A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !
✞ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος ✞

Πέμπτη 26 Ιουνίου 2014

Απάντηση στον δήθεν αντι-οικουμενιστή Ιερεμία Φούντα




Ἀναίρεσις «Ἐγκυκλίου Κηρύγματος»
ἀρχιερέως τῆς Καινοτομίας
δεινοῦ κατηγόρου τῶν Ἀντι-οικουμενιστῶν
Ἀποτειχισμένων καὶ «Παλαιοημερολογιτῶν»

+ Ἐπισκόπου Γαρδικίου Κλήμεντος
Γραμματέως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου
τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γνησίων
Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν Ἑλλάδος


1. Η ΘΕΙΑ ἐπιταγὴ τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Παύλου «λαλεῖτε ἀλήθειαν»1, διατηρεῖ πάντοτε τὴν ἐπικαιρότητα καὶ σημασία της, ὅταν μάλιστα ἡ θεία Ἀλήθεια διαστρεβλώνεται ἀπὸ ὑποτιθεμένους διδασκάλους, φύλακας καὶ ὑπερασπιστὰς Αὐτῆς! 

Μία ἐπίθεσις κατὰ τῆς Ἀληθείας καὶ κατὰ τῶν θείᾳ βοηθείᾳ ἀκολούθων Αὐτῆς, πραγματοποίησε ἐσχάτως μητροπολίτης τῆς Καινοτόμου ἐπισήμου ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, μέσῳ γραπτοῦ «Ἐγκυκλίου Κηρύγματος» γιὰ τὴν Κυριακὴ τῶν Ἁγίων Πάντων (15.6.2014 ν.ἡμ.), τὸ ὁποῖο προβλήθηκε στὸ διαδίκτυο ἀπὸ ἐνωρίτερα2.

Ὁ φερόμενος ὡς παραδοσιακὸς δεσπότης τοῦτος, ἔγραψε τὸ κείμενό του, ὅπως διατείνεται, σὰν «ἀπάντηση σὲ ἐπιστολὲς καὶ μηνύματα», μὲ τίτλο: «Πρόσχωμεν! Τὴν Ὁμολογίαν τῆς Πίστεως ἐν ταπεινώσει καὶ ὀρθῇ ἐκκλησιολογίᾳ προσφέρειν». Ὁ τίτλος πράγματι εἶναι ὡραῖος καὶ ἐπαινετός, ὅπως καὶ ἡ ἀρχὴ τοῦ γραπτοῦ αὐτοῦ κηρύγματος, ἀλλὰ ἡ συνέχεια καὶ τὸ τέλος του εἶναι ὄχι ἁπλῶς ἀπογοητευτικά, ἀλλὰ (ὅπως ἤδη ἔχει ὀρθὰ παρατηρηθῆ3) διαστροφικά, παραποιητικά, αὐθαίρετα, πληκτικά, ἀλλοιωτικά, παρερμηνευτικά, κακοποιητικὰ καὶ ἀτιμαστικὰ τῆς Ἱεροκανονικῆς καὶ Ἁγιοπατερικῆς Παραδόσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας.

Ἐφ’ ὅσον ἡ πρόκλησις αὐτὴ εἶναι δημόσια, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ παραμείνουμε ἀπαθεῖς καὶ νὰ μὴ ὀρθoτομήσουμε τὸν λόγον τῆς Ἀληθείας, ὄχι βεβαίως γιὰ νὰ διδάξουμε τὸν ἤδη γηράσαντα καὶ ὄντα μάλιστα «ὁμότιμο καθηγητὴ πανεπιστημίου» συντάκτη της, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀποκαταστήσουμε δημοσίως τὴν ἀνεπίτρεπτη παραποίησι καὶ νὰ προφυλάξουμε τυχὸν ἀστηρίκτους ἤ ἀγνοοῦντας Ἀδελφοὺς ἀπὸ τὸν παρασυρμό τους στὴν πλάνη τοῦ δεινοῦ κατηγόρου μας.

2. Η ΑΓΕΝΗΣ ἐπίθεσις κατὰ τῶν ἐραστῶν τῆς Ἀληθείας Ἀντι-οικουμενιστῶν καὶ δὴ γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν ἀκολούθων τοῦ Πατρίου Ἡμερολογίου, ἀπὸ μέρους τοῦ κατηγόρου, εἶναι ὑπόθεσις παλαιά. Ἀπὸ 25ετίας τουλάχιστον, ὅταν αὐτὸς ἦταν ἀκόμη ἱεροκήρυκας στὴν περιοχὴ τῆς Μάνδρας Ἀττικῆς, εἶχε ἀποδυθῆ σὲ «ἀγῶνα» ἐναντίον τῶν «Παλαιοημερολογιτῶν», οἱ ὁποῖοι συνεπεῖς ὄντες δὲν κοινωνοῦν μὲ τὴν Καινοτόμο του ἐκκλησία τοῦ Νέου Ἡμερολογίου, γι’ αὐτὸ καὶ θεωρεῖ αὐτοὺς ὡς εὑρισκομένους δῆθεν «ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία»!

Τὸν βεβαιώνουμε, ὅτι εὑρισκόμεθα ἐκτὸς τῆς κοινωνίας ὄχι μὲ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ἐκκλησία τῶν Πρωτοτόκων ἐν Οὐρανοῖς, τῶν Ἁγίων καὶ Δικαίων καὶ Ὁμολογητῶν τῆς Πίστεως ἡμῶν, ὡς καὶ τῶν ἐπὶ γῆς ὁμοφρόνων, ἀλλὰ διατελοῦμε σὲ πλήρη ἐκκλησιαστικὴ ἀκοινωνησία μὲ ὅσους παρεξέκκλιναν τῆς εὐθείας ὁδοῦ, δημιούργησαν σχίσμα καὶ περιέπεσαν πτῶσιν δεινὴν στὴν ἀποστατικὴ αἵρεσι, καὶ δὴ παναίρεσι, τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Μᾶς εἶναι δὲ ἀδιάφορο ἄν οἱ πεπτωκότες καὶ οἱ κοινωνοῦντες αὐτοῖς, ὅπως ὁ κατήγορός μας, μᾶς ἐκκόπτουν ἀπὸ τὴν ἐκκλησία τους.

Εἶναι γνωστόν, ὅτι ἡ βίωσις τῆς ὀργανικῆς Ἀληθείας τῆς Ἐκκλησίας4 μὲ συνέπεια, ἀγάπη καὶ ταπείνωσι, ἀλλὰ καὶ τήρησι τῶν παραδεδομένων, χωρὶς προσθαφαιρέσεις, καθιστᾶ τὸν ἄνθρωπο δοχεῖο τῆς Θείας Χάριτος καὶ τὸν συνάπτει στὴν Ἐκκλησία τῶν Πρωτοτόκων, ὡς γνήσιο Μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἀκόμη καὶ ἄν διατυπωθῆ ἐναντίον του καταδικαστικὴ ἀπόφασις ἀπὸ ἀναξίους ἐκπροσώπους τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς, σφαλλομένους περὶ τὴν Πίστιν. Καὶ ὁ θεῖος Χρυσόστομος, ὅπως ἐξηγεῖ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, «ἐξεκόπη τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὑπερορίαν κατεδικάσθη»5, σύμφωνα μὲ τὴν ἄδικη καθαίρεσι ποὺ τοῦ ἐπέβαλαν συνοδικῶς οἱ περὶ τὸν Θεόφιλον Ἀλεξανδρείας, γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ βεβαίως καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσορρήμων δὲν ἐτήρησε οὔτε ὑπελόγισε αὐτὴν εἰς τὸ ἐλάχιστον! Διότι οἱ ἄδικες κατακρίσεις λογίζονται ὡς διώξεις6 καὶ παρέχουν πλουσιωτέρα τὴν θεία Χάρι καὶ Εὐλογία7.

Ὁ κατήγορός μας στὶς παλαιότερες ἐναντίον μας καταφορές του, ἦταν ἀκόμη πιὸ ἀπρόσεκτος καὶ περιέπιπτε σὲ πρόσθετα τραγικὰ λάθη, τὰ ὁποῖα φροντίζει νὰ μὴ ἐπαναλαμβάνη. Τότε, γιὰ παράδειγμα, ὑποστήριζε ὅτι δὲν ἔχει σημασία ποιὸ Ἡμερολόγιο ἀκολουθεῖ κάποιος, διότι αὐτὸ δὲν ἔχει καμμία σχέσι μὲ τὴν Ἐκκλησιαστικὴ Παράδοσι, ἀρκεῖ νὰ εἶναι «ἑνωμένος μὲ τὴν Ἐκκλησία», δηλαδὴ μὲ τὴν διοίκησί της· καὶ ἐπίσης, τὸ πλέον τραγικό, ἔγραφε ὅτι ὁ Οἰκουμενισμὸς δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρὰ «ἁπλῆ κοινωνικὴ καὶ ἐθιμοτυπικὴ ἐκδήλωση», εἶναι ἀθῶες «φιλοφρονήσεις» καὶ «εὐγενεῖς συναντήσεις», εἶναι ἀθῶος «διάλογος, γιὰ νὰ ἀποδειχθῆ ἡ πλάνη» τῶν αἱρετικῶν8!...

Δὲν γνωρίζουμε ἄν οἱ ἀπόψεις του ἐκεῖνες, χαρακτηριζόμενες ἐπιεικῶς ὡς πλήρως ἀνεδαφικές, ἀποτελοῦσαν συνειδητὴ πίστι του ἤ συνειδητὴ παραποίησι τῆς πραγματικότητος, γιὰ τὴν ἐξυπηρέτησι τῶν σκοπιμοτήτων του.

3. ΤΟ ΕΥΧΑΡΙΣΤΟ εἶναι, ὅτι τώρα ὁμολογεῖ τουλάχιστον ὅτι «κακῶς ἄλλαξε» τὸ Ἡμερολόγιο καὶ ὅτι ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι σαφῶς καὶ ἀπεριφράστως «παναίρεσις». Στὸ ὑπὸ κρίσιν «Ἐγκύκλιο Κήρυγμά» του ὁμολογεῖ σὺν τοῖς ἄλλοις: «βλέπω νὰ παραβιάζονται τὰ ὅρια, τὰ ὁποῖα ἔθεσαν οἱ Πατέρες μας».

Αὐτὰ συνιστοῦν βεβαίως μία πρόοδο, ὅμως δὲν θὰ τὴν χαρακτηρίζαμε σημαντική, διότι ὁ κατήγορός μας δὲν μᾶς ἐπιτρέπει νὰ ἀναθαρρύσουμε· τόσον διότι σπεύδει νὰ ἁπαλύνη τὰ πράγματα, ὁμιλῶν συνεχῶς γιὰ «παραβάσεις Ἱερῶν Κανόνων», ὡσὰν ἡ παναίρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ νὰ ἔγκειται ΜΟΝΟΝ σὲ παραβάσεις Ἱερῶν Κανόνων (!), ἀλλὰ καὶ διότι ἡ ρίζα τοῦ προβλήματός του παραμένει ἡ αὐτή:
ἀντὶ νὰ στραφῆ πάσῃ δυνάμει ἐναντίον τῆς παναιρέσεως, ἡ ὁποία προφανῶς στερεῖ τὴν αἰώνιο σωτηρία σὲ ὅσους ἐνέχονται εἰς αὐτήν, καὶ νὰ φροντίση μάλιστα νὰ ἀποστασιοποιηθῆ καὶ ὁ ἴδιος ἀπὸ αὐτήν, διότι εἴτε τὸ θέλει εἴτε ὄχι ΕΝΕΧΕΤΑΙ διὰ τῆς μυστηριακῆς κοινωνίας του μὲ τοὺς φορεῖς αὐτῆς πατριάρχες, ἀρχιεπισκόπους καὶ ἐν γένει συνιερουργούς του, αὐτὸς ἀντιθέτως ὑπερασπίζεται τὴν κατάκριτη κοινωνία του μὲ τὴν αἵρεσι καὶ στρέφεται μὲ ὁρμὴ καὶ πάθος κατὰ τῶν«Παλαιοημερολογιτῶν»! Αὐτοί, κατὰ τὴν γνώμη του, «ἔκαναν τὸ κακό»! Αὐτοί, βεβαιώνει μὲ στόμφο καὶ παπικὴ ἀπολυτότητα, «δὲν εἶναι Ἐκκλησία καὶ τὰ μυστήριά τους δὲν εἶναι ἔγκυρα»! Αὐτοί, συμπεραίνει ἀπτόητος, βρέθηκαν «ξεκρέμαστοι», γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἴδιος θὰ εἶναι πολέμιος τῆς στάσεως καὶ πρακτικῆς τους.

Διότι αὐτός, ὡς δῆθεν «σωστὸς ὁμολογητής», θὰ ἀρκῆται νὰ ἐκφράζη μὲ παρρησία «καὶ προφορικῶς καὶ γραπτῶς» τὴν ὁμολογία του, καὶ νὰ κάνη ἁπλῶς «διαμαρτυρία» ὅταν βλέπη παραβάσεις Ἱερῶν Κανόνων, ὅμως –κατὰ ἀπόλυτον βεβαίωσίν του- «μέσα στὴν Ἐκκλησία», «μνημονεύοντες τὴν Ἱερά μας Σύνοδο καὶ τὸν Οἰκουμενικό μας Πατριάρχη», δηλαδὴ τὸν πρωτεργάτη τῆς παναιρέσεως!

Τὰ τόσο προφανῶς λανθασμένα καὶ ἀντιφατικὰ συμπεράσματα τοῦ συντάκτου, στηρίζονται στὴν λανθασμένη ἄποψί του, τὴν ὁποίαν θέτει ὡς βάσι τῶν συλλογισμῶν του. Καὶ αὐτὴ σχετίζεται μὲ τὴν θέσι του περὶ τῆς Ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας.

4. Ο ΚΑΤΗΓΟΡΟΣ μας διακηρύσσει ἁπλουστευτικά, τουλάχιστον στὸ ὑπὸ κρίσιν κείμενο, ὅτι ἡ Ἑνότητα στὴν Ἐκκλησία ἐκφράζεται μὲ τὸ μνημόσυνο τοῦ Ἐπισκόπου: «Μὲ τὴν μνημόνευση ὑπάρχει ἑνότητα σὲ ὅλη τὴν Ἐκκλησία». «Ἄν ἐγὼ ὁ Ἐπίσκοπός σας (διδάσκει στὸ Ποίμνιό του), παύσω νὰ μνημονεύω τὴν Ἱερὰ Σύνοδο, κόβομαι ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία» καὶ ὅλοι οἱ ἀκολουθοί του σὲ αὐτὸ θὰ βρεθοῦν αὐτομάτως «ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία».

Ἡ θέσις αὐτή, καλῶς καὶ ὀρθοδόξως ἐχόντων τῶν πραγμάτων, ἰσχύει ὡς ἀποτελοῦσα μέρος τῆς Ἀληθείας, ἀλλὰ ὄχι ὅλη τὴν Ἀλήθεια. Ὅταν μάλιστα τὰ πράγματα δὲν ἔχουν καλῶς, δηλαδὴ ὅταν στὴν Ἐκκλησία κηρύσσεται αἵρεσις, ὅπως ἀπὸ πολλῶν δεκαετιῶν συμβαίνει μὲ τὴν παναίρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τότε ἡ θέσις τοῦ κατηγόρου συνιστᾶ σαφῆ παραπλάνησι καὶ ἐγκλωβισμὸ στὴν ἀδιέξοδη ἀπώλεια τῆς αἱρέσεως, δίδουσα προτεραιότητα στὴν διοικητικὴ δομὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ παραβλέπουσα τὸ πιὸ οὐσιαστικό, πρωτεῦον καὶ κύριο, δηλαδὴ τὴν Πίστι καὶ Ὁμολογία τῆς Ἐκκλησίας.

Αὐτὴ ὅμως ἡ θέσις ἀποτελεῖ χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τῆς συγκεντρωτικῆς καὶ ἀπολυταρχικῆς Παπικῆς ἐκκλησιολογίας, ὅπου τὰ πάντα ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὴν κοινωνία καὶ σχέσι ἐξαρτήσεως μὲ τὴν δῆθεν ἀλάθητη ἕδρα, μὲ τὸν ἐκ τῆς θέσεώς του καὶ μόνον καὶ ἐξ αἰτίας τοῦ βαθμοῦ του φορέως τῆς ἕδρας, δηλαδὴ τὸν Πάπα. Αὐτὸ συμβαίνει ἐκεῖ ὅπου ὑποτάσσεται ἡ Χάρις στὸν θεσμό, στὴν ἱστορία, στὸν τόπο. Ἐκεῖ ὅπου ἡ Ἐκκλησία ὑποτάσσεται δῆθεν στὸν Πέτρο καὶ ὄχι ὁ Πέτρος στὴν Ἐκκλησία!

Αὐτὴ ἡ νοοτροπία πέρασε δυστυχῶς ὡς νεοπαπιστικὴ θέσις καὶ συμπεριφορὰ στὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως κατὰ τὸν τελευταῖο αἰῶνα καὶ εἶναι ἄξιο ἀπορίας πῶς ἐπηρέασε καὶ ἐπηρεάζει καὶ ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι θεωρητικὰ δὲν φαίνεται νὰ ἐνστερνίζωνται τὶς νεοπαπιστικὲς καὶ ἐξουσιαστικὲς ἐπιδιώξεις καὶ βλέψεις τοῦ Φαναρίου, ἐπιθυμοῦντες νὰ εἶναι κατὰ τὰ ἄλλα ἐλεύθεροι ἀπὸ τὴν Βαβυλώνεια αἰχμαλωσία στὴν δυτικὴ θεολογικὴ ἀπολυταρχία καὶ σχολαστικότητα...

5. ΑΣ ΔΟΥΜΕ ὅμως, σὺν Θεῷ, πῶς ἔχουν τὰ πράγματα Ὀρθοδόξως:
Ἐφ’ ὅσον ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ «στῦλον καὶ ἑδραίωμα τῆς Ἀληθείας»9, ἡ κοινωνία μαζί Της ἐκτιμᾶται ὄχι βάσει τῆς κοινωνίας μὲ τὴν πρώτη πατριαρχικὴ ἕδρα, αὐτὴν τῆς Ρώμης ἤ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἀλλὰ βάσει τῆς κοινωνίας μὲ τὴν Ἀλήθεια. Ὅπως συνοψίζει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, «οἱ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας τῆς ἀληθείας εἰσί· καὶ οἱ μὴ τῆς ἀληθείας ὄντες οὐδὲ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας εἰσί»10. Καὶ τοῦτο, διότι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ θεμελιώνεται καὶ οἰκοδομεῖται στὴν Ὁμολογία τῆς ὀρθῆς καὶ σωτηρίου πίστεως τῆς Ἀληθείας11. Ἡ δὲ Ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ὡς πηγὴ καὶ θεμέλιο ἔχει ἀκριβῶς τὴν κοινὴ Ὁμολογία τῆς Πίστεως. Συνεπῶς, ἡ Ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας διασφαλίζεται καὶ διαφυλάσσεται ὅταν καὶ ὅπου ὑπάρχει ἑνότητα Πίστεως καὶ ἐμμονὴ στὶς Ἐκκλησιαστικὲς Παραδόσεις. Τὰ γνήσια τέκνα τῆς Ἐκκλησίας πείθονται προθύμως «Ἀποστολικαῖς καὶ Πατρικαῖς διδασκαλίαις καὶ Ἐκκλησιαστικαῖς Παραδόσεσιν»12, γι΄ αὐτὸ καὶ «εἴ τις (ὅποιος καὶ ἄν εἶναι αὐτὸς) πᾶσαν Παράδοσιν Ἐκκλησιαστικὴν ἔγγραφόν τε καὶ ἄγραφον ἀθετεῖ, ἀνάθεμα!»13.

Τοιουτοτρόπως, χωρὶς ἑνότητα στὴν δογματικὴ πίστι, ὅπως καὶ σεβασμὸ καὶ τήρησι τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Παραδόσεων, εἶναι ἀδιανόητη ὁποιασδήποτε μορφῆς Ἑνότητα στὴν Ἐκκλησία, σύμφωνα μὲ τὴν Ἀποστολικὴ καὶ Πατερικὴ ἀντίληψι ὁλοκλήρου τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας.

Λέγει γιὰ παράδειγμα ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος: «ὅταν πάντες ὁμοίως πιστεύομεν, τότε ἑνότης ἐστί... τοῦτο γάρ ἐστιν ἑνότης πίστεως, ὅταν πάντες ἕν ὦμεν... (ὅταν) δειχθῶμεν πάντες μίαν πίστιν ἔχοντες»14.

Στὸ «ἕν σῶμα» τῆς Ἐκκλησίας πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ ὑπάρχη «ἕν πνεῦμα», δηλαδὴ ὁμόνοιακαὶ ὁμοφροσύνη στὴν Πίστι καὶ Παράδοσι, διότι εἶναι δυνατὸν νὰ συμβῆ καὶ τὸ ἑξῆς: «ὅτι ἐστι μὲν σῶμα εἶναι ἕν, οὐχ ἕν δὲ πνεῦμα· ὡς ἄν εἴ τις καὶ αἱρετικῶν φίλος εἴη»15!...

Ἰδοὺ ποὺ ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος ἄγγιξε τὸ εὐαίσθητο σημεῖο: ἡ «φιλία» τῶν αἱρετικῶν διασπᾶ τὴν ἑνότητα τῆς Πίστεως καὶ ἄρα τῆς Ἐκκλησίας, ἐφ’ ὅσον αὐτὴ δὲν διασφαλίζεται ἁπλῶς καὶ μόνον διὰ τῆς διατηρήσεως τῆς διοικητικῆς ἑνότητος. Ἡ διασφάλισις τῆς Ἑνότητος τῆς Πίστεως καὶ τῆς Ἐκκλησίας, σημαίνει ἔλλειψι «φιλίας» καὶ «κοινωνίας» μὲ τοὺς αἱρετικούς, διότι οἱ τελευταῖοι καταστρέφουν αὐτήν. Γι’ αὐτὸ καὶ ἔναντι καὶ τῆς πλέον παραμικρᾶς ἑτεροδιδασκαλίας, πίπτει σὰν κεραυνὸς τὸ «ἀνάθεμα» τοῦ Ἀποστόλου Παύλου16!

