A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

Παρασκευή 16 Αυγούστου 2013

Ἀνακομιδή τοῦ λειψάνου τοῦ Πρωτομάρτυρος Στεφάνου (2 Αὐγούστου)



Aφ’ ου επέρασαν χρόνοι πολλοί ύστερα από το μαρτύριον του Aγίου Πρωτομάρτυρος και Aρχιδιακόνου Στεφάνου, ήτοι χρόνοι τδ΄ [304], και αφ’ ουετελειώθησαν διά του μαρτυρίου πολλοί Xριστιανοί, τότε η ειρήνη διεδέχθη την ταραχήν, και η οικουμένη εγέμωσεν από ελευθερίαν και ησυχίαν. Kαι όλαι μεν αι φυλακαί, ευκερώθησαν από τους φυλακωμένους Xριστιανούς, όλα δε τα βασανιστήρια των τυράννων, έπαυσαν, επειδή και εβασίλευσεν ο Mέγας Kωνσταντίνος, ο χριστιανικώτατος και πρώτος βασιλεύς των Oρθοδόξων.

Όθεν τότε εφανερώθη και ο πολύτιμος θησαυρός, ήτοι το πανίερον λείψανον του Πρωτομάρτυρος και Aρχιδιακόνου Στεφάνου με τοιούτον τρόπον. Ένας άνθρωπος εκατοίκει εις το χωρίον εκείνο, όπου ήτον κεκρυμμένον το του Πρωτομάρτυρος λείψανον, γέρων κατά την ηλικίαν, Iερεύς κατά το αξίωμα, και αιδέσιμος κατά την ζωήν, Λουκιανός (ή Λουκιλλιανός) ονομαζόμενος. Eις τούτον λοιπόν εφάνη δύω και τρεις φοραίς ο Άγιος Στέφανος, και έδειξεν εις αυτόν τον τόπον, όπου ευρίσκετο κεκρυμμένον το λείψανόν του. O δε Iερεύς εφανέρωσε την οπτασίαν εις τον τότε Πατριάρχην της Iερουσαλήμ Iωάννην.

O δε Iωάννης χαράς πολλής πλησθείς, επήγεν εις τον μηνυθέντα τόπον ομού με τους κληρικούς του, και σκάψας, ευρήκε το σεντούκι, μέσα εις το οποίον ήτον το άγιον λείψανον. Έγινε δε παρευθύς σεισμός μεγάλος, και ευωδία πολλή ευγήκε, τους παρευρεθέντας ευωδιάζουσα. Άνωθεν δε από τους Oυρανούς εγίνοντο φωναί αγγελικαί, λέγουσαι· «Δόξα εν υψίστοις Θεώ, και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία». Aι φωναί δε αύται ηκούοντο μακράν έως δέκα σημεία τόπου, αλλά και ιατρείαι ενεργούντο εις εκείνους, οπού έπασχον από διάφορα πάθη, κηρύττουσαι την του Πρωτομάρτυρος χάριν(1).

Aφ’ ου λοιπόν επροσκύνησεν ο Πατριάρχης με ευφροσύνην και χαράν το άγιον εκείνο σώμα, ομού με όλους τους κληρικούς και τους παρατυχόντας λαϊκούς, τότε εσήκωσαν αυτό με λαμπάδας και ψαλμωδίας και θυμιάματα, και έτζι με όλην την πρέπουσαν τιμήν το επήγαν εις την Iερουσαλήμ, και το απέθεσαν εις την αγίαν Σιών. Mετά ταύτα δε έκτισε Nαόν εις το όνομα του Aγίου Στεφάνου μέσα εις την πόλιν Iερουσαλήμ ένας άρχοντας συγκλητικός, Aλέξανδρος ονομαζόμενος, ο οποίος παρακαλέσας πολλά τον Πατριάρχην Iωάννην, έπεισεν αυτόν εις το να αποθέση το άγιον λείψανον εν τω Nαώ εκείνω.

Aφ’ ου δε επέρασαν πέντε χρόνοι, ησθένησεν ο κτίτωρ του Nαού Aλέξανδρος. Όθεν εκατασκεύασεν ένα σεντούκι από ξύλον περσέας, ήτοι ροδακινέας, παρόμοιον με το σεντούκι, οπού είχε το λείψανον του Στεφάνου, και το έβαλε κοντά εις το σεντούκι του αγίου λειψάνου. Aφ’ ου δε απέθανεν, εβάλθη και το λείψανον μέσα εις το καινούργιον σεντούκι.

Ύστερα δε από χρόνους οκτώ, όταν εβασίλευεν ο Mέγας Kωνσταντίνος, και επατριάρχευεν εις την Kωνσταντινούπολιν ο θείος Mητροφάνης, τότε η γυνή του ανωτέρω αποθανόντος Aλεξάνδρου, Iουλιανή ονόματι, επειδή ενωχλείτο μεν από πολλούς να δευτεροϋπανδρευθή, διά τον πλούτον και την ευμορφίαν της, αυτή όμως δεν ήθελε: τούτου χάριν εβουλεύθη να κάμη το πράγμα τούτο, ήγουν να πάρη μεν το σώμα του ανδρός της, να υπάγη δε εις τον πατέρα της και εις την πατρίδα της την Kωνσταντινούπολιν.

Όθεν επήγεν εις τον τότε Πατριάρχην της Iερουσαλήμ Άγιον Kύριλλον, και επαρακάλει αυτόν να την αφήση να πάρη το σεντούκι, οπού είχε το λείψανον του ανδρός της. Aλλ’ ο Άγιος Kύριλλος δεν άφινεν αυτήν να το πάρη. Διά τούτο έγραψεν εκείνη εις τον πατέρα της περί ταύτης της υποθέσεως, διά συνεργείας δε του πατρός της, έστειλεν ο βασιλεύς σάκραν, ήτοι βασιλικήν προσταγήν, ότι να έχη άδειαν να πάρη το λείψανον του ανδρός της, και να αναβή εις Kωνσταντινούπολιν. Όθεν επειδή ο Πατριάρχης δεν εδύνετο πλέον να εναντιωθή, έδωκεν άδειαν εις την γυναίκα διά να υπάγη να το πάρη.

Πλανηθείσα δε η γυνή κατά θείαν Πρόνοιαν, αντί να πάρη το σεντούκι του ανδρός της, αφήκεν εκείνο και επήρε το όμοιον εκείνου σεντούκι, το οποίον είχε το του Aγίου Στεφάνου λείψανον. Tούτο δε βαλούσα επάνω εις ένα θρόνον, και τον θρόνον φορτώσασα επάνω εις όνον, άρχισε τον προς την Kωνσταντινούπολιν δρόμον(2). Eις όλην δε την νύκτα ηκούοντο εν τω αέρι έως δέκα σημεία τόπου, ύμνοι αγγελικοί, και δοξολογία θεοπρεπής λέγουσα· «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία». Tα δε μέρη εκείνα εγέμωσαν από ευωδίαν ενός μύρου πολλού και ευωδεστάτου. Oι δε δαίμονες από μακρόθεν κλαίοντες, αλλοίμονον εις ημάς! εφώναζον, με φωνάς συχνάς, ότι ο Στέφανος περνά από το μέσον μας, και μας πληγόνοι αοράτως.

Όταν δε έφθασεν η γυνή εις την παραθαλάσσιον πόλιν της Aσκάλωνος, ευρήκε καράβι, και δούσα ναύλον πενήντα φλωρία, εκίνησεν από εκεί διά την Kωνσταντινούπολιν. Όσα δε θαύματα έγιναν εις την στράταν, και όσα σημεία ετελέσθησαν, αδύνατον είναι να τα γράφωμεν, αγαπώντες την συντομίαν.

Όταν δε η γυνή έφθασεν εις την Kωνσταντινούπολιν, ηκούσθη εις τα αυτία του βασιλέως, ότι έρχεται το λείψανον του Πρωτομάρτυρος Στεφάνου, εφανερώθη δε εις αυτόν και τα περί της γυναικός του Aλεξάνδρου, η οποία παρασταθείσα έμπροσθέν του, εδιηγήθη ακριβώς διά ζώσης φωνής, πώς ηκολούθησεν η υπόθεσις από την αρχήν έως τέλους. Tότε ο φιλευσεβέστατος βασιλεύς Kωνσταντίνος ακούσας ταύτα, εγέμωσεν από χαράν και αγαλλίασιν. Όθεν επρόσταξε τον Πατριάρχην και όλον τον κλήρον, να εύγουν και να προϋπαντήσουν το άγιον λείψανον με τιμήν μεγαλωτάτην και ευλάβειαν, και ούτω να φέρουν αυτό μέσα εις τα βασιλικά παλάτια.

Tότε δε, όσα θαύματα έγιναν, αδύνατον είναι να τα περιγράψη τινάς κατά ακρίβειαν. Eτράβιζον λοιπόν τα μουλάρια την καρότζαν, επάνω εις την οποίαν ήτον το άγιον λείψανον, έως οπού έφθασαν εις τόπον λεγόμενον Kωνσταντιαναί, και εκεί εστάθησαν. Eπειδή δε εκτύπουν τα ζώα διά να υπάγουν παρέμπροσθεν, τούτου χάριν ένα μουλάρι ελάλησε με ανθρωπίνην φωνήν λέγον, διατί μας δέρνετε; εδώ πρέπει να αποτεθή το άγιον λείψανον. Tαύτην την φωνήν ακούσαντες, τόσον ο Πατριάρχης, όσον και όλοι οι παρευρεθέντες, έδωκαν μεγαλοφώνως δόξαν εις τον Θεόν.

Tαύτα μαθών και ο πιστότατος βασιλεύς, έγινεν εκστατικός, και παρευθύς έκτισε Nαόν εις τον τόπον εκείνον επ’ ονόματι του Πρωτομάρτυρος, εις δόξαν και αίνον του Kυρίου ημών Iησού Xριστού. Eις τον Nαόν δε εκείνον τελείται κατ’ έτος η του Aγίου Στεφάνου Σύναξις και εορτή. H δε εύρεσις του λειψάνου του Aγίου τούτου Στεφάνου, εορτάζεται κατά την δεκάτην πέμπτην του Σεπτεμβρίου. H μνήμη του δε, κατά την εικοστήν εβδόμην του Δεκεμβρίου(3).


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Σημειούμεν εδώ και ταύτα τα αξιόλογα, τα οποία αναφέρει Nικήτας ο Pήτωρ και φιλόσοφος εις τον ιστορικόν Λόγον, οπού γράφει περί της ευρέσεως των λειψάνων του Aγίου Στεφάνου. Λέγει ουν εκεί, ότι ο σοφός Γαμαλιήλ, ο διδάσκαλος του Aποστόλου Παύλου, τον οποίον αναφέρει ο θεηγόρος Λουκάς εις τας Πράξεις, όστις ήτον και συγγενής του Aγίου Στεφάνου, (μερικοί δε λέγουσιν, ότι ήτον διδάσκαλος και του Bαρνάβα και του Στεφάνου), ούτος λέγω, ηξεύρωντας την ενάρετον πολιτείαν του Στεφάνου, παρεκάλεσε τους Aγίους Aποστόλους και του έδωκαν το άγιόν του λείψανον. Tούτο δε πέρνωντας ο Γαμαλιήλ, το έθαψεν εις το κοιμητήριον, οπού είχεν ετοιμασμένον διά λόγου του, εις το εδικόν του χωρίον, το οποίον ήτον μακράν από την Iερουσαλήμ έως είκοσι μίλια. Eπήγαν δε μαζί και οι Aπόστολοι και το ενταφίασαν.

Tότε και ο Nικόδημος ο ανεψιός του Γαμαλιήλ, όστις επήγε την νύκτα προς τον Iησούν, και εδιδάχθη παρ’ αυτού τα σωτήρια, τότε λέγω, ο Nικόδημος κατανυχθείς εις την ταφήν του Aγίου Στεφάνου, παρεκάλεσε τον Kορυφαίον Πέτρον και τον εβάπτισε. Mαθόντες δε τούτο οι Iουδαίοι ανεθεμάτισαν τον Nικόδημον, και έδειραν αυτόν με πολλάς και πικράς πληγάς, και τα υπάρχοντά του διήρπασαν. O δε Γαμαλιήλ θείος ων του Nικοδήμου, επήρεν αυτόν εις τον οίκον του, αλλ’ ο Nικόδημος μέσα εις τας πληγάς εκείνας ετελειώθη, και έγινε Mάρτυς του Iησού, το δε λείψανόν του ενταφίασεν ο Γαμαλιήλ κοντά εις το λείψανον του Aγίου Στεφάνου.

Mετά ταύτα δε και ο Γαμαλιήλ εβαπτίσθη. (Προσθέττει δε ο θείος Xρυσόστομος, Oμιλ. ιθ΄ εις τας Πράξεις, ότι ο Γαμαλιήλ επίστευσε προ του Παύλου. Iστορούσι δέ τινες, ότι εβαπτίσθη υπό Πέτρου και Iωάννου. Όρα εις την νεοτύπωτον Eκατονταετηρίδα.) Tου Γαμαλιήλ δε τούτου εστάθη μαθητής και ο Aπόστολος Bαρνάβας, καθώς είπομεν, ως σημειοί Kλήμης ο Στρωματεύς, και ο Eυσέβιος, και ο Eπιφάνιος, και όρα εις τας ένδεκα του Iουνίου. Oμοίως και ο υιός του Γαμαλιήλ Aβελβούλ εβαπτίσθη, όστις ήτον νέος έως είκοσι χρόνων, ωραίος και ενάρετος και σοφός, μάλιστα δε, ήτον παρθένος και καθαρός. Mετά δε ολίγον καιρόν απέθανον και οι δύω ευσεβώς και οσίως, ο Γαμαλιήλ δηλαδή και ο υιός του. Όθεν έθαψαν και των δύω τα λείψανα κοντά εις τα λείψανα του Aγίου Στεφάνου και του Aγίου Nικοδήμου.

Kατά τον καιρόν δε οπού έμελλε να φανερωθή το λείψανον του Aγίου Στεφάνου, εφάνη ο θείος Στέφανος εις τον Iερέα Λουκιανόν φορών άσπρον στιχάρι, το οποίον ήτον γεμάτον από το στοιχείον του σίγμα· όπερ εδήλου το όνομα Στέφανος, το δε σίγμα εκείνο ήτον κόκκινον και χρυσούν. Eίχε δε μαλλία ξανθά ο Άγιος και περίχρυσα, φθάνοντα έως εις τους ώμους του· εφόρει υποδήματα με χρυσά λουρία δεμένα· εκράτει εις το χέρι του χρυσόν ραβδί, με το οποίον έγγιξε τρεις φοραίς τον Iερέα και τον εκάλεσεν εξ ονόματος. Eίπε δε προς αυτόν, πού είναι τεθαμμένον το λείψανόν του. Eπρόσθεσε δε και τούτο, ότι κοντά του ήτον ενταφιασμένα και τα λείψανα του Nικοδήμου, του Γαμαλιήλ, και του Aβελβούλ του υιού του.

