A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !
✞ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος ✞

Τετάρτη 20 Αυγούστου 2014

«ΠΟΙΜΑΙΝΕ ΤΑ ΠΡΟΒΑΤΑ ΜΟΥ» (Ἰω. 21, 16). Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΠΑΤΡΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ.

Picture





π. Νικηφόρου Νάσσου Ἱερομονάχου



Στούς ἀκάματους πνευματικούς πατέρες, τούς παρέχοντας στίς ψυχές «Δρόσον Ἀερμών» μέσα στον καύσωνα τῆς ἁμαρτίας, εὐλαβῶς ἀφιεροῦται



ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ

Tό ἀψευδές στόμα τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἶπε στόν κρυφό μαθητή Του Νικόδημο αὐτά τά ἀθάνατα ρήματα: «Ἐάν μή τις γεννηθῇ ἄνωθεν, οὐ δύναται ἰδεῖν τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ». Αὐτήν τήν ἄνωθεν «γέννηση», ἀπεργάζεται ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ γιά τά μέλη της, τούς πιστεύοντας ὀρθοδόξως «εἰς Τριάδα ὁμοούσιον καί ἀχώριστον». Αὐτή τήν ἀναγέννηση διακονοῦν ποιμαντικῶς καί θεολογικῶς τά ἐντεταλμένα ἐκεῖνα πρόσωπα πού λαμβάνουν ἀπό τήν Ἐκκλησία τό χάρισμα τῆς πνευματικῆς πατρότητος, ὥστε να καταστοῦν «Υἱοί παρακλήσεως» μέ τή Χάρη τοῦ Παρακλήτου, μυσταγωγοί και διδάσκαλοι, θεραπευτές καί διάκονοι τοῦ μυστηρίου τῆς σωτηρίας τῶν ἀθανάτων ψυχῶν. Αὐτά ὅλα συντελοῦνται μέσα στό κυριακο σῶμα, τήν Ἁγία Ἐκκλησία, τήν Μητέρα καί τροφό μας.

Εἶναι σοφό αὐτό πού ἔχει εἰπωθεῖ, ὅτι ἡ Ἐκκλησία σώζει τόν ἄνθρωπο, ὄχι μέ αὐτό πού ἔχει, ἀλλά μέ αὐτό πού εἶναι. Καί ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, κατά τόν μεγάλο Πατέρα καί Οἰκουμενικό Διδάσκαλο, ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο, εἶναι «ἰατρεῖον πνευματικόν»1, δηλαδή, ἕνα Νοσοκομεῖο θά λέγαμε, ἕνα ἱερό καθίδρυμα πού παρέχει ἐν Χριστῷ τήν θεραπεία τῶν ἀνθρώπων.

Στό πόνημα αὐτό, τό διαρθρωμένο σε ὀκτώ Κεφάλαια, γίνεται λόγος γιά τήν πνευματική πατρότητα, τή διαμόρφωσή της θεσμικῶς καί τόν πολυσήμαντο ρόλο της μέσα στήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἐπίσης γιά τά χαρίσματα τῶν πνευματικῶν πατέρων καί τή θεραπευτική τοῦ μυστηρίου τῆς μετανοίας - ἐξομολογήσεως μέσα στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας καί ἄλλα σχετικά. Μεγάλο ἔργο καί ὑψηλό λίαν ἡ πνευματική πατρότητα! Πρόκειται περί τοῦ λειτουργήματος τῆς «ἰατρικῆς ἐν Πνεύματι ἐπιστήμης» ὅπως ἐπί λέξει ἀναφέρεται ἡ ποιμαντική τέχνη μέ ἰατρική ὁρολογία, στούς ἱερούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας μας. Αὐτό ἐπιδιώκουμε νά καταδειχθεῖ στήν παρούσα μελέτη πού κοντά στά ἄλλα βοηθήματα, θά εἶναι καί αὐτή, πιστεύουμε χρήσιμη στούς πνευματικούς πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Θά ἀναφερθοῦν, ἐν προκειμένῳ, κατά τή διαπραγμάτευση τοῦ θέματός μας, θέσεις καί χωρία Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, αὐτῶν τῶν ἐραστῶν τοῦ θείου κάλλους, καί πραγματικῶν καθοδηγῶν τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἐπίσης καί ἀπόψεις συγχρόνων καθητῶν - θεραπόντων τῆς θεολογικῆς ἐπιστήμης, γιά νά φανερωθεῖ ὡς πρός τή σπουδαιότητά του τό μέγιστο ἔργο τῆς σωτηρίας τῶν ψυχῶν τό ὁποῖο ἀρχίζει ὁ Τριαδικός Θεός καί τό συνεχίζουν τά ἐντεταλμένα πρόσωπα, πάντοτε μέσα στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας, δέν ὑπάρχει σωτηρία, θεραπεία, λύτρωση, ἄφεση ἁμαρτιῶν, ἀναγωγή πρός Θεόν, μέθεξη τοῦ ἀκτίστου χαρισματικῶς, ἀνάβαση πρός τόν οὐρανό. Διότι κατά τόν χρυσορρήμονα πατέρα, Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο, «οὐδέν Ἐκκλησίας ἰσχυρότερον. Ἐλπίς σου ἡ Ἐκκλησία, ἡ σωτηρία σου ἡ Ἐκκλησία, ἡ καταφυγή σου ἡ Ἐκκλησία»… Ὅλα πάντως συντελοῦνται μέσα στήν Ἐκκλησία ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι καί μέ τήν βεβαία πίστη ὅτι ἕνας εἶναι ὁ Μέγας Ἰατρός! «Εἶς ἰατρός ἐστίν, σαρκικός τε καί πνευματικός, γεννητός καί ἀγέννητος, ἐν σαρκί γενόμενος Θεός, ἐν θανάτῳ ζωή ἀληθινή, καί ἐκ Μαρίας καί ἐκ Θεοῦ, πρῶτον παθητός καί τότε ἀπαθής, Ἰησοῦς Χριστός ὁ Κύριος ἡμῶν»2

Βόλος 29 Ἰουνίου 2014, Μνήμη τῶν Πρωτοκορυφαίων καί θεοκηρύκων Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου,

ἱερομόναχος Νικηφόρος Νάσσος
-----------------------------------------------------------------------------------

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΓΕΝΙΚΑ ΠΕΡΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΠΑΤΡΟΤΗΤΟΣ

Ὅπως μέ τήν κατά σάρκα πατρότητα μεταδίδεται ἡ φυσική ζωή, ἔτσι καί μέ τήν κατά πνεῦμα πατρότητα μεταδίδεται ἡ πνευματική καί κατά Θεόν ζωή. Ὀρθά ἔχει λεχθεῖ ὅτι ἡ πνευματική πατρότητα, μιά βασική ἀρχή τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως, ἀπεικονίζει τη φανέρωση τοῦ δεσμοῦ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ Πατρός μέ ἐκείνη τοῦ Υίοῦ, ἡ ὁποία μεταδίδεται στούς ἀνθρώπους ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι μέσα στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Μέγας Βασίλεις προσδιορίζει στά «Ἀσκητικά» του ὡς ἑξῆς τόν πνευματικό πατέρα, ὁ ὁποῖος βρίσκεται στήν πνευματική διακονία μετά τόν ἕνα Πατέρα τόν οὐράνιο: «Πατήρ γάρ ἐστίν ἀληθέστατος, πρῶτος μέν ὁ τῶν ἁπάντων Πατήρ∙ ὁ δεύτερος δέ μετ᾿ ἐκεῖνον ὁ τῆς πνευματικῆς καθοδηγούμενος πολιτείας».3

Ἡ ἐκκλησιαστική πατρότητα ἔχει ὡς σκοπό τή γέννηση τῶν πνευματικῶν τέκνων γιά τήν ἐν Χριστῷ ζωή καί τήν μέθεξή τους στή Βασλεία τοῦ Θεοῦ ἡ ὁποία βιοῦται ἀπό ἐδῶ προγευστικῶς, ὡς ἐπίσης καί τήν καθοδήγησή τους πρός τή σωτήριο κοινωνία μέ τήν Ἁγία Τριάδα, ἡ ὁποία γίνεται μέ ἀπόλυτο σεβασμό τῆς ἐλευθερίας καί τῆς προσωπικότητάς τους. Πρῶτος πνευματικός Πατέρας ὁ Ὁποῖος «ἐγέννησεν» ἄνωθεν τούς ἀποστόλους Του εἶναι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός! Ἐκεῖνος πρῶτος ὁμίλησε καί εἶπε στόν Νικόδημο ὅτι ἄν κάποιος δέν γεννηθεῖ «ἄνωθεν», δέν μπορεῖ νά δεῖ τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ!4 Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι μέ τή σειρά τους ἀναγεννοῦν τούς δικούς τους πνευματικούς υἱούς καί αὐτοί ἄλλους μέσα στήν ἱστορία. Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἀναγεννήθηκε «ἐν Πνεύματι» ἀπό τόν «πολιστήν τῆς ἐρήμου», Μ. Ἀντώνιο καί στή συνεχεια ἐκεῖνος ἀναγέννησε δικά του πνευματικά τέκνα κοκ. Ὁ πνευματικός πατέρας ὀνομάζεται στήν παράδοσή μας καί «Γέροντας», τίτλος πού σήμερα κυρίως ἀποδίδεται σέ ἱερομονάχους καί καθηγουμένους ἱερῶν μονῶν.

Ὁ τρόπος, τώρα, τῆς πνευματικῆς γεννήσεως περιγράφεται σέ μία φράση στίς ἐπιστολές τοῦ ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν Παῦλου: «Ἐν Χριστῷ καί διά τοῦ Εὐαγγελίου». Αὐτό θά πεῖ ὅτι ἡ ἄνωθεν «γέννηση» συντελεῖται μέ συγκεκριμένο τρόπο, «ἐν Χριστῷ» καί μέ τή ζωή πού ὑποδεικνύεται ἀπό τό Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ πνευματική πατρότητα, τότε ἐπιτυγχάνει τοῦ σκοποῦ της, ὅταν ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στήν χαρισματική ἕνωσή του μετά τοῦ Θεοῦ, ὅταν τόν φθάνει «εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ».5 Αὐτό ξεκινᾶ μέ τήν ἐξομολόγηση (ἐφόσον ἔχει προηγηθεῖ τό Ἅγιον Βάπτισμα, τό εἰσαγωγικό μυστήριο στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ)) καί καταλήγει στή θεία Κοινωνία, ὅπως θά δοῦμε πιό ἀναλυτικά σέ ἄλλο Κεφάλαιο. Πάντως, δέν πρέπει νά ἀγνοοῦμε ὅτι ὅπως δέν νοεῖται ζωή πνευματική μέσα στήν Ἐκκλησία χωρίς Μυστήρια, ἔτσι δέν νοεῖται μυστηριακή ζωή χωρίς τήν Μετάνοια πού ἐκφράζεται μυστηριακῶς μέ τήν ἱερά ἐξομολόγηση. Ἄν τό Βάπτισμα εἶναι ἡ εἴσοδος ἀπό τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος εἰσέρχεται στήν Ἐκκλησία, ἡ ἱερά ἐξομολόγηση εἶναι τό μέσον γιά νά ἐπανασυνδέεται μέ τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὁσάκις ἀποκόπτεται ἀπό αὐτό λόγῳ τῆς ἁμαρτίας. Καί ὅπως ὀρθά ἔχει γραφεῖ, ἡ συντήρηση τῆς κατά Χριστόν ζωῆς μέσα μας πραγματοποιεῖται ὅταν τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ διά τῆς Θ. Κοινωνίας ἀρδεύει τό ἐσωτερικό μας. Ἐκεῖνο, ὅμως, πού καθιστᾶ ἐνεργό τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ μέσα μας εἶναι τό μυστήριο τῆς Μετανοίας, πού «ἑτοιμάζει τόπον» γιά νά κατοικήσει ὁ Χριστός ἐντός μας.6

Αὐτό διακονεῖ ἡ πνευματική πατρότητα μέσα στήν Ἐκκλησία. Εἶναι δέ, «τέχνη τεχνῶν και ἐπιστήμη ἐπιστημῶν», κατά τόν ἀετό τῆς Θεολογίας, ἅγιο Γρηγόριο τόν Ναζιανζηνό7. Ἡ πνευματική πατρότητα, ἔχει μιά ἐξέλιξη μέσα στήν ἱστορία, τήν ὁποία εὐθύς ἀμέσως θά παρακολουθήσουμε, ἐκκινώντας ἀπό τήν πρό πρό τῆς Χάριτος ἐποχή, τήν περίοδο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅπου οἱ ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι διέθεταν καλή προαίρεση εἶχαν τήν αἴσθηση καί τήν ἐσωτερική «πληροφορία» τῆς πατρικῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

Η ΒΙΒΛΙΚΗ ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΗΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΠΑΤΡΟΤΗΤΑΣ

Α) ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

Ἀπό τήν ἐποχή ἀκόμη τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, βλέπουμε τήν πνευματική πατρότητα καί τά χαρακτηριστικά της, ὄχι βέβαια μέ τήν ἴδια ὁρολογία πού μετά ταῦτα ἐπικρατεῖ, ἀλλά πάντως κατά τό περιεχόμενό της. Μιά σχέση πνευματικοῦ πατρός μέ πνευματικό τέκνο, ἤ μαθητή, ὑπάρχει, ὅπως μαρτυρεῖ ἡ Βίβλος, μεταξύ τοῦ ἁγίου καί θεόπτου προφήτου Μωϋσέως, τοῦ περάτου τοῦ ἱσραηλητικοῦ λαοῦ καί τοῦ Ἰησοῦ, υἱοῦ τοῦ Ναυῆ. Ἡ Γραφή παρουσιάζει ἐκεῖνον τόν Ἰησοῦ τῆς Π.Δ. ὡς «θεράποντα», δηλαδή ὑπηρέτη (πνευματικῶς) τοῦ Μωϋσέως, ὁ ὁποῖος «οὐκ ἐξεπορεύετο ἐκ τῆς σκηνῆς»8. Ὁ Μωϋσῆς, γιά νά δηλώσει τήν πνευματική γέννηση, ἀλλά καί τήν ἀποστολή τοῦ θεράποντός του (τοῦ πνευματικοῦ του παιδιοῦ ὅπως θά λέγαμε σήμερα), τοῦ ἀλλάζει τό ὄνομα. Ὁ πρώην Αὐσῆς, μετονομάζεται Ἰησοῦς. Ὁ θεόπτης προφήτης, ὁδηγεῖ τόν κατά πνεῦμα υἱό του, τόν Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ, ἐπάνω στό ὄρος Σινᾶ τή στιγμή ὅπου θά εἰσέλθει στόν «θεῖο γνόφο», διότι μετά ἀπό λίγο ὅταν κατέλθουν ἀπό τό ὄρος, θά τόν καταστήσει διάδοχό του στήν ἱερή ἀποστολή τῆς ὀδηγίας τοῦ λαοῦ πρός τήν γῆ τῆς ἐπαγγελίας τοῦ Θεοῦ. Δέν τό πραγματοποιεῖ αὐτό μόνος του, αὐτοβούλως, ἀλλά τόν διατάσσει ὁ Ἴδιος ὁ Θεός. Διαβάζουμε τά ἑξῆς, ἐν προκειμένῳ, στό Βιβλίο τῶν Ἀριθμῶν: «Καί ἐλάλησε Κύριος πρός Μωϋσῆν λέγων, λαβέ πρός σεαυτόν τόν Ἰησοῦν, υἱόν Ναυῆ, ἄνθρωπον ὅς ἔχει πνεῦμα ἐν ἑαυτῷ καί ἐπιθήσεις τάς χεῖρας σου ἐπ᾿ αὐτόν, καί στήσεις αὐτόν ἔναντι Ἐλεάζαρ τοῦ ἱερέως καί ἐντελῇ αὐτῷ ἔναντι πᾶσης συναγωγῆς καί ἐντελῇ περί αὐτοῦ ἐναντίον αὐτῶν καί δώσεις τῆς δόξης σου ἐπ᾿ αὐτόν, ὅπως ἄν εἰσακούσωσιν αὐτοῦ οἱ υἱοί Ἰσραήλ»9. Ὁ Μωυσῆς, μεταφέρει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ στό πνευματικό του παιδί τόν Ἰησοῦ, τοῦ μεταγγίζει θάρρος καί τοῦ ὑπόσχεται τήν θεία ἀρωγή. Ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ, ὑπακούει στόν Μωυσῆ, καθιστώντας δυνατή τήν παράδοση ἀπό τόν πνευματικό πατέρα στόν πνευματικό υἱό καί ἀπό τόν Θεό πρός τόν λαό τοῦ Ἰσραήλ. Καί οἱ ἰσραηλίτες, κάνοντας ὑπακοή στό νέο τους πνευματικό ἡγέτη, ὑπακούουν στόν Μωϋσῆ καί διά τοῦ Μωϋσέως στόν Ἴδιο τόν Θεό, τοῦ Ὁποίου τό θέλημα τούς παρέδωσε ὁ Μωϋσῆς διά μέσου πλέον τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ. 

Ἕνα ἄλλο τρανταχτό παράδειγμα καί φαεινό ὑπόδειγμα πνευματικῆς πατρότητος στήν πρό τῆς Χάριτος ἐποχή, εἶναι αὐτό πού ἀναφέρεται στόν ἐπίσης θεόπτη προφήτη, τόν πύρινο καί ζηλωτή Ἡλία καί τόν «θεράποντά» του Ἐλλισαίο. Ὁ Ἡλίας, ὅπως βλέπουμε στό τρίτο βιβλίο τῶν Βασιλειῶν, ἐπάνω στό ὄρος Χωρήβ, συναντᾶ τόν Θεό, ὁ Ὁποῖος τοῦ ἐμφανίζεται, «οὐκ ἐν τῷ πυρί», «οὐκ ἐν τῷ συσσεισμῷ», ἀλλ᾿ «ἐν αὔρᾳ λεπτή». Μετά ἀπό αὐτό τό θαυμαστό γεγονός τῆς θεοπτίας, ὁ πύρινος προφήτης καλεῖ τόν μαθητή του, τό πνευματικό του παιδί, τόν Ἐλισσαίο, νά τόν ἀκολουθήσει. Αὐτό μάλιστα λαμβάνει χώρα μέ ἕναν τρόπο ἀσυνήθιστο, πρωτότυπο, ἐντυπωσιακό, θαυματουργικό! Ὁ Ἡλίας, ρίχνει πάνω στούς ὤμους τοῦ Ἐλισσαίου τήν μηλωτή του, ὡς σημείον τοῦ προφητικοῦ χαρίσματος. Αὐτός, ἄφησε τά πάντα καί ἀκολούθησε τόν πνευματικό του πατέρα, τόν ζηλωτή προφήτη Ἡλία καί ὅπως χαρακτηριστικά λέει ἡ Βίβλος: «ἐπορεύθη ὁπίσω Ἡλιοῦ καί ἐλειτούργει αὐτῷ»10. (Ὑπάρχει καί ἡ φράση: «ἐπέχεεν ὕδωρ ἐπί χεῖρας Ἡλιοῦ», γιά νά δείξει τό πόσο πλησίον τοῦ πνευματικοῦ του πατρός ἔζησε ὁ Ἐλισσαίος). Ἀλλά τό πλέον θαυμαστό στήν περίπτωση Ἡλία και Ἐλισσαίου, εἶναι ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο μεταφέρεται τό προφητικό χάρισμα ἀπό τόν Ἡλία στόν Ἐλισαίο, ὅπως μᾶς τό διασώζει ἡ θεία Γραφή. Ὁ «ἔμπυρος» (γεμᾶτος πῦρ πνευματικό) προφήτης πού φλεγόταν γιά τήν ἀγάπη καί τόν Νόμο τοῦ Θεοῦ, ὑψώνεται στόν οὐρανό, μέσα σέ «ἅρμα πυρός». Τότε ὁ μαθητής του Ἐλισσαίος ἀναφωνεῖ: «πάτερ πάτερ», καί μετά τήν «εἰς οὐρανούς πυρφόρον ἀνάληψιν» τοῦ Ἡλία, λαμβάνει «δισσῶς», κατά διπλό τρόπο, τό «πνεῦμα», τό χάρισμα τοῦ ἱεροῦ διδασκάλου του. 

Καί σέ ἄλλες περιπτώσεις, ὅμως, βλέπουμε τά χαρακτηριστικά τῆς πνευματικῆς πατρότητας στήν Παλαιά Διαθήκη, ὅπου ὁ μέν Θεός φαίνεται καί συμπεριφέρεται ὡς πατέρας στοργικός στόν λαό Του τόν Ἰσραήλ11, οἱ δέ Δίκαιοι τῆς περιόδου αὐτῆς, προφῆτες κλπ. ἀσκοῦν τήν πνευματική πατρότητα σέ ὅσους τούς ἀκολουθοῦν μέ σκοπό νά τούς ὁδηγήσουν στήν ἀληθινή λατρεία τοῦ Θεοῦ καί τήν κοινωνία μαζί Του. 

Β) ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ

Ἡ πνευματική πατρότητα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἐξακολουθεῖ νά ὑπάρχει καί στήν ἐποχή τῆς Χάριτος, ἀλλά ὅμως ἀνανοηματοδοτεῖται, ὅπως εἶναι γνωστό. Ὁ ὅρος «πατήρ» ἀναφέρεται μέσα στήν Καινή Διαθήκη ἀπό τόν Ἴδιο τόν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ Χριστό καί ἀποδίδεται στόν συνάναρχο Πατέρα Του, τό πρῶτο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, Αὐτόν, τόν Ὁποῖο φανερώνει ὁ ἐνανθρωπήσας Λόγος, μέ τήν παρουσία Του στόν κόσμο. Στό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιο, βλέπουμε νά λέει ὁ Κύριος στούς μαθητές του μετά τήν Ἀνάσταση: «καθώς ἀπέσταλκέ μοι ὁ Πατήρ, καγώ πέμπω ὑμᾶς».12 Ἐπίσης, ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος, ὁ Ὁποῖος διά ταῆς ἐνανθρωπήσεως ἐφανέρωσε στόν κόσμο τήν ἁγία Τριάδα, διακηρρύσει: «ἐγώ καί ὁ Πατήρ ἕν ἐσμέν»13. Προϋποτίθεται ἐδῶ βεβαίως, ὅτι γίνεται λόγος γιά τήν ἄναρχη πατρότητα τοῦ Θεοῦ, τήν ἀΐδιο πατρότητα. Ὁ Θεός δέν γίνεται πατέρας, ἀλλά εἶναι ἐκ φύσεως! Καί λέγεται «Πατήρ», διότι ἔχει Υἱόν. Ἀλλά καί στόν Ἰησοῦ Χριστό, τόν ὁμοούσιο καί συνάναρχο μέ τόν Πατέρα, ἀποδίδεται τό ὄνομα «πατέρας», ἀφοῦ ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη ἀκόμη ἔχει γραφεῖ ὅτι ὁ Χριστός εἶναι «πατήρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος»14. Χωρίς τόν Χριστό, εἶναι ἀδύνατον νά φθάσει κανείς στόν Πατέρα. Ὁ ἀθέατος καί ἀόρατος Πατήρ θεᾶται μέσῳ τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ, ὁ Ὁποῖος εἶναι «φῶς ἐκ φωτός» (πρβλ. καί Δοξολογία, «ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς»). Γνωρίζουμε, ἄλλωστε, ὅτι«κέντρον τῆς οἰκονομίας εἶναι ὁ ἐνανθρωπήσας Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, τῆς θεολογίας εἶναι ἡ τρισμακαρία καί θεαρχική Τριάς».15

Ὁ πατέρας μας, λοιπόν, ὁ ἐνανθρωπήσας Κύριος κάνει λόγο γιά οὐράνια πνευματική πατρότητα, ὅταν μᾶς συνιστᾶ νά μήν ἀποκαλέσουμε κάποιον πατέρα ἐδῶ στή γῆ, διότι ἕναν πατέρα ἔχουμε, τόν οὐράνιο: «καί πατέρα μή καλέσητε ὑμῶν ἐπί τῆς γῆς, εἷς γάρ ἐστίν ὑμῶν ὁ πατήρ ὁ οὐράνιος».16 Ἡ Ἐκκλησία, βεβαίως, δέν παρακούει καί δέν καταφρονεῖ τά κυριακά λόγια, ὅταν μέσα στήν ἱστορική πορεία της, ἀποκαλεῖ ἀνθρώπους «πατέρες», ἀλλά τό πράττει γνωρίζοντας ὅτι ἡ ἐδῶ πατρότητα εἶναι συμβατική καί θεωρώντας ὅτι ἡ ἐν τῷ κόσμῳ πνευματική πατρότητα, ὅταν λειτουργεῖ μέ τά ὀρθά κριτήρια, βιώνεται ὡς ἕνα γήινο ὄργανο, μέσῳ τοῦ ὁποίου βιώνουμε τήν ἐμπειρία τῆς οὐράνιας πατρότητας τοῦ Θεοῦ. Ὅπως εἴπαμε στό πρῶτο μέρος τῆς ἐργασίας μας, ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ πρῶτος πνευματικός Πατέρας τῶν ἀνθρώπων, καθώς φαίνεται ἀπό τόν μικρό κύκλο τῶν ἀποστόλων στό Εὐαγγέλιο. Βλέπουμε, μεταξύ ἄλλων, τήν τρυφερότητα τῆς πατρικῆς ἀγάπης τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Κυρίου μας σέ κάποιες ἐφράσεις πρός τούς πεφιλημένους Μαθητές Του, ὅπως: «τεκνία»17, «παδία»18, κ.ἄ. 

Ὀ Ἰησοῦς Χριστός ἀνεγέννησε τήν φθαρεῖσα ἀπό τήν ἁμαρτία φύση μας. Ἀφοῦ ἡ πατρότητα προϋποθέτει γέννηση ἤ υἱοθεσία, εἶναι εὔκολο νά καντανοήσουμε οἰ ὀρθόδοξοι τήν «ἄνωθεν»γέννησή μας παρά τοῦ Θεοῦ μέ τό ἅγιο Βάπτισμα, χωρίς τήν ὁποία ἀναγγέννηση ἀποκλείεται ἡ σωτηρία καί ἡ εἴσοδος στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὅπως ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος εἶπε στόν Νικόδημο. 

Στόν μεγάλο ἀπόστολο τῶν ἐθνῶν Παῦλο, τόν μιμητή τοῦ Χριστοῦ καί ἀκάματο ἐργάτη τῆς Ἐκκλησίας, μποροῦμε ἐπίσης νά διακρίνουμε ἔντονα τά στοιχεῖα τῆς πνευματικῆς πατρότητος, μέσα ἀπό τίς ἐπιστολές του, μέσα ἀπό τό τεράστιο ἱεραποστολικό του ἔργο, μέ τήν ἴδρυση χριστιανικῶν κοινοτήτων, τήν μέριμνά του γιά τίς ἐκκλησίες, τά ποικίλα παθήματά του κατά τήν διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ κλπ. Ὁ Παῦλος ἀπευθύνεται πρός τά πνευματικά του παιδιά, ὅπως θά λέγαμε μέ τήν σημερινή ὁρολογία, τούς Χριστιανούς τῆς Κορίνθου, καί τούς λέει ὅτι ἐνῶ ὑπάρχουν πολλοί παιδαγωγοί, δέν ὑπάρχουν ὅμως πολλοί πατέρες καί ὅτι αὐτός τούς ἀνεγέννησε ἐν Χριστῷ καί διά τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ. «Ἐάν γάρ μυρίους παιδαγωγούς ἔχητε ἐν Χριστῷ, ἀλλ᾿ οὐ πολλούς πατέρας· ἐν γάρ Χριστῷ Ἰησοῦ διά τοῦ Εὐαγγελίου ἐγώ ὑμᾶς ἐγέννησα».19 Σέ ἄλλο σημεῖο (στήν πρός Γαλάτας ἐπιστολή), ὁ αὐτός πρωτοκορυφαῖος τῶν ἀποστόλων θά γράψει παραστατικά ὅτι ἔχει πόνους τοκετοῦ (ὠδίνες), μέχρι νά γεννηθεῖ μέσα στήν ψυχή τῶν πνευματικῶν παιδιῶν του ὁ Χριστός. «Τεκνία μου, οὕς πάλιν ὠδίνω μέχρις οὗ μορφωθῇ Χριστός ἐν ὑμῖν».20

Καί σέ ἄλλα κείμενα διαζωγραφεῖται ἡ ἀνύστακτη ποιμαντική μέριμνα, ἡ θυσιαστική ἀγάπη καί ἡ πολύ θερμή ἔκφραση τῆς κατά Θεόν πατρότητας τοῦ Παύλου πρός αὐτούς πού ἀναγέννησε πνευματικά καί ἀναμόρφωσε «εἰς Χριστόν», ὅπως λ.χ. ἐκεῖ πού παρακαλεῖ ἕνα πνευματικό του παιδί γιά κάποιο ἄλλο («παρακαλῶ σε περί τοῦ ἐμοῦ τέκνου, ὅν ἐγέννησα ἐν τοῖς δεσμοῖς, Ὀνήσιμον»21), ἤ ἐκεῖ ὅπου θεωρεῖ ὡς δική του καρδιά τόν ἀπόστολο Ὀνίσημο τόν ὁποῖον αὐτός ὁ ἴδιος ἀναγέννησε μέσα στή φυλακή («ὅν ἀνέπεμψά σοι, αὐτόν, τουτ᾿ ἔστιν τά ἐμά σπλάγχνα»22) κ.ἄ. Ἔτσι λοιπόν, βλέπουμε τό ὑπόδειγμα τῆς πνευματικῆς πατρότητας στήν Καινή Διαθήκη, αὐτόν πού κοπίασε πάρα πολύ καί ἔπαθε πολλά γιά τήν στερέωση τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Παῦλος, ἀποτελεῖ παράδειγμα γνήσιας πνευματικῆς πατρότητας, αὐτῆς πού δέν ἔχει σχέση μέ ψυχολογικές, ἤ συναισθηματικές καταστάσεις καί ἀνθρωποκεντρικές θεωρήσεις, ἀλλά ἀποτελεῖ θεῖο ἔργο, ἀφοῦ ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στή μέθεξη τῆς ἀκτίστου Χάριτος τῆς τριαδικῆς θεότητος καί στή βίωση ἀπό τή ζωή αὐτή, προγευστικῶς, τῆς κηρυττομένης Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

ΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΠΑΤΡΟΤΗΤΟΣ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Οἱ πρῶτοι Χριστιανοί, βίωναν τή σχέση τοῦ Θεοῦ μέ τόν κόσμο ὡς σχέση πατρότητας καί υἱότητας, οὐσιαστικά βίωναν τήν ἐκχεομένη στήν κτίση διά τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν Ἀγάπη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ὁ θεσμός τῆς πνευματικῆς πατρότητας, ἐμφανίζεται ἀπό τούς πρώτους χρόνους τοῦ Χριστιανισμοῦ. Εἶναι ἀλήθεια πώς «ὁλόκληρη ἡ χριστιανική ζωή ἀποτελεῖ μιά μυσταγωγία στήν ἐπίγνωση τοῦ οὐρανίου Πατρός διά τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐνῶ ὁ μυσταγωγός γίνεται πνευματικός πατήρ τοῦ τέκου, τό ὁποῖο μυσταγωγεῖ στά μυστήρια τῆς Ἀγίας Τριάδος, στήν ἐν Χριστῷ ζωή. Δέν πρόκειται ὅμως γιά μιά ἁπλῶς θεωρητική μυσταγωγία· ὁ πνευματικός πατήρ καθοδηγεῖ διότι ἀγαπᾶ τό τέκνο του καί παίρνει ἐπάνω του τους πόνους καί τίς ἀνάγκες τοῦ τέκνου. Ὅποιος δέν ἀγαπᾶ τόν ἄλλο, δέν θά ἔχει ποτέ τή δύναμη νά τόν θεραπεύσει. Τό νά ἀγαπᾶς τό συνάνθρωπό σου σημαίνει νά πονᾶς μαζί του καί γι᾿ αὐτόν».23 Ἐπίσης εἶναι σημαντικό νά ὑπογραμμιστεῖ ὅτι μέσῳ δύο ὁδῶν πραγματοποιεῖται μέσα στήν Ἐκκλησία ἡ «ἄνωθεν» ἀναγέννηση τῶν πιστῶν. Ὑπάρχουν δύο διαστάσεις τῆς πνευματικῆς πατρότητας, ἡ μία γενική καί ἡ ἄλλη εἰδική. Μέ τή γενική ἔννοια, ὅλοι οἱ κληρικοί τῆς Ἐκκλησίας, ἐπίσκοποι καί ἱερεῖς, πού ἔχουν τήν ἐξουσία «τοῦ δεσμεῖν τε καί λύειν», εἶναι καί ὀνομάζονται πνευματικοί πατέρες σύμφωνα μέ τό λειτούργημά τους. Αὐτοί βαπτίζουν, χρίουν, κοινωνοῦν τούς πιστούς, μεταδίδουν τον ἁγιασμό μέσῳ τῶν μυστηρίων, διά τῶν ὁποίων ἀναγεννῶνται καί ὁδηγοῦνται στήν κοινωνία καί ἕνωσή τους μέ τόν Θεό, χαρισματικῶς. Ἡ ἄλλη ὁδός διά τῆς ὁποίας πραγματοποεῖται ἡ ἄνωθεν ἀναγέννηση μέσα στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι τό εἰδικό χάρισμα τῆς πνευματικῆς πατρότητος, τό ὁποῖο ἀρχικά εἶχαν μόνο οἱ ἐπίσκοποι, ἀλλά ἐξαιτίας τῆς αὔξησης καί διεύρυνσης τοῦ Χριστιανισμοῦ παραχωρήθηκε στούς πρεσβυτέρους, οἱ ὁποῖοι τό ἀσκοῦν μέ τήν ἄδεια – «εὐλογία» τοῦ ἐπισκόπου καί μέ μία εἰδική ἐκκλησιασική ἀκολουθία ἤ τάξη, τή λεγόμενη «χειροθεσία». Ἡ ἔννοια, βεβαίως, τῆς πνευματικῆς πατρότητος ἄρχισε νά διαμορφώνεται στήν Ἐκκλησία ἀπό τόν Δ΄ αἰῶνα, λόγῳ τῆς ἐκκοσμικεύσεως πού εἰσῆλθε στήν ἐκκλησιαστική ζωή τῶν Χριστιανῶν, μετά ἀπό τούς πρώτους, μεγάλους διωγμούς. Νά σημειώσουμε ὅτι ὁ Μέγας Βασίλειος συνέβαλε στή διαμόρφωση τῆς πνευματικῆς πατρότητος μέσα στήν Ἐκκλησία, καθώς καί γιά τήν ἐνσωμάτωση μέσα σ᾿ αὐτήν, τοῦ ὀρθοδόξου Μοναχισμοῦ. Εἶναι γεγονός, ὅτι κατά τήν ἐποχή ἐκείνη, ἡ Ἐκκλησία εἶχε νά παρουσιάσει σεπτές καί σεβάσμιες μορφές ἁγίων πατέρων καί ἀσκητῶν, οἱ ὁποῖοι πραγματικά ἀναγεννοῦσαν ἐν Πνεύματι τούς πιστούς μέ τήν ὑψηλή πολιτεία τους καί τή θεοφώτιστη διδαχή τους. Τότε, ὑπῆρχαν πνευματικοί (ἀνεξαρτήτως τοῦ χαρίσματος τῆς ἱερωσύνης) μέ τήν ὑψηλή καί φιλοκαλική ἔννοια τοῦ ὅρου, δηλαδή ἄνθρωποι ὄντως Πνευματοφόροι, φορεῖς τῆς Χάριτος τοῦ Παρακλήτου, ἀναγεννημένοι «ἄνωθεν», θεόπται καί θεούμενοι. Αὐτοί καθοδηγοῦσαν, νουθετοῦσαν μετέδιδαν τήν ἁγιοπνευματική τους ἐμπειρία σέ ὅσους ζητοῦσαν τη βοήθειά τους. Ἔπειτα συνεδέθη ὁ ὅρος «πνευματικός» μέ τή μυστηριακή μετάνοια - ἐξομολόγηση. 

