A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !
✞ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος ✞

Σάββατο 29 Μαρτίου 2014

Άγγελοι συλλειτουργοί στην Θεία Λειτουργία





O Άγιος Νήφων, Επίσκοπος Κωνσταντιανής (4ος αι.) αξιώθηκε να δει πολλά θεϊκά οράματα με τα φωτισμένα από το Άγιο Πνεύμα μάτια της ψυχής του. Κάποτε, σε μια Θεία Λειτουργία, μόλις ο λειτουργός εκφώνησε: «Ευλογημένη η Βασιλεία...», ο Άγιος είδε φωτιά να κατεβαίνει από τον ουρανό και να καλύπτει το Άγιο Θυσιαστήριο και τον ιερέα, χωρίς εκείνος να το αντιληφθεί. Αργότερα, όταν άρχισε να ψάλλεται ο Τρισάγιος Ύμνος από τον λαό, τέσσερις Άγγελοι κατέβηκαν κι έψαλλαν μαζί τους. Στον «Απόστολο», φανερώθηκε ο μακάριος Παύλος να καθοδηγεί τον αναγνώστη.

Στο «Αλληλούια», μετά τον «Απόστολο», οι φωνές του λαού ανέβηκαν ενωμένες στον ουρανό σαν πύρινο σφιχτοπλεγμένο σχοινί. Και στην ανάγνωση του Ευαγγελίου κάθε λέξη έβγαινε σαν φλόγα από το στόμα του ιερέα και υψωνόταν στα επουράνια.

Λίγο πριν από την είσοδο των Τιμίων Δώρων, βλέπει ξαφνικά ο Άγιος να ανοίγει ο ουρανός και να ξεχύνεται μια άρρητη και υπερκόσμια ευωδία. Άγγελοι κατέβαιναν από ψηλά, ψάλλοντας ύμνους και δοξολογίες στον Αμνό, τον Χριστό και Υιό του Θεού και νά! Παρουσιάζεται ένα πεντακάθαρο και τρισχαριτωμένο Βρέφος! Το κρατούσαν στα χέρια τους άγγελοι, οι οποίοι το ενααπόθεσαν στο άγιο δισκάριο, όπου βρίσκονταν τα Τίμια Δώρα. Γύρω Του μαζεύτηκαν πλήθος ολόλαμπροι και λευκοφόροι νέοι, οι οποίο ατένιζαν με θαυμασμό και δέος τη θεϊκή Του ομορφιά. Ήρθε η στιγμή της μεγάλης εισόδου!

Ο λειτουργός πλησίασε για να πάρει στα χέρια του το Άγιο Δισκάριο και το Άγιο Ποτήριο. Τα ύψωσε και τα έβαλε πάνω στο κεφάλι του, σηκώνοντας μαζί τους και το Βρέφος. 'Όταν βγήκαν τα Άγια, κι ενώ ο λαός έψαλλε κατανυκτικά, είδε Αγγέλους να φτερουγίζουν κυκλικά πάνω από τον Λειτουργό. Δύο Χερουβείμ και δύο Σεραφείμ προχωρούσαν μπροστά του και πλήθος Αγγέλων τον συνόδευαν, ψάλλοντας με αγαλλίαση άρρητους ύμνους. Όταν ο ιερέας έφτασε στην Αγία Τράπεζα κι ακούμπησε τα Τίμια Δώρα, οι Άγγελοι τη σκέπασαν με τις φτερούγες τους. Τα δύο Χερουβείμ στάθηκαν στα δεξιά του λειτουργού και τα δύο Σεραφείμ στα αριστερά του, χωρίς όμως εκείνος να τα βλέπει. Η θεία μυσταγωγία συνεχίστηκε. Είπαν το «Πιστεύω» κι έφτασαν στον καθαγιασμό των τιμίων Δώρων. Ο λειτουργός τα ευλόγησε και είπε το «...μεταβαλών τω Πνεύματι σου τω Αγίω. Αμήν, Αμήν, Αμήν!» Τότε βλέπει πάλι ο Δίκαιος έναν Άγγελο να παίρνει μαχαίρι και να σφάζει το Βρέφος. Έχυσε το Αίμα Του στο άγιο Ποτήριο, ενώ το Σώμα Του το τεμάχισε και το τοποθέτησε στο δισκάριο.

«Όταν ο ιερέας λέει τα Άγια τοις Αγίοις, για μας όλους το λέει, παιδί μου. Σημαίνει: στα Άγια μέλη του Χριστού να προσέλθει όποιος είναι Άγιος!» -«Και τι είναι Αγιοσύνη, πάτερ;» -«Αν είσαι ακόλαστος, μην τολμήσεις να γίνεις μέτοχος σε τόσο μεγάλο μυστήριο. Αν έχεις έχθρα με κάποιον, μην πλησιάσεις. Αν περιγελάς ή κατακρίνεις τον συνάνθρωπό σου, στάσου μακριά από τη Θεία Κοινωνία. Πρώτα εξέτασε τον εαυτό σου, κι αν είσαι ενάρετος πλησίασε. Αν όμως δεν είσαι, φύγε…». Στο μεταξύ ο λειτουργός εκφώνησε: «Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε». Ο Άγιος παρατηρούσε τώρα όσους κοινωνούσαν. Άλλων τα πρόσωπα μαύριζαν μόλις ελάμβαναν τα Θεία Δώρα, ενώ άλλα έλαμπαν σαν τον ήλιο. Οι Άγγελοι στέκονταν εκεί κοντά και παρακολουθούσαν με σεβασμό τη Μετάληψη. 'Όταν κοινωνούσε κάποιος ευσεβής, του έβαζαν στο κεφάλι ένα στεφάνι. Όταν, αντίθετα, πλησίαζε κάποιος αμαρτωλός, γύριζαν αλλού το πρόσωπό τους με φανερή αποστροφή.

Τότε τα Άχραντα Μυστήρια σαν να εξαφανίζονταν από την Αγία Λαβίδα, έτσι που ο αμαρτωλός φαινόταν να μην παίρνει μέσα του το Σώμα και το Αίμα Του Χριστού. Κι έφευγε κατάμαυρος σαν αράπης με την αποδοκιμασία του Κυρίου διάχυτη στην όψη του. Όταν τελείωσε η Λειτουργία και ο ιερέας έκανε την κατάλυση, παρουσιάστηκε και πάλι το Βρέφος σώο πάνω στα χέρια των Αγίων Αγγέλων!
Ξαφνικά η στέγη του ναού σαν να σχίστηκε στα δύο.


Από κει οι άγγελοι ανέβασαν το Παιδίον στους ουρανούς με ύμνους και δοξολογίες, όπως το είχαν κατεβάσει, ενώ μία υπέροχη ευωδία διαχύθηκε και πάλι ολόγυρα. 

Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος (Συναξαριστής Ἀγίου Νικοδήμου τοῦ Άγιορείτου)



Τοῦ Ὁσίου Πατρός ἡμών Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου

Επί κλίμαξι κλίμακας πυκνώς Πάτερ,
Τας αρετάς θείς, έφθασας πόλου μέχρι.
Χαίρεν Ιωάννης τριακοστή εξαναλύων.

Ούτος ο Όσιος Πατήρ ημών Ιωάννης ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Ιουστίνου του νεωτέρου, του ανεψιού του Ιουστινιανού, εν έτει φο΄ [570]. Όταν δε έγινε δεκαέξ χρόνων, ακαίώ έλαβεν εμπειρίαν εις την εγκύκλιον και εξωτερικήν σοφίαν, από τότε επρόσφερε τον εαυτόν του εις τον Θεόν θυσίαν ιερωτάτην. Όθεν αναβάς εις το Σίναιον όρος, επέρνα την ζωήν του υποκάτω εις υποταγήν γέροντος. Όταν δε έφθασεν εις τον εννεακαιδέκατον χρόνον της ηλικίας του, ανεχώρησεν από την υποταγήν, και επήγεν εις το στάδιον της ησυχίας, μακράν από το Κυριακόν της εν τω Σιναίω Σκήτεως, έως πέντε σημεία.
Ωνομάζετο δε ο τόπος εκείνος, Θωλάς. Εκεί λοιπόν επέρασεν ο αοίδιμος χρόνους ολοκλήρους τεσσαράκοντα, καταφλεγόμενος καθ’ εκάστην ημέραν από τον διακαή έρωτα, και από το πυρ της του Θεού αγάπης. Ούτος έτρωγε μεν, από όλα τα φαγητά, τα οποία είναι συγχωρημένον να τρώγουν οι Μοναχοί, έτρωγεν όμως από ολίγον. Εποίει δε τούτο και έτρωγεν από όλα τα φαγητά, ίνα ως διακριτικός, τζακίζη πανσόφως το κέρατον της υπερηφανίας, η οποία έμελλε να τον ενοχλή εάν δεν έτρωγεν, ως διαφέροντα από τους άλλους Μοναχούς.


Τίς δε δύναται να διηγηθή την πηγήν των δακρύων, οπού έτρεχεν από τους οφθαλμούς του μακαρίου τούτου; Ύπνον δε τόσον ολίγον εκοιμάτο, όσον να μη βλάψη τον νούν του από την υπερβολικήν αγρυπνίαν. Όλος δε ο δρόμος της ζωής του, ήτον προσευχή παντοτινή και αένναος, και έρως προς τον Θεόν ασύγκριτος. Ούτος λοιπόν επειδή απόκτησε κάθε αρετήν, και καλώς επολιτεύθη, διά τούτο ηξιώθη να λάβη παρά Θεού μεγάλας θεωρίας, και προορατικόν χάρισμα. Όθεν όταν ο μαθητής του εκοιμάτο υποκάτω εις μίαν πέτραν, η οποία έμελλε να πέση επάνω του και να τον συντρίψη, τούτο λέγω προγνωρίσας ο Όσιος διά του Αγίου Πνεύματος, εν τω κελλίω καθήμενος, εφάνη καθ’ ύπνους εις τον μαθητήν του, και σηκώσας αυτόν από τον ύπνον, τον ελύτρωσεν από τον θάνατον. Αφ’ ου λοιπόν έφθασεν εις το άκρον της αρετής, και κατεστάθη Ηγούμενος του εν τω Σιναίω όρει Μοναστηρίου, αφήκε την πρόσκαιρον ταύτην ζωήν, και απήλθεν εις την αιώνιον. Πρό του θανάτου του δε συνέγραψε την πάνσοφον Βίβλον των τριάκοντα θείων και πνευματικών αναβάσεων, ήτοι σκαλοπατίων, η ποποία διά τούτο και Κλίμαξ επονομάζεται.

Σημείωσαι, ότι εις τον Όσιον τούτον Ιωάννην εγκώμιον έπλεξε Nικήτας ο ρήτωρ, ου η αρχή? «Ουδέν τιμιώτερον αρετής», και Αναστάσιος ο Σιναΐτης, ου η αρχή? «Αεί μεν η του Αγίου Πνεύματος χάρις». (Σώζονται και τα δύω εν τη του Διονυσίου και εν άλλαις.)



(Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου”
Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού.
Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Πηγή: “Ορθόδοξη Πορεία”


Απολυτίκιο:
Ήχος γ'. Θείας πίστεως.

Θείον κλίμακα, υποστηρίξας, την των λόγων σου, μέθοδον πάσι, Μοναστών υφηγητής αναδέδειξαι, εκ πρακτικής Ιωάννη καθάρσεως, προς θεωρίας ανάγων την έλαμψιν. Πάτερ Όσιε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.


Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ήχος πλ. δ'.

Ταῖς τῶν δακρύων σου ῥοαῖς, τῆς ἐρήμου τό ἄγονον ἐγεώργησας· καί τοῖς ἐκ βάθους στεναγμοῖς, εἰς ἑκατόν τούς πόνους ἐκαρποφόρησας· καί γέγονας φωστήρ τῇ οἰκουμένῃ, λάμπων τοῖς θαύμασιν, Ἰωάννη, Πατήρ ἡμῶν ὅσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.



Κοντάκιον
Ἦχος α'. Χορὸς Ἀγγελικός

Καρπούς ἀειθαλεῖς, ἐκ τῆς βίβλου προσφέρων, διδάγματα σοφέ, καθηδύνεις καρδίας, τῶν τούτοις μετά νήψεως, προσεχόντων μακάριε· Κλίμαξ γάρ ἐστι, ψυχὰς ἀνάγουσα γῆθεν, πρὸς οὐράνιον, καί διαμένουσαν δόξαν, τῶν πίστει τιμῶντων σε.




Δείτε σχετικά:


Παρασκευή 28 Μαρτίου 2014

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ' ΝΗΣΤΕΙΩΝ - ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ: Εὐαγγέλιον - (Ὁμιλία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ)




Εὐαγγέλιον Κυριακῆς (Μάρκ. θ’ 17-31)

17 καὶ ἀποκριθεὶς εἷς ἐκ τοῦ ὄχλου εἶπε· διδάσκαλε, ἤνεγκα τὸν υἱόν μου πρός σε, ἔχοντα πνεῦμα ἄλαλον. 18 καὶ ὅπου ἂν αὐτὸν καταλάβῃ, ρήσσει αὐτόν, καὶ ἀφρίζει καὶ τρίζει τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ, καὶ ξηραίνεται· καὶ εἶπον τοῖς μαθηταῖς σου ἵνα αὐτὸ ἐκβάλωσι, καὶ οὐκ ἴσχυσαν. 19 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς αὐτῷ λέγει· ὦ γενεὰ ἄπιστος, ἕως πότε πρὸς ὑμᾶς ἔσομαι; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν; φέρετε αὐτὸν πρός με. καὶ ἤνεγκαν αὐτὸν πρὸς αὐτόν. 20 καὶ ἰδὼν αὐτὸν εὐθέως τὸ πνεῦμα ἐσπάραξεν αὐτόν, καὶ πεσὼν ἐπὶ τῆς γῆς ἐκυλίετο ἀφρίζων. 21 καὶ ἐπηρώτησε τὸν πατέρα αὐτοῦ· πόσος χρόνος ἐστὶν ὡς τοῦτο γέγονεν αὐτῷ; ὁ δὲ εἶπε· παιδιόθεν. 22 καὶ πολλάκις αὐτὸν καὶ εἰς πῦρ ἔβαλε καὶ εἰς ὕδατα, ἵνα ἀπολέσῃ αὐτόν· ἀλλ᾿ εἴ τι δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν σπλαχνισθεὶς ἐφ᾿ ἡμᾶς. 23 ὁ δὲ  Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ τὸ εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι. 24 καὶ εὐθέως κράξας ὁ πατὴρ τοῦ παιδίου μετὰ δακρύων ἔλεγε· πιστεύω, κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ. 25 ἰδὼν δὲ ὁ  Ἰησοῦς ὅτι ἐπισυντρέχει ὄχλος, ἐπετίμησε τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ λέγων αὐτῷ· τὸ πνεῦμα τὸ ἄλαλον καὶ κωφόν, ἐγώ σοι ἐπιτάσσω, ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ καὶ μηκέτι εἰσέλθῃς εἰς αὐτόν. 26 καὶ κράξας καὶ πολλὰ σπαράξαν αὐτὸν ἐξῆλθε, καὶ ἐγένετο ὡσεὶ νεκρός, ὥστε πολλοὺς λέγειν ὅτι ἀπέθανεν. 27 ὁ δὲ  Ἰησοῦς κρατήσας αὐτὸν τῆς χειρὸς ἤγειρεν αὐτόν, καὶ ἀνέστη. 28 Καὶ εἰσελθόντα αὐτὸν εἰς οἶκον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐπηρώτων αὐτὸν κατ᾿ ἰδίαν, ὅτι ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό. 29 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τοῦτο τὸ γένος ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ.
30 Καὶ ἐκεῖθεν ἐξελθόντες παρεπορεύοντο διὰ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οὐκ ἤθελεν ἵνα τις γνῷ· 31 ἐδίδασκε γὰρ τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς ὅτι ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς χεῖρα ἀνθρώπων, καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ ἀποκτανθεὶς τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται.

