A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !
✞ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος ✞

Τετάρτη 24 Ιουλίου 2013

Ο βίος της Αγίας Ευφημίας και το θαύμα εν Χαλκηδόνα (11 Ιουλίου -16 Σεπτεμβρίου)




Ο βίος της Αγίας



Η  Αγία Ευφημία έζησε κατά τούς χρόνους του Διοκλητιανού καί ήθλησε τό έτος 303. Κατήγετο από την Χαλκηδόνα. Ήτο θυγάτηρ του περιφανούς και πλουσίου Συγκλητικού Φιλόφρονος και της ευσεβούς και φιλοπτώχου Θεοδοσιανής. Η  Αγία επαιδαγωγήθη «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου»  διό ηγάπησε τόν Χριστό , την παρθενίαν και την μετά ζήλου ομολο­γίαν του Χριστού.

O ανθύπατος της  Ανατολής Πρίσκος εχων συγ­κάθεδρον τον φιλόσοφον και ιερέα του Άρεως  Απελ­ιανόν, εκήρυξε,  κατά την απόφασιν και εντολήν του Διοκλητιανού, διωγμόν κατά των Χριστιανών εις την Ανατολήν. Κατά την εορτήν του ψευδωνύμου Θεού Άρεως εζήτησε άπαντες οι κάτοικοι να  προσέλθουν εις την εορτήν. Όσoι δεν θα προσήρχοντο θα ετιμωρούντο με φοβερά κολαστήρια. Οι χριστιανοί καθ' ομά­δας εκρύπτοντο άλλοι εις οικίας και άλλοι εις ερημι­κάς περιοχάς. Ή Αγία  Ευφημία  ηγείτο μιας τοιαύτης ομάδος στηρίζουσα τούς πιστούς διά του φλογερού λόγου της.

Συνελήφθη η Αγία μετά των τεσσαράκοντα εννέα μελών της ομάδος της. Εις την πρόσκλησιν του Πρί­σκου νά θυσιάσουν εις τό είδωλον του Άρεως η Αγία και η  ομάδα της ηρνήθησαν με τόλμην και παρρη­σίαν, από την απάντησίν των εθυμώθη ο Πρίσκος και έδωκεν εντολήν να  δέρουν επί είκοσι ημέρας τους Αγίους και να τους φυλακίσουν. Μετά τας είκοσι ημέρας εδοκίμασε και πάλιν να πείσει τούς μάρτυρας να θυσιάσουν. Μετά την αρνησίν των, τους έδειραν τόσον, ώστε κατεπονήθησαν οι δέροντες στρατιώται. Τότε τούς λοιπούς μάρτυρας ο Πρίσκος έκλεισεν εις την φυλακήν, την δε Αγίαν προσεπάθησε να την πεί­σει να θυσιάσει. Μετά την άρνησίν της και την ομολο­γίαν της πίστεώς της εις τον Χριστόν την έβαλον εις τον τροχόν και έτσι κατεκόπτετο όλον το σώμα της Αγίας. Κατά το μαρτύριόν της η Αγία προσηύχετο διαρκώς. Μετά το πέρας της προσευχής της θαυμα­τουργικώς ελύθη από τον τροχόν και αποκατεστάθη τέλειον και υγιές το σώμα της. Εν συνεχεία  ερρίφθη η Αγία εις πυρακτωμένην κάμινον. Οι προεστώτες των υπηρετών Σωσθένης και Βίκτωρ ηρνήθησαν να ρίψουν την Αγίαν εις την κάμινον, διότι έβλεπον να ίνστανται παρά το πλευρόν της Αγίας δύο φοβεροί άν­δρες, οι οποίοι απειλούσαν ότι  θα διασκορπίσουν το πυρ. Ο Σωσθένης και ο Βίκτωρ ομολόγησαν τον Χρι­στόν και εμαρτύρησαν.  Προσευχηθείσα  η  Αγία ερρί­φθη εις την κάμινον. Η φλόξ δεν ήγγισε την Αγίαν, αλλά διεσκορπίσθη έξω της καμίνου και έκαυσε πολλούς.

Ο Πρίσκος υπέβαλε την  Αγίαν εις νέον μαρτύ­ριον. Εκτύπωv την Μάρτυρα με οξείς λίθους και σί­δηρα αιχμηρά και έτσι κατεκόπη και κατεξεσχίσθη το σωμά της. Και πάλιv θαυματουργικώς αποκατεστά­θη υγιής. Ακολούθως ερρίφθη η Αγία εις  μεγάλην δε­ξαμενήv, όπου ύπηρχον σαρκοβόρα θηρία της θαλάσ­σης. Τα θηρία όχι μόνον δεv έβλαψαv την Αγίαν, αλ­λά και τηv εβάσταζοv επάνω των. Έπειτα έβαλοv την Μάρτυρα εις λάκκον με σουβλιά. Και εκείθεν εξήλ­θεν αβλαβής.  Επεχείρησεv ο Πρίσκος να πριονίσει και να καύσει την Αγίαν. Οι οδόντες εστράβωσαν και το πυρ εσβέσθη και ουδέν αύτη έπαθεν. Τέλος ερρί­φθη η Μάρτυς εις θηρία, τα οποία ήλθον πλησίον της προσκυvούντα αυτήv. Επειδή η Αγία προ του μαρτυ­ρίου αυτού ικέτευσε τον Χριστόν vα την αναπαύση πλησίον Του, μία άρκτος τηv εδάγκωσε και ούτω πα­ρέδωκε την αγίαv της ψυχήv εις χείρας του Νυμφίου της.

Χαίροvτες οι γονείς της έθαψαv μετά πάσης τιμής το πάνσεπτόν της λείψανον εις την Χαλκηδόνα και εδόξαζαν τοv Κύριον, διότι ηξιώθησαν της τιμής να έ­χουν τηv θυγατέρα των Μεγαλομάρτυρα της Εκκλη­σίας και πρέσβειράν των πλησίον Του.


Το θαύμα



O Κύριος ετίμησε την καλλίνικον παρθένον  και μάρτυρα Ευφημίαν με την δωρεάν της αφθαρσίας του πολυάθλου και παρθενικού  της σώματος. Εις την Χαλκηδόνα συνήλθαν οι 630 θεοφόροι Πατέρες το έ­τος 451 συγκροτήσαντες την Αγίαν Τετάρτην Οικου­μενικήν Σύνοδον, επί των ευσεβεστάτων Βασιλέων Μαρκιανού και Πουλχερίας. Ή Σύνοδος αυτή κατεδί­κασε τον αιρετικόν Ευτυχή, όστις εκήρυττε την πλά­νην, ότι ο Χριστός έχει μόνον μίαν φύσιν και μίαν ε­νέργειαν, αυτήv της Θεότητος. Οι Άγιοι Πατέρες εδογμάτισαν την πίστιv της Εκκλησίας, ότι ο Χριστός έχει δύο τελείας φύσεις, θελήσεις και ενεργείας, την θείαν και την ανθρωπίνην, εις μίαν  Yπόστασιν. Είναι δε ηνωμέναι αι δύο φύσεις ατρέπτως, ασυγχύτως,. αναλλοιώτως και αδιαιρέτως. Κατά την ανωτέρω Σύνο­δον οι  Όρθόδοξοι Πατέρες συνέταξαν Τόμον, ο  ο­ποίος περιείχε την πίστιν την αληθή, την οποίαν πά­ντοτε επίστευε και εκήρυττεν η Έκκλησία τσυ Χρι­στού. Επίσης οι αιρετικοί  Μονοφυσίται συνέταξαν ίδιον τόμον, που  περιείχε τας πλάνας των. Τότε ομο­φώνως ορθόδοξοι και αιρετικοί απεφάσισαν να τε­θούν και τα δύο κείμενα επί του στήθους της Αγίας Ευφημίας και ανοίξαντες την λειψανοθήκην έπραξαν ούτως και εσφράγισαν πάλιν ταύτην. Ότε δε ήνοιξαν την θήκην, εύρον τον Τόμον των Ορθοδόξωv εις τας χείρας αυτής και των αιρετικών Μονοφυσιτών το κεί­μενον εις τους πόδας αυτής. Έτσι η Μεγαλομάρτυς Ευφημία με το έξαίσιον αυτό θαύμα επεκύρωσε και υπέγραψε τον ορθόδοξον Τόμον και διεσάλπισε το Χριστολογικόν δόγμα περί των δύο φύσεων του Χρι­στού μας εις τα πέρατα της οικουμένης και απέδειξε την διδασκαλίαν του Ευτυχούς και των οπαδών του Μονοφυσιτών ως σατανικήν πλάνην.


 (Νὰ σημειώσουμε ὅτι ἡ κυρίως μνήμη τοῦ μαρτυρίου τῆς ἁγίας Εὐφημίας τελεῖται στὶς 16 Σεπτεμβρίου).


Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη θεσσαλονίκη"
Αρχιμ. Νικοδήμου Γ.Αεράκη Ιεροκήρυκος


  Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ΄ Θείας Πίστεως.
Λίαν εὔφρανας τούς Ὀρθοδόξους καί κατήσχυνας τούς κακοδόξους, Εὐφημία, Χριστοῦ καλλιπάρθενε. Τῆς γάρ Τετάρτης Συνόδου ἔκυρωσας, 
ἅ οἱ Πατέρες καλῶς ἐδογμάτισαν. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστόν τόν Θεό ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμίν τό μέγα ἔλεος.




Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Τῷ θείῳ ἔρωτι, λαμπρῶς ἀθλήσασα, εἰς oσμὴν ἔδραμες, Χριστοῦ πανεύφημε, οἶα νεᾶνις παγκαλής, καὶ Μάρτυς πεποικιλμένη· ὅθεν εἰσελήλυθας, εἰς παστάδα
οὐράνιον, κόσμῳ διανέμουσα, ἰαμάτων χαρίσματα, καὶ σώζουσα τοὺς σοὶ ἐκβοῶντας· χαίροις θεόφρον Εὐφημία.






Δευτέρα 22 Ιουλίου 2013

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ' ΜΑΤΘΑΙΟΥ: Εὐαγγέλιον (Λόγος εἰς τόν ἑκατόνταρχον τοῦ Ἁγἰου Ἰωάννη τοῦ Χρυσόστομου)



Εὐαγγέλιο Κυριακής: (Ματθ. η’ 5-13)



Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, 5 ἐλθόντι τῷ Ἰησοῦ εἰς Καπερναοὺμ προσῆλθεν αὐτῷ ἑκατόνταρχος παρακαλῶν αὐτὸν καὶ λέγων· 6 Κύριε, ὁ παῖς μου βέβληται ἐν τῇ οἰκίᾳ παραλυτικός, δεινῶς βασανιζόμενος. 7 καὶ λέγει αὐτῷ ὁ  Ἰησοῦς· ἐγὼ ἐλθὼν θεραπεύσω αὐτόν. 8 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ἑκατόνταρχος ἔφη· Κύριε, οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς ἵνα μου ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς· ἀλλὰ μόνον εἰπὲ λόγῳ, καὶ ἰαθήσεται ὁ παῖς μου. 9 καὶ γὰρ ἐγὼ ἄνθρωπός εἰμι ὑπὸ ἐξουσίαν, ἔχων ὑπ᾿ ἐμαυτὸν στρατιώτας, καὶ λέγω τούτῳ, πορεύθητι, καὶ πορεύεται, καὶ ἄλλῳ, ἔρχου, καὶ ἔρχεται, καὶ τῷ δούλῳ μου, ποίησον τοῦτο, καὶ ποιεῖ. 10 ἀκούσας δὲ ὁ  Ἰησοῦς ἐθαύμασε καὶ εἶπε τοῖς ἀκολουθοῦσιν· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐδὲ ἐν τῷ  Ἰσραὴλ τοσαύτην πίστιν εὗρον. 11 λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι πολλοὶ ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν ἥξουσι καὶ ἀνακλιθήσονται μετὰ  Ἀβραὰμ καὶ  Ἰσαὰκ καὶ  Ἰακὼβ ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν, 12 οἱ δὲ υἱοὶ τῆς βασιλείας ἐκβληθήσονται εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων. 13 καὶ εἶπεν ὁ  Ἰησοῦς τῷ ἑκατοντάρχῳ· ὕπαγε, καὶ ὡς ἐπίστευσας γενηθήτω σοι. καὶ ἰάθη ὁ παῖς αὐτοῦ ἐν τῇ ὥρᾳ ἐκείνῃ.




Ὁμιλία ΚΣΤ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, εἰς τόν ἑκατόνταρχον



Σε όλο το Ευαγγέλιον του Χριστού βλέπει κανείς πόσον αφωσιωμένος ήταν σ’ αυτόν ο λαός. Διότι και όταν ωμιλούσε, τον ήκουαν σιωπηλοί, χωρίς να παρεμβαίνουν ούτε να διακόπτουν την συνέχεια του λόγου του, ούτε προσπαθούσαν να εύρουν αφορμή για να τον κατηγορήσουν όπως οι Φαρισαίοι· και μετά την διδασκαλία τον ακολουθούσαν πάλι με θαυμασμό. Συ όμως πρόσεξε, παρακαλώ, την σύνεσι του Κυρίου, πώς οικονομεί ποικιλοτρόπως την ωφέλεια των πα­ρόντων, μεταβαίνοντας από τα θαύματα στους λόγους και πάλιν ερχόμενος από τους λόγους τής διδασκαλίας στα θαύματα. Διότι και πριν ανεβή στο όρος εθεράπευσε πολλούς, προετοιμάζοντας το έδα­φος για όσα θα έλεγε και μετά από την ολοκλήρωσι της μακράς αυτής επί του όρους διδασκαλίας, πάλιν έρχεται σε θαύματα, επιβεβαιώνο­ντας τους λόγους με τα έργα του. Και επειδή εδίδασκεν «ως έχων εξουσίαν», για να μη νομισθή ο τρόπος τής διδασκαλίας του κομπα­σμός και αυθάδεια, κάνει το ίδιο και με τα έργα: θεραπεύει «ως εξου­σίαν έχων», για να μη θορυβούνται βλέποντάς τον να διδάσκη με αυτόν τον τρόπον, αφού με τον ίδιο τρόπον έκαμε και τα θαύματα.

Όταν λοιπόν κατέβη από το όρος, τότε προσήλθεν ο λεπρός, ενώ αυτός ο εκατόνταρχος μετά από λίγο, μόλις εισήλθε στην Καπερναούμ. Για ποιόν λόγον όμως ούτε αυτός, ούτε εκείνος ανέβησαν στο όρος; Όχι από ραθυμία, διότι και των δύο η πίστις ήταν θερμή, αλλά για να μη διακόψουν την διδασκαλία. Όταν δε προσήλθε, λέ­γει: «ο παις μου βέβληται εν τη οικία παραλυτικός, δεινώς βασανιζόμενος». Μερικοί, λοιπόν, λέγουν ότι απολογούμενος ανέφερε την αιτία για την οποία δεν τον έφερε μαζί του. Διότι δεν ήταν δυνατόν, λέγει, να τον μεταφέρη σηκωτόν, ενώ ήταν παράλυτος και υπέφερε ευρισκόμενος στις τελευταίες αναπνοές του. Για το ότι ήταν ετοιμο­θάνατος, λέγει ο Λουκάς, «έμελλε τελευτάν». Εγώ όμως βλέπω ότι αυτό είναι απόδειξις της μεγάλης του πίστεως, η οποία ήταν πολύ μεγαλυτέρα από εκείνων που κατέβασαν τον άλλο παραλυτικόν από την στέγη. Διότι, γνωρίζοντας σαφώς ότι και μόνη η προσταγή του αρκεί για να εγερθή ο κατάκοιτος, εθεώρησε περιττό να τον μεταφέ­ρη εκεί.

Τί έκαμε λοιπόν ο Ιησούς; Αυτό που σε καμμία προηγουμένη περίπτωσι δεν είχε κάμει. Ενώ δηλαδή παντού ακολουθούσε την προαίρεσι αυτών που τον ικέτευαν, εδώ σπεύδει, και δεν υπόσχεται μόνο να τον θεραπεύση, αλλά και να μεταβή στην οικία. Και το πράττει αυτό για να μάθωμε την αρετήν τού εκατοντάρχου. Διότι, εάν δεν είχε δώσει, αυτήν την υπόσχεσι, αλλά έλεγε πήγαινε, ο δούλος σου θα θεραπευθή, τίποτε από αυτά δεν θα εγνωρίζαμε. Πράγματι, κάτι ανάλογο έπραξε και στην περίπτωσι της Φοινικίσσης γυναικός, αν και φαινομενικώς έκαμε το αντίθετο. Διότι εδώ μεν, αν και δεν προσκαλήται στην οικία, με ιδικήν του πρωτοβουλία υπόσχεται ότι θα μεταβή, για να μάθης την πίστι και την πολλήν ταπεινοφροσύνη τού εκατοντάρχου· στην περίπτωσι δε της Χαναναίας αρνείται την ευεργεσία και δείχνει μεγάλην απορία για την επιμονή της, επειδή ως σοφός και επινοητικός ιατρός που είναι, γνωρίζει να θεραπεύη τα αντίθετα με τα αντίθετα. Και εδώ μεν με την αυτεπάγγελτο παρουσία, εκεί δε με την παρατεταμένην αργοπορία και άρνησιν αποκαλύπτει την πίστι τής γυναικός. Το ίδιο έκαμε και με τον Αβραάμ, λέγοντας «δεν θα το αποκρύψω από τον δούλο μου Αβρα­άμ», για να μάθης την φιλοστοργίαν, εκείνου και την φροντίδα του υπέρ των Σοδόμων. Και στην περίπτωσι του Λωτ οι  απεσταλμένοι αρνούνται να εισέλθουν στον οίκον του, για να μάθης το μέγεθος της φιλοξενίας του δικαίου.

Και τί λέγει ο εκατόνταρχος; «Ουκ ειμί ικανός, ίνα μου υπό την στέγην εισέλθης». Ας ακούσωμε όσοι πρόκειται να υποδεχθούμε τον Χριστό. Διότι είναι δυνατόν να τον υποδεχθούμε και τώρα. Ας ακούσωμε και ας παραδειγματισθούμε από τον ζήλο του, και ας τον δεχθούμε με την ιδίαν πλουσία διάθεσι. Διότι και όταν υποδεχθής πτωχόν και πεινασμένον και γυμνόν, εκείνον υπεδέχθης και έθρεψες. «Αλλ’ ειπέ λόγω μόνον, και ιαθήσεται ο παις μου». Κοίταξε ότι και αυτός, όπως ακριβώς και ο λεπρός, έχει την αρμόζουσα γνώμη περί του Κυρίου. Διότι ούτε εκείνος του είπε: «παρακάλεσε», ούτε «προσευχήσου» και «ικέτευσε», αλλά μόνον «πρόσταξε». Έπειτα, φοβούμενος μήπως από μετριοφροσύνην αρνηθή, λέγει: «Και γαρ εγώ άνθρωπός ειμι υπό εξουσίαν, έχων υπ’ εμαυτόν στρατιώτας, και λέγω τούτω, πορεύθητι, και πορεύεται, και τω άλλω έρχου, και έρχεται, και τω δούλω μου, ποίησον τούτο, και ποιεί».

Και τί σημασία έχει αυτό, θα έλεγε κάποιος, αν ο εκατόνταρχος έκαμε όλην αυτή την περιγραφή; Το ζητούμενον είναι εάν ο Χριστός την απεδέχθη και την επεκύρωσε. Είναι καλό και πολύ ορθόν αυτό που λέγεις. Ας το ιδούμε λοιπόν αυτό και θα διαπιστώσωμε ότι έγινε και εδώ ό,τι και στην περίπτωσι του λεπρού. Διότι όπως ο λεπρός είπε: «Εάν θέλης» (και δεν βασίζεται μόνον στον λεπρόν ο ισχυρισμός μας περί της εξουσίας του Χριστού, αλλά και στους λόγους τού Χριστού· διότι όχι μόνον δεν διέλυσε την υπόνοια, αλλά και περισσότερο την επεβεβαίωσε, προσθέτοντας αυτό που ήταν περιττό να ειπή, λέγοντας: «θέλω, καθαρίσθητι», για να επικυρώση την πίστιν εκείνου) έτσι και εδώ αξίζει, βεβαίως, να εξετάσωμε, εάν συνέβη κάτι παρόμοιον. Και πράγματι θα διαπιστώσωμε ότι πάλι το ίδιο συνέ­βη. Διότι, όταν τοιαύτα είπε ο εκατόνταρχος και του ανεγνώρισε αυτήν την εξουσία, ο Κύριος όχι μόνον δεν τον ήλεγξε, αλλά και τον επεδοκίμασε και έκαμε κάτι ακόμη περισσότερον από την επιδοκι­μασία. Πράγματι ο Ευαγγελιστής δεν είπε ότι απλώς επήνεσεν αυτό που ελέχθη, αλλά φανερώνοντας και επαύξησι του επαίνου, λέγει ότι και εθαύμασε· και όχι απλώς εθαύμασε, αλλά και παρόντος όλου του πλήθους τον έθεσε ως υπόδειγμα και στους άλλους, ώστε να πο­θήσουν να τον μιμηθούν.

Βλέπεις πώς θαυμάζεται από τον Κύριον όποιος ομολογεί την εξουσία του; Διότι μόλις προ ολίγου έλεγεν ο Ευαγγελιστής: «Και εξεπλήττοντο οι όχλοι επί τη διδαχή αυτού, ότι ως εξουσίαν έχων εδίδασκε». Και όχι μόνον δεν τους ήλεγξε, αλλά και παίρνοντάς τους κατέβη από το όρος και επεκύρωσε την γνώμη τους με τον τρό­πο που εκαθάρισε τον λεπρό. Εκείνος πάλιν έλεγε: «εάν θέλης, δύνασαί με καθαρίσαι»· και όχι μόνον δεν τον επετίμησε, αλλά και τον εκαθάρισε, θεραπεύοντάς τον έτσι, όπως του είπε εκείνος. Ο εκατόνταρχος πάλι λέγει: «είπε λόγω μόνον και ιαθήσεται ο παις μου»· και ο Κύριος θαυμάζοντας αυτόν έλεγε: «Ουδέ εν τω Ισραήλ τοσαύτην πίστιν εύρον».

Για να το διαπιστώσης δε αυτό και εκ του αντιθέτου, άκουσε: Επειδή η Μάρθα δεν είχεν ειπεί κάτι παρόμοιον, αλλά, αντιθέτως, ότι «όσα αν αιτήση τον Θεόν, δώσει σοι», όχι μόνον δεν επηνέθη, μολονότι ήταν γνωστή και αγαπητή, και από τους πλέον αφωσιωμένους σ’ αυτόν, αλλά και επετιμήθη και διωρθώθη από αυτόν, διότι δεν είχε ομιλήσει σωστά. Γι’ αυτό της είπε: «ουκ είπόν σοι, ότι εάν πιστεύσης, όψει την δόξαν του Θεού;», ελέγχοντάς την με τον τρό­πον αυτό για το ότι ακόμη δεν είχε πιστεύσει. Πάλιν, επειδή έλεγε: «όσα αιτήση τον Θεόν, δώσει σοι», για να την απομακρύνη από αυτήν την αντίληψι και να την διδάξη ότι δεν χρειάζεται να λάβη από αλλού, αλλά αυτός είναι η πηγή των αγαθών, λέγει: «Εγώ ειμί η ανάστασις και η ζωή», το οποίο σημαίνει «δεν περιμένω να δεχθώ ενέργειαν, αλλά κατεργάζομαι τα πάντα αφ’ εαυτού μου».

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο και θαυμάζει τον εκατόνταρχο και τον προβάλλει ενώπιον όλων και τον τιμά υποσχόμενος να του χαρίση την Βασιλεία του και τους άλλους καλεί προς μίμησιν του ζήλου του. Και για να βεβαιωθής ότι με αυτόν τον σκοπό τα είπε αυτά, για να μάθη και τους άλλους να πιστεύουν έτσι, άκουσε την ακρίβεια του Ευαγγελιστού, πώς το υπαινίσσεται αυτό: «Στραφείς», λέγει, «ο Ιησούς είπε τοις ακολουθούσιν αυτόν ουδέ εν τω Ισραήλ τοσαύτην πίστιν εύρον». Επομένως, το να έχη κάποιος μεγάλην υπόληψι περί αυτού, είναι η τρανοτέρα απόδειξις πίστεως, συγχρόνως δε αυτό προξενεί και την Βασιλεία και τα άλλα αγαθά. Ο έπαινος άλλωστε δεν περιωρίσθη μόνο στους λόγους, αλλά ανταμείβοντας την πίστι του, του παρέδωσε τον ασθενή θεραπευμένο και του πλέκει στέφανον λαμπρόν και του υπόσχεται μεγάλες δωρεές, λέγοντας: Πολλοί από ανατολών και δυσμών ήξουσι και ανακλιθήσονται εις τους κόλπους του «Αβραάμ και, Ισαάκ και Ιακώβ· οι δε υιοί τής Βασιλείας εκβληθήσονται έξω». (Επειδή λοιπόν τους επέδειξε πολλά θαύματα, τους ομιλεί τώρα με μεγαλυτέρα παρρησία). Έπειτα, για να μη νομίση κάποιος ότι αυτά είναι λόγια κολακείας, αλλά να γνωρίζουν όλοι ότι πράγματι αυτή ήταν η εσωτερική διάθεσις του εκατοντάρχου, λέγει: «Ύπαγε· ως επίστευσας γενηθήτω σοι». Και αμέσως επηκολούθησε η θεραπεία, η οποία επεβεβαίωσε την προαίρεσί του. («Και ιάθη ο παις αυτού από της ώρας εκείνης»· πράγμα το οποίο συνέβη και στην Συροφοινίκισσα· διότι και σ’ εκεί­νην είπε: «Ω γύναι, μεγάλη σου η πίστις· γενηθήτω σοι ως θέλεις. Και ιάθη η θυγάτηρ αυτής»).

Επειδή δε ο Λουκάς, όταν περιγράφη αυτό το θαύμα, αναφέρει και άλλα περισσότερα, τα οποία δίδουν την εντύπωσι ότι υπάρχει διαφωνία, είναι ανάγκη να σας διαλευκάνω και αυτό το ζήτημα. Τί λέγει λοιπόν ο Λουκάς; Ότι ο εκατόνταρχος απέστειλε πρεσβυτέρους των Ιουδαίων προς αυτόν παρακαλώντας τον να έλθη. Ενώ ο Ματθαίος λέγει ότι ήλθε ο ίδιος και έλεγε ότι δεν είμαι άξιος. Ωρισμένοι λέγουν ότι αυτός δεν είναι ο ίδιος με εκείνον, αν και έχει πολλές ομοιότητες. Επειδή για εκείνον μεν λέγει: «και την συναγωγήν ημών έκτισεν, και το έθνος αγαπά», ενώ γι’ αυτόν ο ίδιος ο Ιησούς λέγει: «ουδέ εν τω Ισραήλ τοσαύτην πίστιν εύρον». Και στην περίπτωσι εκείνου, δεν είπε «ότι πολλοί ήξουσιν από ανατολών», το οποίον φαίνεται να υπονοή ότι είναι Ιουδαίος. Τί θα ειπούμε λοι­πόν; Ότι αυτή η λύσις είναι μεν εύκολος, αλλά το ζητούμενον είναι εάν αληθεύη.

Εγώ έχω την γνώμην ότι αυτός είναι ο ίδιος με εκείνον. Πώς λοιπόν ο μεν Ματθαίος λέγει ότι αυτός είπε «ουκ ειμί άξιος, ίνα μου υπό την στέγην εισέλθης», ο δε Λουκάς ότι έστειλε να τον προσκαλέσουν; Μου φαίνεται ότι ο Λουκάς θέλει να δείξη την κολακεία των Ιουδαίων, και ότι εκείνοι που ευρίσκονται σε συμφορά, επειδή επικρατεί μέσα τους ακαταστασία, αλλάζουν εύκολα γνώμη. Διότι είναι εύλογο, όταν ο εκατόνταρχος ηθέλησε να μεταβή ο ίδιος, να εμποδίσθη από τους Ιουδαίους, οι οποίοι θέλοντας να τον κολακεύσουν του είπαν ότι θα πάμε εμείς να τον φέρωμε. Πρόσεξε λοιπόν ότι και η παράκλησίς τους είναι μεστή από κολακεία. «Αγαπά γάρ το έθνος ημών», λέγει, «και την συναγωγήν αυτός ωκοδόμησεν». Ούτε γνωρίζουν πως να επαινέσουν τον άνδρα. Διότι έπρεπε να ειπούν, ότι ηθέλησε να έλθη ο ίδιος και να σε παρακαλέση, αλλά τον εμποδίσαμε εμείς, βλέποντας την συμφορά του και το πτώμα να κείτεται ακίνη­το, και έτσι να παραστήσουν το μέγεθος της πίστεώς του. Δεν λέ­γουν όμως αυτόν, διότι δεν ήθελαν, εξ αιτίας τού φθόνου, να αποκαλύψουν την πίστι τού ανδρός· αλλά προτιμούσαν μάλλον να αποκρύψουν την αρετήν του - πράγμα για το οποίο και ήλθαν μόνοι τους να παρακαλέσουν, για να μη φανή ότι εκείνος που παρακαλούσε ήταν κάποιος σπουδαίος - παρά διακηρύσσοντας την πίστιν εκείνου να επιτύχουν αυτό για το οποίο είχαν έλθει. Διότι ο φθόνος είναι ικανός να σκοτίση τον νου. Αλλά ο Κύριος, που γνωρίζει τα απόρ­ρητα, παρά την θέλησί τους διεκήρυξε την αρετήν του. Και για να διαπιστώσης ότι αυτό είναι αλήθεια, άκουσε πάλι τον ίδιο τον Λουκά πώς το περιγράφει αυτό. Διότι αυτός λέγει τα εξής, ότι «ου μακράν απέχοντος αυτού έπεμψε λέγων ω Κύριε, μη σκύλλου (τα­λαιπωρείσαι), ου γαρ ειμί άξιος, ίνα μου υπό την στέγην εισέλθης». «Όταν δηλαδή απηλλάγη από την ενόχλησί τους, τότε στέλνει αν­θρώπους του και λέγει «μη νομίσης ότι από οκνηρία δεν ήλθα, αλλά εθεώρησα τον εαυτό μου ανάξιο να σε δεχθώ στον οίκο μου».

Εάν δε ο Ματθαίος λέγει ότι αυτό δεν του το εμήνυσε με τους φίλους του, αλλά αυτοπροσώπως, αυτό δεν αλλάζει τίποτε· διότι το ζητούμενον είναι εάν ο καθένας από τους Ευαγγελιστάς παρουσίασε την προθυμία του ανδρός, και το ότι είχε την πρέπουσα γνώμη για τον Χριστόν. Είναι δε φυσικόν, αφού απέστειλε τους φίλους του, να επήγε και ο ίδιος να του τα ειπή. Εάν δε ο Λουκάς δεν το ανέφερε αυτό, αλλά ούτε ο Ματθαίος εκείνο, δεν σημαίνει ότι διαφωνούν μεταξύ τους, αλλά ότι ο καθένας συμπληρώνει ό,τι παραλείπει ο άλλος. Πρόσεξε δε πως και με άλλον τρόπον ο Λουκάς διεκήρυξε την πίστι τού εκατοντάρχου, λέγοντας ότι ο δούλος του επρόκειτο να αποθάνη· αλλ’ όμως ούτε αυτό τον ωδήγησε σε απόγνωσι, ούτε τον έκαμε να απελπισθή. Εάν τώρα ο μεν Ματθαίος λέγει ότι ο Χριστός είπε «ουδέ εν τω Ισραήλ τοσαύτην πίστιν εύρον» φανερώνοντας με τον τρόπον αυτό ότι ο άνθρωπος δεν ήταν Ισραηλίτης, ο δε Λουκάς, ότι «ωκοδόμησε την συναγωγήν», ούτε αυτό είναι αντίφασις. Διότι είναι δυνατόν και Ιουδαίος να μην είναι και να οικοδομήση την συναγωγήν και το έθνος να αγαπά. Συ όμως μην εξετάζης μόνον τα λόγια τού ανδρός, αλλά λάβε υπ’ όψιν σου και το αξίωμά του και τότε θα αντιληφθής την αρετήν του. Επειδή είναι μεγάλη η αλαζονεία των αξιωματούχων και ούτε στις συμφορές ταπεινώνονται. Ο αναφερόμενος λοιπόν από τον Ιωάννην άρχοντας φέρει τον Κύριο στην οικία του και λέγει: «Κατάβηθι, μέλλει γαρ μου το παιδίον τελευτάν». Αυτός όμως δεν είπε έτσι· αλλά είναι πολύ καλλίτερος και από αυτούς που κατέβασαν την κλίνην από την στέγη. Διότι ούτε την σωματικήν παρουσία τού ιατρού επιζητεί, ούτε έφερε τον ασθενή πλη­σίον του· πράγμα που δεικνύει άνθρωπο που δεν έχει σε μικρή υπόληψι τον Κύριο, αλλά τον βλέπει ως Θεόν γι’ αυτό και του λέγει· «ειπέ λόγω μόνον». Ούτε λέγει από την αρχήν «ειπέ λόγω», αλλά μόνον διηγείται το πάθος· διότι από την πολλήν του ταπεινοφροσύ­νη δεν προσδοκούσε ότι αμέσως ο Χριστός θα συναινέση και θα επιζητήση την οικία. Γι’ αυτό και όταν τον ήκουσε να λέγη: «Εγώ ελθών θεραπεύσω αυτόν», τότε προσέθεσε «ειπέ λόγω». Και ούτε έγινε η συμφορά αιτία να χάση την ψυχραιμία του, αλλά και μέσα σ’ αυτήν φιλοσοφεί, αποβλέποντας όχι τόσο στην υγεία τού παιδιού, όσο στο να μη θεωρηθή ότι πράττει κάτι το ανευλαβές. Μολονότι, βε­βαίως, δεν εξηνάγκασεν αυτός τον Χριστόν, αλλά ο ίδιος υπεσχέθη να μεταβή στην οικία του, παρά ταύτα φοβείται μήπως υπερτιμά και έτσι επιβαρύνει τον εαυτόν του.

Είδες την σύνεσί του; Πρόσεξε και την μωρία των Ιουδαίων, οι οποίοι λέγουν: «Άξιός εστιν ω παρέξει την χάριν». Ενώ έπρεπε να επικαλεσθούν την φιλανθρωπία τού Ιησού, αυτοί προβάλλουν την αξία τού ανθρώπου, και ούτε γνωρίζουν πως να δικαιολογήσουν το αίτημά τους. Εκείνος όμως δεν κάμει το ίδιο, μάλιστα ομολογεί εντελώς ανάξιο τον εαυτόν του, όχι μόνο να δεχθή την ευεργεσία, αλλά και να υποδεχθή τον Κύριο στην οικία του. Γι’ αυτό και όταν είπε «ο παις μου βέβληται», δεν προσέθεσε «ειπέ», αλλά μόνον του ανήγγειλε την συμφορά. Όταν όμως είδε τον Χριστόν πρόθυμο για την ευεργεσίαν, ούτε τότε επροχώρησε αδιάκριτα, αλλά και πάλι συ­γκροτείται διατηρώντας την πρέπουσα μετριοπάθειά του.

Εάν δε ειπή κάποιος, για ποιόν λόγο δεν του ανταπέδωσε ο Χρι­στός την τιμή; Θα απαντούσαμε ότι τον ετίμησε και μάλιστα πολύ. Πρώτον μεν με το να αποκαλύψη την εσωτερικήν του διάθεσι, πράγμα που έγινε ολοφάνερον από το ότι δεν μετέβη ο ίδιος στον οίκο του. Δεύτερον δε με το να τον εισαγάγη στην Βασιλεία του και να τον προτιμήση από όλο το Ιουδαϊκόν έθνος. Διότι εκρίθη άξιος της Ουρανίου Βασιλείας και επέτυχε τα αγαθά τα οποία απήλαυσεν ο Αβραάμ, επειδή εθεώρησε τον εαυτόν του ανάξιον να δεχθή τον Χριστό στην οικία του.

Και για ποιόν λόγο, λέγει, ο λεπρός δεν επηνέθη, αφού επέδειξε μεγαλυτέραν πίστιν από τον εκατόνταρχο; Πράγματι εκείνος δεν είπε «ειπέ λόγω», αλλά κάτι πολύ μεγαλύτερο: «θέλησον μόνον», πράγμα που ο Προφήτης λέγει περί του Πατρός, ότι «πάντα όσα ηθέλησεν, εποίησεν». Αλλά και ο λεπρός επηνέθη. Επειδή, όταν είπε «προσένεγκε (πρόσφερε) το δώρον, ο προσέταξε Μωϋσής, εις μαρτύριον αυτοίς», δεν εννοεί τίποτε άλλο από το ότι «συ θα γίνης κατήγορός τους με την πίστι που επέδειξες». Εξ άλλου δεν είναι το ίδιο να πιστεύση ένας Ιουδαίος και ένας αλλοεθνής. Αλλωστε το ότι ο εκατό­νταρχος δεν ήταν Ιουδαίος φαίνεται και από τους λόγους «Ουδέ εν τω Ισραήλ τοσαύτην πίστιν εύρον». Ήταν πολύ μεγάλο, άνθρωπος που δεν ανήκει στο Ιουδαϊκόν έθνος, να φθάση σε τόσον υψηλήν έννοια περί του Χριστού. Διότι, καθώς πιστεύω, έγινε με τους οφθαλ­μούς τής «ψυχής του θεωρός των ουρανίων στρατιών, ή είδε ότι τα πά­θη τών ανθρώπων και ο θάνατος και τα πάντα είναι υποτεταγμένα σ’ αυτόν, όπως στον ίδιο οι στρατιώτες. Γι’ αυτό και έλεγε «και γαρ εγώ άνθρωπός ειμί υπό εξουσίαν τασσόμενος», εννοώντας ότι εγώ εξου­σιάζομαι από άλλους, συ όμως από κανέναν. Εάν λοιπόν εγώ, ο οποίος είμαι άνθρωπος και ευρίσκομαι υπό εξουσίαν άλλων, έχω τόσες δυνατότητες, πολύ περισσότερον αυτός ο οποίος και Θεός είναι και ανώτερος από κάθε εξουσία. Θέλει, δηλαδή, να τον πείση προ­βάλλοντας την υπερβολικήν διαφορά τους και δεν συγκρίνει τον εαυτόν του με τον Χριστόν, αλλά φανερώνει με τα λόγια αυτά ότι τον θε­ωρεί ασυγκρίτως ανώτερον. Εάν, λέγη, σ’ εμέ που είμαι ισότιμος με τους υφισταμένους μου και ευρίσκομαι ο ίδιος υπό εξουσίαν άλλων, η μικρά αυτή υπεροχή παρέχει τόσες δυνατότητες, και κανείς δεν μου προβάλλει αντίρρησι, αλλά αυτά που διατάσσω γίνονται, όσο διαφορετικά κι αν είναι μεταξύ τους («λέγω γαρ τούτω πορεύου, και πορεύ­εται· και άλλω έρχου, και έρχεται»), πολύ περισσότερες δυνατότητες θα έχης εσύ. Μερικοί διαβάζουν αυτό το χωρίον και έτσι: «ει γαρ εγώ άνθρωπος ων», και θέτοντας εδώ σημείον στίξεως, συνεχίζουν «υπό εξουσίαν έχων υπ’ εμαυτόν στρατιώτας».

Συ όμως πρόσεξε, παρακαλώ, πώς έδειξεν ο εκατόνταρχος ότι ο Χριστός εξουσιάζει και τον θάνατο και τον προστάζει ως Κύριός του. Διότι όταν λέγη ότι «Έρχου, και έρχεται» και «πορεύου, και πορεύεται», αυτό ακριβώς εννοεί, ότι αν διατάξης τον θάνατο να μην έλθη στον δούλο μου, δεν θα έλθη. Είδες πόσο πιστός ήταν; Πράγματι αυτό που επρόκειτο να γίνη αργότερα σε όλους φανερό, αυτό το εφανέρωσεν εκείνος από τώρα, ότι έχει την εξουσία του θα­νάτου και της ζωής, και «κατάγει εις πύλας άδου και ανάγει». Και δεν ανέφερε μόνο το παράδειγμα των στρατιωτών, αλλά και των δούλων, για να δείξη την πλήρη υποταγή. Αλλ’ όμως, αν και είχε τόση πίστι, εθεωρούσε τον εαυτόν του ανάξιον. Ο δε Χριστός, δει­κνύοντας ότι ήταν άξιος να εισέλθη στην οικία του, έκαμε κάτι πολύ μεγαλύτερο· τον εθαύμασε, διεκήρυξε την αρετήν του και του έδωσε περισσότερα από όσα εζήτησε. Εκείνος ήλθε να ζητήση την σωματικήν υγεία τού δούλου, και ανεχώρησε, αφού έλαβε την Βασιλεία των Ουρανών.

Είδες πώς εξεπληρώθη το «Ζητείτε πρώτον την βασιλείαν των ουρανών, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν»; Επειδή επέδειξε πολλήν πίστι και ταπεινοφροσύνη, και τον ουρανό του έδωσε και την υγεία του προσέθεσε· και δεν τον ετίμησε μόνον με αυτό, αλλά και με το να δείξη ποιοι αποβάλλονται και εισάγεται αυτός. Από τώρα ακόμη κάμει γνωστό σε όλους, ότι η σωτηρία θα προέλθη από την πίστι και όχι από την τήρησι του νόμου. Γι’ αυτό ακριβώς η δωρεά αφορά όχι μόνον τους Ιουδαίους, αλλά και τους εθνικούς· και μάλιστα εκείνους περισσότερον από αυτούς. Διότι, λέγει, μη νομίσε­τε, βεβαίως, ότι αυτό συνέβη μόνο στην περίπτωσι του εκατοντάρχου, αλλά το ίδιο θα ισχύση και για όλην την οικουμένη. Και το έλεγε αυτό προφητεύοντας περί των εθνών και δίδοντάς τους καλές ελπίδες. Πράγματι μεταξύ αυτών που ακολουθούσαν υπήρχαν και αυτοί που προήρχοντο από την περιοχήν τής Γαλιλαίας που εκατοικείτο από εθνικούς. Το έλεγε για να προφυλάξη τους εθνικούς από την απόγνωσι, αλλά και για να ταπεινώση το φρόνημα των Ιουδαί­ων. Δεν κάμει ενωρίτερα λόγο για τους εθνικούς, ούτε τώρα αναφέρει καθαρώς περί αυτών, αλλά αφού πρώτα λαμβάνει αφορμήν από τον εκατόνταρχο· και αυτό για να μην προσβάλη με τα λόγια του τους ακροατάς, ούτε να τους δώση λαβήν για κατηγορία. Διότι δεν είπε «πολλοί από τους εθνικούς», αλλά «πολλοί από ανατολών και δυσμών», εννοώντας μεν τους εθνικούς, χωρίς όμως να προσβάλη τους ακροατάς, με τον συγκεκαλυμμένον τρόπο που το είπε. Και δεν μετριάζει μόνον με αυτόν τον τρόπο την εντύπωσι ότι με αυτήν του την διδασκαλία καινοτομεί, αλλά και με το να αναφέρη τους κόλπους τού Αβραάμ αντί της Βασιλείας· επειδή δεν τους ήταν γνωστός ο όρος αυτός, αλλά και περισσότερο τους επλήγωνε το ότι ανέφερε τον Αβραάμ. Για τον λόγον αυτό και ο Ιωάννης δεν είπε τίποτε εξ αρχής περί γεέννης, αλλά κάτι που τους ελύπησε περισσότερο: «Μη δόξητε (νομίσετε) λέγειν ότι παίδές εσμεν του Αβραάμ».

Μαζί δε με αυτά φροντίζει και για κάτι άλλο, το να μη νομισθή ότι είναι αντίθετος με την Παλαιά Διαθήκη. Διότι αυτός που θαυμάζει τους Πατριάρχες και αποκαλεί τους κόλπους εκείνων ως το έσχα­τον των αγαθών, αναιρεί κάθε υποψία. Κανείς λοιπόν μη νομίζη ότι μία είναι η απειλή· διπλή είναι και για τους Ιουδαίους η κόλασις και για τους εθνικούς η ευφροσύνη. Διότι οι μεν Ιουδαίοι όχι μόνον έμειναν έξω, αλλά έμειναν έξω από τα ιδικά τους· οι δε εθνικοί όχι μόνον απήλαυσαν την Βασιλείαν, αλλά επί πλέον απήλαυσαν κάτι που δεν προσδοκούσαν. Και εκτός τούτου αυτοί έλαβαν ό,τι προωρίζετο για εκείνους. Υιούς δε της Βασιλείας εννοεί αυτούς για τους οποίους ήταν ετοιμασμένη η Βασιλεία· πράγμα που τους επλήγωνε ιδιαιτέρως. Αφού δηλαδή πρώτα έδειξε ότι σύμφωνα με την επαγ­γελία και την υπόσχεσιν ευρίσκονται στους κόλπους τού Αβραάμ, τότε τους εκβάλλει έξω. Έπειτα, επειδή αυτό που ελέχθη ήταν προ­αγγελία, το επιβεβαιώνει με το θαύμα· όπως ακριβώς αποδεικνύει και τα θαύματα από την προφητεία που επηκολούθησε. Αυτός λοιπόν που απιστεί στην θεραπεία που έγινε τότε στον δούλο, ας την πιστεύση από την προφητεία που έχει επαληθευθή σήμερα, αν και η προφητεία είχε επιβεβαιωθή από την πρώτη στιγμή με το θαύμα που είχε γίνει τότε. Γι’ αυτό ακριβώς εθεράπευσε τον παράλυτο, αφού προηγουμένως προανήγγειλεν εκείνο, ώστε να επιβεβαίωση τα μέλλοντα από τα παρόντα και το μικρότερον από το μεγαλύτερο. Διότι το να απολαύσουν τα αγαθά οι ενάρετοι και οι αντίθετοι να υποφέρουν τα λυπηρά δεν είναι καθόλου παράδοξο, αλλά πολύ λογικό και φυσικό· αλλά το να δέση σφιγκτά τα μέλη τού παραλύτου και να αναστήση νεκρούς ήταν κάτι που υπερέβαινε τους φυσικούς νόμους. Αλλ’ όμως στο μεγάλο αυτό και θαυμαστόν γεγονός δεν συνεισέφερε λίγο και ο εκατόνταρχος· αυτό το εφανέρωσε και ο Χριστός λέγοντας: «Ύπαγε, και ως επίστευσας γενηθήτω σοι». Είδες πώς η υγεία τού δούλου ανεκήρυξε και την δύναμι τού Χριστού και την πίστι τού εκατοντάρχου και επεβεβαίωσε αυτά που θα συμβούν στο μέλλον; Μάλλον δε όλα μαζί ανεκήρυτταν την δύναμι του Χρι­στού. Διότι δεν διώρθωσε μόνον το σώμα τού δούλου, αλλά και την ψυχήν τού εκατοντάρχου προσείλκυσε στην πίστι δια των θαυμάτων αυτών.

Συ όμως μην προσέχης μόνον αυτό, ότι αυτός επίστευσε και εκείνος ιάθη, αλλά θαύμασε και την ταχύτητα. Αυτήν φανερώνει ο Ευαγγελιστής, όταν λέγη: «Και ιάθη ο παις αυτού εν τη ώρα εκείνη»· ακριβώς όπως είπε και στην περίπτωσι του λεπρού, ότι «ευθέως εκαθαρίσθη». Διότι επεδείκνυε την δύναμί του όχι μόνον με το να θεραπεύη, αλλά και με το να κάμνη αυτό με τρόπον παρά­δοξο και μάλιστα ακαριαίως. Και δεν ωφελούσε μόνον με αυτά, αλλά και με το ότι συνεχώς μαζί με την επίδειξι των θαυμάτων συνεδύαζε και τους λόγους περί της Βασιλείας των Ουρανών και προσείλκυεν όλους προς αυτήν. Διότι και αυτούς ακόμη που απειλούσε ότι θα τους εκβάλη από την Βασιλεία, τους απειλούσε όχι για να τους εκβάλη, αλλά για να τους προξενήση φόβο με τους λόγους του και έτσι να τους προσελκύση προς αυτήν. Εάν δε ούτε με αυτόν τον τρόπον ωφελούντο, η ενοχή θα ήταν εξ ολοκλήρου ιδική τους και όλων εκείνων που πάσχουν από την ιδίαν ασθένεια. Και αυτό ημπορεί να το ιδή κανείς όχι μόνον στους Ιουδαίους, αλλά και στους πι­στούς. Πράγματι και ο Ιούδας υιός τής Βασιλείας ήταν και ήκουσε μαζί με τους άλλους μαθητάς το «επί δώδεκα θρόνους καθιείσθε», αλλ’ έγινεν υιός τής γεέννης· ενώ ο Αιθίοψ, αν και ήταν άνθρωπος αλλοεθνής, από εκείνους που κατήγοντο από «Ανατολών και Δυσμών», θα απολαύση τους στεφάνους μαζί με τον Αβραάμ και τον Ισαάκ και τον Ιακώβ. Το ίδιο γίνεται τώρα και σ’ εμάς. Διότι λέγει: «Πολλοί έσονται πρώτοι έσχατοι και έσχατοι πρώτοι». Το λέγει αυτό, ώστε ούτε εκείνοι να ραθυμούν σαν να μην ημπορούσαν να επανέλθουν, ούτε αυτοί να παίρνουν θάρρος σαν να ήσαν αμετακίνητοι. Αυτό προαναφωνούσε και ο Ιωάννης λέγοντας από την αρχή: «Δύναται ο Θεός εκ των λίθων τούτων εγείραι τέκνα τω Α­βραάμ». Επειδή αυτό επρόκειτο να συμβή, προκηρύττεται από μακρυά, ώστε κανείς να μη θορυβηθή από το παράδοξον του πράγ­ματος. Αλλά εκείνος μεν το λέγει αυτό ως ενδεχόμενον, διότι ευρίσκετο ακόμη στην αρχή, ενώ ο Χριστός το προλέγει ως βέβαιον, πα­ρέχοντας την απόδειξι με τα έργα του.

Ας μην έχωμε λοιπόν εμπιστοσύνη στον εαυτόν μας όσοι συμπεριλαμβανόμεθα μεταξύ των πιστών, αλλά να λέγωμε στους εαυτούς μας: «ο δοκών εστάναι, βλεπέτω μη πέση». Ούτε να απογοητευώμεθα με τις πτώσεις μας, αλλά να λέγωμε στους εαυτούς μας: «Μη ο πίπτων ουκ ανίσταται;». Διότι πολλοί, αν και ανέβησαν στην κορυ­φήν τού ουρανού και επέδειξαν κάθε καρτερία και κατέλαβαν τις ερήμους και ούτε στο όνειρό τους είδαν γυναίκα, έδειξαν προς στιγμήν αμέλεια, ενικήθησαν και έπεσαν στο ίδιο το βάραθρον της κακίας.Αλλοι πάλι από εκεί κάτω ανέβησαν στον ουρανόν και μετεπήδησαν από την σκηνήν και την ορχήστρα στην αγγελικήν πολιτεία. Επέδειξαν μάλιστα τόσο μεγάλην αρετήν ώστε να εκδιώξουν και δαίμονες, και πολλά άλλα παρόμοια θαύματα να κάμουν. Οι Γραφές είναι γεμάτες από τις ιστορίες τους, αλλά και η ζωή μας πλήρης από τα σχετικά παραδείγματα. Βλέπουμε πόρνους και αδύναμους χαρακτήρες να κλείνουν τα στόματα των αιρετικών Μανιχαίων, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι η κακία είναι ανίκητος υπηρετώντας έτσι τον διάβολο και παραλύοντας τα χέρια όσων θέλουν να αγωνισθούν, ανατρέποντας δε με τον τρόπον αυτό τα πάντα στην ζωή. Διότι όσοι πείθουν τον κόσμο με αυτήν την θεωρία, δεν τον βλάπτουν μόνον ως προς την μέλλουσα ζωήν, αλλά και εδώ τα κάμουν όλα άνω κάτω, όσον εξαρτάται από αυτούς...

Εμείς όμως, αφού έχουμε τόσα παραδείγματα από τις Γραφές και από όλη την ζωή μας, ας προσέχωμε πολύ και ας προσπαθούμε να μην πίπτουμε τόσο χαμηλά· αλλά και αν κάποτε πέσωμε, να μην παραμείνωμε στην κατάστασι της πτώσεως. Διότι εάν ο δίκαιος Δαυΐδ, επειδή προς στιγμήν ημέλησε, εδέχθη τοιαύτα τραύματα, τί θα πάθωμε εμείς οι οποίοι καθημερινώς αμελούμε; Μην ιδής ότι έπεσε και αποθαρρυνθής, αλλά σκέψου τί έπραξε στην συνέχεια· πόσους θρή­νους επέδειξε, πόσην μετάνοια, προσθέτοντας στις ημέρες και τις νύ­κτες· τις πηγές των δακρύων που έχυσε λούοντας με αυτά την κλίνη του, και εκτός αυτών τον σάκκο της μετανοίας που περιεβλήθη. Εάν δε εκείνος είχεν ανάγκη από τόσην μεγάλην επιστροφή, πώς θα ημπορέσωμε εμείς να σωθούμε παραμένοντας ανάλγητοι μετά από τόσα αμαρτήματα; Διότι αυτός που έχει πολλά κατορθώματα, εύκο­λα θα ημπορούσε με αυτά να καλύψη τα αμαρτήματά του· ενώ ο γυμνός, όπου και αν δεχθή βέλος, η πληγή αποδεικνύεται Θανάσιμος.

Για να μη συμβή όμως αυτό, ας εξοπλίσωμε τους εαυτούς μας με έργα αγαθά, ώστε και αν πέσωμε σε κάποιο αμάρτημα, να το απαλύνωμε με αυτά· και έτσι να καταξιωθούμε, αφού ζήσωμε την παρούσα ζωήν προς δόξαν Θεού, να απολαύσωμε την μέλλουσα· «ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν, χάριτι και φιλανθρωπία τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώ­νων». Αμήν.


(4ος - 5ος αιών -Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ε.Π.Ε. τόμ. 10 (Υπόμνημα), ομι­λία ΚΣΤ σελ. 170. Η πρώτη παράγραφος είναι από την ομιλία ΚΕ’ 1. Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 163)


Πηγή: www.alopsis.gr

Κυριακή 21 Ιουλίου 2013

Ποια "κανονικότητα";

Ακούμε πολλούς, όταν αναφέρονται στους Παλαιοημερολογίτες, να χρησιμοποιούν τον όρο "κανονικότητα". Όταν οι νεοημερολογίτες μιλούνε για επιστροφή στην κανονικότητα, εννοούν την αποδοχή και υπαγωγή στην καινοτομήσασα Εκκλησία τους. Μάλιστα σε  αυτήν την παγίδα έχουν πέσει και πολλοί αποτειχισμένοι, του νέου και του παλαιού, νομίζοντας πως η Σύνοδος της κρατούσας Εκκλησίας είναι η κανονική και οι Σύνοδοι των Γ.Ο.Χ. οι αντικανονικές. Πολλοί, εκ του νέου ημερολογίου, προχωρούν ακόμη πιο πέρα και αμφισβητούν ακόμη και το κύρος των Μυστηρίων τα οποία έχουν τελεστεί υπό Ορθοδόξων κληρικών του Πατρίου ημερολογίου (για την κακοδοξία περί απωλείας της Θείας Χάριτος θα μιλήσουμε σε άλλο άρθρο).
Ο ερευνητής όμως της ιστορίας της Εκκλησίας της Ελλάδος θα παρατηρήσει πως  αυτή γέμει αντικανονικών πράξεων. Και προσπερνώντας τον ΙΘ΄ αιώνα, τόσο με το, ελέω Βαυαρών και Φαρμακίδου, "Αυτοκέφαλο", που κατέστησε δυνάμει σχισματική την Εκκλησία της Ελλάδος απέναντι στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως, από το οποίο αποκόπηκε αντικανονικώς (1833-1850), όσο και με τις δεκάδες σιμωνιακές σκανδαλώδεις χειροτονίες επισκόπων, φτάνουμε στον Κ΄ αιώνα, όπου παρατηρούμε τα εξής: 

1918: Ο Μελέτιος Μεταξάκης διορίζεται ΑΝΤΙΚΑΝΟΝΙΚΩΣ Μητροπολίτης Αθηνών, από "Αριστίνδην Σύνοδο" - Αριστίνδην Σύνοδος είναι εκείνη που τα μέλη της έχουν επιλεγεί αυθαίρετα από την Πολιτεία, δηλαδή θεσμός ξένος προς την Ορθοδοξία -, κοσμική εξουσία χρώμενος (η βενιζελική εξουσία τον επέβαλε αργότερα και Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως) κατά παράβαση του Γ΄ Κανόνος της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου.

1923: Ο Χρυσόστομος Παπαδόπουλος διορίζεται ΑΝΤΙΚΑΝΟΝΙΚΩΣ Μητροπολίτης Αθηνών, από πενταμελή "Αριστίνδην Σύνοδο" με τρεις ψήφους και ενώ εκρεμμούσαν εναντίον του σοβαρές κατηγορίες.

1938: Ο Χρύσανθος Φιλιππίδης διορίζεται ΑΝΤΙΚΑΝΟΝΙΚΩΣ Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, αντί του Δαμασκηνού Παπανδρέου, ο οποίος πλειοψήφησε με 31 έναντι 30 ψήφων. Η μεταξική δικτατορία θεωρώντας ως βενιζελικό τον Δαμασκηνό μεθοδεύει την αντικατάστασή του, επαναφέροντας σε ισχύ τον θεσμό της Αριστίνδην Συνόδου, η οποία εκλέγει τον Χρύσανθο.

1941: Ο Δαμασκηνός Παπανδρέου διορίζεται ΑΝΤΙΚΑΝΟΝΙΚΩΣ Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, αφού  "Μείζων Αριστίνδην Σύνοδος", με τις ευλογίες της κατοχικής κυβέρνησης και των Γερμανών, του παραχωρεί τον αρχιεπισκοπικό θρόνο, απόφαση που ο Χρύσανθος δεν αναγνωρίζει. Έτσι ουσιαστικώς από το 1941 έως το 1946 - που ο Χρύσανθος υπέβαλε την παραίτησή του - στην κρατούσα Εκκλησία υπήρχαν δύο Αρχιεπίσκοποι Αθηνών!

Μετά τον διώκτη, νέο Νέρωνα, Σπυρίδωνα Βλάχο (1949-1956), τον ήρεμο Δωρόθεο Κοτταρά (1956-1957), τον εμπλεκόμενο - μετέθεσε σε πλουσιότερους επισκοπικούς θρόνους τους κυριότερους υποστηρικτές του, που τον είχαν ψηφίσει - Θεόκλητο Παναγιωτόπουλο (1957-1962), τον αμφιβόλου ηθικής Ιάκωβο Βαβανάτσο (13/1/1962 - 25/1/1962) και τον - φωτεινή εξαίρεση! - συντηρητικό Χρυσόστομο Χατζησταύρου (1962-1968), φτάνουμε στο

1967: Ο Ιερώνυμος Κοτσώνης διορίζεται ΑΝΤΙΚΑΝΟΝΙΚΩΣ Αρχιεπίσκοπος Αθηνών - και ενώ ζούσε ακόμη ο Χρυσόστομος Χατζησταύρου - από οκταμελή (εχθροί του Χρυσοστόμου και οι οκτώ) "Αριστίνδην Σύνοδο" που επανέφερε σε ισχύ ο Αναγκαστικός Νόμος 3/1967 της Χούντας.

1974: Ο Σεραφείμ Τίκας διορίζεται ΑΝΤΙΚΑΝΟΝΙΚΩΣ Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, από "Αριστίνδην Σύνοδο", ενώ μετέπειτα προέβη σε καρατόμηση των αντιφρονούντων επισκόπων.

Μήπως είναι παλαιοημερολογίτικες φαντασίες όσα γράφω παραπάνω; Ας αφήσουμε να μιλήσει ο αείμνηστος Αμβρόσιος Ελευθερουπόλεως, ένας από τους πιο τίμιους Ιεράρχες της νεοημερολογητικής Εκκλησίας. Παρουσιάζουμε αποσπάσματα από ομιλία του ενώπιον της Αριστίνδην Συνόδου του 1974 (δημοσιεύθηκε στον "Ορθόδοξο Τύπο" στα φύλλα 202 και 203):


"ΑΡΝΟΥΜΑΙ να μετάσχω της εκλογής δια λόγους συνειδήσεως.
Η παρούσα Σύνοδος είναι αντικανονική ως μη μετεχόντων πάντων των επισκόπων της Ελλαδικής Εκκλησίας...
Οι ιεροί Κανόνες θέλουν και αξιούν όπως υπό πάντων των Επισκόπων εκάστης Εκκλησίας αναδεικνύεται ο Προκαθήμενος και όχι υπό μερίδος αυτών...
Σας ερωτώ, άγιοι Αδελφοί: Είμεθα όντως και απολύτως κανονικοί; Έχομεν άσπιλον κανονικότητα; Απαντώ στεντορείως: ΟΧΙ, ΟΧΙ, ΟΧΙ! Είμεθα και ημείς αντικανονικοί, πρώτον, διότι όλοι φέρομεν εν εαυτοίς προπατορικόν αμάρτημα αντικανονικότητος, ως προελθόντες, αμέσως ή εμμέσως, εκ της Ιεραρχίας, την οποία εδημιούργησεν η αντικανονική πενταμελής Αριστίνδην Σύνοδος του 1922, η οποία ανέδειξεν Αρχιεπίσκοπον τον Χρυσόστομον Παπαδόπουλον, και μάλιστα διά τριών μόνο ψήφων... δεύτερον, διότι εις την παρούσαν Σύνοδον παρακάθηνται Ιεράρχαι, εκλεγέντες υπό της Αριστίνδην Συνόδου του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού... τρίτον, διότι οι ημίσεις περίπου εκ των Συνέδρων της παρούσης Συνόδου είναι συναυτουργοί των μετά το 1967 γενομένων... τέταρτον, διότι το σύνολον των μελών της παρούσης Συνόδου, ή τουλάχιστον η συντριπτική πλειονότης, έλαβον χειροτονίαν Διακόνου ή Πρεσβυτέρου ή και αμφοτέρας εις ηλικίαν κατωτέραν της υπό των ιερών Κανόνων οριζομένης...
Επαναλαμβάνω τους λόγους των τηλεγραφημάτων μου: "Εν τη Εκκλησία της Ελλάδος ουδείς Ιεράρχης ευρεθήσεται καθαρός από ρύπου αντικανονικότητος" και "Εάν αντικανονικότητος παρατηρήσεις εν ημίν, Κύριε, Κύριε, τίς υποστήσεται..."; Προσφυέστατα εγράφη προχθές εις ημερησίαν εφημερίδα των Αθηνών, ότι αν θέλη η Πολιτεία να εύρη Επισκόπους ανεπιλήπτου κανονικότητος, ίνα αυτοί αναδείξουν τον νέον Αρχιεπίσκοπον, μία λύσιν έχει: Να ζητήσει παρά του Θεού όπως στείλει και πάλιν εις την γην τους 12 Αποστόλους!"

Αυτά ας έχουν κατά νου όσοι μιλούν για τις αντικανονικότητες των Συνόδων του Πατρίου, τις οποίες ξέρουμε και τις καταδικάζουμε όλοι οι Ορθόδοξοι του παλαιού ημερολογίου, εκτός φυσικά από ελάχιστους που θεωρούν την Σύνοδό τους, ως τη μόνη "Κανονική" Εκκλησία, αντιγράφοντας έτσι το ίδιο κήρυγμα που διδάσκει και η κρατούσα Εκκλησία, είτε επειδή έχουν μαύρα μεσάνυχτα στα εκκλησιολογικά ζητήματα, είτε επειδή έχουν εξουσιαστικούς πόθους.
Ευελπιστούμε λοιπόν μετά το παρόν άρθρο να κλείσουν μια και καλή τα στόματα των ιεροκατήγορων, που τολμούν να μιλούν για αντικανονικότητα των Γ.Ο.Χ., υπονοώντας ότι στερούνται της Θείας Χάριτος και ότι τάχα βρίσκονται εκτός Εκκλησίας.
Και αφού συμβεί αυτό ας αναρωτηθούμε όλοι μας, αν τουλάχιστον στα δογματικά ζητήματα είμαστε εν τάξει ή αν κοινωνούμε εν γνώσει με τους οικουμενιστές όλων των αιρέσεων και τους κοινωνούντες με αυτούς. 


ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΣ

ΠΗΓΗ: http://krufo-sxoleio.blogspot.gr/2013/07/blog-post_2103.html

ΤΑ ΠΑΤΡΙΑ ΣΤ 1

Παρασκευή 19 Ιουλίου 2013

Ἁγία Κυριακή ἡ Μεγαλομάρτυς (7 Ίουλίου)




Οι Μάρτυρες κατέχουν τη σημαντικότερη θέση στην Εκκλησία μας, διότι Αυτή είναι θεμελιωμένη στη μαρτυρία, στα βασανιστήρια, στο αίμα και στην ίδια τη ζωή εκείνων. Τα λεγόμενα «Μαρτυρολόγια» είναι οι βιογραφίες των Μαρτύρων της Εκκλησίας μας, τα οποία διηγούνται τις ηρωικές τους ομολογίες στο Χριστό και τα αφάνταστα δεινοπαθήματά τους από τους διαχρονικούς χριστιανομάχους.

Οι Μάρτυρες γυναίκες υπήρξαν το ίδιο ηρωικές με τους άνδρες, και σε πολλές περιπτώσεις τους ξεπερνούσαν σε θάρρος, ηρωισμό και παρρησία, μπροστά στους δημίους βασανιστές τους! Μια από αυτές είναι και η μεγαλομάρτυς Κυριακή, ένα εύοσμο άνθος πίστεως, ευσέβειας, αγνότητας, ηρωισμού και καρτερίας της αρχαίας Εκκλησίας.
Γεννήθηκε στη Νικομήδεια της Μικράς Ασίας και έζησε τον 4ο μ. Χ. αιώνα, από γονείς Έλληνες χριστιανούς και ευσεβείς. Ήταν πολύ πλούσιοι, αλλά δεν είχαν παιδί. Για τούτο και προσεύχονταν αδιαλείπτως στο Θεό να τους χαρίσει το δώρο της παιδοποιίας. Ο Θεός άκουσε τις δεήσεις τους και πράγματι τους χάρισε ένα χαριτωμένο κοριτσάκι, το οποίο γεννήθηκε ημέρα Κυριακή και γι’ αυτό του έδωσαν το όνομα Κυριακή, που σημαίνει αφιερωμένη στον Κύριο, όπως και η αγία ημέρα Του.

Η Κυριακή μεγάλωνε μέσα στην ευσέβεια της οικογένειάς της. Από μικρή απέκτησε ακράδαντη πίστη στο Θεό και απέραντη αγάπη για το Χριστό. Εκείνος την προίκισε με σπάνιο σωματικό κάλλος και υπέρμετρη ευγένεια ψυχής, ώστε να ξεχωρίζει από όλα τα άλλα κορίτσια της μεγαλούπολης, όπου ζούσε. Νωρίς είχε αποφασίσει να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στο Χριστό, διαφυλάσσοντας την παρθενία της για το Νυμφίο Χριστό. Ας μην ξεχνάμε πως για τον Χριστιανό δύο δρόμοι υπάρχουν: ο δρόμος της παρθενίας και ο δρόμος του γάμου. Και οι δύο δρόμοι είναι ευλογημένοι και ισότιμοι για την Εκκλησία μας.

Όταν ήρθε σε ηλικία γάμου πολλοί μνηστήρες επιθυμώντας το κάλλος του σώματος και της ψυχής της τη ζήτησαν να την παντρευτούν. Αλλά εκείνη με ευγένεια τους απωθούσε, ομολογώντας την επιλογή της να είναι αρραβωνιασμένη σε όλη της τη ζωή με το Χριστό και να υπηρετεί την Εκκλησία Του στα πρόσωπα των αναξιοπαθούντων ανθρώπων.
Αλλά η ζωή των Χριστιανών την εποχή εκείνη δεν ήταν εύκολη, διότι η Εκκλησία του Χριστού βρισκόταν σε διωγμό. Για τριακόσια χρόνια το διεφθαρμένο ειδωλολατρικό ρωμαϊκό κράτος δίωκε μέχρι αφανισμού τους Χριστιανούς. Οι απόλυτα διεφθαρμένοι αυτοκράτορες, μη έχοντας την παραμικρή ηθική αναστολή, έβγαζαν διατάγματα, με τα οποία απαγόρευαν με την ποινή του θανάτου την άσκηση της χριστιανικής λατρείας. Όσοι Χριστιανοί συλλαμβάνονταν και δεν δεχόταν να υπογράψουν λίβελο απάρνησης της πίστης τους και δε θυσίαζαν στους ειδωλολατρικούς «θεούς» υποβάλλονταν σε φρικτά βασανιστήρια, προκειμένου να αρνηθούν την πίστη τους και να θανατωθούν αν επιμένουν.

Στα χρόνια που ζούσε η Κυριακή, αυτοκράτορας της Ρώμης ήταν ο θηριώδης Διοκλητιανός, ο οποίος διέταξε το 303 μ. Χ. τον φοβερότερο διωγμό, χειρότερο από όλους τους προηγούμενους. Οι αδίστακτοι ιερείς των σκοταδιστικών μαντείων του Κλαρίου και του Διδυμαίου Απόλλωνος της Μ. Ασίας είχαν πείσει το δεισιδαίμονα αυτοκράτορα πως οι Χριστιανοί είναι μιασμένοι και πως οι «θεοί» εξαιτίας του μιάσματος αυτού εγκατέλειψαν το κράτος. Για να επανακτηθεί η «εύνοιά» τους έπρεπε να εκλείψουν οι Χριστιανοί! Ο Διοκλητιανός πείσθηκε. Χιλιάδες Χριστιανοί συλλαμβάνονταν και οδηγούνταν σε φρικτά βασανιστήρια και έχυναν το αίμα τους  για το Χριστό. Δημόσιοι υπάλληλοι και στρατιωτικοί έχαναν τα αξιώματά τους και φονεύονταν. Βιβλία καίγονταν, περιουσίες κατάσχονταν, ναοί κατεδαφίζονταν!

Κάποιος ειδωλολάτρης δικαστής της Νικομήδειας ήθελε να αρραβωνιάσει την Κυριακή με το γιό του. Όταν εκείνη αρνήθηκε την κατάγγειλε στις αρχές ως Χριστιανούς την ίδια και τους γονείς της.  Ο ίδιος ο αυτοκράτορας διέταξε να υποβληθούν σε σκληρά βασανιστήρια. Τους έδερναν συνεχώς ώσπου να σταματούν οι στρατιώτες από κούραση το ξυλοδαρμό. Αλλά ούτε οι απειλές, ούτε οι κολακείες των ειδωλολατρών έφεραν αποτέλεσμα. Έτσι αποφάσισαν να στείλουν εξορία τους γονείς της στην Μελιτηνή της Αρμενίας και την Κυριακή να σταλεί στον επίσης θηριώδη Μαξιμιανό για ανάκριση.
Η αγία ομολόγησε με περισσό θάρρος την πίστη της στο Χριστό. Για την ομολογία της παραδόθηκε σε άξεστους στρατιώτες να τη βασανίσουν, αλλά έμεινε ακλόνητη στην πίστη της. Ένα βράδυ, στο σκοτεινό δεσμωτήριό της, άκουσε τη φωνή του Θεού να την ενθαρρύνει «Μη φοβάσαι Κυριακή τα βασανιστήρια, το πνεύμα μου είναι μαζί σου»!

Κατόπιν παραδόθηκε στον κτηνώδη έπαρχο της Βιθυνίας Ιλαρίωνα, να τη βασανίσει ακόμα περισσότερο, με σκοπό να καμφθεί. Ο Ιλαρίων έδωσε εντολή να την καίνε καθημερινά με αναμμένες δάδες και να την κρεμούν για μέρες από τα μαλλιά. Όμως ο Θεός θεράπευε θαυματουργικά τις πληγές της, ώστε να πιστέψουν πολλοί ειδωλολάτρες και να οδηγηθούν και αυτοί στο μαρτύριο!

Τέλος την οδήγησαν σε παρακείμενο ειδωλολατρικό ναό να θυσιάσει στα είδωλα. Όταν την έφεραν στο άντρο αυτό των δαιμόνων, παρακαλούσε το Χριστό να τη βοηθήσει. Και το θαύμα έγινε: δυνατός σεισμός γκρέμισε τα αγάλματα των «θεών», τα οποία έγιναν θρύψαλα. Όμως το γεγονός εξαγρίωσε τους ειδωλολάτρες δημίους και ιερείς. Γι’ αυτό άναψαν φωτιά δίπλα στο βωμό και την έριξαν να καεί. Αλλά οι φλόγες δεν την έκαιγαν! Μετά από αυτό, και με παρακίνηση των αδίστακτων ειδωλολατρών ιερέων, την αποκεφάλισαν. Ήταν μόνο 21 ετών! Δεν υπέκυψε στα φρικτά βασανιστήρια και δεν πρόδωσε την αγία πίστη της. Έφυγε για την Άνω Ιερουσαλήμ ως αγνή και καλλιπάρθενος νύμφη του Χριστού, και ενώθηκε η μακάρια ψυχή της με τον Νυμφίο της αιωνίως!   Η μνήμη της εορτάζεται στις 7 Ιουλίου.     


ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ 
Θεολόγου Καθηγητού

 
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ως βρύσις πολύκρουνος παρθενομάρτυς Χριστού, κατήρδευσας πάνσοφε την Εκκλησίαν αυτού, και ήθλησας άριστα. έσωσας τους εν σκότει της ειδωλομανίας, αίγλητων σων θαυμάτων, Κυριακή αθλοφόρε. διό εν παρρησία Χριστώ πρέσβευε σωθήναι ημάς.






Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Ἡ ἀμνάς σου Ἰησοῦ, κράζει μεγάλη τῇ φωνῇ. Σὲ Νυμφίε μου ποθῶ, καὶ σὲ ζητοῦσα ἀθλῶ, καὶ συσταυροῦμαι καὶ συνθάπτομαι τῷ βαπτισμῷ σου· καὶ πάσχω διὰ σέ, ὡς βασιλεύσω σὺν σοί, καὶ θνήσκω ὑπὲρ σοῦ, ἵνα καὶ ζήσω ἐν σοί· ἀλλ᾽ ὡς θυσίαν ἄμωμον προσδέχου τὴν μετὰ πόθου τυθεῖσάν σοι. Αὐτῆς πρεσβείαις, ὡς ἐλεήμων, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.



Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Κυρίων τὸν Κύριον, καὶ Βασιλέα Χριστόν, ἐξ ὅλης ἠγάπησας, Κυριακὴ τῆς ψυχῆς, καὶ χαίρουσα ἤθλησας, ὅθεν Παρθενομάρτυς, παρ' αὐτοῦ δοξασθεῖσα, βρύεις τοὶς σὲ τιμώσιν, ἰαμάτων τὴν χάριν, τοὶς πάσιν αἰτουμένη, πταισμάτων συγχώρησιν.



Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Ἡ Μάρτυς Χριστοῦ, ἡμᾶς συνεκαλέσατο, τοὺς ἄθλους αὐτῆς, τοὺς θείους καὶ παλαίσματα, ἐγκωμίοις ᾆσαι νῦν, φερωνύμως αὐτὴ γὰρ πέφηνεν, ὡς ἀνδρεία τώ φρονήματι, κυρία νοός, τε καὶ παθῶν ἀπρεπῶν.




Ο ΠΥΡΙΝΟΣ ΠΟΤΑΜΟΣ - ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΚΑΛΟΜΟΙΡΟΥ





ΣΗΜΕΙΩΣΗ 
“ΚΡΥΦΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ”:ΈΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΟ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ ΟΠΩΣΔΗΠΟΤΕ. ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΙ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΣΤΟ ΠΕΡΙ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ ΚΑΙ ΚΟΛΑΣΕΩΣ ΖΗΤΗΜΑ ΚΑΙ ΚΑΤΑΡΡΙΠΤΕΙ ΤΗΝ ΔΙΕΣΤΡΑΜΜΕΝΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΠΕΡΙ ΚΟΛΑΣΕΩΣ ΚΑΙ ΘΕΟΥ - ΤΙΜΩΡΟΥ. ΕΝΤΟΝΗ Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΑΣ ΙΣΑΑΚ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ.

Πέμπτη 18 Ιουλίου 2013

Ο ΟΣΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ ΚΑΙ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟΣ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ - Β´ ΜΕΡΟΣ (5 Ἰουλίου)



Παῦλος Μoναχὸς Λαυριώτης

ΑΦΙΞΗ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ


.       Φεύγει λοιπὸν καὶ ἀποβιβάζεται στὴν Ἄβυδο τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Φθάνοντας ἐκεῖ, ἔστειλε πίσω στὸν Ἄθωνα τὸ πλοῖο τῆς Λαύρας μὲ τοὺς περισσότερους ἐκ τῶν συνοδῶν του. Ἕνα μοναχὸ ἀποστέλλει στὴ Βασιλεύουσα μὲ σκοπὸ νὰ ἐπιδώσει στὸν αὐτοκράτορα ἐπιστολὴ καὶ ὁ ἴδιος μὲ τρεῖς ἐμπίστους μοναχοὺς ἐπιβιβάζεται σὲ πλοῖο μὲ προορισμὸ τὴν Κύπρο. Μὲ τὸ γράμμα στὸν αὐτοκράτορα τὸν πληροφορεῖ ὅτι παραιτεῖται ἀπὸ τὴν ἡγουμενία, ἀλλὰ συγχρόνως τοῦ ὑποδεικνύει τὸ μοναχὸ Εὐθύμιο, νὰ ἀναλάβει τὸ ἀξίωμα.
.      Φθάνοντας στὴν Κύπρο, διαμένει στὴ Μονὴ τῶν Ἱερέων καὶ ἀποστέλλει τὸν μοναχὸ Θεοδοτὸ στὴν Λαύρα, μὲ ἀποστολὴ νὰ παρακολουθεῖ τὴν ἐξέλιξη τῶν ὑποθέσεων τῆς Μονῆς. Μόλις ἡ πορεία τῶν πραγμάτων τῆς Μονῆς πῆρε ἀρνητικὴ τροπή, ὁ Θεοδοτὸς ἐπιστρέφει στὴν Κύπρο καὶ ἐνημερώνει τὸν Ἀθανάσιο γιὰ τὴν κατάσταση. Ὁ αὐτοκράτωρ, διαβάζοντας τὴν ἐπιστολὴ τοῦ Ἀθανασίου, λυπεῖται, καθιστᾶ τὸν μοναχὸ Εὐθύμιο ἡγούμενο τῆς Λαύρας καὶ πάραυτα, ἀποστέλλει γράμματα πρὸς ἀναζήτησιν τοῦ Ἀθανασίου, ὁ ὁποίος κρυβόταν στὴν Μονὴ τῶν Ἱερέων.
.      Τὰ γράμματα ἔφθασαν καὶ στὸν ἡγούμενο τῆς Μονῆς τῶν Ἱερέων, ὁ ὁποῖος ἐκάλεσε τὸν Ἀθανάσιο καὶ τὸν συνοδό του μοναχὸ Ἀντώνιο πρὸς ἐξακρίβωση. Ὁ Ἀθανάσιος ἀπέφυγε νὰ ἀποκαλύψει τὸν ἑαυτό του. Ἀναχωρεῖ μὲ τὸν Ἀντώνιο καὶ φθάνει στὴν πόλη Ἀττάλεια τῆς Μ. Ἀσίας, ὅπου φθάνει ἐπίσης καὶ ὁ μοναχὸς Θεοδοτός, ὁ ὁποῖος πληροφορεῖ τὸν Ἀθανάσιο γιὰ τὴν θλιβερὴ κατάσταση τῆς Λαύρας. Ἔτσι χωρὶς χρονοτριβή, ἀποφασίζει νὰ ἐπιστρέψει στὴν Μονή. Ἡ ἐπάνοδός του στὴν Λαύρα ἔδωσε χαρὰ καὶ ἱκανοποίηση στοὺς πατέρες, οἱ ὁποῖοι δοκιμάσθηκαν ἀρκετὰ κατὰ τὸ διάστημα τῆς ἀπουσίας του, κατὰ τὴν ὁποία διακινδύνευσε καὶ ἡ ἴδια ἡ ὕπαρξη τῆς Μονῆς.

ΣΤΗΝ ΒΑΣΙΛΕΥΟΥΣΑ


.      Ἀφοῦ ἐτακτοποίησε καλῶς ὅλα τὰ πράγματα τῆς Λαύρας, ἀπεφάσισε νὰ μεταβεῖ στὴν Βασιλεύουσα πρὸς συνάντηση τοῦ αὐτοκράτορος Νικηφόρου Φωκᾶ. Ἡ συνάντηση τῶν δύο ἀνδρῶν ὑπῆρξε συγκινητική, καὶ ἀκόμη περισσότερο, σημαντικὴ καὶ χρήσιμη. Δὲν ἔγινε ἁπλῶς ἡ διάλυση τῶν παρεξηγήσεων ἀλλὰ ὑπῆρξε σταθμός, ὄχι μόνον γιὰ τὴν ἱστορία τῆς Λαύρας, ἀλλὰ καὶ τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
.    Ὁ Ἀθανάσιος ἐγνώριζε πολὺ καλὰ ὅτι ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς ἀπὸ τὴν θέση τὴν ὁποία πλέον κατεῖχε θὰ βοηθοῦσε ἀποτελεσματικὰ τὴν Λαύρα. Πράγματι, ὁ αὐτοκράτωρ ἐξέδωσε, χάριν τοῦ Ἀθανασίου, ὑπὲρ τῆς Λαύρας τρία χρυσόβουλλα, τὰ ὁποῖα ἐκτὸς ἀπὸ τὴν θεσμική τους διάσταση, παραχωροῦσαν στὴν νεόδμητη Λαύρα σημαντικὲς δωρεές. Στὸ χρυσόβουλλό του, τὸ ὁποῖο εἶχε χαρακτήρα Τυπικοῦ γιὰ τὴν Λαύρα, ὁ Φωκᾶς περιέχει μία ρήτρα μεγάλης σημασίας: κανεὶς δὲν εἶχε τὸ δικαίωμα νὰ ἐπεμβαίνει στὴν Λαύρα ἐκτὸς ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα. Ἡ Λαύρα, ἡ ὁποία ἀπὸ ἰδιωτικὴ κατέστη βασιλικὴ  αὐτοκρατορική, μὲ τὴν ἀνάρρηση τοῦ Φωκᾶ στὸν αὐτοκρατορικὸ θρόνο καθιεροῦται ἐλευθέρα καὶ αὐτοδέσποτος ἀπὸ κάθε κοσμικὴ ἢ ἐκκλησιαστικὴ ἀρχή.
.     Ὁ Νικηφόρος, κτίτωρ τῆς Μονῆς, ἔχει τὴν κυριότητά της σὲ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς ζωῆς του, καὶ μετὰ τὸν θάνατό του περιέρχεται στὸν Ἀθανάσιο, ὁ ὁποῖος εἶναι ἰσόβιος ἡγούμενος. Ὁ Φωκᾶς μὲ τὸ χρυσοβουλλό του ἀπαγορεύει τὴν παραχώρηση τῆς Λαύρας σὲ πρόσωπο ξένο πρὸς αὐτήν, κοσμικὸ ἢ ἐκκλησιαστικὸ ἢ σὲ ἄλλη Μονή. Παράλληλα χορηγεῖ στὴν Λαύρα χρηματικὲς παροχὲς σὲ ἐτήσια βάση, ἀναγκαῖες γιὰ τὴ συντήρησή της. Ἔτσι, ἡ Λαύρα καθίσταται αὐτοκρατορικὸ μοναστήρι, μὲ κοινοβιακὸ χαρακτήρα, μὲ πλοῦτο καὶ εὐμάρεια.
.     Τὴν ἴδια περίοδο, λόγῳ τῆς φήμης τοῦ Ἀθανασίου καὶ τῆς ἐντυπωσιακῆς ἐξελίξεως τῆς Λαύρας, μοναχοὶ ἀπὸ πολλὲς περιοχὲς προσέρχονται νὰ ὑποταχθοῦν. Μεταξὺ αὐτῶν ἔρχονται ἀπὸ τὴν Ρώμη, Καλαβρία, Ἰταλία, Ἰβηρία, Ἀρμενία κ.λ.π. Ὅλοι αὐτοὶ βρίσκουν καταφύγιο τὴν Λαύρα, ἡ ὁποία τὴν περίοδο αὐτὴ (964-972) ἦταν τὸ μόνο σημαντικὸ μοναστικὸ ἵδρυμα, ἐκτὸς τοῦ Πρωτάτου, στὸν Ἄθω.
.    Αὐτὴ ἡ πρωτόγνωρη ἄνοδος τῆς Λαύρας δημιούργησε ὁρισμένες ἀντιδράσεις ἀπὸ πολλοὺς Ἀθωνίτες ἀσκητές, ἐρημίτες καὶ ἡγουμένους μονυδρίων. Ἡ βασικὴ διαμαρτυρία ἐπικεντρώνονταν στὸ ὅτι μὲ τὴν μεγάλη οἰκονομικὴ δραστηριότητα, τὶς ἄφθονες χρηματικὲς δωρεὲς κ.λπ. ἀλλοιώνονταν ἡ μοναχικὴ παράδοση τοῦ Ὄρους καὶ ὁ χαρακτήρας τοῦ ἁγιορείτικου ἀσκητικοῦ πνεύματος, ὅπως τότε ὑπῆρχε στὸν Ἄθω.
.    Ἡ δολοφονία τοῦ Νικηφόρου Φωκᾶ, δημιούργησε μία νέα ἐποχὴ καὶ τροπὴ στὰ ἁγιορείτικα πράγματα. Ὅσοι ἀντιδροῦσαν ἢ διαφωνοῦσαν μὲ τὸν Ἀθανάσιο, θεώρησαν κατάλληλη τὴν εὐκαιρία νὰ ἀνακόψουν τὴν πορεία του. Ἔτσι, ἔστειλαν ἀντιπροσωπεία στὸ νέο αὐτοκράτορα στὸν ὁποῖο διετύπωσαν τὶς αἰτιάσεις τους.

ΤΟ ΤΥΠΙΚΟ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΖΙΜΙΣΚΗ


.     Ὁ νέος αὐτοκράτωρ Ἰωάννης Τζιμισκὴς (969-976) προσκάλεσε τὸν Ἀθανάσιο στὴν Κωνσταντινούπολη. Κατὰ τὴν συνάντηση ὁ αὐτοκράτωρ, παρ’ ὅτι ἐγνώριζε τὸν στενὸ δεσμὸ τοῦ Ἀθανασίου μὲ τὸν δολοφονηθέντα αὐτοκράτορα Νικηφόρο Φωκᾶ (963-969), ὄχι μόνον δὲν ἔδειξε ἀντιπάθεια ἢ ἐχθρότητα πρὸς τὸν Ἀθανάσιο, ὅπως ἀνέμεναν οἱ ἀντιφρονοῦντες, ἄλλα ἔδειξε φιλικὴ στάση καὶ πραγματοποίησε ὅλα του τὰ αἰτήματα. Ἡ στάση αὐτὴ ἄμβλυνε τὶς ἀντιθέσεις καὶ ὁδήγησε στὴν συμφιλίωση τῶν δύο πλευρῶν. Ἀποτέλεσμα τῶν διαβουλεύσεων ἦταν νὰ ἀποσταλεῖ στὸν Ἄθω ὁ ἡγούμενος τῆς Μονῆς Στουδίου Εὐθύμιος, προκειμένου να λυθεῖ ὁριστικὰ τὸ ἁγιορειτικὸ ζήτημα. Ἐπὶ τῇ εὐκαιρίᾳ ἐκείνης τῆς συναντήσεως ὁ Ἰωάννης Τζιμισκὴς ἐξέδωσε χρυσοβουλλο ὑπὲρ τῆς Λαύρας, καὶ ἐπικύρωσε ὅλες τὶς διατάξεις τοῦ χρυσοβούλλου τοῦ προκατόχου του.
.    Ὁ ἡγούμενος τῆς Μονῆς Στουδίου Εὐθύμιος ἦλθε στὸν Ἀθανάσιο. Μετὰ ἀπὸ πολλὲς διαβουλεύσεις μεταξὺ τῶν ἁγιορειτῶν συνετάγη ἕνα κείμενο, ποὺ ἐνέκριναν ὅλοι οἱ ἡγούμενοι καὶ τὸ ὑπέγραψεν ὁ Πρῶτος, 57 ἡγούμενοι τοῦ Ἄθω καὶ ἄλλοι πρόκριτοι ἁγιορεῖτες. Τὸ κείμενο αὐτό, γνωστὸ ὡς Τυπικό τοῦ Τζιμισκῆ, φέρει ἐπίσης καὶ τὴν ὀνομασία «Τράγος» γιατί εἶχε γραφεῖ «ἐπὶ αἰγείου (κατσικίσιου) δέρματος» (περγαμηνή). Ὁ «Τράγος», ἀπὸ τῆς καθιερώσεώς του φυλάσσεται στὸ Σκευοφυλάκιο τοῦ Πρωτάτου καὶ τῆς Ι. Κοινότητος.
.     Μετὰ τὴν κύρωση καὶ ἐφαρμογὴ τοῦ Τυπικοῦ του Τζιμισκῆ, ὁ Ἀθανάσιος ἀπερίσπαστος ἀσχολήθηκε μὲ τὴν διοίκηση τῆς Λαύρας καὶ τὰ πνευματικά του καθήκοντα. Ἰδιαίτερα ἐμερίμνησε γιὰ τὴν διοικητικὴ ὀργάνωση τῆς Μονῆς, τὴν ὀρθὴ διαχείριση τῶν οἰκονομικῶν, τὴν λειτουργικὴ εὐταξία καὶ διάφορα ἄλλα προσωπικὰ θέματα τῆς καθημερινῆς ζωῆς καὶ γενικότερα.

ΤΟ ΤΥΠΙΚΟ ΤΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ


.     Ὁ Ἀθανάσιος, συνέταξε τὸ Τυπικό του, τὸ ὁποῖο διακρίνεται σὲ τρία μέρη: Τὸ Τυπικό, τὸ ὁποῖο ἀναφέρεται σὲ θέματα διοικητικά, ὅπως ἡ ἐκλογὴ ἡγουμένου, τὰ καθήκοντα, οἱ ἐξουσίες, οἱ ὑποχρεώσεις, ἡ διαδοχή, τὰ καθήκοντα τῶν προκρίτων ἀδελφῶν κ.α. Ἡ Διατύπωση, ποὺ ἀποτελεῖ σύντομο κείμενο ἀναφερόμενο κυρίως στὸν τρόπο ἐκλογῆς τοῦ ἡγουμένου, τὸν διορισμὸ ἐπιτρόπων κ.ἄ. καὶ ἡ Ὑποτύπωση, ἕνα εἶδος λειτουργικοῦ τυπικοῦ. Ἀναφέρεται δηλαδὴ στὴν τέλεση τῶν Ἱ. Ἀκολουθιῶν ὅλου του ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους. Ὁ Ἀθανάσιος, ἀνεγνωρίσθη καὶ καθιερώθη ὡς ὁ ἀναμορφωτὴς ἀρχηγέτης καὶ πατριάρχης τοῦ ἀθωνικοῦ μοναχισμοῦ. Ἡ συμβολή του στὴν καθιέρωση καὶ ἀναγνώριση τοῦ μοναχικοῦ καθεστῶτος τῆς ἀθωνικῆς πολιτείας ὑπῆρξε καταλυτικὴ καὶ πανθομολογούμενη.
.    Ἔζησε βίον, πέραν τῶν διοικητικῶν του ἱκανοτήτων, ὁσιακόν. Ἡ ἀρετὴ του ἀνεγνωρίσθη ἀπὸ πολλούς. Διεκρίνετο γιὰ τὴν σοφία, τὴν εὐγένεια, τὴν πραότητα, τὸ φιλάνθρωπον πρὸς ὅλους, τὴν φιλοξενία, τὴν ἀσκητικότητα.
.    Ὑπῆρξε κατὰ τὸν βιογράφο του: «Ἀρχὴ πάντων καὶ τέλος … πᾶσι τύπος καὶ νόμος ἦν … πολυτρόπος καὶ πολυειδὴς τὴν κυβέρνησιν … Χριστὸν τὸν ἑαυτοῦ ποιμένα μιμούμενος». Ὁ Ἀθανάσιος ἐκοιμήθη περὶ τὸ 1000 μ.Χ. Πάνδημος ὑπῆρξε ἡ ἐκφορὰ τοῦ ἱεροῦ σκηνώματός του, ὅπου παρέστη ἡ τοῦ «Ὄρους Γερουσία». Ἀνεγνωρίσθη Ὅσιος καὶ ἡ μνήμη τοῦ ἑορτάζεται τὴν 5ην Ἰουλίου.
 
ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ


.    Ἐκεῖνο ὅμως τὸ ὁποῖο ἰδιαίτερα χαρακτήριζε τὸν Ὅσιον Ἀθανάσιο, δὲν ἦταν τόσο ἡ ἵδρυση τῆς Λαύρας, ἡ συμβολή του στὴν διαμόρφωση τοῦ ἁγιορείτικου καθεστῶτος, οἱ σχέσεις του μὲ τοὺς αὐτοκράτορες τῆς ἐποχῆς του, ἀλλὰ ἡ πνευματικὴ συγκρότηση τῆς προσωπικότητάς του. Ὁ Ὅσιος ὑπῆρξε κατ’ ἐξοχὴν ἕνας γνήσιος μοναχός, ἕνας αὐθεντικὸς ἀσκητής. Κέντρο τῆς ζωῆς του ἦταν ἡ πνευματική του κατάρτιση, ἡ κατάκτηση τῶν δωρεῶν τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ἡ προσωπικότης του συγκρίνεται μὲ τὶς μεγάλες προσωπικότητες τοῦ μοναχισμοῦ τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς, ὅπως τοῦ Ὁσίου Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου, τοῦ Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου κ.ἄ. Ἐβίωσε τὸ Εὐαγγέλιο στὴν αὐθεντική του διάσταση, κατέκτησε τὴν ἀρετὴ καὶ ἀξιώθηκε θείων χαρισμάτων καὶ δωρεῶν καὶ ὅπως σημειώνει ὁ ἐγκωμιαστὴς τοῦ «τοῖς ἀγγέλοις ἐφάμιλλος ὤφθη». Ἀξιώθηκε τοῦ χαρίσματος τοῦ θαυματουργεῖν. Ὁ βιογράφος του ἀναφέρει μερικὰ ἀπὸ τὰ θαύματα τὰ ὁποῖα ἐν ζωῇ καὶ μετὰ θάνατον ἐποίησε.
Μεταξὺ αὐτῶν ἀναφέρουμε:

Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ


.    Ἡ παράδοσις τῆς Μονῆς διασώζει τὸ ἑξῆς θαυμαστὸ περιστατικό: Ὁ μοναχὸς Ἀθανάσιος, ὁ ἀποθηκάριος, στὴν ἀρχὴ τῆς μοναχικῆς του ζωῆς, εὐρισκόμενος κάποτε στὸν Μυλοπόταμο, ἔπαθε ὑδρωπικία. Βλέποντας τὴν κατάστασή του, ὁ Ὅσιος τοῦ ὑπέδειξε νὰ μεταβεῖ στὴν Λαύρα, γιὰ νὰ θεραπευθεῖ ἀπὸ τὸν ἰατρὸ τῆς Μονῆς. Ὅταν ἔφθασε ἐκεῖ, οἱ ἰατροὶ ποὺ τὸν ἐξέτασαν, δὲν πίστευαν ὅτι θὰ θεραπευθεῖ. Τότε ὁ Πατὴρ τὸν λυπήθηκε, γιὰ τὴν κατάστασή του καί, ἀφοῦ ἄγγιξε μὲ τὸ χέρι του τὴν κοιλιά, εἶπε: «Ὕπαγε τέκνον τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, οὐδὲν κακὸν ἔχεις». Ἀμέσως μὲ τὸν λόγο ὁ μοναχὸς ἔγινε ὑγιής.

Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΣΤΟΝ ΟΣΙΟ


.      Κατὰ τὸ ἔτος 963, συνέβη λιμὸς στὴν Αὐτοκρατορία, ἕνεκα τοῦ ὁποίου ἐδημιουργήθη ἔλλειψη τροφῶν καὶ στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐπειδὴ εἶχε ἀρχίσει ἡ οἰκοδομὴ τῆς Λαύρας καὶ νὰ ἐξαντλοῦνται τὰ ὑλικὰ καὶ τὰ τρόφιμα, ὁ Ὅσιος ἀπεφάσισεν νὰ μεταβεῖ στὶς Καρυές, γιὰ νὰ συμβουλευθεῖ τὸν Πρῶτο καὶ τοὺς γέροντες ἐπὶ τοῦ πρακτέου. Ἐνῶ λοιπὸν ἐπορεύετο πρὸς τὶς Καρυές, σὲ ἀρκετὴ ἀποσταση ἀπὸ τὴν Μονή, συναντᾶ μίαν σεμνοτάτην καὶ ὡραιωτάτην γυναίκα. Ἀπὸ τὴν θέα τῆς ἐταράχθη. Ἀλλὰ πρώτη ἡ γυνὴ ἐρώτα τὸν Ἀθανάσιον «Πόθεν ἔρχεσαι, Ἀθανάσιε, καὶ ποῦ πορεύεσαι;».
.    Ἔκπληκτος ὁ Ὅσιος ἀπάντησε «Ποία εἶσαι ἐσύ, ἡ ὁποία μου ὁμιλεῖς καὶ γνωρίζεις τὸ ὄνομά μου;».
.    «Ἐγὼ εἶμαι ἡ Μήτηρ τοῦ Κυρίου καὶ προστάτις σου», ἀπαντᾶ ἐκείνη, καὶ συνεχίζει «Ἀλλ’ εἶπε μοι, διατὶ ἐγκατέλιπες τὴν Λαύραν, καὶ ποῦ μεταβαίνεις;»
.    Καὶ ὁ Ὅσιος: «Δὲν πιστεύω ὅτι εἶσαι ἡ Κεχαριτωμένη, ἐὰν δὲν ἰδῶ κάποιο σημεῖον».
.    «Δίκαιον ἔχεις, Ἀθανάσιε, διὰ νὰ πιστεύσης, ἰδοὺ», ἀπάντησε. «Χτύπησε σταυροειδῶς μὲ τὴν ράβδο σου αὐτὴν τὴν πέτρα ἐπικαλούμενος τὸ ὄνομα τῆς Παναγίας Τριάδος καὶ θὰ ἰδεῖς εὐθὺς νὰ ἀναβλύζει ἄφθονον καὶ ἀστείρευτον ὕδωρ».
.     Πεισθεὶς ὁ Ὅσιος, ἐκτύπησε τὴν ἐνώπιόν του πέτρα καὶ ἀμέσως ἀνέβλυσεν ὕδωρ, καὶ τὸ σημεῖον ἐκεῖνο ἔκτοτε ὀνομάσθηκε ὕδωρ τοῦ ἁγιάσματος, ἔνθα ἐκτίσθη ναΰδριον τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς.
.     Μετὰ τὸ γεγονὸς τοῦτο, προσέπεσε ἐνώπιον τῆς Παναγίας καὶ ἐζήτησε συγγνώμη. Τότε ἡ Παναγία ὑποσχέθηκε στὸν Ὅσιο νὰ ἀναλάβει τὴν τροφοδοσία τῆς Μονῆς καὶ τῶν ἄλλων ἀναγκαίων, καὶ τὸν προέτρεψε νὰ ἐπιστρέψει στὴν Λαύρα, καὶ ἔγινε εὐθὺς ἄφαντος.
.   Ὁ Ἀθανάσιος ἐπέστρεψε στὴν Μονή. Μόλις διέβη τὴν κεντρικὴν πύλη καὶ εἰσῆλθεν στὴν αὐλή, βλέπει ἐνώπιόν του καὶ πάλι τὴν Ὑπεραγίαν θεοτόκον, ἡ ὁποία τὸν ὁδήγησε στὴν ἀποθήκη τῆς Μονῆς, ἡ ὁποία ἦταν πλέον πλήρης τροφίμων. Δεικνύουσα δὲ ἡ Παναγία τὴν εὐλογία ἐκείνη τοῦ θεοῦ, λέγει στὸν Ὅσιο «θέλω, τέκνον μου Ἀθανάσιε, εἰς τὸ ἑξῆς νὰ μὴ ὁρίσης ἐσὺ καὶ οἱ διάδοχοι σου Οἰκονόμον εἰς τὴν Μονήν, διότι ἐγὼ θὰ εἶμαι ἡ Οἰκονόμισσα τῆς Λαύρας μέχρι τῆς συντελείας τῶν αἰώνων» καὶ ἔγινε πάλι ἄφαντος. Πράγματι, ὁ Ὅσιος κατόπιν αὐτῶν συνέχισε τὴν ὁλοκλήρωση τῆς Λαύρας, μέχρι συντελέσεως τῆς ὁποίας ἐπήρκεσεν ἡ εὐλογία ἐκείνη τῶν τροφίμων. Στὸ σημεῖο ὅπου ἐνεφανίσθη ἡ Παναγία ἀνηγέρθη ὕστερα, καὶ ὑπάρχει ἕως σήμερον τὸ Προσκυνητάριον τῆς Παναγίας τῆς Οἰκονομίσσης, μετ’ ἀκοιμήτου κανδήλας.

Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ ΣΙΛΒΕΣΤΡΟΣ
ΚΑΙ Η ΑΝΑΚΟΜΙΔΗ ΤΩΝ ΛΕΙΨΑΝΩΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ


.    Ἀναφέρεται ἐπίσης ὅτι: «Κατὰ τὴν ζῶσαν καὶ ἀδιάκοπον παράδοσιν τῆς Μονῆς λέγεται ὅτι ζῶν ὁ Ὅσιος εἶχεν ἀφήσει ἐντολὴν περὶ μὴ ἐκταφῆς του, ἡ ὁποία καὶ ἐτηρεῖτο ἐπὶ αἰῶνες. Ἀλλά, κατὰ τὴν παράδοσιν ἐπίσης, ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Σίλβεστρος, ὅτε τὸ 1575 μετέτρεψε τὴν Μονὴ ἀπὸ ἰδιορρύθμου εἰς κοινόβιον, ἠθέλησεν ἐξ εὐλάβειας ν’ ἀνοίξη τὸν τάφον. Ἀφοῦ λοιπὸν ἔπεισε τοὺς Πατέρας, ἐπεχείρησε μετ’ αὐτῶν τὸ ἄνοιγμα τοῦ τάφου. Ὅταν ἐκτύπησαν διὰ τῶν σχετικῶν ἐργαλείων πρὸς διάνοιξιν, ἐξῆλθον ἐκεῖθεν φλόγες πυρός, αἱ ὁποῖαι κατετρόμαξαν τὸν Πατριάρχην καὶ τοὺς περὶ αὐτόν, ὥστε νὰ σταματήσουν πάραυτα τὸ ἐγχείρημα. Οὕτως ὁ τάφος τοῦ Ὁσίου παραμένει μέχρι σήμερα ἄθικτος, κατὰ τὴν ἐντολὴν τοῦ Πατρός».
.    Τὰ ὅρια καὶ τὸ μέγεθος τῆς πνευματικῆς συγκροτήσεως καὶ ἀκτινοβολίας τοῦ Ὁσίου Ἀθανασίου παριστᾶ τὸ Ἀπολυτίκιο αὐτοῦ, τὸ ὁποῖο ἔχει ὡς ἑξῆς:
«Τὴν ἐν σαρκὶ ζωήν σου κατεπλάγησαν, Ἀγγέλων τάγματα, πῶς μετὰ σώματος, πρὸς ἀοράτους συμπλοκὰς ἐχώρησας ἀοίδιμε, καὶ κατετραυμάτισας τῶν δαιμόνων τὰς φάλαγγας ὅθεν Ἀθανάσιε, ὁ Χριστὸς σὲ ἠμείψατο, πλουσίαις δωρεαῖς διὸ Πάτερ, πρέσβευε σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν».


http://christianvivliografia.wordpress.com


ΔΕΙΤΕ ΤΟ Α’ ΜΕΡΟΣ : ΕΔΩ

Ἀπολυτίκιον

Ἦχος γ'. Τὴν ὡραιότητα.
Τὴν ἐν σαρκὶ ζωήν, σοῦ κατεπλάγησαν, Ἀγγέλων τάγματα, πῶς μετὰ σώματος, πρὸς ἀοράτους συμπλοκάς, ἐχώρησας πανεύφημε, καὶ κατετραυμάτισας, τῶν δαιμόνων, τὰς φάλαγγας· ὅθεν Ἀθανάσιε, ὁ Χριστὸς σὲ ἠμείψατο, πλουσίαις δωρεαῖς· διὸ Πάτερ, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν. 







Ο ΟΣΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ ΚΑΙ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟΣ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ - Α´ ΜΕΡΟΣ (5 Ἰουλίου)




Παῦλος Μoν. Λαυριώτης

.     Ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Ἀθωνίτης γεννήθηκε στὴν πρωτεύουσα τοῦ Πόντου Τραπεζούντα μεταξὺ τῶν ἐτῶν 927-930. Οἱ γονεῖς του ἦσαν πλούσιοι καὶ εὐγενεῖς. Τὸ ὄνομά του ἦταν Ἀβραάμιος. Ὁ πατέρας καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας καὶ ἡ μητέρα ἀπὸ τὴν Κολχίδα τοῦ Πόντου. Πρὶν γεννηθεῖ, ὁ πατέρας ἀπέθανε καὶ λίγο μετὰ τὴν γέννησή του, καὶ ἡ μητέρα ἀπῆλθε ἀπὸ τὸν παρόντα κόσμο.
.   Ὁ μικρὸς Ἀβραάμιος, ὀρφανὸς καὶ ἀπὸ τοὺς δύο γονεῖς, τέθηκε ὑπὸ τὴν προστασία συγγενῆς του μοναχῆς, ἡ ὁποία ἀνέλαβε τὴν φροντίδα καὶ τὴν παιδαγωγία αὐτοῦ. Ὅλη δὲ ἡ ζωὴ καὶ ἡ συμπεριφορὰ τῆς μοναχῆς ἐπέδρασε θετικὰ καὶ καταλυτικὰ στὴν μετέπειτα ἐξέλιξη τοῦ Ἀβρααμίου.
.    Ὁ μικρὸς Ἀβραάμιος, παρ’ ὅτι ἦταν παιδί, ἡ ζωὴ καὶ ἡ συμπεριφορά του δὲν ἔμοιαζε μὲ ἐκεῖνες τῶν ἄλλων συνομηλίκων του. Ὁ χαρακτήρας του δὲν ἦταν ἀπρεπής, ἀπρόσεκτος καὶ ἀγενής. Καταγινόταν μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὶς ἄλλες θρησκευτικὲς πράξεις. Μετὰ τὴν κοίμηση τῆς προστάτιδάς του μοναχῆς καὶ ἀφοῦ ἔλαβε τὴν ἐγκύκλια παιδεία, μὲ τὴν βοήθεια ἑνὸς αὐτοκρατορικοῦ φορολογικοῦ ὑπαλλήλου ποὺ ἦλθε στὴν Τραπεζούντα γιὰ τὴν εἴσπραξη τῶν δημοσίων φόρων, ἔρχεται στὴν Κωνσταντινούπολη ἐπὶ αὐτοκράτορος Ρωμανοῦ Α´Λεκαπηνοῦ (920-944).
.     Στὴν Πόλη φοιτᾶ στὴν Σχολὴ τοῦ Προέδρου τῶν Σχολῶν τῆς Πρωτευούσης, ποὺ ἐκαλεῖτο Ἀθανάσιος. Στὴ σχολὴ αὐτὴ ἐπιδίδεται μὲ ζῆλο καὶ ἐπιμέλεια στὴν ἐκμάθηση τῶν γραμμάτων τῆς θύραθεν (κοσμικῆς) παιδείας. Παράλληλα δὲν παρέλειπε τὰ πνευματικὰ καὶ θρησκευτικά του καθήκοντα. Στὴν Κωνσταντινούπολη ἐγνώρισε τὸν συγγενῆ του στρατηγὸ Ζεφιναζέρ, στὸ σπίτι τοῦ ὁποίου ἔκτοτε διέμεινε.

 ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

.     Μέσα σὲ σύντομο χρονικὸ διάστημα ὁ Ἀβραάμιος κατέστη κάτοχος καὶ διδάσκαλος πάσης φιλοσοφίας καὶ ρητορικῆς, ὥστε ἡ φήμη του νὰ φτάσει μέχρι καὶ τὰ βασιλικὰ ἀνάκτορα.
.   Ὁ ἐνάρετος καὶ σοβαρὸς βίος του, τὸ πράον τοῦ ἤθους, τὸ γλυκὴ τῆς ὁμιλίας, ὁ πλοῦτος τῆς γνώσεως, τὸ ἔντιμον καὶ τὸ χρηστὸν τοῦ χαρακτῆρος του τὸν ἔκαναν ἀγαπητὸν σὲ ὅλους. Ἐξ αἰτίας τῶν χαρισμάτων του, οἱ μαθητὲς καὶ διδάσκαλοι τῆς Σχολῆς, «κοινῇ ψήφῳ», ἐζήτησαν ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα νὰ ἐκλεγεῖ διδάσκαλος αὐτῆς. Ἔτσι, μὲ αὐτοκρατορικὴ ὑπόδειξη, τιμᾶται μὲ τὸ ἀξίωμα τοῦ διδασκάλου.
.   Ὁ Ἀβραάμιος σύντομα ἀπέδειξε τὶς ἱκανότητές του. Ἀπέκτησε πολλοὺς μαθητὲς καὶ συγχρόνως τὴν φήμη τοῦ σοφοῦ διδασκάλου. Γι’ αὐτό, χρόνο μὲ τὸν χρόνο, ὁ ἀριθμὸς τῶν μαθητῶν ηὔξανε. Ἀλλ’ ὁ Ἀβραάμιος ταυτόχρονα ζοῦσε συνεπῆ χριστιανικὴ ζωή. Ἡ ἐπιθυμία του ἦταν νὰ ἀφιερωθεῖ ὁλοκληρωτικὰ στὸν Θεό. Τὴν περίοδο αὐτὴ ὁ συγγενής του στρατηγὸς Ζεφιναζὲρ ἀναλαμβάνει τὴν ναυτικὴ διοίκηση στὸ Αἰγαῖο καὶ παίρνοντας μαζί του τὸν Ἀβραάμιο πραγματοποιεῖ περιοδεία στὸ Ἀρχιπέλαγος. Κατέπλευσαν στὴ νῆσο Λῆμνο, ἀπ’ ὅπου διακρινόταν τὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἔμελλε ἀργότερα νὰ ἱδρύσει τὴν Λαύρα. Ἐπανερχόμενος στὴν Πόλη, συναντᾶται μὲ τὸν ὅσιο Μιχαὴλ Μαλεΐνον, ἱδρυτὴ καὶ ἡγούμενο τῆς Λαύρας τοῦ Κυμινά. Τοῦ ἐξομολογεῖται τὴν ἐπιθυμία νὰ ἀσπαστεῖ τὸν μοναχικὸ βίο. Στὴν Πόλη ἔγινε καὶ ἡ συνάντηση τῶν Ὁσίου Μιχαήλ, Νικηφόρου Φωκᾶ, μετέπειτα αὐτοκράτορος, καὶ τοῦ Ἀβρααμίου. Ἔτσι κρίνεται ἀπὸ τὸν ὅσιο Μιχαὴλ ἄξιος νὰ ἀκολουθήσει βίο πιὸ ἡσυχαστικὸ καὶ ἀσκητικό, καὶ ἐπιλέγει τόπο ἐρημικό, ὅπου ἐπιδίδεται σὲ νέους πνευματικοὺς ἀγῶνες. Βλέποντας ὁ Ὅσιος Μιχαὴλ τὴν μεγάλη πνευματικὴ ἄσκηση τοῦ Ἀθανασίου, προέβλεψε (προεῖδε) τὴν μετέπειτα ἐξέλιξή του, ὅτι δηλαδὴ θὰ γίνει διάδοχός του στὰ πνευματικὰ χαρίσματα.

 ΜΟΝΑΧΟΣ ΣΤΗΝ ΛΑΥΡΑ ΤΟΥ ΚΥΜΙΝΑ

.    Ἐν συνεχείᾳ ὁ Ἀβραάμιος παραιτεῖται ἀπὸ τὴν Σχολὴ καὶ μεταβαίνει στὴν λαύρα τοῦ Κυμινᾶ. Γίνεται δεκτὸς ἀπὸ τὸν ἡγούμενο ὅσιο Μιχαὴλ καὶ κείρεται μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Ἀθανάσιος. Μετὰ τὴν κουρά του ὁ Ἀθανάσιος, ἔχοντας ἔμπειρο καὶ διακριτικὸ πνευματικὸ ὀδηγό, ἐπιδίδεται στὴν ἄσκηση τῶν μοναχικῶν ἀρετῶν. Μέσα σὲ διάστημα τεσσάρων ἐτῶν, κατέκτησε «πᾶσαν ἀσκητικὴν πολιτείαν» καὶ συνέλεξε σὲ βραχὺ χρόνο πλοῦτο ἀρετῶν, ὥστε νὰ καθάρει τὴν διάνοιαν, καὶ νὰ δεῖ «θεία θεωρήματα», ὅπως σημειώνει βιογράφος του.
 ΣΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ


.     Ἀλλὰ τὸν Ἀθανάσιο γιὰ ἄλλα εἶχε προορίσει ὁ Θεός. Ὡς ἐκ τούτου, ἀπὸ τὸ ὄρος Κυμινᾶ ἀναχωρεῖ καὶ ἔρχεται στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐδῶ, φθάνοντας, περιοδεύει πολλὰ σκηνώματα τῆς ἀθωνικῆς χερσονήσου καὶ γνωρίζει πολλοὺς καὶ ἐναρέτους μοναχοὺς καὶ ἀσκητές. Ἐντυπωσιάζεται ἀπὸ τὴν σκληρὴ ἀσκητικὴ ζωή, τὸν λιτὸ βίο, τὶς πολλὲς στερήσεις. Ἀρχικὰ γίνεται ὑποτακτικὸς σὲ ἕνα ἁπλὸ γέροντα, χωρὶς νὰ ἀποκαλύψει ποιὸς ἦταν, κοντὰ στὴ Μονὴ Ζυγοῦ.
.    Δὲν ἐφανέρωσε τὸ πραγματικό του ὄνομα, ἀλλὰ προσποιήθηκε ὅτι ὀνομάζεται Βαρνάβας, γιατί ἤθελε νὰ εἶναι ἀπαρατήρητος. Ἐπιθυμία του ἦταν νὰ γνωρίσει τοὺς μοναχούς τοῦ Ὄρους καὶ νὰ ἀκολουθήσει ἕνα ὑψηλότερο στάδιο μοναχικοῦ βίου, τοῦ ἐρημίτη. Ὅπως ὁ ἴδιος ἀναφέρει στὸ Τυπικό του, τὴν περιοδο αὐτὴ οἱ ἀρχὲς τοῦ Ἄθω δὲν ἐπέτρεπαν σὲ κανένα μοναχὸ νὰ ζήσει ὡς ἐρημίτης, ἐὰν δὲν εἶχε παραμείνει στὸ Ὄρος δύο ἢ τρία χρόνια. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ὑπῆρχε ἕνας ἔλεγχος δι᾽ ὅσους ἤθελαν νὰ γίνουν ἐρημίτες.
.     Ὁ Ἀθανάσιος, ἔπρεπε, γιὰ νὰ μὴν ἀποκαλύψει τὸν ἑαυτό του νὰ ὑποταχθεῖ σὲ κάποιο ἀναχωρητή. Ἔτσι ἔκρυβε τὶς γνώσεις του καὶ τὶς πνευματικές του ἱκανότητες ἀπὸ σεβασμὸ στὸν γέροντά του, ποὺ ἦταν ἀμόρφωτος. Ὑποτάσσεται, λοιπόν, σὲ σχεδὸν ἀμόρφωτο γέροντα, παρὰ τοῦ ὁποίου, ἐκτός τῆς μοναχικῆς ἀσκήσεως, «διδάσκεται τὰ ἱερὰ γράμματα».
.     Ἐνῶ λοιπὸν ὁ Ἀθανάσιος δοκιμαζόταν στὸν Ἄθω ὡς ὑποψήφιος ἀσκητής, ὁ δομέστικος τῶν Σχολῶν τῆς Ἀνατολῆς, Νικηφόρος Φωκᾶς, τὸν ἀναζητοῦσε. Βέβαιον εἶναι ὅτι ἔκανε ἔρευνες σὲ διάφορα μοναστικὰ κέντρα τῆς Μ. Ἀσίας χωρὶς ἀποτέλεσμα.Τέλος θυμήθηκε, λέει ὁ βιογράφος του, ὅτι ὁ Ἀθανάσιος τοῦ εἶχε μιλήσει για πιθανὴ ἀναχώρηση καὶ τῶν δύο στὸ Ἅγιον Ὄρος. Γράφει λοιπὸν στὸν κριτὴ-ἔπαρχο τῆς Θεσσαλονίκης καὶ τοῦ ζητᾶ νὰ μεταβεῖ στὸν Ἄθω πρὸς ἀναζήτηση τοῦ Ἀθανασίου, περιγράφοντας τὰ προσωπικὰ χαρακτηριστικά του.
.     Ὁ κριτὴς μεταβαίνει στὸ Ὄρος, συναντᾶται μὲ τὸν Πρῶτο τοῦ Ὄρους Στέφανο (958-962) καὶ διαβιβάζει τὸ αἴτημα. Ὁ Πρῶτος ὑπόσχεται νὰ προβεῖ στὴν ἀνεύρεσή του, ἐνῶ ἐπλησίαζαν τὰ Χριστούγεννα καὶ ἡ σύναξη τῶν γερόντων τοῦ Ὄρους γινόταν τρεῖς φορὲς τὸ χρόνο: Τὰ Χριστούγεννα, τὸ Πάσχα καὶ στὶς 15 Αὐγούστου, ἑορτὴ τῆς κοιμήσεως τῆς Παναγίας. Στὶς συνάξεις, ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ Πρώτου, συμμετεῖχαν οἱ πατέρες οἱ ὁποῖοι ἀσκοῦνταν στὴν περιοχὴ τῆς Λαύρας τῶν Καρυῶν.
.     Κατὰ τὰ Χριστούγεννα λοιπὸν τοῦ ἔτους ἐκείνου, ἔγινε ἀπὸ τὸν Πρῶτο Στέφανο ἡ ἀναγνώριση τοῦ Ἀθανασίου. Ὅλοι οἱ Ἀθωνίτες ξέρουν πλέον ὅτι ὁ Βαρνάβας εἶναι ἕνας μορφωμένος μοναχός, ἀλλὰ δὲν γνωρίζουν ποιὸς εἶναι στὴν πραγματικότητα, γιατί ζήτησε ἀπὸ τὸν Πρῶτο νὰ κρατήσει τὸ μυστικό του, διαφορετικὰ θὰ ἔφευγε ἀπὸ τὸν Ἄθω. Ὁ Πρῶτος τοῦ παραχωρεῖ ἕνα ἀναχωρητικὸ κελλὶ κοντὰ στὶς Καρυές. Ὁ Ἀθανάσιος ἐγκαθίσταται ἐκεῖ μὲ ἕνα μαθητή, ὀνόματι Λουκίτζη καὶ ἀσκεῖ τὸ ἐπάγγελμα τοῦ καλλιγράφου. Ἐκεῖ ὁ Ἀθανάσιος παρέμεινε μέχρι τὸ 959.
.     Περὶ τὸ ἔτος 960 ἔρχεται στὸ Ὄρος ὁ ἀδελφός τοῦ Νικηφόρου καὶ δομέστικος τῶν Σχολῶν τῆς Δύσεως Λέων Φωκᾶς, μετὰ τὴν νίκη του κατὰ τῶν Σκυθῶν, γιὰ νὰ εὐχαριστήσει ἀπὸ εὐγνωμοσύνη τὸν Θεό. Ἐπιθυμοῦσε βέβαια νὰ συναντήσει τὸν Ἀθανάσιο, ὅπερ καὶ ἔγινε. Τότε λοιπὸν ὅλοι πληροφοροῦνται ποιὸς ἦταν πραγματικὰ ὁ Βαρνάβας καὶ ποιὲς οἱ σχέσεις του μὲ τὴν περιφανῆ οἰκογένεια Φωκᾶ. Τὸ ἀσκητικὸ περιβάλλον, ἡ ὅλη προσωπικότητα καὶ ἡ σχέση του μὲ τὴν ἔνδοξη οἰκογένεια τῆς αὐτοκρατορίας προκάλεσαν αἴσθηση στοὺς Ἀθωνίτες καὶ πολλοὶ παρεκινήθησαν νὰ προσέλθουν κοντά του.
.    Ὁ Ἀθανάσιος θέλοντας νὰ ἀποφύγει τὴν προσέλευση καὶ σύγχυση ἔθεσε σὲ ἐφαρμογὴ τὸ σχέδιο, ποὺ εἶχε, ὅταν ἀφίχθη στὸ Ὄρος: νὰ ἀποσυρθεῖ στὰ ἐνδότερα τοῦ Ὄρους, στὴν ἡσυχία. Ἔτσι, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Πρώτου καὶ τῆς Συνάξεως, ἀφοῦ ἔμεινε δύο χρόνια στὶς Καρυές, ἔλαβε ἕνα τόπο ἐξαιρετικὰ ἀπρόσιτο καὶ ἐρημικό, ποὺ λεγόταν Μελανά, στὴν θέση ὅπου ἔκτισε τὴν Λαύρα. Ἐκεῖ ἔστησε τὴν ἀσκητική του καλύβη, σὰν ἄλλο ἀρετῆς ἐργαστήριον, καὶ ἐπιδόθηκε σὲ νέους πνευματικοὺς ἀγῶνες ἀφοσιωμένος στὶς κατὰ Θεὸν μελέτες καὶ θεῖες θεωρίες.


ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤH

 .     Τὴν ἴδια περίοδο ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς διηύθυνε τὴν ἐκστρατεία τοῦ Βυζαντινοῦ στρατοῦ, περὶ τὸ 960, γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Κρήτης ἀπὸ τοὺς Ἄραβες. Οἱ συγκρούσεις ἦταν σκληρὲς καὶ ἀμφίρροπες. Ἡ βυζαντινὴ στρατιὰ ὑπέφερε ἀπὸ τὸ κρύο καὶ τὴν ἔλλειψη τροφῶν, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν στρατὸ τῶν Ἀράβων.
.     Ἐπιθυμώντας νὰ ἀναπτερώσει τὸ ἠθικὸ τῶν στρατιωτῶν, ὁ Φωκᾶς ὑπενθύμιζε ὅτι σκοπὸς τῆς ἐκστρατείας ἦταν ἡ ἀπελευθέρωση ἐδαφῶν καὶ πληθυσμοῦ χριστιανικοῦ. Ἄλλωστε, οἱ Ἄραβες ἢ Σαρακηνοί, ἔχοντες ὡς ὀρμητήριο τὴν Κρήτη, ἔκαναν ἐπιδρομὲς σὲ ὅλο τὸ Αἰγαῖο, ἀκόμα καὶ τὸ Ἅγιον Ὄρος, ἀπὸ τὸ ὁποῖο πέραν τῶν λαφύρων, εἶχαν αἰχμαλωτίσει καὶ μοναχούς.
.     Στὴν προσπάθειά του νὰ ἐνισχύσει τὸ ἠθικό τοῦ στρατοῦ, ἀπεφάσισε νὰ ἀποστείλει γράμματα σὲ μοναστήρια τῆς Μ. Ἀσίας καὶ στὸ Ἅγιον Ὄρος, ζητώντας νὰ στείλουν μερικοὺς μοναχοὺς κοντὰ στὸ στρατό. Μεταξὺ τῶν μοναχῶν, ἔγραψε καὶ στὸν Ἀθανάσιο καὶ στὸν Πρῶτο του Ὅρους. Οἱ Ἀθωνίτες ἀπάντησαν θετικά. Μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Πρώτου καὶ τῶν γερόντων τοῦ Ὄρους, ἀποφασίζει νὰ μεταβεῖ στὴν Κρήτη ὁ Ἀθανάσιος συνοδευόμενος ἀπὸ ἕνα μοναχό, τὸ Θεοδοτό.
.        Ἡ συνάντηση τῶν δύο ἀντρῶν ἦταν συγκινητική. Ὁ Ἀθανάσιος ἔγινε δεκτὸς μὲ μεγάλες τιμὲς ἀπὸ τὸν πνευματικό του φίλο Νικηφόρο Φωκά. Ἡ ἀποστολὴ καὶ παραμονὴ τοῦ Ἀθανασίου στὴν Κρήτη στέφθηκε μὲ πλήρη ἐπιτυχία. Ἐπέτυχε νὰ βοηθήσει στὴν ἐκδίωξη τῶν Ἀράβων ἀπὸ τὴν Κρήτη, τὴν ἀπελευθέρωση ὅσων Ἀθωνιτῶν εἶχαν συλληφθεῖ καὶ διασωθεῖ, καὶ τὴν ἐπανασύνδεση τοῦ φιλικοῦ του δεσμοῦ μὲ τὸν στρατηγὸ Νικηφόρο Φωκά.
.     Ἐκεῖ καταστρώθηκε ἡ ἰδέα τῆς ἰδρύσεως ἑνὸς μοναστηριοῦ στὸν Ἄθω, ὑπὸ τὴν ἡγουμενία τοῦ Ἀθανασίου, στὸ ὁποῖο θὰ ἐμόναζε καὶ ὁ Φωκᾶς. Γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ ὁ Φωκᾶς πρότεινε στὸν Ἀθανάσιο νὰ τοῦ διαθέσει τὰ χρήματα ποὺ θὰ ἀπαιτοῦνταν γιὰ τὴν ἀνέγερση τῆς Μονῆς. Ἀφοῦ οἱ δύο ἄνδρες ἔμειναν σύμφωνοι περὶ τῆς Μονῆς καὶ τὰ σχετικὰ μὲ αὐτήν, ὁ μὲν Ἀθανάσιος ἀνεχώρησε γιὰ τὸν Ἄθωνα, ὁ δὲ Φωκᾶς ἐπέστρεψε στὴν Βασιλεύουσα. Ἐπιστρέφοντας ὁ Ἀθανάσιος στὸ Ὄρος, ἐσκέπτετο νὰ ἀρχίσει τὴν ἵδρυση τῆς Λαύρας. Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς ἀποστέλλει στὸν Ἄθω τὸν ἔμπιστό του μοναχὸ Μεθόδιο, μὲ ἐπιστολὴ καὶ τὰ ἀναγκαῖα χρήματα γιὰ τὴν ἔναρξη τῶν ἐργασιῶν. Ὁ Μεθόδιος παρέμεινε στὸ κελλὶ τοῦ Ἀθανασίου ἕξι μῆνες καὶ δὲν ἀνεχώρησε παρὰ ἀφοῦ ἔπεισε τὸν Ἀθανάσιο νὰ ἀρχίσει τὴν κατασκευὴ τῆς Λαύρας καὶ ἀφοῦ εἶχαν ἀρχίσει οἱ οἰκοδομικὲς ἐργασίες.
.    Πράγματι ὁ Ἀθανάσιος ἄρχισε μὲ τὴν ἀνέγερση τοῦ ἡσυχαστηρίου, ὅπου θὰ ἐμόναζε ὁ Νικηφόρος καὶ ναὸ ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Ἐν συνεχείᾳ προχώρησε στὴν ἀνέγερση τοῦ καθολικοῦ καὶ ἄλλων κτισμάτων. Ἐνῶ λοιπὸν προχωροῦσαν οἱ ἐργασίες ἀνεγέρσεως τοῦ καθολικοῦ καὶ τῶν κελλίων, ἔφθασε ἡ εἴδηση τῆς ἀνόδου τοῦ Νικηφόρου στὸν αὐτοκρατορικὸ θρόνο. Ἡ εἴδηση αὐτὴ ἐπίκρανε τὸν Ἀθανάσιο, ὁ ὁποῖος ἀνέλαβε τὴν ἀνοικοδόμηση τῆς Λαύρας μετὰ ἀπὸ ἐπίμονες παρακλήσεις τοῦ Νικηφόρου καὶ τὴν ὑπόσχεσή του νὰ ἀκολουθήσει τὸν μοναχικὸ βίο.
.        Γι’ αὐτὸ ἀπεφάσισε νὰ ἐγκαταλείψει τὴν ἡγουμενία τῆς Λαύρας καὶ νὰ φύγει ἀπὸ τὸ Ὄρος.
Συνεχίζεται....

ΔΕΙΤΕ ΤΟ Β’ ΜΕΡΟΣ: ΕΔΩ


http://christianvivliografia.wordpress.com


Ἀπολυτίκιον

Ἦχος γ'. Τὴν ὡραιότητα.
Τὴν ἐν σαρκὶ ζωήν, σοῦ κατεπλάγησαν, Ἀγγέλων τάγματα, πῶς μετὰ σώματος, πρὸς ἀοράτους συμπλοκάς, ἐχώρησας πανεύφημε, καὶ κατετραυμάτισας, τῶν δαιμόνων, τὰς φάλαγγας· ὅθεν Ἀθανάσιε, ὁ Χριστὸς σὲ ἠμείψατο, πλουσίαις δωρεαῖς· διὸ Πάτερ, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.