A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2013

Ἃγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως (13 Νοεμβρίου)



Ὁ μεγάλος αὐτὸς πατέρας καὶ διδάσκαλος τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας γεννήθηκε στὴν Ἀντιόχεια τὸ 347 μ.Χ. Πατέρας του ἦταν ὁ στρατηγὸς Σεκοῦνδος καὶ μητέρα του ἡ Ἀνθοῦσα. Γρήγορα ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα, καὶ ἡ μητέρα του - χήρα τότε 20 ἐτῶν - τὸν ἀνέθρεψε καὶ τὸν μόρφωσε κατὰ τὸν καλύτερο χριστιανικὸ τρόπο. Ἦταν εὐφυέστατο μυαλὸ καὶ σπούδασε πολλὲς ἐπιστῆμες στὴν Ἀντιόχεια - κοντὰ στὸν τότε διάσημο ῥήτορα Λιβάνιο - ἀλλὰ καὶ στὴν Ἀθήνα μαζί μέ τόν γαπημένο του φίλο Μέγα Βασίλειο.

Ὅταν ἀποπεράτωσε τὶς σπουδές του ἐπανῆλθε στὴν Ἀντιόχεια καὶ ἀποσύρθηκε στὴν ἔρημο γιὰ πέντε χρόνια, ὅπου ἀσκήτευε προσευχόμενος καὶ μελετῶντας τὶς Ἅγιες Γραφές. Ἀσθένησε ὅμως καὶ ἐπέστρεψε στὴν Ἀντιόχεια, ὅπου χειροτονήθηκε διάκονος -τὸ 381, σὲ ἡλικία 34 ἐτῶν - ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀντιοχείας Μελέτιο. Ἀργότερα δὲ ἀπὸ τὸν διάδοχο τοῦ Μελετίου Φλαβιανὸ χειροτονήθηκε πρεσβύτερος σὲ ἡλικία 40 ἐτῶν.

Κατὰ τὴν ἱερατική του διακονία ἀνέπτυξε ὅλα τὰ ψυχικά του χαρίσματα, πύρινο θεῖο ζῆλο καὶ πρωτοφανὴ εὐγλωττία στὰ κηρύγματά του. Ἔσειε καὶ συγκλόνιζε τὰ πλήθη τῆς Ἀντιοχείας καὶ συγκινοῦσε τὶς ψυχές τους βαθύτατα. Ἡ φήμη του αὐτὴ ἔφτασε μέχρι τὴν βασιλεύουσα καὶ ἔτσι, τὴν 15η Δεκεμβρίου 397, μὲ κοινὴ ψῆφο βασιλιὰ Ἀρκαδίου καὶ Κλήρου, ἔγινε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, κάτι ποὺ ὁ ἴδιος δὲν ἐπεδίωξε ποτέ. Καὶ ἀπὸ τὴν θέση αὐτὴ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ἐκτὸς ἄλλων, ὑπῆρξε αὐστηρὸς ἀσκητὴς καὶ δεινὸς ἑρμηνευτὴς τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὰ πολλὰ συγγράμματά του (διασώθηκαν 804, περίπου, ὁμιλίες του). Ἔργο ἐπίσης τοῦ Χρυσοστόμου εἶναι καὶ ἡ Θεία Λειτουργία, ποὺ τελοῦμε σχεδὸν κάθε Κυριακή, μὲ λίγες μόνο, ἀπὸ τότε μετατροπές.

Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος κατὰ τὴν διάρκεια τῆς πατριαρχείας του, ὑπῆρξε ἀδυσώπητος ἐλεγκτὴς κάθε παρανομίας καὶ κακίας. Αὐτὸ ὅμως ἔγινε αἰτία νὰ δημιουργήσει φοβεροὺς ἐχθρούς, καὶ μάλιστα αὐτὴν τὴν αὐτοκράτειρα Εὐδοξία, ἐπειδὴ ἤλεγχε τὶς παρανομίες της. Αὐτὴ μάλιστα, σὲ συνεργασία μὲ τὸν τότε Πατριάρχη Ἀλεξαδρείας Θεόφιλο (ἑνὸς μοχθηροῦ καὶ ἀσεβοῦς ἀνθρώπου), συγκάλεσε σύνοδο (παράνομη) ἀπὸ 36 ἐπισκόπους (ὅλοι τους πνευματικὰ ὕποπτοι καὶ δυσαρεστημένοι ἀπὸ τὸν ἅγιο) στὸ χωριὸ Δρῦς τῆς Χαλκηδόνας καὶ πέτυχε τὴν καθαίρεση καὶ ἐξορία τοῦ Ἁγίου σ᾿ ἕνα χωριὸ τῆς Βιθυνίας. Ἡ ἀπόφαση αὐτὴ ὅμως, τόσο ἐξερέθισε τὰ πλήθη, ὥστε ἀναγκάστηκε αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ Εὐδοξία νὰ τὸν ἀνακαλέσει ἀπὸ τὴν ἐξορία καὶ νὰ τὸν ἀποκαταστήσει στὸ θρόνο μὲ ἄλλη συνοδικὴ ἀθωωτικὴ ἀπόφαση (402). Ἀλλὰ λίγο ἀργότερα, ἡ ἀσεβὴς αὐτὴ αὐτοκράτειρα, κατάφερε καὶ πάλι νὰ ἐξορίσει τὸν Ἅγιο (20 Ἰουνίου 404) στὴν Κουκουσὸ τῆς Ἀρμενίας καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὰ Κόμανα, ὅπου μετὰ ἀπὸ πολλὲς κακουχίες καὶ ἄλλες ταλαιπωρίες πέθανε τὸ 407 μ.Χ.

Ὁ Μ.Ι. Γαλανὸς στὸν Συναξαριστή του, μεταξὺ τῶν ἄλλων, ἀναφέρει γιὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο, ὅτι ὑπῆρξε καὶ ἀναγνωρίζεται ὡς ὁ πιὸ ἄριστος καὶ δημοφιλὴς διδάσκαλος τῆς Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας. Κανένας δὲν ἐξήγησε ὅπως αὐτός, μὲ τόσο πλοῦτο καὶ τόση σαφήνεια τὰ νοήματα τῶν θείων Γραφῶν, οὔτε δὲ ὑπῆρξε ἐφάμιλλός του στὴν ἑτοιμολογία, τὴν ἁπλότητα, ἀλλὰ καὶ στὴ φλόγα καὶ τὴ δύναμη τῆς ῥητορείας. Ὑπῆρξε ῥήτορας θαυμαστός, λογοτέχνης ἀπαράμιλλος, βαθύτατος καὶ διεισδυτικότατος, ψυχολόγος καὶ καταπληκτικὸς κοινωνιολόγος μὲ αἴσθημα χριστιανικῆς ἰσότητας, χωρὶς προνομιούχους, μὲ καθολικὴ ἀδελφότητα. Ἀνήκει σ᾿ αὐτοὺς ποὺ φαίνονται «ὡς φωστῆρες ἐν κόσμῳ», δηλαδὴ σὰν φωτεινὰ ἀστέρια μέσα στὸν κόσμο.


Νὰ σημειώσουμε ἐδῶ, ὅτι ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος πέθανε τὴν 14η Σεπτεμβρίου, ἀλλὰ λόγω ἑορτῆς τῆς ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ μετατέθηκε ἡ ἑορτὴ τῆς μνήμης του τὴν 13η Νοεμβρίου. Ἐπίσης τὴν 15η Δεκεμβρίου ἑορτάζουμε τὴ χειροτονία του σὲ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, τὴν 27η Ἰανουαρίου τὴν ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων του, ἀλλὰ ἡ μνήμη του ἑορτάζεται καὶ τὴν 30η Ἰανουαρίου μαζὶ μὲ τὸν Μ. Βασίλειο καὶ τὸν Ἁγ. Γρηγόριο τὸν Θεολόγο. Καὶ τέλος τὴν 26η Φεβρουαρίου ἑορτάζουμε τὴν μνήμη τῆς χειροτονίας του σὲ πρεσβύτερο.                              




Ἀπολυτίκιον 

Ἦχος πλ. δ.
τοῦ στόματός σου καθάπερ πυρσός ἐκλάμψασα χάρις, τὴν οἰκουμένην ἐφώτισεν, ἀφιλαργυρίας τῷ κόσμῳ θησαυροὺς ἐναπέθετο, τὸ ὕψος ἡμῖν τῆς ταπεινοφροσύνης ὑπέδειξεν. Ἀλλὰ σοῖς λόγοις παιδεύων, Πάτερ, Ἰωάννη Χρυσόστομε, πρέσβευε τῷ Λόγῳ Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.





Κοντάκιον

Ἦχος πλ. δ’. Τὴν ὑπὲρ ἡμῶν.

Ἐκ τῶν οὐρανῶν ἐδέξω τὴν θείαν χάριν, καὶ διὰ τῶν σῶν χειλέων, πάντας διδάσκεις, προσκυνεῖν ἐν Τριάδι τὸν ἕνα Θεόν, Ἰωάννη Χρυσόστομε, παμμακάριστε Ὅσιε, ἐπαξίως εὐφημοῦμέν σε· ὑπάρχεις γὰρ καθηγητής, ὡς τὰ θεῖα σαφῶν.



Κάθισμα

Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λογον.

Τῆς ἀρρήτου σοφίας θεοπτικῶς, ἐξαντλήσας τὸν πλοῦτον τὸν γνωστικόν, πᾶσιν ἐθησαύρισας, ὀρθοδοξίας τὰ νάματα, τῶν μὲν πιστῶν καρδίας, ἐνθέως εὐφραίνοντα, τῶν δὲ ἀπίστων ἀξίως, βυθίζοντα δόγματα· ὅθεν δι' ἀμφοτέρων, εὐσεβείας ἱδρῶσιν, ἐδείχθης ἀήττητος, τῆς Τριάδος ὑπέρμαχος, Ἰωάννη Χρυσόστομε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.



Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τοῖς χρυσέοις λόγοις σου, Ἐκκλησία, ἀρδομένη ἅπαντας, ποτίζει νάματα χρυσᾶ, καὶ ἰατρεύει νοσήματα, τῶν σὲ ὑμνούντων, παμμάκαρ Χρυσόστομε.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Σκεῦος ἔνθεον τῆς Ἐκκλησίας, πλοῦτος ἄσυλος τῆς εὐσεβείας, ἀνεδείχθης Ἱεράρχα Χρυσόστομε, ἐν ἀπαθείᾳ φαιδρύνας τὸν βίον σου, τοῖς δεομένοις ἐπαντλήσας τόν ἔλεον, Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Τὴν σοφίαν ἐξ ὕψους καταμαθών, καὶ τὴν χάριν τῶν λόγων παρὰ Θεοῦ, τοῖς πᾶσιν ἐξέλαμψας, ὡς χρυσὸς ἐν καμίνῳ, καὶ τὴν Ἁγίαν Τριάδα, Μονάδα ἐκήρυξας, τήν φιλάργυρον πλάνην, τοξεύσας τοῖς λόγοις σου· ὅθεν καὶ πρὸς ζῆλον, Βασιλίδα ἐλέγξας, ἀδίκως τῆς ποίμνης σου, ἀπελάθης μακάριε, Ἰωάννη Χρυσόστομε· πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

Οἶκος
Τῷ τῶν ὅλων Ποιητῇ κλίνω τὸ γόνυ, τῷ προαιωνίῳ Λόγῳ χεῖρας ἐκτείνω, λόγου ζητῶν χάρισμα, ἵνα ὑμνήσω τὸν Ὅσιον, ὃν αὐτὸς ἐμεγάλυνε· φησὶ γὰρ τῷ Προφήτῃ, ζῶν εἰς τοὺς αἰῶνας, Δοξάζω τοὺς ἐν πίστει δοξάζοντάς με· οὖν ἐν τοῖς πάλαι τὸν Σαμουὴλ ἀνυψώσας, ἐδόξασε νῦν τὸν Ἱεράρχην· τὸ τάλαντον γὰρ ἐπιστεύθη, καλῶς ἐμπορευσάμενος, τῷ Βασιλεῖ προσήγαγε· διὸ καὶ ὑπερύψωσεν αὐτὸν ὑπερούσιος. Τούτου χάριν αἰτῶ ἀνάξιος ἐγὼ λόγον δοθῆναί μοι, ἵνα ἰσχύσω εὐσεβῶς ἀνυμνῆσαι αὐτόν. Τῶν περάτων γὰρ ὑπάρχει καθηγητής, ὡς τὰ θεῖα σαφῶν.



