

Ἂν οἱ ἄρχοντες τηροῦσαν τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου καὶ ὁ λαὸς καὶ οἱ ὑπήκοοι ὑπάκουαν μὲ ταπείνωση, θὰ ὑπῆρχε μεγάλη εἰρήνη καὶ ἀγαλλίαση πάνω στὴ γῆ. Ἐξαιτίας ὅμως τῆς φιλαρχίας καὶ τῆς ἀνυπακοῆς τῶν ὑπερήφανων ὑποφέρει ὅλη ἡ οἰκουμένη. …

Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2015

ΟΜΙΛΙΑ ΕΚΦΩΝΗΘΕΙΣΑ ΕΙΣ ΠΕΡΙΟΔΟΝ ΠΕΙΝΗΣ ΚΑΙ ΞΗΡΑΣΙΑΣ (Μέγας Βασίλειος)

Η ΑΛΛΗ ΟΨΙΣ: «Στην παρούσα εξαιρετική ομιλία του Μ. Βασιλείου, ο αναγνώστης μπορεί να εντοπίσει πλήθος ομοιοτήτων με την σημερινή κατάσταση κρίσης, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι οι σημερινές αιτίες των οικονομικών προβλημάτων δεν φαίνονται να είναι τόσο άμεσες με την ανομβρία και την έλλειψη αγαθών από την μη καρποφορία της γης». 

------------------------------------------------

«Όταν o λέων βρυχηθή, ποιός δεν θα φοβηθή; Όταν Κύριος ο Θεός ομιλή, ποιός δεν θα προφητεύση;». Ας αρχίσωμεν τον λόγον μας με τα προφητικά λόγια και ας πάρωμεν συνεργόν εις την ανάγκην των προκειμένων, δηλαδή τώρα που εκθέτομεν και την σκέψιν και την γνώμην διά αυτά που είναι συμφέροντα, τον θεοφόρον Αμώς, ο οποίος εθεράπευσε συμφοράς, όμοιας με τα κακά που υπερβολικά ενοχλούν ημάς. Διότι και ο προφήτης αυτός, κατά την διαδρομήν των παλαιοτέρων χρόνων, όταν ο λαός είχεν εγκαταλείψει την πατρικήν ευσέβειαν και είχε καταπατήσει την ακρίβειαν των νόμων και είχε ξεγλυστρίσει εις την λατρείαν των ειδώλων, εκήρυξε την μετάνοιαν, με το να συμβουλεύη την επιστροφήν και με το να εξαγγέλλη την απειλήν των τιμωριών. Εγώ δε μακάρι να επωφεληθώ μέχρι ενός σημείου από τον ζήλον τής παλαιάς ιστορίας, όχι όμως και το να ιδώ επί πλέον να ακολουθή η έκβασις των τότε γεγονότων.

 Αφού δηλαδή ο λαός απείθησε και ωσάν άγριον και δυσυπότακτον πουλάρι εδάγκασε τα χαλινάρια, δεν ωδηγήθη προς το συμφέρον· αλλά αφού εξέφυγεν από τον ίσιον δρόμον, έτρεξε τόσον πολύ άτακτα και εξηγριώθη εναντίον τού καβαλλάρη μέχρι του σημείου να πέση εις τα βάραθρα και τους κρημνούς και να υποστή πανωλεθρίαν, άξιαν προς την ανυπακοήν του. Αυτό μακάρι να μη συμβή τώρα εις ημάς, παιδιά μου, «που σας εγέννησα διά του Ευαγγελίου» και σας εσπαργάνωσα δια της ευλογίας των χεριών μου. Αλλ’ ας υπάρχη αγαθή ακοή, ψυχή πρόθυμος, που να δέχεται απαλά τας συμβουλάς, να υποχωρή εις τον ομιλητήν, όπως το κηρί εις τον σφραγιστήν, διά να λάβω και εγώ με μίαν τέτοιαν επι­μέλειαν, γλυκύν καρπόν από τους κόπους και εσείς να επαινέ­σετε την συμβουλήν που γίνεται, όταν θα έχωμεν απαλλαγή από τας συμφοράς. Ποίον λοιπόν είναι αυτό που επισημαίνει μεν ο λόγος, αλλά κρατεί ακόμη εις αβεβαιότητα τας ψυχάς, με την ελπίδα να το ακούσουν, διότι βραδύνει να ανακοινώση το αναμενόμενον;


Βλέπομεν, αδελφοί, τον ουρανόν ερμητικά κλειστόν, γυμνόν και ανέφελον, να κάμνη μισητήν αυτήν την αιθρία και να προκαλή λύπην με την καθαρότητα, την οποίαν πάρα πολύ επεθυμούσαμεν προηγουμένως, όταν κάποτε, αφού εσκεπάσθη διά πολύν καιρόν με τα σύννεφα, μας έκαμε σκοτεινούς και ανήλιους. Και η γη αφού κατηξηράνθη εις το έπακρον εί­ναι δυσάρεστος εις το να την ιδή κανείς· είναι στείρα δε και άγο­νος διά την γεωργίαν· έχει κομματιασθή εις σχίσματα και δέχεται κατάβαθα την ακτίνα να την φωτίζη. Και αι πλούσιαι και α­στείρευτοι πηγαί μάς έλειψαν και τα νερά τών μεγάλων ποτα­μών εστείρευσαν, μικρότατα δε παιδιά τα διαβαίνουν πεζά και αι γυναίκες τα περνούν φορτωμέναι. Πολλούς από ημάς, μας έλειψεν ακόμη και το πόσιμον νερόν και κινδυνεύομεν διά τούτο να πεθάνωμεν. Ως νέοι Ισραηλίται, που αναζητούν νέον Μωυσήν και θαυματουργικόν ραβδί, διά να ικανοποιή­σουν, αφού και πάλιν κτυπηθούν αι πέτραι, την ανάγκην τού λαού που διψά· σύννεφα δε παράδοξα να καταβρέξουν εις τους ανθρώπους τροφήν ασυνήθη, όπως το μάννα. Ας προσέξωμεν να μη γίνωμεν εις τους μεταγενεστέρους θλιβερόν διή­γημα πείνης και τιμωρίας.

Αντίκρυσα τα χωράφια και έκλαψα πολύ διά την ακαρ­πίαν των, και εσκόρπισα τον θρήνον, επειδή εις ημάς δεν έπεσε βροχή. Αλλά μεν από τα σπέρματα έχουν ξηρανθή προτού φυτρώσουν, διότι παρέμειναν μέσα εις τους σβώλους, όπως τα εσκέπασε το αλέτρι. Αλλά, δε μόλις εφύτρωσαν ολίγον και εβλάστησαν, τα κατεμάρανεν αξιολύπητα ο καύσων, έτσι ώστε τώρα ευκαίρως να αντιστρέψη κάνεις τον ευαγγελικόν λόγον και να ειπή· οι μεν εργάται πολλοί, ο δε θερισμός ού­τε ολίγος. Και οι γεωργοί, καθήμενοι εις τα χωράφια και πιάνοντες τα γόνατά τους με τα χέρια των (διότι αυτός εί­ναι ο τρόπος αυτών που πενθούν), κλαίουν διά τους χαμέ­νους κόπους των. Αντικρύζουν τα μικρά παιδιά και οδύρον­ται, ατενίζουν τας γυναίκας και θρηνούν, χαϊδεύουν και ψηλαφίζουν τα ξηρά χορτάρια τών γεννημάτων και κραυγάζουν δυνατά, ωσάν οι πατέρες που έχουν χάσει τα παιδιά των επά­νω εις το άνθος τής ηλικίας των. Ας λεχθή λοιπόν και προς ημάς από τον ίδιον προφήτην, που ολίγον προηγουμένως εις το προοίμιον ανεφέραμεν «εγώ επίσης, λέγει, κατεκράτησα από σας την βροχήν τρεις μήνας προ του θερισμού και έβρεξα εις μίαν πόλιν και εις άλλην πόλιν δεν έβρεξα. Το ένα χωράφι εποτίσθη και το άλλο, εις το οποίον δεν έβρεξα, εξηράνθη. Και συνηθροίζοντο δύο ή τρεις πόλεις εις μίαν διά να πίουν νερόν, χωρίς να ημπορούν να κατασβέσουν την δίψαν των· και αυτά διότι σεις δεν επιστρέψατε εις εμέ, λέγει, ο Κύριος». Ας μάθωμεν λοιπόν ότι ο Θεός μάς δίδει αυτά τα χτυπήματα, διότι απεμακρύνθημεν από αυτόν και αμελήσαμεν.Δεν επιδιώκει να μας συντρίψη, αλλά φροντίζει να μας διορθώση, όπως κάμνουν οι καλοί από τους πατέρες και αυτοί που φροντίζουν διά τα τέκνα, οι οποίοι θυμώνουν εναντίον τών νέων και εξοργίζονται, όχι διότι θέλουν να τους κακοποιήσουν, αλλά διά να τους οδηγήσουν από την νηπιώδη αδιαφορίαν και τα αμαρτήματα της νεότητος εις την επιμέλειαν. Κυττάτε λοιπόν πως η πληθώρα των ιδικών μας αμαρτημάτων έβγαλε και τας εποχάς από την ιδίαν των την φύσιν και ήλλαξε τα είδη τών καιρών εις αλλόκοτα ανακατώματα. Ο χειμών δεν είχε την συνήθη υγρασίαν μαζί με την ξηρασίαν, αλλά όλην την υγρασίαν την έκαμε παγωνιάν και την απεξήρανε και επέρασε χωρίς χιόνια και βροχάς. Η άνοιξις πάλιν έδειξε μεν το ένα μέρος από τα χαρακτηριστικά της, εννοώ την θερμότητα, δεν είχεν όμως την βροχεράν περίοδον. Ζέστη δε και παγωνιά παραδόξως υπερέβησαν τα φυσικά όρια και αδίκως συνεφώνησαν εις το να μας βλάψουν και εξαποστέλλουν από τον βίον και την ζωήν τούς ανθρώπους. Ποία λοιπόν είναι η αιτία τής αταξίας και της συγχύσεως; Από πού προέρχεται αυτός ο νεωτερισμός των καιρών; Ως άνθρωποι μυαλωμένοι ας ερευνήσωμεν ως λογικοί ας συλλογισθούμεν. Μήπως ο κυβερνήτης τού σύμπαντος δεν υπάρχει; Μήπως ο αριστοτέχνης Θεός εξέχασε την πρόνοιάν του; Μήπως έχασε την εξου­σίαν και την δύναμιν; Ή κατέχει μεν την ίδιαν δύναμιν και δεν απώλεσε την εξουσίαν, παρεφέρθη δε εις σκληρότητα και μετέβαλεν εις μισανθρωπίαν την υπερβολικήν αγαθότητα και την κηδεμονίαν του προς ημάς; Σώφρων άνθρωπος δεν θα ημπορούσε να το ειπή. Αλλ’ είναι ολοφάνερα τα αίτια λόγω των οποίων δεν κυβερνώμεθα. Ενώ ημείς λαμβάνομεν, δεν δίδομεν εις άλλους. Ενώ επαινούμεν την ευεργεσίαν, την αποστερούμεν από εκείνους που την χρειάζονται. Ενώ είμεθα δού­λοι και ελευθερωνόμεθα, δεν ευσπλαγχνιζόμεθα τους συνδούλους μας. Ενώ πεινώμεν και τρεφόμεθα, περιφρονούμεν τον ενδεή. Ενώ έχομεν Θεόν, ανενδεή χορηγόν και ταμίαν, έχομεν γίνει σφιχτοχέρηδες και αμέτοχοι εις τας ανάγκας τών πτωχών. Τα πρόβατά μας είναι γόνιμα και όμως οι γυμνοί είναι περισ­σότεροι από τα πρόβατα. Αι αποθήκαι από το πλήθος των αποθηκευμένων αγαθών στενοχωρούνται και ημείς δεν ελεούμεν αυτόν που στενάζει. Διά τούτο η δικαία κρίσις μάς απειλεί. Διά τούτο και ο Θεός δεν ανοίγει το χέρι του, διότι ημείς απεκλείσαμεν την φιλαδελφίαν. Διά τούτο τα χωράφια είναι ξηρά, διότι η αγάπη επάγωσεν.