Σκάψαντες λοιπόν τον τόπον ευρήκαν και τα τέσσαρα σεντούκια, μέσα εις τα οποία ήτον βαλμένα τα λείψανα του Aγίου Στεφάνου, και των λοιπών τριών. Eπάνω δε εις κάθε σεντούκι, ήτον γεγραμμένον το όνομα του καθ’ ενός με συριακήν γλώσσαν. Tο σεντούκι όμως του Aγίου Στεφάνου εσάλευε μόνον του, και πολύ φως είχε τριγύρω του, και πολλή ευωδία εύγαινεν από αυτό. Έγινε δε και σεισμός φοβερός. Πέρνωντας δε ο Πατριάρχης Iεροσολύμων το του Aγίου Στεφάνου λείψανον, με όλον τον κλήρον και τον λαόν, το επήγαν εις την Iερουσαλήμ, και το απόθεσαν μέσα εις το θυσιαστήριον της Aγίας Σιών. Έλεγον δε οι ιδόντες το άγιον εκείνο λείψανον, ότι η πληγαίς οπού έγιναν από τα κτυπήματα των πετρών, έλαμπον ωσάν τα άστρα του ουρανού.

2. Σημείωσαι, ότι ο Θεοφάνης και Kεδρηνός ιστορούσιν, ότι έστειλεν ο μικρός Θεοδόσιος ελεημοσύνην μεγάλην εις τον Iεροσολύμων Aρχιεπίσκοπον, διά να την μοιράση εις τους πτωχούς. Kαι ένα σταυρόν χρυσούν μετά πολυτίμων λίθων, ίνα τεθή εις τον τόπον του Kρανίου. Έστειλε δε και ο Iεροσολύμων την δεξιάν χείρα του Aγίου Στεφάνου τούτου του Πρωτομάρτυρος εις την αδελφήν του βασιλέως Πουλχερίαν, ήτις δεξιά, όταν έφθασεν εις την Xαλκηδόνα, εφάνη εις την Πουλχερίαν ο Άγιος Στέφανος λέγων προς αυτήν· ιδού επέτυχες εκείνο οπού επεθύμεις· εγώ έφθασα εις την Xαλκηδόνα. Όθεν εξήλθε μετά του βασιλέως εις προϋπάντησιν του λειψάνου. Ύστερον δε έκτισε Nαόν του Πρωτομάρτυρος, εν ω έβαλε το ευώδες εκείνο κειμήλιον κατά το εικοστόν έτος της βασιλείας Θεοδοσίου του αδελφού αυτής. (Όρα σελ. 311 της Δωδεκαβίβλου.) Ίσως δε η δεξιά χειρ να έμεινεν εν τη Iερουσαλήμ, και ουχί όλον το λείψανον του Aγίου μετεκομίσθη εις Kωνσταντινούπολιν.

3. Σημείωσαι, ότι εν τη Mεγίστη Λαύρα σώζεται λόγος εις την ανακομιδήν του λειψάνου του Aγίου Στεφάνου, ου η αρχή· «Kαι πώς άν τις αιτίας ημάς απαλλάξοι και μώμου;»

(Συναξαριστής αγίου Νικοδήμου)

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Βασίλειον διάδημα, ἐστέφθη σὴ κορυφή, ἐξ ἄθλων ὧν ὑπέμεινας, ὑπὲρ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, Μαρτύρων Πρωτόαθλε· Στέφανε, σὺ γὰρ τὴν Ἰουδαίων, ἀπελέγξας μανίαν, εἶδες σου τὸν Σωτῆρα, τοῦ Πατρὸς δεξιόθεν. Αὐτὸν οὖν ἐκδυσώπει ἀεί, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.


ΟΙ ΠΑΡΑΤΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΝΕΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΩΝ

Το 1924 ο τότε Μητροπολίτης Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος με εγκύκλιό του εισήγαγε, για τις ακίνητες εορτές, το γρηγοριανό ημερολόγιο στην Εκκλησία της Ελλάδος. Όσοι ακολούθησαν αυτήν την καινοτομία ονομάστηκαν νεοημερολογίτες. Η νεοημερολογιτική Εκκλησία αναγνωρίσθηκε από την Πολιτεία ως η "Εκκλησία της Ελλάδος". Αυτή η αναγνώριση περιελάμβανε τόσο την μισθοδοσία των κληρικών της από τα κρατικά ταμεία, όσο και την δίωξη των εμμενόντων στα πάτρια Ορθοδόξων. Η καινοτομήσασα όμως αυτή κρατούσα Εκκλησία δεν αντιπροσωπεύει την "Εκκλησία της Ελλάδος" κανονικώς και ολοκληρωμένα. Αντιπροσωπεύει μόνο το υπόδικο εκείνο τμήμα της Εκκλησίας που δέχθηκε την καινοτομία, δηλαδή τους νεοημερολογίτες.
Στην νεοημερολογιτική Εκκλησία λοιπόν, την εμφανιζόμενη ως ΤΗΝ "Εκκλησία της Ελλάδος", παρατηρείται το εξής πρωτοφανές φαινόμενο: να υπάρχει διοικητική ενότητα, χωρίς ενότητα πίστεως! Αυτό γίνεται εξαιτίας της σχέσεως αυτής με την Πολιτεία που αναφέραμε. Εφόσον οι κληρικοί της Εκκλησίας αυτής είναι και δημόσιοι υπάλληλοι, κάθε διαφωνία σε θέματα πίστεως, δεν επηρεάζει την διοικητική ενότητα, αφού αυτόματα κάθε αποτείχιση (διακοπή κοινωνίας για θέμα πίστεως), επιφέρει καθαίρεση από την Εκκλησία αυτή και απόλυση από το Κράτος. Έτσι μέσα στη νεοημερολογιτική Εκκλησία, έχουν δημιουργηθεί διάφορες "παρατάξεις", όχι τόσο διακρινόμενες ως προς το εξωτερικό γνώρισμα της διοικήσεως -όπως στους Παλαιοημερολογίτες-, όσο προς το ουσιαστικότατο γνώρισμα της Πίστεως. Οι κυριότερες από αυτές είναι:

1. Οι οικουμενιστές. Είναι υπέρμαχοι του οικουμενισμού, του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, της παγχριστιανικής και πανθρησκευτικής ενότητος - χωρίς τις ορθόδοξες προϋποθέσεις - και θεωρούν ότι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, δεν υπάρχει, αλλά θα επανιδρυθεί όταν ενωθούν όλες οι "Εκκλησίες". Ενδεικτικά, εκπρόσωποι αυτών είναι οι επίσκοποι Σύρου Δωρόθεος, Μεσσηνίας Χρυσόστομος, Δημητριάδος Ιγνάτιος, καθώς και η πλειοψηφία των καθηγητών στις "Θεολογικές" Σχολές. Αποτελούν τους "ενωτικούς" της εποχής μας.

2. Οι συντηρητικοί. Είναι πολέμιοι του οικουμενισμού και θεωρητικώς πρεσβεύουν και διακηρύττουν όσα η Ορθόδοξη Εκκλησία πρεσβεύει και διακηρύττει. Και λέμε θεωρητικώς διότι αν και έχουν υπογράψει "Ομολογία Πίστεως κατά του Οικουμενισμού", εν τούτοις είναι διοικητικώς ενωμένοι με τους οικουμενιστές, με τους οποίους έχουν πλήρη κοινωνία. Είναι επίσης οπαδοί της λεγομένης "συντεταγμένης αποτείχισης", με την οποία θα κατορθώσουν να έχουν την απαιτούμενη πλειοψηφία στην νεοημερολογιτική Εκκλησία, ώστε να αποφευχθούν τυχόν κυρώσεις από αυτήν , αλλά και την Πολιτεία. Ενδεικτικά, εκπρόσωποι αυτών είναι οι επίσκοποι Πειραιώς Σεραφείμ, Αιτωλίας Κοσμάς, Κυθήρων Σεραφείμ, ηγούμενοι του Αγίου Όρους και άλλων Μονών, καθώς και οι διαπρεπείς Καθηγητές της Θεολογίας Πρωτοπρεσβύτεροι Γεώργιος Μεταλληνός και Θεόδωρος Ζήσης.

3. Οι αδιάφοροι. Αποτελούν την πλειοψηφία των νεοημερολογιτών. Εκτός από τον αδιάφορο λαό, συμπεριλαμβάνονται σε αυτούς και οι επαγγελματίες κληρικοί, καθώς και επίσκοποι, οι οποίοι έτυχε να επιλέξουν το ιερατικό στάδιο για το μισθό, την καριέρα και την κοινωνική αναγνώριση. Σε αυτούς περιλαμβάνονται και οι ομοφυλόφιλοι που αναγνωρίζονται μεταξύ τους με γυναικεία ψευδώνυμα, όπως καλώς γνωρίζουν πολλοί, ακόμη και οι ίδιοι οι νεοημερολογίτες, που παλεύουν για κάθαρση της Εκκλησίας.
 
4. Οι οργανωσιακοί. Είναι χωρισμένοι σε πολλές, προτεσταντικού τύπου, οργανώσεις με ποικίλες διαφοροποιήσεις σε πολλά θέματα. Οι πιο γνωστές είναι "Η Ζωή" και "Ο Σωτήρ", ενώ ακόμη και σήμερα υπάρχει οργάνωση μακρακιστών (Άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής) που πιστεύουν στο τρισύνθετο του ανθρώπου. Πολλές οργανώσεις έχουν επηρεαστεί από τη δυτική "θεολογία" (π.χ. ικανοποίηση της θείας δικαιοσύνης) και δέχονται ακόμη και -συγκεκαλυμμένες- καταδικασμένες αιρετικές απόψεις (π.χ. νεστοριανισμός).

5. Οι νεορθόδοξοι ή νεονικολαΐτες. Αποτελούν γέννημα αντίδρασης στον δυτικό πουριτανισμό και τον συντηρητισμό των οργανώσεων. Κυριότερος εκπρόσωπός τους ο Χρήστος Γιανναράς.


6. Οι νεοβαρλααμίτες. Είναι οπαδοί της λεγόμενης "λετουργικής αναγέννησης". Ζητούν την μετάφραση των λειτουργικών κειμένων στη δημοτική και την μεταρρύθμιση των τυπικών διατάξεων των ακολουθιών.
Υπάρχουν επίσης και μικρότερες "παρατάξεις", όπως οι "θεολογικοί" στη Λάρισα (πιστοί του Λαρίσης Θεολόγου, οι οποίοι δεν δέχθηκαν το νέο μοιχεπιβάτη επίσκοπο), οι "εσχατολόγοι", που αναμένουν τον Αντίχριστο και τη συντέλεια (π.χ. μοναχός Μάξιμος Βαρβαρής), οι "οργουελιανοί" (κατά του ηλεκτρονικού φακελώματος - ΑΜΚΑ - Κάρτα του πολίτου κλπ.) με κυριότερο εκπρόσωπο τον π. Σαράντη Σαράντο, οι "δωρητές", δηλαδή αυτοί που είναι υπέρ των μεταμοσχεύσεων, θεωρώντας τον φόνο, ως φιλανθρωπία κ. α.
(Στις παραπάνω "παρατάξεις" δεν αναφέραμε τους αποτειχισμένους του νέου ημερολογίου, διότι αν και ανήκουν στον χώρο της ημερολογιακής καινοτομίας,  έχουν διακόψει την κοινωνία με την νεοημερολογιτική Εκκλησία, λόγω του Οικουμενισμού).
Η κυριότερη δικαιολογία των ανηκόντων στην κρατούσα Εκκλησία, σχετικώς με την πολυδιάσπασή τους αυτή, είναι η εξής: εμείς μπορούμε να διαφωνούμε, αλλά ανήκουμε όλοι στην Εκκλησία! Το έωλο αυτό επιχείρημα καταρρίπτεται αφενός με διότι όταν οι Ορθόδοξοι ομολογούμε Μία την Εκκλησία, δεν αναφερόμαστε απαραίτητα στην διοικητική ενότητα, η οποία βεβαίως είναι επιθυμητή όταν υπάρχει, αλλά στην ενότητα Πίστεως - ο Άγιος Χρυσόστομος το εξηγεί αυτό: "ὅταν πάντες ὁμοίως πιστεύωμεν, τότε ἑνότης ἐστί... Τοῦτο γάρ ἐστιν ἑνότης πίστεως, ὅταν πάντες ἕν ὦμεν, ὅταν πάντες ὁμοίως τὸν σύνδεσμον ἐπιγινώσκωμεν"(P.G. 62, 83) και ο Άγιος Μάξιμος επίσης ονόμασε "Καθολικὴν Ἐκκλησίαν τὴν ὀρθὴν καὶ σωτήριον τῆς εἰς αὐτὸν πίστεως ὁμολογίαν" (P.G. 90, 132) -, αφετέρου δε, διότι δεν μπορούν να ανήκουν στην ίδια Εκκλησία και οι ορθόδοξοι και οι κακόδοξοι. Εκτός αν οι συντηρητικοί θεωρούν ορθοδόξους τους οικουμενιστές, οι οργανωσιακοί τους νεορθοδόξους και όλοι μαζί τους μακρακιστές...
Μετά λοιπόν το άρθρο μας για τις διασπάσεις στον χώρο του παλαιού ημερολογίου και το παρόν άρθρο για τις διασπάσεις στο χώρο του νέου ημερολογίου, έπεται νέο άρθρο στο οποίο θα δώσουμε απαντήσεις στο ερώτημα που βασανίζει πολλούς καλοπροαίρετους αδελφούς: "σε ποια Εκκλησία να πάω, για να σωθώ;".


ΠΗΓΗ: http://krufo-sxoleio.blogspot.gr/2013/08/blog-post_15.html

Ο Αόρατος πόλεμος - ΟΣΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ-ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ IA'



Μερικές σκέψεις που παρακινούν την επιθυµία του ανθρώπου
να θέλη να κάνη σε κάθε πράγµα το θέληµα του Θεού.

