A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !
✞ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος ✞

Παρασκευή 12 Ιουλίου 2013

Τῶν Ἁγίων Πέτρου καἰ Παῦλου τῶν Πρωτοκορυφαίων Ἀποστόλων (29 Ἰουνίου)



Ο Απόστολος Πέτρος εγεννήθηκε στη μικρή πόλη Βηθσαϊδά κοντά στη λίμνη Γεννησαρέτ, όπου ασκούσε το επάγγελμα του αλιέως με τον αδελφό του Ανδρέα, κληθέντα και αυτόν στο αποστολικό αξίωμα,
και με τους υιούς του Ζεβεδαίου Ιάκωβο και Ιωάννη, γενόμενους επίσης Αποστόλους.

Το όνομά του απαντά στην Καινή Διαθήκη υπό τέσσερις τύπους:
α) Συμεών (εκ του Sim Un, σημιτικού τύπου).
β) Σίμων (κοινότερος τύπος, εξελληνισμένη σύντμηση του προηγούμενου).
γ) Κηφάς (από το αραμαϊκό Kepha, που σημαίνει πέτρα).
δ) Πέτρος (παράφραση της προηγούμενης αραμαϊκής επωνυμίας, η οποία εδόθηκε στο Σίμωνα από τον Χριστό).

Ο πατέρας του ονομαζόταν Ιωάννης η Ιωνάς. Οι γονείς του ανήκαν στους λιγοστούς πιστούς ευσεβείς Ιουδαίους της εποχής τους, οι οποίοι επερίμεναν εναγώνια τον Μεσσία και τη μεσσιανική εποχή κατά
την οποία θα ετερματίζετο η κακοδαιμονία της ανθρωπότητος.

Από το γεγονός ότι ο Πέτρος είχε την πεθερά του, την οποία εθεράπευσε ο Κύριος, στην Καπερναούμ, προκύπτει ότι ήταν έγγαμος. Δεν είναι γνωστό με βεβαιότητα το όνομα της συζύγου του, καλουμένης
Ιωάννας υπό των Ανατολικών και Περπετούης υπό των Δυτικών. Ούτε είναι γνωστό αν η σύζυγός του εζούσε ακόμη, όταν ο Απόστολος Πέτρος εκλήθηκε στο αποστολικό αξίωμα.

Ο Πέτρος και ο Ιωάννης καλούνται «αγράμματοι και ιδιώται» από τα μέλη του Συνεδρίου, σημείο ότι δεν είχαν φοιτήσει στις λόγιες ραββινικές σχολές. Είχαν όμως μαθητεύσει στον Τίμιο Πρόδρομο. Τούτο
είναι βέβαιο για τους υιούς του Ζεβεδαίου και για τον Ανδρέα, πιθανώς δε και για τον Σίμωνα Πέτρο.

Η κλήση του Πέτρου στο αποστολικό έργο έγινε βαθμιαίως. Όταν τον επαρουσίασε ο αδελφός του Ανδρέας στον Κύριο, με τους λόγους «ευρήκαμεν τον Μεσσίαν», έλαβε την επωνυμία Κηφάς. Ήταν παρών
κατά το θαύμα στην Κανά και εγκαταστάθηκε μετά με τον Κύριο στην Καπερναούμ. Εκλήθηκε οριστικά μετά την πρώτη θαυμαστή αλιεία, γενόμενος έτσι «αλιεύς ανθρώπων».


Ο ενθουσιώδης και ευσεβής Πέτρος επέταξε τα δίχτυα από τους πρώτους και ακολούθησε τον Κύριο πιστά. Λόγω του δυναμικού χαρακτήρος του και της ιδιαίτερης αφοσιώσεώς του στον Κύριο αξιώθηκε να
έχει εξαιρετική θέση μεταξύ των Αποστόλων και να ομιλεί συχνά εκ μέρους αυτών. Ομολόγησε πρώτος ότι ο Χριστός είναι «ο Υιός του Θεού του ζώντος». Ο Κύριος εξετίμησε αυτή την ομολογία και τον

διαβεβαίωσε πως επάνω σε αυτή την ομολογία πίστεως, που έγινε κατ’ αποκάλυψιν Θεού Πατρός, «οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν».

Κατά την εβδομάδα των παθών και μετά την Ανάσταση ο Πέτρος αποτελεί κεντρικό πρόσωπο στα Ευαγγέλια. Έτσι στο Μυστικό Δείπνο αρνείται προς στιγμήν τη νίψη των ποδών του από τον Κύριο, αγωνιά
κατόπιν να μάθει ποιός είναι ο προδότης, διαμαρτύρεται, διότι στην προς τον Κύριο ερώτησή του «Κύριε, που υπάγεις;», έλαβε από Αυτόν την απάντηση «όπου εγώ υπάγω ου δύνασαί μοι νυν
ακολουθήσαι», και τέλος υπόσχεται στον Κύριο ότι θα θυσιάσει την ψυχή του για Εκείνον και δεν θα σκανδαλισθεί από το επερχόμενο Πάθος Του. Κατά τον Ευαγγελιστή Λουκά ο Ιησούς στην μετά του
Πέτρου στιχομυθία του είπε σε αυτόν τα εξής χαρακτηριστικά: «Σίμων, Σίμων, ιδού ο σατανάς εξητήσατο υμάς του συνιάσαι ως τον σίτον. Εγώ δε εδεήθην περί σου ίνα μη εκλίπη η πίστις σου. Και συ ποτε
επιστρέψας στήριξον τους αδελφούς σου». Πράγματι δε, δεν εξέλιπε η πίστη του Πέτρου, αν και αρνήθηκε τον Διδάσκαλο τρεις φορές στην αυλή του αρχιερέως. Ένεκα της υπέρ αυτού δεήσεως του Κυρίου,
ήλθε στον εαυτό του, μετανόησε και έκλαψε πικρά για την πράξη του και αξιώθηκε πρώτος αυτός από τους Αποστόλους να διαπιστώσει το γεγονός της Αναστάσεως και πρώτος να δει τον Αναστάντα Κύριο.

Αξιώθηκε να δει από τους πρώτους το κενό μνημείο και να διαπιστώσει την Ανάσταση του Χριστού. Το συγκλονιστικό αυτό γεγονός τον μεταμόρφωσε κυριολεκτικά. Το φλογερό του κήρυγμα την ημέρα της
Πεντηκοστής έκανε να πιστέψουν τρεις χιλιάδες ψυχές, και να βαπτισθούν. Η ιεραποστολική δράση του υπήρξε θαυμαστή και είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ιστορία της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων.
Από εκεί ενεργούσε κατά καιρούς περιοδείες επισκεπτόμενος τις πλησιόχωρες Εκκλησίες. Ο Παύλος στην προς Γαλάτας Επιστολή του αναφέρει, ότι κατά τις δύο ανόδους του στα Ιεροσόλυμα συναντήθηκε
εκεί με τον Πέτρο, τον οποίο ονομάζει και Απόστολο των «εκ περιτομής» και μας πληροφορεί ότι ετιμάτο μαζί με τον Αδελφόθεο Ιάκωβο και τον Ιωάννη ως «στύλος» της Εκκλησίας.

Σε μία περιοδεία του ο Πέτρος, περί της οποίας μας ομιλούν οι Πράξεις, επισκέφθηκε τη Λύδδα και αφού εθεράπευσε τον παραλυτικό Αινέα, ήλθε στην Ιόππη, όπου ανέστησε την Ταβιθά η Δορκάδα. Από
εκεί δε, με θεία επιταγή, επορεύθηκε στην Καισάρεια, στην οποία εκατήχησε και εβάπτισε τον εθνικό Κορνήλιο μαζί με την οικογένειά του. Όταν έμαθαν το γεγονός αυτό οι «εκ περιτομής» της Εκκλησίας
Ιεροσολύμων εκατηγόρησαν τον Πέτρο. Ο Απόστολος εξέθεσε με λεπτομέρεια πως ο Θεός δι’ οράματος «υπέδειξεν μηδένα κοινόν η ακάθαρτον λέγειν άνθρωπον» και έκλεισε την απολογία του εκείνη ως
εξής: «Ει ουν την ίσην δωρεάν έδωκεν αυτοίς ο Θεός ως και ημίν πιστεύσασιν επί τον Κύριον Ιησούν Χριστόν, εγώ δε τις ήμην δυνατός κωλύσαι τον Θεόν;».

Ο Ηρώδης Αγρίππας Α’, επιθυμώντας να ευχαριστήσει τους Ιουδαίους συνέλαβε τον Πέτρο κατά τις εορτές του Πάσχα του 42 η 44 μ.Χ. και τον έκλεισε στη φυλακή για να τον φονεύσει μετά από λίγο. Αλλ’
Άγγελος Κυρίου ελευθέρωσε κατά τη νύχτα το δέσμιο και από στρατιώτες φρουρούμενο Πέτρο, ο οποίος, αφού επισκέφθηκε τους συγκεντρωμένους και προσευχόμενους υπέρ αυτού αδελφούς στην οικία
της Μαρίας, μητέρας του Μάρκου, ανήγγειλε σε αυτούς τη σωτηρία του από τον Άγγελο και «εξελθών επορεύθη εις έτερον τόπον».

Για τελευταία φορά ομιλούν οι Πράξεις περί του Πέτρου κατά την Αποστολική Σύνοδο (48/49 μ.Χ.), στην οποία μαζί με τον Παύλο και τον Αδελφόθεο Ιάκωβο διεδραμάτισαν πρωτεύοντα ρόλο. Ο Παύλος στην
προς Γαλάτας Επιστολή του μας ομιλεί για μία συνάντηση, την οποία είχε με τον Πέτρο στην Αντιόχεια, κατά την οποία τον ήλεγξε για την επιδειχθείσα έλλειψη θάρρους και παραχώρηση υπέρ των
ιουδαϊζόντων και σε βάρος των εξ εθνών Χριστιανών.

Για τη μετά ταύτα ζωή και δράση του Πέτρου στερούμεθα σαφείς ιστορικές μαρτυρίες. Ο Ωριγένης και ο Ευσέβιος, προφανώς από τον πρόλογο της Α’ Καθολικής Επιστολής Πέτρου, συμπέραναν ότι αυτός
εκήρυξε στους Ιουδαίους της Διασποράς, στον Πόντο, Γαλατία, Καππαδοκία, Ασία και Βιθυνία. Ορισμένοι δέχονται και την αποστολική δράση του Πέτρου στην Κόρινθο.

Ο Απόστολος Πέτρος έγραψε δύο Καθολικές Επιστολές. Από αυτές, η μεν πρώτη απευθυνόταν στους Χριστιανούς του Πόντου, της Γαλατίας, της Καππαδοκίας, της Ασίας και της Βιθυνίας, η δε δεύτερη σε
όλους τους Χριστιανούς. Μέσα από αυτές προσπαθεί να στηρίξει τους πιστούς στις θλίψεις που υφίστανται εξ αιτίας της πίστεώς τους στον Ιησού Χριστό.

Υπάρχει βέβαια και η παράδοση των Ρωμαιοκαθολικών περί μεταβάσεως του Πέτρου στη Ρώμη μετά την απελευθέρωσή του από τον Άγγελο η την Αποστολική Σύνοδο, της οποίας διετέλεσε επί
εικοσιπενταετία Επίσκοπος. Την παράδοση αυτή πολλοί Ορθόδοξοι μελετητές την αμφισβητούν, διότι στηρίζεται σε μεταγενέστερα ψευδεπίγραφα κείμενα, τις λεγόμενες «Ψευδοϊσιδώρειες Διατάξεις» και την
απόκρυφη φιλολογία. Αναμφίβολα όμως ο Πέτρος συνδέεται με την Εκκλησία της Ρώμης, αφού έδρασε και έμαρτύρησε σε αυτήν.

Σύμφωνα με αυτή την παράδοση ο Πέτρος ίδρυσε την τοπική Εκκλησία της Ρώμης. Εκήρυττε νυχθημερόν στη μεγάλη πόλη και κατόρθωσε να μεταστρέψει πλήθος κατοίκων στο Χριστιανισμό. Την ίδια
εποχή ευρισκόταν στη Ρώμη και ο διαβόητος Σίμων ο μάγος, γνωστός από τις Πράξεις των Αποστόλων. Εκεί με τις διάφορες μαγγανείες και τα μαγικά κόλπα προκαλούσε τον θαυμασμό του πλήθους και γι’
αυτό απέκτησε πολλούς οπαδούς. Όμως ευρήκε μπροστά του τον αληθινό άνθρωπο του Θεού, τον Απόστολο Πέτρο, ο οποίος με σειρά θαυμάτων ξεσκέπασε τον απατεώνα μάγο, τον απέδειξε ως
συνεργό των δαιμόνων και εφανέρωσε την ανίκητη δύναμη του αληθινού Θεού.

Ο Άγιος Ειρηναίος γράφει: «Του Πέτρου και Παύλου εν Ρώμη ευαγγελιζομένων και θεμελιούντων την Εκκλησίαν».

Ο Ωριγένης: «Ος και επί τέλει εν Ρώμη γενόμενος ανεσκολοπίσθη κατά κεφαλής ούτως αυτός αξίωσας». Τέλος ο πρεσβύτερος Γάιος (169 μ.Χ.) γράφει στον προς Πρόκλο διάλογό του: «Εγώ δε τα τρόπαια
(μνημεία, σκηνώματα) των αποστόλων έχω δείξαι. Εάν γαρ θελήσης απελθείν επί τον Βατικανόν η επί την οδόν την Ωστίαν, ευρήσεις τα τρόπαια των ταύτην ιδρυσαμένων την Εκκλησίαν».

Κατά την παράδοση, λοιπόν, ο Πέτρος άθλησε στη Ρώμη κατά το διωγμό του αυτοκράτορος Νέρωνος (64/67 μ.Χ.). Λίγο πριν τον συλλάβουν έκρινε σκόπιμο να φύγει κρυφά από την πόλη, για να γλιτώσει.
Καθώς εβάδιζε βιαστικά την περίφημη Αππία οδό είδε μπροστά του τον Κύριο, ο Οποίος τον ερώτησε: «Quo Vadis?», δηλαδή «που πηγαίνεις;». Τότε ο ένθερμος Απόστολος κατάλαβε πως η φυγή του αυτή
ισοδυναμούσε με νέα άρνηση του Χριστού. Γι’ αυτό με δάκρυα στα μάτια εγύρισε πίσω και συνελήφθη και καταδικάσθηκε σε σταυρικό θάνατο. Όταν οδηγήθηκε στο μαρτύριο παρακάλεσε τους δημίους του
να τον σταυρώσουν ανάποδα, με το κεφάλι προς τα κάτω, διότι, όπως είπε, δεν εθεωρούσε τον εαυτό του άξιο να σταυρωθεί σαν τον ηγαπημένο Δάσκαλο και Θεό του! Έτσι παρέδωσε την αγία του ψυχή
στον Χριστό, το δε αγιασμένο λείψανό του το περιμάζεψαν οι πιστοί και το έθαψαν στο Βατικανό λόφο.

Ο τάφος του ήταν απλός και πτωσικός. Εσκέπασαν το τίμιο λείψανό του με χώμα και μετά με πλάκες από κεραμίδι σε σχήμα αμφικλινές. Έτσι έθαπταν τότε τους πολλούς, τους πτωχούς στη Ρώμη. Το μνήμα
του Πέτρου το ήξερε καλά η Εκκλησία της Ρώμης, γι’ αυτό και ο Επίσκοπός της Ανίκητος (155 – 166 μ.Χ.), περί το 160 μ.Χ., ετοποθέτησε μία μαρμάρινη πλάκα, επάνω από την οποία εστήριξε σε δύο
κιονίσκους μία τράπεζα με μικρή κόγχη και υποτυπώδες αέτωμα. Γύρω της συνήρχοντο για προσευχή λίγοι Χριστιανοί, ενώ στον ιερό τόπο της ταφής του Πέτρου συνάγονταν πολλοί προσκυνητές στο πρώτο ήμισυ του 3ου αιώνος μ.Χ.

Ο Απόστολος Παύλος η ηρωικότερη αποστολική μορφή της πρώτης Χριστιανικής περιόδου, υπήρξε ο κατ’ εξοχήν Απόστολος των Εθνών, ο μοναδικός διδάσκαλος και ο σπουδαιότερος παιδαγωγός της
Οικουμένης, ο εκκλησιαστικός αγωνιστής καυ φυτουργός της Εκκλησίας. Οι Πατέρες της Εκκλησίας εκφράζονται με το μεγαλύτερο θαυμασμό και εξυμνούν με τα καλύτερα λόγια την προσωπικότητά του, το
καταπληκτικό ιεραποστολικό έργο του και τη μοναδική διδασκαλία του.

Μάλιστα ο κυριότερος ερμηνευτής του, ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, εκ των κορυφαίων πατέρων της Εκκλησίας, εύστοχα τον χαρακτηρίζει ως «τον πρώτον μετά τον Ένα» και συνιστά «μη θαυμάζειν
μόνον αλλά και μιμείσθαι το αρχέτυπον τούτο της αρετής». Άριστος γνώστης της ελληνικής γλώσσας και παιδείας, έφερε το αληθινό φως της θεογνωσίας, το φως του Ευαγγελίου από την Ανατολή στη Δύση.

Ο Απόστολος Παύλος εγεννήθηκε στην Ταρσό της Κιλικίας, μεταξύ των ετών 5 – 15 μ.Χ., από Ιουδαίους γονείς της φυλής Βενιαμίν, η οποία μαζί με τη φυλή του Ιούδα θεωρούνται οι μόνες καθαρές φυλές.
Κατείχε τη ρωμαίκή υπηκοότητα από τον πατέρα του, ο οποίος ήταν Ρωμαίος πολίτης, δικαίωμα το οποίο απέκτησε και ο ίδιος και από το οποίο φαίνεται ότι ο κάτοχός του καταγόταν από τα ανώτερα
στρώματα της κοινωνίας της Κιλικίας. Στο εβραϊκό του αρχικό όνομα Σαούλ η Σαύλος, κατά τη γνωστή τότε συνήθεια των Ιουδαίων της διασποράς να χρησιμοποιούν διπλή ονομασία, προστέθηκε αργότερα
δεύτερο όνομα – και ως Ρωμαίος πια πολίτης – το χρησιμοποιούμενο στις Πράξεις ελληνικό η ρωμαϊκό όνομα Παύλος, ομόηχο του Ιουδαϊκού Σαύλος (Σαύλος – Παύλος). Η δεύτερη ονομασία δεν ήταν
ασυνήθης ενέργεια στις ευκατάστατες και οπωσδήποτε σημαντικές ρωμαϊκές οικογένειες.

Ο Άγιος Ιερώνυμος, έχοντας υπ’ όψιν του κάποια αρχαία παράδοση αναφέρει ότι ο Παύλος καταγόταν από τα Γίσχαλα η Κίσχαλα (Gischala) της Γαλιλαίας της Παλαιστίνης, πράγμα που σημαίνει ότι κάποιος,
ενδεχομένως, από τους προγόνους του καταγόταν από τα Κίσχαλα.

Κατά την όγδοη ημέρα από της γεννήσεώς του ο Παύλος περιτμήθηκε, γεγονός που αποδεικνύει ότι οι γονείς του ήταν ευσεβείς και νομοταγείς, αν και ήταν ελληνιστές, όπως και ο ίδιος ο Παύλος ήταν
ελληνιστής της διασποράς.

Στην Ταρσό, όπου επέρασε τα παιδικά του χρόνια, οι γονείς του εφρόντισαν να αποκτήσει την καλύτερη και αρτιότερη ελληνική μόρφωση, όπως άλλωστε αυτό αποδεικνύεται και από τις Επιστολές του. Εκεί

έμαθε την ελληνική γλώσσα και εδιδάχθηκε γενικότερα την ελληνική σκέψη και τον τρόπο ζωής.

Στην πόλη αυτή η Ιουδαϊκή παροικία διατηρούσε τα ήθη και έθιμά της και την κοινωνική ζωή της γύρω από τη Συναγωγή που ήταν το πνευματικό κέντρο. Η Συναγωγή αποτελούσε, επίσης, το κέντρο της
λατρείας της θρησκείας, της προσευχής και της διδαχής του λόγου και του Νόμου του Θεού. Γαλουχημένος ο Παύλος μέσα σε αυτό το περιβάλλον ευσεβείας άκουσε για το σεβασμό στους Πατριάρχες και
τους Προφήτες και εδιδάχθηκε για την τήρηση του Νόμου με ζήλο. Μεγαλωμένος σ’ ένα τέτοιο αυστηρό θρησκευτικό ιουδαϊκό περιβάλλον ο Παύλος απέκτησε βαθιά συνείδηση της μεγάλης σημασίας που
είχε η τήρηση του Νόμου για την επιβίωση του λαού του Ισραήλ, αλλά και την ελπίδα απελευθερώσεώς του από τους Ρωμαίους. Έτσι έμαθε τη μητρική του γλώσσα και τα ελληνικά γράμματα πιο πολύ σε
ιουδαϊκό παρά σε ελληνικό περιβάλλον και η παίδευσή του και η όλη ανατροφή του ήταν αυστηρά ραββινική και εβραϊκή. Άλλωστε η εβραϊκή – αραμαϊκή γλώσσα θα πρέπει να ομιλείτο και στο σπίτι του, γιατί
έτσι εξηγείται και η ευχέρειά του να προσφωνήσει αργότερα τους συγκεντρωμένους στα Ιεροσόλυμα «τη εβραΐδι διαλέκτω».