 
Δείτε σχετικά:


ΤΑ'' ΙΣΤΟΡΙΚΑ ''ΠΑΤΡΙΑ'' Δ΄ ΤΟΜΟΣ ΟΛΟΚΛΗΡΟΣ




ΤΑ ΠΑΤΡΙΑ Δ΄ ΤΟΜΟΣ ΟΛΟΚΛΗΡΟΣ  ἀπό τό ἱστολόγιο “EN ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ”

ΤΑ'' ΙΣΤΟΡΙΚΑ ''ΠΑΤΡΙΑ'' Γ΄ ΤΟΜΟΣ ΟΛΟΚΛΗΡΟΣ




ΤΑ ΠΑΤΡΙΑ Γ΄ ΤΟΜΟΣ ΟΛΟΚΛΗΡΟΣ  ἀπό τό ἱστολόγιο “EN ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ"

Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2013

ΚΥΡΙΑΚΗ Η' ΛΟΥΚΑ: Ὁμιλία εἰς τήν παραβολήν τοῦ καλού Σαμαρείτου (Ἃγιος Γερμανός Β' Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως)




Είναι μεγάλο εμπόδιον προς αρετήν η υπερηφάνεια και η έπαρσις. Και όποιος δεν είναι τίποτε, και νομίζει πως είναι μέγας και άξιος, εύκολα πλανάται και κρημνίζεται. Διότι η υπερηφάνεια και η έπαρσις γίνεται εμπόδιον για κάθε καλό σ’ αυτόν που την έχει και τον κάνει μισητόν και απρόσδεκτον στον Θεόν. Διότι «ακάθαρτος παρά Κυρίω πας υψηλοκάρδιος», και «Κύριος υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν». Η υπερηφάνεια είναι η αιτία όλων των κακών, και όσοι την έχουν εγκαταλείπονται από τον Θεόν. Και υστερούμενοι της Θείας βοηθείας, πίπτουν στα πάθη της ατιμίας. Διότι αρκεί μόνη η έπαρσις να σκορπίση όλον τον πλούτον των αρετών. Επειδή όχι μόνον παρακινεί προς κακίαν, αλλά και στην ίδια την αρετήν υποκρυπτομένη, μας προξενεί πολλήν ζημία, διότι μας αναγκάζει από το ένα μέρος να υπομένωμε τους κόπους και τους πόνους, και από το άλλο μας κάνει να χάνωμε τον καρπόν της αρετής, και έτσι δεν κερδίζουμε τίποτε. Άκαιρα λοιπόν κοπιάζει ο υπερήφανος και ματαίως βασανίζεται ταλαιπωρούμενος στους ιδρώτες και αγώνες της αρετής. Διότι ως κυριευμένος από την υπερηφάνειαν απομακρύνεται από την Θείαν βοήθεια και μένει ο ταλαίπωρος έρημος και άπορος από κάθε αγαθόν. Αυτό έπαθε και ο σημερινός Νομικός, ο οποίος ετόλμησε να πειράξη τον Χριστόν, ερωτώντας αυτόν με δόλον και έπαρσιν. Ακούστε λοιπόν τον Θεηγόρον Λουκά τί λέγει στο ιερόν Ευαγγέλιον, να μάθετε σαφέστερα την υπόθεση.

«Τω καιρώ εκείνω, νομικός τις προσήλθε τω Ιησού πειράζων αυτόν και λέγων. Διδάσκαλε, τι ποιήσας ζωήν αιώνιον κληρονομήσω;». Αυτός ο Νομικός ενόμισε ότι θα παγιδεύση και θα παρασύρη τον Κύριον, να τον προστάξη πράγματα που εναντιώνονται στον Νόμο, και του λέγει: τί να κάμω Διδάσκαλε για να κληρονομήσω ζωήν αιώνιον, την οποίαν διδάσκεις και αναγγέλεις στον λαό συχνά και επιμελέστατα; Και επειδή ο Δεσπότης εγνώρισε την πανουργία του Νομικού, του αναφέρει για τον Νόμο, διακρίνοντας μεν τον πειρασμόν του, συγχρόνως δε ελέγχοντας και καταδικάζοντας εκείνον, διότι ενόμιζε πως είναι ενάρετος, χωρίς να είναι: «Ο δε είπε προς αυτόν. Εν τω νόμω τί γέγραπται; Πώς αναγινώσκεις;». Ερωτά ο Κύριος τον Νομικό να αποκριθή, τί γράφει ο Νόμος, για να το ειπή ο ίδιος με το στόμα του, προς έλεγχο και κατάκρισή του. «Ο δε αποκριθείς είπεν. Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της ισχύος σου και εξ όλης της διανοίας σου, και τον πλησίον σου ως σεαυτόν. Είπε δε αυτώ. Ορθώς απεκρίθης». Επειδή ο Νομικός απήγγειλε τις δύο μεγάλες εντολές, ο Κύριος του είπεν ότι καλώς και ορθώς απεκρίθη. Πράγματι, πρώτον πρέπει να αγαπούμε τον Θεόν με όλην την ψυχήν και την καρδία μας, και δεύτερον τον πλησίον μας. Και είναι τόσο δεμένες μεταξύ τους αυτές οι εντολές που δεν ξεχωρίζουν. Διότι όποιος αγαπά τον Θεόν αγαπά και τον πλησίον του, για να φυλάξη το Θείον πρόσταγμα. Και όποιος δεν αγαπά τον αδελφόν του, ούτε τον Θεόν αγαπά, και έτσι παραβαίνει την εντολήν του, η οποία λέγει σε άλλο μέρος του Ευαγγελίου του, ότι σ’ αυτές τις δύο εντολές «όλος ο νόμος και οι προφήται κρέμανται». Αυτές λοιπόν τις δύο εντολές έχουν ως ρίζαν και αιτίαν και αφορμήν όλος ο νόμος και όλοι οι προφήται, και όποιος τις φυλάξει ανελλιπώς και πληρέστατα, έχει εκπληρώσει όλον τον Νόμον. Επειδή ορθώς απεκρίθης, Νομικέ, προτιμώντας αυτές τις δύο μεγάλες εντολές, φύλαξε αυτές και συ καθώς πρέπει, για να ζήσης ζωήν αιώνιον, την οποίαν κληρονομούν όσοι τηρήσουν αυτές τις εντολές.

«Και τις εστί μου πλησίον;». Ο Νόμος ονομάζει πλησίον κάθε άνθρωπον που χρειάζεται βοήθεια, και λέγεται πλησίον επειδή όλοι οι άνθρωποι πλησιάζουμε, είμεθα κοντά ο ένας στον άλλον. Ενώ ο Νομικός εθεωρούσε πλησίον τον ίσον στην αρετή, γι’ αυτό, ως υπερήφανος που ήταν είπε, και ποίος είναι πλησίον μου, δηλαδή ενάρετος σαν εμένα; Και ο Χριστός του αποδεικνύει με ωραιοτάτην παραβολήν σοφώτατα, ότι την εντολήν αυτή την εκπληρώνει όποιος συμπαρίσταται και βοηθεί τον αδελφόν του σε ώρα ανάγκης. «Λαμβάνοντας τον λόγον δε ο Ιησούς είπεν: ένας άνθρωπος κατέβαινεν από την Ιερουσαλήμ προς την Ιεριχώ, και έπεσε πάνω σε ληστάς, οι οποίοι τον εξέδυσαν, τον επλήγωσαν και, αφήνοντάς τον μισοπεθαμένον, έφυγαν. Συνέβη δε να κατεβαίνη στον δρόμον εκείνον ένας ιερεύς, και όταν τον είδε, αντί να τον βοηθήση, τον άφησε και έφυγεν. Ομοίως και ένας Λευίτης, ερχόμενος στον τόπον εκείνον και βλέποντας αυτόν, τον προσεπέρασε και απεμακρύνθη. Κάποιος δε Σαμαρείτης που περιπατούσε σ’ εκείνον τον δρόμον, ήλθε εκεί, και όταν τον είδε τον ευσπλαγχνίσθη και τον επλησίασε, έβαλε λάδι και κρασί στις πληγές του και, αφού τον ανέβασε στο υποζύγιόν του, τον επήγε σε ένα πανδοχείον και τον επεμελήθη. Και την επαύριον, αναχωρώντας, έβγαλε δύο δηνάρια και τα έδωσε στον πανδοχέα λέγοντας. Επιμελήσου τον και όσα εξοδεύσης τα πληρώνω στην επιστροφήν».

Με την παραβολήν αυτήν ο πολυέλεος Κύριος μας διδάσκει να σπλαγχνιζώμεθα τον πλησίον και να βοηθούμε όσον ημπορούμε τους ενδεείς και πτωχούς, διότι δεν υπάρχει οφελιμωτέρα αρετή από αυτήν, επειδή ωφελούνται και τα δύο μέρη. Ο πτωχός και άπορος ωφελείται σωματικώς, λαμβάνοντας τα αναγκαία της φύσεως, και εκείνος που τον ελεεί, ωφελείται ψυχικώς, πράγμα που είναι καλλίτερον. Πλην όμως το νόημα της παραβολής αυτής είναι ότι ο Κύριος την είπε για τον εαυτόν του, ότι δηλαδή έδειξεν ο φιλάνθρωπος τόσην ευσπλαγχνίαν και αγαθότητα στον πληγωμένον άνθρωπον. Και ακούστε την εξήγηση, ώστε να λάβετε πολλήν ωφέλειαν και κατάνυξιν.

Η ανθρωπίνη φύσις κατέβαινεν από την Ιερουσαλήμ, η οποία ερμηνεύεται όρασις ειρήνης, δηλαδή από την ειρηνικήν διαγωγήν, στην Ιεριχώ, η οποία είναι χαμηλή και πνιγηρά από τον καύσωνα [Η Ιεριχώ είναι από τα χαμηλώτερα μέρη της γης, ευρισκομένη 270 μέτρα κάτω από την επιφάνεια της Θαλάσσης], που σημαίνει ότι ο άνθρωπος ήλθε στην εμπαθή και κτηνώδη ζωήν. Και δεν είπε κατέβη, αλλά κατέβαινεν, διότι η ανθρωπίνη φύσις τρέχει και αυτή στον κατήφορον, όπως τα ύδατα των ποταμών, και προσέχει όλως δι’ όλου στην λάσπην και τον βόρβορον της αμαρτίας. Αυτή έπεσε πάνω στους ληστάς δαίμονας, οι οποίοι της αφήρεσαν το ένδυμα της αρετής και έπειτα την επλήγωσαν με αμαρτήματα διάφορα. Διότι οι δαίμονες πρώτα μας απογυμνώνουν από τους καλούς λογισμούς και από την σκέπην και βοήθειαν του Θεού, και τότε μας πληγώνουν με αμαρτήματα και μας αφήνουν ερήμους της θείας χάριτος. Είπε δε ότι οι δαίμονες άφησαν την φύσιν των ανθρώπων μισαποθαμένην, επειδή το σώμα, που είναι το ήμισυ μέρος του ανθρώπου, έγινε θνητόν και απέθανεν, η δε ψυχή έμεινεν αθάνατος. Να το εξηγήσωμε και με άλλον τρόπον: η ανθρωπίνη φύσις δεν έμεινεν εντελώς απεγνωσμένη, ούτε εθανατώθη τελείως, αλλά της έμεινεν η ελπίδα στον Χριστόν, ότι δηλαδή Αυτός θα την θεραπεύση, όπως και έγινε. Επειδή τον θάνατον που επροξένησεν ο πρώτος Αδάμ στην ανθρωπότητα, τον εθανάτωσεν ο αθάνατος Κύριος. Ιερέα και Λευίτην ονομάζει τον Νόμον και τους Προφήτες, οι οποίοι ήθελαν μεν να βοηθήσουν την ανθρωπίνην φύσιν, αλλά δεν είχαν τη δυνατότητα, διότι οι πληγές ήσαν ανίατες για την ανθρωπίνην δύναμη. Όθεν, αντί να βοηθήσουν, υπεχώρησαν. Αυτό σημαίνει το «αντιπαρήλθε».