Η φωνή αυτών που κάμνουν λιτανείαν εις τα χαμένα βοά και διασκορπίζεται εις τον αέρα. Διότι ούτε ημείς ηκούσαμεν αυτούς που εζητούσαν από ημάς. Οποία δε η προσευχή μας και η δέησις; Οι άνδρες, πλην ολίγων, ασχολείσθε με το εμπόριον και αι γυναίκες τούς υπηρετείτε εις την εργασίαν του μαμωνά. Ολίγοι είναι μαζί μου και με την προσευχήν, και αυτοί αισθάνονται ζάλην, χασμωριούνται, συνεχώς γυ­ρίζουν και παρακολουθούν πότε θα τελειώση ο ψάλτης τους στίχους, πότε θα απολυθούν από την εκκλησίαν, ωσάν από φυλακήν και από την ανάγκην τής προσευχής. Και μάλιστα τα παιδιά, οι μικροί αυτοί που άφησαν τα βιβλία των εις τα σχολεία και συμπροσεύχονται μαζί μας, περιτριγυρίζουν το πράγμα μάλλον ωσάν ευκολίαν και διασκέδασιν και μεταβάλλουν την λύπην μας εις εορτήν, διότι απαλλάσσονται δι’ ολίγον από την φορτικότητα του διδασκάλου και την φρον­τίδα τών μαθημάτων. Το πλήθος όμως των ώριμων ανδρών και ο λαός που είναι περιπεπλεγμένος εις τας αμαρτίας, αχαλίνωτος και ελεύθερος και χαρούμενος βολτάρει εις την πόλιν. Αυτός περιφέρει την αιτίαν τών κακών εις τας ψυχάς, αυτός υπεκίνησε και απειργάσθη την συμφοράν. Βρέφη δε που δεν νοιώθουν και είναι ακατηγόρητα σπεύδουν και συνωθούνται προς την εξομολόγησιν, χωρίς να έχουν ούτε την αιτίαν αυτών που προξενούν την λύπην ούτε την γνώσιν ή την δύναμιν της συνήθειας να προσευχηθούν. Εσύ, παρακαλώ, προχώρησε εις το μέσον, εσύ που είσαι ανακατωμένος με τας αμαρτίας. Εσύ γονάτισε και κλάψε και στέναξε. Αφησε το βρέφος να κάμνη αυτά που αρμόζουν εις την ηλικίαν. Διατί, ενώ κατηγορείσαι, κρύβεσαι και οδηγείς εις εξομολόγησιν το ανεύθυνον; Μή­πως δηλαδή ξεγελιέται ο κριτής, ώστε να αντικαταστήσης κρυφά τον εαυτόν σου με άλλο πρόσωπον; Έπρεπε βέβαια και εκείνο να παρίσταται εξάπαντος μαζί σου, όχι μόνον. Βλέπεις πως και οι Νινευίται, όταν με την μετάνοιαν παρακαλούσαν τον Θεόν και επενθούσαν διά τα αμαρτήματά των, αυτά που μετά την θάλασσαν και το κήτος ανεβόησεν ο Ιωνάς, δεν ωδήγησαν μόνον τα βρέφη εις την μετάνοιαν αλλά και τους μεγάλους. Οι ίδιοι δεν εζούσαν την ζωήν των με τρυφήν και ευωχίας, αλλ’ η νηστεία καθυπέταξε πρώτα τους πατέρας, αυτούς που είχαν αμαρτήσει. Και η τιμωρία εβασάνιζε τους πατέρας και κατά ένα λόγον παραπάνω εξ ανάγκης εθρηνούσαν και τα βρέφη, διά να κυριαρχήση εις κάθε ηλικίαν η σκυθρωπότης, και εις αυτήν που νοιώθει την αμαρτίαν και εις αυτήν που δεν την νοιώθει, και εις την μεν μίαν προαιρετικώς εις δε την άλλην κατ' ανάγκην. Και έτσι αφού ο Θεός τους είδε να ταπεινώνωνται, διότι κατεδίκασαν τους εαυτούς των εις πάνδημον κακουχίαν, εξαιρετικά υπερβολικήν, και ευσπλαγχνίσθη διά την συμφοράν και την τιμω­ρίαν επήρεν οπίσω και την χαράν εχάρισεν εις αυτούς που με συναίσθησιν επένθησαν. Ω πόσον φροντισμένη μετάνοια! Ω πόσον σοφή και συμπυκνωμένη θλίψις! Ούτε τα ζώα τα άφη­σαν έξω από την τιμωρίαν, αλλά και δι’ αυτά επενόησαν, ώστε κατ' ανάγκην να φωνάζουν. Πράγματι το μοσχάρι το εχώρισαν από την αγελάδα και το αρνί το απεμάκρυναν από το μητρικόν μαστάρι και το βρέφος που εβύζανε δεν εκρατείτο εις τας αγκάλας τής μητρός του. Εις ξεχωριστάς μάνδρας ήταν αι μητέρες και εις ξαχωριστάς τα τέκνα. Φωναί δε θλιβεραί από όλα που αντιβοούσαν και αντηχούσαν η μία προς την άλλην. Τα τέκνα που επεινούσαν, εζητούσαν τας πηγάς τού γάλακτος και αι μητέρες, που εσπάρασαν από το φυσικόν πάθος, με συμπαθείς φωνάς εκαλούσαν τα τέκνα τους. Τα βρέφη που καθ’ όμοιον τρόπον επεινούσαν, εξεσπούσαν εις δυνατόν κλάμα και εσπαρταρούσαν και αι μητέρες εκεντρίζοντο εις τα σπλάγχνα από τους πόνους τής συγγένειας. Και διά τούτο ο θεόπνευστος λόγος διετήρησε γραπτώς την μετάνοιαν εκείνων διά να γίνη κοινή διδασκαλία τής ζωής. Ο γέρων εθρηνούσε δι’ εκείνα· εμαδούσε τα λευκά μαλλιά του και τα ξερίζωνεν. Ο νέος και ο ώριμος δυνατώτερα έκλαιγαν. Ο πτωχός εστέναζε και ο πλού­σιος, λησμονών την καλοπέρασιν, εζούσε την κακουχίαν ως καλήν. Ο βασιλεύς αυτών είχε μεταβάλει την λαμπρότητα και την δόξαν εις εντροπήν. Έβγαλε το στέμμα και εσκόνισε την κεφαλήν του. Έβγαλε το βασιλικόν ένδυμα και εφόρεσε τον σάκκον τού πένθους. Αφησε τον υψηλόν και μετάρσιον θρόνον και θλιμμένος εκυλίετο εις την γην. Αφησε την αξιοπρέπειαν που προσιδιάζει εις το βασιλικόν αξίωμα και εθρηνούσε μαζί με τον λαόν. Έγινεν ένας από τους πολλούς και αυτός, όταν είδε τον κοινόν Δεσπότην των όλων να οργίζεται.


Αυτό είναι το φρόνημα των ευαισθήτων δούλων. Τέ­τοια είναι η μετάνοια αυτών που ενέχονται εις αμαρτίας. Η­μείς διαπράττομεν προθύμως μεν την αμαρτίαν, αλλά με ολιγω­ρίαν και οκνηρίαν αναλαμβάνομεν την μετάνοιαν. Ποιός προσευχόμενος χύνει δάκρυα, διά να λάβη βροχήν και σταγόνας εις τον κατάλληλον καιρόν; Ποιός, που καθαρίζει αμαρτίας, έ­βρεξε το κρεββάτι του με δάκρυα κατά το παράδειγμα του Δαβίδ; Ποιός έπλυνε τα πόδια τών ξένων και εκαθάρισε την σκόνην από την οδοιπορίαν, διά να εξευμενίση τον Θεόν κατά τον καιρόν που ζητά την λύσιν τής ξηρασίας; Ποιός έθρεψε το ορφανόν από πατέρα παιδί, διά να θρέψη τώρα ο Θεός τα σιτηρά προς χάριν μας, που σαν ορφανά πλήττονται από την κακήν σύγκρασιν των ανέμων; Ποιός περιέθαλψε χήραν που βασανίζεται από τας δυσκολίας τής ζωής, διά να του αποδοθή τώρα η αναγκαία τροφή; Ξέσχισε το άδικον γραμμάτιον, διά να λυθή έτσι η αμαρτία. Εξαφάνισε την ομολογίαν τών βαρυτάτων τόκων διά να γεννήση η γη τα συνηθισμέ­να προϊόντα. Διότι όταν ο χαλκός και ο χρυσός και τα άγο­να παρά φύσιν γεννούν, τότε γίνεται στείρα αυτή που εκ φύσεως γεννά και καταδικάζεται εις ακαρπίαν προς τιμωρίαν τών κατοίκων της. Ας αποδείξουν λοιπόν αυτοί που τιμούν την πλεονεξίαν, αυτοί που συνάγουν υπερβολικά τον πλού­τον, ποία είναι η δύναμις των αποθηκευθέντων, η ποιόν το όφελος, αν ο Θεός που έχει οργισθή επιτείνει περισσότερον την τιμωρίαν. Ίσως αυτοί γίνουν πιο κίτρινοι από τον χρυσόν που επισωρεύουν, εάν δεν αποκτήσουν το ψωμί, που μέχρι χθες και προχθές επεριφρονείτο, λόγω της ευκόλου προμηθειάς του. Ας υποθέσωμεν ότι δεν υπάρχει ο πωλητής, ούτε υπάρχει σιτάρι εις τας αποθήκας· ποία είναι τότε η χρησιμότης τών βαρυτάτων πορτοφολίων; Πες μου; Δεν θα ενταφιασθής μαζί μ’ αυτά; Δεν είναι χώμα ο χρυσός; Δεν θα κήται ως άχρηστος πηλός δίπλα εις το χωμάτινον σώμα; Όλα τα απέκτησες και όμως δεν κατέχεις ένα αναγκαίον πράγμα· την δύναμιν να τρέφης τον εαυτόν σου. Ένα σύννεφον εδημιούργησεν ολό­κληρον τον πλούτον. Επινόησε τον πόρον ολίγων σταγονι­δίων, εξανάγκασε την γην να καρποφορήση. Εξαφάνισε την συμφοράν με τον υπερήφανον και κρυμμένον πλούτον. Πιθανόν να παρακαλέσης κάποιον από τους ευλαβείς, διά να σου χαρίση με τας προσευχάς του, όπως ο Θεσβίτης Ηλίας, την απαλλαγήν από τα δεινά, δηλαδή άνθρωπον ακτήμονα, ωχρόν, ξυπόλυτον, άστεγον, ανέστιον, άπορον, που φορεί ένα χιτώνα, όπως ο Ηλίας την μηλωτήν, και που έχει σύντροφον την προσ­ευχήν και τρέφεται με την εγκράτειαν. Και αν επιτύχης με την παράκλησίν σου την βοήθειάν του, δεν θα περιφρονήσης πολύ τα κτήματα που έχουν πολλάς φροντίδας; Δεν θα περιφρονήσης τον χρυσόν; Δεν θα διασκορπίσης, ωσάν κοπριάν, τον άργυρον, που, ενώ προηγουμένως τον αποκαλούσες παντοδύναμον και πολύ αγαπητόν, τώρα τον εγνώρισες οκνηρόν βοηθόν εις την ανάγκην; Διά σε έκρινεν αξίαν και την συμφοράν αυτήν. Διότι ενώ είχες δεν έδιδες, διότι παρέβλεπες τους πεινώντας, διότι δεν εγύριζες να κυττάξης αυτούς που ωδύροντο, διότι δεν έδιδες, ενώ σε επροσκυνούσαν. Τα κακά και εξ αιτίας των ολίγων ξεσπούν εις τον λαόν και ο λαός συνήθως τιμωρείται διά την μοχθηρίαν κάποιου. Ο Αχαρ διέπραξε ιεροσυλίαν, αλλ’ ολόκληρον το στρατόπεδον ετιμωρείτο. Ο Ζαμβρί επίσης επόρνευσεν εις τας γυναίκας τών Μαδιανιτών, αλλ’ ο Ισραήλ ετιμωρείτο.


Όλοι λοιπόν και ατομικώς και δημοσίως να εξετάσωμεν τον τρόπον τής ζωής μας. Να θεωρήσωμεν την ξηρασίαν ω­σάν παιδαγωγόν, που υπενθυμίζει εις τον καθένα μας την ιδίαν αμαρτίαν. Να ειπωμεν και μάλιστα με συναίσθησιν τον λόγον τού γενναίου Ιώβ· «το χέρι τού Θεού είναι που με ήγγισε». Και μάλιστα μεν να καταλογίσωμεν την συμφοράν μας πρωταρχικώς εις τα αμαρτήματα. Εάν δε πρέπη να προσθέσωμεν και κάτι άλλο, ενίοτε αι κακοτυχίαι αυταί συμβαί­νουν εις τους ανθρώπους και ως δοκιμασίαι εις τας ψυχάς, διά να αποδειχθούν οι δόκιμοι, είτε πτωχοί είτε πλούσιοι είναι αυ­τοί, επάνω εις τας δυσκολίας. Διότι και οι μεν και οι δε δοκι­μάζονται ακριβώς διά της υπομονής. Και προ παντός κατά την περίοδον αυτήν αποδεικνύεται, εάν ο μεν είναι κοινωνικός και φιλάδελφος, εάν ο δε ευγνώμων και όχι αντιθέτως βλάσφη­μος, που αλλάσσει την διάθεσιν ταχέως μαζί με τας συμφοράς τής ζωής.Εγώ γνωρίζω πολλούς (και αυτό δεν το έμαθα εξ ακοής, αλλά εκ πείρας εγνώρισα τους ανθρώπους), οι οποίοι μέχρις ότου μεν ο βίος δι’ αυτούς προχωρεί ευνοϊκά, κατά την παροιμίαν, αναγνωρίζουν εμμέσως λοιπόν, αν και όχι τελείως, την χάριν εις τον ευεργέτην. Εάν δε κάποτε τα πράγματα τραπούν προς την αντίθετον κατάστασιν και γίνη ο μεν πλού­σιος πτωχός, η υγεία τού σώματος ασθένεια, η δόξα και η περιφάνεια εντροπή και ατίμωσις, γίνονται αχάριστοι, ξεστο­μίζουν βλασφημίας, τεμπελιάζουν εις την προσευχήνΔυσανα­σχετούν εναντίον τού Θεού, ως να είναι χρεώστης που καθυστερεί την οφειλήν και δεν συμπεριφέρονται ως προς Κύριον που αγανακτεί. Αλλά διώξε από τους λογισμούς την σκέψιν αυτήν. Όταν δε ιδής τον Θεόν να μη χαρίζη τα απαραίτητα, έτσι να συλλογίζεσαι μέσα σου· μήπως ο Θεός αδυνατεί να χορηγήση την τροφήν; Και πώς είναι δυνατόν; Αυτός που είναι Κύριος του ουρανού και ολοκλήρου της δημιουργίας, σοφός ρυθμιστής τών εποχών και των καιρών, κυβερνήτης των όλων, που ώρισεν ωσάν κάποιον εύτακτον χορόν, τας εποχάς και τας τροπάς τού ηλίου να διαδέχωνται η μία την άλλην, διά να επαρκούν με την ποικιλίαν των εις τας διαφόρους ανάγκας μας· και άλλοτε μεν να πίπτη βροχή εις τον κατάλληλον καιρόν, άλλοτε δε πάλιν η ζέστη και το κρύον να εναλλάσσωνται κατά την διάρκειαν του έτους, και να μη λείπη η ξηρα­σία. Ο Θεός λοιπόν είναι δυνατός. Αφού δε έχει και την δύναμιν και τούτο γίνεται παραδεκτόν, μήπως άραγε λείπει η αγαθότης; Και αυτός ο λόγος είναι ανύπαρκτος. Διότι ποία ανάγκη θα έπειθεν αυτόν που δεν είναι αγαθός να δημιουργήση κατ’ αρχήν τον άνθρωπον; Ποιός δε θα εξηνάγκαζε τον κτίστην να πάρη χώμα και μάλιστα χωρίς να το θέλη, και από την λά­σπην να μορφοποιήση τέτοιο κάλλος; Ποιός είναι αυτός που κατ’ ανάγκην έπεισε να δωρήση τον λόγον εις τον άνθρωπον σύμφωνα προς την ιδικήν του εικόνα, διά να δεχθή, αφού απ’ εκεί ξεκινήση, την μάθησιν των τεχνών, και διά να μάθη να φιλοσοφή διά τα ουράνια, τα οποία δεν εγγίζει με τας αισθή­σεις; Και εάν έτσι συλλογίζεσαι, θα εύρης να συνυπάρχη εις τον Θεόν η αγαθότης και μέχρι ακόμη και τώρα να μη απουσιάζη. Διότι τί θα ημπόδιζε, πες μου, να μη είναι ξηρασία αυτό που βλέπομεν, αλλά τελεία πυρπόλησις; Και ο ήλιος να παρεξέκλινεν ολίγον από την κανονικήν πορείαν και να επλησίαζε τα περίγεια σώματα και αυτομάτως να κατέκαιε κάθε τι που βλέπομεν; Ή να βρέξη φωτιάν από τον ουρανόν, καθ’ όμοιον τρόπον, που ετιμώρησεν ήδη τους αμαρτωλούς; Αυτοκυριαρχήσου και έλα εις τα σύγκαλά σου, άνθρωπε· μη κάμης αυτά που κάμνουν τα ανόητα παιδιά που, επειδή τα εμάλωσεν ο διδάσκαλος, ξεσχίζουν τα βιβλία τους· ξεσχίζουν δε το ένδυ­μα του πατρός των, που διά την ωφέλειάν των αναβάλλει την τροφήν, ή με τα νύχια τους καταγρατζουνίζουν το πρόσωπον της μητέρας. Διότι τον μεν κυβερνήτην δοκιμάζει και σκληρα­γωγεί η τρικυμία, τον αθλητήν το στάδιον, τον στρατηγόν το στρατόπεδον, τον γενναιόκαρδον η συμφορά, τον δε Χρι­στιανόν η δοκιμασίαΚαι αι λύπαι δοκιμάζουν την ψυχήν, όπως η φωτιά δοκιμάζει τον χρυσόν. Είσαι πτωχός; Μη καταλαμβάνεσαι από αθυμίαν. Διότι η υπερβολική κατήφεια γίνεται αιτία τής αμαρτίας. Η μεν λύπη καταβαραθρώνει την διάνοιαν και η αμηχανία εμβάλλει ζάλην, η δε έλλειψις των λογισμών γεννά την αχαριστίαν. Αλλά να ελπίζης εις τον Θεόν. Μήπως δηλαδή δεν παρατηρή την στενοχώριαν; Κρατά την τροφήν εις τα χέρια του και καθυστερεί την χορήγησιν, διά να δοκιμάση την σταθερότητά σου, διά να πληροφορηθή την διάθεσίν σου, εάν δεν είναι ομοία με αυτήν των ακολάστων και των αχαρίστων. Διότι και αυτοί, μέχρις ότου μεν συμβαίνει να έχουν την τροφήν εις το στόμα τους, ευφημούν, κολακεύουν, υπερθαυμάζουν, όταν δε επ’ ολίγον αναβληθή το τραπέζι, ωσάν λίθους αφήνουν τας βλασφημίας προς αυτούς που πριν ολίγου λόγω της τέρψεως επροσκυνούσαν ωσάν θεόν. Διάβα­σε την Παλαιάν Διαθήκην και την Καινήν και θα εύρης εκεί, εις την κάθε μίαν, πολλούς να έχουν τραφή κατά διάφορον τρόπον. Ο Κάρμηλος, βουνόν υψηλόν και ακατοίκητον, έρημον αυτό, εφιλοξενούσεν έρημον τον Ηλίαν. Διά τον δίκαιον η ψυχή του ήταν η όλη περιουσία και εφόδιον της ζωής η ελπίδα προς τον Θεόν. Με το να ζη έτσι, δεν απέθανεν από την πείναν, αλλά τα αρπακτικώτατα και τα πλέον λαίμαργα από τα όρνεα, αυτά έφεραν τα τρόφιμα και υπηρετούσαν τον δίκαιον εις την τροφήν. Αυ­τά που από την φύσιν των αρπάζουν τας ξένας τροφάς, με το πρόσταγμα του Δεσπότου ήλλαξαν την φύσιν και έγιναν πιστοί φύλακες των άρτων και των κρεάτων. Εμάθαμεν δε λοι­πόν από την ιεράν ιστορίαν ότι τα κοράκια έφεραν τας τροφάς εις τον άνδρα. Επίσης και ο λάκκος τής Βαβυλώνος εκρατούσε τον νεαρόν Ισραηλίτην αιχμάλωτον μεν κατά την συμφοράν, ελεύθερον όμως εις την ψυχήν και το φρόνημα. Μήπως όμως έπαθε κάποιο κακόν από τα λεοντάρια; Όχι! Τα λεοντάρια μεν, παρά την φύσιν των, ενήστευαν, ο δε τροφεύς αυτού Αββακούμ ήρχετο διά μέσου του αέρος· ο άγγελος εκόμιζε μαζί με τα τρόφιμα και τον άνθρωπον. Και διά να μη δεινοπαθήση από την πείναν ο δίκαιος, ο προφήτης εις ελάχιστον χρόνον επέταξεν επάνω από τόσην ξηράν και θάλασσαν, όση εκτείνεται από την Ιουδαίαν μέχρι της Βαβυλώνος.