Μόνον λοιπὸν ὅταν ὑπάρχη ὁμοφροσύνη στὴν Πίστι καὶ τὴν Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας, ὑπάρχει κοινωνία στὰ Μυστήρια, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον ἐκφράζεται λειτουργικῶς μὲ τὴν μνημόνευσι στὶς Ἱερὲς Ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ μνημόνευσις δὲν συνιστᾶ τὴν Ἑνότητα, ἀλλὰ τὴν ἐκφράζει ὅταν αὐτὴ ὄντως ὑφίσταται· διαφορετικά, «παίζομεν σκηνικῶς»17 τὰ θεῖα, μνημονεύοντες αὐτούς, μὲ τοὺς ὁποίους δὲν διατελοῦμε σὲ ταυτότητα φρονήματος στὴν Πίστι καὶ τὴν Παράδοσι, πρὸς κατάκρισίν μας καὶ ἐν γῇ καὶ ἐν οὐρανῷ! Τοῦτο νομίζουμε ὅτι εἶναι προφανέστατο καὶ γιὰ τὴν συνείδησι ἀκόμη καὶ ἑνὸς μικροῦ παιδιοῦ!...

6. ΕΝ ΤΩ ΜΕΤΑΞΥ, ἀπὸ τὸν κίνδυνο ἐκπτώσεως ἀπὸ τὴν Ἀλήθεια καὶ ἄρα τὴν μὴ δυνατότητα μνημονεύσεως, δὲν ἐξαιρεῖται κανείς, οὔτε καὶ οἱ διάδοχοι τῶν Ἀποστόλων, οἱ Ἐπίσκοποι, οὔτε Πατριάρχες, οὔτε ἱστορικοὶ θρόνοι καὶ ἕδρες. Δὲν εἶναι ὀλίγες οἱ φορὲς στὴν Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, ὅπου Πάπας ἤ Πατριάρχες ἐκήρυξαν αἵρεσι, ἐτάραξαν τὴν Ἐκκλησία καὶ ἀπεκόπησαν ἀπὸ Αὐτὴν ἀκόμη καὶ δι’ Ἀναθέματος.

Οἱ Ἀρχιερεῖς «ἄν εἶναι πιστοὶ στὴν Παράδοσι καὶ πράττουν σύμφωνα μὲ τὴν ὅλη Ἐκκλησία, ...τότε παραμένουν στὴν Ἀλήθεια (σ.ἡμ.: καὶ ἄρα μνημονεύονται). Ἄν ἐγκαταλείπουν τὴν Ὀρθοδοξία, τότε χάνουν ὄχι μόνο τὴν αὐθεντία τους, ἀλλὰ καὶ τὴν ἴδια τὴν θέσι τους ὡς Χριστιανοί, καὶ οἱ ἀναθεματισμοί τους (σ.ἡμ.: τοὺς ὁποίους ἐκτοξεύουν ἐναντίον ὅσων τοὺς ἀπορρίπτουν) δὲν ἔχουν ἰσχύν· ὄχι μόνον ἐπίσκοποι, ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρες τοπικὲς ἐκκλησίες εἶναι δυνατὸν νὰ παρεκτραποῦν ἀπὸ τὴν ὁδὸ τῆς Ἀληθείας»18, καθιστάμενες ἀκοινώνητες καὶ «ἀμνημόνευτες» ἀκόμη καὶ «πρὸ συνοδικῆς διαγνώμης», ὡς ὑποπεσοῦσες σὲ αἵρεσι καὶ ἀποκοπὴ ἀπὸ τὴν Ἀλήθεια.

Ὅσοι μνημονεύουν αὐτὲς ὡς Ὀρθόδοξες, δὲν διατηροῦν τὴν Ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ τὴν καταστρέφουν. Καὶ ὅσοι δὲν μνημονεύουν αὐτές, δὲν καταστρέφουν τὴν Ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ τὴν ὑπηρετοῦν, στηρίζουν καὶ σώζουν19.

Ἔτσι «διασώθηκε» ἡ Ὀρθοδοξία μέχρι σήμερα καὶ ἔτσι θὰ «διασωθῆ», ὄχι μὲ τὴν συνταγὴ νεόκοπων ἀντιλήψεων, οἱ ὁποῖες προτείνουν τὴν γνωστὴ στὴν ἱστορία «οὐνιτικὴ» ὁδὸ καὶ λύσι,δηλαδὴ τὴν ἀνεπιφύλακτη κοινωνία μὲ τοὺς περιπεσόντας στὴν αἵρεσι ἐπισκόπους, μὲ τὴν ἕδρα ἤ μὲ τὶς ἕδρες, γιὰ τὴν διατήρησι τῆς ἐξωτερικῆς δομικῆς κατ’ ἐπίφασιν ἑνότητος. Τοῦτο δὲν συνιστᾶ διατήρησι τῆς Ἑνότητος τῆς Πίστεως, ὡς στερούμενο Ἀληθείας. Καὶ ἔχουμε τέτοια παραδείγματα στὴν ἱστορία, τὰ ὁποῖα τίθενται πρὸς ἀποφυγὴν καὶ ὄχι πρὸς μίμησιν!

7. ΕΦ’ ΟΣΟΝ ὑπεραπεδείχθη, ἔστω καὶ ἐπιγραμματικά, ἡ ἐντελῶς λανθασμένη βάσις περὶ Ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ συντάκτου τοῦ «Κυριακάτικου Ἐγκυκλίου Κηρύγματος», δυνάμεθα νὰ συμπεράνουμε εὔκολα καὶ τὸ λανθασμένον καὶ ὅλων τῶν λοιπῶν θέσεων καὶ ἀπόψεών του.

Ἄν ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι παναίρεσις καὶ ἄν κηρύσσεται καὶ ἐφαρμόζεται καὶ προβάλλεται σὲ συνεχῆ βάσι, μὲ αὐξανόμενο τρόπο, μεθοδικὰ καὶ σταθερά, μὲ κάθε μέσον καὶ τρόπο, ἀπὸ τὶς ἡγεσίες καὶ διοικήσεις ὅλων τῶν κατὰ τόπους ἐπισήμων ὀρθοδόξων ἐκκλησιῶν, οἱ ὁποῖες συμμετέχουν εἰς αὐτὸν καὶ ἔχουν ὑποστῆ τὴν πολυειδῆ μολυσματικὴ φθορά του καὶ ἔχουν συλληφθῆ ἀσφυκτικῶς στοὺς πλοκάμους του, πρωτοστατοῦντος βεβαίως τοῦ πρωτοθρόνου Πατριαρχείου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τότε ποιά ἡ στάσις τῶν Ὀρθοδόξων Ὁμολογητῶν ἔναντι αὐτοῦ τοῦ φαινομένου; Ἐξαντλοῦνται ἁπλῶς σὲ διαμαρτυρίες γιὰ Ἱεροκανονικὲς μόνον παραβάσεις; Καὶ διατηροῦν ἀδιατάρακτη τὴν κοινωνία τους μὲ τοὺς προεξάρχοντας τῆς αἱρέσεως;

Ὅμως, ὁμιλοῦμε γιὰ αἵρεσι καὶ παναίρεσι καὶ θεωροῦμε τὸν Οἰκουμενισμὸ ὡς κακοδοξία καὶ ὄχι ὡς ἁπλῆ Ἱεροκανονικὴ παράβασι, ἀλλὰ ἐπιθυμοῦμε νὰ ὑπενθυμίσουμε ἐδῶ κάποιες οὐσιαστικὲς ἀλήθειες, πρὶν νὰ ἀπαντήσουμε στὰ ἀνωτέρω ἐρωτήματά μας.

Τὸ Διάγγελμα τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως τοῦ 1920 θεώρησε τοὺς ἑτεροδόξους αἱρετικοὺς ὡς «μέλη τῆς Ἐκκλησίας» καὶ τὶς ἑτερόδοξες Κοινότητες ὡς «ἐκκλησίες Χριστοῦ», μέσῳ ἀναγνωρίσεως ὡς ἑνοποιητικοῦ στοιχείου τοῦ δῆθεν κοινοῦ Βαπτίσματος. Τὸ ὅτι προτάθηκε «ἑνιαῖο ἡμερολόγιο» πρὸς ἐπίτευξιν τοῦ ἑνωτικοῦ προγράμματος, γιὰ συνεορτασμό, εἶναι ἐπίσης γνωστό. Οἱ ἐξ ὀρθοδόξων Οἰκουμενισταὶ γιὰ τὶς ἀδικαιολόγητες αὐτὲς ὑπερβάσεις τους δὲν ἔθεσαν ὡς βάσι τὴν ἑνότητα καὶ ταυτότητα Πίστεως, ἀλλὰ μία νέα Ἀρχή: τὴν συνεργασία μὲ τὶς ἑτερόδοξες «ἐκκλησίες» σὲ πρακτικὰ θέματα καὶ τὸν συνεορτασμὸ μὲ αὐτές, παρὰ τὴν μὴ ὑφισταμένη δογματικὴ συμφωνία, ὥστε νὰ προετοιμασθῆ ὁ δρόμος γιὰ μία ἀλλόκοτη ἑνότητα, ἀλλὰ οὐσιαστικὰ καὶ νὰ προκαταληφθῆ αὐτή.

Ἔτσι ἄρχισε ἡ σταθερὴ «συνοδοιπορία μὲ τὸν λοιπὸ Χριστιανικὸ κόσμο» καὶ ἡ ποικιλόμορφη συγκρητιστικὴ «κοινωνία» καὶ συνεργασία μαζί του, γιὰ τὴν δῆθεν ἀπὸ κοινοῦ μαρτυρία καὶ διακονία τοῦ κόσμου.

Τὸ δῆθεν Πανορθόδοξο Συνέδριο τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ 1923, ὑπὸ τὸν μασῶνο πατριάρχη Μελέτιο Μεταξάκη, εἰσήγαγε σειρὰ ἀνεπιτρέπτων καινοτομιῶν καὶ νεωτερισμῶν, ὅπως καὶ τὸ δῆθεν «διωρθωμένο Ἰουλιανὸ» Ἡμερολόγιο, γιὰ τὴν προσαρμογὴ τῆς Ἐκκλησίας στὶς ἀπαιτήσεις τοῦ κόσμου τῆς φθορᾶς, τὴν ἀθέτησι τῆς Παραδόσεως καὶ τὴν ἐπιβράβευσι τῆς δυτικῆς ἀνταρσίας,«πρὸς ἐξυπηρέτησιν τῆς παγχριστιανικῆς ἑνότητος» καὶ «τῆς ἐκ νέου ἀποκαταστάσεως τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν τοὐλάχιστον ἐν τῷ σημείῳ τούτῳ»20..

Ἔτσι, ἐφ’ ὅσον τὸ Ἡμερολόγιο θεωρήθηκε ὡς ΕΡΓΑΛΕΙΟ γιὰ τὴν προώθησι τοῦ οἰκουμενιστικοῦ ὁράματος, εἶναι σαφὴς καὶ ἀναντίρρητος ὁ ἐκκλησιολογικὸς χαρακτήρας τῆς Ἡμερολογιακῆς Καινοτομίας, ἡ ὁποία τελικὰ ἐφαρμόσθηκε δικτατορικὰ τὸ 1924, πρὶν ἀπὸ 90 ἀκριβῶς ἔτη. Καὶ αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ Μεταρρύθμισις προετοίμασε τὸ ἔδαφος καὶ ὑπέσκαψε τὰ θεμέλια γιὰ μίαἈναθεώρησι τῆς συνόλου τάξεως καὶ ζωῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.  

Ἡ συνέχεια εἶναι γνωστή: Συμμετοχὴ καὶ συμπερίληψις στὴν παναιρετικὴ ὁμοσπονδία τοῦ«Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν» ἀπὸ τὸ 1948 καὶ ἑξῆς, ἐκεῖ ὅπου κυριαρχεῖ καὶ βιώνεται τὸ σύνθημα: «Ἑνότητα μέσα στὴν διαφορετικότητα-ποικιλία»· ἄρσις τῶν Ἀναθεμάτων μὲ τοὺς Παπικοὺς τὸ 1965· Διαθρησκειακὸ ἄνοιγμα τὸ 1971· ἔγκρισις συνοδικῶς ὑπὸ τῆς Κωνσταντινουπόλεως τῆς αἱρετικωτάτης «Ὁμολογίας Θυατείρων» τὸ 1975· ὑπογραφὴ συμφωνίας ἑνώσεως μὲ τοὺς Ἀντι-χαλκηδονίους τὸ 1991· Βελεμένδιος συμφωνία πλήρους ἀλληλο-αναγνωρίσεως μὲ τοὺς Παπικοὺς τὸ 1993· ἀναγνώρισις βαπτίσματος Κωνσταντινουπόλεως-Εὐαγγελικῶν Προτεσταντῶν Γερμανίας μὲ ἀπαγόρευσι κάθε ἀναβαπτισμοῦ τὸ 2004· συμπροσευχές, συνδιακηρύξεις, συνδιαβουλεύσεις, συνεργασίες κλπ.κλπ., ἐπιτελούμενα καὶ διαδιδόμενα πλέον ἐπὶ καθημερινῆς σχεδὸν βάσεως!...

Ὅλα αὐτὰ σαφῶς καὶ δὲν ὑπάγονται σὲ ἁπλὲς μόνον Ἱεροκανονικὲς παραβάσεις, ἀλλὰ συνιστοῦν τὴν «ἀνατροπὴν τοῦ παντός»21. Ἐπιφανεῖς ἐξ ὀρθοδόξων Οἰκουμενισταὶ διακηρύσσουν μὲ ἀνοικτότητα καὶ εἰλικρίνεια, ὅτι δῆθεν καμμία χριστιανικὴ ἐκκλησία δὲν μπορεῖ πλέον νὰ δράση ἤ νὰ μιλήση ἤ ἀκόμη καὶ νὰ σκεφθῆ καὶ νὰ διαλεχθῆ ἤ καὶ νὰ ἀποφασίση σὲ ἀπομόνωσι, ὅτι δῆθεν πρέπει νὰ ἐγκαταλειφθῆ «τὸ σύνδρομο τοῦ μοναδικοῦ δρόμου»22, καὶ ὅτι ἡ ἀποχώρισις ἀπὸ τὸ «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν» θεωρεῖται «ὑπόθεσις ἀδιανόητος»23, ἤ ὅτι ὁ οἰκουμενιστικὸς ἑνωτικὸς δρόμος τους θεωρεῖται καὶ εἶναι «μὴ ἀναστρέψιμος»24.
  
8. ΕΝΩΠΙΟΝ αὐτῆς τῆς πρωτοφανοῦς ἀποστασίας, ἐπαναλαμβάνουμε καὶ πάλι, ποιά εἶναι ἡ ἐνδεδειγμένη στάσις; Ὅσοι ἀφίστανται τῆς κοινωνίας μὲ τοὺς ἀκοινωνήτους, χάνουν τὴν ἑνότητά τους μὲ τὴν Ἐκκλησία, εἶναι στερημένοι Χάριτος καὶ ἐμφοροῦνται ἐκ τοῦ πονηροῦ;

Ἄλλα λέγει ἡ Ὀρθόδοξος Πίστις καὶ Παράδοσις, διότι οἱ γνῶμες ὅλων ἐπὶ τῶν θεμάτων αὐτῶν, ὅποιοι καὶ ἄν εἶναι αὐτοί, τίθενται στὸ ΔΟΚΙΜΑΣΤΗΡΙΟΝ τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῆς Πατερικῆς καὶ Συνοδικῆς διδασκαλίας καὶ πράξεως. Καὶ δὲν γίνεται ἀποδεκτὴ ὁποιαδήποτε ἄποψις καὶ γνώμη, ὅταν αὐτὴ δὲν στηρίζεται στὴν Ὀρθόδοξη διδασκαλία καὶ γενικὰ στὸ πνεῦμα καὶ τὶς ἀρχές της. Κατὰ τὸν Ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή, κάθε λόγος ποὺ δὲν εἶναι Πατερικός, εἶναι Αἱρετικός25.

Γνωρίζουμε λοιπόν, ὅτι ἡ «συμφωνία», «ἕνωσις» καὶ «ἀγάπη» μὲ αἱρετικούς, εἰς βάρος τῆς Ἀληθείας τῆς Πίστεως καὶ Εὐσεβείας, χαρακτηρίζεται ὡς «προδοσία»26. Γι’ αὐτὸ καὶ σύσσωμος ἡ Πατερικὴ προσταγὴ ἐπιτάσσει νὰ ἀποστρεφώμεθα «τῶν αἱρετικῶν τοὺς συλλόγους»27.

Εἶναι ἐμφανὲς τὸ συμπέρασμα, ὅτι οἱ ἐξ ὀρθοδόξων Οἰκουμενισταὶ ἐπέφεραν σαφὲς ρῆγμα καὶδιακοπὴ μὲ τὴν Παράδοσι, «ἔχουν ἀποκοπῆ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῶν Ἁγίων, τῶν ἐν οὐρανοῖς ζώντων»28, γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι καὶ κηρύσσονται «ἀκοινώνητοι», ὡς «ἀλλότριοι Θεοῦ»29, ἐξ αἰτίας τῆς διασαλεύσεως ἀπὸ τὶς Καινοτομίες τους.

Οἱ Ὁμολογίες δὲν γίνονται ἀνώδυνα, ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς, χωρὶς ἔμπρακτη συνέπεια. Ἡ προσέγγισις πνευματικῶς/μυστηριακῶς μὲ αὐτοὺς ποὺ δῆθεν καταγγέλονται θεωρητικῶς ὡς αἱρετικοὶ ἤ αἱρετίζοντες, σημαίνει χωρισμὸ ἀπὸ τοὺς Ἁγίους, ἐνῶ ὁ χωρισμὸς ἀπὸ αὐτούς, σημαίνει προσέγγισι καὶ ἕνωσι μὲ τὸν Θεό, τὴν Ἀλήθεια καὶ τοὺς Ἁγίους Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας30. Διότι,ὅσων ἀποστρεφόμεθα τὸ φρόνημα, πρέπει νὰ ἀποφεύγουμε καὶ τὴν κοινωνία31.

Αὐτὴ εἶναι ἡ καθαρὴ καὶ διαυγὴς Ὀρθόδοξη διδασκαλία καὶ στάσις ἐπὶ τοῦ ζωτικοῦ αὐτοῦ θέματος.

9. Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ μάλιστα τοῦ κατηγόρου μας, ὅτι οἱ Ἀποτειχιζόμενοι ἐμφοροῦνται ὑπὸ τοῦ πονηροῦ, εἶναι βλάσφημος, ἡ δὲ ἐπιμονὴ ὅτι εἶναι δυνατὴ ἡ κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικοὺς ἤ αἱρετίζοντας, μὲ τὴν ψευδαίσθησι ὅτι διὰ τοῦ τρόπου αὐτοῦ παραμένουμε σὲ Ὀρθόδοξη Ὁμολογία, εἶναι ἐντελῶς Ἀντι-πατερικὴ καὶ ἄρα πλανεμένη.

Γράφει μὲ εἰλικρίνεια ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀκολουθοῦντας τὴν πρακτικὴ τοῦ κατηγόρου μας, παρὰ τὸ ὅτι δὲν τηρῆ μὲ συνέπεια τὰ γραφόμενά του:

«Ἄς κρατήσουν οἱ φιλοπαπικοί, οἱ λατινόφρονες, οἱ οἰκουμενισταὶ ἐπίσκοποι, πνευματικοί, ἱερεῖς, θεολόγοι τὴν κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικούς, ἐμεῖς προτιμοῦμε τὴν κοινωνία μὲ τοὺς Ἁγίους. Δὲν μποροῦν νὰ συνυπάρξουν καὶ τὰ δύο»32!

Οἱ δὲ «Παλαιοημερολογῖται» δὲν ἔκαναν κανένα κακό, ἀλλὰ ἐνεργοποίησαν ἐξ ἀρχῆς τὸ Ὀρθόδοξο Αἰσθητήριό τους, ὡς γνήσια καὶ συνυπεύθυνα Μέλη τῆς Ἐκκλησίας, δικαιωθέντεςἄλλωστε πλήρως ἀπὸ τὴν φρικτὴ ἀποστατικὴ συνέχεια καὶ ἐξέλιξι τῶν πραγμάτων.

Ὡς τέκνα ὑπακοῆς, ἄκουσαν τὸν Πρόεδρο τῆς Ἁγίας Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου Ἅγιο Ταράσιο νὰ ἀναφωνῆ: «οὐ μετατίθεμεν ὅρια ἅ ἔθεντο οἱ πατέρες ἡμῶν, ἀλλ’ ἀποστολικῶς διδαχθέντες, κρατῶμεν τὰς παραδόσεις, ἅς παρελάβομεν»33.

Ἔμειναν σὲ αὐτὰ ποὺ ἔμαθαν καὶ ἐπιστώθησαν34, γνωρίζοντες καὶ ἐφαρμόζοντες, ὅτι οὐδεὶς δύναται νὰ παρασαλεύση ἔστω καὶ μία συλλαβή, χωρὶς νὰ ὑποπέση στὶς ποινὲς τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ νὰ ἀποκηρυχθῆ καὶ ἀποκοπῆ τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας (Ἱερὸς Δοσίθεος Ἱεροσολύμων), διότι

«Παρ’ ἡμῖν οὔτε Πατριάρχαι, οὔτε Σύνοδοι ἠδυνήθησάν ποτε εἰσαγαγεῖν νέα, διότι ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς Θρησκείας ἐστὶν αὐτὸ τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτὸς ὁ λαός, ὅστις ἐθέλει τὸ θρήσκευμα αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον καὶ ὁμοειδὲς τῷ τῶν Πατέρων αὐτοῦ» (Πανορθόδοξος Σύνοδος τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς τοῦ 1848).

Οἱ νεωτερισμοὶ θεωροῦνται ὑπαγόρευμα τοῦ διαβόλου καὶ δὲν γίνονται δεκτοί, ἔστω καὶ ἄν τοὺς προτείνουν Ἄγγελοι ἐξ Οὐρανοῦ. Λοιπόν, οἱ ἀρνούμενοι τὸν Οἰκουμενισμὸ καὶ τὴν Ἡμερολογιακὴ Καινοτομία δὲν προκάλεσαν σχίσμα, ἀλλὰ χωρίσθηκαν γιὰ λόγους δογματικοὺς ἀπὸ κηρύσσοντας δημοσίως κακοδοξίες καὶ αἱρέσεις, ἀποτειχισθέντες θείᾳ ἐνισχύσει γιὰ λόγους σωτηριολογικῆς ἀναγκαιότητος. Σχίσμα ἔχουμε σὲ «ἀναίτιο» καὶ «ἀνεύλογο» χωρισμό, μὲ πρόφασι«ζητημάτων ἰασίμων» ἤ παραπτωμάτων τῶν Ἀρχιερέων. Ὁ Οἰκουμενισμὸς δὲν εἶναι ζήτημα ἰάσιμο, οὔτε μόνον παράβασις Κανόνων, ἀλλὰ ὁ πλέον ἀπαίσιος συγκρητισμός, ἡ χειρότερη παναίρεσις, μία «ἀνήκουστος προδοσία»35 Πίστεως.