Τό ἱερό λειτούργημα τῆς πνευματικῆς πατρότητας εἶναι πολύ ἀπαραίτητο στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, διότι αὐτό συντελεῖ στήν ἐπί τό βέλτιον «μετακόσμιση» τοῦ ἀνθρώπου, στήν ἀνάπλαση καί ἀναδημιουργία του, σέ ὅτι λέγεται εὐαγγελικά «καινή κτίσις»24. Αὐτό συνδέει, μᾶλλον ἐπανασυνδέει τό νεκρό ἀπό τήν ἁμαρτία ἄνθρωπο μέ τήν πηγή τῆς Ζωῆς, τόν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ Χριστό. Ἡ πνευματική πατρότητα στοχεύει στό νά ἐπαναφέρει τόν ἄνθρωπο στήν κοινωνία καί ἕνωσή του μέ τόν Θεό, ἀφοῦ μέ τήν ἁμαρτία ἔχουμε διατάραξη ἤ διάσπαση αὐτῆς τῆς κοινωνίας! Εἶναι πίστη τῆς Ἐκκλησίας μας ὅτι ἡ ἔνταξή μας σ᾿ αὐτήν μέ τό ἅγιο Βάπτισμα, τό εἰσαγωγικό λεγόμενο μυστήριο, μᾶς παρέχει τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, ὅπως ἐπίσης καί τή δυνατότητα μετοχῆς στά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί στήν κοινή ἐκκλησιαστική ζωή. Κέντρο ὅμως τῆς ὅλης ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς εἶναι ἡ θεία Εὐχαριστία. Καί ἄν ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ὁρίζεται, ἀποκαλύπτεται, φανερώνεται καί πραγματώνεται μέσα στά μυστήριά της (κατά τόν Νικόλαο Καβάσιλα «ἡ Ἐκκλησία σημαίνεται ἐν τοῖς μυστηρίοις»25), τότε, ἡ θεία Εὐχαριστία εἶναι τό κεντρικότατο μυστήριο, ἡ τροφή μας καί ἡ συντήρησή μας στήν πνευματική ζωή, «τό μεῖζον πάντων θεοποιό μυστήριο καί τό τελειωτικό δώρημα τῆς χριστιανικῆς μυήσεως»26. Ἡ Θ. Εὐχαριστία, πού ἐνώνει κατά Χάριν τόν ἄνθρωπο μέ τόν Θεό, ἐπενεργεῖ στόν μετέχοντα, ἀνάλογα μέ τήν ὑπάρχουσα ἐσωτερική κατάστασή του, καθαρίζει, φωτίζει, θεώνει, ὅπως βλέπουμε καί στίς εὐχές τῆς Θ. Μεταλήψεως, ἀλλά ὅμως «καίει» τούς ἀναξίους («ἄνθραξ γάρ ἐστι τούς ἀναξίους φλέγων»), αὐτούς πού προσέρχονται χωρίς τή σχετική προετοιμασία (κάθαρση, Μετάνοια), χωρίς τίς διαγραφόμενες ἀπό τήν Ἐκκλησία μας προϋποθέσεις. Κατά τόν αὐτόν πατέρα, Ν. Καβάσιλα,«φῶς μέν ἐστι τοῖς ἤδη κεκαθαρμένοις, καθάρσιον δέ τοῖς ἔτι καθαιρομένοις, ἀλείπτης δέ κατά τοῦ πονηροῦ καί τῶν παθῶν ἁγωνιζομένοις».27 Ὅμως, ὁ ἄνθρωπος, ὡς κτιστός καί ἄρα τρεπτός καί εὐόλισθος κατά τήν φύση του, περιπίπτει σέ διάφορες ἁμαρτίες, πού ἐμποδίζουν τή μετοχή του στή Θ. Εὐχαριστία. Δέν μπορεῖ νά κοινωνεῖ τοῦ Σώματος καί Αἵματος τοῦ Κυρίου ὅποιος διά τῆς ἁμαρτίας ἔχει νεκρωθεῖ καί ἀλλοτριωθεῖ ἀπό τόν Θεό καί ἔχει «ἀπορραγεῖ» ἀπό τήν κοινωνία τῶν Ἁγίων, διότι, κατά τόν σοφό ἱεράρχη τῆς Νύσσης Γρηγόριο, «ἁμαρτία ἐστιν ἡ τοῦ Θεοῦ ἀλλοτρίωσις, ὅς ἐστίν ἡ ἀληθινή τε καί μόνη ζωή»28. Ἑπομένως, ὁ μόνος τρόπος ζωοποιήσεώς μας, ἐπανασυνδέσεως μέ τήν πηγή τῆς ζωῆς, ἐνώσεως μέ τόν Χριστό καί τούς ἀδελφούς μας στό κυριακό Σῶμα, εἶναι ἡ Μετάνοια, ἀρχή τῆς ὁποίας ἀποτελεῖ ἡ ἐξαγόρευση τῶν ἁμαρτιῶν - ἐξομολόγηση. Αὐτό τό μεγάλο μυστήριο πού συνδέει τόν ἄνθρωπο μέ τόν Θεό, διακονεῖ ἡ ὀρθόδοξη ποιμανική μέσα στο πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκεῖ ἀκριβῶς ἀποσκοπεῖ ἡ πνευματική πατρότητα, ὅπως ὑπάρχει καί λειτουργεῖ φυσιολογικά, ἐντός τῶν διαγεγραμμένων πλαισίων, μέσα στήν Ἐκκλησία μας. Ὁ «πεσών ἑωσφόρος», τό πνεῦμα τῆς πονηρίας, προσπαθεῖ διαρκῶς διά μέσου τῆς ἁμαρτίας νά ὁδηγήσει τόν ἄνθρωπο στήν ἀπώλεια, στήν ἀπό τοῦ Θεοῦ ἀλλοτρίωση, στήν «εἰς τό μή ὄν ἀπογέννεσιν», ὅπως θά γράψει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής29. Καί ἡ Ἐκκλησία, διά τῆς ὀρθοδόξου ποιμαντικῆς τήν ὁποία ἀσκοῦν οἱ πνευματικοί πατέρες, ἀποσκοπεῖ εἰς τό «πτερῶσαι ψυχήν, ἁρπᾶσαι κόσμου, καί δοῦναι Θεῶ .... εἰσοικίσαι τε τόν Χριστόν ἐν ταῖς καρδίαις διά τοῦ Πνεύματος καί τό κεφάλαιον Θεόν ποιῆσαι, καί τῆς ἄνω μακαριότητος, τόν τῆς ἄνω συντάξεως».30

Ἡ ἐξομολόγηση, στά πλαίσια αὐτά, εἶναι ἀπαραίτητη! «Κἄν μυριάκις ἁμαρτάνεις, μυριάκις ἐξομολόγησαι», συμβουλεύει ὁ ἱερός Χρυσόστομος.31 Ὅμως, καί οἱ πνευματικοί πατέρες, ο πρεσβύτεροι καί ἐπίσκοποι θα πρέπει νά ἐξομολογοῦνται, διότι καί αὐτοί ἁμαρτάνουν! Καί μάλιστα αὐτοί περισσότερο καί μέ μεγαλύτερη σπουδή θά πρέπει νά μετανοοῦν.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ


Η ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΚΑΙ Η ΔΥΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ. ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΚΑΤΗΧΗΣΗ ΠΕΡΙ ΑΜΑΡΤΙΑΣ

Α) ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ


Δέν θά μπορούσαμε νά ὁμιλοῦμε γιά ὀρθόδοξο ποιμαντική καί γιά πνευματική πατρότητα, στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας, ἄν δέν γινόταν λόγος γιά τήν ἁμαρτία, ἀφοῦ μέ τήν ποιμαντική, αὐτήκαταπολεμεῖται, καταλύεται καί νικᾶται ἐν Χριστῷ μέσα στό στάδιο τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος καί αὐτό γίνεται μέ τά «ὅπλα τοῦ φωτός». Πῶς, ὅμως, νοεῖται ἡ ἁμαρτία ὀρθοδόξως, κατά τήν Πατερική μας Παράδοση; Τό θέμα τῆς ἁμαρτίας εἶναι τεράστιο, ἀλλά ἐδῶ θά γίνουν ἐνδεικτικές ἀναφορές, γενικές, χωρίς νά παρατεθοῦν λεπτομέρειες γιά τήν ἔννοια τῆς ἁμαρτίας, τή φύση ἤ τίς μορφές της, τίς διακρίσεις τῶν ἁμαρτιῶν κλπ., διότι θά χρειαζόταν νά γραφοῦν πάρα πολλά γιά ὅλα αὐτά. Ὑπάρχει ἕνα πλῆθος Πατερικῶν θέσεων καί ἑρμηνειῶν, ἀπό τίς ὁποῖες θά ἐπιλέξουμε τίς κυριώτερες, γιά νά κατανοήσουμε πῶς ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ θεωρεῖ τήν ἁμαρτία, διότι ἀπό αὐτήν τή θεώρηση ἐξαρτᾶται ἡ περαιτέρω πνευματική καί ποιμαντική ἀντιμετώπιση τῆς ἁμαρτίας, ἐν Χριστῷ.

Ἀρχικά θά ποῦμε ὅτι ἡ λέξη «ἁμαρτία» μέ τήν ἀρχαιοελληνική σημασία τοῦ ὅρου σημαίνει ἀστοχία, ἀπόκλιση ἀπό ἕναν συγκεκριμένο στόχο. Ὁ Κ. Σκουτέρης σημειώνει τά ἑξῆς: «Ἡ ἐτυμολογία τοῦ τε ἑλληνικοῦ ὅρου ἁμαρτία και τοῦ ἀντιστίχου ἐβραϊκοῦ χαττάθ, σημαίνει ἀποτυχία εἰς τήν προσπάθειαν πρός ἐπιτυχίαν ὡρισμένου τινός σκοποῦ».32

Ἡ ἁμαρτία θεωρεῖται ὡς ἀστοχία καί στήν ὀρθόδοξη Παράδοση, ἐπειδή οἱ ἄνθρωποι, διά τοῦ Γενάρχου μας Ἀδάμ στόν ἐπίγειο Παράδεισο τῆς Ἐδέμ, ἀποτύχαμε τοῦ στόχου, πού ἦταν ἡ θέωση καί ἕνωση μέ τόν Θεό, γεγονός πού θά ἐπραγματοποιεῖτο μέ τήν καλή χρήση τοῦ αὐτεξουσίου μας. Τό Προπατορικό ἁμάρτημα συνιστᾶ ὑπαρκτική ἀστοχία νά πραγματοποιήσει ὁ ἄνθρωπος τήν κατά Θεόν τελείωσή του, τήν ἐπίτευξη τοῦ «καθ᾿ ὁμοίωσιν», πού κατά τούς Πατέρες εἶναι ἡ χαρισματική θέωση. Ταυτόχρονα ὅμως, ἡ ἁμαρτία εἶναι καί παρακοή στό Νόμο τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἄλλωστε ἐκφράστηκε διά τοῦ λεγομένου Προπατορικοῦ ἁμαρτήματος. Ὁ μεγάλος δογματολόγος τῆς Ἐκκλησίας μας, ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, θά σημειώσει ἐν προκειμένῳ, ὅτι ἡ κακία, «οὐδέν ἕτερον ἐστιν, εἰμί ἁμαρτία καί ἀποτυχία καί παρακοή τοῦ δεσποτικοῦ νόμου».33

Αὐτή ἡ ἀπόκλιση ἀπό τόν στόχο καί ἡ παρακοή στό θεῖον θέλημα, συνεχίζεται μέσα στήν ἱστορία, μέ τά ἁμαρτήματα τά λεγόμενα μεταπατορικά, τά κατοπινά. Ἡ ἁμαρτία εἶναι καί λέγεταιἀλλοτρίωση Θεοῦ καί νέκρωση. Διά τῆς ἁμαρτίας, ὁ ἄνθρωπος ἀλλοτριώνεται ἀπό τόν Θεόν, νεκρώνεται ἀπό τήν πηγή τῆς Ζωῆς. Εὔστοχα ὁ Μ. Βασίλειος γράφει ὅτι «τοῦτο ἐστι τό κακόν, ἡ τοῦ Θεοῦ ἀλλοτρίωσις».34 Καί ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, θά τό ἐπαναλάβει μέ αὐτά τά λόγια:«ἁμαρτία ἐστιν ἡ τοῦ Θεοῦ ἀλλοτρίωσις, ὅς ἐστίν ἡ ἀληθινή τε καί μόνη ζωή»35.

Ὅταν ἁμαρτάνουμε, ἀποχωροῦμε καί φεύγουμε «εἰς χώραν μακράν» καί ἀπομακρυνόμαστε ἀπό τήν ἐπισκίαση τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ· αἰθανόμαστε τήν λεγομένη «ἐγκατάλειψη» ἀπό αὐτήν. Μέ τήν Μετάνοια, νιώθουμε καί πάλι τήν ἐπανέλευση τῆς Χάριτος. Ἡ ἁμαρτία εἶναι μιά παρά φύσιν κατάστασιν τῆς ψυχῆς. Ἡ φυσιολογική κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι νά μήν ἁμαρτάνει, ἅπαξ καί ἔχει βαπτισθεῖ καί ἀναγεννηθεῖ ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό! Καί τοῦτο διότι μένει μέσα στόν Βαπτιζόμενο ἄνθρωπο ἡ νέα ζωή πού τοῦ μετέδωσε ὁ Θεός μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα Του, ὅπως λέγει ἡ Γραφή. Δέν εἶναι αὐτό ὑπερβολή, οὔτε παραλογισμός, τό νά μήν μπορεῖ (νά μήν ἔχει λόγο) ὁ ἄνθρωπος νά ἁμαρτήσει μετά τό Βάπτισμα, διότι αὐτό ἀναφέρεται καθαρά στό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ καί συγκεκριμένα στήν Α΄ Καθολική ἐπιστολή τοῦ Ἰωάννου: «Πᾶς ὁ γεγενννημένος ἐκ τοῦ Θεοῦ ἁμαρτίαν οὐ ποιεῖ, ὅτι σπέρμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ μένει· καί οὐ δύναται ἁμαρτάνειν, ὅτι ἐκ τοῦ Θεοῦ γεγέννηται».36 Στή φυσιολογική του κατάσταση λοιπόν ὁ ἄνθρωπος δέν ἁμαρτάνει. Αὐτό λέγεται ψυχική ὑγεία ἀπό τούς Πατέρες μας. Ἀλλά δυστυχῶς, ἐπειδή εἴμαστε τρεπτοί καί αὐτό εἶναι συστατικόν τῆς κτιστῆς φύσεώς μας (μόνο τό ἄκτιστο εἶναι ἄτρεπτο37), κάνουμε κακή χρῆση τοῦ αὐτεξουσίου καί ἁμαρτάνουμε. Ἐνῶ δέ, ὀντολογικῶς ἡ ἁμαρτία εἶναι ἀνυπόστατη, μέ τήν παράχρηση τοῦ αὐτεξουσίου τήν καθιστοῦμε ὑπαρκτή. Πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι στούς ἀγγέλους καί στούς ἀνθρώπους ἐδόθη ἀπό τόν Θεό ὡς δῶρο τό αὐτεξούσιο. Ἀπό τήν καλή χρῆση του σωζόμαστε. Ἀπό τήν κακή χρῆση τοῦ αὐτεξουσίου ἁμαρτάνουμε. «Ἀρχή καί ρίζα τῆς ἁμαρτίας τό ἐφ᾿ ἠμῖν καί τό αὐτεξούσιον», θά πεῖ καί πάλι ὁ φωστήρ τῆς Καισαρείας Βασίλειος. Εἶναι μάλιστα ἀξιοπρόσεκτο τό ὅτι αὐτό ἐλέχθη καί ἀπό τούς φιλοσόφους, καί συγκεκριμένα ἀπό τόν Ἀριστοτέλη, ὁ ὁποῖος στά «Ἠθικά Νικομάχειά» του γράφει: «ἐφ᾿ ἡμῖν δή καί ἡ ἀρετή, ὁμοίως δέ καί ἡ κακία».38 Αὐτό σημαίνει ὅτι δέν εἶναι κανείς ἐκ φύσεως κακός - ἁμαρτωλός, ἀλλά γίνεται κατά τήν προαίρεση, ὅπως άναφέρεται στήν Πατερική Γραμματεία. «Οὐδείς κατά οὐσίαν κακός ἐστίν, ἀλλά κατά προαίρεσιν», θά γράψει, μεταξύ ἄλλων Πατέρων καί ἐκκλησιαστικπων συγγραφέων, Δίδυμος ὁ Ἀλεξανδρεύς39.

Ὅταν ἁμαρτάνουμε, ἀσθενοῦμε ψυχικῶς, ἀφοῦ ἐκπίπτουμε ἀπό τήν κατάσταση τῆς ὑγείας, τήν «κατά φύσιν». Συνεπῶς πρός τά ἀνωτέρω, ἡ ἁμαρτία εἶναι καί λέγεται νόσος τῆς ψυχῆς.«Νόσος καί τρώσις ψυχῆς ἡ ἁμαρτία»40. Αὐτή ἡ νόσος πρωτοεμφανίζεται στόν ἐπίγειο Παράδεισο μέ τήν Πτώση τῶν πρωτοπλάστων καί κληροδοτεῖται στή φύση μας ἀπό αὐτούς. Πολύ παραστατικά θά τό πεῖ ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας: «Νενόσηκεν οὖν ἡ φύσις τήν ἁμαρτίαν, διά τῆς παρακοῆς τοῦ ἑνός, τοῦ Ἀδάμ».41

Αὐτήν τή νόσο τῆς πεσούσης φύσεώς μας τήν ὁποία κληρονομήσαμε ἀπό τον Ἀδάμ, τήν θεραπεύει ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός μέ ὅλο τό ἀπολυτρωτικό ἔργο Του, μέ τήν σωτηριώδη θεία Οἰκονομία Του ὅπως λέγεται.Γι᾿ αὐτό και ὁ Χριστός προσφωνεῖται στίς εὐχές τῆς Θ. Λειτουργίας καί σέ πολλές ἄλλες εὐχές και ὕμνους ὡς «ὁ Ἰατρός τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων ἡμῶν». Καί ἡ Ἐκκλησία Του, εἶναι τό πνευματικό ἰατρεῖο, ὅπως τόσο παρασταστικά τό λέγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, τό ὁποῖο θεραπεύει τίς ψυχές. «Καί γάρ ἰατρεῖον θαυμαστόν τῆς Ἐκκλησίας τό διδασκαλεῖον ἐστιν· ἰατρεῖον οὐχί σωμάτων ἀλλά ψυχῶν. Πνευματικόν γάρ ἐστι, καί οὐχί τραύματα σαρκός, ἀλλ᾿ ἁμαρτήματα διανοίας διορθοῦται».42

Β) Η ΔΥΤΙΚΗ ΔΙΑΣΤΡΕΒΛΩΣΗ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ. 

Πολύ διαφορετική εἶναι ἡ θεώρηση τῆς ἁμαρτίας στό δυτικό κόσμο, ὅπου ἡ ἁμαρτία νοεῖται μόνο ὡς παράβαση τοῦ νόμου, στά πλαίσια τῆς ἀνσέλμειας θεωρίας τῆς «ἱκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης», πού εἶναι δόγμα πίστεως στόν παπισμό. Ὁ Ἄνσελμος, ἀρχιεπίσκοπος Καντεμβουρίας, συνέγραψε ἕνα ἀπολογητικό ἔργο, μιά πραγματεία σωτηριολογικῆς φύσεως, μέ τόν τίτλο: «Cur Deus Homo» (γιατί ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος). Δέν θά ἀναφερθοῦμε σέ λεπτομέρειες περί τοῦ σκοποῦ τῆς πραγματείας, τοῦ ἱστορικοῦ πλαισίου ἑντός τοῦ ὁποίου συνεγράφη κ.ἄ.43 Θά ὑπογραμμίσουμε συνοπτικά44 τά περί τῆς ἐν λόγῳ θεωρίας τῆς ἱκανοποιήσεως (satisfactio), ὅπως διακηρρύσσεται στή μελέτη αὐτοῦ τοῦ δυτικοῦ θεολόγου, ὥστε νά δοῦμε τή φραγγική διαστρέβλωση στό ζήτημα τῆς σωτηριολογίας, ἀλλά καί τῆς ἁμαρτίας πού ἐδῶ ἐξετάζουμε. 

Ἡ περί «ἱκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης» κακοδοξία, ἡ πλασμένη μέ βάση τό κοσμικό-φραγγικό δίκαιο, ἔχει ἐν συντόμῳ ὡς ἑξῆς: Ὁ πρῶτος ἄθρωπος μέσα στόν ἐπίγειο παράδεισο ἁμάρτησε. Αὐτή ἡ ἁμαρτία προσέβαλε τήν τιμή καί ἀξιοπρέπεια τοῦ Θεοῦ. Μέ τήν ἁμαρτία τῶν πρωτοπλάστων ἐξοργίστηκε ὁ Θεός, διότι διεσαλεύθη ἡ τάξη τῆς δημιουργίας τήν ὁποία Αὐτός ἔχει θέσει στήν κτίση. Βεβαίως, σχετικά μέ τήν «τιμή τοῦ Θεοῦ», ὅπως προσδιορίζεται ἀπό τόν Ἄνσελμο (honor Dei) καί ἀποτελεῖ κλειδί κατανοήσεως τῆς σωτηριολογίας του, θά πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι «ἡ ἔννοια τῆς «τιμῆς τοῦ Θεοῦ» στή Δύση συνδέεται στενά μέ τή δομή τῆς φεουδαρχικῆς κοινωνίας, ἡ ὁποία κάνει κατανοητό καί τό νομικό ὑπόβαθρο τῆς τιμῆς αὐτῆς».45Δηλαδή ὁμιλοῦμε γιά μιά θεώρηση τῆς τιμῆς τοῦ Θεοῦ μέ καθαρά ἀνθρώπινα κριτήρια, νομικιστικά ἐκλαμβανόμενη, ὅπως ἄλλωστε θεωροῦνται καί ἑρμηνεύονται ὅλα μέ τό πνεῦμα (τό χωρίς Πνεῦμα) καί τό σκεπτικό τῆς ὀρθολογιζούσης Δύσεως. Ὡστόσο, ἀνάλογη ἑρμηνεία κάνει ὁ Ἄνσελμος καί στό θέμα τῆς «τάξεως τῆς δημιουργίας» καί μέσα ἀπό τίς σχετικές διατυπώσεις του γίνεται φανερό πώς «συνδέει ὀργανικά την ἔννοια τῆς τιμῆς τοῦ Θεοῦ τόσο μέ τήν ἔννοια τῆς τάξεως τῆς δημιουργίας ὅσο καί μέ τήν ἔννοια τῆς ἁμαρτίας, ἀλλά καί μέ τή δικαιική ἔννοια τῆς ἐξισορροπητικῆς ἱκανοποιήσεως».46

Τί θά ἔπρεπε, λοιπόν, νά ἀκολουθήσει μετά ἀπό ὅλα αὐτά, μετά ἀπό αὐτήν τή μεγίστη (κατά τούς παπικούς) προσβολή τοῦ ἀνθρώπου ἔναντι τοῦ Θεοῦ, διά τῆς ἀνατροπῆς τῆς τάξεως τῆς δημιουργίας; Θά ἔπρεπε ὁπωσδήποτε ὁ ἄνθρωπος νά πληρώσει καί μάλιστα «ἀκριβά» γι᾿ αὐτήν τή μεγάλη προσβολή! Ὅμως, δέν μποροῦσε νά λάβει χώρα αὐτό, ἀφοῦ ἡ προσβολή ἦταν τόσο μεγάλη, ὅση καί ἡ ἀξία τοῦ προσβαλομένου. Τί θά ἔπρεπε, λοιπόν, νά λάβει χώρα, ὥστε καί ἡ ἀνθρωπότητα νά ἐξιλεωθεῖ καί ἡ θεία Δικαιοσύνη νά ἱκανοποιηθεῖ; Τό πρόβλημα βρίσκει τή λύση του ὅταν ὁ Θεός…ἀποφασίζει νά στείλει τόν Μονογενῆ Του Υἱό στόν κόσμο γιά νά πεθάνει ἐπί τοῦ Σταυροῦ μέ τή στοχοθεσία αὐτή. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὡς μία ἰσοδύναμη ἐπανόρθωση, μόνον Αὐτός θά μποροῦσε νά ἀποκαταστήσει ἀντικειμενικῶς τήν διασαλευθεῖσα τάξη τῆς δημιουργίας, ὅπως καί ἔπραξε. Καί ἔτσι, ὡς ἄπειρο θῦμα, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, τιμωρούμενος διά τοῦ σταυρικοῦ θανάτου, προσέφερε μία ἄπειρη ἱκανοποίηση στόν Θεό Πατέρα καί πέτυχε τό σκοπό αὐτό, νά ἀλλάξει ἡ στάση τοῦ Θεοῦ πρός τήν ἀνθρωπότητα καί νά δοθεῖ σ᾿ αὐτήν ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν. Γι᾿ αὐτό, λοιπόν, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος! Κατά τόν Ἄνσελμο Καντερβουρίας τόν συστηματοποιήσαντα τήν «περί ἱκανοποιήσεως» θεωρία, ἡ θεία ἐνανθρώπηση «ἔχει τό λόγο καί τό σκοπό της κατ᾿ ἀποκλειστικότητα στό θάνατο τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ. Καί τοῦτο ἐπειδή μόνον ὁ θάνατος ἑνός Θεανθρώπου θά μποροῦσε νά ἱκανοποιήσει πλήρως τόν ἀπείρως προσβληθέντα ἀπό τήν ἁμαρτία Θεό ». 47

Μετά ἀπό αὐτά, ἀφοῦ εἴδαμε τήν ἀλλοίωση τοῦ περιεχομένου τῆς ὀρθοδόξου σωτηριολογίας, κατανοοῦμε ὅτι στή δύση ἡ ἔννοια τῆς ἁμαρτίας ἔχει διαστραφεῖ πλήρως, ἀφοῦ ἡ ἁμαρτία τίθεται σέ σχέση μέ τόν Θεό μόνο καί ὄχι μέ τόν ἄνθρωπο. Οἱ ὀρθόδοξοι πιστεύουμε ὅτι διά τῆς ἁμαρτίας ὁ ἄνθρωπος προσβάλλεται, τραυματίζετα, προσβάλλεται, ἀσθενεῖ. Ὁ Θεός λυπεῖται βεβαίως, ἀφοῦ βλέπει τό πλάσμα του νά κατατυρρανεῖται ὑπό τοῦ διαβόλου καί τῶν παθῶν, ἀλλά δέν πάσχει ὡς ἀπαθής, ἀντίθετα, ὁ ἄνθρωπος πάσχει καί φθείρεται. Δέν ἔχει ἀνάγκη καταλλαγῆς ὁ Θεός, ἀλλά ὁ ἄνθρωπος! Ὁ Θεός «οὐδέποτε ἐχθραίνει», ἐπισημαίνει ὀρθοδόξως ὁ χρυσοστομικός κάλαμος48. Ὁ ἄνθρωπος καθίσταται διά τῆς ἁμαρτίας ἐχθρός τοῦ Θεοῦ. Οἱ δυτικοί, ὅμως, πιστεύουν ὅτι μέ τήν ἁμαρτία ὁ ἄνθρωπος προσβάλλει τόν Θεό καί αὐτό ἐνέχει εὐθύνες…ποινικές. Ἡ λανθασμένη, ὅμως, θεώρηση τῆς ἁμαρτίας, συνεπάγεται καί τή λανθασμένη ἀντιμετώπιση τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀπό τούς ἐκκλησιαστικούς φορεῖς, ἐν προκειμένω τούς πνευματικούς πατέρες καί ποιμένες. Ὁ πνευματικός - ἐξομολόγος στόν παπισμό, ἀντιμετωπίζει τόν ἐξομολογούμενο ὄχι ὡς ἀσθενῆ, ἀλλά ὡς παραβάτη καί διασαλευτή μόνο τῆς τάξεως τῆς δημιουργίας, κατά τρόπο δικανικό. Ὡς ἀμείλικτος δέ καί ἄτεγκτος δικαστής, ὁ δυτικός πνευματικός, ἐπιβάλλει τόν κανόνα στον ἐξομολογούμενο, ὡς μέσον ἐξιλεώσεως και ἱκανοποιήσεως τοῦ Θεοῦ καί ὄχι ὡς ἄσκηση μετανοίας, ὡς φάρμακο γιά τή θεραπεία, ὅπως ἰσχύει στήν ὀρθόδοξη Παράδοσή μας. Ἡ περί «ἰκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης» διά τοῦ σταυρικοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ, βλάσφημη θεωρία, ἡ ὁποῖα στηρίζεται σέ μιά ἐσφαλμένη θεωρία περί κληρονομικῆς ἐνοχῆς καί περί προελεύσεως τοῦ θανάτου ὡς ἐκ Θεοῦ τιμωρίας τῶν ἀνθρώπων, ἔχει διαποτίσει τόν δυτικό κόσμο καί ἀποδίωξε πολλούς ἀπό τήν πίστη στόν Θεό! Εἰσῆλθε δε, μετά τήν τουρκοκρατία καί ἀπό διάφορες ἱστορικές συγκυρίες καί στό δικό μας χώρο, τῆς καθ᾿ ἠμᾶς Ἀνατολῆς49, ἀλλά δέν ἐπικράτησε, ἀφοῦ σήμερα οἱ περισσότεροι πνευματικοί πατέρες εἶναι πεπαιδευμένοι ἐκκλησιολογικῶς καί θεολογικῶς καί γνωρίζουν τά περί ἁμαρτίας καί κάνουν ὀρθές προσεγγίσεις, διαγνώσεις, θεραπεῖες ἐν Χριστῷ. 

Γ) ΟΡΘΗ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ

Θεωροῦμε ὅτι σήμερα, ὑπέρ ποτέ καί ἄλλοτε, θά πρέπει οἱ ὀρθόδοξοι πνευματικοί - ἐξομολόγοι, ἀλλά καί οἱ ἁπλοί πρεσβύτεροι, νά ὑπογραμμίζουν μέ ἔμπονο ζῆλο καί ἀνύστακτη ποιμαντική εὐθύνη πρός τά πνευματικά τους παιδιά τήν μεγάλη και ἀνυπολόγιστη ζημία τῆς ἁμαρτίας ἐπί τῶν ἀθανάτων ψυχῶν! Νά ἐπισημαίνεται ἐπίσης ὅτι τό μόνο κακό στόν κόσμο εἶναι ἡ ἁμαρτία, ὅπως τόσο παραστατικά τό γράφει ὁ δεινός πολέμιος τῆς ἁμαρτίας, Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Οὐδέν κακόν, ἁμαρτία μόνον»! Οὔτε κίνδυνοι, οὔτε ἐπιφορές, οὔτε ἀσθένειες καί θάνατοι, οὔτε θλίψεις καί ἀδικίες μποροῦν νά προξενήσουν στόν ἄνθρωπο τό κακό ποῦ προξενεῖ ἡ ἁμαρτία! Ἀντίθετα, ὅλα τα προειρημένα, χρησιμοποιοῦνται πανσόφως ἀπό τόν Φιλάνθρωπο καί Πανάγαθο Θεό ὡς μέσα πρός ἐξάληψιν τῆς ἁμαρτίας! Φρονοῦμε δέ ταπεινῶς, ὅτι οἱ πνευματικοί πατέρες θά πρέπει νά συστήσουν στά πνευματικά τους τέκνα νά μελετήσουν σε μετάφραση, μεταξύ ἄλλων, δύο περίφημες θεολογικές ἀλλά καί τά μέγιστα διδακτικές ὁμιλίες – πραγματεῖες, τῶν δύο γιγάντων τῆς πίστεως καί Οἰκουμενικῶν Διδασκάλων, Μ. Βασιλείου καί ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ἀντίστοιχα. Ἡ πρώτη εἶναι αὐτή πού φέρει τον τίτλο «Ὅτι οὐκ ἐστίν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός» (Μ. Βασιλείου50) και ἡ δεύτερη, αὐτή πού φέρει τόν τίτλο: «Ὅτι τόν ἑαυτόν μή ἀδικοῦντα οὐδείς παραβλάψαι δύναται» (Ἰω. Χρυσοστόμου51). 

Ἐπιπλέον, πρέπει νά καθίσταται γνωστό στούς πιστούς ὅτι ἡ ἁμαρτία, ὡς ὑπαρξιακή κατάσταση τοῦ μεταπτωτικοῦ ἀνθρώπου, δέν ἔχει νά κάνει μέ κάποιες πράξεις, τίς ὁποῖες ἀπαριθμοῦμε στόν πνευματικό μας πατέρα καί καλῶς πράττουμε, ἀλλά κυρίως πρόκειται γιά ἕναν τρόπο ζωῆς!Ἁμαρτωλός δέν εἶναι κάποιος πού κάτι κάνει, ἀλλά κάποιος πού κάπως εἶναι! Κατανοῦμε λοιπόν, ὅτι πρόκειται γιά κάτι βαθύτερο και ὑπαρξιακό μιά στάση ζωῆς χωρίς τόν Θεό. Ἕνας δεινός θεολόγος ὑπογράμμιζε τά ἑξῆς: «Ἠ ἁμαρτία δέν συνίσταται στίς λίγες ἤ πολλές ἁμαρτωλές πράξεις, ἀλλά σέ μιά ὁλοκληρωτική ἀπώλεια τῆς ζωῆς. Εἶναι ἕνας κυριολεκτικός ἀφανισμός πού συνειδητοποιεῖται ἀπό τόν ἄνθρωπο ὡς ἀπουσία τοῦ Θεοῦ, τῶν ἄλλων προσώπων, τοῦ ἑαυτοῦ του, τῶν πραγμάτων, γενικώτερα ὡς ἀπουσία σκοποῦ καί νοήματος καί κατ᾿ ἐπέκταση ὡς ἀδήριτη μοναξιά καί ἀγωνία».52 Ἔτσι, ὅταν οἱ ἄνθρωποι κατανοήσουν ὅτι μέ τήν ἁμαρτία μένουν ἔρημοι καί γυμνοί ὑπαρξιακῶς, τότε θά στραφοῦν ἐμπόνως πρός τόν Θεό, πού εἶναι ὁ μόνος ὁ Ὁποῖος μπορεῖ νά τούς «ἐνδύσει» μυστικά καί νά τούς πληρώσει ἐσωτερικά! Καί αὐτό θά ἀποτελεῖ γι᾿ αὐτούς πλέον, ἐνδόμυχον ἔφεσιν καί ποθούμενο ἀγαθό! 

Νά ὁμιλοῦν οἱ πνευματικοί, περί αὐτῆς τῆς φοβερῆς νόσου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, τῆς ἁμαρτίας, ὄχι μόνο θεολογικά, ἀλλά καί ἁπλοϊκά, ἐπαγωγικά, μέσῳ παραδειγμάτων, ὥστε νά διδάσκονται και οἱ πλέον ἁπλοϊκοί! Πῶς νὰ παρομοιάζουν τὴν ἁμαρτία; Μέ τή χρῆση παραδειγμάτων ἀπό τά κείμενα τῶν Ἁγίων καί ἀπό τήν ζωή μας. Ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος, λ.χ., γράφει ὅτι ἡ ἁμαρτία ὁμοιάζει μὲ ῥεῦμα ποταμοῦ, ποὺ τὸ καλοκαίρι φαίνεται ἥσυχο καὶ τὸ διαβαίνεις εὔκολα, ἀλλὰ τὸ χειμῶνα ὀγκώνεται ξαφνικά, γκρεμίζει γεφύρια, πλημμυρίζει κάμπους, πνίγει ζῷα καὶ ἀνθρώπους, προκαλεῖ φόβο. Μικρὸ τὸ κακὸ ποὺ προξενοῦν οἱ ποταμοὶ μπροστὰ στὸν κατακλυσμὸ τῆς ἁμαρτίας. Ἡ ἁμαρτία, ἀκόμη, παρομοιάζεται ἀπό παλαιούς ἱεροκήρυκες53, μέ τήν βασίλισσα ἐκείνη, τήν Σεμίραμι, ἡ ὁποῖα θανάτωσε τόν σύζυγό της Νίνο, βασιλέα τῶν Ἀσσυρίων, μέ τρεῖς ἐντολές! Ἡ Σεμίραμις ἀσκοῦσε γιά πολύ καιρό μεγάλη πίεση στόν βασιλέα νά τῆς παραχωρήσει γιά μιά μόνο μέρα τό θρόνο, γιά νά βασιλεύσει. Στίς πολλές πιέσεις, ὁ Νίνος ὑπέκυψε καί τῆς παραχώρησε τήν βασιλική ἐξουσία, γιά μιά μόνο μέρα. Ἡ διεστραμμένη καί ὑστερόβουλη βασίλισσα, μόλις κάθησε ἐπί τοῦ θρόνου, ἔδωσε ἀμέσως στούς ὑπηκόους της, τρεῖς ἐντολές: 1) νά συλληφθεῖ ὁ βασιλεύς, 2) νά δεθεῖ χειροπόδαρα καί 3) νά ἀποκεφαλισθεῖ! Τό ἀνωτέρω παράδειγμα, μᾶς καταδεικνύει ὅτι ἡ φοβερή δουλεία τῆς ἁμαρτίας, καταστρέφει τόν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος, ὅταν ἀφήσει τό αὐτεξούσιό του νά κινηθεῖ πρός τήν περιοχή τῆς ἁμαρτίας καί τῆς παραδώσει χώρο στην ὕπαρξή του, αὐτή τόν ὑποσκελίζει καί τόν θανατώνει πικρῶς ὡς ἡ κακή καί τυρρανική βασίλισσα τοῦ παραδείγματος! 