Επ’ αυτού ο Απόστολος λέγει: το αίμα των ταύρων και των τράγων δεν ημπορούσε να συγχωρήση αμαρτήματα. Το δε «κατά συγκυρίαν» έχει την εξής έννοιαν: ότι ο Νόμος εδόθη πρωτύτερα για την ανθρωπίνην ασθένειαν, επειδή οι άνθρωποι δεν ημπορούσαν από την αρχή να δεχθούν το Ευαγγέλιον του Χριστού. Γι’ αυτό λέγει για τον ιερέα και τον Λευίτην «κατά συγκυρίαν», δηλαδή δεν ήλθαν επί τούτου οι Προφήτες για να θεραπεύσουν τον άνθρωπον, αλλά το έφερεν, το απαιτούσε η περίστασις. Ο Κύριος όμως και Θεός μας, που οι Ιουδαίοι τον έλεγαν υβριστικά Σαμαρείτην, ήλθεν επί τούτου, με αυτόν τον σκοπό, να μας θεραπεύσει ως εύσπλαγχνος. Και αφού εσαρκώθη με τρόπον ανέκφραστον, έγινεν άνθρωπος, όπως ένας ο φιλάνθρωπος από την πολλήν αυτού αγαθότητα. Και δεν άφησε το κακόν αθεράπευτον, αλλά έδεσε καλά τα τραύματα και έβαλε λάδι και κρασί, δηλαδή τον λόγον της διδασκαλίας. Με το έλαιον εννοεί την ευσπλαγχνίαν, και με τον οίνον το στυπτικόν και αυστηρόν της δικαιοσύνης. Όταν ακούης τον Κύριο να λέγη «Δεύτε προς με πάντες, καγώ αναπαύσω υμάς», και άλλα όμοια, αυτά φανερώνουν το έλαιον, την ιλαρότητα δηλαδή και την ευσπλαγχνίαν. Και όταν πάλι λέγει «Πορεύεσθε εις το σκότος» και τα τοιαύτα, φανερώνει τον οίνο, δηλαδή την αυστηρότητα της κρίσεως. Ακόμη, και με άλλον τρόπον, έλαιον νοείται η ανθρωπίνη διαγωγή, και οίνος η θεϊκή. Ο Θεάνθρωπος Κύριος λοιπόν ενεργεί άλλοτε ως Θεός και άλλοτε ως άνθρωπος. Και όταν μεν έτρωγεν, έπινεν, εκοιμάτο και άλλα όμοια έπραττε, εγνωρίζετο ως άνθρωπος. Τούτο είναι το έλαιον, επειδή δεν μετεχειρίζετο ζωήν σκληράν και επίπονον. Όταν δε πάλιν ενήστευε πολλές ημέρες, περιπατούσε στην θάλασσαν ή άλλα όμοια έκαμεν, εγνωρίζετο Θεός παντοδύναμος. Οίνον λοιπόν να εννοήσης την θεότητα, την οποία δεν ημπορούσε κανείς να την υποφέρη άκρατον, χωρίς το έλαιον της ανθρωπίνης του φύσεως. Επειδή λοιπόν ο Κύριος μας έσωσε ως Θεός και άνθρωπος, γι’ αυτό λέγει ότι μας έβαλεν οίνον και έλαιον, με τα οποία λυτρώνονται όσοι βαπτίζονται και θεραπεύονται από τα ψυχικά τραύματα. Και πρώτα μεν χρίονται με το έλαιον του μύρου, έπειτα μεταλαμβάνουν και το Θείον αίμα, τον οίνον δηλαδή.

Και ανέβασεν ο Κύριος την πληγωμένην μας φύσιν «εις το ίδιον υποζύγιον», την εσήκωσε δηλαδή επάνω του ο φιλεύσπλαχνος, επειδή μας έκαμε μέλη του και κοινωνούς του ιδικού του σώματος και μας ανύψωσε στην προτέραν αξίαν. Πανδοχείον ονόμασε την Εκκλησία, η οποία τους δέχεται όλους. Διότι ο παλαιός Νόμος τους Μωαβίτες και τους Αμμωνίτες δεν τους εδέχετο. Αλλά τώρα η Εκκλησία του Χριστού δέχεται κάθε έθνος, και πόρνους και τελείως τους πάντες, όπως έχει γραφεί στις Πράξεις των Αποστόλων.

Επειδή όταν συνεστήθη η Εκκλησία, έγινε δηλαδή το Πανδοχείον από όλα τα έθνη, η πίστις εξηπλώθη. Τότε έγινε και η δωρεά του Αγίου Πνεύματος και η χάρις επληθύνετο. Λοιπόν όλοι οι Απόστολοι και Διδάσκαλοι και Αρχιερείς, λογίζονται ως πανδοχείς, εις τους οποίους ο Κύριος έδωσε τα δύο δηνάρια, δηλαδή την Παλαιάν και την Νέαν Διαθήκην, που έχουν και οι δύο την εικόνα και τα λόγια του Βασιλέως. Αυτά τα δύο δηνάρια άφησεν ο Κύριος όταν ανέβαινε στους Ουρανούς, και τα παρέδωσε στους Αποστόλους του και σ’ όλους τους Αρχιερείς, ιερείς και διδασκάλους, λέγοντας «ο εάν προσδαπανήσης εν τω επανέρχεσθαί με αποδώσω σοι».

Και αληθώς πολλά εξώδευσαν οι μακάριοι Απόστολοι, και πολύ εκοπίασαν για να σπείρουν την Διδασκαλία σε κάθε τόπον. Αλλά και οι κατά καιρούς Διδάσκαλοι πολλά εδαπάνησαν και αυτοί και κοπίασαν. Και τον μισθόν όμως μέλλει να τον απολαύσουν πλούσιον όταν επιστρέψη πάλιν ο Κύριος, δηλαδή στην Δευτέραν αυτού Παρουσίαν και επάνοδον. Τότε θα του ειπή κάθε ένας από αυτούς: «Κύριε, δύο δηνάριά μοι έδωκας, ιδού άλλα δύο προσεδαπάνησα», και ο Κύριος θα τους ειπή: «ευ, δούλοι αγαθοί και πιστοί, εισέλθετε εις την χαράν του Κυρίου σας».

Ακούστε την παραβολήν με συντομίαν σαφέστερα και καθαρώτερα. Ο Σαμαρείτης είναι ο Χριστός που εσαρκώθη από την υπερευλογημένην αειπάρθενον Μαρίαν, την υπερένδοξον Μητέρα του, το «ίδιον κτήνος», το ζώον του, είναι το σώμα του Χριστού. Οίνος ο διδασκαλικός λόγος, έλαιον η φιλανθρωπία. Το πανδοχείον είναι η Εκκλησία, ο πανδοχεύς οι Απόστολοι, οι Αρχιερείς και Διδάσκαλοι. Δύο δηνάρια, η παλαιά και η νέα Γραφή και η αγάπη προς τον Θεόν και προς τον πλησίον. Και επάνοδος του Σαμαρείτου, η Δευτέρα του Χριστού Παρουσία και έλευσις.

Αφού ετελείωσεν ο Κύριος αυτήν την θαυμασίαν παραβολήν, ηρώτησε τον Νομικόν: «Ποίος από αυτούς τους τρεις σου φαίνεται ότι έγινε Πλησίον εκείνου που έπεσε πάνω στους ληστάς; Και αυτός του είπε: εκείνος που του έδειξε ευσπλαγχνία. Τότε του είπεν ο Κύριος: Πήγαινε και κάνε και συ το ίδιο». Με τα λόγια αυτά ο Κύριος μας διδάσκει να γινώμεθα μιμηταί του στην ευσπλαγχνία και την συμπάθεια, να ελεούμε τους ενδεείς και τους πτωχούς και να τους βοηθούμεν όσον ημπορούμε, είτε καλοί είναι είτε πονηροί. Επειδή όπως έκαμεν εκείνος, ο πανοικτίρμων και πολυέλεος προς εμάς τους αχαρίστους και εσταυρώθη και έπαθε για την αγάπη μας, έτσι θέλει να συμπάσχωμε και εμείς με τους αδελφούς και να τους βοηθούμε χωρίς προφάσεις. Και πρέπει να υπακούωμε σ’ αυτόν ως τέκνα γνήσια, εάν ποθούμε να γίνωμε και κληρονόμοι της Βασιλείας του. Όταν λοιπόν ιδούμε τον αδελφόν και πλησίον μας να θλίβεται από την πείναν και δίψαν, και να βασανίζεται από τις συμφορές και τις δυστυχίες, να είναι πληγωμένος και πονεμένος από τις αδικίες, μην τον παραβλέψωμεν όπως ο ιερεύς και τον αφήσωμε αβοήθητον, ούτε να αλλάξωμε δρόμον όπως ο Λευίτης, αλλά ας δείξωμε προς αυτόν συμπάθειαν και καλωσύνην. Ας τον κοιτάζωμε με βλέμμα εύσπλαγχνον, ας ανοίξωμε τα ώτα στους στεναγμούς και τα δάκρυά του, ας κατεβούμε από το υποζύγιον της υπερηφανείας, της αλογίας και της ματαιότητος. Ας σταλάξωμε έλαιον φιλανθρωπίας και ας δέσωμε τις πληγές του με λόγους παρηγορίας. Και ας τον ανεβάσωμε στο καλό υποζύγιο, να τον φέρωμε στον οίκο μας, να παρηγορήσωμε την συμφοράν του, σύμφωνα με το παράδειγμα που μας έδωσεν ο Κύριος, κατά την δύναμή μας. Και αν δεν έχωμε τα απαραίτητα προς εξυπηρέτηση και παρηγορίαν του, μη μας φανή δύσκολο και βαρυνθούμε τον κόπον, αλλά ας τον πάμε στο πανδοχείον, να παρακινήσωμεν εκείνους οι οποίοι έχουν δύναμη να τον βοηθήσουν. Ακόμη ας παρακαλέσωμε τον Θεόν, εάν είναι κατά το θέλημά του, να του ελαφρώση και να σμικρύνη την παίδευση. Και ακόμη ας φροντίζωμε και για την σωτηρία των αδελφών και πλησίον μας, διότι όπως είμεθα χρεώστες να τους βοηθούμε στα σωματικά, έτσι πρέπει να τους νουθετούμε και στα ψυχικά και να τους διδάσκωμε τα ψυχωφελή και σωτήρια, να τους παρακινούμε προς βίον ενάρετον. Έτσι γινόμεθα πρόξενοι της σωτηρίας των, καθώς μας διδάσκει και ο Απόστολος, λέγοντας: «ας έχωμεν φιλαδελφίαν ο ένας προς τον άλλον, να αγαπούμε τον πλησίον, καθώς ο Θεός ηγάπησεν ημάς και έδωκε τον Υιόν αυτού τον μονογενή λύτρον υπέρ ημών». Ας γίνωμε λοιπόν και εμείς συμπαθείς και αγαθοί προς τους πλησίον και όχι αμελείς και άσπλαγχνοι. Και άλλοτε ας τους βοηθούμε στις ανάγκες του σώματος, άλλοτε ας τους διορθώνωμε και ας τους οδηγούμε στην οδό της σωτηρίας, για να έχωμε περισσότερον μισθόν.

Ακούστε και ένα παράδειγμα ωραιότατον επί του θέματος, για να καταλάβετε ότι ο Θεός θεωρεί ως μεγάλην προς αυτόν υπηρεσίαν και ορέγεται να νουθετούμε τους αδελφούς και να τους παρακινούμε προς βίον ενάρετον.

Στο Πατερικόν, που ονομάζεται Γεροντικόν, φαίνεται ότι σε ένα Μοναστήρι ήταν ένας ηγούμενος πολύ ενάρετος, και ιδιαιτέρως ήταν θαυμάσιος στην φιλοξενίαν και τόσον αγαπούσε τους αδελφούς όλου του Κοινοβίου, που έκαμε πολλές φορές προσευχή στον Θεόν γι’ αυτούς, παρακαλώντας Αυτόν και δεόμενος να τους συναριθμήση και αυτούς μαζί του, να τους βάλη σε έναν τόπον του Παραδείσου να είναι αχώριστοι πάντοτε, καθώς ήσαν και εδώ πρόσκαιρα. Ο δε δικαιοκρίτης Θεός του έδειξε μίαν οπτασίαν θαυμασίαν, για να γνωρίση το σφάλμα του.