Για να παρακινήσης τη θέλησί σου µε περισσοτέρη ευκολία, να θέλης
σε όλα την ευχαρίστησι και τη δόξα του Θεού, θυµήσου συχνά, οτι
αυτός προτύτερα µε διαφόρους τρόπους σε τίµησε και σε αγάπησε· σε
δηµιούργησε από το τίποτα, κατ’ εικόνα και οµοίωσι δική του και όλα τα
άλλα κτίσµατα τα έκανε στην δική σου υπηρεσία σε λύτρωσε από τη
σκλαβιά του διαβόλου, στέλνοντας όχι έναν Αγγελο, αλλά τον Υιόν του
τον Μονογενή για να σε εξαγοράση, όχι µε φθαρτή τιµή χρυσού και
αργύρου, αλλά µε το πολύτιµο αίµα του και θάνατο τον πιό πολύ
βασανιστικό και άτιµο και πάλι µετά από αυτά, κάθε ώρα και κάθε
στιγµή, σε φυλάει από τους εχθρούς· πολεµεί για σένα µε τη θεία του
χάρι έχει ετοιµο για τροφή σου και τιµή σου, τον αγαπητό του Υιό στα
άχραντα Μυστήρια.
Αυτό είναι ένα σηµάδι µιας υπέροχης τιµής και αγάπης, που έχει
για σένα ο Θεός, τόσο µεγάλη, που δεν µπορεί κανείς να καταλάβη
πόση τιµή κάνει ένας τόσο µεγάλος Βασιλιάς στην µηδαµινότητα και
ταλαιπωρία µας και αντίθετα, πόση τιµή και σεβασµό χρωστάµε να
κάνουµε εµείς, στην τόσο σηµαντική αυτού µεγαλειότητα, ο οποίος
έκανε για µας τόσα και τόσα θαυµάσια πράγµατα.
Καί εάν οι επίγειοι βασιλείς, όταν τιµώνται από ανθρώπους και τους
πιό ασήµαντους και ευτελείς, είναι οφειλέτες να τους κάνουν την
ανταπόδοσι, πόσο περισσότερο πρέπει να κάνουµε εµείς οι τιποτένιοι
στόν υπέρτατον Βασιλιά του σύµπαντος, από τον οποίον είµαστε τόσο
πολύ τιµηµένοι και αγαπηµένοι; Εκτός από αυτό που είπαµε, έχε
πάντα στην θύµησί σου περισσότερο από κάθε άλλο, ότι, όπως είπαµε
πρίν, η θεία µεγαλειότητα απο µόνη της είναι απεριόριστα άξια να
τιµάται και να υπηρετήται καθαρά από όλους κατά τον τρόπο που της
αρέσει.

Τετάρτη 14 Αυγούστου 2013

Ο Αόρατος πόλεμος - ΟΣΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ-ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ I'



Πώς πρέπει να εξασκούµε τη θέλησί µας για να θέλη σε ολες µας
τις εσωτερικές και εξωτερικές πράξεις, ως τελειωτικό σκοπό µόνο
την ευχαρίστησι του Θεού

Πέρα από την εκγύµνασι του νου σου πρέπει να κυβερνήσης και
την θέλησί σου µε τέτοιο τρόπο, που να µην την αφήσης να στρέφεται
προς τις επιθυµίες της, και η οποία πρέπει να γίνη όλη ένα µε την
θέλησι του Θεού. Και σκέψου καλά οτι δεν είναι αρκετό σε σένα αυτό
µόνο, το να θέλης και να ζητάς εκείνα που αρέσουν στον Θεό, αλλά
επιπλέον ακόµη, και το να θέλης, ως κινούµενος από τον Θεό, και για
µόνο το τέλος, να αρέσης σ’ αυτόν καθαρά. Για το σκοπό αυτό, εχουµε
µεγαλύτερη φιλονεικία µε τη φύσι, παρά για όλα τα παραπάνω που
έχουµε πεί. Επειδή η φύσις µας παρεκλίνει µόνη της τόσο πολύ,
που σε όλα τα πράγµατα, µερικές φορές ακόµη και σε αυτά τα καλά
και τα πνευµατικά, ζητά την ανάπαυσί της και την ευχαρίστησί της
και από αυτό, σαν τελείως ανυποψίαστα, τρέφεται µε λαχτάρα σαν από
τροφή.
Γι’ αυτό και όταν µας προσφέρωνται τα πνευµατικά, αµέσως τα
επιθυµούµε και τα βλέποµε όχι όµως παρακινηµένοι από το θέληµα του
Θεού ή για µόνον το να αρέσουµε στό Θεό, αλλά και για εκείνη την
ευχαρίστησι και την χαρά, που προέρχεται σε µάς, θέλοντας εκείνα
που θέλει ο Θεός. Αυτή η οποία πλάνη είναι τόσο περισσότερη
κρυµµένη, όσο είναι απο µόνο του καλύτερο και πνευµατικώτερο εκείνο
που θελήσαµε. Γιατί δεν φθάνει µόνον το να θέλουµε εκείνα που θέλει ο
Θεός, αλλά και το να τα θέλουµε, καθώς και όταν και όπως και γιατί
εκείνος τα θέλει16
, ώστε και στο να επιθυµούµε και αυτόν τον ίδιο το
Θεό, συνήθως βρίσκονται σ’ αυτό πολλές απάτες της δικής µας αγάπης,
δηλαδή της φιλαυτίας. Επειδή πολλές φορές αποβλέπουµε περισσότερο
στο δικό µας συµφέρον και καλό, παρά στο θέληµα του Θεού, ο οποίος
για µόνο την δόξα του, ευαρεστείται και θέλει να τον αγαπάµε, να τον
επιθυµούµε και να του κάνουµε υπακοή όπως είπαµε πρίν.
Λοιπόν, εσύ αδελφέ µου, για να φυλαχθής από αυτό τον δεσµό, που
εµποδίζει τον δρόµο της τελειότητας και για να προκόψης στό να θέλης
και να κάνης κάθε σου πράξι για µόνο το θέληµα και τη δόξα και
ευαρέστησι του Θεού και για να υπηρετής µόνον αυτόν (ο οποίος, σε
κάθε µας πράξι και λογισµό, θέλει να είναι µόνος αυτός, η αρχή και το
τέλος) χρησιµοποίησε αυτόν τον τρόπο.
Οταν πρόκειται να επιχειρίσης καµµία πράξι, την οποία θέλει ο
Θεός, η οποία είναι απλά καλή· µη στρέφης την επιθυµία σου αµέσως
στο να την θέλης, αν πρώτα δεν υψώσης το νου σου στό Θεό, να δης αν
είναι και θέληµα δικό του το να την θελήσης και αν αυτός έτσι θέλη
και αν µέσα απο αυτή αρέσεις σε αυτόν µόνο. Και όταν σκεφθής ότι από
αυτήν την θεία θέλησι είναι παρακινηµένη η δική σου κλίσις, τότε να
θέλης την πράξι εκείνη και να την πραγµατοποιής, γιατί την θέλει ο
Θεός και είναι για µόνο την δόξα και την υπακοή του.
Κατά τον ίδιο τρόπο, όταν θέλης να αποστραφής εκείνο που δεν
θέλει ο Θεός, δηλαδή το κακό, µην το αποστραφής αµέσως, αν πρώτα
δεν προσηλώσης το βλέµα του νου σου στην θεία του θέλησι, η οποία
θέλει να το αποστραφής για να αρέσης σε αυτόν. Γιατί η απάτη της
φύσεως είναι πολύ λεπτή και για αυτό είναι σε λίγους γνωστή, επειδή
αυτή αναζητάει κρυφά τον εαυτό της πάντα· και πολλές φορές κάνει να
φαίνεται σε µάς, ότι ο δικός της σκοπός είναι να άρέσουµε µόνο στον
Θεό, όµως δεν είναι έτσι η αλήθεια.
Γι’ αυτό συµβαίνει πολλές φορές να νοµίζουµε εκείνο που θέλουµε,
ή δεν θέλουµε για δικό µας συµφέρον ότι το θέλουµε ή δεν το θέλουµε
για να αρέσουµε µόνο και µόνο στο Θεό. Λοιπόν, για να αποφύγουµε
αυτή την απάτη, η καθ’ εαυτού θεραπεία είναι η καθαρότητα της
καρδιάς, η οποία αποτελείται από το να αποβάλλουµε τον παλιό άνθρωπο
και να ντυθούµε τον νέο (καί σε αυτό προσανατολίζεται όλος αυτός ο
πόλεµος).
Οµως, για να σε µάθω την τέχνη να κάνης αυτό, άκουσε. Στην αρχή
κάθε σου πράξεως πρέπει να βγης όσο µπορείς, από κάθε θέληµα δικό
σου και να µη θελήσης ούτε να κάνης ούτε να αποστραφής κανένα
πράγµα, αν πρώτα δεν καταλάβης οτι παρακινείσαι και παρασύρεσαι σε
αυτό, από µόνο την απλή θέλησι του Θεού. Και εάν σε όλα σου τα
έργα τα εξωτερικά, και µάλιστα στα εσωτερικά της ψυχής, δεν µπορής
να αισθάνεσαι ενεργεία πάντα αυτή την απο το Θεό παρακίνησι και
ευαρέστησι17 τουλάχιστον να έχης την ευχαρίστησι να την έχης
δυνάµει· δηλαδή, να έχης εσύ πάντα από µόνος σου άποψι αληθινή, να
αρέσης µόνο στον Θεό σου σε κάθε σου έργο.
Στα έργα όµως που θα κρατήσουν κάποιο διάστηµα, όχι µόνο στην
αρχή είναι καλό να παρακινής τον εαυτό σου σε αυτή την ευχαριστία
προς τον Θεόν, άλλα και έως τέλους έχεις χρέος να φροντίζεις να
αναναιώνεις πολλές φορές αυτή µε την υπενθύµηση γιατί18
, αν δεν κάνεις
έτσι, κινδυνεύεις να µπλεχτείς πάλι στο δεσµό της φυσικής αγάπης του
εαυτού σου, ή οποία, µε το να παρεκλίνει περισσότερο στον εαυτό της
παρά στο Θεό, συνηθίζει πολλές φορές µε το διάστηµα του χρόνου, να
µας κάνει να αλλάζουµε αστόχαστα τα πράγµατα και να µεταβάλουµε
τα τέλη και τους πρώτους σκοπούς µας.
Οπότε, όποιος δεν προσέχει καλά σ’ αυτό, αρχίζει πολλές φορές να
κάνη κανένα έργο, µε σκοπόν για να αρέση µόνο στον Κύριό του· αλλ’
έπειτα, µετά απο ολίγο, οδηγείται χωρίς να το καταλαλάβη, να του
αρέση και αυτού αυτό µε την δική του θέλησι , έτσι που λησµονεί το
θείο θέληµα· και δένεται τόσο πολύ µε την ευχαρίστησι εκείνου του
έργου, που αν ο ίδιος ο Θεός τον εµποδίση µε κάποια ασθένεια ή µε
πειρασµό δαιµόνων και ανθρώπων ή µε άλλο µέσο κανενός κτίσµατος,
αυτός συγχίζεται ολόκληρος και ταράσσεται και µερικές φορές
κατακρίνει τον ένα και τον άλλον, ότι του στάθηκαν εµπόδιο (για να
µην πώ πως γογγύζει και κατά του ιδίου του Θεού καµµία φορά),
πράγµα το οποίο είναι σηµείο ολοφάνερο, οτι η κρίσις του δεν ήταν
όλη του Θεού, αλλά γενήθηκε από την σάπια και διεφθαρµένη ρίζα της
φιλαυτίας.
Γιατί εκείνος που κινείται για µόνο το θέληµα και την ευχαριστία
του Θεού, δεν προτιµά περισσότερο το ένα έργο από το άλλο, ούτε αν
είναι το ένα είναι υψηλό και µεγάλο, και το άλλο ταπεινό και µικρό
αλλά εξ ίσου θέλει και τα δύο, γιατί είναι αρεστά στο Θεό για το
καιρό ή για τη µέθοδο ή για άλλη κάποια περίστασι που εκείνος µόνος
γνωρίζει· οπότε αυτός, είτε το σηµαντικό και µεγάλο έργο παίρνει στα
χέρια του, είτε το ταπεινό και µικρό, µένει το ίδιο ειρηνικός και
αναπαυµένος· γιατί µε κάθε τρόπο απολαµβάνει το σκοπό του που ήταν
να φανή ευάρεστος στό Θεό σε όλα τα έργα του, είτε στη ζωή είτε στο
θάνατο. «Γι’ αυτό και αγωνιζόµαστε µε ζήλο, γι αν αείµαστε
ευάρεστοι στον Θεό, είτε µείνουµε στο σώµα, είτε φύγουµε από
αυτό» (Β' Κορινθ. 5,9). Οπότε, αγαπητέ, ας είσαι πάντα προσεκτικός
και συνεσταλµένος στον εαυτό σου και προσπάθησε να κατευθύνης τις
πράξεις σου σε αυτό το τελικό σκοπό.
Εάν πάλι και καµιά φορά παρακινηθής από την επιθυµία της ψυχής
σου να κάνης το καλό για να αποφύγης τους τόπους τιµωρίας και για να
απολαύσης τον Παράδεισο, µπορείς ακόµη και σε αυτό να σκεφτείς
για τελευταίο σκοπό σου την ευαρέστησι και επιθυµία του Θεού, ο
οποίος θέλεις να µπής στη βασιλεία του και να µην πάς στόν Αδη.
Αυτή την αιτία, δηλαδή το τέλος, δεν είναι δυνατό να γνωρίση κανείς
σωστά, πόση εξουσία και δύναµι έχει.
Γιατί ένα έργο, ας είναι πολύ ταπεινό, ας είναι πολύ µικρό,
όµως οταν γίνεται µε σκοπό για να αρέση µόνο στο Θεό και στη δόξα
του, αξίζει απείρως περισσότερο (για να πώ έτσι), από άλλα πολλά έργα
σπουδαία, ένδοξα και πολύ µεγάλα, που γίνονται χωρίς αυτό το σκοπό·
έστι κοντά στο Θεό περισσότερο ευχάριστο είναι ένα µόνο λεπτό. όταν
το δώσης σε ένα φτωχό, για αυτή µόνη την αιτία για να αρέσης στη Θεία
του µεγαλωσύνη, παρά το να ξεγυµνωθής απο ολα τα πολλά υπάρχοντά
σου, όταν το κάνης µε κάποιον άλλο σκοπό και αν το κάνης γιά να
απολαύσης τα ουράνια αγαθά, τα οποία είναι σκοπός όχι απλά καλός,
αλλά και πολύ επιθυµητός. Αυτή η εξάσκησις την οποία πρέπει να
κάνης σε κάθε σου πράξι, το να έχης δηλαδή ένα σκοπό, να αρέσεις
µόνον στο Θεό, η άσκησις λέω αυτή, και στην αρχή θα σου φανή
δύσκολη, όµως µετά απο αυτά θα σου γίνη εύκολη, ένα µεν από την
χρησιµοποίησι της υποθέσεως και άλλο δέ, από το να επιθυµής πάντα
το Θεό και γι’ αυτόν να αναπνέης µε ζωντανή διάθεσι της καρδιάς σου,
σάν σε τελειότατο και µοναδικό αγαθό, το οποίο είναι άξιο για µόνο τον
εαυτό του να αναζητήται από όλα τα δηµιουργήµτα και να υπηρετήται
και να αγαπάται περισσότερο από κάθε άλλο.
Αυτός ο λογαριασµός της άπειρης αξιοµισθίας του Θεού, όσο
γίνεται πιό πολύ βαθύς και πιό πολύ συνεχώς, τόσο θα είναι και πιό πολύ
θερµές και συνεχείς οι παραπάνω αναφερόµενες πράξεις της θελήσεώς
µας. Και έτσι, πιό πολύ ευκολώτερα και γρηγορότερα θα αποκτήσουµε
την συνήθεια να κάνουµε κάθε µας πράξι µόνο για την αγάπη και
ευχαρίστησι του ∆εσπότου εκείνου, που µόνος είναι άξιος να αγαπάται.
Τελευταία, αν θέλης να καταλάβης αν ο Θεός σε παρακινή σε κάθε
σου πράξι, πρέπει να ζητήσης αυτό από τον Θεό µε θερµή προσευχή,
παρακαλώντας τον να σου προσθέση ακόµη και αυτή τη χάρι κοντά στις
άλλες αναρίθµητες ευεργεσίες και χάρες που σου έκανε και σου κάνει
συνέχεια, για µόνον την αγάπη και χωρίς κανένα κέρδος δικό του.