Τέλος, ἀπό τίς περίφημες «Κατηχήσεις» τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, μεταφέρουμε ἕνα ἀπόσπασμα σέ μετάφραση, πολύ διδακτικό, σχετικό μέ τήν ἁμαρτία, ὥστε νά τό γνωρίζουμε ὅσοι μετερχόμαστε τοῦ ἔργου τῆς θεραπείας τῶν ψυχῶν καί νά τό διδάσκουμε στά πνευματικά μας τέκνα πρός ὡφέλειαν και ἀποφυγήν, ὅσο γίνεται, τῆς ἁμαρτίας, μέ τή μνήμη τῆς μελλούσης κρίσεως τοῦ Κυρίου: «Τί τέλος πάντων εἶναι ἡ ἁμαρτία; Εἶναι ζῶο; εἶναι ἄγγελος; εἶναι δαίμονας; Τί εἶναι αὐτό πού τήν ἐνεργεῖ; Δεν εἶναι ἐχθρός πού ἔρχεται ἀπ᾿ ἔξω, ἀλλά δικό σου κακό γέννημα (σσ. ἐννοεῖ τῆς προαιρέσεως), πού ξεφυτρώνει ἀπό σένα. Κοίταξε με καθαρά τα μάτια σου καί δέν θά ἔχεις κακή ἐπιθυμία. Κράτα τά δικά σου καί μήν παίρνεις τά ξένα πράγματα, καί ἔτσι ἡ τάση γιά ἁρπαγή θά ἀποκοιμηθεῖ. Φέρνε στό νοῦ σου τή μέλλουσα κρίση, καί δέν θά μπορέσει νά σέ νικήσει οὔτε πορνεία, οὔτε μοιχεία, οὔτε φόνος. Ὅταν, ἀντίθετα, λησμονήσεις τόν Θεό, τότε ἀρχίζουν νά ἐμφανίζονται οἱ πηγές τῶν κακῶν».54


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ


Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΠΑΤΡΟΤΗΤΑ ΣΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΩΣ. ΕΠΙΚΟΥΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ


Ἄνθρωπος διακονεῖ τό ἱερό λειτούργημα τῆς πνευματικῆς πατρότητας, ὅπως γνωρίζουμε. Εἶναι ὁ πνευματικός πατέρας τόν ὁποῖον διορίζει ἡ Ἐκκλησία διά τοῦ ἐπισκόπου. Καί εἶναι ἀλήθεια ὅτι «ἡ ἐξομολόγησις τῶν ἁμαρτιῶν μας σέ ἄνθρωπο ἱερωμένο καί ἡ διαχείρισις τῆς ἀφέσεως ἀπό αὐτόν, καθωρίσθη ἀπό τόν Ἰησοῦ Χριστό, ἐπειδή ἀκριβῶς ὁ ἱερωμένος εἶναι ἄνθρωπος ὁμοιοπαθής μέ μᾶς καί κατά συνέπειαν εἶναι συγκαταβατικός στίς ἁμαρτίες μας».55

Ἄνθρωπος ἀκούει τήν ἐξομολόγηση τοῦ ἁμαρτωλοῦ, γράφει ὁ ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ Σιναΐτης, ἀλλά ὁ Θεός διά μέσου αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου ἐπιστρέφει και συγχωρεῖ τόν παραπαίοντα! «Οὐκοῦν, εἰ καί ἄνθρωπος ἐστιν ὁ τήν ἐξομολόγησιν ἀκούων, ἀλλ᾿ ὁ Θεός δι᾿ αὐτοῦ ἐπιστρέφει, καί ἐκπαιδεύει, καί συγχωρεῖ, καθάπερ καί τόν Δυΐδ διά τοῦ Νάθαν».56

Ὁ πνευματικός πατέρας, σέ σχέση μέ τό ἱερό ἔργο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως πού ἀποτελεῖ ἕνα ἀναπόσπαστο τμῆμα τοῦ ὅλου μυστηρίου τῆς Μετανοίας, θά πρέπει κατά πρῶτο λόγο νά ἔχει τή συναίσθηση ὅτι ὁ προσερχόμενος σ᾿ αὐτόν πιστός, εἶναι ἤδη πνευματοκίνητος, ἔχει δεχθεῖ ἐντός του τή Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔχει μιλήσει μυστικά στήν καρδιά του ὁ Παράκλητος καί στή συνέχεια σπεύδει στό ὁρατό ὄργανο τῆς Χάριτος πού εἶναι ὁ πνευματικός πατήρ, ὥστε νά διευθετήσει τά τῆς ψυχῆς του καί νά θεραπευτεῖ. Ἄρα λοιπόν, «Ἀρχιτέκτων» αὐτοῦ τοῦ ἔργου εἶναι ὁ Παράκλητος, ὁ Ἴδιος ὁ Θεός, καί συνεχιστής τοῦ ἔργου γίνεται ὁ πνευματικός. Αὐτό θα πρέπει νά τό τονίσει ὁ πνευματικός στόν ἐξομολογούμενο, ὥστε νά ἐξαρθεῖ ἡ συναίσθησή του ὅτι ἤδη τόν ἔχει ὁ Θεός «στά χέρια Του» καί στήν Πατρική ἀγκάλη Του, ὅτι «ἤδη εἶναι προσειλημένος στή Θεανδρική Προσωπικότητα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ».57

Τό ὁρατό ὄργανο τῆς Χάριτος, ὁ πνευματικός πατέρας, ἐργάζεται στή συνέχεια πάνω στήν ἐξιχνίαση τῆς βουλητικῆς καταστάσεως τοῦ ἐξομολογουμένου, στήν ἐντόπιση τῆς ὑπαρκτῆς ἤ ἀνύπαρκτης θελήσεώς του νά σωθεῖ. Ὁ πνευματικός πατέρας, πρέπει, ὅπως εὔστοχα ἔχει ἐπισημανθεῖ, «νά ἀναμορφώσει ἤ νά ἐνδυναμώσει ἤ νά ἐπαναπροσανατολίσει τή βούληση μέσα σέ μιά γνήσια χριστοκεντρική βιωματική λειτουργικότητα».58

Ὅλα ξεκινοῦν ἀπό τή λειτουργία τῆς βουλήσεως. Ὁ Κύριος ρώτησε τόν παραλυτικό τῆς Βηθεσδᾶ:«Θέλεις ὑγιῆς γεννέσθαι»; Ἀπαιτεῖται πρίν ἀπ᾿ ὅλα ἡ θέληση! Μή λησμονοῦμε τό χρυσοστομικό πού ἐκφράζει ὅλη ἐν προκειμένῳ τήν Πατερική Παράδοση περί τῆς σωτηρίας, ὅτι αὐτούς πού δέν θέλουν νά σωθοῦν δέν τούς ἀναγκάζει ὁ Θεός: «μή βουλομένους οὐ βιάζεται ὁ Θεός, ἀλλά βουλομένους ἕλκει». 59 Στή συνέχεια, ὡς ἰατρός ὁ πνευματικός πατήρ, προχωρεῖ στή διάγνωση τῆς νόσου καί εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ ὀρθή διάγνωση εἶναι τό ἥμισυ τῆς θεραπείας, ὅπως ἐπισημαίνουν οἱ γιατροί. Αὐτό βεβαίως - πέραν τῆς συνεργούσης Χάριτος -, ἀπαιτεῖ ἱκανότητα, διάκριση, δεξιότητα καί ἐπιστημοσύνη ἀπό πλευρᾶς τοῦ πνευματικοῦ πατρός. Ἄν γιά κάθε ἐπιστήμονα ἀλλά ἀκόμη καί γιά κάθε τεχνίτη ἰσχύει το ἀξίωμα ὅτι πρέπει νά γνωρίζει εἰς βάθος τό ἀντικείμενο τῆς ἐργασίας ἤ τῆς τέχνης του καί νά κατέχει τά «μυστικά» της προκειμένου νά ἀνταποκριθεῖ ἐπάξια σ᾿ αὐτήν, πόση γνώση χρειάζεται γιά τήν πνευματική ἐπιστήμη τοῦ «δεσμεῖν τε καί λύειν τάς τῶν ἀνθρώπων ἁμαρτίας»60;… Αὐτό τό «δεσμεῖν τε καί λύειν», τό δέσιμο καί λύσιμο τῶν ἁμαρτιῶν, στηρίζεται στήν ὀρθή διάγνωση τοῦ βαθμοῦ ποιότητος61, ὅπως ἀναφέρεται στά Πατερικά κείμενα. Πρόκειται γιά τήν ψυχολόγηση και ἀνάλυση δεδομένων καί φαινομένων καί ἀποτίμηση παραγόντων καί συντελεστῶν ἁμαρτίας καί μετανοίας, ὅπως ἀναφέρεται στό «Ἐξομολογητάριον»τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου62, τό ὁποῖο πρέπει νά γνωρίζουν καλά οἱ πνευματικοί πατέρες καί νά τό μελετοῦν συχνά! 

Ἐπισημαίνεται ἐπίσης ἀπό εἰδικούς καθηγητές, ὅτι εἶναι σημαντικό νά γνωρίζει ὁ πνευματικός πατήρ, καί τίς λανθάνουσες ψυχολογικές διαδικασίες στόν ἄνθρωπο καί αὐτό τό ἀποκτᾶ, πέραν τῶν πνευματικῶν καί τοῦ ἄνωθεν φωτισμοῦ, καί μέ κάποιες γνώσεις ψυχολογίας πού θα πρέπει νά διαθέτει.63 Πρέπει ἐν προκειμένῳ νά προσέχουν τοῦτο τό σημεῖο οἱ πνευματικοί πατέρες καί ἐξομολόγοι. Ὁ καθηγητής τῆς Θεολογίας, Ἰω. Κορναράκης, γράφει σχετικά: «Δέν πρέπει νά λησμονηθεῖ ὅτι ἡ σύγχρονη ψυχολογία καί ψυχοθεραπευτική καί κατανοεῖ καί ἑρμηνεύει καί προσπαθεῖ νά θεραπεύση τόν ψυχικό προβληματισμό τοῦ ἀνθρώπου μέ βάσι τίς ψυχοτραυματικές ἐμπειρίες τοῦ ἀτόμου, κατά τή διάρκεια τῆς κυήσεώς του, κατά τόν τοκετό καί κατά τά πρῶτα ἔτη τῆς ζωῆς του, τόσο στό οἰκογενειακό ὅσο καί στό εὑρύτερο κοινωνικό περιβάλλον. Ἡ παροχή ὑπηρεσιῶν ἀπό ψυχιάτρους ὑπόπτου ἤ ἀμφιβόλου προσανατολισμοῦ, ὄχι μόνο φορτώνει τόν σύγχρονο ἄνθρωπο μέ δυσβάστακτα οἰκονομικά βάρη, ἀλλά τόν ἀναγκάζει νά ζητῆ «τά χαρίσματα τῶν ἰαμάτων» τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ στό πρόσωπο τοῦ πνευματικοῦ - ἐξομολόγου. Καί μόνο ἡ συνειδητοποίησις τῆς πραγματικότητος αὐτῆς δικαιώνει τήν ἀναντίρρητη σχέση τῆς ψυχολογίας μέ τήν πνευματική ζωή». 64

Δέν εἶναι περιττό, ἑπομένως, νά γνωρίζει καί λίγη Ψυχολογία ὁ πνευματικός πατέρας. Δέν θά τόν βλάψει, ἀντίθετα θά τόν ὁφελήσει στό ἔργο τῆς πνευματικῆς ἰατρείας65, τήν ὁποία θά ἐπιμεληθεῖκαί μέ τή βοήθεια τῆς θύραθεν γνώσεως, ἄν εἶναι μάλιστα καλός καί ἱκανός δύτης τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς. Νά ὑπογραμμιστεῖ ἐδῶ ὅτι μόνον ἐπικουρικά χρησιμοποιεῖται ἡ ψυχολογία στήν ἄσκηση τῆς ποιμαντικῆς (ἐκτός ἄν συνυπάρχουν καί οἱ δύο ἰδιότητες, τ.ἔ. τοῦ ποιμένος καί τοῦ ψυχολόγου ἤ ψυχιάτρου σέ ἕνα πρόσωπο, ὅπως ἐνίοτε συμβαίνει καί αὐτό καί ἔτσι ἡ βοήθεια παρέχεται συνδιαστικά), ὡς ἐργαλεῖο καί μόνο! Καί τοῦτο διότι ἡ Ψυχολογία, ναί μέν βοηθεῖ καί ἀνακουφίζει, ἀλλά δέν παρέχει τήν διά Χριστοῦ ψυχική θεραπεία στόν ἄνθρωπο ἀπό μόνη της! Διαφορετικά ὁμιλεῖ ἡ Ἐκκλησία γιά τήν ὑγεία τῆς ψυχῆς, γιά τήν ἀσθένεια καί τή θεραπεία καί διαφορετικά τοποθετεῖται σ᾿ αὐτά ἡ Ψυχολογία. Ἑπομένως, ἀφοῦ διαφέρει ὁ στόχος καί τό ἀντικείμενο, διαφέρει καί ἡ πρόταση ἀπό πλευρᾶς τῶν δύο παραγόντων! Ἡ Ἐκκλησία, ὡς γνωστόν, ὁμιλεῖ περί πνευματικῆς ἀσθενείας λόγῳ τῆς ἁμαρτίας (πτωτικότητα τοῦ ἀνθρώπου) καί προτείνει ὡς θεραπεία τόν συγκεκριμένο τρόπο ζωῆς, τήν προσευχή, τήν ἄσκηση τῶν θείων ἐντολῶν, τήν ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν καί τή μετοχή στά θεῖα Μυστήρια, δηλ. συνδιασμός ἀσκήσεως καί Μυστηρίων. Καί μέ αὐτά, ἡ ὀρθόδοξη Ποιμαντική, ἡ ὁποῖα ὁμιλεῖ μέ αὐθεντία ἐξ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ καί Αὐτοῦ τήν βοήθεια καί ἀρωγή ἐπικαλεῖται πάντοτε, θεωρώντας την θεραπεία ὡς ἔργο Θεανθρωπίνης συνεργασίας, «στοχεύει στή θέωση τοῦ ἀνθώπου καί ὄχι ἁπλά στήν πιστότητα μεταξύ ἐξωτερικοῦ καί ἐσωτερικοῦ ἑαυτοῦ, ἤ τήν ὁμοιόσταση, εὐτυχία ἤ ψυχοσωματική ἰσορροπία του».66

Ἡ Ψυχολογία, ὅμως καί ἡ Ψυχιατρική, ἐνδιαφέρονται γιά τήν ἀσθένεια ἐκείνη ἡ ὁποία ὑπάρχει στίς ψυχικές δομές καί λειτουργίες τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή μέ ὅτι ἔχει νά κάνει μέ τή σκέψη του, τά συναισθήματά του, τίς ἐπιθυμίες, τό ἀσυνείδητο, τή συμπεριφορά γενικῶς. Ἡ ἀσθένεια αὐτή, ὅπως τή θεωρεῖ ἡ Ψυχολογία, δέν συνδέεται ἄμεσα μέ τά πάθη, ἀλλά ἔμεσα, καί ὡς τούτου, προτείνεται ἀνάλογη θεραπεία. Ἡ κατάθλιψη λ.χ. μπορεῖ μέν νά ἀντιμετωπιστεῖ ἀπό τήν Ψυχολογία ἤ τήν Ψυχιατρική, μέ μία συζήτηση, ἤ μέ κάποιο φάρμακο (τά λεγόμενα ἀντικαταθλιπτικά), ὅμως μπορεῖ να ἀντιμετωπιστεῖ και πνευματικά, ὅταν ἡ κατάθλιψη δέν ὀφείλεται σέ ὀργανικές ἤ συναισθηματικές καταστάσεις ἀλλά συνδέεται μέ πάθη συγκεκριμένα τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου, ὅπως ὁ ἐγωισμός, ἡ ἄρνηση τῆς συγχωρητικότητας κ.ἄ. 

Πέραν αὐτῶν, ἐννοεῖται πώς δέν ἀγνοοῦμε ὅτι ἡ Ψυχολογία, στίς περί ἀνθρώπου ἀντιλήψεις της κατά πολύ διαφέρει ἀπό τή Θεολογία καί τήν Ὀρθόδοξη ἀνθρωπολογία. Ἡ Ψυχολογία ἀγνοεῖ τήν ψυχή! Δέν τήν ὁρίζει ὡς οὐσία συγκεκριμένη μέσα στόν ἄνθρωπο, ὡς τό ἕνα ἐκ τῶν δύο συστατικῶν πού τόν ἀπαρτίζουν. Ἡ Ψυχολογία, ἁπλῶς προσπαθεῖ νά θεραπεύσει τίς νοσηρές συμπεριφορικές ἐκδηλώσεις τοῦ ἀνθρώπινου ψυχισμοῦ. Ἀγνοεῖ ὅμως τήν Ὀρθόδοξη ἀνθρωπολογία, ὅπως ἐκφράζεται στήν Πατερική μας Παράδοση. 

Εἶναι ἀλήθεια ὅτι οἱ ἐπιστῆμες πού ἀσχολοῦνται μέ τόν ἄνθρωπο, «στηρίζονται κατά βάση στή μελέτη τοῦ «πεπτωκότος» ἀνθρώπου καί ἀγνοοῦν τίς ἀνθρωπολογικές καί ψυχολογικές πού στηρίζονται στήν ἁγιοπνευματική ἐμπειρία τοῦ «ἀνισταμένου» ἀνθρώπου, ὅπως διασώζονται στήν πατερική καί ἀσκητική Γραμματεία τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολικῆς Παράδοσης».67 Γιά τό λόγο αὐτό, ἡ Ψυχολογία χρησιμοποιεῖται ὡς ἐργαλεῖο, ὅπως εἴπαμε, ὡς μέσον κατά τήν ἐνάσκηση τῆς Ποιμαντικῆς. Καί τοῦτο διότι ἡ Ψυχολογία λειτουργεῖ ἀνθρωποκεντρικά, ἐνῶ ἡ Ποιμανική Θεολογία, ὅπως γνωρίζουμε, λειτουργεῖ Θεοκεντρικά. Ὡς ἐκ τούτου, ἡ Ψυχολογία μέ τίς μεθόδους της, βοηθάει μέν τόν πεπτωκότα, διχασμένο ἄνθρωπο, ἀλλά παρέχει μιά ἐπιφανειακή ἀνακούφιση καί ὄχι ὑπαρξιακή λύτρωση! Διαφορετικές, βεβαίως, εἶναι οἱ περιοχές, ὅπως φαίνεται καί ἀπό τίς μεθόδους τῆς θεραπείας, ἀλλά κάποιες φορές, Ἐκκλησία καί ἐπιστήμη συναντῶνται καί συνεργάζονται γιά τό καλό τοῦ ποικιλοτρόπως πάσχοντος ἀνθρώπου. Οὐσιαστικά, δέν ὑπάρχει σύγκρουση μεταξύ πίστεως καί ἐπιστήμης (ἐν προκειμένῳ Θεολογίας καί Ψυχολογίας), ἀλλά ὅπως εἶναι γνωστό, οἱ σχέσεις τους διέπονται ἀπό τή λεγομένηἀλληλοσυμπληρωματικότητα.. 

Αὐτά πρέπει νά ἐπίστανται καλῶς οἱ σημερινοί πνευματικοί πατέρες, ὥστε νά διακονοῦν ὅσο γίνεται καλύτερα τόν ἄνθρωπο στά ὅρια τῆς ὀρθοδόξου ποιμαντικῆς68. Ὅταν αὐτά τά κατέχει σέ βάθος ἕνας ἱερεύς – ποιμήν, πνευματικός, θά σπεύσει στόν πάσχοντα ἐκ τῆς νόσου τῆς ἁμαρτίας ἄνθρωπο, θά τόν συναντήσει στή δική του συνθήκη, στό ἐπίπεδο τῆς ἀνάγκης του, θά τοῦ μιλήσει στή γλώσσα του καί θά τοῦ δείξει μέ πολλούς τρόπους τήν κρυμμένη πίσω ἀπό αὐτόν Ἀγάπη τοῦ Μεγάλου Ἰατροῦ, τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ…

Ὁ σημερινός ἄνθρωπος βάλλεται πανταχόθεν. Εἶναι τόσες οἱ προκλήσεις τῆς σύγχρονης κοινωνίας, τόσες οἱ παγίδες καί οἱ δαιμονικές ἐπιρροές, τόση ἡ παγίωση τοῦ κακοῦ στον κόσμο, τόση ἡ προβολή του διά τῆς ἀπροκαλύπτου σήμερα ἐμφανιζομένης πολύμορφης ἁμαρτίας, τόση ἡ ζόφωση καί ὁ σκοτασμός, ἡ ἀλλοτρίωση καί ἡ ἀποστασία, ἡ ἀπόγνωση καί ἡ ὑπαρξιακή ἐρημία τῶν καιρῶν, ὥστε νά μήν γνωρίζουν οἱ ἄνθρωποι ποῦ νά πορευθοῦν, ποῦ νά ἀκουμπήσουν, πῶς νά λυτρωθοῦν, μέ ποιό τρόπο νά ἀπαλλαγοῦν ἀπο τά ποικίλα δεινά. Πολλοί θέλουν νά κάνουν τό καλό, νά ἐφαρμόσουν τις ἐντολές τοῦ Θεοῦ, νά θεραπεύσουν τήν ψυχή τους, νά δοῦν φῶς καί ἐλπίδα, ἀλλά εἶναι τόσο ἰσχυρό σήμερα τό κακό (ὄχι ὀντολογικῶς βεβαίως, ἀλλ᾿ ὡς ἀπουσία τοῦ καλοῦ), τόσον ἰταμή ἡ ἁμαρτία καί προκλητική ἡ δαιμονική αἰχμαλωσία, πού δέν ἀφήνει πολλά περιθώρια ἀντιστάσεως.

Γενικά ὁ ἄνθρωπος, ἀποτελεῖ θά λέγαμε ἐπαγωγικῶς, μιά δραματική διελκυστίνδα μεταξύ τοῦ Θεοῦ καί τοῦ διαβόλου, εἴτε τό γνωρίζει αὐτό, εἴτε τό ἀγνοεῖ. Τί εἶναι ἡ διελκυστίνδα; Πρόκειται γιά ἕνα ἀρχαῖο παιχνίδι, ἕνα ἄθλημα στό ὁποῖο χρησιμοποιεῖται ἕνα σχοινί. Τό παλαιό αὐτό ἄθλημα, παίζεται μεταξύ δύο ὁμάδων, οἱ ὁποίες τραβοῦν ἕνα μεγάλου μῆκους σχοινί καί ἡ κάθε ὁμάδα προσπαθεῖ νά τό ἐλκύσει στό μέρος της. Ἡ «διελκυστίνδα», ὅπως μᾶς πληροφοροῦν οἱ ἐγκυκλοπαίδειες (βλ. Βικιπαίδεια), διεξαγόταν στούς Ὀλυμπιακούς ἀγῶνες ἀπό τό 1900 -1920 ἐνῶ συμπεριελήφθη και στούς Β΄ Διεθνεῖς Ὀλυμπικούς ἀγῶνες στήν Ἀθήνα τό ἔτος 1906, στή λεγομένη μεσοολυμπιάδα. Ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος, ἀπό τή μία πλευρά ἕλκεται ἀπό τήν ἄκτιστη Χάρη καί ἐνέργεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ πρός τήν ἀρετή, τή μέθεξη τοῦ ἀκτίστου, τήν πραγμάτωση τοῦ «καθ᾿ ὁμοίωσιν», τήν ὑπαρξιακή μετοχή στό «ὄν», στό «Εἶναι», στήν ἁγιοτριαδική ζωή, καί ἀπό τήν ἄλλη, τόν ἔλκει τό ἀκάθαρτο πνεῦμα τῆς πονηρίας, ὁ «πεσών Ἐωσφόρος» πρός τή δική του κατάσταση, πρός τό μή ὄν, τήν ἀμεθεξία τοῦ Θεοῦ. Ἑπομένως, ὁ ρόλος τῆς πνευματικῆς πατρότητας, ἰδιαίτερα σήμερα καθίσταται πολύ σημαντικός, ἀφοῦ δι᾿ αὐτῆς, κατευθύνεται ὁ ἄνθρωπος ἐν Χάριτι στήν ἀνηφορική ἀλλά ἁγία ὁδό τῆς ἀρετῆς, τῆς Μετανοίας, τοῦ μονίμου προσανατολισμοῦ τῆς βουλήσεώς του στόν Θεό, μέ σκοπό τήν ἀπόκτηση τῆς πνευματικῆς του τελειώσεως. Ἡ Μετάνοια, ὡς ἀρχή καί μέσον καί τέλος τῆς τῶν Χριστιανῶν πολιτείας κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τον Παλαμᾶ, θά πρέπει νά συνιστᾶται μονίμως! Ἡ ἐξομολόγηση ἀποτελεῖ ἕνα μόνο τμῆμα τοῦ μυστηρίου τῆς Μετανοίας καί εἶχε μία ἐξέλιξη μέσα στήν Ἐκκλησία, ὅπως μᾶς πληροφοροῦν οἱ ἱστορικοί69. Ὅμως ἡ Μετάνοια εἶναι τό ὅλον! Μετά τό βάπτισμα, κατά τό μυστήριο τῆς Μετανοίας, ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος δέν ἐτήρησε ἄφθαρτο τόν χιτώνα τοῦ βαπτισματος, καλεῖται νά ἀναγεννηθεῖ μέ τή Μετάνοια καί νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τίς συνέπειες πού τοῦ προκάλεσε ἡ ἁμαρτία. Ἡ Μετάνοια ὅμως, εἶναι καί ἡ θεραπεία καί ἀποκατάσταση τῆς ψυχῆς· εἶναι ἡ ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου κατά πρῶτο λόγο μέ τόν ἐαυτό του ἐσωτερικά, ἡ ἐπαναπόκτηση τῆς «ἑνοείδειας», τήν ὁποία διέθετε προπτωτικά. Καί αὐτό πραγματώνεται στά πλαίσια μιᾶς συνεχοῦς πορείας τῆς ἀγωνιζομένης ψυχῆς, ἐν μέσῳ ὠδίνων καί ὀδυνῶν, μέσα στήν περιρρέουσα πνευματική ἀτμόσφαιρα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Μετάνοια δέν εἶναι πύλη, ἀλλά εἶναι ὁδός.

Ὡστόσο, σ᾿ αὐτήν τήν πορεία προς τήν κάθαρση, τόν φωτισμό καί τή θέωση, τήν κεντρική θέση της ἔχει καί ἡ ἀρετη τῆς ὑπακοῆς, ὅπως γνωρίζουμε. Ἡ ὑπακοή στόν πνευματικό πατέρα, ἐλευθερώνει ἀπό τήν τυραννία τῶν παθῶν καί μαθαίνει τόν ἄνθρωπο νά προσαρμόζει καί νά ὑποτάσσει τό θέλημά του στό θεῖον θέλημα, πού ἐκφράζεται διά τοῦ πνευματικοῦ πατρός. Ἠ μακαρία ὑπακοή, κάνει θαύματα, ὅπως ἔχουμε διαβάσει σέ βίους Ἀγίων τῆς Ἐκκλησίας μας καί ὅπως ἔχουμε δεῖ σέ διάφορα γεγονότα τῆς πνευματικῆς ζωῆς ἀρκετῶν Χριστιανῶν! Καί αὐτό γίνεται, διότι ἡ κατά Θεόν ὑπακοή, ἀποβλέπει στήν ἐν ἐπιγνώσει καί ἐλευθερίᾳ ὑπέρβαση τοῦ ἐγωϊστικοῦ μας θελήματος, τοῦ πτωτικοῦ. Καί ὅταν ὁ ἐγωϊσμός ἀπομακρυνθεῖ καί δώσει τήν θέση του στήν ὑψοποιό ταπείνωση, τότε εἶναι πλησίον ἡ προσποριζομένη Χάρις καί ἡ πραγματική ἐλευθερία στόν πιστό! Ἀντίθετα, ἡ παρακοή, προξενεῖ πολλά δεινά, ἀφοῦ δεσμεύει τόν ἄνθρωπο στά πάθη τυραννικά. Γνώριζαν καλά οἱ Πατέρες μας τί σημαίνει αὐτό τό ὁποῖο ἐγράφη ἀπό αὐτούς, ὅτι «ὑπακοή ἴσον ζωή, παρακοή ἴσον θάνατος» καί γνωρίζουν ἐπίσης ἐκ πεῖρας τήν ἐφαρμογή του ὅσοι τό ἐφήρμοσαν, εἴτε θετικῶς εἴτε ἀρνητικῶς70. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι μέ τήν ὑπακοή, ὁ ἄνθρωπος «ἀντιπροσφέρει αὐτεξούσια τό αὐτεξούσιό του στόν Θεό. Ὁ Θεός δέχεται τό δῶρο καί χαρίζει στόν πιστό ὄχι μόνο τήν ἀρχική ἐλευθερία (δυνατότητα ἐκλογῆς μεταξύ καλοῦ καί κακοῦ), ἀλλά καί τήν τελική ἐλευθερία πού εἶναι συμμετοχή στόν αἰώνιο θεῖο σαββατισμό, στήν δόξα τοῦ Θεοῦ καί στό ἄκτιστο φῶς τῆς Ἁγίας Τριάδος». 71


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ


«ΘΕΟΠΟΙΗΣΘΑΙ ΤΕ ΚΑΙ ΘΕΟΠΟΙΕΙΝ». ΧΑΡΙΣΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΙΚΑΝΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΠΑΤΡΟΣ


«Ἐκτενῶς τόν Θεόν παρακάλεσον, ὅπως δείξῃ σοι ἄνθρωπον, τόν καλῶς ποιμάναι σε δυνάμενον».72 Ὁ πνευματικός πατέρας, πέραν αὐτῶν πού ἀκροθιγῶς τονίστηκαν ὡς πρός τίς γνώσεις τίς ὁποῖες θά πρέπει νά διαθέτει, γιά νά καταστεῖ ἱκανός δύτης τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς, θά πρέπει νά εἶναι, ὅσο τό δυνατόν, ἄνθρωπος ἀρετῆς, ἄνθρωπος προσευχῆς καί ἀγάπης, Μετανοίας, ταπεινοφροσύνης καί ὑπομονῆς. Κυρίως, νά διαθέτει ἀγάπη, τήν κατά Χριστόν, νά εἶναι «θεματοφύλακας τῆς θείας φιλανθρωπίας», ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Ἄν δέν κοσμεῖται ἀπό τά ἀνωτέρω, ἔστω καί σέ μικρό βαθμό, πῶς θά τά ἐμπνεύσει στά πνευματικά του παιδιά; Πῶς θά τά ἀναγεννήσει ἐν Χριστῷ; Πῶς θά μεταδώσει τήν ἀληθινή γνώση τοῦ Θεοῦ πού ἔχει νά κάνει μέ ἐμπειρία ἐσωτερική - ὑπαρξιακή καί ὄχι μέ κατάκτηση διανοητική, ἄν ὁ ἴδιος δέν μετέχει σέ ὅσα διδάσκει καί ἐπαγγέλεται; Πῶς θά θεραπεύσει ἄλλους ὅταν ὁ ἴδιος νοσεῖ βαρύτατα καί ἔχει ἀνάγκη θεραπείας; Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἐν προκειμένῳ λέγει ὅτι στήν πνευματική ἰατρεία τῶν ψυχῶν ἀπαιτεῖται ἡ ὑγεία τοῦ θεραπευτοῦ, κάτι πού δέν ἰσχύει στήν ἐνασκηση τῆς θεραπείας τῶν σωμάτων. Μέ ἄλλα λόγια, μπορεῖ ἔνας ἰατρός νά θεραπεύσει κάποιον ἀσθενῆ, ὄντας ὁ ἴδιος ὁ ἰατρός ἀσθενῆς καί αὐτό δέν ἐμποδίζει τή θεραπεία τῶν ἄλλων ἀσθενῶν. Στήν θεραπεία, ὅμως, τῶν ψυχῶν δέν πρέπει αὐτό νά συμβαίνει, ἀλλά θά πρέπει ὁ ἰατρός –πνευματικός πατήρ – νά εἶναι ὑγιής πνευματικά, νά ἔχει θεραπευθεῖ -κατά τό δυνατόν - ἀπό τή νόσο τῆς ἁμαρτίας, ἤ τουλάχιστον νά ἀγωνίζεται ἐντατικά γιά τήν πνευματική πρόοδό του, ὥστε νά μπορεῖ ἐπιτυχῶς νά ὁδηγεῖ ἄλλους στήν ἴαση καί τήν ἐν Χριστῷ σωτηρίᾳ, μέσῳ τῆς πνευματικῆς ζωῆς καί τῶν Ἁγίων Μυστηρίων. Ὁ προειρημένος μεγάλος Θεολόγος τῆς Ἐκκλησίας μας καί Διδάσκαλος, ἅγιος Γρηγόριος, παρουσιάζοντας τόν βίο τοῦ Μ. Ἀθανασίου, ἐξαίρει μεταξύ ἄλλων καί τίς ποιμαντικές ἱκανότητες καί τά χαρίσματα τοῦ ἁγίου Ἱεράρχου καί «Στύλου τῆς Ὀρθοδοξίας». Αὐτός ὁ ὄντως Μέγας, ἐνεργώντας διακριτικά καί πεφωτισμένα, μέσα στά πλαίσια τῆς πατρικῆς του ἐπιμελείας γιά τούς ὑπ᾿ αὐτόν ποιμενομένους, «ἄλλους ἐπαινοῦσε, ἄλλους ἐπιτιμοῦσε μετρημένα, μερικῶν προσπαθοῦσε νά ταράξει τή νωθρότητα, ἄλλων νά καταστείλει τήν ὁρμητικότητα. Φρόντιζε γι᾿ αυτούς μήπως κάνουν σφάλμα, γιά ἐκείνους πού ἔσφαλαν εὕρισκε τρόπους νά διορθωθοῦν. Ἦταν ἁπλός στούς τρόπους, πολυμήχανος στήν κυβέρνηση (τῶν ψυχῶν), σοφός στούς λόγους, σοφώτερος στίς σκέψεις, προσγειωμένος μέ τούς πιό ταπεινούς, πνευματικώτερος μέ τούς πιό καλλιεργημένους, φιλόξενος, παρακλητικός, διώκτης τοῦ κακοῦ».73Ἔτσι, μᾶς παρουσίασε τόν «τύπον», τό ὑπόδειγμα τοῦ ἀληθινοῦ ποιμένος καί πνευματικοῦ πατρός, τοῦ διακριτικοῦ καί σοφοῦ καθοδηγοῦ. Ὁ πνευματικός θά πρέπει, πάντοτε μέ ἀπέραντη πατρική ἀγάπη, νά ἀναζητεῖ τή μέση ὁδό στό ἔργο τῆς διδασκαλίας καί καθοδηγίας τῶν ψυχῶν. Θά πρέπει, ἐπίσης, νά ἐλίσσεται μεταξύ τῆς στηλιτεύσεως τῆς ἁμαρτίας καί τῆς ἐμπνεύσεως τῆς πνευματικῆς ζωῆς.74 Τό ἔργο τοῦ πνευματικοῦ πατρός, εἶναι νά καταστεῖ ἕνας καλός ζωγράφος τῆς ἀρετῆς καί τῆς φθαρμένης εἰκόνος καί ἕνας ἰατρός πού θά θεραπεύει, χωρίς ὁ ἴδιος νά νοσεῖ, ὅπως καί πάλι ὑπογραμμίζει ὁ Θεολόγος Γρηγόριος. «Νά μήν παρουσιαζόμεθα κακοί ζωγράφοι τῆς θαυμασίας ἀρετῆς –γράφει -, ἤ νά μήν ἀπομακρυνόμεθα ἀπό τήν γνωστήν παροιμίαν, ἐπιχειροῦντες νά θεραπεύσωμεν ἄλλους, ἐνῶ ἐμεῖς εἴμεθα γεμᾶτοι ἀπό πληγές».75

Ὡστόσο, ἡ λιπαρά μελέτη τῶν Γραφῶν καί τῶν Κανόνων καί ἡ κατά τό δυνατόν θεολογική γνώση τοῦ πνευματικοῦ πατρός, εἶναι ἀπαραίτητη πρός τόν πνευματικό ἐξοπλισμό του, προκειμένου νά ἐπιτύχει στό μεγάλο ἔργο τῆς διαποιμάνσεως καί τῆς σωτηρίας ψυχῶν πού θά ἀναλάβει. Στήν ἐποχή μας δέ, πρέπει νά εἶναι καταρτισμένος ὅσο γίνεται ὁ πνευματικός πατέρας, ἐκτός ἀπό θεολογικά, καί ἐγκυκλοπαιδικά, κοινωνικά καί παιδαγωγικά, ὥστε νά μπορεῖ νά ἀντιμετωπίσει ποιμαντικά καί θεραπευτικά τόν δύσκολο καί «ἐν πολλοῖς περιπεπλεγμένον» σημερινό ἄνθρωπο, νά καθοδηγήσει τό παιδί καί τόν ἔφηβο σύμφωνα (καί) μέ τίς γνώσεις τῶν συγχρόνων παιδαγωγικῶν μεθόδων κλπ. Ὀρθά ἔχει λεχθεῖ ὅτι «καί ὁ ἁγιώτερος στίς προθέσεις του πνευματικός, εἶναι δυνατόν νά ἀποβεῖ ἄκαρπος, ἄν δέν ἔχει ἀποκτήσει γνώσεις ὅσο τό δυνατόν τέλειες γιά τό τί εἶναι ἄνθρωπος, τί εἶναι ψυχή, σῶμα, ποία ἡ σχέση σώματος καί ψυχῆς, ποία ἡ ψυχολογία τοῦ παιδιοῦ καί τοῦ γέρου, ποία τοῦ ἀνδρός καί ποία τῆς γυναικός, ποία τοῦ ἐγγάμου καί ποία τοῦ ἀγάμου, ποία τοῦ ἐφήβου και ποία τοῦ ὡρίμου –μεσήλικος, τί εἶναι ὁ λόγος, ἡ συνομιλία, ὁ ὕπνος, τό φαινόμενο τῆς θρέψεως, ἡ σιωπή, ὁ κόπος, ὁ πόνος, τό δάκρυ, ἡ χαρά, ἡ μοναξιά, ἡ συμβίωσις, τί σημαίνει ἀνατρέφομαι σέ οἰκογένεια, ἤ σέ μοναστῆρι,…..πῶς δημιουργοῦται τά αἰσθήματα μειονεκτοκότητος καί οἱ τάσεις ὑπεροχῆς, τί εἶναι ὁ ἔρως, ὁ γάμος…κτλ»76.

Ἑπομένως, θά μπορούσαμε νά ἰσχυριστοῦμε μετά βεβαιότητος, ὅτι ὁ συνδιασμός ἀρετῆς καί γνώσεως στό πρόσωπο τοῦ πνευματικοῦ πατρός - Γέροντος, εἶναι πολύ σημαντικός καί συμβάλλει ἄριστα στήν καλή διεξαγωγή τοῦ ἱεροῦ ἔργου τῆς σωτηρίας τῶν ψυχῶν. Χάρις, φωτισμός, ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο, παιδαγωγική ἱκανότητα καί γνώση, εἶναι αὐτά πού πρέπει νά κοσμοῦν τόν πνευματικό πατέρα, προκειμένου νά ἐπιτύχει στή δύσκολη ἀποστολή του. Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἀγιορείτης, μέ αὐτά τά λόγια συμβουλεύει τούς ἀνθρώπους πού πρόκειται νά καταστοῦν πνευματικοί πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, μέσα στό σπουδαιότατο «Ἐξομολογητάριόν» του:«Πρέπει ἐσύ ὁ μέλλων γενέσθαι Πνευματικός, νά ἔχης μίαν διαφορετικήν ἀπό τούς ἄλλους γνῶσιν καί ἐμπειρίαν εἰς τήν παλαιάν καί νέαν Γραφήν· εἰς τά δόγματα τῆς πίστεως, τά περιεχόμενα εἰς τό Πιστεύω· μάλιστα δέ καί ἐξαιρέτως, εἰς ὅλους τούς ἀποστολικούς, συνοδικούς καί πατρικούς Κανόνας, τούς περιεχομένους εἰς τήν Βίβλον, (τό Πηδάλιον) ὁποῦ πρό ὁλίγων χρόνων ἐξεδόθη εἰς τύπον· εἰς τῶν ὁποίων τήν μελέτην πρέπει νά καταγίνεσαι νύκτα καί ἡμέρα, εἰς τρόπον ὥστε νά τούς ἠξεύρης ἀπό στόματος· ἐπάνω εἰς αὐτούς νά κοιμᾶσαι, ὡς ὁ Ἀλέξανδρος εἰς τοῦ Ὁμήρου τήν Ἰλιάδα, καί τούτους νά ἀναπνέης κάθε ὥραν καί στιγμήν. Ἐπειδή καί σύ ἔχεις νά γένης ὁ κυβερνήτης τοῦ καραβιοῦ τῆς Ἁγίας Ἐκκλησίας, καί σύ ἐξαιρέτως μέλλεις νά κρατῆς εἰς χεῖρας σου τούς κανόνας αὐτούς, οἱ ὁποῖοι εἶναι ὡσάν ἕνα τιμόνι τῆς Ἐκκλησίας. Ὅθεν ἔχεις χρέος νά ἦσαι γυμνασμένος προτήτερα, πώς πρέπει νά τό γυρίζης, καί νά τό στρέφης ἐπιστημονικῶς, ἵνα ἐν καιρῷ τῷ προσήκοντι, ὅταν δηλαδή γένης Πνευματικός, διά ταύτης τῆς ἐμπείρου σου κυβερνήσεως, ἐλευθερώσης ἀπό τήν φουρτούναν τῆς ἁμαρτίας τούς ταλαίπωρους ἁμαρτωλούς».77 Ὀρθά ἐπισημαίνει ὁ Ὅσιος Νικόδημος, ὁ σοφός Διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Γένους μας, ὅτι ἡ ἐνάσκηση τοῦ λειτουργήματος τῆς πνευματικῆς πατρότητας κατά τήν ἐξομολόγηση, ἀπαιτεῖ λιπαρή γνώση τῶν ἱερῶν Κανόνων τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι ὑπάρχουν στό «Πηδάλιο», πού ἀποτελεῖ δικό του ἔργο.

Ὁ πνευματικός ἰατρός, θά πρέπει, κατά τόν ρβ΄ ἱερό Κανόνα τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆ Συνόδου, νά προσφέρει στήν ἀθένεια τήν κατάλληλη θεραπεία, «κατάλληλον τήν θεραπείαν προσάγειν τῷ ἀρρωστήματι».78 Καί τοῦτο διότι, κατά τόν αὐτόν ἱερό Κανόνα, δέν εἶναι ἁπλή ἡ ἀρρώστια τῆς ἁμαρτίας, ἀλλά πολύμορφη καί πολλῶν εἰδῶν καί γιατί βγάζει πολλές παραφυάδες βλάβης, ἀπό τίς ὁποῖες σκορπίζεται σέ μεγάλη ἔκταση τό κακό καί προχωρεῖ μπροστά, ὥστε νά σταματήσει μέ τή δύναμη αὐτοῦ πού τό θεραπεύει. «Οὐ γάρ ἁπλή τῆς ἁμαρτίας ἡ νόσος, ἀλλά ποικίλη καί πολυειδής, καί πολλάς τῆς βλάβης τάς παραφυάδας βλαστάνουσα, ἐξ ὧν τό κακόν ἐπί πολύ διαχεῖται, καί πρόσω βαίνει, μέχρις ἄν σταίη τῇ δυνάμει τοῦ θεραπεύοντος».79 Ἀλλά καί ὁ προμνημονευθείς Ὅσιος καί δεινός ἑρμηνευτής τῶν ἱερῶν Κανόνων, Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, συμβουλεύει τόν πνευματικό πατέρα πῶς νά ἐξομολογεῖ σωστά, ἀξιολογώντας ὅλες τίς περιστάσεις τῆς ἁμαρτίας, τά εἴδη, τά στάδια καί τούς βαθμούς τῆς ἁμαρτίας (δώδεκα εἶναι κατά τόν ἅγιο Νικόδημο80), πῶς νά ἀντιμετωπίζει τά συγγνωστά, τά θανάσιμα καί τά ἐλλειπτικά ἁμαρτήματα, πῶς νά «ἰατρεύει» τούς λογισμούς κ.ἄ. Ἐπίσης, ὁ σοφός Διδάσκαλος καί ἔμπειρος ψυχοανατόμος τῆς ἐποχῆς του, παραινεῖ μέσα στό περίφημο «Ἐξομολογητάριό» του τούς πνευματικούς πατέρες πού ἀσκοῦν τήν «ἰατρικήν ἐν Πνεύματι ἐπιστήμην81», πῶς νά ἀσκοῦν τήν ἐπιμέλεια τῶν ψυχῶν, πῶς νά «οἰκονομοῦν» ποικίλες περιπτώσεις ἁμαρτιῶν, πότε καί πῶς πρέπει νά ἐλέγχουν τούς ἁμαρτάνοντες, πῶς νά συμπεριφέρονται σέ ἰδιάζουσες περιστάσεις, πῶς νά ἀντιμετωπίζουν ἁμαρτάνοντες ἱερωμένους ἤ μοναχούς, πῶς νά ἐπιβάλουν τά λεγόμενα ἐπιτίμια (Κανόνες) μέσα στά πλαίσια τῆς οἰκονομίας ἀλλά καί τῆς ἀκριβείας ὅταν χρειασθεῖ κλπ. Ὡστόσο, ἔχουμε καί τήν ἐπί τοῦ θέματος συμβολή τοῦ μεγάλου Ἁγίου τῶν ἐσχάτων χρόνων, τοῦ θαυματουργοῦ Νεκταρίου Αἰγίνης, ὁ ὁποῖος, στήν Ποιμαντική του παρουσιάζει τήν ἐπιείκεια πού θά πρέπει νά κοσμεῖ τόν πνευματικό πατέρα καί γενικῶς τόν ἐκκλησιαστικό ποιμένα ὡς ἑξῆς: «Ὁ ἐπιεικής πνευματικός ποιμήν ἀνέχεται πάντοτε ἐν μακροθυμίᾳ και πραότητι τά τε ἐλαττώματα τῶν ἀνθρώπων, τάς τε ἐλλείψεις καί τήν σκληράν ἔτι αὐτῶν ἐν τῇ κακίᾳ ἐμμονήν…οὔτε λίαν αὐστηρός δικαστής γίνεται, συνῳδά τῷ τῆς ἐπιεικείας νόμῳ, οὔτε πικρός ἐλεγκτής καί κατήγορος τῶν πράξεων τῶν παρ᾿ αὐτοῦ ποιμενομένων· ἀλλ᾿ ἔστι καί φαίνεται τοῖς πᾶσιν ἐξ ἴσου ἱλαρός, μειλίχιος καί πλήρης πραότητος καί ἀγαθότητος, ἵνα μηδείς χωρίζηται ἀπ᾿ αὐτοῦ κατηφής καί τεθλιμμένος».82

Βεβαίως, ὅταν κάνουμε λόγο για ἐπιείκεια, δέν θά πρέπει νά παραβλέπουμε τίς περιπτώσεις ἐκεῖνες κατά τίς ὁποῖες ὁ πνευματικός πατήρ - ἐξ ἀγάπης καί πάλι -, θά χρησιμοποιήσει καί τόν αὐστηρό, ἐπιτιμητικό λόγο (ὅπως μᾶς συμβουλεύει ἡ Γραφή καί οἱ Πατέρες83) προκειμένου νά ἀφυπνίσει, νά «ταρακουνήσει» κατά τό κοινῶς λεγόμενο κάποιο πνευματικό του παιδί, ὅταν αὐτό διακινδυνεύει νά ἀπωλεσεθεῖ, πράγμα τό ὁποῖον πράττουν καί οἱ γονεῖς καί οἱ διδάσκαλοι, μέσα στά πλαίσια τῆς παιδαγωγίας. 

Αὐτά καί ἄλλα πολλά προσόντα καί χαρίσματα πρέπει νά κοσμοῦν τόν πνευματικό πατέρα, ὥστε νά ἀσκήσει μιά ἐπιτυχημένη ἀγωγή ἐπί τῶν ψυχῶν, συνεργούσης πάντοτε τῆς θείας Χάριτος. Πάλι ὁ ἅγιος Νικόδημος, ἀπευθυνόμενος συμβουλευτικῶς πρός τόν πνευματικό πατέρα θά κάνει αὐτή τή σπουδαιότατη ἐπισήμανση: «Ὁ Παράδεισος καί ἡ Κόλασις, ἡ ζωή καί ὁ θάνατος, ἡ σωτηρία καί ἡ ἀπώλεια τῶν ψυχῶν εἰς χεῖρας σου στέκεται». Καί ἕνας σοφός γέροντας, πολύ παλαιά, ἔλεγε: Ὁ πνευματικός, παιδιά μου, - ἄν μποροῦμε νά χρησιμοποιήσουμε μιά εἰκόνα -, ὅταν ἐξομολογεῖ, ἔχει τό ἕνα πόδι μέσα στόν Παράδεισο καί τό ἄλλο μέσα στήν Κόλαση. Τό ἔργο του εἶναι νά βγάζει ψυχές ἀπό τήν Κόλαση καί νά τίς «μπάζει» στόν Παράδεισο. Ἄν δέν προσέξει, θά κάνει τό ἀκριβῶς ἀντίθετο! Ἀλλά ἄς δοῦμε πῶς περιγράφει τόν κεντρικό στόχο τῆς Ἁγίας ἱερωσύνης πού εἶναι τό «θεοποιεῖσθαί τε καί θεοποιεῖν», ὁ Μέγας Ὁμολογητής τῆς Ἐκκλησίας, ἅγιος Μάξιμος, ὁ Ὁμολογητής: «Ὅπως ἡ φωτεινή ἀκτίνα ἔλκει εὐχάριστα τά ὑγιῆ μάτια πού χαίρονται τό φῶς καί μεταδίδει σ᾿ αὐτά τή λαμπρότητά της, ἔτσι καί ἡ ἀληθινή ἱερωσύνη, καθώς εἶναι σέ ὅλα της χαρακτῆρας καί φανέρωση τῆς μακαρίας θεότητας σ᾿ αὐτούς πού βρίσκονται στή γῆ. ἕλκει κάθε ψυχή φιλόθεη καί ἁγιασμενη πρός τόν ἑαυτό της καί τῆς μεταδίδει ἀπό τή δική της γνώση, εἰρήνη καί ἀγάπη· οὕτως ὥστε, ἀφοῦ ὁδηγήσει κάθε δύναμη τῆς ψυχῆς στήν κορυφή τῆς ἐνεργητικότητάς της, ὁδηγήσει ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ἐντελῶς θεωμένους αὐτούς τούς ὁποίους μυσταγωγεῖ. Διότι τό τέλος τῆς ὑπάρχουσας στήν ψυχή λογικῆς ἐνέργειας εἶναι ἡ γνώση ἡ ἀληθινή· τέλος τῆς έπιθυμητικῆς ἐνέργειας εἶναι ἡ ἀγάπη καί τῆς θυμικῆς ἡ εἰρήνη. Ἔτσι καί ὁ σκοπός τῆς ἀληθινῆς ἱερωσύνης εἶναι τό νά θεοποιεῖται καί νά θεοποιεῖ».84


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ


ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΠΑΤΡΟΤΗΤΑ ΣΤΗ ΜΟΝΑΧΙΚΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ - ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ


Εἶναι γραμμένο στήν Πατερική μας Γραμματεία ὅτι «Φῶς μέν μοναχοῖς Ἄγγελοι, φῶς δέ λαϊκοῖς μοναδική πολιτεία».85 Ὁ Ὀρθόδοξος Μοναχισμός, εἶναι θεσμός θεσύστατος. Ὡς ἀσκητικόν ἰδεώδες μέσα στήν Ἐκκλησία, ἔχοντας τήν ἀρχήν του στήν Καινή Διαθήκη, ἔκανε τήν ἐμφάνισή του ὅταν μετά την παύση τῶν μεγάλων διωγμῶν ἄρχισε νά εἰσέρχετα στήν ἐκκλησιατική ζωή τό πνεῦμα τῆς ἐκκοσμικεύσεως. Εἶναι ἕνας θεσμός ἐκκλησιαστικός μέ ἰδιότυπο τρόπο ζωῆς, τόν ἀσκητικό βίο, πού ἐνεργεῖται μέ τήν ψυχοσωματική ἀφιέρωση στόν Θεό. Ἡ ἀφιέρωση καί ἔνταξη στήν «Μοναχική πολιτεία», ἐπισημοποιεῖται μέ τήν λεγομένη «κουρά», τήν μοναχική χειροτονία, ἡ ὁποῖα τελεῖται σέ ἱερά Μονή, ὅπου ὁ Γέροντας ἀναλαμβάνει ὡς πνευματικός πατέρας τόν νεόκουρο μοναχό. Μέ τήν «κουρά», ἀλλάζει καί τό ὄνομα τοῦ ἀφιερωμένου στόν Κύριο, «καταργεῖται» πλέον τό βαπτιστικό καί δίδεται σ᾿ αὐτόν νέο ὄνομα, μοναχικό86. Ἀλλά μαζί μέ τό νέο ὄνομα ἀλλάζει καί ἡ ὅλη ζωή καί πολιτεία τοῦ μοναχοῦ, ἀφοῦ, ὡς γνωστόν, ἡ μοναχική βιοτή, συνιστᾶ ἀποταγή ὅλων τῶν κοσμικῶν, ἀποξένωση ἀπό ἐφήμερα καί ὑλικά, οἰκήματα, ἐμπόρια, περιουσιακά καί ἄλλα φιλόϋλα τοῦ ἐγκοσμίου βίου καί πλήρη παράδοση στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, διά Μετανοίας, συμμετοχῆς στή θεία Λατρεία καί εἰδικώτερα στή Θ. Εὐχαριστία, ἀσκήσεως καί προσευχῆς. Ἡ ἀσκητική ζωή, ἀπαιτεῖ κυρίως τήν τήρηση καί ἐφαρμογή τῶν τριῶν μεγάλων μοναχικῶν ἀρετῶν, πού ἀποτελοῦν καί ὑποσχέσεις κατά τήν ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου Ἀγγελικοῦ σχήματος, τῆς παρθενίας, τῆς ἀκτημοσύνης καί τῆς ὑπακοῆς. Ὁ Μοναχισμός βεβαίως κινεῖται στά ὅρια τῆς ὑπακοῆς στήν Ἐκκλησία, ὅπως ὁρίζουν οἱ σχετικοί ἱεροί Κανόνες87. Ὁ ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης, μεγάλος λειτουργιολόγος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ 15ου αἰῶνος, θεμελιώνει τόν Μοναχισμό στή διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ καί τῶν ἀποστόλων καί αὐτό φαίνεται στό ἑξῆς παράθεμα, τό ὁποῖο παρουσιάζουμε ἀπό τά ἔργα του: «Διό καί εἴ τις ἀληθής ἐστι μοναχός, κατά Παῦλον, οὗτος καί ἐνταῦθα μέν Χριστόν ἀγαπᾶ, καί οὐδέν αὐτόν τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ χωρίσαι δύναται· καί ἐπιθυμεῖ ἀναλύσαι καί σύν Χριστῷ εἶναι. Καί τοῦτο διά τῶν ἔργων δείκνυσιν, ἐν ἐρήμοις καί ὄρεσι καί μοναῖς φυγαδεύων διά Χριστόν. Καί ἕν εἶναι σπεύδειν μετά Χριστοῦ ἵνα καί ἐν αὐτῷ Χριστός σύν Πατρί οἰκήσῃ καί Πνεύματι. Διό καί τόν τοῦ Χριστοῦ ὅλον ἐκμιμεῖται βίον καί ταπεινοῦται καί πτωχεύει καί ὑποτάσσεται καί οὐδενός φροντίζει τῶν ὧδε καί σταυροῦται τῷ βίῳ καί παρθενεύειν ἐπαγγέλεται καί ἀκτημονεῖν καί νηστείαις σχολάζειν καί προσευχαῖς καί δεήσεσι καί ἄχρι θανάτου τούτοις ἐμμένειν καί τοῖς τοιούτοις καί πάντα φέρει διά Χριστόν».88 Αὐτό εἶναι τό περιεχόμενο τῆς μοναχικῆς ἀφιερώσεως. Ὅμως ἡ αὐτοπαράδοση τοῦ ἀνθρώπου στόν Θεό καί ἡ περαιτέρω πορεία του στόν «ἄναντες» δρόμο τῆς ἀσκήσεως μέ σκοπό τήν θεία ἐνοίκηση καί μίμηση καί τήν ἐν Χιστῷ τελειοποίηση, γίνεται διά μέσου τοῦ εἰδικοῦ ἐκείνου προσώπου, τοῦ ἐντεταλμένου, πού ἐπέχει θέση διδασκάλου, μύστου καί πνευματικοῦ πατρός καί αὐτός εἶναι εἶναι ὁ ἡγούμενος τῆς Μονῆς (ἤ τοῦ κελλίου), ὁ προεστώς, ἤ Γέροντας ὅπως συνηθίζεται νά λέγεται. Τό πρόσωπο τοῦ Γέροντος εἶναι πολύ σεβαστό στόν μοναχό, διότι εἶναι ὁ πνευματικός του πατέρας, αὐτός πού ἐγγυᾶται τήν σωτηρία του, αὐτός πού θα τόν μυήσει ἐν Πνεύματι στά ἄδυτα τῆς μοναχικῆς ζωῆς, αὐτός πού μεταφέρει σ᾿ αὐτόν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί τήν ἁγιοπατερική Παράδοση καί ἐμπειρία τήν ὁποῖα καλεῖται νά βιώσει μέσα στά πλαίσια τῆς μοναχικῆς πολιτείας γιά νά σωθεῖ. Εἶναι διατυπωμένη ἀπό τούς Πατέρες ἡ γνώμη ὅτι ὁ προεστώς μιᾶς ἱερᾶς Μονῆς, ὁ Γέροντας, ἐπέχει γιά τούς μοναχούς – πνευματικά του τέκνα («ὑποτακτικούς» κατά τήν ἁγιορείτικη ὁρολογία) θέσιν Χριστοῦ, μεταφέροντας σ᾿ αὐτούς τό θέλημα τοῦ Κυρίου. Ὁ Μ. Βασίλειος, θά γράψει στά Ἀσκητικά του ὅτι ὁ προεστώς τῆς Μονῆς, «οὐδέν ἕτερον ἐστιν, ἤ ὁ τοῦ Σωτῆρος ἐπέχων πρόσωπον».89 Αὐτός ἐξομολογεῖ, ἀναδέχεται λογισμούς, καθοδηγεῖ πρός τήν «ἄνω πορείαν» τά πνευματικά του τέκνα, ἀναγεννᾶ διά τῆς μοναχικῆς ζωῆς. Γνωρίζουμε βεβαίως, ὅτι πολλοί Γέροντες - καθηγούμενοι ἱερῶν Μονῶν, διακρίνονται καί ὡς πνευματικοί πατέρες και καθοδηγοί πολλῶν ἐν τῷ κόσμῳ ἀγωνιζομένων πιστῶν. Ἐδῶ θά σημειώσουμε ὅτι ἀπό τά παλαιά χρόνια, μέ τήν ἄνθηση τοῦ μοναχικοῦ βίου, προβάλλουν στήν Ἐκκλησία μεγάλες μορφές ἀσκητῶν Πατέρων – χαρισματοῦχων, Κοινοβιατῶν ἤ ἐρημιτῶν, ἐπονομαζομένων «Γερόντων» ἤ «ἀββάδων», οἱ ὁποίοι ἦσαν πνευματικοί πατέρες μέ τήν εὑρύτερη ἔννοια τοῦ ὅρου, μέ τήν χαρισματική, ὄχι τήν μυστηριακή καί συνδεόμενη μέ τήν ἱερωσύνη ὅπως ἰσχύει σήμερα. Αὐτοί οἱ παλαιοί Πατέρες, ὡς πεφωτισμένοι καί πνευματέμφοροι, καθοδηγοῦσαν τόν λαό, ἀναδέχονταν λογισμούς καί ἐξαγορεύσεις ἁμαρτημάτων τῶν ἀνθρώπων πού προσέρχονταν σ᾿ αὐτούς καί τούς μυοῦσαν ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ στήν θέωση καί τόν ἀγιασμό. Ἀξίζει ἐπίσης νά σημειωθεῖ ὅτι μέχρι σήμερα διασώζεται ἡ συνήθεια τοῦ νά εἶναι Γέροντες καί καθοδηγοί ἁπλοί μοναχοί, ὅπως τό βλέπουμε στό Ἅγιον Ὄρος (κυρίως σέ κελλιά ἤ Σκῆτες ὅπου ὁ προεστώς - Γέροντας εἶναι ἁπλός μοναχός χωρίς ἱερωσύνη), οἱ ὁποῖοι Γέροντες, ἀναδέχονται λογισμούς καί ἐξαγόρευση ἁμαρτιῶν, συμβουλεύουν, νουθετοῦν, εἰρηνεύουν, ἀλλά δέν δίδουν ἄφεση ἁμαρτιῶν, μυστηριακῶς. Ἡ ἄφεση στόν ἐξομολογούμενο, παρέχεται μέ τήν ἀνάγνωση τῆς λεγομένης «συγχωρητικῆς εὐχῆς» ἐπί τῆς κεφαλῆς τοῦ μετανοοῦντος, ἀπό ἱερέα – πνευματικό (ἐξομολόγο), κατά τήν ἰσχύουσα ἀπό αἰῶνες τάξη τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας.

Στήν μοναχική τάξη, ὁ σύνδεσμος τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν πνευματικό του πατέρα εἶναι πολύ στενώτερος ἀπ᾿ αὐτόν πού ὑφίσταται μέ τούς λαϊκούς καί τούς πνευματικούς πατέρες στόν κόσμο. Γιά τόν μοναχό, ὁ Γέροντάς του εἶναι τά πάντα, μετά τόν Θεό! Εἶναι καί πατέρας καί μητέρα καί ἀδελφός καί φίλος, ἀφοῦ ἐγκαταλείποντας γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τόν κόσμο, ἄφησε πίσω του γονεῖς, οἰκεῖους, φίλους καί γνωστούς. Κυρίως ὅμως, γιά τόν μοναχό, ὁ Γέροντας, εἶναι ὁ πνευματικός Μωϋσῆς, ὁ περάτης, αὐτός πού ἀναλαμβάνει νά τόν λυτρώσει ἀπό τήν «γῆ τῆς Αἰγύπτου», ἀπό τή σκλαβιά τῶν παθῶν, καί νά τόν ὁδηγήσει στή «γῆ τῆς ἐπαγγελίας», στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ (θεωρία/θεοπτία), τήν ὁποία θά βιώσει ἀπό ἐδῶ προγευστικῶς. Ὁ Γέροντας ἐγγυᾶται στόν ἀγωνιζόμενο καί πυκτεύοντα μοναχό τήν ἐλπίδα τῆς ἐσχατολογικῆς προγεύσεως, τήν ἀπόκτηση τῆς βεβαιότητος γιά τήν κατοχή τοῦ ἀρραβῶνος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος! Μέ αὐτό τό φρόνημα πορεύεται ὁ ὀρθόδοξος μοναχός, ἀγωνιζόμενος μέσα στά πλαίσια τῆς μοναχικῆς πολιτείας νά καταστεῖ «θεοφόρος, ναοφόρος, ἀγνοφόρος καί χριστοφόρος», κατά τήν ὡραία φρασεολογία τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου, τοῦ ὄντως Θεοφόρου. Ὅλα συντελοῦνται πρός τόν σκοπόν τῆς καθάρσεως καί τῆς θωρίας τοῦ Θεοῦ ἀπό τούς ἰδεώδης μοναχούς. Καί ὅπως ὀρθά ἔχει γραφεῖ, «ἄν ἡ κεκαθαρμένη ἐν Χριστῷ ψυχή, βιαιότερον ὠθεῖται ὑπό τῶν «ἀλαλήτων στεναγμῶν» της πρός τόν Ὄν ἐρᾷ Χριστόν, καθίσταται πρόδηλος ἡ ἀνάγκη τῆς καθάρσεως, ἵνα ἡ ψυχή δικαιώσῃ ὅ,τι ἀποτελεῖ τήν οὐσίαν τῆς νυμφεύσεως αὐτῆς μετά τοῦ Νυμφίου Χριστοῦ».90 Ἔτσι, ὁ ὁδηγός σ᾿ αὐτήν τήν οὐρανοδρόμο πορεία, εἶναι ἄκρως ἀπαραίτητος καί αὐτό βλέπουμε νά λειτουργεῖ θεσμικά, κυρίως ὅμως οὐσιαστικά καί ἁγιαστικά, στά ὅρια τῆς ἀγγελοειδοῦς βιοτῆς τῶν μοναχῶν.

Σέ πολλές Μονές καί Σκῆτες (κυρίως σήμερα ἰσχύει στόν Ἅγιον Ὄρος), ὁ μοναχός κάθε βράδυ μεταβαίνει στό κελλί τοῦ Γέροντά του, προκειμένου νά τόν ἐνημερώσει καταλεπτῶς καί εἰλικρινῶς μέ τήν ἐξαγόρευση τῶν λογισμῶν καί μέ τήν συζήτηση, γιά τίς κατά Θεόν νίκες ἤ γιά τίς ἦττες καί πτώσεις του στόν πνευματικό πόλεμο κατά τοῦ διαβόλου, τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ κακοῦ ἑαυτοῦ του (τοῦ «παλαιοῦ ἀνθρώπου»), πού διεξάγονται μέσα στά πλαίσια ἑνός «τιτανίου» ἀσκητικοῦ ἀγῶνος, ἐν μέσῳ ὠδίνων καί ὀδυνῶν91. Καί ὁ Γέροντας καί ποιμήν, καλεῖται νά ὁδηγήσει ἀπλανῶς, νά διδάξει ἀληθῶς, νά θεραπεύσει ἐπιμελῶς τίς πληγές, νά μυήσει τό παιδί του στά «ὑπέρ νοῦν» μυστήρια, στά μυστικά καί ἄδυτα τῆς ἀγγελοειδοῦς φιλοσοφίας, νά βοηθήσει στήν πνευματική ἀνάβαση, νά παρηγορήσει φιλόστοργα, νά νουθετήσει εὔστοχα, νά παράσχει τροφή ζωτική ὡς πνευματικός σιτοδότης, νά ἐμπνεύσει, νά ἀναπαύσει καί μέ ἕνα λόγο νά ἐφαρμόσει τό Γραφικό: «τό ἀπολωλός ζητήσω καί τό πλανώμενον ἐπιστρέψω και το συντετριμμένον καταδήσω καί τό ἐκλεῖπον ἐνισχύσω».92 Ἔτσι λειτουργεῖ ἡ πνευματική πατρότητα στόν ὀρθόδοξο ἐκλησιαστικό Μοναχισμό. Κάθε παρέκκλιση, συνιστᾶ ἀλλοτρίωση ἀπό τήν πραγματική στοχοθεσία της.

Ὁ ἀληθινός καί γνήσιος κατά τήν Πατερική παράδοση Γέροντας, διαποιμαίνει κατά Χριστόν τό ποίμνιο πού τοῦ ἐνεπιστεύθη ἡ Ἐκκλησία (ἐν προκειμένῳ τούς μοναχούς πού ἐγκατέλειψαν τόν κόσμο τοπικῶς καί τροπικῶς καί ἀφιερώθηκαν στόν Θεό) καί τό καθοδηγεῖ «εἰς νομάς σωτηρίους». Δέν προβάλλει δικά του, ἰδιοτελῆ καί ἐμπαθῆ θελήματα στούς μοναχούς, οὔτε καπηλεύεται τήν ὑπακοή καί ἀφοσίωσή τους σ᾿ αὐτόν, οὔτε καταχρᾶται τήν ἐξάρτησή τους, οὔτε κυρίως καταπατεῖ τό γνωμικό θέλημά τους, ἀλλά προσπαθεῖ αὐτό τό θέλημα νά τό μετρέψει ἐν Χριστῷ σέ φυσικό θέλημα, σέ φιλόθεο, φιλάνθρωπο καί ἀνιδιοτελές, ὥστε νά λειτουργεῖ ὅπως λειτουργοῦσε τό θέλημα τοῦ ἀνθρώπου στόν Παράδεισο πρό τῆς πτώσεως, πού ἦταν ταυτισμένο μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ χαρισματικῶς,. Σέ κάποια βιβλία93 πού πραγματεύονται τήν ζωή ἐξαγιασμένων Γερόντων (ἐν προκειμένῳ Ἁγιορειτῶν) πού ἀνεδείχθησαν μεγάλοι πνευματικοί πατέρες καί καθοδηγητές, βλέπουμε αὐτήν τήν ἀνύστακτη φροντίδα καί ἐναγώνιο μέριμνά τους γιά τό πῶς θά «ἀναψύξουν» τίς ψυχές ὅσων (μοναχῶν καί λαϊκῶν) «καίγονται» ἀπό τόν φοβερό καύσωνα τῆς ἁμαρτίας. Ἡ ποιμαντική τους διακονία ἐξέρχεται καί ἐκτός τῆς περιοχῆς τους, ὅπως τό βλέπουμε ἀπό διηγήσεις ἀθωνικές πού ἀναφέρονται σέ καθηγουμένους μονῶν, Γέροντες Σκήτεων, ἀκόμη καί ἁπλούς μοναχούς οἱ ὁποῖοι ἔγιναν πατέρες πνευματικοί καί ἀναγέννησαν ἀνθρώπους χαρισματικά. Ἐντύπωση ζωηρή προξενεῖ ἡ ἀναφορά ἀπό τίς ἐκδόσεις πού φέρουν τόν τίτλο «Σύγχρονες Ἁγιορείτικες μορφές», μεταξύ ἄλλων, σέ ἕναν πολύ χαρισματικό Γέροντα τοῦ περασμένου αἰῶνος, τόν περιβήτο, χαρισματικό ἐξομολόγο τῆς Μικρᾶς ἁγίας Ἄννης, παπα - Σάββα τόν πνευματικό. Αὐτός ὁ εὐλογημένος καί χαρισματοῦχος Γέροντας, ἐκτός τῶν ἀμετρήτων ἐπισκέψεων, δεχόταν πληθώρα ἐπιστολῶν ἀπό ὅλο τόν κόσμο, ἀπό ἀνθρωπους πού ζητοῦσαν τήν θεοφώτιστη γνώμη του ἐπί ποικίλων ζητημάτων και λύση ἐπί τῶν προβλημάτων τους. Μέ τίς ἀπαντητικές ἐπιστολές καί τίς ἐξομολογήσεις κατά τήν παρουσία στό ταπεινό του ἡσυχαστήριο ἀνθρώπων πᾶσης τάξεως ἀπό τήν Ἑλλάδα καί τό ἐξωτερικό, ὁ οὐρανόφρων π. Σάββας ἀνέπαυε καί «δρόσιζε» ψυχές μέ τήν «Ἀερμώνιο δρόσο» τοῦ Ἀγίου Πνεύματος. Πραγματοποιοῦσε δε, τεχνάσματα ἀγάπης καί μετερχόταν ἐν διακρίσει διάφορες μεθόδους μέ σκοπό νά διευκολύνει καί νά καταστήσει ἄνετη τήν ἐξαγόρευση κάποιων ἐκ τῶν ἐξομολογουμένων πού εἶχαν βαρειά ἁμαρτήματα! Κατέβαινε καί αὐτός, μᾶλλον συγκατέβαινε ἀπό τό περίοπτο ὑψος του, στήν ἄβυσσο τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου, προκειμένου νά τόν ἀνασύρει καί νά τόν σώσει! Αὐτά ὅμως ἀπαιτοῦν μεγάλη διάκριση καί φωτισμό, πού διέθετε σέ ὑψηλό βαθμό ἐκεῖνος ὁ ὑμνητικός ἐρωδιός τοῦ Ἄθωνος, γι᾿ αὐτό καί μετερχόταν ἀφόβως πρός σωτηρία τῶν ἀνθρώπων αὐτές τίς τεχνικές. Σέ ἕναν ταλαιπωρημένο ἄνθρωπο πού τόν ἐπισκέφτηκε, κατηφής καί σφόδρα ἀπελπισμένος ἀπό πολλά καί βαρύτατα ἁμαρτήματα (καί μάλιστα κάποιος ἄλλος πνευματικός τόν εἶχε ἀποθαρρύνει καί ἦταν ἕτοιμος νά ὁδηγηθεῖ στήν αὐτοχειρία), ὁ π. Σάββας ἐνήργησε τό τέχνασμα λίαν ἐπιτυχῶς! Μόλις ἄρχισαν νά συζητοῦν γενικά, ὁ διακριτκός Γέροντας, προκειμένου νά τόν κάνει νά ξεθαρρέψει καί νά ἀνοιχτεῖ γιά νά θεραπευτεῖ, προσποιήθηκε κατά τή συζήτηση ὅτι πρίν πάει στό Ἅγιον Ὄρος, εἶχε διαπράξει ὡς λαϊκός μιά θανάσιμη ἁμαρτία! Μετά ἀπό λίγο, πάλι κατά τήν συζήτηση, ὁ Πνευματικός προσποιήθηκε ὅτι εἶχε πράξει ἄλλη ἐπίσης βαρύτατη ἁμαρτία. Ἔτσι, ὁ ἀπελπισμένος ἐξομολογούμενος, ἐλάμβανε σταδιακά θάρρος καί ὁμολογοῦσε ἐν ταπεινώσει τίς δικές του μεγάλες ἁμαρτίες καί πτώσεις, στό ἄκουσμα τῶν ὁποίων ὁ ἄριστος «τεχνίτης» Γέροντας ἀπαντοῦσε: «καί ἐγώ τήν ἔκανα αὐτή τήν ἁμαρτία, καί ἐγώ ἐκείνη, ἐπίσης καί τήν ἄλλη», κοκ.! Στό τέλος, ὁ ἔμπειρος καί διακριτικός ἐξομολόγος π. Σάββας, αὐτός ὁ ἱκανότατος πνευματικός δύτης τῆς ψυχῆς, κατόρθωσε τῇ θείᾳ Χάριτι νά σώσει ἐκεῖνον τόν ἀπελπισμένο, ὁ ὁποίος «πέταξε» ἀπό χαρά καί ἀνακούφιση, μετά καί ἀπό τήν συγχωρητική εὐχή τοῦ Πνευματικοῦ. Φεύγοντας δέ, μέ ἀνείπωτη χαρά καί ἀγαλλίαση ἀπό τό κελλί τοῦ χαρισματοῦχου θεραπευτοῦ, συνάντησε στό δρόμο πρός τήν παραλία τῆς Ἁγίας Ἄννης τόν ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος τοῦ εἶχε συστήσει νά πάει στόν π. Σάββα καί μέ τά λόγια του, τοῦ προκάλεσε τόν γέλωτα, δικαίως. «Καλός πνευματικός, τοῦ λέει, πολύ καλός, πονετικός, σέ εὐχαριστῶ πού με ἔστειλες ἐκεῖ, ἀλλά ὁ… καημένος, ἔχει κάνει πιό πολλά ἀπό μένα»! Ὅταν ὅμως ἄκουσε ἀμέσως ὅτι ὀ π. Σάββας ὁ διάσημος Πνευματικός, ὄχι μόνο δέν διέπραξε ἐκεῖνες τίς φοβερές ἁμαρτίες πού τοῦ εἶχε ἀπαριθμήσει, ἀλλά ὅτι ζεῖ ἀπό μικρό παιδί ὡς ἐπίγειος ἄγγελος στό Ἅγιον Ὄρος, δόξασε τόν Θεό καί μακάρισε τόν ἅγιο ἐκεῖνο Γέροντα, πού ἔστω καί μέ μιά «καλή ἀπάτη» τόν ἔσωσε ἀπό τήν τυρρανία τοῦ διαβόλου καί τῶν παθῶν.94

Τό Ἅγιο Ὄρος, τό «περιβόλι τῆς Παναγίας» ὅπως συνηθίζεται νά λέγεται, αὐτό τό «ἐργαστήριον τῆς ἀρετῆς», ἔχει προσφέρει πολλά στήν Ἐκκλησία, μεταξύ ἄλλων καί στόν τομέα τῆς διεξαγωγῆς τοῦ μυστηρίου τῆς πνευματικῆς πατρότητας, τήν ὁποία μέ φόβο Θεοῦ διακονοῦν ἐπί τόσους αἰῶνες τόσοι πατέρες, ἡγούμενοι, ἱερομόναχοι, Πνευματικοί. Πλῆθος ἀνθρώπων πού ἐπισκέπτεται συχνά τό Ἅγιον Ὄρος, μέσα στίς πολλές ἐμπειρίες του, βιώνει τήν σημαντικότερη· τήν ὑπαρξιακή παράκληση (παρηγορία) μέσῳ τῆς ἔμπονης «κατάθεσης ψυχῆς»… Αἰσθάνεται κάθε ἐπισκέπτης, στά πλαίσια μιᾶς καθαρᾶς ἐξομολογήσεως, τόν γλυκασμόν τῆς ἀφέσεως, τήν ἐπιστροφή στόν Θεό, τόν ἔσωθεν ἀνακαινισμό, τήν ἐντός τῆς καρδίας του ἐνεργοῦσα «μυρίπνοον Χάριν τοῦ Πνεύματος» καί ἀπό ἐκεῖ προσέρχεται στό «Ποτήριον τῆς Ζωῆς», τή θεία Εὐχαριστία γιά νά γευθεῖ ὑπαρξιακῶς «ὅτι χρηστός ὁ Κύριος»…

Στόν ὀρθόδοξο Μοναχισμό, λοιπόν, πού ἔχει προσφέρει τόσα πολλά στήν Ἐκκλησία διά μέσου τῶν αἰώνων, ἀσκεῖται μέ τήν μεγαλύτερη, κατά κανόνα, ἐπιμέλεια καί εὐλάβεια ἡ λειτουργία τῆς πνευματικῆς πατρότητας, ἡ ὁποῖα καλῶς ἐνεργουμένη, ἀποδίδει ἀγλαούς καρπούς. Ἄλλωστε δέν λησμονοῦμε τή μεγάλη πραγματικότητα, ὅτι «ὁ Μοναχισμός τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, γέννημα τῶν πνευματικῶν ὠδίνων της, τῆς φύσεώς της, τοῦ πόνου, τῶν δακρύων, τῆς ἐπιγνώσεως τῆς ἁμαρτίας, ἀλλά καί τῆς πίστεως καί τῆς ἐλπίδος καί τῆς φλογερᾶς ἐνεργείας τοῦ θείου ἔρωτος, πραγματοποιεῖ τάς ὑψίστας τῶν κατακτήσεων ἐν τῇ περιοχῇ τῆς θεολογίας καί βιοῖ τον χριστιανισμόν ἐν ὅλῳ αὐτοῦ τῷ βάθει καί τῇ εὐγενείᾳ».95


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ


ΠΑΡΕΚΚΛΙΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΣΚΟΠΟ ΤΗΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΠΑΤΡΟΤΗΤΑΣ


Δυστυχῶς, ἐνῶ εἶναι διαγεγραμμένη καί ὁριοθετημένη ἀπό τήν Ἁγία Γραφή καί τήν ὅλη Παράδοση καί πράξη τῆς Εκκλησίας ἡ στοχοθεσία τῆς πνευματικῆς πατρότητας, πού ἀποβλέπει στήν ἐν Χριστῷ θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τή νόσο τῆς ἁμαρτίας καί στή θεοποίηση του μέσῳ τῆς καθάρσεως τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θεώσεως, παρατηροῦνται καί ἐξαιρέσεις καί παρεκκλίσεις πού ὑποτιμοῦν καί ὑποβιβάζουν τή μεγίστη ἀξία τῆς ὀρθοδόξου ποιμαντικῆς. Ὑπάρχουν, ὅπως γνωρίζουμε ἤ ἔχουμε ἀκούσει, οἱ περιπτώσεις τῶν πολύ «χλιαρῶν» πνευματικῶν πατέρων, ἐκείνων οἱ ὁποῖοι, κατά τήν ἄσκηση τῆς ποιμαντικῆς τους διακονίας καί κυρίως κατά τήν ἐξομολόγηση, δέν ἐφαρμόζουν ποτέ τούς ἱερούς Κανόνες, οὔτε κατ᾿ ἀκρίβειαν ὁσάκις χρειαστεῖ, οὔτε κατ᾿ οἰκονομίαν (ὅπως εἶναι τό συνηθέστερο τουλάχιστον στά χρόνια μας), ἤ ἀκόμη τούς ὑποτιμοῦν, θεωρώντας τους ξεπερασμένους γιά τήν ἐποχή μας. Ἐπίσης, δέν διδάσκουν τά ὀρθά καί τά πρέποντα στά πνευματικά τους παιδιά. Δέν ἐλέγχουν ἀλλά ἀμνηστεύουν τήν ἁμαρτία. Δέν παρέχουν στούς προσερχομένους στήν πνευματική τους πατρότητα τή δυνατότητα θεραπείας καί ἀνακαινίσεως μέσῳ τοῦ ἐπιτιμίου ὡς ἀσκήσεως μετανοίας καί θεραπευτικοῦ μέσου. Δέν δείχνουν τόν ἀπαιτούμενο γιά τήν κάθε ψυχή σεβασμό, ἔμπονο ζῆλο, ἀγωνία καί μέριμνα γιά τή σωτηρία, κατά Θεόν ἀνησυχία καί εὐαισθησία.