Ας ακούσετε οι ασυμπαθείς και οι άσπλαχνοι, να διορθώσετε την πολιτεία σας, εάν ποθήτε την σωτηρία σας. Στο κοινόβιον αυτό, όχι πολύ μακριά, ήταν ένα άλλο Μοναστήρι στο οποίον, όταν έκαμαν την εορτή, προσεκάλεσαν τον ηγούμενον που αναφέραμε να υπάγη στην πανήγυρη. Αυτός έκαμε προσευχήν στον Δεσπότην Χριστόν να του φανερώση εάν έπρεπε να υπάγη, διότι δεν έβγαινε ποτέ από το Μοναστήρι του χωρίς προηγουμένως να βεβαιωθή ότι ήταν θέλημα Θεού. Προσευχόμενος λοιπόν στην Εκκλησίαν ήκουσε φωνήν από το θυσιαστήριον η οποία του είπε: πήγαινε, πλήν όμως στείλε τους αδελφούς προτήτερα. Καθώς λοιπόν επήγαιναν οι μοναχοί, ευρήκαν στον δρόμον έναν άνθρωπο τριάντα περίπου χρόνων, χαριτωμένον στην όψη και σεβάσμιον, που εκείτετο κατά γης ως άρρωστος. Και ερωτώντας αυτόν ποίος ήταν και από πού ήρχετο, τους απεκρίθη: πτωχός είμαι, και καθώς επήγαινα καβαλλάρης σ’ εκείνο το Μοναστήρι, με άφησε το ζώον και έφυγε. Και εκείνοι είπαν: ο Θεός να σε βοηθήση, διότι εμείς είμεθα πεζοί και δεν ημπορούμε να σε βοηθήσομε. Αφού λοιπόν επέρασαν όλοι, ήλθε κατόπιν και ο ηγούμενος. Καθώς τον είδε και ήκουσε την συμφοράν που έπαθε, ελυπήθη και του λέγει: δεν επέρασαν από εδώ κάποιοι μοναχοί; Ναι, του απαντά, αλλά είπαν πως είναι πεζοί και δεν ημπορούσαν να με βοηθήσουν. Του λέει ο ηγούμενος: ημπορείς να σηκωθής λίγο, να ανεβής σ’ εκείνη την πέτρα, να σε πάρω στον ώμο μου; Εκείνος είπε, εγώ δεν ημπορώ να σαλεύσω καθόλου, συνέχισε τον δρόμο σου. Του λέγει ο Αββάς: ζη Κύριος ο Θεός μου, δεν φεύγω αν δεν σε σηκώσω, με όσες δυνάμεις έχω. Τότε λοιπόν εσηκώθη, ανέβηκε στον βράχο και ο ηγούμενος τον εφορτώθη στους ώμους του. Και στην αρχή μεν του εφάνη πολύ βαρύς, έπειτα όμως ελάφραινεν όσον επροχωρούσαν, μέχρι που του εφαίνετο πως δεν εσήκωνε τίποτε. Και καθώς ύψωσε την κεφαλήν, να δει τί έγινεν ο φαινόμενος, τον βλέπει να ανεβαίνη στον αέρα. Ήκουσε τότε φωνή να του λέγη: Αββά, πολλές φορές με παρεκάλεσες να βάλω τους μοναχούς σου στον ίδιον τόπο με σένα, αυτό όμως είναι αδικοκρισία, διότι τα έργα σας δεν ομοιάζουν. Λοιπόν, εάν τους αγαπάς, δίδαξέ τους ό,τι χρειάζεται και νουθέτησέ τους, ώστε να μιμούνται την πολιτείαν σου. Διότι εγώ είμαι Δίκαιος Κριτής, και αποδίδω στον καθένα κατά τις πράξεις του. Αυτά είπεν ο Δεσπότης και ανήλθε στους ουρανούς, ο δε αββάς έμεινε πολύ χαρούμενος, και ηγάλλετο που ηξιώθη να μεταφέρη τον Κύριον στους ώμους του. Όταν αργότερα εδιηγήθη το γεγονός αυτό στους μαθητάς του με δάκρυα, πολύ ωφελήθησαν και εδιώρθωσαν καθώς έπρεπε την προτέραν τους αμέλειαν.

Έτσι ας κάμωμε και εμείς αδελφοί και Πατέρες μου. Ας γίνωμεν εύσπλαχνοι προς τους αδελφούς μας, συμπαθείς και οικτίρμονες, για να ελεύση και σε μας ο Κύριος. Εάν, στα ανδρόγυνα, ο ένας είναι άσπλαχνος, ας τον παρακινή ο άλλος να γίνη εύσπλαγχνος, να μην κολασθή ο τρισάθλιος, και ας δίδει κρυφά ελεημοσύνην όσον ημπορεί. Λόγου χάριν, εάν είναι η γυναίκα άσπλαχνος, ας δίδη κρυφά από αυτήν ο άνδρας της, ή η γυναίκα κρυφά από τον άνδρα της για το ασκανδάλιστον, διότι και οι δύο με τον τρόπον αυτόν κάνουν έργο. Δεν είναι αμαρτία αυτό, εάν κάποιος δώση ελεημοσύνη στον πτωχό κρυφά από τον σύντροφόν του. Εγώ είδα οφθαλμοφανώς και πολλούς Κελλιώτες στο Άγιον Όρος, Ιερομονάχους και απλούς μοναχούς, να δίνουν ελεημοσύνην κρυφά από τον υποτακτικό τους, για να μην τον σκανδαλίσουν. Άλλοι πάλιν υπηρέτες παίρνουν ομοίως και δίδουν κρυφά από τον αφέντη τους, όταν αυτός είναι άσπλαχνος, και με τον τρόπον αυτόν έχουν και τα δύο μέρη μισθόν. Αλλά και τα αγαθά τους πληθύνονται εδώ πρόσκαιρα από την χάριν του Θεού με τρόπον θαυμάσιον, καθώς φαίνεται και στον βίον του αγίου Ιωάννου του Ελεήμονος. Ότι δηλαδή ήταν κάποιος ανελεήμων και άσπλαχνος, όθεν ο Θεός παρεχώρησε να του έλθουν συμφορές και επτώχευσε. Και επειδή κατάλαβε ότι εξ αιτίας της ασπλαχνίας του τον ευρήκαν τόσες δυστυχίες, διέταξε τον δούλο του να παίρνη έξι νομίσματα την ημέρα και να τα δίδη στους πτωχούς για την ψυχήν του, επειδή αυτός τα ελυπείτο και δεν τα έδιδε. Τότε ο καλός δούλος δεν έπαιρνε μόνον έξι, αλλά τριάντα έξι και περισσότερα και τα έδιδε στους πτωχούς. Και όσον έπαιρνεν αυτός και έδιδε, τόσον περισσότερο και ο Θεός ευλογούσε εκείνον τον οίκο, και επλούτισε πάλιν εκείνος ο άνθρωπος, όπως και πριν. Όθεν, επειδή εγνώρισε ότι η ευλογία αυτή προήλθε από την μικράν αυτήν ελεημοσύνην, έδιδε και αυτός περισσότερα. Είπε τότε στον δούλο του, σε ευχαριστώ, διότι για τα έξι νομίσματα που σου είπα να δίδης στους πτωχούς, ο Κύριος μου έστειλεν αναρίθμητα. Του λέγει ο δούλος. Εάν υπάρχη κλέπτης που εσώθη, τότε σώζομαι και εγώ. Επειδή δεν σου έπαιρνα μόνον έξι, αλλά εκατό και περισσότερα, γι’ αυτό και επλούτισες.

Βλέπετε, χριστιανοί μου, πώς και τα βιαίως και ακουσίως διδόμενα προξενούν τοιαύτην ωφέλειαν, όχι μόνον μετά θάνατον, αλλά και εδώ πρόσκαιρα; Μην αμελείτε λοιπόν την αρετήν αυτήν, ως χριστομίμητον. Συμπονείτε και βοηθείτε τους αδελφούς του Χριστού στις ανάγκες τους, ώστε ο πλουσιόδωρος ευεργέτης μας να σας ανταποδώση την χάριν στην δευτέραν αυτού έλευση, λέγοντας προς εσάς και προς όλους τους εναρέτους και ελεήμονες: «Δεύτε οι ευλογημένοι του Πατρός μου, κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν».
Ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν, τη αυτού φιλανθρωπία και χάριτι, πάντοτε, νυν και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».

(13 αιών, Πατριαρχικόν Ομιλιάριον Β', σελ. 203 - Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 365 και εξής. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς)

Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2013

ΚΥΡΙΑΚΗ Η’ ΛΟΥΚΑ: Εὐαγγέλιο - Ὁμιλία εἰς τὴν παραβολὴν τοῦ καλού Σαμαρείτη ( Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου )



Εὐαγγέλιο Κυριακής: Λουκ. ι’ 25-37


Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, νομικός τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ ἐκπειράζων αὐτὸν καὶ λέγων· διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; 26 ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν· ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; πῶς ἀναγινώσκεις; 27 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου, καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· 28 εἶπε δὲ αὐτῷ· ὀρθῶς ἀπεκρίθης· τοῦτο ποίει καὶ ζήσῃ. 29 ὁ δὲ θέλων δικαιοῦν ἑαυτὸν εἶπε πρὸς τὸν  Ἰησοῦν· καὶ τίς ἐστί μου πλησίον; 30 ὑπολαβὼν δὲ ὁ  Ἰησοῦς εἶπεν· ἄνθρωπός τις κατέβαινεν ἀπὸ  Ἱερουσαλὴμ εἰς  Ἱεριχώ, καὶ λῃσταῖς περιέπεσεν· οἳ καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν καὶ πληγὰς ἐπιθέντες ἀπῆλθον ἀφέντες ἡμιθανῆ τυγχάνοντα. 31 κατὰ συγκυρίαν δὲ ἱερεύς τις κατέβαινεν ἐν τῇ ὁδῷ ἐκείνῃ, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἀντιπαρῆλθεν. 32 ὁμοίως δὲ καὶ Λευΐτης γενόμενος κατὰ τὸν τόπον, ἐλθὼν καὶ ἰδὼν ἀντιπαρῆλθε. 33 Σαμαρείτης δέ τις ὁδεύων ἦλθε κατ᾿ αὐτόν, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη, 34 καὶ προσελθὼν κατέδησε τὰ τραύματα αὐτοῦ ἐπιχέων ἔλαιον καὶ οἶνον, ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος ἤγαγεν αὐτὸν εἰς πανδοχεῖον καὶ ἐπεμελήθη αὐτοῦ· 35 καὶ ἐπὶ τὴν αὔριον ἐξελθών, ἐκβαλὼν δύο δηνάρια ἔδωκε τῷ πανδοχεῖ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἐπιμελήθητι αὐτοῦ, καὶ ὅ,τι ἂν προσδαπανήσῃς, ἐγὼ ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί με ἀποδώσω σοι. 36 τίς οὖν τούτων τῶν τριῶν πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς; 37 ὁ δὲ εἶπεν· ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ᾿ αὐτοῦ. εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ  Ἰησοῦς· πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως.


Ὁμιλία εἰς τὴν παραβολὴν τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς
 Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου

Ἀκούσαμε, ἀδελφοί μου, στό Εὐαγγέλιο τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστὸ νὰ μᾶς λέη:  «Κατέβαινε κάποιος ἀπό τὴν Ἱερουσαλήμ στήν Ἱεριχὼ κι ἔπεσε στά χέρια ληστῶν. Τοῦ πῆραν τὰ ροῦχα,τὸν ἐχτυπη­σαν καὶ τὸν πα­ράτησαν μισοπεθα­μένο.   Ἕνας ἱερεὺς κι ἔνας Λευΐτης περνώντας ἀπὸ κεῖ τὸν εἶδαν ἀλλὰ  συνέχισαν τὸ δρόμο τους.  Ἕνας Σαμαρείτης ὅμως ποὺ   ἦθρε στὸ μέρος αὐτὸ τὸν εἶδε καὶ τὸν λυπήθηκε.  Ἀνακάτεψε λοιπὸν κρασὶ
καὶ λάδι κι ἔβαλε στὶς πληγὲς, τὶς ἔδεσε κι’ ἀφοῦ τὸν ἔβαλε πάνω στὸ ζῶο του,  τὸν ἔφερε στὸ πανδοχεῖο.  Ἔδωσε στὸν πανδοχέα δυὸ δηνάρια καὶ τοῦ εἶπε.   Περιποιήσου τὸν      ἄνθρω­πο κι ἄν ξοδέψης  περισ­σότερα, στὴν ἐπιστροφή  θὰ σοῦ τὰ δώ­σω ἐγώ».