-------------------------------------------

16 Γι’ αυτό και ο Απόστολος µας παραγγέλλει να δοκιµάζουµε ποιό είναι το θέληµα του Θεού,
όχι µόνο το αγαθό, αλλά και το ευάρεστο και σε όλες τις περιστάσεις τέλειο. «Να
µεταµορφώνεσθε συνέχεια προς το καλό… για να διακρίνετε ποιο είναι το θέληµα του Θεού, το
καλό και αρεστό στον Θεό και τέλειο» (Ρωµ. 12,2). Επειδή εάν µία µόνο περίστασι λείπει ή
αν µε όλη την προαίρεσι και δύναµί µας δεν κάνουµε το θέληµα του Θεού, είναι φανερό οτι
ατελές και ελειπές αυτό και γίνεται και ονοµάζεται.
17 Το να αίσθανώµαστε ενεργή την απο το Θεό παρακίνησι, αυτό γίνεται ή µε θεϊκό φωτισµό
και νοερή φώτισι, µε τα οποία αποκαλύπτεται στους καθαρούς το του Θεού θέληµα θεωρητικά, ή
µε εσωτερική έµπνευσι του Θεού µε λόγο· ή µε αλλες ενέργειες της θείας χάριτος που
ενεργούνται στη καθαρή καρδιά, τα οποία είναι µία ζεστασιά που δίνει ζωή, µία χαρά άρρητη,
σκιρτήµατα πνευµατικά, κατάνυξι, καρδιακά δάκρυα, θεία αγάπη και τα άλλα θεοφιλή και µα-
κάρια πάθη, τα οποία πετυχαίνονται όχι µε την θέλησι τη δική µας, αλλά απο το Θεό,
ετεροκίνητα και παθητικά· µέσα απο την αίσθησι λοιπόν αυτών όλων πληροφορούµαστε, οτι
εκείνο που ζητάµε να κάνουµε είναι κατά το θέληµα του Θεού. Προτύτερα όµως από αυτά,
έχουµε χρέος για το θέµα µας να κάνουµε προς τον Θεό θερµότατη και καθαρή προσευχή και
µία φορά και δύο και πολλές φορές.
18Γι’ αυτό και ο θείος Γρηγόριος ο Σιναΐτης έγραφε: «Πρόσεχε και στην πρόθεσι· δηλαδή
τηνπροαίρεσί σου) µε ακρίβεια ερεύνα κάθε ώρα που κίνει· εάνκάθεσαι ησυχάζοντας κατά
Θεόν, γι’ αυτό το καλό ή γι ατην ψυχική ωφέλεια, είτε ψάλλεις είτε µαλετάς, είτε
προσεύχεσαι, είτε ργαζόµενος κάποια αρετή γι αν αµή συλληφθής χωρίς να ξέρης τι κάνεις»
(Κεφ. ιβ'. Φιλοκαλ.).

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΕΠΤΑ ΠΑΙΔΕΣ ΟΙ ΜΑΚΚΑΒΑΙΟΙ (1 Αὐγούστου)






Τό μαρτύριο τῶν Ἁγίων ἑπτά παίδων τῶν Μακκαβαίων, τοῦ Ἀβείμ, Ἀντωνίου, Γουρία, Ἐλεαζάρου, Εὐσεβωνᾶ, Ἀχείμ καί Μαρκέλλου, τῆς μητέρας τους Σολομονῆς καί τοῦ διδασκάλου τους Ἐλεαζάρου, ἒχει μιά ἰδιαίτερη αἲγλη. Ὂχι μόνο εἶναι τό μοναδικό μαρτύριο μέσα στήν Παλαιά Διαθήκη, ἀλλ’ ἐπιπλέον φανερώνει τήν ἀδιάσειστη πίστη αὐτῶν τῶν Ἁγίων μέχρι θανάτου καί τήν ἀδιάσπαστη ἑνότητά τους μέχρι τοῦ μαρτυρίου. Ἐπίσης ἐμπνέει σέ ὃλους ἓνα σπουδαῖο δίδαγμα: ὃτι ὁ εὐσεβής λογισμός  εἶναι κυρίαρχος καί ἐξουσιαστής ἐπί τῶν παθῶν (Δ΄ Μακ. α΄-7).
            Οἱ Ἃγιοι, λοιπόν, ἑπτά νέοι ἀδελφοί ἦταν Ἰουδαῖοι καί ἒζησαν στά δύσκολα χρόνια τοῦ Ἀντιόχου Δ΄τοῦ Ἐπιφανοῦς (175-164 π.Χ.), ὁ ὁποῖος βασίλευσε στό ἑλληνιστικό κράτος τῆς Συρίας. Ὁ σκληρός καί ἀλαζόνας αὐτός ἀπόγονος τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου εἰσέβαλε τό 170 π.Χ. στά Ἱεροσόλυμα, ὃπου πυρπόλησε τά πάντα, λεηλάτησε και βεβήλωσε τόν Ναό τοῦ Θεοῦ καί πλημμύρισε μέ αἷμα καί τρόμο τήν Ἁγία Πόλη. Καί δέν ἀρκέστηκε βέβαια σ’ αὐτά.
            Θέλοντας νά ἐπιβάλλει σέ ὃλο τό κράτος του μία μόνη λατρεία, τήν λατρεία τῶν εἰδώλων, ἐπιχείρησε νά ἐκριζώσει τήν Ἰουδαϊκή θρησκεία, θεωρώντας την ὡς ἐμπόδιο. Γιά τόν λόγο αὐτό ἒκαψε τά βιβλία τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου, ἀπαγόρευσε τήν λατρεία τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καί ἒστησε τό ἂγαλμα τοῦ Ὀλυμπίου Διός ἀπέναντι ἀπό τόν βωμό τοῦ Θεοῦ.
            Κατασκεύασε, ἐπίσης, γυμναστήρια (γιά πρώτη φορά στά Ἱεροσόλυμα) και προήγαγε κάθε κακία μέ σκοπό νά ἐξελληνίσει τούς Ἰουδαίους, ὣστε νά λησμονήσουν τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ καί ν’ ἀλλάξουν ὃλους τούς πατροπαράδοτους νόμους μέ ἑλληνικά ἢθη καί ἒθιμα. Καί σάν ἐπισφράγισμα ὃλων τῶν κακῶν, ἐξέδωσε διάταγμα σύμφωνα μέ τό ὁποῖο ὑποχρέωνε τούς Ἰουδαίους νά γευθοῦν κρέατα ἀπαγορευμένα ἀπό τόν Νόμο, χοιρινά ἢ εἰδωλόθυτα.
            Πολλοί τότε Ἰουδαῖοι φάνηκαν δειλοί καί ὑπάκουσαν στήν ἐντολή τοῦ Ἀντιόχου. Ὁ Ἐλεάζαρος ὃμως, ὁ πολυσέβαστος ἐννενηντάχρονος ἱερέας καί διδάσκαλος τοῦ Νόμου ἀπεφάσισε νά βαδίσει πρῶτος τήν ὁδό τοῦ μαρτυρίου. Ἀφοῦ ἀπέρριψε μέ ὁρμή τό χοιρινό κρέας, τό ὁποῖο ἒβαλαν μέ τήν βία στό στόμα του, εἶπε μέ θάρρος στόν Ἀντίοχο: «Μή νομίσῃς ὃτι ἐάν γευθῶμεν μολυσμένην τροφήν εἶναι τοῦτο μικρά ἁμαρτία. Διότι τό νά παρανομῇ κανείς εἲτε εἰς μικρά εἲτε εἰς μεγάλα εἶναι τό ἲδιον. Και δέν θά παραβῶ τούς ἱερούς ὃρκους τῶν προγόνων μου, τούς ἀναφερομένους εἰς τήν τήρησιν τού Νόμου ἀκόμη καί ἂν μοῦ βγάλῃς τά μάτια καί λιώσῃς τά σπλάγχνα μου» (Δ΄ Μακ. Ε΄ 19-20, 28-29).
            Ἒπειτα ἀπό αὐτήν τήν ὁμολογία, σκληροί στρατιῶτες τόν ἒσυραν βάναυσα στά βασανιστήρια. Τοῦ ἀφαίρεσαν πρῶτα τά ἐνδύματα καί ὓστερα τόν μαστίγωναν ἐπανειλημμένα καί τόν λάκτιζαν μέ δύναμη.
            Ἀλλ’ ὁ σεβάσμιος γέροντας ὑπέφερε καρτερικά τίς κακοποιήσεις σάν ρωμαλέος ἀθλητής καί δέν παρεξέκλινε ἀπό τήν πίστη. Παρότι δέ τό σῶμα του εἶχε καταπληγωθεῖ καί τό αἷμα του ἒβαφε τήν γῆ παρέμεινε ἀκλόνητος, ὃταν οἱ στρατιῶτες τοῦ πρότειναν, γιά ν’ ἀπαλλαγεῖ ἀπό τήν θανατική καταδίκη, νά φάγει ἓνα κομμάτι κρέας ἀπό αὐτά πού ὁ Νόμος ἐπέτρεπε, νά προσποιηθεῖ ὃμως στόν Ἀντίοχο, ὃτι τρώει χοιρινό κρέας.
            Ὁ ζηλωτής ὃμως τῆς πίστεως, Ἃγιος Ἐλεάζαρος, ἀρνήθηκε νά ἀτιμάσει τά γηρατειά του, νά κηλιδώσει γιά μιά στιγμή τόν ἃγιο βίο του καί νά γίνει αἰτία σκανδάλου στούς νεώτερους. Διότι αὐτός ὁ συμβιβασμός, ὃσο μικρός καί ἂν φαινόταν, σήμαινε ἀποστασία ἀπό τόν Θεό καί προσχώρηση στά εἰδωλολατρικά ἢθη.
            Ἒπειτα, χωρίς κανέναν ἀπολύτως δισταγμό, προχώρησε πρός τό βασανιστικό ὂργανο, τό τύμπανο. Ἡ μεγάλη του θυσία ἀνέβηκε στό θρόνο τοῦ Θεοῦ ὡς «ὀσμή εὐωδίας πνευματικῆς». Ἐπιπλέον ἒγινε παράδειγμα πρός μίμηση στούς μαθητές του καθώς καί σέ ὃλο τόν λαό.
            Μετά τόν μαρτυρικό θάνατο τοῦ Ἁγίου Ἐλεαζάρου παρουσιάσθηκαν στόν Ἀντίοχο οἱ ἑπτά Μακκαβαῖοι ἀδελφοί συνοδευόμενοι ἀπό τήν μητέρα τους. Κατάπληκτος ὁ Ἀντίοχος ἀπό τήν κοσμιότητα, τήν εὐγένεια, τήν καλλονή καί τό πλῆθος αὐτῶν τῶν νέων, προσπάθησε νά τούς παρασύρει μέ ἀπατηλές ὑποσχέσεις νά θυσιάσουν στά εἲδωλα, νά μεταβάλλουν τρόπο ζωῆς καί τελικά νά φᾶνε χοιρινό κρέας. Τούς ἀπείλησε μάλιστα ὃτι θά τούς θανάτωνε μέ σκληρά βασανιστήρια, ἐάν παρήκουαν τήν προσταγή του.
            Ὡστόσο οὒτε οἱ ὑποσχέσεις οὒτε καί οἱ ἀπειλές στάθηκαν ἱκανές νά κλονίσουν τήν πίστη τῶν ἑπτά ἀδελφῶν. Ὃλοι μαζί, μέ μιά φωνή, ὁπλισμένοι μέ τόν εὐσεβῆ λογισμό, ὁμολόγησαν μέ ἀποφασιστικότητα ὃτι εἶναι ἓτοιμοι νά θυσιάσουν τήν ζωή τους, παρά νά παραβοῦν τούς νόμους τοῦ Θεοῦ καί νά ἀρνηθοῦν τόν νομοθέτη Θεό. «Κοινή ἡ πνοή των, κοινός ὁ στόχος των, ἓνας ὁ τρόπος τῆς ζωῆς των, ὁ θἀνατος διά τόν Θεόν, ὂχι ὀλιγώτερον ἀδελφοί εἰς τά ψυχάς ἀπ’ ὃ,τι εἰς τά σώματα...» ἀναφωνεῖ ὁ Ἃγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος.
            Ἒπειτα βάδισαν κατά σειράν ἡλικίας «πρός ἐμπαιγμόν», πρός τό μαρτύριο, ἀναπτερώνοντας ὁ ἓνας τό φρόνημα τοῦ ἂλλου. Ὁ κοινός ζῆλος τους γιά τήν ἀρετή ἐνίσχυε τήν μεταξύ τους ἀγάπη καί ὁμόνοια. Ὃλοι, μέχρι καί τόν μικρότερο στήν ἡλικία, ὑποβλήθηκαν στά ἲδια φρικτά βασανιστήρια. Τούς ἒκοψαν τήν γλώσσα, τούς μαστίγωσαν σκληρά, ξερίζωσαν τό δέρμα τοῦ κεφαλιοῦ τους μαζί μέ τά μαλλιά, τούς ἒκοψαν χέρια καί πόδια, τούς ἒριξαν σέ πυρακτωμένους λεβήτες καί τηγάνια.
             «Τίς οἶδε, τίς ἢκουσεν, οἳους ἀγῶνας στερρῶς ἐπεδείξαντο, οἱ τοῦ νόμου φύλακες, οἱ Σολομονῆς υἱοί, ἀθλήσαντες μιᾷ ψυχῇ, ἑνί φρονήματι;» ψάλλει ὁ ἱερός ὑμνογράφος, ὁ Ἃγιος Ἀνδρέας Κρήτης. (ὠδή α΄ καν.)
            Μέσα σέ ὃλα αὐτά τά φρικτά βασανιστήρια οἱ ἃγιοι παρέμειναν ἀκριβεῖς τηρητές τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου. Ἡ ζωντανή πίστη τους στήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν καί ἡ ἀκλόνητη πεποίθησή τους ὃτι ὁ δίκαιος Θεός θά τούς χαρίσει νέο δοξασμένο σῶμα, ἐνέπνεε στήν ψυχή τους θάρρος καί καρτερία. Ἐπιπλέον, ἡ ἀταλάντευτη ἐλπίδα τους στή μέλλουσα ζωή καί τήν ἀτελεύτητη μακαριότητα ἀποτελοῦσε τήν παντοδύναμη ἀσπίδα, ἡ ὁποία τούς προεφύλασσε ἂκαμπτους καί ἀδάμαστους.
            Ἐξάλλου καί ἡ εὐσεβής Σολομονή, ἡ αξιοθαύμαστη μητέρα τους, ἂν καί ἒβλεπε τά παιδιά της νά βασανίζονται καί νά θανατώνονται ὃλα τήν ἲδια ἡμέρα ἀπό τόν εἰδωλολάτρη τύραννο, «δέν ὠλοφύρετο μέ θρήνους, ἀλλ’ εἶχε σάν ἀδαμάντινον τόν νοῦν καί σάν νά γεννοῦσε ἐκ νέου τούς υἱούς της εἰς τήν ἀθανασίαν». (Δ΄ Μακ. ιστ΄ 11-13)
            Μεταβάλλοντας δέ μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, τήν γυναικεία τρυφερότητα σέ ἀνδρικό θάρρος, πυρπολοῦσε τίς ψυχές τους, τά παρότρυνε στή θυσία καί τά πρόετρεπε νά μή δειλιάσουν στούς κόπους τῆς εὐσεβείας ἀλλά νά δείξουν ἀνδρεία καί παρρησία. Ἀγωνιοῦσε μήπως ἓνα ἀπό τά παιδιά της στερηθεῖ τό μαρτυρικό στεφάνι.
            Καί ἐνῶ ἡ ἡρωϊκή αὐτή μητέρα συνέπασχε καί βασανιζόταν σκληρά μέ τούς πόνους τοῦ καθενός παιδιοῦ της, δέν κάμφθηκε καί δέν μετέβαλλε γνώμη, χάριν τῆς εὐσεβείας. Ὁ εὐσεβής λογισμός δυνάμωνε τήν καρδιά της, ὣστε νά παραβλέπει τήν πρόσκαιρη στοργή πρός αὐτά. Ἒτσι δέν ἒβλεπε στήν γῆ, ἀλλ’ ἀτένιζε πρός τόν Οὐρανό, πρός τά μέλλοντα. Καί ὃταν πλέον ἐξασφάλισε ἓνα-ἓνα τά παιδιά της στούς κόλπους τοῦ Θεοῦ, ὑπέρτατα εὐτυχισμένη, ὃρμησε μόνη της μέσα στήν φωτιά, γιά νά μήν ἀγγίξει κανείς τό σῶμα της.
            Ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἐμβαθύνοντας στά μύχια τῆς καρδιᾶς της, κατενόησε τό μέγεθος τοῦς ἀγῶνα της καί εὒστοχα σημείωσε: «εἰ γάρ καί φιλόσοφος ἦν, ἀλλά μήτηρ· εἰ καί τῷ ζήλῳ τῆς εὐσεβείας ἒζεεν, ἀλλά καί τῷ δεσμῷ τῶν ὠδίνων κατείχετο». Κατώρθωσε ὃμως νά προσφέρει καί τά ἑπτά παιδιά της στόν Θεό καί ἒπειτα νά προσθέσει τόν ἑαυτό της στήν ἱερή παράταξή τους, ὡς ἑπτά φορές μάρτυρας.
            Ἂν καί οἱ Ἃγιοι Μακκαβαῖοι μαρτύρησαν σέ ἐποχή κατά τήν ὁποία δέν εἶχε ἀκόμη συντελεσθεῖ ἡ λυτρωτική θυσία τοῦ Χριστοῦ, συγκαταλέγονται ὃμως στό χορό τῶν Ἃγίων Μαρτύρων, διότι θυσιάστηκαν χάριν τοῦ Νόμου, δηλαδή χάριν τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ ὁ Χριστός ἒδωσε τόν Νόμο. Ὁ δέ Ἃγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος τονίζει ὃτι«ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶχε γίνει γνωστός καί πρίν τήν ἐνανθρώπισή του, εἰς ὃσους ἦσαν καθαροί εἰς τόν νοῦν».
            Ἐπίσης, δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὃτι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος θά εἶχε στήν φωτισμένη του διάνοια τούς γενναίους αὐτούς μάρτυρες, ὃταν ἒγραφε στήν ἐπιστολή του πρός Ἑβραίους: «Ἂλλοι δέ ἐτυμπανίσθησαν, οὐ προσδεξάμενοι τήν ἀπολύτρωσιν, ἳνα κρείττονος ἀναστάσεως τύχωσιν. Ἒτεροι δέ ἐμπαιγμῶν καί μαστίγων πεῖραν ἒλαβον...» (Ἑβρ. ΙΑ΄, 35-36).
            Τό σεπτό λείψανο τῆς Ἁγίας Σολομονῆς σώζεται ὁλόκληρο στό Πατριαρχεῖο τῆς Κωνσταντινουπόλεως.

            Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τήν μνήμη τους τήν 1η Αὐγούστου.



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:


1.     Ἰωήλ Γιαννακοπούλου, Ἡ Παλαιά Διαθήκη, Α΄ Μακ. (1, 1-64), Β΄ Μακ. (7, 1-42), τόμος ΙΕ΄, Ἒκδοσις Β΄, Θεσσαλονίκη 1970.
2.     Ἁγία Γραφή-Βίβλος, Ἑρμηνευτική ἀπόδοση Ἰωαν. Θ. Κολιτσάρα, Ἐκδόσεις Κ. Κουμουνδουρέα, τόμος 3ος  Α΄ Μακ., Β΄Μακ. (κεφ. ΣΤ΄-Ζ΄), τόμος 5ος , Δ. Μακκαβαίων, «ΖΩΗ», 1981.
3.     Ι. Χρυσοστόμου Ἒργα, Τόμος 33ος , Πατερικαί ἐκδ. «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», «Περί Ἐλεαζάρου καί τῶν ἑπτά παίδων», σελ. 21-45, Θεσσαλονίκη 1985.
4.     Ι. Χρυσοστόμου Ἒργα, Τόμος 36ος , 3 ὁμιλίες «Εἰς τούς Ἁγίους Μακκαβαἰους», σελ. 351-387.
5.     Γρηγορίου Θεολόγου Ἒργα, Τόμος 6ος , Πατερικαί ἐκδ. «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», «Εἰς τούς Μακκαβαίους», σελ. 15-39, Θεσσαλονίκη 1980.
6.     Παναγ. Ι. Μπρατσιώτου, Εἰσαγωγή εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην, Ἀθῆναι 1937, «ΑΙ ΒΙΒΛΟΙ ΤΩΝ ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ», σελ. 249-260 καί 630.
7.     ΙΩΑΝΝΟΥ ΜΑΚΟΥΛΗ, Ἀκτίς χρονολογική Παλαιᾶς Διαθήκης, ἐν Λεμησσῷ Κύπρου 1909, σελ. 271.
8.     π. Ἀθανασίου Μυτιληναίου, «Ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν», ἐκδόσεις «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ», σελ. 28, Θεσσαλονίκη 2005.
9.     Μηναῖον Αὐγούστου, Ἀθῆναι 1904, 1η Αὐγούστου.
10.  Βίκτωρος Ματθαίου, Ὁ Μέγας Συναξαριστής τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τόμος Η΄, Ἒκδοσις Β΄, 1963, σελ. 11-19.


ΠΗΓΗ: http://www.bigr.gr


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ'. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τῶν Μακκαβαίων τὸν ἐπτάριθμον δῆμονσὺν τὴ μητρὶ Σολομονὴ τὴ ἁγίακαὶ Ἐλεάζαρ ἅμαεὐφημήσωμεν οὗτοι γὰρ ἠρίστευσανδιἀγώνων νομίμωνὡς φρουροὶ καὶ φύλακεςτῶν τοῦΝόμου δογμάτων καὶ νῦν ὡς καλλιμάρτυρες Χριστοῦὑπὲρ τοῦ κόσμουἀπαύστωςπρεσβεύουσι.



Σάββατο 10 Αυγούστου 2013

ΤΑ ΠΑΤΡΙΑ'''' (ΣΤ, 3)

Ἡ Ὁσία Εἰρήνη Χρυσοβαλάντου (28 Ἰουλίου)



Η οσία Ειρήνη από την Καππαδοκία, που ασκήτευσε στη Μονή του Χρυσοβαλάντου

Η οσία Ειρήνη ζούσε στην Καππαδοκία στους κόλπους πλούσιας και ευγενούς οικογένειας, μετά τον θάνατο του εικονομάχου αυτοκράτορα Θεοφίλου (842). Όταν η Θεοδώρα ανέλαβε την αντιβασιλεία, αναζήτησε σε όλη την Αυτοκρατορία σύζυγο για τον γιο της, τον αυτοκράτορα Μι­χαήλ Γ’ (842-867). Οι απεσταλμένοι της αυλής πρόσεξαν την ομορφιά και ευγένεια των ηθών της Ειρήνης και την έστειλαν στην Κωνσταντι­νούπολη μαζί με την αδελφή της, η οποία παντρεύτηκε αργότερα τον καίσαρα Βάρδα, αδελφό της Θεοδώρας. Στο δρόμο τους πέρασαν κοντά από το όρος Όλυμπος της Βιθυνίας και η Ειρήνη επισκέφθηκε τον άγιο Ιωαννίκιο τον Μέγα [+ 4 Νοεμ.], ο οποίος την χαιρέτησε προλέγοντας ότι θα γινόταν ηγουμένη της Μονής Χρυσοβαλάντου.

Η θεία Πρόνοια εμπό­δισε το γάμο της με τον αυτοκράτορα και, με την καρδιά της ξαλαφρωμένη και γεμάτη χαρά, μοίρασε τα υπάρχοντά της και αποσύρθηκε στην Μονή Χρυσοβαλάντου, την οποία είχε ιδρύσει ο πατρίκιος Νικήτας (Νικόλαος), κοντά στην στέρνα του Άσπαρ, σε τόπο ευάερο, μακριά από τις πλατείες και τα θορυβώδη μέρη. Στη μοναχική κουρά της, η μακαρία μαζί με τις τρίχες της κεφαλής έκοψε και κάθε δεσμό που την κρατούσε στον κόσμο και δόθηκε με ζήλο στους ασκητικούς αγώνες γνω­ρίζοντας ότι στο μέτρο που εξασθενίζει το σώμα, ο έσω άνθρωπος ανα­καινίζεται και πλησιάζει το Θεό (Β΄ Κορ. 4. 16).

Έχοντας μόνο έναν χιτώνα που άλλαζε μία φορά τον χρόνο, τρεφόμενη με νερό και ψωμί, υποτασσόταν πρόθυμα και με χαρά σε ό,τι της όριζαν, αγνοώντας τις αντιρρήσεις και τους γογγυσμούς. Η διαρκής κατάνυξη χαροποιούσε την καρδιά της και έκανε το πρόσωπό της να λάμπει και σαν γόνιμη γη έφερε τους πλούσιους καρπούς των αγίων αρετών. Έβλεπε όλες τις αδελφές της σαν βασίλισσες και θεωρούσε τον εαυτό της ως θεραπαινίδα τους, προσφερόμενη στις πιο ευτελείς εργασίες για να τις διακονεί. Από το στόμα της έβγαιναν μόνον λόγια των Γραφών ή των αγίων Πατέρων, τους οποίους μελετούσε αδιάκοπα.

Ενώ ήταν λιγότερο από έναν χρόνο στο μοναστήρι, έχοντας διαβάσει με θαυμασμό το Βίο του αγίου Αρσε­νίου [+ 8 Μαΐου], ο οποίος προσευχόταν από τη δύση του ηλίου έως την αυγή, προσπάθησε να τον μιμηθεί. Και με την βοήθεια της θείας χάριτος κατάφερε σιγά-σιγά να στέκει όρθια, με υψωμένα τα χέρια σε προσ­ευχή, όλη την ημέρα και όλη την νύκτα. Αγωνιζόταν με τέτοια σοφία να δουλαγωγήσει το σώμα στην ανάταση της ψυχής της προς τον Θεό, ώστε καμιά μηχάνευση του δαίμονα δεν μπορούσε να την πλήξει. Όταν εκείνος της υπέβαλλε μνήμες από την δόξα και την ευμάρεια της ζωής που είχε εγκαταλείψει, πήγαινε να εξομολογηθεί τους λογισμούς της στην ηγουμένη της, διπλασίαζε την άσκησή της και αμέσως ελευθερωνόταν από τις αναμνήσεις αυτές.
Μετά το θάνατο της ηγουμένης, υποδείχθηκε παρά την θέλησή της ως διάδοχός της και χειροτονήθηκε από τον πατριάρχη άγιο Μεθόδιο [+ 14 Ιουν.]. Ενθυμούμενη την προφητεία του αγίου Ιωαννικίου και λογίζοντας ως καθήκον της να μην αναζητεί τα αρεστά στην ίδια αλλά τα ασθενήματα των αδυνάτων βαστάζειν (Ρωμ. 15, 1), έζησε έκτοτε ως άγγελος επίγειος, επιμηκύνοντας τις νηστείες της, προσευχόμενη όλη τη νύκτα και κάνοντας αμέτρητες μετάνοιες. Με τα μέσα αυτά προσείλκυσε την χάριν του Θεού και έλαβε τόση σοφία, ώστε να δύναται να οδηγεί πλήθος ψυχών στην οδό της Σωτηρίας. Ζητούσε από τις αδελφές να μην την θεωρούν ως ανώτερή τους, αλλά ως μία συμμονάστριά τους που είχε ορισθεί να τις υπηρετεί.