Ἀπό τήν ἄλλη, ὑπάρχουν καί κάποιοι οἱ ὁποῖοι ἐκμεταλλεύονται τήν θέση τους καί καταχρῶνταιτήν ἐξουσία πού τούς παρέχει τό ἀξίωμα τοῦ πνευματικοῦ πατρός, ἤ μᾶλλον, μεταβάλλουν τήν διακονία σέ ἐξουσία. Ἔτσι, δεσμεύουν παραλόγως, κατεξουσιάζουν ἀναιδῶς καί ὑποκαθιστοῦν ἀναξίως τόν Ἀρχιποίμενα Ἰησοῦ Χριστό, μέ τό νά ζητοῦν καί νά ἀξιοῦν ἀπό τά πνευματικά τους παιδιά τυφλή καί ἀδιάκριτη ὑπακοή σέ προσωποκεντρικό ἐπίπεδο. Ἡ ὑπακοή, ὅμως, πρός τόν πνευματικό πατέρα, ἀνάγεται στόν Θεό! Δέν ἔχει σκοπό τήν ἐκπλήρωση θελημάτων ἤ πολύ περισσότερο ἀθεμίτων ἐπιδιώξεων τῶν πνευματικῶν πατέρων, οὔτε τήν ἱκανοποίησή τους, ἤ τήν ἀνάδειξη τῆς δικῆς τους προσωπικότητας ὡς αὐθεντίας μέσα στήν Ἐκκλησία. Ἡ ὑπακοή δέν δεσμεύει, ὅπως προσπαθοῦν νά ἐπιτύχουν κάποιοι γέροντες, προσωποκεντρικῶς, ἀλλά ἐλευθερώνει τόν δεσμευμένο ἀπό τήν ἁμαρτία ἄνθρωπο καί τόν ὁδηγεῖ στήν ἀληθινή ἐλευθερία ἀπό τά πάθη καί τήν κοινωνία μέ τόν Θεό. Ἡ ὑπακοή δέν ὑποδουλώνει προσωποκεντρικά, ἀλλά ἀναδεικνύει τόν ἄνθρωπο σέ ἀληθινό πρόσωπο! Αὐτή πραγματοποιεῖ ἐν Χριστῷ τήν ἔξοδο τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τή φιλαυτία του, πού εἶναι ἡ ρίζα ὅλων τῶν παθῶν. Μέσα στά πλαίσια τῆς ὑπακοῆ καί τῆς μαθητείας, δέν ἀποβάλλεται ἡ θέληση τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά τό «ἴδιον θέλημα», τό ἐγωϊστικό καί φίλαυτο καί πτωτικό. Ἄς μήν ἀγνοοῦμε ὅλοι ὅτι ἡ ὑπακοή δέν συνίσταται στήν κατάργηση –δυναστικῶς – τοῦ φυσικοῦ θελήματος τοῦ ἀνθρώπου ὁ ὁποῖος ὑποτάσσεται ἐν Χριστῷ σέ κάποιον Γέροντα -πνευματικό, ἀλλά στήν παιδαγωγία τοῦ γνωμικοῦ θελήματος, ὥστε νά μεταβληθεῖ τό φίλαυτο καί ἰδιοτελές θέλημα σέ ἀνιδιοτελές, θυσιασικό καί κενωτικό. Δέν τά λέγουν σωστά, ἑπομένως, κάποιοι γέροντες, οὔτε πράττουν τά ὀρθά, ἀλλά ποιμαίνουν «κατά τό δοκοῦν», ἐκμεταλευόμενοι τήν ὑπακοή καί ἀφοσίωση τῶν ὑπ᾿ αὐτούς! Γι᾿ αὐτό καί παρατηροῦνται ἐνίοτε καί τά ἀνάλογα, θλιβερά καί τραγικά ἀποτελέσματα, δηλ. ἄγχη, καταθλίψεις καί ἀσθενήματα ψυχικά, ψυχολογικά κ.ἄ. σέ κάποιους ἀνθρώπους – θύματα κακῶν πνευματικῶν, ψευδοθεραπευτῶν, θά λέγαμε «κομπογιαννιτῶν». Ὅμως, ὅπως προσφυῶς ἔχει διατυπωθεῖ, «ἡ μαθητεία ἰσχυροποιεῖ τήν θέληση καί τήν ἐλευθερία καί δέν μπορεῖ σέ καμιά περίπτωση νά φαλκιδεύει τήν ἰκμάδα τῆς ἀληθινῆς ζωῆς»96

Ὑπάρχουν, λοιπόν, καί οἱ ἀποκλίσεις καί οἱ ὑπερβάσεις. Ζητοῦνται ἀπό κάποιους πνευματικούς ἀδιάκριτες ὑπακοές, χωρίς νόημα καί σκοπό πνευματικό. Ἐπιδιώκονται προσωπικές ἀναγνωρίσεις μέσῳ τοῦ ἱεροῦ θεσμοῦ τῆς πνευματικῆς πατρότητας. Καλλιεργοῦνται τάσεις προσωπολατρικές μέ τήν ἀνοχή τῶν πνευματικῶν πού ἰδιοποιοῦνται ἄλλου τό ἔργο (τοῦ Χριστοῦ). Τά ἐπιτίμια, συμβαίνει ἐνίοτε νά καθίστανται μέσα ἐπιβολῆς τῶν μή ὑγιῶν θελημάτων κάποιων πνευματικῶν πατέρων καί κυρίως μέσα προβολῆς τους ὡς «μεγάλων Γερόντων» καί «ξεχωριστῶν πνευματικῶν». Τά πρόσωπα αὐτά, ἀσυνείδητα ἐξαπατοῦν τόν ἑαυτό τους καί αὐτοί μέ τή σειρά τους πλανοῦν ὅλους ἐκεῖνους οἱ ὁποῖοι τούς ἐμπιστεύονται καί στό τέλος καταστρέφονται! Πόση ζημία δέν ἔχουν προκαλέσει αὐτοί οἱ «ξεχωριστοί» γέροντες στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ! Πόσο μεγάλο σκανδαλισμό δέν ἔχουν προξενήσει στίς ψυχές! Πόσο μίσος97 δέν ἔχουν σπείρει, μεταξύ τῶν ἀνθρώπων πού τούς θεωροῦν αὐθεντίες καί χάριν αὐτῶν φθάνουν στήν φυγάδευση τῆς ἀγάπης, σέ ἐμπαθεῖς συμπεριφορές πρός ἄλλους ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι - σώφρονες ὄντες - δέν θέλουν νά ὑπερεκτιμοῦν ἀνθρώπους καί νά ἀπολυτοποιοῦν καταστάσεις, γνωρίζοντας τό τρεπτό καί εὐόλισθο τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως! Καταθέτοντας τά ἀνωτέρω, μετά λόγου γνώσεως περί τῶν «ξεχωριστῶν» γερόντων, δέν χαρακτηρίζουμε τούς ὄντως ξεχωριστούς καί χαρισματικούς Γέροντες, τούς κληρικούς ἐκεῖνους πού ἐργάζονται σέ ὅλη τους τή ζωή στά πλαίσια τῆς ποιμαντικῆς τους διακονίας ἀνιδιοτελῶς καί ἀνυστεροβούλως, μόνο καί μόνο γιά τή δόξα τοῦ Θεοῦ! Ὄχι! Αὐτοί εἶναι πράγματι ἀξιοτίμητοι καί ἀνεκτίμητοι. Πάντως, ὅλοι πρέπει νά προσέχουμε πάρα πολύ στήν ἐπιλογή τοῦ πνευματικοῦ πατρός! Καί νά μήν βιαζόμαστε! Διότι πολλοί μετανόησαν πικρά (πλήν ὅμως ἀνώφελα) ἀπό τέτοιου εἶδους κακές ἐπιλογές! Ἄς δοῦμε τί μᾶς συμβουλεύει ἐπ᾿ αὐτοῦ ἀκριβῶς ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος: «Χρειαζόμαστε πολλή προσοχή, πολλή ἀγρυπνία, πολλές προσευχές, γιά νά μήν περιπέσουμε σέ κανέναν πλάνο ἤ ψεύτη ἤ ψευδαπόστολο ἤ ψευδόχριστο. Ἀντίθετα, πρέπει νά πετύχουμε ὁδηγό ἀληθινό καί φιλόθεο, πού νά ἔχει τόν Χριστό μέσα του καί νά γνωρίζει καταλεπτῶς τό κήρυγμα τῶν ἀποστόλων, τούς κανόνες καί τίς παραγγελίες τους καί τά δόγματα τῶν Πατέρων. Ἤ - νά εἰπῶ καλλίτερα – πού νά ξέρει τά θεληματα καί μυστήρια τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἰδίου τοῦ Δεσπότου καί Διδασκάλου τῶν ἀποστόλων. Τέτοιον δάσκαλο (σ.σ. στήν πνευματική ζωή) πρέπει νά ζητοῦμε καί νά βρίσκουμε: ἕναν πού, πρῶτον μέν, νά τά ἄκουσε αὐτά μέ λόγο καί νά τά διδάχθηκε καί, ὕστερα δέ, νά τά διδάχθηκε μυστικά, ἐν ἀληθείᾳ ἀπό τό ἴδιο τό παράκλητο Πνεῦμα, μέ πράξη καί μέ δοκιμή».98 Καί ἀξίζει νά σημειώσουμε ὅτι τόν συγκεκριμένο λόγο του ὁ Ἅγιος καί Μέγας Νηπτικός Πατήρ, τόν ἀπευθύνει ὄχι σέ μοναχό πού ψάχνει νά βρεῖ ἕναν καλό Γέροντα, ἀλλά σέ λαϊκό αδελφό, πού ἐπιζητεῖ ἕναν ἐν τῷ κόσμῳ καλόν πνευματικό πατέρα! Πολλή προσοχή λοιπόν χρειάζεται στήν ἀναζήτηση πνευματικοῦ πατρός, ἐμπείρου στήν πνευματική ζωή, διαφορετικά τό σκάφος τῆς ψυχῆς, θά καταποντιστεῖ, ὅταν ὁ κυβερνήτης εἶναι ἄπειρος καί μή ἱκανός, ἰδιοτελής κλπ.

Αὐτά τά ὁποῖα μέ συντομία ἀναφέρθηκαν ὡς παρεκκλίσεις ἀπό τόν ὀρθό στόχο τῆς ὀρθοδόξου ποιμαντικῆς καί τῆς κατά Θεόν πνευματικῆς πατρότητας, ἀποτελοῦν - εὐτυχῶς - μιά μικρή ἐξαίρεση στόν γενικό κανόνα τῶν ὑγιῶν πνευματικῶν πατέρων καί καταδικάζονται ἀπό τήν συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως εἶναι φυσικό. Ὑπάρχουν πνευματικοί πού ἔχουν ἐντός τους ἔνοικο την Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (ὡς ἀπόρροια τῆς ὀρθῆς, ὀρθοδόξου πνευματικῆς τους ζωῆς καί πολιτείας, δηλαδή τῆς καθάρσεως ἀπό τά πάθη καί τουλάχιστον τοῦ φωτισμοῦ, ἄν ὅχι καί τῆς θεώσεως) καί αὐτοί μποροῦν νά θεραπεύσουν ψυχοσωματικά τούς ἀνθρώπους μέ τήν Θεία Χάρη καί τήν δική τους ἀνταπόκριση («συνεργία» ὅπως λέγεται θεολογικά). Ὑπάρχουν, ὅμως καί οἱ ψευδοπνευματικοί, πού «ἀναπαύουν» ἐπειδή ἐνδεχομένως ἀμνηστεύουν, ὅπως προελέχθη, τά πάθη τῶν προσερχομένων σ᾿ αὐτούς, ἀλλά οὐσιαστικά δέν τούς θεραπεύουν, δέν τούς ὁδηγοῦν στή μέθεξη τῆς καθαρτικῆς, φωτιστικῆς καί θεοποοῦ ἐνεργείας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. «Διό δεῖ προσέχειν»…

Τά κακά παραδείγματα, ὅμως, εὐτυχῶς, δέν ἀποτελοῦν κανόνα! 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Ὁ ὑψηγόρος ἐπίσκοπος, ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης, μᾶς λέγει ὅτι ὅποιος ἄφησε τόν παλαιό ἄνθρωπο καί ἔκανε τήν πνευματική ἀφαίρεση τοῦ καλύμματος (τῶν παθῶν) τῆς καρδίας, αὐτός, ἄνοιξε στήν ψυχή του τήν εἰσοδο γιά νά εἰσέλθει ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ὁ Χριστός, τόν Ὁποῖον ἡ ψυχή ὡς ἔνδυμα θεῖο φτιάχνει γιά τόν ἑαυτό της: «Ὁ τόν παλαιόν ἀπεκδυσάμενος ἄνθρωπον καί περιελών τῆς καρδίας τό κάλυμμα, ἤνοιξε τῷ Λόγῳ τήν εἴσοδον, ὅν ἐντός γενόμενον ἔνδυμα ποιεῖται ἑαυτῆς ἡ ψυχή, κατά τήν τοῦ ἀποστόλου ὑφήγησιν».99 Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ πνευματική πατρότητα, ὅταν λειτουργεῖ ὀρθά καί θεολογικά μέσα στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας, συντελεῖ στήν «ἀφαίρεση τοῦ καλύμματος τῶν παθῶν» καί προπαρασκευάζει τήν εἴσοδο τοῦ Λόγου στόν ἄνθρωπο. Τό προκείμενο τῆς Πατερικῆς Θεολογίας καί ἡ ἀπώτερη σκοποθεσία της, εἶναι ἡ χαρισματική θέωση τοῦ ἀνθρώπου100, μέ τήν ἐν Χριστῷ δυναμικότητα τῆς πορείας του ἀπό τό «κατ᾿ εἰκόνα» στό «καθ᾿ ὁμοίωσιν» μέσα στό Σῶμα τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Λόγου τοῦ Θεοῦ, τήν Ἐκκλησία. Αὐτόν τό στόχο, μέ σαφῆ καί περιεκτικό τρόπο ἐκθέτει ὁ Μ. Ἀθανάσιος στή φράση πού θά καταστεῖ μετέπειτα ὡς ἡ ἐπιτομή τῆς Πατερικῆς σωτηριολογίας101: «Αὐτός (ὁ Χριστός) ἐνηνθρώπησεν, ἵνα ἡμεῖς θεοποιθῶμεν».102 Πρός τόν σκοπό αὐτόν ἀποβλέπει ἡ ὅλη διακονία τῆς πνευματικῆς πατρότητος στόν χώρο τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπως ἐκ τῶν ἀνωτέρω ἐκτεθέντων ἔχει καταδειχθεῖ.

Στό βιβλίο αὐτό, προσπαθήσαμε νά παρουσιάσουμε τήν ἔννοια τῆς πνευματικῆς πατρότητας, πῶς ὑπάρχει καί λειτουργεῖ στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.

Εἶδαμε πῶς στήν Παλαιά Διαθήκη ἀποτυπώνονται τά χαρακτηριστικά τῆς πνευματικῆς πατρότητας στό πρόσωπο τῶν Δικαίων τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καί τῶν Προφητῶν, οἱ ὁποῖοι καθοδηγοῦν τόν λαό τοῦ Ἰσραήλ. Εἴδαμε ἐπίσης, πῶς λειτουργεῖ στήν Καινή Διαθήκη ἡ πνευματική πατρότητα μέ τήν ἀνανοηματοδότηση πού ἐδόθη σ᾿ αὐτήν, ἀφοῦ ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός, προσλαμβάνοντας μέ τήν Ἐνανθρώπησή Του τή δική μας φύση, ἀνακαίνισε καί ἀναγέννησε τούς εἰς Αὐτόν πιστεύοντας και αὐτή ἡ ἄνωθεν γέννηση γιά μᾶς τούς πιστούς συντελεῖται μέ τό Ἅγιο Βάπτισμα καί τή μετοχή στά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. 

Στή συνέχεια, κανανοήσαμε πῶς μέσα στήν ὀρθόδοξο Παράδοσή μας λαμβάνει χώρα ἡ ἐν Χριστῷ ἀναγέννησή μας, πῶς λειτουργεῖ ὁ ρόλος τῆς πνευματικῆς πατρότητας, διά δύο ὁδῶν καί διαστάσεων, τῆς γενικῆς (μυστήριο τῆς ἱερωσύνης) καί τῆς εἰδικῆς (λειτούργημα πνευματικοῦ - ἐξομολόγου), πῶς ἀκόμη διά τοῦ μυστηρίου τῆς Μετανοίας πού διακονοῦν οἱ πνευματικοί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἐπανασυνδεόμαστε στό κυριακό σῶμα καί τήν κοινωνία μέ τόν Χριστό καί τούς ἀδελφούς μας, ἀπό τήν ὁποία κοινωνία μᾶς ἀποξενώνει ἡ ἁμαρτία καί ἀλλοτρίωση ἀπό τόν Θεό πού εἶναι ἡ ἀληθινή Ζωή.

Κατόπιν εἰσήλθαμε στήν «καρδιά» τοῦ θέματος τῆς πνευματικῆς πατρότητας, πού συνδέεται μέ τήν ἱερά ἐξομολόγηση.

Ἔπειτα εἴδαμε ποιά εἶναι τά εἰδικά προσόντα πού πρέπει νά κοσμοῦν τούς πνευματικούς πατέρες οἱ ὁποῖοι μετέρχονται τό ὑψηλό λειτούργημα καί θεῖο ἔργο τῆς θεραπείας ψυχῶν καί τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν.

Ἐπιπλέον, γνωρίσαμε πῶς λειτουργεῖ ἡ πνευματική πατρότητα μέσα στά πλαίσια τῆς Μοναχικῆς πολιτείας, ἡ ὁποῖα εἶναι θεοσύστατος θεσμός μέσα στήν Ἐκκλησία μας καί συνιστᾶ κατά κάποιον τρόπο τήν ἀριστοκρατία τοῦ χριστιανισμοῦ.

Στό ὄγδοο καί τελευταῖο Κεφάλαιο, ἐπισημάναμε τίς παρεκκλίσεις καί ἀποκλίσεις ἀπό τόν κατά Θεόν σκοπό τῆς πνευματικῆς πατρότητας, φαινόμενα τά ὁποῖα κατά καιρούς λαμβάνουν χώρα καί βλάπτουν τούς πιστούς καί δημιουργοῦν διάφορα προβλήματα μέσα στήν Ἐκκλησία. 

Ἀξίζει, ὡστόσο, νά παρατεθοῦν αὐτούσια τά ἑξῆς περιεκτικά καί οὐσιώδη λόγια περί τῆς πνευματικῆς πατρότητας στήν Ἐκκλησία μας: «Ἡ πνευματική πατρότητα εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τῆς μοναδικῆς πατρότητας τοῦ Θεοῦ, τῆς Πηγῆς τῆς κάθε πνευματικῆς καί σαρκικῆς πατρότητας, εἶναι ἡ φανέρωση τῆς ἀγαθότητας καί τῆς πρόνοιας τοῦ Θεοῦ για τους ἀνθρώπους μέσῳ θεοποιημένων ἀνθρώπων πού ἀγαποῦν τους συνανθρώπους τους και προνοοῦν γι᾿ αὐτούς κατ᾿ εἰκόνα του. Ἔχοντας θεμελίωση στήν πατρότητα τοῦ Θεοῦ, ἡ πνευματική πατρότητα εἶναι μιά συνεχής καί ἀδιάλειπτη διαδικασία. Δέν ταυτίζεται μέ μία μόνο φάση τῆς βιοτῆς τοῦ πνευματικοῦ πατρός ἤ τέκνου, ἀλλά γίνεται τρόπος ζωῆς».103

Κάθε συζήτηση, λοιπόν, γιά τήν πνευματική πατρότητα πού ἐνεργεῖται μέσα στήν Ἐκκλησία, αὐτομάτως ἀνάγει τό νοῦ στόν Θεό Πατέρα, τήν ἀρχή, αἰτία καί πηγή τῆς θεότητας. Ὅπως κάθε πατέρας βιολογικός ἀγαπᾶ, φροντίζει καί μεριμνᾶ γιά τά τέκνα του, ἔτσι καί ὁ πνευματικός πατέρας στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας, διασφαλίζει τήν πνευματική συγκρότηση τῶν τέκνων του διά μέσου τῶν θείων Μυστηρίων, ἀλλά καί τοῦ καινοῦ καί ἐσχατολογικοῦ ἀθλήματος τῆς Μετανοίας, ὥστε νά μετασκευασθοῦν σέ «υἱούς φωτός». Ἔχουν σχέση ὅμως ὀντολογική οἱ πνευματικοί πατέρες μέ τό φῶς; Ἔχουν προσωπική μέθεξη φωτός ἔστω καί σέ μικρό βαθμό, ὥστε ἐμπειρικά νά καθοδηγοῦν τά πνευματικά τους τέκνα; Τουλάχιστον ἄς ὑπάρχει ἡ αἴσθηση τῆς ἀναξιότητος, ὁ διαρκής ἀγώνας τῆς καθάρσεως καί ὁ ὑγιής φόβος τοῦ Θεοῦ καί αὐτά θά ὁδηγοῦν σέ μία κατά Θεόν ποιμαντική καθοδήγηση τῶν λογικῶν προβάτων τοῦ Χριστοῦ..

Θά τελειώσουμε τήν ἐργασία μας αὐτή, τοποθετώντας ἐνώπιόν μας ὡς πνευματικό καθρέπτη κάποιο συγκλονιστικό κείμενο τοῦ «παθόντος τά θεῖα καί εἴτα μαθόντος», πνευματεμφόρου Πατρός, Συμεών τοῦ Ν. Θεολόγου. Ὁ ἅγιος, στό συγκεκριμένο κείμενο, τονίζει ἐμφαντικά, ὅτι ὅσοι δέν ἔχουν ἀξιωθεῖ τῆς ἀκτίστου ἐμπειρίας τοῦ φωτός, ζοῦν στήν πρό τῆς Χάριτος ἐποχή, εἴτε εἶναι μικροί, εἴτε μεγάλοι στά ἐκκλησιαστικά ἀξιώματα, πατριάρχες, ἀρχιερεῖς, ἡγούμενοι, ἱερεῖς, μοναχοί, λαϊκοί. «Ἡμεῖς μαρτυροῦμεν ὅτι ὁ Θεός φῶς ἐστί καί οἱ αὐτόν καταξιωθέντες ἰδεῖν, πάντες ὡς φῶς ἐστί καί οἱ λαβόντες αὐτόν ὡς φῶς αὐτόν ἔλαβον, ὅτι προπορεύεται ἔμπροσθεν αὐτοῦ τό φῶς τῆς δόξης αὐτοῦ καί δίχα φωτός ἀμήχανον ἐστι φανῆναι αὐτόν. Καί οἱ μή ἰδόντες τό φῶς αὐτοῦ, οὐδέ ἐκεῖνον εἶδον, ὅτι ἐκεῖνος τό φῶς ἐστί. Καί οἱ μή λαβόντος τό φῶς οὔπω τήν χάριν ἔλαβον…Οἱ δέ μήπω τοῦτο παθόντες ἤ ἀξιωθέντες, πάντες οἱ τοιοῦτοι ὑπό τόν πρό τῆς χάριτος νόμον εἰσί, δοῦλοι καί μαθηταί δούλων καί ἀκροαταί νόμου καί τέκνα παιδίσκης καί υἱοί σκότους τυγχάνουσι, κἄν βασιλεῖς, κἄν πατριάρχαι, κἄν ἀρχιερεῖς, κἄν ἱερεῖς κἄν μονάζοντες, κἄν ἀσκηταί κἄν ἡγούμενοι, κἄν ἀσθενεῖς κἄν ὑγιεῖς τῷ σώματι πέλωσι».104

Ἔτσι, ὁ φωτοφόρος καί θεόπτης Συμεών, προσδιορίζει μέ βάση τήν πατερική καί ἀσκητική παράδοση τίς προϋποθέσεις τῆς πατρότητας. Καί συνάμα ὁριοθετεῖ κατά τρόπο σαφῆ τή διάκριση τῶν πνευματικῶν χαρισμάτων στήν Ἐκκλησία. Συνεπῶς, ἡ καρποφορία τῶν πνευματικῶν ἀρετῶν ἀπαιτεῖ καί τήν ἀνάλογη εἰσδοχή καί δεκτικότητα τοῦ πιστοῦ. Τοῦτο συνιστᾶ τόσο ἔργο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅσο καί τῆς ἀνθρωπίνης συνεργίας. Τό φῶς, δέν γνωρίζει πνευματικά ἤ κοσμικά ἀξιώματα, ἀφοῦ πηγάζει ἄνωθεν. Τό φῶς διαχέεται καί μεταμορφώνει μόνο ὅσους βαδίζουν στό φῶς καί εἶναι πρόθυμοι νά μεταλλαχθοῦν ἐν τῷ φωτί τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, γινόμενοι οἱ ἴδιοι υἱοί φωτός καί κήρυκες λαμπροί τοῦ ἀνεσπέρου φωτός τῆς Ἀναστάσεως.
____________________________________________________________


1 Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Περὶ τοῦ μὴ δημοσιεύειν τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἀδελφῶν, ΜPG 51, 354
2 Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, Ἐπιστολή, Ἐφεσ. 7, 2.
3 Μ. Βασιλείου, Ἀσκητικαί διατάξεις, 20, 1, MPG. 31, 1389D. Βλ. ἐπισκόπου Σοφιανοῦ CHEORGHE PATRUNJEL, «Ἡ πνευματική πατρότητα κατά τόν Μέγα Βασίλειο» (Διατριβή), Θεσσαλονίκη 2009, σελ. 33.
4 Ἰω, 3, 3: «Ἐάν μή τις γεννηθῇ ἄνωθεν, οὐ δύναται ἰδεῖν τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ».
5 Ἐφ, 4, 13.
6 Βλ. πρωτ. Γ. Μεταλληνοῦ, Ὁ ἱερεύς ὡς ἐξομολόγος, Ἀνάτυπον ἐκ τοῦ περιοδικοῦ «Ἀπόστολος Βαρνάβας», Λυκωσία 1977, σελ. 3.
7 Ἀπολογητικός περί τῆς εἰς τόν Πόντον φυγῆς, Β΄, ΕΠΕ, 1, 94.
8 Ἐξ. 33, 11.
9 Ἀρ. 27, 18 -20.
10 Γ΄ Βασ. 19, 21.
11 Αὐτήν τή θεϊκή στοργή ἐκφράζει ὁ προφητάναξ Δαυΐδ στό στίχο 102, 13 τοῦ ἱεροῦ Ψαλτηρίου του: «καθώς οἰκτίρει πατήρ υἱούς, οἰκτίρισε Κύριος τούς φοβουμένους αὐτόν». 
12 Ἰω. 20, 21 
13 Ἰω. 10, 30.
14 Ἠσ. 9, 6.
15 Βλ. Κ. Σκουτέρη, Ἡ ἔννοια τῶν ὅρων «θεολογία», «θεολογεῖν», «θεολόγος», ἐν τῇ διδασκαλίᾳ τῶν Ἑλλήνων Πατέρων καί ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων μέχρι καί τῶν Καππαδοκῶν, Ἀθήνα 1972, σελ. 160.
16 Ματθ. 23, 9.
17 Μάρκ. 10, 24.
18 Ἰω. 13, 33.
19 Α΄ Κορ. 4, 15.
20 Γαλ., 4, 19.
21 Πρός Φιλ. 10. 
22 Πρός Φιλ. 12.
23 Βλ. ἐπισκόπου Σοφιανοῦ CHEORGHE PATRUNJEL, «Ἡ πνευματική πατρότητα κατά τόν Μέγα Βασίλειο» (Διδακτορική Διατριβή), Θεσσαλονίκη 2009, σελ. 33
24 Β΄ Κορ., 5, 17.
25 Εἰς τήν Θ. Λειτουργίαν, λη΄, MPG. 150, 452 C.
26 Βλ. ἀρχιμ. Νικοδήμου Σκρέττα, «Ἡ Θεία Εὐχαριστία καί τά προνόμοια τῆς Κυριακῆς κατά τή διδασκαλία τῶν Κολλυβάδων», ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 602.
27 Περί τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, λόγος Δ΄.
28 Γρηγορίου Νύσσης, Λόγος Ἀντιρρητικός εἰς τήν Εὐνομίου ἔκθεσιν, ΒΕΠΕΣ, 68, 138.
29 Βλ. Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Πρός Θαλάσσιον, περί διαφόρων ἀπόρων, MPG. 90, 644 BC: «Ὅτι τήν εἰς τό μή ὄν ἀπογέννεσιν δέξασθαι τήν τῶν γεγονότων φύσιν προσδοκῶν ὁ διάβολος, ἠγωνίσατο τῆς θείας ἐντολῆς παραβάτην δεῖξαι τόν ἄνθρωπον». Βλ. Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Πρός Θαλάσσιον, περί διαφόρων ἀπόρων, MPG. 90, 644 BC.
30 Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, MPG., 35,432 Β.
31 MPG. 64, 14.
32 Βλ. «Ἁμαρτία», εἰς ΘΗΕ, 2, 250.
33 Περί τῶν δύο ἐν Χριστῷ θελημάτων, Κατά Μανιχαίων, MPG. 54, 1589C
34 Βλ. Ὁμιλία «Ὅτι οὐκ ἔστι αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός», 8, ΒΕΠ., 54, 96. 
35 Γρηγορίου Θεολόγου, Ἀντιρρητικός εἰς τήν Εὐνομίου ἔκθεσιν, ΒΕΠΕΣ, 68, 138, Πρβλ. Ἀθανασίου Ἀγγελοπούλου, Ἡ ἁμαρτία, Ἀθήνα 2002, σελ. 18.
36 Α΄ Καθολ. ἐπιστ. Ἰω., 3, 9. 
37 Βλ. Ἰω. Δαμασκηνοῦ: «Πᾶν γάρ τό κτιστόν καί τρεπτόν, μόνον δέ τό ἄκτιστον ἄτρεπτον, καί πᾶν λογικόν αὐτεξούσιον», Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, Κείμενο, μετάφραση, εἰσαγωγή, σχόλια Ν, Ματσούκα, σελ. 100
38 Ἠθικά Νικομάχεια, III,(ΙΙΙ, 3b).
39 Ὑπόμνημα εἰς τούς Ψαλμούς, ΒΕΠ, 45, 351., ὅπου π. Ἀθ. Ἀγγελοπούλου, Ἡ ἁμαρτία, σελ. 26.
40 Διδύμου Ἀλεξανδρέως, Ὑπόμνημα εἰς τούς Ψαλμούς, ΒΕΠ, 45,33.
41 Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Ἑρμηνεία στήν πρός Ρωμαίους, MPG. 74, 789 Α.
42 MPG, 51, 354, Περί τοῦ μή δημοσιεύειν τά ἁμαρτήματα.
43 Στήν μνημονευθεῖσα περισπούδαστη μελέτη τοῦ καθηγητοῦ Δ. Τσελλεγγίδη, ὑπάρχουν πολλά στοιχεία περί ὅλων αὐτῶν καί λεπτομέρειες σημαντικές. 
44 Σέ μία ἄλλη μελέτη μας γίνεται λόγος διεξοδικά σχετικά μέ τήν κακόδοξη αὐτή θεωρία καί τήν ἀναίρεσή της ἀπό τήν Πατερική, ὀρθόδοξη Διδασκαλία. 
45 Βλ. Δ.Τσελεγγίδη ἀναφερόμενο ἔργο, «Ἡ ἱκανοποίηση τῆς θείας δικαιοσύνης κατά τόν Ἄνσελμο Καντεμβουρίας», σελ. 49.
46 ὅπου π. σελ. 55-56.
47 ὅπου π. σελ. 118.
48 MPG., 61, 478, ( Ὁμλία ΙΑ΄, Εἰς Β΄ Κορινθίους).
49 Σέ κάποια συγγράμματα θεολόγων καί ἱεροκηρύκων τοῦ περασμένου αἰῶνος, ἡ κακόδοξη θεωρία τῆς «ἱκανοποιήσεως», ὅπως λ.χ. στοῦ π. Κωνσταντίνου Καλλινίκου ἀλλά καί στο σπουδαιότατο κατά τα ἄλλα σύγγραμμα τοῦ μεγάλου καί ἐξόχου Κεφαλονήτου ἱεροκήρυκος Ἡλία Μηνιάτη «Διδαχαί καί λόγοι» (στίς ὁμιλίες του στή Μ. Παρασκευή). Ἀλλά καί τό ἔργο τοῦ γνωστοῦ ἀρχιμανδρίτου - ἱεροκήρυκος π. Εὐσεβίου Ματθοπούλου «Ὁ προορισμός τοῦ ἀνθρώπου», ὄχι ἁπλῶς περιέχει, ἀλλά κυριολεκτικά βρίθει ἀπό τήν θεωρία αὐτή, ἡ ὁποῖα καί μετεδόθη μέσῳ τῆς μεγάλης κυκλοφορήσεώς του παρά τῶν θρησκευτικῶν Ὀργανώσεων… Φυσικά δέν ἀποδίδουμε κακή πρόθεση στούς ἀνωτέρω συγγραφεῖς, οἱ ὁποῖοι παρεσύρθησαν εἴτε ἀπό ἄγνοια τῆς πατερικῆς Θεολογίας (δέν ὑπῆρχαν καί οἱ ἐκδόσεις τῶν Πατερικῶν κειμένων πού ὑπάρχουν σήμερα), εἴτε ἀπο τό πνεῦμα τῆς ἐποχῆς, ἀφοῦ ὅπως ὀρθά ἔχει διατυπωθεῖ «ἡ Τουρκοκρατία προσέφερε τό κατάλληλο κλίμα γιά τήν δυνατότητα εἰσαγωγῆς τῆς «περί ἱκανοποιήσεως» διδασκαλίας στήν Ἀνατολή». (βλ. πρωτ. Γ. Μεταλληνοῦ, Λόγος ὡς ἀντίλογος, ἐκδ. Ἀρμός, σελ. 86). 
Ὡστόσο, κάποιοι ἔγραψαν ( ὅπως λ.χ. ὁ καθηγητής Χρ. Γιανναρᾶς) ὅτι στό «Ἐξομολογητάριο» τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου ὑπάρχει ἀρκετή δυτική ἐπιροή καί ταύτιση μέ τήν ἐν λόγῳ θεωρία τῆς «ἱκανοποιήσεως». Ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι μπορεῖ ὄντως νά ἐντοπίζεται λεκτικά/φραστικά ἕνας ἐπηρεασμός λόγῳ ἱστορικῶν συνθηκῶν τῆς ἐποχῆς, πλήν ὅμως, ὁ ὀρθοδοξότατος ἅγιος Νικόδημος καί δεινός Πατερικός Θεολόγος, πολύ ἀπεῖχε ἀπό τίς δογματικές παραχαράξεις καί ἀλλοτριώσεις τῶν παπικῶν! Οὔτε ἐγκλωβίστηκε ἐγνωσμένα στό δικανικό πνεῦμα! Καί αὐτό φαίνεται «ἡλίου φαεινότερον», ἀπό τό γεγονός ὅτι ὁ πεφωτισμένος Νικόδημος ὁμιλεῖ γιά «ἰατρεία» τῆς ψυχῆς μέσῳ τοῦ κανόνος (βλ. «Ἐξομολογητάριον», σελ. 254), γιά νοερά προσευχή καί γιά ἄσκηση τοῦ πιστοῦ, μέσα σέ πλαίσια θεραπευτικά καί ὄχι δικανικά –σχολαστικά. (Περί ἰατρείας, ἐπίσης, κάνει λόγο ὁ ἱερός Νικόδημος, καί στήν ἑρμηνεία του στόν ρβ΄ Κανόνα τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου). Ὡς «ἱκανοποίηση» δέ, ὁ Ὅσιος δέχεται τόν κανόνα πού πρέπει νά ἐπιβάλλει ὁ πνευματικός πατήρ, ὡς ἄσκησιν μετανοίας τοῦ ἁμαρτωλοῦ, καί μάλιστα κανόνα διττόν, καί σωματικόν καί πνευματικόν (ὅπου π. «Ἐξομολογητάριον», σελ. 79). Σημαντικά περί τῆς ἐν λόγῳ θεωρίας τῆς «ἱκανοποιήσεως» καταθέττει καί ὁ καθηγητής καί πρωτοπρεσβύτερος, π. Βασίλειος Καλλιακμάνης στό κείμενό του μέ θέμα: «Ἡ διδασκαλία περί ἱκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης στη Νεοελληνική Θεολογία», στό βιβλίο του Θεολογικά ρεύματα στήν Τουρκοκρατία,σελ. 273 
50 ΕΠΕ, 7, 87.
51 ΕΠΕ, 31, 497.
52 Βλ. Π. Νέλλα, «Ζῶον θεούμενον», ἐκδ. Περιοδικοῦ «Σύναξη», Ἀθήνα 1981, σελ.210.
53 Βλ. Ἠλία Μηνιάτη, «Διδαχαί καί λόγοι», σελ. 224 -225.
54 Ἁγίου Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, Κατήχησις Φωτιζομένων Β΄.
55 Βλ. Ἀγγελόπουλου Ἰω, Ἡ Μετάνοια, Ἀθήνα 1998, σελ. 339.
56 Ἀναστασίου Σιναΐτου, Ἐρώτησις ΣΤ΄, MPG. 89, 373 C.
57 Πρακτικά Α΄Συμποσίου Ποιμαντικῆς Ψυχολογίας καί Ἐξομολογητικῆς, εἰσήγηση καθηγητοῦ Ἰ. Κορναράκη, ἐκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1981, σελ. 29.
58 ὅπου π. σελ. 30.
59 MPG. 51, 144, Λόγος περί τῶν λέξεων «Σαῦλε, Σαῦλε…».
60 Βλ. Συγχωρητική εὐχή Β΄ Εἰς τήν Ἐξόδιον Ἀκολουθίαν, «Δέσποτα Κύριε…»
61 «Κατά τήν ποιότητα τοῦ προσώπου», ὅπως χαρακτηριστικά ἀναφέρει ὁ Ἰωάννης ὁ Νηστευτής.
62 Βλ. τά εἰδικά Κεφάλαια στό Ἐξομολογητάριον.
63 ὅπου π. Πρακτικά Συμποσίου, εἰσήγηση καθηγητοῦ Ἰ. Κορναράκη, σελ. 125.
64 ὅπου π. σελ. 23.
65 Σήμερα, ὑπάρχει στίς θεολογικές σχολές καί ὁ κλάδος τῆς λεγομένης «Ποιμαντικῆς Ψυχολογίας», ἡ ὁποία ἀποτελεῖ μιά ἐξειδικευμένη προσπάθεια γιά τούς συγχρόνους κληρικούς καί ὁ κλάδος αὐτός λειτουργεῖ «στά πλαίσια τῆς ἀναγκαιότητος τῆς συμβολῆς τοῦ ἀνθρωπίνου παράγοντος στό ἔργο τῆς πνευματικῆς ὁλοκληρώσεως καί σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου». Ἰω. Κορναράκη, Ἐγχειρίδιον Ποιμαντικῆς Ψυχολογίας, τεῦχος Α΄, ἐκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1980, σελ. 202.
66 Βλ. Σπ. Τσιτσίγκου, ἄρθρο, Σχέσεις Ποιμαντικῆς καί Ψυχοθεραπείας, μέ ἀφορμή τήν εἰδική ἔκδοση τοῦ JOYRNAL OF PSYCHOLOGY & THEOLOGY, 31/1/2003. Στό συγκεκριμένο ἄρθρο του ὀ καθηγητής – διδάκτωρ Θεολογίας καί Ψυχολογίας, κ. Σπ. Τσιστίγκος, ἐπισημαίνει ἐπίσης μεταξύ ἄλλων, ὅτι οἱ πνευματικοί πατέρες –ποιμένες, δέν στηρίζοουν τή θεραπεία ἁπλά στή «συνειδητοποίηση» τῶν συγκρούσεων τοῦ «ἀσθενῆ», ἀλλά στήν ἐνδυνάμωση τῆς σχέσης του μέ τόν Θεό. 
67 Βλ. π. Ἀδαμαντίου Αὐγουστίδη, Ποιμένας καί θεραπευτής, ἐκδ. Ἀκρίτας, σελ. 95.
68 Σέ καμία περίπτωση, βεβαίως, δέν ἐννοοῦμε ὅτι δέν θεραπεύει τή νόσο τῆς ἁμαρτίας ἐν Χριστῷ καί ἕνας ἁπλός, ὀλιγογράμματος, ἀλλά ὀρθόδοξος καί ἐνάρετος πνευματικός πατέρας! Συμβάλλει, ὅμως, ἐπικουρικῶς καί ἡ θύραθεν γνώση, ὅπως δι᾿ ὁλίγων καταδείξαμε, κυρίως στήν ἐποχή μας καί συνεργεῖ στήν ἀρτιότερη ἀνίχνευση, ποιμαντικῶς, τῶν διαφόρων ἐσωτερικῶν λειτουργιῶν, ὅπως ἐλέχθη.
69 Στούς πρώτους χριστιανικούς χρόνους, ἡ ἐξομολόγηση γινόταν φανερά, μέσα στήν Ἐκκλησία, ἐνώπιον παντός τοῦ λαοῦ. Ἀργότερα, καί μέ τή συμβολή τοῦ Μ. Βασιλείου, καθιερώθη ἡ μυστική ἐξομολόγηση στόν πνευματικό πατέρα -ἐξομολόγο καί ἀτόνισε ὁ θεσμός τοῦ «ἐπί μετανοίας πρεσβυτέρου», πού μέχρι τότε ἴσχυε στήν Ἐκκλησία. Βλ. Σωκράτους, Ἐκκλησιαστική ἱστορία, 5, 19, MPG. 67, 613 Α -616 Α καί 617 Α.
70 Ἐδῶ πρέπει νά σημειώσουμε, ὅτι ὑπάρχει κακή ὑπακοή καί καλή καί ἁγία παρακοή. Ὄταν πρόκειται γιά ζητήματα Πίστεως καί ὁ προεστώς (Γέροντας, ἤ ἐπίσκοπος, ἤ Ἀρχιεπίσκοπος, ἤ ἀκόμη καί Πατριάρχης) σφάλλει ἐνσυνειδήτως καί ἀμετανοήτως καί ἀπαιτεῖ ὑπακοή ἀπό τούς ὑπ᾿ αὐτόν, τότε, ἐπιβάλλεται ἡ κατά Θεόν παρακοή, ὅπως ἔπραξαν οἱ Ἅγιοί μας στίς περιπτώσεις αὐτές. Βλ. πρωτ. Θεοδώρου Ζήση, Κακή ὑπακοή καί ἁγία ἀνυπακοή, ἐκδ. «Βρυέννιος», Θεσσαλονίκη 2006. Ἐπίσης, ἡ παρακοή ἐπιβάλλεται καί σέ ζητήματα πού ἅπτονται ἠθικῆς.
71 Βλ. ἀρχιμ. Γ. Καψάνη, Ὀρθόδοξος Μοναχισμός καί Ἅγιον Ὄρος, ἐκδ. Ἱερά μονή Γρηγορίου, Ἅγιον Ὄρος, 1998, σελ. 107 -108.
72 Ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, Κατηχήσεις, Κ΄, Ἔργα, τόμ. Γ΄, σελ. 30.
73 Εἰς τόν Μέγαν Ἀθανάσιον, ΕΠΕ, 6, 95, μετάφρ.
74 Βλ. πρωτοπρ. Ἀθ. Γκίκα, Ὁ Πνευματικός καί τό μυστήριο τῆς Μετανοίας, ἐκδ. Μυγδονία, σελ. 65.
75 Λόγος Β΄, Ἀπολογητικός περί τῆς εἰς τόν Πόντον φυγῆς, ΕΠΕ, 1, 91, μετφρ. 
76 Πρακτικά Α΄ Συμποσίου Ποιμαντικῆς Ψυχολογίας καί Ἐξομολογητικῆς, Ἐπιμέλεια Ἰ.Κορναράκης - Ἀλ. Σταυρόπουλος, ἐκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1981,σελ. 26 -27.
77 Βλ. «Ἐξομολογητάριον», ἐκδ. «Ἅγιος Νικόδημος», Ἀθήνα, σελ. 13 - 14.
78 Βλ. «Πηδάλιον», ἐκδ. Ἀστέρος, σελ. 311.
79 ὅπου π.
80 Βλ. «Ἐξομολογητάριον», σελ. 19 - 20
81 Βλ. «Πηδάλιον», σελ. 312.
82 Ἁγίου Νεκταρίου, Μάθημα Ποιμαντικῆς, σελ. 162.
83 Πρός Τιμ. Α΄, «Ἔλεγξον, ἐπιτίμησον, παρακέλεσον».
84 MPG. 91, 604 D, μετάφραση π. Νικολάου Λουδοβίκου, καθηγητοῦ Θεολογίας, ἀπό τό βιβλίο του, Ἡ Εὐχαριστιακή Ὀντολογία, ἐκδ. Δόμος, Ἀθήνα 1992, σελ. 77.
85 Βλ. Ἁγίου Ἰω. Σιναΐτου, «Κλῖμαξ», ἔκδοση ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου.
86 Ὑπάρχουν καί κάποιες, ὁλίγες ἐξαιρέσεις μοναχῶν πού κατά τήν κουρά τους δέν ἄλλαξε τό ὄνομα, ἀλλά παρέμεινε τό βαπτιστικό, ἀλλ᾿ ὅμως ἄλλαξε ὁπωσδήποτε ἡ ζωή τοῦ ἀφιερωμένου πλέον στόν Χριστό μοναχοῦ.
87 Βλ. Δ΄ Κανόνα τῆς Δ΄ Οίκουμενικῆς Συνόδου κ.ἄ. 
88 Βλ. π. Θ. Ζήση, «Μοναχισμός», ἐκδ. Βρυέννιος, σελ. 36
89 Μεγάλου Βασιλείου, Ἀσκητικαί διατάξεις, 22, 4, MPG. 31, 1409Α
90 Βλ. Θεοκλήτου μοναχοῦ, Διονυσιάτου, Ἀθωνικά ἄνθη, τόμος Α΄, ἐκδ. «Ἀστήρ» (β΄), Ἀθήνα 1993, σελ. 15.
91 Ἡ πρακτική αὐτή τῆς καθημερινῆς ἐξαγορεύσεως τῶν μοναχῶν, τῶν ἐπιδιωκόντων τήν κάθαρσή τους μέ μεγαλύτερη ἐπιμέλεια, δέν συναντᾶται μόνο στό Ἅγιον Ὄρος, ἀλλά εἶναι ἀρχαιοτάτη συνήθεια γιά τούς μοναχούς καί αὐτό μᾶς το διασώζει ὁ ἀναμορφωτής τοῦ μοναχικοῦ βίου Μ. Βασίλειος, ὁ ὁποῖος γράφει ὅτι ὁ μοναχός εὐχαριστεῖ τόν Θεό, προσεύχεται καί ἐξομολογεῖται καθημερινῶς κάθε ἁμάρτημα, «εἴτε ἐκούσιον εἴτε ἀκούσιον εἴτε που καί λανθάνον πλημέλημμα γέγονεν, ἤ ἐν ρήμασιν, ἤ ἐν ἔργοις, ἤ κατ᾿ αὐτήν τήν καρδίαν..», βλ. Ὅροι κατά Πλάτος, 37, 4, MPG. 31, 1016 Α. 
92 Ἰεζεκ. λδ΄, 16.
93 Βλ. «Σύγχρονες Ἁγιορείτικες μορφές», ἐκδ. ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου Ὠρωποῦ Ἀττικῆς.
94 Τό ἀνωτέρω περιστατικό ἀναφέρεται στίς «Σύγχρονες Ἁγιορείτικες μορφές», Σάββας ὁ Πνευματικός, σελ. 55 - 57
95 Θεοκλήτου μοναχοῦ, ὅπου π. , Ἀθωνικά ἄνθη, τόμ. Α΄, σελ. 25.
96 Βλ. πρωτ. Βασιλείου Καλλιακμάνη, Ὁ ἐκκλησιολογικός χαρακτῆρας τῆς ποιμαντικῆς, ἐκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 186.
97 Ἔχουμε δεῖ καί ἔχουμε ἀκούσει ἀνθρώπους, παθολογικά καί προσωπολατρικά προσκολλημένους σέ τέτοιους «ἁγίους» γεροντάδες, νά χωρίζουν τούς ἀνθρώπους σέ «ἡμετέρους» καί ξένους καί νά λέγουν λ.χ. «δέν μιλῶ μέ τόν δεῖνα, διότι ἔφυγε ἀπό τόν γέροντά μας καί πῆγε σέ ἄλλον πνευματικό» κ.ἄ. Αὐτές τίς σφόδρα νοσηρές καταστάσεις, τίς ἀνέχονται, τίς ἐκμεταλεύονται, ἀκόμη δέ, σέ κάποιες περιπτώσεις, τίς καλλιεργοῦν καί τίς συντηροῦν οἱ ἴδιοι οἱ δῆθεν περίφημοι γέροντες, ἱκανοποιώντας τόν ὑπέρμετρο ἐγωϊσμό ἀλλά καί ναρκισσισμό τους καί σπέρνοντας τή διχόνοια μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, πράγμα ἐγκληματικό καί ἀντιχριστιανικό… Ὅμως, αὐτό καί μόνο, ἀποτελεῖ δείκτη καί σημεῖο γιά νά καταλάβει ἕνας ἔμπειρος ἄνθρωπος τήν κίβδηλο πνευματικότητα τῶν ἀνωτέρω γερόντων πού ἔχουν πληγώσει πολλές ψυχές καί ἔγιναν αἰτία μεγάλου σκανδαλισμοῦ… 
98 Βλ. Ἁγίου Συμεών Νέου Θεολόγου, Ἅπαντα, ἐκδ. Ρηγοπούλου, λόγος ΔΕΚΑΤΟΣ ΠΡΩΤΟΣ, σελ. 71.
99 Βλ. MPG. 44, 1005 A. Πρβλ. τόν σχετικό ὕμνο, ψαλλόμενο κατά τή Βάπτιση: «Ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε».
100 Βλ. Ὀρθόδοξης καί Δυτικῆς σωτηριολογίας, Περιοδικό Ἅγιος Σπυρίδων, σελ. 23. 
101 Θεοχάρη Παπαβησσαρίωνος, Σχεδίασμα ἐννοιῶν…, ὅπου π.
102 Μ. Ἀθανασίου, Λόγος περί Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου, 54, MPG. 25, 192 B. 
103 Βλ. Σοφιανοῦ CHEORGHE PATRUNJEL, «Ἡ πνευματική πατρότητα κατά τόν Μέγα Βασίλειο»,σελ. 45
104 Ἁγίου Συμεών Νέου Θεολόγου, Κατήχησις ΚΗ΄. 