 Ἄς δοῦμε λοι­πὸν τὸ νόημα τῆς παραβολῆς καὶ μὲ γνωστικὴ ψυχὴ κατα­νοῶντας το, ἄς γνωρίσωμε τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ. Ἄνθρωπος εἶναι ὁ Ἀδάμ, Ἱερουσαλήμ ἡ πολιτεία τῶν οὐρανῶν καὶ ἡ σύνεση, Ἰεριχῶ ὁ κόσμος. Ὅσο λοιπόν ὁ Ἀδάμ, πρὶν ἀπὸ τὴν παρακοή, εἶχε φρόνημα τῶν οὐρανῶν καὶ ἀγγελικὴ ζωή, εἶχε ἀνεμπόδιστη εἴσοδο στὴν ἐπουράνια πόλη Ἱερουασαλήμ.  Κατοικῶντας, ζῶντας μέσα στὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ τίποτα δὲν τὸν νικοῦσε οὔτε τὸν τραυμάτιζε. Ὅταν ὅμως παράκουσε στὸ Θεὸ καὶ δὲν φύλαξε τὶς ἐντολὲς του, ἀλλὰ παρασύρθηκε ἀπὸ τό φίδι, τότε κατέβηκε στὴν Ἱερι­χὼ δηλαδή στὴ γῆ, κι’ ἀσχολή­θηκε μὲ τὰ ἔργα τῆς γῆς.  Γιατὶ Ἱερουσαλήμ σημαίνει ἀνάβαση, ἐνῶ Ἱεριχὼ κατακλυσμός.

Κα­τέ­βηκε λοιπόν ἀπό τὴν Ἰερου­σαλήμ στὴν Ἱεριχὼ, ἀπό τὴ ζωὴ δηλαδὴ τῶν οὐρανῶν στὴ ζωὴ  ὅπου ἐπικρατεῖ ἀπάτη τοῦ διαβόλου. Ὅταν κάποιος τηρῆ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, τότε ζῆ στοὺς οὐρανοὺς, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος·  Ἡ δική μας  πολι­τεία εἶναι στὸν οὐρανό.  Κατέ­βηκε ἀπὸ τή δόξα στὴν ἀδοξία, ἀπὸ τὸν παράδεισο τῆς ἀπο­λαύ­σεως στὴ γῆ μὲ τ’ ἀγκάθια, ἀπὸ τὴ ζωῆ στό θάνα­το. Ὅταν φᾶτ­ε, λέει, ἀπὸ τὸ δένδρο, θὰ σᾶς κυριαρχήση ὁ θάνατος, δη­λα­δὴ ἡ ἁμαρτία.  Γιατὶ ἡ ἁμα­ρτία, ἡ παρακοῆ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι θάνατος ψυχῆς.  Κατέβηκε ἀπὸ τὴ δικαιοσύνη τοῦ Παραδείσου, ἀπὸ τὴν ἁγιωσύνη τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἦρθε στὴν Ἱεριχὼ δηλαδὴ στὸ βάραθρο τῆς παρακοῆς, στὸ θάνατο τῆς ἁμαρτίας.  Καὶ πέφτει στὰ χέρια τῶν ληστῶν, παναπῆ τοῦ διαβόλου καὶ τῶν δυνάμεών του. Δρόμος, εἶναι ἡ ζωὴ αὐτὴ ὅπου βάδισε ὁ Ἀδάμ κι’ ἔπεσε στὰ χέρια τῶν ληστῶν καὶ τὸν ἀπογύμνωσαν.  Καὶ ποιὰ στολὴ τοῦ ἔβγαλαν; Τὴ στολὴ τῆς ὑπακοῆς, τὴ φιλία μὲ τοὺς ἀγγέλους, τὴν ἀθάνατη δόξα, τὴ συναναστροφὴ μὲ τὸ Χριστὸ, τὴν παραδεισένια χαρά, τὴν οὐράνια ζωή.  Αὐτὴ τὴ στολὴ τοῦ ἔβγαλαν.  Καὶ τοῦ προξένησαν πληγές, δηλαδή ἁμαρτίες, πορνεῖες,  μοιχεῖες, εἰδωλολατρεῖες, φαρμακώματα, δολοφο­νίες,φιλονικίες, θυμὸ κι ὅλη τὴν ὑπόλοιπη σειρὰ τῶν κακῶν.

Αὐτὰ τὰ ἔργα πληγώνουν τὸν ἄνθρωπο, αὐτὰ προξενοῦν τὴ δυσωδία καὶ τὴ φθορά. Κι ὅτι εἶναι ἀκριβῶς αὐτό, κατανοῆστε το ἀπὸ τὸ Δαβίδ, πῶς ἀπεικονίζοντας στὸν ἑαυτό του τὶς πληγὲς τοῦ Ἀδάμ τὶς ἀποκαλεῖ μώλωπες καὶ λέει ὀρθά· Ἐβρώμησαν καὶ σάπισαν τὰ χτυπήματά του ἐξ αἰτίας τῆς ἀπιστίας μου. Κάθε ἁμαρτία προκαλεῖ μώλωπα καὶ τραῦμα.

Λαβώθηκε λοιπὸν ἀπὸ τὴν παρακοή, χτυπήθηκε γιὰ τὶς ἀνομίες, ὅπως λέει προφήτης· Χτυπήθηκα σὰν τὸ χόρτο καὶ καρδιά μου ξηράθηκε, γιατὶ λησμόνησα νὰ φάω τὸ ψωμί μου· νὰ φυλάξω δηλαδὴ τὴν ἐντολὴ τοῦ ΘεοῦΤὸν ἄφησαν, λέει, μισοπεθαμένο, ὄχι γιατὶ δἐν ἤθελαν νὰ τὸν σκοτώσουν, ἀλλὰ δὲν ἄφησε ὁ Θεός.   Δὲ θέλω, λέγει, τὸ θάνατο τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ὅσο τὴ μετάνοιά του.  Καὶ ποῦ τὸν  ἀφήνουν;  Στὸ δρόμο,   δηλαδὴ στὴ ζωὴ αὐτή·    δρόμος λέγεται τούτη ἡ ζωή, ἐπειδὴ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πενροῦν ἀπ’αὐτή.  Κι ὅταν ἔφτασε στὸ δρόμο ὁ ἱερεύς   καὶ τὸν εἶδε, τὸν προσπέρασε. Ἱερέα ὀνομάζει τό  μακάριο Μωϋσῆ καὶ Ἀαρών. 


Σαὐτὸ μαρτυρεῖ κι Δαβὶδ λέγοντος ὅτι Μωϋσῆς κι Ἀαρὼν εἶναι ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς του κι Σαμουήλ ἀπαὐτοὺς ποὺ ἐπικαλοῦνται τὄνομά τουΕἶναι τοῦτος λοιπὸν ὁ ἀξιοθαύ­μαστος Μωϋσῆς ποὺ δοξάστηκε, ποὺ μὲ τὴ δεκαπλῆ μάστιγά του χτύπησε τοὺς Αἰγυπτίους· αὐτὸς ποὺ ἔσχισε καὶ ξέρανε τὴν Ἐρυθ­ρὰ καὶ πέρασε ἀπ’ αὐτή τὸ λαό, αὐτὸς ποὺ γλύκανε τὸ νερὸ στὸ Μαρρᾶ καὶ πίσω ἀπὸ τὸ σύννε­φο μίλησε μὲ τὸ Θεό· αὐτὸς ποὺ ἔκαμε πολλὰ ἀξιοθαύμαστα· αὐτὸς βαδίζοντας τὸ δρόμο τῆς ζωῆς καὶ ἀφοῦ εἶδε τὸν ἄνθρωπο πληγωμένο στὴ γῆ, τὸν προσπέρασε, χωρὶς νὰ τὸν σηκώση. Ὅμοια κι ὁ Λευΐτης, ἡ τάξη τῶν προφητῶν.  Γιατὶ αὐτοί, ποὺ ἦρθαν ὕστερα ἀπὸ τὸ Μωϋσῆ, ἀφοῦ ἐβάδισαν τὸν ἴδιο δρόμο καὶ συνάντησαν πληγωμένο τὸν ἄνθρωπο,   δὲν τὸν ἐσήκωσαν. Οὔτε ὁ Μωϋσῆς μὲ τὰ θαύματά του, οὔτε οἱ προφῆτες μὲ τὰ      σημεῖα τους, κανένας δὲν τὸν ἐλύτρωσε ἀπὸ τὸ θάνατο, κανένας δὲν ἔκλεισε τὸ   τραῦμα τῆς    ἁμαρτίας. Γιατὶ  οἱ ἴδιοι ἦσαν τῆς ἁμα­ρτίας δεσμῶτες.  Μ’ ὅλο ποὺ μὲ τὴ σεμνὴ ζωή τους ἔγιναν φίλοι τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ ἦσαν ὁμόσα­ρκοι μὲ τὸν Ἀδὰμ καὶ προέρχονταν ἀπὸ τὴν νεκρὴ ρίζα, δὲν μποροῦσαν, κλαδιὰ αὐτοὶ, νὰ ἀποσπάσουν τὴ ρίζα τῆς ἁμαρτίας.  
Κάποιος ὅμως Σαμαρείτης μὲ ἔργα ὄχι τυχαῖα, προαίρεση σπλαχνική, φίλος  τῶν ὁμοδούλων του, ὅταν ἤρθε στὸ μέρος αὐτὸ καὶ τὸν εἶδε πληγωμένο, τὸν λυπήθηκε τοῦ ἔβαλε λάδι καὶ κρασὶ καὶ ἔδεσε τὶς πληγὲς τους, τὶς ἁμαρτίες  τουΤό πρόσωπο καὶ τὴ    μορφὴ τοῦ Σαμαρείτη παίρνει ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός. Ἀλλὰ   θὰ πῆ κάποιος ἀπὸ τοὺς ἀκροατάς·  Γιατί ἀποκαλεῖς τὸν Κύριο Σαμαρείτη; Ναί, Σαμαρείτη τόν λέγω ὄχι γιὰ τὴ φύση τῆς θεότητός του ἀλλὰ γιὰ τὸ σπλαχνικό τρόπο του. Ὁ Σαμαρείτης μὲ τὴν φύση τοῦ σώματός τους ἦταν ὅμοιος μὲ τοὺς ἄλλους, κατὰ τὴ σπλαχνικὴ προαίρεσή του ὅμως δὲν ἤσαν ὅμοιος·  φάνηκε ἀνώτερός τους. Ἔτσι κι ὁ Κύριος παρουσιάστη­κε σὰν ἄνθρωπος μὲ τὴ σωματι­κή του μορφή, ὅμοιος μὲ τοῦς προφῆτες καὶ τοὺς πατριάρχες κατὰ τὴν ἀνθρωπίνη φύση ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὴ Μαρία. Μὲ τὴ δύναμη τῆς θεότητός του ὅμως στάθηκε ἀπ’ ὅλους ἀνώτερος. Ἴσος μ’ αὐτοὺς στὸ ἀνθρώπινο σχῆμα, ὄχι ἴσος στὴν ὑπερκόσμια δόξα. Ἐκεῖνοι ἀπὸ ἀδιαφορία καὶ σκληρότητα προσπέρασαν ἄσπλαχνα τὸν πληγωμένο.

Σαμαρείτης ὅμως φάνηκε πιὸ σπλαχνικὸς καὶ πιὸ εὐσεβὴς καὶ ἐλεητικόςὍμοια κι ὁ Χριστός. Οἱ πατριάρχες κι οἱ προφῆτες ἀδιαφόρησαν γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ ξέπεσε μὲ τὴν παρακοή του. Ἐκεῖνος μόνο ἀποδείχθηκε σπλαχνικὸς κι ἐλεητικός, κατὰ τὸ λόγο τοῦ προφήτη·  Σπλαχνικὸς καὶ ἐλεητικὸς εἶναι ὁ Κύριος, μακρόθυμος καὶ πολυέλαιος· καὶ πάλι· Γιατὶ σύ, Κύριε, εἶσαι σπλαχνικός. Κι ὅπως ὁ Σαμαρείτης δὲν ἦταν ἀπὸ τὸ Ἰσραηλιτικὸ ἔθνος ἀλλὰ προερχόταν ἀπὸ ἄλλη χώρα, ἔτσι κι ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν ἀπὸ τὴ γῆ ἀλλὰ ἀπὸ τὸν οὐρανό. Ἦθε στὴ γῆ·  ἦταν Θεὸς κι ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ χάρη μας Ἦταν Κύριος καὶ ντύθηκε τὴ μορφὴ τοῦ δούλου. Ἔνιωσε συμπάθεια γιὰ μᾶς ἀπὸ τὸν οὐρανὸ κατέβηκε στὴ γῆ, εἶδε τὸν ἄνθρωπο ριγμένο, ληστευμένο, λαβωμένο ἀπὸ τὶς πορνεῖες, τὶς εἰδωλολατρεῖες, τὶς μοιχεῖες,  τοὺς φόνους·  εἶδε καὶ σπλαχνίσθηκε τὸ πλάσμα του καὶ τοῦ ἔβαλε κρασὶ καὶ λάδι, ἀφοῦ δηλαδὴ ἀνάμειξε τὰ δύο ἔκαμε ἀλοιφὴ καὶ τὰ ἔβαλε στὸν ἄνθρωπο.  Τὶ σημαίνει ἀφοῦ ἀνέμειξε κρασὶ καὶ λάδι; Ἀφοῦ συνδύασε τὴ θεία φύση μὲ τὴν ἀνθρώπινη, ἀφοῦ συνταίριασε τὴν εὐσπλαχνία μὲ τὴ σωτηρία ἔσωσε τὸν ἄνθρωπο. Ἀφοῦ ἐνέμειξε κρασὶ καὶ λάδι, ἀφοῦ ἕνωσε τὸ ἅγιο Πνεῦμα μὲ τὸ αἷμα του, ἔδωσε στὸν ἄνθρωπο ζωή. Γιατὶ μόλις ἔσταξε τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου μας ἀπὸ τὴν πλευρὰ του ξεπλύθηκαν ἀπὸ τὸ χαρτὶ οἱ ἁμαρτίες μας. 