Επίσης τί έκαμνεν ο λαός τής ερήμου, του οποίου αρχηγός ήταν ο Μωυσής; Πώς οικονόμησε την ζωήν του επί σαράντα ολόκληρα χρόνια; Δεν υπήρχεν εκεί άνδρας που να σπέρνη, ούτε βόδι που να σύρη το αλέτρι, ούτε αλώνι, ούτε πατητήρι, ούτε αποθήκη, και όμως είχαν την τροφήν χωρίς σποράν και όργωμα, και ο βράχος εχορηγούσε τας πηγάς, που πρώτα δεν υπήρχαν, αλλ’ εξετινάχθησαν εις την ανάγκην. Παραλείπω να απαριθμήσω τα επί μέρους τής προνοίας τού Θεού, που πολλάς φοράς κατά τρόπον πατρικόν ενεφάνισεν εις τους ανθρώπους. Εσύ δε να υπομείνης ολίγον την συμφοράν, ό­πως ο γενναίος Ιώβ, και να μη λυγίσης από την τρικυμίαν, μή­τε να αποβάλης τα εμπορεύματα της αρετής. Σαν πολύτιμον διαθήκην να διαφυλάξης εις την ψυχήν σου την ευχαριστίαν και θα λάβης και εσύ διά την ευγνωμοσύνην διπλάσιαν απόλαυσιν. Να ενθυμήσαι τον αποστολικόν λόγον «δι’ όλα να ευχαριστήτε». Είσαι πτωχός; έχεις εξάπαντος άλλον πτωχότερον από εσέ. Έχεις διά δέκα ημέρας τρόφιμα εσύ; εκείνος έχει διά μίαν. Σαν καλός και ευγνώμων να εξισώσης το περίσσευμά σου με τον ενδεή. Μη διστάσης να δώσης από το ολίγον. Μη προτιμήσης το συμφέρον σου εμπρός εις την κοινήν συμφοράν. Και αν ο άρτος σου περισσεύη κατά ένα ψωμί και σου κτυπήση την πόρταν ο ζητιάνος, πάρε από την αποθήκην το ένα ψωμί και αφού το βάλης εις τα χέρια του ύψωσε το βλέμ­μα σου εις τον ουρανόν και ειπέ λόγον θλιβερόν μαζί και ευγνώμονα· ένα ψωμί, όπως βλέπεις, Κύριε, και ο κίνδυνος είναι ολοφάνερος. Αλλ’ εγώ θέτω την εντολήν σου επάνω από εμέ και από το ολίγον δίδω εις τον αδελφόν μου που λιμοκτονεί. Δώσε λοιπόν και συ εις τον δούλον σου, που κινδυνεύει. Γνω­ρίζω καλά την αγαθότητά σου και ελπίζω εις την δύναμίν σου. Δεν αναβάλλεις επί πολύ τας δωρεάς, αλλά τας σκορπάς, όταν θέλης. Και αν έτσι ομιλήσης και ενεργήσης, τον άρτον που δί­δεις εις καιρόν δυσκολίας, γίνεται σπόρος γεωργικός, αποφέρει πλούσιον τον καρπόν, είναι προκαταβολή τής τροφής, γίνεται πρόξενος ελέους. Πες και συ εις παρομοίας περιστάσεις τον λό­γον τής χήρας τής Σιδωνίας. Θυμήσου επικαίρως την ιστορίαν. «Ζη Κύριος, δεν έχω τίποτε άλλο παρά μόνον μία χούφταν αλεύρου διά την διατροφήν εμού και των παιδιών μου». Και εάν δώσης από το υστέρημα, θα έχης και συ το λαδοδοχείον κατάμεστον από δωρεάν και την αλευραποθήκην ακένωτον. Διότι διά τους πιστούς φιλοτίμως η χάρις τού Θεού με το να εισάγη το διπλάσιον μιμείται τα πηγάδια, τα οποία πάν­τοτε αδειάζουν αλλά δεν εξαντλούνται. Δάνεισε συ ο άπορος, εις τον πλούσιον Θεόν. Δώσε εμπιστοσύνην εις αυτόν που πάντοτε θεωρεί προσωπικά τον εαυτόν του υπόχρεον, δι’ αυτά που δίδεις εις αυτόν που θλίβεται και ανταποδίδει την ευεργεσίαν από τα ιδικά του αγαθά. Είναι αξιόπιστος εγγυητής, διότι έχει απλωμένους τους θησαυρούς του εις όλα τα μέρη τής γης και της θαλάσσης. Και εάν, ενώ πλέεις, απαιτήσης το δά­νειον, θα λάβης το κεφάλαιον μαζί με τους τόκους εις το μέσον τού πελάγους. Διότι φιλοδοξεί να δίδη περισσότερα.


Η πείνα είναι η αρρώστια αυτού, ο οποίος πεινά. Αυτή είναι φοβερά ασθένεια. Η πείνα είναι η πιο μεγάλη από τας συμφοράς των ανθρώπων και ο φοβερώτερος θάνατος από όλους τους θανάτους. Διότι εις τους άλλους κινδύνους ή η κό­ψη τού ξίφους ταχέως επιφέρει τον θάνατον ή η ορμή τής φω­τιάς αποτόμως σβήνει την ζωήν ή τα θηρία με τα δόντια αφού κατασπαράξουν τα ζωτικώτερα από τα μέλη, δεν επιτρέπουν την τιμωρίαν με την διάρκειαν της οδύνης. Η πείνα όμως επιβραδύνει το κακόν. Παρατείνει τον πόνον με το να ενεδρεύη και να λουφάζη η αρρώστια και με το να κάμνη ώστε πάντοτε ο θάνατος να είναι παρών και πάντοτε να βραδύνη. Διότι δαπανά το υγρόν που υπάρχει εις τον οργανισμόν, καταστέλλει την θερμότητα, περιορίζει το βάρος, μαραζώνει ολίγον κατ’ ολί­γον την δύναμιν. Η σάρκα κολλά ωσάν αράχνη εις τα κόκκαλα. Το χρώμα δεν είναι ανθηρόν. Διότι το κόκκινον υποχωρεί με την φθοράν τού αίματος και η λευκότης δεν υπάρχει, αφού η επιδερμίδα μελανιάζει από την ισχνότητα. Μαυροκιτρινίζει το σώμα, διότι από την νόσον ανακατώνεται οικτρώς η ωχρότης με το μαύρον. Τα γόνατα δεν αντέχουν, αλλά λυγίζουν από την ανάγκην. Η φωνή είναι λεπτή και αδύνατη. Τα μάτια ασθενικά εις τας κόγχας, παραμένουν ανώφελα εις τας κόγχας των, όπως εκείνοι από τους καρπούς που αποξηραίνονται εις τα κελύφη των. Η κοιλία αδειανή και ζαρωμένη, άμορφος, χωρίς βάρος, δεν έχει τον φυσικόν τόνον των σπλάγχνων και είναι κολλημένη εις τα κόκκαλα του οπισθίου μέρους. Αυτός λοιπόν που περιφρονεί ένα τέτοιο σώμα πόσας κολάσεις αξίζει; Ποίαν δε υπερβολήν σκληρότητος δεν θα ξεπεράση; Πώς δεν αξίζει να συγκαταριθμηθή εις τα ανήμερα από τα θηρία και να θεωρήται μολυσμένος και ανθρωποκτόνος; Διότι αυτός, που εις το χέρι του είναι να θεραπεύση το κακόν και που με την θέλησίν του αναβάλλει εξ αιτίας τής πλεονεξίας, ευλόγως θα ημπορούσε να καταδικάζεται εξ ίσου με αυτούς που ιδιοχείρως διαπράττουν τον φόνονΤο κακόν τής πείνης εξηνάγκασε πολλάς φοράς πολλούς να παραβιάσουν και τους φυσικούς νόμους. Να φάγη δηλαδή άνθρωπος τα σώματα των συγγενών, η μητέρα δε το παιδί της που από την κοιλίαν της εγέννησε να το δεχθή αδίκως και πάλιν εις την κοιλίαν της. Και τοο δράμα αυτό το δι­εκτραγώδησε η ιουδαϊκή ιστορία, που συνέταξεν ο σπουδαίος κατά την γνώμην μου Ιώσηπος, τότε που τα φοβερά πάθη κατέλαβαν τους κατοίκους τής Ιερουσαλήμ, που επλήρωναν έτσι τας δικαίας τιμωρίας διά την ασέβειάν των εις τον Θεόν. Βλέ­πεις ότι και ο ίδιος ο ιδικός μας Θεός τα μεν άλλα από τα πα­θήματα παραβλέπει, τους πεινώντας όμως με συμπάθειαν ευσπλαγχνίζεται. «Σπλαγχνίζομαι, λέγει, τον λαόν». Διά τού­το και εις την τελικήν κρίσιν, εκεί όπου προσκαλεί τους δικαίους ο Κύριος, την πρώτην θέσιν κατέχει αυτός που δίδει. Αυτός που τρέφει είναι πρώτος εις τους τιμωμένους. Αυτός που εχορήγησε τον άρτον προσκαλείται πρώτα απ’ όλους. Ο αγαθός και μεταδοτικός μεταβαίνει εις την ζωήν πρώτος από τους άλλους δικαίους.Αυτός που δεν κοινωνεί εις τας ανάγκας του πλησίον και ο τσιγκούνηςπαραδίδεται εις την φωτιάν πρώτος από όλους τους αμαρτωλούς. Ο καιρός σε καλεί εις την μητέρα τών εντολών. Και να φροντίσης πάρα πολύ διά να μη χάσης τον καιρόν τής πανηγύρεως και των εμπορικών συναλλαγών. Διότι ο χρόνος τρέχει και δεν περιμένει αυτόν που αργοπορεί. Αι ημέραι φεύγουν και προσπερνούν τον οκνηρόν. Και όπως δεν ημπορεί κανείς να σταματήση το ρεύ­μα του ποταμού, εκτός εάν κάποιος χρησιμοποιήση όπως πρέ­πει το νερόν, αφού το ανακόψη, κατά την πρώτην συνάντησιν και ορμήν, έτσι ούτε τον χρόνον, που τρέχει σύμφω­να με την αναγκαστικήν πορείαν, ημπορεί να συγκρατήση, ούτε αφού περάση να τον ανακαλέση εις τα οπίσω, εκτός εάν κάποιος τον προλάβη, όταν έρχεται. Και διά τούτο κράτησε την εντολήν ωσάν να φεύγη και εφάρμοσέ την και αφού την συλλάβης από παντού άρπαξέ την εις τας αγκάλας σου. Δώσε ολίγα και απόκτησε πολλά. Εξαφάνισε την πρωταρχικήν αμαρτίαν διά της μεταδόσεως της τροφής. Διότι, όπως ο Αδάμ που παρανόμως έφαγε, μετέδωσε την αμαρτίαν, έτσι ημείς εξαλείφομεν την πονηράν βρώσιν, εάν θεραπεύσωμεν την ανάγ­κην και την πείναν τού αδελφού.