_____________________________________________________________________
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ (ΚΑΤ᾿ ΕΠΙΛΟΓΗΝ)

1)ΠΗΓΕΣ

Ἀγαπίου ἱερομ. καί Νικοδήμου Ἁγιορείτου, «Πηδάλιον», ἐκδ. «Ἀστήρ», 1982.

Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Ἀσκητικαί διατάξεις, 22, 4, MPG. 31.

-Ὅροι κατά Πλάτος, 37, 4, MPG. 31.

-Ὁμιλία «Ὅτι οὐκ ἔστι αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός», 8, ΒΕΠ., 54, 96. 

Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Εἰς τόν Μέγαν Ἀθανάσιον, ΕΠΕ, 6, 41.

- Ἀπολογητικός περί τῆς εἰς τόν Πόντον φυγῆς, Β΄, ΕΠΕ, 1, 74

-Ἀντιρρητικός εἰς τήν Εὐνομίου ἔκθεσιν, ΒΕΠΕΣ, 68, 138.

Γρηγορίου Νύσσης, Λόγος Ἀντιρρητικός εἰς τήν Εὐνομίου ἔκθεσιν, ΒΕΠΕΣ, 68, 138.

Διδύμου Ἀλεξανδρέως, Ὑπόμνημα εἰς τούς Ψαλμούς, ΒΕΠ, 45,33.

Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, Κείμενο, μετάφραση, εἰσαγωγή, σχόλια, Ν. Ματσούκα.

Καβάσιλα Ν., Εἰς τήν Θ. Λειτουργίαν, MPG. 150.

Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Ἑρμηνεία στήν πρός Ρωμαίους, MPG. 74, 789

Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, Κατήχησις Φωτιζομένων Β΄, ΕΠΕ, Ἅπαντα Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, 1, Κείμενο, μετάφραση, σχόλια, Παν. Παπαευαγγέλου. 

Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Πρός Θαλάσσιον, περί διαφόρων ἀπόρων, MPG. 90.

Νικοδήμου Ἀγιορείτου, Ἐξομολογητάριον, ἐκδ. «Ἅγιος Νικόδημος».

Συμεών Νέου Θεολόγου, Λόγος ΔΕΚΑΤΟΣ ΠΡΩΤΟΣ, στά Ἅπαντα, ἐκδ. Ρηγοπούλου, λόγος ΔΕΚΑΤΟΣ ΠΡΩΤΟΣ.

Σωκράτους, Ἐκκλησιαστική ἱστορία, 5, 19, MPG. 67

Χρυσοστόμου Ἰω., Περί τοῦ μή δημοσιεύειν τά ἁμαρτήματα, MPG., 51, 354.

- Ὁμιλία ΙΑ΄, Εἰς Β΄ Κορινθίους, MPG. 61, 478.

2) ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ

Ἀγγελόπουλου Ἀθανασίου, Ἡ ἁμαρτία, Ἀθήνα 2002.

Ἀγγελόπουλου Ἰωάννου, Ἡ Μετάνοια, Ἀθήνα 1998.

Αὐγουστίδη Ἀδαμαντίου (πρωτοπρ.), Ποιμένας καί θεραπευτής, ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 1999.

Γκίκα Ἀθ. (πρωτοπρ.), Ὁ πνευματικός καί τό μυστήριο τῆς Μετανοίας, ἐκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2005.

Ζήση Θεοδώρου (πρωτοπρ.), Μοναχισμός, ἐκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 1998.

Θεοκλήτου μοναχοῦ, Διονυσιάτου, Ἀθωνικά ἄνθη, τόμος Α΄, ἐκδ. «Ἀστήρ»(β΄), Ἀθήνα, 1993. 

Καλλιακμάνη Βασ. (πρωτοπρ.), Ὁ ἐκκλησιολογικός χαρακτῆρας τῆς ποιμαντικῆς, ἐκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2005.

-Θεολογικά ρεύματα στήν Τουρκοκρατία, «Ἡ διδασκαλία περί ἱκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης στή Νεοελληνική Θεολογία», ἐκδ. Πουρναρᾶ, 2009.

Καψάνη Γ. (ἀρχιμ. - Καθηγουμένου), Ὀρθόδοξος Μοναχισμός καί Ἅγιον Ὄρος, ἐκδ. Ἱερά μονή Γρηγορίου, Ἅγιον Ὄρος, 1998.

Κορναράκη Ἰω., Ἐγχειρίδιον Ποιμαντικῆς Ψυχολογίας, τεῦχος Α΄, ἐκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1980.

Λουδοβίκου Ν. (πρωτοπρ.), Ἡ Εὐχαριστιακή Ὀντολογία, ἐκδ. Δόμος, Ἀθήνα 1992.

Μεταλληνοῦ Γ. (πρωτοπρ.), Ὁ ἱερεύς ὡς ἐξομολόγος, Ἀνάτυπον ἐκ τοῦ περιοδικοῦ «Ἀπόστολος Βαρνάβας», Λυκωσία 1977.

Μηνιάτη Ἡλία, Διδαχαί καί λόγοι, ἐκδ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1969.

Νέλλα Παναγιώτη, Ζῶον θεούμενον, ἐκδ. Περιοδικοῦ «Σύναξη», Ἀθήνα 1981..

Patrunel Gheorghe Σοφιανοῦ, Ἡ πνευματική πατρότητα κατά τόν Μέγα Βασίλειο, διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη 2009.

Τσιτσίγκου Σπ., (Ἄρθρο), Σχέσεις Ποιμαντικῆς καί Ψυχοθεραπείας, μέ ἀφορμή τήν εἰδική ἔκδοση τοῦ JOYRNAL OF PSYCHOLOGY & THEOLOGY, 31/1/2003.

Σκουτέρη Κ., Ἡ ἔννοια τῶν ὅρων «θεολογία», «θεολογεῖν», «θεολόγος», ἐν τῇ διδασκαλίᾳ τῶν Ἑλλήνων Πατέρων καί ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων μέχρι καί τῶν Καππαδοκῶν, Ἀθήνα 1972.

Σκρέττα Νικοδ. (ἀρχιμ.), Ἡ Θεία Εὐχαριστία καί τά προνόμοια τῆς Κυριακῆς κατά τή διδασκαλία τῶν Κολλυβάδων, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2004.



ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ



Ἡμε ρο λο για κόν λύ χνι σμα, Βό λος 1997.

Ἡ θε ο λο γί α τῆς πέ ραν τοῦ τά φου ζωῆς, Βό λος 2006.

Τρεῖς γί γα ντες τοῦ Πνεύ μα τος, Ἀθήνα 2007.

«Καί ἔπνευ σαν οἱ ἄνε μοι», Βόλος 2008.

Σύν πᾶσι τοῖς Ἁγίοις. Ἀνα γνω ρί σεις Ἁγί ων - Ἀμφι σβητή σεις, Βό λος 2009.

Ὁ ἅγιος Γρη γό ριος ὁ Πα λαμᾶς καί ἡ δι δα σκα λί α του, Βό λος 2009.

«Σάλ πιγ ξ θε ό φθογ γος» ( Ὁ ἅγιος Νι κό δη μος Ἁγιο ρεί της), Βό λος 2010.

«Τό μό νον και νόν ὑπό τόν ἥλιον», Βό λος 2011.

«Βασιλεία Θεοῦ καί Αἰώνια Κόλαση», Ἀθήνα 2012. 

«Τό πρωτόκτιστον κάλλος», Ἀθήνα 2013

Μελέτες καί ἄρθρα.

Δευτέρα 18 Αυγούστου 2014

«ΕΠΙ ΤΟΥ ΟΡΟΥΣ ΜΕΤΕΜΟΡΦΩΘΗΣ» (π. Νικηφόρου Νάσσου)

Η ΦΩΤΟΦΟΡΟΣ ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ

ΚΑΙ ΤΑ ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ ΤΗΣ ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ 


Picture


ὑπό π. Νικηφόρου Νάσσου 


«Δεῦτέ μοι πείθεσθε λαοί, ἀναβάντες εἰς τὸ ὄρος τὸ Ἅγιον, τὸ ἐπουράνιον, ἀΰλως στῶμεν ἐν πόλει ζῶντος Θεοῦ, καὶ ἐποπτεύσωμεν νοῒ Θεότητα ἄϋλον, Πατρὸς καὶ Πνεύματος, ἐν Υἱῷ μονογενεῖ ἀπαστράπτουσαν». 1

 Ἡ Μεγάλη Δεσποτική Ἑορτή τῆς Θείας Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου στό Ὄρος Θαβώρ εἶναι μιά ἑορτή Φωτός καί Χάριτος, μιά φαεσφόρος Πανήγυρις πνευματική! Εἶναι κυρίως μιά θεολογική Ἑορτή, χαρμόσυνη καί λαμπροτάτη, ἡ ὁποία «μεθᾶ νηφαλίως» καί πλημυρίζει φωτιστικῶς καί ἀπλέτως ὅσους τήν ἑορτάζουν μέ ἀγάπη καί μέθεξιν Θεοῦ. Περιλλάμπει δέ, ἡ Ἑορτή αὐτή μέ θεία Χάρη, ὅσους τήν προσεγγίζουν μέ ὑπαρξιακή ἀγωνία καί ἐπίμοχθη ἀναζήτηση τῆς Χάριτος πού αὐτή προχέει. Πολλά εἶναι τά θεολογικά μηνύματα πού ἐκπέμπει ἡ Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου, ἀφοῦ ἔχει κεντρική θέση στήν Ἐκκλησία καί στή Θεολογία. Ἐπιλεκτικῶς θά παρουσιάσουμε κάποια ἀπό αὐτά, στηρίζοντας τά γραφόμενα στήν ἁγιοπνευματική, πατερική ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας μας.

Ἡ ἐπί τοῦ Ὄρους Θαβώρ Φρικτή Μεταμόρφωση ὑπῆρξε ἡ πρώτη ἄμεσα αἰσθητή φανέρωση τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ κατά τήν ἐπίγειο ζωή Του. Ὁ μεγάλος δογματολόγος τῆς Ἐκκλησίας μας, ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός θά γράψει σχετικά: «Ὡράθη τά τοῖς ἀνθρώποις ἀθέατα ὄμμασι, σῶμα γήινον θείαν ἀπαυγάζον λαμπρότητα, σῶμα θνητόν δόξαν ἀπαυγάζον θεότητος».2 Κατά τήν Μεταμόρφωση, ὁ Θεάνθρωπος Σωτῆρας τοῦ κόσμου ὁ Χριστός φανερώνει μέσα ἀπό τήν ἀνθρώπινη φύση Του τήν ἄκτιστη Δόξα τῆς θεότητός Του. Ταυτόχρονα προσλαμβάνει στήν ἄκτιστη θεϊκή δόξα τούς ἀνθρώπους πού τόν περιβάλλουν3. Ὁ Κύριος μέ τήν θεία Του Μεταμόρφωση ἐνισχύει τούς Μαθητές πρό τοῦ Πάθους Του ὅπως ψάλλει ἡ Ἐκκλησία στό Κοντάκιον τῆς Ἑορτῆς. Οἱ Μαθητές χρειάζονταν τήν ἐνίσχυση αὐτή, γιά νά ἀντιμετωπίσουν τόν Σταυρό τοῦ Διδασκάλου τους, ὅπως καί τόν δικό τους σταυρό ἀργότερα, χάριν τοῦ Ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ.

Κατ᾿ ἐκείνη τήν ἀνεπανάληπτη ἡμέρα, οἱ πρόκριτοι τῶν Μαθητῶν ἀξιώθηκαν νά δοῦν τό μοναδικό γεγονός τῆς ἀνατολῆς δύο ἡλίων, τοῦ αἰσθητοῦ καί τοῦ νοητοῦ, ὅπως τό παρουσιάζει ποιητικά ἡ Ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἕνα τροπάριο τοῦ Κανόνος τῆς Ἑορτῆς κάνει λόγο γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς τό γεγονός: «Ὡς μέγα καί φοβερόν, ὡράθη θέαμα σήμερον, ἐξ οὐρανοῦ αἰσθητός, ἐκ γῆς δέ ἀσύγκριτος, ἐξήστραψεν ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, νοητός ἐπί τοῦ ὄρους Θαβώρ». Ἀναλύεται δέ θαυμάσια ὁ ὕμνος αὐτός ἀπό τόν ἅγιο Νικόδημος τόν Ἁγιορείτη στό περίφημο «Ἑορτοδόμιο». Εἶναι ἕνα βιβλίο ἑρμηνευτικό τῶν Κανόνων τῶν Δεσποτικῶν καί Θεομητορικῶν ἑορτῶν, στό ὁποῖο κενώνεται τό μέγα πέλαγος τῆς πολυμαθείας τοῦ Ἁγιορείτου Πατρός. Ὁ ἱερός Νικόδημος, στή θεολογική ἑρμηνεία του ἀναφέρεται στούς δύο ἡλίους πού ἀνέτειλαν τήν ἡμέρα ἐκείνη. Σημειώνει δέ ὅτι ὁ ἕνας ἥλιος εἶναι ὁ αἰσθητός ὁ ὁποῖος καθημερινά ἀνατέλλει στόν κόσμο ἀπό τόν οὐρανό καί ὁ ἄλλος εἶναι ὁ νοητός Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, ὁ Κύριος τῆς Δόξης, ὁ Ὁποῖος ἀνέτειλε ἀπό τή γῆ μέ τήν ἀπαστράπτουσα Δόξα τῆς θεότητός Του. Καί εἶναι γεγονός ὅτι τόν αἰσθητό ἥλιο ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τόν βλέπουν, ἐνῶ τόν νοητό, μόνον οἱ κεκαθαρμένοι, ὅπως διδάσκει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Ἡ θέα τοῦ νοητοῦ Ἡλίου τῆς δικαιοσύνης, Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ μιά μοναδική ὑπαρξιακή ἐμπειρία γιά τόν πηλοβάτη ἄνθρωπο, ἐμπειρία πού προϋποθέτει ἀγῶνα ἐπίπονο καί ἐπίμοχθο, καθαρότητα καί «ἄνοιγμα» τῆς καρδίας στήν ἄκτιστη Χάρη τοῦ Θεοῦ. Αὐτό μᾶς διαβεβαιοῦν ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι διά μέσου τῶν αἰώνων ἀξιώθηκαν νά δοῦν τήν «Δόξαν» καί νά μετάσχουν σ᾿ αὐτήν.

Στό Ὄρος Θαβώρ ἐκπληρώνεται ἡ προφητεία τοῦ Κυρίου μας στούς Μαθητές του, τήν ὁποία λίγες μέρες πρίν εἶχε ἐξαγγείλει σ᾿ αὐτούς. Τό ἀψευδές στόμα τοῦ Θεανθρώπου εἶπε ὅτι ὑπάρχουν κάποιοι ἀνάμεσά στούς Μαθητές, οἱ ὁποίοι δέν θά γευθοῦν θάνατο μέχρι νά δοῦν τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ νά ἔρχεται μέ δύναμη. «Ἀμήν λέγω ὑμῖν ὅτι εἰσί τινές τῶν ὧδε ἐστηκότων, οἵτινες οὐ μή γεύσωνται θανάτου ἕως ἄν ἴδωσι τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληληθεῖαν ἐν δυνάμει».4 Αὐτό πραγματοποιεῖται μετά ἀπό λίγο κατά τήν Μεταμόρφωση ὅπου φανερώνεται «ἐν δυνάμει» ἡ θεία Βασιλεία (ἄκτιστη Χάρη) τοῦ Θεοῦ. Αὐτό ἑρμηνεύουν πολλοί Πατέρες καί ἐκκλησιαστικοί συγγραφεῖς, λ.χ. Ἐφραίμ Σῦρος, Γρηγόριος Παλαμᾶς, Ζηγαβηνός κ.ἄ. Ὁ ἱερός Θεοφύλακτος ἐν προκειμένῳ γράφει: «Εἰσι τινές τῶν ὧδε ἐστηκότων…οἵτινες οὐ μή ἀποθάνωσιν, ἄχρις ἄν δείξω αὐτοῖς ἐν τῇ Μεταμορφώσει μετά ποίας δόξης μέλλω παραγενέσθαι ἐν τῇ δευτέρᾳ παρουσίᾳ. Οὐδέν γάρ ἕτερον ἡ Μεταμόρφωσις ἦν, ἀλλ᾿ ἤ τῆς δευτέρας παρουσίας προμήνυμα».5

Ἡ προφητεία αὐτή περί τῆς ἐλεύσεως τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τίθεται ἀπό τούς τρεῖς συνοπτικούς Εὐαγγελιστές, Μάρκο, Ματθαῖο καί Λουκᾶ ἀμέσως πρίν τήν διήγηση τῶν περί τῆς Μεταμορφώσεως. Γι᾿ αὐτό βλέπουμε στόν ἀμέσως ἑπόμενο εὐαγγελικό στίχο τοῦ κατά Μᾶρκον, ἀλλά καί στούς ἄλλους Εὐαγγελιστές, νά ἀναφέρεται ἔπειτα τό γεγονός τῆς Μεταμορφώσεως:«Καί μεθ᾿ ἡμέρας ἕξ παραλαμβάνει ὁ Ἰησοῦς τόν Πέτρον καί Ἰάκωβον καί Ἰωάννην καί ἀναφέρει αὐτούς εἰς ὄρος ὑψηλόν…».6 Ἐδῶ πρέπει νά διευκρινιστεῖ, ὅτι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ὡς ἄναρχη καί ἀτελεύτητη δέν περιορίζεται στό χρόνο, ἀλλά τόν ὑπερκαλύπτει καί τόν μεταμορφώνει. Δέν ἀρχίζει μετά τό τέλος τῆς ἱστορίας, ἀλλά ὑπάρχει ἤδη μέσα σ᾿ αὐτήν καί πάνω ἀπό αὐτήν, καί θά ἐξακολουθεῖ νά ὑπάρχει πέρα ἀπό αὐτήν.7

Κατά τήν θεία ἔνδοξο Μεταμόρφωση, ἐπίσης, ἔχουμε τήν ἐμφάνιση τῶν δύο Προφητῶν, Μωυσέως καί Ἠλία, ὡς ἐκπροσώπων τοῦ Νόμου καί τῶν Προφητῶν. Κοντά στούς «προκρίτους τῆς χάριτος»βρίσκονται καί οἱ «πρόκριτοι τοῦ νόμου» γιά νά φανεῖ ἀρίδηλα ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁἈρχηγός καί τό κέντρο τῶν δύο Διαθηκῶν, ὁ Κύριος τοῦ Νόμου καί τῆς Χάριτος καί νά δηλωθεῖ ἡ μυστική ἐνότητα τῶν δύο Διαθηκῶν, Παλαιᾶς καί Καινῆς. Ὑπάρχει καί μιά ἐκπληκτική διατύπωση τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ σέ ὁμιλία του στήν Μεταμόρφωση, περί συνδέσεως τῶν δύο Διαθηκῶν. Σήμερα, λέγει, στόν Παρθένο τῆς Νέας Διαθήκης, ὁ Παρθένος τῆς Παλαιᾶς εὐαγγελίζεται τόν Παρθένο Υἱό τῆς Παρθένου Μητέρας. Δηλαδή ὁ Ἠλίας εὐαγγελίζεται τόν Χριστό στόν Ἰωάννη. «Σήμερον τῷ παρθένῳ τῆς Νέας, ὁ παρθένος τῆς Παλαιᾶς, τόν ἐκ παρθένου παρθένον εὐαγγελίζεται Κύριον».8 Ἀξιοπρόσεκτο ἐπίσης εἶναι τό γεγονός ὅτι οἱ δύο μεγάλοι Προφῆτες πού ἐμφανίσθηκαν «ἐν δόξῃ» κατά τήν θεία Μεταμόρφωση καί συνομιλοῦσαν μέ τόν Κύριο εἶναι αὐτοί οἱ πνευματέμφοροι ἄνδρες πού εἶδαν στήν ἐπίγεια ζωή τους τήν Δόξα τοῦ Θεοῦ. Καί ὁ μέν Μωυσῆς, ἐπάνω στό Σινᾶ, ὅπως γνωρίζουμε ἀπό τή θεία Γραφή, εἰσῆλθε στόν γνόφο«οὐ ἤν ὁ Θεός».9 Ὁ δέ ἄλλος, ὁ εἰσέτι ζωντανός καί πύρινος Προφήτης Ἠλίας εἶδε τήν Δόξα τοῦ Θεοῦ στήν «φωνή αὔρας λεπτῆς».10 Θά μπορούσαμε ἀκόμη νά ὑπενθυμίσουμε πώς αὐτή ἡ παράδοξη ἐμφάνιση τῶν δύο Προφητῶν κατά τήν θεία Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου ἐπιβεβαιώνει περίτρανα τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας μας στήν μετά θάνατον ζωή. Ὁ Μωυσῆς εἶχε ζήσει περισσότερα ἀπό χίλια τριακόσια χρόνια πρίν ἀπό τήν Γέννηση τοῦ Κυρίου καί ὁ Ἠλίας πάνω ἀπό ὀκτακόσια. Καί ὅμως, ἐμφανίστηκαν ζωντανοί στό Θαβώρ, «συλλαλοῦντες τῷ Ἰησοῦ».11

Ὁ Μεταμορφωθείς Κύριος, ὁ Ὁποῖος εἶναι τό θεῖον Ἀρχέτυπο τοῦ ἀνθρώπου, ἐπάνω στό Θαβώρ ἀπεκάλυψε «τό ἀρχέτυπον κάλλος τῆς εἰκόνος»12 καί ἐφανέρωσε τήν θεϊκή Του Δόξα ἐνώπιον τῶν τριῶν προκρίτων Μαθητῶν. Οἱ Ἀπόστολοι τοῦ Κυρίου δέν μπόρεσαν νά ἀντέξουν αὐτή τήν ὑπερκόσμια ἐμπειρία, τήν ἀπαστράπτουσα θείαν λαμπρότητα καί ὅπως μᾶς δαβεβαιώνει ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος, «ἔπεσον ἐπὶ πρόσωπον αὐτῶν καὶ ἐφοβήθησαν σφόδρα».13

Αὐτή ἡ φανέρωση τῆς θεϊκῆς Δόξης εἶναι οὐσιαστικά φανέρωση «ἐν δυνάμει» τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Καί ἡ Βασιλεία συνδέεται πάντοτε μέ τόν Βασιλέα καί δέν μπορεῖ νά χωριστεῖ ἀπό αὐτόν. Ὅπου ὁ Βασιλεύς, ἐκεῖ καί ἡ Βασιλεία. Εἶναι πολύ σημαντικό νά κατανοηθεῖ ὅτι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, πού εἶδαν ἔκθαμβοι οἱ Μαθηταί τοῦ Κυρίου στό Θαβώρ ἦταν ἡ φανέρωση τῆς θεουργηθεῖσης ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ. Εἶδαν δηλαδή ἕνα ἤδη συντελεσμένο γεγονός. Δέν ἦρθε τότε κάτι πού δέν ὑπῆρχε προηγουμένως, ἀλλά φανερώθηκε αὐτό πού ὑπῆρχε καί θά ὑπάρχει πάντοτε. Ἡ φωτεινή ἐπιφάνεια στό ὄρος τῆς Μεταμορφώσεως ἀποτελεῖ μιά ἀποκαλυπτική ἐκδήλωση τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρωπίνου προσλήμματος. Καί εἶναι γεγονός ὅτι «ὅπως τό Ἄκτιστο Φῶς, πού φανερώθηκε κατά τήν Μεταμόρφωση στούς Μαθητές, ὑπῆρχε ἐξαρχῆς καί παραμένει αἰώνια στή θεανθρώπινη ὑπόσταση τοῦ Χριστοῦ, ἔτσι καί ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, πού ἦρθε στόν κόσμο μέ τόν Χριστό, φανερώνεται μερικές φορές στούς πιστούς, ὡς προανάκρουσμα τοῦ Μέλλοντος Αἰῶνος».14

Εἶναι γνωστόν ὅτι κατά τήν δογματική Διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως τήν ἐκφράζει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ἡ ἀνθρώπινη φύση ἐθεώθη ἀπό τήν ὑποστατική ἕνωση καί κοινωνία της μέ τόν Θεό Λόγο, ἡ ὁποία ἕνωση ἔλαβε χώρα τή στιγμή τῆς συλλήψεως τοῦ Χριστοῦ μέσα στήν ἡγιασμένη γαστέρα τῆς Παναγίας. Τότε ἀκριβῶς, ἡ θεότητα, σύμφωνα μέ τήν Δογματική, ἐθέωσετήν ἀνθρώπινη φύση. Καί κατά τήν Μεταμόρφωση στό Θαβώρ φανερώνεται στούς Μαθητές αὐτό ἀκριβῶς τό γεγονός, δηλαδή ἡ θεουργηθεῖσα ἀνθρώπινη φύση ἀπό τήν πρόσληψή της ἀπό τόν Θεό Λόγο.

Ἐπιπλέον, σημειώνεται ἡ θεολογική ἀλήθεια ὅτι κατά τήν Φρικτή Μεταμόρφωση τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, ἐπέλαμψε τό φῶς τῆς θεότητος, τό ὁποῖο ἐλάμπρυνε τήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Κυρίου, αὐτή ἡ ὁποία εἶναι ἡ πηγή τοῦ φωτός καί τῆς ἀκτίστου Χάριτος. Ὑπάρχει βεβαίως τό ἐρώτημα, πῶς μπόρεσαν, χοϊκά μάτια νά δοῦν τό φῶς, νά κατοπτεύσουν τά «ὑπέρ φύσιν»; Μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος μέ τούς σωματικούς ὀφθαλμούς νά δεῖ τό ἄκτιστο, τό αἰώνιο καί ἄχρονο, τό ἄπειρο καί ἀπερίγραπτο; Ἔχουμε ἐν προκειμένῳ τήν Πατερική, θεολογική ἀπάντηση. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὁμιλεῖ γιά «μετασκευή» τῶν ὀφθαλμῶν τῶν Μαθητῶν, ὥστε νά δοῦν τό φῶς, τό ὁποῖο, ὡς ἄκτιστο εἶναι κατ᾿ οὐσίαν διάφορο ἀπό κάθε κτιστό φῶς. Ὁ Ἁγιορείτης μεγάλος καί ἐμπειρικόςθεολόγος15 γράφει ὅτι οἱ τρεῖς Ἀπόστολοι, μέ μιά ἁγιοπνευματική ἐναλλαγή τῶν αἰσθήσεωνμπόρεσαν καί εἶδαν τό ἄκτιστο, Θαβώριο φῶς, τό ὁποῖο ὁ ἴδιος ἀποκαλεῖ «προοίμιον τῆς Βασιλείας». Οὔτε τό φῶς, λέγει, ἦταν αἰσθητό, οὔτε οἱ Μαθητές τό εἶδαν μέ αἰσθητούς ὀφθαλμούς, ἀλλά μέ ὀφθαλμούς πού εἶχαν πρωτίστως μετασκευαστεῖ μέ τή δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.«Οὐκοῦν, οὐδέ τό φῶς ἐκεῖνο αἰσθητόν, οὐδέ οἱ ὁρῶντες αἰσθητικοῖς ἁπλῶς ἑώρων ὀφθαλμοῖς, ἀλλά μετασκευασθεῖσι τῇ δυνάμει τοῦ θείου Πνεύματος. Ἐνηλλάγησαν οὖν, καί οὕτω τήν ἐναλλαγήν εἶδον».16 Ἔτσι, ὁ θεοφόρος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἔρχεται νά μᾶς διασαφίσει ὅτι ἡ θέα τοῦ Θεοῦ, ἡ κατόπτευση τοῦ ἀκτίστου φωτός τῆς Χάριτος εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἱκανώσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Παράκλητο. Αὐτό ἔλαβε χώρα κατά τήν Μεταμόρφωση. Πρόκειται δηλαδή περί Μεταμορφώσεως τῶν Μαθητῶν ἐπάνω στό Θαβώρ, προκειμένου νά δοῦν τό θεῖον φῶς.

Στόν Δ΄ Ἀντιρρητικό λόγο του ὁ ἁγιώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Γρηγόριος θά ἐπανατονίσει τήν ἴδια θεολογική θέση, παρουσιάζοντας σχετική γνώμη τοῦ πρό αὐτοῦ μεγάλου θεολόγου, ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ. Ὁ ἱερός Μάξιμος, γράφει ὅτι οἱ μύσται τοῦ Λόγου καί Μαθηταί ἀνεβιβάσθησαν ἀπό τήν σάρκα στό πνεῦμα μέ τήν μεταβολή τῶν αἰσθήσεων τήν ὁποῖα ἐνήργησε σ᾿ αὐτούς τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Καί μετά ἀπό τήν παράθεση αὐτῆς τῆς θέσεως, ἐρωτᾶ ἀποφαντικῶς ὁ Ἀθωνίτης θεολόγος, Γρηγόριος: «Ὁρᾶς ὡς Πνεῦμα γεγονότας καί Πνεύματι ὁρῶντες ἐκεῖνο ἐθεάσαντο το φῶς»; Βλέπεις ὅτι εἶδαν ἐκεῖνο τό φῶς, ἀφοῦ ἔγιναν πνεῦμα καί εἶδον μέ Πνεῦμα; Πάντως, κατά τόν αὐτόν Πατέρα, τό φῶς δίδεται σέ ὅσους τό ζητοῦν, κατά τό μέτρο τοῦ καθενός καί μπορεῖ νά εἶναι μικρή ἤ μεγάλη ἡ ἐμπειρία τοῦ φωτός, ἀνάλογα μέ τήν ἀξία αὐτῶν πού τή δοκιμάζουν. «Καί τό μέν θεῖον τοῦτο φῶς, μέτρῳ δίδοται, καί μᾶλλον καί ἧττον ἐπιδέχεται, κατά τήν ἀξίαν τῶν ὑποδεχομένων ἀμερίστως μεριζόμενον»17…

Αὐτό τό θεῖον φῶς τῆς Μεταμορφώσεως πού περιβάλλει τόν Κύριο καί τούς Μαθητές καί εἶναι Χάρις καί ἄκτιστη ἐνέργεια Θεοῦ, ὁ ἐκ τῆς Δύσεως Βαρλαάμ Καλαβρός, ἐκπροσωπώντας τήν θεολογική ἀλλοίωση τοῦ δυτικοῦ κόσμου ἐξελάμβανε ὡς κτιστό. Τό θεωροῦσε ὡς ἀστραπή πού γίνεται καί ἀπογίνεται, δηλαδή ἕνα «σύμβολο», ἕνα φαινόμενο περιορισμένο μέσα στό χῶρο καί τόν χρόνο. Τότε ἀκριβῶς, τόν 14ο αἰῶνα ἔλαβε χώρα ἡ μεγάλη μάχη περί τοῦ φωτός καί περί τοῦ μεθεκτοῦ τοῦ Θεοῦ. Στήν κορυφαία αὐτή θεολογική σύγκρουση τῶν δύο κόσμων, πρωτοστάτης ὑπῆρξε ὁ Κορυφαῖος τῶν Ἡσυχαστῶν, ὁ φωτόμορφος Πατήρ, Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, αὐτός ὁ βιωματικός καί ὄχι διανοούμενος διδάσκαλος, ὁ «κῆρυξ τῆς Χάριτος καί τοῦ φωτός». Οἱ ἀγῶνες τοῦ Ἁγίου ἱεράρχου ὑπῆρξαν ἀνυπέρβλητοι! Ἔπρεπε νά θεολογηθεῖ ἀπλανῶς ἡ φύση τοῦ Θαβωρίου φωτός καί νά ἐξασφαλισθεῖ ἁγιοπνευματικά τό δυνατόν τῆς σωτηρίας καί θεώσεως πού συντελεῖται μέ τή μετοχή στήν ἄκτιστη Ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Αὐτή τή δυνατότητα τῆς σωτηρίας καί θεώσεως ἀπέκλειαν οἱ ὀρθολογιστές τῆς Δύσεως, ἀφοῦ ταύτιζαν οὐσία καί ἐνέργεια στόν Θεό. Ἡ διαφοροποίηση τούτη δέν εἶναι καθόλου ἀσήμαντη! Διότι, κατά τούς παπικούς, ὁ Θεός εἶναι ἕνας ἥλιος ὁ ὁποῖος κρατάει «γιά τόν ἑαυτό του» τό φῶς καί τήν λαμπρότητα καί δέν τά ἐξαποστέλλει στή γῆ. Ἀντίθετα, κατά τήν ὀρθόδοξη Θεολογία ὅπως τήν ἐξέφρασε ὁ ὑψίνους Παλαμᾶς, ὁ Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης Κύριος εἶναι «τοῖς πᾶσι μεθεκτός», ἀφοῦ οἱ θεῖες ἀκτῖνες-ἐνέργειές Του ἔρχονται δραστικῶς πρός ἐμᾶς. Οἱ θεῖες, ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Νοητοῦ Ἡλίου «πρός ἡμᾶς καταβαίνουσιν», ἔγραφε τόν 4ο αἰῶνα ὁ οὐρανοφάντωρ Μ. Βασίλειος καί μᾶς περιλάμπουν, φωτίζουν καί θεώνουν χαρισματικῶς. Ἡ Διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ γιά τήν φύση τοῦ Θαβωρείου φωτός κατοχυρώθηκε Συνοδικῶς, στίς λεγόμενες ἡσυχαστικές Συνόδους τοῦ 14ου αἰῶνος καί ἔγινε ὁμολογία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἀκοῦμε κάθε χρόνο στό γνωστό «Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας» πού διαβάζουμε τήν Α΄Κυριακή τῶν Νηστειῶν.18

Πέραν τῶν ὅσων ἀκροθιγῶς τονίστηκαν, εἶναι ἀνάγκη νά γνωρίζουμε ὅτι ἡ Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου, κατά τήν ὁποία ὁ Θεάνθρωπος ἐπάνω στό Θαβώρ «ἀνοίγει παράθυρο» στόν κόσμο τῆς Βασιλείας Του, δέν ἀποτελεῖ μόνο ἕνα ἱστορικό γεγονός, ἀλλά καί ἐσχατολογικό. Δέν ἔχει δηλαδή μόνο ἱστορική διάσταση, ἀλλά καί ἐσχατολογική. Τό γεγονός τῆς Μεταμορφώσεως ὑπογραμμίζει τήν ἐσχατολογική σπουδαιότητα πού ἔχει τό ἀνθρώπινο σῶμα γιά τήν ὀρθόδοξη ἀνθρωπολογία. Στό Ὄρος Θαβώρ, κατά τήν Φρικτή Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, ἡ θεία δόξα φανερώνεται καί διά τοῦ σώματος καί οἱ Μαθηταί βεβαιώνονται ὅτι «ἐν αὐτῷ κατοικεῖ πᾶν τό πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς».19 Ὁμοίως καί γιά τούς πιστούς, ἡ μεταμόρφωση καί ἡ χαρισματική θέωσή τους δέν εἶναι μόνο γεγονός πνευματικό, ἀλλά καί σωματικό. Δηλαδή θεοῦται ὁ καθόλου ἄνθρωπος, καί ἡ ψυχή καί τό σῶμα, ὅπως τονίζει πάλι ὁ Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Καί ὁ Ὁμολογητής Μάξιμος θά γράψει ὅτι «τό σῶμα συνθεοῦται τῇ ψυχῇ, κατά τήν ἀναλογοῦσαν αὐτῷ μέθεξιν τῆς θεώσεως».20 Ἔτσι, ἡ Μεταμόρφωση, ἐπισημαίνει τήν Δευτέραν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ21, ὅταν θά φανερωθεῖ «ἐν τῆ αὐτῇ δόξῃ», ὅπως καί στό Θαβώρ, φέροντας τό δεδοξασμένο σῶμα τῆς Ἀναστάσεως. Προεικονίζει δέ τήν κηρυττομένη Ἀνάσταση τῶν Νεκρῶν22, οἱ ὁποῖοι θά ἀναστηθοῦν φέροντες σώματα φωτεινά, ὅπως ἐκεῖνο τοῦ Ὄρους τῆς Μεταμορφώσεως. Ὁ μεγάλος βυζαντινός θεολόγος, Γρηγόριος Παλαμᾶς θά γράψει καί πάλι ὅτι«τό μέγα θέαμα τοῦ φωτός τῆς τοῦ Κυρίου Μεταμορφώσεως, τῆς ὀγδόης, ἤτοι τοῦ μέλλοντος αἰῶνος ἐστί τό μυστήριον».23

Ἡ Μεταμόρφωση, ἀκόμη, δείχνει τόν σκοπό τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Αὐτός ὁ σκοπός δέν εἶναι μιά ἁπλή βελτίωση τῶν ἠθῶν, ἀλλά ἡ προσωπική ἀνάβαση τοῦ κάθε πιστοῦ στό πνευματικό Θαβώρ, ὅπου θά δεῖ τήν «Δόξαν τοῦ Θεοῦ», θά δεχθεῖ τήν κατά Θεόν ἀλλοίωση, θά «προσλάβει φῶς» καί θά μεταρσιωθεῖ ἀπό τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τό Δοξαστικό τῆς Λιτῆς τῆς Ἑορτῆς (ψαλλόμενο μάλιστα στόν πανηγυρικό ἦχο πλ. τοῦ α΄) ἐκφράζει ἀκριβῶς αὐτή τήν πραγματικότητα καί τή θεία στοχοθεσία. Λέγει ὁ θεολογικώτατος ὕμνος: «Δεῦτε ἀναβῶμεν εἰς τὸ ὄρος Κυρίου, καὶ εἰς τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, καὶ θεασώμεθα τὴν δόξαν τῆς Μεταμορφώσεως αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρὰ Πατρός, φωτὶ προσλάβωμεν φῶς, καὶ μετάρσιοι γενόμενοι τῷ πνεύματι, Τριάδα ὁμοούσιον ὑμνήσωμεν εἰς τοὺς αἰῶνας». Ἡ φράση «φωτί προσλάβωμεν φῶς» ἔχει ἰδιαίτερη σημασία, καθόσον ἡ θεία, ἄπλετος φωτοχυσία περιλάμπει τόν ἄνθρωπο, τόν ἀλλοιώνει ἐν Πνεύματι, τόν καθιστᾶ ὅπως λέμε «πνευματικόν» μέ τήν θεολογική ἔννοια τοῦ ὅρου· ὄχι διανοητικά καί λογικά καλλιεργημένο, ἀλλά κατά Θεόν πεφωτισμένο. Γι᾿ αὐτό πρέπει νά ἀκολουθοῦμε τήν προτροπή τῶν Ἁγίων καί ἐν προκειμένῳ τοῦ Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὁ ὁποῖος μετά ἀπό μία ὁμιλία πού ἐξεφώνησε στό ποίμνιό του στήν Θεσσαλονίκη περί τοῦ φωτός, ἔδωσε αὐτή τήν πατερική προτροπή: «ὁδεύσωμεν τοίνυν προς τήν λάμψιν τοῦ φωτός ἐκείνου». Ἄς προχωρήσουμε πρός τήν λάμψη τοῦ θείου φωτός.

Εἶναι ἀνάγκη, τέλος, νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι «ἡ προσωπική Μεταμόρφωση τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου μας ἀποτελεῖ τόν προάγγελο καί τῆς δικῆς μας μεταμορφώσεως ἀπό τή μεταπτωτική κατάσταση τῆς φθορᾶς πού βιώνουμε, ὡς μέτοχοι τῆς πεπτωκυΐας ἀνθρωπίνης φύσεως».24 Γι᾿ αὐτή τήν πνευματική «ἐπί τά βελτίῳ» μεταμόρφωση τῶν πιστῶν κάνει λόγο ὁ θεορρήμων Παῦλος στό ἐντυπωσιακό ἐκεῖνο χωρίο: «ἡμεῖς δέ οἱ πάντες ἀνακεκαλυμμένω προσώπῳ τήν δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμενοι τήν αὐτήν εἰκόνα μεταμορφούμεθα ἀπό δόξης εἰς δόξαν, καθάπερ ἀπό Κυρίου Πνεύματος».25 Αὐτό ἐφαρμόζεται μέσα στόν κόσμο ἀπό τούς δούλους τοῦ Θεοῦ, τούς ἀγωνιστάς τῆς ἀρετῆς. Κυρίως ὅμως πραγματώνεται στόν Ὀρθόδοξο Μοναχισμό, μέσα στά πλαίσια τοῦ ὁποίου σημειώνονται ἀναβάσεις «ἀπό δόξης εἰς δόξαν», σέ μιά πορεία ἀνοδική καί μεταμορφωτική, ἐν μέσῳ ὠδίνων καί ὀδυνῶν. Θαβώρ καί Μοναχισμός συνδέονται ἄρρηκτα καί θαυμαστά. Γιά τούς ἀφιερωμένους στόν Θεό ὀρθοδόξους Μοναχούς, ἡ Ἑορτή τῆς Μεταμορφώσεως εἶναι μιά πολύ μεγάλη καί φαεσφόρος Ἐορτή. Ἔχει γραφεῖ ὅτι ἡ Μεταμόρφωση εἶναι τό «Πάσχα τῶν Μοναχῶν»! Οἱ πραγματικοί Μοναχοί, «εὐφραινόμενοι καί μεθύοντες τῷ Πνεύματι» ὅπως θά ἔλεγε ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος26, χρησιμοποιώντας τήν κατά Θεόν ἄσκηση ὡς «ἐργαλεῖο» γιά τήν κάθαρση, εἰσχωροῦν μέ μέθεξη ψυχῆς καί παφλασμούς θείας ἀγάπης στά «ἄδυτα» τοῦ θείου, ἀποφατικοῦ Μυστηρίου τῆς «ὀγδόης ἡμέρας» καί ἀξιώνονται τῆς θέας τοῦ Θαβωρείου φωτός. Ἄγνωστα εἶναι ὅλα αὐτά στούς ἐν τῷ κόσμῳ Χριστιανούς. Ἀλλά αὐτά τά «ἄγνωστα» συνιστοῦν τήν πεμπτουσία τῆς Πίστεώς μας καί αὐτά κηρύττει ἡ Ἐκκλησία διαχρονικῶς! Δέν διδάσκει μιά στεῖρα ἠθικολογία (πού μπορεῖ νά ὑπάρχει καί σέ διάφορα θρησκεύματα ἤ ἰδεολογίες), οὔτε ἕναν καθωσπρεπισμό ἤ ἀκτιβισμό, ἀλλά φανερώνει τήνὀντολογία τοῦ Χριστιανισμοῦ. Αὐτή συνίσταται στήν διά τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος ἐπίτευξη τῆς θεωρία τοῦ φωτός. Ὄλες οἱ ἀρετές καί οἱ ἐντολές συντείνουν στήν ἐντός τοῦ ἀνθρώπουἐπενέργεια τῆς Χάριτος, σέ ὅποιο μέτρο μπορεῖ κανείς νά τήν ἀξιωθεῖ, ἔστω καί ὡς κάθαρση ἀπό τά πάθη. «Σκοπός τῆς πνευματικῆς ζωῆς, εἶναι ἡ ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», θά μᾶς πεῖ ὁ κυριολεκτικά λουσμένος στό Θαβώριον φῶς, Ὅσιος Σεραφείμ τοῦ Σαρώφ.

Εἴθε νά μεταμορφωθοῦμε ἐν Χριστῷ καί νά βιώσουμε ὅλοι «ὅσον ἔνεστιν» ὑπαρξιακά τήν Δόξαν τοῦ Θαβωρίου φωτός, ὡς ἐσχατολογική πρόγευση τῶν ἐπουρανίων καί ἀτελευτήτων ἀγαθῶν, «ἅ ἠτοίμασεν ὁ Θεός τοῖς ἀγαπῶσιν Αὐτόν».27

______________________________________________________


1 Τροπάριον τοῦ Κανόνος τῆς Ἑορτῆς, Ἑννάτη Ὠδή, Β΄Κανών.
2 MPG. 96, 548 C.
3 Βλ. Γ. Μαντζαρίδη, Ἡ Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος, Περιοδικό «Ὀρθόδοξη Μαρτυρία» (Κύπρου), ἀρ. 49/ Ἄνοιξη-Καλοκαίρι 1996.
4 Μάρκ. 9, 1.
5 MPG. 123, 577.
6 Μάρκ. 9, 2.
7 Γ. Μαντζαρίδη ὅπου π. Ἡ Μεταμόρφωση…
8 ΕΠΕ, 9, 12.
9 Ἔξοδ. 20, 21.
10 Γ΄ Βασιλ. 19, 12.
11 Μάρκ. 9, 4.
12 Α΄ Τροπάριον τῆς Λιτῆς
13 Ματθ. 17, 6.
14 Γ. Μαντζαρίδη, ὅπου π. Ἡ Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος…
15 «Ταῦτα ὑπό τῶν Γραφῶν ἐδιδάχθημεν, ταῦτα παρά τῶν ἡμετέρων Πατέρων παρελάβομεν.ταῦτα διά τῆς μικρᾶς ἔγνωμεν πεῖρας». Βλ. Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ἁγιορειτικός Τόμος,Φιλοκαλία, ἐκδ. Ἀστήρ, Ἀθῆναι 1957-1963, τόμ. Δ', σελ. 192.
16 Ὁμιλία ΛΔ΄, Εἰς τήν Σεπτήν Μεταμόρφωσιν…, ΕΠΕ, 10, 374.
17 MPG. 151, 448 B.
18 «Τοῖς φρονοῦσι καί λέγουσι, τό λάμψαν ἀπό τοῦ Κυρίου ἐπί τῆς θείας αὐτοῦ Μεταμορφώσεως φῶς,ποτέ μέν εἶναι ἴνδαλμα, και κτίσμα, και φάσμα ἐπί βραχύ φανέν, και διαλυθέν παραχρῆμα…μή ὁμολογοῦσι δέ, κατά τάς τῶν Ἀγίων θεοπνεύστους θεολογίας καί τό τῆς Ἐκκλησίας εὐσεβές φρόνημα, μήτε κτίσμα εἶναι τό θειότατον ἐκεῖνο φῶς, μήτε οὐσίαν Θεοῦ, ἀλλ᾿ ἄκτιστον καί φυσικήν χάριν καί ἔλλαμψιν καί ἐνέργειαν, ἐξ αὐτῆς τῆς θείας οὐσίας ἀχωρίστως ἀεί προϊοῦσαν, ΑΝΑΘΕΜΑ».
19 Κολ. 2, 9.
20 Κεφ. Γνωστικά, 2, 88, MPG. 90, 1168A.
21 Βλ. τροπάρια Κανόνος τοῦ Ὄρθρου τῆς Ἑορτῆς: «Ἵνα δείξῃς ἐμφανῶς τήν ἀπόρρητον δευτέραν κατάβασιν, ὅπως ὁ Ὕψιστος Θεός ὀφθήσῃ ἐστώς ἐν μέσῳ θεῶν, τοῖς Ἀποστόλοις ἐν Θαβώρ, Μωσεῖ σύν Ἠλίᾳ τε ἀρρήτως ἔλαμψας».( Ὠδή Ἑννάτη).
22 Βλ. Β΄ Ἰδιόμελο τοῦ ἐσπερινοῦ: «Δεῖξαι βουλόμενος τῆς Ἀναστάσεως την λαμπρὀτητα».
23  Ὁμιλία ΛΔ΄, 6.
24 Βλ. Λ. Σκόντζου, «Ἐπόπται γενηθέντες τῆς ἐκείνου μεγαλειότητος» (Ἄρθρο).
25 Κορ. Β΄, 3, 18.
26  Ὁμιλίαι πνευματικαί, 18, 7, MPG. 34, 640 B.
27 Α΄Κορ. 2, 9.



Κυριακή 17 Αυγούστου 2014

ΤΟ ΤΡΑΓΙΚΟ ΤΕΛΟΣ ΤΩΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΩΝ ΚΑΙ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ !!! (ΒΙΝΤΕΟ)

ΔΕΙΤΕ ΤΟ ΑΔΟΞΟ ΤΕΛΟΣ ΟΡΙΣΜΕΝΩΝ ΕΚ ΤΩΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΩΝ (ΠΑΛΑΙΩΝ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΩΝ).... 



Οἱ Ἃγιοι Ἐπτά Παῖδες ἐν Ἐφέσῳ (4 Αὐγούστου)



Οι άγιοι επτά Παίδες, Μαξιμιλιανός, Εξακουστωδιανός, Ιάμβλιχος, Μαρτινιανός, Διονύσιος, Ιωάννης και Κωνσταντίνος, έζησαν κατά την εποχή του αυτοκράτορα Δεκίου (249-251 μ.Χ.). Οι νέοι αυτοί, μόλις βρήκαν την κατάλληλη ευκαιρία και ύστερα από συνετή σκέψη και εκτίμηση, μοίρασαν τα υπάρχοντά τους στους φτωχούς και μπήκαν και κρύφτηκαν μέσα σε ένα σπήλαιο. Εκεί, αφού προσευχήθηκαν να λυθούν από τα δεσμά του σώματος και να μην παραδοθούν στον αυτοκράτορα Δέκιο, παρέδωσαν τις ψυχές τους στο Θεό. Ο Αυτοκράτορας δε, όταν επέστρεψε στην Έφεσο, τους αναζήτησε, για να τους αναγκάσει να προσφέρουν θυσίες στα είδωλα. Μόλις όμως έμαθε ότι εκείνοι είχαν πεθάνει στο σπήλαιο, πρόσταξε και έφραξαν με μανδρότοιχο το στόμιο του σπηλαίου αυτού.
Έκτοτε λοιπόν πέρασαν εκατόν ενενήντα τέσσερα έτη και φτάνουμε μέχρι το τριακοστό όγδοο έτος της βασιλείας του Θεοδοσίου Β΄ του Μικρού (408-450 μ.Χ.), ήτοι μέχρι το έτος 446 μ.Χ. Τότε εμφανίστηκε στους κόλπους του Χριστιανισμού μια αίρεση, η οποία δε δεχόταν το δόγμα της αναστάσεως των νεκρών. Η αίρεση αυτή, στην οποία είχαν προσχωρήσει και μερικοί επίσκοποι, προκαλούσε μεγάλη αναταραχή και αναστάτωση στην Εκκλησία. Ο δε Αυτοκράτορας, βλέποντας την αναστάτωση αυτή της Εκκλησίας του Θεού, δεν ήξερε τι να κάνει. Όμως δεν απελπίστηκε, αλλά, αφού φόρεσε έναν τρίχινο σάκο και κάθισε κατά γης, θρηνούσε και παρακαλούσε το Θεό να του φανερώσει τον τρόπο διάλυσης της αίρεσης.

Ο Κύριος λοιπόν δεν παρέβλεψε τα δάκρυα του Αυτοκράτορα και ικανοποίησε το αίτημά του με τον ακόλουθο τρόπο: Ο κύριος του όρους, στο οποίο βρισκόταν το σπήλαιο των αγίων επτά Παίδων, θέλησε κατά τον καιρό εκείνο να χτίσει μαντρί για το ποίμνιό του. Έτσι λοιπόν, παίρνοντας επί δύο ημέρες πέτρες από τον μανδρότοιχο του σπηλαίου, για να οικοδομήσει το μαντρί του, ανοίχτηκε το στόμιο του σπηλαίου αυτού. Τότε ακριβώς, με προσταγή του Θεού, αναστήθηκαν οι άγιοι επτά Παίδες, που είχαν πεθάνει μέσα στο σπήλαιο αυτό, και συνομιλούσαν μεταξύ τους, σαν να είχαν κοιμηθεί την προηγούμενη ημέρα. Τα σώματά τους δε δεν είχαν αλλοιωθεί στο παραμικρό και τα ενδύματά τους δεν είχαν φθαρεί ούτε σαπίσει από την υγρασία του σπηλαίου, αν και είχαν περάσει εκατόν ενενήντα τέσσερα χρόνια.

Μετά την ανάστασή τους οι άγιοι επτά Παίδες είχαν έντονο στη μνήμη τους το γεγονός ότι ο Δέκιος ζητούσε να τους τιμωρήσει και περί αυτού ακριβώς συνομιλούσαν μεταξύ τους. Συγκεκριμένα, ο Μαξιμιλιανός έλεγε προς τους άλλους: “Και αν συλληφθούμε, αδελφοί, ας σταθούμε γενναίοι και να μην προδώσουμε την ευγένεια της πίστης μας. Εσύ δε, αδελφέ Ιάμβλιχε, πήγαινε να αγοράσεις άρτους, πλην όμως περισσότερους. Γιατί χθες το βράδυ έφερες λίγους, και κοιμηθήκαμε σχεδόν πεινασμένοι. Επιπλέον προσπάθησε να μάθεις τι σκέφτεται για εμάς ο Δέκιος”.

Όταν λοιπόν ο Ιάμβλιχος πήγε στην πόλη, είδε στην πύλη το σημείο του Σταυρού. Το γεγονός αυτό του προκάλεσε έκπληξη και θαυμασμό. Βλέποντας δε το Σταυρό και σε άλλους τόπους, καθώς επίσης και τα κτίρια να διαφέρουν από εκείνα που ήξερε και τους ανθρώπους επίσης κάπως διαφορετικούς, νόμισε ότι βλέπει όραμα ή ότι περιέπεσε σε έκσταση. Πήγε όμως στους αρτοπώλες, πήρε τους απαραίτητους άρτους και, αφού έδωσε τα χρήματα που έπρεπε, έσπευδε να επιστρέψει στο σπήλαιο. Ενώ λοιπόν ετοιμαζόταν να φύγει, είδε τους αρτοπώλες να δείχνουν ο ένας στον άλλο το ασημένιο νόμισμα, να κοιτάζουν προς αυτόν και να λένε ότι αυτός βρήκε κάποιο θησαυρό, αφού το νόμισμα που τους έδωσε για τους άρτους είχε στην επιφάνειά του τυπωμένη την εικόνα του αυτοκράτορα Δεκίου, ο οποίος είχε πεθάνει προ πολλού (πριν από 194 χρόνια).
Μετά από το γεγονός αυτό ο Ιάμβλιχος τρόμαξε πολύ και έμεινε άφωνος, νομίζοντας ότι αυτοί τον αναγνώρισαν και θα τον συνελάμβαναν για να τον παραδώσουν στον αυτοκράτορα Δέκιο. Έπεσε λοιπόν στα πόδια τους και τους παρακαλούσε λέγοντας: “Σας παρακαλώ, κύριοί μου, έχετε στα χέρια σας το αργύριό μου, πάρτε πίσω και τους άρτους σας. Μόνο αφήστε με να φύγω”. Οι αρτοπώλες τού απάντησαν: “Δείξε μας το θησαυρό που βρήκες και δώσε και σ’ εμάς μερίδιο απ’ αυτόν. Αλλιώς σε παραδίνουμε στο θάνατο”. Και συγχρόνως με τα λόγια αυτά του πέρασαν αλυσίδα στο λαιμό και τον έσυραν στη λεωφόρο (στον κεντρικό και μεγάλο δρόμο της πόλης). Εν συνεχεία τον οδήγησαν στον ανθύπατο προς ανάκριση. Εκείνος, μόλις τον είδε, του είπε: “Πες μας, νέε, πώς βρήκες το θησαυρό, πόσος είναι και πού βρίσκεται”. Ο Άγιος τού απάντησε: “Εγώ δε βρήκα ποτέ κανένα θησαυρό. Το νόμισμα που έδωσα στους αρτοπώλες το είχα από τους γονείς μου. Δεν ξέρω λοιπόν τι συμβαίνει με μένα τώρα”. Ο ανθύπατος τότε τον ρώτησε: “Από ποια πόλη είσαι;”. Ο Ιάμβλιχος απάντησε: “Από αυτήν, αν αυτή είναι η Έφεσος”. Τότε ο ανθύπατος είπε: “Ποιοι είναι οι γονείς σου; Ας έλθουν εδώ και, αν διαπιστωθεί η αλήθεια, θα σε πιστέψουμε”. Ο Άγιος του απάντησε: “Ο δείνα είναι ο πατέρας μου, ο δείνα είναι συγγενής και ο δείνα είναι ο παππούς μου”. Ο ανθύπατος, μόλις άκουσε τα ονόματα, είπε στον Ιάμβλιχο: “Τα ονόματα που ανέφερες είναι ξένα και ανυπόστατα και έξω από αυτά που κατά τη συνήθεια χρησιμοποιούνται. Επομένως δεν μπορείς να γίνεις πιστευτός”. Τότε ο Άγιος είπε στον ανθύπατο: “Αν, ενώ σου λέω την αλήθεια, δε με πιστεύεις, δεν ξέρω να σου πω πλέον τίποτε άλλο”.

Ύστερα από αυτά ο ανθύπατος είπε: ” Ασεβέστατε, το νόμισμά σου με την επιγραφή του μαρτυρεί ότι τυπώθηκε πριν από διακόσια χρόνια, επί αυτοκράτορα Δεκίου, κι εσύ, όντας νεότερος, προσπαθείς να μας εξαπατήσεις;”. Τότε ο Ιάμβλιχος έπεσε στα πόδια του ανθυπάτου και των παρευρεθέντων και τους παρακαλούσε λέγοντας: “Σας παρακαλώ, κύριοί μου, πέστε μου, που είναι ο Δέκιος, ο βασιλιάς, που ήταν στην πόλη αυτή;”. Εκείνοι του απάντησαν: “Κατά τους παρόντες χρόνους δεν υπάρχει βασιλιάς Δέκιος. Αυτός βασίλευσε πριν από πολλά χρόνια”. Τότε ο Ιάμβλιχος είπε: “Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, κύριοί μου, εκπλαγήκατε. Πλην όμως ακολουθήστε με να πάμε στο σπήλαιο και ίσως από τα σημεία που θα δείτε θα διαπιστωθεί η αλήθεια των λόγων μου. Εγώ πράγματι ξέρω ότι φύγαμε από την πόλη εξ αιτίας του Δεκίου και ότι χθες, ερχόμενος να αγοράσω άρτους, είδα ότι ο Δέκιος εισήλθε στην πόλη αυτή”.

Αυτά είπε ο άγιος Ιάμβλιχος, ο δε επίσκοπος Εφέσου Μαρίνος, μόλις τα άκουσε, είπε στον ανθύπατο: “Έχω τη γνώμη ότι κάτι θαυμαστό συμβαίνει με την υπόθεση αυτή. Έτσι, ας τον ακολουθήσουμε”. Και πράγματι ακολούθησαν τον Άγιο μέχρι το σπήλαιο ο ανθύπατος, ο επίσκοπος Μαρίνος και πολύς λαός. Πρώτος μπήκε στο σπήλαιο ο Ιάμβλιχος. Έπειτα μπήκε ο Επίσκοπος, ο οποίος, μόλις έστρεψε το βλέμμα του προς τα δεξιά μέρη του στομίου, είδε ένα κιβώτιο σφραγισμένο με δυο ασημένιες σφραγίδες. Το κιβώτιο αυτό το είχαν τοποθετήσει εκεί ο Ρουφίνος και ο Θεόδωρος ως χριστιανοί, οι οποίοι είχαν αποσταλεί εκεί από το Δέκιο μαζί με τους άλλους, στους οποίους ο Αυτοκράτορας αυτός είχε δώσει την εντολή να φράξουν με μανδρότοιχο το στόμιο του σπηλαίου. Οι δύο χριστιανοί, Ρουφίνος και Θεόδωρος, έγραψαν και τα Συναξάρια των αγίων επτά Παίδων και σημείωσαν τα ονόματά τους σε μολύβδινες πλάκες. Όταν λοιπόν συνάχτηκαν όλοι οι έγκριτοι άρχοντες μαζί με τον ανθύπατο, άνοιξαν το κιβώτιο και βρήκαν τις μολύβδινες πλάκες, τις οποίες διάβασαν και ένιωσαν όλοι τους απερίγραπτη έκπληξη από το θαυμαστό αυτό γεγονός. Αμέσως δε τότε προχώρησαν στα ενδότερα του σπηλαίου, όπου βρήκαν τους Αγίους και έπεσαν στα πόδια τους. Κατόπιν κάθισαν κατά γης και τους ρωτούσαν. Οι Άγιοι τους διηγήθηκαν τα σχετικά με τους εαυτούς τους και εν συνεχεία τα κακουργήματα του Δεκίου εις βάρος των Χριστιανών. Μόλις εκείνοι άκουσαν όσα οι Άγιοι τούς διηγήθηκαν, εκπλήττονταν και δόξαζαν το Θεό, τον ποιητή των θαυμασίων.

Τότε ο ανθύπατος και ο επίσκοπος Μαρίνος με αναφορά τους γνωστοποίησαν τα θαυμαστά αυτά γεγονότα στον αυτοκράτορα Θεοδόσιο. Εκείνος δοκίμασε απέραντη χαρά για όλα αυτά και έσπευσε αμέσως στην Έφεσο. Στη συνέχεια ανήλθε στο σπήλαιο. Εκεί βρήκε τους αγίους επτά Παίδες και, αφού έπεσε κατά γης, τους έβρεχε τα πόδια με τα δάκρυά του και τα αποσπόγγιζε. Η αγαλλίαση δε και η χαρά του ήταν απερίγραπτη, αφού ο Κύριος δεν παρείδε το αίτημά του και έδειξε σ’ αυτόν οφθαλμοφανώς την ανάσταση των νεκρών. Ενώ δε ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος συνομιλούσε με τους Αγίους, καθώς επίσης οι επίσκοποι και άλλοι άρχοντες, οι Άγιοι νύσταξαν λίγο και, έτσι, μπροστά σε όλους εξεδήμησαν προς Κύριον.

Τότε ο Αυτοκράτορας, αφού πρόσφερε πολύτιμα άμφια και αρκετό χρυσάφι και ασήμι, πρόσταξε να κατασκευάσουν επτά θήκες προς τιμήν των Αγίων και να τεθούν μέσα σ’ αυτές τα λείψανά τους. Αλλά κατά τη νύχτα που ακολούθησε εμφανίστηκαν σ’ αυτόν οι Άγιοι και του είπαν: “Άφησέ μας, βασιλιά, στο σπήλαιο που έγινε η ανάστασή μας”. Έτσι λοιπόν, αφού έγινε μεγάλη σύναξη επισκόπων και αρχόντων, ο Αυτοκράτορας κατέθεσε τα λείψανα των Αγίων στη γη του σπηλαίου, καθώς εκείνοι με οπτασία του ζήτησαν. Εν συνεχεία οργάνωσε και πραγματοποίησε στον τόπο εκείνο λαμπρή και χαρμόσυνη εορτή, φιλοξένησε με πλούσια αγαθά τους φτωχούς της Εφέσου, χαροποίησε όλο το λαό με λαμπρές βασιλικές τιμές και έβγαλε από τις φυλακές τους επισκόπους που είχαν φυλακιστεί, επειδή κήρυτταν το δόγμα της αναστάσεως των νεκρών. Ακολούθως έγινε από όλους κοινή εορτή, κατά την οποία αναπέμφθηκαν λόγοι και ύμνοι ευχαριστίας και δοξολογίας προς τον Κύριο και Θεό μας Ιησού Χριστό.
Τον επτάριθμον τιμώ χορόν Μαρτύρων
Δείξαντα ανάστασιν νεκρών τω κόσμω


(Από το Συναξαριστή της Αποστολικής Διακονίας “Με τους Αγίους μας” του Γεωργίου Δ. Παπαδημητροπούλου)


Πηγή: www.xfd.gr


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.

Θείω Πνεύματι, ἀφθαρτισθέντες, πολυχρόνιον, ἤνυσαν ὕπνον, οἱ ἐν Ἐφέσῳ ἐπτάριθμοι Μάρτυρες, καὶ ἀναστάντες πιστοὺς ἐβεβαίωσαν, τὴν τῶν ἀνθρώπων κοινὴν ἐξανάστασιν ὅθεν ἅπαντες, συμφώνως τούτους τιμήσωμεν, δοξάζοντες Χριστὸν τὸν πολυέλεον.




Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.

Οἱ τὰ τοῦ κόσμου ὡς φθαρτὰ παριδόντες, καὶ τὰς ἀφθάρτους δωρεὰς εἰληφότες, διαφθορᾶς διέμειναν θανόντες παρεκτός· ὅθεν ἐξανίστανται, μετὰ πλείονας χρόνους, ἅπασαν ἐνθάψαντες, δυσμενῶν ἀπιστίαν· οὓς ἐν αἰνέσει σήμερον πιστοί, ἀνευφημοῦντες, Χριστὸν ἀνυμνήσωμεν.

Μεγαλυνάριον

Δόγμα ἀκυροῦται νεκροποιόν· οἱ γὰρ θεῖοι Παῖδες, ἀναστάντες ἐκ τῶν νεκρῶν, ἐδήλωσαν πᾶσι, τὴν μέλλουσαν γενέσθαι, ἐν τῇ ἐσχάτῃ ὥρᾳ, βροτῶν ἀνάστασιν. 

Παρασκευή 15 Αυγούστου 2014

Ο ΘΕΟΣ ΩΣ ΜΥΣΤΗΡΙΟ. ΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΘΕΟΥ. ΓΝΟΦΟΣ ΚΑΙ ΦΩΣ

Picture


ὑπό π. Νικηφόρου Νάσσου 

Εἶναι γεγονός, ὅτι κατά τούς πνευματοφόρους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἀλήθεια περί τοῦ Θεοῦ εἶναι γιά τόν ἄνθρωπο ἐμφανῶς δυσπρόσιτη καί δυσκατανόητη, καθώς ἀνέρχεται τά πνευματικά στάδια τῆς θεογνωσίας.