 Τί σημαίνει  τώρα· Ἔδεσε τὶς πληγὲς του; Τοῦτο·  ἔδεσε τὸ διάβολο κι ἐλευθέρωσε τὸν ἄνθρωπο. Ἔδεσε τὸ σκάφος κι   ἐζωοποίησε τοῦς ναυαγούς, ἐδέσμευσε καὶ ὑπόταξε τὶς δυνάμεις τοῦ πονηροῦ.  Κι ἐλευθέρωσε τὸν ἄνθρωπο. Ἄν θέλης νὰ τὸ σκεφτῆς καὶ διαφο­ρετικά, ἄκου. Σὰ λάδι προσκο­μίζει τὸ λόγο τῆς παρακλήσεως, καὶ προσθέτει σὰν στυπτικό κρασὶ τὴ διδασκαλία,  ποὺ μαζεύει τὴ σκορπισμένη σκέψη, κατὰ τὸ λόγο τοῦ Ἀποστόλου· Ἔλεγξε,  ἐπιτήμησε,   πρακάλεσε.   Καὶ τὸν ἀνέβασε στὸ ἴδιο   του τὸ ζῶο, πῆρε δηλαδὴ ὁ Χριστὸς τὴ σάρκα πάνω στοὺς ὤμους τῆς θεότητός του καὶ τὴν ἀνέβασε ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανό,  οὔτε χρυσό, ἤ ἄργυρο, ἤ πολύτιμους λίθους ἀνέβασε ἀλλά τόν  κατ’ εἰκόνα ἄνθρωπο ἀνέβασε ἀπό τους οὐρανούς, στὸ μεγάλο καὶ θαυμαστὸ καὶ ἁπλόχωρο πανδοχεῖο, σ’ αὐτὴν τὴν καθολικὴ Ἐκκλησία.  

 Καὶ τὴν παράδωσε στὸν πανδο­χέα, στὸ μακάριο Παῦλο, στὸ στῦλο τῶν Χριστιανῶν, τὸ γνήσιο πανδοχέα, διδοντάς του δυὸ δηνάρια καὶ διὰ μέσου τοῦ Παύλου σὲ κάθε μιᾶς Ἐκκλησίας τοῦς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς δασκά­λους καὶ τοὺς λειτουργούς.  Δυὸ δηνάρια, τὴν Παλαιὰ καὶ τὴν Καινὴ Διαθήκη, λέγοντας· περι­ποιήσου τοῦτον τὸν ἄνθρω­πο, κι ἄν ξοδέψης κάτι ἀκόμα, ἐγὼ θἀ ἐπιστρέψω καὶ θὰ σοῦ τὸ δώσω. Ἐννοεῖ τοῦτο·  Φρόντισε γιὰ τὸ λαὸ ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὰ ἔθνη καὶ τὸν  ἐμπιστεύτηκα σὲ σένα μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ἐπειδὴ εἶναι ἄρρωστοι οἱ ἄνθρωποι, τραυματισμένοι ἀπὸ τῆς ἁμαρτί­ες, θεράπευσέ τους, θέτοντας ἐπάνω σὰν σιναπισμὸ τοὺς προφητικοὺς λόγους καὶ τὰ εὐαγγελικὰ διδάγματα ἀποκαθι­στῶντας τὴν ὑγεία τους μὲ τὶς νουθεσίες καὶ τὶς παρακλήσεις τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης καὶ πειθοντάς τους νὰ στέκονται μακρυὰ ἀπὸ τὴν ἁμα­ρτία καὶ νὰ ἀφήσουν τὴν πλάνη τῆς ἁμαρτίας. Ἄν ὅμως κι ἔτσι μείνουν ἀδιόρθωτοι, λύγισέ τους μὲ τοὺς αὐστηροὺς λόγους σου. Γίνε τὸ πρότυπο καὶ τὸ παρά­δειγμά τους, μὲ τοὺς  λόγους,  μὲ τὰ ἔργα σου,  τὴ συμπεριφορὰ,  τὴν πίστη,  τὴν ἀγάπη, τὴ σεμνότητα, γιὰ νὰ ἀκολουθήσουν τὰ ἴχνη σου καὶ νὰ μιμηθοῦν    τὴν ἐνάρετη ζωή σου.  Κι ἄν κάμης τοῦτο, ἄν ἀπὸ λόγου σου κάμης κάποια προσθήκη λόγων ἤ ἔργων, ἄν δαπανήσης κάτι ἀκόμα,  θὰ σοῦ τὸ δώσω στὴ  ἐπιστροφὴ δηλαδὴ στὴ δευτέρα παρουσία μου, τὴν ἀνταποδοτική·  θὰ σοῦ δώσω μισθὸ τῶν κόπων σου ἄξιο.

 Γι’ αὐτὸ κι ὁ Παῦλος μὲ τὸ θάρρος τῶν ὑποσχέσων αὐτῶν λέει·  Μὲ πολλὴ χαρὰ θὰ ξοδέψω γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ καὶ θὰ ἀναλωθῶ γιὰ τὶς ψυχὲς σας, ἐννοῶντας τὴ διδασκαλία του πρὸς τοὺς ἐθνι­κοὺς καὶ τὴν κηρυκτική του διακονία.  Γιατὶ αὐτὸ εἶναι ποὺ οἰκοδομεῖ καὶ στηρίζει τὶς Ἐκκλησίες τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὶς πνευματικὲς ὑποδείξεις του θεραπεύει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καὶ μοιράζοντας τὸ ὠφέλιμο στὸν καθένα, ὁδηγεῖ τὶς ψυχὲς στὴν αἰώνια ζωή.  Στοὺς πάντες ἔγινα, λέει, τὰ πάντα, γιὰ νὰ σώσω τοὺς πάντες.  Αὐτὸς εἶναι τῆς Ἐκκλησίας ὁ καλὸς πανδοχέας, ὅλους τοὺς δέχεται κι ὅλους τοὺς φροντίζει· δὲν ἀπομακρύνει τὸν πόρνο, δὲν ἀπεχθάνεται τὸν εἰδωλολάτρη, κανένα ἄλλον ἀσεβῆ κι ἀκάθαρτο δὲν ἀποδιώχνει, τοὺς δέχεται ὅλους.  Σὰν γιατρὸς πλύνει τὶς πληγές, τὶς καθαρίζει καὶ τὶς σφογγίζει μὲ λουτρὸ ξαναγεννημοῦ.  Προσφέρει τούς στυφτικούς λόγους, ὅπως τὸ καρσί, γιὰ νὰ μῆν παρασυρώμαστε ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες τῆς ἅγνοιάς μας ἤ τὶς κακίες μας.  Καὶ πάλι μᾶς θεραπεύει μὲ παράληση, σὰν μὲ λάδι ἀλείφοντας τὶς ψυχές μας. 


Μᾶς λέει Παῦλος·  Σᾶς παρακαλοῦμε, ἀδελφοί μου, μὲ τὴν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ νὰ προσφέρετε τὰ σώματά σας θυσία ζωντανή, ἁγία, ἀρεστή, ὅπως πρέπει νὰ εἶναι λογική σας λατρεία. Ὅσοι λοιπὸν τυχαίνει νὰ εἴμαστε μαθηταὶ τῶν λόγων τοῦ Παύλου, ἄς φυλάξω­μεν τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ μὴν ξεπέσωμε ἀπὸ τὴν Ἱερου­σαλήμ τῶν οὐρανῶν, τὴν πόλη τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ.  Καὶ μακάρι, μὲ θεραπευμένα τὰ τραύματα τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματός μας, ὑγιεῖς καὶ τέλειοι στὴν πίστη νὰ παρουσιαστοῦμε στὸ Χριστό, σῶοι καὶ θαρραλέοι, χωρὶς νὰ μειονεχτοῦμε σὲ κανένα καλὸ ἔργο καὶ ν’ ἀπολαύσωμε τὴν ἀγαθὴ ὑπόσχεση στοὺς οὐρα­νοὺς μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλα­νθρω­πία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.  Μαζὶ μ’ Ἐκεῖνον, στὸν Πατέρα καὶ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα ἄς εἶναι δόξα τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν.

Η ΝΗΣΤΕΙΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ



Η Νηστεία τῶν Χριστουγέννων 

α) Κανονικὴ Τάξις β) Νηστειοδρόμιον 


Αʹ. Κανονικὴ Τάξις

- Η περίοδος τῆς Νηστείας τῶν Χριστουγέννων ἀρχίζει τὴν 15ην Νοεμβρίου (τὴν ἑπομένη τῆς Εορτῆς τοῦ Αγίου Φιλίππου, 14ην Νοεμβρίου), καὶ λήγει 
τὴν 24ην Δεκεμβρίου.
- Κατὰ τὴν περίοδο αὐτὴν Δευτέρα, Τετάρτη καὶ Παρασκευὴ τηρεῖ- ται νηστεία (ἀνέλαιος τροφή).
-  Εκ Παραδόσεως, κατὰ τὴν περίοδο αὐτὴν ἀρχίζει ἡ κατάλυσις ἰχθύος ἀπὸ τὰ Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου (21ην Νοεμβρίου) και κάθε Σαββατοκύριακο , λήγει τοῦ Αγίου Σπυρίδωνος (12ην Δεκεμβρίου). 
- Τὴν παραμονὴ τῶν Χριστουγέννων (24ην Δεκεμβρίου) τηρεῖται ξηροφαγία, ἐκτὸς ἐὰν ἡ παραμονὴ συμπέση Σάββατο ἢ Κυριακή, ὁπότε γίνεται κατάλυσις ἐλαίου, οἴνου καὶ θαλασσινῶν, ἐκτὸς ἰχθύος.
- Τὴν ἡμέρα τῆς Εορτῆς τῶν Χριστουγέννων γίνεται κατάλυσις εἰς πάντα, ὁποιαδήποτε ἡμέρα καὶ ἂν τύχη. 
-  Υπάρχει παράλληλος Παράδοσις, μαρτυρουμένη, ὅτι ἡ κατάλυσις ἰχθύος ἐκτείνεται καὶ μέχρι τῆς μνήμης τοῦ Αγίου Προφήτου Δανιὴλ καὶ τῶν Τριῶν Παίδων (17ην Δεκεμβρίου), ἐφ ̓ ὅσον κατὰ τὴν ἀρχαία τάξι ἡ Νηστεία τῶν Χριστουγέννων διαρκοῦσε μόνον ἑπτὰ ἡμέρες (18-24 Δεκεμβρίου). 
- Οἱ δύο ἀνωτέρω περιπτώσεις παραλλήλων πράξεων ὑπῆρχαν πάντοτε στὴν ζωὴ τῆς ̓Ορθοδόξου Εκκλησίας, ἐπαφίετο δὲ — «ἐξ ἀγράφου ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως» — στὴν φιλάνθρωπο διάκρισι καὶ τὴν ποιμαντικὴ εὐθύνη τῶν πνευματικῶν Πατέρων νὰ ἐξοικονομήσουν τὰ εὐσεβῆ τέκνα τους ἐπὶ τὸ αὐστηρότερον ἢ τὸ ἐπιεικέστερον, ἀναλόγως τῶν ψυχικῶν καὶ σωματικῶν δυνάμεών τους, ὅσον καὶ ἡ συνελθοῦσα Ενδημοῦσα Σύνοδος ἐπὶ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Λουκᾶ Χρυσοβέργη (ΙΒʹ αἰ.), ἡ ὁποία θεσμοθέτησε τὴν Νηστεία τῶν Χριστουγέννων (καὶ τῆς Κοιμήσεως Θεοτόκου) καὶ παρέσχε εὐρυτάτη κανονικὴ ἐξουσιοδότησι στοὺς κατὰ τόπους Επισκόπους γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας, ὅταν παρίστατο ἀνάγκη: «εἰ δὲ καταλῦσαι διὰ σωματικὴν ἀσθένειαν ἀναγκαζόμεθα, ἐκ προτροπῆς ἐπισκοπικῆς αἱ δηλωθεῖσαι ἡμέραι τῶν νηστειῶν στενοχωρηθήσονται (συντομευθήσονται)· ὅτι καὶ τοῦτο δέδοκται ἐξ ἀγράφου ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως» 
- Στὴν δυνατότητα τῆς διακριτικῆς αὐτῆς εὐχέρειας ἀναφέρεται τόσον ὁ Αγιος Ιωάννης Δαμασκηνός, ὅταν τονίζη ρητῶς, ὅτι στὰ ζητήματα νηστείας «πειθαρχεῖν μᾶλλον τοῖς τὴν προεδρίαν καὶ τὴν οἰκονομίαν τοῦ λόγου πεπιστευμένοις»