Λαοί, ακούστε! Χριστιανοί, ακούστε προσεκτικά! Αυ­τά λέγει ο Κύριος. Δεν ομιλεί εις τον λαόν με την φωνήν του, αλλά με τα στόματα των δούλων του, ωσάν με όργανά του, σαλπίζει. Ας μη φανούμεν ημείς οι λογικοί σκληρότεροι από τα άλογα ζώα. Διότι εκείνα από κοινού χρησιμοποιούν αυτά που βλαστάνει εκ φύσεως η γη. Και τα κοπάδια τών προβάτων βοσκούν εις ένα και το ίδιον βουνόν. Πάμπολλα άλογα μίαν και την ιδίαν πεδιάδα καταλαμβάνουν ως βοσκότοπον. Και όλα τα είδη τών ζώων έτσι μεταξύ των το ένα προς το άλλο παραχωρούν την αναγκαίαν απόλαυσιν των τροφών. Ημείς όμως οικειοποιούμεθα τα κοινά και κατέχομεν μόνοι αυτά που ανήκουν εις τους πολλούς. Ας εντρεπώμεθα τα φιλάνθρωπα διηγήματα των ειδωλολατρών. Εις μερικούς εξ αυτών νόμος φιλάνθρωπος απειργάζετο μίαν τράπεζαν και κοινά τρόφιμα, και σχεδόν μίαν οικογένειαν τον πολυάνθρωπον λαόν. Ας αφήσωμεν τους εθνικούς και ας έλθωμεν εις το παράδειγμα των τριών χιλιάδων. Ας ζηλέψωμεν την πρώτην εκκλησίαν τών Χριστιανών, όπου τα πάντα ήταν κοινά εις αυτούς, δηλαδή η ζωή, η ψυχή, η συμφωνία, η κοινή τράπεζα, η αδιαίρετος αδελφότης, η ανυπόκριτος αγάπη, που ήνωνεν εις ενα τα πολλά σώματα, και συνήρμοζε τας διαφόρους ψυχάς εις μίαν ομόνοιαν. Από την Παλαιάν και την Νέαν Διαθήκην έχεις πολλά παραδεί­γματα φιλαδελφίας. Εάν αντικρύσης γέροντα που πεινά να τον καλέσης και να τον θρέψης, όπως ο Ιωσήφ τον Ιακώβ. Εάν εύρης εχθρόν που ευρίσκεται εις δυσκολίαν μη προσθέσης εις την οργήν που σε κατέχει την εκδίκησιν, αλλά να τον θρέ­ψης όπως εκείνος έθρεψε τους αδελφούς, που τον επώλησαν. Εάν συναντήσης νεώτερον που καταπονείται, να κλαύσης έτσι, όπως εκείνος τον Βενιαμίν, το παιδί τών γερατειών. Ίσως να πειράζη και σε η πλεονεξία, όπως η κυρία τον Ιω­σήφ· σε τραβά από τα ενδύματα, διά να παραβής την εν­τολήν και να αγαπήσης περισσότερον εκείνην που αγαπά τα χρυσαφικά και τα στολίδια, παρά την προσταγήν του Δεσπότου. Όταν λοιπόν έλθη λογισμός που καταπολεμεί την εντολήν αυτήν και προσελκύει τον εγκρατή νουν εις την φιλαργυρίαν, και σε εξαναγκάζει να αδιαφορήσης διά την φιλαδελφίαν και σε κρατά πλησίον της, ρίξε και συ κάτω τα ενδύματα, και ωργισμένος φύγε. Να διατηρήσης την πίστιν εις τον Κύριον, όπως εκείνος εις τον Πετεφρήν. Να μεριμνήσης δι’ έν ετος, όπως εκείνος εμερίμνησε δι’ επτά έτη. Μη δίδης τα πάντα εις την ηδονήν, δώσε και κάτι εις την ψυχήν. Και να πιστέψης πως έχεις δύο θυγατέρας· την καλοπέρασιν εδώ και την ουράνιον ζωήν. Εάν δεν θελήσης να τα δώσης όλα εις την ανωτέραν, μοίρασέ τα λοιπόν εξ ίσου και εις την ακόλαστον κόρην και εις την αγαθήν. Να μη παρουσιάσης την εδώ διαγωγήν σου βαθύπλουτον και την άλλην γυμνήν και ενδεδυμένην με εμβαλώματα, αλλ’ όταν χρειασθή να παραστής εις τον Χριστόν και αντιμετωπίσης τον κριτήν, η κατ’ αρετήν ζωή να έχη νυμφικόν ένδυμα και πρόσκλησιν. Μη λοιπόν παρουσιάσης εις τον νυμφίον την νύμ­φην δύσμορφον και αστόλιστον, διά να μη την ιδή και γυρίση το πρόσωπόν του και αφού την ιδή την μισήση και αρνηθή τον γάμον. Αλλά αφού την αρματώσης με τον στολισμόν που αρμόζει, να την διαφυλάξης όμορφην ως την προθεσμίαν τών γάμων. Διά να ανάψη και αυτή μαζί με τας φρονίμους παρθέ­νους την λαμπάδα, να διατηρήση άσβεστον την φλόγα τής γνώσεως και να μη της λείψη το λάδι τών καλών έργων. Διά να επαληθευθή έτσι εμπράκτως η θεία προφητεία και εύρη εφαρμογήν εις την ψυχήν σου ο λόγος· «στέκεται εις τα δεξιά σου η βασίλισσα ενδεδυμένη και στολισμένη με ενδυμασίαν χρυσοκέντητον. Ακουσε κόρη, και ιδές και κλίνε το αυτί σου, ο βασιλεύς θα επιθυμήση την ομορφιάν σου». Αυτά βεβαίως γενικά προανήγγειλεν ο ψαλμωδός, προφητεύων την ωραιότητα ολοκλήρου του σώματος. Κατά κύριον λόγον δε θα εύρη εφαρμογήν και εις την ψυχήν του καθενός, αφού βέβαια η Εκ­κλησία αποτελείται από τα επί μέρους άτομα.


Σκέψου, παρακαλώ, λογικά το παρόν και το μέλλον, το οποίον μη προδίδης λόγω αισχροκερδίας. Το σώμα που είναι το χαρακτηριστικόν σου εις την ζωήν θα σε αφήση. Εις την εμφάνισιν του κριτού που αναμένεται και που αναμφιβόλως θα έλθη, θα αποκλείσης μεν διά τον εαυτόν σου την απονομήν τών τιμών και την επουράνιον δόξαν και θα ανοίξης την άσβεστον φωτιάν, την γέενναν, τα κολαστήρια και τους πικρούς από τας οδύνας αιώνας, αντί της αιωνίου και μακαρίας ζωής. Μη με πάρης, ωσάν κάποιαν μητέρα ή τροφόν, πως σου επισείω ψεύτικα μορμολύκεια, όπως εκείναι συνηθίζουν να κάμνουν εις τα μικρά παιδιά, όταν θρηνούν άτακτα και συν­εχώς τα καθησυχάζουν με φανταστικά διηγήματα.Αυτά δεν είναι παραμύθι, αλλά λόγος που έχει κηρυχθή προ πολλού από αδιάψευστον φωνήν. Και γνώριζε επακριβώς ότι σύμφωνα με την ευαγγελικήν προφητείαν «ένα γιώτα ή ένα γράμμα δεν θα καταργηθή από τον νόμον μέχρις ότου γίνουν όλα». Αλλά και το σώμα που έχει εξαφανισθή εις τους τάφους θα αναστηθή και η ιδία η ψυχή που με τον θάνατον έχει αποχωρισθή, πάλιν θα κατοικήση εις το σώμα. Και θα γίνη ακριβής έλεγχος των πράξεων της ζωής κατά τον οποίον δεν θα μαρτυ­ρήσουν άλλοι, αλλ’ η ιδία η συνείδησις θα καταθέση ως μάρτυς. Εις τον καθένα δε θα αποδοθή από τον δίκαιον δικαστήν το κατ’ αξίαν. Εις αυτόν πρέπει η δόξα, η δύναμις και η προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2015

ΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΗΘΟΥΣ



Ο Άγιος Φιλάρετος,Μητροπολίτης Ν.Υόρκης και Ανατολικής Αμερικής της Ρωσικής Εκκλησίας της Διασποράς (1903-1985).Ο πράος και φιλόθεος ποιμήν,που η Συνοδός του αποτειχίστηκε από την επίσημη Ρωσική Εκκλησία,έκανε ορθό,πνευματικό και αντιοικουμενιστικό αγώνα κι ο Θεός τον αντάμειψε με τα χαρίσματα της προορατικότητας και της προσευχής.Το λείψανό του βρέθηκε άφθαρτο και ευωδιάζων.Να έχουμε την ευλογία του!Γ.Δ.


  

῞Ενα πολὺ ἐπίκαιρο ἐρώτημα:Μαρτυρία ᾿Ορθοδόξου ῎Ηθους ἤ συγκρητιστικὴ συνύπαρξις;«Τὴν ἀναστροφὴν ὑμῶν ἔχοντες καλὴν ἐν τοῖς ἔθνεσιν,ἵνα ἐκ τῶν καλῶν ἔργων ἐποπτεύσαντες δοξάσωσι τὸν Θεὸν» (Α´ Πέτρ. β´ 12).Στις ἡμέρες μας ἐπαναβιώνουμε καὶ ἀντιμετωπίζουμε,ὡς Χριστιανοί,μίαν ἱστορικὴ πρόκλησι,ἕνα κοινωνικὸ φαινόμενο,τὸ ὁποῖο εἶχε βιώσει ἔντονα ὁ πρώϊμος Χριστιανισμός:τὸ παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον.Λαοί,φυλαὶ καὶ γλῶσσαι,πολιτισμοί,ἔθνη καὶ θρησκεῖαι συνθέτουν τὸ πολύμορφο πλαίσιο,ἐντὸς τοῦ ὁποίου κινοῦνται πλέον καθημερινῶς οἱ εὐσεβεῖς καὶ ἀναπτύσσουν μὲ ἀλλοδόξους,ἀλλοπίστους καὶ ἀλλοεθνεῖς ἕναν διάλογο ζωῆς ἐν τῇ πράξει.



Τόσον οἱ ἀλλοτριωμένοι ἐκ τῶν ὀρθοδόξων Οἰκουμενισταί,ὅσον καὶ οἱ ἐκκοσμικευμένοι πολιτικοὶ καὶ διανοούμενοι,προσπαθοῦν μὲ ποικίλους τρόπους νὰ ἐπιβάλλουν ἰδικούς τους κανόνες,προκειμένου νὰ ἔχη ἐπιτυχία αὐτὸς ὁ ἀναπόφευκτος διάλογος ζωῆς.῾Η προσπάθειά τους αὐτὴ καταβάλλεται στὴν προοπτικὴ πάντοτε τῆς εἰρηνικῆς συνυπάρξεως καὶ τῆς ἀπροσκόπτου συμμετοχῆς στὰ ἀγαθὰ τοῦ ἐπιγείου χιλιαστικοῦ παραδείσου·ἀλλὰ-γιατί ὄχι;-καὶ στὴν προοπτικὴ μιᾶς συγκλίσεως καὶ συγκρητιστικῆς συνθέσεως,ὁπότε ἡ στάσις τελικὰ ἔναντι τῆς ᾿Αληθείας καὶ ἡ σχέσις μας μὲ Αὐτὴν νὰ εἶναι τοιαύτη,ὥστε νὰ μὴν ἐνοχλῆ κανέναν.Εν τούτοις,οἱ εὐσεβεῖς ᾿Ορθόδοξοι Χριστιανοί,«Πνεύματι περιπατοῦντες»,ἔχουν ὡς σταθεροὺς ῾Οδηγοὺς στὴν ἐπίγεια πορεία τους πρὸς τὴν ᾿Ογδόην ῾Ημέραν,ὄχι τοὺς θρησκειοποιημένους ποιμένας,ἀλλὰ τὰ θεωμένα μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ,τοὺς θεοφόρους καὶ φωτοφόρους ᾿Αποστόλους,Πατέρας καὶ Διδασκάλους.᾿Εν προκειμένῳ,ὁ ῞Αγιος ᾿Απόστολος Πέτρος μᾶς προτρέπει μὲ ἔμφασι νὰ μὴ λησμονοῦμε ἕναν θεμελιώδη κανόνα,εὑρισκόμενοι πλέον ἀνάμεσα στὰ πολυειδῆ καὶ πολυώνυμα σύγχρονά μας «ἔθνη»:τὴν «καλὴν ἀναστροφήν».῾Ο Κορυφαῖος ὑπενθυμίζει στοὺς εὐσεβεῖς,οἱ ὁποῖοι συμβιώνουν μὲ ἀπίστους,ἀσεβεῖς,κακοδόξους,αἱρετικοὺς καὶ ἑτεροθρήσκους,«νὰ ἔχουν καλὴν συναναστροφὴν καὶ ζωὴν ἐνάρετον»,«νὰ εἶναι στολισμένοι μὲ ἤθη εὐαγγελικὰ καὶ μὲ ἀρετὰς χριστιανικάς».Αὐτὴ ἡ θεομακάριστος «καλὴ ἀναστροφή»,ἡ ἐν Χριστῷ ἀξιοπρεπὴς καὶ συνεπὴς συμπεριφορὰ καὶ διαγωγὴ τῶν εὐσεβῶν,ὡς Μαρτυρία ᾿Ορθοδόξου ῎Ηθους,προσελκύει τὴν ἰδιαίτερη προσοχὴ («ἐποπτεύσαντες» ) τῶν ἀλλοτρίων καὶ ἐν συνεχείᾳ ὠθεῖ αὐτοὺς στὴν γνῶσι τῆς ᾿Αληθείας καὶ τὴν ἐπίγνωσι τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ.῾Η προτροπὴ τοῦ ῾Αγίου ᾿Αποστόλου Πέτρου γιὰ τὴν «καλὴ ἀναστροφὴ» ἀποτελεῖ σαφῆ ἀπήχησι τῶν λόγων τοῦ Σωτῆρος μας:«Οὕτω λαμψάτω τὰ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων,ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσι τὸν Πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς Οὐρανοῖς».Τὴν κεφαλαιώδη αὐτὴν ἀλήθεια,γιὰ τὴν πνευματικὴ καὶ ἱεραποστολικὴ δύναμι τῆς «καλῆς ἀναστροφῆς»,διεκήρυξε καὶ ὁ ῾Ιερὸς Χρυσόστομος,μὲ ἐξαιρετικὴ μάλιστα ἔμφασι:«Κανεὶς δὲν θὰ ἦταν εἰδωλολάτρης,ἄν ἤμεθα πραγματικοὶ Χριστιανοί·ἄν ἐφυλάγαμε τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ ὅταν μᾶς ἀδικοῦσαν καὶ ὅταν μᾶς ἅρπαζαν τὰ ἰδικά μας·ἄν εὐλογούσαμε ὅταν μᾶς ὕβριζαν·ἄν εὐεργετούσαμε ὅταν ἐδεινοπαθούσαμε.Κανεὶς δὲν θὰ ἦταν τόσο θηρίο,ὥστε νὰ μὴν τρέξη πρὸς τὴν εὐσέβεια,ἄν ἀπὸ ὅλους μας ἐτηρεῖτο αὐτὴ ἡ τακτική».Ο Φωστὴρ τοῦ ῎Αθωνος,ὁ ῞Οσιος Νικόδημος,ἀναφέρει τὴν ἑξῆς θαυμαστή,χαριτωμένη καὶ οἰκοδομητικὴ «ἱστορία,ὁποῦ διηγοῦνται πολλοὶ ἀξιόπιστοι» καὶ ἡ ὁποία ὑπομνηματίζει ἄριστα τὴν ἀνωτέρω διδαχὴ τοῦ Κορυφαίου:''῏Ησαν «δύο χωρία πλησιόχωρα» εἰς τὴν Μικρὰν ᾿Ασίαν,«ἀπὸ τὰ ὁποῖα εἰς μὲν τὸ ἕνα ἦτον Τοῦρκοι μόνον χωρὶς Χριστιανῶν,εἰς δὲ τὸ ἄλλο ἦτον μόνον Χριστιανοί.Οἱ Τοῦρκοι οὖν ἐκεῖνοι ἦτον πολλὰ σκληροὶ καὶ ἀπάνθρωποι,καὶ ἐπροξένουν πολλὰς τυραννίας εἰς τοὺς Χριστιανούς·κατὰ θείαν δὲ ὀργήν,ἠκολούθησέ ποτε μία θανατηφόρος ἀσθένεια εἰς μόνον τὸ χωρίον τῶν Τούρκων,ἀπὸ τὴν ὁποίαν ὅλοι σχεδόν,μικροὶ καὶ μεγάλοι καὶ ἄνδρες καὶ γυναῖκες ἦτον κλινήρεις καὶ κατάκοιτοι εἰς τὸ στρῶμα.Τότε ἕνας φρονιμώτατος καὶ θεοφοβούμενος Χριστιανός,ὁ πλέον γεροντότερος ἀπὸ τοὺς ἄλλους,βλέπωντας αὐτοὺς εἰς τοιαύτην ἐλεεινὴν κατάστασιν,τοὺς εὐσπλαγχνίσθη·ὅθεν συνάξας ὅλους τοὺς Χριστιανούς,ἐσυμβούλευσεν αὐτοὺς νὰ λησμονήσουν τὰς τυραννίας ὁποῦ οἱ Τοῦρκοι τοὺς ἐπροξένουν,καὶ νὰ θελήσουν ὅλοι νὰ ἐπισκεφθοῦν τοὺς Τούρκους εἰς τὴν ἀσθένειάν τους,φυλάττοντες τὴν ἐντολὴν τοῦ Κυρίου,τὴν λέγουσαν:“ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν καὶ ἀγαθοποιεῖτε αὐτούς”·συμβουλεύσας δέ,τοὺς ἔπεισε καὶ ἔτσι ὅλοι πηγαίνοντες εἰς τὸ χωρίον καὶ ἐμβαίνοντες εἰς τὰ ὀσπήτια τῶν Τούρκων,ἐπιμελήθησαν αὐτοὺς καὶ ὑπηρέτησαν ἕως οὗ ἔγιναν ὑγιεῖς.Τότε οἱ Τοῦρκοι ἐκεῖνοι,βλέποντες τὴν τοσαύτην καλωσύνην καὶ ἀνεξικακίαν τῶν Χριστιανῶν,ἐθαύμασαν,πῶς ἔχουν τοιαύτην πίστιν καὶ τοιοῦτον Θεόν,ὁποῦ τοὺς διδάσκει νὰ μὴν ἀποδίδουν κακὸν ἀντὶ κακοῦ·ὅθεν συναχθέντες ἐπὶ τὸ αὐτὸ καὶ κοινολογησάμενοι τὴν ὑπόθεσιν,ὅλοι μὲ κοινὴν γνώμην ἐβαπτίσθησαν καὶ ἔγιναν Χριστιανοί.



