A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !
✞ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος ✞

Τρίτη 15 Ιουλίου 2014

Κατάθεσις Τιμίας Ἐσθῆτος τῆς Θεοτόκου ἐν Βλαχέρναις (2 Ίουλίου)

Φωτογραφία του Αθανάσιος Καλαμαρινός.


Δυὸ πατρίκιοι, οἱ αὐτάδελφοι Γάλβιος καὶ Κάνδιδος, πηγαίνοντας στὰ Ἱεροσόλυμα νὰ προσκυνήσουν, ἔφτασαν στὴν Παλαιστίνη. Κατὰ τὴν ἐπίσκεψή τους στοὺς Ἁγίους Τόπους, συνάντησαν μία Ἑβραία, ἡ ὁποία εἶχε στὴν κατοχή της καὶ φύλαγε μὲ πάρα πολὺ μεγάλη εὐσέβεια, μέσα σὲ εἰδικὸ κιβώτιο τὴν τίμια Ἐσθῆτα (φόρεμα) τῆς Παναγίας. Τότε οἱ Γάλβιος καὶ Κάνδιδος, ἀφοῦ προσκύνησαν τὸ ἱερὸ ἔνδυμα, ἔβαλαν σκοπὸ νὰ τὸ μεταφέρουν στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἀφοῦ ἔφτασαν στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ προσκύνησαν, στὴν συνέχεια κατασκεύασαν ἕνα εἰδικὸ κιβώτιο, ὅμοιο μὲ αὐτὸ ποὺ εἶχε ἡ Ἑβραία γυναῖκα καὶ φύλαγε τὸ φόρεμα τῆς Θεοτόκου. Τὸ κιβώτιο αὐτό, χωρὶς νὰ τοὺς πάρει εἴδηση ἡ γυναῖκα, τὸ ἄλλαξαν μὲ αὐτὸ ποὺ περιεῖχε τὴν τιμία Ἐσθῆτα.

Ἔτσι λοιπὸν πῆραν τὸ κιβώτιο μὲ τὸ ἱερὸ ἔνδυμα καὶ ξεκίνησαν γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη. Ὅταν ἔφθασαν στὴν Πόλη, προσπάθησαν νὰ κρύψουν αὐτὸν τὸν πολύτιμο θησαυρὸ στὶς Βλαχέρνες. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν μποροῦσαν νὰ τὸ κρύψουν, γνωστοποίησαν αὐτὸ τὸ γεγονὸς στὸν αὐτοκράτορα τῆς Πόλης. Ἐκεῖνος μόλις πληροφορήθηκε τὴ μεταφορὰ τῆς τιμίας Ἐσθῆτος στὴν Κωνσταντινούπολη ἀσπάστηκε μὲ μεγάλη εὐλάβεια τὸ ἱερὸ ἔνδυμα καὶ ἀμέσως ἔδωσε ἐντολὴ νὰ κατασκευαστεῖ Ναὸς καὶ ἀργότερα μέσα σ' αὐτὸν τοποθέτησε τὸ ἱερὸ ἔνδυμα, τὸ ὁποῖο βρίσκεται μέχρι καὶ σήμερα σ' αὐτὸν τὸν τόπο, ἀποτελῶντας φυλακτήριο καὶ συνάμα πολύτιμο κειμήλιο γιὰ τοὺς χριστιανούς.

 www.synaxarion.gr


Στο ναό των Βλαχερνών, που είχε κτίσει η βασίλισσα Πουλχερία, κόρη του αυτοκράτορα Αρκαδίου και σύζυγος του αυτοκράτορα Μαρκιανού (451 - 457 μ.Χ.), είχαν κατατεθεί τα σπάργανα (εντάφια) της Θεοτόκου, τα όποια είχαν σταλεί από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Ιουβενάλιο (βλέπε ίδια ημέρα). Όταν δε ήταν αυτοκράτορας ο Λέων Α' ο Θράξ (457 - 474 μ.Χ.), οι πατρίκιοι Γάλβιος και Κάνδιδος έφεραν από τα Ιεροσόλυμα και την τίμια εσθήτα της Υπεραγίας Θεοτόκου. Ο Λέων την παρέλαβε και την κατέθεσε στο ναό των Βλαχερνών, μέσα σε χρυσή λάρνακα.

Η εσθήτα αυτή υπήρχε μέσα στο ναό των Βλαχερνών μέχρι το έτος 820 μ.Χ. Αλλά ο ναός αυτός το 1070 μ.Χ. κάηκε και κατόπιν, αφού ανοικοδομήθηκε, από απροσεξία ξανακάηκε στις 19 Ιανουαρίου του 1434 μ.Χ. Βέβαια, πάντα τα τίμια αντικείμενα της Υπεραγίας Θεοτόκου γίνονται αφορμή στους αγωνιζόμενους χριστιανούς να μιμηθούν την αρετή της. Και όπως, λοιπόν, αυτή «διετήρει πάντα τὰ ρήματα (τοῦ Κυρίου) ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς» (Λουκά, θ' 51.), διατηρούσε, δηλαδή, τα λόγια του Υιού της βαθειά χαραγμένα στην καρδιά της, έτσι ας κάνουμε κι εμείς.



www.saint.gr



Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.


Θεῖον ἔνδυμα, τῶν οίκτιρμῶν σου, καὶ ἱμάτιον ἀθανασίας, τὴν ἁγίαν σου Ἐσθῆτα καὶ ἄφθαρτον, τῇ κληρουχίᾳ σου Κόρη δεδώρησαι, εἰς περιποίησιν πάντων καὶ σύναψιν. Ὅθεν Ἄχραντε, τὴν θείαν αὐτῆς κατάθεσιν, τιμῶντες εὐσεβῶς σὲ μεγαλύνομεν.





Κοντάκιον

Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθείς.

Περιβολὴν πᾶσι πιστοῖς ἀφθαρσίας, θεοχαρίτωτε Ἁγνὴ ἐδωρήσω, τὴν Ἱερὰν Ἐσθῆτά σου, μεθ᾽ ἧς τὸ ἱερόν, σῶμά σου ἐσκέπασας, σκέπη πάντων ἀνθρώπων, ἧς περ τὴν κατάθεσιν, ἑορτάζομεν πόθῳ, καὶ ἐκβοῶμεν φόβῳ σοι σεμνή· Χαῖρε Παρθένε, Χριστιανῶν τὸ καύχημα.



Κάθισμα

Ἦχος δ'. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.

Οἱ τῶν θαυμάτων ποταμοὶ Θεοτόκε, ἐκ τῆς πανσέπτου σου σοροῦ προερχόμενοι, ὡς ἐξ Ἐδὲμ ποτίζουσι τὸ πρόσωπον τῆς γῆς, χάριτας προχέοντες, τοῖς πιστῶς σε τιμῶσιν· ὅθεν ἀνυμνοῦμέν σε, καὶ σεπτῶς εὐφημοῦμεν, καὶ εὐχαρίστως κράζομεν ἀεί· Χαῖρε ἡ μόνη, ἐλπὶς τῶν ὑμνούντων σε.



Ὁ Οἶκος


Τὴν καθαρὰν καὶ ἀληθῆ σκηνὴν τοῦ Θεοῦ Λόγου, τὴν ἔμψυχον νεφέλην, καὶ στάμνον τὴν τοῦ Μάννα, τὴν Θεοτόκον Μαριάμ, πάντες οἱ σωθέντες διὰ τοῦ τόκου αὐτῆς ἐν πίστει μακαρίσωμεν, καὶ τὴν σεπτήν, Ἐσθῆτα προσπτυξώμεθα, ᾗπερ τὸν Δεσπότην περισχοῦσα, ὡς βρέφος ἐβάστασε φορέσαντα σάρκα, δι' ἧσπερ τῶν βροτῶν ἡ φύσις ἐπήρθη πρὸς μετάρσιον ζωὴν καὶ βασιλείαν· ὅθεν γεγηθότες, κραυγάζομεν μεγαλοφώνως· Χαῖρε Παρθένε, Χριστιανῶν τὸ καύχημα. 



Μεγαλυνάριον


Τῆς ἀθανασίας τὸν χορηγόν, τέξασα Παρθένε, ἠθανάτισας τὸν Ἀδάμ· τοῦτο γοῦν δηλοῦσα, ἡ ἄφθαρτος Ἐσθής σου, φθορᾶς παθῶν λυτροῦται, τοὺς προσπελάζοντας. 

Δευτέρα 14 Ιουλίου 2014

Ἐκκλησιοκτόνος ἡ Αἵρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ

Καταλύει τὴν Ἀποστολικότητα τῆς Ἐκκλησίας


Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ὠρωποῦ καὶ Φυλῆς κ. Κυπριανοῦ


Cyprian1a


Μακαριώτατε·

Σεβασμιώτατοι καὶ Θεοφιλέστατοι Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς·
Σεβαστοὶ Πατέρες καὶ Ἀδελφοί·
Ὁσιώτατοι Μοναχοί, Γέροντες καὶ Γερόντισσες·
Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ Ἀδελφοὶ καὶ Ἀδελφές·

1. Ἡ εὐγνωμοσύνη μας πρὸς τὸν Ἅγιο Ἀπόστολο Παῦλο

Σήμερα, ἐν  καιρῷ  θέρους, δροσιζόμενοι  ὑπὸ τὴν σκιὰν  τοῦ πλατύφυλλου Δένδρου τῆς  προσφάτου καὶ θεοφιλοῦς  Ἑνώσεώς  μας, ἡ Χάρις τοῦ Ἀγίου Πνεύματος  μᾶς συνήγαγε,  προκειμένου νὰ ἐκφράσωμε  προσευχητικά, ἐν ὕμνοις  καὶ  ᾠδαῖς πνευματικαῖς, τὴν  εὐγνωμοσύνη  μας ἐξαιρετικὰ πρὸς τὸν οὐρανοβάμονα  Ἅγιο Ἀπόστολο  Παῦλο· τὸν Φωτιστὴ  τῆς Πατρίδος  μας· τὸν Ἱδρυτὴ τῶν πρώτων Ἐκκλησιῶν ἐπὶ εὐρωπαϊκοῦ  ἐδάφους· τὸν θεμελιωτὴ τῆς Τοπικῆς Ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῶν Ἀθηνῶν· τὸν θεοκίνητο  Μυσταγωγό  μας στὸ Μυστήριο τοῦ Σωτῆρός μας Χριστοῦ· τὸν ἄριστο Καθηγητὴ  τῆς Μυστικῆς-Ἐμπειρικῆς-Εὐχαριστιακῆς Θεολογίας· τὴν ἀστείρευτη αὐτὴ Πηγὴ τῆς Ὀρθοδόξου Χριστοκεντρικῆς Ἐκκλησιολογίας.

Τὸν Παῦλο ἀναφέρομε εὐλαβικά, καὶ οἱ καρδιές μας στρέφονται πρὸς τὴν Ἁγία Πίστι μας, τὴν Ὁποία  Αὐτὸς μᾶς παρέδωσε· ἡ Ὁποία  εἶναι ταυτόσημος  μὲ τὴν διαιώνια Πίστι τῆς Ἐκκλησίας· ἡ Ὁποία  ἀκριβῶς γι᾿ αὐτὸ εἶναι  καὶ  λέγεται Ἀποστολική· καὶ  ἐξ αἰτίας  τῆς  Ὁποίας,  ἡ Ἁγία  Ἐκκλησία μας εἶναι  καὶ καλεῖται καὶ ὁμολογεῖται  Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία.

Ναί, ὁπωσδήποτε, «ἡ ἔλευση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στὴν Ἑλλάδα εἶχε κοσμογονικὸ χαρακτῆρα  καὶ γιὰ τὴν Εὐρώπη καὶ προπάντων γιὰ τὴν Πατρίδα μας»[1].

Ναί,  πράγματι,  «ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὑπῆρξε “ὁ πατὴρ” τῆς Χριστιανικῆς Ἑλλάδος·  “ὁ Θεμελιωτὴς  καὶ  Οἰκοδόμος  τοῦ Ἑλληνικοῦ Χριστιανισμοῦ”· “ὁ μεγάλος  ἀφυπνιστὴς τοῦ Ἔθνους μας”· ὁ Ἱδρυτὴς τῆς Τοπικῆς  Ἑλλαδικῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας μας»[2].

Ναί, εἶναι ἀλήθεια, ὅτι ὁ χριστοκίνητος Παῦλος, ὅπως ἐπιγραμμα- τικὰ λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, «τὴν Ἑλλάδα,  τὴν βάρβαρον πᾶσαν», λόγῳ  τῆς  εἰδωλολατρίας, αὐτὸς  «ὁ σκηνοποιὸς ἐπέστρεψε»  στὴν ἐπίγνωσι τοῦ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ, τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος[3].

Ναί, ἀναμφισβήτητα, ὁ θεοφόρος Παῦλος  εἶναι  Ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος μᾶς ἐβάπτισε στὸ Ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὥστε νὰ μὴν εἴμεθα πλέ- ον «ξένοι καὶ πάροικοι,  ἀλλὰ συμπολῖται τῶν Ἁγίων  καὶ οἰκεῖοι  τοῦ Θεοῦ, οἰκοδομηθέντες ἐπὶ τῷ θεμελίῳ τῶν Ἀποστόλων καὶ Προφητῶν, ὄντος ἀκρογωνιαίου αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ»[4].

Ναί, γιὰ ὅλα αὐτά, ἀνέκαθεν καὶ σήμερα καὶ τὴν στιγμὴ αὐτή, καταστέφομε τὴν Μνήμη καὶ τὴν Εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Παύλου μὲ ἄνθη εὔωσμα εὐχαριστίας καὶ  δοξολογίας· μὲ τὰ  νοητὰ μύρα τῆς Πίστεως,  τῆς Ἐλπίδος καὶ τῆς Ἁγάπης·  ἀλλά,  καὶ μὲ τὰ δάκρυα τῆς αὐτομεμψίας καὶ μετανοίας, διότι δὲν ἀποδειχθήκαμε ἄξιοι τῶν οὐρα- νίων αὐτῶν δωρεῶν.

* * *


2. Τὸ «Μυστήριο τῆς Ἀνομίας» καὶ ὁ συγκρητιστικὸς Οἰκουμενισμὸς


Παρὰ ὅλα αὐτά, τὰ ὁποῖα βεβαίως εἶναι πηγὴ ἐμπνεύσεως  καὶ ἀφυπνίσεως,  θὰ ἤθελα  ἀπόψε  νὰ στρέψωμε  τὴν  προσοχή  μας στὸ πολὺ ἐπίκαιρο  θέμα τῆς Ἀποστολικότητος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας.

Ἡ τετάρτη αὐτὴ ἰδιότης τῆς Ἐκκλησίας, συναπτομένη ἀρρήκτως μὲ τὴν Μοναδικότητα, τὴν Ἁγιότητα καὶ τὴν Καθολικότητά Της, βάλλεται στὶς  ἡμέρες μας συνεχῶς  καὶ  ἀπροκαλύπτως ἀπὸ τὴν ἐκκλησιοκτόνο αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.

Ἡ ἀναφορὰ τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Παύλου στὸ «θεμέλιο τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Προφητῶν»[4]  ἔχει σήμερα ἐξαιρετικὴ σημασία, ἐφ᾿ ὅσον τόσο οἱ Προφῆται, ὅσο καὶ οἱ Ἀπόστολοι, βεβαίως δὲ καὶ οἱ Διάδοχοί τους, κατεπολέμησαν σθεναρῶς τὸν Συγκρητισμό, δηλαδὴ τὴν ἀνάμειξι τῆς Ἀληθοῦς Πίστεως μὲ τὰ ἀλλότρια στοιχεῖα τῆς Εἰδωλολατρίας καὶ τῆς Αἱρέσεως· ἀντεστάθησαν στὴν νόθευσι τῆς Ἀληθείας· κατεδίκασαν τὴν σταδιακὴ  ἐπικράτησι τῆς ἀδιαφορίας  ἔναντι  τῆς Ἀληθείας· ἐμαρ- τύρησαν γιὰ νὰ μὴν ἀκυρωθῆ ἡ σχέσις  μὲ τὸν ἀποκεκαλυμμένο Θεὸ τῆς Ἀληθείας καὶ τῆς Σωτηρίας.

Ὀφείλομε νὰ εἴμεθα εἰλικρινεῖς: ἡ διαρκῶς  αὐξανομένη  συγκρητιστικὴ ἀπομάκρυνσις ἀπὸ τὴν Ἀλήθεια  καὶ  ἡ ἀλλοίωσις Αὐτῆς  μέσῳ τοῦ ψεύδους,  ὡς καὶ ἡ ἐξίσωσις Αὐτῆς μὲ τὴν πλάνην-αἵρεσιν, εἶναι τὸ ἐνεργούμενον διὰ  μέσου τῶν  αἰώνων Μυστήριον τῆς  Ἀνομίας»[5], τὸ ὁποῖο  προηγεῖται τῆς  τελικῆς «Ἀποστασίας»[6], ἀλλὰ καὶ προπαρασκευάζει Αὐτήν, μέχρι τῆς ἐμφανίσεως-ἀποκαλύψεως τοῦ κατ᾿ἐξοχὴν «Ἀνόμου»[7], τοῦ «Υἱοῦ τῆς Ἀπωλείας»[6], τοῦ «Ἀντικειμένου»[8] καὶ «Ἀντιχρίστου»[9].