Καὶ ὅσοι ἀποτειχίζονται ἐξ αὐτοῦ πράττουν σωτήρια καὶ εἶναι ἄξιοι «τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς Ὀρθοδόξοις»36.

Τὸ ἄν οἱ τοῦ Πατρίου ὠργανώθηκαν ἐκκλησιαστικῶς, συνέβη ἀπὸ τὴν φορὰ τῶν ἰδίων τῶν γεγονότων. Ἡ διογκουμένη ἐγκατάλειψις ἀπὸ μέρους τῶν Καινοτόμων τῆς θέσεως τῆς Ἐκκλησίας, ἐκαλύπτετο αὐτοδικαίως ἀπὸ τὰ φύσει καὶ θέσει γνήσια τῆς Ἐκκλησίας Μέλη, ἐν ἀναφορᾷ βεβαίως πρὸς τὴν Συνοδικὴ Συνείδησι Αὐτῆς.

Γι’ αὐτὸ καὶ θυμίζουμε στὸν κατήγορό μας, ὅτι πάσχει δεινὴ πνευματικὴ τύφλωσι, ἀλλὰ καὶ τραγικὴ ἄγνοια τῶν «τρόπων» τῆς Ἀκτίστου Χάριτος, τὴν ὁποίαν δὲν δύναται νὰ ἀναγνωρίση ἐκεῖ ποὺ ὄντως ὑπάρχει, ἐκεῖ ποὺ βιώνεται ἁπτῶς καὶ ἀναμφισβητήτως, ἐπαναπαυόμενος στὴν κοινωνία ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἀναγνωρίζουν Χάριν ἐκεῖ ποὺ ὄντως δὲν ὑπάρχει!

10. ΟΜΩΣ, αὐτὰ τὰ τραγικὰ ἀποτελέσματα εἶναι δυστυχῶς ἀναμενόμενα ἀπὸ πρόσωπα σὰν τοῦ κατηγόρου μας, ὁ ὁποῖος εἶχε μὲν ὑπογράψει πρὸ ὀλίγων μόλις ἐτῶν μία ἠχηρὴ «Ὁμολογία Πίστεως» κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀλλὰ ἔσπευσε νὰ πάρη πίσω τὴν ὑπογραφή του (!), ἐκζητώντας τὴν συγχώρησι καὶ ἐπιείκεια τοῦ ἀρχηγέτου τῶν ἐξ ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστῶν Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίου, παρακαλῶντας τον μάλιστα νὰ μεταβῆ στὴν ἐπαρχία του γιὰ νὰ «εὐλογήση» τὸ ποίμνιό του! Ποιά συνέπεια καὶ ἐντιμότητα δύναται νὰ ἀναμένη κανεὶς ἀπὸ πρόσωπα τοιαύτης ἀσταθείας, δειλίας καὶ ἐνοχῆς; Αὐτὸν ποὺ δὲν δύναται νὰ βαστάξη τὰ «ὀλίγα», πῶς θὰ τοῦ ἐμπιστευθοῦν τὰ «πολλά»; Καὶ πῶς θὰ θεωρηθῆ διδάσκαλος ἐπὶ τῶν θεμάτων τούτων αὐτός, ὁ ὁποῖος ὑποχώρησε, μόλις πῆγε νὰ κάνη κάποιο βῆμα λίγο πιὸ σταθερὸ καὶ ἀποφασιστικό;

Μάλιστα, σὲ κάποιο σημεῖο τοῦ «Ἐγκυκλίου Κηρύγματός» του ἀναφέρει, ὅτι εἶναι πιθανὸν νὰ ἀντιμετωπίση «διωγμόν»! Ὅμως, ἄλλοι ἐδιώχθησαν καὶ διώκονται, οἱ ἀληθινοὶ καὶ συνεπεῖς Ὁμολογηταί, ὄχι οἱ θεωρητικοὶ σὲ κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ κατὰ φαντασίαν τοιοῦτοι! Τὴν ἀνέξοδη καὶ ἀνώδυνη στάσι ποὺ διάλεξε καὶ προπαγανδίζει ὁ κατήγορός μας, ὄχι μόνον δὲν τὴν θεωροῦν ἐνοχλητικὴ καὶ ἐπικίνδυνη οἱ αἱρετικοὶ καὶ οἱ ἰσχυροὶ τοῦ κόσμου τούτου, ἀλλὰ καὶ τοὺς βοηθεῖ, ἐφ’ ὅσον ἐξυπηρετεῖ τὰ συμφέροντά τους, διατηρώντας στὴν κοινωνία τους καὶ ὅσους τυχὸν ἔχουν μία κάπως πιὸ παραδοσιακὴ γραμμὴ καὶ ἄποψι, ὥστε νὰ ἀποκτοῦν τὴν ψευδαίσθησι, ὅτι πράττουν παράλληλα καὶ τὸ ὁμολογιακὸ καθῆκον τους, καὶ ἔτσι ὅλοι τους νὰ εἶναι καὶ νὰ μένουν ἱκανοποιημένοι στὴν φρεναπάτη τους!

Ὁ κατήγορός μας καὶ οἱ ὅμοιοί του, θεωροῦν ὅτι «ὑποχρεοῦνται» νὰ ἀκολουθήσουν τὴν γραμμὴ τῶν ἱεραρχῶν τῶν Καινοτόμων ἐπισήμων ὀρθοδόξων ἐκκλησιῶν, ἐφ’ ὅσον ἀνέχονται ὅλοι αὐτοὶ τὶς ἐκτροπὲς καὶ παραβάσεις, γιὰ νὰ μὴ «προτεσταντίσουν», καίτοι ἀπὸ τὴν ἄλλη δηλώνουν ὅτι δὲν θὰ παύσουν νὰ «διαμαρτύρωνται»! Ἔτσι ὅμως ἀποδεικνύουν καὶ πάλι τὴν τραγικὴ ἐκδήλωσι τῆς ἐπικινδύνου «ἀγνοίας» τους ἤ γενικὰ τῆς συγχύσεως καὶ ἀντιφατικότητός τους.

Οἱ ἀποφάσεις ἀκόμη καὶ μεγάλων Συνόδων ἔχουν δεσμευτικὸ καὶ ὑποχρεωτικὸ κῦρος, μόνον ὅταν ταυτίζωνται μὲ τὴν Ἀλήθεια, τὴν ἐκπηγάζουσα ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας. Τότε μόνον τὸ Πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας τὶς ἀποδέχεται καὶ ἡ Ἐκκλησιαστικὴ Συνείδησις τὶς ἐπικυρώνει. Αὐτὰ δὲν ἰσχύουν σὲ κάθε ἄλλη περίπτωσι, οὔτε εἶναι δυνατὸν νὰ γίνη ἐπίκλησις ὑποχρεώσεως ἀκολουθήσεως ὅσων «ἀνέχονται» τὴν ἐπὶ ἕνα σχεδὸν αἰῶνα ἐξακολουθητικὴ παράβασι τοῦ Κανόνος τῆς Εὐσεβείας καὶ τοῦ Φρονήματος τῆς Ἐκκλησίας!

Ἡ προτεινομένη στάσις τοῦ κατηγόρου μας, εἶναι καταστροφικὴ καὶ δὲν θὰ τὴν ἀκολουθήσουν ποτὲ οἱ γνήσιοι Ὁμολογηταί, χάριτι θείᾳ. Διότι αὐτὴ ἡ λανθασμένη στάσις ὑποχρεώνειτὸν κατήγορο καὶ τοὺς σὺν αὐτῷ, μέσῳ τῆς κατακρίτου κοινωνίας τους μὲ τοὺς Οἰκουμενιστάς, νὰ συμμετέχουν ὄντως στὴν αἱρετικὴ Οἰκουμενικὴ Κίνησι, νὰ ἀνήκουν στὸ «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν» μὲ ὅ,τι σημαίνει τοῦτο, νὰ συμπροσεύχωνται μὲ τοὺς πάσης φύσεως αἱρετικοὺς καὶ ἀλλοθρήσκους, νὰ θεωροῦν «Ἀδελφὲς Ἐκκλησίες» τοὺς ἑτεροδόξους, νὰ ἀποδέχωνται τὸ βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν, νὰ συνδιακονοῦν μαζί τους τὸν κόσμο, νὰ δίδουν κοινὴ μαρτυρία τῆς πίστεως κ.τ.ὅ.37

Τὸ γιατὶ αὐτὴ ἡ λύσις κοινωνίας μὲ τοὺς ἐξ ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστάς, ἡ ὁποία ἐπιφέρει τέτοια καταστροφικὰ ἀποτελέσματα, ὁδηγοῦσα σὲ καταποντισμὸ μαζί τους στὴν ἄβυσσο τῆς αἰωνίου ἀπωλείας, εἶναι προτιμωτέρα γιὰ τὸν κατήγορό μας, ἐξηγεῖται μόνον ἀπὸ τὸ ψευδοδίλημμα, τὸ ὁποῖο θέτει στὸν ἑαυτό του καὶ στοὺς ἄλλους: φοβεῖται, ὅτι ἄν προβῆ σὲ Ἀποτείχισι, θὰ ὑποπέση σὲ θανάσιμο παράπτωμα, θὰ γίνη «αἴτιος ἀποσχισμοῦ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία», καὶ ἐνώπιον αὐτοῦ τοῦ ἐνδεχομένου θὰ προτιμοῦσε «νὰ πάη νὰ πνιγῆ»!...

Προσευχόμενοι γιὰ τὴν πνευματική του ἀνάβλεψι καὶ ἴασι, τὸν ἀφήνουμε στὴν θεία Μακροθυμία, τονίζοντες ὅτι ἡ κατὰ Θεὸν λύσις τῆς δεινῆς συγχύσεως τοῦ κατηγόρου μας καὶ ὅποιου ὁμοίου αὐτοῦ εἶναι ἡ ἀποδοχὴ τῆς θέσεώς μας, ἔργῳ καὶ λόγῳ, ὅπως μάλιστα αὐτὴ ἐκφράζεται στὸ Ἐκκλησιολογικό μας Κείμενο: «Ἡ Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔναντι τῆς Αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ - Θέματα Δογματικὰ καὶ Κανονικά», πρὸς συμπόρευσίν μας ἐν Ἀληθείᾳ καὶ Ἀγάπῃ, ἐκφράζοντες ἐπίσης τὴν διάπυρο εὐχὴ ὁ Κύριός μας νὰ μὴ μᾶς στερήση ἕως τέλους τῆς Χάριτος τῆς ἀληθινῆς καὶ συνεποῦς Ὁμολογίας Αὐτοῦ. Ἀμήν!

  Φυλὴ Ἀττικῆς     
    Κυριακὴ τῶν Ἁγίων Ἁγιορειτῶν Πατέρων    
  9/22.6.2014    




Παραπομπές

1. Ἐφεσ. δ’ 25.
2. Πρόκειται γιὰ τὸν Γόρτυνος καὶ Μεγαλοπόλεως Ἱερεμία (Φούντα) καὶ τὸ κείμενό του προβλήθηκε σὲ διάφορα θρησκευτικὰ Ἱστολόγια, ὅπως καὶ στὸ «Πατερικὴ Παράδοση καὶ Οἰκουμενισμός» (13.6.2014), ὅπου καὶ τοῦ ἀσκήθηκε ἰσχυρὴ κριτική: «Ὁ Μητρ. Γόρτυνος παραποιεῖ ἀσεβέστατα τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας γιὰ νὰ ἀρέσει στὸν αἱρεσιάρχη».
3. Ἔνθ’ ἀνωτ.
4. Rev. John S. Romanides, “Orthodox Ecclesiology According to Alexis Khomiakov (1804-1860)”, “Greek Orthodox Theological Review”, 2 (Easter 1956), p. 62-63.
5. «Πρὸς τὴν σεμνοτάτην ἐν μουναζούσαις Ξένην», PG τ. 150, στλ. 1045C. Βλ. καὶ Γεωργίου Μαντζαρίδου, Παλαμικά, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1983, σελ. 196-197.
6. Βλ. Ἁγίου Μαξίμου Ὁμολογητοῦ,  PG τ. 90, στλ. 128D.
7. Βλ. Ἱ. Πηδάλιον, σελ. 30 (γνώμη τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου).
8. Βλ. «Ἀπάντησι πρὸς τὸ περιοδικὸ “Θυμίαμα” - Ἡ παναίρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ οἱ ψευδοκαθαιρέσεις», στὴν ἐφημερ. «Ὀρθόδοξος Ἐνημέρωσις» (Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ὠρωποῦ καὶ Φυλῆς), ἀριθ. τ. 3/Νοέμβριος 1990, σελ. 9-12.
9. Α’ Τιμ. γ’ 15.
10. «Πρὸς τὸν πατριάρχην Ἀντιοχείας», βλ. Γεωργίου Μαντζαρίδου, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 197-198.
11. Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, PG τ. 59, στλ. 128. Ἁγίου Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, PG τ. 90, στλ. 93D. Βλ. καὶ Ἱερομονάχου Ἀθανασίου Γιέβτιτς, Ἡ Ἐκκλησιολογία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου κατὰ τὸν Ἱερὸ Χρυσόστομο, ἐκδ. «Γρηγόρη», Ἀθήνα 1984, σελ. 163-164.
12. Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Mansi τ. 13, στλ. 208C.
13. Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Mansi τ. 13, στλ. 400C.
14. Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, PG τ. 62, στλ. 83.
15. Ἔνθ’ ἀνωτ., στλ. 79.
16. Γαλ. α’ 8-9. Βλ. καὶ Ἱερομονάχου Ἀθανασίου Γιέβτιτς, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 180, 181.
17. Βλ. Ἀπάντησι τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων πρὸς τὸν Λατινόφρονα Αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Παλαιολόγο (ΙΓ’ αἰ.), στὸ Θεοδωρήτου Μοναχοῦ Ἁγιορείτου, Διάλογοι τῆς Ἐρήμου περὶ Οἰκουμενισμοῦ, Ἀθῆναι 1971, σελ. 154.
18. John Meyendorff, A Study of Gregory Palamas, The Faith Press, London 1964, p. 179-180.
19. Βλ. ΙΕ’ Ἱερὸν Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Ἁγίας Συνόδου.
20. Διονυσίου Μ. Μπατιστάτου (ἐπιμ.), Πρακτικὰ καὶ Ἀποφάσεις τοῦ ἐν Κωνσταντινουπόλει Πανορθοδόξου Συνεδρίου (10 Μαΐου-8 Ἰουνίου 1923), ἔκδ. β’, Ἀθῆναι 1982, σελ. 6, 14.
21. Ὁσίου Θεοδώρου Στουδίτου, PG τ. 99, στλ. 1025C.
22. Βλ. Στυλιανοῦ Τσομπανίδη, Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ τὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν. Μία «κοινωνία» ἀμοιβαίου ἐμπλουτισμοῦ στὸ δρόμο τῶν ἀναζητήσεων, στὸ Ἱστορία τῆς Ὀρθοδοξίας, τόμος 8ος: Ἡ Ὀρθοδοξία σὲ Διάλογο, ἐκδ. ROAD, ἄ.τ.χ. (Ἀθήνα 2009), σελ. 306.
23. Περιοδ. «Θεοδρομία», Ἰανουάριος-Μάρτιος 2009, σελ. 63-74.
24. Δήλωσις τοῦ οἰκουμενιστοῦ μητρ. Γαλλίας Ἐμμανουὴλ στὴν συμπροσευχὴ μὲ τοὺς Παπικοὺς στὴν Παναγία τῶν Παρισίων, ἐν ὄψει τῆς Συναντήσεως Πάπα Φραγκίσκου καὶ πατριάρχου Βαρθολομαίου στὰ Ἱεροσόλυμα πρὸ μηνός (βλ. «Ρομφαία», 21.5.2014).
25. Βλ. Χαραλάμπους Σωτηροπούλου, Θέματα δογματικῆς θεολογίας καὶ πνευματικῆς ζωῆς κατὰ τὴν διδασκαλία Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Ἀθῆναι 2003, σελ. 15-16, ὅπου καὶ σχετικὲς παραπομπὲς σὲ κείμενα τοῦ Ἁγίου Μαξίμου.
                • Ἀξίζει ἐδῶ νὰ ἐπισημανθῆ, ὅτι ὁ κατήγορός μας διατυπώνει στὸ «Ἐγκύκλιο Κήρυγμά» του ἕναν νέο ὁρισμὸ περὶαἱρέσεως, ἄγνωστο στὴν Πατερικὴ Γραμματεία, ὅτι δηλαδὴ αἵρεσις εἶναι «ἡ ἀλήθεια τραβηγμένη στὰ ἄκρα»! Ὅμως, ἡ Ἀλήθεια καθεαυτὴ δὲν ἐπιδέχεται τέτοια «τραβήγματα», παρὰ μόνον παραφθορά, νόθευσι ἤ προσθαφαίρεσι. Ἡ ἄποψις τοῦ κατηγόρου μας ὑποθέτουμε ὅτι θέλει νὰ παραπλανήση: οἱ τηροῦντες καὶ ἐφαρμόζοντες τὸ Θεῖον Θέλημα στὰ τῆς Πίστεως, διακόπτοντες κοινωνίαν μὲ αἱρετίζοντες, ὁδηγοῦνται δῆθεν στὰ «ἄκρα», ἐνῶ οἱ διατηροῦντες τὴν κατάκριτη κοινωνία τους μὲ τοὺς καταγγελομένους ἐπὶ αἱρέσει καὶ ἀρκούμενοι μόνον σὲ «διαμαρτυρίες», ἀκολουθοῦν δῆθεν τὴν μέση ὁδό. Ὅμως, ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικὸς εἶναι σαφὴς καὶ ἀποκαλυπτικὸς ἐπ’ αὐτοῦ:
                «Οὐδέποτε μὲ τὶς μέσες καταστάσεις διορθώθηκαν τὰ ἐκκλησιαστικά. Δὲν ὑπάρχει μέση κατάσταση μεταξὺ ἀληθείας καὶ ψεύδους. Ἀλλά, ὅποιος φεύγει ἀπὸ τὸ φῶς, στὸ σκοτάδι –κατ’ ἀνάγκην- μεταφέρεται, ἔτσι καὶ αὐτὸς ποὺ παρεκκλίνει ἔστω καὶ λίγο ἀπὸ τὴν ἀλήθεια, στὸ ψεῦδος πλέον ἀνήκει, θὰ λέγαμε ἀληθῶς. Καίτοι μπορεῖ κανεὶς νὰ μιλήση γιὰ μέση κατάσταση μεταξὺ φωτὸς καὶ σκότους, αὐτὸ ποὺ καλεῖται λυκαυγὲς ἤ λυκόφως, ὅμως μέση κατάσταση μεταξὺ ἀληθείας καὶ ψεύδους δὲν θὰ μπορέση νὰ ἀνακαλύψη κανεὶς ὅσο πολὺ καὶ ἄν κοπιάση» (βλ. http://www.ekklisiastikos.gr/2009/09/blog-post.html).
26. Βλ. Ἱερομονάχου Ἀθανασίου Γιέβτιτς, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 182.
27. Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, PG τ. 56, στλ. 256. Βλ. καὶ Ἱερομονάχου Ἀθανασίου Γιέβτιτς, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 323, ὑποσημ. 332.
28. Πρωτ. Θεοδώρου Ζήση, «Ἀνησυχητικὲς Ἐξελίξεις. Νέα ἀνοίγματα στὸ Βατικανὸ καὶ στοὺς Προτεστάντες. Φανάρι καὶ Ἀθήνα ἀντίπαλοι καὶ συνοδοιπόροι», περιοδ. «Θεοδρομία», Ἀπρίλιος-Ἰούνιος 2003, σελ. 284, 285, 286.
29. Ὁσίου Θεοδώρου Στουδίτου, PG τ. 99, στλ. 1033D.
30. Βλ. Ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, PG τ. 160, στλ. 536.
31. Βλ. Μ. Ἀθανασίου, PG τ. 26, στλ. 1188BC, Ἱ. Γενναδίου Σχολαρίου, Γράμμα πρὸς τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς..., (15.11.1462), στὸ περιοδ. «Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος», ἀριθ. 21/1996, σελ. 103.
32. Πρωτ. Θεοδώρου Ζήση, «Κινδυνεύει τώρα σοβαρὰ ἡ Ὀρθοδοξία», περιοδ. «Θεοδρομία», Ἰανουάριος-Μάρτιος 2007, σελ. 103.
33. Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Mansi τ. 13, στλ. 4.
34. Πρβλ. Β’ Τιμ. γ’ 14.
35. Βλ. Ἀρχιμ. Ἰουστίνου Πόποβιτς, «Μία Ὀρθόδοξος Γνωμάτευσις καὶ Μαρτυρία», περιοδ. «Κοινωνία», Μάρτιος-Ἀπρίλιος 1975, σελ. 95-101.
36. ΙΕ’ Ἱεροῦ Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Ἁγίας Συνόδου.

37. Βλ. Μητροπολίτου Ὠρωποῦ καὶ Φυλῆς Κυπριανοῦ, «Σχίσμα» ἤ «Ἀποτείχισις»; Ποιμαντικὴ Ἐπιστολή, Τὸ Ζήτημα τοῦ Ἡμερολογίου καὶ ἡ Αἵρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, Ἀθήνα 1998, σελ. 23.

Τετάρτη 25 Ιουνίου 2014

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΩΝ ( ῞Αγιος Νικόδημος ὁ ῾Αγιορείτης)




Νεομάρτυρες κατά τήν Μεγάλην ῾Ελληνικήν ᾿Εγκυκλοπαίδειαν (τόμος ΙΗ', σελ. 192, ὑπό Κ. Π. Δ) θεωροῦνται οἱ μή ὑποταγέντες εἰς τόν βίαιον ἐξισλαμισμόν καί ὑπέρ πίστεως θανόντες. 