᾿Ιδοὺ ἡ “καλὴ ἀναστροφὴ” τῶν Χριστιανῶν,πῶς πείθει ὁλόκληρα χωρία νὰ πιστεύουν εἰς τὸν Χριστὸν καὶ ἀκολούθως νὰ δοξάζουν Αὐτόν»!


Αναδημοσίευση από το περιοδικό ΑΓΙΟΣ ΚΥΠΡΙΑΝΟΣ,αριθμός 332,Μάιος-Ιούνιος 2006,σελίδες 289-290.Πρωτότυπος τίτλος:''Μαρτυρία Ορθοδόξου Ήθους ή Συγκρητιστική Συνύπαρξις''.Τίτλος και επιμέλεια κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.

Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2015

Η ΠΙΟ ΩΦΕΛΙΜΗ ΓΝΩΣΗ ΕΙΝΑΙ Η ΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ ΜΑΣ




Η ΠΙΟ ΩΦΕΛΙΜΗ ΓΝΩΣΗ ΕΙΝΑΙ Η ΓΝΩΣΗ
ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ ΜΑΣ


Ο Προφήτης Ιερεμίας, θρηνώντας για τις ταλαιπωρίες των ανθρώπων και την αδυναμία της ανθρώπινης φύσεως, έλεγε:

"Γιατί γεννήθηκα; Για να βλέπω κόπους και βάσανα; Γιατί δεν με θανάτωνε ο Κύριος στη μήτρα της μητέρας μου" (πρβλ. Ιερ. 20:18,17).
Ο προφήτης είχε κατανοήσει τι είναι ο άνθρωπος και τι η επίγεια ζωή του. Εσύ άραγε έχεις αυτή την επίγνωση;

Φρόντισε, αδελφέ, να γνωρίσεις τον εαυτό σου, να καταλάβεις τι και ποιος είσαι, γιατί τούτο αποτελεί την επιστήμη των επιστημών και την πιο μεγάλη σοφία.

Πιο χρήσιμη και ωφέλιμη είναι η γνώση του εαυτού σου, παρά οι γνώσεις της αστρονομίας, της φυσικής, των μαθηματικών, της ιατρικής.
Γιατί αυτές εξαντλούνται στην παρούσα ζωή, ενώ η αυτογνωσία έχει προεκτάσεις και στη μέλλουσα.
Για τον υψηλό τούτο σκοπό χρειάζονται σκληρός αγώνας, οξύτατη παρατηρητικότητα, πολλή προσευχή και ενίσχυση του Θεού.
Πρέπει να εισχωρήσεις με το νου μέσα στην καρδιά σου και να εξετάσεις προσεκτικά το είναι σου.
Όσο καλύτερα γνωρίσεις την ψυχή σου, τον έσω άνθρωπο, τόσο καλύτερα θα γνωρίσεις και τον Κύριο, γιατί, διαπιστώνοντας το μεγαλείο και την ανωτερότητα της ψυχής, αποκτάς καθαρότερη την επίγνωση της άπειρης και ασύλληπτης μεγαλοσύνης του Θεού.
Να στοχάζεσαι πάντα τη συντομία και το άδηλο τέρμα της παρούσας ζωής, συνειδητοποιώντας την προσωρινότητα και την ασημαντότητά σου, γιατί αυτός είναι ο δρόμος που σε φέρνει κοντά στον Κύριο.
Όσο γνωρίζεις τον εαυτό σου, τόσο ταπεινώνεσαι, και όσο ταπεινώνεσαι, τόσο αποκτάς φόβο Θεού, που είναι η αρχή της σοφίας, κατά το Σολομώντα (Παροιμ. 1:7).

Αν θέλεις να μάθεις ποιος είσαι, πάρε πρώτα-πρώτα έναν καθρέφτη και κοίταξε μέσα τον εαυτό σου. Κοίταξε και σκέψου: Αυτός που βλέπεις, ο ";άλλος"; άνθρωπος του καθρέφτη, από τι αποτελείται; Από χώμα και νερό! Όσο επίσημος, πλούσιος ή άρχοντας ή σοφός, κι αν είσαι, δεν αξίζεις περισσότερο από ένα πήλινο αγγείο. Ένα πτώμα είσαι ουσιαστικά, μια εικόνα με λίγο χρώμα και κίνηση, που σου δάνεισε η ζωή για λίγα χρόνια. Κι έπειτα; Ξαναγίνεσαι πτώμα και χώμα!
Να τι είσαι ως προς το σώμα. Αλλά και ως προς το πνεύμα, αν βγάλεις το Θεό και τη χάρη Του, δεν είσαι παρά ένας φίλος της ματαιότητος, εχθρός της δικαιοσύνης, καταφρονητής της αλήθειας, κληρονόμος της κολάσεως. Από κάθε άποψη, δηλαδή, είσαι ένα πλάσμα ταλαίπωρο και αξιοθρήνητο -στις βουλές σου τυφλός, στις επιθυμίες σου ακάθαρτος, στα λόγια και τα έργα σου μάταιος, ένα τίποτα, ένα μηδέν, κι ας νομίζεις πώς είσαι κάποιος σπουδαίος.
Ο πιο μεγάλος ηρωισμός και η πιο θαυμαστή γενναιοφροσύνη βρίσκονται στην ταπεινή αναγνώριση της μηδαμινότητός μας.
Αυτή, άλλωστε, είναι η αρχή της λυτρώσεως από πολλά πάθη και ελαττώματα.
Πολλές φορές ο Κύριος ρωτούσε τους ασθενείς, πού θεράπευε, τι ήθελαν και αν επιθυμούσαν να γίνουν καλά. Όχι πώς δεν ήξερε τη βουλή και την επιθυμία τους, αλλά για να συνειδητοποιήσουν καλύτερα την κατάστασή τους και να την ομολογήσουν ξεκάθαρα. Θυμάσαι τι έλεγε και ο προφήτης Δαβίδ, όταν ζητούσε από το Θεό να τον συγχωρήσει; ";Αναγνωρίζω την παρανομία"; (Ψαλμ. 50:5).

Τον μεγαλύτερο κίνδυνο διατρέχει ο ασθενής εκείνος πού δεν γνωρίζει την αρρώστια του. Όσοι έχουν χάσει τα λογικά τους, πάχουν από την πιο σοβαρή ασθένεια. Μά δεν το καταλαβαίνουν ούτε θλίβονται γι΄αυτό, αλλά τους βλέπεις να γελούν και να χαίρονται, με τρόπο πού σε κάνει να κλαις. Μήπως όμως δεν μοιάζουν σ΄αυτούς και όσοι τάχα λογικοί άνθρωποι δεν γνωρίζουν τον εαυτό τους και τη φύση τους και τον προορισμό τους;
Το κακό, αδελφέ, δεν είναι έξω από μας. Μέσα μας είναι. Γι΄αυτό και τόσο δύσκολα θεραπευόμαστε, επειδή δεν βλέπουμε την αρρώστια μας.
Πληγές πού δεν φαίνονται και αμαρτίες που δεν αναγνωρίζονται, δεν διορθώνονται.
Σε τούτον τον αγώνα αξίζει να βάλεις όλον τον πόθο σου και να ρίξεις όλες τις δυνάμεις σου.
Τι είσαι; Από πού ήρθες; Πού βρίσκεσαι και πού πηγαίνεις; Πρίν από τη σύλληψή σου δεν υπήρχες. Δεν ήσουνα τίποτα. Ο Θεός οικονόμησε να έρθεις στον κόσμο κι Εκείνος σου έδωσε ό,τι έχεις, τόσο τα φυσικά σου χαρίσματα-ρώμη, ομορφιά, ευφυϊα, αισθήσεις κ.λ.π. -όσο και τα επίγεια αποκτήματα, που εξαρτώνται άμεσα από τα χαρίσματα- χρήματα, περιουσία, αξιώματα. Επομένως, ";τι έχεις πού να μην το έλαβες; Και αφού το έλαβες από το Θεό, γιατί καυχιέσαι σαν να μην το είχες λάβει ως δώρο;"; (Α΄Κορ. 4:7). Αν δεν έχεις τελείως τυφλωθεί από την υπερηφάνεια και τη φιληδονία, αν δεν έχεις σκοτιστεί πέρα για πέρα από το διάβολο, το πνεύμα του σκότους, αν είσαι λογικό πλάσμα του Θεού, "κατ΄εικόνα και καθ΄ομοίωσιν" Εκείνου, δεν μπορείς παρά να ομολογήσεις την ανεκδιήγητη ευεργετικότητά Του, πού όλα σου τα χάρισε, βασιλιά της κτίσεως σ΄έκανε, αλλά και με το ίδιο Του το Αίμα σε λύτρωσε από τον αιώνιο θάνατο. Και τότε θα ταπεινωθείς βαθιά, και η ταπείνωση αυτή θα είναι η αρχή της μετάνοιας και της σωτηρίας σου. Η ταπείνωση αυτή θα σε κάνει να ποθήσεις ακτανίκητα τον Ευεργέτη και Σωτήρα σου.

Λέγεται πώς κάποτε ο αείμνηστος και ευσεβής βασιλιάς Θεοδόσιος ο Μέγας (379-395) πρόσταξε κι έβαλαν το θρόνο του στην ακροθαλασσιά.
Ύστερα κάθησε εκεί όπως και στο παλάτι, μπροστά στους άρχοντες και τους αξιωματούχους, και είπε δυνατά για να τον ακούσουν όλοι:
– Θάλασσα, με τη δύναμη και την εξουσία που έχω, σε διατάζω να μην προχωρήσεις πέρ΄από τα όρια σου και να μη βρέξεις το θρόνο μου!
Οι άρχοντες απορούσαν με όσα έβλεπαν και άκουγαν, γιατί δεν καταλάβαιναν τι σκοπό είχε ο βασιλιάς. Δεν πέρασε όμως πολλή ώρα, κι ένα δυνατό κύμα, που ήρθε ξαφνικά, όχι μόνο το θρόνο έβρεξε, μά και το βασιλιά έκανε μούσκεμα από το κεφάλι ως τα πόδια. Τότε ο σοφός Θεοδόσιος νουθέτησε τους ακροατές του:
– Ας μάθουν όλοι, πώς η δύναμη των κοσμικών βασιλέων είναι πρόσκαιρη και μάταιη. Αιώνιος και αληθινός Βασιλιάς όλης της κτίσεως είναι μόνο ο Βασιλιάς των βασιλέων, Αυτός που δημιούργησε από το μηδέν τον ουρανό και τη γη και τη θάλασσα και όλα όσα υπάρχουν σ΄αυτά, ορατά και αόρατα.
Και μπροστά στα μάτια των κατάπληκτων αρχόντων, κατέβηκε από το θρόνο και τράβηξε για την εκκλησία, όπου έβγαλε το στέμμα του και το απόθεσε μ΄ευλάβεια στην ιερή κεφαλή του Εσταυρωμένου. Από την ημέρα εκείνη και ως το θάνατό του δεν ξαναφόρεσε το διακριτικό της βασιλικής του εξουσίας.


Ας στοχαστούμεν, λοιπόν, κι εμείς τη μηδαμινότητα και τη ματαιότητα της εξουσίας που τυχόν έχουμε.
Ας στοχαστούμε τη βραχύτητα της ζωής μας κι ας μη μένουμε προσκολλημένοι σ΄αυτήν.
Ας μην κυνηγάμε τα ψεύτικα, για να κερδίσουμε τ΄αληθινά, που μας υπόσχεται ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός.