Με γλυκύτητα και υπομονή τις παραι­νούσε να πολιτεύονται στα πάντα κατά το πνεύμα του Ευαγγελίου, απο­τάσσοντας τα μάταια θέλγητρα της δόξας και της εκτίμησης των ανθρώ­πων. Αν δεν ήθελαν η αποταγή τους να είναι επιφανειακή, όφειλαν να φροντίζουν να διατηρούν όχι μόνο την αγνεία τους, αλλά και την πραό­τητα, αρετές υπεράνω της φύσης που χαρίζονται από τον Χριστό σε όσους προσεύχονται με πίστη. Ό,τι κι αν κατακτούσαν, συμβούλευε τις μαθήτριές της να το θεωρούν ως δώρο του Θεού και να τελούν αδιαλείπτως σε κατάνυξη αναπέμποντας ευχαριστίες. Απαγόρευε εξάλλου σ’ αυτές να προσεύχονται για την υγεία τους, λέγοντας ότι τίποτε δεν είναι λυσιτελέστερο για την ψυχή από την ασθένεια που γίνεται δεκτή με ευγνω­μοσύνη.

Έχοντας λάβει από άγγελο Κυρίου το προορατικό χάρισμα, η οσία ήταν σαν προφήτις του Θεού στην μονή της. Αφού αναπαυόταν για λίγο μετά την Ακολουθία του Όρθρου, καλούσε τις αδελφές και μία-μία, με τέχνη και διάκριση, τις βοηθούσε να εμφανίζονται αγνές και ανυπόκριτες ενώπιον του Θεού, αποκαλύπτοντάς τους τούς πιο κρυφούς λογισμούς τους. Γρήγορα κατέστη περιώνυμη σε όλη την Βασιλεύουσα για τις αρετές και τη σοφία με την οποία καθοδηγούσε την αδελφότητά της, ώστε κάθε είδους άνθρωποι, πλούσιοι και πτωχοί, μικροί και τρανοί, προσ­έρχονταν κοντά της για να λάβουν τις συμβουλές της και να εναποθέσουν την ελπίδα τους στις προσευχές της. Σε όλους δίδασκε την ωφέ­λεια της μετανοίας, που σε κάθε στιγμή μπορεί να καταστήσει το Θεό ευμενή έναντι ημών.

Με την στήριξη της θείας χάριτος πρόκοβε ασταμάτητα στην άσκηση και την καθαρά προσευχή. Κατά τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, μέχρι το Πάσχα, δεν έτρωγε ψωμί, αλλά λίγα μόνα λαχανικά, μία φορά την εβδομάδα. Η ολονύκτια αγρυπνία τής είχε γίνει τόσο φυσική όσο ο ύπνος στους άλλους ανθρώπους, και περνούσε τις νύκτες της με τα χέρια υψω­μένα προς τον ουρανό, βυθισμένη σε άγιες θεωρίες. Ενίοτε έμενε στην στάση αυτή δύο ημέρες συνέχεια, ακόμη και μία ολόκληρη εβδομάδα, σε σημείο που οι μαθήτριές της χρειαζόταν στο τέλος να την βοηθήσουν να κατεβάσει τα μουδιασμένα χέρια της.
Μία νύκτα, μια μοναχή κοιτάζον­τας στην αυλή είδε την οσία Ειρήνη να προσεύχεται ανυψωμένη θαυματουργικά από το έδαφος, ενώ τα δύο πελώρια κυπαρίσσια που ορθώ­νονταν στην αυλή του μοναστηριού είχαν λυγίσει τις κορφές τους μέχρι το έδαφος· επανήλθαν δε στην θέση τους μόνο όταν σφραγίστηκαν από την οσία με το σημείο του Σταυρού. Αυτή η νυκτερινή προσευχή ήταν φοβερή για τους δαίμονες, οι οποίοι διπλασίαζαν τις επιθέσεις τους μέσα στη νύκτα.

Μία φορά ένας από αυτούς έριξε πάνω της το αναμμένο φι­τίλι μιας κανδήλας. Τα ρούχα της Ειρήνης πήραν αμέσως φωτιά. Παρέμεινε ωστόσο ατάραχη και θα είχε καεί ολόκληρη αν μία μοναχή που ξύπνησε από τη μυρωδιά της σάρκας και των ρούχων που καίγονταν δεν έμπαινε στο κελλί της ηγουμένης παραβιάζοντας την πόρτα. Μέσα στους πυκνούς καπνούς είδε την οσία στις φλόγες όρθια και απαθή να προσεύχεται. Καθώς την έσπρωξε προσπαθώντας να σβήσει τις φλόγες, η Ειρήνη χαμήλωσε τα χέρια της και της είπε επιτιμητικά: «Γιατί μου στέρησες μια τόσο μεγάλη απόλαυση με την απότομη αυτή παρέμβασή σου; Ένας άγγελος στεκόταν μπροστά μου πλέκοντάς μου ένα στεφάνι από άφθαρτα άνθη, τέτοια που δεν έχει δει ανθρώπου μάτι και ήταν έτοι­μος να με πάρει από δω, όταν εσύ τον έδιωξες». Κι όταν η μαθήτρια της ξεκόλλησε τα ράκη του υφάσματος από τη σάρκα της, θεσπέσια ευω­δία γέμισε το μοναστήρι.

Μιαν άλλη φορά ένας ναυτικός που ήλθε από την Πάτμο παρουσιάστηκε στο μοναστήρι και έδωσε στην οσία τρία υπέροχα μήλα, τα οποία ο άγιος Απόστολος Ιωάννης του είχε αναθέσει να της παραδώσει. Το πρώτο μήλο στάθηκε αρκετό να την τρέφει για σαράντα ημέρες, κατά τις οποίες το στόμα της ανέδιδε μία υπερκόσμια ευωδία· μοίρασε το δεύ­τερο στην αδελφότητα την Μεγάλη Πέμπτη και κράτησε το τρίτο ως ακριβό φυλαχτό, αρραβώνα των άφθαρτων αγαθών του Παραδείσου.

Χάρις στο προφητικό χάρισμα, η αοίδιμος Ειρήνη επιτέλεσε πλήθος άλλων θαυμάτων και προέβλεψε συγκεκριμένα τη δολοφονία του Βάρδα, την οποία ακολούθησε λίγο αργότερα εκείνη του Μιχαήλ Γ’ (867), καθώς και την ανάληψη της εξουσίας από το Βασίλειο Α’ το Μακεδόνα. Με την βοήθεια του αγίου Βασιλείου του Μεγάλου και της αγίας Αναστα­σίας της Φαρμακολυτρίας θεράπευσε δαιμονισμένους και έσωσε έναν συγ­γενή της, τον οποίο ο αυτοκράτορας είχε κατά νου να εκτελέσει ως προ­δότη, εμφανιζόμενη στον ηγεμόνα, απαστράπτουσα και πλήρης δόξης. Ο αυτοκράτορας Βασίλειος αναγνώρισε το σφάλμα του, ζήτησε συγγνώμη και έκτοτε έδειξε την ευμένειά του απέναντι στο μοναστήρι.
Η οσία Ειρήνη έφθασε σε ηλικία εκατόν τριών ετών, διατηρώντας όλη την δροσιά και την φυσική ομορφιά της, σημάδι του κάλλους της ψυχής της.  Ο Φύλακας Άγγελός της την προειδοποίησε ένα έτος πριν για τον χρόνο της τελευτής της και όταν έφθασε η ημέρα συγκέντρωσε τις αδελ­φές της, όρισε την ηγουμένη που είχε επιλέξει ο Θεός και αφού τις προέτρεψε να περιφρονούν ό,τι είναι πρόσκαιρο ώστε να ζουν τον αγαπημένο Νυμφίο τους, έκλεισε γαλήνια τα μάτια της και παρέδωσε την ψυχή της εις χείρας Θεού. Ενταφιάσθηκε στο παρεκκλήσιο του αγίου μάρτυρος Θεο­δώρου και ο τάφος της ανέδιδε διαρκώς μία ουράνια ευωδία, φανερώνον­τας σε όλους την παρρησία που είχε αποκτήσει παρά τω Θεώ, ενώ μέ­χρι τις ημέρες μας η οσία Ειρήνη δεν παύει να μεσιτεύει υπέρ εκείνων που την επικαλούνται με πίστη.


(Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας-Ιούλιος, εκδ. Ίνδικτος, σ. 318-321)



Ἀπολυτίκιον

Ἦχος πλ. α'. Τὸν συνάναρχον Λόγον.

Βασιλείας γήινους πάλαι οὐκ ἔτυχες, ἀλλ' ἄφθαρτων στεφάνων νῦν σὲ ἠξίωσεν, ὁ Νυμφίος σου Χριστὸς ὁ ὡραιότατος ὢ καθιέρωσας σαύτην, ὅλη καρδία καὶ ψυχή, Εἰρήνη Ὁσία Μῆτερ, Χρυσοβαλάντου ἡ δόξα, ἠμῶν δὲ προσφυγὴ καὶ βοήθεια.



Παρασκευή 9 Αυγούστου 2013

Σε Μουσουλμανικό δείπνο (ιφτάρ) με την ευκαιρία της νηστείας του Ραμαζανιού ο Αρχιεπίσκοπος Θυατείρων Γρηγόριος




Λονδίνο - Σε Μουσουλμανικό δείπνο (ιφτάρ) στην πρεσβεία του Μαρόκου παραβρέθηκε ο Αρχιεπίσκοπος Θυατείρων Γρηγόριος.  με την ευκαιρία της νηστείας του Ραμαζανιού.Στη φωτογραφία μαζί του ο Αγγλικανός «Επίσκοπος» David Hamid και ο  Ραβίνος Abraham Levy.

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΕΣΦΙΓΜΕΝΟΥ 8/8/2013 (ν.ημ.)




ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ


Μετά λύπης μας ακούμε και διαβάζουμε ανακρίβειες και στοχευμένα ψεύδη και θα θέλαμε να επαναλάβουμε θέσεις που ποτέ δεν κρύψαμε. Διότι είναι πολύ σημαντικές για τον καθένα μας ξεχωριστά αλλά και ολόκληρη την αδελφότητα μας. Μπορεί για πολλούς να είναι ήδη γνωστά αλλά έχουμε ανάγκη να επαναλάβουμε ακόμη μία φορά τα αυτονόητα.

Η αδελφότητα μας εδώ και δέκα χρόνια είναι σε θέση άμυνας απέναντι σε προβοκάτσιες (λοστούς, βαριές και φαγάνες) και ποτέ δεν προκαλέσαμε τα επεισόδια εμείς. Δεν ζητήσαμε ποτέ τίποτα, ούτε χρήματα ούτε εξουσίες. Τα αφήνουμε σε αυτούς που τα έχουν ανάγκη, μόνη μας ανάγκη και παράκληση είναι η ησυχία μας για προσευχή. Όταν όμως σε χτυπάνε με λοστούς, βαριές ή προσπαθεί μία "φαγάνα" να γκρεμίσει μια πόρτα και έναν τοίχο που πίσω του βρίσκονται μοναχοί, τότε κάνεις το "λάθος" να αμύνεσαι. Πάντα είμαστε σε θέση άμυνας ποτέ η αδελφότητα μας δεν ξεκίνησε επεισόδια και ούτε έχει τέτοια διάθεση.

Σεβόμαστε απόλυτα το Ελληνικό Κράτος και δεν θα θέλαμε σε τέτοιες δύσκολες στιγμές που περνάει η Ελλάδα να την επιβαρύνουμε με κανένα τρόπο και για κανένα λόγο με τέτοια επεισόδια. Ίσα ίσα που κατηγορηθήκαμε κιόλας από την Νέα Αδελφότητα όταν προτείναμε στην Ελληνική Κυβέρνηση να διαθέσουμε και κειμήλια (Σκηνή του Ναπολέοντα) για να αποσβεστεί μέρος του δημόσιου χρέους. Σαν Έλληνες θεωρούμαι ότι αυτό ήταν το ελάχιστο που θα μπορούσαμε να κάνουμε. Δυστυχώς δεν μπορούμε να κάνουμε αρκετά, όλα τα περιουσιακά στοιχεία μας έχουν δεσμευτεί από την Νέα Αδελφότητα των πέντε μοναχών.

Είπαν ότι μνημονεύουμε άλλους Επισκόπους. Το Άγιο όρος έχει έναν Επίσκοπο, τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Κάνοντας χρήση όρων του Κ.Χ.Α.Ο. δεν μνημονεύουμε τον Οικουμενικό διότι πράττει αίρεση (τον ίδιο όρο έχουν κάνει χρήση πολλές μονές του Α.Ο. έστω μία φορά τα τελευταία πενήντα χρόνια), αλλά δεν μνημονεύουμε άλλο Επίσκοπο. Η ένσταση μας είναι στο πρόσωπο όχι στον θεσμό. Είμαστε έτοιμοι να υπερασπιστούμε το Φανάρι και με την ζωή μας αν χρειαστεί. Αλλά σας θυμίζουμε ότι ο ρόλος στο Όρος του Οικουμενικού είναι πνευματικός όχι διοικητικός διότι στο Άγιο Όρος έχει το αυτοδιοίκητο. Επίσης πιστεύουμε ότι ο Πατριάρχης ουδέποτε έκανε πράξη την Πατερική αγάπη στην αδελφότητα μας. 'Ισα ίσα, όσα καταλογίζει στην Τουρκική μεριά ότι κάνει εναντίον του, ο ίδιος κάνει χειρότερα σε ομόθρησκους εντός Αγίου Όρους και χωρίς να έχει αποδεχτεί ποτέ τις κατά καιρούς εκκλήσεις μας για δημόσια συζήτηση επί συγκεκριμένων θεμάτων. Η απόφαση της σιωπηλής θανατικής ποινής των μοναχών μας ήταν ερήμην. Δεν καταλαβαίνουμε γιατί ένα δέντρο στον Αμαζόνιο έχει μεγαλύτερη προτεραιότητα για τον ίδιο, από το δικαίωμα στην τροφή ή σε φάρμακα ενός μοναχού μας. Στο κονάκι μας φέρνει ένας 85χρονος μοναχός τρόφιμα, γιατί ως γνωστό οι Εσφιγμενίτες έχουν περιορισμό, αυτός λοιπόν ό 85χρονος μοναχός έχει συλληφθεί την τελευταία εβδομάδα τρεις φορές.

Στο "καταληψίες" έχω να θυμίσω ότι η αδελφότητα μας λειτουργεί αδιάλειπτα εντός κτιριακών εγκαταστάσεων της πάνω από 17 αιώνες. Στο "σχισματικοί" έχω να ρωτήσω από πότε ο ορθός δρόμος είναι τα συλλείτουργα με τον Πάπα; Στο "σκληροί ζηλωτές" να διαπιστώσω ότι το ζηλωτής είναι τιμή, παρά ο μοντέρνος μοναχός με σπάσιμο στην φωνή, με rolex και offshore σε νησιά "οικονομικούς παραδείσους" και για το τέλος τρεις απορίες έχουμε να παραθέσουμε υπάρχει σχίσμα με τους καθολικούς ή να πιστεύουμε στο αλάθητο του Πάπα; Έγινε πανορθόδοξη σύνοδο που επιτρέπει τα συλλείτουργα με τους Καθολικούς; Και στα επόμενα ασφαλιστικά μέτρα που ετοιμάζουν ήδη στην Νέα αδελφότητα των Κατσουλιέρηδων, θα μπορούν να χρησιμοποιήσουν και τάνκ;

Ξυπνήστε Αγιορείτες αδελφοί, ο εχθρός μας δεν είναι το ΦΠΑ που χρειάζεται από εμάς η πατρίδα για να ορθοποδήσει αλλά οι μοναχοί του ευρώ με μόνο διακόνημα την έκπτωση της πίστης.

Ιστορική Ιερά Μονή Εσφιγμένου 08/08/2013 (ν.ημ.)
Άγιο Όρος

Μικρή συμβολή στον αγώνα των διωκομένων Εσφιγμενιτών Πατέρων, π. Ευθύμιου Τρικαμηνά