Οἱ Τοῦρκοι, ἄν καί ἠνέχθησαν, μετά τήν ἅλωσιν τῆς Κων/λεως, τήν χριστιανικήν θρησκείαν, ἐν τούτοις πολλάκις καί πολλαχοῦ ἐπίεζον τούς ὑποταγέντας χριστιανούς πρός ἐξισλαμισμόν, οὕτω δέ ἐνεφανίσθη κατά τήν ἐποχήν ταύτην νέον πλῆθος μαρτύρων, οἱ ὁποῖοι ἐν ἀντιθέσει πρός τούς παλαιούς μάρτυρας ἐκλήθησαν νεομάρτυρες. ᾿Επειδή  τότε δέν ὑπῆρχε νόμος πού νά προβλέπη καί νά ἐπιβάλλη τόν ἐξισλαμισμόν, ἡ καταδίκη ἐγίνετο ἄνευ εἰδικῆς διαδικασίας, τά δέ βασανιστήρια εἰς τά ὁποῖα ὑπεβάλλοντο οἱ ἀρνούμενοι τόν ἐξισλαμισμόν ὀρθόδοξοι Χριστιανοί ἦσαν διάφορα καί πολλάκις μεγάλα.

῾Η ᾿Ορθόδοξος ἡμῶν ᾿Εκκλησία ἠνείχετο συνήθως τήν τιμήν τῶν λειψάνων τῶν νεομαρτύρων, ὑπό τῶν χριστιανῶν καί τήν κατάταξιν αὐτῶν μεταξύ τῶν ἁγίων καί τόν ἑορτασμόν τῆς μνήμης αὐτῶν ἄνευ εἰδικῆς ἐπισήμου πράξεως περί τῆς ἀνακηρύξεως αὐτῶν. Οὕτω συνέβαινε ὥστε καί κατά καί μετά τήν ἅλωσιν ἐποχήν αἱ ἑορταί τῶν νεομαρτύρων νά γίνωνται κατ᾿ ἀρχάς τοπικαί, ἔπειτα δέ νά διαδίδωνται καί εἰς πολλούς ἄλλους τόπους. Κατόπιν ἐγένοντο καί ἴδιαι ἀκολουθίαι εἰς πολλούς ἐκ τῶν νεομαρτύρων ἀπό νεωτέρους ὑμνογράφους, ὁ δέ ἐκ Χίου ῾Ιερομόναχος Χριστόφορος συνέθεσε κατά τόν ΙΗ' αἰῶνα καί κοινήν ἀκολουθίαν ὅλων γενικῶς τῶν Νεομαρτύρων.
Τούς βίους τῶν ἁγίων νεομαρτύρων συνεκέντρωσε καί συνέθεσε εἰς βιβλίον ὁ ῞Αγιος Νικόδημος ὁ ῾Αγιορείτης, ὁ ὁποῖος ἐν προλόγῳ συνέγραψε καί θαυμάσιον λόγον "᾿Εγκωμιαστικόν εἰς τούς ῾Αγίους Νεομάρτυρας τούς μετά τήν ἅλωσιν τῆς Κων/λεως μαρτυρήσαντας", ὅπου μεταξύ ἄλλων γράφει καί τοῦτα τά ἐγκωμιαστικά λόγια:

"Πῶς δέν εἶναι δίκαιον, νά δοξολογῆ τινάς τόν Κύριον, βλέποντας διά τοῦ παρόντος βιβλιαρίου, ὅτι καί τώρα εἰς τούς ἐδικούς μας καιρούς, ἀνατέλλουσιν ἀπό διάφορα μέρη τοῦ κόσμου, εἰς τό νοητόν τῆς ᾿Εκκλησίας στερέωμα, ὡσάν ἄλλοι Νεοφανεῖς ἀστέρες καί κομῆται, Νέοι ἀθληταί τοῦ Χριστοῦ καί στρατιῶται ἀήττητοι; Καί καταλάμπουσιν ὅλων τῶν ὀρθοδόξων τό πλήρωμα μέ τάς γλυκυτάτας ἀκτίνας τοῦ μαρτυρίου καί τῶν θαυμάτων τους;" 

Καί συνεχίζει: "Πῶς δέν εἶναι πρέπον νά εὐχαριστῆ τινάς τόν Θεόν βλέποντας ὑποκάτω εἰς τόν σκληρόν ζυγόν καί τήν αἰχμαλωσίαν τῶν νῦν κρατούντων, τόσους ἀθλητάς, οἱ ὁποῖοι διά νά φυλάξουν τήν ἐλευθερίαν καί τήν εὐγένειαν τῆς Χριστιανικῆς ἡμῶν πίστεως, κατεφρόνησαν πλοῦτον, δόξαν, ἡδονάς, καί κάθε ἄλλην σημαντικήν ἀπόλαυσιν καί παρέδωκαν προθύμως τόν ἑαυτόν τους εἰς θάνατον;"
Καί ἀκόμη τονίζει:"Κατά ἀλήθειαν τοῦτο εἶναι ἕνα θαῦμα παρόμοιον, ὡσάν νά βλέπη τινάς μέσα εἰς τήν καρδιάν τοῦ χειμῶνος, ἐαρινά ἄνθη καί τριαντάφυλλα, μέσα εἰς τήν βαθυτάτην νύκτα, ἡμέραν καί ἥλιον, μέσα εἰς τό ψηλαφητόν σκότος, φῶτα λαμπρότατα, ἐν τῷ καιρῶ τῆς αἰχμαλωσίας, νά βλέπη ἐλευθερίαν, καί ἐν τῶ καιρῶ τῆς τωρινῆς ἀσθενείας ὑπερφυσικήν δύναμιν".... 

Καί τελειώνει αὐτόν τόν ἐγκωμιαστικόν λόγον λέγοντας μεταξύ ἄλλων:
"Κάμνομεν τέλος καί σᾶς λέγομεν ἀδελφοί, ὄτι ἄν δέν ἐβλέπετε εἰς τούς καιρούς σας τούς νέους Μάρτυρας, εἴχετε κἄποιαν ψυχράν πρόφασιν, νά μή τρέχητε εἰς τό Μαρτύριον. ᾿Αλλά τώρα εἶσθε ἀναπολόγητοι. ῞Οθεν ἐπειδή εὐδόκησεν ὁ Θεός νά ἔχετε ὄχι ἕνα ἤ δύο, ἀλλά ἕνα ὀλόκληρο σύννεφον ἀπό νέους μάρτυρας, μιμεῖσθε ἡμᾶς καί δι᾿ ὑπομονῆς τρέχετε εἰς τόν ἀγῶνα τοῦ Μαρτυρίου του, ἀποβλέποντες ὅλως δι᾿ ὅλου εἰς τόν πρωτομάρτυρα καί ἀρχηγόν τῆς σωτηρίας μας ᾿Ιησοῦν. "Τοιγαροῦν καί ἡμεῖς τοσοῦτον ἔχοντες περικείμενον ἡμῖν νέφος Μαρτύρων... δι᾿ ὑπομονῆς τρέχομεν τόν προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα, ἀφορῶντες εἰς τόν τῆς πίστεως ἀρχηγόν, καί τελειωτήν ᾿Ιησοῦν" (῾Εβρ. ΙΒ' 1-2).
᾿Αλλ᾿ ὦ νέοι τοῦ Χριστοῦ ἀθληταί καί Μάρτυρες, τά γλυκύτατα πᾶσι Χριστιανοῖς καί πράγματα καί ὀνόματα (στρέφω γάρ τώρα τόν λόγον μου πρός ἐσᾶς) τοῦ ἐπουρανίου βασιλέως παρεμβολή καινή καί γενναιότατον στράτευμα, τῆς ῾Αγίας Τριάδος οἱ διαπρύσιοι Κήρυκες, τῆς Θεότητος τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ διαλαληταί καρτερόψυχοι, τῆς τῶν Χριστιανῶν εὐσεβείας οἱ ὑπέρμαχοι καί τῆς ἀσεβείας οἱ ἀντίπαλοι, οἱ τῶν παθημάτων τοῦ Κυρίου κοινωνοί καί μιμηταί καί ἀκόλουθοι, οἱ νικηταί καί τροπαιοῦχοι τῶν τριῶν μεγάλων ἐχθρῶν, σαρκός καί κόσμου καί κοσμοκράτορος, οἱ βαπτισθέντες μέ τό δι᾿ αἵματος βάπτισμα, ὅ δευτέροις ρύποις οὐ μολύνεται, κατά τόν Θεολόγον Γρηγόριον.
᾿Εσεῖς ἀληθῶς εἶσθε ὁ ἀνακαινισμός ὅλης τῆς ὀρθοδόξου πίστεως. ᾿Εσεῖς ἐδείξατε ἀναπολογήτους τούς ἀλλοπίστους ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς Κρίσεως. ᾿Εσεῖς εἶσθε ἡ δόξα τῆς ᾿Ανατολικῆς ᾿Εκκλησίας καί τῶν αἱρετικῶν ἡ καταισχύνη καί ὁ ἔλεγχος. ᾿Εσεῖς ἐδείχθητε παράδειγμα ὑπομονῆς εἰς ὅλους τούς Χριστιανούς ὁπού εἶναι αἰχμάλωτοι καί ἐσεῖς παρακινεῖτε τούς ᾿Ορθοδόξους, καί μάλιστα τούς ἀρνησιχρίστους, νά μιμοῦνται διά τοῦ ἔργου τό ἐδικόν σας Μαρτύριον.... 

 
᾿Εσεῖς, ἐσεῖς, ἀληθῶς κατά τόν ᾿Απόστολον Παῦλον, οἱ ὁποῖοι ἀνταναπληρώσατε τά ὑστερήματα τῶν θλίψεων τοῦ Χριστοῦ ἐν τῆ σαρκί  σας (Κολ. Α' 24)  καί ἐγενήθητε θέατρον τῶ κόσμω καί ᾿Αγγέλοις καί ἀνθρώποις (Α' Κορινθ. Δ' 9).  Θέατρον ἀνθρώποις, εἰς μέν τούς ἀλλοπίστους ἐντροπή καί ἀτιμία καί λύπη. Εἰς δέ τούς ᾿Ορθοδόξους Χριστιανούς καύχημα καί δόξα καί χαρά.  Θέατρον ᾿Αγγέλοις, εἰς μέν τούς πονηρούς δαίμονας πόνος καί ἀθυμία ἀνυπόφορος.  Εἰς δέ τούς μακαρίους ᾿Αγγέλους εὐφροσύνη καί ἀγαλλίασις ἀνεκλάλητος.... 

᾿Εν συντομία καταγλυκασπαζόμεθα ὅλα τά ῞Αγια μέλη τοῦ σώματός σας, εἰς τά ὁποῖα ἐδέχθητε φοβερά καί διάφορα βάσανα, μέ τά ὁποῖα τῶ Χριστῶ εὐηρεστήσατε, τούς ᾿Αγγέλους ἐξεπλήξατε, τούς ῾Αγίους εὐφράνατε, τούς δαίμονας ἐτραυματίσατε, τούς ἀλλοπίστους ἐλυπήσατε, τοῦ Χριστοῦ τήν ᾿Εκκλησίαν ἐχαροποιήσατε, τούς αἰχμαλώτους ἀδελφούς σας ἐπαρηγορήσατε, τούς τόπους εἰς οὕς ἐμαρτυρήσατε ἡγιάσατε, τούς τωρινούς Χριστιανούς εὐλογήσατε, τόν ἀέρα μέ τήν ἄνοδον τῶν ψυχῶν σας εὐωδιάσατε"


(Περισσότερα περί τῶν ῾Αγίων Νεομαρτύρων μπορεῖ νά εὕρη ὁ ἀναγνώστης σέ τευχίδιον τῆς σειρᾶς ἐκδόσεων τῆς "᾿Κέντρου Γνησίας ᾿Ορθοδόξου ῾Ιεραποστολῆς ῾Αγίας Αἰκατερίνης" καθώς καί στήν ᾿Ακολουθία τοῦ ῾Αγίου Νικοδήμου, τήν ὁποίαν σύν Θεῷ σκεπτόμεθα νά ἐκδώσωμεν)



 [1] Τό παρόν ἄρθρον ἐγράφη ἐξ᾿ ἀφορμῆς δηλώσεων τοῦ "Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Κων/λεως Βαρθολομαίου, δηλώσεις αἱ ὁποῖαι εἶναι ὑβριστικαί κατά τῶν ῾Αγίων Νεομαρτύρων: "Οἱ Τοῦρκοι καί οἱ ῞Ελληνες ἁμάρτησαν οἱ μέν κατά τῶν δέ. Καί ἀκόμη χειρότερα, σάν παιδιά, κράτησαν ἀπολογισμό τῶν δεινῶν καί τῶν ἀπωλειῶν πού ὑπέστησαν. ῾Ως ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, αἰσθάνομαι νά συγκαταλέγεται μεταξύ τῶν ποιμενικῶν μου ἁρμοδιοτήτων νά ὑπενθυμίσω σέ ὅλους ὅτι ἐπιθυμοῦν νά τείνουν εὐήκοον οὗς ὅτι εἴμεθα ὅλοι ἁμαρτωλοί καί νά τούς νουθετῶ νά ἀναγνωρίσουν ὅτι ἔφτασε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου, ὁπότε πρέπει ὅλοι νά ἐξομολογηθοῦμε τά ἁμαρτήματά μας καί νά τά ἀφήσουμε πίσω μας"

www.churchgoc.org


Δευτέρα 23 Ιουνίου 2014

Οἱ Ἃγιοι Βαρθολομαίος καί Βαρνάβας (11 Ἰουνίου)




Τοῦ Ὁσίου Πατρός ἡμῶν Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου.


Τω αυτώ μηνί (Ιουνίω) ΙΑ΄, μνήμη των Αγίων Αποστόλων:
Βαρθολομαίου και Βαρνάβα.



Εις τον Βαρθολομαίον.


Και σός μαθητής Χριστέ Βαρθολομαίος,

Μιμούμενός σε, σταυρικόν φέρει πάθος.



Εις τον Βαρνάβαν.


* Υπέρ λίθον σάπφειρον ως Γραφή λέγει,

Τούς συντρίβοντας είχε Βαρνάβας λίθους.



Ενδεκάτη σταύρωσαν ερίφρονα Βαρθολομαίον.

Από τους δύω τούτους, ο μεν Βαρθολομαίος, ήτον από τους Δώδεκα Αποστόλους, ο οποίος εκήρυξε το Ευαγγέλιον εις τους Ινδούς, τους ονομαζομένους Ευδαίμονας. Και αφ’ ου παρέδωκεν εις αυτούς το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, ύστερον εσταυρώθη παρά των απίστων εις την Ουρβανόπολιν, και τελειόνοι ενδόξως τον δρόμον του μαρτυρίου του. Το δε άγιον αυτού λείψανον εβάλθη εις ένα μολυβένιον σεντούκι, και ερρίφθη εις την θάλασσαν. Υπό δε της θείας Προνοίας οδηγούμενον, επήγεν εις την νήσον της Σικελίας, Λιπάραν ονομαζομένην, και εκεί ευγήκε. Φανερωθέν δε εις τους εκεί, ενταφιάσθη, και αναβλύζει πολλών θαυμάτων και ιαμάτων πηγάς, εις όλους εκείνους οπού προστρέχουν αυτώ μετά πίστεως, οίτινες λαμβάνοντες τα αιτήματά των, γυρίζουν μετά χαράς εις τον οίκόν τους. Περί της καταθέσεως του λειψάνου του Αγίου Βαρθολομαίου, όρα πλατύτερον εις την εικοστήν πέμπτην του Αυγούστου.
Ο δε Άγιος Βαρνάβας, ήτον ένας από τους Εβδομήκοντα, ο οποίος έγινε του Αποστόλου Πέτρου συνέκδημος, όστις και Ιωσής ονομάζεται. Ερμηνεύεται δε το όνομα Βαρνάβας, υιός παρακλήσεως. Σημειωταίον όμως πως ουχί του Πέτρου, αλλά του Παύλου μάλλον ο Βαρνάβας εστί συνέκδημος. Ούτω γαρ είπε περί των δύω αυτών το Πνεύμα το Άγιον. «Αφορίσατε δή μοι Βαρνάβαν και Σαύλον εις το έργον, ό προσκέκλημαι αυτούς» (Πράξ. ιγ΄, 2). Όρα και κεφ. ιδ΄, 11 και ιε΄, 2, 12 των Πράξεων και α΄ Κορ. θ΄, 6 και Γαλ. β΄, 1. Σημειούμεν ενταύθα, ότι μερικοί υπέλαβον ουκ ορθώς, ότι ο Βαρνάβας ούτος, είναι ο ίδιος εκείνος Βαρσαβάς Ιωσής, ο και Ιούστος επικληθείς, ο προβληθείς υπό των Αποστόλων, ομού με τον Ματθίαν. Απατηθέντες εις τούτο, με το να εύρον έν τισι κώδιξι γεγραμμένον τον Βαρσαβάν, αντί του Βαρνάβα. Ο Βαρνάβας λοιπόν ούτος, ως μαρτυρεί Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, Στρωματ. Βιβλ. β΄, και Ευσέβιος, Βιβλ. α΄, κεφ. ιβ΄ της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, και ο Επιφάνιος, Αιρέσ. κ΄, αριθ. 4, ο Βαρνάβας, λέγω, ούτος ήτον γνώριμος και πρώην του

Παύλου, επειδή μαζί με τον Παύλον εστάθη μαθητής του Γαμαλιήλ. Ούτος πολλάς και άλλας Εκκλησίας εσύστησε, και μάλιστα την εν Μεδιολάνοις, της οποίας πρώτος κατεστάθη Επίσκοπος. (Όρα την νεοτύπωτον Εκατονταετηρίδα, σελ. 137.)

Ούτος εκατάγετο μεν, από την φυλήν του Λευϊ, εγεννήθη δε, και ανετράφη, εις την νήσον Κύπρον, καθώς περί αυτού αι Πράξεις των Αποστόλων διαλαμβάνουσιν ούτω. «Ιωσής δε ο επικληθείς Βαρνάβας υπό των Αποστόλων, (ό εστι μεθερμηνευόμενον, υιός παρακλήσεως) Λευϊτης Κύπριος τω γένει» (Πράξ. δ΄, 36). Πρώτον δε εκήρυξε το Ευαγγέλιον του Χριστού εις την Ιερουσαλήμ, και Ρώμην, και Αλεξάνδρειαν.

Κηρύττωντας δε και εις την Κύπρον, ελιθοβολήθη από τους εκεί Ιουδαίους και Έλληνας, και έπειτα παρεδόθη εις την φωτίαν. Τούτου τα άγια λείψανα εσύναξε Μάρκος ο Απόστολος και Ευαγγελιστής, και απέθεσεν αυτά μέσα εις ένα σπήλαιον, πηγαίνωντας δε εις την Έφεσον, ανήγγειλεν εις τον Παύλον την τελείωσίν του. Ο δε Παύλος τούτο μαθών, έκλαυσεν εις πολλήν ώραν. Ούτος ο Βαρνάβας λέγεται, ότι ενταφιάσθη μαζί με το άγιον Ευαγγέλιον του κατά Ματθαίον, το οποίον έγραψεν ο ίδιος με τας χείράς του. Ύστερον δε ευρέθη εις την Κύπρον το άγιον αυτό Ευαγγέλιον, μαζί με το λείψανον του Αποστόλου. Όθεν και προνόμιον έλαβεν η νήσος της Κύπρου, να
μη υποτάσσεται εις κανένα Πατριάρχην, ή Μητροπολίτην, αλλά να ήναι αυτοκέφαλος, και οι ταύτης Επίσκοποι να χειροτονούνται από τον ίδιον Μητροπολίτην τους.

Η ακριβεστέρα ιστορία η περί τούτου, έστιν αύτη. Εν τοις χρόνοις του βασιλέως Ζήνωνος, εν έτει υοζ΄ [477], όταν ευτύχουν οι Μονοφυσίται Ευτυχιανοί, επειδή ο Αντιοχείας Πέτρος ο Κναφεύς εσπούδαζε να υποτάξη τους Κυπρίους, προφασιολογών, ότι από την Αντιόχειαν έλαβον οι Κύπριοι την πίστιν και τον Χριστιανισμόν, τότε λέγω συνέβη να ευρεθή από τον Επίσκοπον της Αμμοχώστου Ανθέμιτον δι’ αποκαλύψεως, το λείψανον του Αγίου τούτου Αποστόλου Βαρνάβα, υποκάτω εις τας υπογείους ρίζας μιάς ξυλοκερατίας, έχον εις το στήθός του το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, γεγραμμένον ελληνιστί από τας ιδίας χείρας του αυτού Βαρνάβα. Συνέβη δε τούτο διά δύω αιτίας.

Πρώτον, διά να καταισχυνθούν οι του Ευτυχούς οπαδοί από το θείον αυτό Ευαγγέλιον, καθότι αυτό βεβαιοί την αληθή του Χριστού ανθρωπότητα, ακολούθως δε και τας δύω φύσεις αυτού. Και δεύτερον, διά να επιστομισθή ο επηρεαστής των Κυπρίων Πέτρος.

Είπε γαρ ο θείος Βαρνάβας τω Ανθεμίτω. Εάν οι εχθροί λέγωσιν, ότι ο θρόνος Αντιοχείας είναι Αποστολικός, ειπέ και σύ, ότι και η Κύπρος εστίν Αποστολική, καθότι έχει Απόστολον εις τον τόπον αυτής. Λαβών δε ο Ανθέμιτος το Ευαγγέλιον, επήγεν εις Κωνσταντινούπολιν προς τον βασιλέα Ζήνωνα. Ος και ιδών αυτό, εχάρη μεγάλως, και φυλάξας αυτό, επρόσταξε να αναγινώσκεται κάθε χρόνον τη Μεγάλη Παρασκευή, κατά το χρονικόν του Ιωήλ. Όρα περί τούτου, και εις την υποσημείωσιν του ογδόου Κανόνος της Τρίτης Οικουμενικής Συνόδου, εν τω ημετέρω Πηδαλίω.

Σημείωσαι, ότι εις τον Απόστολον τούτον Βαρνάβαν λόγον έχει Αλέξανδρος ο Μοναχός, προτραπείς υπό του Πρεσβυτέρου και κλειδούχου του σεβασμίου αυτού Nαού, ου η αρχή· «Μεγίστην λόγων υπόθεσιν προέθετο τοις πτωχοτάτοις ημίν». (Σώζεται εν τη Μεγίστη Λαύρα, εν τω Κοινοβίω του Διονυσίου, εν τω τετάρτω Πανηγυρικώ της Ιεράς Μονής του Βατοπαιδίου, και εν τη των Ιβήρων.)
Γράφει δε ο Τύρου Δωρόθεος, ότι ο Βαρνάβας ούτος, πρό του να λάβη τον υπέρ Χριστού θάνατον, παρήγγειλεν εις τον ανωτέρω Απόστολον Μάρκον, ίνα όταν ενταφιάση το λείψανόν του, βάλη επάνω εις το στήθός του το Ευαγγέλιον του Ματθαίου, και μαζί με εκείνο να τον ενταφιάση (σελ. 323 της ιεράς Τελετουργίας). Ο δε Χρυσόστομος λέγει περί του Βαρνάβα, ότι είχεν όψιν και θεωρίαν αξιοπρεπή. Διά τούτο και Δία αυτόν ωνόμαζον οι εν Λυκαονία όχλοι. «Εκάλουν τέ φησι, τον μεν Βαρνάβαν, Δία, τον δε Παύλον, Ερμήν. Εμοί δοκεί και από της όψεως αξιοπρεπής είναι ο Βαρνάβας» (Ομιλ. λ΄ εις τας Πράξ.). Σημειοί δε ο αυτός Χρυσόστομος, ότι ο Βαρνάβας και μόλον οπού ήτον Κύπριος, εχρημάτισεν όμως Λευϊτης, φησί γάρ· «Kαι πως Λευίτης ων, Κύπριος ήν; ότι λοιπόν και μετοικούντες (εις Ιερουσαλήμ δηλ.) εχρημάτιζον Λευίται» (Ομιλ. ια΄ εις τας Πράξ.).
Τελείται δε η Σύναξις αμφοτέρων των Αγίων τούτων Αποστόλων εις τον σεπτόν Ναόν του Αγίου και Κορυφαίου Αποστόλου Πέτρου, τον ευρισκόμενον κοντά εις την αγιωτάτην Μεγάλην Εκκλησίαν. (Σημείωσαι, ότι εν τη Μεγίστη Λαύρα σώζονται αι περίοδοι και το Μαρτύριον του Αγίου Αποστόλου Βαρνάβα, ων η αρχή· «Επειδή περ από της καθόδου».)
(Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου” Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού.
 Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Πηγή: “Ορθόδοξη Πορεία “


Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος γ'. Θείας πίστεως.
Θεία ὄργανα, τοῦ Παρακλήτου, καὶ ἐκφάντορες, τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἀνεδείχθητε θεόπται Ἀπόστολοι, Βαρθολομαῖε τῶν Δώδεκα σύσκηνε, καὶ Βαρνάβα ὡς υἱὸς παρακλήσεως. Ἀλλὰ αἰτήσασθε, Χριστὸν τὸν Θεὸν πανεύφημοι, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.



Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’.
Ἀπόστολοι Ἅγιοι, πρεσβεύσατε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ, ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.

Ὤφθης μέγας ἤλιος τῇ οἰκουμένῃ, διδαγμάτων λάμψεσι, καὶ θαυμασίων φοβερῶν, φωταγωγῶν τοὺς τιμώντάς σε, Βαρθολομαῖε Κυρίου Ἀπόστολε.

Κάθισμα
Ἦχος δ'. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.

Ὡς οὐρανὸς περικαλὴς διηγήσω, Βαρθολομαῖε ἐπὶ γῆς θείαν δόξαν, τῆς τοῦ Θεοῦ σαρκώσεως πανεύφημε, φαίνων ὥσπερ ἥλιος, τὰς ἐν ζόφῳ καρδίας, λύων τὴν σκοτόμαιναν, τῶν κακίστων δαιμόνων, ἀλλὰ εὐχαῖς σου φώτισον ἡμᾶς, σοῦ τὴν φωσφόρον τελοῦντας πανήγυριν.

Ὁ Οἶκος

Ἐμυήθης τοῦ Λόγου μαθητά, τοὺς λόγους τοὺς ἁγίους, καὶ τοὺς πάλαι ἀλογίᾳ δεινῶς καθυπαχθέντας τέκνα εἰργάσω τοῦ φωτός. Ἥπλωσας εἰς βάθη ἀγνωσίας τὰ σεπτὰ καὶ ἱερά σου δίκτυα, καὶ ἔλαβες τὰ ἔθνη ὑπήκοα, τὰς κεχερσωμένας ἀπάτῃ διανοίας ἐνέωσας τῷ θείῳ ἀρότρῳ. Ἐξήρανας τὸν φλογμὸν τῆς πολυθεΐας, δροσισμῷ σου τῆς φαιδρᾶς θεηγορίας υἱοὺς Θεοῦ, τοὺς πρὶν ὀργῆς τέκνα ἐργασάμενος, Βαρθολομαῖε Κυρίου Ἀπόστολε.

Μεγαλυνάριον

Ὑμνήσωμεν πάντες χαρμονικῶς, τὸν τῆς Ἐκκλησίας, πρωτεργάτην καὶ ἀθλητήν, Βαρνάβαν τὸν θεῖον, ἀπόστολον τὸν μέγαν, χριστιανῶν τὸ κλέος ᾄσμασι στέφοντες.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον

Χαίροις Ἀποστόλων ἡ καλλονή, μύστα τοῦ Κυρίου, καὶ Ἀπόστολε ἱερέ· χαίροις θεηγόρε, σοφὲ Βαρθολομαῖε, ἡμῶν πρὸς τὸν Δεσπότην, μεσίτης ἔνθεος. 

Λόγος εγκωμιαστικός περί των Οσίων Πατέρων των εν τούτω τω Αγίω Όρει του Άθω λαμψάντων (Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἀγιορείτης)






Κυριακή Β' Ματθαίου, των Αγιορειτών Πατέρων 

Οσιακή πανήγυρις, πάντες οι δήμοι των Οσίων συνάχθητε. Μοναστών και μιγάδων εορτή σήμερον εις την του Χριστού Εκκλησίαν ανέτειλε· τα πλήθη των μοναστών και μιγάδων συνεορτάσατε. Καινή και κοινή μνήμη πάντων των του Όρους Αγίων Πατέ­ρων εξέλαμψε. Καινά και κοινά άσματα πάντες κοινώς οι εν τω Όρει πατέρες ψάλατε. Διατί κοινά; Ότι κοινοί προστάται και ευεργέται όλου κοινώς του Αγίου Όρους και οι θείοι ούτοι Πατέρες εφάνησαν. Διατί καινά; Ότι καινή και νεοφανής και η τούτων μνήμη· εις μεν τους ανωτέρω και παλαιούς χρόνους ουδαμώς τελουμένη, ήδη δε εις τους καθ’ ημάς καιρούς δικαίως και ευλόγως εορταζομένη. 


Επειδή δεν ήτο δίκαιον, των μεν εν Σινά και Ραϊθώ αναιρεθέντων Οσίων Πατέρων να εορτάζωμεν την μνήμην κοινώς, οίτινες δεν έγιναν αίτιοι τοσούτων αγαθών εις ημάς, των δε εν τω Αγίω Όρει τούτω Αγίων Πατέρων, των αναιρεθέντων υπό τε των απίστων Αράβων και υπό των κακοδόξων λατινοφρόνων, να παραβλέψωμεν την μνήμην αγέραστον, και να μην εορτάζωμε τούτους πάντας κοινώς, οίτινες έγιναν εις ημάς μυρίων αγαθών πρόξενοι. Δεν ήτο πρέπον, κοινώς μεν να εορτάζωμεν εν τω Σαββάτω της Τυρινής τους άλλους Όσιους Πατέρας, τους εν τη Λιβύη και Αιγύπτω και Θηβαΐδι ασκήσαντας, οι οποίοι δεν εστάθησαν εις ημάς τόσον ευεργέται, τους δε εν τω Όρει τούτω του Άθω ασκήσαντας θείους Πατέρας, να μην εορτάζωμεν κοινώς ομού πάντας, οίτινες εφάνησαν αληθώς εις όλους ημάς, όσοι κατοικούμεν το Όρος τούτο, παντοδαποί ευεργέται και προστάται και έφοροι· όχι μόνον διά λόγων, αλλά και δι’ έργων όχι μόνον κατά την ψυχήν, αλλά και κατά το σώμα· όχι μόνον ζώντες, αλλά και μετά θάνατον.

Ούτοι γαρ, οι τρισμακάριστοι Πατέρες και Όσιοι, τον πρώην άγριον τούτον Άθω, εις θαυμαστήν μετέβαλον ημερότητα. Ούτοι, τον ακατοίκητον τούτον τόπον, κατοικήσιμον έδειξαν και την έρη­μον, πόλιν εποίησαν, με τας ιεράς Λαύρας, και ευαγή Μοναστήρια, και Μονύδρια, και Σκήτας, και Κελλία, τα οποία εις διάφορα μέρη του Όρους έκτισαν και ου μόνον έκτισαν, αλλά και επροίκισαν αυτά με διάφορα υποστατικά, και με πράγματα κινητά και ακίνητα, προς ανάπαυσιν των ενασκουμένων αδελφών. Και ου μόνον επροίκι­σαν, αλλά και πλήθη μοναζόντων εις αυτά συνήθροισαν. Όθεν διά μέσου αυτών, εδώ όπου πρότερον εκατοίκουν άλογα ζώα και θηρία και δράκοντες, τώρα κατοικούν πανταχού άνθρωποι λογικοί· και όχι μόνον απλώς λογικοί, αλλά άνθρωποι, οι οποίοι με το υλικόν τούτο σώμα, αγωνίζονται να μιμηθούν των ασωμάτων και αΰλων Αγγέλων την πολιτείαν, και παρομοιάζουν με την παρεμβολήν εκείνην των Αγγέλων, την οποίαν είδεν ο Πατριάρχης Ιακώβ και είπε· «Παρεμβολή (στράτευμα) Θεού αύτη»· διά την οποίαν προσφυώς είπε και ο άγιος Εφραίμ ο Σύρος· «ώσπερ αγγέλων παρεμβολή αγίων, ούτω μοναχών πλήθος επί το αυτό, διά παντός εχόντων την διάνοιαν προς Θεόν».

Ούτοι οι θείοι Πατέρες, ως εύοσμα κρίνα, και ως άνθη τερπνά, και ως αγλαόκαρπα δένδρα εδώ βλαστήσαντες, άλλον νοητόν παρά­δεισο τον τόπον τούτον απέδειξαν. Ούτοι ως άγγελοι, εις τα σπή­λαια και εις τας τρώγλας και εις τας κοιλάδας και πεδιάδας και λό­φους και παραθαλασσίους τόπους του Όρους τούτου ασκήσαντες, δεύτερον ουρανόν τούτο απεκατέστησαν όθεν δι’ αυτών, εδώ όπου πρότερον ηκούοντο μόναι οι φωναί των αγρίων ζώων, τώρα ακούονται και λαλούνται πανταχού ύμνοι αγγελικοί και ουράνιοι, εις την αγίαν και ζωοποιόν και υπερούσιον Τριάδα αναφερόμενοι. Και διά να είπω με συντομίαν, ούτοι οι τρισόλβιοι Όσιοι, ως φιλόπαιδες Πατέρες, τας διδασκαλίας και τύπους και διατάξεις αυτών παρέδωκαν εις ημάς, ως κληρονομιάν πατρικήν τε και αναφαίρετον, και με αυτάς, ωδήγησαν μεν έτι ζώντες, πλήθη μοναχών εις τας ευθείας τρίβους της σωτηρίας· οδηγούν δε και μετά θάνατον πάντας ημάς, τα πνευματικά αυτών τέκνα, εις ζωήν την αιώνιον και ως Ποιμένες αληθινοί μεριμνούν δι’ ημάς, την Ποίμνην αυτών, και μας φυλάττουν από πάσαν ανάγκην και εναντίαν περίστασιν με τας προς Θεόν αενάους πρεσβείας των...

Ούτοι οι αοίδιμοι Όσιοι και Θεοφόροι Πατέρες ημών, οι τη αληθεία άνθρωποι του Θεού και του Πατρός των φώτων υιοί, πατρίδας και γένη είχον, άλλοι μεν άλλας, και άλλοι άλλας· πολλών δε εξ αυτών ουδέ τας επιγείους πατρίδας γνωρίζομεν ολότελα, οποίαι εστάθησαν ότι δε όλοι κοινήν είχον πατρίδα το Άγιον Όρος τούτο, τον ιερόν Άθω, και ότι ταύτην την πατρίδα επροτίμησαν περισσότε­ρον από τας επιγείους αυτών πατρίδας, τούτο είναι ομολογούμενον παρά πάσι και αναντίρρητον. Επειδή κατά τον ειπόντα σοφόν, πα­τρίς του καθ’ ενός είναι εκείνη, εις την οποίαν ευτυχεί: «πατρίς εκάστω, καθ’ ήν αν τις ευτυχή», με κάθε δίκαιον τρόπον, πρέπει να ονο­μάζεται πατρίς και των Αγίων τούτων το Άγιον Όρος· εις τούτο γαρ κατοικήσαντες και ζήσαντες, άλλος τεσσαράκοντα χρόνους, άλλος πεντήκοντα, άλλος εξήκοντα, και έτεροι περισσότερα ή ολιγώτερα έτη, εκ τούτου ευτύχησαν αληθώς την πνευματικήν και ανωτάτω ευτυχίαν και ευδαιμονίαν, ευαρεστήσαντες μεν τω Θεώ, πλουτισθέντες δε από τα υπερφυσικά και ουράνια της αγιότητος χαρίσμα­τα. Διά τούτο και συνηθίζεται να επονομάζωνται από όλους όχι εκ του ονόματος των επιγείων αυτών πατρίδων, Βυζάντιοι, επί παραδείγματι, ή Τραπεζούντιοι, ή Πελοποννήσιοι, αλλ’ εκ του ονόματος του Άθωνος και του Αγίου Όρους· οίον (όπως), Πέτρος ο Αθωνί­της· Αθανάσιος ο εν τω Άθω· Πατέρες οι Αγιορείται Όσιοι οι Αθωνίται. Η αιτία δε και αφορμή από την οποίαν παρεκινήθησαν άνωθεν και εξαρχής οι Πατέρες ούτοι και Όσιοι να αφήσωσι τας πατρίδας των και να έλθωσιν εδώ εις το Όρος να ησυχάσωσιν, είναι αύτη.

Όταν η Κυρία ημών Θεοτόκος εφάνη εις τον Όσιον Πέτρον τον Αθωνίτην, τον πρώτον του Αγίου Όρους ησυχαστήν, του έδωκε μεγάλας και χαροποιούς υποσχέσεις περί του Όρους τούτου, λέγουσα προς αυτόν επί λέξεως ταύτα τα λόγια, καθώς τα αναφέρει ο μέγας της Θεσσαλονίκης Γρηγόριος, εν τω υπ’ αυτού συγγραφέντι βίω Πέτρου του Αθωνίτου· τα οποία ημείς γράφομεν εδώ ελληνιστί διά το αξιοπιστότερον.

«Έστιν Όρος επ’ Ευρώπης κάλλιστον ομού και μέγιστον, προς Λιβύην τετραμμένον, επί πολύ της θαλάσσης είσω προϊόν· τούτο της γης απάσης απολεξαμένη, τω μοναχικώ πρέπον καταγώγιον προσκληρώσαι διέγνων έγωγε... Και άγιον τουντεύθεν κεκλήσεται· και των επ’ αυτού δε τον προς τον κοινόν ανθρώποις πολέμιον αγώνα επαναιρουμένων προπολεμήσω διά βίου παντός· και πάντως έσομαι τούτοις άμαχος σύμμαχος, των πρακτέων υφηγητής, των μη πρακτέων ερμηνευτής· κηδεμών, ιατρός, τροφεύς, ην άρα βούλει τροφήν τε και ιατρείαν, όση τε προς το σώμα τείνει, και τούτο συνιστά τε και λυσιτελεί· και όση το πνεύμα διανιστά τε και ρώννυσι, και μη του καλού διαπεσείν συγχωρεί· συστήσω δ’ άρα τω Υιώ και Θεώ μου, οις αν γένηται καλώς καταλύσαι τήδε τον βίον, των αυτοίς ημαρτημένων τελείαν εξαιτησαμένη παρ’ αυτού την άφεσιν».

Ήγουν, είναι εν βουνόν εις την ήπειρον της Ευρώπης, ωραιότατον εν ταυτώ και μεγαλώτατον, κλίνον προς το νότιον μέρος, το οποίον εκτείνεται πολύ μέσα εις την θάλασσαν τούτο το Όρος το εδιάλεξα εγώ από όλα τα μέρη της γης και απεφάσισα να το αφιερώσω εις το να γένη αρμόδιον κατοικητήριον των καλογήρων και μοναχών· και από τώρα και ύστερον, έχει να ονομασθή Άγιον· και όσοι κατοικήσουσιν εις αυτό και θελήσουν να πολεμήσωσι τον κοινόν εχθρόν των ανθρώπων διάβολον, θέλω συμπολεμήσει πρώτη τούτον και εγώ εις όλην αυτών την ζωήν· και θέλω γενή εις αυτούς ακαταμάχητος βοηθός· θέλω τους διδάσκει εκείνα, τα οποία πρέπει να κάμνωσι· και θέλω τους ερμηνεύει πάλιν εκείνα, τα οποία δεν πρέπει να κάμνωσι· θέλω είσθαι εις αυτούς προνοητής, ιατρός, και τροφεύς, φροντίζουσα τόσον διά την τροφήν και ιατρείαν, ήτις συνιστά και ωφελεί το σώμα, όσον και διά την τροφήν και ιατρείαν, ήτις δυναμώνει την ψυχήν και δεν την αφίνει να εκπέση από το καλόν και την αρετήν. Και ταύτα μεν θέλω κάμει εν τη ζωή αυτών· μετά θάνατον δε -το λέγω και από την χαράν σκιρτά έσωθεν η καρδία μου-, θέλω συστήσει εις τον υιόν και Θεόν μου εκείνους, οίτινες θεοφιλώς και εν μετανοία τελειώσουσι την ζωήν των εις τούτο το Όρος· και θέλω ζητήσει από τον υιόν μου τελείαν την συγχώρησιν των αμαρτιών των.

Ταύτην, λοιπόν, την φήμην των μεγάλων υποσχέσεων τας οποίας κάμνει, όχι άλλος τις, αλλά μία Μήτηρ Θεού και μία Βασίλισσα του Ουρανού και της γης, το να έχη, δηλαδή, το Όρος τούτο ως ιδικόν της και να υπερασπίζηται όχι μόνον ζώντας, αλλά και μετά θάνατον πάντας τους κατοικούντας εν αυτώ, τούτο, λέγω, ακούσαντες και οι θείοι ούτοι Πατέρες και Όσιοι, αφήκαν τον κόσμον και τα εν τω κόσμω πάντα, γονείς, συγγενείς, οικίας, υπάρχοντα, πλούτον, δόξαν και ηδονάς, και ήλθον από κάθε μέρος της οικουμένης και εκατοίκησαν τον ιερόν τούτον Άθω, τον νοητόν και περικαλλέστατον της Θεοτόκου Παράδεισον, θαρρούντες όλως διόλου και ελπίζοντες μετά Θεόν εις την προστασίαν και σκέπην της Κυρίας του Όρους· αφ’ ού δε ήλθον και εκατοίκησαν εδώ, ηξεύροντες ότι δύο είναι αι καθολικαί και μεγάλαι εντολαί: πρώτη, το «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της διανοίας σου, και εξ όλης της ψυχής σου, και εξ όλης της ισχύος σου» και δευτέρα, το «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν», απεφάσισαν και αυτοί να φυλάξωσι ταύτας τας δύο εντολάς· και διά μέσου της φυλάξεως των δύο τούτων, να φυλάξωσιν ομού και όλας τας άλλας μερικάς εντολάς του νόμου και των Προφητών, καθώς είπεν ο Κύριος «Εν ταύταις ταις δυσίν εντολαίς, όλος ο νόμος και οι προφήται κρέμανται»· και ούτω να φθάσωσιν εις την τελειότητα της αρετής, όσον είναι δυνατόν εις τους ανθρώπους εν τω παρόντι βίω.

Και, λοιπόν, εμιμήθησαν τον Κύριον ημών Ιησού Χριστόν, όστις πρώτον έδειξεν ότι αγαπά τον Θεόν, και δεύτερον, ότι αγαπά και τον πλησίον διότι, καθώς λέγουσιν οι ιεροί Ευαγγελισταί, ο Ματ­θαίος, ο Μάρκος και ο Λουκάς, ευθύς αφ’ ού εβαπτίσθη, ανήχθη εις την έρημον υπό του αγίου Πνεύματος και επειράσθη από τον διάβο­λον με τους τρεις γίγαντας των παθών με την φιληδονίαν, λέγω, την φιλοδοξίαν και την φιλαργυρίαν και ούτω νικήσας ο Κύριος τον διάβολον και τα πάθη ταύτα τα οποία τον προσέβαλον, έδειξεν ότι αγαπά τον Θεόν, καθ’ ό και άνθρωπος, εξ όλης του της ψυχής, εξ όλης του της ισχύος, και ότι είναι τέλειος εις την πρώτην εντολήν. Μετά ταύτα δε πάλιν επιστρέφει από την έρημον εις τον κόσμον και κηρύττει το Ευαγγέλιον της Βασιλείας των Ουρανών και διδάσκει τους ανθρώπους να φυλάττωσι τας θείας και σωτηρίους αυτού εντολάς και να υπομένωσιν όχι μόνον κόπους και ύβρεις και ονειδισμούς διά την αγάπην των αδελφών, αλλά και πάθη και σταυρόν και θάνατον· και ταύτα πάντα ενίκησε με τόσην μεγαλοψυχίαν, ώστε να παρακαλή και δι’ αυτούς τους ίδιους σταυρωτάς, λέγων· «Πάτερ, άφες αυτοίς· ου γαρ οίδασι τί ποιούσι». Τοιουτοτρόπως έδειξεν ότι αγαπά και τον πλησίον, όχι μόνον ως τον εαυτόν του, αλλά και πε­ρισσότερον από τον εαυτόν του· και ότι είναι τέλειος και εις την δευτέραν εντολήν, καθώς περί τούτων πλατύτατα και γλαφυρώτατα αναφέρει ο θεοφόρος Μάξιμος.

Τοιουτοτρόπως, λέγω, εμιμήθησαν τον Κύριον και οι Άγιοι και Θεοφόροι ούτοι Πατέρες. Και κατά το παράδειγμα του Κυρίου, πρώτον μεν έδειξαν ότι αγαπώσι τον Θεόν εξ όλης των της καρδίας· δεύτερον δε, ότι αγαπώσι και τον πλησίον των ως τον εαυτόν των διότι ησυχάσαντες πρότερον εις τας οπάς και τρώγλας και σπήλαια, και εις άλλα διάφορα μέρη του ιερού τούτου Όρους, επολέμησαν με σώμα υλικόν τας αΰλους αρχάς και τας εξουσίας και τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου· και τούτους κατά κράτος θριαμβεύσαντες, καθώς λέγει ο θείος Παύλος, ενίκησαν την μεν φιληδονίαν με την νηστείαν, με την εγκράτειαν, με την αγρυπνίαν, με την αέναον προσευχήν, με την άστεγον σκέπην, με την χαμαικοιτίαν και ξηροκοιτίαν, με τα συνεχή δάκρυα και με πάσαν άλλην σκληρα­γωγίαν του σώματος· την δε φιλοδοξίαν ενίκησαν με την ταπεινο­φροσύνην, με την υπακοήν, με την τελείαν εκκοπήν του θελήματος, με το συντετριμμένον φρόνημα του νοός και με την πτωχείαν του πνεύματος· την δε φιλαργυρίαν με την τελείαν ακτημοσύνη, με την πτωχείαν και των αναγκαίων στέρησιν και ούτω εκαθάρισαν τον εαυτόν των από όλα τα πάθη, διά μέσου της ησυχίας και της εν τη ησυχία πράξεώς τε και θεωρίας, επειδή κατά τονμέγαν Βασίλειον «η ησυχία εστίν αρχή καθάρσεως τη ψυχή» (επιστολ. α')· και ο αδελφός αυτού Νύσσης Γρηγόριος λέγει ότι «ησυχάζουσα ψυχή και των έξωθεν πραγμάτων απαλλαγείσα, ακριβέστερον των οικείων αγαθών, ή κακών επαισθάνεται». Και το μεν σώμα εκαθάρισαν από την εμπάθειαν, την δε ψυχήν από την ηδυπάθειαν, τον δε νουν από την προσπάθειαν, καθώς φιλοσοφεί ο θεηγόρος Μάξιμος.

Τοιουτοτρόπως, λοιπόν, με το μέσον της σωματικής, ψυχικής και νοεράς απαθείας ταύτης, ηξιώθησαν οι μακάριοι να γενώσιν έσοπτρα διαφανέστατα του Αγίου Πνεύματος και όργανα δεκτικά της εκείνου ενεργείας και του φωτισμού και της χάριτος, διακρίνοντες μεν τα δύσληπτα και απόρρητα, διορώντες δε τα πόρρω και μακράν γινόμενα, και προορώντες τα μήπω γενόμενα. Τί να πολυλογώ; Οι θείοι ούτοι Πατέρες και Όσιοι μένοντες εν τη ησυχία, έφθασαν εις το μέτρον της ηλικίας του πληρώματος του Χριστού και εις την τελειότητα της προς Θεόν αγάπης, ήτις είναι η ακρότης όλων των αρετών· αγαπώντες τον Θεόν εξ όλης της ψυχής, εξ όλης της διανοίας και εξ όλης της δυνάμεως αυτών, και μόνοι μόνω τω Θεώ τοσούτον ενούμενοι, εις τρόπον ώστε άλλο τι δεν ευρίσκετο μεταξύ αυτών των αγαπώντων και του υπ’ αυτών αγαπωμένου Θεού· και μόνοι μόνον τον Θεόν, τοσούτον γινώσκοντες, ως κατά χάριν Θεοί, τον κατά φύσιν Θεόν ώστε, καθώς εγίνωσκεν αυτούς ο Θεός, ούτω και αυτοί αντιστρόφως εγίνωσκον τον Θεόν ώσπερ υψηγορεί ο Θεολόγος Γρηγόριος· «τοιούτοις δε γενομένοις, ως οικείοις ήδη προσομιλεί, (τολμά τι νεανικόν ο λόγος) Θεός θεοίς ενούμενός τε και γνω­ριζόμενος· και τοσούτον ίσως, όσον ήδη γινώσκει τους γινωσκομένους». (Λόγος εις το Πάσχα και εις τα Γενέθλια).

Αφ’ ού δε τοιουτοτρόπως εφάνησαν τέλειοι φύλακες της πρώτης εντολής, ήτοι της προς Θεόν αγάπης, τότε ηθέλησαν να φυλάξωσιν, ή μάλλον ειπείν να αποδείξουν ότι φυλάττουσι και την δευτέραν εντολήν της προς τον πλησίον αγάπης. Και δη, αφήσαντες την ησυχίαν, εκινήθησαν, άλλος μεν από εν Θεϊκόν και ουράνιον σημείον όπερ είδεν, άλλος δε, από άλλο· και όλοι ομού εθερμάνθησαν από μίανθείαν έμπνευσιν και από ένα θεοφιλή σκοπόν της των αδελφών αγάπης εις το νακτίσωσι Λαύρας, Ιερά Μοναστήρια, μονύδρια, Σκήτας, και Κελλία· εις τε τα βόρεια και νότια μέρη του Όρους και εις διάφορα άλλα μέρη αυτού, προς κατοικίαν και ανάπαυσιν εκείνων, όσοι φεύγουσι τας του κόσμου μέριμνας, έρχονται δε εδώ διά να ζήσωσι μοναχικήν ζωήν ομοίως εκινήθησαν και εις το να οικοδομήσωσιν εν τοις Μοναστηρίοις Ναούς θαυμαστούς, Ναούς παμμεγέθεις και ωραιοτάτους επ’ ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού· επ’ ονόματι της Παναχράντου Αυτού Μητρός και των Αγίων Αυτού, διά να δοξολογήται ακαταπαύστως εν αυτοίς ο των όλων Θεός· και φαίνεταί μοι ότι, μελετώντες να κτίσωσιν αυτά, έλεγεν εις τον εαυτόν του ο καθείς από τους τρισμακάριστους τούτους Πατέ­ρας το δαβιτικόν έκεινο, «ου δώσω ύπνον τοις οφθαλμοίς μου και τοις βλεφάροις μου νυσταγμόν και ανάπαυσιν τοις κροτάφοις μου, έως ου εύρω τόπον τω Κυρίω, σκήνωμα τω Θεώ Ιακώβ».

Αφ’ ου δε ταύτα πάντα τα ευαγή και ιερά καταγώγια εκ θεμελίων ωκοδόμησαν ούτω, καθώς αυτά βλέπομεν έως της σήμερον, με μυρίους ιδρώτας και κόπους και πειρασμούς, με αδρότατα και βασιλικά έξοδα, με πολλάς οδοιπορίας και ποντοπορίας, με πολλούς κινδύ­νους και αυτής της ιδίας αυτών ζωής και με παράτασιν καιρών και χρόνων πολλών, ακολούθως εφρόντισαν οι φιλαδελφότατοι να προικίσωσιν αυτά με ιερά κειμήλια, με θησαυρούς τίμιων ξύλων και αγίων λειψάνων, με υποστατικά και μετόχια πλούσια και με άλλα κτήματα κινητά και ακίνητα, τόσον διά την ζωοτροφίαν και αυτάρκειαν των ενασκούμενων αδελφών, όσον και διά την υποδοχήν των πτωχών και ξένων και ασθενών, όσοι έρχονται εις αυτά.

Παρέδωσαν δε εις αυτά και νόμους και κανόνας και διατάξεις, πώς πρέπει να ζώσι και να πολιτεύωνται οι εν αυτοίς οικούντες μοναχοί, τόσον εν ταις εξωτερικαίς υπηρεσίαις και διακονίαις των Μοναστηρίων, όσον και εν ταις ιεραίς ακολουθίαις της Εκκλησίας, όπως αυταί αι διατάξεις σώζονται γεγραμμέναι εις τε τα τυπικά των αυτών Μοναστηρίων και εις τας διαθήκας των αυτών αγίων Πατέρων. Με τοιούτον τρόπον συνέστησαν και συνεκρότησαν τα Μονα­στήρια αυτά και τας Σκήτας και τα Κελλία, διά να είναι σχολεία πάσης αρετής, διά να μένωσι των εντολών του Θεού φυλακτήρια, πό­νων ασκητικών φροντιστήρια, αγγελικής πολιτείας εργαστήρια, των εν Παλαιστίνη και εν Αιγύπτω και Σινά και Θηβαΐδι παλαιών και αγίων Κοινοβίων μιμητήρια, των ξένων καταγώγια, των πτωχών καταφύγια, και όλων των χειμαζομένων από την ζάλην και τρικυμίαν του κόσμου λιμένες σωτηριώδεις και ακύμαντοι. Ούτω διά μέσου των ιερών τούτων Μοναστηρίων και θείων σεμνείων, ως διά δικτύων τινών ή διά δραστικωτάτου μαγνητισμού, ανέσυραν και εσαγήνευσαν οι όσιοι ούτοι από την θάλασσαν και ματαιότητα του κοσμικού βίου, όχι μόνον εκατοντάδας και χιλιάδας ανθρώπων, αλλά και μυ­ριάδας ολοκλήρους πατριαρχών, αρχιερέων, ιερέων, βασιλέων, συγκλητικών, ηγουμένων, αρχόντων, και παντός άλλου βαθμού και τάξεως ανθρώπων και ακόμη ολονέν τους ελκύουσιν εις το τάγμα και εις την αγγελικήν πολιτείαν των μοναχών. Τούτους άπαντας προσέφεραν και προσφέρουσι και θέλουσι προσφέρει σεσωσμένους εις τον Δεσπότην Χριστόν, ως τόσας θυσίας ευαρέστους, ζώσας και λογικάς και ως τόσα οψώνια καθαρά και γλυκύτατα, ώστε ο πρώην έρημος ούτος Άθως έγινεν ως πολυάριθμος πόλις από το πλήθος των εις αυτόν ευρισκομένων μοναχών και το Πηλούσιον όρος και το Γαλήσιον και ο Λάτρος και αυτό το Σίναιον όρος μικρά και ποταπά εφαίνοντο κατά την ποσότητα των μοναχών, συγκρινόμενα προς το Άγιον τούτο Όρος. Και διά να είπω με συντομίαν, ούτω διά μέσου των ιερών τούτων Μοναστηρίων και θείων καταγωγίων εφάνησαν οι θεοφόροι ούτοι πατέρες ότι είναι ακριβείς και τέλειοι φύλακες και της δευτέρας εντολής· και ηγάπησαν τον πλησίον, όχι μόνον ως εαυτούς, καθώς επρόσταζεν ο παλαιός νόμος, αλλά και υπέρ τον εαυτόν των, καθώς προστάζει η νέα διαθήκη του Ευαγγελίου· διά τούτο και καινήν και νέαν εντολήν ωνόμασεν ο Κύριος την εντολήν της προς αλλήλους αγάπης λέγων «Εντολήν καινήν δίδωμι υμίν, ίνα αγαπάτε αλλήλους·» και δεν στέκει έως εδώ, αλλά προσθέτει «καθώς ηγάπησα υμάς (δηλαδή υπέρ τον εαυτόν μου) ίνα και υμείς αγαπάτε αλλήλους».

Ας συμφωνώσιν όλοι εκείνοι οι μετά τον κατακλυσμόν άνθρωποι, όσον γιγαντιαίοι εις το σώμα, τόσον πυγμαίοι εις τον νουν, και ας ζητώσι να οικοδομήσωσι πύργον έως του ουρανού, διά να αφήσωσι το όνομά των αθάνατον. «Δεύτε και οικοδομήσωμεν πύργον, ου η κεφαλή έσται έως του ουρανού και ποιήσωμεν εαυτοίς όνομα». Ας κτίζη ο Φίλιππος την Φιλιππούπολιν, ο Αλέξανδρος την Αλεξάνδρειαν, ο Αδριανός την Αδριανούπολιν. Ας κατασκευάζωσιν όλοι οι άλλοι βασιλείς και σατράπαι και ηγεμόνες του κόσμου τους πυρα­μιδοειδείς οβελίσκους, τα κυκλικά τόξα και τους τεχνικούς ανδριάντας των και ας επιφημίζωσι τα ονόματά των επάνω εις τα ίδια των οικοδομήματα, καθώς λέγει ο Θείος Δαυίδ· «Επεκαλέσαντο τα ονό­ματα αυτών επί των γαιών αυτών». Αυτοί όλοι με τα πολυέξοδά των έργα αυτά, δεν ηδυνήθησαν να μείνωσιν αθάνατοι· και αν φημίζονται τα ονόματά των, φημίζονται μόνον εις την γην και εις μόνην την παρούσαν ζωήν, αλλ’ όχι και εις τον Ουρανόν και εις την μέλλουσαν ζωήν «ουκ εγγράφεται γαρ, λέγει ο μέγας Βασίλειος, ασεβών εν βίβλω ζωής, αλλά τη γη εναπομένει τα ονόματα.» (Ερμην. εις τον μη' Ψαλμ.) Τα δε ονόματα των θείων τούτων Πατέρων, με το μέσον των ιερών τούτων είκοσι Μοναστηρίων, εφημίσθησαν και φημίζονται και παντοτινά θέλουν φημίζεσθαι, όχι μόνον εις όλην την υδρόγειον σφαίραν του κόσμου, όχι μόνον έως του Ουρανού, καθώς εφαντάσθησαν οι πρώτοι εκείνοι γίγαντες, αλλά και υπεράνω του Ουρανού· και όχι μόνον εις το διάστημα της παρούσης ζωής, αλλά και της μελλούσης· διότι τα ονόματα τούτων εγράφησαν εις το βιβλίον της ζωής, ταυτόν ειπείν, της αθανασίας, και δεν θέλουσιν εξαλειφθή ποτέ, αλλά θέλουσι διαμένει αθάνατα εις όλον το απέραντον διάστημα του μέλλοντος αιώνος, «χαίρετε γαρ, φησίν, ότι τα ονόματα υμών εγράφη εν τοις Ουρανοίς».

Πρέπει το έργον των ενταύθα είκοσιν ιερών μοναστηρίων να ονομάζηται καιμεγαλοπρεπές· διότι, αν κατά τους ηθικούς φιλοσόφους, η εντελής ιδέα ενός μεγαλοπρεπούς έργου χαρακτηρίζεται ή από την μεγαλειότητα του εργαζομένουή από την μεγαλειότητα του έργου ή από την μεγαλειότητα του τέλους και του σκοπού, διά τον οποίον γίνεται, τις δεν βλέπει ότι και τα ιερά ταύτα μοναστήρια είναι πεπλουτισμένα και από τους τρεις όρους τούτους, εκ μέρους του εργαζομένου; Διότι οι θείοι ούτοι Πατέρες οι οποίοι τα έκτισαν, παρεκτός ότι πολλοί εξ αυτών ήσαν μεγαλοπρεπείς άνθρωποι και βασιλείς και βασιλέων υιοί και συγκλητικοί και βασιλέων υπογραφείς, ως ο Συμεών και ο Σάββας, οι κτίτορες της Χιλιανδαρίου και Βατοπαιδίου Μονής, Παύλος ο κτίτωρ της Μονής του Ξηροποτάμου και του αγίου Γεωργίου, Ιωάννης και Ευθύμιος οι της των Ιβήρων και Νεόφυτος ο της του Δοχειαρίου, προς τούτοις αυτοί ούτοι παρεκίνησαν και τους βασιλείς να εξοδεύσωσι μεγαλοπρεπώς εις την τούτων οικοδομήν, τους Κωνσταντίνους, λέγω, τους Νικηφόρους, τους Ρωμανούς, τους Αλεξίους, τους Καντακουζηνούς, τους Παλαιολόγους, τας Πουλχερίας και τους λοιπούς.

Αυτά είναι μεγαλοπρεπή από μέρους του έργου, διότι και τα μοναστήρια ταύτα διά την μεγαλειότητά των εν αυτοίς ναών και οικειών, των τε έσω και έξω, και διά τον μέγαν αριθμόν των εν αυτοίς κατοικούντων μοναχών, είναι τη αληθεία όντως μεγαλο­πρεπή και βασιλικά. Δεν βλέπετε και με τους ίδιους οφθαλμούς σας πως τα είκοσι ταύτα ιερά και μεγαλοπρεπή μοναστήρια, κατά σειράν ευρισκόμενα, τόσον εις το βόρειον όσον και εις το νότιον μέ­ρος του Όρους, στέκουσιν ως τόσα μεγάλα φρούρια και νυκτοφυλακτούσι πέριξ όλον τούτον τον τόπον, ως τόσα προπύργια οχυρώμα­τα, και φυλακτικαί ακροπόλεις προλαμβάνουσι πάντα πειρασμόν και ενόχλησιν, από θαλάσσης και ξηράς; Δεν βλέπετε πως οι εν τω μέσω του Όρους ευρισκόμενοι μοναχοί, πάντες υπό την σκεπήν των κύκλω μοναστηρίων φυλαττόμενοι, ζώσι και κοιμώνται ατάραχοι και ειρηνικοί;

Από δε του τέλους και του σκοπού, διά τον οποίον εκτίσθησαν, είναι τόσον μεγαλοπρεπή τα ιερά ταύτα μοναστήρια, εις τρόπον ώστε, όλα τα επτά λεγόμενα θαύματα του κόσμου, ο ναός της Αρτέμιδος εις την Έφεσον, η Πυραμίς του Χέοπος εις την Αίγυπτον, ο τάφος του Μαυσώλου εις την Καρίαν, οι Κρεμαστοί Κήποι της Βαβυλώνος, ο Κολοσσός της Ρόδου, ο πύργος του Φάρου εις την Αλε­ξάνδρειαν, το ελεφάντινον άγαλμα του Ολυμπίου Διός εν Ολυμπία και επί πάσι, το όγδοον θαύμα του κόσμου, το οποίον υπερέβη όλα τα επτά, το αμφιθέατρον του Ουσπεσιανού, όλα ταύτα, λέγω, τα με­γαλοπρεπή θαύματα, αν και ενομίσθησαν εις τας φαντασίας των ανοήτων ανθρώπων ότι υπερβαίνουσι τα όρη και σκεπάζουσι τους ορίζοντας, συγκρινόμενα όμως προς το μεγαλοπρεπές και θεϊκόν τέ­λος τούτων των ιερών μοναστηρίων, φαίνονται εις τους φρονίμους ή ως φωλεαί έρημοι πτηνών ή ως κρημνώδη χαλάσματα και ερείπια, εις τα οποία έχουσι το βασίλειόν των οι νυκτοκόρακες, οι ποντικοί και αράχναι και άλλα κνώδαλα και ζωύφια· επειδή το τέλος μεν εκείνων εστάθη η ματαία φιλοδοξία, η οποία ανθεί και απανθεί πα­ρόμοια με τα άνθη του έαρος, το τέλος δε τούτων των ευαγών μονα­στηρίων εστάθη η παντοτεινή δόξα του Θεού και η παντοτεινή ωφέλεια και σωτηρία ψυχών αΰλων, ψυχών αθανάτων· και μιας μόνης εξ αυτών, όχι τα επτά θαύματα του κόσμου, όχι τα οκτώ, αλλά όλος ο αισθητός ούτος και ορώμενος κόσμος δεν είναι αντάξιος· «ουκ έστι σταθμός πας άξιος ψυχής εγκρατούς».

Τί λέγω; το εξαίρετον τέλος των μοναστηρίων τούτων και το κατ’ εξοχήν αποτέλεσμα και ο ευωδέστατος καρπός, εστάθησαν όλοι οι σήμερον εορταζόμενοι άγιοι και θεοφόροι Πατέρες όλου κοινώς του αγίου Όρους, οι ονομαστοί και ανώνυμοι, οι εν τοις Κοινοβίοις και οι εν ησυχία, τοις Κελλίοις και ταις σκήταις ευαρεστήσαντες τω Κυρίω και αγιάσαντες. Λέγω δε καρπόν των ιερών μοναστηρίων τους μοναστάς και ησυχαστάς, καθότι υπό την σκέπην και φροντίδα των μοναστηρίων ήσαν και οι έξω ησυχάζοντες τω τότε καιρώ...

Τοιουτοτρόπως μεν οι θεοφόροι Πατέρες και άγιοι ηγάπησαν και εδόξασαν τον Θεόν επί γης με την ισάγγελον αυτών πολιτείαν και τα θεάρεστα αυτών κατορθώματα και αμοιβαίως ηγαπήθησαν και εδοξάσθησαν παρά Θεού και εν τη γη και εν τω ουρανώ, και ζώντες και μετά θάνατον, με τας αναβλύσεις των μύρων, με τας ευωδίας των λειψάνων, με τα υπερφυσικά θαύματα, τα οποία ενήργησε δι’ αυτών και ενεργεί πάντοτε ο των αγίων Θεός, και με την απόλαυσιν όλων εκείνων των ουρανίων και αιωνίων αγαθών «α οφθαλμός ουκ είδε, και ους ουκ ήκουσε, και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, α ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν Αυτόν». Και τώρα συγχορεύουσιν εν Ουρανοίς με τας τάξεις των Αγγέλων, με τους χορούς των Πατριαρχών, των Προφητών, των Αποστόλων· οι Ιεράρχαι με τους Ιεράρχας· οι Όσιοι με τους Οσίους· οι Ομολογηταί με τους Ομολογητάς· οι Οσιομάρτυρες και οι Ιερομάρτυρες με τους Οσιομάρτυρας και τους Ιερομάρτυρας· Θεόν ορώντες πρόσωπον προς πρόσωπον και ορώμενοι και φωτιζόμενοι παρά του Θεού, ον εκ ψυχής ηγάπησαν, με την τρανοτέραν γνώσιν και τελειοτέραν έλλαμψιν της αυτού θεότητος, την οποίαν Βασιλείαν Ουρανών ονομάζει ο θεολό­γος Γρηγόριος. Ημείς δε οι των τοιούτων αγίων πατέρων ευτελείς υιοί και διάδοχοι, με ποίον τρόπον δυνάμεθα να ευαρεστήσωμεν τω Θεώ και να επιτύχωμεν της ποθουμένης σωτηρίας, διά την οποίαν αφήσαμεν τον κόσμον και ήλθομεν εδώ εις το Όρος τούτο; Εγώ να σας ειπώ· αν πιστώς ακολουθώμεν το παράδειγμα της εναρέτου ζωής και πολιτείας των οσίων τούτων και αν επιμελώμεθα να φυλάττωμεν απαρασαλεύτως τους νόμους και κανόνας και τύπους της μο­ναχικής πολιτείας, όσους παρέδωκαν εγγράφως εις ημάς οι τρισμακάριοι ούτοι όσιοι...

Εάν ταύτα πάντα φυλάττωμεν, αδελφοί, θέλομεν έχει προς τον Θεόν παντοτεινούς πρεσβευτάς τους σήμερον εορταζομένους αγίους Πατέρας και βοηθούς και υπερμάχους μεν εν τη παρούση ζωή και εν τη μελλούση· και αληθώς έχομεν να καυχώμεθα ότι είμεθα ημείς μεν τέκνα αυτών, αυτοί δε Πατέρες ημών, διά την ομοίωσιν ην έχουσι τα έργα ημών προς τα έργα των, καθώς είπεν ο Κύριος προς τους Ιουδαίους «Ει τέκνα του Αβραάμ ήτε, τα έργα του Αβραάμ εποιείτε αν». Εάν ταύτα πάντα φυλάττωμεν και εν μετανοία την ζωήν ημών τελειώσωμεν εις τούτον τον ιερόν τόπον, θέλομεν αποκτήσει προς τούτοις απροσμάχητον προστάτιν και βοηθόν, αυτήν την Κυ­ρίαν και Έφορον του Αγίου Όρους, την Δέσποιναν ημών Θεοτό­κον, ήτις θέλει μας συστήσει εις τον Υιόν της και θέλει ζητήσει παρ’ Αυτού την άφεσιν των αμαρτιών ημών, καθώς υπεσχέθη μόνη της η αψευδής Μήτηρ του Θεού, ως προείπομεν.

Αλλ’ ώ μακαριώτατοι Θείοι Πατέρες· οι Όσιοι και Ιεράρχαι· οι Ομολογηταί και Οσιομάρτυρες και Ιερομάρτυρες· οι Μυροβλύται και θαυματουργοί· οι επίγειοι Άγγελοι και ουράνιοι άνθρωποι, οι του Αγίου Όρους πολιούχοι και οικισταί, και μετά την Θεοτόκον προστάται ημών και ευεργέται και έφοροι· οι εν σαρκί τους ασάρκους νικήσαντες δαίμονας· πάντων των Αγιορειτών όντες στέφανος και δόξα και καύχημα· η βασιλική και τροπαιοφόρος παράταξις της Βασιλίσσης των Ουρανών Θεοτόκου· τα μυρίπνοα άνθη και τα αγλαόκαρπα δένδρα του νοητού τούτου Παραδείσου της Αειπαρθένου· οι αέναοι ποταμοί των θείων και πνευματικών χαρισμάτων, δέξασθε το παρόν εφύμνιον το οποίον σας προσφέρει όλη ομού η κοινότης του Αγίου Όρους, το υμέτερον ποίμνιον, ως εδέξατο ο Κύ­ριος τα δύο λεπτά της χήρας. Και την κοινήν ταύτην και καινήν εορτήν υμών και πανήγυριν, ην όλοι κοινώς επιτελούμεν, εναγκαλίσασθε, θειότατοι, ως οσμήν ευωδίας, και ως θυσίαν ευπρόσδεκτον. Τί γαρ άλλο να πράξωμεν, ίνα δείξωμεν, το δυσέκτιτον χρέος, όπερ έχομεν προς υμάς τους ευεργέτας ημών διά τας πολλάς και μεγάλας ευεργεσίας και χάριτας, ων απηλαύσαμεν και απολαύομεν και θέλο­μεν απολαύει διά βίου παρ’ υμών; Ναι, το ομολογούμεν ότι ημείς διά τας αμαρτίας ημών δεν είμεθα άξιοι να κατοικώμεν τον άγιον τούτον τόπον και να ονομαζώμεθα υιοί σας, αλλά σεις, διά την χρηστότητά σας, μην αρνηθήτε να είσθε πατέρες ημών. Διά τούτο μετά θάρρους παρακαλούμεν υμάς άπαντας, ημείς άπαντες, να μας ενδυναμώνητε, ώστε να μιμώμεθα, όσον το δυνατόν, και ημείς την ιδικήν σας ζωήν και τα έργα σας. Και εις μεν την παρούσαν ζωήν, δεόμεθα υμών, ίνα σκέπητε και διαφυλάττητε τα ιερά ταύτα Μοναστήρια και Σκήτας και Κελλία και πάντας ημάς τους εν αυτοίς κατοικούντας από πάσης ανάγκης και επηρείας των ορατών και αοράτων εχθρών, εις δε την μέλλουσαν να μας αξιώσητε διά των πρεσβειών σας να απολαύσωμεν της ουρανίου μακαριότητος και ημείς μεθ’ υμών, ει και μέγα εστί το αιτούμενον ημείς οι υιοί, μετά των πατέρων υμών· ημείς τα ποίμνια μετά των ποιμένων υμών· ημείς οι μαθηταί μετά των διδασκάλων υμών· ίνα έχητε λέγειν και υμείς προς Θεόν το αποστολικόν εκείνο «Ιδού ημείς και τα παιδία, α ημίν έδωκας, Κύριε». Ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.


(18ος - 19ος αιών - Από την «Ακολουθία των Οσίων Αγιορειτών Πατέρων». Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον")

Κυριακή 22 Ιουνίου 2014

Η ΑΜΑΡΤΙΑ ΘΕΩΡΟΥΜΕΝΗ ΟΡΘΟΔΟΞΑ ΚΑΙ ΔΥΤΙΚΑ. ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΚΑΘΟΔΗΓΗΣΗ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ ( π. Νικηφόρος Νάσσος)

Picture



Α) ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ
Δέν θά μπορούσαμε νά ὁμιλοῦμε γιά ὀρθόδοξο ποιμαντική καί γιά πνευματική πατρότητα, στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας, ἄν δέν γινόταν λόγος γιά τήν ἁμαρτία, ἀφοῦ μέ τήν ποιμαντική, αὐτή καταπολεμεῖται, καταλύεται καί νικᾶται ἐν Χριστῷ μέσα στό στάδιο τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος καί αὐτό γίνεται μέ τά «ὅπλα τοῦ φωτός». Πῶς, ὅμως, νοεῖται ἡ ἁμαρτία ὀρθοδόξως, κατά τήν Πατερική μας Παράδοση; Τό θέμα τῆς ἁμαρτίας εἶναι τεράστιο, ἀλλά ἐδῶ θά γίνουν ἐνδεικτικές ἀναφορές, γενικές, χωρίς νά παρατεθοῦν λεπτομέρειες γιά τήν ἔννοια τῆς ἁμαρτίας, τή φύση ἤ τίς μορφές της, τίς διακρίσεις τῶν ἁμαρτιῶν κλπ., διότι θά χρειαζόταν νά γραφοῦν πάρα πολλά γιά ὅλα αὐτά. Ὑπάρχει ἕνα πλῆθος Πατερικῶν θέσεων καί ἑρμηνειῶν, ἀπό τίς ὁποῖες θά ἐπιλέξουμε τίς κυριώτερες, γιά νά κατανοήσουμε πῶς ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ θεωρεῖ τήν ἁμαρτία, διότι ἀπό αὐτήν τή θεώρηση ἐξαρτᾶται ἡ περαιτέρω πνευματική καί ποιμαντική ἀντιμετώπιση τῆς ἁμαρτίας, ἐν Χριστῷ.



Ἀρχικά θά ποῦμε ὅτι ἡ λέξη «ἁμαρτία» μέ τήν ἀρχαιοελληνική σημασία τοῦ ὅρου σημαίνει ἀστοχία, ἀπόκλιση ἀπό ἕναν συγκεκριμένο στόχο. Στήν ΘΗΕ διαβάζουμε τά ἑξῆς: «Ἡ ἐτυμολογία τοῦ τε ἑλληνικοῦ ὅρου ἁμαρτία και τοῦ ἀντιστίχου ἐβραϊκοῦ χαττάθ, σημαίνει ἀποτυχία εἰς τήν προσπάθειαν πρός ἐπιτυχίαν ὡρισμένου τινός σκοποῦ».1 


Ἡ ἁμαρτία θεωρεῖται ὡς ἀστοχία καί στήν ὀρθόδοξη Παράδοση, ἐπειδή οἱ ἄνθρωποι, διά τοῦ Γενάρχου μας Ἀδάμ στόν ἐπίγειο Παράδεισο τῆς Ἐδέμ, ἀποτύχαμε τοῦ στόχου, πού ἦταν ἡ θέωση καί ἕνωση μέ τόν Θεό, γεγονός πού θά ἐπραγματοποιεῖτο μέ τήν καλή χρήση τοῦ αὐτεξουσίου μας. Τό Προπατορικό ἁμάρτημα συνιστᾶ ὑπαρκτική ἀστοχία νά πραγματοποιήσει ὁ ἄνθρωπος τήν κατά Θεόν τελείωσή του, τήν ἐπίτευξη τοῦ «καθ᾿ ὁμοίωσιν», πού κατά τούς Πατέρες εἶναι ἡ χαρισματική θέωση. Ταυτόχρονα ὅμως, ἡ ἁμαρτία εἶναι καί παρακοή στό Νόμο τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἄλλωστε ἐκφράστηκε διά τοῦ λεγομένου Προπατορικοῦ ἁμαρτήματος. Ὁ μεγάλος δογματολόγος τῆς Ἐκκλησίας μας, ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, θά σημειώσει ἐν προκειμένῳ, ὅτι ἡ κακία, «οὐδέν ἕτερον ἐστιν, εἰμί ἁμαρτία καί ἀποτυχία καί παρακοή τοῦ δεσποτικοῦ νόμου».2 

Αὐτή ἡ ἀπόκλιση ἀπό τόν στόχο καί ἡ παρακοή στό θεῖον θέλημα, συνεχίζεται μέσα στήν ἱστορία, μέ τά ἁμαρτήματα τά λεγόμενα μεταπατορικά, τά κατοπινά. Ἡ ἁμαρτία εἶναι καί λέγεταιἀλλοτρίωση Θεοῦ καί νέκρωση. Διά τῆς ἁμαρτίας, ὁ ἄνθρωπος ἀλλοτριώνεται ἀπό τόν Θεόν, νεκρώνεται ἀπό τήν πηγή τῆς Ζωῆς. Εὔστοχα ὁ Μ. Βασίλειος γράφει ὅτι «τοῦτο ἐστι τό κακόν, ἡ τοῦ Θεοῦ ἀλλοτρίωσις».3 Καί ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, θά τό ἐπαναλάβει μέ αὐτά τά λόγια:«ἁμαρτία ἐστιν ἡ τοῦ Θεοῦ ἀλλοτρίωσις, ὅς ἐστίν ἡ ἀληθινή τε καί μόνη ζωή»4.

Ὅταν ἁμαρτάνουμε, ἀποχωροῦμε καί φεύγουμε «εἰς χώραν μακράν» καί ἀπομακρυνόμαστε ἀπό τήν ἐπισκίαση τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ· αἰθανόμαστε τήν λεγομένη «ἐγκατάλειψη» ἀπό αὐτήν. Μέ τήν Μετάνοια, νιώθουμε καί πάλι τήν ἐπανέλευση τῆς Χάριτος.

Ἡ ἁμαρτία εἶναι μιά παρά φύσιν κατάστασιν τῆς ψυχῆς. Ἡ φυσιολογική κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι νά μήν ἁμαρτάνει, ἅπαξ καί ἔχει βαπτισθεῖ καί ἀναγεννηθεῖ ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό! Καί τοῦτο διότι μένει μέσα στόν Βαπτιζόμενο ἄνθρωπο ἡ νέα ζωή πού τοῦ μετέδωσε ὁ Θεός μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα Του, ὅπως λέγει ἡ Γραφή. Δέν εἶναι αὐτό ὑπερβολή, οὔτε παραλογισμός, τό νά μήν μπορεῖ (νά μήν ἔχει λόγο) ὁ ἄνθρωπος νά ἁμαρτήσει μετά τό Βάπτισμα, διότι αὐτό ἀναφέρεται καθαρά στό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ καί συγκεκριμένα στήν Α΄ Καθολική ἐπιστολή τοῦ Ἰωάννου: «Πᾶς ὁ γεγενννημένος ἐκ τοῦ Θεοῦ ἁμαρτίαν οὐ ποιεῖ, ὅτι σπέρμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ μένει· καί οὐ δύναται ἁμαρτάνειν, ὅτι ἐκ τοῦ Θεοῦ γεγέννηται».5 Στή φυσιολογική του κατάσταση λοιπόν ὁ ἄνθρωπος δέν ἁμαρτάνει. Αὐτό λέγεται ψυχική ὑγεία ἀπό τούς Πατέρες μας. Ἀλλά δυστυχῶς, ἐπειδή εἴμαστε τρεπτοί καί αὐτό εἶναι συστατικόν τῆς κτιστῆς φύσεώς μας (μόνο τό ἄκτιστο εἶναι ἄτρεπτο6), κάνουμε κακή χρῆση τοῦ αὐτεξουσίου καί ἁμαρτάνουμε. Ἐνῶ δέ, ὀντολογικῶς ἡ ἁμαρτία εἶναι ἀνυπόστατη, μέ τήν παράχρηση τοῦ αὐτεξουσίου τήν καθιστοῦμε ὑπαρκτή. Πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι στούς ἀγγέλους καί στούς ἀνθρώπους ἐδόθη ἀπό τόν Θεό ὡς δῶρο τό αὐτεξούσιο. Ἀπό τήν καλή χρῆση του σωζόμαστε. Ἀπό τήν κακή χρῆση τοῦ αὐτεξουσίου ἁμαρτάνουμε. «Ἀρχή καί ρίζα τῆς ἁμαρτίας τό ἐφ᾿ ἠμῖν καί τό αὐτεξούσιον», θά πεῖ καί πάλι ὁ φωστήρ τῆς Καισαρείας Βασίλειος. Εἶναι μάλιστα ἀξιοπρόσεκτο τό ὅτι αὐτό ἐλέχθη καί ἀπό τούς φιλοσόφους, καί συγκεκριμένα ἀπό τόν Ἀριστοτέλη, ὁ ὁποῖος στά «Ἠθικά Νικομάχειά» του γράφει: «ἐφ᾿ ἡμῖν δή καί ἡ ἀρετή, ὁμοίως δέ καί ἡ κακία».7 Αὐτό σημαίνει ὅτι δέν εἶναι κανείς ἐκ φύσεως κακός - ἁμαρτωλός, ἀλλά γίνεται κατά τήν προαίρεση, ὅπως άναφέρεται στήν Πατερική Γραμματεία.«Οὐδείς κατά οὐσίαν κακός ἐστίν, ἀλλά κατά προαίρεσιν», θά γράψει, μεταξύ ἄλλων Πατέρων καί ἐκκλησιαστικπων συγγραφέων, Δίδυμος ὁ Ἀλεξανδρεύς8.

Ὅταν ἁμαρτάνουμε, ἀσθενοῦμε ψυχικῶς, ἀφοῦ ἐκπίπτουμε ἀπό τήν κατάσταση τῆς ὑγείας, τήν «κατά φύσιν». Συνεπῶς πρός τά ἀνωτέρω, ἡ ἁμαρτία εἶναι καί λέγεται νόσος τῆς ψυχῆς.«Νόσος καί τρώσις ψυχῆς ἡ ἁμαρτία»9. Αὐτή ἡ νόσος πρωτοεμφανίζεται στόν ἐπίγειο Παράδεισο μέ τήν Πτώση τῶν πρωτοπλάστων καί κληροδοτεῖται στή φύση μας ἀπό αὐτούς. Πολύ παραστατικά θά τό πεῖ ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας: «Νενόσηκεν οὖν ἡ φύσις τήν ἁμαρτίαν, διά τῆς παρακοῆς τοῦ ἑνός, τοῦ Ἀδάμ».10 

Αὐτήν τή νόσο τῆς πεσούσης φύσεώς μας τήν ὁποία κληρονομήσαμε ἀπό τον Ἀδάμ, τήν θεραπεύει ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός μέ ὅλο τό ἀπολυτρωτικό ἔργο Του, μέ τήν σωτηριώδη θεία Οἰκονομία Του ὅπως λέγεται.Γι᾿ αὐτό και ὁ Χριστός προσφωνεῖται στίς εὐχές τῆς Θ. Λειτουργίας καί σέ πολλές ἄλλες εὐχές και ὕμνους ὡς «ὁ Ἰατρός τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων ἡμῶν». Καί ἡ Ἐκκλησία Του, εἶναι τό πνευματικό ἰατρεῖο, ὅπως τόσο παρασταστικά τό λέγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, τό ὁποῖο θεραπεύει τίς ψυχές. «Καί γάρ ἰατρεῖον θαυμαστόν τῆς Ἐκκλησίας τό διδασκαλεῖον ἐστιν· ἰατρεῖον οὐχί σωμάτων ἀλλά ψυχῶν. Πνευματικόν γάρ ἐστι, καί οὐχί τραύματα σαρκός, ἀλλ᾿ ἁμαρτήματα διανοίας διορθοῦται».11 

Β) Η ΔΥΤΙΚΗ ΔΙΑΣΤΡΕΒΛΩΣΗ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ.
ΔΙΚΑΝΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ

Πολύ διαφορετική εἶναι ἡ θεώρηση τῆς ἁμαρτίας στό δυτικό κόσμο, ὅπου ἡ ἁμαρτία νοεῖται μόνο ὡς παράβαση τοῦ νόμου, στά πλαίσια τῆς ἀνσέλμειας θεωρίας τῆς «ἱκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης», πού εἶναι δόγμα πίστεως στόν παπισμό. Ὁ Ἄνσελμος, ἀρχιεπίσκοπος Καντεμβουρίας, συνέγραψε ἕνα ἀπολογητικό ἔργο, μιά πραγματεία σωτηριολογικῆς φύσεως, μέ τόν τίτλο: «Cur Deus Homo» (γιατί ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος). Δέν θά ἀναφερθοῦμε σέ λεπτομέρειες περί τοῦ σκοποῦ τῆς πραγματείας, τοῦ ἱστορικοῦ πλαισίου ἑντός τοῦ ὁποίου συνεγράφη κ.ἄ.12 Θά ὑπογραμμίσουμε συνοπτικά13 τά περί τῆς ἐν λόγῳ θεωρίας τῆς ἱκανοποιήσεως (satisfactio), ὅπως διακηρρύσσεται στή μελέτη αὐτοῦ τοῦ δυτικοῦ θεολόγου, ὥστε νά δοῦμε τή φραγγική διαστρέβλωση στό ζήτημα τῆς σωτηριολογίας, ἀλλά καί τῆς ἁμαρτίας πού ἐδῶ ἐξετάζουμε. 

Ἡ περί «ἱκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης» κακοδοξία, ἡ πλασμένη μέ βάση τό κοσμικό-φραγγικό δίκαιο, ἔχει ἐν συντόμῳ ὡς ἑξῆς: Ὁ πρῶτος ἄθρωπος μέσα στόν ἐπίγειο παράδεισο ἁμάρτησε. Αὐτή ἡ ἁμαρτία προσέβαλε τήν τιμή καί ἀξιοπρέπεια τοῦ Θεοῦ. Μέ τήν ἁμαρτία τῶν πρωτοπλάστων ἐξοργίστηκε ὁ Θεός, διότι διεσαλεύθη ἡ τάξη τῆς δημιουργίας τήν ὁποία Αὐτός ἔχει θέσει στήν κτίση. Βεβαίως, σχετικά μέ τήν «τιμή τοῦ Θεοῦ», ὅπως προσδιορίζεται ἀπό τόν Ἄνσελμο (honor Dei) καί ἀποτελεῖ κλειδί κατανοήσεως τῆς σωτηριολογίας του, θά πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι «ἡ ἔννοια τῆς «τιμῆς τοῦ Θεοῦ» στή Δύση συνδέεται στενά μέ τή δομή τῆς φεουδαρχικῆς κοινωνίας, ἡ ὁποία κάνει κατανοητό καί τό νομικό ὑπόβαθρο τῆς τιμῆς αὐτῆς».14Δηλαδή ὁμιλοῦμε γιά μιά θεώρηση τῆς τιμῆς τοῦ Θεοῦ μέ καθαρά ἀνθρώπινα κριτήρια, νομικιστικά ἐκλαμβανόμενη, ὅπως ἄλλωστε θεωροῦνται καί ἑρμηνεύονται ὅλα μέ τό πνεῦμα (τό χωρίς Πνεῦμα) καί τό σκεπτικό τῆς ὀρθολογιζούσης Δύσεως. Ὡστόσο, ἀνάλογη ἑρμηνεία κάνει ὁ Ἄνσελμος καί στό θέμα τῆς «τάξεως τῆς δημιουργίας» καί μέσα ἀπό τίς σχετικές διατυπώσεις του γίνεται φανερό πώς «συνδέει ὀργανικά την ἔννοια τῆς τιμῆς τοῦ Θεοῦ τόσο μέ τήν ἔννοια τῆς τάξεως τῆς δημιουργίας ὅσο καί μέ τήν ἔννοια τῆς ἁμαρτίας, ἀλλά καί μέ τή δικαιική ἔννοια τῆς ἐξισορροπητικῆς ἱκανοποιήσεως».15 

Τί θά ἔπρεπε, λοιπόν, νά ἀκολουθήσει μετά ἀπό ὅλα αὐτά, μετά ἀπό αὐτήν τή μεγίστη (κατά τούς παπικούς) προσβολή τοῦ ἀνθρώπου ἔναντι τοῦ Θεοῦ, διά τῆς ἀνατροπῆς τῆς τάξεως τῆς δημιουργίας; Θά ἔπρεπε ὁπωσδήποτε ὁ ἄνθρωπος νά πληρώσει καί μάλιστα «ἀκριβά» γι᾿ αὐτήν τή μεγάλη προσβολή! Ὅμως, δέν μποροῦσε νά λάβει χώρα αὐτό, ἀφοῦ ἡ προσβολή ἦταν τόσο μεγάλη, ὅση καί ἡ ἀξία τοῦ προσβαλομένου. Τί θά ἔπρεπε, λοιπόν, νά λάβει χώρα, ὥστε καί ἡ ἀνθρωπότητα νά ἐξιλεωθεῖ καί ἡ θεία Δικαιοσύνη νά ἱκανοποιηθεῖ; Τό πρόβλημα βρίσκει τή λύση του ὅταν ὁ Θεός…ἀποφασίζει νά στείλει τόν Μονογενῆ Του Υἱό στόν κόσμο γιά νά πεθάνει ἐπί τοῦ Σταυροῦ μέ τή στοχοθεσία αὐτή. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὡς μία ἰσοδύναμη ἐπανόρθωση, μόνον Αὐτός θά μποροῦσε νά ἀποκαταστήσει ἀντικειμενικῶς τήν διασαλευθεῖσα τάξη τῆς δημιουργίας, ὅπως καί ἔπραξε. Καί ἔτσι, ὡς ἄπειρο θῦμα, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, τιμωρούμενος διά τοῦ σταυρικοῦ θανάτου, προσέφερε μία ἄπειρη ἱκανοποίηση στόν Θεό Πατέρα καί πέτυχε τό σκοπό αὐτό, νά ἀλλάξει ἡ στάση τοῦ Θεοῦ πρός τήν ἀνθρωπότητα καί νά δοθεῖ σ᾿ αὐτήν ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν. Γι᾿ αὐτό, λοιπόν, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος! Κατά τόν Ἄνσελμο Καντερβουρίας τόν συστηματοποιήσαντα τήν «περί ἱκανοποιήσεως» θεωρία, ἡ θεία ἐνανθρώπηση «ἔχει τό λόγο καί τό σκοπό της κατ᾿ ἀποκλειστικότητα στό θάνατο τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ. Καί τοῦτο ἐπειδή μόνον ὁ θάνατος ἑνός Θεανθρώπου θά μποροῦσε νά ἱκανοποιήσει πλήρως τόν ἀπείρως προσβληθέντα ἀπό τήν ἁμαρτία Θεό ». 16 

Μετά ἀπό αὐτά, ἀφοῦ εἴδαμε τήν ἀλλοίωση τοῦ περιεχομένου τῆς ὀρθοδόξου σωτηριολογίας, κατανοοῦμε ὅτι στή δύση ἡ ἔννοια τῆς ἁμαρτίας ἔχει διαστραφεῖ πλήρως, ἀφοῦ ἡ ἁμαρτία τίθεται σέ σχέση μέ τόν Θεό μόνο καί ὄχι μέ τόν ἄνθρωπο. Οἱ ὀρθόδοξοι πιστεύουμε ὅτι διά τῆς ἁμαρτίας ὁ ἄνθρωπος προσβάλλεται, τραυματίζετα, προσβάλλεται, ἀσθενεῖ. Ὁ Θεός λυπεῖται βεβαίως, ἀφοῦ βλέπει τό πλάσμα του νά κατατυρρανεῖται ὑπό τοῦ διαβόλου καί τῶν παθῶν, ἀλλά δέν πάσχει ὡς ἀπαθής, ἀντίθετα, ὁ ἄνθρωπος πάσχει καί φθείρεται. Δέν ἔχει ἀνάγκη καταλλαγῆς ὁ Θεός, ἀλλά ὁ ἄνθρωπος! Ὁ Θεός «οὐδέποτε ἐχθραίνει», ἐπισημαίνει ὀρθοδόξως ὁ χρυσοστομικός κάλαμος17. Ὁ ἄνθρωπος καθίσταται διά τῆς ἁμαρτίας ἐχθρός τοῦ Θεοῦ. Οἱ δυτικοί, ὅμως, πιστεύουν ὅτι μέ τήν ἁμαρτία ὁ ἄνθρωπος προσβάλλει τόν Θεό καί αὐτό ἐνέχει εὐθύνες…ποινικές. Ἡ λανθασμένη, ὅμως, θεώρηση τῆς ἁμαρτίας, συνεπάγεται καί τή λανθασμένη ἀντιμετώπιση τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀπό τούς ἐκκλησιαστικούς φορεῖς, ἐν προκειμένω τούς πνευματικούς πατέρες καί ποιμένες. Ὁ πνευματικός - ἐξομολόγος στόν παπισμό, ἀντιμετωπίζει τόν ἐξομολογούμενο ὄχι ὡς ἀσθενῆ, ἀλλά ὡς παραβάτη καί διασαλευτή μόνο τῆς τάξεως τῆς δημιουργίας, κατά τρόπο δικανικό. Ὡς ἀμείλικτος δέ καί ἄτεγκτος δικαστής, ὁ δυτικός πνευματικός, ἐπιβάλλει τόν κανόνα στον ἐξομολογούμενο, ὡς μέσον ἐξιλεώσεως και ἱκανοποιήσεως τοῦ Θεοῦ καί ὄχι ὡς ἄσκηση μετανοίας, ὡς φάρμακο γιά τή θεραπεία, ὅπως ἰσχύει στήν ὀρθόδοξη Παράδοσή μας. Ἡ περί «ἰκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης» διά τοῦ σταυρικοῦ θανάτου τοῦ Χαριστοῦ, βλάσφημη θεωρία, ἡ ὁποῖα στηρίζεται σέ μιά ἐσφαλμένη θεωρία περί κληρονομικῆς ἐνοχῆς καί περί προελεύσεως τοῦ θανάτου ὡς ἐκ Θεοῦ τιμωρίας τῶν ἀνθρώπων, ἔχει διαποτίσει τόν δυτικό κόσμο καί ἀποδίωξε πολλούς ἀπό τήν πίστη στόν Θεό! Εἰσῆλθε δε, μετά τήν τουρκοκρατία καί ἀπό διάφορες ἱστορικές συγκυρίες καί στό δικό μας χώρο, τῆς καθ᾿ ἠμᾶς Ἀνατολῆς18, ἀλλά δέν ἐπικράτησε, ἀφοῦ σήμερα οἱ περισσότεροι πνευματικοί πατέρες εἶναι πεπαιδευμένοι ἐκκλησιολογικῶς καί θεολογικῶς καί γνωρίζουν τά περί ἁμαρτίας καί κάνουν ὀρθές προσεγγίσεις, διαγνώσεις, θεραπεῖες ἐν Χριστῷ. 

Γ) ΟΡΘΗ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ

Θεωροῦμε ὅτι σήμερα, ὑπέρ ποτέ καί ἄλλοτε, θά πρέπει οἱ ὀρθόδοξοι πνευματικοί - ἐξομολόγοι, ἀλλά καί οἱ ἁπλοί πρεσβύτεροι, νά ὑπογραμμίζουν μέ ἔμπονο ζῆλο καί ἀνύστακτη ποιμαντική εὐθύνη πρός τά πνευματικά τους παιδιά τήν μεγάλη και ἀνυπολόγιστη ζημία τῆς ἁμαρτίας ἐπί τῶν ἀθανάτων ψυχῶν! Νά ἐπισημαίνεται ἐπίσης ὅτι τό μόνο κακό στόν κόσμο εἶναι ἡ ἁμαρτία, ὅπως τόσο παραστατικά τό γράφει ὁ δεινός πολέμιος τῆς ἁμαρτίας, Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Οὐδέν κακόν, ἁμαρτία μόνον»! Οὔτε κίνδυνοι, οὔτε ἐπιφορές, οὔτε ἀσθένειες καί θάνατοι, οὔτε θλίψεις καί ἀδικίες μποροῦν νά προξενήσουν στόν ἄνθρωπο τό κακό ποῦ προξενεῖ ἡ ἁμαρτία! Ἀντίθετα, ὅλα τα προειρημένα, χρησιμοποιοῦνται πανσόφως ἀπό τόν Φιλάνθρωπο καί Πανάγαθο Θεό ὡς μέσα πρός ἐξάληψιν τῆς ἁμαρτίας! Φρονοῦμε δέ ταπεινῶς, ὅτι οἱ πνευματικοί πατέρες θά πρέπει νά συστήσουν στά πνευματικά τους τέκνα νά μελετήσουν σε μετάφραση, μεταξύ ἄλλων, δύο περίφημες θεολογικές ἀλλά καί τά μέγιστα διδακτικές ὁμιλίες – πραγματεῖες, τῶν δύο γιγάντων τῆς πίστεως καί Οἰκουμενικῶν Διδασκάλων, Μ. Βασιλείου καί ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ἀντίστοιχα. Ἡ πρώτη εἶναι αὐτή πού φέρει τον τίτλο «Ὅτι οὐκ ἐστίν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός» (Μ. Βασιλείου19) και ἡ δεύτερη, αὐτή πού φέρει τόν τίτλο: «Ὅτι τόν ἑαυτόν μή ἀδικοῦντα οὐδείς παραβλάψαι δύναται» (Ἰω. Χρυσοστόμου20). 

Ἐπιπλέον, πρέπει νά καθίσταται γνωστό στούς πιστούς ὅτι ἡ ἁμαρτία, ὡς ὑπαρξιακή κατάσταση τοῦ μεταπτωτικοῦ ἀνθρώπου, δέν ἔχει νά κάνει μέ κάποιες πράξεις, τίς ὁποῖες ἀπαριθμοῦμε στόν πνευματικό μας πατέρα καί καλῶς πράττουμε, ἀλλά κυρίως πρόκειται γιά ἕναν τρόπο ζωῆς!Ἁμαρτωλός δέν εἶναι κάποιος πού κάτι κάνει, ἀλλά κάποιος πού κάπως εἶναι! Κατανοῦμε λοιπόν, ὅτι πρόκειται γιά κάτι βαθύτερο και ὑπαρξιακό μιά στάση ζωῆς χωρίς τόν Θεό. Ἕνας δεινός θεολόγος ὑπογράμμιζε τά ἑξῆς: «Ἠ ἁμαρτία δέν συνίσταται στίς λίγες ἤ πολλές ἁμαρτωλές πράξεις, ἀλλά σέ μιά ὁλοκληρωτική ἀπώλεια τῆς ζωῆς. Εἶναι ἕνας κυριολεκτικός ἀφανισμός πού συνειδητοποιεῖται ἀπό τόν ἄνθρωπο ὡς ἀπουσία τοῦ Θεοῦ, ταῶν ἄλλων προσώπων, τοῦ ἑαυτοῦ του, τῶν πραγμάτων, γενικώτερα ὡς ἀπουσία σκοποῦ καί νοήματος καί κατ᾿ ἐπέκταση ὡς ἀδήριτη μοναξιά καί ἀγωνία».21 Ἔτσι, ὅταν οἱ ἄνθρωποι κατανοήσουν ὅτι μέ τήν ἁμαρτία μένουν ἔρημοι καί γυμνοί ὑπαρξιακῶς, τότε θά στραφοῦν ἐμπόνως πρός τόν Θεό, πού εἶναι ὁ μόνος ὁ Ὁποῖος μπορεῖ νά τούς «ἐνδύσει» μυστικά καί νά τούς πληρώσει ἐσωτερικά! Καί αὐτό θά ἀποτελεῖ γι᾿ αὐτούς πλέον, ἐνδόμυχον ἔφεσιν καί ποθούμενο ἀγαθό! 

Νά ὁμιλοῦν οἱ πνευματικοί, περί αὐτῆς τῆς φοβερῆς νόσου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, τῆς ἁμαρτίας, ὄχι μόνο θεολογικά, ἀλλά καί ἁπλοϊκά, ἐπαγωγικά, μέσῳ παραδειγμάτων, ὥστε νά διδάσκονται και οἱ πλέον ἁπλοϊκοί! Πῶς νὰ παρομοιάζουν τὴν ἁμαρτία; Μέ τή χρῆση παραδειγμάτων ἀπό τά κείμενα τῶν Ἁγίων καί ἀπό τήν ζωή μας. Ὁ  ἱερὸς Αὐγουστῖνος, λ.χ., γράφει ὅτι ἡ ἁμαρτία ὁμοιάζει μὲ  ῥεῦμα ποταμοῦ, ποὺ τὸ καλοκαίρι  φαίνεται ἥσυχο καὶ τὸ διαβαίνεις  εὔκολα, ἀλλὰ τὸ χειμῶνα ὀγκώνεται  ξαφνικά, γκρεμίζει γεφύρια,  πλημμυρίζει κάμπους, πνίγει ζῷα καὶ  ἀνθρώπους, προκαλεῖ φόβο. Μικρὸ τὸ κακὸ  ποὺ προξενοῦν οἱ ποταμοὶ μπροστὰ στὸν  κατακλυσμὸ τῆς ἁμαρτίας. Ἡ ἁμαρτία, ἀκόμη, παρομοιάζεται ἀπό παλαιούς ἱεροκήρυκες22, μέ τήν βασίλισσα ἐκείνη, τήν Σεμίραμι, ἡ ὁποῖα κατέστρεψε τόν β σύζυγό της Νίνο, βασιλέα τῶν Ἀσυρίων, μέ τρεῖς ἐντολές! Ἡ Σεμίραμις ἀσκοῦσε γιά πολύν καιρό μεγάλη πίεση στόν βασιλέα νά τῆς παραχωρήσει γιά μιά μόνο μέρα τό θρόνο, γιά νά βασιλεύσει. Στίς πολλές πιέσεις, ὁ Νίνος ὑπέκυψε καί τῆς παραχώρησε τήν βασιλική ἐξουσία, γιά μιά μόνο μέρα. Ἡ διεστραμμένη καί ὑστερόβουλη βασίλισσα, μόλις κάθησε ἐπί τοῦ θρόνου, ἔδωσε ἀμέσως στούς ὑπηκόους της, τρεῖς ἐντολές: 1) νά συλληφθεῖ ὁ βασιλεύς, 2) νά δεθεῖ χειροπόδαρα καί 3) νά ἀποκεφαλισθεῖ! Αὐτό παθαίνει ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἀφήσει τό αὐτεξούσιό του νά κινηθεῖ πρός τήν περιοχή τῆς ἁμαρτίας, ὅταν παραχωρήσει χώρο στήν ἁμαρτία, ἡ ὁποῖα ὑποσκελίζει καί θανατώνει πικρῶς ὡς ἡ κακή καί τυρρανική βασίλισσα, ὅσους μπορεῖ νά ἐξουσιάσει! 

Τέλος, ἀπό τίς περίφημες «Κατηχήσεις» τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, μεταφέρουμε ἕνα ἀπόσπασμα σέ μετάφραση, πολύ διδακτικό, σχετικό μέ τήν ἁμαρτία, ὥστε νά τό γνωρίζουμε ὅσοι μετερχόμαστε τοῦ ἔργου τῆς θεραπείας τῶν ψυχῶν καί νά τό διδάσκουμε στά πνευματικά μας τέκνα πρός ὡφέλειαν και ἀποφυγήν, ὅσο γίνεται, τῆς ἁμαρτίας, μέ τή μνήμη τῆς μελλούσης κρίσεως τοῦ Κυρίου: «Τί τέλος πάντων εἶναι ἡ ἁμαρτία; Εἶναι ζῶο; εἶναι ἄγγελος; εἶναι δαίμονας; Τί εἶναι αὐτό πού τήν ἐνεργεῖ; Δεν εἶναι ἐχθρός πού ἔρχεται ἀπ᾿ ἔξω, ἀλλά δικό σου κακό γέννημα (σσ. ἐννοεῖ τῆς προαιρέσεως), πού ξεφυτρώνει ἀπό σένα. Κοίταξε με καθαρά τα μάτια σου καί δέν θά ἔχεις κακή ἐπιθυμία. Κράτα τά δικά σου καί μήν παίρνεις τά ξένα πράγματα, καί ἔτσι ἡ τάση γιά ἁρπαγή θά ἀποκοιμηθεῖ. Φέρνε στό νοῦ σου τή μέλλουσα κρίση, καί δέν θά μπορέσει νά σέ νικήσει οὔτε πορνεία, οὔτε μοιχεία, οὔτε φόνος. Ὅταν, ἀντίθετα, λησμονήσεις τόν Θεό, τότε ἀρχίζουν νά ἐμφανίζονται οἱ πηγές τῶν κακῶν».23

___________________________________________________________________________


1 Βλ. «Ἁμαρτία», εἰς ΘΗΕ, 2, 250.
2 Περί τῶν δύο ἐν Χριστῷ θελημάτων, Κατά Μανιχαίων, MPG. 54, 1589C
3 Βλ. Ὁμιλία «Ὅτι οὐκ ἔστι αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός», 8, ΒΕΠ., 54, 96. 
4 Γρηγορίου Θεολόγου, Ἀντιρρητικός εἰς τήν Εὐνομίου ἔκθεσιν, ΒΕΠΕΣ, 68, 138, βλ. Ἀθανασίου Ἀγγελοπούλου, Ἡ ἁμαρτία, Ἀθήνα 2002, σελ. 18.
5 Α΄ Καθολ. ἐπιστ. Ἰω., 3, 9. 
6 Βλ. Ἰω. Δαμασκηνοῦ: «Πᾶν γάρ τό κτιστόν καί τρεπτόν, μόνον δέ τό ἄκτιστον ἄτρεπτον, καί πᾶν λογικόν αὐτεξούσιον», Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, Κείμενο, μετάφραση, εἰσαγωγή, σχόλια Ν, Ματσούκα, σελ. 100
7  Ἠθικά Νικομάχεια, III,(ΙΙΙ, 3b).
8  Ὑπόμνημα εἰς τούς Ψαλμούς, ΒΕΠ, 45, 351., ὅπου π. Ἀθ. Ἀγγελοπούλου, Ἡ ἁμαρτία, σελ. 26.
9 Διδύμου Ἀλεξανδρέως, Ὑπόμνημα εἰς τούς Ψαλμούς, ΒΕΠ, 45,33.
10 Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Ἑρμηνεία στήν πρός Ρωμαίους, MPG. 74, 789 Α.
11 MPG, 51, 354, Περί τοῦ μή δημοσιεύειν τά ἁμαρτήματα.
12 Στήν μνημονευθεῖσα περισπούδαστη μελέτη τοῦ καθηγητοῦ Δ. Τσελλεγγίδη, ὑπάρχουν πολλά στοιχεία περί ὅλων αὐτῶν καί λεπτομέρειες σημαντικές. 
13 Σέ μία ἄλλη μελέτη μας γίνεται λόγος διεξοδικά σχετικά μέ τήν κακόδοξη αὐτή θεωρία καί τήν ἀναίρεσή της ἀπό τήν Πατερική, ὀρθόδοξη Διδασκαλία. 
14 Βλ. Δ.Τσελεγγίδη ἀναφερόμενο ἔργο, «Ἡ ἱκανοποίηση τῆς θείας δικαιοσύνης κατά τόν Ἄνσελμο Καντεμβουρίας», σελ. 49.
15 ὅπου π. σελ. 55-56.
16 ὅπου π. σελ. 118.
17 MPG., 61, 478, ( Ὁμλία ΙΑ΄, Εἰς Β΄ Κορινθίους).
18 Σέ κάποια συγγράμματα θεολόγων καί ἱεροκηρύκων τοῦ περασμένου αἰῶνος, ἡ κακόδοξη θεωρία τῆς «ἱκανοποιήσεως», ὅπως λ.χ. στοῦ π. Κωνσταντίνου Καλλινίκου ἀλλά καί στο σπουδαιότατο κατά τα ἄλλα σύγγραμμα τοῦ μεγάλου καί ἐξόχου Κεφαλονήτου ἱεροκήρυκος Ἡλία Μηνιάτη «Διδαχαί καί λόγοι» (στίς ὁμιλίες του στή Μ. Παρασκευή). Ἀλλά καί τό ἔργο τοῦ γνωστοῦ ἀρχιμανδρίτου - ἱεροκήρυκος π. Εὐσεβίου Ματθοπούλου «Ὁ προορισμός τοῦ ἀνθρώπου», ὄχι ἁπλῶς περιέχει, ἀλλά κυριολεκτικά βρίθει ἀπό τήν θεωρία αὐτή, ἡ ὁποῖα καί μετεδόθη μέσῳ τῆς μεγάλης κυκλοφορήσεώς του παρά τῶν θρησκευτικῶν Ὀργανώσεων… Φυσικά δέν ἀποδίδουμε κακή πρόθεση στούς ἀνωτέρω συγγραφεῖς, οἱ ὁποῖοι παρεσύρθησαν εἴτε ἀπό ἄγνοια τῆς πατερικῆς Θεολογίας (δέν ὑπῆρχαν καί οἱ ἐκδόσεις τῶν Πατερικῶν κειμένων πού ὑπάρχουν σήμερα), εἴτε ἀπο τό πνεῦμα τῆς ἐποχῆς, ἀφοῦ ὅπως ὀρθά ἔχει διατυπωθεῖ «ἡ Τουρκοκρατία προσέφερε τό κατάλληλο κλίμα γιά τήν δυνατότητα εἰσαγωγῆς τῆς «περί ἱκανοποιήσεως» διδασκαλίας στήν Ἀνατολή». (βλ. πρωτ. Γ. Μεταλληνοῦ, Λόγος ὡς ἀντίλογος, ἐκδ. Ἀρμός, σελ. 86). 
Ὡστόσο, κάποιοι ἔγραψαν ( ὅπως λ.χ. ὁ καθηγητής Χρ. Γιανναρᾶς) ὅτι στό «Ἐξομολογητάριο» τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου ὑπάρχει ἀρκετή δυτική ἐπιροή καί ταύτιση μέ τήν ἐν λόγῳ θεωρία τῆς «ἱκανοποιήσεως». Ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι μπορεῖ ὄντως νά ἐντοπίζεται λεκτικά/φραστικά ἕνας ἐπηρεασμός λόγῳ ἱστορικῶν συνθηκῶν τῆς ἐποχῆς, πλήν ὅμως, ὁ ὀρθοδοξότατος ἅγιος Νικόδημος καί δεινός Πατερικός Θεολόγος, πολύ ἀπεῖχε ἀπό τίς δογματικές παραχαράξεις καί ἀλλοτριώσεις τῶν παπικῶν! Οὔτε ἐγκλωβίστηκε ἐγνωσμένα στό δικανικό πνεῦμα! Καί αὐτό φαίνεται «ἡλίου φαεινότερον», ἀπό τό γεγονός ὅτι ὁ πεφωτισμένος Νικόδημος ὁμιλεῖ γιά «ἰατρεία» τῆς ψυχῆς μέσῳ τοῦ κανόνος (βλ. «Ἐξομολογητάριον», σελ. 254), γιά νοερά προσευχή καί γιά ἄσκηση τοῦ πιστοῦ, μέσα σέ πλαίσια θεραπευτικά καί ὄχι δικανικά –σχολαστικά. (Περί ἰατρείας, ἐπίσης, κάνει λόγο ὁ ἱερός Νικόδημος, καί στήν ἑρμηνεία του στόν ρβ΄ Κανόνα τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου). Ὡς «ἱκανοποίηση» δέ, ὁ Ὅσιος δέχεται τόν κανόνα πού πρέπει νά ἐπιβάλλει ὁ πνευματικός πατήρ, ὡς ἄσκησιν μετανοίας τοῦ ἁμαρτωλοῦ, καί μάλιστα κανόνα διττόν, καί σωματικόν καί πνευματικόν (ὅπου π. «Ἐξομολογητάριον», σελ. 79).
19 ΕΠΕ, 7, 87.
20 ΕΠΕ, 31, 497.
21 Βλ. Π. Νέλλα, «Ζῶον θεούμενον», ἐκδ. Περιοδικοῦ «Σύναξη», Ἀθήνα 1981, σελ.210.
22 Βλ. Ἠλία Μηνιάτη, «Διδαχαί καί λόγοι», σελ. 224 -225.
23 Ἁγίου Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, Κατήχησις Φωτιζομένων Β΄.