(από το βιβλίο: "Αμαρτωλών σωτηρία")

Πηγή: www.agiooros.net

Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2015

Η ΚΥΡΙΑΚΗ (Ἀναγνωστικό Β' Δημοτικοῦ 1948)

Μόλις ὁ ἥλιος ἔριξε τὸ φῶς του πάνω στὸ παράθυρο, ἡ μητέρα, ποὺ εἶχε σηκωθῆ ἀπὸ πολλὴν ὥρα πῆγε νὰ ξυπνήση τὰ παιδιά.
- ῎Ε! παιδιά, σηκωθῆτε. Δὲν ἀκοῦτε τὴν καμπάνα, ποὺ μᾶς φωνάζει;
- Ἀμέσως, μητερίτσα, φώναξαν ὅλα μαζὶ καὶ πετάχτηκαν ἀπὸ τὸ κρεβάτι τους. ῾Η μητέρα ἔπλυνε μὲ δροσερὸ νερὸ τὸ Γιάννη  καὶ τὸ Μίμη, τοὺς χτένισε κι ἄρχισε νὰ τοὺς ντύνη. Στὸ ἀναμεταξὺ ἡ Ἑλενίτσα ἑτοίμαζε τὴν μπεμπέκα, ὅπως τὸ εἶχε πεῖ  ἀποβραδίς. ῎Επειτα ἡ μητέρα της τὴ βοήθησε νὰ ντυθῆ καὶ κείνη. Τὰ παιδιὰ τώρα ἦταν ἕτοιμα. Ροδοκόκκινα, καθαρά, μὲ τὰ γιορτερά τους φορέματα. ῎Ελαμπαν ἀπὸ ὀμορφιά. Σὲ λίγο ξεκίνησαν γιὰ τὴν ἐκκλησία. ῾Η μητέρα τους κρατοῦσε ἀπὸ τὸ χέρι  τὴ μπεμπέκα καὶ τ’ ἄλλα τρία πήγαιναν μπροστά, φρόνιμα κοντὰ τὸ ἕνα στ’ ἄλλο.
Ὅταν μπῆκαν στὴν ἐκκλησία, δὲν ἦταν ἀκόμα πολὺς κόσμος κι ἔτσι πῆραν θέση μπροστὰ μπροστά.
Ὁ παπα - Βαγγέλης, μὲ τὸ χρυσὸ του πετραχήλι, ἄρχισε νά ψάλλη. Τί ὡραία φωνὴ ποὺ εἶχε! ῎Εψαλλε ἀργά, μὲ κατάνυξη, καὶ  τὰ παιδιὰ τὸν ἄκουγαν μ’ ἀνοιχτὸ τὸ στόμα.
Κοίταζαν τὰ εἰκονίσματα καὶ πότε πότε σήκωναν τὸ κεφάλι τους κι ἔβλεπαν μὲ θαυμασμὸ τὸν Παντοκράτορα, ποὺ ἦταν  ζωγραφισμένος ψηλά, στὸ μεγάλο θὸλο. ῾Η μητέρα εἶχε πεῖ, πὼς ἀπὸ κεῖ πάνω εὐλογεῖ ὅλο τὸν κόσμο καὶ τοὺς φαινόταν τῶν  παιδιῶν σὰ ζωντανός. Μάλιστα ὁ Μίμης κάποτε εἶπε, πὼς εἶδε τὸ χέρι του νὰ σαλεύη. Κι ἡ ῾Ελενίτσα,πὼς τῆς χαμογέλασε μὲ ἀγάπη, κουνώντας τὸ κεφάλι του. Σὲ λίγο ἀνέβηκε ὁ διάκος στὸν ἄμβωνα, γιὰ νὰ πῆ τὸ Εὐαγγέλιο. Τὸ ἱερὸ βιβλίο ἦταν  ἀκουμπισμένο μπροστά του, πάνω σ’ ἕνα χρυσὸ περιστέρι μὲ ἀνοιγμένες τὶς φτεροῦγες του. Δεξιὰ κι ἀριστερά, ἦταν τ’  ἀναλόγια. Κοντὰ στὸ δεξιὸ ἀναλόγιο, σ’ ἕνα ψηλὸ στασίδι, ἔψαλλε ὁ δεξιὸς ψάλτης κι ἀντίκρυ του ἀποκρινόταν ὁ ἀριστερός,  ἀπ’ τὸ ψηλό του στασίδι κι αὐτός.
Τὰ παιδιὰ θαυμάζουν τοὺς κρυστάλλινους πολυέλαιους, τοὺς χρυσοστολισμένους μὲ τὰ πολλά τους τὰ κεριά, ποὺ δὲ  χορταίνουν νὰ τοὺς βλέπουν, κάθε φορὰ ποὺ ἔρχονται στὴν ἐκκλησία. Καμαρώνουν καὶ τ’ ἀσημένια καντήλια, ποὺ κρέμονται  ἀναμμένα μπροστὰ στὸ εἰκονοστάσι. Ὅλη ἡ ἐκκλησία μοσκομυρίζει ἀπ᾽ τὸ λιβάνι! ῾Ο παπα - Βαγγέλης λέει σιγὰ σιγὰ εὐχὲς μέσα στὸ ἱερό. ῎Ερχεται καὶ μπροστὰ στὴ μεσιανὴ θύρα τοῦ εἰκονοστασίου καὶ τὸτε τὶς λέει πιὸ δυνατά.
Στὸ τέλος, κρατώντας ψηλὰ τὸ ἀσημένιο δισκοπὸτηρο, περνάει ἀνάμεσα ἀπ’ τὸν κόσμο κι ὅλοι τότε σκύβουν τὰ κεφάλια τους πρὸς τὰ κάτω μ’ εὐλάβεια. Μερικοὶ μάλιστα γονατίζουν.
Τέλειωσε ἡ λειτουργία. Ὁ παπα - Βαγγέλης μοιράζει τὸ ἀντίδωρο. Τὰ παιδιὰ τοῦ φιλοῦν κι αὐτὰ τὸ χέρι, παίρνουν τὸ ἀντίδωρο, ἀσπάζονται τὶς εἰκὸνες καὶ βγαίνουν ἀπ’ τὴν ἐκκλησία μὲ τὴ μητέρα τους.
Ἀμέσως τρέχουν στὸν κουλουρά, γιατὶ αἰσθάνονται μεγάλη πείνα. Καθένας τους ἔχει στὴν τσέπη τὸ κυριακάτικο φιλοδώρημα, ποὺ τοὺς δίνει ὁ πατέρας καὶ ἡ μητέρα.
Ὅταν προχώρησαν κατὰ τὸ σπίτι, ἡ μητέρα εἶδε, πὼς ἡ ῾Ελενίτσα δὲν ἔτρωγε κουλούρι.
- Δὲν ἀγόρασες κουλούρι, ῾Ελενίτσα;
- Δὲν πεινῶ, μαμά.
- Περίεργο! Εἶπε κείνη καὶ τὴν κοίταξε μὲ κάποια ἀνησυχία.
Σὲ λίγο ἔφτασαν στὸ σπίτι. Τὴ στιγμὴ ποὺ ἔμπαιναν μέσα, ἡ μητέρα τους φώναξε τρομαγμένη:
- Ποῦ εἶναι ἡ ῾Ελενίτσα; Τὰ παιδιὰ ξαναβγῆκαν ἔξω, γιὰ νὰ ἰδοῦν τί συμβαίνει. Κάτω ἐκεῖ στὴν ἄκρη τοῦ δρὸμου, τὴν εἶδαν νὰ στέκεται καὶ νὰ κουβεντιάζη μ᾽ ἕνα παιδάκι.
- Μ’ ἕνα ζητιανάκι μιλεῖ, εἶπε ὁ Γιάννης στὴ μητέρα του. Καὶ τὴν περασμένη Κυριακὴ στὴν ἴδια θέση στεκόταν αὐτὸ τὸ παιδί. Φορεῖ κάτι ροῦχα κουρελιάρικα.
- Αὐτὸ δὲν εἶναι λόγος, παιδί μου, γιὰ νὰ μὴν τοῦ μιλήση, εἶπε ἡ μητέρα. Καὶ καταλαβαίνω πολὺ καλὰ τί τρέχει. ῾Η ἀδερφή σας  δὲν πῆρε κουλούρι γιὰ νὰ δώση τὰ λεπτά της σ᾽ αὐτὸ τὸ φτωχὸ ἀγόρι.
- Ναί, μαμά, εἶπε τότε ὁ Μίμης. Μποροῦσε νὰ πάρη κουλούρι καὶ νὰ δώση καὶ χρήματα στὸ ζητιανάκι.
- Καὶ πάλι θὰ περίσσευαν, εἶπε ὁ Γιάννης.
Στὸ ἀναμεταξὺ ἡ ῾Ελενίτσα εἶδε, πὼς εἶχαν σταματήσει ἡ μητέρα καὶ τ’ ἀδέρφια της καὶ τὴν κοίταζαν ἀπὸ μακριά.
῎Ετρεξε γρήγορα κοντά τους.
- Ὅλα τοῦ τάδωσες; τὴ ρώτησε μὲ περιέργεια ὁ Γιάννης.
- Γι’ αὐτὸ δὲν πῆρες κουλούρι, ἔ; Σὲ πιάσαμε, κυρά, τῆς εἶπε κι ὁ Μίμης.
Ἡ ῾Ελενίτσα κοκκίνησε. Στεκὸταν μὲ χαμηλωμένα μάτια καὶ φοβόταν νὰ κοιτάξη τὴ μητέρα της. Συλλογιζὸταν: γιὰ νὰ μοῦ  μιλοῦν ἔτσι τὰ παιδιά, θὰ πῆ, πὼς ἡ μαμὰ δὲν εἶναι εὐχαριστημένη μαζί μου. Κι ἔχει δίκιο, γιατὶ τῆς ἔκρυψα τὴν ἀλήθεια. Τῆς  εἶπα ψέματα, πὼς δὲν πεινοῦσα.
Μὰ νὰ ποὺ ἡ μαμὰ μίλησε καὶ ἡ φωνή της ἦταν γεμάτη χαρά.
- ῾Η ῾Ελενίτσα, παιδιά, ἔκανε κάτι πολὺ ὡραῖο καὶ πολὺ καλὸ. Εἴπατε πρωτύτερα, πὼς μποροῦσε ν’ ἀγοράση κουλούρι καὶ νὰ δώση καὶ χρήματα στὸ φτωχὸ παιδάκι. Ναί, μὰ ἐκείνη αἰσθάνθηκε τὴν ἀνάγκη νὰ κάμη κάτι καλύτερο. Νὰ στερηθῆ
αὐτὴ τὴ μικρὴ εὐχαρίστηση, γιὰ νὰ δώση μιὰ μεγαλύτερη ἀκόμη στὸ φτωχό. Κι ἀντὶ νὰ τῆς πῆς, Μίμη, «σε πιάσαμε» ὅπως λένε σ’ αὐτούς, ποὺ ἔχουν κάμει μιὰ κακὴ πράξη, θὰ ἔπρεπε νὰ τῆς πῆς:
«Ἀδερφούλα μου, τὸ βλέπω, ἔχεις τὴν καλύτερη καρδιὰ άπ’ ὅλους μας!»
Αὐτὰ εἶπε ἡ μητέρα τους καὶ τράβηξαν πάλι κατὰ τὸ σπίτι.
Ὅλοι κοίταζαν τώρα μὲ καμάρι τὴν ῾Ελενίτσα, ποὺ πήγαινε μπροστά, κρατώντας ἀπ’ τὸ χέρι τὴν ἀδερφούλα της.
Τὸ πρόσωπό της ἔλαμπε ἀπὸ ὀμορφιὰ κι ἦταν ἀπαράλλαχτη σὰν τ’ ἀγγελούδια, ποὺ εἶχαν δεῖ στὴν ἐκκλησιά, ζωγραφισμένα ἐπάνω στὰ εἰκονίσματα.



Πέμπτη 15 Οκτωβρίου 2015

ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ ΑΝΙΕΡΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ




Γράφει ο Νίκος Χειλαδάκης


Ειλικρινά η αίσθηση ότι το ολίσθημα της Ιεράς Συνόδου της επίσημης Ελλαδικής εκκλησίας δεν έχει τέλος, αυθόρμητα μεγαλώνει όλο και περισσότερο. Αφού ταυτίστηκαν τα τελευταία χρόνια με το προδοτικό και αντιχριστιανικό πολιτικό σύστημα, αφού αδιαφορήσαν σκανδαλωδώς για το ποίμνιο που σέρνεται έρμαιο κάθε οικουμενιστικής παρεκτροπής που οι ίδιοι στήριξαν, αφού έλυσαν όλα τα σκανδαλώδη προβλήματα που πλήττουν το σώμα της εκκλησίας, τώρα ενοχλήθηκαν και από το διαδίχτυο, λες και ζήλεψαν κάποια ολοκληρωτικά θεοκρατικά καθεστώτα τύπου Τζιχαντιστών και θέλησαν να ανταγωνιστούν στις ολοκληρωτικές επιλογές τους.

Δηλαδή όλα τα όλα τα «έλυσαν»! Την συνάντηση Πάπα- Πατριάρχη και τα όσα εξωφρενικά έγιναν εκεί τα προσπέρασαν, το κατάντημα της ελληνικής εκκλησίας που άφωνη, τυφλή και ανάπηρη, παρακολουθεί χωρίς καμία αντίδραση το κατρακύλισμα της κοινωνίας στο βάραθρο των μνημονίων και της εθνικής απώλειας το αγνόησαν. Αυτοί, που υποτίθεται ότι είναι το «δόρυ» της αντίστασης σε όλη αυτή την νεοταξική λαίλαπα, χαριεντίστηκαν με θέματα εκτός τόπου και χρόνου, εκτός πραγματικότητας και εκτός της ίδιας της σημερινής θλιβερής κατάστασης της Ορθόδοξης εκκλησιάς, για την οποία υποτίθεται ότι μάχονται για να κρατηθεί σε αυτά που την κράτησαν εν ζωή επί αιώνες.

Αλλά το θέμα δεν είναι ότι οι Ιεράρχες ζήλεψαν τους Τζιχαντιστές και τους Χομεινικούς. Το ζήτημα είναι ότι ενοχλούνται από τις φωνές που υψώθηκαν τα τελευταία χρόνια εναντίον της θρησκευτικής αποστασίας, εναντίον του οικουμενιστικού κατρακυλίσματος του Πατριάρχη, εναντίον της αντιχριστιανικής μασονικής παρεκτροπής της ελληνικής παιδείας, εναντίον της μνημονιακής λεηλασίας της χώρας. Δεν μπορούν πλέον να ανέχονται ελεύθερες συνειδήσεις που αντιστέκονται ενάντια στην παράδοση του ποιμνίου στο ολοκαύτωμα της Νέας Τάξης. Δεν μπορούν να ανέχονται πλέον να λειτουργούν τρόποι μη ελεγχόμενοι από την απόλυτη κυριαρχία τους που θα επισημαίνουν ακριβώς αυτή την κατάντια τους, την σκανδαλώδη απουσία τους και την συνταύτιση τους με την εθνική προδοσία.

Είναι το λιγότερο θλιβερό να παρακολουθεί κανείς όλους αυτούς του αμέτοχους και το λιγότερο, ανεύθυνους Ιεράρχες, που έχουν ταχθεί σαν ποιμένες να ποιμάνουν ένα ποίμνιο αγόμενο και φερόμενο από τους ταγούς της Νέας Τάξης που σαν λύκοι ακονίζουν τα δόντια τους για να κατασπαράξουν ότι απέμεινε από την θύελλα των ετών, κατά το παράδειγμα του «έξω από εδώ» που τριγυρίζει με λύσσα έτοιμος να καταβροχθίσει κάθε πιστό που ακόμα επιμένει να είναι πιστός. Αδιαφορούν σκανδαλωδώς για ότι συμβαίνει με την επιβολή των αντίορθόδοξων προτύπων και το μόνο που τους «καίει», πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, είναι οι χρυσοποίκιλτες τιάρες και οι δεσποτικές καρέκλες κατά το πρότυπο των πολιτικών του ξεπουλήματος της χώρας.

Τέτοια υποκρισία πραγματικά δεν έπρεπε να εμφανιστεί στο θλιβερό σημερινό προσκήνιο. Δηλαδή δεν καταλαβαίνουν τίποτα από όσα γίνονται, δεν αισθάνονται την καταστροφή που κατατρώει ότι απέμεινε, δεν νοιώθουν την απελπισία του ποιμνίου που αναζητά κάποια σωσίβια λέμβο στην τρικυμία των μνημονίων και της Νέας Τάξης που θέλει να διαλύσει Ελληνισμό και Ορθοδοξία και εκείνο που μας «καίει» είναι το διαδίχτυο ;;;

Αυτοί είναι οι Ιεράρχες της Ιεράς Συνόδου της Ελλαδικής Ορθόδοξης εκκλησιάς ; ; Μάλλον αυτή η Ιερά Σύνοδος θα έπρεπε να ονομάζεται… Ανίερα Σύνοδος.


ΝΙΚΟΣ ΧΕΙΛΑΔΑΚΗΣ
Δημοσιογράφος-Συγγραφέας-Τουρκολόγος


www.nikosxeiladakis.gr

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΠΟΥ ΑΝΑΨΕ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ (Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου)

Συλλογίσου, ἀγαπητέ, τό νοητό πόλεμο, πού ἦρθε ν’ ἀνάψει στόν κόσμο ὁ Κύριός μας, ὅπως λέει ὁ Ἴδιος: «Οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλά μάχαιραν» (Ματθ.10, 34).