Ἀπόδοση

Εκείνο τον καιρό ένας άνθρωπος πλησίασε τον Ιησού, γονάτισε μπροστά του και είπε· Διδάσκαλε,· σου έφερα το γιο μου, που έχει πνεύμα άλαλο· Και όπου τον πιάσει τον ρίχνει κάτω, και αφρίζει και τρίζει τα δόντια του και ξεραίνεται· και είπα στους μαθητές σου για να το βγάλουν και δεν μπόρεσαν. Και ο Ιησούς του αποκρίθηκε και λέγει· Ω γενεά άπιστη, ως πότε θα είμαι μαζί σας ως πότε θα σας βαστάξω; Φέρτε μου εδώ το παιδί. Και του το έφεραν. Και όταν το παιδί είδε τον Ιησού, αμέσως το πονηρό πνεύμα το τράνταξε και έπεσε στη γη και κυλιόταν αφρίζοντας.

Και ο Ιησούς ρώτησε τον πατέρα του· Πόσος καιρός είναι από τότε που το έπαθε; Και ο πατέρας είπε· Από τότε που ήταν παιδί. Και πολλές φορές και στη φωτιά τον έριξε και στο νερό για να τον ξεκάμει· μα αν κάτι μπορείς, λυπήσου μας και βοήθησε μας. Και ο Ιησούς του είπε· Αν μπορείς να πιστέψεις, όλα είναι δυνατά σ' εκείνον που πιστεύει. Και αμέσως έβαλε φωνή ο πατέρας του παιδιού με δάκρυα και είπε· Πιστεύω Κύριε· βόηθα με στην απιστία μου. Και όταν είδε ο Ιησούς πως μαζεύεται κόσμος, μίλησε αυστηρά στο ακάθαρτο πνεύμα και του λέγει: Πνεύμα άλαλο και κουφό, εγώ σε διατάζω, να βγεις από το παιδί και να μην ξαναμπείς σ' αυτό. Και το πνεύμα, αφού έβαλε μεγάλη φωνή και τράνταξε δυνατά το παιδί, βγήκε· και το παιδί έγινε σαν νεκρό, ώστε πολλοί να λέγουν πως πέθανε. Και ο Ιησούς το ‘πιασε από το χέρι και το σήκωσε και εκείνο στάθηκε ορθό.
Και όταν ο Ιησούς πήγε στο σπίτι οι μαθητές του τον πήραν κατά μέρος και τον ρωτούσαν: Γιατί εμείς δεν μπορέσαμε να βγάλουμε το πονηρό πνεύμα; Και τους είπε· Τα πονηρά πνεύματα με κανέναν τρόπο δε βγαίνουν παρά μόνο με προσευχή και με νηστεία. Και αφού βγήκαν από εκεί διάβαιναν κρυφά μέσα από τη Γαλιλαία και κανείς δεν ήθελε να το ξέρει. Γιατί δίδασκε τους μαθητές του και τους έλεγε πως ο υιός του ανθρώπου παραδίνεται στα χέρια των ανθρώπων και θα τον σκοτώσουν και αφού πεθάνει την τρίτη ημέρα θα αναστηθεί.



Έχει θέμα το ευαγγέλιο που αναγινώσκεται κατ' αυτήν όπου γίνεται λόγος και για την επιμέλεια των εσωτερικών λογισμών 


Περίληψη ομιλίας εις την Τετάρτην Κυριακήν των Νηστειών: Περι­γράφει την παιδαγωγικήν μέθοδον του Χριστού προς τον σκοπόν να φέρη εις την πίστιν τον πατέρα του δαιμοναζομένου νέου, του κωφαλάλου. Η θεραπεία έπρεπε να εξασφαλισθή δια της πίστεως. Το δαιμόνιον τούτο είναι το της ακολασίας και προς εκδίωξίν του απαιτείται προσευχή και νηστεία· με την νηστείαν χαλινώνεται το σώμα, με την προσευχήν κατευνάζον­ται οι λογισμοί της ψυχής, οι εξερεθίζοντες προς το πάθος. Τα πάθη δε είναι τα δαιμόνια, τα οποία πρέπει να εκβάλωμεν.




ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΤΕΤΑΡΤΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ
ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ

1. Πολλές φορές ωμίλησα προς την αγάπη σας περί νηστείας και προσευχής, ιδιαιτέρως μάλιστα αυτές τις ιερές ημέρες· εναπέθεσα ακόμη στις φιλόθεες ακοές και ψυχές σας ποια δώρα προσφέρουν στους εραστάς των και πόσων αγαθών πρόξενοι γίνονται σ' αυτούς που τις ασκούν, πράγμα που επιβεβαιώνεται γι' αυτές κυρίως από την φωνή του Κυρίου που αναγινώσκεται σήμερα στο ευαγγέλιο.
Ποια δε είναι αυτά; Είναι μεγάλα, τα μεγαλύτερα όλων θα ελέγαμε· διότι εκτός από τα άλλα μπορούν να παράσχουν και εξουσία κατά πονηρών πνευμάτων, ώστε να τα εκβάλλσυν και να τα απελαύνουν, και τους δαιμονισμένους να τους ελευθερώνουν από την επήρειά τους. Όταν πραγματικά οι μαθηταί είπαν προς τον Κύριο περί του αλάλου και κωφού δαιμονίου, ότι «εμείς δεν μπορέσαμε να το εκβάλωμε», είπε προς αυτούς ο Κύριος· «τούτο το γένος δεν εκδιώκεται, παρά με προσευχή και νηστεία».


2. 
Ίσως γι' αυτό, μετά την προσευχή επάνω στο όρος και την κατ' αυτήν εμφάνισι της θεϊκής αυγής, κατέβηκε αμέσως και ήλθε στον τόπο, όπου ευρισκόταν ο κατεχόμενος από τον δαίμονα εκείνον. Λέγει δηλαδή ότι, αφού παρέλαβε τους εγκρίτους μαθητάς, ανέβηκε στο όρος να προσευχηθή και έλαμψε σαν ο ήλιος, και ιδού εφάνηκαν να συνομιλούν με αυτόν ο Μωυσής και ο Ηλίας, οι άνδρες που περισσότερο από κάθε άλλον άσκησαν την προσευχή και τη νηστεία, δεικνύοντας και δια της παρουσίας των στην προσευχή την συμφωνία και εναρμόνισι μεταξύ προσευχής και νηστείας, ώστε κατά κάποιον τρόπο η νηστεία να συνομιλή με την προσευχή ομιλώντας προς τον Κύριο. Εάν η φωνή αίματος του φονευθέντος Άβελ βοά προς τον Κύριο, καθώς λέγει αυτός προς τον Κάιν, όπως εμάθαμε από τα λόγια του Μωυσέως, πάντως και όλα τα μέρη και μέλη του σώματος, κακοπαθούντα με την νηστεία, θα βοήσουν προς τον Κύριο και, συνομιλώντας με την προσευχή του νηστεύοντος και περίπου συμπροσευχόμενα, δικαίως θα την καταστήσουν ευπροσδεκτικώτερη και θα δικαιώσουν αυτόν που υφίσταται εκουσίως τον κόπο της νηστείας. Μετά λοιπόν την προσευχή και την κατά θείο τρόπο λάμψι, αφού ο Κύριος κατέβηκε από το όρος, έρχεται προς τον όχλο και τους μαθητάς, στους οποίους ωδηγήθηκε εκείνος ο κατειλημμένος από το δαιμόνιο, ώστε, όπως έδειξε επάνω στο όρος ότι εκείνο ήταν βραβείο νηστείας και προσευχής, όχι μόνο μεγάλο αλλά και επάνω από το μεγάλο (πραγματικά έδειξε ότι η θεία λαμπρότης υπήρξε άθλον αυτών), έτσι, αφού κατεβή, θα επιδείξη ότι έπαθλο τούτων είναι και η ισχύς κατά των δαιμόνων.

3. 
Αλλά, επειδή κατά την παρούσα Κυριακή των ιερών νηστειών είναι συνήθεια ν' αναγινώσκεται στην εκκλησία η διήγησις περί του θαύματος τούτου, ας εξετάσωμε από την αρχή όλη την ευαγγελική περικοπή που το περιγράφει. Μόλις λοιπόν ήλθε ο Ιησούς προς τους μαθητάς και τους παρευρισκομένους με αυτούς κι' ερώτησε, τι συζητείτε, κάποιος από το πλήθος είπε· «διδάσκαλε, έφερα σε σένα τον υιό μου που έχει πνεύμα άλαλο και όπου τον καταλάβη, τον συγκλονίζει και αυτός αφρίζει και τρίζει τα δόντια του και ξηραίνεται».

4.
 Πώς λοιπόν άφριζε αυτός κι' έτριζε τα δόντια κι' εξηραινόταν; Του δαιμονισμένου πάσχει πρώτο και περισσότερο από όλα τα μόρια του σώματος ο εγκέφαλος· διότι ο δαίμων χρησιμοποιεί ως όχημα το ψυχικό πνεύμα που ευρίσκεται σ' αυτόν και από αυτό σαν ακρόπολι καταδυναστεύει όλο το σώμα. Όταν δε πάσχη ο εγκέφαλος, αφήνεται από εκεί μια ροή προς τα νευρα και τους μυς του σώματος αφρώδης και φλεγματώδης, που φράσσει τις διεξόδους του ψυχικού πνεύματος· και από αυτό προκαλείται κλονισμός και ρήξις και ακουσία κίνησις σε όλα τα αυτόβουλα μόρια, μάλιστα δε στις γνάθους, που πλησιάζουν περισσότερο στο μόριο που έπαθε πρώτο. Καθώς το υγρό ρέει περισσότερο προς το στόμα λόγω της χωρητικότητος των πόρων και της εγγύτητος προς τον εγκέφαλο, επειδή εξ αιτίας της άτακτης κινήσεως των οργάνων η αναπνοή δεν μπορεί να εκπνευσθή αθρόα, αλλά και ανακατεύεται με το πλήθος του υγρού, δημιουργείται στους πάσχοντας αφρός. Έτσι ο δαίμων εκείνος άφριζε και έτριζε τα δόντια, που προσέκρουαν μεταξύ τους φοβερά κι έσφιγγαν με μανία. Εξηραινόταν δε έπειτα από την σφοδροτέρα επήρεια του δαιμονίου. Όπως οι ατμοί που κινούνται από την θέρμη της ηλιακής ακτίνος, αν αυτή είναι σφοδροτέρα, πάλι αφανίζονται από αυτήν διασκορπιζόμενοι τελείως, έτσι και η υγρότης που προέρχεται από τα σπλάγχνα με την επήρεια του δαίμονος, αν αυτή είναι σφοδρότερα, σε λίγο δαπανάται και η έμφυτη υγρασία της σάρκας κι εκείνος ο δαιμονισμένος καταξηραίνεται.

5.
 Ο πατέρας του δαιμονισμένου προσέθεσε προς τον Κύριο, ότι είπε στους μαθητάς να το εκβάλουν και δεν κατώρθωσαν· ο δε Κύριος, αποτεινόμενος όχι προς αυτόν αλλά και προς όλους, λέγει, «ω γενεά άπιστη, έως πότε θα είμαι με σας, έως πότε θα σας ανεχθώ;». Μου φαίνεται ότι οι παρόντες τότε Ιουδαίοι, λαμβάνοντας αφορμή από το ότι δεν μπόρεσαν να εκβάλουν τον δαίμονα οι μαθηταί, θα εβλασφήμησαν κάπως. Τι δεν θα έλεγαν, αφού ευρήκαν αφορμή, αυτοί που, και όταν ετελούνταν θαύματα, δεν άφηναν τις βλασφημίες; Γνωρίζοντας λοιπόν ο Κύριος τους γογγυσμούς και τους ονειδισμούς τούτων, τους εξελέγχει και τους καταισχύνει, όχι μόνο με λόγους επιτιμητικούς, αλλά και με πράξεις και λόγια γεμάτα φιλανθρωπία.

Πραγματικά προστάσσει, φέρετέ τον εδώ σ' εμένα, και τον έφεραν, και μόλις το δαιμόνιο είδε τον Κύριο εσπάραξε τον άνθρωπο που έπεσε κι εκυλιόταν αφρίζοντας· διότι του επιτρεπόταν να καταστήση φανερά την κακία του.


6.
 Ο δε Κύριος ερώτησε τον πατέρα του παιδιού, «από πόσον χρόνο του συνέβηκε τούτο;». Αυτήν την ερώτησι την κάμει ο Κύριος, για να τον οδηγήση προς την πίστι και την με πίστι παράκλησι. Τόσο απείχε από την πίστι ο άνθρωπος αυτός, ώστε να μη παρακαλή ούτε υπέρ της σωτηρίας του παιδιού. Γι' αυτό δεν παρακάλεσε καθόλου ούτε τους μαθητάς· «τους είπα», λέγει, «να τον εκβάλουν»· δεν εγονάτισε, δεν ικέτευσε, δεν παρακάλεσε. Αλλά δεν φαίνεται ούτε τον Κύριο να παρακάλεσε ακόμη. Γι' αυτό ο Κύριος, αφήνοντας το παιδί που ήταν ελεεινώς ξαπλωμένο εμπρός στα μάτια του, συζητεί μ' εκείνον, ερωτώντας τον χρόνο του πάθους και προκαλώντας τον προς την παράκλησι. Αυτός δε αποκρίνεται ότι του συμβαίνει από την παιδική ηλικία και ότι πολλές φορές τον έβαλε στη φωτιά και στα ύδατα, για να τον αφανίση, και προσθέτει· «αλλ' αν μπο-ρής, λυπήσου μας και βοήθησέ μας».

7.
 Βλέπετε, πόση είναι η απιστία του ανθρώπου; Διότι αυτός που λέγει, 'αν μπορής', φυσικά φανερώνει ότι δεν πιστεύει ότι μπορεί ο άλλος. Ο δε Κύριος είπε, «αν μπορής να πιστεύσης, όλα είναι δυνατά στον πιστεύοντα»· το λέγει δε τούτο όχι αγνοώντας την απιστία εκείνου, αλλά προβιβάζοντάς τον βαθμιαίως στην πίστι και συγχρόνως δεικνύοντας ότι αιτία που δεν έβγαλαν οι μαθηταί τον δαίμονα είναι η απιστία του. Πρόσεξε δε τον ευαγγελιστή· δεν λέγει ότι ο Κύριος είπε προς τον πατέρα του παιδιού «αν μπορής να πιστεύσης», διότι πάντοτε ο Κύριος απαιτεί την πίστι από τους ζητούντας τις θεραπείες· αφού ήταν δεσπότης και κηδεμών και των ψυχών, εφρόντιζε να θεραπευθούν κι' αυτές διά της πίστεως· αλλ' εκείνος ο πατέρας του παιδιού, μόλις άκουσε ότι στην πίστι του ακολουθεί η ίασις, έλεγε με δάκρυα· «πιστεύω, Κύριε, βοήθησε την απιστία μου». Βλέπετε αρίστη προκοπή ηθών; Διότι όχι μόνο επίστευσε περί της θεραπείας του παιδιού, αλλ' ότι ο Κύριος μπορεί να κατανικήση και την απιστία του, αν θελήση. Ενώ δε ο όχλος επάνω σ' αυτά τα λόγια συνέρρεε, επετίμησε, λέγει, ο Κύριος το ακάθαρτο πνεύμα, λέγοντάς του· «το άλαλο και κωφό πνεύμα, εγώ σε διατάσσω, έξελθε από αυτόν και να μη εισέλθης ποτέ πάλι σ' αυτόν».