Πῶς μπορεῖ, ἀλήθεια, ὁ φθαρτός καί χοϊκός ἄνθρωπος, ὁ κτιστός καί πεπερασμένος, νά ἐκφρασθεῖ ἀρκούντως γιά τόν Ἄκτιστο καί Ἄπειρο Θεό; Προσφυῶς ἔχει γραφεῖ ὅτι «τό θεῖο εἶναι ἀκατονόμαστο. Τά κατηγορούμενα πού ἀποδίδονται στόν Θεό, ὅπως, ἀσώματος, ἀγέννητος, ἄναρχος, ἄφθαρτος, δηλώνουν τί δέν εἶναι ὁ Θεός καί ὄχι τί εἶναι».1

Τά ὅσα παρακάτω θά διατυπωθοῦν, ἀπαιτοῦν ἰδιαίτερη προσοχή, διότι εἶναι πράγματα ὑψηλά καί προσεγγίζονται «ταῖς ὑψηλαῖς φρεσί», μέ νοῦ «ὑψηλό» καί διαυγῆ, μέ διάθεση πνευματική, μέ καρδιά φλεγόμενη ἀπό τό ἄυλον πῦρ. Γιατί ὁ Θεός δέν εἶναι γνώση κοσμική, ἀλλά ἐμπειρία πνευματική, γνώση ἄλλου εἶδους, μυστική. Δέν κατακτᾶται διανοητικά, ἀλλά φανερώνεται ἐσωτερικά καί μέ ἁγιοπνευματικό φωτισμό. Δέν ἀποτελεῖ προϊόν τῆς λογικῆς, ἀλλά συνιστᾶ ἀποκάλυψη καθαρῆς καρδιᾶς καί κρατεῖται ἔνδοθεν μυστικά.

Τί γνωρίζουμε ὅμως καί τί ἀγνοοῦμε ἀπό τόν Θεό; Πῶς ὑπάρχει ὁ Θεός; Σέ τί συνίσταται τό μυστήριό Του; Τί εἶναι τό ἄκτιστο φῶς τοῦ Θεοῦ; Τί καλεῖται γνόφος καί πῶς ἑρμηνεύεται θεολογικά; Σέ ὅλα αὐτά θά καταθέσουμε τήν Πατερική μαρτυρία, ὥστε νά γίνει καταληπτός αὐτός ὁ ἀστείρευτος καί ἀναφαίρετος πνευματικός πλοῦτος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.

Ἀρχικά θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι γιά τόν Θεό κάνουμε λόγο καί καταφατικά καί ἀποφατικά. Τονίζουμε δηλαδή τί εἶναι, ἀλλά καί τί δέν εἶναι ὁ Θεός. Ὑπάρχουν δύο ὁδοί. Ἡ καταφατική λεγομένη ὁδός, ἤ καταφατική θεολογία, ἀναφέρεται στήν προσιτή, καταληπτή καί γνωστή ὄψη τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀποφατική ὁδός, ἤ ἀποφατική θεολογία, ἀναφέρεται στήν ἀπρόσιτη, ἀκατάληπτη καί ἄγνωστη ὄψη Του. Καί ἔχει παρατηρηθεῖ ὀρθά, πώς ἡ ἀνάπτυξη τῶν δύο αὐτών θεολογικῶν ὁδῶν συνδέεται στενά μέ τήν ἀκμή τῆς πατερικῆς θεολογίας καί χαρακτηρίζει σχεδόν ὅλους τούς μεγάλους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας. Μάλιστα, «καμμία διαλεκτική ἀντίθεση δέν εἶναι νοητή μεταξύ καταφατικῆς καί ἀποφατικής θεολογίας, ὑπάρχει, μεταξύ τους καί μιά ἄρρηκτη καί λειτουργική ἑνότητα. Ποτέ μέσα στήν ὀρθόδοξη παράδοση δέν γίνεται χρήση τῆς μιᾶς αὐτόνομα καί ἀνεξάρτητα ἀπό τήν ἄλλη»2. Ὁ δέ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, θεωρεί ὅτι ὁ καταλληλότερος τρόπος γιά τήν ἀπόδοση τῶν διαφόρων ὀνομάτων στό Θεό δέν εἶναι ἡ αὐτόνομη καταφατική ἤ ἀποφατική θεώρηση τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἡ λειτουργική συνάφεια καί ταυτόχρονη χρήση τῆς καταφατικής καί τῆς ἀποφατικής θεολογίας. Αὐτήν ὁ ἅγιος χαρακτηρίζει ὡς «γλυκυτάτη…ἐξ ἀμφοῖν συνάφεια».3

Ἡ ὀρθόδοξη Θεολογία, μᾶς καταθέτει ὅτι ἡ θεία Φύση «ὑπέρκειται παντός φυσικοῦ εἶναι», ξεπερνᾶ κάθε κατάληψη καί γνώση κτιστή. Γι᾿ αὐτό ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος θά ἐκφράσει μέ δύο μόνο λέξεις αὐτή τήν ὑπερβατικότητα τοῦ θείου Ὄντος καί θά πεῖ ὅτι ὁ Θεός μας εἶναι ὁ «πάντων ἐπέκεινα». Δηλαδή, πάνω καί πέρα ἀπ᾿ ὅλα. Ὁ τριαδικός Θεός, ὡς τό ἀπόλυτο, ἄκτιστο καί αἰώνιο πνεῦμα, εἶναι φύσει ἀκατάληπτος καί ἀκατανόητος. Αὐτό θά διατυπώσει μέ τήν περιεκτική ρήση του ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὁ ἄριστος Δογματολόγος τῆς Ἐκκλησίας μας: «Ἄπειρον οὖν τό θεῖον καί ἀκατάληπτον, καί τοῦτο μόνον αὐτοῦ καταληπτόν, ἡ ἀπειρία καί ἀκαταληψία»4.

Ἠσυχία καί σιωπή περιβάλλουν τό θεῖο σ᾿ ἐκείνη τήν ἀδιερεύνητη καί ἀπόκρυφη κατάσταση τῆς ὑπερβατικότητος, τήν ὁποία ὁ μέν Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης χαρακτηρίζει ὡς «κρυφιόμυστον σιγήν», ὁ δέ Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής ὡς «θείαν ἀφθεγξίαν».5 Ἐπίσης, ἡ κατάσταση αὐτή τῆς ὑπερβατικότητας τοῦ Θεοῦ, χαρακτηρίζεται καί ἀπό τήν γνωστή λέξη «γνόφος». Εἶναι μάλιστα«ὑπέρφωτος γνόφος», πάλι κατά τόν Διονύσιο Ἀρεοπαγίτη6. Γνόφος, κατά τόν ἱερό Πατέρα, εἶναι τό ὑπέρλαμπρο καί ἀπρόσιτο ἐκεῖνο φῶς στό ὁποῖο λέγεται ὅτι κατοικεῖ ὁ Θεός. «Ὁ θεῖος γνόφος ἐστι τό ἀπρόσιτον φῶς, ἐν ᾧ κατοικεῖν ὁ Θεός λέγεται».

Ὅπως γνωρίζουμε, ἡ λέξη «γνόφος» σημαίνει, ἀντάρα, καταχνιά, ὁμίχλη. Ὑπέρφωτος δέ, γνόφος, θά λέγαμε ὅτι εἶναι ἕνα πολύ φωτεινό σκοτάδι, ἤ ἕνα πολύ δυνατό, ἤνἐκτυφλωτικό φῶς! Ὅ,τι λ.χ. θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι ὑπάρχει, ἄν σέ ἕνα δωμάτιο τοποθετηθεῖ μία λάμπα τῶν χιλίων watt. Φῶς εἶναι αὐτό πού θά παράγει, ἀλλά φῶς πού τυφλώνει καί δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά δεῖ. Ἔτσι, τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, εἶναι και ὁ Θεός. Ὅσο πλησιάζεις, τόσο σέ τυφλώνει τό φῶς καί ὅσο νομίζεις ὅτι τόν γνωρίζεις, τόσο αἰσθάνεσαι τήν ἀγνωσία Του, ἀλλά σίγουρα θεωρεῖς μυστικά τήν παρουσία Του. Τόν βλέπεις, ἀλλά οὐσιαστικά διαπιστώνεις ὅτι δέν μπορεῖς νά Τόν δεῖς. «Ἐν τούτῳ τό ἰδεῖν, ἐν τῷ μή ἰδεῖν, -θά συμπληρώσει ὁ Νύσσης Γρηγόριος -, «ὅτι ὑπέρκειται πάσης εἰδήσεως τό ζητούμενον, οἷον τινι γνόφῳ τῇ ἀκαταληψίᾳ πανταχόθεν διειλημμένον».7Δηλαδή, σ᾿ αὐτό βρίσκεται ἡ θέα, στό νά μή βλέπεις, διότι αὐτό πού ζητᾶς εἶναι πάνω ἀπό κάθε γνώση καί περιβάλλεται ἀπό παντοῦ, σάν μέ ἄλλο γνόφο, ἀπό τήν ἀκαταληψία!

Γιά τό λόγο αὐτόν ἀκριβῶς, «τόσο ὁ Διονύσιος Αρεοπαγίτης ὅσο καί ὁ Μάξιμος Ὁμολογητής ὑπογραμμίζουν μέ ἔμφαση ὅτι, ἄν ἐπιθυμεῖ ὁ ἄνθρωπος νά γνωρίσει πραγματικά τό Θεό, πέρα ἀπό τίς πνευματικές προϋποθέσεις τῆς καθάρσεως καί τοῦ φωτισμοῦ, πρέπει νά προσέλθει γυμνός ἀπό κάθε ἔννοια καί γνώση καί τότε μόνο θά μπορέσει νά δεῖ «ἀνομμάτως» καί νά γνωρίσει «ἀγνώστως» αὐτόν πού βρίσκεται πάνω ἀπό κάθε θέα καί γνώση8. Κι᾿ αὐτό γιατί ἡ πραγματική θεωρία καί γνώση τοῦ Θεοῦ συνίσταται γι᾿ αὐτούς στήν ἀορασία καί τήν ἀγνωσία του».9

Ὁ Θεός, λοιπόν, «δέν κρύπτεται μόνο ἀπό τήν σιγή, ἀλλά καί ἀπό τό σκότος, δέν εἶναι μόνο ὅτι δέν ἀκούγεται, ἀλλά καί ὅτι δέν βλέπεται. Κρυμμένος στό γνόφο, μένει ἄγνωστος, καί ἡ ἀγνωσία ἀποτελεῖ τόν μόνο τρόπο προσεγγίσεώς του, ἀλλά προφανῶς στήν περίπτωση αὐτή ἡ ἀγνωσία εἶναι θετική λειτουργία. Τοῦτο ὑποδεικνύει πραγματικά ὁ ἴδιος ὁ Διονύσιος, καθώς συμπληρώνει τήν εἰκόνα μέ τήν παράσταση τοῦ «ὑπερφώτου γνόφου», τοῦ ὑπερλάμπρου σκότους».10

Ὁ Θεός, ἐπίσης, ὡς πρός τήν ὑπερβατικότητά Του εἶναι καί ἀνώνυμος. Κανένα ὄνομα δέν ἀποδίδεται στό ἀπρόσιτον τοῦ Θεοῦ, στή θεία οὐσία Του. Πάλι κατά τόν ἅγιο Διονύσιο τόν Ἀρεοπαγίτη, τόν ἀποφατικῶς ὁμιλοῦντα, ὁ Θεός εἶναι ἀνώνυμος καί ἄγνωστος! Κατά δέ τήν Πατερική μας παράδοση, ὁ Θεός εἶναι «ἄλεκτος καί ἀνωνόμαστος».11 Αὐτά βεβαίως ἰσχύουν γιά τό ἄγνωστο μέρος τοῦ Θεοῦ, τό ὑπερβατικό. Ὅταν ὅμως ὁ Θεός ἐμφανίζεται στήν κτίση μέσῳ τῶν θείων ἐνεργειῶν Του ὅπως θά δοῦμε στά παρακάτω, τότε ἔχουμε κατά τήν καταφατική Θεολογία τήν ἀπόδοση ἰδιοτήτων στό Θεό μέ βάση τίς ἐνέργειές του πού ἐκδηλώνονται στήν Oἰκονομία12. Ἀποδίδονται δηλαδή στόν Θεό ἀπό τούς Πατέρες μας διάφορα ὀνόματα. Μέ ἄλλα λόγια, ἀνάλογα μέ τίς φανερώσεις τοῦ Θεοῦ, τίς λεγόμενες θεοφάνειες, ὀνοματίζεται μέ ποικιλία ὅρων καί εἰκόνων ἀπό τούς Ἁγίους.13 Ἔτσι, ὁ Θεός, κατά τόν ἅγιο Μάξιμο τον Ὁμολογητή θεωρεῖται ὡς «ὁ μόνος νοῦς τῶν νοούντων καί νοουμένων, καί λόγος τῶν λεγόντων καί λεγομένων. καί ζωή τῶν ζώντων καί ζωουμένων, καί πᾶσι πάντα καί ὤν καί γινόμενος, δι᾿ αὐτά τά ὄντα καί γινόμενα»14.

Εἶναι πρωταρχικῆς σημασίας νά γνωρίζουμε, ὅτι Ὁ Θεός μας ἔχει οὐσία καί ἐνέργεια, διότι δέν ὑπάρχει φύση ἀνενέργητη. Ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστη, καί ἡ ἐνέργειά Του εἶναι ἐπίσης ἄκτιστη. Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι ἔχουμε οὐσία καί ἐνέργεια κτιστή· ἀφοῦ εἴμαστε κτίσματα, ἔχουμε ἀρχή καί βρισκόμαστε στό χρόνο καί στό χώρο. Ὁ Θεός ὅμως, ὅπως προελέχθη, εἶναι πάνω ἀπό κάθε ἀρχή, χρόνο καί τόπο, εἶναι ἄναρχος καί «φύσει ἄκτιστος», ὅπως λέγεται θεολογικά. Καί συνεπῶς, ὅ,τι δίνει ὁ Θεός, ὅ,τι παρέχει ἀπό τό θεῖο Εἶναι Του, ὁπωσδήποτε εἶναι ἄκτιστο, δέν εἶναι πεπερασμένο ὅπως τά ἀνθρώπινα.

Ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ, εἶναι παντελῶς ἀκατάληπτη καί ἀμέθεκτη ὅπως ἀποκαλεῖται. Καί τυγχάνει ἀδύνατη κάθε προσέγγιση καί κατάληψή της ἀπό τόν πεπερασμένο ἀνθρώπινο νοῦ! Οὔτε οἱ ἄγγελοι, οὔτε οἱ Ἅγιοι κατενόησαν καί οὔτε θά κατανοήσουν ποτέ τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ! Καταληπτή ἀπό τά κτίσματα εἶναι μόνο ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἐνέργεια εἶναι ἡ φυσική ἔκφραση τῆς θείας οὐσίας. Αὐτή ἀποτελεῖ τήν «πρός τά ἔξω» κίνησή Του, τό ἀποκαλυπτικό καί ἐκστατικό ἅπλωμα τοῦ Θεοῦ στήν κτίση. Αὐτή ἡ θεία ἐνέργεια ὁδηγεῖ ἀγγέλους καί ἀνθρώπους, ὅλα τά νοερά καί αἰσθητά, στή θεία γνώση, τή μετοχή τοῦ Θεοῦ. Ἡ Πατερική μας Παράδοση ἐκφράζει αὐτήν τή θεία πραγματικότητα μέ τά λόγια τοῦ οὐρανοφάντωρος Μ. Βασιλείου: «Ἡμεῖς δέ ἐκ μέν τῶν ἐνεργειῶν γνωρίζειν λέγομεν τόν Θεόν ἡμῶν, τῇ δέ οὐσίᾳ αὐτοῦ προσεγγίζειν οὐχ ὑπισχνούμεθα. Αἱ μέν γάρ ἐνέργειαι αὐτοῦ πρός ἡμᾶς καταβαίνουσιν, ἡ δέ οὐσία αὐτοῦ μένει ἀπρόσιτος»15.

Εἶναι λοιπόν ὁ Θεός μας, ταυτόχρονα καί ὑπερβατικός καί ἐνδοκοσμικός. Καί ἀπρόσιτος καί προσιτός. Καί ἀθέατος καί θεατός. Καί ἄγνωστος καί γνωστός. Ἄγνωστος, ἀπρόσιτος καί ἀθέατος ὡς πρός τήν θεία φύση Του, ἀλλά γνωστός καί καταληπτός ὡς πρός τήν ἐνέργειά Του. Αὐτή εἶναι θά λέγαμε ἡ γέφυρα πού παρεμβάλλεται μεταξύ τοῦ Θεοῦ καί τῆς κτίσεως, διότι ὑπάρχει ὀντολογική διαφορά μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου καί ὁ μόνος τρόπος ἐπικοινωνίας μέ τό ἄκτιστο εἶναι μέσῳ τῶν θείων ἐνεργειῶν. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, μέγας Θεολόγος καί ἐξέχων Πατήρ τῆς Ἐκκλησίας, ὑπογράμμισε μέ ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς του αὐτή τήν «διπλόην»τοῦ Θεοῦ, λέγοντας ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἄγνωστος καθ᾿ ἑαυτόν, ἀλλά καθίσταται γνωστός ἀπό τίς ἐνέργειές Του. «Τοῦ Θεοῦ τό μέν ἄγνωστον ἐστι τό δέ γνωστόν, καί τό μέν ἄρρητον τό δέ ρητόν· ἄγνωστος ἐστιν ὁ Θεός ἐκ τῶν κατ᾿ αὐτῶν, γνωστός δέ ἐκ τῶν περί αὐτόν φυσικῶν ἐνεργειῶν».

Ὁ Θεός, βεβαίως, ὁ Ὁποῖος εἶναι πάνω ἀπό κάθε φύση καί κάθε φυσική κατάληψη τοῦ ἀνθρώπου, «οὐκ ἀμάρτυρον ἑαυτόν ἀφῆκεν» ὅπως διαβάζουμε στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων.16Μέσῳ τῆς φυσικῆς καί ὑπερφυσικῆς ἀποκαλύψεως, φανέρωσε τόν ἑαυτό Του στήν κτίση. Ἔτσι, ὁμιλοῦμε καί κατά τρόπο καταφατικό καί λέμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι Ζωή, ὄν, ἀγάπη κλπ., προσαγορεύοντάς Τον μέ τά λεγόμενα «θεῖα ὀνόματα». Καί τελικά, ὁ «ἀνώνυμος» Θεός εἶναι καί«πολυώνυμος», λόγῳ τῶν ὀνομάτων πού Τοῦ ἀποδίδονται ἀνάλογα μέ τίς φωτοδοτικές θεοφάνειές Του στήν κτίση, τίς ποικίλες φανερώσεις Του μέσω τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν.

Στή συνέχεια θά ἀναφερθοῦμε στό φῶς, περί τοῦ ὁποίου γίνεται λόγος στήν θεολγία καί τήν Ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας. Τό φῶς εἶναι φυσική ἰδιότητα τοῦ Θεοῦ. Βεβαίως, ὁ Θεός δέν καλεῖται φῶς κατά τήν οὐσία Του ἀλλά κατά τήν ἐνέργειά Του17. Ἡ ἐμπειρία τῶν Ἁγίων, μᾶς καταθέτει ὅτι ὁ Θεός, ὑπό κατάλληλες προϋποθέσεις, ἐμφανίζεται στόν ἄνθρωπο ὡς φῶς. Αὐτό τό φῶς δέν εἶναι κτιστό, ἀλλά ἄκτιστο, δηλαδή ἀδημιούργητο, χωρίς ἀρχή καί τέλος, ἄναρχο καί προαιώνιο. Εἶναι ἡ «Δόξα» τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ, ἡ ἄκτιστη Χάρις, ἡ θεία ἐνέργειά Του. «Τό φῶς τοῦτο, ἤ ἡ ἔλλαμψις, δύναται νά προσδιορισθῇ ὡς ὁ ὁρατός χαρακτήρ τῆς θεότητος, τῶν ἐνεργειῶν ἤ τῆς χάριτος, διά τῆς οποίας γνωρίζεται ὁ Θεός».18 Εἶναι τό Θαβώριον φῶς πού εἶδαν οἱ πρόκριτοι τῶν Μαθητῶν κατά τήν Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Πῶς ὅμως, χοϊκά μάτια εἶδαν τά «ὑπέρ φύσιν»; Μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος μέ τούς σωματικούς ὀφθαλμούς νά δεῖ τό ἄκτιστο, τό αἰώνιο καί ἀΐδιο; Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἐν προκειμένῳ κάνει λόγο γιά «μετασκευή» τῶν ὀφθαλμῶν τῶν Μαθητῶν. Ὁ θεόπτης καί ἐμπειρικός Μέγας θεολόγος τοῦ 14ου αἰώνος, γράφει ὅτι οἱ τρεῖς Ἀπόστολοι, μέ μιά ἁγιοπνευματική ἐναλλαγή τῶν αἰσθήσεων μπόρεσαν καί εἶδαν τότε στό ὄρος Θαβώρ, το θεῖον, ἄκτιστον φῶς. Οὔτε τό φῶς ἦταν αἰσθητό, οὔτε οἱ Μαθητές τό εἶδαν μέ αἰσθητούς ὀφθαλμούς, ἀλλά μέ ὀφθαλμούς πού εἶχαν πρωτίστως μετασκευαστεῖ μέ τή δύναμη τοῦ Αγίου Πνεύματος. «Οὐκοῦν, οὐδέ τό φῶς ἐκεῖνο αἰσθητόν, οὐδέ οἱ ὁρῶντες αἰσθητικοῖς ἁπλῶς ἑώρων ὀφθαλμοῖς, ἀλλά μετασκευασθεῖσι τῇ δυνάμει τοῦ θείου Πνεύματος. Ἐνηλλάγησαν οὖν, καί οὕτω τήν ἐναλλαγήν εἶδον».19

Προσεγγίζοντας τίς ἔννοιες αὐτές, τοῦ φωτός καί τοῦ γνόφου, μποροῦμε νά καταθέσουμε ὅτι ἡ ὑπερβατικότητα τοῦ Θεοῦ καί ἡ «διπλόη» τῆς θείας φύσεως, δηλαδή τό ἄγνωστο καί τό γνωστό, σέ πολλές περιπτώσεις, ἐκφράζεται μέ μιά ἐναλλαγή φωτός καί σκότους, ὅπως το βλέπουμε στην περίπτωση τῆς Μεταμορφώσεως.. Ἔτσι, ἐνῶ βλέπουμε τούς Μαθητές ἐπάνω στό Θαβώρ νά βλέπουν τή θεία λαμπρότητα μέ ἐγρήγορση καί ἁγιοπνευματική ἱκάνωση, ἔπειτα ἀμέσως βλέπουμε τή νεφέλη νά τούς ἐπισκιάζει καί νά τούς φοβίζει. Ὁ γνόφος ἔγινε φωτεινός καί ἔπειτα πάλι σκοτεινός20. Ἡ ἐναλλαγή φωτός καί σκότους παρατηρεῖται καί στή θεοφάνεια τοῦ ἀποστόλου Παύλου, πού ἐπισυνέβη κατά τήν πορεία του πρός Δαμασκό. Τόν θεοκήρυκα ἀπόστολο τῶν Ἐθνῶν «περιήστραψε φῶς ἐκ τοῦ οὐρανοῦ» καί ἔπεσε στή γῆ. Ἄκουσε δέ, τήν φωνή τοῦ Θεοῦ:«Σαούλ, Σαούλ, τί μέ διώκεις»;21 Ὅταν ὅμως σηκώθηκε, δέν ἔβλεπε τίποτα, παρόλο πού τά μάτια του ἦσαν ἀνοιχτά. Καί εἶναι ἀλήθεια ὅτι «τό σκότος τοῦ ὑπερβατικοῦ παραμένει ἀκέραιο, ἀλλά εἶναι σκότος φωτεινό. Ἔτσι, ὁ θεῖος γνόφος, κατά μία ἀντινομία πού προσιδιάζει στήν διπλότητα τῆς θείας φύσεως, μπορεῖ νά χαρακτηρισθῆ ὡς «ἀπρόσιτον φῶς», μέσα στό ὁποῖο κατοικεῖ ὁ Θεός».22 Ὑπό αὐτήν τήν ἔννοια, μέ ἀσφάλεια μπορεῖ νά τονίσει κανείς, ὅτι τό «φῶς» καί ὁ «γνόφος» εἶναι ἀπό τίς σπουδαιότερες ἔννοιες τῆς χριστιανικῆς Θεολογίας23.

Θά πρέπει ὅμως νά κάνουμε λόγο καί γιά τόν Ἰησοῦ Χριστό ὡς Φῶς , ὁ Ὁποῖος εἶναι «τό Φῶς τό Ἀληθινόν, τό φωτίζον πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον». Εἶναι γεγονός ὅτι μέσα ἀπό τό φῶς τοῦ Χριστοῦ βλέπουμε τόν Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὅπως ψάλλουμε στήν Δοξολογία («ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς»). Καί στήν Ὑμνολογία τῆς Δεσποτική ἑορτῆς τῆς Μεταμορφώσεως, στό «Ἐξαποστειλάριο», τήν ἴδια θεολογική ἀλήθεια διατυπώνουμε ὑμνολογικῶς:

«Φῶς ἀναλλοίωτον Λόγε, φωτός Πατρός ἀγεννήτου ἐν τῷ φανέντι φωτί σου, σήμερον ἐν Θαβωρίῳ, φῶς εἴδομεν τόν Πατέρα, φῶς καί τό Πνεῦμα, φωταγωγοῦν πᾶσαν κτίσιν».

Ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι «φῶς ἐκ φωτός», καθώς ὁμολογοῦμε στό Σύμβολο τῆς Πίστεως. Εἶναι τό«σεσαρκωμένον φῶς», μέσῳ τοῦ ὁποίου θεᾶται ὁ ἀθέατος Πατήρ, τό ἀγέννητον φῶς. Στό σημεῖο αὐτό θά κάνουμε κάποιες διευκρινήσεις περί τοῦ δόγματος τῆς Χριστολογίας, πού συνεπάγεται γιά μᾶς τήν σωτηρία. Καί τοῦτο διότι οἱ μεγάλοι καί τιτάνειοι ἀγῶνες τῆς Ὀρθοδοξίας γιά τήν κατοχύρωση καί ἑρμηνεία τοῦ χριστολογικοῦ δόγματος, ἐξηγοῦνται ἀπό τό γεγονός ὅτι στήν πίστη μας μας ἡ χριστολογία ἐπέχει θέση σωτηριολογίας, φανερώνοντας τήν ἐξύψωση, ἐκλάμπρυνση καί θέωση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως στό ἑνιαῖο πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, μέσα ἀπό τήν ἄφραστη ἕνωσή της μέ τή θεία φύση.

Συνδέοντας τώρα τή χριστολογία μέ τό φῶς, μποροῦμε νά ποῦμε πώς τό μυστήριο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἔγκειται στό γεγονός ὅτι λαμβάνει χώρα γιά πρώτη φορά στόν κόσμο ἡ φανέρωση τοῦ φωτός, δηλαδή τῆς Χάριτος, ὅπως ἐκχέεται ἀπό τόν Πατέρα διά τοῦ Υἱοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Ὁ Υἱός διά τοῦ Πνεύματος ἐκχέει αὐτή τήν Χάρη πάνω στήν ἀνθρώπινη φύση Του. Ἔτσι, ὁλόκληρη ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ, ἐμφανίζεται στήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ πού θεώνεται«ἐξ ἄκρας συλλήψεως» ὅπως διατυπώνεται θεολογικά. Μέ αὐτό τό γεγονός, ὁλόκληρη ἡ κτίση, σύμπασα ἡ δημιουργία, ἑνώνεται μέ τόν Θεό καί μετέχει στή ζωή τοῦ Θεοῦ! Καί τοῦτο διότι αὐτή ἡ Χάρις εἶναι ἡ «Δόξα» τοῦ Θεοῦ ἡ ὁποία περιβάλλει τήν οὐσία Του. Αὐτή ἡ αἰώνια ἀκτινοβολία δόξης, ἁγιότητος, ἀπείρων δωρεῶν καί μεγάλων χαρίτων, εἶναι φῶς γνώσεως καί ζωῆς καί θεία ἔλαμψη, καθώς φῶς τό ὁποῖο δέν φωτίζει μόνο ἀλλά τρέφει καί ζωοποιεῖ καί ἀνακαινίζει, ἀφοῦ ὡς ζωντανή Χάρις καί ζωή τοῦ Θεοῦ πού ἐκδηλώνεται «πρός τά ἔξω», μέσῳ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Συνεπῶς, ἀφοῦ ὁ Θεός Λόγος ἔγινε ἄνθρωπος, ἔχουμε αὐτήν τήν ὑπερφυῆ ἕνωση κτιστοῦ καί ἀκτίστου διά τοῦ Λόγου, διότι ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ ἔγινε ἡ πηγή τῆς ἀκτίστου Δόξης καί Χάριτος. Μέχρι τότε, στήν πρό τῆς Σαρκώσεως ἐποχή, πολλοί ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, κυρίως προφῆτες καί δίκαιοι, ἀλλά ἀκόμη καί Ἕλληνες φιλόσοφοι διά τοῦ λεγομένου σπερματικοῦ λόγου24, ἔχουν μιά αἴσθηση τῆς Χάριτος καί τῆς ἀληθείας τοῦ Θεοῦ. Ὅμως, τότε, ἦταν ἐντελῶςἀνέφικτη ἡ ἕνωση τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν ζωή τοῦ Θεοῦ. Δέν ἦταν δυνατόν ὁλόκληρος ὁ Θεός νά ἐγκατοικήσει μέσα στόν ἄνθρωπο καί ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος νά ἑνωθεῖ μέ τόν Θεό. Αὐτό ἔγινε μέ τήν πρόσληψη τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ἀπό τόν Χριστό. Ἐκεῖ ἔχουμε τήν λεγομένη«ἀντίδοση τῶν ἰδιωμάτων» τῆς καθεμιᾶς φύσεως πού ἑνώθηκαν στό Πρόσωπο τοῦ Λόγου, μέ ἄλλα λόγια τό μυστήριο τῆς συνεργίας τῶν δύο φύσεων, ὅπως διεκήρυξε θεολογικά ἡ Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος τῆς Χαλκηδόνας. Τό μέγα αὐτό μυστήριο φανερώνεται στόν κόσμο διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γιά τό λόγο αὐτό θά πρέπει νά κατανοοῦμε ὅτι ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, σώζει τόν κόσμο, ὄχι μέ αὐτά πού κάνει, ἀλλά μέ αὐτό πού εἶναι. Ἑπομένως, αὐτά πού ἐνεργεῖ ὁ Χριστός, δηλαδή θαύματα, ἰάσεις ἀσθενῶν κλπ., μᾶς βοηθοῦν νά καταλάβουμε αὐτό πού εἶναι, διότι αὐτό συνιστᾶ τήν σωτηρία μας! Καί αὐτό εἶναι ἡ ἀπόλυτη κοινωνία τῆς Χάριτος, τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ, μέ τίς ἐνέργειες τοῦ ἀνθρώπου, πού πραγματοποιεῖται στό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι, ἔχουμε καί ἐμεῖς πλέον τόν τρόπο νά μετάσχουμε χαρισματικά στή θεία φύση μέσῳ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ, νά γίνουμε «θείας φύσεως κοινωνοί» ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος Πέτρος25. Ὅταν λ.χ. μεταλαβάνουμε «Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ», παρόλο πού τά θεῖα Δώρα εἶναι ὑλικά, κοινωνοῦμε μέ τήν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, μέ τήν ὁποῖα εἶναι ἑνωμένη ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ. Μέσῳ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ, ἔχουμε κατά Χάριν αὐτό τό ὁποῖο Ἐκεῖνος ἔχει κατά φύσιν. Αὐτῆς τῆς δωρεᾶς ἀξιώνεται ὁ ἄνθρωπος, ὅταν «πιστεύει στό φῶς».

Ὑπάρχει ἀκριβῶς σχετική προτροπή τοῦ Κυρίου μας στό ἱερό Εὐαγγέλιο, γιά ὅλους τούς Χριστιανούς: «Ἕως τό φῶς ἔχετε, πιστεύετε εἰς τό φῶς, ἵνα υἱοί φωτός γέννησθε».26 Ἕως ὅτου ἔχετε μεταξύ σας ἐμένα ἀνάμεσά σας, λέγει ὁ Θεάνθρωπος, πού εἶμαι τό φῶς, νά πιστεύετε στό φῶς καί νά ἀναγνωρίσετε ὅτι ἐγώ εἶμαι τό φῶς, ὥστε να γίνεται καί σεῖς παιδιά τοῦ φωτός, δηλαδή νά φωτισθεῖτε ἀπό τό δικό μου φῶς τῆς ἀληθείας καί τῆς ἁγιότητος. Δέν πρόκειται γιά ποιητική μεταφορά, σχῆμα λόγου, ἤ ἄλλη φράση, ἀλλά γιά πρόταση ἡ ὁποία ἐνέχει μέγα βάθος θεολογικό. Ὁμιλώντας στό συγκεκριμένο χωρίο ὁ Κύριος γιά τό φῶς, ἐννοεῖ τήν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία ἀναπαύεται σ᾿ Αὐτόν, στήν ἀνθρώπινη φύση Του. Συνεπῶς, εἶναι εὔκολο νά κατανοηθεῖ τί ἐννοεῖ ὁ Χριστός λέγοντας «πιστεύετε εἰς τό φῶς», ἐννοώντας ὅτι πρέπει νά πιστεύουμε ὑπαρξιακῶς στήν θεότητά Του, ἐκ τῆς ὁποίας λάβαμε τήν σωτηρία καί γίναμε «καινή κτίσις»27.

Καί τοῦτο διότι ὁ Γλυκύτατος Σωτῆρας μας Ἰησοῦς Χριστός εἶναι δρόσος, ὕδωρ καί ποταμός. Ἔτσι τόν προσαγορεύει ἕνας μεγάλος Πατήρ καί βαθυστόχαστος, ὁ ὁποῖος μέ ἕναν μοναδικό θά λέγαμε τρόπο εἰσέδυσε στό μυστήριο τοῦ Θεοῦ, ὁ Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής: «Ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος, καί δρόσος λέγεται καί ἐστίν· καί ὕδωρ καί πηγή καί ποταμός ὡς γέγραπται· κατά τήν ὑποκειμένην δηλονότι τῶν δεχομένων δύναμιν, ταῦτα καί ὤν καί γενόμενος».28 

______________________________________________________


1 Δ. Τσάμη, Εἰσαγωγή στή σκέψη τῶν Πατέρων τῆς ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, σελ. 294.
2 Βλ. Γ. Μαρτζέλου, Κατάφαση καί ἀπόφαση κατά τήν ὀρθόδοξη Πατερική Παράδοση (ἄρθρο).
3 MPG. 94, 848 Β.
4 Βλ. Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως 1, 4, MPG. 94, 800 Β.
5 Π. Χρήστου, Τό μυστήριο τοῦ Θεοῦ, ἐκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 35.
6 Περί Μυστικῆς Θεολογίας, 5, MPG. 3, 1045 D.
7 Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, Εἰς τόν βίον τοῦ Μωυσέως, Εἰσαγωγή, κείμενο, μετάφραση, σχόλια, ἀρχιμ. Παγκράτιος Μπρούσαλης, ἐκδ, Ἀποστολικῆς Διακονίας, σελ. 176.
8 Βλ. Διονυσίου Αρεοπαγίτου, όπ. παρ., 2, PG 3, 1025 ΑΒ. Μαξίμου Ομολογητού, Πρός Θαλάσσιον, Περί διαφόρων ἀπόρων τῆς Θείας Γραφῆς 25, PG 90, 333 CD .
9 ὅπου π. Γ. Μαρτζέλου, Κατάφαση…
10 Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περί Μυστικῆς Θεολογίας, 5, MPG. 3, 1045 D.
11 Εὐσεβίου, Εἰς Κωνσταντῖνον βασιλέα τριακονταετηρικός 12, MPG. 20, 1385 B.
12 Βλ. Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί μυστικής Θεολογίας, Πρός Τιμόθεον, 1, 2, PG 3, 1000 B. 3, PG 3, 1033 C. Μαξίμου Ομολογητού, Μυσταγωγία, Προοίμ., PG 91, 664 Β .
13 Ν. Ματσούκα, Δογματική Γ΄, σελ. 137
14 Βλ. Μυσταγωγία, Προοίμ., MPG 91, 664 Α.
15 Βλ. Μ. Βασιλείου Ἐπιστολή 234, 1, PG 32, 869 ΑΒ. Ὁ δέ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, τίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ ὀνομάζει «δυνάμεις». Ἄλλοι Ἅγιοι τίς ὀνομάζουν «προόδους» κλπ., στοιχούμενοι βεβαίως στήν ἴδια ὀρθόδοξο Διδασκαλία. Αὐτήν τήν πατερική Παράδοση περί τοῦ θέματος αὐτοῦ ἀνέπτυξε διεξοδικῶς τόν 140ο αἰώνα ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἔχοντας ἐνώπιόν του τίς προκλήσεις τῆς δυτικῆς θεολογίας στό πρόσωπο τοῦ Βαρλαάμ Καλαβροῦ, ὁ ὁποίος κύρηττε ἕναν ἀμέθεκτο Θεό, ἀποκλείοντας τό ἄκτιστο τῆς θείας ἐνεργείας καί τό μεθεκτόν τοῦ Θεοῦ. Οὐσιαστικά ὁ Βαρλαάμ ἀπέκλειε τήν δυνατότητα τῆς σωτηρίας, ἀφοῦ γκρέμιζε τή «γέφυρα» (τό «συνδοῦν», κατά τή φράση τοῦ Γρηγορίου Παλαμᾶ), πού ἑνώνει τό κτιστό μέ τό ἄκτιστο.
16 Πρ. ιδ΄, 17
17 Βλ. Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Κατά Ἀκινδύνου: «Ὅτι φῶς ὁ Θεός οὐ κατ᾿ οὐσίαν, ἀλλά κατ᾿ ἐνέργειαν λέγεται». MPG. 150, 823.
18 Βλ. Vladimir Lossky, Ἡ Μυστική Θεολογία τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, σελ. 264.
19 Ὁμιλία ΛΔ΄, Εἰς τήν Σεπτήν Μεταμόρφωσιν…, ΕΠΕ, 10, 374.
20 Π. Χρήστου, Τό μυστήριο τοῦ Θεοῦ, σελ. 35.
21 Πράξ. 22, 7.
22 ὅπου π.
23 Π. Χρήστου, Θεολογικά μελετήματα, Νηπτικά και Ἠσυχαστικά, σελ. 217
24 Τήν ὕπαρξη τοῦ σπερματικοῦ λόγου ὡς μιᾶς προπαιδείας τῆς ἐν Χριστῷ Ἀαποκαλύψεως, δέχονται πολλοί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως λ.χ. ὁ Μ. Ἀθανασιος, οἱ Καππαδόκες, ὁ ἱερός Χρυσόστομος, γράφοντας μάλιστα ὅτι «ὡς ἐν αἰνίγματι ὑπάρχει μέρος τῆς ἀληθείας» (MPG. 55, 498. 62, 20) κ.ἄ. (Βλ. Σπ. Τσιτσίγκου, περί σπερματικοῦ λόγου, ἄρθρο).
25 Β΄Πέτρ. 1, 14.
26 Ἰω. 12, 36.
27 Β΄ Κορ. 5, 17.
28  Περί θεολογίας καί τῆς ἐνσάρκου οίκονομίας τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, MPG. 90, 1153BC