Σ’ αὐτόν τόν πόλεμο δές τό λυτρωτή μας Ἰησοῦ σάν ἕνα ἀρχιστράτηγο καί βασιλιά πολύ ἔνδοξο καί δυνατό, σοφό κι ἀξιαγάπητο, συντροφιασμένο μ’ ὅλους τούς ἀγγέλους καί τούς ἁγίους.
Ἕνα βασιλιά, πού δέν θέλει νά ἐπιβαρύνει τό λαό του μέ φόρους καί χαράτσια γιά νά πλουτίσει ὁ ἴδιος, ἀλλά γίνεται αὐτός φτωχός γιά νά πλουτίσει ἐκείνους.
 Συλλογίσου τόν Ἰησοῦ μας σάν ἕνα βασιλιά, πού ἔχει ὅλα τά προνόμια καί τά χαρίσματα τόσο τῆς θεϊκῆς ὅσο καί τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, καί τά προσφέρει γιά τό καλό τῶν ὑπηκόων του.
Γιατί ὁ Χριστός ὄχι μόνο σάν Θεός ἀλλά καί σάν ἄνθρωπος εἶναι Βασιλιάς τῶν βασιλευόντων καί Κύριος τῶν κυριευόντων, ὅπως τό βεβαιώνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος στήν Ἀποκάλυψη: «Καί ἔχει ἐπί τό ἱμάτιον καί ἐπί τόν μηρόν αὐτοῦ ὄνομα γεγραμμένον, Βασιλεύς βασιλέων καί Κύριος κυρίων» (19, 16).


Ὕστερα ἀπ’ αὐτά σκέψου, ὅτι ὁ Βασιλιάς αὐτός καλεῖ στόν πόλεμο ὅλους τούς ἀνθρώπους, καί σένα προσωπικά. Μᾶς προσκαλεῖ γιά νά πολεμήσουμε τούς ἐχθρούς μας, δηλαδή τή σάρκα, τόν κόσμο καί τόν διάβολο.

Στόν πόλεμο αὐτό ὁ Βασιλιάς πηγαίνει μπροστά ἀπ’ ὅλους, ὅπως εἶναι γραμμένο: «Ἐγώ ἔμπροσθέν σου πορεύσομαι καί ὅρη ὁμαλιῶ, θύρας χαλκᾶς συντρίψω καί μοχλούς σιδηρούς συγκλάσω καί δώσω σοι θησαυρούς σκοτεινούς, ἀποκρύφους, ἀοράτους ἀνοίξω σοι» (Ἡσ. 45, 2-3).

Σ’ όλη τή διάρκεια τοῦ πολέμου, εἶναι ὁ πρῶτος πού ἀντιμετωπίζει τούς κινδύνους καί δέχεται τίς πληγές στίς μάχες.

Μόλις ὅμως τελειώσει ὁ πόλεμος, ἡ νίκη καί τά στεφάνια καί τά λάφυρα ἀνήκουν ὅλα στούς στρατιῶτες.Ἦρθε λοιπόν ὁ Κύριος στή γῆ. Ζώντας μέσα στή φτώχεια, στίς θλίψεις, στήν καταφρόνηση, καί πεθαίνοντας τελικά μέ σταυρικό θάνατο, νίκησε καί τούς τρεῖς ἐχθρούς μας.

Νίκησε τόν κόσμο, γι’ αὐτό καί ἔλεγε: “Θαρσεῖτε, ἐγώ νενίκηκα τόν κόσμον” (Ἰω. 16, 33).

Νίκησε τόν διάβολο, γι’ αὐτό καί ἔλεγε: “Νῦν κρίσις ἐστί τοῦ κόσμου τούτου, νῦν ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου ἐκβληθήσεται ἔξω” (Ἰω.12, 31)

Νίκησε καί τή σάρκα, γι’ αὐτό καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἔλεγε: “Ὁ Θεός τόν ἑαυτοῦ Υἱόν πέμψας ἐν ὁμοιώματι σαρκός ἁμαρτίας καί περί ἁμαρτίας, κατέκρινε τήν ἁμαρτίαν ἐν τή σαρκί” (Ρωμ. 8, 3).

Ἔτσι ἀκολούθησαν ἀναρίθμητες ψυχές στά θριαμβευτικά ἴχνη τῶν παραδειγμάτων τοῦ Κυρίου, καί ἀφοῦ πολέμησαν τούς ἐχθρούς πού ἀναφέραμε, τώρα θριαμβεύουν μαζί Του στόν παράδεισο.

Ὤ, τί νόμος παράδοξος γιά πόλεμο!

Στούς ἐπιγείους πολέμους οἱ στρατιῶτες πολεμοῦν καί ὁ βασιλιάς ἡσυχάζει. Ἀλλά τά ὀφέλη ἀπό τή νίκη τά καρπώνεται ὁ βασιλιάς. Στόν πνευματικό πόλεμο, ἀντίθετα, πρῶτος πολεμάει ὁ Βασιλιάς καί ἀκολουθοῦν οἱ στρατιῶτες. Ἀλλά τά ὀφέλη εἶναι τῶν στρατιωτῶν!

Τώρα ἐσύ τί κάνεις; Ἀνταποκρίνεσαι στό κάλεσμα τοῦ Κυρίου γι’ αὐτό τόν πόλεμο; Ὁ πόλεμος εἶναι σύντομος, μά ἡ νίκη καί ἡ ἀπόλαυση αἰώνια. Οἱ ἐχθροί πού θέλει νά ὑποτάξει ὁ Ἰησοῦς, εἶναι ἐχθροί περισσότερο δικοί σου παρά δικοί Του.

Γιατί Ἐκείνου δέν μποροῦν νά Τοῦ στερήσουν τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἄν δέν τούς νικήσεις.Σήκω λοιπόν καί πάρε μιά σταθερή ἀπόφαση ν’ ἀκολουθήσεις πιστά τόν Κύριο καί νά Τόν μιμηθεῖς σέ ὅλα. Νά ντραπεῖς γιά τήν προηγούμενη ζωή σου, πού ἦταν ἀντίθετη στή ζωή τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδή εἶχες ἐχθρούς τους φίλους Ἐκείνου – τή φτώχεια καί τούς φτωχούς, τίς θλίψεις καί τούς θλιμμένους, τίς καταφρονήσεις καί τούς καταφρονεμένους – κι ἐμοίασες ἔτσι περισσότερο στόν Ἑωσφόρο, τόν ἀρχηγό τῶν κολασμένων, παρά στό δεσπότη Χριστό, τόν ἀρχηγό τῶν σωσμένων.

Ἄλλαξε ἀπό τώρα τακτική. Κάνε φίλους ὅσους εἶχες μέχρι σήμερα ἐχθρούς. Καί κάνε ἐχθρούς ὅσους εἶχες μέχρι σήμερα φίλους, στρέφοντας ἐναντίον τους ὅλα τά πνευματικά ὅπλα γιά νά τούς νικήσεις. Ἐπειδή ὅμως ἡ νίκη, πού ἀκολουθεῖ τό νοητό αὐτό πόλεμο, δίνεται ἀπό τόν Κύριο – ὅπως εἶναι γραμμένο: “ἵππος ἑτοιμάζεται εἰς ἡμέραν πολέμου, παρά δέ Κυρίου ἡ βοήθεια” (Παρ. 21, 31)-, παρακάλεσε τόν Κύριο νά σέ φωτίσει μέ τή Χάρη Του, ὥστε νά βλέπεις μέ ἄλλα μάτια τούς σταυρούς καί τά βάσανα πού σοῦ στέλνει.

Ζήτησέ Του νά σοῦ δίνει δύναμη, γιά νά ὑπομένεις τίς δυσκολίες ἀγόγγυστα καί πρόθυμα, σάν μιμητής καί ἀκόλουθός Του. Νά σκέφτεσαι, πώς ὅλες οἱ δοκιμασίες εἶναι πολύτιμες καί ἀξιοζήλευτες, γιατί εὐλογήθηκαν μέ τό παράδειγμα τοῦ Χριστοῦ. Κι ἄν στήν προσωρινή αὐτή ζωή μιμηθεῖς τόν Ἰησοῦ ὑπομένοντας τίς θλίψεις, θά Τόν ἀπολαύσεις ἀργότερα γιά πάντα, καί θά εὐφραίνεσαι μαζί Του στήν Αἰώνια Βασιλεία Του, ὅπως λέει ὁ θεῖος Παῦλος: “εἰ ὑπομένομεν, καί συμβασιλεύσομεν” (Β΄ Τιμ. 2, 12).

Συλλογίσου τώρα, ἀγαπητέ, ὅτι τριῶν εἰδῶν ἄνθρωποι ἀκολουθοῦν τό Χριστό στόν πόλεμο αὐτό.


Στήν πρώτη τάξη ἀνήκουν οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι, πού Τόν ἀκολουθοῦν μόνο μέ τό λογισμό. Αὐτοί στέκονται ἀπό μακριά, θαυμάζουν τό μεγαλεῖο του πολέμου, ἀλλά δέν παίρνουν ποτέ ἀπόφαση νά πιάσουν τά ὅπλα, νά πολεμήσουν καί νά νικήσουν. Δηλαδή δέν θέλουν νά μιμηθοῦν τό παράδειγμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, νικημένοι ἀπό τήν ψυχρότητα καί τήν ἀπραξία.

Στή δεύτερη τάξη ἀνήκουν οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι, πού πιάνουν τ’ ἅρματα καί βγαίνουν στόν πόλεμο, ἀλλά πολεμοῦν ὅπως τούς ἀρέσει. Μεταχειρίζονται ὅλα τά πολεμικά μέσα, πού θεωροῦν οἱ ἴδιοι σωστά καί ὄχι ἐκεῖνα πού εἶναι σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Θέλουν νά πηγαίνουν μπροστά ἀπό τόν Κύριο, ὄχι νά Τόν ἀκολουθοῦν. Καί νομίζουν ὅτι θά νικήσουν τά πάθη τους καί τό διάβολο μέ τήν ἀναπαυτική ζωή, τήν ἰδιορρυθμία καί τήν ὑπερηφάνεια.

Στήν τρίτη τάξη ἀνήκουν οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι, πού, μολονότι γνωρίζουν ὅτι καί τό καλό τῆς ψυχῆς τους καί ὅλη ἡ δόξα πού μπορεῖ ν’ ἀποδοθεῖ στό Θεό βρίσκονται στή μίμηση τοῦ παραδείγματος τοῦ Χριστοῦ, ἐντούτοις δέν προχωρᾶνε στόν πόλεμο παρά μόνο μέ τίς συμβουλές καί ὁδηγίες τῶν πνευματικῶν τους πατέρων, κόβοντας ἔτσι τό θέλημά τους.Ἡ πρώτη τάξη εἶναι ψυχρή καί ἀργή. Ἡ δεύτερη εἶναι χλιαρή καί ὀκνηρή. Ἡ τρίτη εἶναι θερμή καί ἐπιμελής.Τώρα ἐσύ, ἀδελφέ, σέ ποιά τάξη ἀνήκεις;

Ἄν εἶσαι στήν πρώτη, ἀλλοίμονο σέ σένα! Γιατί, ἀπό τήν ὥρα πού ἔλαβες τό βάπτισμα, ἔταξες στό Θεό νά πολεμήσεις τά πάθη σου καί τό διάβολο. Ἐσύ ὅμως στέκεσαι μακριά, ἀργός. Δέν πιάνεις τά ὄπλα νά πολεμήσεις. Καί ξεχνᾶς, ταλαίπωρε, πώς ἄν δέν πολεμήσεις καί νικήσεις τούς ἐχθρούς ἐδῶ, αὐτοί θά σέ θανατώσουν αἰώνια. Δέν γνωρίζεις, ὅτι χωρίς ἀγώνα δέν κερδίζονται ἔπαθλα καί βραβεῖα; Ποιός νίκησε ποτέ κοιμισμένος ἤ ἄπρακτος;

Ἤ ποιός μέ τρυφές καί ξεφαντώματα στεφανώθηκε; “Τίς καθεύδων τρόπαιον ἔστησεν; ἤ τίς τρυφῶν καί καταυλούμενος κατεκοσμήθη στεφάνοις;”, Λέει ὁ Μέγας Βασίλειος. Ἄφησε λοιπόν τήν ὀκνηρία, ἀγαπητέ, πιάσε τ’ ἅρματα καί πολέμησε τούς θανάσιμους ἐχθρούς σου. Μήν κάθεσαι ἀμέριμνος, βλέποντας τούς ἄλλους νά πολεμοῦν, γιά νά μήν ἀκούσεις κι ἐσύ ἐκεῖνο πού εἶπε ὁ Μωϋσῆς στίς φυλές Γάδ καί Ρουβήν: “Οἱ ἀδελφοί ὑμῶν πορεύονται εἰς τόν πόλεμον, καί ὑμεῖς καθήσεσθε αὐτοῦ;” (Ἀριθ. 32, 6).

Ἄν πάλι ἀνήκεις στή δεύτερη τάξη, τότε οὔτε θερμός εἶσαι οὔτε ψυχρός, ἀλλά χλιαρός. Γι’ αὐτό τόν ἄνθρωπο λέει ὁ Θεός στήν Ἀποκάλυψη: “Ὅτι χλιαρός εἶ καί οὔτε ζεστός, οὔτε ψυχρός, μέλλω σε ἐμέσαι ἐκ τοῦ στόματος Μου” (3, 16). Κι αὐτό θά γίνει τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως, ὅταν ὁ Κύριος θά πεῖ σ’ ὅλους τούς πνευματικά νωθρούς τά φοβερά τοῦτα λόγια: “Οὐδέποτε ἔγνων ὑμᾶς· ἀποχωρεῖτε ἀπ’ ἐμοῦ οἱ ἐργαζόμενοι τήν ἀνομίαν” (Ματθ. 7, 22).

Γιατί ὅμως θά πεῖ καί σέ σένα τά ἴδια;Γιατί θέλεις μέν τήν ἀρετή, ἀλλά χωρίς κόπο. Θέλεις νά κάνεις τό καλό, ἀλλά δέν θέλεις νά λυπήσεις τόν κόσμο. Θέλεις νά κόψεις τίς κακές σου συνήθειες, ἀλλά δέν θέλεις νά πιεστεῖς. Θέλεις νά ὑπηρετεῖς τό Θεό, ἀλλά μόνο μέ λόγια. Κοντολογῆς, θέλεις ταυτόχρονα μέ τό ἴδιο μάτι νά βλέπεις καί τόν οὐρανό καί τή γῆ.

Κι ἄν ποτέ ἀποφασίσεις νά νικήσεις κανένα ἐλάττωμα ἤ πάθος σου, πιάνεις τά ὅπλα καί πολεμᾶς ὅπως σοῦ ἀρέσει, κατά τό θέλημά σου καί τή φαντασία σου. Θέλεις νά διώξεις τό πάθος πού σέ πειράζει λιγότερο, καί ἀφήνεις ἐκεῖνο πού σ’ ἔχει κυριεύσει περισσότερο.


Ὁ Χριστός σέ καλεῖ νά μεταβάλεις τόν ἑαυτό σου, κι ἐσύ ἀλλάζεις μόνο τήν ἐξωτερική σου στάση, χωρίς ν’ ἀνακαινίζεσαι ἐσωτερικά.

Δέν φτάνει ὅμως νά πολεμάει κανείς, ἀλλά πρέπει νά πολεμάει σωστά καί οὐσιαστικά: “Ἐάν δέ καί ἀθλῇ τις οὐ στεφανοῦται, ἐάν μή νομίμως ἀθλήσῃ” (Β΄ Τιμ. 2, 5).Νά ντραπεῖς λοιπόν γιά τήν ἀκαταστασία καί τή ρηχότητά σου. Κι ἀπό δῶ καί πέρα ν’ ἀφήσεις ὁλόκληρο τόν ἑαυτό σου στά χέρια τοῦ Κυρίου, κάνοντας πάντα τό δικό Του θέλημα καί λέγοντας μ’ ὅλη σου τήν καρδιά: “Ἀκολουθήσω Σοι ὅπου ἐάν ἀπέρχῃ, Κύριε” (Λουκ. 9, 57).

ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ

Σταχυολόγηση καί διασκευή κειμένου ἀπό τά “Πνευματικά Γυμνάσματα” τοῦ ὁσίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου
Ἀπό τό βιβλίο «ΜΑΘΗΤΕΙΑ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΝΙΚΟΔΗΜΟ»

Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2015

ΕΠΙΦΥΛΑΚΗ (Ἃγιος Ἰωάννης Μαξίμοβιτς)

Τήρησε σθεναρά την πνευματική επιφυλακή, επειδή δεν γνωρίζεις πότε θα σε καλέσει ο Κύριος κοντά Του. Κατά την επίγειο ζωή σου, να είσαι έτοιμος ανά πάσα στιγμή να Του δώσεις λογαριασμό. Πρόσεχε να μην σε πιάσει στα δίχτυα του ο εχθρός, ή να σε ξεγελάσει, προκαλώντας σε να πέσεις σε πειρασμό. Καθημερινά εξέταζε την συνείδησή σου, δοκίμαζε την καθαρότητα των λογισμών σου, τις προθέσεις σου. 

Κάποτε ήταν ένας βασιλιάς, ο οποίος είχε ένα γιο πονηρό. Έχοντας χάσει κάθε ελπίδα για αλλαγή προς το καλύτερο, ο πατέρας καταδίκασε τον γιο του σε θάνατο. Του έδωσε ένα μήνα περιθώριο για να προετοιμαστεί. Πέρασε ο μήνας, και ο πατέρας ζήτησε να παρουσιασθεί ο γιος του. Προς μεγάλη του έκπληξη, παρατήρησε πως ο νεαρός ήταν αισθητά αλλαγμένος: το πρόσωπό του ήταν αδύνατο και χλωμό, και ολόκληρο το κορμί του έμοιαζε να είχε υποφέρει.

«Πως και σου συνέβη τέτοια μεταμόρφωση, γιέ μου;» ρώτησε ο πατέρας.

«Πατέρα μου και κύριέ μου,» απάντησε ο γιος, «πως είναι δυνατόν να μην έχω αλλάξει, αφού η κάθε μέρα με έφερνε πιο κοντά στον θάνατο;»

«Καλώς, παιδί μου», παρατήρησε ο βασιλιάς. «Επειδή προφανώς έχεις έρθει στα συγκαλά σου, θα σε συγχωρήσω. Όμως, θα χρειαστεί να τηρήσεις αυτή την διάθεση επιφυλακής της ψυχής σου, για την υπόλοιπη ζωή σου.»

«Πατέρα μου,» απάντησε ο γιος, «αυτό είναι αδύνατο. Πως θα μπορέσω να αντισταθώ στα αμέτρητα ξελογιάσματα και τους πειρασμούς;»

Ο βασιλιάς τότε διέταξε να του φέρουν ένα δοχείο γεμάτο λάδι, και είπε στον γιο του: «Πάρε αυτό το δοχείο, και μετάφερε το στα χέρια σου, διασχίζοντας όλους τους δρόμους της πόλεως. Θα σε ακολουθούν δύο στρατιώτες με κοφτερά σπαθιά. Εάν χυθεί έστω και μία σταγόνα από το λάδι, θα σε αποκεφαλίσουν.»

Ο γιος υπάκουσε. Με ανάλαφρα, προσεκτικά βήματα, διέσχισε όλους τους δρόμους της πόλεως, με τους στρατιώτες να τον συνοδεύουν συνεχώς, και δεν του χύθηκε ούτε μία σταγόνα.

Όταν επέστρεψε στο κάστρο, ο πατέρας τον ρώτησε: «Γιέ μου, τι πρόσεξες καθώς τριγυρνούσες μέσα στους δρόμους της πόλεως;»

«Δεν πρόσεξα τίποτε.»

«Τι εννοείς, ‘τίποτε’;» τον ρώτησε ο βασιλιάς. «Σήμερα ήταν μεγάλη γιορτή – σίγουρα θα είδες τους πάγκους που ήταν φορτωμένοι με πολλές πραμάτειες, τόσες άμαξες, τόσους ανθρώπους, ζώα…»

«Δεν είδα τίποτε απ’ όλα αυτά» είπε ο γιος. «Όλη η προσοχή μου ήταν στραμμένη στο λάδι μέσα στο δοχείο. Φοβήθηκα μην τυχόν μου χυθεί μία σταγόνα και έτσι χάσω τη ζωή μου.»

«Πολύ σωστή η παρατήρησή σου» είπε ο βασιλιάς. «Κράτα λοιπόν αυτό το μάθημα κατά νου, για την υπόλοιπη ζωή σου. Να τηρείς την ίδια επιφυλακή για την ψυχή μέσα σου, όπως έκανες σήμερα για το λάδι μέσα στο δοχείο. Να στρέφεις τους λογισμούς σου μακριά από εκείνα που γρήγορα παρέρχονται, και να τους προσηλώνεις σε εκείνα που είναι αιώνια. Θα είσαι ακολουθούμενος, όχι από οπλισμένους στρατιώτες, αλλά από τον θάνατο, στον οποίον η κάθε μέρα μας φέρνει πιο κοντά. Να προσέχεις πάρα πολύ να φυλάς την ψυχή σου από όλους τους καταστροφικούς πειρασμούς.»

Ο γιος υπάκουσε τον πατέρα, και έζησε έκτοτε ευτυχής.

«Γρηγορείτε, στήκετε εν τη πίστει, ανδρίζεσθε, κραταιούσθε» (Α’ Προς Κορινθίους 16:13).

Ο Απόστολος δίνει αυτή την σημαντική συμβουλή, για να στρέψεις την προσοχή σου προς τον κίνδυνο του κόσμου τούτου, να σε καλέσει σε συχνή εξέταση της καρδιάς σου, επειδή χωρίς αυτό, είναι εύκολο κανείς να καταστρέψει την καθαρότητα και το πάθος της πίστεώς του και χωρίς να το αντιληφθεί, να περάσει στην αντίπερα όχθη του πονηρού και της απιστίας.

Όπως είναι βασική μας μέριμνα να προσέχουμε εκείνα που μπορούν να ζημιώσουν την φυσική μας υγεία, έτσι οφείλουμε να έχουμε σαν πνευματική μας μέριμνα να προσέχουμε εκείνα που μπορούν να ζημιώσουν την πνευματική μας ζωή και το έργο της πίστεως και της σωτηρίας. Συνεπώς, πρέπει να ελέγχετε προσεκτικά και με προσήλωση τα εσωτερικά σας ορμέμφυτα: είναι εκ Θεού, ή από το πνεύμα του πονηρού; Να φυλάγεσθε από τους πειρασμούς του κόσμου τούτου, και από τους κοσμικούς ανθρώπους. Να φυλάγεσθε από τους κρυφούς εσωτερικούς πειρασμούς που προέρχονται από το πνεύμα της αδιαφορίας και απροσεξίας την ώρα της προσευχής, εξ αιτίας της φθίνουσας Χριστιανικής αγάπης.

Αν στρέψουμε την προσοχή μας στον νου μας, θα παρατηρήσουμε ένα χείμαρρο αλλεπάλληλων λογισμών και ιδεών. Ο χείμαρρος αυτός είναι αδιάκοπος, τρέχει γοργά προς κάθε κατεύθυνση και κάθε στιγμή – στο σπίτι, στην εκκλησία, στην εργασία, όταν διαβάζουμε, όταν συζητούμε… Συνήθως το ονομάζουμε «σκέψη», γράφει ο Επίσκοπος Θεοφάνης ο Έγκλειστος, αλλά στην πραγματικότητα είναι μία διαταραχή του νοός, ένα σκόρπισμα, μία έλλειψη συγκέντρωσης και προσοχής.

Το ίδιο συμβαίνει και στην καρδιά. Έχετε ποτέ παρατηρήσει την ζωή της καρδιάς; Δοκιμάστε να το κάνετε, έστω για ένα μικρό διάστημα, και παρατηρήστε τι θα ανακαλύψετε: Προκύπτει κάτι δυσάρεστο, και ταράζεστε. Σας βρίσκει κάποια δυστυχία, και νοιώθετε λύπηση για τον εαυτό σας. Βλέπετε κάποιον που δεν συμπαθείτε, και αμέσως αναβλύζει μέσα σας η εχθρότητα. Συναντιέστε με κάποιον ισότιμό σας, ο οποίος εν τω μεταξύ σας έχει προσπεράσει κοινωνικά, και αρχίζετε να τον φθονείτε. Αναπολείτε τα ταλέντα σας και τις ικανότητές σας, και αρχίζετε να νοιώθετε υπερηφάνεια…. Όλη αυτή η σαπίλα: ματαιοδοξία, σαρκική επιθυμία, λαιμαργία, ακηδία, κακία… η μια στοιβαγμένη πάνω στην άλλη, τελικά καταστρέφουν την καρδιά. Και όλα αυτά μπορούν να διαπεράσουν την καρδιά μέσα σε λίγα μόνο λεπτά. Για τον λόγο αυτό, κάποιος ασκητής που ασκούσε αυστηρό έλεγχο στον εαυτό του, είπε -πολύ σωστά- ότι «η καρδιά του ανθρώπου είναι γεμάτη από δηλητηριώδη φίδια. Μόνο οι καρδιές των αγίων είναι απαλλαγμένες από αυτά τα φίδια: τα πάθη.»

Τέτοια όμως απαλλαγή αποκτάται μονάχα μέσω μιας μακροχρόνιας και δύσκολης διαδικασίας αυτογνωσίας, προσωπικής ενασχόλησης και επιφυλακής προς την έσω ζωή μας, δηλαδή, την ψυχή.

Να είστε προσεκτικοί. Να είστε σε επιφυλακή για την ψυχή σας! Να στρέφετε τους λογισμούς σας μακριά από εκείνα που γρήγορα παρέρχονται, και να τους προσηλώνετε σε εκείνα που είναι αιώνια. Έτσι θα βρείτε την χαρά που ποθεί η ψυχή σας, και για την οποία διψά η καρδιά σας.


(Πηγή/Έκδοση: Pravoslavnaya Rus, ORTHODOX AMERICA, Τόμος 14. Χρ.Έκδοσης: 1993)



ΟΜΟΤΙΜΙΑ ΑΝΔΡΑ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΑΣ (Ἃγιος Γρηγόριος Νύσσης)


«Και δημιούργησε ο Θεός τον άνθρωπο σύμφωνα με τη δική του εικόνα». Τον άνθρωπο, θα ισχυρισθεί η γυναί­κα, κατά τί αφορά εμένα; Ο άνδρας έγινε. Γιατί δεν λέ­ει: την άνθρωπο, συνεχίζει. Και με την προσθήκη του άρ­θρου δηλώνει το αρσενικό γένος. Αλλά για να μη χρησι­μοποιήσει κανείς αμαθής την προσωνυμία του ανθρώπου αναφορικά μόνο με τον άνδρα, προσθέτει: «Αρσενικό και θηλυκό τους δημιούργησε».

Κι η γυναίκα είναι δημιουργημένη κατ’ εικόνα Θεού, όπως κι ο άνδρας. Με τον ίδιο τρόπο τιμώνται εξίσου οι φύσεις (τόσο ο άνδρας ό­σο κι η γυναίκα), είναι ίσες οι αρετές, ίσα τα έπαθλα, η αυτή καταδίκη. Ας μη λέει η γυναίκα· είμαι αδύνατη. Η αδυναμία βρίσκεται στο σώμα, η δύναμη είναι στη ψυχή. Επειδή, λοιπόν, τιμάται με τον ίδιο τρόπο η κατά Θεόν εικόνα, ας τιμάται κι η αρετή με τον ίδιο τρόπο.

Ας είναι κοινή και για τους δύο η παρουσίαση των αγαθών έργων. Δεν υπάρχει καμιά δικαιολογία για εκείνον που θέλει να προφασίζεται σωματική αδυναμία. Κι αυτό δεν είναι σχήμα λόγου. Γιατί ναι μεν είναι τρυφερό το σώμα της γυναίκας, για να προκαλεί τη συμπάθεια, αλλά είναι ισχυρό στην υπομονή, επίμονο στις αγρυπνίες.

Πραγματικά, πότε μπόρεσε άνδρας να συναγωνιστεί με γυναίκα, που ζει υπομονετικά τη ζωή της; Πότε μπό­ρεσε να μιμηθεί ο άνδρας τη δύναμη των γυναικών στις νηστείες, στη συστηματική επίδοση στις προσευχές, στην αφθονία των δακρύων, στην αποφασιστικότητα στα έργα της αγάπης;

Έχω υπόψη μου γυναίκα, που έκλεβε κρυφά, αλλά έκανε καλές κλεψιές, κάνοντας αγαθοερ­γίες, χωρίς να παίρνει είδηση ο άνδρας της, αλλά για χά­ρη του, για την ανάπτυξη του σπιτιού, για τη συντήρηση των παιδιών. Αυτή έδινε κι απέφευγε την προσοχή του άν­δρα της. Έβγαζε πράγματα έξω από το σπίτι για χάρη του κι αυτόν τον απέκρυβε. Γιατί αυτό που έκανε, το έκα­νε για το Θεό, που βλέπει όσα γίνονται κρυφά, και δεν γνωστοποιούσε την αγαθοεργία της.

Η αγαθή γυναίκα έχει το κατ’ εικόνα. Μην δίνεις προσοχή στον έξω άνθρωπο, δηλαδή στο σώμα, γιατί αυτό είναι εξωτερικό περίβλημα. Η ψυχή κάθεται στο εσωτερικό κάτω από το προκάλυμ­μα, το απαλό σώμα. Η μια όμως ψυχή κι η άλλη, δηλαδή τόσο του άνδρα, όσο, και της γυναίκας, είναι ψυχές ομό­τιμες. Η διαφορά βρίσκεται στα προκαλύμματα, δη­λαδή στα σώματα.

 Γίνεσαι, λοιπόν, όμοιος με το Θεό με το να είσαι αγαθός, με το να είσαι ανεξίκακος, με το να είσαι μεταδοτικός, με το να αγαπάς τον άλλο και τον α­δελφό. Με το να αποστρέφεσαι την πονηρία, με το να χα­λιναγωγείς τα αμαρτωλά πάθη, για να διατηρείς μέσα σου την εξουσία.


(Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, Περί κατασκευής του ανθρώπου, εκδ. Τέρτιος, σ. 319-321)