8.
 Το δαιμόνιο τούτο φαίνεται ότι είναι φοβερώτατο και θρασύτατο· την δε θρασύτητά του αποδεικνύει η σφοδρότης της επιτιμήσεως και η παραγγελία να μη εισέλθη άλλη φορά πλέον διότι, όπως φαίνεται, χωρίς την παραγγελία αυτή μπορούσε να επιστρέψη πάλι μετά την εκβολή. Εξ άλλου είχε κατεξουσιάσει σε μεγάλη έκτασι τον άνθρωπο, ήταν δυσκολοαπόσπαστο, έμενε κωφό και άλαλο, ώστε να μη επαρκή η φύσις να εξυπηρετή την υπερβολική του μανία, γι' αυτό και είχε καταντήσει τελείως αναίσθητη, διότι λέγει, «αφού έκραξε και τον εσπάραξε δυνατά, εξήλθε· ο δε άνθρωπος έγινε σαν νεκρός, ώστε πολλοί να λέγουν ότι απέθανε». Η δε κραυγή δεν αντίκειται προς το γεγονός ότι το δαιμόνιο ήταν άλαλο· διότι η μεν λαλιά είναι φωνή σημαντική κάποιας εννοίας, η δε κραυγή είναι άσημη φωνή. Αφήνεται δε το δαιμόνιο να σπαράξη τον άνθρωπο τόσο πολύ και να τον καταστήση σαν νεκρό, για να φανερωθή όλη η κακία του. Ο Κύριος λοιπόν, πιάνοντας το χέρι του ανθρώπου, τον ανήγειρε, ώστε εσηκώθηκε, δεικνύοντας έτσι ότι έχει πολλή ενέργεια· το ότι τον έπιασε από το χέρι ήταν εκδήλωσις της κτιστής ιδικής μας ενεργείας, το δε ότι τον ανέστησε απηλλαγμένο από πάθη ήταν εκδήλωσις της άκτιστης και θείας και ζωαρχικής ενεργείας.

9.
 Όταν δε έπειτα οι μαθηταί ερώτησαν ιδιαιτέρως, «γιατί εμείς δεν μπορέσαμε να το βγάλωμε;», είπε προς αυτούς ότι τούτο το δαιμόνιο «δεν μπορεί να εξέλθη με τίποτε άλλο, πλην της προσευχής και της νηστείας». Λέγουν λοιπόν μερικοί ότι αυτή η προσευχή και η νηστεία πρέπει να γίνονται από τον πάσχοντα· δεν είναι όμως σωστό αυτό, διότι ο ενεργούμενος από πονηρό πνεύμα, και μάλιστα τόσο φοβερό, αφού είναι όργανο εκείνου και καταδυναστεύεται από εκείνο, πώς θα μπορούσε να προσευχηθή ή νηστεύση επωφελώς για τον εαυτό του;

10. 
Φαίνεται ότι το δεινότατο τούτο δαιμόνιο είναι της ακολασίας, αφού άλλοτε μεν ρίπτει τον κατειλημμένο στη φωτιά (διότι τέτοιοι είναι οι αλλόκοτοι και αναίσθητοι έρωτες), άλλοτε δε τον βυθίζει στα ύδατα διά της αδηφαγίας και των αμέτρων και αφθόνων πότων και συμποσίων. Είναι δε και σ' αυτούς κωφό και άλαλο το δαιμόνιο τούτο, διότι αυτός που πείθεται στις υποβολές τοιούτου δαιμονίου δεν υποφέρει εύκολα ν' ακούη και να λαλή τα θεία. Αλλ' όμως όταν κανείς δεν έχη ενοικισμένο το πονηρό αυτό πνεύμα, αλλά φέρεται από τις υποβολές εκείνου, όταν ανασηκωθή προς επιστροφή (διότι έχει το αυτεξούσιο), χρειάζεται προσευχή και νηστεία, ώστε με την νηστεία μεν να χαλινώση το σώμα και καταστείλη τις επαναστάσεις του, δια της προσευχής δε να αδρανοποιήση και κατευνάση τις προλήψεις της ψυχής και τους λογισμούς που ερεθίζουν προς το πάθος· κι έτσι, απελαύνοντας με προσευχή και νηστεία την σατανική προσβολή και επήρεια, να κυριαρχήση το πάθος. Όταν όμως δεν ενεργήται απλώς από την υποβολή του δαίμονος, αλλ' έχει ένοικο τον ίδιον τον δαίμονα, ούτε κατά τα ανθρώπινα πλέον πάσχει ούτε ο ίδιος μπορεί να πράξη κάτι προς θεραπεία του, αλλ' ό,τι θα έπραττε εκείνος, αν είχε ελεύθερο νου, τούτο, πραττόμενο υπέρ αυτού από τους ελευθέρους, και μάλιστα κατόχους θείου Πνεύματος, θα συντέλεση μεγάλως προς την εκβολή του δαίμονος.

11.
 Αλλά βέβαια δεν μας ζητείται ν' απελαύνωμε δαίμονας, και αν μπορέσωμε ν' απελάσουμε, κανένα όφελος δεν θα προέλθη για μας, αν έχωμε ακατάστατο βίο. Διότι, λέγει, «πολλοί θα μου ειπούν εκείνη την ημέρα· Κύριε, δεν επροφητεύσαμε στο όνομά σου και δεν εκβάλαμε δαιμόνια στ' όνομά σου; Και θα τους απαντήσω· δεν σας γνωρίζω, απομακρυνθήτε από κοντά μου όσοι εργάζεσθε την ανομία». Επομένως πολύ επωφελέστερο είναι να σπεύσωμε ν' απελάσωμε το πάθος της πορνείας και της οργής, του μίσους και της υπερηφανείας, από το να εκβάλλωμε δαιμόνια. Πραγματικά, δεν αρκεί μόνο ν' απαλλαγούμε από τη σωματική αμαρτία, αλλά πρέπει να καθάρωμε και την ενέργεια που οικουρεί μέσα στην ψυχή. Διότι οι κακοί διαλογισμοί εκπορεύονται από την καρδιά μας, μοιχείες, πορνείες, φόνοι, κλοπές, πλεονεξίες και τα παρόμοια (αυτά δε είναι που κινούν τον άνθρωπο), και «αυτός που κυττάζει γυναίκα με πόθο, ήδη την εμοίχευσε στην καρδιά του». Όταν άπρακτη το σώμα είναι δυνατό να ενεργήται η αμαρτία νοερώς· όταν δε η ψυχή αποκρούη εσωτερικώς την προσβολή του πονηρού δια προσευχής και προσοχής και μνήμης θανάτου, διά της κατά τον Θεό λύπης και του πένθους, τότε της αγιωσύνης συμμετέχει και το σώμα, αποκτώντας την απραξία στα κακά. Κι αυτό είναι εκείνο που λέγει ο Κύριος ότι αυτός που εκαθάρισε το απ' έξω του ποτηριού, δεν εκαθάρισε και το εσωτερικό, αλλά καθαρίσατε το εσωτερικό του ποτηριού, κι έτσι θα είναι καθαρό ολόκληρο.

Πραγματικά καταβάλλοντας κάθε φροντίδα ώστε να είναι κατά το θέλημα του Θεού η εσωτερική σου εργασία, θα νικήσης τα εξωτερικά πάθη· διότι εάν η ρίζα είναι αγία και οι κλάδοι θα είναι άγιοι, εάν είναι η ζύμη, θα είναι και το φύραμα. «Να περιπατήτε κατά το πνεύμα», λέγει ο Παύλος, «και να μη εκτελήτε επιθυμία σαρκός».


12. 
Γι' αυτό και ο Χριστός δεν κατήργησε την Ιουδαϊκή περιτομή, αλλά την ετελείωσε· διότι αυτός είναι που λέγει, «δεν ήλθα να καταλύσω τον νόμο, αλλά να τον συμπληρώσω». Πώς λοιπόν τον συμπλήρωσε; Ο νόμος εκείνος ήταν σφραγίς και υπόδειγμα και συμβολική διδαχή περί της περιτομής των πονηρών λογισμών στην καρδιά. Οι Ιουδαίοι που δεν εφρόντιζαν γι' αυτήν ωνειδίζονταν από τους προφήτες ως απερίτμητοι στην καρδιά, εμισούνταν από τον βλέποντα στην καρδιά και στο τέλος έγιναν απόβλητοι· διότι ο άνθρωπος βλέπει στο πρόσωπο, ο Θεός στην καρδιά, κι εάν αυτή είναι γεμάτη ρυπαρούς ή πονηρούς λογισμούς, ο άνθρωπος εκείνος γίνεται άξιος θείας αποστροφής. Γι' αυτό πάλι ο απόστολος παραινεί να κάμωμε τις ευχές χωρίς οργή και διαλογισμούς.

13. 
Όταν δε ο Κύριος μας διδάσκη να φροντίσωμε για την πνευματική περιτομή της καρδιάς, μακαρίζει τους καθαρούς στην καρδιά και τους πτωχούς στο πνεύμα και της μεν καθαρότητος αυτής τονίζει ότι έπαθλο είναι η θεοπτία, στους πτωχούς δε υπόσχεται τη βασιλεία των ουρανών· πτωχούς δε λέγει αυτούς που ζουν σε ένδεια και ευτέλεια. Δεν μακαρίζει δε απλώς τους τοιούτους ανθρώπους, αλλά τους κατά το φρόνημα τοιούτους, δηλαδή αυτούς που, εξ αιτίας της εσωτερικής στην καρδιά ταπεινώσεως και αγαθής προαιρέσεως, διαθέτουν αναλόγως και τα εξωτερικά. Απαγορεύει δε όχι μόνο τον φόνο, αλλά και την οργή, και προτάσσει να συγχωρούμε από καρδιά αυτούς που μας πταίουν και δεν δέχεται το προσφερόμενο από μας δώρο, αν δεν συνδιαλλαγούμε προηγουμένως κι αφήσωμε την οργή.

14.
 Το ίδιο διδάσκει και για τα πορνικά πάθη· διότι και αυτήν την από περιέργεια θέα και την από αυτήν επιθυμία εδίδαξε ότι είναι μοιχεία στην καρδιά· και εξετάζοντας αυτά τα θέματα γενικώτερα λέγει, εάν το φώς που έχης μέσα σου, δηλαδή ο νους και η διάνοια, είναι σκότος, γεμάτα από τις αφώτιστες προσβολές των αρχόντων του σκότους, πόσο μάλλον το σκότος, δηλαδή το σώμα και η αίσθησις, τα οποία δεν έχουν δικό τους νοερό φέγγος, γεννητικό αληθείας και απαθείας; Εάν δε το μέσα σου φώς είναι καθαρό, σε περίπτωσι που δεν σκοτίζουν τα σαρκικά φρονήματα, θα είσαι τελείως φωτεινός κατά την ψυχή, όπως όταν σε φωτίζη το λυχνάρι με την λάμψι του. Τέτοια είναι η περιτομή της καρδίας κατά το πνεύμα, διά της οποίας ο Κύριος συμπλήρωσε την κατά τον νόμο περιτομή στην σάρκα, που εδόθηκε στους Ιουδαίους, για να υποσημαίνη εκείνην και να οδηγή προς εκείνην. Επειδή δε αυτοί δεν εφρόντισαν να την αποκτήσουν, η περιτομή τους, όπως λέγει ο Παύλος, έγινε ακροβυστία και αποξενώθηκαν από τον Θεό που δεν βλέπει στο πρόσωπο, δηλαδή στα φανερά δικαιώματα της σαρκός, αλλά στην καρδιά, δηλαδή στα αφανή και μέσα μας κινήματα των λογισμών.

15.
 Ας προσέχωμε λοιπόν κι εμείς, αδελφοί, παρακαλώ, κι ας καθαρίσωμε τις καρδιές μας από κάθε μολυσμό, για να μη συμπαρασυρθούμε μ' εκείνους που κατακρίθηκαν. Αν ο νόμος που εκτέθηκε διά του Μωυσέως «επιβεβαιώθηκε και κάθε παράβασις και παρακοή έλαβε δικαία ανταπόδοσι, πώς θα ξεφύγωμε εμείς που αμελήσαμε για την σωτηρία μας, η οποία αρχίζοντας να διακηρύσσεται από τον Κύριο διαβιβάσθηκε προς εμάς εγκύρως από εκείνους που άκουσαν, ενώ ο Θεός συνεπεκύρωνε με σημεία και τέρατα και ποικίλες δυνάμεις και με διαμερισμό του αγίου Πνεύματος;». Ας φοβηθούμε λοιπόν τον διερευνώντα καρδιά και νεφρούς· ας εξιλεώσωμε τον Κύριο των εκδικήσεων· ας βάλωμε μέσα μας ένοικο την ειρήνη, τον αγιασμό, την προσευχή με κατάνυξι, χωρίς τα οποία κανείς δεν θα ιδή τον Κύριο· ας ποθήσωμε γεμάτοι πίστι την υπεσχημένη εκείνη στους καθαρούς στην καρδιά θέα, και ας πράξωμε τα πάντα, για να επιτύχωμε αυτήν, με την οποία μαζί είναι η αιωνία ζωή, το άφθαρτο κάλλος, ο αδαπάνητος πλούτος, η αναλλοίωτη και απέραντη τρυφή και δόξα και βασιλεία.

16. 
Αυτά είθε να επιτύχωμε όλοι εμείς σ' αυτόν τον βασιλέα των αιώνων Χριστό· στον οποίο μόνο πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνησις, μαζί με τον άναρχο Πατέρα του και το πανάγιο και αγαθό και ζωοποιό πνεύμα, στους απεράντους αιώνες. Γένοιτο. 

(Γρηγορίου Παλαμά Έργα, ΕΠΕ, τόμος 9, Πατερικαί Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»)

Πηγή: www.alopsis.gr


Δοξαστικό Δ΄Κυριακῆς Νηστειῶν.
Ἦχος α΄.

(Κείμενο)

Δεῦτε ἐργασώμεθα ἐν τῷ μυστικῷ ἀμπελῶνι καρποὺς μετανοίας, ἐν τούτῳ ποιούμενοι οὐκ ἐν βρώμασι καὶ πόμασι κοπιῶντες, ἀλλ' ἐν προσευχαῖς καὶ νηστείαις τάς ἀρετὰς κατορθοῦντες, τούτοις ἀρεσκόμενος, ὁ Κύριος τοῦ ἔργου δηνάριον παρέχει δι οὗ ψυχὰς λυτροῦται, χρέους ἁμαρτίας, ὁ μόνος πολυέλεος.

(Παράφραση)

Ἐμπρός (λοιπόν) ἄς ἐργασθοῦμε στόν μυστικό (πνευματικό) ἀμπελώνα, καλλιεργώντας καρπούς μετανοίας μέσα σ’ αὐτόν, κοπιάζοντας ὄχι μέ φαγοπότια ἀλλά καλλιεργώντας μέ προσευχές καί νηστείες τίς ἀρετές. Ὁ Κύριος τοῦ ἔργου (Ἰησούς Χριστός) εὐαρεστούμενος μέ ὅλα αὐτά προσφέρει ἀνταμοιβή, μέ τήν ὁποία λυτρώνει τίς ψυχές ἀπό τό χρέος τῆς ἁμαρτίας ὁ μόνος Πολυεύσπλαγχνος.


Δείτε σχετικά:

Πέμπτη 27 Μαρτίου 2014

Κατηχητικὸς Λόγος ΚΖ´ (Ὅσιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος)




Ὁ Κύριος Ἰησοῦς καὶ Θεός μας χωρὶς νὰ φταίει σὲ τίποτε ραπίσθηκε, ὥστε οἱ ἁμαρτωλοὶ ποὺ θὰ τὸν μιμηθοῦν, ὄχι μόνον νὰ λάβουν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν τους, ἀλλὰ καὶ νὰ γίνουν συγκοινωνοὶ στὴ θεότητά του μὲ τὴν ὑπακοή τους (...).


Ἐκεῖνος ἦταν Θεὸς κι ἔγινε γιὰ μᾶς ἄνθρωπος. Ραπίσθηκε, φτύσθηκε καὶ σταυρώθηκε, καὶ μὲ ὅσα ἔπαθε ὁ ἀπαθὴς κατὰ τὴ θεότητα εἶναι σὰν νὰ μᾶς διδάσκει καὶ νὰ λέει στὸν καθένα μας:
«Ἂν θέλεις, ἄνθρωπε, νὰ γίνεις Θεός, νὰ κερδίσεις τὴν αἰώνια ζωὴ καὶ νὰ ζήσεις μαζί μου, πράγμα ποὺ ὁ προπάτοράς σου, ἐπειδὴ τὸ ἐπεδίωξε μὲ κακὸ τρόπο, δὲν τὸ πέτυχε, ταπεινώσου, καθὼς ταπεινώθηκα κι ἐγὼ γιὰ σένα- ἀπόφυγε τὴν ἀλαζονεία καὶ τὴν ὑπερηφάνεια τοῦ δαιμονικοῦ φρονήματος, δέξου ραπίσματα, φτυσίματα, κολαφίσματα, ὑπόμεινέ τα μέχρι θανάτου καὶ μὴν ντραπεῖς.
»Ἂν ὅμως ἐσὺ ντραπεῖς νὰ πάθεις κάτι χάρη τῶν ἐντολῶν μου, καθὼς ἐγὼ ὁ Θεὸς ἔπαθα γιὰ σένα, θὰ θεωρήσω κι ἐγὼ ντροπή μου τὸ νὰ εἶσαι μαζί μου κατὰ τὴν ἔνδοξη ἔλευσή μου καὶ θὰ πῶ στοὺς ἀγγέλους μου:
»Αὐτὸς κατὰ τὴν ταπείνωσή μου ντράπηκε νὰ μὲ ὁμολογήσει καὶ δὲν καταδέχθηκε νὰ ἐγκαταλείψει τὸν κόσμο καὶ νὰ γίνει ὅμοιός μου. Τώρα λοιπὸν ποὺ ἀπογυμνώθηκε ἀπὸ τὴ φθαρτὴ δόξα τοῦ Πατέρα μου, θεωρῶ ντροπή μου ἀκόμη καὶ νὰ τὸν βλέπω. Πετάξτε τον λοιπὸν ἔξω: ἀρθήτω ὁ ἀσεβής, ἵνα μὴ ἴδῃ τὴν δόξαν Κυρίου (Ἡσ. 26,10) (=διῶξτε τὸν ἀσεβῆ γιὰ νὰ μὴ δεῖ τὴ δόξα τοῦ Κυρίου)». (...).

Φρίξετε, ἄνθρωποι, καὶ τρομάξετε, καὶ ὑπομείνετε μὲ χαρὰ τὶς ὕβρεις ποὺ ὁ Θεὸς ὑπέμεινε γιὰ τὴ σωτηρία μας... Ὁ Θεὸς ραπίζεται ἀπὸ ἕναν τιποτένιο δοῦλο... καὶ σὺ δὲν καταδέχεσαι νὰ τὸ πάθεις αὐτὸ ἀπὸ τὸν ὁμοιοπαθῆ σου ἄνθρωπο; Ντρέπεσαι νὰ γίνεις μιμητὴς τοῦ Θεοῦ; καὶ πῶς θὰ συμβασιλεύσεις μ᾿ αὐτὸν καὶ θὰ συνδοξασθεῖς στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἂν δὲν ὑπομείνεις τὸν ἀδελφό σου; Ἂν κι ἐκεῖνος δὲν καταδεχόταν νὰ γίνει ἄνθρωπος γιὰ σένα καὶ σ᾿ ἄφηνε νὰ κείτεσαι μέχρι τώρα στὴν πτώση τῆς παραβάσεως, δὲν θὰ βρισκόσουν τώρα στὸν πυθμένα τοῦ Ἅδη, ἄθλιε, μὲ τοὺς ἄπιστους καὶ τοὺς ἀσεβεῖς;

Ἀλλὰ τί θὰ ποῦμε πρὸς αὐτοὺς ποὺ δῆθεν ἐγκατέλειψαν τὰ πάντα κι ἔγιναν φτωχοὶ γιὰ τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν;
Ἀδελφέ, φτώχυνες καὶ μιμήθηκες τὸ Δεσπότη Χριστὸ καὶ Θεό σου. Βλέπεις λοιπὸν ὅτι τώρα ζεῖ καὶ συναναστρέφεται μαζί σου, αὐτὸς ποὺ βρίσκεται ὑπεράνω ὅλων τῶν οὐρανῶν. Νά, βαδίζετε τώρα οἱ δυὸ μαζί - κάποιος σᾶς συναντάει στὸ δρόμο τῆς ζωῆς, δίνει ράπισμα στὸν Δεσπότη σου, δίνει καὶ σὲ σένα. Ὁ Δεσπότης δὲν ἀντιλέγει καὶ σὺ ἀντεπιτίθεσαι; «Ναί», λέει, «γιατί εἶπε σὲ κεῖνον ποὺ τὸν ράπισε: εἰ κακῶς ἐλάλησα, μαρτύρησον περὶ τοῦ κακοῦ - εἰ δὲ καλῶς, τί μὲ δέρεις; (Ἰω. 18,23). (=Ἂν εἶπα κάτι κακό, πὲς ποιὸ ἦταν - ἂν ὅμως μίλησα σωστά, γιατί μὲ χτυπᾶς;)».
Αὐτὸ ὅμως δὲν τὸ εἶπε ἀντιμιλώντας, ὅπως φαντάστηκες, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἐκεῖνος ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ (=δὲν ἔκανε ἁμαρτία, οὔτε βρέθηκε δόλος στὸ στόμα του).

Καὶ γιὰ νὰ μὴ νομισθεῖ, ὅτι, ἐπειδὴ τάχα ἁμάρτησε, δίκαια τὸν χτύπησε ὁ δοῦλος λέγοντάς του: οὕτως ἀποκρίνει τῷ ἀρχιερεῖ; (Ἰω. 18,22)- (=ἔτσι ἀποκρίνεσαι στὸν ἀρχιερέα;), γιὰ νὰ ἀποδείξει λοιπὸν ἀνεύθυνο τὸν ἑαυτό του, εἶπε τὸν παραπάνω λόγο. Δὲν εἴμαστε ὅμως ὅμοιοί του ἐμεῖς οἱ ὑπεύθυνοι γιὰ πολλὲς ἁμαρτίες.

Ἔπειτα, μολονότι ὑπέμεινε πολὺ χειρότερα ἀπ᾿ αὐτό, δὲν μίλησε καθόλου, ἀλλὰ μᾶλλον προσευχήθηκε γιὰ τοὺς σταυρωτές του.
Ἐκεῖνος, ἂν καὶ τὸν περιέπαιζαν, δὲν ἀγανακτοῦσε, καὶ σὺ γογγύζεις;
Ἐκεῖνος ἀνέχεται φτυσίματα, κολαφίσματα καὶ φραγγελώσεις, καὶ σὺ δὲν ἀνέχεσαι οὔτε ἕνα σκληρὸ λόγο;
Ἐκεῖνος δέχεται σταυρὸ καὶ τὴν ὀδύνη τῶν καρφιῶν κι ἀτιμωτικὸ θάνατο, καὶ σὺ δὲν καταδέχεσαι νὰ ἐκτελέσεις τὰ ταπεινὰ διακονήματα;

Πῶς λοιπὸν θὰ γίνεις συγκοινωνὸς στὴ δόξα, ἀφοῦ δὲν καταδέχεσαι νὰ γίνεις συγκοινωνὸς στὸν ἀτιμωτικό του θάνατο; Μάταια στ᾿ ἀλήθεια ἐγκατέλειψες τὸν πλοῦτο (...), ἀφοῦ δὲν δέχθηκες νὰ σηκώσεις τὸν σταυρό, δηλ. νὰ ὑπομείνεις πρόθυμα τὴν ἐπίθεση ὅλων τῶν πειρασμῶν - ἔτσι ἀπόμεινες μόνος στὸν δρόμο τῆς ζωῆς καὶ χωρίσθηκες δυστυχῶς ἀπὸ τὸν γλυκύτατο Δεσπότη καὶ Θεό σου!



(ἀπὸ τὸ βιβλίο «Σταυροαναστάσιμα», ἔκδοσις Ἱ.Μ. Ἁγίου Συμεὼν Νέου Θεολόγου, Τ.Κ. 19014 - Κάλαμος Ἀττικῆς)

Τετάρτη 26 Μαρτίου 2014

Ο Αόρατος πόλεμος - ΟΣΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ-ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ KΕ'





Πῶς πρέπει νὰ διορθώνουμε τὴν φαντασία καὶ τὴν ἐνθύμησί μας.



Ἀφοῦ μιλήσαμε σχετικὰ γιὰ τὴν διόρθωσι τῶν αἰσθήσεών μας, ἐπακόλουθο εἶναι νὰ ποῦμε ἐδῶ καὶ πῶς πρέπει νὰ διορθώνουμε τὴν φαντασία καὶ ἐνθύμησί μας, ἐπειδὴ καὶ κατὰ τὴν γνώμη ὅλων σχεδὸν τῶν φιλοσόφων, ἡ φαντασία καὶ ἡ ἐνθύμησις, δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο, παρὰ μία ἀποτύπωσις ὅλων ἐκείνων τῶν αἰσθητῶν πραγμάτων, ποὺ εἴδαμε, ἀκούσαμε καὶ μυριστήκαμε καὶ γευτήκαμε καὶ πιάσαμε. Καὶ γιὰ νὰ πῶ μὲ συντομία, ἡ φαντασία καὶ ἐνθύμησις, εἶναι μία ἐσωτερικὴ κοινὴ αἴσθησις, ἡ ὁποία φαντάζεται καὶ θυμᾶται καθαρὰ ὅλα, ὅσα οἱ ἐξωτερικὲς πέντε αἰσθήσεις μας πρόλαβαν νὰ προαισθανθοῦν. Καὶ κατὰ κάποιο τρόπο, ἡ μὲν αἴσθησις καὶ τὰ αἰσθητά, παρομοιάζονται μὲ τὴν σφραγίδα, ἐνῷ ἡ φαντασία, μὲ τὸ ἀποτύπωμα τῆς σφραγίδας.

Ἡ φαντασία αὐτὴ καὶ ἡ ἐνθύμησις μᾶς δόθηκε μετὰ τὴν παράβασι γιὰ νὰ τὴν μεταχειρισθοῦμε, ὅταν οἱ ἐξωτερικές μας αἰσθήσεις ἡσυχάζουν καὶ ὅταν δὲν ἔχουμε μπροστά μας παρόντα τὰ αἰσθητὰ ἐκεῖνα πράγματα, ποὺ πέρασαν ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις καὶ τυπώθηκαν σὲ αὐτήν. Γιατὶ εἶναι ἀδύνατο νὰ ἔχουμε πάντα παρόντα ὅλα ὅσα γνωρίσαμε καὶ ἀκούσαμε καὶ μυρίσαμε καὶ γευθήκαμε καὶ πιάσαμε, γι᾿ αὐτὸ τὰ φέρνουμε μπροστά μας μὲ τὴν φαντασία καὶ τὴν ἐνθύμησι, ποὺ τὰ ἔχει τυπωμένα καὶ ἔτσι μιλοῦμε γι᾿ αὐτὰ καὶ σκεπτόμαστε, σὰν νὰ τὰ εἴχαμε καὶ μπροστά μας.

Γιὰ παράδειγα· ἐσὺ πῆγες μία φορὰ καὶ εἶδες τὴν Σμύρνη, ἔπειτα ἔφυγες ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πλέον δὲν τὴν βλέπεις μὲ τὴν ἐξωτερικὴ αἴσθησι τῶν ματιῶν, ἀλλὰ ὅμως μὲ τὴν ἐσωτερικὴ αἴσθησι δηλαδή, μὲ τὴν φαντασία καὶ ἐνθύμησι, ὅταν θέλῃς, φέρνεις τὴν Σμύρνη μπροστά σου καὶ τὴν βλέπεις, σὰν νὰ ἦταν καὶ παρόν, μὲ τὸ ἴδιο σχῆμα καὶ διάστημα καὶ μέγεθος καὶ τοποθεσία, ποὺ ἔχει· ὄχι πὼς τότε πηγαίνεις καὶ βλέπεις τὴν Σμύρνη, (καθὼς νομίζουν μερικοὶ ἀμαθεῖς). Ἀλλὰ βλέπεις τὴν εἰκόνα τῆς Σμύρνης, τὴν ὁποία ἔχει τυπωμένη μέσα ἡ φαντασία καὶ ἡ ἐνθύμησίς σου. Αὐτὴ ἡ φαντασία τῶν αἰσθητῶν εἶναι, ποὺ μᾶς ἐνοχλεῖ καὶ μέσα στὸν ὕπνο καὶ μᾶς κάνει νὰ βλέπουμε τὰ διάφορα καὶ πολυποίκιλα ὄνειρα, στὰ ὁποῖα πρόσεχε νὰ μὴ πιστεύῃς ποτέ.

Ἐπειδὴ ὅμως ἡ φαντασία αὐτή, εἶναι μιὰ παράλογη καὶ χοντρὴ ἀποτύπωσις τῶν πέντε αἰσθήσεων καὶ φαντάζεται τὰ αἰσθητὰ μὲ τὸ σχῆμα καὶ χρῶμα καὶ τὸ μέγεθός τους, ὅπως εἴπαμε.

Α. Νὰ γνωρίζῃς, δὲ ὅτι ὁ Θεός, ὅπως εἶναι ἔξω ἀπὸ ὅλες τὶς αἰσθήσεις μαζὶ καὶ τὰ αἰσθητὰ καὶ πέρα ἀπὸ κάθε σχῆμα καὶ χρῶμα καὶ διάστημα καὶ τόπο, ὡς ἐντελῶς ἀσχημάτιστος καὶ ἄμορφος καὶ ὑπάρχει παντοῦ καὶ πάνω ἀπὸ ὅλα, ἔτσι εἶναι καὶ ἔξω ἀπὸ κάθε φαντασία. Καὶ στὴ συνέχεια, γνώριζε, ὅτι ἡ φαντασία εἶναι μία δύναμις τῆς ψυχῆς, ποὺ δὲν ἔχει ἐπιδεξιότητα νὰ ἑνωθῆ μὲ τὸν Θεό, γιὰ αὐτὰ τῆς τὰ ἐλαττώματα (Βλέπε στὴ Φιλοκαλία, ποὺ λέγει, ὅτι «καμία φαντασία δὲν ἔχει θέσι στὴν περίπτωσι τοῦ Θεοῦ. Διότι γενικὰ εἶναι πάνω ἀπὸ κάθε ἔννοια»).

Β´. Γνώριζε, ὅτι καὶ ὁ ἑωσφόρος καὶ ὁ πρῶτος τῶν Ἀγγέλων, ὄντας πρὶν ἀνώτερος τῆς παράλογης φαντασίας καὶ πέρα ἀπὸ κάθε σχῆμα καὶ χρῶμα καὶ αἴσθησι ὡς νοῦς λογικὸς καὶ ἄϋλος καὶ ἀσχημάτιστος καὶ ἀσώματος, ὕστερα ἀφοῦ φαντάσθηκε καὶ ἐσχημάτισε μὲ τὸ νοῦ του τὴν ἰσοθεΐα, ἔπεσε ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἄμορφη καὶ ἀσχημάτιστη καὶ ἀπαθῆ καὶ ἑνιαία, ἀσώματη κατάστασι τοῦ νοῦ, κάτω στὴ πολυσχημάτιστη καὶ πολυμέριστη καὶ παχυλὴ αὐτὴ φαντασία, ὅπως εἶναι γνώμη πολλῶν θεολόγων καὶ ἔτσι, ἀπὸ ἄγγελος ἀσχημάτιστος, ἄϋλος καὶ ἀπαθής, ἔγινε διάβολος, ὑλικός, κατὰ κάποιο τρόπο, πολύσχημος καὶ ἐμπαθής (51). Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὀνομάζεται ἀπὸ τοὺς θείους Πατέρες ζωγράφος ποὺ μιμεῖται τὰ πάντα καὶ φίδι πολύμορφο καὶ τρώει τὴν γῆ τῶν παθῶν, φαντασιοκόπος καὶ ἄλλα παρόμοια ὀνόματα. Ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸ Θεὸ παρομοιάζεται ὡς δράκος μὲ σῶμα, μὲ οὐρά, μὲ νεῦρα, μὲ πλευρά, μὲ ράχη, μὲ μύτη, μὲ μάτια, μὲ στόμα, μὲ χείλη, μὲ δέρμα, μὲ σάρκα καὶ μὲ ἄλλα παρόμοια μέλη. Καὶ βλέπε στὸ μ´καὶ μα´ κεφάλαιο τοῦ Ἰώβ. Ὁπότε, ἀπὸ αὐτὰ μάθε, ἀγαπητέ, ὅτι ἡ φαντασία μὲ διάφορες μορφές, καθὼς εἶναι ἐφεύρεσι καὶ καρπὸς τοῦ διαβόλου, ἔτσι τοῦ εἶναι καὶ πολὺ ἐπιθυμητή. Ἐπειδή, σύμφωνα μὲ τοὺς Ἁγίους (52)αὐτὴ εἶναι τὸ γεφύρι, μέσα ἀπὸ τὸ ὁποῖο περνώντας οἱ δολοφόνοι δαίμονες, ἑνώνονται μὲ τὴν ψυχὴ καὶ ἔτσι τὴν κάνουν κατοικητήριο αἰσχρῶν καὶ πονηρῶν καὶ βλάσφημων λογισμῶν καὶ ὅλων τῶν ἀκαθάρτων ψυχικῶν καὶ σωματικῶν παθῶν.

Γ. Γνώριζε, ὅτι κατὰ τὸν θεολογικώτατο Ἅγιο Μάξιμο καὶ ὁ πρωτόπλαστος Ἀδὰμ κτίστηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ χωρὶς φαντασία. Ἐπειδή, ὁ νοῦς ἐκείνου, καθαρός, μοναδικὸς καὶ πράγματι νοῦς ὤν, δὲν τυπωνόταν, οὔτε σχηματιζόταν ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις καὶ τὰ διάφορα εἴδη τῶν αἰσθητῶν. Ἀλλὰ χωρὶς νὰ μεταχειρισθῆ τὴν κατώτερη δύναμι τῆς φαντασίας καὶ νὰ φαντασθῇ σχήματα καὶ χρώματα καὶ εἴδη καὶ διαστήματα, παρατηροῦσε μὲ τὴν ἀνώτερη δύναμη τῆς ψυχῆς, δηλαδὴ τὴν διάνοια, μόνους γυμνοὺς καὶ ψιλούς τους λόγους τῶν ὄντων, ἄϋλα, καθαρὰ καὶ πνευματικά(53). Ἀλλὰ ὁ ἀνθρωποκτόνος διάβολος, καθὼς αὐτὸς ἔπεσε ἀπὸ τὴν φαντασία, ἔτσι ἔκανε καὶ τὸν Ἀδάμ, νὰ σχηματίσῃ τὸν νοῦ του μὲ τὴν ἰσοθεΐα καὶ νὰ πέσῃ ἀπὸ τὴν ἰδία αὐτὴ τὴν φαντασία καὶ ἔτσι ἀπὸ ἐκείνη τὴν νοερά, ἰσάγγελο, ἑνιαία, λογικὴ καὶ ἀσχημάτιστη ζωή, γκρεμίστηκε ὁ ταλαίπωρος, στὴν αἰσθητική, πολυμέριστη καὶ πολυσχημάτιστη φαντασία αὐτὴ καὶ τὴν κατάσταση τῶν ἀλόγων ζῴων. Ἐπειδὴ ἡ φαντασία εἶναι κυρίως ἰδίωμα τῶν ἀλόγων ζῴων καὶ ὄχι τῶν λογικῶν.

Ἀφοῦ γιὰ μία φορὰ ἔπεσε ὁ ἄνθρωπος σὲ αὐτὴν τὴν κατάστασι, ποιὸς μπορεῖ νὰ πῇ, σὲ πόσα πάθη, σὲ πόσα κακὰ καὶ σὲ πόσες πλάνες κατακρεμίστηκε μέσα ἀπὸ τὴν φαντασία; Γέμισε τὴν ἠθικὴ φιλοσοφία ἀπὸ διάφορες ἀπάτες (54). Γέμισε τὴ φυσικὴ ἀπὸ πολλὲς ψευτοδοξασίες (55), καὶ γέμισε τὴν θεολογία ἀπὸ ψεύτικα καὶ σάπια δόγματα. Γιατὶ, πολλοί, καὶ μεγάλοι καὶ νεώτεροι, θέλοντας νὰ θεωρήσουν καὶ νὰ μιλήσουν σχετικὰ μὲ τὸ Θεὸ καὶ τῶν σχετικῶν, τῶν ἁπλῶν, ἀσχημάτιστων καὶ ἀφάνταστων μυστηρίων, ὅπου ἐνεργεῖ ἡ ἀνώτερη ἀπὸ ὅλες τὶς δυνάμεις, ἡ δύναμις τῆς ψυχῆς, δηλαδή, ὁ νοῦς, πρὶν ἀκόμη νὰ καθαρίσουν τὸ νοῦ τους ἀπὸ τὰ ἐμπαθῆ σχήματα καὶ εἰκόνες τῆς φαντασίας τῶν αἰσθητῶν πραγμάτων, ἀντὶ γιὰ τὴν ἀλήθεια βρῆκαν τὸ ψέμα. Καὶ τὸ μεγαλύτερο κακὸ εἶναι, ὅτι καὶ τὸ ψέμα αὐτό, τὸ ἀσπάστηκαν καὶ τὸ κρατοῦν δυνατὰ σὰν ἀλήθεια καὶ ὄντως ὄν· ἀντὶ γιὰ θεολόγοι, φάνηκαν φαντασιολόγοι, ἀφοῦ παραδόθηκαν σὲ ἀδόκιμο νοῦ, κατὰ τὸν Ἀπόστολο.

Λοιπόν, ἐσὺ ἀδελφέ, ἐὰν ἀγαπᾷς νὰ ἐλευθερωθῇς μὲ εὐκολία ἀπὸ τὶς πλάνες αὐτὲς καὶ τὰ πάθη, ἐὰν ἐπιθυμῇς νὰ νὰ ξεφύγῃς ἀπὸ τὶς διαφόρες παγίδες καὶ τεχνάσματα τοῦ διαβόλου καὶ ἐὰν ἐπιθυμῇς νὰ ἑνωθῇς μὲ τὸν Θεὸ καὶ νὰ πετύχης τὸν θεῖο φωτισμὸ καὶ τὴν ἀλήθεια, πολέμα, ἀλλὰ μὲ ὅλες σου τὶς δυνάμεις πολέμα, νὰ ξεγυμνώσῃς τὸν νοῦ σου ἀπὸ τὰ σχήματα καὶ τὰ χρώματα καὶ τὰ διαστήματα, καὶ γενικὰ ἀπὸ κάθε φαντασία καὶ ἐνθύμησι τῶν αἰσθητῶν πραγμάτων, καὶ καλῶν καὶ κακῶν.

Ἐπειδὴ ὅλα αὐτὰ εἶναι σὰν μολυσμοὶ καὶ λάσπες καὶ σκοτεινιά, ποὺ μολύνουν τὴν καθαρότητα καὶ εὐπρέπεια καὶ λαμπρότητα τοῦ νοῦ καὶ παχαίνουν τὴν ἀϋλία του. Καὶ σχεδόν, κανένα πάθος (56) ψυχικὸ ἢ σωματικὸ δὲν μπορεῖ νὰ πλησίαση τὸν νοῦ, παρὰ διὰ μέσου τῆς φαντασίας αὐτῆς τῶν αἰσθητῶν. Ἀγωνίσου λοιπὸν νὰ φυλάξης αὐτὸ τὸ νοῦ σου ἀχρωμάτιστο, ἀσχημάτιστο, ἄμορφο καὶ καθαρό, καθὼς τὸ ἔπλασε ὁ Θεός.

Αὐτὸ βέβαια μὲ ἄλλο τρόπο δὲν γίνεται, παρὰ ἂν τὸν ἐπιστρέφῃς καὶ τὸν μαζέψης μέσα στὸ στενὸ τόπο τῆς καρδιᾶς σου καὶ ὅλου τοῦ ἐσωτερικοῦ ἄνθρωπου· καὶ ἐκεῖ μέσα νὰ τὸν συνηθίζῃς νὰ βρίσκεται πότε μὲν προσευχόμενος μὲ πένθος, μὲ τὸν ἐσωτερικὸ λόγο τῆς καρδιᾶς, καὶ λέγοντας· «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με»· καὶ νὰ προσέχῃ μόνον τὰ λόγια τῆς προσευχῆς αὐτῆς, (ὅπως σχετικὰ μὲ αὐτό σου λέω στὸ κς´ κεφάλαιο), ἄλλοτε παρατηρώντας τὸν ἴδιο σου τὸν ἑαυτό, μᾶλλον διὰ μέσου τοῦ ἑαυτοῦ σου κατανοώντας τὸν Θεὸ καὶ ἀναπαυόμενος (57)· αὐτὴ ἡ θεωρία καὶ ἡ μελέτη λέγεται κυκλικὴ καὶ ἀπλανής (58). Γιατὶ, ὅπως τὸ φίδι, ὅταν θέλῃ νὰ βγάλη τὸ παλιό του δέρμα, πηγαίνει καὶ περνάει ἀπὸ στενὸ τόπο, ὅπως λένει οἱ φυσιολόγοι, ἔτσι καὶ ὁ νοῦς, μέσα ἀπὸ τὸ στενὸ τόπο τῆς καρδιᾶς καὶ τῆς Νοερᾶς Προσευχῆς ποὺ βρίσκεται μέσα σὲ αὐτήν, φιλτράρεται, βγάζει τὸ φόρεμα τῆς φαντασίας τῶν αἰσθητῶν καὶ κακῶν προλήψεων καὶ γίνεται καθαρός, λαμπρὸς καὶ κατάλληλος στὴν ἕνωσι τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν ὁμοιότητα ποὺ παίρνει μὲ αὐτόν. Καὶ πάλι, καθὼς τὸ νερό, ὅσο ἑνώνεται καὶ περνάει στριμωγμένο μέσα ἀπὸ τοὺς στενοὺς σωλῆνες, τόσο λεπταίνει καὶ δυναμώνεται καὶ ἀνεβαίνει σὲ ὕψος· ἔτσι καὶ ὁ νοῦς, ὅσο ἀσχολεῖται μὲ τὴν ἀκριβῆ μελέτη τῆς καρδιᾶς καὶ τὴ δική του θεωρία, τόσο λεπταίνει, τόσο δυνατώτερος γίνεται καὶ ψηλότερος ἀπὸ κάθε πάθος καὶ ἐπίθεσι λογισμῶν καὶ ἀπὸ κάθε σχῆμα καὶ εἶδος, ὄχι μόνον τῶν αἰσθητῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν νοητῶν, μὲ τὸ νὰ μένουν ὅλα αὐτὰ ἔξω διότι ἐκεῖ μέσα δὲν μποροῦν νὰ μποῦν (59). Ἐὰν καμμιὰ φορὰ πάῃ ὁ νοῦς σου στὰ ἐξωτερικὰ ποὺ βλέπεις καὶ στὶς φαντασίες τοῦ κόσμου, πάλι ξαναγύρισε τὸν μέσα στὸν θάλαμο τῆς καρδιᾶς, ἕως ὅτου νὰ συνηθίσει.

Αὐτὸς εἶναι ὁ πρῶτος καὶ κυριώτερος τρόπος, τὸν ὁποῖον πρέπει νὰ ἔχῃς παντοτεινὸ ἔργο γιὰ νὰ διορθώσῃς, ἀγαπητέ, τὴν φαντασία καὶ τὴν θύμησί σου· τί λέω; Νὰ διορθώσῃς καὶ νὰ ἐξαφανίσῃς ἀπὸ τὴν ρίζα, τὶς κακὲς προλήψεις αὐτῆς καὶ τὰ εἴδωλα. Αὐτὸς ὁ ὁποῖος τρόπος, ὅσο εἶναι καρποφόρος καὶ ὠφέλιμος, τόσο εἶναι καὶ κουραστικός· καὶ ὅσο εἶναι κουραστικός, τόσο εἶναι καὶ δυσκολοεπιχείρητος (γιὰ νὰ μὴν πῶ καὶ δυσκολοπίστευτος), κοντὰ στοὺς πολλοὺς καὶ μάλιστα στοὺς δικούς μας σοφοὺς καὶ διδασκάλους τοῦ τωρινοῦ αἰῶνα, οἱ ὁποῖοι δὲν θέλουν νὰ πιστέψουν στὴν διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τόσων καὶ τόσων θεοφόρων Πατέρων, ποὺ διδάσκουν αὐτὸν τὸν τρόπο στὸ νεοτύπωτο βιβλίο τῆς Φιλοκαλίας, τὸ ὁποῖο εἶναι πιὸ πολύτιμο ἀπὸ κάθε βαρύτιμο πετράδι, στεροῦνται δίκαια τοὺς καρποὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τοὺς ὁποίους ἀπολαμβάνουν πολλοὶ ἀμαθεῖς καὶ ἀγράμματοι: «Τὰ ἀπέκρυψε αὐτὰ ὁ Θεός, κατὰ τὸ λόγιο, ἀπὸ σοφοὺς καὶ συνετοὺς καὶ τὰ φανέρωσε στὰ νήπια» (Λουκ. 10,21). Γιατὶ, ὅσοι δὲν πιστεύουν σ᾿ αὐτὴ τὴ νοερὴ ἐργασία, οὔτε νὰ καταλάβουν μποροῦν τὴν ὠφέλεια ποὺ προέρχεται ἀπὸ αὐτὴ κατὰ τό· «Ἂν δὲν πιστεύσετε, δὲν θὰ καταλάβετε» (Ἡσ. 7,9).

Ὅταν βλέπῃς ὅτι ὁ νοῦς σου κουράζεται καὶ δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ μείνη μέσα στὴν καρδιὰ καὶ στὴν προσευχὴ τοῦ νοῦ ποὺ γίνεται μέσα σὲ αὐτή, τότε χρησιμοποίησε καὶ τὸν β´ τρόπο, δηλαδή, ἄφησε τὸ νὰ βγαίνῃ ἔξω καὶ νὰ ἀσχολῆται μὲ μελέτες καὶ παρατηρήσεις καὶ σὲ νοήματα θεῖα καὶ πνευματικά, τόσο σὲ αὐτὰ ποὺ περιέχονται μέσα στὶς Γραφές, ὅσο καὶ αὐτὰ ποὺ βρίσκονται στὰ κτίσματα, ἰδιαίτερα στὰ νοητά, τὰ ὁποῖα λέγονται στὴν καθομιλουμένη μεταφυσικὰ καὶ ἀφηρημένα τῆς ὕλης. Γιατὶ, αὐτὰ τὰ πνευματικὰ νοήματα, συγγενῆ μὲ τὸν νοῦ ἔχουν καὶ τὴν λεπτότητα καὶ τὴν ἰδιότητα τοῦ ἄϋλου, δὲν τὸν ἀφήνουν νὰ παχαίνῃ, ἀλλὰ τὸν κάνουν μὲ εὐκολία νὰ ἐπιστρέψη στὸν τόπο τῆς καρδιᾶς καὶ νὰ ἑνωθῆ πάλι μὲ τὴν νοερὴ μνήμη τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτὸ λέει, ὁ Θεῖος Μάξιμος, «ὅτι μόνη ἡ πρᾶξις δὲν μπορεῖ νὰ κάνῃ τὸν νοῦ ἀπαθῆ, ἂν δὲν τὸν διαδέχονται πολλὲς καὶ ποικίλες θεωρίες». Πρόσεξε ὅμως, νὰ μὴ ἀσχολῆσαι στοὺς λόγους τῶν ὑλικῶν σωμάτων καὶ ζῴων, δηλαδὴ στὰ λεγόμενα φυσικά, ἀφοῦ εἶσαι ἀκόμη ἐπαθῇς. Γιατὶ μὴ ὄντας ὁ νοῦς σου ἐλεύθερος ἀπὸ τὶς μοχθηρὲς φαντασίες τῶν αἰσθητῶν, πρὶν νὰ διαπεράση μέσα στοὺς πνευματικοὺς καὶ ἄϋλους λογισμούς, ποὺ βρίσκονται μέσα στὰ σώματα καὶ στὰ ζῷα, πιάνεται ἀπὸ μόνο τὴν ἐξωτερικὴ μορφή τους καὶ τὴν ἐπιφάνεια· καὶ εὐχαριστημένος σὲ αὐτή, ἀποκτᾷ ψεύτικες δοξασίες καὶ πάθη, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Μάξιμος, ἀντὶ νὰ βρῇ ἀπάθεια καὶ ἀλήθεια, καθὼς τὸ ἔπαθαν τόσοι καὶ τόσοι φιλόσοφοι, ποὺ καλοῦνται φυσικοί.

Ἢ χρησιμοποίησε καὶ τὸν γ´ τρόπο γιὰ ἀνάπαυσι καὶ παρηγοριὰ τοῦ νοῦ σου· δηλαδή, φαντάσου τὰ μυστήρια της ζωῆς καὶ τοῦ πάθους τοῦ Κυρίου, δηλαδὴ τὴν Γέννησί του στὸ σπήλαιο, τὴν Ὑπαπαντή του στὸ Ναό· τὴν Βάπτισί του στὸν Ἰορδάνη, τὴν Σαρανταήμερη νηστεία του στὴν ἔρημο· τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου του, τὰ διάφορα θαύματα ποὺ ἔκανε· τὴν Μεταμόρφωσί του στὸ Θαβώρ, τὸ νίψιμο τῶν ποδιῶν τῶν μαθητῶν του, τὴν παράδοσι τῶν μυστηρίων, τὴν προδοσία του, τὰ πάθη του· τὸν Σταυρό του, τὸν Ἐπιτάφιό του· τὴν Ἀνάστασί του καὶ τὴν Ἀνάληψί του· τὰ κάθε εἴδους βάσανα τῶν Μαρτύρων καὶ τὶς μακροχρόνιες ἀσκήσεις τῶν Ὁσίων.

Τὸ ἴδιο, μπορεῖς, ἀκόμη γιὰ τὴν συντριβὴ τῆς καρδιᾶς σου καὶ τὴν μετάνοια, νὰ φαντάζεσαι τὸ μυστήριο καὶ τὴν φοβερὴ ὥρα τοῦ θανάτου σου, τὴν τρομερὴ ἡμέρα τῆς Κρίσεως, τὰ διάφορα εἴδη τῶν αἰωνίων κολάσεων, δηλαδή, τὶς λίμνες τῆς αἰώνιας φωτιᾶς· τὶς κατασκότεινες καὶ ὑπόγειες φυλακές· τοὺς πολὺ κρύους τάφους· τὰ σκουλίκια ποὺ πίνουν αἷμα, τὴν συντροφιὰ μὲ τοὺς δαίμονες· φαντάσου ἀκόμη καὶ τὴν ἀπόλαυσι τῆς ἀπερίγραπτης χαρᾶς καὶ τὴν οὐράνια ἐκείνη βασιλεία τῶν δικαίων τὴν αἰώνια δόξα καὶ μακαριότητα· τὸν ἦχο ἐκείνων ποὺ ἑορτάζουν τὴν ἕνωσι μὲ τὸ Θεὸ καὶ τὴν παντοτεινὴ γνωριμία καὶ συγκατοίκησι ὅλων τῶν Ἁγίων (60).

Ἀλλά, γνώριζε, ὅτι δὲν σοῦ λέω νὰ ἀσχολῆσαι πάντα μὲ αὐτά, ἀλλὰ νὰ τὰ μεταχειρίζεσαι μόνο κάποτε κάποτε καὶ μερικὲς φορές, ὥς που νὰ ξεκουρασθῇ ὁ νοῦς σου καὶ πάλι νὰ ἐπιστρέψη στὴν καρδιὰ καὶ ἐκεῖ νὰ ἐργάζεται τὸ ἀφάνταστο καὶ ἀσχημάτιστο, διὰ μέσου τῆς καρδιακῆς μνήμης τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ, ὅπως ὅλα τὰ φερέοικα ζῷα, δηλαδὴ αὐτὰ ποὺ κουβαλᾶνε μαζὶ τὸ σπίτι τους (σὰν τὰ σαλιγκάρια καὶ τὶς χελῶνες) καὶ τὰ ὄστρακα, δὲν ἀναπαύονται πουθενὰ ἀλλοῦ, παρὰ μέσα στὰ ὄστρακα, ποὺ εἶναι ντυμένα καὶ μέσα στὶς τρῦπες τους, ἔτσι καὶ ὁ νοῦς, μὲ φυσικὸ τρόπο, σὲ τίποτα ἄλλο δὲν ἀναπαύεται τόσο, ὅσο, στὸ νὰ βρίσκεται μέσα στὸ σῶμα ποὺ φοράει, δηλαδή, μέσα στὸ θάλαμο τῆς καρδιᾶς καὶ στὸν ἐσωτερικὸ ἄνθρωπο καὶ ἀπὸ ἐκεῖ, σὰν ἀπὸ καμία πολεμήστρα, νὰ πολεμᾷ τοὺς λογισμοὺς καὶ τοὺς ἐχθροὺς καὶ τὰ πάθη, ποὺ ἐκεῖ μέσα εἶναι κρυμμένα, ἂν καὶ οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι αὐτὸ δὲν τὸ γνωρίζουν (61).

Πάνω ἀπὸ ὅλα σου λέω, ὅτι γιὰ νὰ πολεμᾷς καὶ νὰ προφυλάγεσαι καλά, μὴν ἀφίνης τὴν φαντασία καὶ τὴν ἐνθύμησί σου νὰ θυμᾶται ὅλα ἐκεῖνα, ποὺ εἶδες ἢ ἄκουσες ἢ μυρίστηκες ἢ γεύτηκες ἢ ἔπιασες καὶ ἰδιαιτέρως, τὰ ἄσεμνα καὶ κακά. Γιατὶ ἔχει ἐπιβεβαιωθῆ μὲ τὴν δοκιμή, πὼς περισσότερο πόλεμο κάνει κάποιος νὰ ἐλευθερωθῆ ἀπὸ τὴν φαντασία καὶ τὴν ἐνθύμησι ἑνὸς πράγματος, παρὰ ἀπὸ τὴν ἰδία τὴν αἴσθησί του. Ἐπειδὴ τὸ νὰ ἰδῆ κανεὶς - ὑποθετικὰ λέμε - ἢ νὰ μὴν ἰδῆ ἕνα πρόσωπο μὲ πάθος, αὐτὸ εἶναι εὔκολο καὶ πόλεμο τόσο δὲν ἔχει· ὅταν ὅμως τὸ ἰδῆ καὶ τὸ περιεργασθῆ, δὲν εἶναι πλέον εὔκολο, ἀλλὰ χρειάζεται πόλεμος καὶ ἀγῶνας, γιὰ νὰ βγάλη τὴν ἐνθύμησι τοῦ προσώπου ἐκείνου ἀπὸ τὴν φαντασία του.

Καὶ πολλὲς φορές, μία μονάχα, ἐμπαθὴς καὶ περίεργη ματιά, ποὺ ρίξαμε σὲ ἕνα ὄμορφο πρόσωπο, μᾶς ἐντυπώνει στὴ φαντασία τόσο βαθιὰ τὴν ἐνθύμησί του, ποὺ πολεμοῦμε σαράντα ἢ πενήντα χρόνια, μέχρι καὶ αὐτὰ τὰ γηρατειά μας καὶ δὲν μποροῦμε νὰ ἐξαλείψουμε ἐκείνη τὴν ἐνθύμησι καὶ φαντασία. Καὶ εἶναι ἄξιο γιὰ γέλια, ὅτι τὸ πρόσωπο ἐκεῖνο γερνάει καὶ ἀσχημαίνει ἢ πεθαίνει καὶ γίνεται χῶμα· καὶ πολλὲς φορὲς ἐμεῖς οἱ ἴδιοι πιάνουμε μὲ τὰ χέρια μας τὰ ὀστᾶ του στὸν τάφο, ἀλλὰ ἡ φαντασία μας κρατεῖ τόσο σφικτὰ καὶ δυνατὰ τὴν εἰκόνα του, ποὺ πάντα τὸ νομίζει γιὰ νέο καὶ γιὰ ζωντανό· καὶ ἔτσι σὰν παράλογη καὶ τυφλή, μᾶς κάνει νὰ ἁμαρτάνουμε μὲ αὐτὸ στὴ καρδία, σὰν νὰ ἦταν καὶ ἀληθινό, τόσο ὅταν εἴμαστε ξύπνιοι, ὅσο καὶ ὅταν κοιμώμαστε(62).

Ἀκόμη σοῦ ὑπενθυμίζω, νὰ φυλαχθῇς καλὰ καὶ νὰ μὴ πιστεύῃς ἢ τελείως νὰ δέχεσαι ὡς ἀληθινό, ἂν δῇς ξύπνιος ἢ ἐνῷ κοιμᾶσαι, μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά σου ἢ ἔξω κανένα σχῆμα, ὅπως φῶς ἢ φωτιὰ ἢ σὰν εἶδος ἀγγέλου ἢ ἁγίου ἢ κάτι ἄλλο παρόμοιο, ὅ,τι κι ἂν εἶναι.

----------------------------------------------------------------------------------------

51. Ὁπότε καὶ ὁ Σιναΐτης θεοφόρος Γρηγόριος, ἔτσι λέγει περὶ τῶν Δαιμόνων. «Ὄντας κάποτε καὶ αὐτοὶ νοερὰ ὄντα, ἀφοῦ ἐξέπεσαν τῆς ἀϋλίας καὶ τῆς λεπτότητος ἐκείνης, κάθε ἕνας ἀπόκτησε κάποιο ὑλικὸ πάχος, ἔχοντας σῶμα ἀνάλογο μὲ τὴν τάξι καὶ τὴν ἐνέργεια τὴν ὁποία ἔχει κάνει ἀπὸ τὴν ἔξι τῶν παθῶν» (Κεφ. ρκγ´ Φιλοκαλ.). Καὶ συνεχίζοντας παρακάτω λέγει· «ἀπὸ τὴν ἔξι τῶν παθῶν, ἔγιναν κάπως ὑλικοί» (οἱ δαίμονες δηλαδή).
52. Βλέπε στὸ ξδ´ κεφάλαιο Καλλίστου καὶ Ἰγνατίου τῶν Ξανθοπούλων. Φιλοκαλ.
53. Ὁπότε καὶ ὁ νέος Ἀδάμ, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ἂν καὶ εἶχε τὴν φυσικὴ τῶν ὄντων φιλοσοφία καὶ γνῶσι (σχετικὰ μὲ τὴν ὁποία βλέπε στὸ νβ´ κέφ.), δὲν εἶχε ὅμως καὶ τὸν παθητικὸ αὐτὸν καὶ σύμφωνο νοῦ, δηλαδὴ τὴν φαντασία τῶν αἰσθητῶν, ἀλλὰ τὸν ἐνεργείᾳ καὶ ἀπαθῆ, αὐτὸν ποὺ ἐπιβάλλεται ἀμέσως στοὺς ἀσώματους λόγους τῶν ὑπάρξεων, ὅπως εἶναι ἡ γνώμη τῶν θεολόγων. Ὁπότε ὁ θεολόγος ἐκεῖνος, Γεώργιος ὁ Κορέσσιος, σὲ μία ἀπὸ τὶς θεολογικὲς ἀπορίες καὶ λύσεις του σχετικὰ μὲ τὴν ἔνσαρκη οἰκονομία, εἶπε τὰ ἑξῆς· «Ἦταν ἄξιος μισθοῦ ὁ Κύριος... ἐξ αἰτίας τῆς αὐξανομένης ἐπιστήμης (δηλαδὴ τῆς δυσικῆς γνώσεως τῶν ὄντων) ποὺ ὑπάρχει ἀμέσως στὸ Χριστὸ καὶ δὲν ἐμποδίζοταν ἀπὸ τίποτε (ἢ ἀπὸ τὸν ὕπνο), δηλαδὴ ἀπὸ τὶς φαντασίες τοῦ ὕπνου ἢ ἀπὸ κάποια ἄλλη αἰτία, ὅπως συμβαίνει μὲ τὸν νοῦ τῶν ἀνθρώπων διότι ὁ νοῦς τοῦ Χριστοῦ δὲν ἐξαρτόταν ἀπὸ τὶς φαντασίες, πρᾶγμα ποὺ γίνεται ἐμπόδιο στὴν μετάδοσι τῶν νοητῶν στοὺς ἄϋλους λόγους)». Σὲ ἀπόδειξι αὐτοῦ οὔτε λίγο συντείνει καὶ ἐκεῖνο ποὺ λέγει ὁ Βουλγαρίας Θεοφύλακτος (ἑρμην. τοῦ δ´ τοῦ κατὰ Λουκ.) ὅτι ὁ Κύριος δὲν φανταζόταν τὰ βασίλεια τοῦ κόσμου ποὺ τοῦ φανέρωνε ὁ ἐχθρός.
54. Βλ. στὸ τέλος αὐτοῦ τοῦ ἴδιου κεφαλαίου.
55. Βλέπε πιὸ μπροστὰ σὲ αὐτὸ τὸ ἴδιο κεφάλαιο.
56. Γιατὶ ἂν καὶ τύχη καὶ συναρπασθῆ κανεὶς ἀπὸ τὰ μάτια του καὶ δῇ μὲ ἐμπάθεια κανένα ὄμορφο πρόσωπο, πολεμήσῃ ὅμως καὶ δὲν τυπώσῃ στὴν φαντασία του τὴν εἰκόνα τοῦ προσώπου ἐκείνου, βυθίζοντας τὸν νοῦ του μέσα στὴν καρδιά του, γλυτώνει ἀπὸ τὸν ἡδονικὸ συνδυασμὸ τῶν λογισμῶν, γλυτώνει ἀπό τὴν πάλη, γλυτώνει ἀπό τὴν συγκατάθεσι καὶ τελευταῖα γλυτώνει καὶ δὲν πέφτει στὴν διάπραξι τῆς ἁμαρτίας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ θεολόγος Γρηγόριος εἶπε τὰ ἑξῆς: «Μὲ συνήρπασε ὁ ὄφις, ἀλλὰ δὲν μὲ συνέλαβε. Δὲν ἔστησᾳ εἴδωλο τῆς ἁμαρτίας. Ἡ πεῖρα εἶναι εἴδωλο, ἀποφύγαμε τὴν διάπραξι. Αὐτὰ εἶναι τὰ στάδια τῆς πλάνης τοῦ ἐχθροῦ». Ἐὰν ὅμως ἀφήσῃ κάποιος νὰ τυπωθῆ στὴν φαντασία του ἡ εἰκόνα καὶ ἐνθύμησις τοῦ προσώπου ἐκείνου, εὔκολα μπορεῖ νὰ πέσῃ στοὺς μεγαλύτερους βαθμοὺς τῆς ἁμαρτίας ἕως καὶ στὴν διάπραξι αὐτῆς τῆς ἁμαρτίας· ὥστε τὸ κάθετι στὴ φαντασία μένει.
57. Γι᾿ αὐτὸ λέει ὁ μέγας Βασίλειος, ὅταν ὁ νοῦς δὲν σκορπίζεται στὰ ἐξωτερικὰ πράγματα, οὔτε ἁπλώνεται στὸ κόσμο ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις, γυρίζει στὸν ἑαυτό του καὶ μέσα ἀπὸ τὸν ἑαυτό του ἀνεβαίνει στὴν ἔννοια τοῦ Θεοῦ· «νοῦς μὴ σκεδαννύμενος ἐπὶ τὰ ἔξω, μηδὲ ὑπὸ τῶν αἰσθητηρίων εἰς τὸν κόσμον διαχεόμενος, ἐπάνεισι μὲν πρὸς ἑαυτόν, δι᾿ ἑαυτοῦ δέ, πρὸς τὴν τοῦ Θεοῦ ἔννοιαν ἀναβαίνει» (ἐπιστολ. α´).
58. Γιατὶ τρεῖς εἶναι οἱ κινήσεις τῆς ψυχῆς, κατὰ τὸν Ἀρεοπαγίτη Διονύσιο· α´) μὲν ἡ κυκλική, ἡ ὁποία γίνεται ὅταν ἡ ψυχὴ γυρίζῃ ἀπὸ τὰ πολλὰ καὶ ἀπὸ ἔξω πράγματα, πρῶτα μαζεύεται στὸν ἑαυτό της, ἔπειτα ἑνώνεται μὲ τὶς ἑνιαῖες καὶ ἀγγελικὲς δυνάμεις καὶ ἔτσι ἑνώνεται μὲ τὸν χωρὶς ἀρχή καὶ τέλος ἀγαθό, δηλαδὴ τὸν Θεό, β´) ἡ ἑλικοειδής, ἡ ὁποία γίνεται, ὅταν ἡ ψυχὴ κινῆται καὶ παίρνῃ τὶς θεῖες γνώσεις, ὄχι τελείως νοερὰ καὶ ἑνιαῖα καὶ ἀμετάβατα, ἀλλὰ μεταβατικὰ καὶ μὲ σκέψι, ἀπὸ ἕνα νόημα σὲ ἄλλο φερομένη, μὲ ἐνέργειες, μὲ κάποιο τρόπο ἀνακατεμένη ἀπὸ τὴν κυκλικὴ κίνηση καὶ ἀπὸ τὴν εὐθεία, γ´) εὐθεία κίνησις εἶναι, ὅταν ἡ ψυχὴ βγαίνῃ στὴ θεωρία τῶν γύρω ἀπὸ αὐτὴν αἰσθητῶν πραγμάτων καὶ ἀπὸ τὰ ἀπὸ ἔξω καὶ αἰσθητά, ὡσὰν ἀπὸ κάποιες εἰκόνες διάφορες καὶ πολλές, ἀναβαίνει στὶς ἁπλὲς καὶ ἑνιαῖες θεωρίες. (Περὶ θείων ὀνομάτων, κεφ. δ´). Λέγεται κυκλικὴ ἡ ἀνωτέρα καὶ πρώτη κυρία κίνησις τῆς ψυχῆς, γιατί, καθώς, παραδείγματος χάρι, ὅταν οἱ δυὸ ἄκρες μιᾶς βέργας ἑνωθοῦν, γίνεται στεφάνι καὶ κύκλος, ἔτσι καὶ ὅταν ἡ νοερὰ καὶ γνωστικὴ δύναμις καὶ ἐνέργεια τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία βρίσκεται ἐξαίρετα στὸν ἐγκέφαλο, ὡς σωματικὸ ὄργανο, ἑνωθῆ μὲ τὴν νοερὴ οὐσία τῆς ψυχῆς ποὺ βρίσκεται στὸ κέντρο τῆς καρδιᾶς καὶ τὸ ἐκεῖ καθαρώτατο ζωτικὸ πνεῦμα, ὅπως σὲ ἕνα σωματικὸ ὄργανο, κατὰ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τοὺς νηπτικοὺς Πατέρες (Φιλοκαλία)· ἀπὸ τὴν ἕνωσι καὶ ἐπιστροφὴ τῶν δυὸ αὐτῶν, κάποιος κύκλος γίνεται καὶ μὲ τὸν κύκλο αὐτὸν ἑνώνεται ὁ νοῦς μὲ τὴν θεία χάρι, ἡ ὁποία βρίσκεται στὸ μέσο της καρδιᾶς.
59. Γιὰ νὰ ἀναφέρω κάποιο καλύτερο παράδειγμα· ὅπως οἱ ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου, ὅσο ἀπομακρύνονται ἀπὸ τὸ κέντρο καὶ τὸ μέσον τοῦ γυαλιοῦ, ποὺ ἀνάβει τὴν ἴσκα, τόσο ἀσθενέστερες, ἀραιότερες καὶ σκοτεινότερες γίνονται, καὶ ὅσο συμμαζεύονται στὸ κέντρο, τόσο δυνατώτερες, πυκνότερες καὶ λαμπρότερες γίνονται, κατὰ αὐτὸ τὸν τρόπο καὶ ὁ νοῦς καὶ οἱ γνωστικὲς δυνάμεις τῆς ψυχῆς, ὅσο μαζεύονται στὸ κέντρο τῆς καρδιᾶς, τόσο δυνατώτερες καὶ λαμπρότερες γίνονται.
60. Ἂν μὲ αὐτὰ τὰ θεῖα νοήματα καὶ τὶς μελέτες ζωγράφιζες, ἀδελφέ, τὸν χάρτη τῆς φαντασίας σου, ὄχι μόνο θὰ γλυτώσῃς ἀπὸ τὶς πονηρὲς ἐνθυμήσεις καὶ κακοὺς λογισμούς, ἀλλὰ καὶ θὰ ἐπαινεθῇς μὲ παρρησία σὲ ἐκείνη τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως· γιατὶ λέγει ὁ μέγας Βασίλειος στὸν λόγο περὶ Παρθενίας, ὅτι κάθε ἄνθρωπος ποὺ βρίσκεται στὸ σῶμα του, παρομοιάζεται μὲ ἕνα ζωγράφο, ποὺ ζωγραφίζει κάποια εἰκόνα μέσα σὲ ἀπόκρυφο τόπο. Καθὼς λοιπὸν ὁ ζωγράφος ἐκεῖνος, ὅταν βγάλη ἔξω στὸ θέατρο τὴν εἰκόνα του, ἐπαινεῖται μὲν ἀπὸ τοὺς θεατές, ἂν ζωγράφησε ἀπάνω σὲ αὐτὴ χαρακτῆρες ἁγίων καὶ ἄλλα ὡραῖα καὶ ἀξιοθέατα πράγματα, κατηγορεῖται ὅμως, ἂν ζωγράφησε σὲ αὐτὴ συχαμερά, ἄσεμνα καὶ ἀξιομίσητα πράγματα, κατὰ αὐτὸ τὸν τρόπο καὶ κάθε ἄνθρωπος, ὅταν μετὰ τὸ θάνατον βρεθῆ στὴν Κρίσι τοῦ Θεοῦ, θὰ ἐπαινεθῇ καὶ θὰ μακαρισθῆ ἀπὸ Θεὸ καὶ Ἀγγέλους καὶ Ἁγίους, ἂν στόλισε τὸν νοῦ του καὶ τὴν φαντασία του μὲ λαμπρά, θεῖα καὶ πνευματικὰ νοήματα. Καὶ πάλι, θὰ ντραπῆ καὶ θὰ κατακριθῆ, ἂν γέμισε τὴν φαντασία του μὲ πάθη, μὲ ἄσεμνα καὶ αἰσχρὰ εἴδωλα καὶ εἰκόνες. Καὶ ὁ Θεσσαλονίκης Γρηγόριος θαυμάζει πῶς ἀπὸ τῶν αἰσθητῶν δημιουργεῖται στὴν ψυχὴ μὲ τὴν φαντασία ἢ νοητὸ φῶς, τὸ ὁποῖο παρέχει ζωὴ αἰώνια ἢ νοητὸ καὶ σκοτάδι κολαστήριο (Φιλοκαλία).
61. Καὶ ὅτι μὲν τὰ πάθη καὶ οἱ λογισμοὶ βρίσκονται κρυμμένα στὴ καρδιὰ καὶ ἀπὸ κεῖ βγαίνουν καὶ μᾶς πολεμοῦν, τὸ μαρτυρεῖ ὁ Κύριος, λέγοντας· «Ἀπὸ τὴν καρδιὰ βγαίνουν σκέψεις πονηρές, φόνοι, μοιχεῖες, κλοπές, ψευδομαρτυρίες, βλασφημίες. Αὐτὰ εἶναι ποὺ μολύνουν τὸν ἄνθρωπο» (Ματθ. 15,18-19). Ὅτι ὅμως καὶ οἱ ἐχθροὶ δαίμονες τριγύρω ἀπὸ τὴν καρδιὰ κρύβονται καὶ βρίσκονται (κατ᾿ ἐνέργεια ὅμως καὶ ὄχι κατ᾿ οὐσία, ὅπως λέγει ὁ μέγας τῆς Θεσσαλονίκης Γρηγόριος, Κυριακ. Δ´ Νηστειῶν)· καὶ αὐτὸ τὸ ἴδιο μαρτυρεῖ ὁ ἅγιος Διάδοχος, λέγοντας ὅτι πρὸ μὲν τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος, ἡ θεία χάρις παρακινεῖ τὸν ἄνθρωπο στὰ καλὰ ἀπὸ μέσα, ὁ δὲ σατανᾶς παραφυλάει στὰ βάθη τῆς ψυχῆς καὶ τῆς καρδιᾶς· ἀφοῦ δὲ βαπτισθῇ ὁ ἄνθρωπος, ὁ δαίμονας πηγαίνει ἔξω ἀπὸ τὴν καρδιά, ἐνῷ ἡ χάρις μέσα (κεφ. ος´). Πλὴν καὶ μετὰ τὸ Βάπτισμα (λέγει ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος κεφ. πβ´), παραχωροῦνται νὰ βρίσκωνται στὰ βάθη τοῦ σώματος (καὶ μπορεῖ νὰ πῇ κάποιος στὴν ἐπιφάνεια τῆς καρδιᾶς), γιὰ δοκιμασία τοῦ αὐτεξουσίου καὶ ἀπὸ κεῖ ἐρεθίζουν τὸν νοῦ μὲ τὴν ὑγρότητα τῶν σαρκικῶν ἡδονῶν. Γι᾿ αὐτὸ λένε οἱ Πατέρες, ὅτι οἱ δαίμονες δὲν ἀγαποῦν νὰ γνωρίζουν οἱ ἄνθρωποι, ὅτι αὐτοὶ βρίσκονται μέσα τους, γιὰ νὰ μὴν διώχνουν ἀπὸ ἐκεῖ καὶ τοὺς πολεμοῦν μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὸ ὁποῖο λέγεται μέσα στὴ καρδιά, ὅπως προείπαμε. Ὅτι οἱ δαίμονες βρίσκονται μέσα μας, συμφωνεῖ καὶ ὁ θεολόγος Γρηγόριος, λέγοντας, ὅτι ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ Κύριος, πὼς τὸ ἀκάθαρτο πνεῦμα, ἀφ᾿ οὗ ἐξέλθει ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, πάλιν παίρνει ἑπτὰ ἄλλα πνεύματα καὶ εἰσέρχονται καὶ κατοικοῦν σὲ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπον (Ματθ. 12,43)· αὐτό, λέω, μαρτυρεῖ ὁ ἅγιος, ὅτι γίνεται μετὰ τὸ Βάπτισμα, παραχωροῦντος τοῦ Θεοῦ νὰ μπαίνουν οἱ δαίμονες στὸν βαπτισθέντα, γιὰ τοὺς πονηροὺς λογισμοὺς καὶ τὰ λόγια καὶ τὰ κακὰ ἔργα, ποὺ θὰ κάνῃ μετὰ τὸ Βάπτισμα (Λόγ. εἰς τὰ Φῶτα· βλ. καὶ τὸ κ´ κεφάλ. τοῦ β´ μέρους).
62. Βλέπε ὅτι σοῦ ἔφερα παράδειγμα ἀπὸ τὴν φαντασία ποὺ γεννᾶται ἀπὸ τὴν ὅρασι. Γιατὶ γνώριζε, πὼς ἄλλη αἴσθησι δὲν μᾶς πολεμάει τόσο, ὅσο ἡ ὅρασι. Καὶ καθὼς αὐτὴ εἶναι ἡ βασιλικώτερη, ἡ λεπτότερη, ἡ καθαρώτερη ἀπὸ ὅλες τὶς ἄλλες καὶ ἡ συγγενὴς μὲ τὸ νοῦ κατὰ τὴν λαμπρότητα καὶ τὸ ἀσώματο, ὅπως λένε οἱ θεολόγοι, ἔτσι καὶ οἱ φαντασίες ποὺ γίνονται ἀπὸ αὐτή, πολὺ δύσκολα σβύνουν. Κατὰ δεύτερο τρόπο μᾶς πολεμοῦν οἱ φαντασίες ἐκείνων τῶν αἰσχρῶν καὶ πονηρῶν λόγων, ποὺ ἀκούσαμε· καὶ αὐτὸ γνώριζε, ὅτι καθώς, ὅταν ἐνεργοῦν οἱ ἄλλες αἰσθήσεις, τὰ μάτια δὲν εὐχαριστοῦνται, ἂν δὲν βλέπουν καὶ αὐτὰ ἐκεῖνο ποὺ αἰσθάνονται οἱ λοιπὲς αἰσθήσεις, ἔτσι καὶ ἡ φαντασία, δὲν εὐχαριστεῖται, ἂν ἴσως δὲν κάνῃ ὁρατά, ὅλα ὅσα ἀκούγονται καὶ γεύονται καὶ μυρίζονται καὶ πιάνονται κατὰ τὸν Θεσσαλονίκης Γρηγόριο (Φιλοκαλία).

Τό ὄνειδος τῆς ὀρθοδόξου ἁγιογραφίας!



Ὁ πρακτικός Οἰκουμενισμός συστηματικῶς

 διαβρώνει καί ἀλλοιώνει τά πάντα!


 ὑπό τοῦ
 Θεολόγου - Ἁγιογράφου
 Δημητρίου Ἰ. Κάτσουρα


    Ὁ Διευθυντής τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί φερόμενος ὡς ὀρθόδοξος ἐπίσκοπος Φαναρίου Ἀγαθάγγελος ἁγιογράφησε τὸν παπικό “ἅγιο” Φραγκίσκο τῆς Ἀσίζης καί τόν δώρισε στόν φέροντα αὐτό τό ὄνομα αἱρετικό Πάπα Ρώμης, μέ τήν ἐπιγραφή …. «τῆ Α. Ἁγιότητι τῶ Πάπᾳ καί Ἐπισκόπῳ Ρώμης….» κατά τήν πρόσφατη ἐπίσκεψί του (πρό ὀλίγων ἡμερῶν) μετά τῆς συνοδείας του, στό Βατικανό.
Ὄντως θλιβερό τό κατάντημα τῶν ἐπισκόπων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος νά συναγωνίζονται ποιός θά πρωτοπάρει τήν "εὐλογία" τοῦ ἀμετανοήτου αἱρετικοῦ Πάπα, τήν ὁποία ἡ Ὀρθόδοξος Παράδοσι καί ἡ διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων θεωρεῖ ἀλογία!
 Ἄνευ πιέσεων καί ἀναγκῶν μάλιστα, σπεύδουν οἱ ἀνάξιοι ἐγκολπιοφόροι νά δηλώσουν τό σεβασμό καί τήν ἀναγνώρισί των στόν Πάπα, ὁ ὁποῖος ὡς γνήσιος διάδοχος τῶν πρό αὐτοῦ αἱρετικῶν παπῶν ἀποδέχεται καί ἀπολαμβάνει τή δουλοπρέπεια καί αὐτο-ἀναίρεσι τῆς ὀρθοδοξίας τῶν νέων αὐτῶν οὐνιτῶν!
 Ὀφείλομε, ὅμως, ἐν προκειμένῳ νά ἐπισημάνωμε τήν ἰδιαίτερη ἀποκρουστικότητα τῆς ἐνεργείας τοῦ ἐν λόγῳ ἐπισκόπου, ὁ ὁποῖος καί ὡς ὑποτίθεται ὀρθόδοξος ἁγιογράφος κατήντησε θλιβερός μεταπράτης τῆς παπικῆς πλάνης καί αἱρέσεως, ἁγιογραφήσας ἕναν πλανεμένο περί τήν Πίστιν ἄνθρωπο ὡς δῆθενθεούμενο μέλος τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή ὡς ἅγιο τοῦ Θεοῦ! [Σημείωσι: Ἀναγνωρίζων ἔτσι ὅτι στόν Παπισμό εἶναι δυνατή ἡ σωτηρία καί ἡ ἁγιότητα!] Ὡς ἐκ περισσοῦ νά ἐπισημάνωμε ὅτι καί μόνο δι' αὐτῶν κατεστάθη μειοδότης τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως καί ψευδεπίσκοπος!

Ὁ φερόμενος ὡς «ἅγιος Φραγκίσκος» τῆς Ἀσσίζης, τοῦ ὁποίου το ὄνομα φέρει ὁ νέος Πάπας, ἀπεβίωσε σέ ἡλικία 45 ἐτῶν, κατά τό πρῶτο τέταρτο τοῦ 13ου αἰῶνος. Ἀνῆκε στό σχίσμα τοῦ αἱρετικοῦ Παπισμοῦ, πού εἶχε ὁριστικοποιηθεῖ ἤδη πρίν ἀπό δύο αἰῶνες. Εἶναι σημαντικό ἐπίσης περί αὐτοῦ νά ἀναφερθεῖ ὅτι πρός τό τέλος τῆς ζωῆς του ἐμφάνισε τά λεγόμενα «στίγματα τοῦ Χριστοῦ» στό σῶμα του, τά ὁποῖα ὁ Παπισμός θεωρεῖ ὡς θεοσημεῖο, ἐνῶ ἡ Ὀρθόδοξος Παράδοσι βεβαίως δέν τά δέχεται ὡς τέτοια.

Στήν ἐφημερίδα «TIME» τοῦ Λονδίνου, στίς 11 Μαρτίου τοῦ 1935, ἀναφέρθηκε γιά πρώτη φορά ἡ ἐπιστημονική ἐξήγηση γι’ αὐτό τό φαινόμενο, ὅτι δηλαδή ἦταν σαρκώματα ἀπό κακοήθη ἑλονοσία πού καμμιά φορά προκαλεῖ αἱμορραγίες κάτω ἀπό τό δέρμα, ἀπό τόν Δρ. E. F. Hartung. Οἱ σημερινοί ἐπιστήμονες ἔχουν διατυπώσει τήν ἄποψι ὅτι πρόκειται γιά φαινόμενο πού συναντᾶται σέ ὁρισμένο τύπο «ὑστερικῶν» καί «ψυχαναγκαστικῶν» προσωπικοτήτων.
Πόσο, τελικῶς, ἀλλοτριωμένοι ἀπό τήν Ὀρθόδοξο Παράδοσι καί διδασκαλία μπορεῖ να εἶναι οἱ σημερινοί ἐπίσκοποι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὥστε νά μή θέλουν νά ξεχωρίσουν καί διακρίνουν τήν ἀλήθεια ἀπό τό ψεῦδος, τήν Ὀρθοδοξία ἀπό τήν αἵρεσι, τήν ἁγιότητα ἀπό τήν πλάνη καί τήν ἀπάτη, τό φῶς ἀπό τό σκοτάδι;
Γι’ αὐτό, ἐπιβάλλεται οἱ πιστοί πού ποθοῦν τήν σωτηρία των, δηλαδή τή θεραπεία των, ἡ ὁποία προσφέρεται μόνο μέσα στό μέγα Θεραπευτήριο πού εἶναι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, νά ἀπομακρύνονται ἀπό τέτοιους ἐπισκόπους, δῆθεν ἱατρούς καί ἐν τοῖς πράγμασι ἀποδεικνυομένους κομπογιαννίτες. Νά ἐφαρμόζουν πιστῶς τόν λόγο τοῦ Κυρίου περί αὐτῶν («εἰ ὁ ὀφθαλμός σου σκανδαλίζει σε, ἔξελε αὐτόν καί βάλε ἀπό σοῦ», τουτέστιν, κατά τόν Μ. Ἀθανάσιο, μή τόν ἐμπιστεύεσαι καί μή τόν ἀκολουθεῖς), οἱ ὁποῖοι ὄφειλον νά μή σκανδαλίζουν τούς πιστούς, ἀλλά νά εἶναι οἱ ὑγιεῖς ὀφθαλμοί τῆς Ἐκκλησίας!

Τρίτη 25 Μαρτίου 2014

Διακήρυξις τοῦ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανοῦ (1821)



Μαρτυρία ἐνάρξεως τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821

Μία ἀδιάσειστη μαρτυρία: Ὑπάρχουν ἀδιάσειστα ἱστορικὰ ἔγγραφα, σύμφωνα μὲ τὰ ὁποῖα ἀποδεικνύεται, περίτρανα πλέον, ὅτι στὶς 20 Μαρτίου 1821 (μὲ τὸ παλαιὸ Ἡμερολόγιο ποὺ ἀκολουθοῦσε τότε ἡ χώρα μας, δηλαδὴ στὶς 8 Μαρτίου μὲ τὸ νέο) ὁ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανὸς ἐκήρυξε τὴν ἔναρξη τοῦ Ἀγώνα στὴν Ἁγία Λαύρα, προσδιορίζοντας τὴν ἑπομένη ὡς ἡμέρα ἐπιθέσεως γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Πάτρας. Σωστά, λοιπόν, ὡς ἡμέρα ἀπελευθερώσεως τῆς πόλεως τῶν Καλαβρύτων ἑορτάζεται ἡ 21η Μαρτίου, πρῶτα ἀπὸ ὁλόκληρη τὴ σκλαβωμένη Ἑλλάδα!

Ἐδημοσιεύθη εἰς τὴν ἐφημερίδα τῶν Παρισίων «Le Constitutionnel» τῇ 6ῃ Ἰουνίου 1821. Ἡ μετάφρασις ἐκ τοῦ πρωτοτύπου γαλλικοῦ δημοσιεύματος εἶναι τοῦ καθηγητοῦ Ἀνδρέα Βελισσαρίου.


Ἡ Συνταγματική 

Ἐφημερίδα Ἐμπορίου, Πολιτικῆς καὶ Γραμμάτων 
Ἐξωτερικόν
Πελοπόννησος

Διακήρυξις τοῦ Γερμανοῦ, Ἐξάρχου τῆς πρώτης κατὰ τὴν τάξιν Ἀχαΐας, Ἀρχιεπισκόπου Πατρῶν, πρὸς τὸν Κλῆρον καὶ τοὺς πιστοὺς τῆς Πελοποννήσου, ἡ ὁποία ἐξεφωνήθη ἐντὸς τῆς Μονῆς τῶν Ἀδελφῶν τῆς Λαύρας τοῦ ὄρους Βελιᾶ τὴν 8ην (20ὴν) Μαρτίου 1821.
«Πολυαγαπημένοι μας ἀδελφοί, ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος ἐτιμώρησε (ἐνν. διὰ τῆς ὑποδουλώσεως εἰς τὸν κατακτητὴν) τοὺς πατέρας μας καὶ τὰ τέκνα των, σᾶς ἀναγγέλλει διὰ τοῦ στόματός μου τὸ τέλος τῶν ἡμερῶν τῶν δακρύων καὶ τῶν δοκιμασιῶν. Ἡ φωνή Του εἶπε ὅτι θὰ εἶσθε ὁ στέφανος τὸν κάλλους Του καὶ τὸ διάδημα τῆς Βασιλείας Του. Ἡ ἁγία Σιὼν δὲν θὰ παραδοθῇ πλέον εἰς τὴν ἐρήμωσιν (Ἡσ. 62,3). Ὁ ναὸς τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος ἐβεβηλώθη, ὡσὰν ἕνας ἄθλιος χῶρος, τὰ σκεύη τῆς δόξης, τὰ ὁποῖα ἐσύρθηκαν εἰς τὸν βοῦρκον (Α´ Μακ. 2, 8-9), θὰ γίνουν καταιγίς! Ἡ ἄβυσσος τὴν ἄβυσσον ἐπικαλεῖται (Ψαλμ. 41,8) ἡ παλαιόθεν (δηλ. ἡ ἐγνωσμένη) εὐσπλαγχνία τοῦ Κυρίου (θρῆνοι Ἱερεμίου 5,1) θὰ ἐπισκιάσῃ τὸν Λαόν Του. Ἡ φυλὴ τῶν Τούρκων ὑπερέβη τὸ μέτρον τῶν ἀνομιῶν, ἡ ὥρα τὸν καθαρμοῦ ἔφθασε, συμφώνως πρὸς τὸν λόγον τοῦ Αἰωνίου: «νὰ πετάξῃς ἔξω, νὰ διώξῃς, τὸν σκλάβον καὶ τὸν υἱόν του» (Γενεσ. 21,10). Νὰ εἶσθε, λοιπόν, ἀγαπημένοι, ὦ γένος τῶν Ἑλλήνων, φυλὴ Ἑλληνική, (ἐνν. καθὼς εἶσθε) δύο φορὲς δοξασμένοι ἀπὸ τοὺς Πατέρες σας, ὁπλισθῆτε μὲ τὸν ζῆλον τοῦ Θεοῦ, ἕκαστος ἐξ ὑμῶν ἂς ζωσθῇ τὴν ῥομφαῖαν του, διότι εἶναι προτιμώτερον νὰ ἀποθάνῃ τις μὲ τὰ ὅπλα ἀνὰ χεῖρας, παρὰ νὰ καταισχύνῃ τὰ ἱερὰ τῆς Πίστεώς του καὶ τὴν Πατρίδα του (Ψαλμ. 44,4). Ἐμπρὸς λοιπὸν «διαῤῥήξωμεν τοὺς δεσμοὺς αὐτῶν καὶ ἀποῤῥίψωμεν ἀφ᾿ ἡμῶν τὸν ζυγὸν αὐτῶν» (Ψαλμ. 2,3), διότι εἴμεθα οἱ κληρονόμοι τοῦ Θεοῦ καὶ οἱ συγκληρονόμοι τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ (Ψαλμ. 8,17).
Οἱ ἄλλοι, καὶ ὄχι ἡμεῖς οἱ ἱερωμένοι (κατὰ λέξιν ἐκτὸς τοῦ ἱερατείου σας), θὰ σᾶς ὁμιλήσουν διὰ τὴν δόξαν τῶν προγόνων σας. Ἐγὼ ὅμως θὰ σᾶς ἐπαναλάβω τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, πρὸς τὸν Ὁποῖον ὀφείλομεν ἀγάπην ἰσχυροτέραν καὶ ἀπὸ τὸν θάνατον (Ἆσμα Ἀσμάτων 8,6).
Αὔριον, ἀκολουθοῦντες τὸν Σταυρόν, θὰ βαδίσωμεν πρὸς αὐτὴν τὴν πόλιν τῶν Πατρῶν, τῆς ὁποίας ἡ γῆ εἶναι ἡγιασμένη ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ ἐνδόξου Μάρτυρος Ἀποστόλου Ἁγίου Ἀνδρέου. Ὁ Κύριος θὰ ἑκατονταπλασιάσῃ τὸ θάῤῥος σας. Ἵνα δὲ προστεθοῦν εἰς ὑμᾶς αἱ ἀναγκαῖαι διὰ νὰ ἀναζωογονηθῆτε δυνάμεις, σᾶς ἀπαλλάσσω ἀπὸ τὴν νηστείαν τῆς Τεσσαρακοστῆς, τὴν ὁποίαν τηροῦμεν. Στρατιῶται τοῦ Σταυροῦ, ὅτι καλεῖσθε νὰ ὑπερασπισθῆτε, εἶναι αὐτὸ τοῦτο τὸ θέλημα τοῦ Οὐρανοῦ. Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος νὰ εἶσθε εὐλογημένοι καὶ συγκεχωρημένοι ἀπὸ πάσας τὰς ἁμαρτίας σας».



NTOKOYMENTO 2o




ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΩΝ ΠΑΤΡΩΝ ΓΕΡΜΑΝΟΥ,

ΤΟΥ ΚΕΡΝΙΤΣΗΣ ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ
ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΡΟΥΧΟΝΤΩΝ ΤΗΣ ΑΧΑΪΑΣ 
ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΡΟΞΕΝΟΝ ΤΗΣ ΒΡΕΤΑΝΝΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
ΜΕ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΝ 26 ΜΑΡΤΙΟΥ 1821


Ἐκλαμπρότατε Κόνσολε τῆς Μεγάλης Βρεττανίας
Ἡμεῖς τὸ ἑλληνικὸν ἔθνος τῶν Χριστιανῶν, βλέποντας, ὅτι ἀπὸ καιρὸν εἰς καιρὸν κατηφρόνουν ἡμᾶς τὸ ὀθωμανικὸν γένος καὶ σκοπεύει ὄλεθρον ἐναντίον μας πότε μὲ ἕνα, πότε μὲ ἄλλον τρόπον, ἀπεφασίσαμεν σταθερῶς ἢ να ἀποθάνωμεν ὅλοι, ἢ νὰ ἐλευθερωθῶμεν, καὶ τούτου ἕνεκα βαστοῦμεν τὰ ὅπλα εἰς χεῖρας, ζητοῦντες τὰ δικαιώματά μας· ὄντες λοιπὸν βέβαιοι, ὅτι ὅλα τὰ χριστιανικὰ βασίλεια γνωρίζουν τὰ δίκαιά μας, καὶ ὄχι μόνον δὲν θέλουν μας ἐναντιωθῇ, ἀλλὰ θέλουν μας συνδράμει, καὶ ὅτι ἔχουν τὴν μνήμην, ὅτι οἱ ἔνδοξοι πρόγονοί μας ἐφάνησάν ποτε ὠφέλιμοι εἰς τὴν ἀνθρωπότητα. Διὰ τοῦτο εἰδοποιοῦμεν τὴν Ἐκλαμπρότητά σας, καὶ σᾶς παρακαλοῦμεν νὰ προσπαθήσετε νὰ εἴμεθα ὑπὸ τὴν εὔνοιαν, καὶ προστασίαν τοῦ μεγάλου Κράτους τούτου.

Ἔρρωσο

Οἱ εἰλικρινεῖς φίλοι σας
1821 Μαρτίου 26


Ὁ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανός

Ὁ Κερνίτσης Προκόπιος
Ὁ Ἀνδρέας Ζαΐμης
Ὁ Ἀνδρέας Λόντος
Ὁ Μπενιζέλος Ῥοῦφος




Πηγή: http://users.uoa.gr/~nektar/history/3contemporary/constitution_hermanus_1821.htm