Ἐξ αἰτίας τῆς νέας προσπαθείας ἐκδιώξεως των Ἐσφιγμενιτῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων, θέλω νά καταθέσω ὡς ἐλάχιστο δεῖγμα συμπαραστάσεως καί συμβολῆς εἰς τόν ἀγῶνα των ἐναντίον τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τήν διδασκαλία τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, ἡ ὁποία νομίζω εἰς τήν παροῦσα φάσι τῆς αἱρέσεως εἶναι πολύ ἐπίκαιρος. 
Ὑπάρχει ἡ ἀντίληψις ὅτι ὅταν μᾶς ἐκδιώκουν ἀπό ἕνα μέρος οἱ ἐχθροί τῆς πίστεως, πρέπει νά φεύγωμε καί νά πηγαίνωμε σέ ἄλλο. Ἐδῶ προσάγεται ὡς στήριγμα αὐτῆς τῆς θέσεως ἡ διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου (Ματθ. 10,23) στήν ὁποία ὁ Κύριος διδάσκει τούς Ἀποστόλους, προκειμένου νά τούς ἀποστείλη νά κηρύξουν τά ἑξῆς: «ὅταν δέ διώκουσιν ὑμᾶς ἐν τῇ πόλει ταύτῃ φεύγετε εἰς τήν ἄλλην».
Αὐτό ὅμως προφανῶς ἰσχύει ὅταν ἐμεῖς πηγαίνουμε νά κηρύξωμε κάπου καί δέν μᾶς δέχονται. Δι’ αὐτό εἰς αὐτήν τήν περίπτωσι ὁ Κύριος ἐδίδαξε τούς Ἀποστόλους ὅτι: «καί ὅς ἄν μή δέξηται ὑμᾶς μηδέ ἀκούση τούς λόγους ὑμῶν, ἐξερχόμενοι ἔξω τῆς οἰκίας ἤ τῆς πόλεως ἐκείνης ἐκτινάξατε τόν κονιορτόν τῶν ποδῶν ὑμῶν» (Ματθ. 10,14).
Εἰς τήν περίπτωσι πάλι προσωπικῶν συμφερόντων ἤ διενέξεων μέ κάποιον πάλι ὁ Κύριος ἐδίδαξε νά ὑποχωροῦμε καί νά μήν διεκδικοῦμε τό δίκηο μας καί τά ὑπάρχοντά μας. Ἀναφέρει χαρακτηριστικά εἰς τήν ἐπί τοῦ ὄρους ὁμιλία τά ἑξῆς: «καί τῷ θέλοντί σοι κριθῆναι καί τόν χιτῶνα σου λαβεῖν, ἄφες αὐτῷ καί τό ἱμάτιον» (Ματθ. 5,40).
Αὐτά ὅλα δέν ἔχουν σχέσι μέ ἐκκλησιαστικές ὑποθέσεις καί μάλιστα μέ τά θέματα τῆς πίστεως. Εἰς αὐτήν τήν περίπτωσι πρέπει νά εἴμεθα ἀνυποχώρητοι, ὄχι μόνον εἰς τήν πίστι, ἀλλά καί εἰς τό νά κρατοῦμε τούς ναούς καί τά μυστήρια σάν πύργους καί ὀχυρά καί νά μήν τά παραδίδωμε στούς αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι θά τά βεβηλώσουν.
Αὐτήν ἀκριβῶς τήν διδασκαλία κάνει ἀπό τήν ἐξορία ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης εἰς τούς μοναχούς του. Ὑπάρχει μία θαυμάσια ἐπιστολή του ἡ ὁποία
δυστυχῶς δέν ἔχει συμπεριληφθεῖ στήν Πατρολογία τοῦ Migne καί στήν ὁποία ὁ ὅσιος μεταξύ ἄλλων παραινεῖ τους μοναχούς νά μήν ὑποχωρήσουν εἰς τό ἐλάχιστο εἰς τόν ἀγῶνα ἐναντίον τῆς αἱρέσεως. Ἀναφέρεται εἰς αὐτούς πού ὑποχώρησαν καί ἐπρόδωσαν καί εἰς αὐτούς πού στέκονται ἀμετακίνητοι στόν ἀγῶνα, ἔστω καί ἄν ἐξ ἀρχῆς εἶχαν κάνει κάποιες ὑποχωρήσεις. Διδάσκει ὅτι τό ἔπαθλον εἶναι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν καί οἱ θεαταί τῶν ἀγώνων των οἱ ἄγγελοι καί οἱ προηγησάμενοι Ἅγιοι καί Ὁμολογητές.
Εἰς τήν περίπτωσιν τῆς ἐπιδρομῆς τῶν αἱρετικῶν εἰς τήν μονήν πρός βιαίαν κατάληψιν ὁ ὅσιος διδάσκει ἀκριβῶς τά ἑξῆς: «Εἰ ἐφιστῶσιν ὑμῖν εἰκονομάχοι, θύραν ἀφ᾿ ἑαυτῶν μή ἀνοίξητε· ἄν δέ ληστρικῶς κατά τό σύνηθες αὐτοῖς ποιήσωσιν, ἀθῷοι ὑμεῖς. Μή ὑποχωρήσητε, ἀλλ᾿ ἔτι μένετε ἕως διωγμοῦ ἤ ἐπάρσεως· ὁ ἀφανισμός ἐπί κεφαλάς αὐτῶν. ὑμεῖς δέ τοῦ ναοῦ μή ἀποστῆτε καί ψάλλειν καί λειτουργεῖν· οὐκ οἶδα εἰ μή κοινώσωσι τόν ναόν διά τῆς οἰκείας μυσαρίας, ἤγουν λειτουργίας» (Φατ. 177, 299,40).
Εἰς τό θαυμάσιο αὐτό κείμενο, προκειμένου νά τό μεταφέρωμε εἰς τήν σημερινή ἐποχή τῆς αἱρέσεως πρέπει νά ἀλλάξωμε μία μόνη λέξι, ὥστε νά ἀντικαταστήσωμε τούς τότε εἰκονομάχους μέ τούς σημερινούς Οἰκουμενιστές, οἱ ὁποῖοι σημειωτέον εἶναι ὡς αἱρετικοί πολύ χειρότεροι ἀπό τούς τότε εἰκονομάχους. Οἱ τότε εἰκονομάχοι εἶχαν μία μόνο πλάνη καί αἵρεσι, ἐνῶ οἱ σημερινοί Οἰκουμενιστές ἔχουν πολλές ἤ καί ὅλες μέ τελικό τους, μάλιστα, σκοπό τήν ἑτοιμασία τῆς ὁδοῦ τοῦ Ἀντιχρίστου. Ἄν λοιπόν οἱ Ἐσφιγμενίτες Ἁγιορεῖτες Πατέρες ἀντικαταστήσουν αὐτή τήν λέξι στό κείμενο, ἔχουν ἀμέσως ἀνάγλυφη καί διαχρονική τήν διδασκαλία τοῦ ὁσίου γιά τό τί πρέπει νά πράξουν σέ ἀνάλογη ἐπιδρομή τῶν Οἰκουμενιστῶν εἰς τήν μονή των.
Εἰς τό κείμενο αὐτό φαίνεται καθαρά καί ἡ διαχρονική τακτική τῶν αἱρετικῶν, ἡ ὁποία εἶναι ἡ ληστρική ἐπιδρομή πού γίνεται ὡς ἐπί τό πλεῖστον μέ τήν βοήθεια τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας.
Φαίνεται ἀκόμη ὅτι ἡ βεβήλωσις τοῦ ναοῦ γίνεται ὅταν λειτουργήσουν μέσα εἰς αὐτόν οἱ αἱρετικοί. Τήν λειτουργία των τήν ὀνομάζει ὁ ὅσιος «μυσαρία» δηλαδή ἀκαθαρσία – βδελυγμία. Εἰς τήν περίπτωσι αὐτή πού θά βεβηλωθῆ κατ’ αὐτόν τόν τρόπο ὁ ναός, ὁ ὅσιος διδάσκει ὅτι οἱ μοναχοί πρέπει νά φύγουν ἀπό αὐτόν, διότι ἔχει γίνει κοινός οἶκος.
Θά πρέπει, προκειμένου ν’ ἀποτυπώσωμε τήν ὅλη κατάστασι εἰς τό Ἅγ. Ὄρος μέ βάσι τήν διδασκαλία τοῦ ὁσίου, νά ἀναφέρωμε καί κάτι ἀκόμη. Ὁ ὅσιος, ἐνῶ ὅπως εἴδαμε διδάσκει νά μήν παραδίδωμε τά μοναστήρια καί τούς ναούς στούς αἱρετικούς, εἶναι δριμύτατος καί αὐστηρότατος συγχρόνως, σέ ὅσους ἡγουμένους καί μοναχούς τά κρατοῦν μέ συμβιβασμό εἰς τήν πίστι. Δηλαδή προκειμένου νά κρατήσουν τίς θέσεις των καί τίς μονές των κάνουν συμβιβασμό εἰς τήν πίστι διά τῆς ἀναγνωρίσεως τῶν αἱρετικῶν, τῆς μνημονεύσεώς των κλπ. Εἰς αὐτήν τήν περίπτωσι ὁ ὅσιος προτιμᾶ τόν διωγμό τῶν μοναχῶν καί ὄχι τήν κατοχή τοῦ μοναστηριοῦ μέ συμβιβασμό καί προδοσία εἰς τά τῆς πίστεως.
Εἶναι πολλές οἱ ἐπιστολές στίς ὁποῖες ὁ ὅσιος διδάσκει τούς μοναχούς αὐτή τήν ὀρθόδοξο ἀντιμετώπισι. Θά ἀναφέρωμε κάποια χαρακτηριστικά τμήματα. Κατ’ ἀρχάς ἐπαινεῖ τόν ἡγούμενο Ἀντώνιο τῆς μονῆς τοῦ Αὐλητοῦ, διότι ἕνεκα τῆς πίστεως ἐδιώχθη ἀπό τή μονή του: «Ἐνέγκωμεν δή οὖν, πάτερ τίμιε, τήν παρά τῶν ἐχθρῶν κάκωσιν, ἧς τό ἀνταπόδομα ζωή αἰώνιος καί ἡ μετά μαρτύρων ἀγαλλίασις. ἐπαινετός εἶ, ἄνθρωπε τοῦ θεοῦ, ὅτι ἐκ πάντων μικροῦ δεῖν τῶν ἐν ἄστει καί πρό τοῦ ἄστεως ἡγουμένων σύ μόνος ἐξῆλθες προκινδυνεύων τῆς εὐσεβείας, φῶς τῶν ἐν σκότει γινόμενος, ἔλεγχος τῶν ἀσεβούντων ὁμοταγῶν. Τί τό κέρδος μικραῖς ἡμέραις ἀντέχεσθαι μοναστηρίου, δόξης, εὐπαθείας τῆς προσκαίρου καί μετά αἱρετικῶν ἀπενεχθῆναι εἰς αἰσχύνην αἰωνίαν; ὅσον δέ ἀγαθόν καί μακάριον βραχύ τι κοπιάσαι καί πάντων ἀποστῆναι τῶν οἰκείων ἤ τάχα καί τό σῶμα προΐεσθαι καί εὑρεῖν θεόν εὐμενῆ καί τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν». (Φατ. 201,324,8).
Εἰς τόν ἡγούμενο Βασίλειο συμβουλεύει ἐπίσης νά ἀφήση τήν ἡγουμενία καί τό μοναστήρι καί νά συνταχθῆ δι’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου μέ τούς δεδιωγμένους πατέρας στούς ὁποίους μέ τήν στάσι του εἰς τόν συμβιβασμό ἔγινε σκάνδαλο: «Βραχύ τι παρεμυθήθη τό περί ὑμᾶς τούς τιμιωτάτους λυπηρόν τῆς ψυχῆς ἡμῶν, εἴ γε ὡς γεγράφατε ἔχει καί ὑποχωρεῖτε τῆς ἡγουμενικῆς διακρατήσεως˙ οὐδεμία γάρ κοινωνία, ὦ φιλότης, δεδιωγμένοις καί ἀδιώκτοις (καί οὐ μόνον ἀδιώκτοις, ἀλλά καί ὑποτελοῦσι τοῖς διώκταις, καθηγεμονιώντων ὧνπερ ἐξουσιάζουσι μοναστηρίων), εἰ μή ἄρα τις κοινωνία ὡμολόγηται φωτί πρός σκότος. ἀλλ’ οὐκ ἐνδέχεται, ὡς ὁ ἱερός λόγος ἀπεφήνατο˙ τό γάρ ἕως τοῦ παρόντος ἐπιδοῦναι ἑαυτούς ἐν τοῖς ἁλοῦσι δι’ ὑποπτώσεως ἰατρικῆς κατά τόνδε τόν τρόπον γέγονε, τῷ λαβεῖν ἡμᾶς ἐγγύας μήτε λόγῳ μήτε ἔργῳ καθ’ οἱονδήποτε τρόπον ὑπαχθῆναι πάλιν τοῖς ἑτεροδόξοις˙ καί οἷον ἐν μεταιχμίῳ ἑστᾶσι κρατήσεως καί οὐ κρατήσεως τῶν μονῶν καί, τό ὅλον εἰπεῖν, ὡς νόμιμον γενέσθαι τήν ὁμολογίαν διά τῆς τῶν ἐναντίον ὑφελκύσεως καί τῶν ἐνισταμένων ἀντιπράξεως. ἐπάν δέ καιρός ἦκε τοῦ ζητουμένου, καί τό ὁμολογηθέν οὐκ ἐξηνύσθη ἐνώπιον θεοῦ καί ἀνθρώπων πρός ἀκριβεστέραν τῆς προτέρας ὑποπτώσεως ἐξίασιν. ἀλλά πάλιν ἀπαγωγή καί πάλιν ὑπόπτωσις ἔν τε λόγοις καί ἔργοις. ὡς αὐτά τά πράγματα μαρτυρεῖ κἄκ τῶν εἰδότων ἀκηκόαμεν, καί πάλιν καθηγεμόνες ἀπαρασάλευτοι διά τῆς ἄρτι ὑπό τοῦ κράτους ὑποδοχῆς καί ἀποστολῆς. ὁ λόγος δέ ἐπί πάντων τῶν οὕτως πεπραχότων καί γελοῖόν ἐστιν ἄρτι τό ἐπιτιμᾶν, μᾶλλον δέ φρενοβλάβεια τῶν ἐπιτιμώντων καί σκινδαλμός τῶν εὐσεβούντων, σύγχυσίς τε καί ἀβλεψία ἐπί τῇ Χριστοῦ ὁμολογίᾳ. δεῖν τοῦ ἀποστόλου ἀκοῦσαι, λέγοντος στέλλεσθαι ὑμᾶς ἀπό παντός ἀδελφοῦ, ἀτάκτως περιπατοῦντος καί μή κατά τήν παράδοσιν, ἥν παρέλαβον παρ’ ἡμῶν. μᾶλλον δέ αὐτοῦ τοῦ θεοῦ, διά τοῦ προφήτου βοῶντος˙ ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καί ἀφορίσθητε καί ἀκαθάρτου μή ἅπτεσθε˙ κἀγώ εἰσδέξομαι ὑμᾶς, τούς οὕτω διαστελλομένους δηλονότι καί μή συγχέοντας τήν Χριστοῦ ὁμολογίαν. Τί γάρ φήσουσιν, ὦ τιμιώτατε, ὅ τε τῶν Κωμῶν ἡγούμενος καί ὁ τοῦ Γουλαίου σύν τοῖς ὁμοίως ἄρτι διωχθεῖσιν ἐν τῇ ἐνστάσει, εἴπερ ὁρῶσιν ὑμᾶς, τούς προδοσίᾳ τῆς ἀληθείας κατέχοντας τά μοναστήρια, καί ἡμᾶς ὑμῖν συναπαγομένους; τί δέ οἱ ἐν τοῖς ὅρεσι τληπαθοῦντες κατά τό τοῦ διωγμοῦ στενοχωρητικόν; οὐ στενάξουσιν; οὐκ οἰμώξουσιν; οὐχ ἡγήσονται παιδιάν τήν ὁμολογίαν τοῦ Χριστοῦ; τί δέ οἱ ἡγουμενεύσαντες τῶν μοναστηρίων ἀπ’ ἀρχῆς καί διά Χριστόν δεδιωγμένοι σύν ἡμῖν; οὐ κατασφραγίσονται, ὡς παιγνιῶδές τι πασχόντων ἡμῶν; μή πλανᾶσθε, φησίν ὁ ἀπόστολος, θεός οὐ μυκτηρίζεται˙ ἡ ὁμολογία Χριστοῦ οὐ κεκοίνωται, κἄν τινες οἴωνται ἄλλως φρονεῖν καί λέγειν. Ὥστε, εἰ βούλει, ἀδελφέ ἠγαπημένε, μεθ’ ἡμῶν τῶν ταπεινῶν τετάχθαι, ὑποχώρησον τῆς κατοχῆς τοῦ μοναστηρίου, καθώς καί ὑπέσχου˙ τοῦτο γάρ καί παρακαλοῦμεν, εἰς τοῦτο καί προσευχόμεθα. ἵνα, ὡς τό ἐντός, οὕτως τό ἐκτός ὀρθόδοξος ὑπάρχῃς, τήν τιμίαν σου ψυχήν σῴζων, ἧς οὐδέν ἀντάξιον τῶν ὁρωμένων». (Φατ. 495,729,2).
Εἰς τήν ἐπιστολή αὐτή τοῦ ὁσίου φαίνεται καθαρά ὅτι ὁ ἡγούμενος αὐτός ἤθελε νά παραστήση, ἐπί παραδείγματι, τόν Ὀρθόδοξο καί ἀντιοικουμενιστή, σύμφωνα μέ τήν αἵρεσι τῶν ἡμερῶν μας, δηλαδή καί νά παραμείνη ὡς ἡγούμενος στό μοναστήρι καί νά εἶναι Ὀρθόδοξος.
Εἰς ἐπιστολή του ἐπίσης πρός μοναχούς, ὁ ὅσιος ἐλεεινολογεῖ μέ τόν πλέον παραστατικό τρόπο τήν στάσι πολλῶν ἡγουμένων τῆς ἐποχῆς του, οἱ ὁποῖοι κατά τό δή λεγόμενο τά βρῆκαν μέ τήν ἐξουσία καί συμβιβάστηκαν, προκειμένου νά κρατήσουν τά μοναστήρια καί τήν ἐξουσία: «Ἐν τῷ καιρῷ τούτῳ ἐν ᾧ ὁ Χριστός διώκεται διά τῆς εἰκόνος αὐτοῦ, οὐ μόνον εἰ βαθμῷ τις καί γνώσει προέχων ἐστίν, ὀφείλει διαγωνίζεσθαι, λαλῶν καί διδάσκων τόν τῆς ὀρθοδοξίας λόγον, ἀλλά γάρ καί εἰ μαθητοῦ τάξιν ἐπέχων εἴη, χρεωστεῖ παῤῥησιάζεσθαι τήν ἀλήθειαν, καί ἐλευθεροστομεῖν. Οὐκ ἐμός ὁ λόγος τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ἀλλά τοῦ θείου Χρυστοστόμου, ἐπί καί ἄλλων πατέρων. Τό δέ τούς κυρίους τούς ἡγουμένους κρατηθέντας ὑπό τοῦ βασιλέως, μή τά προειρημένα πράξαι, καίπερ ὄντας καί ἐν βαθμῷ καί γνώσει παρά πάντας τούς καθηγουμένους τῆς γῆς ταύτης, τοὐναντίον δέ μᾶλλον σιωπῆσαι. Καί οὐ τοῦτο μόνον, καίπερ ὄν δεινόν, ἀλλά καί χειρόγραφον ποιῆσαι, μήτε εἰς ἀλλήλους συνέρχεσθαι, μήτε διδάσκειν, τοῦτό ἐστι προδοσία τῆς ἀληθείας, καί ἄρνησις τῆς προστασίας, καί κατάλυσις τῶν ὑποτακτικῶν, ἐπεί καί τῶν ὁμοταγῶν. Οἱ ἀπόστολοι παραγγελθέντες ὑπό τῶν Ἰουδαίων μή διδάσκειν ἐπί τῷ ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ τάδε φησίν∙ ὑμεῖς κρίνατε, εἰ δίκαιόν ἐστιν ὑμῶν ἀκούειν ἤ τοῦ θεοῦ ἡμῶν, καί πάλιν, πειθαρχεῖν δεῖ θεῷ μᾶλλον ἤ ἀνθρώποις. Τοιαῦτα καί παρόμοια ἐχρῆν λαλῆσαι αὐτούς ἵνα ἐδοξάσθη ὁ θεός δι’ αὐτῶν, ἵνα ᾠκοδόμησαν τούς ὀρθοδόξους, ἵνα ἐστήριξαν τά μοναστήρια, ἵνα ἐνεδυνάμωσαν τούς πάσχοντας ἐν ἐξορίαις. Ἀλλά τί ὅτι προτιμώμεθα μᾶλλον Θεοῦ τά μοναστήρια, καί τῆς ὑπέρ τοῦ ἀγαθοῦ κακοπαθείας τήν ἐντεῦθεν εὐπάθειαν; ποῦ ἐστι τό, ἐλάλουν ἐναντίον βασιλέων, καί οὐκ ᾐσχυνόμην; ποῦ ἐστι τό, ἰδού τά χείλη μου οὐ μή κωλύσω· Κύριε, σύ ἔγνως; ποῦ ἐστι τό κλέος καί ἡ ἰσχύς τοῦ καθ' ἡμᾶς τάγματος; πῶς Σάβας καί Θεοδόσιος οἱ μακάριοι, τό τηνικαῦτα Ἀναστασίου τοῦ βασιλέως δυσσεβεῖν ἑλομένου, διέστησαν θερμῶς προμαχοῦντες τῆς πίστεως· τοῦτο μέν, μεθ' ὧν ἀνεθεμάτισαν τούς κακοδόξους ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, τοῦτο δέ, ἐν οἷς ἐπέστειλαν τῷ βασιλεῖ, διαμαρτυρόμενοι θάνατον ἑλέσθαι, ἤ τι μετακινῆσαι τῶν καθεστώτων; Καί λέγουσιν, ὥς φασιν, οἱ κύριοι ἡγούμενοι∙, ἡμεῖς τίνες ἐσμέν; πρῶτον χριστιανοί, οἵ ὀφείλουσιν ἄρτι λαλεῖν πάντως, ἔπειτα μονάζοντες, οἱ μηδέ τό τυχόν ὑφαρπαζόμενοι ὡς ἄδετοι τῷ κόσμῳ καί ἀκράτητοι, ἔπειτα ἡγούμενοι, οἱ καί τά τῶν ἄλλων προσκόμματα ἐκβάλλοντες καί ἐν μηδενί προσκοπήν διδόναι χρεωστοῦντες, ἵνα μή, φησί, μωμηθῇ ἡ διακονία, οἵαν δέ προσκοπήν καί μώμησιν, μᾶλλον δέν συγκατάβασιν, διά τοῦ ἰδιοχείρου αὐτῶν δέδωκαν, τί χρή καί λέγειν; εἰ γάρ ἡ σιωπή μέρος συγκαταθέσεως, τό καί ἐγγράφως αὐτήν κυρῶσαι ἐπί τῆς ὅλης ἐκκλησίας πόσον τό χαλεπόν; »(Φατ. 149,265,2).
Τελικῶς, ἀναφέρει ὁ ὅσιος ὅτι προκειμένου οἱ ἡγούμενοι αὐτοί νά φανοῦν ὡς Ὀρθόδοξοι ἐμνημόνευον μυστικά τόν ἅγ. Νικηφόρο τόν Ὁμολογητή, ὁ ὁποῖος εἶχε ἐξορισθῆ. Αὐτό πάλι τό κατηγορεῖ ὁ ὅσιος διότι δέν ἀποδέχεται τήν μυστική ὁμολογία τῆς πίστεως, ἀλλά τήν φανερή καί μάλιστα αὐτή πού στοιχίζει: «Καί λέγετε ὅτι, κρυπτῶς ἱερουργῶν Νικηφόρον ἀναφέρει; τό λάθρα καί πάντες οἱ πατρίκιοι, ἵνα τούς ἄλλους ἐάσω, ὀρθοδοξοῦσιν. ἀλλά τί λέγει ὁ Χριστός; εἴ τις ὁμολογήσει ἐν ἐμοί ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγώ αὐτόν ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς. ὥσπερ καί τό ἐναντίον ἐπί τῆς ἀρνήσεως· κἄν μόνον τό μή συνέρχεσθαι εἰς ἀλλήλους ἐποίησαν τό χειρόγραφον, τό αὐτό ἐστίν. Πῶς γάρ φυλάξουσιν ὃ φησιν ὁ Χριστός, τόν ἐρχόμενον πρός με οὐ μή ἐκβάλλω ἔξω; ἔρχεταί τις διερωτῶν, ζητῶν μαθεῖν τήν ἀλήθειαν, εἴτε ἡγούμενος εἴτε τις ἄλλος· τί ἀποκριθήσεται ὁ ἡγούμενος; δῆλον ὅτι, παραγγελίαν ἔλαβον μή λαλεῖν. Εἴθε οὕτω μόνον· ἀλλά, μηδέ εἰσδέξασθαί σε εἰς τό μοναστήριον καί συναλισθῆναι. ὁ Χριστός λέγει, δέξαι καί δίδαξον· ἐάν γάρ ὑποστείλῃ, φησίν, οὐκ εὐδοκεῖ ἡ ψυχή μου ἐν αὐτῷ. ἐγγράφως οὖν ἐποίησαν ἵνα τῷ βασιλεῖ πειθαρχοῦσιν ἀπεναντίας τοῦ Χριστοῦ». Ἐδῶ φυσικά διδάσκει, πέραν τῶν ἄλλων, ὁ ὅσιος ὅτι καί ἡ σιωπή εἰς τά θέματα τῆς πίστεως εἶναι συμβιβασμός καί προδοσία.
Ὅλα αὐτά καί ἄλλα παρόμοια περιστατικά νομίζω ταιριάζουν ἀπόλυτα καί στήν ἰδική μας ἐποχή, κατά τήν ὁποία οἱ ἡγούμενοι καί μάλιστα τοῦ Ἁγ. Ὄρους κατέχουν τίς θέσεις των μέ συμβιβασμό τῆς πίστεως καί μάλιστα μνημονεύοντας καί ἀναγνωρίζοντας ἕναν αἱρετικό Πατριάρχη. Οἱ δέ Ἐσφιγμενίτες Πατέρες διώκονται σήμερα ὄχι μόνο ἀπό τούς αἱρετικούς, ἀλλά καί ἀπό αὐτούς πού συνευδοκοῦν καί ἀκολουθοῦν καί ἀναγνωρίζουν τούς αἱρετικούς, δηλαδή τούς Ἁγιορεῖτες μοναχούς καί ἡγουμένους. Αὐτά ὅλα εἶναι σημεῖα καταπτώσεως τοῦ μοναχισμοῦ καί σηματοδοτοῦν τά ἔσχατα χρόνια καί τήν ἑτοιμασία διά τόν ἐρχομό τοῦ Ἀντιχρίστου.

Περιοχή Ἀμπελακίων  7.8.2013
Ἱερομόναχος Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς