A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !
✞ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος ✞

Παρασκευή 9 Αυγούστου 2013

Ο ΑΓΙΟΣ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ Ο ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΚΑΙ ΙΑΜΑΤΙΚΟΣ (27 Ἰουλίου)



Ο ΑΓΙΟΣ ΚΑΙ ΙΑΜΑΤΙΚΟΣ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ


ΠΡΟΛΟΓΟΣ


Μέσα εις το νέφος των μαρτύρων και αγίων της πίστεώς μας, οι οποίοι έδωσαν την ζωήν των δια την αγάπην των προς τον Χριστόν, περιλαμβάνεται και η μορφή του αγίου Παντελεήμονος.

Νέος, γεμάτος σφρίγος και παλμόν, δύναμιν και θάρρος, εμαρτύρησε δια την Ορθόδοξον Πίστιν του. Με αποφασιστικότητα διεκήρυξε και διελάλησε την αλήθειαν της πίστεώς του εις όλους, όσοι κατά την εποχήν εκείνην ευρίσκοντο εις το βασίλειον του σκότους και του ψεύδους, της ειδωλολατρίας. 

Ηρνήθη να θυσιάση εις τα άψυχα και αναίσθητα είδωλα και παρ' όλας τας κολακείας του βασιλέως Μαξιμιανού έμεινεν ακλόνητος και επροτίμησε να θυσιασθή και να καταστή έτσι κληρονόμος της ουρανίου Βασιλείας. Είλκυσεν εις τον Χριστόν και την πίστιν του όσους είχαν πραγματικόν πόθον και δίψαν να γνωρίσουν τον αληθινόν Θεόν.

Σου ευχόμεθα, αγαπητέ αναγνώστα να σε εμπνεύση προς μίμησιν η αγία ζωή του Αγίου Παντελεήμονος και η ανάγνωσις του βίου του να γίνη αφορμή δια προσέγγισιν εις την πηγή του φωτός και των ιαμάτων, τον Χριστόν.



ΟΡΘΟΔΟΞΟΝ ΙΔΡΥΜΑ «Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΑΡΝΑΒΑΣ»

Ο άγιος αυτός έζησε κατά τους χρόνους του βασιλέως Μαξιμιανού, ήτοι περί το 304. Κατήγετο από την πόλιν Νικομήδειαν. Ο πατέρας του Ευστόργιος ήτο ειδωλολάτρης. Η μητέρα του ωνομάζετο Ευβούλη, και ήτο χριστιανή. Όσην περιποίησιν έκανε ο πατέρας προς τα είδωλα, τόσην προθυμίαν και αγάπην προς την ορθόδοξον πίστιν εδείκνυε η μητέρα του, που με στοργή και αγάπην ανέτρεψε τον υιόν των Παντολέοντα (έτσι τον εί­χαν ονομάσει). Του έδινε όχι μόνον υλικήν τροφήν, αλλά και πνευματικήν. Όμως απέθανε ενωρίς η ευτυχισμένη Ευβούλη.

Ο Παντολέων αφού έμαθε τα πρώτα γράμμα­τα, εμορφώθη και εις τα Ελληνικά.
Αργότερον, αφού έμαθε αρκετά και επροχώρησεν, ο πατέρας του τον έστειλε να μαθητεύση εις τον ξακουστόν ιατρόν Ευφρόσυνον. Πράγματι ο νέος, ευφυής κα­θώς ήτο, εξεπέρασε τους υπολοίπους συμμαθητάς του εις την επίδοσιν, μέσα εις σύντομον χρονικόν διάστημα.
Ητο πολύ ωραίος εις την όψιν. Εις την ομιλίαν γλυκύς και εις το παράστημα μέτριος και ταπεινός. Ήτο στολισμένος με τας αρετάς, και είχε τόσον καλήν διαγωγήν που διεκρίνετο εις τας συναναστροφάς του από τους συνομηλίκους του. 'Ολοι όσοι τον επλησίαζαν ευχαριστούντο και έ­χαιραν διότι απεκόμιζαν πολλάς ωφελείας.
Ένεκα των αρετών του ο Παντολέων έγινε ξα­κουστός και φημισμένος εις ολόκληρον την Νικο­μήδειαν. 

Αλλά και αυτός ο βασιλεύς, όταν κάποια ημέρα επήγε με τον πατέρα του Ευστόργιον εις το παλάτι και τον είδε, ήρωτησε και έμαθε δια τας αρετάς του Παντολέοντος. Όταν είδε την ορθήν του σκέψιν και τον καλόν του χαρακτήρα, εκάλεσε τον Ευστόργιον και τον παροτρύνε να σπουδάση τον υιόν του όσον το δυνατόν περισσότερον, ούτως ώστε να τον κάνη τέλειον ιατρόν, και εν συ­νεχεία να τον τοποθέτηση μέσα εις το παλάτι του.


Βαπτίζεται Χριστιανός.


Ο άγιος Ερμόλαος ήτο ιερεύς της εκκλησίας της Νικομήδειας την εποχήν εκείνην. Όμως ήτο κρυμμένος εις μίαν οικίαν μαζί με άλλους Χριστι­ανούς, επειδή εφοβούντο τον βασιλέα.


Καθώς λοιπόν έβλεπε τον νέον, που επερνούσε από την οικίαν καθημερινώς δια να πάη εις τον διδάσκαλόν του, διεπίστωσε και αντελήφθη ότι ο νέος αυτός έχει σεμνότητα και ήθος και εξ αυτών έκρινε ότι και η ψυχική του κατάστασις θα ήτο α­γαθή, όπως η αγαθή και καρποφόρος εκείνη γη που αναφέρει το Ευαγγέλιον. 

Ενώ εσκέπτετο ο Ερμόλαος αυτά, ηθέλησε να δοκιμάση και να σαγήνευση τον Παντολέοντα και αφού ήνοιξε την θύραν της οικίας, τον εφώναξε δια να του ειπή κάτι. Ο Παντολέων εισήλθεν εις την οικίαν και ο άγιος τότε τον ηρώτησε περί της κα­ταγωγής του και περί του αντικειμένου της λα­τρείας των (δηλ. σε τι πιστεύουν). Ο νέος απήντη­σεν εις την ερώτησιν με όλην την αλήθειαν, ότι δηλαδή η μητέρα του ήτο Χριστιανή και ο πατέρας του Ειδωλολάτρης. Ο Ερμόλαος και πάλιν τον ηρώτησε λέγων: «Εσύ, παιδί μου, ποίαν θρησκείαν αγαπάς περισσότερον;» Και ο νέος απήντησεν ως εξής: «Όταν εζούσεν η μητέρα μου, με συνεβούλευε καθημερινώς να γίνω χριστιανός. Και εγώ αυτό εποθούσα να γίνω. Η μητέρα μου απέθανε, και έμεινα μόνος με τον πατέρα μου, ο οποίος με αναγκάζει να τον ακολουθώ εις την θρησκείαν και σκοπεύει να μου προσφέρη εις ένδειξιν τιμής θέσιν εις το παλάτι» Τον ξαναρωτά ο Ερμόλαος: «Ποίαν επιστήμην ακολουθείς, παιδί μου;» Και ο Παντολέων απεκρίθη λέγων: «Την Ιατρικήν, σεβα­στέ γέροντα, ακολουθώ. Αυτήν που εδίδαξεν ο Α­σκληπιός, ο Ιπποκράτης, ο Γαληνός και άλλοι σο­φοί. Απ' όλα τα επαγγέλματα εις τον πατέρα μου, ήρεσε αυτό το επάγγελμα. 'Αλλά και ο διδάσκα­λός μου με επληροφόρησε ότι εάν γίνω τέλειος ιατρός, δεν θα υπάρχη ασθένεια που να μην μπορώ να την θεραπεύσω». 


Τότε ο Ερμόλαος ευρών την κατάλληλον ευκαιρίαν, είπε προς τον νέον: «Πίστευσέ με, παιδί μου, ότι η επιστήμη του Ασκλη­πιού, του Γαληνού και των υπολοίπων σοφών που μου ανέφερες, μικρήν βοήθειαν μπορεί να προσφέρη εις αυτούς που την σπουδάζουν. Αλλά και αυ­τοί οι θεοί που προσκυνεί ο Μαξιμιανός, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ψευδείς μύθοι, που τους πιστεύουν οι ανόητοι. Ένας είναι ο αληθινός Θεός, ο Ιησούς Χριστός, εις τον οποίον εάν πιστεύσης εξ όλης της καρδίας σου, θα ιατρεύσης κάθε νόσον, χωρίς τα ιατρικά βότανα, με μόνην την Χάριν και δύναμιν Εκείνου. Ο Χριστός εφώτισε πολλούς τυφλούς, ανέστησε νεκρούς, εκαθάρισε λεπρούς, εθεράπευσε δαιμονιζομένους και αιμορροούντας, ιάτρευσε δυσθεραπεύτους ασθενείας και έκανε α­μέτρητα θαύματα. Αλλά και σήμερον ο Χριστός ευρίσκεται μεταξύ των πιστών δούλων Του, και τους βοηθεί να τελούν έργα που προκαλούν κατάπληξιν και δέος. Και τους πιστούς Του αυτούς τους καθιστά κληρονόμους της ουρανίου βασιλεί­ας Του». 



Μόλις ήκουσε αυτά ο Παντολέων, ένοιωσε μεγάλην χαράν. Η καρδιά του εγέμισε ευφροσύνην και διεπίστωσεν, ότι όλα όσα τον έλεγεν ο ιερεύς ήσαν αληθή και δίκαια. Και απήντησεν ως εξής: «Άγιε γέροντα, όσα μου είπες τα ήκουσα και από την μητέρα μου πολλές φορές. Την έβλεπα να προσ­εύχεται και να επικαλήται τον Θεόν, που και εσύ κηρύττεις. Τον παρακαλούσε θερμώς να μας φωτίζη και να μας βοηθή».
Αφού ηυχαρίστησε ο Παντολέων, δια την διαφώτισιν και συμβουλήν τον Ερμόλαον έφυγε συνεχίσας τον δρόμον του. Όμως εντυπωσιάσθη από τους λόγους του Ερμολάου και δι' αυτό πολλές φορές ήρχετο και ήκουε την διδασκαλίαν του. Τοι­ουτοτρόπως η πίστις του εις τόν Χριστόν ολίγον κατ' ολίγον ηύξανε.


Μίαν ήμέραν ένω επέστρεφε από τόν διδάσκαλόν του, εύρεν εις τον δρόμον ένα παιδί που το εδάγκωσε φαρμακερό φίδι. Το παιδί απέθανε και η έχιδνα που το εδάγκωσε έστεκε πλησίον του. Ο Παντολέων μόλις είδε το συμβάν, ενεθυμήθη τους λόγους του Ερμολάου. Εσκέφθη λοιπόν ως εξής: «εάν ο Χριστός εκπλήρωση την απαίτησί μου ν' αναστηθή το παιδί, και να θανατωθή το φίδι δεν χρειάζομαι άλλην διαπίστωσιν ούτε άλλην απόδειξιν των όσων με εδίδαξεν ο σεβάσμιος γέρων. Μάλιστα θα γίνω αμέσως Χριστιανός». Αφού έ­καμε προσευχήν, το παιδί την ίδια ώρα ανεστήθη σαν να είχε ξυπνήσει από βαθύν ύπνον. Η έχιδνα έγινε κομμάτια και εχάθη. Τότε ο Παντολέων εξ όλης της ψυχής και καρδίας του επίστευσεν εις τον Χριστόν. Και αφού έστρεψε τα μάτια του προς τον ουρανόν με πολλήν χαράν ευχαρίστησε και εδόξασε τον Κύριον, που τον ελύτρωσε από την πλάνην και από το σκοτάδι των ειδώλων, και τον ωδήγησεν εις την επίγνωσιν της αληθείας. Έπειτα τρέχων, επήγεν εις τον Ερμόλαον και του ανέφερε το γεγονός και με μεγάλην χαράν του εζήτησε να τον καταστήση τέλειον Χριστιανόν δια του Αγίου Βαπτίσματος. Ο Ερμόλαος με χαράν εδέχθη να τον βάπτιση, επειδή εγνώριζεν ότι το μύρον του Αγ. Πνεύματος θα το έβαζε εις εκλεκτόν σώμα. Αφού τον εβάπτισε τον εκοινώνησε του Δεσποτι­κού σώματος και αίματος και τον εδίδαξε περί των μυστηρίων της αληθούς μας πίστεως.

Πλησίον του αγίου γέροντος έμεινεν επτά η­μέρας πληρούμενος χαράς και τρεφόμενος με εκεί­να τα μελίρρυτα λόγια. Την ογδόην ημέραν έφυγε και επήγε εις την οικίαν του.

Από τότε «φρόντιζε με κάθε τρόπον να επιστρέψη τον πατέρα του εις την αληθινήν πίστιν. Δια τούτο μίαν ημέραν του είπε: «Διατί πατέρα, όσα είδωλα κατεσκευάσθησαν όρθια δεν εκάθησαν ποτέ, και όσα πάλιν κατεσκευάσθησαν καθήμενα ποτέ δεν εσηκώθησαν;». Ο Ευστόργιος δεν ημπό­ρεσε ν' απάντηση εις τον υιόν του και μάλιστα ήρχισε ολίγον κατ' ολίγον να ψυχραίνεται η ευλάβειά του προς αυτά, και δεν εθυσίαζε εις αυτά συχνά, όπως πριν.
Ο Παντολέων ευχαριστούσε τον Θεόν, διότι έ­βλεπε και διεπίστωνε την αλλαγήν του πατρός του και παρακαλούσε ασταμάτητα τον θεόν να τον φωτίση και να τον λύτρωση από την πλάνην και την αγνωσίαν το συντομώτερον. Εσκέπτετο να συντρίψη τα είδωλα που ευρίσκοντο εις την οικίαν του, αλλ' όμως δεν ήθελε να λυπήση τον πατέρα του και δεν το έκαμε. Εσκέφθη ότι θα ήτο καλύτερον ο πατέρας του με τα λόγια να πιστέψη εις τον Χριστόν και αφού τον έπειθε, ο ίδιος ο πατέ­ρας του θα συνέτριβε τα είδωλα. «Όπερ και έγι­νε. Ο Θεός ήκουσε την προσευχήν του δούλου Του και οικονόμησε τα πράγματα με κατάλληλον τρό­πον, ώστε να φέρη εις την ευσέβειαν με ένα θαύ­μα τον Ευστόργιον.


Θεραπεύει τον τυφλόν.


Εις την οικίαν του Ευστοργίου έφεραν ένα τυφλόν. Αφού εκτύπησαν την θύραν οι συγγενείς του τυφλού ηρώτησαν εάν ήτο μέσα ο ιατρός Παντολέων. Μόλις ήκουσε αυτός ότι τον εκάλεσαν, εβγήκε με τον πατέρα του έξω και ηρώτησαν τον τυφλόν τι εζητούσε. Εκείνος τους είπε:«Άριστε ιατρέ, επιθυμώ σφοδρώς το φως μου, διότι δεν υ­πάρχει εις τους ανθρώπους γλυκύτερον πράγμα. Σε παρακαλώ να λυπηθής την ταλαιπωρίαν και την συμφοράν μου και να με ελεήσης τον άθλιον. Διότι πολλοί ιατροί υπεσχέθησαν να με θεραπεύ­σουν, αλλά δεν ημπόρεσαν. Έχω μάλιστα εξοδεύσει όλην την περιουσίαν μου εις φάρμακα χωρίς να ιδώ καμμίαν απολύτως ωφέλειαν. Μάλιστα διεπίστωσα ότι και το ολίγον φως που είχα, το έχα­σα, και έμεινα όχι μόνον τυφλός αλλά και φτω­χός ο άθλιος».


Ο Παντολέων του είπε τότε: «Επειδή εξώδευσες όλην την περιουσίαν σου εις τους άλλους ια­τρούς και δεν είδες ωφέλειαν, εάν εγώ σε θεραπεύσω τί θα μου δώσης;» Και ο τυφλός απεκρίθη: «Σου χαρίζω μετά χαράς και προθύμως ό,τι μου απέμεινε από την περιουσίαν». Τότε του είπε: «Τους μεν οφθαλμούς σου θα θεραπεύση ο αληθής Θεός, δια μέσου μου, την δε αμοιβήν που μου υπεσχέθης θέλω να την διαμοίρασης εις τους πτω­χούς». Ο Παντολέων βεβαίως εμίλησε έτσι επειδή ήλπιζε εις την Χάριν και την δύναμιν του Χριστού. Ο πατήρ του όμως, επειδή ενόμισε ότι θα τον θεραπεύση με τα βότανα της ιατρικής επιστήμης, τον ημπόδισε λέγων. «Αγαπημένε μου υιέ, μην επιχειρής κάτι ανώτερον από την δύναμίν σου, μή­πως και ντροπιασθής αν αποτύχης. Τί άλλο μπο­ρείς εσύ να προσφέρης ή επιτύχης περισσότερον από τους υπολοίπους ιατρούς πού δεν κατώρθωσαν να τον θεραπεύσουν;» Και εκείνος απεκρίθη: «Ουδείς άλλος δύναται να τον θεραπεύση, πατέρα, όπως εγώ, επειδή από τον διδάσκαλόν μου μέχρις αυτούς τους ιατρούς υπάρχει μεγάλη διαφορά». Ο πατέρας του επειδή ενόμισε ότι ωμιλούσε περί του διδασκάλου του Ευφροσύνου του είπε πάλιν: «Μα εγώ, παιδί μου, ήκουσα πως αυτόν τον τυφλόν τον επήγαν και εις τον διδάσκαλόν σου και τί­ποτα δεν κατώρθωσε να επιτύχη». Ο Παντολέων είπε προς τον πατέρα του: «Πρόσεχε πατέρα να διαπίστωσης ολοφάνερα την άλήθειάν μου». Και μόλις ετελείωσε τα λόγια του αυτά, άπλωσε το δεξιό του χέρι και έκανε το σημείον του Σταυρού εις τα μάτια του τυφλού, επικαλούμενος συγχρό­νως και το γλυκύτατον όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Και, ω του θαύματος!, αμέσως ήνοιξαν τα μάτια του τυφλού, και ανέβλεψαν και τα μάτια του σώματός του και της ψυχής του, διό­τι ήτο ειδωλολάτρης. Μόλις λοιπόν είδε το θαύμα που του έγινε με την επίκλησιν του ονόματος του Χριστού, αμέσως επίστευσεν. Και όχι μόνον ο πρώ­ην τυφλός επίστευσεν, αλλά και ο πατέρας του Παντολέοντος, και μεγαλοφώνως διεκήρυξαν τον Χριστόν Θεόν αληθέστατον. Ο Άγιος Παντολέων εχάρη δοξάζων τον Κύριον και τους επήγε εις τον άγιον Ερμόλαον, ο οποίος και τους εβάπτισε.


Ο Ευστόργιος μόλις επέστρεψεν εις την οικίαν του συνέτριψε όλα τα είδωλα. Ύστερα απ' ολίγον καιρόν, αφού έζησε εν μετανοία, απεδήμησε προς Κύριον.
Ο Παντολέων εμοίρασε όλην την περιουσίαν του, εις τους πτωχούς και τους φυλακισμένους. Ηλευθέρωσε τους δούλους του, εφρόντισε δια τους αδυνάτους και ασθενείς και όχι μόνον τους ιάτρευε από κάθε ασθένειαν, αλλά τους έδινε και αρκετά χρήματα δια να ζήσουν.


Εξ αιτίας των ευεργεσιών του αυτών, η φήμη του και το όνομά του διεδόθη παντού. Όσοι είχαν ασθενείς εζητούσαν, εκαλούσαν και επροτιμούσαν απ' όλους τους ιατρούς τον Παντολέοντα. Αυτός αφού τους εθεράπευε, δεν εζητούσε πληρωμήν παρά μόνον τους εκαλούσε να ομολογήσουν τον Χριστόν τον μόνον αληθή θεραπευτήν των σωματικών και των ψυχικών πόνων. Έτσι όσοι επίστευαν εις τον Χριστόν εθεραπεύοντο διπλά, λαμβάνοντες την σωτηρίαν της ψυχής και την υγείαν του σώματος.

Φθονούν και συκοφαντούν τόν άγιον εις τον βασιλέα.


Οι ιατροί της πόλεως, όταν είδαν ότι ο Παντολέων τελεί τόσα αξιοθαύμαστα πράγματα, τον εφθόνησαν.
Μίαν ημέραν ενώ εκάθοντο εις την αγοράν, είδαν τον πρώην τυφλόν που επερνούσε από εκεί. Μόλις λοιπόν τον είδαν υγιή εσυγχύσθησαν και έλεγαν μεταξύ των: «Μα δεν είναι αυτός που δο­κιμάσαμε με πολλούς τρόπους να τον θεραπεύσωμεν και τίποτα δεν επετύχαμεν;» Και τον ηρώτη­σαν, και έμαθαν ότι τον εθεράπευσε ο Παντολέων. Και εθαύμασαν λέγοντες: «Όπως είναι ο διδά­σκαλος σπουδαίος, έτσι ανέδειξε και τον μαθητήν του αξιοθαύμαστον». Πλην όμως από τότε εφθόνη­σαν περισσότερον τον άγιον και εζητούσαν αιτίαν να τον συκοφαντήσουν εις τον βασιλέα.


Ευρήκαν λοιπόν ένα χριστιανόν ομολογητήν που ετιμώρησε ο ασεβής Μαξιμιανός, εξ αιτίας της πίστεώς του, και τον οποίον περιέθαλπε και εφρόντιζεν ο Παντολέων. Έτρεξαν λοιπόν χωρίς χρονοτριβήν και είπαν εις τον βασιλέα: «Μεγαλειότατε, γνώριζε ότι ο Παντολέων, τον οποίον αγαπάς τό­σον και έχει σπουδάσει, ώστε να γίνη τέλειος ια­τρός, δια να τον έχης δια βοήθειαν εις καιρόν ανάγκης, τώρα ούτε την μεγάλην δύναμιν και εξουσίαν της βασιλείας σου φοβείται, ούτε τον ενδια­φέρει η φιλία και η αγάπη της βασιλείας σου. Περιέρχεται και ευρίσκει και θεραπεύει αυτούς που τιμωρεί τόσον δικαιολογημένα η βασιλεία σου και που είναι εχθροί των θεών σου. Αλλά δεν αρ­κεί μόνον ότι ηρνήθη την πατρικήν του θρησκείαν, και πιστεύει εις τον Εσταυρωμένον, αλλά διδά­σκει και άλλους Έλληνας, όσους μπορεί, δια να τους κάνη χριστιανούς. Εμείς λοιπόν οι δούλοι σου, ως πιστοί που είμεθα της βασιλείας σου, σου προτείνομε να τον βγάλης από το μέσον το συντομώτερον. Διότι ύστερα θα λυπηθής όταν ιδής τους έλληνας (ειδωλολάτρας) ν' αρνούνται τους θεούς, και να γίνωνται χριστιανοί με τας ευεργε­σίας του, και μάλιστα τας θεραπείας του Ασκλη­πιού να διαδίδουν ότι τας τελεί ο Χριστός. Αν θέλης να μάθης την αλήθειαν των όσων είπαμε, πρόσταξε να έλθη εδώ ο τυφλός που ιάτρευσε ο Παντολέων να τ' ακούσης και από τον ίδιον».

Ο βασιλεύς μόλις ήκουσε αυτάς τας πληρο­φορίας ελυπήθη και διέταξε να του παρουσιάσουν τον πρώην τυφλόν. Πράγματι ωδηγήθη ενώπιόν του, και ο βασιλεύς τον ηρώτησε με ποίον τρόπον τον εθεράπευσε ο Παντολέων και εκείνος ωμολόγησε την αλήθειαν χωρίς φόβον ή δειλίαν λέγων: «Με το όνομα του Χριστού με ιάτρευσεν και το εκπληκτικώτερον είναι ότι προτού τελείωση τους λό­γους του, τα μάτια μου ήνοιξαν και έτσι κανείς δεν μπορεί να ισχυρισθή ότι μ' εθεράπευσε με την ιατρικήν επιστήμην». Ο βασιλεύς τότε του είπε: «Εσύ λοιπόν τί παραδέχεσαι δι' αυτό το θέμα. Ο Χριστός σ' εθεράπευσε ή οι θεοί;» Και εκείνος απεκρίθη: «Ας εξετάσωμεν την υπόθεσιν καλώς και θ' αποδειχθή η αλήθεια. Βλέπεις τους ιατρούς αυτούς που προσεπάθησαν να με ιατρεύσουν; Όμως παρ' όλον ότι ευηργετήθησαν από εμέ, και εξώδευσα όλην μου την περιουσίαν εις τα φάρμακα, τίποτα δεν με ωφέλησαν, μάλλον μ' έβλαψαν, διό­τι μου αφήρεσαν και το ολίγον φως που είχα. Ποί­ον λοιπόν πρέπει να ονομάσω ιατρόν και βοηθόν μου; Τον Ασκληπιόν που επικαλούνται εις βοή­θειαν αυτοί εδώ οι ιατροί και τίποτα δεν μου προσ­έφεραν ή τον Χριστόν που με τ' όνομά του μόνον ο Παντολέων μου εχάρισε το φως που λαχταρούσα; Την απάντησιν, βασιλεύ, την ξέρει και ένας τυφλός και αγράμματος». Ο βασιλεύς μη γνωρί­ζων τι ν' αποκριθή εις τον πρώην τυφλόν είπεν: «Μήπως είσαι ανόητος άνθρωπε; Ούτε καν ν' αναφέρης ότι ο Χριστός σε ιάτρευσε. Οι θεοί σου έδω­σαν το φως και αυτό είναι ολοφάνερον». Τότε ο άλλοτε τυφλός, φωτισμένος εις την ψυχήν περισσό­τερον παρά εις το σώμα δεν εφοβήθη την βασιλι­κήν εξουσίαν ούτε τον θυμόν του βασιλέως. Εσκέφθη ότι θα ετιμωρείτο, αλλά με μεγάλο θάρρος είπε προς τον βασιλέα: «Συ βασιλεύ είσαι ανόη­τος που ισχυρίζεσαι ότι οι ψεύτικοι και αναίσθητοι θεοί σου μου έδωσαν το φως. Είσαι τόσον πολύ τυ­φλός όπως και αυτοί εδώ και δεν ημπορείς να διακρίνης την αλήθειαν που λάμπει περισσότερον από τον ήλιον».

Ο τύραννος βασιλεύς όταν ήκουσε αυτά εβεβαιώθη ότι όσα του είπαν οι ιατροί ήσαν αληθή. Αμέσως διέταξε και απεκεφάλισαν τον ευτυχή, άλλοτε τυφλόν που ήτο φίλος του Χριστού, συνή­γορος της αληθείας, μάρτυς αψευδής, ο οποίος εθυσιάσθη δια τον Χριστόν που τον εθεράπευσε και εμαρτύρησε δια την αγάπην Του.
Ο άγιος ήγόρασε μυστικώς το τίμιον λείψανόν του και το ενεταφίασε εκεί όπου έθαψε τον πα­τέρα του.



Μαρτύριον και θαύματα του αγίου.


Ο βασιλεύς ειδοποίησε τον Παντολέοντα να πάη να τον συνάντηση. Ο άγιος ενώ επήγαινε προς αυτόν προσηύχετο λέγων: «Ο Θεός την αίνεσίν μου μη παρασιώπησης» και την συνέχειαν του ψαλμού. Όταν έφθασεν εις το παλάτι και παρουσιάσθη ενώπιον του βασιλέως, του είπε ο βα­σιλεύς: «Ήκουσα μερικά λόγια για σένα, Παντολέον, επιβαρυντικά. Δηλαδή ότι υβρίζεις, και πε­ριφρονείς τον Ασκληπιόν και τους άλλους θεούς. Ήκουσα ότι πιστεύεις εις τον Χριστόν και ισχυρί­ζεσαι ότι μόνον αυτός είναι αληθινός Θεός και τρέ­φεις ελπίδα εις αυτόν που εύρε τόσον ατιμωτικόν θάνατον. Γνωρίζεις, Παντολέον, πόσον σε αγαπώ και έδωσα εντολάς εις τον διδάσκαλόν σου να σε διδάξη όσον το δυνατόν καλύτερον την επιστήμην σου δια να σ' εγκαταστήσω εις το παλάτι μου. Βέ­βαια γνωρίζαμεν ότι πολλοί εξ αιτίας του φθόνου των διαδίδουν και ψέματα. Δι' αυτό και σε προσεκάλεσα να κάμης θυσίαν εις τους θεούς, δια να μάθωμεν την αλήθειαν». Ο άγιος απεκρίθη: «Τα έργα είναι αξιότερα, ω βασιλεύ, παρά τά λόγια όπως όλοι γνωρίζομεν. Εάν ερευνώμεν και εξετάζωμεν τα μικρά και τόσον ασήμαντα πράγματα εάν είναι αληθινά και γνήσια, πολύ περισσότερον επιβάλλεται να εξετάζωμεν με μεγάλην προσοχήν όσα αφορούν τον Θεόν, δια να μη ζημιωθώμεν. Διότι η ευσέβεια προς τον Θεόν είναι το υψηλότερον όλων των πραγμάτων. Ο Θεός λοιπόν που εγώ προσκυνώ και σέβομαι, εδημιούργησε τον ουρανόν, την θάλασσαν, την γην και όλον τον κόσμον. Αυτός ανέστησε νεκρούς, εφώτισε τυφλούς, εκαθάρισε λεπρούς, εσήκωσε παραλύτους και όλα αυ­τά τα θαύματα τα έκαμε μόνον με τον λόγον και την διαταγήν.


Οι θεοί που προσκυνούν οι Έλληνες (ειδωλολάτραι) δεν γνωρίζω εάν έκαμαν ποτέ τέτοια έρ­γα ή εάν ημπορούν να κάμουν. Εάν ασφαλώς επιθυμής, βασιλεύ, ας δοκιμάσωμεν τώρα, δια να μάθης την αλήθειαν. Δώσε διαταγήν να φέρουν εδώ ένα ασθενή που να πάσχη από αθεράπευτον ασθένειαν και ας προσέλθουν οι ιερείς σας να παρακα­λέσουν τους θεούς των, όσον θέλουν, δια να τον θεραπεύσουν. Έπειτα να παρακαλέσω και εγώ τον Θεόν μου, με τ' όνομα του οποίου θα ιατρευθή ο ασθενής. Αυτόν λοιπόν τον Θεόν πρέπει ν' ονομάζωμεν αληθινόν και τους υπόλοιπους θα τους περι­φρονήσουμε». Οι λόγοι του Παντολέοντος άρεσαν εις τον βασιλέα, και αφού έδωσε εντολήν, έφεραν ένα παράλυτον καθισμένον εις το κρεββάτι του, ο οποίος δεν ημπορούσε να κινηθή καθόλου.


Οι ιε­ρείς των ειδώλων έκαμαν την ανοσίαν δέησίν των, επικαλούμενοι επί πολλήν ώραν τους αναίσθητους θεούς των. Αυτοί ως κωφοί και άλαλοι δεν εισήκουσαν. Και ο άγιος τους εχλεύασε εξ αιτίας της μεγάλης αγνοίας των. Όταν τελικώς διεπίστωσαν ότι δέν ημπόρεσαν να κατορθώσουν τίποτα, είπαν προς τον άγιον να επικαλεσθή τον Θεόν του. Τότε ο Παντολέων εσήκωσε τα μάτια του και όλην την διάνοιάν του προς τον ουρανόν και είπε. «Κύ­ριε, εισάκουσον της προσευχής μου και η κραυγή μου προς σε ελθέτω. Μη αποστρέψης το πρόσωπόν σου απ' εμού. Εν η αν ημέρα επικαλέσωμαί σε, ταχύ επάκουσόν με. Δείξον Δέσποτα εις αυτούς που δεν σε γνωρίζουν, ότι συ είσαι ο μόνος Θεός ο αληθής και ο παντοδύναμος». Έτσι είπε και αφού έπιασε τα χέρια του παραλύτου είπε: «Εν ονόμα­τι του Χριστού, ο οποίος ανορθώνει τους καταπλη­γωμένους και κτυπημένους, σήκω και περιπάτει». Τότε αμέσως ο λόγος έγινεν έργον. Και ο ασθενής εσηκώθη και περιεπάτησε με μεγάλην προθυμίαν και αγαλλίασιν. Όταν είδαν οι ειδωλολάτραι το θαύμα αυτό εξεπλάγησαν, και πολλοί ηρνήθησαν τα είδωλα, και επίστευσαν εις τον αληθινόν Θεόν. 

Οι βδελυροί όμως ιερείς εξηκολούθησαν να παρα­μένουν άπιστοι. Και αφού προσήλθαν εις τον βασι­λέα του είπαν. «Σε ορκίζομεν εις τους αθανάτους θεούς μας να μην αφήσης πλέον τον Παντολέοντα να ζήση ούτε μίαν ώραν, διότι θα εξαφάνιση την θρησκείαν μας και οι χριστιανοί θα γίνουν ισχυ­ροί και θα στραφούν εναντίον μας. «Ο βασιλεύς όταν τους ήκουσε, εκάλεσε πάλιν τον άγιον και εδοκίμασε να τον παραπλάνηση με κολακευτικά λό­για, μήπως τον πείση και συμφωνήση μαζί του. Αφού τίποτα όμως δεν κατόρθωσε ούτε με τας κο­λακείας ούτε με τας απειλάς να τον πείση, ήρχισε να τον τιμωρή με διάφορα βασανιστικά μέσα. Κατ' αρχήν τον εκρέμασαν εις ένα ξύλον και τον εξέσχισαν με σιδερένια νύχια. Έπειτα κατέκαυσαν τας πλευράς του, και τα υπόλοιπα ευαίσθητα μέλη του.



Αλλ' ενώ το σώμα του αγίου και Μάρτυρος με αυτούς τους τρόπους ετιμωρείτο, ο νους του ήτο εστραμμένος προς εκείνον που ημπορούσε να του παράσχη βοήθειαν. Τα μάτια του ήσαν γυρι­σμένα προς τον ουρανόν και με θερμήν πίστιν προσηύχετο εις τον Κύριον νοερώς. Και ο Κύριος εισήκουσε την προσευχήν του, και έφθασε κατ' εκείνην την στιγμήν μπροστά του με την μορφήν του Ερμολάου και του είπε, καθώς είναι πατήρ γνή­σιος και φιλόστοργος: «Μη φοβήσαι, διότι εγώ εί­μαι μαζί σου, βοηθός σου, εις όσα θα υποφέρης δι' εμέ». Και αμέσως τα χέρια των στρατιωτών παρέ­λυσαν, αι λαμπάδες εσβήσθησαν, και αι πληγαί του αγίου εθεραπεύθησαν. 


Ο βασιλεύς εντροπιάσθη μόλις είδε τα όσα συνέβησαν και αφού διέταξε να τον κατεβάσουν από το ξύλον είπε προς τον άγιον: «Με ποίαν τέχνην και μαγείαν έκανες τα χέρια των στρατιωτών να παραλύσουν και τας λα­μπάδας να σβήσουν;» Και απεκρίθη: «Η τέχνη και η μαγεία μου είναι ο Χριστός που αγαπώ και ο οποίος ευρίσκεται πλησίον μου και τελεί τα θαύ­ματα». Ο Μαξιμιανός τότε του είπε: «Αλλ' εάν σε βάλω σε χειρότερα και σκληρότερα βασανιστήρια τί θα γίνης;» Και ο Άγιος απήντησε: «Τότε θα λάβω και εγώ μεγαλυτέραν βοήθειαν από τον Χριστόν μου».
Διέταξε λοιπόν ο Μαξιμιανός και εγέμισαν με μολύβι ένα δοχείον μεγάλο και αφού το έβρα­σαν πολύ έβαλαν μέσα τον άγιον. Και πάλιν προσηύχετο και επεκαλείτο την βοήθειαν του Κυρίου λέγων. «Εισάκουσον ο Θεός της φωνής μου. Εν τω δέεσθαί με προς σε από φόβου εχθρού εξελού την ψυχήν μου» και εσυνέχιζε τον ψαλμόν.



Και πάλιν παρουσιάσθη ο Κύριος με την μορφήν του Ερμολάου και εισήλθε εις το μεγάλο δο­χείον και αμέσως η φωτιά που το έβραζε έσβησε και ο μόλυβδος εκρύωσε. Ο Άγιος συνέχισε να ψάλλη το «Εγώ προς Θεόν εκέκραξα και εισήκουσέ μου».
Όσοι ευρέθησαν εκεί εξεπλάγησαν και από­ρησαν δια το παράξενον γεγονός.
Ο βασιλεύς πωρωμένος και αναίσθητος καθώς ήτο, δεν αντελήφθη ότι τα θαύματα αυτά ετελούντο από τον ισχυρόν και αληθινόν Θεόν. Αλλά τα εθεωρούσε ως μαντικάς επιτυχίας. Εσυλλογίζετο λοιπόν με ποίον άλλο βασανιστήριον θα ημπορού­σε να καταβάλη τον αήττητον Μάρτυρα. Αφού μά­λιστα συνεβουλεύθη τους άρχοντάς του, διέταξε να δέσουν εις τον λαιμόν του αγίου ένα μεγάλο λίθον και να τον ρίψουν εις την θάλασσαν. Οι στρατιώται έτρεξαν να εκτελέσουν την διαταγήν. Και ο Θεός πάλιν εφρόντισε να διαφύλαξη και βοηθήση τον δούλον Του που εκινδύνευε χάριν Αυτού. Μόλις τον έρριψαν εις την θάλασσαν επενέβη ο Χριστός καθώς φαίνεται και έκαμε την βαρειάν εκείνην πέτρα που είχε εις τον λαιμόν του ελαφροτέραν και από το φύλλον του δένδρου και έπλεε εις την θάλασσαν. Ο Άγιος περιεπάτησε επάνω εις το νερό της θαλάσσης, όπως άλλοτε ο πρωτό­θρονος Πέτρος, και εβγήκε εις τον αιγιαλόν σώος και αβλαβής. Ο βασιλεύς όταν τον είδεν εις την ξηράν εθαύμασε και του είπε: «Τί είναι αυτό που βλέπω, Παντολέον; Εξουσιάζεις δια της μαγείας σου και την θάλασσαν;» Και ό άγιος απεκρίθη: «Η διαταγή Εκείνου που την εξουσιάζει έκανε αυ­τό που βλέπεις. Πρέπει να ξέρης ότι η γη, η θάλασ­σα και όλα τα δημιουργήματα υπακούουν και υ­ποτάσσονται εις τον Θεόν περισσότερον απ' ό,τι υ­πακούσουν εις σε οι υπηρέται σου».


Η σκληρή και πωρωμένη καρδιά του βασι­λέως δεν άλλαξε καθόλου. Παρ' όλον ότι είδε τό­σα και τόσα θαύματα ο ασυνείδητος, διέταξε να συγκεντρώσουν όλα τα άγρια θηρία της γης. Έ­πειτα θέλων να δείξη ότι λυπάται δήθεν τον άγιον, και δια να τον φοβίση του είπε: «Βλέπεις αυ­τά τα θηρία; Δια τον χαμόν σου τα έφεραν. Λυπή­σου λοιπόν τον εαυτόν σου. Εγώ λυπάμαι την νεό­τητα και ωραιότητά σου, μάρτυρές μου οι θεοί. Σε συμβουλεύω όπως ο πατέρας, να προτίμησης ως λογικός το συμφέρον σου, δια να μην αποθάνης πρόωρα με τέτοιον πικρόν θάνατον και να στερηθής την γλυκυτάτην και τόσον ποθητήν ζωήν».


Ο άγιος απεκρίθη τότε: «Εάν δεν σε υπήκουσα προηγουμένως, πώς ελπίζεις να σε ακούσω τώ­ρα που είδα τόσην βοήθειαν από τον Θεόν μου; Ούτε καν να το σκεφθής λοιπόν ότι θα κάμω ποτέ θυσίαν εις τους δαίμονας. Διατί με απειλείς με τα θηρία σου; Εκείνος που παρέλυσε τα χέρια των στρατιωτών σου, και επάγωσε τον βραστόν μόλυβδον και εξήρανεν την θάλασσαν, θα κάμη και τα φοβερά σου θηρία ημερώτερα από τα πρόβα­τα».


Ο άγιος δεν επείσθη από τον βασιλέα να προσκυνήση τα είδωλα και προτίμησε να ριφθή εις τα άγρια θηρία. Ο βασιλεύς όμως επέμενε και μάλι­στα του έδωσε προθεσμίαν τρεις ημέρας δια να σκεφθή και να θυσιάση εις τα είδωλα. Διαφορετικά θα εκτελείτο η διαταγή του και ο άγιος θα ερρίπτετο εις τα θηρία, δια να τον κατασπαράξουν. Το γεγονός αυτό διεδόθη εις ολόκληρον την πόλιν. Όλοι έτρεξαν δια να ιδούν τον ωραιότατον και ευγενή νέον που προετίμησε να ριφθή εις τα θηρία παρά να θυσιάση εις τα αναίσθητα είδωλα.


Συνεκεντρώθη λοιπόν μεγάλο πλήθος εις το θέατρον και ο βασιλεύς εκάθισε εις υψηλήν εξέδραν. Έδωσε την διαταγήν, και αμέσως οι υπηρέται έ­συραν τον άγιον δια να τον ρίξουν εις τα άγρια θηρία. Ο άγιος με τόλμην και θάρρος επροχώρησε, επειδή είχε προστάτην και βοηθόν τον Χριστόν.


Οι υπηρέται έρριξαν τον άγιον εις τον τόπον που τους ώρισαν, και απελευθέρωσαν όλα τα θη­ρία. Όλοι επερίμεναν να ίδουν τον Παντολέοντα να κατασπαράσσεται και να καταβροχθίζεται από τα πεινασμένα και άγρια θηρία. Η κακία των ανθρώ­πων εκείνων είχε ξεπεράσει και την αγνωσίαν των αλόγων ζώων, διότι δεν επροσκυνούσαν τον αληθινόν Θεόν και ετιμωρούσαν, όσους επίστευαν εις Αυ­τόν, με αγριότητες και ωμότητες. Και ο Θεός που μετατρέπει τα πάντα όπως θέλει, οικονόμησε και εδώ ούτως ώστε να φάνουν τα θηρία ήρεμα, και να γίνουν όπως τα λογικά όντα, και μιμηθούν την ημερότητα των ανθρώπων και να γίνουν ακόμη φανεροί μάρτυρες της κακίας των ανθρώπων και της αγαθότητος του θεού.

Τα θηρία επλησίασαν τον άγιον ωσάν λογικά δημιουργήματα με πολλήν ευλάβειαν, εκινούσαν την ουράν των και έγλειφαν τα πόδια του, συναγω­νιζόμενα ποίον θα επήγαινε μπροστά του να τον κολακεύση και να τον προσκύνηση. Και το κάθε θηρίον δεν έφευγε από κοντά του εάν δεν άπλωνε το χέρι του δια να το ευλόγηση.

Το πλήθος σαν είδε αυτό το θαύμα εξεπλάγη. Όλοι μ' ένα στόμα εφώναζαν «Μέγας και αψευδής ο Θεός των Χριστιανών, και ας αφεθή ο δίκαιος».


Όταν ο ασύνετος βασιλεύς είδε ότι τα θηρία ηρνήθησαν να εκτελέσουν την προσταγήν του ωργίσθη τόσον πολύ, ώστε διέταξε να τα σκοτώσουν. Επί πολλάς ημέρας εκοίτοντο σκοτωμένα, χωρίς να πλησίαση κανένα πτηνόν από τα σαρκοφάγα δια να τα φάνε. Και αυτό συνέβαινε από τον Θεόν εις ένδειξιν τιμής προς τον Άγιον, δια να επιστρέψουν και άλλοι εις την ευσέβειαν. Κατόπιν ο βασιλεύς έ­στειλε ανθρώπους και τα έθαψαν. Ύστερα διέταξε να κατασκευασθή ένας τροχός και αφού τον τοπο­θετήσουν εις χώρον υψηλόν να δέσουν τον άγιον και μετά να κυλήσουν τον τροχόν προς τον κατήφορον, δια να λειώση τον Μάρτυρα. Αυτό βέβαια το εισηγήθησαν εις τον βασιλέα μερικοί τεχνίται εφευρέται της κακίας και ειδικοί εις το να βλάπτουν τους άλ­λους.


Αλλ' ο φιλάνθρωπος Κύριος προστάτης των πι­στών δούλων Του, επενέβη πάλιν εις την κατάλληλον στιγμήν, κατά την οποίαν θα άφηναν τον φοβερόν εκείνον τροχόν να κυλήση μαζί με τον Μάρτυρα που ήτο δεμένος εις αυτόν. Το φρικτό θέαμα έτρε­ξαν να το ίδουν όλοι οι κάτοικοι της πόλεως.


Άφησαν λοιπόν τον τροχόν να κυλήση οι υ­πεύθυνοι. Τότε προς έκπληξιν όλων, τα δεσμά ελύθησαν και ο τροχός έφυγε μόνος του και επλήγωσε και εθανάτωσε πολλούς από τους απίστους. Ο Άγιος έστεκε σώος δοξάζων και ευλογών τον Θεόν. Ο βασιλεύς που εξεπλάγη βλέπων τα όσα συνέ­βησαν εκάλεσε τον Παντολέοντα και του είπε: «Έ­ως πότε θα κάνης τέτοια υπερφυσικά πράγματα και άλλους μεν ανθρώπους της βασιλείας μου να θανατώνης και άλλους να τους κάνης εχθρούς των θεών και της βασιλείας μου; Ειπέ μας από πού εδιδάχθης τον Χριστιανισμόν;» Και ο άγιος ωμολόγησε την αλήθειαν και έφανέρωσε τον άγιον Ερμόλαον, επειδή εκρινεν ότι ένας τέτοιος θησαυρός δεν έπρεπε να μείνη κρυμμένος, αλλά έπρεπε να φανερωθή, δια να ωφελήση πολλούς.



Έδωσε διαταγήν ο Μαξιμιανός να τους δείξη ο Παντολέων τον τόπον όπου διέμενε ο Ερμόλαος. Και ο άγιος υπήκουσε μετά χαράς, επειδή εγνώριζεν ότι ο Ερμόλαος θα έφερνε με το μέρος του και άλλους εις την ευσέβειαν. Ήξερε πολύ καλά ότι ο άγιος Ερμόλαος διέθετε ωραίον λόγον και σύνεσιν και ήτο ικανός να ελκύση και να διδάξη τους βαρβάρους, όπως πιστεύσουν εις τον αληθινόν Θεόν.


Συνοδευόμενος λοιπόν ο άγιος Παντολέων από τρεις στρατιώτας που τον εφρουρούσαν, έφθασε εις την οικίαν όπου εκρύπτετο ο Ερμόλαος. Εκτύπησε την θύραν, και εβγήκεν έξω ο άγιος Ερμόλαος, ο οποίος είπε εις τον Παντολέοντα. «Πώς ήλθες μέχρις εδώ τέκνον μου;» Και εκείνος απήντησε: «Σε καλεί ο βασιλεύς, Κύριέ μου, και θέλει να πας προς αυτόν». Και ο Ερμόλαος πάλιν είπε: «Εγώ το ξέ­ρω, ότι επλησίασεν η ώρα μου ν' αποθάνω, δια το όνομα του Χριστού μου, επειδή μου το εφανέρωσε και μου το απεκάλυψε με όραμα που είδα αυτήν την νύκτα».


Οι στρατιώται συνέλαβαν τον Ερμόλαον και άλλους δύο χριστιανούς που ευρίσκοντο μαζί του. Όταν ωδηγήθη ενώπιον του βασιλέως και ηρωτήθη πώς ωνομάζετο και εάν είχε μαζί του και άλλους χριστιανούς, ο άγιος Ερμόλαος απήντησε, με την αλήθειαν που τον διέκρινε, ως εξής: «Το όνομά μου είναι Ερμόλαος. Έχω μαζί μου και άλλους δυο χριστιανούς τον Ερμοκράτην και τον Έρμιππον». Τότε διέταξε να τους οδηγήσουν και αυτούς ενώ­πιόν του. Αφού παρουσιάσθησαν τους ηρώτησε: «Εσείς είσθε που παρεπλανήσατε τον Παντολέοντα και ηρνήθη τους θεούς;» Και εκείνοι γεμάτοι τόλμην και θάρρος απήντησαν: Ο Χριστός καλεί κον­τά Του τους αξίους». Ο βασιλεύς τότε τους είπε: «Να αφήσετε τους ανόητους και ανωφελείς λόγους σας κατά μέρος, και να με ακούσετε. Συμβουλεύσα­τε τον Παντολέοντα να θυσιάση εις τους αθανά­τους θεούς, εάν θέλετε βέβαια να σας έχω φίλους, και υπόσχομαι να σας δώσω αμέτρητα δώρα και αξιώματα». Και εκείνοι απήντησαν. «Μη γένοιτο να συμβουλεύσωμεν κάποιον να χάση την ψυχήν του. Όλοι εμείς οι Χριστιανοί έχομεν μίαν ασάλευτον γνώμην. Και καλύτερον ν' αποθάνωμεν με χίλιους θανάτους και με διάφορα βασανιστήρια, παρά να προσκυνήσουμε τα κωφά και αναίσθητα είδωλα». Και όταν ετελείωσαν τα λόγια των αυτά έστρεψαν τα μάτια προς τον ουρανόν και προσηυχήθησαν εις τον Κύριον να τους προστατεύση από τας παγίδας του δαίμονος. Ο Κύριος εισήκουσε την προσευχήν των, και τους εφανερώθη και τους ενδυνάμωσε. Α­μέσως έγινε μεγάλος σεισμός εις εκείνον τον τόπον. Ο δε Μαξιμιανός έχων ταραγμένον νουν είπε: «Βλέπετε οι θεοί ωργίσθησαν εξ αιτίας σας και έ­καμαν σεισμόν». Και του απεκρίθη ο άγιος Ερμόλαος. «Αλλ' εάν συμβή να πέσουν κάτω οι θεοί σου τι θα είπης;» Προτού τελείωση τον λόγον του, έφθα-σεν ένας υπηρέτης του παλατιού και είπεν εις τον βασιλέα: «Μεγαλειότατε, ήλθα να σου αναφέρω ότι οι θεοί έπεσαν κάτω και συνετρίβησαν». Οι τρεις Χριστιανοί εγέλασαν και εχλεύασαν τους φοβερούς θεούς που έσεισαν την γην και μετά συνετρίβησαν! Ο ασεβής τύραννος έγινε περισσότερον σκοτεινός όπως εκείνοι που τους πονούν τα μάτια και δεν η­μπορούν να ίδουν τον ήλιον.


Ετιμώρησε τους τρεις μάρτυρες με διάφορα βασανιστήρια. Αφού διεπίστωσεν ότι δεν επρόκειτο να τους πείση και να υποχωρήσουν, έδωσε εντολήν και τους απεκεφάλισαν. Τα λείψανά των τα επήραν Χριστιανοί μυστικά, και τα έθαψαν με πολλήν τιμήν και ευλάβειαν.


Τον Παντολέοντα τον ωδήγησαν και πάλιν, κα­τόπιν διαταγής, εις τον βασιλέα. Όταν παρουσιάσθη, ο βασιλεύς του είπε: «Μάθε ότι ο διδάσκαλός σου Ερμόλαος και η συνοδεία του αντελήφθησαν το συμφέρον των και εθυσίασαν εις τους θεούς. Και εγώ ως ανταμοιβήν των τους ετίμησα όπως έπρεπε και τους έκανα πρώτους εις το παλάτι.
Εάν τους μιμηθής και εσύ, θα διαπίστωσης πό­σον πάλιν τιμώ και επιβραβεύω εκείνους που υπα­κούουν. Ει δ' άλλως αν επιμένης να μην θυσιάσης εις τα είδωλα, θα εξακρίβωσης πόσο σκληρά τιμω­ρώ τους παρηκόους και τους υπερόπτας. Λοιπόν εάν παρακούσης δεν θα γλυτώσης από τα χέρια μου, και μάλιστα εντός της σήμερον θα θανατωθής με φοβερόν θάνατον. Ο Μάρτυς του Χριστού, μόλις ετελείωσε ο βασιλεύς τους λόγους του αυτούς, φω­τισθείς υπό του Αγίου Πνεύματος αντελήφθη την δολιότητα και πανουργίαν του βασιλέως και τον ηρώτησε πού ευρίσκοντο οι τρεις που εθυσίασαν εις τα είδωλα! Και ο μιαρός βασιλεύς είπε προς τον Παντολέοντα. «Δεν είναι εδώ τώρα. Τους έστειλα δια κάποιαν υπηρεσίαν εις την πόλιν». Και ο Άγι­ος τότε του είπεν. «Αν και είσαι φίλος του ψεύδους, τώρα είπες την αλήθειαν, διότι τώρα αυτοί ευρί­σκονται εις τους ουρανούς, εις την πόλιν της άνω Ιερουσαλήμ και χαίρονται».


Όταν λοιπόν είδε ο ανόητος βασιλεύς ότι δεν ημπορούσε να πείση τον Παντολέοντα ούτε με κολα­κείας ούτε με δωρεάς, ούτε με απειλάς ούτε με άλλας τιμωρίας, διέταξε, επειδή έγινε έξω φρενών, να δείρουν τον άγιον δια να ικανοποιηθή η μοχθηρία του και ο θυμός του. Εν συνεχεία εξέδωσε απόφασιν να τον αποκεφαλίσουν και το λείψανόν του να το ρίξουν εις την φωτιάν να το κάψουν.



Το τέλος του αγίου.


Οι στρατιώται οδήγησαν τον άγιον εις τον τό­πον της εκτελέσεως. Καθ' οδόν επειδή εγνώριζε ότι επρόκειτο να ησυχάση από την ταλαιπωρίαν και την θλίψιν, έψαλλε χαίρων. «Πλεονάκις επολέμησάν με εκ νεότητός μου. Και γαρ ουκ ηδυνήθησάν μοι» και εσυνέχισε τον ψαλμόν αυτόν. Και πάλιν συνέβη ένα μεγάλο θαύμα. Ενώ έδεσαν τον άγιον εις μίαν ελαίαν και ο δήμιος κατέβασε το ξίφος να τον απο­κεφάλιση ω του θαύματος! η κόψις του ξίφους εγύρισε και ελύγισε όπως το κερί. Οι στρατιώται ετρόμαξαν πολύ από το γεγονός αυτό και έπεσαν εις την γην λέγοντες: «Πιστεύομεν ότι ο Χριστός είναι ο αληθινός Θεός και σε παρακαλούμεν να μην μας εναντιωθής. Συγχώρησέ μας και κάνε δέησιν προς τον Θεόν δια να δεχθή την μετάνοιάν μας».
Ο Άγιος τότε τους ήκουσε και προσηυχήθη θερμώς εις τον Κύριον και δι' αυτούς. Αμέσως μετά την προσευχήν ηκούσθη φωνή από τον ουρανόν, η οποία έλεγε: «Εισηκούσθη ήδη η προσευχή σου και όλα όσα εζήτησες θα γίνουν. Από τώρα δεν θα ονομάζεσαι Παντολέων αλλά Παντελεήμων, διότι όσοι θα επικαλούνται τ' όνομά σου δια των πρεσβει­ών σου θα ευρίσκουν ευσπλαγχνίαν και έλεος». Μό­λις ήκουσε την φωνήν ο άγιος αντελήφθη ποίων χα­ρισμάτων ηξιώθη και ετιμήθη παρά του Κυρίου.
Τότε ενεθάρρυνε τους στρατιώτας να μην φοβη­θούν και να εκτελέσουν την διαταγήν. Εκείνοι πά­λιν δεν ετολμούσαν, επειδή εξηκρίβωσαν την δύναμιν του Χριστού. Ο άγιος Παντελεήμων τους εξηνάγκασε να εκτελέσουν την απόφασιν του τυράννου. Εκείνοι, επειδή δεν ήθελαν να παρακούσουν τον Άγιον, αφού τον κατεφίλησαν, και έδειξαν την αγάπην και την ευλάβειάν των, του έκοψαν την τιμίαν κεφαλήν την 27ην Ιουλίου του έτους 304.


Ο Θεός επειδή ήθελε να δοξάση τον άγιον Παντελεήμονα, έκανε και άλλα πολλά θαύματα. Το δένδρον της ελαίας εις το οποίον «εδέθη ο άγιος ήτο ξηρόν. Αμέσως όμως εβλάστησε και εκαρποφόρησε. Ο βασιλεύς μάλιστα σαν έμαθε αυτό το γε­γονός διέταξε να κόψουν την ελαίαν.
Διέταξε ωσαύ­τως να κατακαύσουν το σώμα του Αγίου.

Οι στρατιώται όμως εμιμήθησαν τους Μάγους που δεν επέστρεψαν εις τον Ηρώδην. Αυτοί λοιπόν διέφυγαν και διεκήρυτταν παντού τον Χριστόν και όλα τα θαύματα του Θεού.
Το δε λείψανον του Αγίου μερικοί Χριστιανοί το επήραν και μ' ευλάβειαν το έθαψαν με μύρα και θυμιάματα εις ένα τόπον έξω της πόλεως που ωνομάζετο του Σχολαστικού Αδαμαντίνου.
Αυτό είναι το μαρτύριον του ιαματικού Παντε­λεήμονος. Η μνήμη του εορτάζεται την 27ην Ιου­λίου.



ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ Ήχος γ'

Αθλοφόρε άγιε, και ιαματικέ Παντελεήμον, πρέσβευε τω ελεήμονι Θεώ, ίνα πταισμάτων άφεσιν, παράσχη ταις ψυχαίς ημών.



Έτερον. Ήχος γ'. Θείας Πίστεως.
Θείων τρόπων σου, τη επιστήμη, νέμεις άμισθον, την θεραπείαν, των ψυχών και των σωμάτων εν Πνεύματι. όθεν ημάς πάσης νόσου απάλλαξον, Παντελεήμον ελέους θησαύρισμα. Μάρτυς ένδοξε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.


ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ. Ήχος πλ. α'. Αυτόμελον.


Μιμητής υπάρχων του ελεήμονος και ιαμάτων την χάριν παρ' αυτού κομισάμενος, αθλοφόρε και μάρτυς Χριστού του Θεού, ταις ευχαίς σου τας ψυχικάς ημών νόσους θεράπευσον, απελαύνων του αεί πολεμίου τα σκάνδαλα, εκ των βοώντων απαύστως. σώσον ημάς Κύριε.


ΕΚΔΟΣΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ «Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΑΡΝΑΒΑΣ»

ΠΗΓΗ: www.impantokratoros.gr

Πέμπτη 8 Αυγούστου 2013

Ο Αόρατος πόλεμος - ΟΣΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ-ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θ'


Πως πρέπει να φυλάµε το νου µας από την πολυπραγµοσύνη και
την περιέργεια.
Καθώς είναι ανάγκη να φυλάµε το νου µας από την αγνωσία, όπως
είπαµε πρίν, έτσι παροµοίως είναι ανάγκη να τον φυλάµε ακόµη και
από την πολυπραγµοσύνη, την αντίθετη της αγνωσίας. Γιατί, αφού τον
γεµίσουµε από πολλούς λογισµούς µάταιους και άτακτους και
βλαπτικούς, τον κάνουµε αδύνατο και δεν µπορεί να καταλάβη εκείνο
που ταιριάζει στην αληθινή απονέκρωσί µας και τελειότητα. Γι’ αυτό,
πρέπει να είσαι σάν πεθαµένος εντελώς, σε κάθε έρευνα των επιγείων
πραγµάτων, το οποία, αν και µπορεί να επιτρέπωνται, δεν είναι όµως και
αναγκαία. Και µαζεύοντας πάντα το νου σου, όσο µπορείς µέσα στον
εαυτό σου, κάνε το αµαθή από τα πράγµατα όλου του κόσµου τα
πράγµατα.
Τα µηνύµατα, οι καινούργιες ειδήσεις και όλες οι µεταβολές και
οι αλλοιώσεις, µικρές και µεγάλες του κόσµου και των βασιλείων,
ας είναι για σένα τέτοιου είδους, σάν να µην υπάρχουν καθόλου.
15
Αλλα και αν σου προσφέρωνται από τους άλλους, εναντιώσου σε
αυτά, αποµάκρυνε τα από την καρδιά και τη φαντασία σου. Ας είσαι
δε προσεκτικός εραστής στο να καταλάβης τα πνευµατικά και τα
ουράνια, µη θέλοντας να γνωρίζης άλλο µάθηµα στον κόσµο, παρά
τον Εσταυρωµένο και τη ζωή του και τον θάνατο και το τι ζητάει
αυτός από σένα· και βέβαια θα ευχαριστήσης πολύ τον Θεόν, ο
οποίος έχει για εκλεκτούς και αγαπηµένους του εκείνους που τον
αγαπούν και φροντίζουν να κάνουν το θέληµα του.
Επειδή, κάθε άλλο ζήτηµα και έρευνα, είναι εγωισµός και
υπερηφάνεια, δεσµά και παγίδες του διαβόλου, ο οποίος σαν
πανούργος, βλέποντας οτι η θέλησις εκείνων που προσέχουν στην
πνευµατική ζωή είναι δυνατή και ισχυρή, γυρεύει να νικήση το νου
τους µε τέτοιες περιέργειες, για να κυριεύση µε αυτόν τον τρόπο και
το ένα και το άλλο. Οποτε, συνηθίζει πολλές φορές να τους δίνη
σκέψεις δήθεν υψηλές, λεπτές και περίεργες και µάλιστα στους
εύστροφους στό νου και σε εκείνους που είναι εύκολοι να
υψηλοφρονήσουν.
Γιατί αυτοί αιχµαλωτισµένοι από την ηδονή και τη συνοµιλία
εκείνων των υψηλών σκέψεων, στις οποίες νοµίζουν ψεύτικα οτι
απολαµβάνουν τον Θεό, ξεχνούν να καθαρίσουν την καρδιά τους και
να προσέχουν στην ταπεινή γνώσι του εαυτού τους και στην αληθινή
απονέκρωσι· και έτσι αφού δεθούν µε το δεσµό της υπερηφάνειας,
γίνονται είδωλο του ιδίου του νου τους· και στη συνέχεια, λίγο λίγο,
χωρίς να το καταλάβουν, φθάνουν να λογαριάσουν, ότι δεν έχουν
ανάγκη πλέον από την συµβουλή και τη νουθεσία των άλλων, επειδή
συνήθισαν να προστρέχουν σε κάθε τους ανάγκη στό είδωλο της
δικής τους κρίσεως· πράγµα, που είναι πολύ επικίνδυνο και δύσκολο
να ιατρευθή· διότι η υπερηφάνεια του νου είναι πλέον περισσότερο
επικίνδυνη απο εκείνη της θελήσεως.
Επειδή, η µεν υπερηφάνεια της θελήσεως, όντας φανερή στό νού,
εύκολα θα µπορή καµιά φορά να ιατρευθή, υποτασσόµενη σ’ εκείνο
που πρέπει. Ο νους όµως όταν έχη σταθερή γνώµη ότι η κρίσις του
είναι καλύτερη από των άλλων, από ποιόν θα θα µπορή να
ιατρευθή και πως να υποταχθή στην κρίσι των άλλων, εκείνος που
δεν την έχει τόσον καλή σάν την δική του; Αν ο οφθαλµός της ψυχής,
ο οποίος είναι ο νους, µε τον οποίο ο άνθρωπος µπορεί να γνωρίση
και να καθαρίση την υπερηφάνεια της θελήσεως, είναι ο ίδιος
ασθενής, τυφλός και γεµάτος από υπερηφάνεια, ποιός έπειτα µπορεί
να τον γιατρέψει; και αν το φως είναι σκοτάδι και ο κανόνας είναι
λάθος, πως θέλει να φωτίση ή να διορθώση τα άλλα; Γι’ αυτό πρέπει να
αντισταθής το γρηγορώτερο σε αυτή την επικίνδυνη υπερηφάνεια του
µυαλού, προτού να διαπεράση µέσα στο νου των κοκκάλων σου και
αντιστεκόµενος, βάλε χαλινάρι στην οξύτητα του νου σου και υπόβαλε
τη δική σου γνώµη στη γνώµη των άλλων και γίνε ανόητος γιά την
αγάπη του Θεού και θα είσαι σοφώτερος απο τον Σολοµώντα· «Όποιος
νοµίζει ότι είναι σοφός µε τα µέτρα αυτού εδώ του αιώνα, ας γίνη
µωρός, για να γίνη πραγµατικά σοφός» (Α΄ Κορινθ. 3,10).

                           --------------------------------------------


15 Για αυτό και ο µέγας Βασίλειος προστάζει, να είναι σε µας, σαν µιά πικρή γεύσι όλα τα
κοσµικά διηγήµατα· «ητω σοι πικρά γεύσις, η των κοσµικών διηγηµάτων ακρόαση, κηρία δε
µέλιτος, τα των οσίων ανδρών διηγήµατα» (Λόγ. ασκητικ. περί άποταγ.)" και ο προφήτης
∆αβίδ, λέει· «∆ιηγήσαντό µοι παράνοµοι αδολεσχίας, αλλ’ ούχ ως ο νόµος σου Κύριε» (Ψαλµ.
ριη' 85).

Τετάρτη 7 Αυγούστου 2013

Ἡ Ἁγία Παρασκευή ἡ Ὁσιοπαρθενομάρτυς (26 Ἰουλίου)



Καταγωγή, γέννηση και ανατροφή

Κατά το α΄ μισό του 2ου μ.Χ. αιώνα στην αρχαία κοσμοκράτειρα Ρώμη, ζούσε και το γεμάτο χριστιανική ευσέβεια ζεύγος του Αγάθωνα και της Πολιτείας. Αν και πλούσιοι δεν ζούσαν
όπως οι σύγχρονοι τους, με διασκεδάσεις και σπατάλες. Μέριμνα τους καθημερινή ήταν η ελεημοσύνη των φτωχών, η ανακούφιση των ασθενών, η υποστήριξη χηρών και ορφανών.
Ένιωθαν όμως και μια λύπη: Δεν είχαν αποκτήσει παιδιά! Γι’ αυτό και αδιάκοπα προσεύχονταν στον Κύριο να τους χαρίσει έστω και ένα παιδί. Και για να ενισχύσουν το αίτημα τους,
πολλαπλασίαζαν τις φιλανθρωπίες τους. Και, ώ του θαύματος η αρμονική και ευσεβής συζυγία τους, με τη χάρη του Θεού που εισακούει τις προσευχές των πιστών, απέκτησε τον
καρπό της. Η Πολιτεία έμεινε έγκυος και έφερε στον κόσμο ένα κοριτσάκι. το όποιο, επειδή γεννήθηκε την έκτη ημέρα της εβδομάδας, ονόμασαν Παρασκευή.
Η μητέρα της Πολιτεία την κατηύθυνε σε έργα θεάρεστα, την ανέτρεφε «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου», της μάθαινε τα ιερά γράμματα, την οδηγούσε στην εκκλησία. Όταν δε
έφθασε στην εφηβική και την πρώτη νεανική ηλικία, παρά τη σωματική ωραιότητα της, ελκύσθηκε η ψυχή της από τον παρθενικό βίο και, καθώς αναφέρουν οι βιογράφοι της
«όχι μόνον τους οφθαλμούς, οι όποιοι είναι οδός τον έρωτος, εφύλαττεν από θεωρίαν ανδρών», αλλά και καθετί που θα στεκόταν εμπόδιο στην κατά Χριστόν ζωή.


Θάνατος των γονέων, διανομή της περιουσίας

Όταν η Παρασκευή έφθασε στην ηλικία των 20 χρόνων, ο Κύριος της ζωής και του θανάτου κάλεσε κοντά του τους γονείς της. Εκείνη έμεινε μόνη και κάτοχος της μεγάλης πατρικής
περιουσίας. Όπως και πριν, πολλαπλασιάστηκαν οι προτάσεις γάμου εκ μέρους πολλών νέων αντρών. Η Παρασκευή όμως δεν συγκινήθηκε απ’ αυτές. Πούλησε όλη την περιουσία
της και μοίρασε το αντίτιμο της στους φτωχούς, τους εμπερίστατους, τις χήρες και τα ορφανά, ένα δε μέρος το πρόσφερε «εἰς κοινόν ταμεῖον παρθένων, αἵ ὁποῖαι ἔζων ὁμού,
ἀφιερωμέναι εἰς τά ἔργα τοῦ ἐλέους καί εἰς τήν διάδοσιν τοῦ Εὐαγγελίου».
Η ίδια αφιέρωσε ολοκληρωτικά τον εαυτό της στην προσευχή, την ελεημοσύνη, τη διάδοση των αληθειών της χριστιανικής πίστης. Πολλοί από τους ειδωλολάτρες που την άκουγαν
προσελκύονταν στην χριστιανική πίστη, απαρνούμενοι τα είδωλα.
Αυτό όμως, όπως ήταν φυσικό, προκάλεσε την οργή και το φθόνο των φανατικών εθνικών και των Ιουδαίων. Οι οποίοι έσπευσαν να καταγγείλουν το γεγονός στον αυτοκράτορα
Αντωνίνο, λέγοντας του ότι «κάποια γυναίκα, που λέγεται Παρασκευή, κηρύττει τον Ιησού, τον Υιό της Μαρίας» και υποστηρίζει πως «αυτός είναι μόνος Θεός αληθινός.

Ενώπιον του αυτοκράτορα

Ακούγοντας την καταγγελία αυτή ο Αντωνίνος θύμωσε πολύ να συλλάβουν την Παρασκευή. Ο Αντωνίνος προσπάθησε με κολακείες και υποσχέσεις να την πείσει ν’ αρνηθεί τη
χριστιανική πίστη και να προσέλθει στην εθνική θρησκεία της πολυθείας. Βρέθηκε όμως μπροστά σε μια ψυχή με ανδρείο φρόνημα και ακλόνητη πίστη στο Χριστό. Έβλεπε ότι δεν
επηρεάζεται από τα λόγια του. Αλλά στα κολακευτικά του λόγια απάντησε η Παρασκευή: «Μη νομίσεις, βασιλιά, ότι με τις κολακείες αυτές ή με παρόμοιους φοβερισμούς θα αρνηθώ
τον γλυκύτατο μου Ιησού Χριστό, διότι δεν υπάρχει κανένας βασανισμός, ούτε τιμωρία, ούτε παιδεμός, που να με χωρίσει από την αγάπη του».

Τα πρώτα μαρτύρια της Αγίας

Ακούγοντας αυτά ο αυτοκράτορας διέταξε τον βασανισμό της. Πύρωσαν μέσα σε δυνατή φωτιά μια σιδερένια περικεφαλαία. Όταν αυτή κοκκίνισε την τοποθέτησαν στο κεφάλι της
αθλήτριας του Χριστού. Ο Κύριος όμως έκανε το θαύμα του και την προστάτεψε.
Τότε πολλοί ειδωλολάτρες που είδα το θαύμα αυτό πίστεψαν στο Χριστό και ομολόγησαν την αλλαγή τους αυτή μπροστά στο αυτοκράτορα. Ο οποίος και εξαιρετικά θυμωμένος
διέταξε να τους αποκεφαλίσουν. Τη δε Παρασκευή να κλείσουν σε φυλακή.
Ο Συναξαριστής της αναφέρει ότι γύρω στα μεσάνυχτα εμφανίσθηκε μπροστά στην Αγία άγγελος Κυρίου. Κρατούσε στα χέρια του φωτεινό σταυρό, κάλαμο, σπόγγο και στεφάνι
και είπε προς αυτήν: «Χαῖρε, Παρασκευή, ἀθληφόρε τοῦ Κυρίου! Μή φοβᾶσαι τά βασανιστήρια τοῦ αὐτοκράτορα. Διότι ὁ Κύριος πού καταδέχθηκε νά σταυρωθεῖ γιά τή σωτηρία
τῶν ἀνθρώπων, θά εἶναι βοηθός καί θά σέ λυτρώσει ἀπό κάθε μελλοντική δοκιμασία σου». Αυτά της είπε ο άγγελος κι αφού την έλυσε από τα δεσμά πέταξε στους ουρανούς.
Η δε Παρασκευή, γεμάτη θάρρος και γαλήνη στην καρδιά της, συνέχισε να υμνεί και να δοξολογεί τον Κύριο και Θεό της.
Την επόμενη μέρα ο αυτοκράτορας δίνει εντολή να κρεμάσουν την Παρασκευή από τα μαλλιά της σ’ ένα όρθιο ξύλο και με λαμπάδες αναμμένες να καίνε τις μασχάλες και άλλα
μέλη του σώματος της. Όμως ο Ιησούς Χριστός τη διαφύλαξε σώα και αβλαβή. Εκείνη προσευχόταν, ενώ ελεεινολογούσε τους ψεύτικους θεούς των ειδωλολατρών.

Το θαύμα που την ανέδειξε προστάτιδα των ματιών

Βλέποντας αυτά διέταξε λοιπόν να βράσουν δυνατά σε ένα μεγάλο καζάνι λάδι και πίσσα και να ρίξουν μέσα την Παρασκευή. Και πάλι όμως η παντοδύναμη πρόνοια του Θεού την
λύτρωσε. Απορημένος ο αυτοκράτορας δεν πίστευε στα μάτια του. Πλησίασε λοιπόν στο καζάνι και απευθυνόμενος στην μάρτυρα του Χριστού της είπε: «Ράντισε με, με το λάδι
αυτό, για να διαπιστώσω αν πραγματικά είναι καυτό, όπως και η πίσσα. Γιατί νομίζω ότι βλέπω κάτι που μοιάζει με φαντασία, αφού δεν κατακαίεσαι».
Η αγία Παρασκευή συμμορφώθηκε. και με τη χούφτα της έριξε στο πρόσωπο του λάδι και πίσσα. Αμέσως ο βασιλιάς έχασε το φως των ματιών του. Πανικοβλημένος φώναξε
δυνατά: «Ἐλέησον μέ, δούλη τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, καί δός μοί τό φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου, καί πιστεύσω εἰς τόν Θεόν, ὄν σύ κηρύττεις». Πράγματι, η αγία Παρασκευή προσευχήθηκε
στο Σωτήρα Χριστό. Ο Αντωνίνος πίστεψε, ξαναβρήκε το χαμένο φως και μαζί μ’ αυτόν αρκετοί αξιωματούχοι της Ρώμης προσχώρησαν στη χριστιανική πίστη, όπως αναφέρει η
Παράδοση. Έκτοτε η μεν αγία Παρασκευή θεωρείται από τους χριστιανούς ως προστάτιδα των ματιών και των τυφλών, ο δε αυτοκράτορας διέταξε να πάψουν οι διωγμοί κατά των
χριστιανών και άφησε ελεύθερη την αθλήτρια του Χριστού.

Διαδίδει τη χριστιανική πίστη σε άλλες περιοχές

Ύστερα από το γεγονός τούτο η φλογερή Ιεραπόστολος Παρασκευή επεξέτεινε τη δράση της σε άλλες περιοχές, πέρα της Ρώμης. Στο μεταξύ είχε πεθάνει ο Αντωνίνος και στο
θρόνο της κοσμοκράτειρας Ρώμης ανέβηκε ο Μάρκος Αυρήλιος (161-180 μ.Χ.). Νέοι διωγμοί ξέσπασαν κατά των χριστιανών. Έτσι, όταν η Αγία μας βρέθηκε σε κάποια πόλη,
στην οποία διοικητής ήταν ο Ασκληπιός, συνελήφθη και οδηγήθηκε ενώπιον του για να δικαστεί, επειδή κήρυττε αντίθετη προς των ειδολολατρών πίστη.

Απαλλάσσει μια πόλη από το φοβερό δράκοντα

Ο Ασκληπιός έδωσε εντολή να μεταφέρουν την ομολογήτρια του Κυρίου μας Ιησού Χριστού στο μεγάλο και φοβερό δράκοντα που έμενε έξω από την πόλη και ήταν ο φόβος
και ο τρόμος των κατοίκων. Σ’ αυτόν έριχναν για τροφή τους καταδίκους και τους χριστιανούς.
Όταν η Αγία πλησίασε στο σημείο που έμενε ο δράκοντας, εκείνος βρυχήθηκε άγρια και έβγαλε από τα ρουθούνια του καπνό και φλόγες από το στόμα του, σα να ήθελε να την
καταπιεί. Εκείνη όμως του είπε αυστηρά: «Θηρίο πονηρό, ήρθε η ώρα του αφανισμού σου, γιατί πολλούς μέχρι τώρα κατασπάραξες χωρίς λόγο». Και μόλις έκανε το σημείο του
σταυρού και φύσηξε προς τον δράκοντα, ώ του παραδόξου θαύματος! Ο τρομερός εκείνος δράκοντας σφύριξε δυνατά στριφογύρισε γύρω από τον εαυτό του και άνοιξε στα δύο!
Το μέγα τούτο θαύμα συγκλόνισε τον Ασκληπιό, τους άλλους αξιωματούχους και το πλήθος που παρακολουθούσε τα γενόμενα. Και συνετέλεσε στο να πιστέψουν στο Θεό της
Αγίας Παρασκευής και αργότερα να βαπτισθούν.

Νέα μαρτύρια με εντολή του Ταρασίου

Η Αγία συνέχισε το έργο της και έφθασε σε άλλη περιοχή, διοικητής της οποίας ήταν ο Ταράσιος. Χωρίς να χάνει χρόνο άρχισε να μιλάει για τον Ιησού Χριστό και να προσελκύει
κοντά του τους καλοπροαίρετους εθνικούς. Σύντομα το νέο έφτασε στ’ αυτιά και του Ταρασίου έδωσε εντολή να την συλλάβουν. Ο οποίος διέταξε να γεμίσουν ένα μεγάλο χάλκινο
δοχείο με λάδι, πίσσα, και μόλυβδο. Να βάλουν από κάτω δυνατή φωτιά και όταν αρχίσει να κοχλάζει το μίγμα, να ρίξουν μέσα την αγία Παρασκευή. Πράγμα που έγινε αμέσως.
Αλλά ο Θεός έκανε και πάλι θαύμα μέγα, έστειλε τον άγγελο του και τη μεν φλόγα έσβησε τελείως, τα δε κοχλάζοντα τρία στοιχεία του μίγματος τα έκανε πιο κρύα από το νερό.
Κι ενώ αρκετοί από τους παρόντες ομολογούσαν πίστη στο Θεό της Αγίας, ο σκληρόκαρδος Ταράσιος έδωσε εντολή στους στρατιώτες του να συνεχίσουν με το βασανιστήριο
του τανύσματος. Την κάρφωσαν στο δάπεδο με τεντωμένα τα τέσσερα άκρα της και τοποθέτησαν επάνω στο στήθος της βαριά πλάκα!
Κι ενώ η οσιοπαρθενομάρτυς υπέμεινε και προσευχόταν, «φαίνεται προς αυτήν ο Χριστός», καθώς αναφέρει ο Συναξαριστής, δορυφορούμενος από πλήθος αγγέλων και
αρχαγγέλων και της είπε: «Χαῖρε, Παρασκευή, καλιπάρθενε. Μή δειλιάσεις στά βασανιστήρια, γιατί ἡ χάρη μου θά εἶναι μαζί σου, γιά νά σέ σώζει ἀπό κάθε πειρασμό. Δεῖξε
λίγη ὑπομονή ἀκόμη καί θά ἔρθεις στήν αἰώνια βασιλεία, κοντά μου». Και λέγοντας αυτά, θεράπευσε τις πληγές της και την απελευθέρωσε από τα δεσμά της.
Το επόμενο πρωί οδήγησαν και πάλι την Αγία ενώπιον του Ταρασίου. Έκπληκτος εκείνος, όταν την αντίκρυσε υγιή, απέδωσε την επούλωση των πληγών της στους θεούς των
Ρωμαίων και την κάλεσε να προσέλθει στο ναό τους, να τους προσκυνήσει και να λάβει μεγάλες δωρεές από τον ίδιο. Η Παρασκευή του απάντησε: «Δεν μου έδωσαν την υγεία οι
θεοί σου, οι ψεύτικοι και ανύπαρκτοι, αλλά ο Χριστός, ο μόνος αληθινός Θεός, στον όποιο πιστεύω και αυτόν λατρεύω». Έπειτα δέχθηκε να μεταβούν μαζί στο ναό των ειδώλων.
Τους ακολούθησαν πολλοί αξιωματούχοι και πλήθος εθνικών, νομίζοντας ότι η Παρασκευή θα πρόσφερε θυμίαμα στα είδωλα. Όμως διαψεύσθηκαν!

Πέφτουν και συντρίβονται τα είδωλα

Μόλις μπήκαν στο ναό η Αγία απευθυνόμενη προς το είδωλο του Απόλλωνα, έκανε το σημείο του σταυρού. Το δαιμόνιο που βρισκόταν μέσα στο άγαλμα, φώναξε δυνατά:
«Δεν είμαι εγώ θεός, ούτε και κανένας άλλος από μας. Μόνος αληθινός Θεός είναι αυτός που κηρύττει η Παρασκευή...». Και στη στιγμή όλα τα είδωλα , που βρίσκονταν στο ναό
κατέπεσαν και συντρίφτηκαν στο δάπεδο.
Αγανακτισμένοι οι ιερείς των ειδώλων όρμησαν κατά της Αγίας και σπρώχνοντας την, την έβγαλαν έξω από το ναό, ζητώντας από τον Ταράσιο να δώσει τέρμα στη ζωή της, για να
μη προξενηθεί μεγαλύτερο κακό στην εθνική θρησκεία. Πράγματι, ο Ταράσιος έβγαλε αμέσως διαταγή για τον αποκεφαλισμό της.

«Ξίφει τελειούται»

Οι στρατιώτες πήραν μαζί τους την καλλιπάρθενο αθλήτρια του Χριστού Παρασκευή και την οδήγησαν έξω από την πόλη για να την αποκεφαλίσουν. Εκείνη, όταν έφτασαν στο
καθορισμένο σημείο, ζήτησε να της επιτρέψουν να προσευχηθεί στον ουράνιο Νυμφίο της. Κι ενώ προσευχόταν παραδίδεται ότι ακούστηκε φωνή μυστηριώδης από τους ουρανούς
που έλεγε: «Άκουσα την προσευχή σου, Παρασκευή, και θα γίνει αυτό που ζήτησες».
Η οσιομάρτυς έσκυσε το κεφάλι της με πνευματική χαρά και αποκεφαλίστηκε από έναν στρατιώτη. Και η μεν ψυχή της ανήλθε στους ουρανούς, το δε τίμιο και αγιασμένο διά των
μαρτυρίων σώμα παρέλαβαν κάποιοι από τους χριστιανούς και το έθαψαν με τιμή και ευλάβεια ο Θεός όμως, βραβεύοντας την οσιομάρτυρα αγία Παρασκευή, έδωσε και γίνονταν
θαύματα σε πολλούς που προσέρχονταν στον τάφο της με πίστη και επικαλούνταν τη χάρη της.
Ταῖς αὐτῆς ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον καί σωσον ἠμᾶς!



Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α'.
Τὴν σπουδήν σου τῇ κλήσει κατάλληλον, ἐργασαμένη φερώνυμε, τὴν ὁμώνυμόν σου πίστιν εἰς κατοικίαν κεκλήρωσαι, Παρασκευὴ ἀθλοφόρε· ὅθεν προχέεις ἰάματα, καὶ πρεσβεύεις ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.







Τρίτη 6 Αυγούστου 2013

Ἡ Ἁγία Χριστίνα ἡ μεγαλομάρτυς (24 Ἰουλίου)



Η Αγία μεγαλομάρτυς Χριστίνα, καταγόταν από την Τύρο της Συρίας και ήταν κόρη του στρατηγού Ουρβανού (περί το 200 μ.Χ.).

Ο πατέρας της, της έχτισε έναν πύργο και την έβαλε μέσα σ' αυτόν. Μάλιστα κατασκεύασε αγάλματα των ειδώλων και την διέταξε να θυσιάσει σ' αυτά. Εκείνη όμως τα έκανε όλα κομμάτια. Για αυτές της τις πράξεις, η αγία υποβλήθηκε σε βασανιστήρια από τον ίδιο της τον πατέρα και μετά φυλακίστηκε.

Στην φυλακή την άφησαν νηστική για να πεθάνει από την πείνα. Όμως, άγγελος Κυρίου της πήγαινε τροφή και της θεραπεύτηκαν όλες οι πληγές της.

Μετά την έριξαν στην θάλασσα, όπου έλαβε το Άγιο Βάπτισμα από τον ίδιο τον Χριστό και άγγελος Κυρίου την έβγαλε στην στεριά.

Μόλις έγινε γνωστό ότι είχε διασωθεί, ο πατέρας της πρόσταξε και την έκλεισαν πάλι στην φυλακή. Την νύχτα που ακολούθησε ο πατέρας της πέθανε και την θέση του στο αξίωμα του στρατηγού την πήρε κάποιος ονόματι Δίων. Αυτός οδήγησε την μάρτυρα στο δικαστήριο. Και εκεί η αγία ομολόγησε την πίστη της. Αμέσως οργίστηκε και διέταξε να αρχίσουν τα βασανιστήρια.

Κατά την διάρκεια των βασανιστηρίων πολλοί πίστευσαν στον Χριστό. Μετά το Δίωνα ανέλαβε κάποιος Ιουλιανός. Αυτός έριξε την Χριστίνα μέσα σε πυρακτωμένη κάμινο, σε ένα κλουβί με φίδια δηλητηριώδη, τα οποία αντί να την δαγκώσουν της έγλυφαν τα πόδια με ευσπλαχνία, μετά της έκοψαν τους μαστούς από όπου χύθηκε γάλα αντί για αίμα και της έκοψαν και την γλώσσα. Όλα αυτά τα μαρτύρια τα υπέμεινε με καρτερία και στο τέλος με κοντάρια που την χτύπησαν παρέδωσε το πνεύμα, λαμβάνοντας τον στέφανο του μαρτυρίου, και περνώντας στην αιώνια ζωή.



Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α'. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τοῦ πατρός σου τὴν πλάνην λιποῦσα ένδοξε, τῆς εὐσεβείας ἐδέξω τὴν θείαν ἔλλαμψιν, καὶ νενύμφευσαι Χριστῷ ὡς καλλιπάρθενος- ὅθεν ἠγώνισαι στερρῶς, καὶ καθεῖλες τὸν ἐχθρόν, Χριστίνα Μεγαλομάρτυς. Καὶ νῦν ἀπαύστως δυσώπει, ἐλεηθήναι τᾶς ψυχᾶς ἠμῶν.


Κοίμηση τῆς Ἁγίας Άννης Μητρός τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου (25 Ἰουλίου)



Η Αγία Άννα, η μητέρα της Υπεραγίας Θεοτόκου, καταγόταν από τη φυλή του Λευί. Ο πατέρας της, που ήταν ιερέας, ονομαζόταν Ματθάν και ιεράτευε την εποχή της βασιλείας της Κλεοπάτρας. Τη δε μητέρα της, την έλεγαν Μαρία.

Η Άννα είχε και δύο αδελφές, την ομώνυμη με τη μητέρα της Μαρία και τη Σοβήν. Και η μεν Μαρία, που παντρεύτηκε στην Bηθλεέμ, είχε κόρη τη Σαλώμη την μαία, η δε Σοβή, που παντρεύτηκε και αυτή στην Bηθλεέμ, την Ελισάβετ.Τέλος, η Αγία Άννα που παντρεύτηκε στην Γαλιλαία τον Ιωακείμ, γέννησε την Παρθένο Μαρία.

Η Αγία Άννα αξιώθηκε να έχει τη μεγάλη τιμή και ευτυχία να αποκτήσει μοναδική κόρη, τη μητέρα του Σωτήρα του κόσμου. Αφού η Αγία Άννα απογαλάκτισε τη Θεοτόκο και την αφιέρωσε στο Θεό, αυτή πέρασε την υπόλοιπη ζωή της με νηστείες, προσευχές και ελεημοσύνες προς τους φτωχούς. Τέλος, ειρηνικά παρέδωσε στο Θεό τη δίκαια ψυχή της, κληρονομώντας τα αιώνια αγαθά. Διότι ο ίδιος ο Κύριος διαβεβαίωσε ότι «οἱ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιο ἀπελεύσονται» (Ματθαίου, κε' 46). Οι δίκαιοι, δηλαδή, θα μεταβούν για να απολαύσουν ζωή αιώνια.

Περικαλλή ναό προς τιμήν της αγίας Άννας έκτισε στην Κωνσταντινούπολη περί το 550 μ.Χ. ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός. Λείψανο της Αγίας υπάρχει στην αγιορείτικη σκήτη της Αγίας Άννας.


Ἀπολυτίκιον

Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ζωὴν τὴν κυήσασαν, ἐκυοφόρησας, ἁγνὴν Θεομήτορα, θεόφρον Ἄννα, διὸ πρὸς λῆξιν οὐράνιον, ἔνθα εὐφραινομένων, κατοικία ἐν δόξῃ, χαίρουσα νῦν μετέστης, τοῖς τιμῶσί σε πόθῳ, πταισμάτων αἰτουμένη, ἱλασμὸν ἀειμακάριστε.




Κυριακή 4 Αυγούστου 2013

Η ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΥΡΟΦΟΡΟΥ ΚΑΙ ΙΣΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΜΑΡΙΑΣ ΜΑΓΔΑΛΗΝΗΣ( 22 Ἰουλίου)



Η αγία ένδοξος και πανεύφημος Μαρία η Μα­γδαληνή υπήρξε η πιστή και αφοσιωμένη Μαθήτρια του Υιού και Λόγου του Θεού, η ακόλουθος της Υπεραγίας Θεοτόκου, η Διακόνισσα του Κυρίου και των Αποστόλων, η εκλεκτή Μυροφόρος, η Ευαγγελίστρια της Αναστάσεως, η Ισαπόστολος και κήρυκας της πί­στεως. Σ' αυτήν δόθηκε η χάρις να δη πρώτη μετά την Ανάσταση, μαζί με την Θεοτόκο, τον Αναστάντα Ιη­σού. Αυτή ευαγγελίσθηκε στους Αποστόλους την Α­νάσταση του Κυρίου. Μέσα στα ιερά Ευαγγέλια δοξά­ζεται από τους αγίους τέσσερις Ευαγγελιστές, ως πρώ­τη μετά την Θεοτόκον, Μαθήτρια και Μυροφόρος. Πατέρες της Εκκλησίας μας την χαρακτηρίζουν σε­μνή και σοφή παρθένον με ψυχική ωραιότητα. Η α­γία Μαρία η Μαγδαληνή είναι «ωραίο και ευγενικό παράδειγμα γυναικείας αφοσιώσεως, που φθάνει στην αυταπάρνηση και τον ηρωισμό. Γιατί ας μην έχη η γυναίκα την μυϊκή δύναμη του ανδρός, έχει όμως πλούτο αισθημάτων. Και είναι αλήθεια πως τους ήρω­ες δεν τους κάνει η σωματική ρώμη, αλλά η πίστη και η ευψυχία. "Ηρίστευσαν γυναίκες τω σω Σταυρώ κρατυνθείσαι, Χριστέ παντοδύναμε" ψάλλει η Εκκλη­σία μας»1.




ΤΟ ΑΦΘΑΡΤΟ ΛΕΙΨΑΝΟ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΙΑΣ ΜΑΓΔΑΛΗΝΗΣ 


* * *

Η καταγωγή της

Πατρίδα της ήταν η πόλη Μάγδαλα, γι' αυτό ο­νομάσθηκε Μαγδαληνή, εκ του τόπου καταγωγής της. Τα Μάγδαλα, κατά πάσα πιθανότητα, ευρίσκοντο στην Γαλιλαία, επί της δυτικής όχθης της λίμνης Τιβεριάδος. Καταγόταν από πλούσια και επιφανή οικο­γένεια. Οι γονείς της, ο Σύρος και η Ευχαριστία, ήταν εξαιρετικά ελεήμονες και φιλεύσπλαχνοι. Ζούσαν με φόβο Θεού, τηρούσαν τις εντολές του παλαιού Νόμου (Μωσαϊκού), γιατί αυτός ο Νόμος επικρατούσε τότε, αν και πλησίαζε το τέλος του. Γεννούν, λοιπόν, οι μα­κάριοι αυτοί γονείς την μακαρία Μαρία. Όταν άρχι­σε αυτή να μεγαλώνη, δεν θέλησε να ασχοληθή με τα συνηθισμένα έργα των γυναικών της εποχής, δηλ. να υφαίνη και να γνέθη και να φτιάχνη λαμπρά υφάσμα­τα, αλλά διάλεξε να επιδοθή στις σπουδές και πήγε κοντά σε διδάσκαλο να μάθη γράμματα, κατά τον βιο­γράφο της Νικηφόρο Κάλλιστο Ξανθόπουλο2. Έτσι μελέτησε όλη την Παλαιά Διαθήκη και ιδιαιτέρως α­γάπησε το Ψαλτήριον και τις Προφητείες. Εντρυφώντας στα βιβλία αυτά, ανίχνευε τις προρρήσεις των Προφητών για την έλευση του Χριστού και Μεσσίου. Μετά τον θάνατο των γονέων της, ενώ είχε πλέον κά­θε ελευθερία και εξουσία να περάση την ζωή της μέ­σα στη ραθυμία, την άνεση και την πολυτέλεια, συνέ­χισε να ζη με μελέτη και προσευχή. Την τρυφή και κάθε είδος αναπαύσεως απέφευγε, την καλοπέραση και τις ηδονές απέρριπτε. Μοίραζε τα πλούτη της και τα υπάρχοντά της σε όποιους είχαν ανάγκη. Με την ε­λεήμονα καρδιά της και την γενναιόδωρη μεγαλοψυ­χία της, άδειαζε τα επίγεια ταμεία της και συγκέντρω­νε στα ουράνια θησαυρούς άφθαρτους και αιώνιους. Διάλεξε να ακολουθήση τον δρόμο της αγνείας και παρθενίας. Για να διαφύλαξη την καθαρότητα σώμα­τος και ψυχής, απέφευγε τις πολλές συναναστροφές και κοσμικές εκδηλώσεις. Αυτήν την υψηλή, ενάρετη και ένθεη πολιτεία της βλέποντας ο εχθρός του ανθρωπίνου γένους, μισόκαλος Διάβολος, εφθόνησε και εφοβήθη. Ορμά εναντίον της με όλη του την δύναμη. Την πολιορκεί με τα σκοτεινά και πονηρά μηχανεύματα και τεχνάσματά του και στέλνει επτά πονηρά πνεύματα που την κυριεύουν3.

Περί των επτά δαιμονίων

Από τα επτά πονηρά πνεύματα ο Κύριος την εθεράπευσε και την ελύτρωσε. Διότι η μακαρία πλησίασε τον Δεσπότη και Σωτήρα Ιησού Χριστό με θερμή καρδιά και πίστη και έλαβε από τον Ιατρό των ψυ­χών και των σωμάτων την ίαση και θεραπεία.
Διαβάζομε στο κατά Λουκάν άγιο Ευαγγέλιο (Λουκ. η', 1-3) «Κατά τον χρόνο που ακολούθησε, περνούσε ο Κύριος κάθε πόλη και χωριό, και εκήρυττε και εδίδασκε το χαρμόσυνο άγγελμα της βασιλείας του Θεού. Μαζί με αυτόν ήταν και οι δώδεκα μαθητές και μερικές γυναίκες, οι οποίες είχαν θεραπευθή από Αυτόν από νόσους και βασανιστικές παθήσεις και από πνεύματα πονηρά και από ασθένειες. Η Μαρία, η οποία ελέγετο Μαγδαληνή, και από την οποία είχαν εκδιωχθή επτά δαιμόνια και η Ιωάννα, σύζυγος του Χουζά, ο οποίος ήτο οικονομικός διαχειριστής του Ηρώδη και η Σουσάννα και άλλες πολλές, οι οποίες υπηρετούσαν Αυτόν και προσέφεραν για την συντή­ρηση Αυτού και των Αποστόλων από τα υπάρχοντά τους».

Η άγια Μαρία η Μαγδαληνή ήταν άρρωστη αλλά όχι αμαρτωλή!

Στον Βίο της αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής (του οποίου η αρχή είναι: «Εγώ τους εμέ φιλούντας αγαπώ»4 διατυπώνονται τα εξής περί των επτά δαιμο­νίων: «Όταν ακούς για τα επτά δαιμόνια να σκέπτε­σαι τα πνεύματα που είναι τα αντίθετα των επτά αρε­τών. Δηλαδή πνεύμα αφοβίας Θεού, πνεύμα ασυνεσίας, πνεύμα αγνωσίας, πνεύμα ψεύδους, πνεύμα κενο­δοξίας, πνεύμα επάρσεως, πνεύμα κάλλους. Και όλα αυτά είναι αντίθετα και αντίπαλα όλων των αρετών. Γιατί κάθε αμαρτία έχει τον δαίμονά της δηλ. το πνεύ­μα που την ενεργεί».
Ο Θεοφάνης Κεραμεύς γράφει: «Αλλά να μην νομίση κανείς ότι η Μαρία είχε επτά δαίμονες. Αλλά ό­πως ακριβώς τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος ο­νομάζονται συνωνύμως επτά πνεύματα, καθώς ο μέγας Ησαΐας τα αρίθμησε: "Πνεύμα σοφίας και συνέσεως, πνεύμα βουλής, πνεύμα ισχύος και γνώσεως και ευσέ­βειας και φόβου Θεού". Έτσι αντιθέτως και οι ενέργειες των δαιμόνων λέγονται δαίμονες. η ακηδία, η φειδωλία, η απείθεια, ο φθόνος, το ψευδός, η απλη­στία και κάθε πάθος είναι συνώνυμον του δαίμονος που το εγέννησε. Όποιος, λοιπόν, είναι κυριευμένος από αυτά τα πάθη, κατέχεται από δαίμονες. Δεν ήταν λοιπόν καθόλου απίθανον και αδύνατον και η Μαρία η Μαγδαληνή να υποδουλώθηκε σε κάποια επτά πά­θη, από τα οποία λυτρώθηκε και ύστερα έγινε μαθή­τρια του Σωτήρος»5.
Και στον άγιο Μόδεστο, Πατριάρχη Ιεροσολύ­μων (α' ήμισυ ζ' αιώνος) διαβάζομε: «Τον συμβολικό αριθμό επτά και όταν πρόκειται περί της αρετής και όταν πρόκειται περί της κακίας, βλέπομε να χρησιμοποιή η Αγία Γραφή. Ευλόγως, λοιπόν, διαλέγει ο Σω­τήρας την Μαρία την Μαγδαληνή, από την οποία εξέβαλε επτά δαιμόνια, για να εκδίωξη μέσω αυτής, τον άρχοντα της κακίας (διάβολο) από την ανθρώπινη φύση. Διότι οι ιστορίες διδάσκουν την Μαγδαληνή αυτήν δια βίου παρθένον. Και αναφέρεται μαρτύριον της Μαρίας Μαγδαληνής, όπου γράφεται ότι για την άκραν παρθενίαν και καθαρότητά της, φαινόταν στους βασανιστές της, σαν καθαρό κρύσταλλο»6.
Την ίδια άποψη διατυπώνει περί των επτά δαιμο­νίων και ο Θεοφύλακτος Βουλγαρίας στην Ερμηνεία του στο Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο: «Καθώς είναι επτά πνεύματα της αρετής έτσι είναι και εξ εναντίας επτά πνεύματα της κακίας. Ωσάν πως είναι Πνεύμα φόβου Θεού, έτσι είναι και εξ εναντίας Πνεύμα αφοβίας Θε­ού. είναι Πνεύμα συνέσεως, είναι και εναντίον Πνεύ­μα ασυνεσίας, και καθεξής τα λοιπά. Εάν το λοιπόν δεν εβγούν τα επτά ταύτα πνεύματα της κακίας από την ψυχήν, δεν δύναται τινάς ν' ακολουθή τον Χριστόν. Διότι πρώτον πρέπει να εβγάλη κανείς τον Σατανάν από λόγου του, και τότε να κατοικήση ο Χρι­στός»7.
Αυτά γράφουν οι Πατέρες της Εκκλησίας μας και αυτήν την ερμηνεία δίνουν όσον αφορά τα επτά δαι­μόνια.
Είναι κατασυκοφάντηση και βλάσφημος λόγος ε­ναντίον της αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής η ταύτι­σή της με την αμαρτωλή γυναίκα του Ευαγγελίου, η οποία στο σπίτι του Φαρισαίου άλειψε τα πόδια του Ι­ησού με μύρα. Έχει γίνει δυστυχώς μεγάλη παρερμη­νεία των περικοπών του ιερού Ευαγγελίου από (ορι­σμένους συγγραφείς ακόμη και εκκλησιαστικούς διό­τι εταύτισαν την αγία Μαρία την Μαγδαληνή με την αμαρτωλή γυναίκα, η οποία έπλυνε τα πόδια του Κυ­ρίου με τα δάκρυά της και τα άλειψε με μύρο, δείχνο­ντας την συντριβή της, τον σπαραγμό της καρδιάς της, και την μετάνοιά της για τις αμαρτίες της (Βλ. Λουκ. ζ' 36-50). Γι' αυτήν μιλά ο ιερός Λουκάς ανώνυ­μα: «Και γυνή ήτις ην αμαρτωλός εν τη πόλει». Στο α­μέσως επόμενο κεφάλαιο (Λουκ. η', 1-3), ομιλεί για την αγία Μαρία την Μαγδαληνή και αναφέρεται στην θεραπεία της από τον Ιησού. Αν η Μαρία η Μαγδα­ληνή ήταν η αμαρτωλός γυνή, ο άγιος Ευαγγελιστής δεν θα απέκρυπτε το όνομά της, ενώ αμέσως παρακάτω μιλάει συγκεκριμένα και ονομαστικά γι' αυτήν και για την θεραπεία της από τα επτά δαιμόνια. Το όνομα της αμαρτωλής και πόρνης γυναικός δεν αναγράφεται πουθενά μέσα στα ιερά Ευαγγέλια. Η αγία Μαρία η Μαγδαληνή όμως αναφέρεται συγκεκριμένα και ονο­μαστικά μετά την θεραπεία της, ως μαθήτρια και ακό­λουθος του Κυρίου και της Θεοτόκου Μητρός Του, ως Διακόνισσα των Αποστόλων και ως πρώτη των Μυροφόρων.
Στην Ορθόδοξη Υμνολογία μας της Μεγάλης Ε­βδομάδος, γίνεται πολύ καθαρά η διάκριση μεταξύ των γυναικείων αυτών προσώπων. Της πόρνης γυναι­κός που άλειψε μύρα τον Κύριο, της οποίας «μνείαν ποιείσθαι οι θειότατοι Πατέρες εθέσπισαν» τη Αγία και Μεγάλη Τετάρτη. Και της αγίας Μαρίας της Μα­γδαληνής ως Μυροφόρου και Ευαγγελιστρίας της Αναστάσεως του Σωτήρος. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσό­στομος ερμηνεύοντας τα άγια Ευαγγέλια, ερευνά και διευκρινίζει ποιες και πόσες ήταν οι γυναίκες που ά­λειψαν με μύρα την κεφαλήν και τα πόδια του Κυρίου και ουδεμίαν σχέσιν έχουν με την αγία Μαρία την Μαγδαληνή8. Ο άγιος Ιωάν. ο Χρυσόστομος έχει γράψει και Λόγους με θέμα την πόρνη γυναίκα που μετενόησε9 και η οποία είναι ένα πρόσωπο άγνωστο και ανώνυμο.
Πώς δημιουργήθηκε αυτή η πλάνη και αυτή η σύγχυση γύρω από το ιερό πρόσωπο της Αγίας Μα­ρίας της Μαγδαληνής; Η σύγχυση αυτή προήλθε από την Δύση και είναι αυτή άλλη μία παπική πλάνη.
«Συγχέεται συνήθως, μάλιστα δε εις την Δύσιν, και κακώς ταυτίζεται η Μαγδαληνή μετά της αμαρτω­λού γυναικός, η οποία στην οικία του Φαρισαίου Σίμωνος άλειψε τα πόδια του Ιησού με μύρα»10.
* * *

Μαθήτρια του Κυρίου Ακόλουθος τής Θεοτόκου

Ο φιλάγαθος λοιπόν και φιλεύσπλαγχνος Κύ­ριος την εθεράπευσε δια της χάριτός Του και την ε­λευθέρωσε από τα επτά δαιμόνια. Και αυτή συναισθα­νόμενη την μεγάλη ευεργεσία, γεμάτη ευγνωμοσύνη για τα αγαθά που αξιώθηκε, άφησε τα πάντα και άρχι­σε να ακολουθή τον Σωτήρα και Διδάσκαλο, όπως έ­καναν οι Μαθητές και Απόστολοι. Απεκδύθηκε κάθε κακία και ενδύθηκε κάθε αρετή και αγαθότητα η μα­καρία Μαρία. Για τα επίγεια και για τους συγγενείς καθόλου πλέον δεν ενοιάζετο. Για τα αγαθά του κό­σμου, πλούτη, δόξα, ωραιότητα, καθόλου δεν εφρόντιζε. Έβλεπε τους χωλούς να θεραπεύονται, τους τυ­φλούς να αναβλέπουν, τα δαιμόνια να εκδιώκονται, να επιτιμώνται και να διασκορπίζονται από τον Δεσπότη Χριστό, τους παραλύτους να περπατούν. Από όλα αυ­τά και από τις μαρτυρίες των Γραφών καταλάβαινε ό­τι Αυτός είναι ο αναμενόμενος ελευθερωτής του Ισ­ραήλ. Αναγνώριζε ότι και άλλοι βέβαια, συνέβη να κατορθώσουν θαύματα, αλλά όχι με τέτοια εξουσία, με τέτοια δύναμη. Εκείνοι τα κατώρθωναν με προσευ­χή και σαν δούλοι. Σ' Αυτόν, όμως, το «Σοι λέγω» και το «Θέλω. καθαρίσθητι» ελέγοντο με μεγάλη εξουσία και κυριότητα. Τώρα περπατά επάνω στη θάλασσα ε­λαφρά, δίχως διόλου να βρέχεται. Ύστερα, με την δύ­ναμή Του, καταπαύει τον άνεμο. Ανασταίνει νεκρούς, σαν να είναι ο θάνατος ένας ύπνος. Αυτά όλα, που με τέτοια εξουσία διαπράττει, είναι γνώρισμα της θεϊκής Του δεσποτείας και δυνάμεως. Έτσι η μακαρία κατε­νόησε πλήρως και επίστεψε ότι Αυτός είναι αληθώς ο Υιός του Θεού. Και τον ακολουθούσε πιστά και αφο­σιωμένα, υπηρετώντας Αυτόν και τους μαθητές Του και όσους Τον ακολουθούσαν. Τα πλούτη της, την πε­ριουσία της, όλα τα διέθεσε στην διακονία των Μαθη­τών και του Κυρίου. Αλλά και με την Μητέρα Του, Θεοτόκο Παρθένο Μαριάμ, συνδέθηκε με σύνδεσμο φιλίας και αγάπης και με τους συγγενείς της. Και με όλους αυτούς που ακολουθούσαν τον Χριστό, όλη την συνοδεία των Μαθητών και Μαθητριών. Μάλιστα, ξε­χώρισε μέσα στην συνοδεία των Μαθητριών ως πρώ­τη μετά την Θεοτόκο, όπως ο Πέτρος ξεχώριζε ως πρώτος και επί κεφαλής των Αποστόλων.
«Όπως ακριβώς, λέγουν, ο αρχηγός των Αποστό­λων ονομάσθηκε Πέτρος για την ασάλευτη πίστη που είχε στον Χριστό, την Πέτρα, έτσι και αυτή έγινε αρ­χηγός των Μαθητριών για την καθαρότητά της και τον πόθο που είχε προς Αυτόν, και Μαρία ονομάσθηκε από τον Σωτήρα, ομωνύμως προς την Μητέρα Του. Και όπως τον Δεσπότη ακολουθούσε ο χορός των Μαθητών, έτσι την Δέσποινα και Μητέρα του Κυ­ρίου, ακολουθούσε ο χορός των μαθητευομένων γυ­ναικών. Διότι στο Ευαγγέλιο γράφει "εθαύμαζον γαρ, ποτέ οι Μαθηταί ότι μετά γυναικός ελάλει"11. Δηλ. α­πορούσαν και εθαύμαζαν οι Μαθητές γιατί είδαν τον Κύριο να συνομιλή με γυναίκα. Διότι ο Κύριος δεν συνήθιζε να συνομιλή με γυναίκες. Αλλά τον ευαγγε­λικό δρόμο της Μητρός του Δεσπότου, Υπεραγίας Θεοτόκου, που διέτρεχε με τον Υιό και Δημιουργό Της, και αυτές ακολουθούσαν μαζί της. Και διακονού­σαν τον κοινόν Δεσπότην και Κύριον και τους Μαθη­τές Του από τα υπάρχοντά τους, σε ό,τι εχρειάζοντο»12, γράφει ο άγιος Μόδεστος, αρχιεπίσκοπος Ιεροσολύμων.


* * *

Στο άχραντον πάθος

Σταυρώ καθηλούμενον Χριστόν, καθορώσα έκλαιες Μαγδαληνή και εκραύγαζες. Τί το ορώμενον; η ζωή πώς θνήσκεις, και η κτίσις βλέπουσα κλονείται και φωστήρες σκοτίζονται;13
Μέχρι το άχραντον Πάθος του Κυρίου ακολου­θεί ως πιστή Μαθήτρια και διάκονος. Την νύκτα της προδοσίας, όταν ο μαθητής προδίδει τον Διδάσκαλο και τον παραδίδει στα χέρια των αχάριστων και ασε­βών Ιουδαίων, μαζί με την Θεοτόκο Μαρία σπαράζουν από πόνο και αγωνία. Να πώς παρουσιάζουν πο­λύ παραστατικά οι άγιοι Ευαγγελιστές Ματθαίος, Μάρκος και Ιωάννης την παρουσία της αγίας Μα­ρίας Μαγδαληνής στην Σταύρωση του Κυρίου:
«Ήσαν δε εκεί και πολλές γυναίκες, οι οποίιες από μακρυά παρακολουθούσαν τα γεγονότα. Αυτές ακολού­θησαν τον Ιησούν από την Γαλιλαία και Τον υπηρε­τούσαν. Μεταξύ αυτών ήταν η Μαρία η Μαγδαληνή, η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου και του Ιωσή, και η μητέρα των υιών του Ζεβεδαίου» (Ματθ. κζ' 55-56).
«Ήσαν δε και μερικές γυναίκες, που από μακρυά παρακολουθούσαν τα γεγονότα, μεταξύ των οποίων ήτο και η Μαρία η Μαγδαληνή, και η Μαρία του Ια­κώβου του μικρού και του Ιωσή, και η Σαλώμη. Αυ­τές και όταν ευρίσκετο ο Ιησούς εις την Γαλιλαία Τον ακολουθούσαν και Τον υπηρετούσαν. Ήσαν ακό­μη και πολλές άλλες, οι οποίες είχαν ανεβή μαζί με Αυτόν από την Γαλιλαία εις τα Ιεροσόλυμα» (Μάρκ. ιε', 40-41).
«Οι στρατιώτες αυτά έκαναν. Στάθηκαν δε πλη­σίον εις τον Σταυρόν του Ιησού η μητέρα Του και η αδελφή της μητέρας Του, Μαρία του Κλωπά, και η Μαρία η Μαγδαληνή» (Ιω. ιθ', 25).
Από απόσταση στην αρχή παρακολουθούν δακρυ­σμένες, με πόνο και σπαραγμό ψυχής οι Μαθήτριες με την Θεοτόκο την πορεία του Κυρίου προς τον Γολ­γοθά και την ανάρτησή Του επί του Σταύρου. Μαζί τους, η αγία Μαρία η Μαγδαληνή πονεμένη αλλά ά­φοβη, παρακολουθεί το δράμα του Διδασκάλου. Συ­μπαραστέκεται στην θλιμμένη Μητέρα Του και προ­σπαθεί να την παρηγόρηση. Δίπλα στον Σταυρό, μαζί με την Θεοτόκο και τον αγαπημένο μαθητή του Κυ­ρίου, Ιωάννη, ζει το αποκορύφωμα του θείου Δράμα­τος. Αξίζει να παραθέσουμε εδώ τον θρήνο της Μα­ρίας της Μαγδαληνής, καθώς βλέπει τον Κύριο της δόξης επί του Σταυρού κρεμάμενο14:
«Τί είναι τούτο, Δέσποτα και Θεέ; Τόσο άπειρον το πέλαγος της ευσπλαγχνίας Σου; Με αυτά σε αντα­μείβουν εκείνοι που γεύθηκαν και απήλαυσαν όλα τα καλά των ευεργεσιών Σου; Σε έντυσαν με χιτώνα χλευαστικό αυτοί που Συ τους έντυσες με φόρεμα α­φθαρσίας και σαν αετός άνοιξες τις φτερούγες Σου και τους έβαλες επάνω στα μετάφρενά σου; Επάνω στην αγία κεφαλήν Σου, στεφάνι υβριστικό σου φόρε­σαν, αυτοί που με δόξα και τιμή τους εστεφάνωσες; Ε­σύ που τους ελευθέρωσες από την σκλαβιά και την δουλεία της Αιγύπτου, καταδέχεσαι να λάβης ράπι­σμα απ' αυτούς; Με καλάμι χτυπούν την ακήρατη κε­φαλή Σου, εκείνοι που προς χάριν τους χώριζες την θάλασσα στα δυο, κτυπώντας την με ράβδο; Χολή με όξος σε ποτίζουν αυτοί που τους έστειλες εξ ουρανού το μάννα σαν βροχή και από την πέτρα ανέβλυσες σαν ποτάμι το νερό, με ένα χτύπημα ραβδιού; Αυτούς που τους αξίωσες να περάσουν την Έρημο και να σω­θούν, αυτοί σου προξενούν τους πόνους των καρφιών; Πες μας κάποιον λόγο παρήγορο, σ' εμάς που στεκό­μαστε εδώ και σ' αντικρύζουμε με τόσο πόνο! Παρη­γόρησε με λόγους τελευταίους, προ του θανάτου Σου, την Μητέρα Σου που εδώ κοντά Σου στέκεται. Τί με­γάλη παρηγοριά θα είναι για την Μητέρα Σου, τα λό­για αυτά προ του θανάτου. Μάλιστα, όταν αυτά τα λόγια λέγονται από έναν Μοναδικόν και αλησμόνητον Υιόν. Σε ποιον την εμπιστεύεσαι αναχωρώντας από την ζωή; Γιατί, μπορεί να σε γέννησε δίχως πόνους, αλλά τώρα ρομφαία τρυπά και πληγώνει την καρδιά της, καθώς Σε βλέπει σ' αυτήν την αθλιότητα. Πες λό­γο παρήγορο και στον Μαθητή, ο οποίος θα γίνη πα­ρηγοριά της Μητρός Σου».
Εκεί, ακούει τον Κύριο να αρθρώνη τις τελευ­ταίες Του λέξεις. Να απευθύνη τον τελευταίο Του λό­γο στην Μητέρα Του, λέγοντας: «Μήτηρ, ιδού ο Υιός Σου» και στον αγαπημένο μαθητή Ιωάννη: «Ιωάννη, ιδού η μήτηρ σου» (Ιω. ι', 26-27). Και η Μαγδαληνή ξεσπά σε θρήνο που συνοδεύει τον θρήνο της Πανα­γίας Μητέρας, που σπαράζει και οδύρεται, ακούγο­ντας τον αγαπημένο Της Υιό, να αφήνη την τελευταία του λέξη «Τετέλεσται» μαζί με την τελευταία ανθρώ­πινη πνοή Του επάνω στον Σταυρό.
* * *

Μυροφόρος


Έρρανε τον Τάφον η πρώτη Μυροφόρος Μαγδαληνή Μαρία15
Κάτω από τον Σταυρό, στέκεται η θαυμαστή Μα­ρία και περιμένει ακλόνητη. Στέκεται στον Γολγοθά και περιμένει με δέος. Βλέπει με προσοχή τι γίνεται. Δύο κρυφοί μαθητές του Κυρίου εμφανίζονται, ο βου­λευτής Ιωσήφ και ο Νικόδημος. Έχουν πάρει άδεια από τον Πιλάτο να θάψουν το Σώμα του Διδασκάλου. Αποκαθηλώνουν το Πανάγιο Σώμα από τον Σταυρό, το τυλίγουν με ευλάβεια και σεβασμό στο λευκό σενδόνι. Το αλείφουν με σμύρνα και αλόη. Το ενταφιά­ζουν μέσα στο λαξευμένο καινούργιο μνήμα, σ' ένα κήπο δίπλα στον Γολγοθά. Και οι Μαθήτριες του Κυ­ρίου «εθεώρουν που τίθεται».
«Και ήδη οψίας γενομένης, επεί ην Παρασκευή, ο έστι προσάββατον, ελθών Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας, ευσχήμων βουλευτής, ος και αυτός ην προσδεχόμενος την βασιλείαν του Θεού, τολμήσας εισήλθε προς Πιλάτον και ητήσατο το σώμα του Ιησού... και αγοράσας σινδόνα και καθελών αυτόν ενείλησε τη σινδόνι και κατέθηκεν αυτόν εν μνημείω, ο ην λελατομημένον εκ πέτρας, και προσεκύλισε λίθον επί την θύραν του μνημείου. Η Μαρία η Μαγδαληνή και Μαρία Ιωσή εθεώρουν που τίθεται» (Μάρκ. ιε'42-47).
«Και λαβών το σώμα ο Ιωσήφ ενετύλιξεν αυτό σινδόνι καθαρά και έθηκεν αυτό εν τω καινώ αυτού μνημείω ο ελατόμησεν εν τη πέτρα και προσκυλίσας λίθον μέγαν τη θύρα του μνημείου απήλθεν. Ην δε ε­κεί Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία, καθήμε­νοι απέναντι του τάφου» (Ματθ. κζ' 59-61).
Οι δύο Μαθητές, Νικόδημος και Ιωσήφ ενταφία­σαν το άγιο Σώμα του Κυρίου, αφού το άλειψαν μόνον με σμύρνα και αλόη. Αρώματα δεν επρόφθασαν να βά­λουν, γιατί επλησίαζε ήδη η νύκτα. Μετά τον ενταφια­σμό αποχωρούν. Οι Μαθήτριες όμως δεν φεύγουν από τον Τάφο. Δεν μπορούν να αποχωριστούν τον λατρευτό τους Διδάσκαλο και Σωτήρα, ακόμη και τώρα που Εκεί­νος είναι νεκρός. Τώρα πιο πολύ επιθυμούν να εκφρά­σουν την αγάπη τους. Τα δάκρυα κυλούν ασταμάτητα. Θρήνοι, αναφιλητά, ανακατεμένα με προσευχές, με ψιθύρους, με αναστεναγμούς. Σιγά-σιγά αρχίζει να πέφτη η νύχτα και το σκοτάδι να απλώνεται μέσα στον κήπο. Οι Μαθήτριες πρέπει να φύγουν. Όχι όμως για να κρυ­φθούν. Οι Απόστολοι κρύφθηκαν «δια τον φόβον των Ιουδαίων». Αυτές θα επιστρέψουν στον Τάφο, Μυρο­φόρες, φέρνοντας μύρα και αρώματα ακριβά και πολύ­τιμα, για να «μυρίσουν» το άχραντο Σώμα δηλ. να το α­λείψουν με αρώματα και μύρα. Να προσφέρουν στο Πανάγιο Σώμα Του τις νεκρικές τιμές, το λατρευτικό τους τελευταίο ιερό καθήκον στον Διδάσκαλο.
'Ετσι η Μαρία η Μαγδαληνή με τις άλλες γυναί­κες επιστρέφουν στα Ιεροσόλυμα και αγοράζουν αμέ­σως τα μύρα από την Παρασκευή το βράδυ, διότι το Σάββατο υπήρχε αργία, σύμφωνα με τον Νόμο. Το ε­σπέρας του Σαββάτου, όταν η αργία θα λήξη, θα αγο­ράσουν κι άλλα αρώματα16. «Κατακολουθήσασαι δε αι γυναίκες, αίτινες ήσαν συνεληλυθυίαι αυτώ εκ της Γαλιλαίας, εθεάσαντο το μνημείον και ως ετέθη το σώμα αυτού. Υποστρέψασαι δε ητοίμασαν αρώματα και μύρα. Και το μεν Σάββατον ησύχασαν κατά την ε­ντολήν» (Λουκ. κγ', 55-56). Περιμένουν να περάση η ημέρα του Σαββάτου. Ησυχάζουν την ημέρα της αρ­γίας που επιβάλλει ο Νόμος. Με υπομονή, με σύνεση, με ωριμότητα, καρτερικές και συγκρατημένες. Κι ας συγκλονίζονται οι ψυχές τους από τα πιο δυνατά και ιερά συναισθήματα. Και η θαυμαστή Μαρία η Μα­γδαληνή, με θάρρος, με αυταπάρνηση, άφοβη, το βρά­δυ του Σαββάτου, ενώ ξημερώνει η Κυριακή, ξεκινά για τον Τάφο του Ιησού μαζί με τις άλλες Μυροφό­ρες γυναίκες. «Τη δε μια των σαββάτων όρθρου βαθέος ήλθον γυναίκες επί το μνήμα φέρουσαι α ητοίμασαν α­ρώματα, και τίνες συν αυταίς» (Λουκ. κδ', 1). Βρίσκο­νται οι άγιες και ηρωικές αυτές γυναίκες σ' ένα ξένο τόπο. Διατρέχουν τόσους κινδύνους. Τίποτε, όμως, δεν τις σταματά στον δρόμο τους. Δεν υπολογίζουν θυσίες, δεν υπολογίζουν την ζωή τους. «Το ασθενέστερον γένος ανδρειότερον εφάνη τότε», γράφει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος.
«Μάθε εξ ημών, πόση είναι η προθυμία της γυναι­κείας φύσεως εις τα καλά έργα και πόση η των αν­δρών. Των γυναικών την καλήν βουλήν ( = απόφαση) δεν ηδυνήθη να την εμποδίση ούτε η ασθένεια της γυ­ναικείας φύσεως, ούτε η δυσφημία η οποία ακολουθεί εις όσας περιπατούσι την νύκτα, ούτε ο κοινός φόβος, όστις εκράτει ( = κυρίευσε) τότε όλους τους φίλους του Χριστού, ούτε η έχθρα της συναγωγής, ούτε η μέ­θη των στρατιωτών, ούτε το αξίωμα του Πιλάτου, ού­τε η βαρεία βουλή των αρχιερέων, ούτε ο επικείμενος μέγας λίθος εις το μνήμα. Πάντα τα δύσκολα έδειξεν η προθυμία των γυναικών εύκολα. Τους κινδύνους εθεώρησεν κέρδος, τας ζημίας αμοιβήν. Όλην την μεγάλην προθυμίαν των ανδρών έσβεσε μία μικρά απει­λή παιδίσκης»17.
Ηρωική η αγία Μαρία η Μαγδαληνή, πρωτοπό­ρος της πίστεως. Ατρόμητη, αποφασιστική σαν μάρτυρας, δοσμένη ολόψυχα στον ιερό σκοπό της. «Αρ­γά την νύκτα της εβδομάδος, ήλθεν η Μαρία η Μα­γδαληνή και η άλλη Μαρία για να ιδούν τον τάφον» (Ματθ. κη', 1). Η αγία Μαρία η Μαγδαληνή έχει μία ξεχωριστή θέση μέσα στον όμιλο των Μυροφόρων και Μαθητριών. Βλέπομε ότι και οι τέσσερις Ευαγγε­λιστές αναφέρουν αυτήν πρώτη από όλες τις άλλες Μυροφόρες. «Και αφού πέρασε το Σάββατο, η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου και η Σαλώμη αγόρασαν το βράδυ του Σαββάτου αρώματα για να έλθουν στον Τάφο και να αλείψουν τον Ιησού. Και πολύ πρωί της πρώτης ημέρας της εβδομά­δος, έρχονται στο μνημείο, την ώρα που ο ανατέλλων ήλιος άρχιζε να διαλύη το σκοτάδι» (Μάρκ. ιστ', 1-2). Ειδικά ο άγιος Ευαγγελιστής Ιωάννης γράφει μόνον γι' αυτήν στο Ευαγγέλιό του και αυτήν μόνο αναφέ­ρει. Ξεκινάει μόνη της μέσα στη νύχτα. Ανυπομονεί να φτάση πρώτη στον Τάφο. Ήταν περισσότερο θερ­μή στην αγάπη της. Η Μαρία «πάνυ γαρ περί τον Διδάσκαλον φιλοστόργως έχουσα...» γράφει ο ιερός Χρυσόστομος18. Καθώς φτάνει, βρίσκει τον Τάφο αδειανό, τον λίθο αποκεκυλισμένο. Και τότε σκέφτεται ότι κάποιοι έκλεψαν το Άγιο Σώμα του Ιησού (Ιω. Κ', 1).

* * *


Κοντάκιον
Ήχος πλ. δ'. Τη υπερμάχω

Ως Μυροφόρον του Σωτήρος και Μαθήτριαν Μαγδαληνή και Αποστόλων ισοστάσιον. Ανυμνούμεν σε Μαρία και εκβοώμεν. Παρρησίαν κεκτημένη προς τον Κύριον. Καθικέτευε λυτρούσθαι πάσης θλίψεως Τους βοώντας σοι. χαίροις Λόγου Μαθήτρια.


* * *


Ήχος β'. Ότε εκ του ξύλου.

Μύροις των θερμών σου πρεσβειών, ω Μαγδαλη­νή Μυροφόρε, Χριστόν ιλέωσαι, τον φιλανθρωπότατον, Θεόν δεόμεθα, όπως πάσης ρυώμεθα, ανάγκης και βλάβης, και ποικίλων θλίψεων, και περιστάσεων, πάντες οι τη ση προστασία, σπεύδοντες εν πίστει Μαρία, και τους σους καμάτους μακαρίζοντες.

* * *
Ευαγγελίστρια της Αναστάσεως

Δεύτε από θέας γυναίκες ευαγγελίστριαι, και τη Σιών είπατε. Δέχου παρ' ημών χαράς ευαγγέλια της Αναστάσεως Χριστού.19
Φαίνεται από τα άγια Ευαγγέλια ότι η θαυμαστή Μαρία η Μαγδαληνή πήγε πολλές φορές εκείνο το βράδυ του Σαββάτου στον Τάφο. Πήγε πρώτα μαζί με την Θεοτόκο νύχτα ακόμη, πολύ πριν ξημερώση (Βλ. Ματθ. κη', 1-10). Πήγε μαζί με άλλες γυναίκες αργό­τερα (Λουκ. κδ' 1-10 και Μάρκ. ιστ', 1-8). Ήρθε ακό­μη μία φορά μαζί με τους Αποστόλους Πέτρο και Ιω­άννη (Ιω. κ', 1-10). Οι ευσεβείς Μυροφόρες γυναίκες αξιώθηκαν αυτές πρώτες να ακούσουν από Άγγελο Κυρίου το ευφρόσυνο μήνυμα ότι «ηγέρθη ο Κύριος» και να γίνουν πρώτες και αψευδείς μάρτυρες της Ανα­στάσεως.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς μας αναφέρει περί της επισκέψεως των Μυροφόρων στον τάφο: «Οι Μυ­ροφόρες ήταν πολλές και ήλθαν στον τάφο όχι μία φορά αλλά δύο και τρεις φορές, συντροφιά μεν αλλ' όχι οι ίδιες και κατά τον όρθρο όλες, αλλά όχι την ί­δια ώρα ακριβώς. Η δε Μαγδαληνή ήλθε πάλι μόνη της και έμεινε περισσότερο. Πρώτη απ' όλες ήλθε στον τάφο του Υιού του Θεού η Θεοτόκος, έχοντας μαζί της την Μαρία την Μαγδαληνή... Η Παρθενομήτωρ έφθασε την στιγμή που γινόταν ο σεισμός, αποκυλίσθηκε η πέτρα και ανοιγόταν ο τάφος και οι φύλακες ήταν παρόντες, αν και συγκλονισμένοι από τον φόβο. Γι' αυτό μετά τον σεισμό αυτοί ανασηκώ­θηκαν και εκοίταξαν αμέσως να φύγουν, ενώ η Θεομήτωρ εντρυφούσε στην θέα. Εγώ, πάντως, νομίζω ό­τι γι' Αυτήν πρώτη ανοίχθηκε ο ζωηφόρος εκείνος Τάφος. Ότι γι' Αυτήν άστραψε έτσι ο άγγελος, ώστε αν και ήταν ακόμη σκοτάδι, Αυτή με το πλούσιο φως του αγγέλου όχι μόνο να δη ότι ο τάφος ήταν άδειος, αλλά και τα εντάφια να είναι τακτοποιημένα και πολυτρόπως να μαρτυρούν την έγερση του ενταφιασθέντος. Ήταν δε προφανώς ο ευαγγελιστής άγγελος ο ί­διος ο Γαβριήλ, ο οποίος λέγει στις γυναίκες που ή­σαν μαζί με την Θεοτόκο: "Μη φοβείσθε εσείς, ζητείτα τον Ιησού τον σταυρωμένον; Αναστήθηκε. Ιδού ο τόπος όπου εκειτόταν ο Κύριος..." Η θεομήτωρ Παρ­θένος συνοδευομένη από τις άλλες Μυροφόρες επέ­στρεψε και ιδού ο Ιησούς τις συνάντησε λέγοντας. "χαίρετε". Η Θεοτόκος, όταν συνάντησε τον Υιό της και Θεό, πρώτη από όλες τις άλλες είδε και αναγνώρι­σε τον Αναστάντα, και προσπίπτοντας έπιασε τα πό­δια Του και έγινε Απόστολός Του προς τους Αποστό­λους. Η Θεοτόκος πριν από όλους, Αυτή είδε τον Α­ναστάντα και απήλαυσε τη θεία ομιλία Του. ...Πρώτη και μόνη άγγιξε τα άχραντα πόδια Του, έστω και αν οι Ευαγγελισταί δεν τα λέγουν φανερά όλα αυτά, μη θέλοντας να προσαγάγουν ως μάρτυρα της Αναστάσε­ως την Μητέρα, για να μη δώσουν αφορμή υποψίας στους απίστους»20.
Μας αποκαλύπτει λοιπόν ο άγιος Γρηγόριος ο Πα­λαμάς, κινούμενος από αγάπη, αυτό που αναφέρεται συνεσκιασμένα από τους Ευαγγελιστές, ότι πρώτη απ' ό­λους τους ανθρώπους, η Θεοτόκος δέχθηκε το Ευαγγέ­λιο της Αναστάσεως του Κυρίου. Και ότι η αγία Μα­ρία η Μαγδαληνή και οι άλλες γυναίκες Μυροφόρες που είχαν έλθει ως τότε δεν κατενόησαν την σημασία των λόγων του αγγέλου και δεν εγνώρισαν αμέσως την αλήθεια. Διαπίστωσε μόνον την κένωση του Τάφου και έτρεξε η Μαρία η Μαγδαληνή στους Αποστόλους Πέ­τρο και Ιωάννη και τους μετέφερε μόνον αυτό, ότι δηλ. ο τάφος είναι άδειος. Και όταν η Θεοτόκος, μαζί με άλ­λες γυναίκες, επέστρεφε και συνήντησε στον δρόμο τον Ιησού και μίλησε μαζί Του και έπιασε τα άχραντα πό­δια Του, η αγία Μαρία η Μαγδαληνή δεν ήταν μαζί με την Μητέρα του Θεού, διότι είπε στους Αποστόλους: «εσήκωσαν τον Κύριο από το μνήμα και δεν γνωρίζουμε πού Τον τοποθέτησαν». Δεν είχε καταλάβει ακόμη τίπο­τε περί της Αναστάσεως. Οι δύο Μαθητές ήρθαν στον Τάφο τρέχοντας. Διαπίστωσαν ότι όσα τους είπε η γυ­ναίκα ήταν αληθινά. Μέσα στον άδειο τάφο ο Πέτρος με τον Ιωάννη είδαν τα οθόνια και το σουδάριον και έ­φυγαν. Η Μαρία η Μαγδαληνή, όμως, μένει κοντά στον Τάφο και κλαίει γοερά: «Ίστατο η Μαρία, έξωθεν του μνημείου κλαίουσα» (Βλ. Ιω. κ', 11). Κλαίει, γιατί χάθηκε το Σώμα του Κυρίου της και δεν ξέρει ποιος το πήρε. «Η χριστοφόρος Μαγδαληνή έμεινεν εμφιλοχω­ρούσα τω μνήματι και περιενόστει αλύουσα, και λιβάδας (ποταμούς) δακρύων ενστάζουσα, τη επιμόνω προσεδρία υψηλότερόν τι καραδοκούσα μαθείν»21.
Απαρηγόρητη κλαίει και θρηνεί, γιατί δεν μπορεί να αντέξη την στέρηση τέτοιου θαυμαστού Διδασκά­λου, Ευεργέτου και Σωτήρος. Γράφει ο άγιος Νικόδη­μος Αγιορείτης: «Ηξεύρουσι γαρ αι φιλόθεαι ψυχαί και καρδίαι τι αξίζει ο Θεός και ο Ιησούς, και δια τούτο, όταν τον στερηθούν, τρέχουν επάνω και κάτω, τον ζητούν επιπόνως, και χύνουν δι' Αυτόν αιματωμένα δάκρυα. όθεν και ο Δαβίδ έκλαιγε απαρηγόρητα δια την στέρησιν του Θεού. διό έλεγεν: "Εγεννήθη τα δάκρυά μου εμοί άρτος ημέρας και νυκτός, εν τω λέγεσθαί μοι καθ' εκάστην ημέραν. πού εστιν ο Θεός σου;" (Ψαλμ. μα', 4)
...Δια τούτο και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος ταύτην την σωτήριον συμβουλήν δίδει εις κάθε ψυχήν να εί­ναι πρόθυμος και να δακρύη, ίνα αξιωθή να απολαύ­ση νοερώς εκείνα που ηξιώθησαν να ιδούν αι μυροφό­ροι αισθητώς, ούτω λέγων: "Καν Μαρία τις ης, καν η άλλη Μαρία, καν Σαλώμη, καν Ιωάννα, δάκρυσον ορθρία. ίδε πρώτη τον λίθον ηρμένον, τυχόν δε και τους Αγγέλους και Ιησούν αυτόν" (Λόγος εις το Πάσχα)... Βλέπε, αγαπητέ αναγνώστα, πόσην μεγάλην ωφέλειαν προξενούν τα δάκρυα. Διότι αυτά έκαναν τις Μυροφό­ρους γυναίκες να ιδούν τον Αναστάντα Χριστόν. αυ­τά τις έκαναν να ιδούν τους Αγγέλους. αυτά τις αξίω­σαν να γίνουν της Αναστάσεως πρώται κήρυκες, και να χρηματίσουν των Αποστόλων και Ευαγγελιστών του Κυρίου ευαγγελίστριαι»22.
Για τον θρήνο της Μαρίας της Μαγδαληνής έξω από τον Τάφο γράφει ο ιερός Χρυσόστομος: «Το γυναικείο φύλο διακρίνεται κατά κάποιον τρόπο για την λεπτότητα των αισθημάτων του και έχει μεγαλύτερη τάση προς οίκτο. Αυτό το λέγω, για να μην απορήσης, γιατί τέλος πάντων, η Μαρία θρηνούσε πικρά στον τάφο, ενώ ο Πέτρος δεν έκανε κάτι παρόμοιο... Οι μαθητές, λοιπόν, έφυγαν για να επιστρέψουν στα Ιεροσόλυμα, ενώ εκείνη στάθηκε κοντά στον τάφο. Ήταν μεγάλη παρηγοριά να βλέπη το μνήμα. Να, την κοιτάζεις, που σκύβει και θέλει να δη τον τόπο όπου βρισκόταν το σώμα, προκειμένου να παρηγορηθή; Γι' αυτό και έλαβε μεγάλο μισθό, γι' αυτήν την μεγάλη φροντίδα της. Γιατί εκείνο που δεν είδαν οι Μαθητές, το είδε πρώτη η γυναίκα. Είδε δηλ. δύο Αγγέλους, να κάθονται ο ένας προς το μέρος των ποδιών και ο άλ­λος προς το μέρος της κεφαλής, με λευκή ενδυμασία και το πρόσωπο γεμάτο από πολλή φαιδρότητα και χαρά»23. Από την εμφάνιση των δύο Αγγέλων η Μα­ρία μένει έκπληκτη, θαμπωμένη από το παράδοξο θέα­μα. «Γυναίκα, γιατί κλαις; Ποιον ζητείς;» Την ρω­τούν. Και αυτά τα είπαν, κατά κάποιον τρόπον σαν να την επέπλητταν:
-Γιατί κλαις, αφού τόσα είδες; Ακόμη φοβείσαι και δεν μπορείς να εννοήσης τίποτε υψηλότερο; Ακό­μη αμφιβάλλεις και διστάζεις; Ποιον ζητείς; Εκείνον που ηγέρθη; Που αναστήθηκε; Βλέπεις Αγγέλους να κάθονται μέσα στον τάφο και εσύ ακόμη πιστεύεις, ό­τι εσύλησαν το Σώμα; Ποιος μπορεί να κλέψη Βασι­λέα που φρουρείται από αγγελική φρουρά;
Και εκείνη λέγει: «Πήραν τον Κύριό μου από το μνημείο, και δεν γνωρίζω πού τον έβαλαν» (Ιω. κ', 13). Αυτό που είπε προηγουμένως στους Αποστόλους, αυτό λέγει και στους Αγγέλους.

«Αλλ' ω της καλής καρτερίας! Ω της επαινετής πολυπραγμοσύνης! Ου παρείδεν αυτήν ο ποθούμενος. Ουκ αφήκε τη απιστία βυθίζεται ο ζητούμενος. Αλλά τον ζέοντα πόθον ιδών, αυτομάτως εφιστάται» (Θεοφ. Κεραμέως Ομιλία ΛΕ', εις το όγδοον εωθινόν).
Τότε, στράφηκε πίσω η Μαρία και βλέπει τον Ιη­σού! Πώς εστράφη ξαφνικά προς τα πίσω, ενώ μιλού­σε με τους Αγγέλους; Από την όψη και το βλέμμα των Αγγέλων, από την έκπληξή τους και την στάση τους, μόλις αντίκρυσαν τον Κύριο. Γυρίζει και αυτή προς τα πίσω και βλέπει τον Ιησού. Και εκείνος την ρωτάει: «Γύναι, τί κλαίεις; Τίνα ζητείς;» (Ιω. κ', 15). Δεν Τον αναγνωρίζει ακόμη. Τα μάτια της «εκρατούντο του μη επιγνώναι αυτόν» (Βλ. Λουκ. κδ', 16), ό­πως έγινε με τους δύο Μαθητές που βάδιζαν προς την Εμμαούς. Ίσως δεν Τον αναγνώρισε αμέσως, επειδή τα μάτια της θάμπωσαν από το πολύ κλάμα και δεν έ­βλεπε καθαρά. Ίσως ακόμη δεν είχε φέξει καλά η μέ­ρα. Ίσως, διότι έτσι ο ίδιος ο Ιησούς οικονόμησε, εμ­φανιζόμενος με την πιο ταπεινή και κοινή ενδυμασία, ώστε να τον νομίση για κηπουρό. Και του λέγει: «Κύριε, εάν εσύ τον πήρες στα χέρια σου, πες μου που τον έχεις τοποθετήσει, κι εγώ θα τον πάρω από ε­κεί». Ω της γυναικείας αγάπης! «Ω της ευνοίας και φιλοστοργίας της γυναικός!» (Ιωάννης Χρυσόστο­μος). Και η απάντηση; Το άκουσμα του ονόματός της από το γλυκύ στόμα του Κυρίου: «Μαρία!». Στρέφε­ται, λέγει, αυτή τότε και συγκλονισμένη από το άκου­σμα, αυθόρμητα απαντά: «Ραββουνί» δηλ. Διδάσκαλε. Ο Θεός Λόγος, που γνωρίζει και βλέπει τους διαλογι­σμούς και τις καρδιές των ανθρώπων, δεν την αφήνει να βασανίζεται άλλο. Φώτισε τον νου της, φώτισε τους οφθαλμούς της να δη και να κατανόηση ποιος εί­ναι αληθινά αυτός που της μιλά. Σπεύδει τότε να αγκαλιάση και να ασπαστή τα πόδια του Κυρίου. Αλ­λά Αυτός την αποτρέπει και της λέγει: «Μη μου άπτου. ούπω γαρ αναβέβηκα προς τον Πατέρα μου» (Ιω. κ', 17).

Στάσου μακριά. Μη με εγγίζεις. Επειδή ήτο ακόμη η Μαρία ατελής κατά το φρόνημα, και Τον αναζητούσε στον Τάφο ως άνθρωπο, θέλει να α­νυψώση το φρόνημά της, ώστε να μην τον νομίζη πλέον άνθρωπο, αλλά και Θεό. «Μη με πλησίασης, μη με αγγίξης». Δεν φέρω πλέον το ίδιο φθαρτό σώ­μα, την σάρκα της παχύτητος και της φθοράς. Το Σώ­μα αυτό δεν μπορείτε να το πλησιάσετε και να το αγ­γίξετε. «Επειδή η διάνοιά σου δεν ήγγισε το ύψος του σχετικά μ' εμέ μυστηρίου, ότι ενώ είμαι Θεός, τώ­ρα βλέπομαι σε σώμα, και μάλιστα θεοειδές, γι' αυτό μη μ' εγγίζεις»24.
Και ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης γράφει σχετικώς: «Ας μη ζητήσουμε ανάμεσα στους νεκρούς αυτόν που ζη. Ο Κύριος απωθεί όποιον τον ζητεί μ' αυτόν τον τρόπον, λέγοντάς του "μη μου άπτου". Όταν ανεβώ στον Πατέρα μου τότε θα σου επιτρέπεται να με αγγίζης. Θέλει να πη μην αποτυπώσης στην πίστη σου την σωματική και δουλική μορφή μου, αλλά να λατρεύης αυτόν που βρίσκεται στην δόξα του Πατέρα και υπάρχει με την μορφή του Θεού και που είναι Λό­γος του Θεού»25.
«Το Μη μου άπτου μπορεί να σημαίνη και την νοητή προσέγγιση και επαφή. Διότι (η Μαρία) ήθελε να ερευνήση πώς οικονομήθηκε το Μυστήριο της Α­ναστάσεως. Την απομακρύνει και την αποθαρρύνει α­πό τέτοιου είδους ερωτήσεις και είναι σαν να της λέγη, μην ερευνάς και θέλεις να εξετάσης αυτά που εί­ναι πάνω από τις δυνάμεις σου και τα μέτρα σου. Για­τί ακόμη δεν μπορείς να ανεβής και να φθάσης σε τέ­τοιου είδους μυσταγωγία. Επειδή "Δεν ανέβηκα ακό­μη προς τον Πατέρα μου", ώστε κι εσάς να σας ελκύ­σω και να σας ανεβάσω στην υψηλότερη θεωρία και γνώση που θα γίνη με την κάθοδο σ' εσάς του Αγίου Πνεύματος»26.
Μεγάλη τιμή για την Μαρία να αξιωθή να ιδή τον Κύριο, πρώτη μετά την Θεοτόκο. Μεγάλη ευτυχία για την Μαρία να ιδή πρώτη τον Αναστάντα Ιησού και να μιλήση μαζί Του, μετά την Θεοτόκο. Μεγάλη η τι­μή να την στείλη στους Αποστόλους, να μάθουν και αυτοί την χαρμόσυνη είδηση. Διότι αμέσως μετά προ­σθέτει: «Πορεύου δε προς τους αδελφούς μου και ειπέ αυτοίς. αναβαίνω προς τον πατέρα μου και πατέρα υ­μών, και Θεόν μου και Θεόν υμών» (Ιω. κ' 17). Και συνεχίζει ο άγιος Ευαγγελιστής Ιωάννης: «Έρχεται Μαρία η Μαγδαληνή απαγγέλουσα τοις μαθηταίς ότι εώρακε τον Κύριον, και ταύτα είπεν αυτή». Γίνεται η Μαρία Μαγδαληνή των Αποστόλων απόστολος, των Μαθητών κήρυκας, των Ευαγγελιστών ευαγγελίστρια. Ο Χριστός την διάλεξε γι' αυτήν την υψηλή διακονία και αποστολή. «Αυτή, λοιπόν, φεύγει -λέγει ο ιερός Χρυσόστομος- για να αναγγείλη αυτά στους Μαθη­τές. Τόσο σπουδαίο πράγμα είναι, λέγει, η προσεδρία27 και η καρτερία» (Ερμηνεία στο κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο, Ομιλία Πστ').

* * *

Η ορθόδοξη υμνολογία μας, βασισμένη στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, αποτύπωσε τον συγκινητικό διά­λογο της Μαρίας Μαγδαληνής με τον Ιησού, έξω α­πό τον Τάφο, σ' έναν υπέροχο ύμνο:
«Εις το μνήμα σε επεζήτησεν, ελθούσα τη μια των Σαββάτων, Μαρία η Μαγδαληνή. μη ευρούσα δε ωλοφύρετο, κλαυθμώ βοώσα. Οίμοι! Σωτήρ μου, πώς ε­κλάπης πάντων βασιλεύ; Ζεύγος δε ζωηφόρων Αγγέ­λων, ένδοθεν του μνημείου εβόα. Τί κλαίεις, ω γύναι; Κλαίω, φησίν, ότι ήραν τον Κύριόν μου του τάφου, και ουκ οίδα που έθηκαν αυτόν. Αυτή δε στραφείσα ο­πίσω, ως κατείδέ σε, ευθέως εβόα: Ο Κύριος μου και ο Θεός μου, δόξα σοι»28.
«Λίαν πρωί έδραμε η Μαρία στον τάφο και γι' αυ­τό ευαγγελίζεται το μυστήριον της Αναστάσεως. Η προθυμία της γυναικός υπερέβη την προθυμία των αν­δρών. Δεν έπρεπε αυτή πρώτα να δεχθή της χαράς τα μηνύματα; Ας απολαύση πρώτη της Αναστάσεως την χαρά εκείνη που εδοκίμασε και του πάθους την πικρότητα. Ας γίνη μηνύτρια της Αναστάσεως εκείνη που το Ποτήριον του θανάτου του Κυρίου πρώτη είδε. Ε­λάτε, γυναίκες, εσείς που ξεπεράσατε με την προθυμία σας τους Αποστόλους, και γι' αυτό αξιωθήκατε την θεία οπτασία, ελάτε να διώξετε από τις καρδιές των Μαθητών το σκοτάδι της δειλίας. Ελάτε να τους μηνύσετε την έλευση του Κυρίου. Γίνετε δάσκαλοι σ' αυτούς που θα διδάξουν όλη την οικουμένη. Δώστε φως σ' εκείνους που ετοιμάζονται να διασκορπίσουν σ' όλην την γη την αλήθεια του αληθινού Φωτός. Δείξτε σ' αυτούς πόση είναι η διαφορά της μεγαλοψυ­χίας, της προθυμίας, της τόλμης, που κατοικεί στις καρδιές των γυναικών από τις καρδιές των ανδρών. Ας μάθουν από την δική σας προθυμία, πόσος φόβος τους κυριεύει. Επειδή τον καιρό που εκείνοι έψαξαν τα πιο σκοτεινά και κρυφά μέρη για να κρυφθούν, ε­σείς τρέξατε στον Τάφο και δεν υπολογίσατε ούτε τον φόβο των εχθρών, ούτε την λύσσα των Φαρισαίων, ούτε τις απειλές των Γραμματέων. Το σκοτάδι σας φά­νηκε φως, οι οπλισμένοι στρατιώτες συνοδοιπόροι σας, οι απειλές των αρχιερέων βοηθοί σας στον σκο­πό σας να "μυρίσετε" δηλ. να αλείψετε με μύρα το δεσποτικόν σώμα»29 .
Η Μαρία Μαγδαληνή αγγελιοφόρος προς τους Μαθητές. Από το στόμα της θα διαλαληθή το μήνυμα της Αναστάσεως, «χαράς ευαγγέλια της Αναστάσεως Χριστού». Αυτό, όμως ήταν και θεϊκή οικονομία. Διό­τι από την γυναίκα ήλθε η λύπη στον κόσμο. Η προμήτωρ Εύα έγινε πρόξενος λύπης στον Αδάμ. Μία γυ­ναίκα πάλι θα γίνη τώρα μηνυτής της χαράς στους άν­δρες. Γυναίκα έφερε την πτώση. Αλλά και γυναίκα θα διακηρύξη το σωτήριο γεγονός της Αναστάσεως.
«Το χαίρε ταις Μυροφόροις φθεγξάμενος, τον θρήνον της Προμήτορος Εύας κατέπαυσας, τη Αναστάσει Σου, Χριστέ ο Θεός. τοις Αποστόλοις δε τοις σοις κηρύττειν επέταξας. ο Σωτήρ εξανέστη του μνήματος»30.
Ισαπόστολος

Μετά από όλα αυτά η Μαρία η Μαγδαληνή έμει­νε στα Ιεροσόλυμα, μαζί με την Υπεραγία Θεοτόκο και τις άλλες γυναίκες. Ύστερα από την Ανάληψη του Κυρίου στους Ουρανούς, όπως διαβάζομε στις Πράξεις των Αποστόλων, συνήθιζαν να συγκεντρώ­νονται στο υπερώον και να προσεύχονται μαζί με τους Αποστόλους και όλους τους Μαθητές του Κυρίου. «Όλοι αυτοί με μια ψυχή και με μια καρδιά α­κούραστα προσεύχονταν και εδέοντο στον Θεό μαζί και με άλλες ευσεβείς γυναίκες, που είχαν ακολουθή­σει τον Κύριο, όπως επίσης μαζί με την Μαρία την μητέρα του Ιησού και με αυτούς που ενομίζοντο α­δελφοί του» (Πράξ. α', 14). Εκεί στα Ιεροσόλυμα, η αγία Μαρία η Μαγδαληνή επιδόθηκε σε σπουδαίο φι­λανθρωπικό έργο μαζί με την Θεοτόκο, μοιράζοντας τα πλούτη της στους φτωχούς.
Ύστερα από την Επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος την ημέρα της Πεντηκοστής, οι Απόστολοι διασκορπίσθηκαν σε διάφορους τόπους για να κηρύξουν το Ευαγγέλιο, σ' όλα τα έθνη και σ' όλους τους λαούς, όπου τους κατηύθυνε το Άγιο Πνεύμα. Και η μακαρία Μαρία, όπως λέγει κάποια παράδοση, ξεκίνησε να φθάση στην Ρώμη, για να ζητήση από τον Καίσαρα Τιβέριο31 να αποδώση δικαιοσύνη για τον άδικο θάνα­το του Ιησού Χριστού. Ακολουθώντας τον δρόμο και την ζωή των Αποστόλων, αρχίζει την μακρινή οδοιπορία, καταφρονώντας κόπους, εμπόδια και δυσκο­λίες. Καθ' οδόν διδάσκει και κηρύττει. Διηγείται και διακηρύττει την Ανάσταση του Κυρίου. «Και ποιος μπορεί να διηγηθή τις δυσκολίες που της έτυχαν στην οδοιπορία; και πόσον πλήθος προσείλκυσε στην πί­στη δια της σαγήνης του Ευαγγελίου; Αυτά τα γνωρί­ζουν καλώς όσοι μελετούν με σπουδή και επιμέλεια τα χρονικά της Ιταλίας, εις τα οποία σώζονται ιστορίες ότι πολύ εδοξάσθη η μακαρία από τον Θεό» γράφει ο Νικηφ. Κάλλιστος Ξανθόπουλος. Και συνεχίζει: «Αλλά και προς αυτόν τον Καίσαρα Τιβέριον παρου­σιάσθηκε και καλά εξετέλεσε την αποστολή της. Δεν θα πίστευε ποτέ κανείς ότι θα είχαν καλύτερο τέλος -όσα δηλαδή έπρεπε να πάθουν- αυτοί που εσταύρωσαν τον Χριστό, ο Άννας, ο Καϊάφας και ο Πιλάτος, καθώς ιστορούν άνθρωποι φιλαληθέστατοι». Αφού δικάσθηκαν και τιμωρήθηκαν οι σταυρωτές του Κυρίου, η μακαρία Μαρία η Μαγδαληνή κατήχησε τους πι­στούς στην Ρώμη και τους στερέωσε στην πίστη -συ­νεχίζει ο ίδιος βιογράφος. Και αφού κήρυξε στην Ρώ­μη, περιηγήθηκε όλη την Ιταλία και Γαλλία. Και επέ­στρεψε στα Ιεροσόλυμα, αφού πρώτα πέρασε από την Αίγυπτο, την Φοινίκη, την Συρία και την Παμφυλία. Σ' όλες αυτές τις χώρες εδίδασκε και εκήρυττε το Ευαγγέλιο και την πίστη στον Αναστάντα Ιησού. Στα Ιεροσόλυμα μικρό διάστημα παρέμεινε μαζί με την Υπεραγία Θεοτόκο, ως την Κοίμησή της.
Κατά την παράδοση της Εκκλησίας μας, η αγία Μαρία Μαγδαληνή μετέβη κατόπιν στην Έφεσο, ό­που ζούσε και εδίδασκε ο ηγαπημένος μαθητής, ο υιός της βροντής, Ιωάννης. Στην Έφεσο συναντήθη­κε με τον Μαθητή, συμμετείχε στο κήρυγμά του και έ­γινε βοηθός του και συμπαραστάτης του στις δοκιμασίες και στις θλίψεις του, στην φυλάκισή του και σε όλα του τα δεινά. Στην Έφεσο, η Αγία, οδήγησε πολ­λούς στην πίστη και στην επίγνωση της αλήθειας. Ο λαός της Εφέσου την ετίμησε και την ευλαβήθηκε δε­όντως. Μετά τον θάνατό της το πάντιμον και πάνσεπτον σώμα της ενταφιάσθηκε οσιοπρεπώς από τον ά­γιο Απόστολο και Ευαγγελιστή Ιωάννη, σ' ένα σπή­λαιο κοντά στην Έφεσο, σαν πολύτιμος θησαυρός. Κατά την ώρα της ταφής, επιτελέσθηκαν πολλά θαύ­ματα, καθώς και τους μετέπειτα χρόνους, μέχρι της σήμερον, η Αγία δεν σταμάτησε να θαυματουργή. Το έτος 890 μ.Χ. ο βασιλεύς Λέων Στ' ο Σοφός (886-912), έκανε ανακομιδή του αγίου λειψάνου της και το μετέ­φερε από την Έφεσο στην Κωνσταντινούπολη. Μαζί με τον αδελφό του Αλέξανδρο, το έλαβε επάνω στους ώμους του και το απέθεσε με ευλάβεια στον Ναό που αυτός έκτισε επ' ονόματι του Αγίου και Τετραημέρου φίλου του Χριστού Λαζάρου στην Κωνσταντινούπο­λη. Το άγιο λείψανο τοποθετήθηκε μάλιστα στο αρι­στερό μέρος του Ιερού Βήματος, μέσα σε ασημένια θήκη. «Τελείται δε αυτών η Σύναξις», την 4η Μαΐου, «εν τη ευαγεστάτη Μονή τη παρά του αυτού βασιλέως επ' ονόματι του Αγίου Λαζάρου συστάση». Εκ του κοινού αυτού εορτασμού της ανακομιδής των λειψά­νων της Αγίας μετά του Αγίου Λαζάρου, στην Μονή του οποίου εναπετέθησαν υπό του βασιλέως Λέοντος, πολλοί εταύτισαν την αγία Μαρία Μαγδαληνή, λαν­θασμένα, με την αγίαν Μαρίαν, την αδελφή του Λαζά­ρου, η οποία είναι διαφορετικό πρόσωπο32.
Η Εκκλησία μας εορτάζει την μνήμη της αγίας Μυροφόρου και Ισαποστόλου Μαρίας Μαγδαληνής την 22 Ιουλίου. Επίσης την συνεορτάζει μαζί με τις άλλες Μυροφόρες Άγιες Γυναίκες, την τρίτη Κυρια­κή μετά το Πάσχα, την Κυριακή των Μυροφόρων. Η ανακομιδή των λειψάνων της εορτάζεται στις 4 Μαΐου.
Και αναφέρομεν επίσης και τούτο, ότι της Μυρο­φόρου και Ισαποστόλου Μαρίας της Μαγδαληνής η ιερά χειρ, βρίσκεται στην Ιερά και Σεβάσμια Μονή της Σιμωνόπετρας, στο Αγιώνυμον Όρος του ΆΘω, θαύματα βρύουσα και χάριτας ιαμάτων πηγάζουσα ως ποταμός αένναος.

* * *

Έζησε ζωή ισάγγελη και έγινε σεβαστή και σ' αυτούς τους Αγγέλους. Και υπερτέρησε όλων των α­γίων ως τότε γυναικών που ευηρέστησαν τον Θεό, αλ­λά και όλων των μεταγενεστέρων αγίων μαρτύρων γυ­ναικών και ασκητριών. Επειδή είδε και εγνώρισε και υπηρέτησε τον ίδιον τον Χριστόν, τον αληθινό Νυμφίο των ψυχών τους. Και ό,τι είναι οι Απόστολοι με­ταξύ όλων των Αγίων, τούτο είναι η Μαγδαληνή με­ταξύ όλων των αγίων Γυναικών, όσες δια της πολι­τείας των ευηρέστησαν τον Θεό. Διότι τις μεν εμιμήθη στον ζήλο, από τις άλλες φάνηκε ανώτερη και σε όλες έγινε παράδειγμα θεαρέστου πολιτείας, γράφει ο Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος.

Έτσι από τα πολλά που αξίζουν να σου πούμε, λί­γα μπορέσαμε να σου αποδώσουμε «Μαρία θαυμαστή και υπέρτιμε. συ δε τας αθανάτους νυν οικούσα σκηνάς και συν αγγέλοις περί τον θρόνον χορεύουσα τον δεσποτικόν και τας υπέρ του κόσμου ποιουμένη λιτάς»33, αίτησαι δοθήναι ημίν πταισμάτων άφεσιν και το μέγα έλεος.


Ταις της Αγίας Σου Μυροφόρου πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν.

Απολυτίκιον

Ήχος α'. Τον τάφον σου Σωτήρ

Χριστώ τω δι' ημάς, εκ Παρθένου τεχθέντι, σεμνή Μαγδαληνή, ηκολούθεις Μαρία, αυτού τα δικαιώματα, και τους νόμους φυλάττουσα. όθεν σήμερον, την παναγίαν σου μνήμην, εορτάζοντες, αμαρτημάτων την λύσιν, ευχαίς σου λαμβάνομεν.



Κοντάκιον

Ήχος δ'. Ο υψωθείς εν τω Σταυρώ.

Ο υπερούσιος Θεός εν τω κόσμω, μετά σαρκός επιφοιτών Μυροφόρε, σε αληθή μαθήτριαν προσήκατο, όλην σου την έφεσιν, προς αυτόν κεκτημένην. όθεν και ιάματα επετέλεσας πλείστα. και μεταστάσα νυν εν ουρανοίς, υπέρ του κόσμου πρεσβεύεις εκάστοτε.


Μεγαλυνάριον
Λόγοις λαμπρυνθείσα τοις του Χριστού, κόσμου την απάτην, καταλέλοιπας, και αυτώ προσήλθες, Μαγδαληνή Μαρία, και τούτω ηκολούθεις, ψυχής θερμότητι.



--------------------------------------------------------------------




1. Μικρός Συναξαριστής, εκδ. «Αποστολικής Διακονίας».
2. Βλ. Νικηφόρου Καλλίστου Ξανθόπουλου, «Λόγος εις την Αγίαν Μυροφόρον και Ισαπόστολον Μαρίαν την Μαγδαληνήν», ΡG. 147, 540-576.
3. Ένθα ανωτέρω. |
4. Ο Βίος αυτός εξεδόθη μαζί με την Ασματική Ακολουθία της Αγίας και του Αγίου Σίμωνος του Μυροβλύτου, επιμέλεια του καθηγουμένου της Ι. Μονής Σίμωνος Πέτρας, Αρχιμανδρ. Ιε­ρωνύμου, εν Αθήναις 1924.
5. Βλ. Θεοφάνους Κεραμέως «Ομιλίαι εις Ευαγγέλια Κυριακά και Εορτάς», Ομιλία εις το Τρίτον Εωθινόν.
6. Μοδέστου, αρχιεπισκ. Ιεροσολύμων «Εις τας Μυροφό­ρους» εκ της Βιβλιοθήκης Φωτίου, αρχιεπισκόπου Κων/πόλεως και Ρ.G. 104, 244.
7. Θεοφύλακτου Αρχιεπισκόπου Βουλγαρίας, «Ερμηνεία εις τα Τέσσερα Ιερά Ευαγγέλια».
8. Βλ. Αγ. Ιω. Χρυσοστόμου Ερμηνεία στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, Ομιλία Π' και Ερμηνεία στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον Ομιλία Ξβ'. Επίσης και αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, Ερμηνεία εις το Τριώδιον της Μεγ. Τετάρτης, Εορτοδρόμιον Τόμ. Β', σελ. 109-112, εκδ. «Ορθόδ. Κυψέλη».
9. Βλ. «Εις την πόρνην και εις τον Φαρισαίον, τη αγία και μεγάλη Τετάρτη». Ρ.G. τόμ. 59, 531.
10. Βλ. Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 8, σελ. 726.
11. Εννοεί την συνομιλία του Ιησού με την Σαμαρείτιδα στο φρέαρ του Ιακώβ. Βλ. Ιω. δ', 27.
12. Αγίου Μοδέστου, αρχιεπισκ. Ιεροσολύμων, Λόγος «Εις τας Μυροφόρους» Ρ.G. 104, 244.
13. Στιχ. προσόμοιον Εσπερινού, 22ας Ιουλίου, Μηναίον.
14. Εκ του Εγκωμιαστικού Λόγου εις την Αγίαν Μαρίαν την Μαγδαληνήν, Νικηφόρου Καλλίστου Ξανθοπούλου.
15. Εγκώμια εις την Θεόσωμον Ταφήν του Κυρίου (εξ αρ­χαίου Τριωδίου).
16. Οι ευσεβείς θεόφρονες Μυροφόροι γυναίκες ήταν πολλές αλλά οι Ευαγγελιστές αναφέρουν μόνον τις σπουδαιότερες. Μνη­μονεύονται η Μαρία Μαγδαληνή, η Μαρία, μητέρα του Ιακώβου και του Ιωσή, η Σαλώμη, σύζυγος του Ζεβεδαίου και μητέρα των Αποστόλων Ιακώβου και Ιωάννου, η Μαρία του Κλωπά, η Ιωάν­να, σύζυγος του Χουζά επιτρόπου του Ηρώδη, η Σωσάννα, η Μα­ρία και η Μάρθα, οι αδελφές του Λαζάρου. Μαζί μ' αυτές ήταν και άλλες γυναίκες, που είχαν έλθει από την Γαλιλαία, ακολουθώ­ντας τον Κύριο.
17. «Λόγος εις την Κυριακήν των Μυροφόρων» εκ της «Ευαγγελικής Σάλπιγγος» Μακαρίου του εν Πάτμω.
18. Αγίου Ιωάν. Χρυσοστόμου Ερμηνεία στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, Ομιλία ΠΕ'.
19. Στιχηρόν των Αίνων (ήχ. πλ. α') της Κυριακής του Πά­σχα.
20. Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Ομιλία ΙΗ', «Εις την Κυριακήν των Μυροφόρων», ΕΠΕ τόμ. 9.
21. Βλ. Θεοφάνους Κεραμέως, Ομιλία ΛΕ', Εις το όγδοον εωθινόν.
22. Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Ερμηνεία εις τον Κανόνα της Κυριακής του Πάσχα, Εορτοδρόμιον τόμ. Β' σελ. 313-314, έκδ. «Ορθοδόξου Κυψέλης».
23. Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου Ερμηνεία στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, ομιλία Πστ'.
24. Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, Ομιλία εις την Κυριακή των Μυροφόρων, ΕΠΕ τόμ. 9.
25. Αγ. Γρηγορίου Νύσσης, Έργα, ΕΠΕ, τόμ. 10 σελ. 485.
26. Θεοφ. Κεραμέως, Ομιλία ΛΕ', Εις το όγδοον εωθινόν.
27. Προσεδρία είναι η επιμονή, η παραμονή κοντά σε κά­ποιον και η φροντίδα γι' αυτόν με πολλή αγάπη.
28. Παρακλητική, Αίνοι Κυριακής, γ' ήχου.
29. Μακαρίου του εν Πάτμω, ένθ. άνωτ.
30. Κοντάκιον, Κυριακής Μυροφόρων, ήχος β'.
31. Τιβέριος = Ρωμαίος αυτοκράτορας, βασίλεψε κατά τα έτη 42 π.Χ. - 37 μ.Χ.
32. Ο Δοσίθεος Ιεροσολύμων στην «Δωδεκάβιβλο» λέει ότι ο Λέων ο Σοφός έφερε στην Κωνσταντινούπολη και το ιερόν λείψανον της Μαρίας της αδελφής του Λαζάρου.
33. Βίος αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής εκ του «Μηνολογίου» τόμ. 2ος (Menologii Anonymi Byzantini. Saeculi X, τόμοι 2).


ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ» ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