Στὴν προοπτικὴ  αὐτή, ἡ λεγομένη Οἰκουμενικὴ Κίνησις, ἡ ὁποία ἐνεφανίσθη καὶ ἀνεπτύχθη κατὰ  τὸν προηγούμενο αἰῶνα, μὲ σκοπὸ τὴν ἐπανένωσι τοῦ διηρημένου καὶ πολυδιασπασμένου Χριστιανισμοῦ, ἔχει συγκρητιστικὸ χαρακτῆρα καὶ ἐντάσσεται στὸ ἐνεργούμενο «Μυστήριον τῆς Ἀνομίας»[5]:

διεκηρύχθη ἐπισήμως  τὸ ἔτος 1920· μετὰ ἀπὸ ὀλίγα  ἔτη, τὸ 1924, προκειμένου νὰ ἐφαρμόση τὸ πρόγραμμα-σχέδιό του, εἰσήγαγε τὴν Ἡμερολογιακὴ-Ἑορτολογικὴ Μεταρρύθμισι, ἡ ὁποία διέρρηξε τὴν ἑνότητα τῶν Τοπικῶν  Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν·  κατόπιν, κατέρριψε τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο καὶ μετέθεσε «Ὅρια Αἰώνια,  ἃ ἔθεντο  οἱ Πατέρες»[10  ἡμῶν· καὶ σήμερα, ὁμιλεῖ ἀπροκάλυπτα γιὰ ἕναν χριστιανοφανῆ Συγκρητισμό,

ὅταν διαπιστώνη, ὅτι δῆθεν «ὑπάρχει χῶρος γιὰ τὶς ἄλλες [ἑτερόδοξες] Ἐκκλησίες στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία»·

ὅταν «ἀναγνωρίζει τὴν ὀντολογικὴ ὕπαρξη τῶν ἄλλων  ἐκκλησιαστικῶν κοινοτήτων», δηλαδὴ  «τὴν ἐκκλησιαστικότητα τῶν ἄλλων [ἑτεροδόξων]  Ἐκκλησιῶν»·

ὅταν λαμβάνη «στάση περιεκτική», «περιχωρητική», «ἔναντι τῶν ἄλλων  Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν»·

ὅταν γίνεται λόγος  γιὰ «“εὐρύχωρη” ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογικὴ θεώρηση τῶν ἄλλων  Ἐκκλησιῶν»·

ὅταν υἱοθετῆται  ἡ ὑπέρβασις  τῆς  «παλαιᾶς αἱρεσιολογίας», ὡς καὶ τῆς «ἐκκλησιολογικῆς καὶ σωτηριολογικῆς ἀποκλειστικότητος»[11].

Αὐτὸς  ὁ προφανὴς  ἐκκλησιολογικὸς Συγκρητισμός, κινούμενος στὰ ὅρια τοῦ Χριστιανισμοῦ,  ἦταν ἑπόμενο  νὰ εἰσέλθη καὶ στὰ ὅρια τῶν ἄλλων  Θρησκειῶν,  ὡς Διαθρησκειακὸς Συγκρητισμός, ἐν τέλει  δὲ νὰ διατυπωθῆ  ἀπὸ τοὺς ἐξ ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστὰς ὡς ἑξῆς:
«Παραδέχεται ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τὴν ὕπαρξιν Ἐκκλη- σίας ἐν εὐρυτάτῃ ἐννοίᾳ, ἢ μᾶλλον Ἐκκλησιῶν ἐκτὸς τῆς ἀληθοῦς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (ecclesia extra ecclesiam), ὡς καὶ χριστιανῶν ἔξω τῶν τειχῶν καὶ τῶν ὁρίων αὐτῆς (extra muros), ἔνθα ἐπεκτείνεται ἀνεμποδίστως ἡ πανσθενουργὸς σωτήριος χάρις τοῦ Θεοῦ»[12].

* * *


3. Ἀποστολικότης Διδαχῆς καὶ Διαδοχῆς


Ἀνέφερα προηγουμένως, ὅτι ἡ Ἀποστολικότης τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας βάλλεται ἀπὸ τὸν συγκρητιστικὸ Οἰκουμενισμὸ συνεχῶς καὶ ἀπροκαλύπτως.

Εἶναι λοιπὸν ἀναγκαῖο νὰ ἀναφερθοῦν ἐν συντομίᾳ τὰ δύο κύρια χαρακτηριστικὰ τῆς Ἀποστολικότητος, ὥστε νὰ κατανοηθῆ ἔτι βαθύτερον, γιατὶ  ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι  ἐκκλησιοκτόνος καὶ ἑπομένως  ἐντάσσεται στὶς σύγχρονες  ἐκφράσεις τοῦ «Μυστηρίου τῆς Ἀνομίας»[5].

Ἡ Ὀρθόδοξος Πατερικὴ Διδασκαλία διέκρινε ἀνέκαθεν τὴν Ἀποστολικότητα τῆς Ἐκκλησίας, πρῶτον σὲ Ἀποστολικότητα Διδασκαλίας καὶ δεύτερον σὲ Ἀποστολικότητα Διαδοχῆς-Χειροτονίας.
Ἐν τούτοις,  ἂν καὶ διακρίνωνται ἡ Διδασκαλία καὶ ἡ Διαδοχή, αὐτὲς εἶναι  ἑνωμένες  ἀδιαιρέτως, ὥστε ἡ μὲν Ἀποστολικὴ Διδασκαλία εἶναι αὐτὴ ἡ βάσις τῆς Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς, ἡ δὲ κανονικὴ Χειροτονία εἶναι τὸ ἐξωτερικὸ  ἐκεῖνο γνώρισμα, τὸ ὁποῖο ἐπιβεβαιώνει τὴν ἑνότητα μὲ τὴν Ἐκκλησία, ἡ Ὁποία  θεμελιώθηκε  ὑπὸ τῶν Ἀποστόλων.
Ἄλλαις λέξεσιν,  ἡ μὲν Ἀποστολικότης τῆς Διδασκαλίας καθιστᾶ  τὴν Ἐκκλησία στόμα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἀποστόλων, ἡ δὲ Ἀποστολικότης Διαδοχῆς-Χειροτονίας εἶναι ὁ σύνδεσμος τοῦ Λειτουργοῦ τῶν Μυστηρίων μὲ τὸν Χριστὸν καὶ τοὺς Ἀποστόλους.
Ὡς ἐκ τούτου, ἡ Ἀποστολικότης τῆς Ἐκκλησίας διασπᾶται καὶ καταλύεται, ὅταν ἀναιρῆται  ἡ Ἀποστολικὴ Διδασκαλία μόνον ἢ ἡ Ἀποστολικὴ Διαδοχὴ μόνον ἢ βεβαίως, ὅταν ἀναιροῦνται ἀμφότερα.
Ἡ Ἀποστολικότης τῆς Ἐκκλησίας συνδέει τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν Πηγὴ τῆς Χάριτος, μὲ αὐτὸ τοῦτο τὸ Ὑπερῶον τῆς Πεντηκοστῆς: διὰ  μέσου τῶν  Ὀρθοδόξων,  ἀλλὰ  καὶ  Κανονικῶν καὶ  Κοινωνικῶν Λειτουργῶν, τὰ  Μέλη  τῆς  Ἐκκλησίας πίνουν  ἀπὸ  τὴν  Πηγὴν  τῆς Ἀληθείας καὶ τῆς Ζωῆς, χριστοποιοῦνται διὰ τῶν Μυστηρίων.
Ἀποστολικότης ἀποκεκομμένη ἀπὸ τὴν Πηγὴ τῆς Ἀληθείας  καὶ τῆς Ζωῆς, εἶναι  κενὴ  ἐκκλησιαστικοῦ περιεχομένου, εἶναι  ψευδεπίγρα- φος, δὲν εἶναι ἐκκλησιαστική, ἔχει ἐκπέσει  ἀπὸ τὴν κοινωνία μὲ τὸν Σωτῆρα Χριστό, τὸν πρῶτο καὶ μέγιστο «Ἀπόστολον»[13],  ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν κοινωνία μὲ τοὺς «Δώδεκα Ἀποστόλους  τοῦ Ἀρνίου»[14].
Πολὺ χαρακτηριστικά, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἐρωτᾶ γιὰ τοὺς Ἀρειανούς:  «Πῶς τῆς  Καθολικῆς  Ἐκκλησίας εἰσὶν  οἱ τὴν  Ἀποστολικὴν ἀποτιναξάμενοι Πίστιν;»[15].

Ἐν  συμπεράσματι:  Ἀποστολικότης Διδασκαλίας καὶ  Ἀποστολικότης Διαδοχῆς, ἀδιασπάστως συνυπάρχουσες, ἀλληλο-περιχωρούμενες καὶ ἀλληλο-επιβεβαιούμενες, εἶναι  τὰ  ἀπαραίτητα ἐκεῖνα  στοιχεῖα, τὰ ὁποῖα  ἐγγυῶνται τὴν Μοναδικότητα, τὴν Ἁγιότητα καὶ  τὴν Καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας, μαρτυροῦν τὴν Γνησιότητα  τῆς Ἐκκλησίας, τὸν χαρακτῆρα  τῆς Ἀληθοῦς Ἐκκλησιας.

* * *


4. Ὁ Οἰκουμενισμὸς καταλύει τὴν Ἀποστολικότητα τῆς Ἐκκλησίας


Οἱ αἱρέσεις, ὅπως  καὶ  ὁ συγκρητιστικὸς Οἰκουμενισμός, ὁ ὁποῖος μάλιστα  εἶναι μία παμπεριεκτικὴ αἵρεσις, μία παναίρεσις, ἀποτελοῦν –ὅπως προελέχθη– βασικὴ παράμετρο τοῦ «Μυστηρίου τῆς Ἀνομίας»[5].

Μὴν θεωρηθῆ τοῦτο ὡς ὑπερβολή· εἶναι διδασκαλία Πατερική, μᾶς τὸ ὑπενθυμίζει  ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνός:
«“Μυστήριον Ἀνομίας” τὰς τῶν αἱρέσεων διδασκαλίας εἶναί φησι καὶ τὰ ψευδῆ αὐτῶν δόγματα. Ἐκείνου [τοῦ Μυστηρίου] γὰρ προβαδίζουσιν ὁδοποιοῦντες αὐτῷ [τῷ Μυστηρίῳ] καὶ καιρὸν ἀπάτης παρεχόμεναι· ἐξεληλύθεισαν δὲ ἤδη ἀπὸ τοῦ καιροῦ τῶν Ἀποστόλων αἱ αἱρέσεις»[16].

Καί, ἐπίσης, νὰ μὴ λησμονῆται, ὅτι «δὲν ὑπάρχουν μικρὲς ἢ μεγάλες αἱρέσεις, μικρὴ ἢ μεγάλη ἀπόκληση ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ διδασκαλία. Ἡ Ἀλήθεια  δὲν εἶναι  ποτὲ θέμα ποσότητας. Ἡ Ὀρθόδοξη Πίστη μας, τὸ Ἐκκλησιαστικὸ Ἦθος καὶ ἡ Λατρεία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἕνα καὶ μοναδικὸ  μέγεθος, ποὺ δὲν τεμαχίζεται»[17].

Ἐπισημαίνει χαρακτηριστικὰ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος:
«Καθάπερ ἐν τοῖς βασιλικοῖς νομίσμασιν ὁ μικρὸν τοῦ χαρακτῆρος περικόψας, ὅλον τὸ νόμισμα κίβδηλον εἰργάσατο· οὕτω καὶ ὁ τῆς ὑγιοῦς πίστεως καὶ τὸ βραχύτατον ἀνατρέψας, τῷ παντὶ λυμαίνεται, ἐπὶ τὰ χείρονα προϊὼν ἀπὸ τῆς ἀρχῆς»[18].

Ὁ συκρητιστικὸς Οἰκουμενισμὸς δὲν ἔχει ἀνατρέψει  μόνον τὸ βραχύτατον τῆς ὑγιοῦς Πίστεως, ἀλλ᾿ ἔχει καταλύσει τὴν Ἀποστολικότητα τῆς Ἐκκλησίας· ἦταν ἀνέκαθεν καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι  ἀλλότριος τῆς Συνοδικῆς  καὶ Πατερικῆς  Παραδόσεώς μας· συνενώνει  τοὺς ὁπαδούς του στὴν  λεγομένη  «Εὐρεῖα Παγκόσμια  Οἰκουμενικὴ Οἰκογένεια» (Broad Ecumenical World Family)[19], ἐντὸς τῆς ὁποίας διενεργεῖται μία de facto Συγκρητιστικὴ Διαδικασία, ἐξελισσομένη  δυναμικὰ  σὲ πολλὰ ταυτοχρόνως ἀλληλεξαρτώμενα ἐπίπεδα  (Θεολογία,  Λατρεία,  Διακονία, Μαρτυρία, Παιδεία, Διάλογοι, Συνέδρια, Συμβούλια, Ἐκδόσεις κ.ἄ.), βάσει πάντοτε –ὅπως ἐνασμενίζονται νὰ διακηρύσσουν οἱ Οἰκουμενισταὶ– τῆς δῆθεν «Πρωτοπορειακῆς καὶ Δυναμικῆς Ἐγκυκλίου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τοῦ 1920»[20]!

Γιὰ τὴν τεκμηρίωσι τῆς θέσεώς μας αὐτῆς, δηλαδὴ τῆς καταλύσεως τῆς  Ἀποστολικότητος τῆς  Ἐκκλησίας ὑπὸ τῆς  αἱρέσεως  τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, δὲν θὰ προστρέξω σὲ πολλὲς μαρτυρίες, ἀλλὰ  θὰ ἀρκεσθῶ σὲ μία καὶ μόνο, τῆς ὁποίας  ἡ βαρύτητα εἶναι ἐξαιρετικῆς σημασίας, ἐφ᾿ ὅσον εἶναι  συνοδικῆς-συλλογικῆς φύσεως: «εὐλογίᾳ καὶ ἐγκρίσει τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου»[21].

Πρόκειται  γιὰ  τὴν  «Ὁμολογία Θυατείρων»[21],  ἡ ὁποία  περιέχει μίαν  «τελείως αἱρετικήν, προτεσταντικὴν ἢ οἰκουμενιστικὴν διδα- σκαλίαν  περὶ τῆς Ὀρθοδόξου  Ἐκκλησίας»[22], ὅπως  ἔγραφε ὀρθότατα τὴν 6.12.1975 ὁ ἐν Ἁγίοις  Ὁμολογητὴς Μητροπολίτης Φιλάρετος, τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς.

«Οἱ χριστιανοὶ πιστεύουν», διδάσκει  μεταξὺ  ἄλλων  αἱρέσε- ων καὶ  πλανῶν ἡ «Ὁμολογία» αὐτή,  «ὅτι ἀληθινὴ χειροτονία καὶ ἱερωσύνη ἔχουν καὶ μεταδίδουν οἱ ὀρθόδοξοι ἐπίσκοποι, οἱ ρωμαιοκαθολικοὶ ἐπίσκοποι, οἱ κοπτοαρμένιοι καὶ αἰθίοπες ἐπίσκοποι, οἱ ἀγγλικανοὶ ἐπίσκοποι»· «δι᾿ αὐτὸ καὶ τὰ μυστήρια τῶν ἀγγλικανῶν εἶναι μυστήρια τῆς μιᾶς ἁγίας καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς ἐκκλησίας, ὡς εἶναι καὶ τὰ μυστήρια τῶν ρωμαιοκα- θολικῶν»· «ὀρθόδοξοι χριστιανοί, ρωμαιοκαθολικοί, ἀγγλικανοί, κοπτοαρμένιοι καὶ αἰθίοπες, λουθηρανοὶ καὶ ἄλλοι προτεστάνται εἶναι χριστιανοὶ βαπτισμένοι εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»· «ὅλοι οἱ χριστιανοὶ μὲ τὸ ἴδιον βάπτισμα ἐγίναμεν μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία»[23]!...

Στὴν «Ὁμολογία» αὐτή, ἡ ὁποία  εἶναι  ἡ ἐπίσημος Ὁμολογία τῆς ἐκπεσούσης Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, εἶναι ἡλίου φαεινό- τερον, ὅτι καταλύονται καὶ οἱ δύο συνιστῶσες τῆς Ἀποστολικότητος τῆς Ἐκκλησίας, ἐφ᾿ ὅσον ἀναγνωρίζονται συνοδικῶς τόσο ἡ Διδασκαλία, ὅσο καὶ ἡ Διαδοχὴ-Χειροτονία τῶν πολυειδῶν αἱρέσεων Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως, μάλιστα ἀκόμη καὶ ἐκείνων, οἱ ὁποῖες ἔχουν καταδικασθῆ ρητῶς καὶ ὑπὸ Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων.

* * *


5. Ἡ κλῆσίς μας σήμερα


Δόξα τῷ Θεῷ πάντων  ἕνεκεν!...  Ὁ  Ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος,  ὁ Φωτιστὴς  τοῦ Γένους μας καὶ  Ἱδρυτὴς  τῆς  Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας μας, μὲ τὸ κῦρος καὶ τὴν αὐθεντία  τοῦ Ἀπο- στολικοῦ  Χαρίσματός  του, μᾶς  ἐμύησε στὴνἈποστολικότητα τῆς Ἐκκλησίας· μᾶς ἐβοήθησε νὰ συνειδητοποιήσωμε βαθύτερα  τὴν  καταστροφικότητα τῆς  ἐκκλησιομάχου αἱρέσεως  τοῦ Οἰκουμενισμοῦ· μᾶς εὐαισθητοποίησε περισσότερα  στὴν νηφάλια  καὶ προσεκτικὴ ἀνάλυσι σοβαρῶν πτυχῶν τῆς Αἱρέσεως· μᾶς ἐνίσχυσε στὸ νὰ ἐπιδεικνύωμε θεάρεστη ἐμμονὴ στὴν Ἀποστολικὴ Διδασκαλία καὶ στὴν Ἀποστολικὴ Διαδοχὴ-Ἱερωσύνη.

Σήμερα, χάριτι Θεοῦ, βιώνομε τὴν Ἑνότητά μας ἐν τῇ Ἀγάπῃ καὶ τῇ Ἀληθείᾳ τοῦ Σωτῆρός μας Χριστοῦ· οἱ Ὀρθόδοξοι Ἀντι-οικουμενισταὶ τοῦ Πατρίου Ἐκκλησιαστικοῦ Ἡμερολογίου, συγκροτοῦντες πλέον ἕνα Σῶμα, καὶ  μάλιστα  διεθνοποιημένο· ἔχοντες συναντηθῆ σὲ μία ἰσχυρὰ  βάσι, ἤτοι στὸ θεολογικὸ-ἐκκλησιολογικὸ Κείμενο: «Ἡ Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔναντι  τῆς Αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ»[24],  καλούμεθα νὰ δώσωμε μία Μαρτυρία αὐθεντική,  ὥστε «τῶν Ἀποστόλων τὸ Κήρυγ- μα, καὶ τῶν Πατέρων τὰ Δόγματα»[25] νὰ εἶναι ὁ ἀσφαλὴς καὶ ἀπλανὴς ὁδηγός  μας· ὥστε, ἡ εὐαγγελικὴ καὶ  ἀποστολικὴ «ὑγιαίνουσα  διδα- σκαλία»[26]  νὰ διατηρηθῆ  ἀνόθευτος  ἀπὸ τὶς  συγκρητιστικὲς ἐπιδράσεις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.

Κάθε αἵρεσις, ἐφ᾿ ὅσον πλήττει  καὶ ἀναιρεῖ τὴν Ἀποστολικότητα καὶ Πατερικότητα τῆς Ἐκκλησίας, «ἀποτελεῖ μία ἄλλη πίστη, μία ἄλλη στά- ση ζωῆς, τὴν ὁποίαν  –ὅπως λέγει  ὁ Ἅγιος  Εἰρηναῖος  Λυῶνος– “οὔτε Προφῆται ἐκήρυξαν, οὔτε ὁ Κύριος ἐδίδαξεν, οὔτε οἱ Ἀπόστολοι πα- ρέδωσαν”»· «κάθε αἵρεση, ὡς σύστημα πλάνης,  στερεῖται ἀκριβῶς τὸν τρόπο θεραπείας τῆς ἀνθρώπινης  ὕπαρξης, ποὺ φανέρωσε ὁ Χριστὸς καὶ τὸν βλέπουμε στὴν ἁγιοπνευματικὴ ἄθληση καὶ στὸ χριστομίμητο ἦθος τῶν Ἁγίων  μας»[17].

* * *


Εἴθε οἱ ταπεινὲς αὐτὲς  σκέψεις  καὶ ὑπομνήσεις  νὰ θεωρηθοῦν ὡς μία ἀνθοδέσμη εὐγνωμοσύνης στὸν Μέγα Φωτιστὴ  τοῦ Γένους καὶ τῆς Πατρίδος μας Ἅγιο Ἀπόστολο Παῦλο· ἀλλά, καὶ ὡς μία ὤθησις γιὰ περαιτέρω προσευχὴ καὶ ἐγρήγορσι ἔναντι τοῦ ἐνεργουμένου «Μυστηρίου τῆς Ἀνομίας»[5], μέσῳ τῆς συγκρητιστικῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.

Ἡ Χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ·
καὶ ἡ Ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τοῦ Πατρός·
καὶ ἡ Κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος·
ἄς εἶναι μαζί μας,
πάντοτε, νῦν καὶ ἀεί,
καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν!


Τῷ Δοτῆρι Θεῷ Δόξα καὶ Εὐχαριστία, εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν!


[Ἑόρτιος Ὁμιλία ἐπὶ τῇ ἱερᾷ Μνήμῃ τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Παύλου - 29η Ἰουνίου 2014 - Ἱερὸς Ναὸς Ἁγίας Παρασκευῆς - Μοναστηράκι Ἀθηνῶν]



***********************************************



1.  Παύλου Παλούκα καὶ Θεοδώρου Ἀνθίμου, Τὸ Αἰώνιο Χρέος πρὸς τὸν Ἀπόστολο  Παῦλο, σελ. 47, Ἀθῆναι 2002.
2.  Αὐτόθι.
3.  Ἱ. Χρυσοστόμου, ΡG τ. 60, σελ. 407/Εἰς τὴν πρὸς Ρωμαίους, Ὁμιλία Β΄, § ε΄.
4.  Ἐφεσ. β΄ 19-20.
5.  Β΄ Θεσσαλ. β΄ 7.
6.  Β΄ Θεσσαλ. β΄ 3.
7.  Β΄ Θεσσαλ. β΄ 8.
8.  Β΄ Θεσσαλ. β΄ 4.
9.  Α΄ Ἰωάν. β΄ 18, β΄ 22, δ΄ 3· Β΄ Ἰωάν. 7.
10.  Πρβλ. Παροιμ. κβ΄ 28.
11.  Στυλιανοῦ Χ. Τσομπανίδου, Ἐκκλησία καὶ Ἐκκλησίες – Ἡ θέση τῶν ἄλλων  Χριστια- νικῶν  Ἐκκλησιῶν στὴν  ἐκκλησιολογικὴ αὐτοσυνειδησία τῆς  Ὀρθοδόξου  Ἐκκλησίας στὰ πλαίσια  τοῦ οἰκουμενικοῦ διαλόγου, σελ. 10, 283, 286, 287, 294, 295 κ.ἀ., ἐκδόσεις
«Ἁρμός», Ἀθῆναι 2013.
12.  Ἰωάννου Καρμίρη, «Ἡ σωτηρία τῶν ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ», Πρακτικὰ
Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν 56 (1981) 391-434, σελ. 401-402.
13.  Γαλ. δ΄ 4· Ἑβρ. γ΄ 1.
14.  Ἀποκαλ. κα΄ 14.
15.  Μ. Ἀθανασίου, ΡG τ. 26, στλ. 20Α/Κατὰ Ἀρειανῶν, Λόγος Α΄, § 4.
16.  Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, ΡG τ. 95, στλ. 924ΑΒ/Εἰς τὴν Β΄ πρὸς Θεσσαλονικεῖς, κεφ. Β΄, στχ. 7.
17.  Πρωτοπρεσβυτέρου π. Βασιλείου Ἀ. Γεωργακοπούλου, Λέκτορος  Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ., «Τὸ μυστήριον τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ φαινόμενον τῶν αἱρέσεων», ἐφημερ. «Ὀρθόδοξος Τύπος», ἀριθ. 2010/14.2.2014, σελ. 3.
18.  Ἱ. Χρυσοστόμου, ΡG τ. 61, στλ. 622/Εἰς τὴν πρὸς Γαλάτας, Κεφ. Α΄, § Ϛ ΄.
19.  Ἐκ τῆς Ἱστοσελίδος τοῦ «Π.Σ.Ε.»: World Council of Churches Μedia relations office, Ρress update, 6 June 2003, cf. Ρress Release, ΡR-03-20, of 28 Μay 2003: «Orthodox participation in ecumenical movement: “There is no alternative to dialogue”», accessed 13.12.2003.
20.  Γρηγορίου Λαρεντζάκη, «Βασικαὶ ἀρχαὶ τηρήσεως καὶ ἀποκαταστάσεως τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος – Ὀρθόδοξοι Ἀπόψεις», στὸ «Ἐπιστημονικὴ Παρουσία Ἑστίας Θεολόγων Χάλκης», τ. Α΄, σελ. 351, ἐν Ἀθήναις  1987.
21.  Ἀρχιεπισκόπου Θυατείρων καὶ Μ. Βρετανίας Ἀθηναγόρου (Κοκκινάκη), Ἡ Ὁμολογία Θυατείρων  – Ἡ Πίστις  καὶ  ἡ Προσευχὴ  τοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ, Ἐκδίδεται τῇ εὐλογίᾳ καὶ ἐγκρίσει τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, Λονδῖνον 1975, ἀγγλιστὶ (σελ. 1-151), καὶ ἑλληνιστὶ (σελ. 153-286).
■  Στὶς  σελίδες  4-5 παρατίθεται τὸ ἑλληνικὸ πρωτότυπο  καὶ ἡ ἀγγλικὴ μετάφρασις τοῦ ἐγκριτικοῦ πατριαρχικοῦ γράμματος  (10.1.1975).
22.  Ἱερομονάχου Καλλινίκου Ἁγιορείτου (ἐπιμ.), Ὀρθόδοξος Μαρτυρία – Ἀντιοικουμενιστικὰ Κείμενα τῆς περιόδου 1966-1983 τοῦ Προκαθημένου τῆς ἐν Διασπορᾷ Ὀρθοδόξου Ρωσικῆς Ἐκκλησίας Πανιερωτάτου Μητροπολίτου κ. Φιλαρέτου,  σελ. 66, Ἅγιον  Ὄρος-Ἀθῆναι
1985.
23.  Ἀρχιεπισκόπου Θυατείρων καὶ Μ. Βρετανίας Ἀθηναγόρου, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 203, 159 καὶ
204.
24.  Βλ. περιοδ.  «Ὀρθόδοξος  Παρέμβασις», Ἱερᾶς  Μητροπόλεως  Ὠρωποῦ  καὶ  Φυλῆς  τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν  Ἑλλάδος, ἀριθ. 1/Μάρτιος-Ἀπρίλιος- Μάϊος 2014, σελ. 11-19.
25.  Κοντάκιον, Κυριακὴ τῶν Ἁγίων  ΤΙΗ΄ (318) Θεοφόρων Πατέρων τῶν ἐν Νικαίᾳ.
26.  Α΄ Τιμ. α΄ 10· Β΄ Τιμ. δ΄ 3· Τίτ. α΄ 9, β΄ 1.

Κυριακή 13 Ιουλίου 2014

Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΣΤΟΝ ΟΣΙΟ ΑΘΑΝΑΣΙΟ ΤΟΝ ΑΘΩΝΙΤΗ





Κατὰ τὸ ἔτος 963, συνέβη λιμὸς στὴν Αὐτοκρατορία, ἕνεκα τοῦ ὁποίου ἐδημιουργήθη ἔλλειψη τροφῶν καὶ στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐπειδὴ εἶχε ἀρχίσει ἡ οἰκοδομὴ τῆς Λαύρας καὶ νὰ ἐξαντλοῦνται τὰ ὑλικὰ καὶ τὰ τρόφιμα, ὁ Ὅσιος ἀπεφάσισεν νὰ μεταβεῖ στὶς Καρυές, γιὰ νὰ συμβουλευθεῖ τὸν Πρῶτο καὶ τοὺς γέροντες ἐπὶ τοῦ πρακτέου. Ἐνῶ λοιπὸν ἐπορεύετο πρὸς τὶς Καρυές, σὲ ἀρκετὴ ἀποσταση ἀπὸ τὴν Μονή, συναντᾶ μίαν σεμνοτάτην καὶ ὡραιωτάτην γυναίκα. Ἀπὸ τὴν θέα τῆς ἐταράχθη. Ἀλλὰ πρώτη ἡ γυνὴ ἐρώτα τὸν Ἀθανάσιον «Πόθεν ἔρχεσαι, Ἀθανάσιε, καὶ ποῦ πορεύεσαι;».
Ἔκπληκτος ὁ Ὅσιος ἀπάντησε «Ποία εἶσαι ἐσύ, ἡ ὁποία μου ὁμιλεῖς καὶ γνωρίζεις τὸ ὄνομά μου;».

«Ἐγὼ εἶμαι ἡ Μήτηρ τοῦ Κυρίου καὶ προστάτις σου», ἀπαντᾶ ἐκείνη, καὶ συνεχίζει «Ἀλλ’ εἶπε μοι, διατὶ ἐγκατέλιπες τὴν Λαύραν, καὶ ποῦ μεταβαίνεις;»
Καὶ ὁ Ὅσιος: «Δὲν πιστεύω ὅτι εἶσαι ἡ Κεχαριτωμένη, ἐὰν δὲν ἰδῶ κάποιο σημεῖον».
«Δίκαιον ἔχεις, Ἀθανάσιε, διὰ νὰ πιστεύσης, ἰδοὺ», ἀπάντησε. «Χτύπησε σταυροειδῶς μὲ τὴν ράβδο σου αὐτὴν τὴν πέτρα ἐπικαλούμενος τὸ ὄνομα τῆς Παναγίας Τριάδος καὶ θὰ ἰδεῖς εὐθὺς νὰ ἀναβλύζει ἄφθονον καὶ ἀστείρευτον ὕδωρ».
Πεισθεὶς ὁ Ὅσιος, ἐκτύπησε τὴν ἐνώπιόν του πέτρα καὶ ἀμέσως ἀνέβλυσεν ὕδωρ, καὶ τὸ σημεῖον ἐκεῖνο ἔκτοτε ὀνομάσθηκε ὕδωρ τοῦ ἁγιάσματος, ἔνθα ἐκτίσθη ναΰδριον τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς.

Μετὰ τὸ γεγονὸς τοῦτο, προσέπεσε ἐνώπιον τῆς Παναγίας καὶ ἐζήτησε συγγνώμη. Τότε ἡ Παναγία ὑποσχέθηκε στὸν Ὅσιο νὰ ἀναλάβει τὴν τροφοδοσία τῆς Μονῆς καὶ τῶν ἄλλων ἀναγκαίων, καὶ τὸν προέτρεψε νὰ ἐπιστρέψει στὴν Λαύρα, καὶ ἔγινε εὐθὺς ἄφαντος.

Ὁ Ἀθανάσιος ἐπέστρεψε στὴν Μονή. Μόλις διέβη τὴν κεντρικὴν πύλη καὶ εἰσῆλθεν στὴν αὐλή, βλέπει ἐνώπιόν του καὶ πάλι τὴν Ὑπεραγίαν θεοτόκον, ἡ ὁποία τὸν ὁδήγησε στὴν ἀποθήκη τῆς Μονῆς, ἡ ὁποία ἦταν πλέον πλήρης τροφίμων. Δεικνύουσα δὲ ἡ Παναγία τὴν εὐλογία ἐκείνη τοῦ θεοῦ, λέγει στὸν Ὅσιο «θέλω, τέκνον μου Ἀθανάσιε, εἰς τὸ ἑξῆς νὰ μὴ ὁρίσης ἐσὺ καὶ οἱ διάδοχοι σου Οἰκονόμον εἰς τὴν Μονήν, διότι ἐγὼ θὰ εἶμαι ἡ Οἰκονόμισσα τῆς Λαύρας μέχρι τῆς συντελείας τῶν αἰώνων» καὶ ἔγινε πάλι ἄφαντος. Πράγματι, ὁ Ὅσιος κατόπιν αὐτῶν συνέχισε τὴν ὁλοκλήρωση τῆς Λαύρας, μέχρι συντελέσεως τῆς ὁποίας ἐπήρκεσεν ἡ εὐλογία ἐκείνη τῶν τροφίμων. Στὸ σημεῖο ὅπου ἐνεφανίσθη ἡ Παναγία ἀνηγέρθη ὕστερα, καὶ ὑπάρχει ἕως σήμερον τὸ Προσκυνητάριον τῆς Παναγίας τῆς Οἰκονομίσσης, μετ’ ἀκοιμήτου κανδήλας.




Σάββατο 12 Ιουλίου 2014

Λόγος στούς Δώδεκα Ἀποστόλους (Ἁγίου Νεοφύτου τοῦ Ἐγκλείστου)



  Αδελφοί και πατέρες, ιδού τα εμφορώτατα κλήματα της αγίας και αθάνατης και αποτελούσης την αρχή της ζωής αμπέλου, που είναι ο ίδιος ο Χριστός) «Εγώ είμαι», λέγει, «η άμπε­λος, εσείς τα κλήματα». Ιδού (ποίοι, κατά τους λόγους του Κυρίου, μπορούν να γίνουν και να είναι) οι φίλοι του Θεού Λόγου και Σωτήρα μας . «Εσείς είστε φίλοι μου», λέγει, «εάν πράττετε όσα εγώ σας παραγγέλλω. Δεν σας λέγω πλέον δούλους, διότι ο δούλος δεν γνωρίζει τι πράττει ο Κύριός του».

Εγώ όμως «έχω ονομάσει εσάς φίλους, διότι εκείνα τα οποία άκουσα από τον Πατέρα μου, σας τα γνωστοποίησα». Ιδού (ποίοι, κατά τους λόγους του Κυρίου, μπορούν να γίνουν και να είναι) οι Απόστο­λοι και οι κήρυκες της αλήθειας. «Εγώ είμαι», λέγει, «η (απόλυτη) αλή­θεια» και καθώς «με έχει αποστείλει» ο Πατήρ «να κηρύξω την άφεση (συγχώρηση) σε εκείνους που είναι αιχμάλωτοι (της αμαρτίας) και (να χαρίσω) την ανάβλεψη (το φως) σε εκείνους που είναι τυφλοί (από το σκοτισμό των παθών και των αδυναμιών τους)», κατά τον ίδιο τρόπο και εγώ αποστέλλω εσάς με σκοπό να θερα­πεύετε «κάθε ασθένεια και κάθε αδιαθεσία», και (όλα) εκείνα τα οποία ακούσατε (κατ’ ιδίαν) στους ιδιαίτερους χώρους προσευχής από εμένα, «να τα κηρύξετε από τα δώματα (ώστε να τα ακούσουν και να τα μάθουν όλοι)».Ιδού (ποίοι, κατά τους λόγους του Κυρίου, μπορούν να γίνουν και να είναι) οι αλιείς των ανθρώπων».

«Ακολουθήστε με», λέγει, «και θα σας κάνω αλιείς ανθρώπων (δηλαδή ικανούς να ψαρεύετε με τα δίκτυα του ευαγγελικού λόγου ανθρώπους και να τους προσελκύετε στη Βασιλεία του Θεού)». Ιδού (ποίοι, κατά τους λόγους του Κυρίου, μπορούν να γίνουν και να είναι) οι σωτήρες του κόσμου και ξένοι (προς τον υλιστικό και αμαρτωλό τρόπο ζωής) του κόσμου (αυτού). Δεν είναι, λέγει, από τον κόσμο τούτον, όπως (και) εγώ δεν είμαι από τον κόσμο αυτόν, και «φύλαξε αυτούς, Πάτερ, (ώστε να παραμείνουν ενωμένοι με­ταξύ τους) στο όνομά μου».

Ιδού (ποίοι, κατά τους λόγους του Κυρίου, μπορούν να γίνουν και να είναι) τα ευπειθέστατα (πάρα πολύ υπάκουα) πρόβατα που φέρουν τη σφραγίδα του παναγίου ποιμένος (δηλαδή του Χριστού). «Ιδού», λέγει, «εγώ (ο Χριστός) σας αποστέλλω ως (ήμερα) πρόβατα μέσα σε (αιμοβόρους) λύκους».

Και για να αφήσω πίσω τα περισσότερα από αυτά τα εγκώμια (επαίνους), που δίδουν μαρτυρία του Θεού, ιδού, προς εμάς σήμερα επανήλθαν, οι κατά χάριν του Χριστού και Σωτήρα μας αδελφοί -αφού επιστρέφετε, λέγει (ο Χριστός, μετά την Ανάστασή Του, στις Μυροφόρες), πέστε «στους αδελφούς μου» (δη­λαδή στους Αποστόλους)- οι λιμένες της σωτηρίας, οι πύργοι της χάριτος, οι λογικοί ουρανοί, οι νεφέλες του γλυκασμού που φέρνουν βροχή, οι ευαγγελιστές της ειρήνης, οι γρήγοροι της (Θείας) χάριτος ίπ­ποι, οι στύλοι της Εκκλησίας, οι κήρυκες της (Αγίας) Τριάδος -και γι­ατί πρέπει να λέγω και να απαριθμώ πολλά; -τα μουσικά όργανα, λύρες του Πνεύματος και οι σάλπιγγες της σωτηρίας και (οι) κλειδούχοι της Βασιλείας (του Θεού), «διδάσκοντας και νουθετώντας» μας ομόφωνα ο καθένας τους, όπως από κάθε μεν κακία απέχουμε, κρατούμε όμως μπροστά μας (ως ασπίδα) κάθε αρετή.

Και προηγουμένως μεν κηρύττουν ομόφωνα το σωτηριώδες μυστήριο της κατ’ οικονομίαν ενσάρκωσης (του Χριστού) και το άκτιστο και όμοιο στη φύση του (μυστήριο) της (Αγίας) Τριάδος, έπειτα δε διδάσκουν αρμονικά και σε μάς όλα τα «συνδεόμενα με τη σωτηρία». Γι’ αυτό και εγώ έχω κρίνει ότι είναι δί­καιο (ορθό) να μην πω σήμερα κάτι από τον εαυτό μου προς την αγάπη σας, αλλά (κάτι) από εκείνα τα οποία εκείνοι θεοπνεύστως διδάσκουν, (δηλαδή) να εισάξω στο μέσο (σας) (να φέρω ενώπιον σας) προς υπενθύμισή σας λίγα από τα πολλά από εκείνα τα οποία προτρέπει (συμ­βουλεύει) πρώτος ο θείος και αδελφόθεος Ιάκωβος.

«Ποιό είναι το όφελος, αδελφοί μου», λέγει, «εάν κάποιος λέγει (ισχυρίζεται) ότι έχει πίστη, δεν έχει όμως (ενάρετα) έργα; Μήπως μπορεί η (χωρίς έργα θεω­ρητική) πίστη (του) να τον σώσει; Αλλά θα πει κάποιος: συ έχεις (θεω­ρητική) πίστη και εγώ έχω (ενάρετα) έργα (χωρίς όμως και να έχω πίστη). Απόδειξέ μου την πίστη σου από τα έργα σου και θα σου αποδείξω και εγώ την πίστη μου από τα έργα μου. Εσύ πιστεύεις ότι ο Θεός είναι ένας. Καλά κάνεις. (Όμως) και τα δαιμόνια πιστεύουν (στην ύπαρξη του Θεού) και ανατριχιάζουν (μπροστά στη δικαιοσύνη και στη δύναμή Του). Θέλεις να μάθεις, κενέ (ανόητε) άνθρωπε, ότι η (θεωρη­τική) πίστη χωρίς τα (ενάρετα) έργα είναι νεκρή (και δεν μπορεί να σε σώσει);» Μάθε (λοιπόν) ότι «ο Αβραάμ ο προπάτοράς μας δικαιώθηκε (έγινε δίκαιος) από τα (ενάρετα) έργα (του), αφού έφερε (ανέβασε) πάνω στο θυσιαστήριο τον Ισαάκ τον υιό του. Βλέπεις ότι η πίστη τελειοποι­ήθηκε από τα έργα;».
«Βλέπετε ότι ο άνθρωπος δικαιώνεται (γίνεται δίκαιος) από τα (ενάρετα) έργα, και όχι από τη (θεωρητική) πίστη» μόνη της;

«Γι’ αυτό, αφού περιμαζέψετε όλο σας το μυαλό» με σωφροσύνη, λέγει ο θείος Πέτρος, «στηρίξετε πλήρως τις ελπίδες σας στη θεία Χάρη, που προσφέρεται σε σας με την αποκάλυψη του Ιησού Χριστού, ως παιδιά της υπακοής, χωρίς να συσχηματίζεστε με τις πρότερον επιθυμίες σας, οι οποίες σας εξουσίαζαν, όταν βρισκόσασταν στην άγνοια, αλλά σύμφωνα με τον άγιο Θεό, που σας κάλεσε στο δρόμο του αγιασμού, να γίνεστε και σεις οι ίδιοι άγιοι σε κάθε συναναστροφή, διότι είναι γραμ­μένο: Να γίνεστε άγιοι, διότι εγώ (ο Πατέρας σας) είμαι άγιος. Και εάν ονομάζετε Πατέρα σας τον Θεό, ο Οποίος κρίνει αμερόληπτα όλους σύμφωνα με τις πράξεις του καθενός, με φόβο Θεού να συμπεριφερθείτε κατά το χρόνο της παροικίας σας στη γη, που δεν είναι η παντοτινή σας πατρίδα, γιατί γνωρίζετε ότι όχι με φθαρτά λύτρα, δηλαδή με αργυρά ή χρυσά νομίσματα, λυτρωθήκατε από τη μάταιη και αμαρτωλή  ζωή και συναναστροφή σας, αλλά με το τίμιο αί­μα του Χριστού, το οποίο προσφέρθηκε θυσία ως αίμα αμώμου και καθαρού από κάθε ηθική κηλίδα αμνού».

Για τούτο, «αφού αποθέσετε κάθε κακία και κάθε δόλο και υποκρισίες και φθόνους και όλες τις καταλαλιές , ως νεογέννητα βρέφη να επιθυμήσετε πολύ το θρεπτικό ανόθευτο γάλα της θείας Χάριτος, για να μεγαλώσετε με αυτό, εάν βεβαίως γευθήκατε (και από την πείρα σας μάθατε) ότι ο Κύριος είναι πάντοτε ευεργετικός και αγαθός». Και αυτός ο οποίος, αφού έπαθε σωματικά (συσταυρούμενος με τον Χριστό), έχει παύσει να αμαρτάνει, έτσι ώστε να μην επιθυμεί πλέον να ζήσει τον υπόλοιπο χρόνο των ανθρώπων μέσα στην αμαρτία, αλλά σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Διότι είναι αρκετός ο χρόνος της ζωής σας, που έχει περάσει μέσα στις ακολασίες».

«Διότι, εάν ο Θεός δε λογάριασε τους αγγέλους που αμάρτησαν, αλλά, αφού τους έριξε στα τάρταρα, τους παρέδωσε να είναι φυλαγμένοι σε σειρές από βαθύ σκότος μέχρι να δικαστούν κατά την ημέρα της Κρίσεως, και εάν δεν λυπήθηκε τον παλαιό κόσμο (προ του κατακλυσμού) και εάν, αφού μετέβαλε σε στάχτη τις πόλεις των Σοδόμων και των Γομόρρων, τις καταδίκασε σε καταστροφή, αφού τις είχε βάλει ως φοβερό παράδειγμα σε εκείνους που έμελλαν να ασεβούν», τότε να είστε βέ­βαιοι ότι, «θα έλθει η ημέρα του Κυρίου κατά την οποία θα κρί­νει τον κόσμο. Και θα έλθει ξαφνικά, όπως ο κλέφτης μέσα στη νύκτα, κατά την οποία οι ουρανοί με θορυβώδη ήχο θα παρέλθουν, τα δε  στοιχεία, αφού θα καούν, θα διαλυθούν και η γη και τα έργα που θα υπάρχουν σ’ αυτήν, θα κατακαούν.

Αφού λοι­πόν όλα αυτά με αυτόν τον τρόπο διαλύονται, σκεφθείτε πόσο ταπει­νοί πρέπει να είστε σεις οι Χριστιανοί κατά τις αγίες συναναστροφές και τις ευσέβειές σας, προσδοκώντας και επιταχύνοντας την παρουσία (τον ερχομό) της ημέρας του Θεού;».
«Παιδιά μου», λέγει ο Ιωάννης ο Θεολόγος, «τελευταία και κρίσιμη είναι η σημερινή εποχή, και καθώς ακούσατε από τη διδασκαλία των Αποστόλων ότι έρχεται ο αντίχριστος, και τώρα ακριβώς έχουν παρουσιαστεί πολλοί αντίχριστοι· Απ’ αυτό μαθαίνουμε ότι είναι κρίσιμη η εποχή μας», «και σας αναγγέλλουμε, ότι ο Θεός είναι το  φως, και ουδέν ίχνος σκό­τους υπάρχει εις Αυτόν. Εάν λοιπόν πούμε ότι έχουμε κοινωνία μαζί Του και ζούμε στο σκότος της αμαρτίας, ψευδόμαστε και δεν λέμε την αλήθεια. Εάν όμως περπατούμε μέσα στο φως. ζώντας σύμφωνα με τον ευαγγελικό λόγο, όπως ο ίδιος ο Θεός είναι στο φως, τότε έχουμε κοινωνία με­ταξύ μας, και το αίμα του Ιησού Χριστού του Υιού του μας καθαρίζει από κάθε αμαρτία». «Και τώρα, παιδάκια μου, μένετε σταθερά ενωμένοι με Αυτόν, ώστε, όταν φανερωθεί, να έχουμε παρρησία (θάρρος), και να μην αισθανθούμε ντροπή απ’ Αυτόν , όταν Τον δούμε κατά τη (Δευτέρα) Παρου­σία Του».

Και γι’ αυτό λέγει ο Ιούδας ο Ιακώβου: «Τους αγγέλους, οι οποίοι δεν φύλαξαν το (υψηλό) αξίωμά τους, αλλά εγκατέλειψαν την κατοικία τους (στους ουρανούς), τους έχει κρατήσει δεμένους  με αιώνια δεσμά κάτω από σκότος για να δικαστούν στην Κρίση της μεγάλης ημέρας (δηλαδή κατά τη Δευτέρα Παρουσία). Όπως τα Σόδομα και τα Γόμορρα, έτσι και οι πόλεις που βρίσκονταν γύρω απ’ αυτά, οι οποίες με τον ίδιο με τα Σόδομα και τα Γόμορρα τρόπο, αφού παραδόθηκαν στην πορνεία και αφού  παρασύρθηκαν σε παρά φύση ασέλγειες, βρίσκονται μπροστά μας ως παράδειγμα αμαρτωλών, που έχουν να δώσουν λόγο με την ποινή του αιωνίου πυρός».

«Ας μη βασιλεύει λοιπόν η αμαρτία», διδάσκει ο Παύλος, «στο θνητό σας σώμα, ώστε να υπακούετε σ’ αυτήν παρασυρόμενοι από τις επιθυμίες του, ούτε να προσφέρετε τα μέλη σας ως όργανα της αδικίας, με αποτέλεσμα να σας νικά και να σας εξουσιάζει με αυτά η αμαρτία, αλλά να προσφέρετε τους εαυτούς σας στο Θεό, ως άνθρωποι οι οποίοι, αφού αναστηθήκατε με το βάπτισμα από τους νεκρούς, είστε ζωντανοί έχοντας μία νέα και αγία ζωή», και «όπως ακριβώς προσφέρατε τα μέλη σας να εί­ναι δούλα στην αμαρτία, και με την παράβαση του νόμου (να είναι δού­λα) στην ανομία, έτσι και τώρα να προσφέρετε τα μέλη σας (να είναι) δούλα στη δικαιοσύνη προς αγιασμό (σας)».

Γνωρίζετε, αγαπητοί μου αδελφοί, λύρα με δώδεκα χορδές, η οποία να παίζει με θεία έμπνευση και να ομοφωνεί ως προς το πόσο κακό (πράγμα) είναι η αμαρτία; Ας προσέχουμε λοι­πόν, αδελφοί (μου), τους εαυτούς μας, για να σωθούμε. Ας προσέχου­με (σ’ αυτές) τις προτροπές της Αγίας Γραφής και σ’ αυτά εδώ τα σωτηριώδη διδάγματα των Αποστόλων, και ας μη δίδουμε δευτερεύουσα σημασία στους λόγους του Α­γίου Πνεύματος. Διότι, γι’ αυτόν τον λόγο δεν σας είπα και σήμερα (πράγματα) από τον εαυτό μου, αλλά όλα όσα σας είπα είναι αγιοπνευματικά και αποστολικά (λόγια), ώστε να είναι βέβαιη η πίστη (σας σ’ αυτά).

Και τώρα μνημονεύω τον θείο Πέτρο, για να μου επι­σφραγίσει (επιβεβαιώσει) το λόγο και να προσευχηθεί θεόπνευστα για όλους σας, λέγοντας τα εξής: «Ο Θεός, που είναι η πηγή και ο χορηγός κάθε δωρεάς, ο Οποίος σας κάλεσε διά του Ιησού Χριστού στην αιώνια δόξα Του, Αυτός είθε να σας καταρτίσει, να σας στηρίξει, να σας ενδυναμώσει, να σας θεμελιώσει. Εις Αυτόν ανήκει η δόξα και η δύναμη εις τους αιώνες των αιώνων. Αμήν».


(Αγίου Νεοφύτου του Εγκλείστου, Κατήχησις ΙΖ΄, Εις τους Αγίους και Πανευφήμους Αποστόλους και περί της αγίας και θεοπνεύστου αυτών διδαχής και περί του μη παρέργως ακούειν των σωτηριωδών τούτων διδαγμάτων. Συγγράμματα τ. Β. Έκδ. Ιεράς Βασιλικής και Σταυροπηγιακής Μονής Αγ. Νεοφύτου, σ.278-282.)

Πηγή: nefthalim.blogspot.gr

Δείτε σχετικά:

Παρασκευή 11 Ιουλίου 2014

ΠΑΝΑΓΙΑ ΓΑΛΑΚΤΟΤΡΟΦΟΥΣΑ (3 Ἰουλίου)



Η ιερὰ Εικόνα της Παναγίας Γαλακτοτροφούσης, σύμφωνα με προφορικές
παραδόσεις, βρισκόταν στη Λαύρα του Όσιου Σάββα του Ηγιασμένου.
Πριν κοιμηθεί ο Όσιος Σάββας είπε σ' αυτούς που ήταν γύρω από το κρεβάτι του, ότι κάποτε θα επισκεφθεί τη Λαύρα κάποιο βασιλοπαίδι, Σάββας ονομαζόμενος και αυτός, στον οποίο έπρεπε να δοθεί η Εικόνα της Παναγίας Γαλακτοτροφούσης, μαζί με αυτήν της Τριχερούσης, ως ευλογία.

Αυτό πραγματοποιήθηκεε τον 13ο αιώνα, όταν τη Λαύρα επισκέφθηκε
ο Άγιος Σάββας, πρώτος Αρχιεπίσκοπος Σερβίας και κτήτορας
της Ιεράς Μονής Χιλιανδαρίου του Αγίου Όρους.
Αυτός μετέφερε την Αγία αυτήν Εικόνα στο Άγιο Όρος, και συγκεκριμένα στη Μονή την οποία ο ίδιος ίδρυσε.
Ο Άγιος Σάββας την αφιέρωσε στο σερβικό Κελλί των Καρυών «Τυπικαριό»,
όπου ο ίδιος συχνά διέμενε και όπου υπάρχει μέχρι σήμερα, τοποθετημένη
στο τέμπλο στα δεξιά της Ωραίας Πύλης, δηλαδή στη θέση της Εικόνας του Χριστού, η οποία εδώ βρίσκεται στα αριστερά, αντίθετα με την επικρατούσα συνήθεια.




Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.

Τὴν θείαν σου Εἰκόνα ὡς τῆς δόξης σου σκήνωμα, Γαλακτοτροφοῦσα Παρθένε, προσκυνοῦντες δοξάζομεν· ἐκ ταύτης γὰρ πηγάζεις μυστικῶς, τὸ γάλα τῶν ἀΰλων δωρεῶν, καὶ ἐκτρέφεις τὰς καρδίας καὶ τὰς ψυχάς, τῶν πίστει ἐκβοώντων σοι· δόξα τοῖς μεγαλείοις σου Ἁγνή, δόξα τοῖς θαυμασίοις σου, δόξα τῇ πρὸς ἡμᾶς σου ἀφάτῳ χρηστότητι.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὴν ἐν πρεσβείαις.

Τὴν μητρικῶς θηλάζουσαν ὥσπερ βρέφος, τὸν ἐξ αὐτῆς ἀνερμηνεύτως γεννηθέντα, τὴν μόνην Θεοτόκον ὑμνήσωμεν, τὴν γαλακτοτροφοῦσαν Χριστὸν τὸν Θεὸν ἡμῶν· πολλῶν γὰρ κινδύνων ἡμᾶς ῥύεται.

Μεγαλυνάριον.
Γαλακτοτροφούσης τὴν ἱεράν, καὶ σεπτὴν Εἰκόνα, προσκυνήσωμεν ἀδελφοί· χάριν γὰρ βλυσταίνει, ἀρρήτου συμπαθείας, καὶ θάλπει τὰς καρδίας, καὶ τὰς ψυχὰς ἡμῶν.