Β.ʹ Νηστειοδρόμιον Αγίας Τεσσαρακοστῆς Χριστουγέννων 

Σημειοῦται τὸ εἶδος τῆς τηρητέας νηστείας ἢ καταλύσεως, ὅταν οἱ ἀναφερόμενες Εορτὲς συμπέσουν Δευτέρα, Τετάρτη καὶ Παρασκευή. 
• ΜΗΝ ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ (ΙΑʹ) 14 Αγίου Αποστόλου Φιλίππου: κατάλυσις ἰχθύος. 
15  Εναρξις Νηστείας: Δευτέρα, Τετάρτη καὶ Παρασκευὴ ἀνέλαιος τροφή. 
+15-20 Δὲν γίνεται κατάλυσις ἰχθύος. 
21 Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου: κατάλυσις ἰχθύος. +22-12 ΙΒʹ. Τάξις αʹ: κατάλυσις ἰχθύος μόνον Σάββατο καὶ Κυριακή. 
25 Αγίας Αἰκατερίνης Μεγαλομάρτυρος: κατάλυσις οἴνου καὶ ἐλαίου. 
30 Αγίου Ανδρέου Αποστόλου Πρωτοκλήτου: κατάλυσις οἴνου καὶ ἐλαίου. 
• ΜΗΝ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ (ΙΒʹ) 
4 Αγίας Βαρβάρας καὶ Οσίου Ιωάννου Δαμασκηνοῦ: κατάλυσις οἴνου καὶ ἐλαίου. 
5 Οσίου Σάββα Ηγιασμένου: κατάλυσις οἴνου καὶ ἐλαίου. 
6 Αγίου Νικολάου Θαυματουργοῦ: κατάλυσις οἴνου καὶ ἐλαίου. 
7 Αγίας Αννης Σύλληψις: κατάλυσις οἴνου καὶ ἐλαίου. 
12 Αγίου Σπυρίδωνος Τριμυθοῦντος: κατάλυσις οἴνου καὶ ἐλαίου. 
+13-24. Τάξις αʹ: δὲν γίνεται κατάλυσις ἰχθύος. 
15 Αγίου Ελευθερίου Ιερομάρτυρος: κατάλυσις οἴνου καὶ ἐλαίου. 
17 Αγίου Δανιὴλ Προφήτου καὶ Αγίου Διονυσίου Ζακύνθου: κατάλυσις οἴνου καὶ ἐλαίου. +18-24. Τάξις βʹ: δὲν γίνεται κατάλυσις ἰχθύος. 
20 Αγίου Ιγνατίου Θεοφόρου: κατάλυσις οἴνου καὶ ἐλαίου. 
24 Παραμονὴ Χριστουγέννων: ξηροφαγία. Εὰν συμπέση Σάββατο ἢ Κυριακή: κατάλυσις οἰνου καὶ ἐλαίου. 
25 +Γέννησις τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Χριστοῦ: κατάλυσις εἰς πάντα.


ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ: «Τίνες οι λόγοι της μήνιδος των δυτικών κατά του Φωτίου»

|



Πού οφείλεται, το μένος, το μίσος των παπικών έναντι του Μ. Φωτίου; Ποιοί είναι οι λόγοι της μήνιδος των Δυτικών κατά του Μ. Φωτίου;

Την διαλεύκανση και απάντηση του ανωτέρω ζητήματος μάς την δίνει ένας άλλος αντιαιρετικός και αντιπαπικός θεολόγος και άγιος της Εκκλησίας μας, ο γνωστός σε όλους μας και δημοφιλής, άγιος Νεκτάριος επίσκοπος Πενταπόλεως[2].

Σύμφωνα με τον άγιο Νεκτάριο, «δύο είναι οι λόγοι, που εξήγειραν το μίσος των παπικών έναντι του Μ. Φωτίου.
Α) Τα αποτελέσματα της Εγκυκλίου, που έστειλε ο Μ. Φώτιος, και Β) οι αποφάσεις της Η΄ Οικουμενικής Συνόδου, που συνεκλήθη επί Μ. Φωτίου το 879 μ.Χ. στην αγία Σοφία.

Α) Η εγκύκλιος εκείνη του Μ. Φωτίου, κατά την πρώτη ανάρρησή του στον θρόνο της Κων/λεως, α) ανέκοψε το έργο του πάπα Νικολάου στη Βουλγαρία, επειδή γνωστοποίησε στους Βουλγάρους ποιός είναι αυτός, που διδάσκει την αρτία, αληθή και ορθή πίστη, β) επέστησε την προσοχή της Καθολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας κατά των καινοτομιών της τότε πρώην Δυτικής Εκκλησίας, την οποία πρώτος ο Μ. Φώτιος τόλμησε να καταγγείλλει, επειδή απέκλινε στην αίρεση και την κατεδίκασε, και γ) περιφρούρησε την ανεξαρτησία της Ελληνικής Εκκλησίας, την οποία οι πάπες ζητούσαν να υποδουλώσουν.

Β) Κατά την δεύτερη ανάρρησή του, κατάφερε το μέγα πλήγμα κατά της Δυτικής οφρύος, επειδή συνεκάλεσε την Η΄ Οικουμενική Σύνοδο και αναθεμάτισε αυτούς, που τολμούν να προσθέσουν κάτι στο Σύμβολο της Πίστεως. Η Σύνοδος αυτή υπέδειξε στον πάπα και σε κάθε επίσκοπο ότι οφείλει να σέβεται το Σύμβολο της Πίστεως της εν Νικαία Συνόδου, το οποίο και οι υπόλοιπες Σύνοδοι επεκύρωσαν και επιβεβαίωσαν.

 Δεν αρκέσθηκε μόνο στο να επικυρώσει την εκλογή του Μ. Φωτίου, αλλά και τον «θεοποίησε», επειδή τον ανέδειξε υπέρτερο του Αρχιερέως της Ρώμης. Όταν στην τελευταία συνεδρία, μετά από άπειρα εγκώμια υπέρ του ιερού Φωτίου, ο Καισαρείας Προκόπιος ανέκραξε «τοιούτον έπρεπεν επ’αληθείας είναι τον του σύμπαντος κόσμου την επιστασίαν λαχόντα, εις τύπον του αρχιποίμενος Χριστού του Θεού ημών», οι τοποτηρητές του πάπα επεκύρωσαν τον λόγο, λέγοντας˙ «και ημείς οι τα έσχατα της γης κατοικούντες, ταύτα ακούομεν», δηλ. ανεβίβασαν τον ιερό Φώτιο σε ομολογουμένως ανωτέρα περιωπή από αυτήν του Αρχιερέως της Ρώμης. Στην τέταρτη συνεδρία οι τοποτηρητές του πάπα οίκοθεν απένειμαν στον Μ. Φώτιο την υπεροχική εκείνη τάξη στον κόσμο. Διότι, αφού η Σύνοδος ανεβόησε «ότι Θεός οικεί εν αυτώ ουδείς αγνοεί», οι τοποτηρητές του πάπα πρόσθεσαν επί λέξει τα εξής : «το έλεος του Θεού και η έμπνευσις αυτού τοιούτον φως διέδωκαν εις την καθαράν ψυχήν του αγιωτάτου Πατριάρχου, ότι λαμπρύνει και φωτίζει πάσαν την κτίσιν˙ ώσπερ γαρ ο ήλιος καν εις μόνον τον Ουρανόν περιέχεται, όμως όλον τον περίγειον κόσμον φωτίζει, ούτω και ο δεσπότης ημών, ο κύριος Φώτιος καθέζεται εις Κων/λιν, αλλά και την σύμπασαν κτίσιν δαδουχεί και καταλάμπει».

Στις 13-8-880 ο πάπας Ιωάννης Η΄, με απαντήσεις του προς τον αυτοκράτορα Βασίλειο και τον ιερό Φώτιο, επεκύρωσε τα αποφασισθέντα υπό της Συνόδου.
Να, κυρίως, ο λόγος, για τον οποίο οι παπικοί πνέουν μένεα κατά του Μ. Φωτίου ακόμη και σήμερα˙ και δικαίως˙ πρώτον, διότι η στάση του Μ. Φωτίου απέκρουσε την δυτική επιδρομή στην Ανατολή και την έσωσε από την παπική πλάνη και καταδυναστεία, και δεύτερον, διότι κατεδίκασε με συνοδική απόφαση την προσθήκη του Filioque, την οποία έκαναν στο Σύμβολο της Πίστεως και έθεσε υπό αφορισμό τους δράστες. Εξαιτίας αυτού συναισθάνονται τους εαυτούς τους βεβαρημένους κάτω από το ανάθεμα αυτής της Συνόδου, της οποίας το κύρος μάτην αγωνίζονται να καταρρίψουν. Όσα κι αν πουν περί της αναγνωρίσεως ή μη του Ιωάννου και των λοιπών παπών ή περί του κύρους της χειροτονίας του ιερού Φωτίου είναι λόγοι στερημένοι νομικού κύρους και αυθαίρετοι.

Όλες οι επιθέσεις κατά του Μ. Φωτίου έχουν σκοπό να αποδείξουν άκυρη την Η΄ Οικουμενική Σύνοδο, επειδή προεδρεύθηκε από άνδρα, που ήταν στερημένος ιερωσύνης, και επειδή συγκροτήθηκε από επισκόπους, που κι αυτοί ήταν στερημένοι αξιώματος, επειδή οι περισσότεροι απ’αυτούς είχαν χειροτονηθεί από τον Μ. Φώτιο. Αυτό εξηγεί και τον λόγο, για τον οποίο ο πάπας Μαρτίνος, που διαδέχθηκε τον Ιωάννη στα τέλη του 882, αναθεμάτισε τον ιερό Φώτιο και ο Στέφανος Ε΄, που διαδέχθηκε τον Αδριανό Γ΄, τον διάδοχο του Μαρτίνου, μαζί με τον Φορμόζο, τον διάδοχο του Στεφάνου, έλεγαν ότι οι χειροτονηθέντες υπό του Μ. Φωτίου δεν μπορούν να γίνουν δεκτοί στους κόλπους της Εκκλησίας, παρά μόνο ως απλοί λαϊκοί!

Φοβεροί αληθώς άνθρωποι! Σ’αυτούς αληθώς αρμόζει ο έλεγχος του Σωτήρος προς τους Φαρισαίους ότι την μεν κάμηλο καταπίνουν, τον δε κώνωπα διϋλίζουν. Ενώ δεν σέβονται κανένα νόμο, θείο και ανθρώπινο, επαναστατούν ακάθεκτοι κατά της νομιμωτάτης εκλογής του Μ. Φωτίου. Αλλά, όπως είπαμε, έχουν τον ιδιαίτερό τους λόγο.