Ο Απόστολος Παύλος δεν αρκέσθηκε στην παραπάνω ελληνική μόρφωση που απέκτησε στη γενέτειρά του Ταρσό, αλλά επήγε στα Ιεροσόλυμα, για να τη συμπληρώσει με σπουδές του Νόμου κοντά σε
σοφούς ραββίνους της Ιερουσαλήμ, πρωτεύουσας του Ιουδαϊσμού. Η απόφασή του να μεταβεί στα Ιεροσόλυμα δείχνει αφ’ ενός τη συντηρητικότητα του θρησκευτικού περιβάλλοντος από το οποίος
προερχόταν και ακόμη την πρόθεσή του να γνωρίσει πληρέστερα και καλύτερα το Νόμο, ως καταγόμενος από τον Ιουδαϊσμό της διασποράς και αφ’ ετέρου την οικονομική δυνατότητα της οικογένειάς του.
Μάλιστα στις Πράξεις αναφέρεται ότι στα Ιεροσόλυμα υπήρχε ανιψιός του Παύλου, υιός της αδελφής του. Φαίνεται ότι ο Παύλος είχε έγγαμη αδελφή εγκατεστημένη στα Ιεροσόλυμα, στην οικία της οποίας
ίσως διέμενε ο ίδιος κατά το διάστημα των εκεί σπουδώνμ του. Και αυτός, ενδεχομένως, να υπήρξε και ένας ακόμη λόγος η ο κύριος λόγος να μεταβεί στα Ιεροσόλυμα για συμπληρωματικές σπουδές.

Στα Ιεροσόλυμα ο Παύλος σπούδασε παρά τους πόδας του συνετού φαρισαίου διδασκάλου Γαμαλιήλ (πρεσβυτέρου εγγονού του Χιλλέλ), ο οποίος ήταν «τίμιος παντί τω λαώ» και, κατά το Ταλμούδ, ήταν
γνώστης της ελληνικής φιλολογίας και ενεθάρρυνε τις ελληνικές σπουδές. Από αυτόν το φαρισαίο διδάσκαλό του Γαμαλιήλ, ο Παύλος εδιδάχθηκε, όσο λίγοι, την ιουδαϊκή θεολογία και έτσι το ύφος του, η
θεολογική μέθοδος και η χρήση της Γραφής τον εμφανίζουν ραββίνο της πιο αυστηρής και καθαρής μορφής· ενωρίς εντάχθηκε στην τάξη των Φαρισαίων, αν βέβαια δεν ανήκε σ’ αυτήν από τους γονείς του,
και έγινε ζηλωτής και βαθύς γνώστης όχι μόνο θεωρητικά αλλά και πρακτικά των πιο σπουδαίων και σημαντικών ζητημάτων του Νόμου. Έτσι διέθετε όλα τα απαραίτητα εφόδια ενός άριστα καταρτισμένου
νομοδιδασκάλου και επιδέξιου χειριστού της ραββινικής διαλεκτικής. Στα Ιεροσόλυμα εκτός από τις παραπάνω σπουδές του έμαθε και την τέχνη του σκηνοποιού που τον εβοήθησε αργότερα, ασκώντας την,
να συντηρείται και να μην επιβαρύνει τους πιστούς των Εκκλησιών στις οποίες εκήρυττε: «και δια το ομότεχνον είναι έμενε παρ’ αυτοίς και ηργάζετο». Η εκμάθηση τέχνης αποτελούσε συνήθεια των
Ιουδαίων λογίων και μάλιστα των ραββίνων αλλά και υποχρέωσή τους για να εξασφαλίζουν τη συντήρησή τους.

Ο Παύλος διακρινόταν για το ζήλο στο έργο του, την αγαθότητα των προθέσεών τουκαί τις φυσικές ικανότητες, αλλά και την ευρύτητα του πνεύματος, την ανησυχία και δυναμικότητά του, προσόντα τα οποία
ανέμεναν στην κατάλληλη στιγμή να αξιοποιηθούν. Αυτή η εμπνευσμένη και δυναμική προσωπικότητα έγινε τελικά το όργανο της θείας Χάριτος και εχρησιμοποιήθηκε για την πραγματοποίηση του θείου
σχεδίου. Άλλωστε μέσα στο στάδιο της θείας βουλής τόσο οι ανθρώπινες ικανότητες όσο και γενικότερα ο ανθρώπινος παράγοντας κατευθύνονται μέσα στην πορεία της ιστορίας της ανθρωπότητας και
καθοδηγούνται στην επίτευξη του σκοπού της σωτηρίας του κόσμου και των ανθρώπων. Η Χάρη του Θεού δεν άφησε την ικανή αυτή προσωπικότητα να συνεχίσει να στρέφεται εναντίον των πιστών του
Ευαγγελίου.

Μαρτυρίες ότι ο Παύλος εγνώρισε κατ’ άνθρωπον τον Κύριο δεν έχουμε, εκτός από κάποιο υπαινιγμό του ιδίου: «ει δε και εγνώκαμεν κατά σάρκα Χριστόν, αλλά νυν ουκέτι γινώσκομεν». Φαίνεται όμως ότι επισκέφθηκε τα Ιεροσόλυμα μετά το 30 μ.Χ.

Κατά το μαρτυρικό θάνατο του Πρωτομάρτυρος Στεφάνου «νεανίας» ακόμη εφύλαγε τα ρούχα που απέθεσαν στα πόδια του εκείνοι που ελιθοβόλησαν τον Πρωτομάρτυρα: «και οι μάρτυρες απέθεντο τα ιμάτια
αυτών παρά τους πόδας νεανίου καλουμένου Σαύλου».

Με το όραμα της Δαμασκού, κατά υπερφυσικό και μοναδικό τρόπο, ο Χριστός τον εκάλεσε στο έργο του κηρύγματος του Ευαγγελίου. Η εμφάνιση όμως αυτή δεν ήταν μία υποκειμενική αντίληψη του Παύλου,
αλλά ένα γεγονός αντικειμενικό και ιστορικό, καθώς συνάγεται τούτο και από τη σημασία που του αποδίδει ο ίδιος ο Παύλος. Τον ξεχωρίζει από τις άλλες αποκαλύψεις και οπτασίες, που κατά καιρούς είχαν
γίνει σ’ αυτόν ακόμη και από την αρπαγή του μέχρι του τρίτου ουρανού για την οποία, όπως ομολογεί, δεν ήταν βέβαιος αν ήταν σωματική η όχι. Αντιθέτως, για την εμφάνιση του Ιησού στο όραμα της
Δαμασκού είναι απόλυτα βέβαιος ότι υπήρξε σωματική, και μάλιστα την συναριθμεί με τις λοιπές εμφανίσεις του Κυρίου, που έγιναν στους Αποστόλους κατά τις 40 ημέρες πριν από την Ανάληψή Του και την
προβάλλει, βεβαιώνοντας έτσι ότι και αυτός είδε τον Κύριο.

Συγκεκριμένα, στις Πράξεις αναφέρεται ότι, ενώ ο Παύλος επορεύετο από την Ιερουσαλήμ στη Δαμασκό, για να συλλάβει άνδρες και γυναίκες Χριστιανούς και να τους οδηγήσει δεμένους στην Ιερουσαλήμ,
ξαφνικά άστραψε ένα φως από τον ουρανό και ο Παύλος έπεσε καταγής και άκουσε μία φωνή να του λέγει: «Σαούλ, Σαούλ, γιατί με καταδιώκεις;». Και ο Παύλος ερώτησε: «Ποιός είσαι Κύριε;». Και ο Κύριος
του απάντησε: «Εγώ είμαι ο Ιησούς, τον οποίο εσύ καταδιώκεις. Όμως σήκω τώρα και πήγαινε στην πόλη, όπου εκεί θα σου πουν τι πρέπει να κάνεις». «Οι άνδρες που τον συνόδευαν έμειναν
κατάπληκτοι, γιατί ενώ άκουγαν τη φωνή δεν έβλεπαν κανένα». Μόνο ο Παύλος είδε τον Κύριο, ενώ οι συνοδοί του αντελήφθηκαν ότι κάτι το έκτακτο συνέβη. Έτσι το γεγονός της θείας εμφανίσεως και
φωνής είναι και αντικειμενικά μαρτυρημένο.

Τελικά, σύμφωνα με τις οδηγίες, οδήγησαν τον Παύλο στη Δαμασκό και εκεί για τρεις ημέρες έμεινε τυφλός, χωρίς να φάει και να πιεί τίποτε. Στη Δαμασκό τον επισκέφθηκε κάποιος μαθητής ονόματι Ανανίας,
ο οποίος παρά τις επιφυλάξεις που είχε για τον Παύλο, λόγω της φήμης του ως διώκτου των Χριστιανών, και υπακούοντας στην εντολή του Κυρίου: «Πορεύου, ότι σκεύος εκλογής μοι εστιν ούτος του
βαστάσαι το όνομά μου ενώπιον εθνών... εγώ γαρ υποδείξω αυτώ όσα δει αυτόν υπέρ του ονόματός μου παθείν», έθεσε τα χέρια του επάνω στον Σαύλο και του είπε: «Αδελφέ, ο Κύριος που σου
φανερώθηκε στο δρόμο, με έστειλε για να ξαναβρείς το φως σου και να φωτισθείς από το Άγιο Πνεύμα». Αμέσως εκαθάρισαν τα μάτια του, ξαναβρήκε το φως, εσηκώθηκε, εβαπτίσθηκε και, αφού έφαγε,
ενδυναμώθηκε.

Εκεί εδέχθηκε την κατήχηση της διδασκαλίας του Χριστού και ασφαλώς αναθεώρησε καθ’ ολοκληρίαν τη φαρισαϊκή ερμηνεία της Παλαιάς Διαθήκης και την όλη συγκρότησή του, σύμφωνα πλέον με τη νέα
εντολή που έλαβε από τον Κύριο. Στη συνέχεια μετέβη στην Αραβική έρημο, στο βασίλειο των Ναβαταίων, νότια της Δαμασκού, παρ’ ότι τούτο δεν αναφέρεται ρητώς στις Πράξεις, προκειμένου πιθανόν να
αποφύγει τους διώκτες του και αργότερα ξαναγύρισε στη Δαμασκό, όπου άρχισε το κηρυκτικό έργο του για μία τριετία: «αλλ’ απήλθον εις Αραβίαν και πάλιν υπέστρεψα εις Δαμασκόν».

Στη Δαμασκό έμεινε μερικές ημέρες με τους Μαθητές του Χριστού και εκήρυττε στις Συναγωγές ότι ο Ιησούς είναι ο Υιός του Θεού, γεγονός που προκάλεσε την κατάπληξη σε όλους όσοι τον άκουαν και
απορούντες έλεγαν: «Αυτός δεν είναι εκείνος που κατεδίωκε στην Ιερουσαλήμ όσους πίστευαν στον Ιησού και γι’ αυτό το σκοπό δεν έχει έλθει εδώ για να τους συλλάβει και να τους οδηγήσει δεμένους
στους Αρχιερείς;».

Αντίθετα ο Παύλος ενισχυόταν πιο πολύ και προκαλούσε σύγχυση στους Ιουδαίους της Δαμασκού με το κήρυγμά του, ότι ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας. Ύστερα από μερικές ημέρες οι Ιουδαίοι κατέληξαν τελικά
στην απόφαση να τον θανατώσουν και γι’ αυτό παραφύλαγαν τις πύλες εξόδου ημέρα και νύκτα. Η εχθρότητα και η απόφαση αυτή των Ιουδαίων, την οποία επληροφορήθηκε, ανάγκασαν τον Παύλο να εγκαταλείψει τη Δαμασκό.

Εναντίον του Παύλου υποχρεώθηκε να κινηθεί και ο βασιλιάς των Ναβαταίων, ύστερα από καταγγελίες των Ιουδαίων της Δαμασκού. Φεύγοντας από τη Δαμασκό ο Παύλος κατέφυγε στην Ιερουσαλήμ
(37 – 38 μ.Χ.), για να γνωρίσει τους Αποστόλους και τον Πέτρο, κοντά στους οποίους παρέμεινε δεκαπέντε ημέρες και στο διάστημα αυτό δεν είδε κανέναν άλλον από τους Αποστόλους παρά μόνο τον
Ιάκωβο «τον αδελφόν του Κυρίου», όπως λέγει ο ίδιος, και παρ’ ότι προσπαθούσε να προσκολληθεί στους Μαθητές, εκείνοι ήσαν επιφυλακτικοί μαζί του, επειδή τον εφοβούνταν ως διώκτη τους. Τελικά,
όπως αναφέρεται στις Πράξεις, τον παρέλαβε ο Βαρνάβας, ο οποίος τον οδήγησε στους άλλους Αποστόλους και διηγήθηκε το θαύμα της μεταστροφής του, «πως εν τη οδώ είδε τον Κύριο», ο Κύριος
ελάλησε σ’ αυτόν και πως είχε τώρα την παρρησία να κηρύττει τον Ιησού. Έτσι έγινε δεκτός και άρχισε να συναναστρέφεται τους Μαθητές και να κηρύττει με θάρρος τον Ιησού. Και εδώ όμως οι ελληνόφωνοι
Εβραίοι – ελληνιστές επεδίωξαν να τον θανατώσουν. Αλλά μόλις το επληροφορήθηκαν οι αδελφοί, τον οδήγησαν στην Καισάρεια και από εκεί τον εφυγάδευσαν στην πατρίδα του την Ταρσό. Στις Πράξεις
αναφέρεται ότι ο Κύριος εμφανισθείς «εν εκστάσει» του είπε: «Σπεύσον και έξελθε εν τάχει εξ Ιερουσαλήμ διότι ου παραδέξονταί σου την μαρτυρίαν περί εμού». Προηγουμένως, όπως μας πληροφορεί ο
ίδιος, «ήλθε στα μέρη της Συρίας και Κιλικίας» κηρύττοντας το λόγο του Θεού. Γι’ αυτή όμως την κηρυκτική του δραστηριότητα στα μέρη αυτά, που πρέπει να ήταν σημαντική, δεν έχουμε κάποιες
πληροφορίες ούτε και από τον ίδιο, εκτός από φήμες που είχαν οι άλλες Εκκλησίες, οι οποίες και εδόξασαν τον Θεό γι’ αυτό.

Στην γενέτειρά του Ταρσό τον ανεζήτησε αργότερα ο Βαρνάβας και τον μετέφερε στην Αντιόχεια, για να συνεχίσουν εκεί το έργο της διαδόσεως του Ευαγγελίου και να ενισχύσουν τους εκεί αδελφούς. Στην
Αντιόχεια ως γνωστόν, ονομάσθηκαν οι μαθητές του Χριστού για πρώτη φορά «Χριστιανοί». Από την Αντιόχεια εταξίδεψαν και πάλι στα Ιεροσόλυμα (43 – 44 μ.Χ.), για να μεταφέρουν βοηθήματα της
Εκκλησίας της Αντιοχείας, στους πτωχούς αδελφούς της Εκκλησίας της Ιερουσαλήμ, που υπέφεραν από την πείνα επί Κλαυδίου Καίσαρος. Και αφού εξεπλήρωσαν την αποστολή τους, επέστρεψαν πάλι
στην Αντιόχεια παίρνοντας μαζί τους και τον Ιωάννη, τον επονομαζόμενο Μάρκο.

Από την Αντιόχεια άρχισε η Α’ Αποστολική περιοδεία (44 – 45 μ.Χ. η 47 – 48 μ.Χ.) κατά τον εξής χαρακτηριστικό τρόπο: καθώς προσεύχονταν σε κάποια λειτουργική σύναξη μερικοί προφήτες και διδάσκαλοι
μαζί με τους Βαρνάβα και Παύλο, και μετά από κάποια χαρισματική αποκάλυψη, το Άγιο Πνεύμα είπε να ξεχωρίσουν τους Βαρνάβα και Παύλο για το έργο για το οποίο τους είχε καλέσει.

Για την πρώτη Αποστολική περιοδεία μας πληροφορούν οι Πράξεις. Αρχηγός της αποστολής αυτής ήταν ο Βαρνάβας και αυτή περιελάμβανε τη Σελεύκεια, ολόκληρη την Κύπρο, την Πέργη της Παμφυλίας, την
Αντιόχεια της Πισιδίας και τις πόλεις της Λυκαονίας μέχρι το Ικόνιο, τα Λύστρα και τη Δέρβη.

Στην Αντιόχεια ο Παύλος πρότεινε στον Βαρνάβα να αρχίσουν τη Β’ Αποστολική περιοδεία (τέλος 48 μ.Χ. – αρχές 52 μ.Χ. η 48/49 – 51/52 μ.Χ.) και να επισκεφθούν ξανά τις Εκκλησίες που είχαν ιδρύσει κατά
την πρώτη περιοδεία τους και να στηρίξουν τους πιστούς των Εκκλησιών αυτών. Ο μεν Βαρνάβας, παίρνοντας μαζί του τον Ιωάννη – Μάρκο, επήγε στην Κύπρο, ο δε Παύλος επήρε για συνοδό του τον Σίλα
και με τη Χάρη του Θεού περιόδευσαν τη Συρία και Κιλικία, στηρίζοντας τους πιστούς των Εκκλησιών των περιοχών αυτών. Από εκεί έφθασαν στις πόλεις Δέρβη και Λύστρα, απ’ όπου ο Παύλος παρέλαβε
μαζί του τον Τιμόθεο, τον οποίο περιέτεμε για τους Ιουδαίους, επειδή ήταν ελληνιστής, και συνέχισαν την περιοδεία τους. Κατόπιν διέσχισαν τη Φρυγία και τη Γαλατική χώρα, όπου όμως παρέμειναν
αναγκαστικά λόγω ασθενείας του Παύλου και έτσι εκήρυξε και εκεί το λόγο του Θεού με επιτυχία. Με υπόδειξη του Αγίου Πνεύματος, το οποίο τους οδηγούσε σ’ όλη την πορεία, πορεύθηκαν βορειοδυτικά και κατέληξαν στην Τρωάδα.

Ευρισκόμενοι στην Τρωάδα και ενώ πιθανόν διαλογιζόταν ο Παύλος αν έπρεπε να περάσει στην αντίπερα ακτή, για να κηρύξει το λόγο του Θεού, δηλαδή στη Μακεδονία και Ελλάδα, σε ευρωπαϊκό πια
έδαφος, το Πνεύμα το Άγιο τον καθοδήγησε και πάλι. Εμφανίσθηκε κάποιος άνδρας Μακεδόνας κατ’ όναρ «παρακαλών αυτόν και λέγων διαβάς εις Μακεδονίαν βοήθησον ημίν». Το όραμα αυτό ο Παύλος το
εθεώρησε ως θεία κλήση για να κηρύξει το λόγο του Θεού και σε ευρωπαϊκό έδαφος και γι’ αυτό ανεχώρησε από την Τρωάδα, συνοδευόμενος από τον Σίλα και Τιμόθεο στους οποίους προστέθηκε και ο
ιατρός Λουκάς, και μέσω Σαμοθράκης την επομένη έφθασαν στη Νεάπολη και από εκεί στους Φιλίππους, όπου εκήρυξαν το λόγο του Θεού έχοντας καλά αποτελέσματα, αφού προσείλκυσαν πολλούς
Χριστιανούς. «Εξήλθομεν έξω της πόλεως παρά τον ποταμόν, ου ενομίζετο προσευχή είναι» και εκεί συνάντησαν τις σεβόμενες τον Θεό γυναίκες προς τις οποίες ο Παύλος ομίλησε με αποτέλεσμα μία από
αυτές, η πορφυρόπωλις Λυδία, να δεχθεί το φωτισμό του Κυρίου, να βαπτισθεί μαζί με όλη την οικογένειά της και με επίμονες παρακλήσεις να πείσει τους Αποστόλους να μείνουν στο σπίτι της. Εκεί ο
Παύλος εθεράπευσε τη μαντευομένη παιδίσκη, που απέδιδε πολλά κέρδη στους κυρίους της, οι οποίοι και κατήγγειλαν το γεγονός στις αρχές, με επακόλουθο τη σύλληψη του Παύλου και των συνοδών του,
με την κατηγορία ότι διαταράσσουν την πόλη, κηρύττοντας ιδέες και ήθη ξένα στους Ρωμαίους. Αποτέλεσμα της δίκης ήταν να καταδικασθούν σε σκληρούς ραβδισμούς και σε εγκλεισμό στη φυλακή.

Αλλά οι προσευχές και οι δοξολογίες των φυλακισμένων καθώς και ένας ισχυρός σεισμός είχαν ως συνέπεια να ανοίξουν οι πόρτες του δεσμωτηρίου και να λυθούν τα δεσμά των φυλακισμένων. Τούτο
ανησύχησε το δεσμοφύλακα, ο οποίος αποπειράθηκε να σκοτωθεί, επειδή ενόμισε ότι οι φυλακισμένοι εδραπέτευσαν, αλλ’ η παρέμβαση του Παύλου όχι μόνο του έσωσε τη ζωή, αλλά τον εκατήχησε και
εβάπτισε αυτόν και όλη την οίκογένειά του. Στη συνέχεια οι στρατηγοί της πόλεως διέταξαν την απελευθέρωση των Αποστόλων, αλλά επειδή ο Παύλος επικαλέσθηκε την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτου, που
είχε, ήλθαν οι ίδιοι και τους παρεκάλεσαν να εγκαταλείψουν την πόλη. Πράγματι ο Παύλος και η συνοδεία του, αφού συνάντησαν τους λίγους πιστούς στην οικία της Λυδίας και ευχαρίστησαν τον Θεό,
ανεχώρησαν μέσω Αμφιπόλεως και Απολλωνίας για τη Θεσσαλονίκη και τη Βέροια. Την πρώτη Εκκλησία της Θεσσαλονίκης απετέλεσαν αρχικά μερικοί μεν Ιουδαίοι, περισσότεροι δε από τους
«σεβομένους» Έλληνες και κυρίως πολλές γυναίκες της ανώτερης κοινωνικής τάξεως της πόλεως «γυναικών τε των πρώτων ουκ ολίγαι». Η παράδοση διέσωσε μεταξύ των πρώτων Χριστιανών της
Θεσσαλονίκης μερικά ονόματα, όπως ο Ιάσων, ο Αρίσταρχος, ο Σεκούνδος, ο Γάιος, Θεσσαλονικείς συνεργάτες του Παύλου.

Το κήρυγμα του Παύλου στη Θεσσαλονίκη δεν ήταν χωρίς δυσκολίες και αντιδράσεις. Όπως συνέβη στους Φιλίππους, όπου κατηγορήθηκαν ο Παύλος και οι συνοδοί του ενώπιον του δήμου και των
στρατηγών ως ταραχοποιοί και ως διδάσκοντες για θεωρίες που αντιβαίνουν τα ρωμαϊκά ήθη, έτσι και τώρα στη Θεσσαλονίκη η επιτυχία του κηρύγματος του Παύλου ενόχλησε τους Ιουδαίους που δεν
επίστεψαν, γιατί έβλεπαν ότι σημαντικός αριθμός Θεσσαλονικέων Ιουδαίων προσχωρούσε στη νέα πίστη και εγίνονταν Χριστιανοί και γι’ αυτό έπρεπε να αντιδράσουν με κάθε τρόπο. Ο πιο αποτελεσματικός
τρόπος ήταν να εξουδετερώσουν τον Παύλο και τους συνοδούς του χρησιμοποιώντας τη βαρύτερη κατηγορία. Επεχείρησαν δηλαδή να τους εμφανίσουν ότι στρέφονται εναντίον των ρωμαϊκών αρχών και
τους απέδωσαν τις κατηγορίες της εσχάτης προδωσίας και της στάσεως εναντίον των αρχών του κράτους. Προς τούτο «προσλαμβανόμενοι των αγοραίων άνδρας τινάς πονηρούς και οχλοποιήσαντες
εθορύβουν την πόλιν» προεκάλεσαν οχλοκρατικές εκδηλώσεις και ταραχές με αποτέλεσμα να αναστατώσουν την πόλη. Αναζήτησαν τον Παύλο και τους συνεργάτες του, για να τους οδηγήσουν ενώπιον των
αρχών της πόλεως. Όμως οι Χριστιανοί, άγρυπνοι και ανήσυχοι, παρακολουθούσαν τιν κινήσεις των αντιτιθέμενων Ιουδαίων και των αρχών και έλαβαν έγκαιρα τα μέτρα τους για τη διάσωση των Αποστόλων.

Γι’ αυτό και οι διώκτες του, αφού δεν ευρήκαν τον Παύλο και τους συνοδούς του, κατευθύνθηκαν στη συνέχεια στο σπίτι του Ιάσονος, για τον οποίο είχαν πληροφορηθεί ότι τους είχε προσφέρει φιλοξενία και εργασία.

Αλλ’ επειδή η κατάσταση εξακολουθούσε να είναι σοβαρή και πολύ κρίσιμη για τον Παύλο και τους συνοδούς του, γι’ αυτό «οι αδελφοί ευθέως δια νυκτός εξέπεμψαν τον Παύλον και Σίλαν εις Βέροιαν»
συνοδευομένους από μια ομάδα Χριστιανών Θεσσαλονικέων για την ασφαλέστερη πορεία τους μέχρι τη Βέροια και την εγκατάστασή τους σε γνωστό και ασφαλές περιβάλλον.

Στο ολιγόχρονο διάστημα της παραμονής των Αποστόλων στη Βέροια, ο Παύλος με τους συνοδούς του επήγαν στη Συναγωγή των Ιουδαίων, όπου καυ συνέχισαν εκεί το κήρυγμά τους. Και στη Βέροια
ακολουθήθηκε η ίδια τακτική που είχε εφαρμοσθεί στους Φιλίππους και στη Θεσσαλονίκη· προεκάλεσαν και εκεί ταραχές «σαλεύοντες και ταράσσοντες τους όχλους» και τους εξήγειραν εναντίον των
Αποστόλων, οπότε αναγκάσθηκαν οι Βεροιείς, για να διασώσουν τον Παύλο, να τον φυγαδεύσουν, οδηγώντας τον σε κάποιο παραθαλάσσιο μέρος, ίσως στη Μεθώνη, και από εκεί ανεχώρησε για την Αθήνα.

Φεύγοντας από τη Μεθώνη δια θαλάσσης ο Παύλος έφθασε στην Αθήνα και κατά τη συνήθη τακτική του επικοινώνησε με τους ολίγους Ιουδαίους στη Συναγωγή καθώς και με τους προσηλύτους της πόλεως.

Στην αγορά της πόλεως, στην οποία συνήθιζαν τότε να συχνάζουν οι διάφοροι φιλόσοφοι και διδάσκαλοι, συνάντησε μερικούς απ’ αυτούς και συζήτησε μαζί τους το μήνυμα του Χριστού για τη σωτηρία των
ανθρώπων και τη λύτρωση του κόσμου. Φαίνεται ότι αυτοί αρχικά ευρήκαν ενδιαφέρουσα τη συζήτηση με τον Παύλο και του εζήτησαν να αναπτύξει τη διδασκαλία του ενώπιον του Αρείου Πάγου, που ήταν
και ο υπεύθυνος για τα θρησκευτικά θέματα και τα ήθη της πόλεως. Πράγματι, ο Παύλος, παίρνοντας ως βάση τη λατρεία των Ελλήνων προς τον Άγνωστο Θεό και λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις επικρατούσες
τότε ιδέες των Στωικών δεχομένων, όπως αναφέρεται στις Πράξεις, ότι: «εν αυτώ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν», κατ’ αρχήν έλεγξε την πλάνη τους για τη λατρεία των ειδώλων και έπειτα τους ομίλησε για
τον αληθινό και ζώντα Θεό, τον Λυτρωτή Ιησού, ο οποίος απεστάλη από τον Θεό να κηρύξει μετάνοια και άφεση αμαρτιών. Αυτόν τον Ιησού, ο οποίος αναστήθηκε εκ νεκρών, όρισε ο Θεός να κρίνει όλους
τους ανθρώπους, ζώντες και νεκρούς, οι οποίοι θα αναστηθούν κατά την ημέρα εκείνη της κρίσεως όλης της οικουμένης και ανάλογα με τα έργα τους θα τύχουν αιώνιας ζωής η κολάσεως.

Αλλά το κήρηγμα αυτό του Παύλου για την ανάσταση των νεκρών και τη μέλλουσα κρίση προκάλεσε την έντονη αντίδραση των Αθηναίων και άλλοι τον ειρωνεύθηκαν απροκάλυπτα και άλλοι του είπαν μάλλον
αδιάφορα ότι: «θα σε ακούσουμε άλλη φορά». Γι’ αυτό και το κήρυγμά του είχε πολύ πτωχά αποτελέσματα· από τους Αθηναίους επίστευσαν πολύ λίγοι, μεταξύ των οποίων ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης και μία
γυναίκα ονόματι Δάμαρις.

Στενοχωρημένος ο Παύλος εγκατέλειψε την Αθήνα, αφού το κήρυγμά του δεν είχε την επιτυχία των άλλων πόλεων που είχε επισκεφθεί πριν, και έφθασε στην Κόρινθο. Ευρήκε εκεί ένα ζευγάρι Ιουδαίους,
τον Ακύλα και την Πρίσκιλλα, που μόλις είχαν έλθει από την Ιταλία αφού ο Κλαύδιος έδιωξε τους Ιουδαίους από τη Ρώμη και, επειδή ήταν και αυτοί ομότεχνοι, έμεινε στο σπίτι τους. Και στην Κόρινθο ο
Παύλος άρχισε το κήρυγμά του από τη Συναγωγή, όπως συνήθιζε πάντα, με απλά όμως λόγια αυτή τη φορά και χωρίς τις φιλοσοφικές εκείνες ιδέες που ανέπτυξε στους Αθηναίους. Τους μίλησε μόνο για τον
«Ιησούν Χριστόν, και τούτον εσταυρωμένον». Επειδή όμως και εδώ οι Ιουδαίοι αντέδρασαν στο κήρυγμα του Παύλου και δεν θέλησαν να αποδεχθούν το περιεχόμενό του, ο Παύλος εστράφηκε προς τους
εθνικούς, «και μεταβάς εκείθεν ήλθεν εις την οικίαν τινός ονόματι Τιτίου Ιούστου, σεβομένου τον Θεόν, ου η οικία ην συνομορούσα τη συναγωγή», από τους οποίους επίστεψαν πολλοί και εβαπτίσθησαν·
μεταξύ αυτών δε ήταν και ο αρχισυναγωγός Κρίσπος και όλοι οι οικείοι του. Μάλιστα ο Κύριος απεκάλυψε στον Παύλο «δι’ οράματος εν νυκτί... μη φοβού, αλλά λάλει και μη σιωπήσης, διότι εγώ ειμι μετά σου,
και ουδείς επιθήσεταί σοι του κακώσαί τε, διότι λαός εστί μοι πολύς εν τη πόλει ταύτη». Γι’ αυτό και παρέμεινε στην Κόρινθο «ενιαυτόν και μήνας εξ» διδάσκοντας στους Κορινθίους το λόγο του Θεού και
βοηθούμενος στο έργο του από τους Τιμόθεο και Σίλα, που επέστρεψαν εν τω μεταξύ από τη Βέροια, φέρνοντες ευχάριστα νέα για τη στερέωση της πίστεως των Χριστιανών της Θεσσαλονίκης και Βεροίας.

Αυτά τα νέα έδωσαν την ευκαιρία στον Παύλο να γράψει τις δύο προς Θεσσαλονικείς επιστολές του. Το κήρυγμα τουν Παύλου στην Κόρινθο είχε καρποφόρα αποτελέσματα, πράγμα που προκάλεσε την
αγανάκτηση των Ιουδαίων, οι οποίοι τον κατηγόρησαν στο Ρωμαίο ανθύπατο Γαλλίωνα. Ο Γαλλίων όμως μη επιθυμών να αναμιχθεί σε ζητήματα «περί λόγου και ονομάτων και νόμου», τους έδιωξε.

Ύστερα από μερικές ακόμα ημέρες παραμονής του στην Κόρινθο ο Παύλος ανεχώρησε μαζί με τους συνοδούς του Ακύλα και Πρίσκιλλα για τη Συρία, με πρώτο σταθμό την Έφεσο, στην οποία έμεινε λίγο
χρόνο, παρά τις παρακλήσεις των πιστών της να μείνει περισσότερο κοντά τους. Από την Έφεσο έφθασε στην Καισάρεια και κατέληξε στην Αντιόχεια, αφού προηγουμένως ανέβηκε στην Ιερουσαλήμ να
χαιρετήσει την εκεί κοινότητα των πιστών.

Στην Έφεσο, όταν έφθασε ο Παύλος, κατά την Τρίτη αποστολική περιοδεία (άνοιξη 52 – άνοιξη 57 μ.Χ.), άρχισε το κήρυγμα του λόγου του Θεού και της ενισχύσεως των πιστών, καταδεικνύοντας τη θεία
προέλευση και αλήθεια της διδασκαλίας του ακόμη και με τα θαύματα που επιτελούσε, θεραπεύοντας ασθενείς και δαιμονιζομένους.

Ο Απόστολος Παύλος τελικά ανεχώρησε για τα Ιεροσόλυμα συνοδευόμενος από μερικούς μαθητές από την Καισάρεια. Οι Ιουδαίοι, που φαίνεται ότι επερίμεναν τον Παύλο, ξεσηκώθηκαν εναντίον του και
μόλις κατόρθωσε να διασωθεί από βέβαιο θάνατο από το Ρωμαίο χιλίαρχο Κλαύδιο Λυσία. Αυτός τον παρέπεμψε με συνοδεία και σχετική επιστολή στο Ρωμαίο Διοικητή της Καισαρείας Φήλικα, ο οποίος τον
εκράτησε φυλακισμένο δύο χρόνια (57 – 59). Τον Φήλικα διαδέχθηκε ο Φήστος και οι Ιουδαίοι εζήτησαν τότε απ’ αυτόν να τους παραδώσει τον Παύλο, για να τον δικάσουν αυτοί στα Ιεροσόλυμα. Βλέποντας
ο Παύλος ότι αντιμετωπίζει βέβαιο θάνατο, έκανε χρήση του δικαιώματος του Ρωμαίου πολίτου και εζήτησε να δικασθεί από τον Καίσαρα, πράγμα που έγινε δεκτό.

Στη Ρώμη ο Απόστολος Παύλος έμεινε μία ολόκληρη διετία (60 – 62 μ.Χ. η 59 – 61 μ.Χ.) φυλακισμένος σε ιδιαίτερη ενοικιασμένη οικία, όπου μπορούσε να δέχεται όλους όσοι ήθελαν να τον επισκεφθούν, να
κηρύττει το λόγο του Θεού και να διδάσκει για τον Ιησού Χριστό με παρρησία και χωρίς μεγάλα εμπόδια. Στο διάστημα αυτό της παραμονής του στη Ρώμη ο Παύλος έγραψε την προς Εφεσίους Επιστολή
καθώς και τις λεγόμενες Επιστολές αιχμαλωσίας.

Για την παραπέρα πορεία και δραστηριότητα του Παύλου, την τέταρτη αποστολική περιοδεία (62 – 65 μ.Χ. η 61 – 64 μ.Χ.), οι πληροφορίες είναι πενιχρές και έμμεσες και δεν συμφωνούν απόλυτα. Από τις
σποραδικές αναφορές και τους υπαινιγμούς των Πράξεων, από κάποιες ειδήσεις της αρχαίας εκκλησιαστικής παραδόσεως όπως του Κλήμεντος Ρώμης, του Μορατορίου Κανόνος, του Ευσεβείου
Καισαρείας, του Ιωάννου Χρυσοστόμου, του Θεοδώρου Μοψουεστίας, του Θεοδωρήτου Κύρου, του Αγίου Ιερωνύμου και από τις μαρτυρίες των Ποιμαντικών Επιστολών, συνάγεται ότι ο Παύλος μετά την
απαλλαγή του από τη δίκη στη Ρώμη, εταξίδεψε «μέχρις εσχάτων της Δύσεως». Τούτο κατά τη μαρτυρία του Κλήμεντος Ρώμης σημαίνει, κατά την εκτίμηση μερικών, μέχρι την Ισπανία. Σύμφωνα με τις
Ποιμαντικές Επιστολές, κατά την Δ’ Αποστολική περιοδεία ο Παύλος επισκέφθηκε την Έφεσο, τη Μακεδονία, την Κρήτη, τη Νικόπολη, την Τρωάδα, τη Μίλητο και την Κόρινθο, πιθανόν και τις Εκκλησίες των
Κολοσσών, Ιεραπόλεως, Λαοδικείας, εκπληρώνοντας παλαιά υπόσχεσή του προς τον Φιλήμωνα και τους Κολοσσαείς, για να γνωρίσει και προσωπικά τους πιστούς των Εκκλησιών αυτών που δεν είχε
συναντήσει μέχρι τότε.

Η σύλληψη και μεταφορά του Παύλου στη Ρώμη έγινε μεταξύ της ανοίξεως και του θέρους του 65 μ.Χ. Οι συνθήκες της δεύτερης αυτής φυλακίσεώς του ήσαν οπωσδήποτε διαφορετικές από την πρώτη. Είχε
ασφαλώς ολιγότερες ελευθερίες για να τον επισκέπτονται οι φίλοι του, όπως ο Ονησιφόρος, ο Εύβουλος και Πούδης, ο Λίνος και η Κλαυδία και άλλοι, και οι συνεργάτες του Κρήσκης, Τίτος, Λουκάς, Τυχικός.

Φαίνεται ότι κατά το διάστημα της φυλακίσεώς του αυτής έγραψε τη Β’ προς Τιμόθεον Επιστολή, η οποία αποτελεί το κύκνειο άσμα του, αφού μετά από τη φυλάκισή του αυτή οδηγήθηκε στο μαρτυρικό
θάνατό του.

Ο ακριβής χρόνος του θανάτου του Παύλου δεν είναι γνωστός, ελλείψει συγκεκριμένων πληροφοριών, τις οποίες όμως αναπληρώνει η αρχαία εκκλησιαστική παράδοση, η οποία συνδέει το μαρτυρικό
θάνατο του Παύλου με το μαρτυρικό θάνατο του Πέτρου και αναφέρει σχετικά μόνο ότι οι δύο Απόστολοι εμαρτύρησαν κατά το διωγμό του Νέρωνος, χωρίς να προσδιορίζει τον ακριβή χρόνο του μαρτυρίου
τους. Εξ άλλου ο χαρακτηρισμός της 29ης Ιουνίου ως «γενεθλίου» ημέρας τους δεν δηλώνει την ημέρα του μαρτυρίου τους, αλλά την καθιέρωση του κοινού εορτασμού της μνήμης τους, το 258 μ.Χ., ίσως
λόγω της ανακομιδής των λειψάνων τους. Το πιθανότερο είναι ο Παύλος να εμαρτύρησε στα τέλη περίπου του έτους της συλλήψεώς του, το 65 μ.Χ. η το αργότερο στις αρχές του 66 μ.Χ. Τον εξετέλεσαν με
ξίφος κοντά στην «περιοχή του Λικινίου», παρά την Οστία οδό, σε τόπο ονομαζόμενο «Σωτήριο Νερό», που σήμερα είναι γνωστός ως Μονή των «Τριών Πηγών». Εκεί κοντά και τον ενταφίασαν. Στον τόπο
της Ταφής ο Ανίκητος του ανήγειρε «νεκρικό τρόπαιο», που πιθανόν περικλειόταν σε κάποιο μεγαλύτερο κτίσμα.

Ένας από τους σκληρότερους χριστιανομάχους αυτοκράτορες ήταν ο Πόπλιος Λικίνιος Ουαλεριανός (253 – 259 μ.Χ.). Όταν ανέλαβε την εξουσία, εμεθόδευσε συστηματικώτερα τους διωγμούς. Εστράφηκε
κατά του κλήρου, της λατρείας, της περιουσίας και των κοιμητηρίων της Εκκλησίας. Τα μέτρα του εφαρμόσθηκαν περί το 257 μ.Χ. με πραγματική αγριότητα. Θανατώνει τους Επισκόπους, κατεδαφίζει ναούς,
δημεύει περιουσίες, απαγορεύει τις συνάξεις στους τόπους ταφής των Χριστιανών. Ο διάδοχος του μαρτυρήσαντος, το 257 μ.Χ., Επισκόπου Ρώμης Στεφάνου, Έλληνας Επίσκοπος
Σίξτος Β’ (257 – 2258 μ.Χ.), για να προλάβει σκύλευση των τάφων των δύο Αποστόλων, κάνει κρυφά την ανακομιδή των αγίων λειψάνων τους από τα μνημεία – τρόπαιά τους, πιθανώς στις 29 Ιανουαρίου του
258 μ.Χ., και τα μεταφέρει στο κοιμητήριο που είναι σήμερα γνωστό ως Κατακόμβη του Αγίου Σεβαστιανού. Έτσι η ημερομηνία αυτή διατηρήθηκε ως σήμερα κοινού εορτασμού των Αποστόλων Πέτρου και
Παύλου, όχι πλέον σε ανάμνηση της καταθέσεως των τιμίων λειψάνων, η οποία είχε λησμονηθεί από το λαό, αλλ’ ως γενέθλιος ημέρα, δηλαδή ως εορτή του μαρτυρίου τους.

Μετά το 260 μ.Χ., ο νέος αυτοκράτορας Γαληνός (259 – 268 μ.Χ.) ήταν περισσότερο επιεικής. Εσταμάτησε τις απάνθρωπες σκληρότητες και επέστρεψε τους ναούς και τα κοιμητήρια. Η λατρεία αναπτύσεται
στο νέο τόπο ταφής των Αποστόλων. Επάνω από την Κατακόμβη του ιδρύεται το αρχαιότερο Μαρτύριο της Ρώμης. Έτσι, στις αρχές του 4ου αιώνος μ.Χ., η εορτή των Πρωτοκορυφαίων τιμάται στη Ρώμη σε
τρεις τόπους. Στο Βατικανό ο Πέτρος, στην οδό της Ωστίας ο Παύλος και οι δύο μαζί στις Κατακόμβες.

Όταν η Εκκλησία απέκτησε τα πολιτικά της δικαιώματα (313 μ.Χ.), ο Επίσκοπος Ρώμης Σιλβέστρος (315 – 335 μ.Χ.) εξασφάλισε την υποστήριξη του Μεγάλου Κωνσταντίνου για την ανοικοδόμηση
Μαρτυρίων στους τόπους αθλήσεως και αρχικής ταφής των Αποστόλων. Τα εγκαίνια των πρώτων κτισμάτων γύρω από τους τάφους των Αποστόλων γίνονται ταυτοχρόνως στο Βατικανό και στην οδό προς
την Ωστία στις 18 Νοεμβρίου του 324 μ.Χ. με τη μετακομιδή των λειψάνων τους από την Κατακόμβη του Αγίου Σεβαστιανού στους τόπους αρχικής ταφής. Μόνο οι Τίμιες Κάρες των Αποστόλων εκρατήθηκαν
στον καθεδρικό ναό του Επισκόπου της Ρώμης, το ναό του Σωτήρος Χριστού του Λατερανού, σημερινό Άγιο Ιωάννη. Εκεί παραμένουν μέχρι σήμερα, επάνω από την κεντρική Αγία Τράπεζα, μέσα σε κιβώρια.

Η Κωνσταντίνεια βασιλική του Βατικανού, παρά τις πολλές επισκευές λόγω των καταστροφών που τις προξένησαν οι βαρβαρικές επιδρομές του 5ου και 6ου αιώνος μ.Χ., παρέμεινε δώδεκα αιώνες κέντρο
προσκυνηματικής ευσεβείας. Ήταν πεντάκλιτη βασιλική, με 90 μέτρα μήκος και 65 μέτρα πλάτος. Η Αναγέννηση κατέστρεψε τον πάνσεπτο αυτό ναό και στη θέση του έκτισε τον αχανή και βαρύ σημερινό
Άγιο Πέτρο (1626). Στην οδό προς την Ωστία ιδρύθηκε αρχικά μικρή τρίκλιτη βασιλική, την οποία επεξέτειναν το 386 μ.Χ. οι αυτοκράτορες Ουαλεντιανός Β’, Θεοδόσιος και Αρκάδιος σε πεντάκλιτη και την
εγκαινίασε, το 390 μ.Χ., ο Πάπας Σιρίκιος (384 – 398 μ.Χ.). Η βασιλική διατηρήθηκε σχεδόν ακέραια μέχρι τον Ιούλιο του 1823, που εκάηκε από μεγάλη πυρκαγιά, αλλά αναστηλώθηκε με πιστότητα στο
αρχαίο της κάλλος.

Ο τάφος του Αποστόλου Παύλου καλύπτεται με μία μεγαλογράμματη λατινική επιγραφή του 4ου αιώνος μ.Χ., που γράφει: «Στον Παύλο, Απόστολο Μάρτυρα».

 ΠΗΓΗ:  xristianos.gr





Στίχος
Σταύρωσις εἷλε κήρυκα Χριστοῦ Πέτρον, Τομὴ δὲ Παῦλον, τὸν τεμόντα τὴν πλάνην. Τλῆ ἐνάτῃ Σταυρὸν Πέτρος εἰκάδ' ἄορ δέ γε Παῦλος.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε
Τὴν κλῆσιν δεξάμενος, παρὰ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, πρωτόθρονος πέφηνας, τῶν Ἀποστόλων αὐτοῦ, καὶ πέτρα τῆς πίστεως· ὅθεν ὡς τῶν ἀρρήτων, κοινωνὸς καὶ αὐτόπτης, 
πᾶσιν εὐηγγελίσω, σωτηρίας τὸν λόγον· διό σε μεγαλύνομεν, Πέτρε Ἀπόστολε.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Κανόνας πίστεως
Ἐθνῶν σε κήρυκα καὶ φωστῆρα τρισμέγιστον, Ἀθηναίων διδάσκαλον, Οἰκουμένης ἀγλάϊσμα, εὐφροσύνως γεραίρομεν· τοὺς ἀγῶνας τιμῶμεν καὶ τὰς βασάνους διὰ Χριστόν, 
τὸ σεπτόν σου μαρτύριον. Ἅγιε Παῦλε Ἀπόστολε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης
Ἐκλογῆς Χριστοῦ σκεῦος καὶ Ἀπόστολος μέγιστος, καὶ σαγηνευτὴς ἐθνῶν θεῖος, ἐν τῷ λόγῳ τῆς χάριτος, ἐδείχθης ὡς πλήρης ὢς φωτός, Ἀπόστολε Παῦλε ἀληθῶς·
τὸν γὰρ ἄγνωστον κηρύττεις ἡμῖν Θεόν, τοῖς πόθῳ ἀνακράζουσι· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ χορηγοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσι τὰ κρείττονα.

Ἕτερον. Ἦχος δ’.
Οἱ τῶν Ἀποστόλων πρωτόθρονοι, καὶ τῆς οἰκουμένης διδάσκαλοι, τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων πρεσβεύσατε, εἰρήνην τῇ οἰκουμένῃ δωρήσασθαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ 
μέγα ἔλεος.

Ἕτερον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως
Θεῖοι κήρυκες, τῆς εὐσεβείας, κρήνη δίκρουνος, θεογνωσίας, καὶ δογμάτων οὐρανίων ἀκφάντορες, Πέτρε καὶ Παῦλε σαφῶς ἀνεδείχθητε, ὡς Ἀποστόλων τῶν θείων 
Πρωτόθρονοι. Ἀλλ’ αἰτήσασθε, σωτήριον ἡμῖν ἔλλαμψιν, καὶ λύτρωσιν παθῶν καὶ μέγα ἔλεος.




Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου
Ὡς Ἀποστόλων τῶν θείων πρωτόθρονος, καὶ μαθητὴς τοῦ Σωτῆρος θερμότατος, ἀπαύστως δυσώπει τὸν Κύριον, λυτροῦσθαι ἡμᾶς πάσης θλίψεως, Ἀπόστολε Πέτρε 
πανεύφημε.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον
Ἀποστόλων πρόκριτος, καὶ κορυφαῖος ἐδείχθης, προσκληθεὶς Ἀπόστολε, παρὰ Χριστοῦ οὐρανόθεν· ἔνθεν δή, τὴν οἰκουμένην πᾶσαν διῆλθες, ἅπαντας, καταφωτίζων 
πρὸς θείαν πίστιν· διὰ τοῦτό σοι βοῶμεν· χαίροις ὦ Παῦλε, Ἐκκλησιῶν ὁ φωστήρ.

Ἕτερον. Ἦχος β’. Αὐτόμελον
Τοὺς ἀσφαλεῖς, καὶ θεοφθόγγους κήρυκας, τὴν κορυφήν, τῶν Ἀποστόλων Κύριε, προσελάβου εἰς ἀπόλαυσιν, τῶν ἀγαθῶν σου καὶ ἀνάπαυσιν· τοὺς πόνους γὰρ 
ἐκείνων καὶ τὸν θάνατον, ἐδέξω ὑπὲρ πᾶσαν ὁλοκάρπωσιν, ὁ μόνος γινώσκων τὰ ἐγκάρδια.

Ἕτερον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον
Ἀποστόλων πρόκριτοι, καὶ κορυφαῖοι ὀφθέντες, οὐρανοὶ ὡς ἔμψυχοι, δόξαν Θεοῦ διηγοῦνται, Πέτρος μέν, ὁ τῆς ἀγάπης τοῦ Λόγου πλήρης, Πεῦλος δέ, ὡς ἐκλογῆς 
Χριστοῦ σκεῦος θεῖον, καὶ ἀμφότεροι αἰτοῦνται, πᾶσι δοθῆναι πταισμάτων ἄφεσιν.




Μεγαλυνάριον
Χαίροις κορυφαῖε μύστα Χριστοῦ, Ἀπόστολε Πέτρε, Ἀποστόλων ἡ καλλονή· χαίροις οἰκονόμε, τῶν δωρεῶν τῶν θείων, καὶ πρὸς Χριστὸν μεσίτης, ἡμῶν θερμότατος.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις Ἀποστόλων ἡ καλλονή, καὶ ἐθνῶν ὁ κῆρυξ, καὶ διδάσκαλος καὶ φωστήρ· χαίροις Ἐκκλησίας, ὑφηγητὴς ἁπάσης, καὶ μέγας λαμπαδοῦχος, Παῦλε Ἀπόστολε.

Μεγαλυνάριον

Πέτρε θεῖον ἅρμα Χερουβικόν, οὐράνιε Παῦλε, ὄχημά τε Σεραφικόν, ἡ πύρινος γλῶσσα, τοῦ Θεανθρώπου Λόγου, πυρός με τῆς γεέννης, ἀπολυτρώσασθε.





Δείτε σχετικά:

«Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ»



Στις 30 Ιουνίου η Αγία μας Εκκλησία εορτάζει με ξεχωριστή λαμπρότητα τη Σύναξη των Δώδεκα Αποστόλων. Βεβαίως υπάρχουν και οι προσωπικές μνήμες τους σε διάφορες ημερομηνίες του έτους, αλλά με αυτόν τον συλλογικό εορτασμό τιμάται σύμπασα η χορεία των μεγάλων αυτών ανδρών, οι οποίοι ως συνεχιστές του σωτηριώδους έργου του Κυρίου επί της γης, έστρεψαν τον ρου της ιστορίας και άλλαξαν κυριολεκτικά την μορφή του κόσμου! Εμείς ως συνειδητό εκκλησιαστικό σώμα γνωρίζουμε την ανεκτίμητη προσφορά τους στην εδραίωση και επέκταση της Εκκλησίας στον κόσμο και γι' αυτό με την ευκαιρία της σεπτής τους εορτής τους εναποθέτουμε τη βαθιά μας ευγνωμοσύνη και τις ευχαριστίες μας.

     Οι ιερές μορφές τους είναι ιστορημένες σε περίοπτες θέσεις στους ναούς μας και η μνεία και αναφοράς τους στις ιερές ακολουθίες είναι συχνές, διότι αυτοί αποτελούν τη σπουδαιότερη αγιολογική χορεία της Εκκλησίας μας. Χάρη στο δικό τους τιτάνιο αγώνα, τις αφάνταστες προσωπικές τους θυσίες, θεμελιώθηκε η Εκκλησία στον κόσμο, μέσα σε ένα εξαιρετικά εχθρικό για την εν Χριστώ σωτηρία και αλήθεια περιβάλλον. Επισφράγισμα του έργου τους υπήρξε ο εμποτισμός του με το αίμα τους. Στο σύνολό τους έδωσαν και αυτή τη ζωή τους για τον ευαγγελισμό του κόσμου.

       Είναι πάντως γεγονός πως πολλοί χριστιανοί γνωρίζουν ελάχιστα για τα πρόσωπα και το έργο των αγίων Αποστόλων. Η σύντομη αυτή εργασία έχει ως στόχο να κάμει γνωστές τις προσωπικότητες και το έργο τους. Το έχουμε τονίσει πολλές φορές πως ο συνειδητός χριστιανός δεν είναι παθητικός οπαδός και ουραγός κανενός αρχηγού, αλλά ενεργό κύτταρο του εκκλησιαστικού σώματος με γνώση, γνώμη και δημιουργική πρωτοβουλία στη ζωή της Εκκλησίας. Έτσι θέλει τον πιστό η αγιοπατερική και ελληνορθόδοξη παράδοσή μας.

       Η λέξη απόστολος σημαίνει τον απεσταλμένο. Εν προκειμένω Απόστολοι ονομάσθηκαν οι εκλεγμένοι και καλεσμένοι από τον Κύριο μαθητές Του να συνεχίσουν το σωστικό Του έργο, μετά την εις τους ουρανούς Ανάληψή Του. Επίσης, σύμφωνα με την χαρακτηριστική Του προτροπή έγιναν οι μάρτυρες της Αναστάσεώς Του «έως εσχάτου της γης» ( Πράξ.1,8).

       Η εκλογή και η κλήση των Αποστόλων, οι οποίοι ως την Πεντηκοστή καλούνταν μαθητές, έγινε αμέσως με την αρχή της δημόσιας δράσης του Κυρίου, στη Γαλιλαία. Ευθύς μετά τη Βάπτισή Του κατευθύνθηκε στις όχθες της λίμνης Γενησαρέτ, όπου απευθύνθηκε στους εκεί αλιείς, στους οποίους είπε: «δεύτε οπίσω μου και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων» (Ματθ.4,20). Αυτοί «ευθέως αφέντες τα δίκτυα ηκολούθησαν αυτώ»(Ματθ.4,21). ’λλοι «αφέντες τον πατέρα αυτών Ζεβεδαίον εν τω πλοίω μετά των μισθωτών απήλθον οπίσω αυτού» (Μαρκ.1,20).

       Οι μαθητές ορίσθηκαν από τον Κύριο σε τρεις κύκλους ήτοι: τον στενό κύκλο των δώδεκα, τον ευρύτερο κύκλο των εβδομήκοντα και τον ευρύτατο κύκλο των πολυπληθών φίλων Του. Μεγαλύτερη σημασία είχε ο κύκλος των δώδεκα. Αυτοί βρισκόταν πλησίον Του και σ' αυτούς αποκάλυψε τα μυστήρια του Θεού. Αυτοί έλαβαν την ειδική χάρη της ιεροσύνης να επιτελούν τις αγιαστικές και λειτουργικές πράξεις της Εκκλησίας και να τη μεταδίδουν στους διαδόχους τους. Αυτοί είχαν την τιμή να ορισθούν ως οι κατ' εξοχήν συνεχιστές του έργου Του, διότι μόνο σε αυτούς είπε: «Εγώ εξελεξάμην υμάς, και έθηκα υμάς ίνα υμείς υπάγετε και καρπόν φέρητε, και ο καρπός υμών μένη» (Ιωάν.15,16). Μετά τη Ανάσταση τους κατέστησε επίσημα διαδόχους του έργου Του:  «καθώς απεσταλκέ με ο Πατήρ, καγώ πέμπω υμάς. Και τούτο ειπών ενεφύσησε και λέγει αυτοίς΄ λάβετε Πνεύμα ’γιον΄ αν τινών αφήτε τας αμαρτίας αφίενται αυτοίς, αν τινών κρατήτε , κεκράτηνται»(Ιωάν.20,21). Επίσης στο όρος της Γαλιλαίας, όπου είχαν συναχθεί οι έντεκα μαθητές, λίγο πριν την Ανάληψη τους είπε: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντας αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Αγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αυτούς τηρείν πάντα όσα ενετειλάμην υμίν» (Ματθ.28,19-20).

      Ο Κύριος Ιησούς Χριστός δεν επέλεξε τους Αποστόλους Του από την ελίτ της τότε αριστοκρατίας, ή από τις τάξεις των πολιτικά ισχυρών, των οικονομικά δυνατών, ή τους κλειστούς κύκλους της διανόησης, διότι η διαφθορά, η κατάπτωση και η έπαρση ήταν το κύριο χαρακτηριστικό αυτών των ανθρώπων. Αντίθετα τους επέλεξε από τους άσημους, αδύναμους και αγράμματους ανθρώπους, οι οποίοι βίωναν την δυστυχία και την κακοδαιμονία της πτώσεως και της αμαρτίας καλλίτερα από τους πρώτους και καλλιεργούσαν έντονα στην ψυχή τους την προσδοκία της από το Θεό απολυτρώσεως. Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια του αποστόλου Παύλου: «Επειδή γαρ εν τη σοφία του Θεού ουκ έγνω ο κόσμος δια της σοφίας τον Θεόν…  τα μωρά του κόσμου εξελέξατο ο Θεός ίνα τους σοφούς καταισχύνη, και τα ασθενή του κόσμου εξελέξατο ο Θεός ίνα καταισχύνη τα ισχυρά και τα αγενή του κόσμου και τα εξουθενημένα εξελέξατο ο Θεός, και τα μη όντα, ίνα τα όντα καταργήση, όπως μη καυχήσηται πάσα σάρξ ενώπιον του Θεού.» (Α΄Κορ.1,21-29). Η άσημη προέλευση των Αποστόλων είναι από τα πρωτοχριστιανικά χρόνια ως σήμερα σημείο αναφοράς όλων των πολεμίων του Χριστιανισμού, ως δήθεν θρησκεία των παρακατιανών ανθρώπων. Η σάπια ψευτοδιανόηση θα ήθελε έναν Χριστιανισμό «φιλοσοφικό», ο οποίος θα έδινε έναυσμα για ανώφελες συζητήσεις  στους κλειστούς κύκλους των «πνευματικών ανθρώπων», αποκομμένο από τον αγιαστικό και σωστικό του ρόλο. Επειδή αυτός δεν ταιριάζει στα δικά τους μέτρα, γι' αυτό απορρίπτεται από αυτούς και πολεμείται λυσσαλέα σε όλες τις εποχές!

        Το Άγιο Πνεύμα κατά την αγία ημέρα της Πεντηκοστής (Πραξ.2ο κεφ.) μεταμόρφωσε τους άσημους, δειλούς και αγραμμάτους ψαράδες σε σοφούς άνδρες, σε πανίσχυρες προσωπικότητες, σε ολόφωτες υπάρξεις, οι οποίοι καταύγασαν την οικουμένη. Η συγκλονιστική εμπειρία της Αναστάσεως του Κυρίου και η επέλευση της δυνάμεως του Αγίου Πνεύματος έδωσαν σε αυτούς αφάνταστη ορμή. Διασκορπίστηκαν σε όλον τον κόσμο για να διαλαλήσουν το νέο, ελπιδοφόρο και σωτήριο μήνυμα της εν Χριστώ απολυτρώσεως του ανθρωπίνου γένους. Οι πυρωμένες από θείο ζήλο καρδιές τους και το φλογερό τους κήρυγμα έκαναν τις καρδιές των ανθρώπων να δονούνται από λαχτάρα για λύτρωση. Ο σπόρος του Ευαγγελίου ρίχνονταν από αυτούς τους άοκνους και θείους εργάτες σε κάθε μέρος της οικουμένης και αύξανε θεαματικά.

        Τα σκοτάδια της πλάνης διαλύονταν με το άκουσμα της ευαγγελικής αλήθειας. Οι δεισιδαίμονες τυραννικές αντιλήψεις παραμερίζονταν μπροστά στην πνευματική ελευθερία του χριστιανικού μηνύματος. Οι ασήμαντοι αυτοί αλιείς της Γαλιλαίας έστρεψαν την ιστορία του κόσμου στον δρόμο της ανθρωπιάς, του πολιτισμού και της προόδου. Οι ταπεινοί και καταφρονημένοι άνθρωποι της παλαιάς εποχής, οι οποίοι δεν είχαν μεγαλύτερη αξία από εκείνη των ζώων και των πραγμάτων, αναδείχτηκαν, χάρις στο κήρυγμα εκείνων, για πρώτη φορά ως ανθρώπινες αξίες και ακόμα περισσότερο, ως ζωντανές εικόνες του Θεού! Πολλοί ισχυροί κατάλαβαν ότι η εγκόσμια ισχύς τους δεν είχε πραγματική αξία και γι' αυτό την αποποιήθηκαν. Μια νέα πρωτόγνωρη παγκόσμια αδελφότητα γεννήθηκε στον κόσμο, η Εκκλησία του Χριστού, ως μια νέα πραγματικότητα αγάπης και συναδελφώσεως των ανθρώπων και των λαών μέσα στον απάνθρωπο κόσμο της αμαρτίας και του κακού, ως μέσον σωτηρίας και απολυτρώσεως από την δουλεία της αμαρτίας και της φθοράς.

        Η ανθρωπότητα και ο σύγχρονος πολιτισμός οφείλει μεγάλη ευγνωμοσύνη στους αγίους Αποστόλους. Ό,τι δεν κατόρθωσε η διανόηση και η δύναμη του αρχαίου κόσμου, το κατόρθωσε η χορεία των Μαθητών και Αποστόλων του Χριστού. Όμως ο κόσμος, δυστυχώς, όχι μόνο δεν εκτίμησε την προσφορά τους, αλλά το αντίθετο, έκαμε ό,τι μπορούσε για να ματαιώσει και να γκρεμίσει ό,τι εκείνοι έκτιζαν. Ο απόστολος Παύλος περιέγραψε πολύ παραστατικά τις δυσκολίες της αποστολής τους ως εξής: «ημάς τους αποστόλους εσχάτους απέδειξεν, ως επιθανατίους, ότι θέατρον εγεννήθημεν τω κόσμω, και αγγέλοις και ανθρώποις, ημείς μωροί δια Χριστόν, υμείς φρόνιμοι εν Χριστώ, ημείς ασθενείς, υμείς δε ισχυροί ΄υμείς ένδοξοι, ημείς δε άτιμοι. ’χρι της άρτι ώρας και πεινώμεν και διψώμεν και γυμνητεύομεν και κολαφιζόμεθα και αστατούμεν και κοπιώμεν εργαζόμενοι ταις ιδίαις χερσί΄ λοιδορούμενοι ευλογούμεν, διωκόμενοι ανεχόμεθα, βλασφημούμενοι παρακαλούμεν΄ ως περικαθάρματα του κόσμου εγεννήθημεν, πάντων ερίψημα έως άρτι» (Α΄Κορ.4,9-13). Οι μύριες αυτές δυσκολίες, οι κακουχίες, οι κόποι και προπαντός οι απάνθρωποι διωγμοί δεν τους πτόησαν. Το έργο τους καρποφορούσε, διότι το αύξανε το ενοικούν στην Εκκλησία ’γιο Πνεύμα (Ιωάν.15,26).

      Το έργο των αγίων Αποστόλων συνεχίστηκε και συνεχίζεται δια των διαδόχων αυτών. Σε κάθε μέρος, όπου ίδρυαν τοπικές εκκλησίες, χειροτονούσαν επισκόπους και πρεσβυτέρους για να συνεχίσουν το έργο τους. Γράφει ο άγιος Λουκάς στο βιβλίο των Πράξεων, το κατ' εξοχήν βιβλίο της ιεραποστολής της Εκκλησίας μας: «Χειροτονήσαντες δε αυτοίς πρεσβυτέρους κατ' εκκλησίαν και προσευξάμενοι μετά νηστειών παρέθετο αυτούς τω Κυρίω, εις ον πεπιστεύκασι» (Πράξ.14,23). Αυτή η αδιάκοπη διαδοχή συνεχίζεται ως σήμερα και χαρακτηρίζεται ως αδιάκοπη διαδοχή προσώπων και πίστεως και γι' αυτό ονομάζεται η Εκκλησία μας Αποστολική.  Όλοι λοιπόν όσοι εργάζονται στην Εκκλησία του Χριστού, κληρικοί και λαϊκοί συνεχίζουν κατ' ουσίαν το έργο των αγίων Αποστόλων. Τόσο μεγάλο είναι το έργο που επιτελούν!

        Όλοι εμείς οι πιστοί του Χριστού και προσκυνητές της σεπτής εορτής των Αγίων Αποστόλων, των «Συνεργών του Χριστού» (Β΄Κορ.6,1), έχουμε χρέος να αποδίδουμε σε αυτούς την αρμόζουσα τιμή, διότι η αγία μας Εκκλησία είναι θεμελιωμένη πάνω σε αυτές τις μεγάλες προσωπικότητες. Αυτό το βεβαιώνει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, ο οποίος είδε στην Αποκάλυψη την θριαμβεύουσα εν ουρανοίς Εκκλησία του Χριστού, θεμελιωμένη επί «θεμελίους δώδεκα και επ' αυτών δώδεκα ονόματα των δώδεκα αποστόλων του Αρνίου» (Αποκ.10,21).


ΛΑΜΠΡΟΣ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΣ Θεολόγος - Καθηγητής

Πέμπτη 11 Ιουλίου 2013

Ἅγιοι Πέτρος καί Παῦλος Πρωτοκορυφαίοι Ἀπόστολοι (29 Ἰουνίου)



Ο Πέτρος καταγόταν από τη Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας και ήταν γιος του Ιωνά, αδελφός του Αποστόλου Ανδρέα του Πρωτόκλητου. Ο Πέτρος και ο Ανδρέας ήταν ψαράδες στη λίμνη Γεννησαρέτ. Είχε νυμφευθεί στην Καπερναούμ, όπου έμενε οικογενειακά μαζί με την πεθερά του. Όπως μας πληροφορεί το Ευαγγέλιο, όταν ο Ιησούς έφθασε στη λίμνη της Γεννησαρέτ συνάντησε τους δυο αδελφούς Πέτρο και Ανδρέα οι οποίοι έριχναν τα δίχτυα τους. Αμέσως μετά την κλήση τους, άφησαν τα δίχτυα και τις οικογένειές τους και τον ακολούθησαν. Ψαράς στο επάγγελμα, ήταν τύπος αυθόρμητος, ορμητικός, και τη ζωή του κοντά στο Χριστό τη μαθαίνουμε από τα τέσσερα Ευαγγέλια, ενώ την αποστολική του δράση, από τις πράξεις των Αποστόλων. Έγραψε και δύο Καθολικές Επιστολές, μέσα στις οποίες να τι προτρέπει τους χριστιανούς: «Νήψατε, γρηγορήσατε, ο αντίδικος υμών διάβολος ως λέων ωρυόμενος περιπατεί ζητών τίνα καταπίη» (Α΄ Πέτρου, ε΄ 8). Δηλαδή εγκρατευθείτε, γίνετε άγρυπνοι και προσεκτικοί. Διότι ο αντίπαλος και κατήγορός σας ο διάβολος, σαν λιοντάρι που βρυχάται, περιπατεί με μανία και ζητάει ποιον να τραβήξει μακριά από την πίστη και να τον καταπιεί.

Μετά την Ανάληψη του Κυρίου, ο Πέτρος, δίδαξε το Ευαγγέλιο στην Ιουδαία, στην Αντιόχεια, στον Πόντο, στην Γαλατία, στην Καππαδοκία, στην Ασία και τη Βιθυνία. Κατά την παράδοση (που σημαίνει ότι δεν είναι απόλυτα ιστορικά διασταυρωμένο) έφτασε μέχρι την Ρώμη, όπου επί Νέρωνος (54-68μ.Χ.) υπέστη μαρτυρικό θάνατο, αφού τον σταύρωσαν χιαστί, με το κεφάλι προς τα κάτω περί το έτος 64 μ.Χ.



Ο δε Παύλος γεννήθηκε στην Ταρσό της Κιλικίας σε ένα χωρίο που ονομάζεται Γίσχαλα και στην αρχή ήταν σκληρός διώκτης του Χριστιανισμού. Το 36 μ.Χ. περίπου, όταν κάποτε μετέβαινε στη Δαμασκό για να διώξει και εκεί χριστιανούς, έγινε θαύμα στο οποίο φανερώθηκε ο Χριστός, ο οποίος τον πρόσταξε να πάει στον Ανανία ο οποίος τον κατήχησε και τον βάπτισε. Έτσι, έγινε ο μεγαλύτερος κήρυκας του Ευαγγελίου, θυσιάζοντας μάλιστα και την ζωή του γι’ αυτό. Ονομάστηκε ο πρώτος μετά τον Ένα και Απόστολος των Εθνών, λόγω των τεσσάρων μεγάλων αποστολικών περιοδειών του. Είναι ο ιδρυτής της Εκκλησίας της Ελλάδος. Συνέγραψε 14 επιστολές προς τις Εκκλησίες τις οποίες εκείνος ίδρυσε. Τη ζωή του με τις περιπέτειές του θα τα δει κανείς, αν μελετήσει τις Πράξεις των Αποστόλων, αλλά και τις 14 Επιστολές του στην Καινή Διαθήκη.

Ο Απόστολος Παύλος θέλει κάθε χριστιανός, όπως και ο ίδιος, να αισθάνεται και να λέει: «ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός» (Προς Γαλάτας β΄ 20). Δηλαδή, δε ζω πλέον εγώ, ο παλαιός άνθρωπος, αλλά ζει μέσα μου ο Χριστός. Και ακόμα, «τα πάντα και εν πάσι Χριστός» (Προς Κολασσαείς γ΄ 11). Να διευθύνει, δηλαδή, όλες τις εκδηλώσεις τις ανθρώπινης ζωής μας ο Χριστός. Ο Απόστολος Παύλος υπέστη μαρτυρικό θάνατο (χωρίς να είναι απόλυτα ιστορικά διασταυρωμένο) δι’ αποκεφαλισμού στη Ρώμη μεταξύ των ετών 64 - 67 μ.Χ.




Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.


Οἱ τῶν Ἀποστόλων πρωτόθρονοικαὶ τῆς Οἰκουμένης διδάσκαλοιτῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων πρεσβεύσατεεἰρήνην τῆ οἰκουμένῃ δωρήσασθαικαὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.


Κοντάκιον

Ἦχος β’Τοὺς ἀσφαλεῖς.


Τοὺς ἀσφαλεῖς καὶ θεοφθόγγους κήρυκαςτὴν κορυφὴν τῶν Μαθητῶν σου Κύριεπροσελάβου εἰς ἀπόλαυσιντῶν ἀγαθῶν σου καὶ ἀνάπαυσιντοὺς πόνους γὰρ ἐκείνων καὶ τὸν θάνατονἐδέξω ὑπὲρ πᾶσαν ὁλοκάρπωσινὁ μόνος γινώσκων τὰ ἐγκάρδια.


Δευτέρα 8 Ιουλίου 2013

Ἡ Ἁγία Φεβρωνία ἡ Ὁσιομάρτυς ἡ πολύαθλος(25 Ἰουνίου)




Ἐκθαμβωτικὴ ἦταν ἡ σωματική της ὀμορφιά. Ἀλλὰ ἀκόμα περισσότερο ἔλαμπε ἡ ψυχή της, ἀνάμεσα στὶς μοναχὲς τοῦ μοναστηριοῦ τῆς Μεσοποταμίας (στὴν πόλη τῆς Νισίβεως, ποὺ λέγεται Ἀντιόχεια τῆς Μυγδονίας καὶ βρισκόταν στὰ σύνορα τοῦ Βυζαντινοῦ καὶ Περσικοῦ κράτους).

 Ἀπὸ 17 χρονῶν ἡ Φεβρωνία πῆγε στὸ μοναστήρι, ὅπου ἡγουμένη ἦταν ἡ θεία της Βρυένη. Γρήγορα προσαρμόστηκε στοὺς κανόνες τῆς νέας ζωῆς, καὶ μάλιστα πάντα ἔβρισκε χρόνο νὰ μελετᾷ καὶ νὰ καλλιεργεῖ τὸ πνεῦμα της. Ἡ ζωή της ἦταν ἥσυχη. Ὅμως, κάποια μέρα ταράχθηκαν τὰ γαλήνια «νερά» τῆς ἡσυχίας της. Ἕνα σῶμα στρατιωτῶν ποὺ ἐξεδίωκε χριστιανούς, πέρασε ἀπὸ τὴν μονὴ τῆς Φεβρωνίας. Οἱ ἄλλες μοναχὲς πρόλαβαν καὶ ἔφυγαν μακριά. Ἡ Φεβρωνία, ἐπειδὴ ἦταν ἄῤῥωστη, δὲν μπόρεσε νὰ μετακινηθεῖ. Μαζί της ἔμειναν ἡ ἡγουμένη Βρυένη καὶ ἡ ἀδελφὴ Θωμαΐς. Οἱ στρατιῶτες, μόλις ἄντικρυσαν τὴν Φεβρωνία, ἔμειναν ἔκπληκτοι ἀπὸ τὴν ὀμορφιά της. Ἄφησαν, λοιπόν, τρεῖς ἄνδρες νὰ τὴν φρουροῦν καὶ οἱ ὑπόλοιποι γύρισαν καὶ τὸ ἀνέφεραν στὸν ἀρχηγό τους Σελῆνο (288 μ.Χ.). Αὐτὸς ἀμέσως διέταξε καὶ τὴν ἔφεραν μπροστά του, καὶ μὲ κάθε τρόπο τὴν πίεσε νὰ ἀλλαξοπιστήσει. Πρότεινε στὴ Φεβρωνία νὰ τὴν δώσει σύζυγο στὸν ἀνεψιό του Λυσίμαχο, ποὺ κοντά του θὰ γνώριζε μεγάλη δόξα. Ἡ Φεβρωνία, ὅμως, προτίμησε νὰ γίνει «τῆς μελλούσης ἀποκαλύπτεσθαι δόξης κοινωνός». Προτίμησε, δηλαδή, νὰ εἶναι συμμέτοχος τῆς δόξας ποὺ θὰ ἀποκαλυφθεῖ κατὰ τὴν δευτέρα παρουσία, καὶ μὲ περίσσιο θάῤῥος περιφρόνησε τὶς προτάσεις τοῦ Σελήνου, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ τὴν βασάνισε, τελικὰ τὴν σκότωσε μὲ ξίφος.


Ἀπολυτίκιον.Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.

Ὡς τῆς ἀσκήσεως, ῥόδον ἡδύπνευστον, ὀσμὴν ἀθλήσεως, τῷ κόσμῳ ἔμπνευσας, εἰς ὀσμὴν μύρων τοῦ Χριστοῦ, δραμοῦσα ἀσχέτῳ, πόθῳ· ὅθεν ὡς παρθένον σε, καὶ Ὁσίαν καὶ Μάρτυρα, θαυμαστῶς ἐδόξασε, Φεβρωνία ὁ Κύριος· ᾧ πρέσβευε ὑπὲρ τῶν βοώντων· χαῖρε σεμνὴ Ὁσιομάρτυς.






Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.


Παρθενίας χάρισι, καῖ μαρτυρίου τῷ κάλλει, κοσμηθεῖσα ἔνδοξε, ὡς πανακήρατος νύμφη, ἔδραμες, λαμπαδηφόρος τῷ σῷ Νημφίῳ, ἔστεψαι, τῆς ἀφθαρσίας τῇ εὐπρεπείᾳ, καὶ πρεσβεύεις Φεβρωνία, ὑπὲρ τῶν πίστει ὑμνολογούντων σε.

Μεγαλυνάριον.


Χαίροις Φεβρωνία πανευκλεής, Ὁσίων ἡ δόξα, καὶ Μαρτύρων ἡ καλλονή· ἐν γὰρ ἀμφοτέροις, ἀθλήσασα νομίμως, εἰκότως καὶ βραβείων, διπλῶν ἠξίωσαι.

ΑΠΕΛΠΙΣΙΑ ΚΑΙ ΑΜΕΛΕΙΑ (Ἃγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος)

Στη ζωή του χριστιανού η απελπισία και η αμέλεια είναι καταστροφικές. Εκείνον που έπεσε σε αμάρτημα, η απελπισία δεν τον αφήνει να σηκωθεί∙ κι εκείνον που είναι όρθιος, η αμέλεια τον κάνει να πέσει. Η απελπισία στερεί τον άνθρωπο από τ’ αγαθά που έχει αποκτήσει ∙ η αμέλεια δεν τον αφήνει ν’ απαλλαγεί από τα κακά που τον βαραίνουν. Η αμέλεια σε κατεβάζει και απ’ αυτούς τους ουρανούς, ενώ η απελπισία σε γκρεμίζει ολότελα στην άβυσσο της κακίας. Κοίτα να δεις τη δύναμη που έχουν και οι δύο.

Ο διάβολος πρώτα ήταν αγαθός άγγελος∙ επειδή ,όμως, έδειξε αμέλεια και κυριεύθηκε από απόγνωση, έπεσε σε τόση κακία, που δεν μπορεί πια να σηκωθεί. Το ότι ήταν αγαθός πρώτα, το βεβαιώνει ο Κύριος, που λέει: «Είδα το σατανά να πέφτει από τον ουρανό σαν αστραπή» (Λουκ. 10:18 ) . Η παρομοίωσή του με την αστραπή φανερώνει και τη λαμπρότητα της προηγούμενης καταστάσεώς του και τη σφοδρότητα της πτώσης του.

Ο Παύλος ήταν βλάσφημος και διώκτης και υβριστής∙ επειδή , όμως, δεν κυριεύθηκε από απόγνωση και σηκώθηκε από την αμαρτία, έγινε ίσος με τους αγγέλους. Ο Ιούδας ήταν απόστολος∙ επειδή ,όμως, έδειξε αμέλεια, έγινε προδότης. Ο ληστής , ύστερ’ από τόσα κακουργήματα που έκανε, δεν απελπίστηκε∙ έτσι μπήκε πρώτος απ’ όλους στον παράδεισο.

Ο Φαρισαίος ,επειδή υπερηφανεύθηκε, έπεσε από τα ύψη της αρετής∙ και ο τελώνης , επειδή δεν απελπίστηκε, ανέβηκε τόσο ψηλά, ώστε ξεπέρασε την αρετή του Φαρισαίου.

Θέλεις να σου δείξω και όλη ολόκληρη που έκανε το ίδιο; Η πόλη των Νινευϊτών μ’ αυτόν τον τρόπο σώθηκε, μολονότι η απόφαση του Θεού τους οδηγούσε σε απόγνωση∙ γιατί δεν είπε πως , αν μετανοήσουν ,θα σωθούν, αλλά : «Τρεις μέρες ακόμα και η Νινευή θα καταστραφεί» (Ιων.3:4 ) . Όμως, αν και απειλούσε ο Θεός, αν και φώναζε ο προφήτης Ιωνάς, αν και η απόφαση δεν είχε αναβολή ή περιορισμό, οι Νινευϊτες δεν έχασαν τον θάρρος και την ελπίδα τους. Και γιατί δεν έβαλε κανέναν όρο; Γιατί δεν είπε: «Αν μετανοήσουν, θα σωθούν»; Για να παραδειγματιστούμε εμείς και, όταν ακούμε καταδικαστική απόφαση του Θεού χωρίς όρο κι περιορισμό, ούτε τότε ν’ απελπιζόμαστε, αλλά να μετανοούμε.

Αυτά, λοιπόν, έχοντας υπόψη μας, ποτέ να μην απελπιζόμαστε. Κανένα όπλο δεν είναι τόσο αποτελεσματικό στα χέρια του διαβόλου όσο η απόγνωση. Γι’ αυτό και δεν του προξενούμε τόση ευχαρίστηση όταν αμαρτάνουμε, όση όταν απελπιζόμαστε…

… Γνωρίζοντας λοιπόν, πως ο ουράνιος Πατέρας μας , ο Καλός Ποιμένας , όχι μόνο δεν μας περιφρονεί, όταν επιστρέφουμε σ’ Αυτόν, αλλά και με μεγαλύτερη προθυμία και στοργή μας δέχεται απ’ ό,τι εκείνους που κατόρθωσαν την αρετή, γνωρίζοντας πως όχι μόνο δεν τιμωρεί τους πλανεμένους, αλλά και βγαίνει σε αναζήτησή τους και χαίρεται περισσότερο γι’ αυτούς, όταν τους βρει, παρά για όσους έχει κοντά Του, ούτε ν’ απελπιζόμαστε πρέπει, όταν βρισκόμαστε στην αμαρτία, ούτε όμως και να ξεθαρρεύουμε όταν κάνουμε το καλό∙ αλλά, και όταν αμαρτάνουμε, να μετανοούμε, και όταν ασκούμε την αρετή, να προσέχουμε μην πέσουμε. Γιατί προδοσία της σωτηρίας μας είναι και τα δυο τούτα, δηλαδή τόσο το να ξεθαρρεύουμε , όταν βρισκόμαστε στο δρόμο της αρετής, όσο και το ν’ απελπιζόμαστε, όταν πέφτουμε στην αμαρτία…

… «Σήμερα», λοιπόν, όσο δηλαδή διαρκεί η παρούσα ζωή, ας μην απελπιζόμαστε. Στηρίζοντας τις ελπίδες μας στον Κύριο και αναγνωρίζοντας την άπειρη φιλανθρωπία Του, ας πετάξουμε πρόθυμοι μακριά μας κάθε κακία, ας πιαστούμε από την αρετή, ας δείξουμε απέραστη μετάνοια, ας καθαριστούμε εδώ απ’ όλα τ’ αμαρτήματά μας, για να μπορέσουμε με παρρησία να σταθούμε στο φοβερό βήμα του Χριστού και να μπούμε στη βασιλεία των ουρανών, με τη χάρη του Θεού μας.


από το βιβλίο: «Θέματα Ζωής» Β”
Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου
Ιερά Μονή Παρακλήτου



Η ΑΡΣΙΣ ΤΟΥ ΑΝΑΘΕΜΑΤΟΣ(1965) ΤΗΣ ΠΑΠΠΙΚΗΣ ΑΙΡΕΣΕΩΣ ΥΠΟ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ ΑΘΗΝΑΓΟΡΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΟΥ


Κυριακή 7 Ιουλίου 2013

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΟΣΙΩΝ ΑΓΙΟΡΕΙΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ - Oι όσιοι Αγιορείτες Πατέρες και οι σύγχρονοι Αγιορείτες



Απολυτίκιον Αγιορειτών Πατέρων
Ήχος Α'.









ὑπό Δημητρίου Ἰ. Κάτσουρα, Θεολόγου

  
Ὅλοι γνωρίζουμε λίγα ἤ περισσότερα πράγματα γιά τό Ἅγιον Ὄρος. Εἶναι ἰδιαίτερη εὐλογία γιά τήν πατρίδα μας τό γεγονός ὅτι τό Ἄγιον Ὄρος βρίσκεται στήν Ἑλληνική ἐπικράτεια, ὡς αὐτοδιοίκητο βεβαίως τμῆμα του. Τό Ἅγιον Ὄρος εἶναι τό περιβόλι τῆς Παναγίας. Στά ἁγιασμένα χωματά του ἀπό τότε πού τό εὐλόγησε ἡ Κυρία Θεοτόκος μέ τήν φυσική παρουσία της ἐβλάστησαν πολλά εὐωδιαστά πνευματικά ἄνθη. Πρόκειται γιά τούς Ἁγίους ἁγιορεῖτες Πατέρες, οἱ ὁποῖοι τιμῶνται ἐν συνάξει, ὅλοι μαζί κατά τήν σημερινή Κυριακή, δηλαδή τήν ἑπομένη Κυριακή τῆς Ἑορτῆς τῶν Ἁγίων Πάντων. Περισσότεροι ἀπό ἑκατό (100) εἶναι οἱ γνωστοί καί ἑπώνυμοι ἅγιοι πού ἀσκήτευσαν στό Ἄγιον Ὄρος. Ἀφαλῶς χιλιάδες θά εἶναι στήν μακραίωνη (χιλιόχρονη καί πλέον) ἱστορική πνευματική πορεία του οἱ ἁγιάσαντες καί οὐρανώσαντες τό Ὄρος Πατέρες.





 Πατριάρχες, Ἐπίσκοποι, Ἱερεῖς, μοναχοί, ἀσκητές, κυρίως, ἀλλά καί μάρτυρες συγκαταλέγονται μεταξύ τῶν Ἁγίων Ἁγιορειτῶν Πατέρων.
Τό Ἅγιον Ὄρος ἐκτός ἀπό ἐργαστήριο ἁγιότητος, ἀποτελεῖ καί μοναδικό ἀνά τόν κόσμο θησαυροφυλάκειο πνευματικῶν θησαυρῶν τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπως εἶναι τά ἅγια καί ἱερά Λείψανα τῶν Ἀγίων καί οἱ ἅγιες καί θαυματουργές εἰκόνες τῶν Ἁγίων καί κυρίως τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τῆς Ἐφόρου τοῦ ἱεροῦ αὐτοῦ Τόπου. Τέλος, ἀποτελεῖ καί ζωντανό μουσεῖο ἐκπληκτικῶν ἔργων τῆς ἐκκλησιαστικῆς τέχνης (εἰκονογραφίας, ἀρχιτεκτονικῆς καί μουσικῆς). Πάνω, ὅμως, καί πέρα ἀπό ὅλα τά ἀνωτέρω τό Ἅγιον Ὄρος ἀνεδείχθη διά μέσου τῶν αἰώνων ἀκρόπολις τῆς Ὀρθοδοξίας καί προπύργιο διαφυλάξεως ἀκαινοτομήτου τῆς παραδοθείσης Πίστεως διά τῆς ὁμολογίας καί ἐφαρμογῆς τῆς ὁποίας κάθε πιστός ἄνθρωπος, χάριτι Θείᾳ, σώζεται.
Στό Ἅγιον Ὄρος διαφυλάχθηκε ὡς κόρη ὀφθαλμοῦ κατά τό παρελθόν ἡ Ὀρθόδοξος Πίστη καί ὁ ἡσυχαστικός τρόπος ζωῆς καί ἀσκήσεως, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ τήν πεμπτουσία τῆς ὀρθοδόξου Παραδόσεως.

Ἐνῶ, ὅμως, ὅλα αὐτά συνέβαιναν ὡς κανόνας κατά τό παρελθόν, μέ κάποιες, βεβαίως, θλιβερές ἐξαιρέσεις παροδικοῦ καί περιορισμένου χαρακτῆρος, σήμερα τό Ἅγιον Ὄρος περνᾶ μία βαθειά πνευματική κρίση καί ἀλλοίωση.
Διατρέχει ἕναν μεγάλο κίνδυνο.
Ἀπό Ἀκρόπολη τῆς Ὀρθοδοξίας καί ζωντανό ἐργαστήριο ἁγιότητος, κινδυνεύει νά μετατραπεῖ σέ μουσειακό χῶρο ὅπου φυλάσσονται μέν ἱστορικοί θησαυροί τῆς Ὀρθοδοξίας ἀλλά δέν ὁμολογεῖται πλέον ἐν τοῖς πράγμασι ἡ πατρώα Εὐσέβεια, οὔτε ἀκολουθεῖται ὁ ἡσυχαστικός τρόπος ζωής καί ἀσκήσεως κατά τήν γνησία ἁγιορειτική παράδοση. Μέ τά χρήματα τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως (μέχρι πότε, ὅμως, χωρίς ἀνταλλάγματα;…) συντηροῦνται θαυμάσια τά μοναστηριακά κτίρια καί κειμήλια τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἀλλά σταδιακῶς ὑποχωρεῖ αἰσθητά ἀπό τήν ἁγιορειτική πραγματικότητα ἡ ἀνεκτίμητη ἡσυχαστική καί ὁμολογιακή ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας Παράδοσή του.

Μέ ἀποτέλεσμα σήμερα πού ἡ αἴρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ δηλαδή τῆς προδοσίας τῆς Ὀρθοδοξίας μέ τήν ἐξίσωσή της μέ τίς διάφορες αἱρέσεις καί τήν ἄρνηση τῆς μοναδικότητος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὡς τῆς Μίας, Ἀγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας ἔχει διαβρώσει σχεδόν τά πάντα, τό Ἄγιον Ὄρος νά ἀνέχεται καί νά στηρίζει προκλητικῶς τόν οὐνίτη Πατριάρχη Βαρθολομαῖο, συνειδητό θιασώτη τῆς παναιρέσεως καί ἡγέτη τῆς προσπαθείας ἑνώσεως μέ τόν ἀμετανόητο Παπισμό.



Συμπροσευχόμενος μετά Παπικῶν ἐν Ἰταλίᾳ
Συμπροσευχόμενος μετά Ἁγιορειτῶν ἐν Ἀγίῳ Ὄρει
Μνημονεύει ἀντικανονικῶς (ἐφ’ ὅσον εἶναι ἀκοινώνητος καί ἀσεβής-βλάσφημος) τό ὄνομά του, ἀποδέχεται σιωπηρῶς τίς καθημερινές πλέον φιλοαιρετικές καί ἀντορθόδοξες ἐνέργειές του καί συμμετέχει εὐκαίρως ἀκαίρως διά ἐκπροσώπων του στό ὅλο σύστημα ἀμνηστεύσεως καί παγιώσεως ὡς πρακτικῆς τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἐκ τῶν 20 κυριάρχων Μονῶν τοῦ Ἀγίου Ὄρους μόνο μία, ἡ ἡρωϊκή Μονή Ἐσφιγμένου, ἔχει διακόψει τό μνημόσυνο τοῦ Οἰκουμενιστοῦ Πατριάρχου Κων/λεως. Ἐξαιτίας δέ αὐτοῦ διώκεται ἀπηνῶς καί ἀπανθρώπως ὄχι μόνον ὐπό τοῦ οὐνίτου Πατριάρχου, ἀλλά καί ὑπό τῶν διαγκωνιζομένων γιά νά τύχουν τῆς εὐνοίας του ὑπολοίπων φιλοπατριαρχικῶν ἁγιορειτῶν. Εἶναι ἀπογοητευτικό ὅταν ὁ κ. Βαρθολομαῖος μετά ἀπό προκλητικές συμπροσευχές καί ἀσεβεῖς «ὁμολογίες» τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἀλλά καί τοῦ πανθρησκειακοῦ συγκριτισμοῦ μεταβαίνει στό Ὄρος, ὡς οικεῖος Ἐπίσκοπός του, οἱ σύγχρονοι Ἁγιορεῖτες νά τόν ρένουν μέ ἄνθη κυριολεκτικῶς, ἀλλά καί μεταφορικῶς, μέ τά ἐμμετικῶς κολακευτικά πρός τόν ἀτιμάζοντα τόν ἱερόν θεσμόν τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως λόγια τους. Μέχρι καί ὕμνους συνθέτουν οἱ σύγχρονοι Ἀγιορεῖτες (Σιμωνοπετρῖτες) στόν κ. Βαρθολομαῖο, ὁ ὁποῖος δέν δίστασε νά χαρακτηρίσει ἐπισήμως τούς σθεναρῶς καταπολεμήσαντες τήν παπική αἵρεση ἁγίους, ὅπως πολλοί Ἅγιοι ἁγιορεῖτες  Πατέρες, ὡς θύματα τοῦ διαβόλου! Δυστυχῶς, οἱ σύγχρονοι Ἁγιορεῖτες Πατέρες πέραν τῶν ἀλλοιώσεων τίς ὁποῖες ἐπέφεραν καί ἐφαρμόζουν στά τοῦ μοναστικοῦ καί ἡσυχαστικοῦ βίου των ἀπομακρυνόμενοι τῆς ἀσκητικῆς ἁγιορειτικῆς παραδόσεως, μειοδοτοῦν πλέον ἐμφανέστατα καί σταθερῶς στά ζητήματα τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως. Αὐτό ὡς σημεῖο τῶν καιρῶν τῆς ἀποστασίας στά ὁποῖα ζοῦμε ζημιώνει τά μέγιστα καί ἀποπροσανατολίζει τόν εὐσεβῆ καί ἐνδιαφερόμενο γιά τήν σωτηρία του πιστό λαό. Γι’ αὐτό καί δέν ἐξαιρεῖται, οὔτε θά ἐξαιρεθεῖ καί ὁ ἱερός τόπος τῆς Ἀθωνικῆς Πολιτείας ἀπό φοβερά δεινά πού ἐπακολουθοῦν, ὅπως συμβαίνει σέ ὁλόκληρη τήν πατρίδα μας, τέτοιες μεγάλες προδοσίες. Εἴθε λίαν συντόμως οἱ σύγχρονοι Ἁγιορεῖτες νά στραφοῦν ὀπίσω στό παράδειγμα τῶν ἁγίων πατέρων τους, οἱ ὁποῖοι δέν δίστασαν καί τή ζωή τους νά θυσιάσουν γιά τήν ὑπεράσπιση τῆς ἅπαξ παραδοθείσης τοῖς ἁγίοις Πίστεως, ἐνώπιον παρομοίων περιπτώσεων αὐτῆς τοῦ οὐνίτου Πατριάρχου Βαρθολομαίου, ὅπως συνέβη ἐπί τοῦ ἑνωτικοῦ Πατριάρχου Ἰωάννου Βέκκου. Μή λησμονῶμεν ὅτι οἱ μετ’ ἐκείνου δεχθέντες νά συλλειτουργήσουν κατέληξαν, ὡς ἀσυγχώρητοι, ἄλυωτοι καί τυμπανιαῖοι μέχρι σήμερον! Ἡ ἐπικειμένη κατά τό προσεχές Φθινόπωρο ἐπίσημη ἐπίσκεψη τοῦ κ. Βαρθολομαίου στό Ἄγιον Ὄρος μετά τίς τόσες καἰ τόσο προκλητικές καί σαφέστατες, πλήν, ὅμως, ἀσεβέστατες ἐνέργειες καί αἱρετικές ὁμολογίες του, γυμνῆ τῆ κεφαλῆ, (τελευταίως) σέ Ρώμη, Μιλάνο καί Μολδαβία θά κρίνουν γιά ἄλλη μιά φορά τήν στάση τῶν ὑποδεχθησομένων αὐτόν Ἁγιορειτῶν, κατά πόσον φυλάσσουν Θερμοπύλες ἤ παρέδωσαν ἀμαχητί τόν ἱερό Τόπο στά σχέδια τοῦ σιωνιστοπροβλήτου Οἰκουμενισμοῦ καί τοῦ ἀντιχρίστου Παπισμοῦ. Ἐκείνου, τοῦ τελευταίου, ὁ ὁποῖος ἔκαψε, ἔπνιξε, ἀπηγχόνισε καί ἐθανάτωσε μέ μαρτυρικό τρόπο τούς ἁγίους ἐνδόξους γνησίως Ἁγιορείτας ὁμολογητάς Πατέρας των. Ὀψόμεθα!


Τά κατά Βαρθολομαῖον "θύματα τοῦ διαβόλου"! Οἱ ὑπό Λατινοφρόνων θανατωθέντες Ἁγιορεῖτες Ὁσιομάρτυρες!

ΠΗΓΗ: apotixisi.blogspot.gr

Δείτε σχετικά:

Σάββατο 6 Ιουλίου 2013

Γενέσιον τοῦ Τιμίου ἐνδόξου Προφήτου, Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου (24 Ιουνίου).


Ἡ Ἐκκλησία, τρία μόνο Γενέθλια τιμᾶ καὶ ἑορτάζει:

α. τοῦ Δεσπότου καὶ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ,|
β. τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, καὶ
γ. τοῦ Τιμίου Προδρόμου.

Τὰ γεγονότα  τῆς γεννήσεως τοῦ Τιμίου Προδρόμου ἀναφέρει ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς στὸ α’ κεφάλαιο τοῦ Εὐαγγελίου του.


Γράφει, λοιπόν, ὅτι στὶς ἡμέρες τοῦ βασιλέως Ἡρώδη ἐζοῦσε στὴν Ἰουδαία κάποιος ἱερέας ποὺ λεγόταν Ζαχαρίας. Εἶχε σύζυγό του τὴν Ἐλισάβετ, ἡ ὁποία ἦταν ἀπόγονος τοῦ Προφήτου Ἀαρών. Ἦσαν καὶ οἱ δύο ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ καὶ ἐζοῦσαν μὲ δικαιοσύνη, φόβο Θεοῦ, εὐλάβεια, σωφροσύνη, καὶ ἐτηροῦσαν τὶς θεῖες ἐντολές. Γιὰ πολλὰ χρόνια ἱκέτευαν τὸν Κύριο νὰ τοὺς εὐλογήσει μὲ τὴ χαρὰ τῆς τεκνογονίας, ἀλλὰ δὲν εἶχαν ἀποκτήσει, παρὰ τὴ θερμὴ προσευχή τους, παιδί. Ὁ Ζαχαρίας καὶ ἡ στείρα σύζυγός του Ἐλισάβετ εἶχαν φθάσει σὲ βαθὺ γήρας καὶ δὲν εἶχαν πλέον ἐλπίδα νὰ τεκνοποιήσουν.
Ἐνῶ ὁ ἱερέας Ζαχαρίας εὑρισκόταν μία ἡμέρα στὸ ναὸ καὶ ἐθυμίαζε στὸ ἱερὸ Βῆμα, ἐφανερώθηκε σ’ αὐτὸν Ἄγγελος Κυρίου, γιὰ νὰ προμηνύσει τὴ γέννηση τοῦ ἐπιγείου καὶ ἔνσαρκου ἄγγελου, τοῦ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου. Βλέποντάς τον ὁ Ζαχαρίας ἐταράχθηκε καὶ ἐφοβήθηκε τόσο πολὺ ὥστε ἔμεινε ἐκστατικός. Τότε ὁ Ἄγγελος Κυρίου τοῦ εἶπε: «Μὴ φοβᾶσαι, Ζαχαρία. Γιατὶ ὁ Θεὸς ἐδέχθηκε τὴν προσευχή σου καὶ ἡ γυναίκα σου, ἡ Ἐλισάβετ, θὰ γεννήσει υἱό. Καὶ θὰ τὸν ὀνομάσεις Ἰωάννη. Καὶ θὰ δοκιμάσεις μεγάλη χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση. Πολλοὶ θὰ χαροῦν γιὰ τὴ γέννησή του, γιατὶ θὰ εἶναι μεγάλος καὶ περιφανὴς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Θὰ λάβει ὅλο τὸ πλήρωμα τῆς Θείας Χάριτος καὶ θὰ γεμίσει ἀπὸ τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅταν ἀκόμη θὰ κυοφορεῖται στὴν κοιλία τῆς μητέρας του Ἐλισάβετ. Καὶ μὲ τὸ κήρυγμά του θὰ ἐπιστρέψουν πολλοὶ Ἰσραηλῖτες στὴ γνώση τοῦ Ἀληθινοῦ Θεοῦ, τοῦ Κυρίου αὐτῶν».
Ἀκούγοντας ἔκπληκτος ὁ Ζαχαρίας τὸ μήνυμα τοῦ Ἀγγέλου, κατεπλάγη καὶ τὸν ἐρώτησε γεμάτος ἀπορία: «Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ γίνει αὐτό; Καὶ μὲ ποιὸ τρόπο θὰ τὸ γνωρίσω καὶ θὰ τὸ πιστέψω, ὅταν εἶμαι γέροντας στὴν ἡλικία καὶ ἡ γυναίκα μου ὑπέργηρη καὶ στείρα;». Τότε ὁ Ἄγγελος τοῦ εἶπε: «Ἐγὼ εἶμαι ὁ Γαβριήλ, ποὺ παρουσιάζομαι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ ἀπέστειλε ὁ Θεὸς νὰ σοῦ φέρω αὐτὴ τὴ χαρμόσυνη ἀγγελία. Καὶ ἰδού, ἐπειδὴ δὲν ἐπίστεψες στὰ λόγια μου, θὰ μείνεις ἄλαλος μέχρι τὴν ἡμέρα ποὺ θὰ ἐκπληρωθοῦν ὅσα σοῦ προανήγγειλα, δηλαδὴ μέχρι νὰ γεννηθεῖ ὁ Ἰωάννης».
Πράγματι ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἡμέρα ὁ Ζαχαρίας ἔμεινε βουβὸς καὶ ἄλαλος, ἕως ὅτου ἡ Ἐλισάβετ ἔτεκε τὸν Πρόδρομο.
Τὴν ὄγδοη ἡμέρα οἱ συγγενεῖς ἦλθαν γιὰ νὰ ἐκτελέσουν τὴν περιτομὴ τοῦ παιδιοῦ καὶ ἤθελαν νὰ τὸ ὀνομάσουν μὲ τὸ ὄνομα τοῦ πατέρα του, Ζαχαρία. Ἀλλὰ ἡ Ἐλισάβετ τοὺς εἶπε ὅτι θὰ ὀνομαστεῖ Ἰωάννης. Στὴν ἀπορία τους, πῶς θὰ λάβει τὸ ὄνομα αὐτό, ἐπειδὴ κανένας ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς δὲν εἶχε τὸ ὄνομα αὐτό, ὁ Ζαχαρίας ἐζήτησε μία μικρὴ πλάκα ἐπὶ τῆς ὁποίας ἔγραψε τὰ ἀκόλουθα: «Ἰωάννης εἶναι τὸ ὄνομά του». Καὶ ἐξεπλάγησαν ὅλοι. Ὁ Ζαχαρίας δὲ ἄνοιξε ἀμέσως τὸ στόμα του καὶ εὐλογοῦσε τὸν Θεὸ μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά του. Ὁ δὲ Ἰωάννης καθημερινὰ ἀναδεικνυόταν ὡς ἔμψυχο ὄργανο τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, πλήρης τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, στήλη κάθε ἀρετῆς καὶ εὐσέβειας.Κατὰ τοὺς τελευταίους βυζαντινοὺς χρόνους, ἡ ἑορτὴ αὐτὴ ἐτελεῖτο στὸ ναὸ τοῦ Προδρόμου τῆς Πέτρας, μὲ τὴν παρουσία τοῦ αὐτοκράτορος.



Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Προφῆτα καὶ Πρόδρομε, τ[πης παρουσίας Χριστοῦ, ἀξίως εὐφημῆσαί σε, οὐκ εὐποροῦμεν ἡμεῖς, οἱ πόθῳ τιμῶντές σε· στείρωσις γὰρ τεκούσης, καὶ πατρὸς ἀφωνία, λέλυνται τῇ ἐνδόξῳ, καὶ σεπτῇ σου γεννήσει, καὶ σάρκωσις Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, κόσμῳ κηρύττεται.



|

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.

Ἡ πρὶν στεῖρα σήμερον, Χριστοῦ τὸν Πρόδρομον τίκτει, καὶ αὐτὸς τὸ πλήρωμα, πάσης τῆς προφητείας· ὃνπερ γὰρ, προανεκήρυξαν οἱ Προφῆται, τοῦτον δή, ἐν Ἰορδάνῃ χειροθετήσας, ἀνεδείχθη Θεοῦ Λόγου, Προφήτης κῆρυξ, ὁμοῦ καὶ Πρόδρομος.

Μεγαλυνάριον.

Ἄνθος τὸ θεόσδοτον ἐκφυέν, σήμερον ἐκ στείρας, εὐωδίας ἁγιασμοῦ, ἔπλησε τὰ πάντα, τὴν ἔρημον τὰ ὄρη, τῶν ποταμῶν τὰ ῥεῖθρα, Χριστοῦ ὁ Πρόδρομος.


ΛΟΓΟΣ ΕΓΚΩΜΙΑΣΤΙΚΟΣ ΕΙΣ ΤΟ ΓΕΝΕΣΙΟΝ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ (ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΤΟΥ ΣΤΟΥΔΙΤΟΥ)



Ἀκόμα καὶ ἂν ὡμοίαζε ὁ λόγος μας μὲ ἐαρινὸν τραγούδι καλλικελάδου ἀηδόνος, πολὺ πτωχικὰ θὰ ἠδύνατο νὰ ὑμνήσῃ τὴν μεγάλην φωνὴν τῆς ἀληθείας ποὺ γεννᾶται σήμερον. Τώρα ὅμως ποὺ ἡ λαλιά μας εἶναι ἀσθενικὴ καὶ τὰ μάλα κακόφωνος, πῶς νὰ ὑμνήσῃ τὸν πιὸ δοξασμένον ἀπὸ ὅλους τοὺς προφήτας; Πῶς νὰ ψάλλῃ αὐτὸν ποὺ εἶναι ἡ τιμὴ καὶ ἡ δόξα τῶν Ἀποστόλων; Πῶς νὰ δοξολογήσῃ αὐτὸν ποὺ ἔχει μίαν ξέχωρον τιμὴν ἀνάμεσα εἰς τοὺς μάρτυρας; Ἐκεῖνο δὲ ποὺ μοῦ φαίνεται ἀξιοπρόσεκτον εἶναι τὸ ὅτι ὅσον ἀφορᾶ εἰς τοὺς ἄλλους ἁγίους, πλέκει ὁ εἷς τοῦ ἄλλου τὸ ἐγκώμιον, ὁ πιὸ ἀξιοτίμητος τοῦ πιὸ ἀναγνωρισμένου καὶ ὁ λιγότερο γνωστός του ὀλιγώτερον φημισμένου. Αὐτὸν ὅμως ποὺ τώρα ἐμεῖς ἐξυμνοῦμεν τὸν ἐγκωμίασε, πρὶν ἀπ᾿ ὅλους τοὺς ἄλλους ἐγκωμιαστάς του, ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς καὶ Θεός, ἡ Ἀλήθεια, λέγοντας: «Δὲν ἔχει μέχρι σήμερον γεννηθεῖ μεγαλύτερος προφήτης ἀπὸ τὸν Ἰωάννην τὸν Βαπτιστήν» (Ματθ. ια´ 11).



Ἀφοῦ λοιπὸν τόσον πλουσίως καὶ ἀνυπερβλύτως ἔχει ἐπαινεθεῖ καὶ ἔχει ἐγκωμιαστεῖ ὁ μέγας Πρόδρομος ἀπὸ τὸν Ὕψιστον Θεὸν Λόγονἔχει τάχα ἀνάγκη ἀπὸ τὰ φτωχικά μας λόγιαἀγαπητοί μου ἀκροαταίὌχι βεβαίωςδὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὰ πτωχικά μας λόγια ὁ Τίμιος ΠρόδρομοςἘμεῖς ὅμως ἀποτολμᾶμε νὰ ποῦμε δύο λόγια γι᾿ αὐτόν, γιατὶ εἴμεθα ὑποχρεωμένοι νὰ τὸ πράξουμε ἀπὸ ὑπακοὴ εἰς τὸν πατέρα καὶ ἡγούμενό μας, ἐκτελώντας ὁπωσδήποτε τὴν ἐντολὴν ποὺ μᾶς ἔδωκε. Συγχρόνως ὅμως θὰ λάβωμεν ἁγιασμὸν καὶ χάριν καὶ μόνον ποὺ ὁ νοῦς μας θὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὸν Τίμιον Πρόδρομον.



Ἐμπρὸς λοιπόν, ἂς ἑορτάσωμεν τὴν ἡμέραν. Ἂς πανηγυρίσωμεν τὸ γεγονός της γεννήσεώς του, ὄχι μόνον ὅσοι κατοικοῦν εἰς τὰ περίχωρα, ἀλλὰ καὶ ὅσοι περιτριγυρίζουν τὸν πνευματικὸν Ἰορδάνην. Ἂς εἰσέλθωμεν βαθιὰ εἰς τὸ νόημα αὐτοῦ του παραδόξου μυστηρίου. Ἂς γνωρίσωμεν αὐτὸ ποὺ τόσον ὑπερφυσικῶς γίνεται σήμερον. Ἂς ἐμβαθύνωμεν εἰς τὰ ὅσα ἔχουν συμβεῖ γύρω ἀπὸ τὸ πρόσωπον τοῦ Ζαχαρίου. Καὶ ἂς μὴν παραλείψωμεν νὰ ἀναφέρωμεν ὅλα ἐκεῖνα ποὺ διαδραματίστηκαν εἰς τὸ πρόσωπον τῆς Ἐλισάβετ. Πόσον μεγάλος ὑπῆρξε ὁ Πρόδρομος φαίνεται καὶ μόνον ἀπὸ τοὺς γονεῖς ποὺ εἶχε, γιατὶ οἱ γονεῖς του δὲν ὑπῆρξαν ἄσημοι ἀλλὰ πολὺ περιδοξοι καὶ ἐπιφανεῖς. Ὁ μὲν Ζαχαρίας ὡσὰν ἄλλος Ἀαρὼν καὶ εἰς τὴν ἡλικίαν καὶ εἰς τὸ ἀξίωμα, ἐνδεδυμένος τὴν Ἱερατικὴν στολήν -δηλαδὴ τὸ περιστήθιον, τὴν ἐπωμίδα, τὸν χιτώνα ποὺ ἔφτανε μέχρι τους ἀστραγάλους καὶ τὸν χιτώνα τὸν κροσσωτόν, τὸν διακριτικὸν σκοῦφον τῆς ἱερωσύνης καὶ τὴν ζώνην, ποὺ ἦσαν ὅλα καταστόλιστα μὲ χρυσάφι καὶ πολυτίμους λίθους καὶ ὑάκινθον καὶ βύσσον- εἰσῆλθε εἰς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων νὰ ἱερουργήσῃ ἐπειδὴ ἐφημέρευε. Ἡ δὲ Ἐλισάβετ ὑπῆρξε ἴδια εἰς τὴν δόξαν μὲ τὴν Σάρραν καὶ μᾶλλον πιὸ δοξασμένη ἀπ᾿ αὐτήν, ὡς συγγενὴς τῆς Θεομήτορος. Αὐτὴ λοιπὸν σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ χαριτώθηκε, ἂν καὶ ἦταν στείρα, νὰ γεννήσει ὄχι τὸν Ἰσαάκ, ποὺ ὀνομάστηκε δοῦλος τοῦ Θεοῦ (Γεν. ιδ´ 14 καὶ Δαν. γ´ 35), ἀλλὰ τὸν Ἰωάννην ποὺ ἔγινε γνήσιος φίλος του Χριστοῦ. Ὦ ἄγονος μήτρα, ποὺ ἐκράτησες μέσα σου τέτοιον τέκνον! Ὦ ἄκαρπος μήτρα, ὅπου ἐκράτησες μέσα σου τέτοιο καρπερὸν στάχυ! Διὰ τοῦτο δὲν πρέπει νὰ διστάσωμεν νὰ ἀναφωνήσωμεν καὶ πάλιν πρὸς αὐτήν, μὲ καινὸν τώρα νόημα τὰ λόγια του μεγαλοφωνοτάτου Ἡσαΐου. «Γέμισε τὴν καρδίαν σου στείρα, μὲ εὐφροσύνην ἐσὺ ποὺ δὲν ἀπόκτησες παιδιά. Φώναξε μὲ ὅλη σου τὴν δύναμη ἐσὺ ποὺ δὲν δοκίμασες ὠδίνες τοκετοῦ «(Ἡσ. νδ´ 1), διότι ἔκανες νὰ ἀνθίσει ἀπὸ τὴν ἔρημον μήτρα σου ὁ Ἰωάννης, τὸ κρίνον τῆς ἁγνότητος, τὸ ρόδον ποὺ εὐωδιάζει ἀπὸ τὸ ἅγιον πνεῦμα, τὸ λιβάδι τῆς ἐγκρατείας, ποὺ μᾶς γεμίζει μὲ ἀγαθά, ἡ φωτοδότρα πηγὴ ποὺ λάμπει κατὰ τὴν φανέρωσίν του Χριστοῦ ἐπάνω εἰς τὴν γῆν, ὁ Ἰωάννης, ὁ στρατιώτης τοῦ οὐρανίου βασιλέως, ποὺ ὁ ἴδιος τὸν ἐπέλεξε καὶ τὸν ὑπέδειξε εἰς τὸν λαόν του, ὁ ἄριστος νυμφαγωγὸς τῆς Ἐκκλησίας του Χριστοῦ πρὸς τὸν οὐράνιον Νυμφίον τῆς Χριστό, ὁ ἀκάματος κῆρυξ καὶ μάρτυς τοῦ Χριστοῦ ποὺ εἶναι ἡ μοναδικὴ Ἀλήθεια, ὁ Ἰωάννης, ὁ φλογερὸς κῆρυξ τῆς μετανοίας, ὁ σαρκωθεῖς ἄγγελος τοῦ Κυρίου, αὐτὸς ποὺ φανέρωσε σὲ ὅλους τὸν ἀμνόν, ποὺ θὰ σήκωνε πάνω του ὅλου του κόσμου τὶς ἁμαρτίες.



Καὶ δὲν θὰ μπορέσω μὲ ὅ,τι καὶ νὰ εἴπω νὰ ἀναφέρω ὅλας τὰς ἀρετάς τουἀκόμα καὶ ἐὰν ἀπαριθμήσω ὅλους τοὺς τίτλους ποὺ τοῦ ἔχουν δοθεῖΓιατὶ τοῦ ταιριάζουν πολλὰ ὀνόματα καὶ εἶναι κεκοσμημένος διὰ πολλῶν ἀρετῶν, μία καὶ αὐτὸς ἀξιώθηκε νὰ λάβει τὴν πιὸ μεγάλην χάριν ἀπ᾿ ὅλους ἐκείνους ποὺ σφράγισε τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Τιμοῦμε βεβαίως καὶ τὴν γενέθλιον ἡμέραν τοῦ προπάτορος Ἰσαάκ, τὸν ὁποῖον συνέλαβε καὶ γέννησε στὰ γηρατειά της ἡ Σάρρα καὶ γιὰ τὸν ὁποῖον εἶπε: «Ποῖος θὰ φέρει τὸ χαρμόσυνον μήνυμα εἰς τὸν Ἀβραὰμ καὶ θὰ τοῦ μηνύσει ὅτι ἡ Σάρρα θηλάζει βρέφος; (Γέν. κα´ 7), γεγονὸς ποὺ πανηγύρισε ὁ Ἀβραὰμ μὲ μεγάλο συμπόσιον τὴν ἡμέραν της ἀπογαλακτίσεώς του. Ἐπίσης τιμοῦμε καὶ τὴν γενέθλιον ἡμέραν τοῦ Σαμψὼν ποὺ καὶ αὐτὸς χαρίστηκε στὸν Μανωὲ ἀπὸ στείρα μάνα, συμφώνως μὲ τὸ ξεχωριστὸν θέλημα καὶ τὴν ξεχωριστὴν χάριν τοῦ Θεοῦ (Ἰουδ. ιγ´ 14). Αὐτός, καθὼς λέγει ἡ Ἁγία Γραφὴ δὲν θὰ ἔπινε οἶνον καὶ οἰνοπνευματώδη ποτὰ καὶ δὲν θὰ ἔτρωγε τίποτε ἀκάθαρτον. Θὰ ἀναδεικνυόταν ἀκόμα ἀρχηγὸς τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ γιὰ νὰ τὸν σώσει ἀπὸ τοὺς ἀλλοφύλους ἐχθρούς του. Τέλος, παραλείποντες καὶ ἄλλων ἁγίων σχετικὰς περιπτώσεις, θὰ ἀναφερθῶ εἰς τὸν προφήτην Σαμουήλ, τὸν ὁποῖον γέννησε ἡ πολυδοξασμένη Ἄννα μὲ τὸν Ἐλκανὰ καὶ τὸν ἀφιέρωσε ἀπὸ βρέφος εἰς τὸν Θεόν.



Ἀλλὰ ὅλοι αὐτοὶ δὲν φτάνουνἀγαπητοί μοιτὸ μεγαλεῖον τοῦ ἸωάννουΓιατὶ ἄλλοι ἀπ᾿ αὐτοὺς ἔζησαν πρὸ τῆς παραδόσεως τοῦ γραπτοῦ Νόμου καὶ ἄλλοι μετὰ ἀπὸ αὐτήν. Ὁ Ἰωάννης ὅμως, ὁ υἱὸς τοῦ ἱερέως Ζαχαρίου καὶ τῆς ἀξιοθαυμάστου Ἐλισάβετ, ἀνθὸς ποὺ ἐστόλισε τὴν εἴσοδον τοῦ Χριστοῦ εἰς τὸν κόσμον, φύτρωσε καὶ ἄνθισε εἰς τὸ μεσοδιάστημα τοῦ Νόμου καὶ τῆς Χάριτος. Ἀνέτειλε ὁ νοητὸς ἀστήρ, προαναγγέλλων τὴν ἀνατολὴν τοῦ Ἡλίου τῆς δικαιοσύνης. Προέτρεξε ὁ στρατιώτης, κηρύσσων τὴν ἔλευσιν τοῦ βασιλέως ὁλοκλήρου της κτίσεως. Ἦλθε ὁ ὁδηγὸς τῆς Νύμφης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, διαλαλώντας τὴν ἐπικειμένην παρουσίαν τοῦ Νυμφίου Χριστοῦ. Καὶ οἱ μὲν ἄλλοι προφῆται προεφήτευσαν ἢ ἐθαυματούργησαν ἀρκετὰ χρόνια μετὰ τὴν γέννησίν τους, ὁ Τίμιος Πρόδρομος ὅμως πληρώθηκε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ ἀνεδείχθη θαυματουργὸς ἐνόσῳ ἀκόμα εὐρίσκετο εἰς τὴν κοιλίαν τῆς μητρός του.



Θὰ κάνω λοιπὸν μίαν παρομοίωσιν διὰ νὰ δείξω τὴν μεγαλοπρέπειαν τῆς μορφῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Ὅπως ἕνας βασιλεύς, ποὺ ἐξέρχεται μετὰ πομπῆς καὶ βασιλικῆς μεγαλοπρεπείας ἀπὸ τὰ ἀνάκτορά του, ἔχει ῥαβδούχους καὶ ἄλλους ποὺ προπορεύονται μὲ σκῆπτρα, κατόπιν ὑπάτους, ὑπάρχους καὶ ταξιάρχους, τελευταίως δὲ ἔρχεται ἕνας ἀξιωματικὸς μὲ πολὺ μεγάλον βαθμὸν καὶ μετὰ ἀπ᾿ αὐτὸν ἀμέσως ἐμφανίζεται ὁ βασιλεύς, ἀστράφτων μέσα εἰς τὸν χρυσὸν καὶ τοὺς πολυτίμους λίθους, τὸ ἴδιον φανταστεῖτε ὅτι συνέβη καὶ μὲ τὸν ἀληθινὸν καὶ μόνον βασιλέα ὁλοκλήρου της κτίσεως, τὸν Χριστὸν καὶ Θεόν μας. Ὅταν ἐπρόκειτο νὰ ἔλθη ὁ Χριστὸς εἰς τὸν κόσμον ὡς ἄνθρωπος, ἐπροπορεύθησαν οἱ πατριάρχες, ὅπως ὁ Ἀβραάμ, ὁ Ἰσαὰκ καὶ ὁ Ἰακώβ. Ἔπειτα ὁ Μωϋσῆς, ποὺ ἠξιώθη νὰ φανερώσει τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ εἰς τοὺς ἀνθρώπους, ὁ Ἀαρῶν καὶ ὁ Σαμουὴλ καὶ ὅλος ὁ χορὸς τῶν ἁγίων προφητῶν.



Τελευταῖος δὲ ἀπὸ ὅλους ἐμφανίστηκε ὁ Ἰωάννης καὶ ἀμέσως μετὰ ὁ Δεσπότης μας Χριστόςγιὰ τὸν ὁποῖον ὁ Ἰωάννης εἶπε: «Αὐτὸς ποὺ ἔρχεται μετὰ ἀπὸ ἐμέναεἶναι ἀνώτερός μουγιατὶ ὑπῆρξε πρὶν ἀπὸ μένα» (Ἰωα´ 15). Ἔτσι ἀποδείχτηκε ὁ Τίμιος Πρόδρομος ἂν καὶ τελευταῖος εἰς τὴν παράταξιν, πρῶτος εἰς τὴν ἀξίαν καὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἀκόμα τους Προφήτας καὶ τοὺς Ἀποστόλους καὶ ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄλλους ἁγίους σπουδαιότερος, σύμφωνα μὲ ὅσα κήρυξε ὁ ἀληθινὸς Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Χριστός. Καὶ εἶναι περισσότερον τετιμημένος, γιατὶ ἦταν τελευταῖος ἀπὸ τοὺς προφήτας καὶ πρῶτος ἀπὸ τοὺς ἁγίους της ἐποχῆς τῆς Καινῆς Διαθήκης.



Ἀναπτύσσοντας λοιπὸν τὴν ἱστορίαὅπως ἀναφέρεται εἰς τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιονἂς ἀκούσωμεν τί ἦταν ἐκεῖνα ποὺ ὁ Γαβριὴλ εἶπε εἰς τὸν Ζαχαρία«Φανερώθηκε σ᾿ αὐτόν», λέγει, «ἄγγελος Κυρίου καὶ παραστάθηκε δεξιὰ ἀπὸ τὴν Τράπεζαν ὅπου ἔκαιγαν τὸ θυμίαμα καὶ μόλις τὸν εἶδε ὁ Ζαχαρίας ταράχτηκε καὶ φοβήθηκε πολύ» (Λουκ. α´ 11-12). Γιατὶ ἦταν πολὺ σεβασμία καὶ ἱερὰ ἡ ὀπτασία καὶ φοβερὸς ὁ τόπος ὅπου συνέβη τὸ γεγονός. Γιατὶ λέγει ἡ Ἁγία Γραφή: «Πόσον φοβερὸς εἶναι αὐτὸς ὁ τόπος! Αὐτὸς δὲν εἶναι τίποτε ἄλλον, παρὰ ἡ ἴδια κατοικία τοῦ Θεοῦ» (Γέν. κη´ 17). Καὶ δὲν εἶναι περίεργον τὸ ὅτι ὁ ἱερεύς, ἂν καὶ ἦταν δίκαιος, ἐταράχθη καὶ ἐκυριεύθη ἀπὸ φόβον, ἀφοῦ τὸ ἴδιον συνέβη καὶ μὲ τὸν Δανιὴλ τὸν «ἄνθρωπον τῶν ἐπιθυμιῶν» (Δαν. ι´ 8), ποὺ βλέποντας τὸν ἄγγελον θαμπώθηκε καὶ ἔμεινε ἄφωνος καὶ ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπον εἰς τὴν γῆν, ἀπό του ἀγγέλου τὴν ὑπέρμετρον καὶ ἀσύγκριτον λαμπρότητα. «Ἐφάνη» λέγει, «σ᾿ αὐτὸν ἄγγελος Κυρίου».



Τί ἔχουν νὰ μᾶς εἴπουν γι᾿ αὐτὸ οἱ μισοχριστιανοὶ ποὺ δὲν ἱστοροῦν εἰκόνες τῶν ἁγίων ἀγγέλωνἊν ποτὲ ἔχει φανερωθεῖ ἄγγελος σὲ ἄνθρωποτότε ἔχει καὶ ζωγραφιστεῖ ὅπως ἀκριβῶς καὶ ἐφανερώθη καὶ ὄχι μὲ μορφὴ διαφορετικήΚαὶ ἐφανερώθη μὲ τὴν ἰδίαν ἀκριβῶς μορφὴν ποὺ παρουσιάστηκαν παλαιὰ εἰς τὸν Μωϋσῆν, εἰς τὸ ὅρος Σινᾶ, τὰ Χερουβεὶμ ποὺ περιστοιχίζουν τὸ ἱλαστήριον τῆς κιβωτοῦ τῆς Διαθήκης. Ἐὰν λοιπὸν αὐτὸ ποὺ οὔτε σῶμα οὔτε ὑλικὴ μορφὴ ἔχει δύναται νὰ περιγραφεῖ - συμφώνως μὲ τὴν μορφὴν ποὺ ἐφανερώθη - πῶς δὲν θὰ ἠδυνάμεθα νὰ ἱστορήσωμεν εἰκόνα γιὰ κάτι ποὺ καὶ σῶμα ἔχει καὶ ὑλικὴν μορφὴν καὶ προσλαμβάνει διάφορα χρώματα καὶ ψηλαφιέται ὡς τρισδιάστατον ἀντικείμενον, ὅπως εἶναι καὶ ἡ μορφὴ τοῦ Σωτῆρος μας, ὥστε μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπον νὰ κάνουμε ὁλοφάνερον τὴν σάρκωσίν του, γεγονὸς ποὺ πρέπει νὰ μένει ἔξω ἀπὸ κάθε φαντασίαν; Ἂς μὴ νομίσουν λοιπὸν οἱ ἄφρονες ὅτι, ζωγραφίζοντας τὴν μορφὴν τοῦ Χριστοῦ, ἀπεικονίζουμε ταυτοχρόνως καὶ τὴν θεότητά του, ἡ ὁποία δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἐκφραστεῖ, οὔτε νὰ κατανοηθεῖ ἢ νὰ περικλειστεῖ, οὔτε νὰ λάβει σχῆμα, οὔτε θέσιν, οὔτε ἔκτασιν, οὔτε μέγεθος, οὔτε κανένα ἄλλο γνώρισμα, ἀπ᾿ ὅσα εἶναι δυνατὸν νὰ περιγραφοῦν. Γιατὶ ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄπειρος καὶ ἀκατάληπτος. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὅταν ἱστοροῦμε τὴν εἰκόνα του Ἰησοῦ Χριστοῦ, μὲ τὸ νὰ περιγράφουμε τὴν μορφή του δὲν περιγράφουμε συγχρόνως καὶ τὴν ψυχήν του ποὺ εἶναι ἄϋλος καὶ ἄμορφος - αὐτὸ εἶναι ἀδύνατον - ἀλλὰ ἀποδίδουμε χωριστὰ καὶ ξεκάθαρα εἰς τὸ ἄυλον καὶ εἰς τὸ ὑλικὸν αὐτὸ ποῦ τοῦ ἁρμόζει. Δηλαδὴ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ ποὺ δὲν περιγράφεται, δὲν τὴν ἀπεικονίζουμε. Εἰκονίζουμε ὅμως τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ δύναται νὰ περιγραφεῖ, συμφώνως μὲ ὅσα στοιχεῖα μᾶς δίδει τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον.



Ἀλλὰ ἂς ἐπιστρέψωμεν εἰς τὸ θέμα μας. «Καὶ τοῦ εἶπε ὁ ἄγγελος: Μὴν φοβᾶσαι Ζαχαρία, γιατί ὁ Θεὸς δέχτηκε τὴν προσευχὴν σοὺ «(Λουκ. α´ 13). Ἀμέσως μὲ τὴν διαβεβαίωσιν αὐτὴ τοῦ ἐδίωξε τὸν φόβον, ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει μὲ κάθε ἀγγελικὴν ὀπτασίαν. Μετὰ δηλαδὴ ἀπὸ τὸν φόβον ποὺ προκαλεῖ ἡ ἐμφάνισις τοῦ ἀγγέλου, ἀφαιρεῖται ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον ἡ δειλία. Ἐνῶ γίνεται ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετον ὅταν ἐμφανίζεται ὁ διάβολος. Δηλαδὴ εἰς τὴν ἀρχὴν ὁ ἄνθρωπος ποῦ τὸν δέχεται εἶναι χαρούμενος καὶ θαρραλέος, μετὰ ὅμως ἀπὸ λίγο γεμίζει ταραχὴν καὶ φόβον. «Μὴν φοβᾶσαι», εἶπε, «Ζαχαρία, γιατὶ ὁ Θεὸς δέχτηκε τὴν προσευχήν σου καὶ ἡ γυναίκα σου ἡ Ἐλισάβετ θὰ φέρει εἰς τὸν κόσμον ἕναν υἱόν» (Λουκ. α´ 18). Ὢ ἀξιοεπιθύμητον καὶ θεόσδοτον παράγγελμα, σύμφωνον μὲ τὴν ἐπιθυμίαν τους! Ὢ ἀγγελοφερμένη ὑπόσχεσις, ποὺ εἶσαι καρπὸς τόσων ἐπιμόνων προσευχῶν! Κατάφερε ὁ Ζαχαρίας νὰ κερδίσει ἐκεῖνο ποὺ ἡ ψυχή του ἐπιθυμοῦσε! Ἐπέτυχε ἐκεῖνο διὰ τὸ ὁποῖον παρακαλοῦσε μὲ θέρμιν! Εὗρε ἐκεῖνο ποὺ ζητοῦσε. Εὗρε, ὄχι ἀπὸ φυσικὴν συνάφειαν ἀλλὰ ἀπὸ καρποφόρον προσευχὴν τὴν ἀνανέωσιν τῆς ἀγόνου μήτρας καὶ τὴν ἱκανοποίησιν τῆς λαχτάρας της νὰ τεκνοποιήσει. Διότι ἡ στείρωσίς της δὲν ἦταν βεβαίως ἐπιτίμιον καὶ ἄρα τοῦ Θεοῦ - μὴν πάει ἐκεῖ ὁ νοῦς σας - ἀλλὰ ἦταν προφητικὴ ἐξαγγελία μεγάλου μυστηρίου.



Ἔχω τὴν ἐντύπωσιν ὅτιἂν καὶ ὁ Ζαχαρίας εἶχε παραδοθεῖ εἰς ἔντονον προσευχὴν καὶ παρακαλοῦσε τὸν Θεὸν νὰ λύσει τὴν στείρωσιν τῆς Ἐλισάβετδὲν εἰσηκούσθη ἀμέσως ὑπό του Θεοῦδιότι δὲν εἶχε ἔλθει ἀκόμα ὁ κατάλληλος καιρόςΔὲν εἶχε φθάσει ἀκόμα ἡ ἐποχὴ ποὺ ὁ Χριστὸς θὰ ἐσαρκοῦτο. Τότε μόνον νὰ ἐλπίζεις ὅτι θὰ ἀποκτήσεις τέκνον, Ζαχαρία, ὅταν ἔλθει εἰς τὴν γῆν Ἐκεῖνος ποὺ χρόνια προσδοκοῦν καὶ περιμένουν τὰ ἔθνη. Τότε νὰ περιμένεις πὼς ἡ Ἐλισάβετ θὰ πάψει νὰ εἶναι στείρα, ὅταν ἔλθει ἐκεῖνος ποὺ εἶναι ἡ ἐλπὶς τῆς οἰκουμένης. Ἐπειδὴ ὅμως ἦλθε πλέον αὐτὴ ἡ ὥρα, δέξου μὲ τὴν προαγγελία τοῦ ἀρχαγγέλου Γαβριὴλ τῆς καρδίας σου τὸ ποθούμενον. Ὡς ἄλλος ἀετὸς ξαναπάρε τὸ νεανικόν σου σφρίγος (Ψαλμ. ρβ´ 5). «Γνώρισε», εἶπε ὁ ἄγγελος, «τὴν σύζυγόν σου. Διότι ἔγινε δεκτὴ ἡ προσευχή σου καὶ ἡ γυνὴ σοὺ Ἐλισάβετ, θὰ σοῦ γεννήσει ἕναν υἱὸν καὶ θὰ τοῦ δώσεις τὸ ὄνομα Ἰωάννης». Φανέρωσε ἔτσι ὁ ἄγγελος καὶ τὸ ὄνομα ποῦ θὰ ἐλάμβανε τὸ παιδί, ὄνομα ποὺ καὶ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἐτυμολογίαν του φανερώνει ὅτι τὸ παιδὶ θὰ ἦταν οὐρανόσταλτο.



Εἶπε δὲ ὁ Ζαχαρίας εἰς τὸν ἄγγελον γιατὶ ὁμιλεῖ μὲ τὸν ἄγγελον μὲ θάρρος ὡς ἴσον πρὸς ἴσο «Πῶς θὰ βεβαιωθῶ γι᾿ αὐτό, ἀφοῦ ἐγὼ εἶμαι γέρων καὶ ἡ γυνή μου προκεχωρημένη εἰς τὴν ἡλικίαν;». (Λουκ. α´ 18). Η ἀπόδειξις ποὺ χωρὶς ἰδιαιτέραν σκέψιν ζήτησε, γιὰ τὸν τρόπον ποὺ θὰ γινόταν πατέρας, τοῦ προσάπτει ὡς ἱερέα τὸ ἁμάρτημα τῆς ἀπιστίας. Αὐτὴ ἡ ἐρώτησις ὅμως δὲν προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀπιστίαν, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἀνάγκην ἐξακριβώσεως τῆς ἀληθείας. Ἔπαθε ἔτσι καὶ ὁ Ζαχαρίας τὸ ἴδιον μὲ τὸν Ἀπόστολον Θωμᾶν. Γιατὶ δὲν ἦταν δικαιολογημένον, προφήτης αὐτὸς καὶ γνώστης τῶν θείων πραγμάτων, νὰ ἀγνοεῖ ὅτι ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ ἀνακαινίσει τὴν φύσιν, νὰ ξανανιώσει τὰ γηρατειά, νὰ βγάλει ἀπὸ τὸ ἀδιέξοδο τὸν ἄνθρωπον, νὰ εὕρει λύσεις εἰς τὰ προβλήματα, ὅπως ἄλλωστε συνέβη μὲ τὸν Ἀβραὰμ καὶ τὴν Σάρρα, μὲ τὴν Σωμανίτιδα καὶ μὲ τόσες ἄλλες ἀνάλογες περιπτώσεις, ποὺ ἔδειξε τὴν θαυματουργικήν του δύναμιν. Ἀλλὰ ὅμως ἐπειδὴ οἱ χαρούμενες ἀγγελίες, ποὺ μηνύουν τὴν πραγματοποίησιν τῶν μεγάλων καὶ ἀσυνηθίστων προσδοκιῶν τῆς ψυχῆς, ὅταν ἀκουστοῦν ἀπροσδόκητα καὶ ξαφνικὰ φέρνουν συνήθως ταραχήν, γι᾿ αὐτὸ καὶ τώρα ὁ Ζαχαρίας, ἐπειδὴ ἐταράχθη, τηρεῖ ἐπιφυλακτικὴν στάσιν. Καὶ αὐτὸ νομίζω ὅτι τὸ κάνει ἕνεκα ὄχι τῆς ἀπιστίας του, ἀλλὰ γιατὶ βιάζεται νὰ φτάσει εἰς τὴν ἀναμφισβήτητον καὶ ἀδιάσειστον βεβαιότητα. Καὶ ἀμέσως ὡς νὰ ἐκυριεύθη ἀπὸ ἀφόρητον χαράν, φωνάζει πρὸς τὸν ἄγγελον καὶ λέγει: «Πῶς θὰ βεβαιωθῶ γι᾿ αὐτὸ ποὺ μοῦ λέγεις;» Μήπως παραλογίζεσαι; Μὴν καὶ δὲν βγοῦν ἀληθινὰ αὐτὰ ποὺ μοῦ ἀναγγέλεις; Δός μου ἐπίσημον διαβεβαίωσιν, δός μου χειροπιαστὴν ἀπόδειξιν, ὅπως παλαιότερον ἔδωκεν ὁ Θεὸς εἰς τὸν Ἀβραὰμ τὸ σημεῖον της περιτομῆς, παρέχοντας εἰς αὐτὸν τὴν διαβεβαίωσιν ὅτι θὰ καταστεῖ πατὴρ πολλῶν ἐθνῶν καὶ ὅτι θὰ γεννηθοῦν ἀπὸ τὴν γενεὰν πολλοὶ βασιλεῖς. Καὶ ὅπως διαβεβαίωσε πρὶν ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν Νῶε μὲ τὸ σημεῖον τοῦ οὐρανίου τόξου, ὅτι δηλαδὴ δὲν θὰ καταστρέψει μὲ κατακλυσμὸν τὴν γῆν. Ἀκόμα ὅπως ἔκανε τὴν ῥάβδον τοῦ Μωϋσῆ νὰ λάβει μορφὴν ὄφεως καὶ νὰ ξαναγίνει ἀμέσως καὶ πάλιν ράβδος, διὰ νὰ πιστεύσουν μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπον οἱ Αἰγύπτιοι ὅτι του ἐφανερώθη ὁ Θεός. Καὶ ἀποκρίθηκε ὁ ἄγγελος καὶ τοῦ εἶπε: «Νὰ τὸ σημεῖον ποὺ ζητᾶς· θὰ χάσεις τὴν λαλιάν σου καὶ δὲν θὰ μπορεῖς πλέον νὰ ἐκφέρεις λόγον , διότι δὲν πίστεψες εἰς τοὺς λόγους μου» - ἐννοεῖται βεβαίως γιατί δὲν πίστεψε ἁπλῶς καὶ ἀνεξετάστως - «ποὺ θὰ ἐκπληρωθοῦν ὅταν φτάσει ὁ κατάλληλος καιρός». Ἔλαβε λοιπὸν τὴν κατάλληλον διὰ τὴν περίστασιν ἀπόδειξιν, ποὺ ζητοῦσε ὁ Ζαχαρίας, δηλαδὴ τὴν σιγὴν τῆς φωνῆς του, μίας φωνῆς ποὺ κάποτε θὰ σταματοῦσε γιὰ πάντα μπροστὰ στὴν ζωντανὴ καὶ σαρκωμένη φωνή, τὸν Πρόδρομον ποὺ θὰ γεννιόταν ἀπ᾿ αὐτόν. Καὶ ἐνῶ ἔμεινε μὲ σφραγισμένο τὸ στόμα συνέχισε νὰ ὑμνεῖ, μὲ μυστικὴν πιὰ φωνὴν τὸν Δωρητὴν τοῦ παιδίου, ποὺ ἔμελλε νὰ γεννηθεῖ.



Ὅταν ἐξῆλθελέγει ὁ ἱερὸς εὐαγγελιστήςἐκ τοῦ ἱεροῦ Ναοῦ, «δὲν ἠδύνατο πλέον νὰ ὁμιλήσειΚαὶ ἀπ᾿ αὐτὸ κατάλαβαν οἱ ἄλλοι ὅτι εἶχε δεῖ κάποιο ὅραμα εἰς τὸ ἱερόν, ἐνῶ ὁ ἴδιος προσπαθοῦσε νὰ ἐξηγήσει μὲ νοήματα καὶ παρέμενε βωβός» (Λουκ. α´ 22). Καὶ ἔμεινε κωφὸς καὶ ἄλαλος, τὸ πρῶτον διὰ νὰ μὴν δέχεται ἐρωτήσεις, γιατὶ ἀλλιῶς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ μὴν πληροφορήσει τοὺς ἄλλους διὰ τὸ ὅραμα. Ἔπειτα δὲ ἐπειδὴ κατὰ κάποιον τρόπον εἶχε βγεῖ ἀπὸ τὰς αἰσθήσεις του καὶ καθὼς ἔμεινε κατάπληκτος καὶ ἐμβρόντητος ἀπὸ τὸ ὅραμα ποῦ ἐξακολουθοῦσε νὰ τὸ ζεῖ τόσο βαθιὰ μέσα του, δὲν ἠμποροῦσε νὰ δώσει προσοχὴ στὰ κούφια λόγια τῶν ἄλλων. Ἡ σιωπὴ λοιπὸν δὲν εἶχε κανένα ἄλλον νόημα, παρὰ ἦταν μόνον μία προφητεία, ποὺ προεδήλωνε ὅτι θὰ γινόταν πατὴρ προφήτου. Καὶ αὐτὸ ἦταν ἴσως καὶ σημεῖον τοῦ τέλους τῆς λατρείας τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου, ἀλλὰ καὶ σημεῖον της ἀνατολῆς τῆς ἐποχῆς τῆς Χάριτος, ποὺ θὰ ἄρχιζε μὲ τὸ γεγονὸς τῆς γεννήσεως τοῦ Ἰωάννου.
Προσπερνώντας ὅμως τὰ ἄλλα σημεῖα ποὺ σχετίζονται μὲ τὸ θέμα μας - γιατί δὲν εἶναι οὔτε τῆς ἡμέρας, οὔτε τῆς δυνατότητός μας - ἂς ἔλθουμε ἀμέσως σ᾿ αὐτὸ ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρει ἄμεσα. Καὶ συνέβη, ὅπως λέγει ὁ ἱερὸς εὐαγγελιστής, τὸ ἑξῆς: «Μόλις ἤκουσε ἡ Ἐλισάβετ τὸν χαιρετισμὸν τῆς Μαρίας, ἐσκίρτησε ἀπὸ χαρὰ μέσα εἰς τὴν κοιλίαν τῆς τὸ βρέφος» (Λουκ. α´ 41). Ὦ Ἰωάννη, μακαριστὸν βρέφος, ἀκοίμητον ἔμβρυον! Ἐνῶ ἀκόμα βρισκόσουν εἰς τὴν κοιλίαν τῆς μητρός σου, πῶς ἔνοιωσες τί γίνεται εἰς τὸν κόσμον; Ἐνῶ ἀκόμα δὲν εἶχες τελειωθεῖ πῶς παρουσιάζεσαι ὑπερτέλειος; Πῶς ἕξι μόλις μηνῶν ἔμβρυον, ἐξεφράσθης ὡς σοφὸς γέρων; Πῶς χωρὶς ἀκόμα νὰ μπορεῖς νὰ διανοηθεῖς ἐφάνης τόσον συνετός; Πῶς ὁμίλησες μὲ τόσην εὐφράδειαν, ἐνῶ ἀκόμα δὲν μποροῦσες νὰ ἀρθρώσεις λέξιν; Λέγε μας, λοιπόν, πῶς ἐνῶ βρισκόσουν ἀκόμα εἰς τὴν σκοτεινὴν χώραν τῶν μητρικῶν σπλάγχνων, χωρὶς νὰ βλέπεις, χωρὶς νὰ ἀκοῦς, χωρὶς νὰ ἔχεις ἀρθρώσει ἀκόμα μίαν λέξιν, χωρὶς νὰ ἔχεις κάνει ἀκόμα οὔτε ἕνα βῆμα, χωρὶς νὰ ἔχει ἀκόμα διαφανεῖ τὸ πρῶτον χαριτωμένο παιδικὸν χαμόγελο, πῶς βλέπεις τόσον καθαρὰ ὅσα δὲν ἠμποροῦν νὰ ἴδουν οἱ ἄνθρωποι; Πῶς ἔχεις μίαν τόσο σοφὴν γνῶσιν; Πῶς θεολογεῖς; Πῶς σκιρτᾶς χαρούμενα; Γιατί χαίρεσαι τόσον πολύ; Ἀπάντησέ μας, ἀπάντησέ μας πανθαύμαστε!
Μεγάλο, λέγει, τὸ μυστήριον ποὺ συντελεῖται καὶ δὲν ἠμπορεῖ νὰ τὸ συλλάβει ἀνθρώπινος νοῦς αὐτὸ ποὺ διαδραματίζεται. Ἂν καὶ εἶμαι ἁπλοῦς ἄνθρωπος ἐπιτελῶ παράδοξα πράγματα, διὰ νὰ φανερώσω. Ἐκεῖνον ποὺ πρόκειται ὡς θεάνθρωπος νὰ ὑπερβεῖ τοὺς ὅρους τῆς φύσεως. Βλέπω παρότι εἶμαι ἀκόμα ἔμβρυον, γιατὶ αἰσθάνομαι κοντά μου νὰ κυοφορεῖται ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης. Ἔχω τὴν δυνατότητα νὰ ἀκούω ἐπειδὴ γνωρίζω πολὺ καλὰ τὰ πάντα καὶ ἐπειδὴ γεννῶμαι γιὰ νὰ εἶμαι ἡ φωνὴ τοῦ Λόγου του Θεοῦ. Κράζω μὲ ὅλην μου τὴν δύναμιν, γιατὶ νιώθω νὰ σαρκοῦται ὁ Μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Πατρός. Σκιρτῶ, γιατὶ αἰσθάνομαι νὰ λαμβάνει ἀνθρωπίνην μορφὴν ὁ Ποιητὴς ἁπάσης τῆς κτίσεως. Χαίρομαι μὲ ὅλην μου τὴν ψυχήν, ἐπειδὴ σκέπτομαι ὅτι σαρκώνεται ὁ Λυτρωτὴς τοῦ κόσμου. Σᾶς ἀναγγέλω τὴν ὥραν ποὺ ὁ Θεὸς ἔρχεται ὡς ἄνθρωπος εἰς τὸν κόσμον. Τρέχω μπροστά, προτοῦ φτάσῃ Ἐκεῖνος ἀνάμεσά σας, ὡς κορυφαῖος του δοξολογικοῦ χοροῦ σας καὶ σὰν τὸν Δαυὶδ λοιπὸν σοῦ προαναγγέλω προφητικά: Ἀρχίστε τὸ τραγούδι, λάβετε καλόηχον τύμπανον, ψαλτήριον καὶ κιθάρα. Τραγουδήσατε, ψάλλατε γι᾿ Αὐτόν, ὑμνήσατε ὅλον του τὸ μεγαλεῖον ποὺ εὑρίσκεται εἰς ὅσα θαυμάσια ἐπιτελεῖ.



Ἄρα λοιπὸν Ἰωάννηἠγέρθης πάνω ἀπὸ τὰ ἐπίγεια καὶ ἠξιώθης νὰ ἀντικρύσεις τὰ οὐράνιαΞεπέρασες καὶ αὐτὲς τὶς ἀγγελικὲς δυνάμεις ποὺ ὑπῆρχαν πρὶν ἀπὸ τὴν δημιουργίαν τοῦ ὁρατοῦ κόσμουΠῶς λοιπὸν τιμήθηκες μὲ τὸ ἀξίωμα τῶν ἀγγελικῶν ταγμάτωνἐνῷ δὲν ἐπλάσθης ἄγγελοςΚαὶ πῶς ἀγέννητος ἀκόμαμᾶς ἐμήνυσες καὶ μᾶς προανήγγειλες μὲ ἄμεσον θεϊκὴν ἔμπνευσιν ἐκεῖνο ποὺ γιὰ τοὺς ἀγγέλους ἀκόμα ἦταν ἄγνωστον καὶ ἀδίδακτον;



Δὲν προσπάθησα νὰ ἀνέβω σὲ φανταστικὰ ὕψη. Οὔτε περπάτησα ἐπάνω εἰς τὰ σύννεφα, οὔτε ξεπέρασα τοὺς οὐρανούς, οὔτε ἀνέβηκα ὑψηλότερον ἀπὸ τὰς τάξεις τῶν φλογερῶν καὶ ἀσωμάτων ἀγγέλων. Κανένας ἂς μὴν φανταστεῖ κάτι τέτοιο. Ἀλλὰ μάθετε ὅτι Αὐτὸς ποὺ εὑρίσκεται ἐπανω ἀπ᾿ ὅλα καὶ μένει εἰς τοὺς Πατρικοὺς κόλπους μαζὶ μὲ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, χωρὶς νὰ χωριστεῖ ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα διέφυγε τὴν προσοχὴν - καὶ αὐτῶν ἀκόμα τῶν πυρίνων λειτουργῶν του - καὶ εἰσῆλθε εἰς τὴν μήτραν τῆς «ἀειπαρθένου» Μαρίας, σὰν σὲ ἄλλο οὐρανό. Αὐτὸς λοιπόν, μοῦ ἐφανερώθη καὶ μὲ ἐμύησε σὲ αὐτὰ τὰ θεϊκὰ μυστήρια. Εἶμαι λοιπὸν κῆρυξ τοῦ βρέφους. Διαλαλῶ ὅτι «γεννήθηκε παιδὶ γιὰ χάρη μας καὶ μᾶς ἐδόθη ὡς δῶρον Αὐτὸς ποὺ εἶναι ὁ προαιώνιος Θεός», ὅπως λέγει καὶ ὁ μεγάλος προφήτης Ἡσαΐας (Ἡσ. θ´ 6) . Ἐγεννήθην ἀπὸ μήτρα στείρα, διότι πρόκειται νὰ γεννηθῇ παιδὶ ἀπὸ μάνα παρθένο.


Πόσον ὑπερφυσικὰ πράγματα, πόσον παράδοξα θαύματα εἶναι αὐτά, ποῦ χαρούμενά μας μηνύει σήμερον τὸ ἀγέννητον ἀκόμα βρέφος! Πόσον πρωτοφανῆ μηνύματα θεολογώντας μας προανήγγειλε ὁ υἱὸς τῆς Ἐλισάβετ; Σκίρτησε ἀπὸ χαρὰ λοιπὸν ὁλόκληρη ἡ οἰκουμένη, ψάλε καὶ ὕμνησε Ἐκκλησία, τὰ προεόρτια πανηγυρίζοντας, πρὶν ἀπὸ τὴν Γέννησίν του Χριστοῦ, τὰ γενέθλια τοῦ Ἰωάννου. Γέμισε ἀπὸ χαρὰν ὁλόκληρη ἡ κτίσις, καθὼς δέχεσαι τὸν κήρυκα τῆς Σαρκώσεως τοῦ βασιλέως τῶν πάντων. Μακαριστὲ Ἰωάννη, ποὺ εἶσαι μεγαλύτερος ἀκόμα καὶ ἀπὸ τοὺς ἐνδοξοτέρους προφήτας, ὁ ἐπιφανέστερος τῶν ἀποστόλων, ὁ πιὸ ἀξιοτίμητος ἀπ᾿ ὅλους τοὺς μεγαλομάρτυρας, ὁ κεκοσμημένος μὲ θεῖα κάλλη ἀρχηγὸς τῶν ἐρημιτῶν, ὁ ἠγαπημένος φίλος τοῦ παγκάλου Νυμφίου, ὁ ἡτοιμασμένος λύχνος ὅπου λάμπει τὸ φῶς ἐκεῖνο, ποὺ μὲ λόγια δὲν ἠμπορεῖ νὰ περιγραφῇ, ὁ ἔμπιστος κῆρυξ τοῦ ἀμώμου Ἀμνοῦ, ὁ προσεκτικὸς ἀκροατὴς τῆς πατρικῆς φωνῆς, ὁ φημισμένος Βαπτιστὴς τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἀτρόμητος ἔλεγχος τῆς ἁμαρτίας τοῦ Ἡρώδου, ὁ προάγγελος τῆς ζωῆς γιὰ ὅσους εὐρίσκοντο εἰς τὸν Ἅδην, ἡ σάλπιγξ ποὺ σημαίνει τὰ θεϊκὰ προστάγματα εἰς τὴν οἰκουμένην, μίλησέ μας καὶ τώρα ἀπὸ τὸν οὐρανό, μὲ τὰς ἱερὰς πρεσβείας σου καὶ τὰς εὐχὰς τοῦ μακαριστοῦ πνευματικοῦ πατρός μου καὶ δεῖξον τὴν εὐμένειάν σου εἰς τὸν λαὸν καὶ εἰς τὸ μικρόν σου ποίμνιον ποὺ σὲ ὑμνεῖ, συγχωρῶν ταυτοχρόνως τὸ τολμηρὸν ἐγχείρημα ἑνὸς πτωχοῦ, ποὺ σοῦ τὸ προσφέρει ὄχι ὡς δῶρον, ἀλλ᾿ ὡς ταπεινὸν χρέος καὶ φόρον ποὺ ὀφείλεται ἀπὸ τιποτένιον δοῦλον, ποὺ προσφέρεται ὅμως μὲ πόθον ψυχῆς. Εἰς τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστὸν πρέπει ἡ δόξα, ἡ τιμὴ καὶ ἡ προσκύνησις, καθὼς καὶ εἰς τὸν Παντοκράτορα Πατέρα καὶ εἰς τὸ Πανάγιον Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.