 

Τετάρτη 9 Ιουλίου 2014

Ὁ Ὅσιος Σαμψών ὁ Ξενοδόχος (27 Ἰουνίου)




Ἡ ἀγάπη πρός τόν πλησίον εἶναι  τό μονοπάτι, πού ὁδηγεῖ στήν ἀγάπη πρός τόν Θεό. Συνεπῶς, ἐκεῖνος ποῦ ἀπέκτησε τήν ἀγάπη, αὐτόν τόν Θεό ἀπέκτησε, διότι «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστιν» (Α΄ Ἰωάννη δ-8). Αὐτό ὁ ὅσιος Σαμψών, ὁ γνωστός μέ τήν προσωνυμία «Ξενοδόχος» τό ἔδειξε στήν πράξη μέ τήν αγία ζωή του ἁγία του ζωή.


Γεννήθηκε στή Ρώμη στίς ἀρχές τοῦ ΣΤ΄αἰώνα καί ἦταν συγγενής τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου. Οἱ εὐγενεῖς καί πλουσιώτατοι γονεῖς του, τόν ἀνέθρεψαν ἀντάξια τῆς βασιλικῆς του καταγωγῆς καί διέθεσαν ἄφθονο πλοῦτο γιά τήν ἐκπαίδευσή του. Εὐφυής καθώς ἦταν σέ σύντομο χρονικό διάστημα ἔγινε κάτοχος πολλῶν ἐπιστημῶν ὅπως φιλοσοφίας, φιλολογίας, ποίησης κ.ἄ. Παράλληλα, ἐντρυφοῦσε στή μελέτη τῶν Ἁγίων Γραφῶν, μέ ἀποτέλεσμα να προοδεύει συνεχῶς στήν ἀρετή καί στήν πνευματική σοφία. Ὡστόσο, ἔνοιωσε νά θέλγει τή φιλεύσπλαχνη ψυχή του καί νά τή μαγνητίζει δυνατά ἡ Ἰατρική, ὡς ἡ φιλανθρωπότερη καί ψυχωφελέστερη ἐπιστήμη.

Ὁ ὅσιος Σαμψών ὡς ἰατρός πλέον θεώρησε ἀποστολή του, νά διακονεῖ τόν πάσχοντα συνάνθρωπό του καί νά ἀνακουφίζει τόν πόνο καί τή δυστυχία του. Ἔχοντας ἐπιπρόσθετα ἐγκολπωθεῖ τά λόγια τοῦ Χριστοῦ: "Γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες, καθώς καί ὁ πατήρ ὑμῶν οἱκτίρμων ἐστι" (Λουκ.στ-36) ἀφιερώθηκε στό ἔργο αὐτό μέ φλογερό ζῆλο καί θαυμαστή αὐταπάρνηση.

Ἐξασκοῦσε δωρεάν τό ἔργο τοῦ γιατροῦ καί βοηθοῦσε μέ κάθε τρόπο ὅλους ὅσοι εἶχαν ἀνάγκη. Εἶναι μάλιστα συγκινητικό τό γεγονός, ὅτι ἀναζητοῦσε σέ ὅλη τήν πόλη τούς ἀσθενεῖς, οἱ ὁποῖοι δέν εἶχαν ποῦ νά κλίνουν τήν κεφαλή καί τούς ὁδηγοῦσε στήν κατοικία του, τήν ὁποία εἶχε μετατρέψει σέ φιλόξενο κατάλυμα. Ἐκεῖ ὁ εὔσπλαχνος Σαμψών, ὁ ἄμισθος ξενοδόχος ὄχι μονάχα τούς περιέθαλπε ἀλλά ἐπιπλέον τούς ἐνίσχυε καί τούς παρηγοροῦσε μέ λόγια ἀγάπης καί παρακλήσεως. Διότι ἡ ἀγάπη του γιά τόν ἀσθενή πήγαζε ἀπό τή βαθιά πίστη του στόν Θεό. Χωρίς ἀμφιβολία, στό πρόσωπό του ὑπῆρχε ὁ τελειότερος συνδυασμός πίστεως καί ἀγάπης, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ τό μεγαλύτερο τεκμήριο τῶν ἀληθινῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ.

Γι’ αὐτό ἀξιώθηκε νά λάβει ἀπό τόν Θεό τό χάρισμα τῆς θαυματουργίας. Ἔτσι μέ τήν δύναμη τοῦ Χριστοῦ θεράπευε ὅλες τίς παθήσεις ἀκόμη καί τίς ἀνίατες, τίς ὁποῖες οἱ ἄλλοι γιατροί δέν μποροῦσαν νά θεραπεύσουν. Προικισμένος ὅμως,  καθώς ἦταν μέ τήν ἀρετή τῆς ταπεινοφροσύνης ἀπέκρυπτε τό χάρισμά του καί ἀπέδιδε τή θεραπεία στά διάφορα βότανα τά ὁποῖα χρησιμοποιοῦσε.

Μετά τό θάνατο τῶν γονέων του ὁ ποταμός τῆς ἀγάπης του κυριολεκτικά πλημμύρισε. Πούλησε τήν τεράστια περιουσία του καί διεμοίρασε τά χρήματα στούς πτωχούς, ὥστε, ὅπως ἀναφέρεται, δέν ἔμεινε κανείς πτωχός στή Ρώμη, ὁ ὁποῖος νά μην ἔλαβε πλούσια ἐλεημοσύνη ἀπό τά χέρια του. Ἐλευθέρωσε μάλιστα τούς πολυάριθμους δούλους του. Ἐπίσης χωρίς νά ὑπολογίζει τούς κόπους, θυσίαζε καθημερινά τόν ἑαυτό του χάριν τοῦ πλησίον. Ὑποδεχόταν ξένους, ἔντυνε γυμνούς, ἔτρεφε πεινασμένους, ἰάτρευε ἀσθενεῖς.
Γι’ αὐτό ὅλοι οἱ θλιμμένοι, οἱ ἀσθενεῖς, οἱ πτωχοί ἔτρεχαν κοντά του καί ὁ ἀνάργυρος ἰατρός Σαμψών, ἦταν πάντοτε πρόθυμος ν’ ἀνοίγει σέ ὅλους τά φιλάνθρωπα σπλάγχνα του καί νά προσφέρει τή θαλπωρή τῆς ἀγάπης του. Θεωροῦσε τό πολύμοχθο αὐτό ἔργο ὡς ἰδιαίτερο εἶδος πνευματικῆς ἄσκησης καί προπάντων ὡς τό μέσον ἀνύψωσης τῆς ψυχῆς του μέχρι τοῦ Πλάστου του.

Ἀπεδείκνυε δέ μέ τόν τρόπο αὐτό, ὅτι ἐκεῖνος πού ἀγαπᾶ πραγματικά τόν Θεό, γνωρίζει νά ἀγαπᾶ καί τόν πλησίον του, σάν τόν ἑαυτό του. Καί ὅπως πολύ παραστατικά ὁ βιογράφος του, ὁ Συμεών ὁ Μεταφραστής γράφει «Ἡ ξενοδοχεία καί ἡ φιλανθρωπία καί ὁ περί τούς ἐνδεεῖς οἶκτος τοῦ ὁσίου» εἶχαν γίνει φυσικές ἰδιότητες τῆς προσωπικότητάς του, ὅπως εἶναι ἡ ἰδιότητα τοῦ ἥλιου νά φωτίζει καί τῆς φωτιᾶς νά καίει. Ἡ ἀγάπη δηλαδή, εἶχε γίνει δεύτερη φύση του.

Ὁ ὅσιος Σαμψών ἀφοῦ ἀπαλλάχθηκε ἀπό τά βάρη καί τίς μέριμνες τοῦ πλούτου, ἀρκούμενος σέ ἕνα μόνο χιτώνα καί ἕναν ὑπηρέτη, ἀνεχώρησε γιά τήν Κωνσταντινούπολη, προκειμένου νά ἀποφύγει τόν ἔπαινο τῶν ἀνθρώπων. Ἐκεί ὁ πρώην βαθύπλουτος Σαμψών ἀλλά τώρα, πάμπτωχος, ἔμενε σέ ἕνα πτωχικό οἴκημα γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖο μετέβαλε ὄχι μόνο σέ ἀσκητήριο ἀλλά καί σέ ἄμισθο ἰατρεῖο.

Ἡ φήμη του βέβαια δέν ἄργησε νά διαδοθεῖ σέ ὅλη τήν Κωνσταντινούπολη. Ὁ ἅγιος πατριάρχης Μηνᾶς (535-552 μ.Χ.) ὅταν πληροφορήθηκε τή θεάρεστη πολιτεία του, τόν κάλεσε νά τόν γνωρίσει. Καί τόσο θαύμασε τήν ἀρετή του, ὥστε τόν χειροτόνησε πρεσβύτερο καί τόν κατέταξε στόν κλῆρο τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας. Ὁ ὅσιος Σαμψών δέν ἦταν τότε παραπάνω ἀπό τριάντα ἐτῶν. Ἡ ἰερωσύνη ὡστόσο δέν τόν εμπόδισε, νά συνεχίσει τήν πολύπλευρη φιλανθρωπική ἐργασία του μέ τήν διπλή ἰδιότητα, τοῦ κηρικοῦ καί τοῦ ἰατροῦ.

Αὐτοκράτορας τοῦ Βυζαντίου ἦταν ἐκείνη τήν ἐποχή ὁ Ἰουστινιανός ὁ Α΄(527-565 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος ἀρρώστησε βαριά μέ «οἴδημα στά αἰδοῖα». Ὅλοι οἱ ἐξαίρετοι ἰατροί τῆς Βασιλεύουσας προσπάθησαν νά τόν θεραπεύσουν ἀλλά χωρίς ἀποτέλεσμα. Ἡ κατάσταση τῆς ὑγείας του παρέμενε κρίσιμη. Βασανιζόταν ἀπό ἀφόρητους πόνους, ὥστε εἶχε φθάσει στά πρόθυρα τοῦ θανάτου. Ἀπελπισμένος τότε γιά τή ζωή του ζήτησε μέ δάκρυα τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ.

Ἐκείνη τήν νύκτα εἶδε στόν ὕπνο του πλῆθος ἰατρῶν, οἱ ὁποῖοι ἦταν ντυμένοι μέ ἱερατικές στολές. Ἕνας δέ ἀστραπόμορφος νέος τόν πλησίασε καί ἀφοῦ τοῦ ἔδειξε τόν πιό ταπεινό, τόν πιό κόσμιο καί τόν πιό εὐπρεπή ἰατρό ἀπό ὅλους, εἶπε στόν ἔκπληκτο αὐτοκράτορα: «Κοίταξε καλά νά γνωρίσεις ἐκεῖνον τόν ἄνθρωπο, διότι αὐτός μόνον μπορεῖ νά σέ θεραπεύσει».

Τήν ἑπομένη ἡμέρα, μέ αὐτοκρατορική διαταγή, ὅλοι οἱ ἰατροί τῆς Πόλεως συγκεντρώθηκαν στά ἀνάκτορα. Κανείς ὅμως δέν ἔμοιαζε μέ ἐκεῖνον, τόν ὁποῖον ὁ ἅγιος ἄγγελος εἶχε ὑποδείξει. Τότε κάποιος ἰατρός ἀνέφερε στόν Ἰουστινιανό Α΄ γιά τόν θαυματουργό ἰατρό, τόν ὅσιο Σαμψών.

Χωρίς χρονοτριβή, βασιλικοί ἀπεσταλμένοι ἀναζήτησαν τόν ὅσιο καί τόν ὁδήγησαν μέ τιμές στό παλάτι. Ὁ αὐτοκράτορας ὅταν ἀντίκρυσε τήν ἀσκητική μορφή τοῦ ὁσίου, ἀναγνώρισε ἐκεῖνον, πού ἐπιθυμοῦσε νά ἰδεῖ. Μέ πολλή εὐλάβεια καταφιλοῦσε τόν ὅσιο καί τόν ἱκέτευε νά τόν θεραπεύσει μέ τή χάρη, πού εἶχε ἀπό τόν Θεό.

Πράγματι, ὁ ὅσιος ἀφοῦ προσευχήθηκε στόν Ἰατρό τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων Ἰησοῦ Χριστό γιά τήν ὑγεία τοῦ ἀρρώστου, ἄγγιξε τό σημεῖο τοῦ πόνου καί ἀμέσως τό θεράπευσε. Τό θαῦμα εἶχε γίνει! Γιά νά ἀποφύγει ὅμως τόν ἔπαινο, ἔβαλε καί λίγη ἀλοιφή.
Μετά τή θεραπεία ὁ αὐτοκράτορας γεμᾶτος εὐγνωμοσύνη, θέλοντας νά ἀμείψει τόν εὐεργέτη του, τοῦ πρόσφερε ἀμέτρητο χρυσό. Ὁ ἀκτήμων ὅμως ὅσιος δέν δέχθηκε, αὐτά πού εἶχε ἤδη ἐγκαταλείψει. Φανέρωσε μάλιστα γιά μιά ἀκόμη φορά τό μεγαλεῖο τῆς ψυχῆς του, λέγοντας: «Ἕνα μόνο σᾶς ζητῶ, ἄν θέλετε νά οἰκοδομήσετε κοντά στό φτωχικό μου σπίτι, οἶκο κατάλληλο γιά τούς ἀρρώστους».

Ἡ παράκληση τοῦ ἁγίου ἔγινε εὐπρόσδεκτη. Ὁ Ἰουστινιανός ἀνήγειρε μεγαλοπρεπέστατο Νοσοκομεῖο, σέ κεντρικό σημεῖο τῆς Κωνσταντινουπόλεως κοντά στήν Ἁγία Σοφία, μέ τήν προσωνυμία «Νοσοκομεῖο Σαμψών τοῦ ξενοδόχου». Τό προικοδότησε μάλιστα πλουσιοπάροχα μέ χρηματικές καί κτηματικές δωρεές καί ἀνέθεσε τή διεύθυνσή του στόν ὅσιο. Ἐπιπλέον τόν ἀνέδειξε σκευοφύλακα τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας.

Ὁ ὅσιος Σαμψών ἦταν ἡ ψυχή τοῦ ἱδρύματος, ὁ γεμᾶτος στοργή πατέρας, ὁ ἄγρυπνος προϊστάμενός του, τό ζωντανό ὑπόδειγμα τῆς ἀγάπης. Ἦταν ἐπίσης, ὅπως ὁ ὑμνωδός ψάλλει: «τῶν πτωχῶν συμπαθεστάτη βοήθεια καί ἀσθενούντων ἰατρός ἄριστος καί καταπονουμένων ἀντίληψις».

Ἔμεινε ἰσόβια πιστός στό μεγάλο ἔργο πού ἀνέλαβε καί κυριολεκτικά ἐκδαπανήθηκε στήν περίθαλψη τῶν ἀσθενῶν καί τῶν ξένων, τούς ὁποίους ὑπηρέτησε σάν ἀγγέλους τοῦ Κυρίου. Κοιμήθηκε γαλήνια τόν αἰώνιο ὕπνο σέ βαθειά γεράματα καί ἐνταφιάσθηκε στόν περικαλλή ναό τοῦ ἁγίου Μωκίου, ὁ ὁποῖος, λέγεται, ὅτι ὑπῆρξε συγγενής του. Ἀπό τόν τάφο του ἀνέβλυζε κάθε χρόνο μύρο. Ὁ ὅσιος δέν ἔπαυσε καί μετά τήν κοίμησή του νά βοηθάει τούς ἀνθρώπους καί νά θαυματουργεῖ.

Ἀξίζει νά σημειωθεῖ ὅτι τό περίφημο νοσοκομεῖο τοῦ ὁσίου Σαμψών καταστράφηκε ἀργότερα ἀπό πυρκαγιά. Ἀλλ’ ὁ Ἰουστινιανός τό ἀνακαίνισε, κάνοντάς το πολύ ὡραιότερο καί πολύ μεγαλύτερο. Σώζονται σήμερα μόνο τά ἐρείπιά του.
Ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τήν μνήμη τοῦ ὁσίου Σαμψών τοῦ ξενοδόχου τήν 27η Ἰουνίου.



Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ΄. Ταχύ προκατάλαβε.


Ὁ φέρων τήν μίμησιν, τῶν τοῦ Θεοῦ οἰκτιρμῶν, ἐνθέου χρηστότητας, ἀναβλυστάνεις κρουνούς, Σαμψών ἱερώτατε˙ σύ γάρ θεομιμήτῳ ἐλλαμφθεί συμπαθείᾳ, ὤφθης τῶν τεθλιμμένων, καί πασχόντων ἀκέστωρ, παρέχων ἑνί ἑκάστῳ, ρῶσιν καί ἔλεος.






 Βιβλιογραφικές αναφορές

-MigneP.G. Συμεὠν τοῦ Μεταφραστοῦ
Τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Σαμσών βίος καί πολιτεία, Τόμος 115ος   (σελ. 278-307)
-Ἀγαπίου Μοναχοῦ: Βίβλος καλουμένη Καλοκαιρινή
                Ἐνετίησιν 1801, (σελ. 127-133)
-Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαιδεία: Α. Μαρτίνου
                Τόμος 10ος, Ἀθήνα 1960
                λῆμμα «Σαμψών ὅσιος», στ. 1152
-Ὁ Μέγας Συναξαριστής τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας: Βίκτωρος
Ματθαίου, Τόμος ΣΤ΄, (Ἔκδοσις Δ΄), Ἀθῆναι 1973, (σελ. 394-402)
- Κουκουλέ,Φ. (1948): Βυζαντινῶν βίος καί πολιτισμός , Ἡ εὐποιΐα κατά τούς Βυζαντινούς χρόνους, τά ξενοδοχεῖα, τά νοσοκομεῖα Τόμος Β΄1, ἐν Ἀθήναις (σελ.128-147)
-π. Βασιλείου Ρούσσου Α.Α(1947). Βίοι τῶν ἁγίων Δυτικῆς καί
                Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, Ἰούνιος, Ἐν Ἀθήναις: Καθολική
                Ἔκδοσις, (σελ. 194-196)
- ὁ Ξενών τοῦ Σαμψών .Θρησκευτική Ἐφημερίς "ΖΩΗ"
                ἀριθμός φύλ. 1786, ἔτος 1952,
                ἀριθμός φύλ. 1806, ἔτος 1952, ἑστίαι θερμότητος
- Κατσούλα,Δ.Ι.(2012). Μορφές ἀπό τό Συναξάρι, "ὅσιος  Σαμψών ὁ Ξενοδόχος"Ἀθήνα : ΚΥΠΡΗΣ , (σελ. 187)


Τρίτη 8 Ιουλίου 2014

ΟΙ ΚΥΡΙΩΤΕΡΕΣ ΕΝΤΟΛΕΣ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ τοῦ Ὁσίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου


1. Κάθε χριστιανὸς ὀφείλει ν᾽ ἀγαπᾶ τὸ Θεό.

Ὀφείλεις ν᾽ ἀγαπᾶς τὸν Κύριο καὶ Θεό σου μ᾽ ὅλη σου τὴν καρδιὰ καὶ μ᾽ ὅλη σου τὴν ψυχὴ καὶ μ᾽ ὅλο σου τὸ νοῦ. Αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολή (Ματθ. 22, 37).
Ἂν μ᾽ ἀγαπᾶτε, τηρῆστε τὶς ἐντολές μου (Ἰω. 14, 15).
Ὅποιος ἐγκολπώθηκε τὶς ἐντολές μου καὶ τὶς ἐκτελεῖ, ἐκεῖνος εἶναι ποὺ μ᾽ ἀγαπᾶ. Καὶ ὅποιος ἀγαπᾶ ἐμένα, θ᾽ ἀγαπηθεῖ ἀπὸ τὸν Πατέρα μου καὶ θὰ τὸν ἀγαπήσω κι ἐγὼ καὶ θὰ φανερώσω μέσα του μυστικὰ τὸν ἑαυτό μου (Ἰω. 14, 21).
Ὅποιος δὲν μ᾽ ἀγαπᾶ, δὲν τηρεῖ τὶς ἐντολές μου (Ἰω. 14, 24).
Ἀγαπᾶτε τὸ Χριστό, ἂν καὶ δὲν τὸν ἔχετε γνωρίσει (Α´ Πέτρ. 1, 8).
Ὅποιος ἀγαπᾶ τὸν Πατέρα, ἀγαπᾶ καὶ τὸν Υἱό, ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ τὸν Πατέρα (Α´ Ἰω. 5, 1).


2. Κάθε χριστιανὸς ὀφείλει ν᾽ ἀγαπᾶ τὸν ἀδελφό του (τὸν συνάνθρωπό του).

Δεύτερη ἐντολή, ὅμοια μὲ τὴν πρώτη, εἶναι τὸ ν᾽ ἀγαπήσεις τὸν συνάνθρωπό σου ὅπως ἀγαπᾶς τὸν ἑαυτό σου (Ματθ. 22, 39).
Σᾶς δίνω μιὰ νέα ἐντολή: Ν᾽ ἀγαπᾶτε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Ὅπως σᾶς ἀγάπησα ἐγώ, ἔτσι ν᾽ ἀγαπᾶτε κι ἐσεῖς ὁ ἕνας τὸν ἄλλον (Ἰω. 13, 34).
Ἀπ᾽ αὐτὸ τὸ γνώρισμα θὰ μάθουν ὅλοι οἱ ἄπιστοι πὼς εἶστε μαθητές μου, ἂν δηλαδὴ ἔχετε ἀγάπη μεταξύ σας (Ἰω. 13, 35).
Χρέος ἄλλο νὰ μὴν ἀφήνετε σὲ κανένα, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀγάπη ποὺ ὀφείλετε ὁ ἕνας στὸν ἄλλον. Ἐπειδὴ ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ τὸν ἀδελφό του, ἔχει ἐκπληρώσει ὅλο τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτό, γιατὶ τὸ «μὴ μοιχεύσεις», «μὴ φονεύσεις», «μὴν κλέψεις», [«μὴν ψευδομαρτυρήσεις»], «μὴν ἐπιθυμήσεις», κι ὅλες οἱ ἄλλες ἐντολές, σ᾽ αὐτὴ τὴν ἐντολὴ συνοψίζονται καὶ περιλαμβάνονται: Στὸ ν᾽ ἀγαπήσεις τὸν συνάνθρωπό σου σὰν τὸν ἑαυτό σου (Ρωμ. 13, 8-9).
Ἀγαπῆστε μὲ καθαρὴ καρδιὰ ὁ ἕνας τὸν ἄλλον (Α´ Πέτρ. 1, 22).
Νὰ ἀγαπᾶτε τοὺς ἀδελφούς σας (Α´ Πέτρ. 2, 17).
Ἂν τόσο πολὺ μᾶς ἀγάπησε ὁ Θεός, ὀφείλουμε κι ἐμεῖς νὰ ἀγαποῦμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον (Α´ Ἰω. 4, 11).
Ὅποιος δὲν ἀγαπᾶ τὸν ἀδελφό του, αὐτὸς βρίσκεται σὲ κατάσταση πνευματικοῦ θανάτου (Α´ Ἰω. 23, 14).
Νά πῶς μάθαμε τί εἶναι ἀγάπη: Ὅπως ὁ Χριστὸς πρόσφερε τὴ ζωή Του στὸ θάνατο γιὰ χάρη μας, ἔτσι κι ἐμεῖς ὀφείλουμε νὰ προσφέρουμε καὶ τὴ ζωή μας ἀκόμη γιὰ τοὺς ἀδελφούς μας (Α´ Ἰω. 3, 16).
Παιδιά μου, ἂς μὴν ἀγαποῦμε μὲ τὰ λόγια μόνο καὶ μὲ τὴ γλώσσα, ἀλλὰ ἔμπρακτα καὶ ἀληθινά (Α´ Ἰω. 3, 18).
Ὅποιος ἀγαπᾶ τὸ Θεό, αὐτὸς ἀγαπᾶ καὶ τὸν ἀδελφό του (Α´ Ἰω. 4, 21).


3. Οἱ χριστιανοὶ ὀφείλουν νὰ μὴν ἔχουν διαμάχες οὔτε νὰ νιώθουν μνησικακία καὶ μίσος κατὰ τῶν ἀδελφῶν τους, ἀλλὰ κι ἂν ἀκόμα παρεξηγηθοῦν μεταξύ τους, ὀφείλουν γρήγορα νὰ συμφιλιωθοῦν.

Ὅποιος χριστιανὸς ὀργίζεται ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ του χωρὶς εὔλογη ἀφορμή, εἶναι ὑπόδικος στὸ τοπικὸ δικαστήριο. Καὶ ὅποιος πεῖ τὸν ἀδελφό του «ρακά», δηλαδὴ «ἀνόητε», εἶναι ὑπόδικος στὸ ἀνώτατο δικαστήριο. Καὶ ὅποιος πεῖ τὸν ἀδελφό του «βλάκα», αὐτὸς θὰ καταδικαστεῖ στὴ φωτιὰ τῆς κολάσεως (Ματθ. 5, 22).
Ἂν πᾶς στὴν ἐκκλησία γιὰ νὰ δώσεις κάποια προσφορά, καὶ ἐκεῖ θυμηθεῖς ὅτι ὁ ἀδελφός σου εἶναι λυπημένος μαζί σου, ἄφησε ἐκεῖ, μπροστὰ στὴν Ἐκκλησία, τὴν προσφορά σου, πήγαινε νὰ συμφιλιωθεῖς πρῶτα μὲ τὸν ἀδελφό σου καὶ ὕστερα ἔλα νὰ προσφέρεις τὸ δῶρο σου (Ματθ. 5, 23-24).
Κοίταξε νὰ συμφιλιωθεῖς γρήγορα μὲ τὸν ἀδελφό σου μὲ τὸν ὁποῖο βρίσκεται σὲ ἀντιδικία, ὅσο ἀκόμα εἶστε στὴ στράτα τῆς ἐδῶ ζωῆς (Ματθ. 5, 25).
Ὅποιος νομίζει πὼς μπορεῖ νὰ εἶναι φιλόνικος, ἂς ξέρει πὼς οὔτε ἐγὼ οὔτε οἱ Ἐκκλησίες τοῦ Θεοῦ ἔχουν τέτοια συνήθεια, δηλαδὴ νὰ φιλονικοῦμε (Α´ Κορ. 11, 16).
Ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ δὲν πρέπει νὰ φιλονικεῖ, ἀλλὰ πρέπει νὰ εἶναι ἤπιος ἀπέναντι σὲ ὅλους, διδακτικός, ἀνεξίκακος (Β´ Τιμ. 2, 24).
Ἡ δύση τοῦ ἡλίου νὰ μὴ σᾶς βρίσκει ποτὲ ὀργισμένους (Ἐφεσ. 4, 26).
Ὅποιος μισεῖ τὸν ἀδελφό του βρίσκεται στὸ σκοτάδι, καὶ πορεύεται μέσα στὸ σκοτάδι, καὶ ποῦ πάει δὲν ξέρει, γιατὶ τὸ σκοτάδι ἔχει τυφλώσει τὰ μάτια του (Α´ Ἰω. 2, 11).
Καθένας ποὺ μισεῖ τὸν ἀδελφό του εἶναι φονιάς. Καὶ ξέρετε πὼς κανένας φονιὰς δὲν ἔχει συμμετοχὴ στὴν αἰώνια ζωή (Α´ Ἰω. 3, 15).


4. Οἱ χριστιανοὶ ὀφείλουν νὰ μὴ βλέπουν μὲ περιέργεια καὶ ἐπιθυμία.

Ἐγὼ σᾶς λέω ὅτι κάθε ἄνθρωπος ποὺ βλέπει γυναίκα μὲ πονηρὴ ἐπιθυμία, ἔχει ἤδη σχεδὸν διαπράξει μοιχεία μ᾽ αὐτὴ μέσα στὴν καρδιά του (Ματθ. 5, 28).
Ὅλα ὅσα ἀνήκουν στὸν κόσμο – οἱ ἁμαρτωλὲς ἐγωϊστικὲς ἐπιθυμίες, ἡ λαχτάρα ν᾽ ἀποκτήσουμε ὅ,τι βλέπουν τὰ μάτια μας καὶ ἡ ὑπεροψία ἀπὸ τὴν κατοχὴ τοῦ πλούτου – δὲν προέρχονται ἀπὸ τὸ Θεὸ Πατέρα, ἀλλ᾽ ἀπὸ τὸν ἁμαρτωλὸ κόσμο. Ὁ κόσμος ὅμως περνᾶ καὶ χάνεται. Καὶ μαζί του χάνονται ὅλα ὅσα ἐπιθυμοῦν νὰ κατέχουν οἱ ἄνθρωποι. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ ἐκτελεῖ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, θὰ ζήσει αἰώνια (Α´ Ἰω. 2, 16-17).


5. Οἱ χριστιανοὶ ὀφείλουν νὰ μὴν ὁρκίζονται, οὔτε ἀληθινὰ οὔτε στὰ ψέματα.

Ἐγὼ σᾶς λέω νὰ μὴν ὁρκίζεστε καθόλου. Οὔτε στὸν οὐρανό, γιατὶ εἶναι ὁ θρόνος τοῦ Θεοῦ. Οὔτε στὴ γῆ, γιατὶ εἶναι τὸ σκαμνὶ ὅπου πατοῦν τὰ πόδια του. Οὔτε στὰ Ἱεροσόλυμα, γιατὶ εἶναι ἡ πόλη τοῦ Θεοῦ, τοῦ μεγάλου βασιλιᾶ. Οὔτε στὸ κεφάλι σας νὰ ὁρκιστεῖτε, γιατὶ δὲν μπορεῖτε νὰ κάνετε οὔτε μιὰ τρίχα του ἄσπρη ἢ μαύρη. Ὁ λόγος σας ἂς εἶναι ἁπλὰ «ναὶ» καὶ «ὄχι». Ὅ,τι περισσότερο πεῖτε ἀπὸ τὸ «ναὶ» καὶ τὸ «ὄχι», προέρχεται ἀπὸ τὸν πονηρὸ διάβολο (Ματθ. 5, 34-37).
Προπαντός, ἀδελφοί μου, νὰ μὴν ὁρκίζεστε οὔτε στὸν οὐρανὸ οὔτε στὴ γῆ οὔτε πουθενὰ ἀλλοῦ. Ἀλλ᾽ ἂς εἶναι τὸ «ναί» σας πραγματικὸ «ναὶ» καὶ τὸ «ὄχι» σας πραγματικὸ «ὄχι», γιὰ νὰ μὴ βρεθεῖτε κατηγορούμενοι στὴν τελικὴ κρίση (ἢ καὶ γιὰ νὰ μὴν πέσετε σὲ ὑποκρισία καὶ ψευδολογία) (Ἰακ. 5, 12).


6. Οἱ χριστιανοὶ ὀφείλουν νὰ μὴν εἶναι ἐκδικητικοί, οὔτε ν᾽ ἀνταποδίδουν
 κακὸ στὸ κακό.

Ἐγὼ σᾶς λέω νὰ μὴν ἀντιστέκεστε στὸν κακὸ ἄνθρωπο. Ἀλλ᾽ ἂν κάποιος σὲ χτυπήσει στὸ ἕνα μάγουλο, ἐσὺ γύρισέ του καὶ τὸ ἄλλο γιὰ νὰ στὸ χτυπήσει κι αὐτό (Ματθ. 5, 39).
Ἂν κάποιος θελήσει νὰ σὲ πάρει ἀγγαρεία γιὰ ἕνα χιλιόμετρο, ἐσὺ πήγαινε μαζί του δύο (Ματθ. 5, 41).
Νὰ προσεύχεστε γιὰ κείνους ποὺ σᾶς καταριοῦνται, νὰ εὐεργετεῖτε ἐκείνους ποὺ σᾶς μισοῦν, καὶ νὰ παρακαλεῖτε τὸ Θεὸ γιὰ κείνους ποὺ σᾶς πειράζουν καὶ σᾶς καταδιώκουν (Ματθ. 5, 44).
Ἂν κάποιος σᾶς κάνει κακό, μὴν τοῦ τὸ ἀνταποδίδετε. (Ρωμ. 12, 17).
Μὴ ζητᾶτε, ἀδελφοί, νὰ ὑπερασπίζετε μὲ ἐκδικήσεις τὸν ἑαυτό σας, ἀλλὰ δώσετε τόπο στὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ,ποὺ θὰ ἔρθει καὶ θὰ πάρει ἐκδίκηση στὴν ὥρα τῆς κρίσεως (Ρωμ. 12, 19).
Ἂν πεινᾶ ὁ ἐχθρός σου, δίνε του νὰ τρώει. Ἂν διψᾶ, δίνε του νὰ πίνει (Ρωμ. 12, 20).
Μὴν ἀφήνεις νὰ σὲ νικήσει τὸ κακό, ἀλλὰ νὰ νικᾶς τὸ κακὸ μὲ τὴν καλή σου διαγωγή (Ρωμ. 12, 21).
Νὰ μὴν ἀντιδρᾶτε στὸ κακὸ μὲ κακὸ καὶ στὴ βρισιὰ μὲ βρισιά, ἀλλὰ τὸ ἀντίθετο. Στὶς βρισιὲς δηλαδὴ νὰ ἀντιδρᾶτε μὲ εὐλογίες (Α´ Πετρ. 3, 9).
Ἀγαπητέ, νὰ μὴν παίρνεις γιὰ πρότυπο τὸ κακό, ἀλλὰ τὸ καλό. Ὅποιος κάνει τὸ καλὸ εἶναι παιδὶ τοῦ Θεοῦ. Ὅποιος κάνει τὸ κακὸ δὲν ἔχει γνωρίσει τὸ Θεό (Γ´ Ἰω. 11).


7. Οἱ χριστιανοὶ ὀφείλουν νὰ μὴν πηγαίνουν διόλου σὲ δικαστήρια γιὰ τὴν ἐπίλυση τῶν διαφορῶν τους. Ἂν ὅμως κάποτε παραστεῖ σχετικὴ ἀνάγκη, ἂς προτιμήσουν νὰ βάλουν κριτὴ στὴ διαφορά τους ἕναν ἄνθρωπο τῆς Ἐκκλησίας, παρὰ νὰ καταφύγουν στὰ κοσμικὰ δικαστήρια.

Ἂν κάποιος θέλει νὰ σὲ πάει στὸ δικαστήριο γιὰ νὰ σοῦ πάρει τὸ σακάκι, ἄφησέ του καὶ τὸ πανωφόρι (Ματθ. 5, 40).
Καὶ μόνο τὸ γεγονός, ἀδελφοί, ὅτι ἔχετε δίκες μεταξύ σας, ἀποτελεῖ ἤδη πλήρη ἀποτυχία σας. Ἂς προτιμᾶτε νὰ εἶστε οἱ ἀδικημένοι καὶ ζημιωμένοι, παρὰ ν᾽ ἀδικεῖτε καὶ νὰ ζημιώνετε τοὺς ἄλλους, καὶ μάλιστα τοὺς ἀδελφούς σας χριστιανούς. Ἤ μήπως δὲν ξέρετε ὅτι ἄνθρωποι ἄδικοι δὲν θὰ κληρονομήσουν τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ; Μὴν ἔχετε αὐταπάτες: Στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ δὲν ἔχουν θέση οὔτε πόρνοι οὔτε φιλάργυροι οὔτε μοιχοὶ οὔτε θηλυπρεπεῖς οὔτε σοδομίτες οὔτε κλέφτες οὔτε πλεονέκτες οὔτε μέθυσοι οὔτε κατήγοροι οὔτε ἅρπαγες (Α´ Κορ. 6, 7-9).
Ὅταν κάποιος ἔχει μιὰ διαφορὰ μ᾽ ἕναν ἄλλο χριστιανό, πῶς τολμᾶ νὰ καταφεύγει στὴν κρίση τῶν ἄδικων κοσμικῶν δικαστῶν καὶ ὄχι στὴν κρίση καὶ τὴ διαιτησία τῶν μελῶν τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας κοινότητας; (Α´ Κορ. 6, 1).


8. Οἱ χριστιανοὶ ὀφείλουν νὰ μὴν κατακρίνουν.

Μὴν κατακρίνετε τοὺς ἄλλους, γιὰ νὰ μὴν κατακριθεῖτε κι ἐσεῖς ἀπὸ τὸ Θεό. Μὲ τὸ κριτήριο ποὺ κρίνετε θὰ κριθεῖτε, καὶ μὲ τὸ μέτρο ποὺ μετρᾶτε θὰ μετρηθεῖτε. Γιατὶ βλέπεις τὸ σκουπιδάκι ποὺ εἶναι στὸ μάτι τοῦ ἀδελφοῦ σου καὶ δὲ νιώθεις ὁλόκληρο δοκάρι ποὺ εἶναι στὸ δικό σου μάτι; (Ματθ. 7, 1-3).
Ἔνοχος καὶ ἀνυπολόγητος εἶσαι, ἄνθρωπέ μου, ἐσὺ ποὺ γίνεσαι κριτὴς τῶν ἄλλων. Γιατί, κρίνοντας τὸν ἄλλο, καταδικάζεις τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό σου, ἀφοῦ κι ἐσὺ κάνεις τὰ ἴδια κακὰ ποὺ κάνει ἐκεῖνος (Ρωμ. 2, 1).
Μὴν κάνετε, ἀδελφοί, καμιὰ κρίση πρὶν ἀπὸ τὸν καιρὸ τῆς δευτέρας παρουσίας τοῦ Κυρίου. Ἐκεῖνος θὰ ρίξει τότε φῶς σὲ ὅσα ἔργα εἶναι τώρα κρυμμένα στὸ σκοτάδι, καὶ θὰ φανερώσει τοὺς κρυφοὺς λογισμοὺς τῶν καρδιῶν τῶν ἀνθρώπων (Α´ Κορ. 4, 5).
Μὴν κακολογεῖτε καὶ κατηγορεῖτε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ἀδελφοί. Ὅποιος κατηγορεῖ ἢ κατακρίνει τὸν ἀδελφό του, κατηγορεῖ καὶ κατακρίνει τὸν ἴδιο τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ. Κι ὅταν κρίνεις τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ, δὲν εἶσαι τηρητὴς καὶ ὑποκείμενος στὸ νόμο, ἀλλὰ κριτὴς καὶ ἀνώτερός του. Ἕνας εἶναι ὁ νομοθέτης καὶ ὁ κριτής, ὁ Χριστός, ποὺ ἔχει τὴ δύναμη νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο ἢ νὰ τὸν κολάσει. Ἐνῶ ἐσὺ ποιός εἶσαι ποὺ κρίνεις τὸν ἄλλο; (Ἰακ. 4, 11-12).


9. Ἂν οἱ χριστιανοὶ δὲν συγχωροῦν τὰ σφάλματα τῶν ἀδελφῶν τους, οὔτε ὁ Θεὸς θὰ συγχωρήσει τὰ δικά τους σφάλματα.

Ἂν ἐσεῖς συγχωρήσετε τὰ σφάλματα τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, θὰ συγχωρήσει καὶ τὰ δικά σας σφάλματα ὁ ἐπουράνιος Πατέρας σας. Ἂν ὅμως δὲν συγχωρήσετε τὰ σφάλματα τῶν ἄλλων, οὔτε τὰ δικά σας σφάλματα θὰ συγχωρήσει ὁ ἐπουράνιος Πατέρας (Ματθ. 6, 14-15).
Οὐράνιε Πατέρα, χάρισέ μας τὰ χρέη τῶν ἁμαρτιῶν μας, καθὼς κι ἐμεῖς τὰ χαρίζουμε στοὺς δικούς μας ὀφειλέτες (ὅσους μᾶς ἔχουν ἀδικήσει) (Ματθ. 6, 12).
«Κακὲ δοῦλε, σοῦ χάρισα ὅλο σου τὸ χρέος, δέκα χιλιάδες τάλαντα (ὑπέρογκο ποσό), ἐπειδὴ μὲ παρακάλεσες. Δέν ἔπρεπε κι ἐσὺ νὰ σπλαχνιστεῖς τὸ σύνδουλό σου, ὅπως ἐγὼ σπλαχνίστηκα ἐσένα, καὶ νὰ τοῦ χαρίσεις τὰ ἑκατὸ δηνάρια (ἀσήμαντο ποσὸ) ποὺ σοῦ χρωστοῦσε;» Καὶ ὀργίστηκε ὁ Κύριός του καὶ παρέδωσε τὸ δοῦλο ἐκεῖνο στοὺς βασανιστές, ὥσπου νὰ ξεπληρώσει ὅλο του τὸ χρέος. Ἔτσι θὰ κάνει καὶ σὲ σᾶς ὁ οὐράνιος Πατέρας μου, ἂν δὲν συγχωρήσετε μ᾽ ὅλη σας τὴν καρδιὰ τὰ σφάλματα τῶν ἀδελφῶν σας (Ματθ. 18, 32-35).
Ὅταν στέκεστε νὰ προσευχηθεῖτε, νὰ συγχωρεῖτε ὅποιο παράπονο ἢ λύπη ἔχετε ἐναντίον κάποιου ἀδελφοῦ σας, γιὰ νὰ συγχωρήσει καὶ ὁ οὐράνιος Πατέρας σας τὰ δικά σας σφάλματα (Μάρκ. 11, 25).
Ἂν ὁ ἀδελφός σου σοῦ κάνει κακό, ἐπιτίμησέ τον. Κι ἂν μετανοήσει, συγχώρεσέ τον. Ἀλλὰ κι ἂν ἑφτὰ φορὲς τὴ μέρα σοῦ κάνει κακό, κι ἔρθει ἄλλες τόσες καὶ σοῦ πεῖ «μετανοῶ», συγχώρεσέ τον (Λουκ. 17, 3-4).


10. Οἱ χριστιανοὶ ὀφείλουν νὰ κάνουν ἐλεημοσύνες, ἀλλὰ καὶ νὰ προσεύχονται καὶ νὰ νηστεύουν, ὄχι ὅμως ὑποκριτικά, γιὰ νὰ τοὺς δοξάσουν δηλαδὴ καὶ νὰ τοὺς ἐπαινέσουν οἱ ἄνθρωποι, ἀλλὰ μόνο γιὰ τὸ Θεό.

Προσέχετε νὰ μὴν κάνετε τὴν ἐλεημοσύνη σας μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους, γιὰ νὰ σᾶς βλέπουν καὶ νὰ σᾶς θαυμάζουν. Ἀλλιῶς, μὴν περιμένετε ἀνταμοιβὴ ἀπὸ τὸν οὐράνιο Πατέρα σας. Ὅταν λοιπὸν ἐσὺ κάνεις ἐλεημοσύνη, κάνε την τόσο κρυφά, ποὺ τὸ ἀριστερό σου χέρι νὰ μὴν ξέρει τί κάνει τὸ δεξί (Ματθ. 6, 1 καὶ 3).
Ὅταν προσεύχεσαι χριστιανέ, νὰ μὴν εἶσαι σὰν τοὺς ὑποκριτές, ποὺ τοὺς ἀρέσει νὰ στέκονται καὶ νὰ προσεύχονται ἐπιδεικτικὰ στὶς ἐκκλησίες καὶ στὰ σταυροδρόμια, γιὰ νὰ δείξουν στοὺς ἀνθρώπους ὅτι προσεύχονται. Σᾶς βεβαιώνω πὼς αὐτὴ εἶναι ὅλη ἡ ἀνταμοιβή τους. Ἐσύ, ἀντίθετα, ὅταν προσεύχεσαι, μπὲς στὸν πιὸ ἀπόκρυφο χῶρο σου (δηλαδὴ τὴν καρδιά), κλεῖσε τὴ πόρτα (δηλαδὴ τὶς αἰσθήσεις) καὶ προσευχήσου μυστικὰ στὸν κρυμμένο καὶ ἀόρατο Πατέρα σου. Κι Ἐκεῖνος, ποὺ βλέπει τὶς κρυφὲς πράξεις, θὰ σὲ ἀνταμείψει φανερά (Ματθ. 6, 5-6).
Ὅταν νηστεύετε, νὰ μὴ γίνεστε σκυθρωποί, ὅπως οἱ ὑποκριτές, ποὺ ἀλλοιώνουν κατάλληλα τὴν ὄψη τους γιὰ νὰ δείξουν στοὺς ἀνθρώπους ὅτι νηστεύουν. Σᾶς βεβαιώνω πὼς αὐτοὶ παίρνουν ἐδῶ μόνο τὴν ἀμοιβή τους, ἀπὸ τὸν ἔπαινο τῶν ἀνθρώπων. Ἐσὺ ἀντίθετα, ὅταν νηστεύεις, περιποιήσου τὰ μαλλιά σου καὶ νίψε τὸ πρόσωπό σου, γιὰ νὰ μὴ δείξεις στοὺς ἀνθρώπους τὴ νηστεία σου, ἀλλὰ μόνο στὸ Θεὸ καὶ Πατέρα σου, ποὺ βλέπει τὶς κρυφὲς πράξεις. Καὶ ὁ Πατέρας σου, ποὺ βλέπει τὶς κρυφὲς πράξεις, θὰ σοῦ τὸ ἀνταποδώσει φανερά (Ματθ. 6, 16-18).


11. Οἱ χριστιανοὶ ὀφείλουν νὰ φροντίζουν γιὰ τὴν ἀπόκτηση ὄχι ἐπίγειων ἀλλὰ οὐράνιων θησαυρῶν. Καὶ οἱ πλούσιοι οφείλουν νὰ κλαῖνε καὶ νὰ θρηνοῦν γιὰ τὰ πλούτη τους, παρὰ νὰ ὑπολογίζουν σ᾽ αὐτά.

Μὴ μαζεύετε πλούτη πάνω στὴ γῆ, ὅπου τὰ ἀφανίζουν ὁ σκόρος καὶ ἡ σκουριά, κι ὅπου οἱ κλέφτες κάνουν διαρρήξεις καὶ τὰ κλέβουν. Νὰ μαζεύετε θησαυροὺς οὐράνιους, ποὺ δὲν τοὺς ἀφανίζουν οὔτε ὁ σκόρος οὔτε ἡ σκουριά, καὶ ποὺ οἱ κλέφτες δὲν μποροῦν νὰ κάνουν διάρρηξη καὶ νὰ τοὺς κλέψουν. Γιατὶ ὅπου εἶναι τὰ πλούτη σας, ἐκεῖ θὰ εἶναι προσκολλημένη καὶ ἡ καρδιά σας (Ματθ. 6, 19-21).
Ἀλλοίμονο σὲ σᾶς τοὺς πλουσίους, γιατὶ ἔχετε στὸν κόσμο τοῦτο τὴν παρηγοριά σας ἀπὸ τὸν πλοῦτο, καὶ γι᾽ αὐτὸ δὲν σᾶς μένει ν᾽ ἀπολαύσετε τίποτα στὴν ζωή (Λουκ. 6, 24).
Σᾶς βεβαιώνω ὅτι δύσκολα θὰ μπεῖ πλούσιος στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν (Ματθ. 19, 23).
Πουλῆστε τὰ ὑπάρχοντά σας καὶ δῶστε ἐλεημοσύνη στοὺς φτωχούς. Ἀποκτῆστε πορτοφόλια ποὺ δὲν παλιώνουν, καὶ πλούτη στὸν οὐρανὸ ποὺ δὲν σώνονται ποτέ, καὶ ποὺ οὔτε κλέφτης τὰ ἀγγίζει οὔτε σκόρος τὰ καταστρέφει (Λουκ. 12, 33).
Ὁ καθένας ἀπὸ σᾶς ποὺ δὲν ἀπαρνιέται ὅ,τι ἔχει στὴ ζωὴ αὐτή, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι μαθητής μου (Λουκ. 14, 33).
Στοὺς πλούσιους αὐτοῦ ἐδῶ τοῦ κόσμου νὰ παραγγέλλεις νὰ μὴν ὑπερηφανεύονται οὔτε νὰ στηρίζουν τὶς ἐλπίδες τους σὲ κάτι ἀβέβαιο, ὅπως ὁ πλοῦτος, ἀλλὰ στὸ ζωντανὸ Θεό, ποὺ μᾶς δίνει πλουσιοπάροχα ὅλα τ᾽ ἀγαθᾶ, γιὰ νὰ τ᾽ ἀπολαμβάνουμε (Α´ Τιμ. 6, 17).
Ἀκοῦστε με κι ἐσεῖς οἱ πλούσιοι. Κλάψτε καὶ θρηνῆστε γιὰ τὶς συμφορὲς ποὺ σᾶς περιμένουν. Ὁ πλοῦτος σας σάπισε καὶ τὰ ροῦχα σας τά ῾φαγε ὁ σκόρος. Τὸ χρυσάφι καὶ τὸ ἀσήμι σας κατασκούριασαν, καὶ ἡ σκουριά τους θὰ εἶναι μάρτυρας ἐναντίον σας καὶ θὰ καταφάει τὶς σάρκες σας σὰν τὴ φωτιά. Κι ἐνῶ πλησιάζει ἡ κρίση, ἐσεῖς μαζεύετε θησαυρούς (Ἰακ. 5, 1-3).
Νά, κραυγάζει ὁ μισθὸς τῶν ἐργατῶν ποὺ θέρισαν τὰ χωράφια σας, κι ἐσεῖς τοὺς τὸν στερήσατε. Καὶ οἱ κραυγὲς τῶν ἀδικημένων θεριστῶν ἔφτασαν ὡς τ᾽ αὐτιὰ τοῦ παντοδύναμου Κυρίου (Ἰακ. 5, 4).


12. Οἱ χριστιανοὶ ὀφείλουν νὰ μὴ μεριμνοῦν γιὰ τ᾽ ἀγαθὰ τῆς γῆς, οὔτε ν᾽ ἀγαποῦν τὸν κόσμο καὶ τὰ κοσμικὰ πράγματα, ἀλλὰ νὰ ἐπιζητοῦν τὰ αἰώνια καὶ οὐράνια ἀγαθά.

Μὴν ἔχετε ἄγχος καὶ μὴν ἀρχίσετε νὰ λέτε «τί θὰ φᾶμε;» ἢ «τί θὰ πιοῦμε;» ἢ «τί θὰ φορέσουμε;» ἐπειδὴ γιὰ ὅλ᾽ αὐτὰ ἀγωνιοῦν οἱ ἄπιστοι μόνο (Ματθ. 6, 31-32).
Νὰ ζητᾶτε πρῶτα ἀπ᾽ ὅλα τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἐπικράτηση τοῦ θελήματός Του, καὶ ὅλ᾽ αὐτὰ θὰ σᾶς δοθοῦν ἀπὸ τὸ Θεὸ σὰν χάρισμα, χωρὶς νὰ τὰ ζητᾶτε (Ματθ. 6, 33).
Τοῦτο σᾶς λέω, ἀδελφοί, ὅτι ὁ καιρὸς τῆς ἐπίγειας ζωῆς εἶναι λιγοστός, ἔτσι ὥστε καὶ ὅσοι ἔχουν γυναῖκες νὰ ζοῦν σὰν νὰ μὴν ἔχουν, νὰ μὴν εἶναι δηλαδὴ προσκολλημένοι σ᾽ αὐτές. Κι ἐκεῖνοι ποὺ κλαῖνε καὶ θλίβονται γιὰ πράγματα τοῦ παρόντος κόσμου, νὰ ζοῦν σὰν νὰ μὴν ἔχει συμβεῖ κάτι θλιβερό. Καὶ ὅσοι δοκιμάζουν χαρές, νὰ ζοῦν σὰν νὰ μὴν ἔχουν λόγο νὰ χαίρονται. Καὶ ὅσοι ἀγοράζουν ὑλικὰ πράγματα, νὰ ἀντιμετωπίζουν τ᾽ ἀγορασμένα σὰν νὰ μὴν πρόκειται νὰ τ᾽ ἀπολαύσουν. Καὶ ὅσοι ἀσχολοῦνται μὲ τ᾽ ἀγαθὰ τοῦ κόσμου τούτου, ν᾽ ἀποφεύγουν κάθε ὑπέρμετρη ἀπόλαυσή τους καὶ μόνο στ᾽ ἀναγκαῖα νὰ ἀρκοῦνται. Γιατὶ ἡ σημερινὴ μορφὴ αὐτοῦ ἐδῶ τοῦ κόσμου δὲν θὰ κρατήσει πολύ, ἀλλὰ περνᾶ καὶ φεύγει συνεχῶς (Α´ Κορ. 7, 29-31).
Ἐμεῖς οἱ χριστανοὶ δὲν στοχεύουμε σ᾽ αὐτὰ ποὺ βλέπονται, ἀλλὰ σ᾽ αὐτὰ ποὺ δὲν βλέπονται μὲ τὰ σωματικὰ μάτια. Γιατὶ ὅσα βλέπονται εἶναι προσωρινά, ἐνῶ ὅσα δὲν βλέπονται εἶναι αἰώνια (Β´ Κορ. 4, 18).
Ἐμεῖς εἴμαστε πολίτες τ᾽ οὐρανοῦ, ἀπ᾽ ὅπου περιμένουμε νὰ ἔρθει καὶ νὰ μᾶς λυτρώσει ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός (Φιλιπ. 3, 20).
Ἐμεῖς οἱ χριστιανοὶ δὲν ἔχουμε σ᾽ αὐτὸ τὸν κόσμο τὴ μόνιμη πατρίδα μας, ἀλλὰ λαχταροῦμε τὴ μελλοντικὴ οὐράνια πατρίδα (Ἑβρ. 13, 14).
Προδότες τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ! Δέν ξέρετε ὅτι ἡ ἀγάπη γιὰ τὸν ἁμαρτωλὸ κόσμο εἶναι ἔχθρα ἐναντίον τοῦ Θεοῦ; Ὅποιος λοιπὸν θέλει νὰ εἶναι φίλος τοῦ κόσμου, γίνεται ἐχθρὸς τοῦ Θεοῦ (Ἰακ. 4, 4).
Ἀγαπητοί, μὴν ἀγαπᾶτε τὸν κόσμο, μήτε ὅσα εἶναι τοῦ κόσμου. Ἂν κάποιος ἀγαπᾶ τὸν κόσμο, δὲν ἔχει μέσα του τὴν ἀγάπη γιὰ τὸν οὐράνιο Πατέρα (Α´ Ἰω. 2, 15).


13. Οἱ χριστιανοὶ ὀφείλουν νὰ μὴν εἶναι ὑπερήφανοι, ἀλλὰ νὰ εἶναι ταπεινοὶ καὶ ν᾽ ἀγαποῦν ταπεινά.

Ὅποιος ταπεινώσει τὸν ἑαυτό του σὰν τὸ παιδάκι τοῦτο, αὐτὸς εἶναι μεγαλύτερος ἀπ᾽ ὅλους στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν (Ματθ. 18, 4).
Ὅποιος ὑψώσει τὸν ἑαυτό του θὰ ταπεινωθεῖ. Καὶ ὅποιος ταπεινώσει τὸν ἑαυτό του θὰ ὑψωθεῖ (Ματθ. 23, 12).
Ἀδελφοί, νὰ μὴν εἶστε φαντασμένοι, ἀλλὰ νὰ συγκαταβαίνετε στοὺς ἁπλοϊκοὺς καὶ ταπεινοὺς χριστιανούς, καὶ νὰ τοὺς συναναστρέφεστε, συμμεριζόμενοι τὴν ἀσημότητά τους (Ρωμ. 12, 16).
Μὲ ταπεινοφροσύνη ἂς θεωρεῖ ὁ καθένας τὸν ἄλλον ἀνώτερό του (Φιλ. 2, 3).
Ταπεινωθεῖτε μπροστὰ στὸν Κύριο, κι Ἐκεῖνος θὰ σᾶς ὑψώσει (Ἰακ. 4, 10).
Οἱ νεώτεροι νὰ ὑποτάσσεστε στοὺς πρεσβυτέρους. Κι ὅλοι μαζί, ὑποτασσόμενοι ὁ ἕνας στὸν ἄλλο, ζωστεῖτε τὴν ταπεινοφροσύνη. Γιατὶ ὁ Θεὸς ἐναντιώνεται στοὺς ὑπερήφανους, στοὺς ταπεινοὺς ὅμως δίνει τὴ χάρη Του. Ταπεινῶστε λοιπὸν τοὺς ἑαυτούς σας κάτω ἀπὸ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ σᾶς ὑψώσει τὴν ὥρα τῆς κρίσεως (Α´ Πέτρ. 5, 5-6).


14. Οἱ χριστιανοὶ ὀφείλουν ν᾽ ἀντιμετωπίζουν μὲ ὑπομονὴ ὅλες τὶς θλίψεις ποὺ τοὺς βρίσκουν.

Ἐκεῖνος ποὺ θὰ ὑπομείνει ὥς τὸ τέλος τὶς δοκιμασίες, αὐτὸς μόνο θὰ σωθεῖ (Ματθ. 24, 13).
Μὲ τὴν ὑπομονή σας θὰ σώσετε τὶς ψυχές σας (Λουκ. 21, 19).
Ἡ θλίψη φέρνει σιγὰ-σιγὰ τὴν ὑπομονή, ἡ ὑπομονὴ τὴ σταθερότητα στὴν ἀρετή, καὶ ἡ σταθερότητα στὴν ἀρετὴ τὴν ἐλπίδα στὸ Θεό (Ρωμ. 5, 3-4).
Νὰ ἔχετε ὑπομονὴ στὶς δοκιμασίες (Ρωμ. 12, 11).
Ἂν δείχνουμε ὑπομονὴ στὶς θλίψεις, θὰ βασιλεύσουμε μαζὶ μὲ τὸ Χριστὸ στὴ μέλλουσα ζωή (Β´ Τιμ. 2, 12).
Νὰ ἐπιδιώκεις τὴν ὑπομονή (Α´ Τιμ. 6, 11).
Ἀδελφοί, νὰ ὑπομένετε μὲ καρτερία κάθε παιδαγωγία τοῦ Θεοῦ, γνωρίζοντας πὼς ὁ Θεὸς σᾶς μεταχειρίζεται σὰν παιδιά Του (Ἑβρ. 12, 7).
Σᾶς χρειάζεται ὑπομονή, γιὰ νὰ κάνετε σταθερὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ πάρετε τὴν ἀμοιβὴ ποὺ σᾶς ὑποσχέθηκε (Ἑβρ. 10, 36).
Μὲ ὑπομονὴ ἂς τρέχουμε τὸν ἀγώνα ποὺ ἔχουμε μπροστά μας (Ἑβρ. 12, 1).
Καλότυχος εἶναι ὁ χριστιανὸς ποὺ σηκώνει μὲ ὑπομονὴ τὶς δοκιμασίες, γιατί, ἀφοῦ ὑποστεῖ μὲ ἐπιτυχία τὶς δοκιμασίες, θὰ κερδίσει τὸ βραβεῖο τῆς αἰώνιας ζωῆς, ποὺ ὑποσχέθηκε ὁ Θεὸς σ᾽ ὅσους Τὸν ἀγαποῦν (Ἰακ. 1, 12).
Ἡ ὑπομονή σας ἂς εἶναι ἀκλόνητη καὶ διαρκής, γιὰ νὰ γίνετε τέλειοι καὶ ὁλοκληρωμένοι καὶ νὰ μὴν ὑστερεῖτε σὲ τίποτα (Ἰακ. 1, 4).
Κάνετε ὅ,τι μπορεῖτε, ἀδελφοί, γιὰ νὰ προσθέσετε πάνω στὴν αὐτοκυριαρχία τὴν ὑπομονή, καὶ πάνω στὴν ὑπομονὴ τὴν εὐσέβεια (Β´ Πέτρ. 1, 6).
Ἐδῶ θὰ φανεῖ ἡ ὑπομονὴ ὅσων ἀνήκουν στὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ (Ἀποκ. 14, 12).


15. Οἱ χριστιανοὶ ὀφείλουν νὰ μὴν παραδίδονται στὶς κοσμικὲς φροντίδες καὶ τὶς ὑλικὲς ἀπολαύσεις, οὔτε νὰ ζοῦν μὲ ἀμέλεια καὶ πνευματικὴ ραθυμία, ἀλλὰ νὰ βρίσκονται πάντοτε σὲ πνευματικὴ ἐγρήγορση καὶ ἑτοιμότητα, περιμένοντας τὴν ὥρα τοῦ θανάτου καὶ τῆς κρίσεως τοῦ Θεοῦ.

Νὰ ἀγρυπνεῖτε, γιατὶ δὲν ξέρετε ποιὰ ὥρα θὰ ἔρθει ὁ Κύριός σας. Καὶ νὰ ξέρετε τοῦτο: Ἂν γνώριζε ὁ ἰδιοκτήτης ἑνὸς σπιτιοῦ ποιὰ ὥρα τῆς νύχτας θά ῾ρθει ὁ κλέφτης, θὰ ξαγρυπνοῦσε καὶ δὲν θ᾽ ἄφηνε νὰ διαρρήξουν τὸ σπίτι του. Γι᾽ αὐτὸ κι ἐσεῖς νὰ εἶστε πάντοτε ἕτοιμοι, γιατὶ ὁ Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου θὰ ἔρθει τὴν ὥρα ποὺ δὲν Τὸν περιμένετε (Μτθ. 24, 42-44).
Σὲ ὅλους σας τὸ λέω: Ἀγρυπνεῖτε! (Μαρκ. 13, 37).
Ἀγρυπνεῖτε καὶ προσεύχεστε, γιὰ νὰ μὴ σᾶς νικήσει ὁ πειρασμός. Τὸ πνεῦμα σας εἶναι πρόθυμο, ἡ σάρκα σας ὅμως ἀδύναμη (Μαρκ. 14, 38).
Ἡ μέση σας ἂς εἶναι ζωσμένη καλὰ (δηλαδὴ νὰ εἶστε ἕτοιμοι) καὶ τὰ λυχνάρια σας ἂς εἶναι πάντα ἀναμένα (δηλαδὴ ὁ νοῦς καὶ ἡ καρδιά σας πάντα νὰ βρίσκονται σὲ προσοχὴ καὶ ἐγρήγορση). Νὰ μοιάσετε στοὺς ὑπηρέτες ἐκείνους ποὺ περιμένουν πότε ὁ Κύριός τους θὰ γυρίσει ἀπὸ τὴ γαμήλια τελετὴ ὥστε, μόλις ἔρθει καὶ χτυπήσει τὴν πόρτα, ἀμέσως νὰ τοῦ ἀνοίξουν. Μακάριοι εἶναι οἱ ὑπηρέτες ἐκεῖνοι πού, ὅταν ἔρθει ὁ Κύριός τους, θὰ τοὺς βρεῖ ν᾽ ἀγρυπνοῦν καὶ νὰ τὸν περιμένουν (Λουκ. 12, 35-37).
Προσέχετε καλὰ τοὺς ἑαυτούς σας. Προσέχετε μὴν παραδοθεῖτε στὴν κραιπάλη καὶ στὸ μεθύσι καὶ στὴν ἀγωνία γιὰ τὶς καθημερινὲς ἀνάγκες, γιατὶ θὰ γίνουν βαριὲς καὶ κοιμισμένες ἀπ᾽ αὐτὰ οἱ καρδιές σας, καὶ θὰ σᾶς αἰφνιδιάσει ἔτσι ἡ ἡμέρα τῆς κρίσεως. Γιατὶ θά ῾ρθει σὰν παγίδα σ᾽ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ποὺ κατοικοῦν στὴ γῆ. Νὰ εἶστε λοιπὸν ἄγρυπνοι καὶ προσεκτικοί, παρακαλώντας κάθε ὥρα καὶ στιγμὴ τὸ Θεὸ νὰ σᾶς ἀξιώσει νὰ γλυτώσετε ἀπ᾽ ὅλα τὰ φοβερὰ ποὺ μέλλουν νὰ συμβοῦν, καὶ νὰ παρουσιαστεῖτε ἕτοιμοι μπροστὰ στὸν Υἱὸ τοῦ ἀνθρώπου (Λουκ. 21, 34-36).
Ἦρθε πιὰ ἡ ὥρα νὰ σηκωθοῦμε ἀπὸ τὸν ὕπνο τῆς ἀμέλειας, ἀδελφοί. Γιατὶ τώρα ἡ τελικὴ σωτηρία βρίσκεται πιὸ κοντά μας παρὰ τότε ποὺ πιστέψαμε. Ἡ νύχτα τῆς ἐπίγειας ζωῆς ὅπου νά ῾ναι φεύγει, καὶ ἡ μέρα τῆς μελλοντικῆς αἰώνιας ζωῆς κοντεύει νὰ ἔρθει (Ρωμ. 13, 11-12).
Σήκω πάνω ἐσύ, ποὺ κοιμᾶσαι τὸν ὕπνο τῆς ἁμαρτίας, καὶ ἀναστήσου ἀπὸ τὴν πνευματικὴ νέκρα, καὶ θὰ σὲ φωτίσει ὁ Χριστός (Ἐφεσ. 5, 14).
Ἂς μὴν κοιμόμαστε, καθὼς οἱ ἄλλοι, ἀλλ᾽ ἂς εἴμαστε ἄγρυπνοι καὶ προσεκτικοί. Ὅσοι κοιμοῦνται, τὴ νύχτα κοιμοῦνται. Καὶ ὅσοι μεθοῦν, τὴ νύχτα μεθοῦν. Ἐμεῖς οἱ χριστιανοὶ ὅμως, σὰν ἄνθρωποι τῆς ἡμέρας, ἂς εἴμαστε προσεκτικοί (Α´ Θεσ. 5, 6-8).
Μὴ σβύνετε μὲ τὴν ἀμέλεια τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ ἔχετε (Α´ Θεσ. 5, 19).
Μὴν εἶστε ὀκνηροὶ σ᾽ ὅ,τι πρέπει νὰ δείχνετε προθυμία καὶ ζῆλο. Νὰ ἔχετε φλογερὸ πνευματικὸ ἐνθουσιασμό, νὰ ὑπηρετεῖτε μ᾽ ἀφοσίωση τὸν Κύριο (Ρωμ. 12, 11).
Ζήσατε πάνω στὴ γῆ μὲ ἀπολαύσεις καὶ σπατάλες. Παχύνατε τὶς καρδιές σας σὰν τὰ θρεφτάρια, ποὺ τὰ ἑτοιμάζουν γιὰ σφάξιμο. (Ἔτσι θὰ εἶναι καὶ γιὰ σᾶς ἡ μέρα τῆς κρίσεως μέρα σφαγῆς σας) (Ἰακ. 5, 5).
Νὰ εἶστε προσεκτικοὶ καὶ ἄγρυπνοι. Ὁ ἀντίπαλός σας διάβολος περιφέρεται σὰν τὸ λιοντάρι ποὺ βρυχιέται, ζητώντας νὰ καταβροχθίσει κάποιον ἀπὸ σᾶς, ποὺ στέκεστε στερεοὶ στὴν πίστη (Α´ Πέτρ. 5, 8).
Ἀγρύπνα!… Γιατὶ ἂν δὲν ἀγρυπνᾶς, θά ῾ρθω σὰν τὸν κλέφτη, καὶ δὲν θὰ ξέρεις ποιὰ ὥρα θά ῾ρθω νὰ σὲ κρίνω (Ἀποκ. 3, 2 καὶ 3).


16. Οἱ χριστιανοὶ ὀφείλουν νὰ μετανοοῦν διαρκῶς ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς τους.

Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ἐμφανίσθηκε στὴν ἔρημο τῆς Ἰουδαίας ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής, κηρύττοντας καὶ λέγοντας: «Μετανοεῖτε, γιατὶ ἔφτασε ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. 3, 1-2).
Ἀπὸ τότε ἄρχισε ὁ Ἰησοῦς νὰ κηρύττει καὶ νὰ λέει: «Μετανοεῖτε, γιατὶ ἔφτασε ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. 4, 17).
Ἂν δὲν μετανοήσετε, θὰ χαθεῖτε ὅλοι σας μὲ τὸν ἴδιο τρόπο (Λουκ. 13, 3).
Μετανοῆτε, ἀδελφοί, καὶ ἐπιστρέψτε στὸ Θεό, γιὰ νὰ ἐξαλειφθοῦν οἱ ἁμαρτίες σας καὶ νὰ βρεῖτε ἀνακούφιση ἀπὸ τὸν Κύριο (Πράξ. 3, 19).
Μετανόησε καὶ κάνε πάλι τὰ προηγούμενα καλὰ ἔργα, ποὺ ἔκανες. Ἀλλιῶς, ἂν δὲν μετανοήσεις, ἔρχομαι γρήγορα καταπάνω σου καὶ μετακινῶ τὸ λυχνοστάτη σου, δηλαδὴ τὴν Ἐκκλησία σου, ἀπὸ τὸν τόπο του (Ἀποκ. 2, 5).

17. Οἱ χριστιανοί, ἂν δὲν ξεπεράσουν στὰ καλὰ ἔργα τοὺς δικαίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, δὲν μπαίνουν στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Καὶ ἂν ἁμαρτάνουν, θὰ κολαστοῦν βαρύτερα ἀπὸ τοὺς ἀπίστους.

Ἂν ἡ εὐσέβειά σας δὲν ξεπεράσει τὴν εὐσέβεια τῶν γραμματέων καὶ τῶν φαρισαίων, δὲν θὰ μπεῖτε στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν (Ματθ. 5, 20).
Ἐκεῖνος ὁ δοῦλος ποὺ ξέρει ποιὸ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ κυρίου του, δὲν ἑτοιμάζει ὅμως οὔτε κάνει ὅ,τι θέλει ἐκεῖνος, θὰ τιμωρηθεῖ αὐστηρά. Ἀντίθετα, ἐκεῖνος ποὺ δὲν ξέρει τὸ θέλημα τοῦ κυρίου του καὶ κάνει κάτι ἀξιόποινο, θὰ τιμωρηθεῖ πιὸ ἐλαφρά. Γιατὶ σ᾽ ὅποιον δόθηκαν πολλά, πολλὰ θὰ τοῦ ζητηθοῦν. Καὶ σ᾽ ὅποιον δόθηκαν περισσότερα, περισσότερα θὰ τοῦ ζητηθοῦν (Λουκ. 12, 47-48).
Ὅσοι ἁμάρτησαν χωρὶς νὰ ξέρουν τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ, θὰ καταδικαστοῦν ὄχι μὲ κριτήριο τὸ νόμο (δηλαδὴ ἐλαφρότερα). Ὅσοι ὅμως ἁμάρτησαν γνωρίζοντας τὸ νόμο, θὰ δικαστοῦν μὲ κριτήριο τὸ νόμο (δηλαδὴ βαρύτερα) (Ρωμ. 2, 12).
Θὰ ἦταν καλύτερα γι᾽ αὐτοὺς νὰ μὴν εἶχαν γνωρίσει τὸ δρόμο τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς εὐσεβείας, παρά, ἀφοῦ τὴν γνωρίσουν, νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν ἁγία ἐντολὴ ποὺ τοὺς παραδόθηκε (Β´ Πέτρ. 2, 21).