Η στάση του ιερού Φωτίου και τα προπύργια του Μ. Φωτίου υπέρ της ανεξαρτησίας και της ορθοδοξίας της Ανατολικής Εκκλησίας εξασφάλισαν την Εκκλησία και αργότερα. Οι κατά καιρούς πρόμαχοί της οχυρώνονταν πίσω από αυτούς τους προμαχώνες και λάμβαναν τους αγώνες του Μ. Φωτίου ως αξιομίμητο παράδειγμα. Εάν η Ανατολή δεν υποτάχθηκε στη Δύση, οφείλεται στον Μ. Φώτιο. Διότι, εάν ο ιερός Φώτιος μιμούνταν τον Ιγνάτιο, δεν θα συγκροτούσε την Η΄ Οικουμενική Σύνοδο και όλη η Ανατολή θα υποτάσσονταν στον πάπα. Ο Μ. Φώτιος όχι μόνο ανέτρεψε όσα έγιναν επί Ιγνατίου και έστησε το ορθόδοξό του ίδρυμα, αλλά έσωσε και την Βουλγαρία από την ετεροδοξία˙ εάν οι Βούλγαροι διέσωσαν την ορθή πίστη, αυτή την οφείλουν στον Μ. Φώτιο.

 Να, οι λόγοι για τους οποίους οι παπιστές πνέουν τα μένεα κατά του ιερού Φωτίου. Έχουν δίκαιο˙ διότι, εάν δεν υπήρχε ο Μ. Φώτιος, αληθώς δεν θα υπήρχε σχίσμα, αλλά δεν θα υπήρχε και Ελληνισμός και Ορθοδοξία˙ θα υπήρχε πνευματική δουλεία και πλανεμένο θρησκευτικό και εθνικό φρόνημα. Ο Μ. Φώτιος περιέσωσε αμφότερα, καταπολεμώντας την Δυτική επιδρομή».

 [1]Εβρ. 7, 26.
[2] ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ ΠΕΝΤΑΠΟΛΕΩΣ, «Τίνες οι λόγοι της μήνιδος των δυτικών κατά του Φωτίου», Θεοδρομία Γ2 (Απρίλιος-Ιούνιος 2001) 29-32.

ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ: «εἰ ἐμὲ ἐδίωξαν, καὶ ὑμᾶς διώξουσιν»


Βρωμερές συκοφαντίες

         Πολλά όμως διεσπείροντο από τους κακούς ανθρώπους στην Αθήνα περί του Πενταπόλεως και της ανέγερσης της Μονής [δηλαδή της γυναικείας Μονής της Αγίας Τριάδος στην Αίγινα, της οποίας κατόπιν διετέλεσε εφημέριος και πνευματικός]. Πολύ εδοκιμάσθη από τους διεστραμμένους, τους μοχθηρούς και τους συκοφάντες. Διέδιδαν συκοφαντίες ανηθικότητος ανηκούστους. Ησχολήθη με αυτές και η Ιερά Σύνοδος. Ο δέ τότε Πρόεδρος αυτής, ο Αθηνών Θεόκλητος μετέβη αυτοπροσώπως επιτοπίως το 1908, διά να εξετάση. Φεύγοντας όμως από εκεί αναγκάσθηκε να ομολογήση ότι «ήτο όντως Θείον έργον».

       Πολύ τον κατέτρεξε και ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Μελέτιος Μεταξάκης.

Αυτός διετέλεσε και Οικουμενικός Πατριάρχης και Πατριάρχης Αλεξανδρείας.

Αυτός ο δυστυχής ήτανε μασώνος μοντέρνος, νεωτεριστής και έκαμε πολύ κακό στην Εκκλησία.

Αυτός υπήρξε πρωτοπόρος της παναιρέσεως του Οικουμενισμου και υπεύθυνος για το ημερολογιακὸ σχίσμα που ταλανίζει έως σήμερα την Ορθόδοξη Εκκλησία.

Ήταν αυτὸς που πήρε τον απόδημο Ελληνισμό, τις ελληνορθόδοξες Εκκλησίες Ευρώπης, Αμερικής και Αυστραλίας, Τσεχοσλοβακίας, Εσθονίας και Φινλανδίας) απὸ την Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος και τις προσάρτησε στο Πατριαρχειο. Αναγνώρισε τις αγγλικανικὲς χειροτονίες.

       Αυτός ήταν και κατά του μοναχισμού. Όταν ο Άγιος αγωνιζόταν με τόσες δυσκολίες να κτίση το Μοναστήρι, επήγε και τον απέτρεπε...
        - Τί κάνεις εδώ; Μοναστήρι κτίζεις τώρα; Δεν βλέπεις ότι τόσα εξωκκλήσια γύρω εδώ ερήμωσαν; Δεν είναι για Μοναστήρια στη σημερινή εποχή.
       Ο Πενταπόλεως όμως εξηκολούθησε και έγινε το Μοναστήρι και άλλα πολλά κατόπιν, ώστε η Αίγινα σήμερον να έχη τα περισσότερα Μοναστήρια. Το προείπεν ο Άγιος: «Θα γίνη, είπεν, η Αίγινα το Άγιον Όρος των Μοναζουσών». Και ήδη έχει εννέα Μοναστήρια γυναικών.
       Αλλά και ποία διαφορά στο τέλος των δύο Ιεραρχών. Ο Μεταξάκης, που έκαμε τόσε εις βάρος της Ορθοδοξίας, είχεν οικτρόν τέλος. Τον βρήκαν ένα πρωί κάτω από το κρεββάτι του νεκρόν και με την γλώσσαν του έξω. Αυτήν ακριβώς την γλώσσαν, που έλεγε αυτά στον Άγιο και τόσα εις βάρος της Ιεράς Παραδόσεως και της Ορθοδόξου Εκκλησίας!
       Εξ αντιθέτου, ο Πενταπόλεως, που έμεινε πιστός εις την Ι. Παράδοσιν και υπέμεινε τους πειρασμούς και διώξεις, είχεν άγιον τέλος και σήμερον τιμάται, όχι μόνον από το Πανελλήνιον, αλλά και από όλην την Υδρόγειον.
      
Εἶναι ἀληθές, ὅτι ὁ Θεὸς παρεχώρησε νὰ περάση καὶ ἐκεῖ πολλὲς θλίψεις καὶ πίκρες. Παρ' ὅλην τὴν ἐκεῖ ἐργασίαν του, πολλοὶ κακοὶ ἄνθρωποι, ὄργανα τοῦ διαβόλου ἔλεγαν, ὅτι ὁ Ἅγιος εἶναι ὑποκριτὴς καί, ὅτι ὅλα αὐτὰ ποὺ κάνει, εἶναι ὑποκριτικά. Ἔφθασαν μάλιστα στὸ σημεῖον νὰ τὸν κατηγοροῦν γιὰ ἀνηθικότητες καί, ὅτι τὸ Μοναστήρι τὸ κατάντησε ἄντρον ἀκολασίας! Διέδιδαν, ὅτι οἱ μοναχὲς γεννοῦσαν νόθα παιδιὰ καὶ τὰ πετοῦσε στὸ πηγάδι.
Κάποια μητέρα, μάλιστα, ποὺ τὴν ἔλεγαν στὴν Αἴγινα «Κεροὺ» εἶχε μία κόρη 16 ἐτῶν χαριτωμένη, συνετή, φρόνιμη καὶ θεοφοβούμενη. Ἡ μητέρα αὐτὴ εἶχε μανία καταδιώξεως πρὸς τὴν κόρην της καὶ πολλὲς φορὲς ἐπιχείρησε νὰ τὴν σκοτώση. Τὸ δυστυχισμένο αὐτὸ πλάσμα βρῆκε καταφύγιο στὸ Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου. Ὁ Ἅγιος, πονόψυχος καθὼς ἦταν, τὸ δέχτηκε καὶ τὸ προστάτεψε.
Ἡ Κεροὺ δὲν μποροῦσε νὰ τὸ χωνέψη καὶ ἄρχισε νὰ συκοφαντῆ τὸν Ἅγιο. Τὰ λόγια της ἦταν πολὺ φαρμακερὰ καὶ πειστικά. Ὁ Σεβασμιώτατος ἀνέφερε τὸ περιστατικὸ στὸ Μητροπολίτη Ἀθηνῶν, Θεοκλητό, ζητώντας ὁδηγίες. Ἐκεῖνος τοῦ εἶπε νὰ τὴν προστατεύση τὴν κοπέλλα. Ἡ κοπέλλα ἔφθασε στὰ 18 τῆς χρόνια. Ἡ Κεροὺ ὅμως τὸ πῆρε πεῖσμα. Εἶχε τὸ σατανᾶ μέσα της. Ἐπῆγε στὸν Πειραιὰ καὶ ἄρχισε....
  τὰ κλάματα μπροστὰ στὸν Ἀνακριτὴ νὰ διηγῆται τὴν τραγωδίαν της. «Ἕνας Καλόγηρος, ποὺ τάχα ἀσκητεύει, μοῦ τὴν πῆρε στὸ γυναικομονάστηρο. Αὐτὸς ἔχει ὅλες τὶς καλογρηες ἐρωμένες. Σῶστε τὸ παιδί μου...».
Ὁ Εἰσαγγελεὺς πῆρε τὴν κατάθεσιν καὶ τὴν ἑπομένην πῆγε ἀγριεμένος στὴν Αἴγινα μὲ δυὸ χωροφύλακες. Παρεβίασε τὴν πόρτα, παρὰ τοὺς κανονισμοὺς τοῦ Μοναστηριοῦ, καὶ μπῆκε κατ' εὐθείαν στὸ διαμέρισμα τοῦ Ἁγίου. Οἱ Μοναχὲς ἀναστατώθηκαν καὶ ἄρχισαν νὰ κλαῖνε. Ὁ Δεσπότης σηκώθηκε μὲ τὸ συνηθισμένο Χριστιανικό του χαμόγελο νὰ τοὺς ὑποδεχθῆ. Ὁ Ἀνακριτὴς ἔξω φρενῶν, εἶπε εἰς τὸν ἑβδομηκονταετῆ τότε γέροντα:
- Βρὲ παληοκαλόγηρε!... ποῦ εἶναι τὰ παιδιὰ ποῦ κάνεις; (Ἐπηκολούθησε αἰσχροτάτη φράσις). Αὐτὰ κάνεις ἐδῶ πέρα; Κατόπιν τὸν ἐπίασε ἀπὸ τὸ ράσο καὶ τὸν ἀπειλοῦσε, λέγοντας:
- Θὰ σοὺ ξεριζώσω τὰ γένια τρίχα-τρίχα.
Ὁ Ἅγιος δὲν ἔβγαλε λέξι. Μόνον μὲ τὸ χέρι τοῦ ἔδειχνε ψηλὰ καὶ ἔλεγε:
- Βλέπει ὁ Θεός. Ξέρει ὁ Θεός!!
Καὶ πράγματι! «ἔστι δίκης ὀφθαλμός, Ὃς τὰ πάνθ' ὁρᾶ». Ὁ ἀσεβέστατος Εἰσαγγελεὺς σὲ μία ἑβδομάδα ἀρρώστησε βαρειά. Εἶχε τρομεροὺς πόνους ἀπὸ τὴν ἀρρώστειά του. Τὸ χέρι ἐκεῖνο, ποὺ ἐπίασε καὶ κουνοῦσε τὸν Ἅγιο, ξεράθηκε. Τότε τὸ συναισθάνθηκε καὶ ζήτησε νὰ τὸν πάνε μπροστὰ στὸν Ἅγιον, νὰ τὸν συγχωρέση. Πράγματι τὸν πῆγαν. Ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ Ἁγίου, μαζὶ μὲ τὴν γυναίκα του καὶ ζητοῦσε νὰ τὸν λυπηθῆ. Ὁ Ἅγιος προσευχήθηκε στὸ Θεὸ πολύ. Ἦταν ὁ μακάριος ἀνεξίκακος καὶ μακρόθυμος. Τὸν συνεχώρησε μὲ τὴν καρδιά του. Τοῦ Εἰσαγγελέως [ὡστόσο] ἔπειτα ἀπὸ δύο χρόνια του κόψανε τὸ χέρι. Ἐκεῖνο τὸ χέρι ποὺ κουνοῦσε, ἀπὸ τὸ γιακὰ τοῦ ράσου, τὸν Ἅγιο.
Τὸ Μοναστήρι τοῦ ὅμως, παρ' ὅλα αὐτά, ἐπρόκοψε. Ἐν τῷ μεταξὺ ἡ Ἀδελφότης ἐμεγάλωσε, γιατί προσετέθησαν καὶ ἄλλες Ἀδελφὲς καὶ μάλιστα μορφωμένες. Ἔγινε ἕνα πνευματικὸν κέντρον, ποὺ ξεκούραζε ψυχικὰ καὶ φώτιζε τοὺς ἀνθρώπους.»

Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ μακαριστοῦ ἀρχιμανδρίτου Χαραλάμπους Δ. Βασιλόπουλου «Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ» (ἔκδ. «Ὀρθόδοξου Τύπου», Κάνιγγος 10, Ἀθῆναι 2001)


Δείτε σχετικά: