A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

Τρίτη 21 Μαΐου 2013

Άγιον Όρος- το Περιβόλι της Παναγίας





Η Παναγία ευχαριστημένη από την ομορφιά του Όρους και τον κλήρον που της δόθηκε, προσευχήθηκε στον Χριστό λέγοντας:

“Υιε μου και Θεέ μου, ευλόγησον τον τόπον τούτον και κλήρον μου. Και επίχεον επ’ αυτού το έλεος σου και φύλαξον αβλαβή ως της συντελείας του αιώνος τούτου και τους κατασκηνούντας εν αυτώ, δια το όνομα σου το Άγιον και Εμόν, ώστε δια μικρού κόπου και αγώνος της μετανοίας αφεθήναι αυτής αμαρτήματα αυτών. Έμπλησον αυτούς παντός αγαθού και αναγκαίου εν τω αιώνι τούτω και ζωής αιωνίου εν τω μέλλοντι καταξίωσον, δοξασον υπέρ πάντα τόπον, τον τόπον τούτον και θαυμάστωσον παντοιοτρόπως, πλήρωσον αυτόν εκ παντός έθνους των υπό τον Ουρανόν, των κεκλημένων τω ονόματι Σου και πλάτυνον τα σκηνώματα εν αυτώ από άκρον εως άκρου αυτού. Απάλλαξον αυτούς της αιωνίου κολάσεως και σώσον εκ παντός πειρασμού, ορατών και αοράτων εχθρών και πάσης αιρέσεως και ειρήνευσον τω ορθοδόξω δόγματι.“

Τότε ακούστηκε φωνή από τους Ουρανούς που έλεγε:

“Όσα ήτησας και προσεύξω Μήτερ μου, ούτως έσται Σοί πάντα, εάν και αυτοί τα εντάλματά μου φυλάξωσιν! Από του νύν και εξής έστω ο τόπος ούτος κλήρος Σός και περιβόλαιον Σόν και Παράδεισος, έτι δε και λιμήν σωτηρίας των θελόντων σωθήναι, αλλά και προσφυγή και καταφύγιον και ατάραχος λιμήν της μετανοίας των πεφορτισμένων με πολλάς αμαρτίας.“






Δευτέρα 20 Μαΐου 2013

Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος Ἀπόστολος καί Εὐαγγελιστής






Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ


Ο Άγιος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής καταγόταν από κάποιο φτωχό χωριό της Γαλιλαίας που ονομαζόταν Βηθσαϊδά. Ήταν γιος του ψαρά Ζεβεδαίου και της Σαλώμης που ήταν συγγενής της Παναγίας Μητέρας του Χριστού. Πολύ νωρίς έγινε μαθητής του Ιωάννου Προδρόμου ενώ παράλληλα εργαζόταν και στην τέχνη του ψαρά κοντά στον πατέρα του και τον αδελφό του Ιάκωβο.

Κάποια μέρα λοιπόν ο Ιωάννης ο Πρόδρομος βάδιζε αργά στις όχθες του Ιορδάνου διδάσκοντας τον λαό την μετάνοια και βαπτίζοντας στον Ιορδάνη. Μαζί του ήσαν και δύο από τους μαθητές του, ο αδελφός του Πέτρου, και ο Ιωάννης. Καθώς ξεχωρίζει μέσα στο πλήθος τον Ιησούν Χριστόν παράξενα ακούγονται τα λόγια του: «Ίδε ο αμνός του Θεού».

Η καρδιά των δύο μαθητών σκιρτά στο άκουσμα των λόγων αυτών. Μήπως είναι ο Μεσσίας που περιμένουν;...

Μόλις τον βλέπουν ν' απομακρύνεται τον ακολουθούν με κάποια προσμονή και ελπίδα. Ο Ιησούς γνωρίζοντας τον πόθο τους να τον πλησιάσουν στρέφεται και τους ρωτά:

-Τι ζητείται;

-Ραββί, που μένεις; του απαντούν.

-Έρχεσθε και ίδετε. Ελάτε να διαπιστώσετε μόνοι σας. Ήλθαν λοιπόν και έμειναν κοντά του όλο εκείνο το ευτυχισμένο απόγευμα...

Ύστερα από λίγες μέρες καθώς τακτοποιούσαν και ετοίμαζαν τα δίχτυα ο Ιωάννης με τον πατέρα του και τον αδελφό του Ιάκωβο, βλέπει και πάλι τον Ιησούν να τον πλησιάζη. Η καρδιά του και πάλι σκυρτά στο αντίκρυσμα του θεϊκού εκείνου προσώπου και περιμένει ν' ακούση κάτι πολύ σημαντικό από το στόμα του Διδασκάλου.

Πράγματι, ο λόγος του τους καλεί να τον ακολουθήσουν και οι δύο αδελφοί στον ιερό και ύψιστον έργον του. Και αυτοί, χωρίς να υπολογίσουν τα καΐκια και τα δίχτυα, περιουσία και τον πατέρα που θα άφηναν μόνο του στην εργασία, τα εγκαταλείπουν όλα και τον ακολουθούν.

Από τη μέρα εκείνη ο σύνδεσμος του Ιωάννου με τον Ιησούν γίνεται βαθύς, άρρηκτος, ισόβιος. Εκείνος ο αγαπημένος διδάσκαλος και αυτός ο αγαπημένος, ο κατ' εξοχήν αγαπημένος μαθητής του. Τον ακολουθεί καθ' όλη τη διάρκεια της δημοσίας ζωής του επί τρία χρόνια. Όταν ο Κύριος ανέβηκε στο όρος Θαβώρ για να μεταμορθωθή, ανέβηκε μαζί και αυτός ο αγαπημένος μαθητής μαζί με τον Πέτρον και τον Ιάκωβον και είδε εκεί την Μεταμόρφωσι του Θεού Λόγου και την φωνή του Θεού Πατρός που έλεγε: «ούτος εστίν ο υιός μου ο αγαπητός εν ώ ηυδόκησα αυτού ακούετε».

Επίσης κατά τον Μυστικόν Δείπνον εκάθισε κοντά στον αγαπημένο του Διδάσκαλο και όταν έμαθαν οι μαθηταί ότι κάποιος απ' αυτούς θα τον προδώση, αυτός έπεσε πάνω στο στήθος του Ιησού και τον ερώτησε:

- Κύριε, ποιος είναι αυτός που θα σε προδώση;

Όταν πάλι έπιασαν τον Χριστόν οι Ιουδαίοι αυτός τον ακολούθησε και μπήκε στην αυλή του Αρχιερέως σαν γνωστός του και κοντά σ' αυτόν μπήκε και ο Πέτρος.

Όταν τέλος εσταυρώθη ο Κύριος αυτός ήτο παρών κοντά στον Σταυρό εκείνες τις στιγμές, ενώ όλοι τον είχαν εγκαταλείψει, ο Διδάσκαλος αναθέτει στον αγαπημένο του μαθητή την μητέρα του απευθυνόμενος στοργικά της λέει: «Γύναι, ιδού ο υιός σου», γυρίζοντας κατόπιν προς τον Ιωάννην του λέγει: «Ιδού η μήτηρ σου». Τι άλλο μπορεί να υπάρξη πιο μεγάλη ευτυχία από τον λόγον αυτόν;

Από την ώρα εκείνη λοιπόν, επήρε, όπως ήταν άξιο και πρέπον, στο σπίτι του την Μητέρα και Παρθένον, αυτός που ήταν κατά το σώμα και την ψυχήν Παρθένος. Και όταν ανεστήθη ο Κύριος, αυτός αφού πρόλαβε τον Κορυφαίον Πέτρον και αφού έσκυψε πρώτος στον τάφο, είδε τα εντάφια και τον Χριστόν που ποθούσε. Δέχεται απ' Αυτόν το ζωογόνον φύσημα και προβάλλεται της Οικουμένης όλης Απόστολος. Αυτός είδε τον Κύριον όταν ανελήφθη.

Αυτός έπειτα εδέχθη την επιφοίτησιν του Παρακλήτου εν είδει πυρίνων γλωσσών μαζί με τους άλλους συμμαθητάς κατά την ημέραν της Πεντηκοστής. Αυτός τέλος και μέχρι την Κοίμησιν της Θεοτόκου έμεινε στα Ιεροσόλυμα, υπηρετώντας αυτήν σ' όλες τις ανάγκες.


ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ

Ύστερα από την καταστροφήν της Ιερουσαλήμ το 70 μ.Χ. από τον Τίτον, έπεσε ο κλήρος ο Ιωάννης να έλθη στην Μικρά Ασία, που ήταν γεμάτη από είδωλα και ολόκληρη ήταν αφημένη στην ειδωλολατρική πλάνη.

Για το πράγμα αυτό λυπήθηκε ο Απόστολος και επειδή σαν άνθρωπος τον έπιασε αγωνία και δεν ήλπισε καθόλου στην ανίκητη δύναμη του Θεού, έπεσε κατά παραχώρησιν Θεού σε πειρασμό, ώστε να συγχωρεθη με τον πειρασμό το ανθρώπινο σφάλμα του. Διότι οι μεγάλοι και τέλειοι άνδρες στην αρετή πρέπει να φυλάγουν την ακρίβεια και στα μικρότερα πράγματα. Προλέγει λοιπόν ο Ιωάννης στον μαθητή του Πρόχορον την τρικυμία και το ναυάγιο που επρόκειτο να  υποστούν και ότι μόνον ο Ιωάννης επρόκειτο να πειρασθή στην θάλασσα για σαράντα ημέρες.

Αφού λοιπόν έγινε η τρικυμία, όπως το προείπε ο Απόστολος, τα κύματα της θαλάσσης έβγαλαν τον Πρόχορον στην Σελεύκειαν. Εκεί κατασυκοφαντήθηκε ότι είναι μάγος και ότι πήρε χρήματα από το πλοίο που ναυάγησε και τα ξοδεύει. Από την Σελεύκεια επήγε σ' έναν τόπο της Ασίας που λέγεται Μαρμαρεώτης σε διάστημα σαράντα ημερών.

Όταν πήγε ευρήκε τον δάσκαλο του Ιωάννη που τον είχε βγάλει εκεί η θάλασσα. Δόξασαν λοιπόν και οι δύο τον Θεόν που τους εγλύτωσε και τον ευχαρίστησαν.

ΣΤΗΝ ΕΦΕΣΟ.
ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΛΟΥΤΡΟ.

Έπειτα πήγαν και οι δύο στην Έφεσο, όπου συνάντησαν μια γυναίκα με το όνομα Ρωμάνα, που ήταν ξακουστή για την κακία της ως την Ρώμη. Αυτή λοιπόν αφού πήρε τον μέγαν Ιωάννην και τον μαθητήν του Πρόχορον τούς ανάγκασε να δουλεύουν σ' ένα δικό της λουτρό. Επειδή δε ο Ιωάννης, καθώς ήταν άπειρος από τέτοια δουλειά συνέβαινε να κάνει μερικά σφάλματα σε μερικές εργασίες, τούς μεταχειριζόταν εκείνη η κακή γυναίκα με τόση μεγάλη ωμότητα και απανθρωπιά, σαν να τους είχε εξαγορασμένους δούλους. Τον Ιωάννη τον είχε υπηρέτη για να χύνη νερό σ' όσους έκαναν λουτρό.

Μέσα σ' εκείνο το λουτρό κατοικούσε και ένας άγριος Δαίμονας που συνήθιζε τρεις φορές κάθε χρόνο να πνίγη ένα νέον ή μια νέα. Επήρε δε την άδεια και άρχισε να κάνη τέτοιον φόνον ο διάβολος, διότι όταν θεμελιωνόταν εκείνο το λουτρό έπεισε ο σιχαμερός εκείνους που έκτιζαν να χώσουν μέσα στα θεμέλια ένα νέον και μια νέα, με σκοπό τάχα να αντιλαλή και να βγάζη μεγάλον ήχον το λουτρό. Απ' αυτό λοιπόν αφού πήρε αφορμή ο ανθρωποκτόνος διάβολος, έπνιγε εκεί συχνά τους ανθρώπους.


ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΔΟΜΝΟΥ ΚΑΙ ΔΙΟΣΚΟΥΡΙΔΟΥ.
ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΑΥΤΩΝ

Ύστερα από τρεις μήνες λοιπόν, αφ' ότου πήγαν στο λουτρό ο Ιωάννης και ο Πρόχορος, καθώς έμπαινε στο λουτρό για να λουσθή κάποιος Δόμνος, παιδί του Διοσκορίδου του συζύγου της Ρωμάνας, πνίγηκε από τον Δαίμονα. Θρηνούσε λοιπόν η Ρωμάνα απαρηγόρητα για τον θάνατο του Δόμνου.

Ο πατέρας του Διοσκουρίδης όταν έμαθε την ξαφνική είδησι τού θανάτου του επέθανε από την υπερβολική λύπη. Παρακαλούσε λοιπόν η Ρωμάνα την ψευτοθεά Άρτεμιν για να αναστήση τον Δόμνον και έκοβε τις σάρκες της. Όμως μάταια τα έκανε όλα αυτά.

Ο Ιωάννης λοιπόν ρώτησε τον Πρόχορο για ποια αιτία θρηνεί η Ρωμάνα. Εκείνη όταν τους είδε να συνομιλούν έπιασε και άρχισε να τον συκοφαντή ότι είναι μάγος και τέλος να τον φοβερίζη ότι πρόκειται να τον θανατώση, εάν δεν μεταχειρισθή κάθε μέσον για να αναστήση τον Δόμνον.

Αφού λοιπόν αναγκάσθηκε έτσι ο Απόστολος έκανε προσευχήν. Και, ώ του θαύματος! Αμέσως ανεστήθη ο Δόμνος. Αυτό το θαύμα όταν είδε η Ρωμάνα έμεινε εκστατική και άρχισε να αποκαλή τον Ιωάννην Θεόν και υιόν Θεού.

Ύστερα αφού εξωμολογήθηκε ειλικρινά τις αμαρτίες της και αφού ζήτησε συγχώρησι για τις κακοπάθειες που προξένησε στον Απόστολο και τον μαθητή του, επέστρεψε στον Χριστό και βαπτίσθηκε. Ύστερα δε από τον Δόμνον ο Ιωάννης ανέστησε και τον πατέρα του τον Διοσκουρίδη και τον εβάπτισε. Επίσης εβάπτισε και τον αναστηθέντα υιόν του και όλους τους άλλους που έτρεξαν εκεί. Έδιωξε δε και τον πονηρό Δαίμονα που κατοικούσε μέσα στο λουτρό.


ΣΥΝΤΡΙΒΗ ΤΗΣ ΑΡΤΕΜΙΔΟΣ

Επειδή οι Εφέσιοι ετελούσαν μεγάλη γιορτή στην ψευτοθεά Άρτεμιν, γι' αυτό ο Απόστολος επήγε κατά τον καιρό της γιορτής και ανέβηκε επάνω σ' εκείνο το μέρος, όπου στεκόταν το είδωλον της Αρτέμιδος. Οι όχλοι όμως βλέποντας τον θύμωσαν πολύ και άρχισαν να τον λιθοβολούν. Όμως οι πέτρες δεν χτύπησαν καθόλου τον Άγιον, αλλά το είδωλον μέχρι που το συνέτριψαν.

Εκείνοι όμως οι ανόητοι δεν θέλησαν να έλθουν σε συναίσθησιν, αλλά βλέποντας τον Απόστολον να τους μιλάη για πίστι, πάλι τον λιθοβολούσαν. Οι πέτρες όμως παράδοξα επέστρεφαν και κτυπούσαν τους ίδιους και τους επλήγωναν. Τότε ο θείος Απόστολος έκανε προσευχή στον Θεό και αμέσως έγινε σεισμός και μεγάλος βρασμός της γής και χάθηκαν απ' αυτόν διακόσιοι άνθρωποι. Βλέποντας αυτό οι υπόλοιποι άνθρωποι μόλις και μετά βίας απαλλάχθηκαν από την μέθη και τον σκοτισμό της πλάνης και παρακαλούσαν θερμά τον Απόστολο να ελεηθούν και οι ίδιοι και να αναστηθούν όσοι πέθαναν. Πάλι λοιπόν, αφού προσευχήθηκε ο Απόστολος, αμέσως όλοι αναστήθηκαν. Και επειδή έγινε πάλι βρασμός της γής, γι' αυτό έπεσαν όλοι στα πόδια του Αποστόλου και, αφού πίστεψαν στον Χριστό, βαπτίσθηκαν.

Έπειτα πήγε ο θείος Απόστολος σ' ένα τόπον που ωνομαζόταν Τύχη και εκεί θεράπευσε ένα παράλυτο που ήταν κατάκοιτος δώδεκα ολόκληρα χρόνια.

Επειδή λοιπόν έκανε ο Απόστολος και άλλα πολλά θαύματα και η φήμη τους έτρεχε παντού, βλέποντας αυτά εκείνος ο Δαίμονας, που έμενε και κατοικούσε στον ναόν της Αρτέμιδος, και γνωρίζοντας ότι και ο ίδιος θα διωχθή απ' εκεί απ' τον Ιωάννη μεταμορφώθηκε σε στρατιώτη, κρατώντας στα χέρια χαρτιά και κλαίγοντας ότι δήθεν έφυγαν απ' τα χέρια του δυο μάγοι άριστοι και εξαιρετικοί που του δόθηκαν από την εξουσία να τους φυλάγη. Εξ' αιτίας αυτού τον έβαλαν σε μεγάλον κίνδυνο με τη φυγή τους. Έδειχνε δε στους ανθρώπους εκεί και ένα δέμα φλωριά και υποσχόταν να το δώση σ' αυτούς εάν βρουν τους μάγους και τους θανατώσουν.

Ακούγοντας λοιπόν αυτά πολλοί κινήθηκαν εναντίον του σπιτιού του Διοσκουρίδου φοβερίζοντας ότι θα το κατακαύσουν μαζί μ' αυτόν, αν δεν παραδώση στα χέρια τους, τους μάγους. Ο ευλαβής όμως και ευγνώμων Διοσκουρίδης προτιμούσε καλύτερα να καή παρά να παραδώση τους Αποστόλους, που του φανήκαν ευεργέτες του. Ο δε μέγας Ιωάννης προγνωρίζοντας με την προορατικήν χάριν του Αγίου Πνεύματος, ότι αν παραδοθή σ' αυτούς πρόκειται πάλι να κάνη θαύματα και απ' αυτό να επιστρέψη πολλούς στην ζωή της ευσεβείας παρέδωκε τον εαυτό του ο ίδιος μαζί με τον Πρόχορον στους απίστους.

 Αφού λοιπόν σύρθηκαν από τους απίστους οι Απόστολοι του Κυρίου, όταν πήγαν στον ναό της Αρτέμιδος, προσευχήθηκαν στον Θεό να γκρεμισθή ο ναός, αλλά κανένας άνθρωπος να μη πάθη κακό. Και, ώ του θαύματος! Αμέσως έγινε αυτό. Τότε ο μέγας Απόστολος διατάζει τον Δαίμονα που κατοικούσε εκεί με αυτά τα λόγια:

- Σε σένα ομιλώ τον ακάθαρτο Δαίμονα.

- Τι θέλεις; Αποκρίθηκε η φωνή.

- Θέλω να ομολογήσης φανερά πόσα χρόνια κατοικείς εδώ και αν είσαι συ που ξεσήκωσες τόσον λαόν εναντίον μας, ξανάπε ο Απόστολος.

Πιεζόμενος ο Δαίμονας από την θέλησιν του Αγίου αποκρίθηκε.

- Διακόσια σαράντα εννιά χρόνια κατοικώ σ' αυτόν τον ναό. Πράγματι, εγώ είμαι αυτός που εκίνησα όλους αυτούς εναντίον σας.

- Σου παραγγέλω εν τω ονόματι του Ιησού Χριστού του Ναζωραίου να μη κατοικήσης πια σ' αυτόν τον τόπον, είπε πάλι ο Απόστολος.

Αμέσως λοιπόν έφυγε ο Δαίμονας από την πόλι της Εφέσου. Οι Έλληνες δε βλέποντας αυτά εφοβήθηκαν και οι περισσότεροι απ' αυτούς τρόμαξαν. Απ' το γεγονός αυτό πίστεψαν πολλοί στον Κύριο Ιησού και βαπτίσθηκαν στο Όνομά Του.

ΕΞΟΡΙΑ ΣΤΗΝ ΠΑΤΜΟ.

 Επειδή λοιπόν έκανε και άλλα πολλά θαύματα ο Ιωάννης, και γύρισε πολύ πλήθος Ελλήνων στην πίστι του Χριστού και έπειτα επειδή η φήμη τους έφθασε στ' αυτιά του τότε βασιλέως Δομιτιανού που εβασίλευε κατά το 82, ο Δομιτιανός έστειλε και έφερε μπροστά του τον μέγαν Ιωάννην μαζί με τον Πρόχορον.

Αφού λοιπόν τους έκανε ερωτήσεις και είδε την σταθερότητα που έδειξαν για την πίστι τους τούς υπέβαλε σε βασανιστήρια. Τους έβαλε να πιούν δηλητήριο και αφού δεν έπαθαν τίποτε τους έριξε σ' ένα πιθάρι μεγάλο με βραστό λάδι. Αφού και απ' εκεί βγήκαν χωρίς να πάθουν το παραμικρό με διαταγή του Δομιτιανού εξορίζονται στην νήσο Πάτμο. Ο Κύριος όμως είχε προλάβει και εφανέρωσε με όραμα στον Ιωάννη για την υπόθεσι αυτή. Δηλαδή ότι πρόκειται να πάθη πολλούς πειρασμούς και ότι θα εξορισθή σ' ένα νησί που έχει μάλιστα πολύ μεγάλη ανάγκη της δικής του παρουσίας.

Πλέοντας λοιπόν στην θάλασσα ο Απόστολος μαζί με τους σωματοφύλακες του βασιλέως ανέστησε ένα στρατιώτη που πέθανε στον δρόμο. Αλλά και την τρικυμία που έγινε ύστερα απ' αυτά στην θάλασσα την μετέβαλε σε γαλήνη. Κατά παράκλησιν του στρατιώτη θεράπευσε και ένα από τους σωματοφύλακες που έπασχε από δυσεντερία και κινδύνευε να πεθάνη ύστερα από λίγο. Βλέποντας λοιπόν αυτά οι σωματοφύλακες επίστεψαν όλοι στον Χριστό και βαπτίσθηκαν.

Αφού λοιπόν έφθασε ο Ιωάννης στην Πάτμο, ελευθέρωσε τον Απολλωνίδη, το παιδί του Μύρωνος από το μαντικό πνεύμα που κατοικούσε σ' αυτόν και το εξώρισε μακρυά απ' το νησί. Απ' το θαύμα αυτό επίστευσαν στον Χριστό και βαπτίσθηκαν όλοι οι άνθρωποι που ευρίσκοντο στο σπίτι του Μύρωνος. Το ίδιο και ο Απολλωνίδης που ελευθερώθηκε και η θυγατέρα του Χρυσίππη με τους ανθρώπους της. Ύστερα δε βαπτίσθηκε και ο ίδιος ο Ανθύπατος, δηλαδή ο άρχοντας της χώρας της Πάτμου.


ΚΥΝΩΨ Ο ΜΑΓΟΣ

Ευρίσκετο στην Πάτμο κάποιος μάγος που ωνομαζόταν Κύνωψ, που κατοικούσε σ' έρημο τόπο από αρκετά χρόνια μαζί με τα ακάθαρτα Δαιμόνια. Αυτόν τον μάγον όλοι όσοι κατοικούσαν στο νησί τον θεωρούσαν σαν θεό, για τις φαντασίες και ενέργειες των Δαιμόνων που εγίνοντο απ' αυτόν. Οι δε ιερείς του ψεύτικου θεού Απόλλωνος καθώς είδαν τον Ιωάννη που εδίδασκε με πολλή παρρησία την πίστη στον Χριστό, έτρεξαν στον Κύνωπα και τον παρακάλεσαν γονατιστοί να κινηθή κατά του Ιωάννου, επειδή αυτός ερήμωσε σχεδόν τον ναόν του Απόλλωνος και απεμάκρυνε όλους από τον σεβασμό και την λατρεία των θεών.

Ο Κύνωψ λοιπόν όταν άκουσε αυτά υπερηφανεύθη και έκρινε ανάξιο της υπολήψεως του το να πάη μόνος στη χώρα. Αφ' ενός μεν διότι για διάστημα πολλών χρόνων βρισκόταν στην έρημο κλεισμένος. Αφ' ετέρου δε επειδή αυτοί που βρίσκονταν στην χώρα της Πάτμου αυτοί πήγαιναν σ' αυτόν και όχι αυτός προς εκείνους. Γι' αυτό υποσχέθηκε στους ιερείς ότι αυτός θα στείλη έναν πονηρόν Άγγελον στο σπίτι του Μύρωνος που πίστεψε, για να πάρη την ψυχή του Ιωάννου που έμενε εκεί και να την παραδώση σε καταδίκη αιώνια.

Έστειλε λοιπόν ο Κύνωψ ένα άρχοντα των πονηρών Δαιμόνων προς τον Ιωάννη, όπως υποσχέθηκε. Ο Δαίμονας δε αφού πήγε στο σπίτι του Μύρωνος, στάθηκε στο μέρος εκείνο όπου ήτο ο Ιωάννης.

Μόλις όμως τον γνώρισε ο θείος Απόστολος του λέγει:"

- Σου παραγγέλω στο όνομα του Ιησού Χριστού να μη βγης από τον τόπο που στέκεσαι έως ότου μου φανερώσης για ποια αιτία ήλθες σε μένα.

Και αμέσως με τον λόγο του Αποστόλου στάθηκε το Δαιμόνιον δεμένο και απήντησε ως εξής πιεζόμενο από την θεία δύναμι:

-   Οι ιερείς το Απόλλωνος ήλθαν στον Κύνωπα και είπαν πολλά       
εναντίον σου και τον παρακάλεσαν να έλθη εδώ στην χώρα και
να σε θανατώση. Ο Κύνωψ όμως δεν καταδέχθηκε λέγοντας.
Είναι πολλά χρόνια που δεν βγήκα από τον τόπο αυτό και τώρα
για ένα άνθρωπο μικρόν και ασήμαντο να αφήσω την αγαπητή
μου ερημιά και ζωή; Γυρίστε όμως πίσω και αύριο θα στείλω  
Άγγελον πονηρόν για να πάρη την ψυχή του Ιωάννου και να
την φέρη σ' εμένα για να την παραδώσω σε κρίσιν.

Και ο Ιωάννης του είπε:

- Εστάλης ποτέ από τον Κύνωπα για να πάρης ψυχή ανθρώπου και την πήγες σ' αυτόν;

- Με έστειλε και θανάτωσα μεν άνθρωπον, αλλά ψυχήν ανθρώπου ποτέ δεν παρέδωσα σε κόλασιν, αποκρίθηκε ο Δαίμονας.

- Για ποιόν λόγο υπακούετε στον Κύνωπα; Ρώτησε ο Ιωάννης.

- Όλη η δύναμη του Σατανά κατοικεί μέσα σ' αυτόν. Και έχει συμφωνίαν αυτός μεν να είναι πάντα μαζί μας εμείς δε πάντα μαζί του. Και ο Κύνωψ ακούει εμάς τους Δαίμονες, εμείς δε οι Δαίμονες ακούμε τον Κύνωπα.

- Άκουσε, πνεύμα πονηρό. Σε διατάζει ο Ιωάννης, ο Απόστολος του Υιού του Θεού, άλλη φορά να μην ενοχλήσης άνθρωπον, ούτε να γυρίσης στον τόπο σου. Αλλά να φύγης έξω απ' αυτό το νησί και να περιπλανάσαι εδώ και εκεί.

Και αμέσως το πνεύμα έφυγε μακρυά απ' το νησί.

Βλέποντας λοιπόν ο Κύνωψ ότι δεν επέστρεψε σ' αυτόν το πρώτο Δαιμόνιον έστειλε και δεύτερο. Αλλά επειδή και αυτό έπαθε τα ίδια, έστειλε ακόμη και άλλα δύο Δαιμόνια από τα αρχοντικά, για να μπη το ένα στο σπίτι όπου έμενε ο Ιωάννης και το άλλο να σταθή έξω και να ιδή αυτά που γίνονται και να γυρίση να τα φανερώση στον Κύνωπα. Επειδή λοιπόν πήγε το ένα Δαιμόνιο και διώχθηκε έξω απ' το νησί όπως διώχθηκαν και τα δύο πρώτα, εκείνο το Δαιμόνιο που στεκόταν έξω γύρισε και φανέρωσε στον Κύνωπα αυτά που έγιναν. Ωργίσθηκε λοιπόν ο Κύνωψ και πήρε μαζί του όλα τα πλήθη των Δαιμόνων και πήγε στην Χώρα. Ηχολόγησε όλη η Χώρα και ταράχθηκε μόλις είδε τον Κύνωπα και όλοι τον προσκυνούσαν. Πρόφθασε δε τον Ιωάννη ο Κύνωψ, την ώρα που δίδασκε τον λαόν, και κυριεύθηκε από θυμόν πολύν και είπε στον λαό.

- Άνθρωποι ανόητοι και τυφλοί, ακούστε. Αν είναι δίκαιος ο Ιωάννης και όσα λέγει αν είναι αλήθεια θα θεραπεύση και σας και μένα. Αν μπορέση να κάνη εκείνο που θα πω σ' αυτόν τότε και εγώ πιστεύω σ' όλα όσα λέγει.

Αφού κράτησε λοιπόν ο Κύνωψ ένα νέον που ήτο εκεί του λέγει:

- Νέε, ζη ο πατέρας σου;
- Ναυάγησε και πνίγηκε στον βυθό της θαλάσσης, απεκρίθηκε ο νέος.

Τότε λέγει ο Κύνωψ στον Ιωάννη:

 - Να, δείξε πράγματι αν είναι αληθινά τα λόγια σου, και αφού ανεβάσης από το βάθος της θαλάσσης τον πατέρα του νέου αυτού φέρε τον μπροστά σ' όλους μας ζωντανό και υγιή.
    - Δεν με έστειλε ο Χριστός για να ανασταίνω νεκρούς, αλλά για να διδάσκω πλανεμένους ανθρώπους.

Είπε λοιπόν ο Κύνωψ προς όλον τον λαόν.

- Τώρα λοιπόν να καταλάβετε και να πεισθήτε ότι αυτός είναι πλάνος και σας ξεγελά με μαγικές τέχνες. Κρατήστε τον λοιπόν μέχρι που να φέρω εγώ από την θάλασσα τον πατέρα του νέου και να τον παρουσιάσω ζωντανό.

 Αφού κρατήθηκε ο Ιωάννης, άπλωσε τα χέρια του ο Κύνωψ και τα κτύπησε. Έγινε λοιπόν στην παραλία μεγάλος κρότος, ώστε όλοι φοβήθηκαν. Τότε ο Κύνωψ εξαφανίσθηκε από τα μάτια όλων των ανθρώπων. Αμέσως δε φώναξαν δυνατά και είπαν: «Μεγάλος είσαι Κύνωψ και εκτός από σένα δεν υπάρχει άλλος». Ξαφνικά λοιπόν βγήκε από την θάλασσα ο Κύνωψ έχοντας μαζί του ένα Δαίμονα που φαινόταν να μοιάζη στο πρόσωπο του πνιγμένου πατέρα του νέου, και όλοι εθαύμασαν.

Έπειτα λέγει προς τον νέον:

- Αυτός είναι ο πατέρας σου;

- Ναι, κύριε, απήντησε ο νέος.

Και έτσι όλοι προσκύνησαν τον Κύνωπα και ήθελαν να θανατώσουν τον Ιωάννη. Ο Κύνωψ όμως δεν άφησε να τον θανατώσουν λέγοντας: «Όταν δήτε μεγαλύτερα θαύματα απ' αυτά τότε να τιμωρηθή όπως του αξίζει».

Αφού κάλεσε λοιπόν πάλι άλλον άνθρωπον του είπε:

- Είχες υιόν;
    - Ναι, κύριε, είχα και κάποιος τον εφθόνησε και τον θανάτωσε, απεκρίθη εκείνος.
    - Θα αναστηθή ο υιός σου, του είπε ο Κύνωψ.

Και αμέσως κάλεσε με το άνομα και τον φονιά και τον φονευθέντα. Πράγματι και οι δυο μαζί παρουσιάσθηκαν μπροστά. Είπε λοιπόν ο Κύριος στον άνθρωπο:

- Αυτός είναι ο υιός σου; Και αυτός είναι εκείνος που τον εφόνευσε;

- Ναι, Κύριε, απεκρίθη ο άνθρωπος.

Τότε καυχώμενος ο Κύνωψ είπε στον Ιωάννη.

- Τι θαυμάζεις, Ιωάννη;

- Εγώ δεν θαυμάζω καθόλου γι' αυτά.

- Όταν δης μεγαλύτερα θαύματα απ' αυτά τότε θα θαυμάσης, είπε ο Κύνωψ.

- Τα θαύματά σου γρήγορα θα διαλυθούν, απήντησε ο Ιωάννης.

Όταν άκουσε αυτόν τον λόγο ο όχλος αμέσως ώρμησε και άρχισε να κτυπά άγρια τον Ιωάννη και ολίγον έλειψε να τον αφήση νεκρόν. Επειδή δε ενόμισε ο Κύνωψ ότι πέθανε ο Ιωάννης είπε προς τον λαόν. Αφήστε τον άταφον για να τον φάγουν τα όρνια. Μόλις πληροφορήθηκαν λοιπόν όλοι ότι πέθανε ο Ιωάννης, έφυγαν απ' εκεί με χαρά και επαίνους για τον Κύνωπα.


ΕΞΑΦΑΝΙΣΙΣ ΤΟΥ ΚΥΝΩΠΟΣ.

Ύστερα απ' αυτά, όταν άκουσε ο Κύνωψ ότι ο Ιωάννης ζη και διδάσκει τον λαό σ' ένα τόπο που ονομάζεται Λίθου Βολή, κάλεσε τον Δαίμονα εκείνον που χρησιμοποίησε για τις νεκρομαντείες. Αφού πήγε  λοιπόν στον Ιωάννη του είπε:

- Εγώ επειδή ήθελα να σου προξενήσω περισσότερη ντροπή και καταδίκη γι' αυτό ως τώρα σε άφησα να ζης. Αλλά έλα τώρα να πάμε στον γιαλό κι εκεί θα δης την δύναμί μου και θα ντροπιασθής.

Τον ακολουθούσαν δε και οι τρεις Δαίμονες εκείνοι που νομίσθηκαν ότι αναστήθηκαν εκ νεκρών.

Αφού λοιπόν κτύπησε τα χέρια του κι έκανε κρότον, έγινε άφαντος από τα μάτια των ανθρώπων αφού βυθίστηκε ξαφνικά στον βυθόν της θαλάσσης. Οι όχλοι πάλι φώναζαν: «Είσαι μεγάλος, Κύνωψ, και δεν υπάρχει άλλος όπως συ». Ο Ιωάννης λοιπόν διέταξε τους Δαίμονες, που εστέκοντο μαζί με τον Κύνωπα σε σχήμα ανθρώπων, να μην κινηθούν απ' την θέσι τους. Και αμέσως προσευχήθηκε στον Θεό να μην φανή πλέον ζωντανός ο Κύνωψ.

Όταν λοιπόν βυθίστηκε ο Κύνωψ έγινε μεγάλος θόρυβος στη θάλασσα. Το νερό δε της θαλάσσης στράφηκε στο μέρος που βυθίστηκε ο Κύνωψ και δεν μπόρεσε πλέον ο άθλιος να βγή από την θάλασσα. Οι Δαίμονες δε που ήσαν με το σχήμα των ανθρώπων που αναστήθηκαν διώχθηκαν απ' τον Ιωάννη εν τω ονόματι του Ιησού Χριστού μακρυά από την Πάτμο και έγιναν άφαντοι.

Επειδή λοιπόν ο λαός στάθηκε τρία ημερόνυχτα περιμένοντας να βγη ο Κύνωψ απ' την θάλασσα, από την νηστεία και τις φωνές που έβγαζαν και από τη ζέστη του ηλίου ξαπλώθηκαν στη γη άφωνοι οι περισσότεροι απ' αυτούς ώστε και τρία παιδιά πέθαναν. Εξ' αιτίας αυτού τους λυπήθηκε ο μέγας Ιωάννης όλους αυτούς και τα μεν παιδιά που πέθαναν τα ανέστησε, τους δε παραλυμένους ανθρώπους τους δυνάμωσε. Και αφού είπε σ' αυτούς πολλά για την πίστι τους έπεισε όλους να πιστέψουν στον Χριστό και να βαπτισθούν, αφού ο άθλιος Κύνωψ καταποντίσθηκε πια στην θάλασσα, όπως παλαιά ο Φαραώ.


ΠΕΡΙ ΠΡΟΚΛΙΑΝΗΣ ΚΑΙ ΣΩΣΙΠΑΤΡΟΥ.
  
Κάποια γυναίκα που λεγόταν Προκλιανή κατελήφθη από έρωτα πονηρόν για τον υιόν της που λεγόταν Σωσίπατρος (αλλοίμονον!μέχρι που φθάνει η κακία του σαρκικού έρωτα!). Επειδή δε δεν πέτυχε την βρωμερή της επιθυμία κατηγόρησε τον γιο της στον Άρχοντα του νησιού ότι την εβίασε.

Ενώ λοιπόν επρόκειτο να τιμωρηθή ο Σωσίπατρος άδικα από τον Άρχοντα, τον εβοήθησε ο Ιωάννης, επειδή δεν ήταν ένοχος, ως εξής: Ξεράθηκε αμέσως το δεξί χέρι τόσο του Άρχοντος όσο και της αισχρής Προκλιανής, αφού προηγουμένως σείσθηκε η γη μ' ένα μεγάλο ήχο και τρίξιμο.

Όταν λοιπόν έπαθαν αυτήν την τόσο μεγάλη θεϊκή τιμωρία, πίστεψαν και οι δυο στον Χριστό και βαπτίσθηκαν. Και έτσι τα χέρια τους γιατρεύθηκαν και η γη σταμάτησε να κλονίζεται.

ΣΥΓΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ.

Όταν εβασίλευε ο βασιλιάς Τραϊανός ύστερα από τον Νερουάν κατά το έτος 98, εστάλησαν βασιλικά γράμματα στην Πάτμο που καλούσαν τον θείο Ιωάννη από την εξορία. Ήθελε λοιπόν ο Ιωάννης ν' αναχωρήση από την από την Πάτμο και να πάη στην Έφεσο. Οι Χριστιανοί όμως της Πάτμου θρηνούσαν και έκλαιγαν για τον απόχωρισμό του. Και τι δεν έκαναν για να μη χάσουν τέτοιον καλό Ποιμένα. Επειδή όμως δεν μπορούσαν να τον εμποδίσουν γι' αυτό πρόβαλαν ένα διπλό ζήτημα στον μέγα Απόστολον

Δηλαδή να αφήση σ' αυτούς αντί για τον εαυτό του τους λόγους του και να γράψη σε βιβλίο το Μυστήριον όλης της Οικονομίας του Χριστού για μας.

 Ο Ιωάννης λοιπόν, επειδή υπάκουσε στην δίκαιη επιθυμία τους αφ' ενός, αφ' ετέρου δε παρεκινήθη από την άνωθεν θεία Πρόνοια, ενήστεψε τρεις μέρες έχοντας και τους άλλους Χριστιανούς να νηστεύουν και να τον βοηθούν με την προσευχήν. Ανέβηκε έπειτα στο βουνό που ήταν εκεί με τον μαθητή του Πρόχορον και ανέβασε όλη του τη σκέψι στον Θεό. Και, ώ του Θαύματος! Αμέσως ακούγονται βροντές και αστραπές φοβερές και σαλεύεται όλο το βουνό, ώστε ο μαθητής του Πρόχορος πέφτει από τον φόβο του με το πρόσωπο στην γη και γίνεται σαν νεκρός.

Ο Ιωάννης όμως δεν φοβάται, αλλά στέκεται όρθιος. Επειδή η τέλεια αγάπη που είχε στον Θεό έδιωχνε τον φόβο απ' την καρδιά του όπως ο ίδιος είπε «η τέλεια αγάπη έξω βάλλει τον φόβον» (Α΄Ιωάν. δ΄18). Άκουσε λοιπόν μια βροντερή φωνή που έλεγε αυτά «εν αρχή ήν ο Λόγος, και ο Λόγος ήν προς τον Θεόν και Θεός ήν ο Λόγος» (Ιωάν.α΄1). Αυτήν την φωνή την φανέρωσε ο Ιωάννης στον μαθητή του Πρόχορο, αφού προηγουμένως τον σήκωσε απ' το χέρι και έδιωξε απ' αυτόν λίγο τον φόβο.

Αφού τέλειωσε λοιπόν όλο το θείον Ευαγγέλιο και το έγραψε με το χέρι του Προχόρου, το παρέδωσε στους Χριστιανούς που το ζήτησαν. Απ' εκεί διαδόθηκε σ' όλα τα πέρατα του κόσμου.


Ο ΝΕΟΣ ΛΗΣΤΗΣ.

Αφού έφυγε από το νησί Πάτμο ο μέγας Απόστολος πήγε σ' ένα τόπο που λεγόταν Αγροικία. Και εκεί αφού γιάτρεψε ένα τυφλόν επήγε σε μια γειτονική πόλι. Εκεί ευρήκε ένα νέον ευγενικό στην ψυχή και ωραίον στο πρόσωπο και τον ωδήγησε στον Χριστό. Έπειτα αφού τον παρεκίνησε να είναι ενάρετος και αφού τον παρέδωκε στα χέρια του Επισκόπου της πόλεως, σαν σε μάρτυρα του Χριστού, για να φροντίζη γι' αυτόν, έφυγε για την Έφεσο. Αφού λοιπόν τακτοποίησε καλά τα εκκλησιαστικά πράγματα εκεί και κατήρησε όλο το ποίμνιον του Χριστού με την διδασκαλία του, και αφού επισκέφθηκε τις άλλες πόλεις που ήσαν κοντά και χειροτόνησε σ' αυτούς Επισκόπους, τότε πάλι επανήλθε στην πόλι που είπαμε προηγουμένως.

Όταν ζήτησε τον νέον εκείνον που παρέδωσε στον Επίσκοπο, έμαθε ότι έγινε αρχηγός των κλεφτών, διότι επήρε άσχημο δρόμο από τις διασκεδάσεις και τις κακές συναναστροφές των συνομηλίκων του νέων, (διότι είναι εύκολος και κατηφορικός ο δρόμος της κακίας). Λυπήθηκε, λοιπόν πολύ ο Απόστολος του Κυρίου για το κατάντημα του νέου εκείνου.

Ξεκίνησε λοιπόν και πήγε μόνος στον τόπο των κλεφτών και παραδόθηκε σ' αυτούς θεληματικά και μέσω αυτών ωδηγήθηκε και βρήκε τον νέο. Όταν τον συνήντησε, επειδή προσπάθησε εκείνος να φύγη (διότι κατάλαβε ότι είναι ο ευεργέτης του Ιωάννης) τον προσείλκυσε ο Απόστολος κοντά του με τα γλυκά και θελκτικά του λόγια.

Κατώρθωσε να τον πάρη μαζί του με τη Χάρι του Κυρίου και επέστρεψε στην πόλι. Και τόσο τον έκανε να προκόψη στην αρετή με τις συμβουλές του που έσταζαν μέλι και τις ιερές νουθεσίες, ώστε έγινε παράδειγμα αρετής και μετανοίας πολύ λαμπρό και στους άλλους ανθρώπους.


ΕΠΑΝΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΕΦΕΣΟΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΣΤΑΣΙΣ.

Αφού επανήλθε πάλι στην Έφεσο ο επιστήθιος του Χριστού μαθητής, εκεί επέρασε την υπόλοιπη ζωή του. Ήτο πενήντα εξ ετών όταν έφυγε από τα Ιεροσόλυμα για το κήρυγμα. Επέρασε δε εννέα χρόνια κηρύττοντας έως ότου εξωρίσθηκε. Στην εξορία στην Πάτμο πέρασε δεκαπέντε χρόνια. Ύστερα δε από την εξορία έζησε άλλα εικοσιέξ χρόνια. Ώστε όλα τα έτη της ζωής του που πέρασε ήσαν εκατόν πέντε και επτά μήνες.

Ετσι έζησε ο Απόστολος του Κυρίου και αγωνίσθηκε για την ευσέβεια μέχρις αίματος. Έκανε πάρα πολλά θαύματα και επέστρεψε αμέτρητα πλήθη απίστων από διάφορα έθνη στην πίστι του Χριστού. Πέρασε αρκετόν χρόνον της ζωής του στο σπίτι του Δόμνου, που ο ίδιος τον ανέστησε μαζί με τους επτά μαθητές του, και τέλος έφυγε μαζί μ' αυτούς από το σπίτι.

Αφού έφθασε σ' ένα τόπο στους μεν μαθητές του παρήγγειλε να καθίσουν εκεί, αυτός δε αφού προχώρησε μπροστά σε μικρή απόστασι, προσευχήθηκε. Ήταν δε ώρα πρωϊνή.

Έπειτα, αφού επέστρεψε, πρόσταξε τους μαθητές του να σκάψουν τη γη σε σχήμα σταυρού, τόσο μόνον, όσο ήτο το μέτρον του σώματός του. Αφού ξαπλώθηκε λοιπόν μέσα σ' εκείνον τον σκαμμένον τόπον, αποχαιρέτησε τους μαθητές του που έκλαιγαν πικρά και είπε: «Σύρετε το χώμα της γης που είναι μητέρα μου και με αυτό σκεπάστε με». Εκείνοι αφού τον ασπάσθηκαν και τον αποχαιρέτησαν, σκέπασαν το σώμα του μέχρι τα γόνατα. Έπειτα πάλι αφού τον ασπάσθηκαν τον σκέπασαν μέχρι τον λαιμό. Και πάλι αφού για τρίτη φορά τον ασπάσθηκαν έβαλαν πάνω στο ιερό του πρόσωπο ένα μανδήλι. Και έτσι κλαίγοντας πικρά σκέπασαν όλο το σώμα του. Τότε ανέτειλε και ο ήλιος.

Αφού έκλαψαν οι μαθηταί, γιατί έμειναν ορφανοί από τον δάσκαλό τους, εγύρισαν στην πόλι διηγούμενοι τα σχετικά με τον Απόστολον. Οι άλλοι αδελφοί όταν τα άκουσαν αυτά επήγαν στον τάφο και αφού έσκαψαν δεν βρήκαν τίποτε. Τότε λοιπόν επέστρεψαν κλαίγοντας θερμώς για τη στέρησι τέτοιου ποιμένος.


 Ιεραποστολικός Σύλλογος "Ο Άγιος Βαρνάβας"


ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ
Ήχος β΄

Απόστολε, Χριστώ τω Θεώ ηγαπημένε, επιτάχυνον, ρύσαι λαόν αναπολόγητον δέχεταί σε προσπίπτοντα, ο επιπεσόνα τω στήθει καταδεξάμενος όν ικέτευε Θεολόγε, και επίμονον νέφος εθνών διασκεδάσαι, αιτούμενος ημίν ειρήνην, και το μέγα έλεος.





ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ
Ήχος β΄Αυτόμελον

Τα μεγαλεία σου, Παρθένε, τις διηγήσεται; βρύεις γαρ θαύματα και πηγάζεις ιάματα και πρεσβεύεις υπέρ των ψυχών ημών, ως Θεολόγος και φίλος Χριστού.
        







Τα Μυστικά Άνθη δρέπω όπως ο Φώτης Κόντογλου (ένα προφητικό κείμενο)


Ασάλευτο θεμέλιο



Φώτης Κόντογλου


Σήμερα νομίζεται καλός σε όλα, όποιος είναι αδιάφορος, όποιος δεν νοιάζεται για τίποτα, όποιος δεν νιώθει καμιά ευθύνη. Αλλιώς τον λένε σωβινιστή, τοπικιστή, μισαλλόδοξο, φανατικό. Όποιος αγαπά την χώρα μας, τα ήθη και έθιμα μας, την παράδοση μας, την γλώσσα μας, θεωρείται οπισθοδρομικός. Οι αδιάφοροι παιρνούν για φιλελεύθεροι άνθρωποι, για άνθρωποι που ζούνε με το πνεύμα της εποχής μας, που έχουν για πιστεύω την καλοπέραση, το εύκολο κέρδος, τις ευκολίες, τις αναπαύσεις, κι ας μην απομείνει τίποτα που να θυμίζει σε ποιό μέρος βρισκόμαστε, από που κρατάμε, ποιοι ζήσανε πριν από μας στην χώρα μας. Η ξενομανία μας έγινε τώρα σωστή ξενοδουλεία, σήμερα περνά για αρετή, κι όποιος έχει τούτη την αρρώστεια πιο βαρειά παρμένη, λογαριάζεται για σπουδαίος άνθρωπος.



Η Ελλάδα έγινε ένα παζάρι που πουλιούνται όλα, σε όποιον θέλει να το αγοράσει. Καταντήσαμε να μην έχουμε απάνω μας τίποτα ελληνικό, από το σώμα μας ίσαμε το πνεύμα μας. Το μασκάρεμα άρχισε πρώτα από το πνεύμα, και ύστερα έφθασε και στο σώμα. Περισσότερο αντιστάθηκε σε αυτή την παραμόρφωση ο λαός και βαστάξε καμπόσο, μα στο τέλος τον πήρε το ρεύμα και πάει και αυτός. Μάλιστα είναι χειρότερος από τους γραμματισμένους. Τώρα μαϊμουδίζει τα φερσίματα και τις κουβέντες που βλέπει στον κινηματογράφο, έγινε αφιλότιμος και αδιάντροπος. Ενώ πρώτα ξεχώριζε από άλλες φυλές, γιατί ήταν σεμνός, φιλότιμος,ντροπαλός, καλοδεκτικός, τώρα έγινε αγνώριστος. Τα όμορφα χαρακτηριστικά του σβήνουνε μέρα με την μέρα. Και οι λιγοστοί που διατηρούνε ακόμη λίγα σημάδια από την ομορφιά της ελληνικής ψυχής, παρασέρνονται σε αυτή την παραμόρφωση από τους πολλούς, που είναι οι έξυπνοι, οι συγχρονισμένοι, οι μοντέρνοι, αλλά που είναι στ’ αληθινά οι αναίσθητοι και οι αποκτηνωμένοι. Οι καλοί ντρέπονται γιατί είναι καλοί, συμμαζεμένοι και με ανατροφή. Οι άλλοι τους λένε καθυστερημένους. Συμπαθητικός άνθρωπος δύσκολα βρίσκεται πια σήμερα στον τόπο μας. Η μόδα είναι να είναι κανείς αντιπαθητικός, κρύος, άνοστος και μάγκας. Μάλιστα όπως όλα φραγκέψανε, φράγκεψε και ο μάγκας.

Οι πιο αγράμματοι ανακατώνουνε στην κουβέντα τους κάποια εγγλέζικα και εκεί που δεν χρειάζονται. Όσο για τους γραμματισμένους, όλη η γραμματοσύνη τους είναι να μιλάνε εγγλέζικα και σε λίγο καιρό δεν θα υπάρχει Έλληνας να μιλά ελληνικά. Ας καταργηθεί λοιπόν η ελληνική γλώσσα ολότελα, να μην κουράζονται τα παιδιά μας στην άσκοπη εκμάθευσή της. Κοιτάχτε τα παιδιά μας. Παρατηρείστε τις φυσιογνωμίες τους, το βλέμμα τους, τις κουβέντες τους, τα αστεία τους, τα παιχνίδια τους. Όλα μυρίζουνε … Ελλάδα, να μην αβασκαθούμε! Το μόνο που απόμεινε ελληνικό είναι το “ρε”. Το μασκάρεμα γίνεται γοργά και στο κορμί και στην ψυχή. Οι λιγοστοί που αντιστέκονται ακόμη σε αυτόν τον κατακλυσμό, πως να μπορέσουνε να βαστάξουνε; Γύρω τους βογγά η μεθυσμένη ανθρωποθάλασσα. Έρχεται καινούργιος κόσμος! Το κολοσσαίο με τα ουρλιάσματα του σκεπάζει τις ψαλμωδίες που λένε οι μάρτυρες, περιμένοντας τα θηρία να τους φάνε.

Αλλά αν θα λείψουν οι Έλληνες από το πρόσωπο της γης, μήπως θα απομείνουν τα βουνά, οι ακροθαλασσιές, οι θάλασσες, τα νησιά και τα βράχια με τον ελληνικό χαρακτήρα τους; Καθόλου! Τα περισσότερα τα έχουνε αγοράσει άνθρωποι που ήρθανε από τον βόρειο Ωκεανό, απόγονοι των Βικίγκων. Εκείνα τα κακόμοιρα νησιά τι συμφορά έχουνε πάθει! Η φτώχεια τους στάθηκε η καταστροφή τους.Σήμερα τα ρημάξανε άλλοι κουρσάροι, πιο επικίνδυνοι που σφάζουνε με το μπαμπάκι.

Σκλαβώσανε τα νησιά με ευγενικό τρόπο, με το χαμόγελο στα χείλη
. Τα άσπρα σπιτάκια των νησιωτών, που ζούσανε σε αυτά απλοϊκοί και συμμαζεμένοι άνθρωποι, θαρρείς πως γίνανε δημόσια. Κυκλοφορούν χιλιάδες φωτογραφίες της Μυκόνου, της Πάρου, της Αίγινας, της Ύδρας, και αντί να βλέπει κανείς στους στενούς δρόμους τους κάποιους αραιούς νησιώτες ψαράδες, ψημένους στην θάλασσα και νησιώτισσες με τα σεμνά τους ρούχα, βλέπει να γυρίζουν κάποια πλάσματα μισόγυμνα ή ολόγυμνα, ξενόφερτα, αγκαλιασμένοι θεατρινίστικα και να κάνουνε κάποιες άνοστες επιδείξεις “ταμπλώ βιβάν”, σα να παίζουν στον κινηματογράφο. Και ρωτάς, κουνώντας το κεφάλι σου: τι σχέση μπορεί να έχουν αυτά τα δίποδα, με εκείνα τα σπίτια και με τα στενοσόκκακα των νησιών; Ταιριάζουνε με αυτά, όσο ταιριάζουνε οι τουρίστες με τα σορτς με τον Παρθενώνα που μπροστά του φωτογραφίζονται. Όμως εκεί στέκονται όσο να φωτογραφηθούνε, και δεν έχουνε για σπίτι τους τον αρχαίο ναό, ενώ τούτοι στα νησιά, κατοικούνε μέσα σε εκείνα τα αταίριαστα σπίτια. Όλα υπηρετούνε τα γούστα αυτών των αφεντάδων. Μάλιστα τόσο πολύ αγαπούν αυτοί την Ελλάδα, που είναι ενθουσιασμένοι πως δεν θα αφήσουνε τίποτα ελληνικό όπου πατήσουνε.

Καημένη Ελλάδα! Τι τέλος σε περίμενε! Μα δεν έχεις μήτε κάποιον να σε κλάψει, γιατί την κηδεία σου τη γιορτάζουνε σαν γάμο, με χαρές και με τραγούδια, που αυτά ευτυχώς δεν είναι ελληνικά. Ακούστε την εξής ιστορία: η χταπόδα βοσκά στον πάτο της θάλασσας, μαζί με το χταποδάκι. ’ξαφνα το καμακίζουνε. Το χταποδάκι φωνάζει: με πιάσανε μάνα! Η μάνα του του λέγει: μην φοβάσαι παιδί μου! Ξαναφωνάζει το μικρό: με βγάζουν από την θάλασσα! Πάλι λέγει η μάνα: μην φοβάσαι παιδί μου. Και πάλι: με σγουρίζουνε μάνα! Μην φοβάσαι παιδί μου! Με κόβουνε με το μαχαίρι! Μην φοβάσαι παιδί μου! Με βράζουνε μάνα! Μην φοβάσαι παιδί μου! Με μασάνε μάνα! Μην φοβάσαι παιδί μου! Πίνουνε κρασί μάνα! Τότε εκείνη αναστέναξε και φώναξε: Αχ, σε έχασα παιδί μου! Γιατί το κρασί είναι ο αντίμαχος του χταποδιού, επειδή το λιώνει στο στομάχι.


Δηλαδή η μάνα δεν φοβήθηκε μήτε το μαχαίρι, μήτε την φωτιά, μήτε τα δόντια, αλλά το κρασί, που είναι πιο ήρεμο και αθώο μπροστά στα μαχαίρια και τα δόντια. Η Ελλάδα σαν το χταποδάκι πέρασε από φωτιές, δόντια, μαχαίρια, αλλά πνεύμα ΔΕΝ παρέδινε. Ο Φράγκος δεν έρχεται με μαχαίρια, πιστόλια και φωτιές. Ήρθε με χάδια και γλυκόλογα. Ήρθε με δώρα, με λεφτά, να ανακουφίσει την φτώχεια μας, να διασκεδάσει μαζί μας, να χορέψει μαζί μας, να μας ευκολύνει την ζωή με τα μηχανήματά του. Όπως το χταποδάκι έλιωσε στο κρασί, έτσι και η Ελλάδα κοντεύει να χαθεί από το γλυκό κρασί που την μέθυσε και δεν ξέρει τι κάνει και ξεγυμνώθηκε και στρήνιασε και εκ του στρήνους αυτής επλούτισεν.

Σάββατο 18 Μαΐου 2013

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ - Εὐαγγέλιον - (Μέ ἀγάπη καί ἀφοσίωση)



Ευαγγέλιον Κυριακής Των Μυροφόρων
Μαρκ
(ιε 43 - ιστ 8)



Εν ταις ημέραις ἐκείναις, ἐλθὼν Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας, εὐσχήμων βουλευτής, ὃς καὶ αὐτὸς ἦν προσδεχόμενος τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, τολμήσας εἰσῆλθε πρὸς Πιλᾶτον καὶ ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ δὲ Πιλᾶτος ἐθαύμασεν εἰ ἤδη τέθνηκε, καὶ προσκαλεσάμενος τὸν κεντυρίωνα ἐπηρώτησεν αὐτὸν εἰ πάλαι ἀπέθανε · καὶ γνοὺς ἀπὸ τοῦ κεντυρίωνος ἐδωρήσατο τὸ σῶμα τῷ Ἰωσήφ. Καὶ ἀγοράσας σινδόνα καὶ καθελὼν αὐτὸν ἐνείλησε τῇ σινδόνι καὶ κατέθηκεν αὐτὸν ἐν μνημείῳ, ὃ ἦν λελατομημένον ἐκ πέτρας, καὶ προσεκύλισε λίθον ἐπὶ τὴν θύραν τοῦ μνημείου. Ἡ δὲ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία Ἰωσῆ ἐθεώρουν ποῦ τίθεται.

καὶ διαγενομένου τοῦ σαββάτου Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου καὶ Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτόν. Καὶ λίαν πρωῒ τῆς μιᾶς σαββάτων ἔρχονται ἐπὶ τὸ μνημεῖον, ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου. Καὶ ἔλεγον πρὸς ἑαυτάς · τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου? Καὶ ἀναβλέψασαι θεωροῦσιν ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος · ἦν γὰρ μέγας σφόδρα. Καὶ εἰσελθοῦσαι εἰς τὸ μνημεῖον εἶδον νεανίσκον καθήμενον ἐν τοῖς δεξιοῖς, περιβεβλημένον στολὴν λευκήν, καὶ ἐξεθαμβήθησαν.

Ὁ δὲ λέγει αὐταῖς · μὴ ἐκθαμβεῖσθε · Ἰησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον · ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε · ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν. Ἀλλ ὑπάγετε εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν · ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς εἶπεν ὑμῖν. Καὶ ἐξελθοῦσαι ἔφυγον ἀπὸ τοῦ μνημείου · εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις, καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον · ἐφοβοῦντο γάρ.

Ἀπόδοση

Τις ημέρες εκείνες, ήλθε ο Ιωσήφ, ο από Αριμαθαίας, ο οποίος ήτο σημαίνων βουλευτής που περίμενε και αυτός την βασιλείαν του Θεού. Αυτός ετόλμησε και ήλθε εις τον Πιλάτον και εζήτησε το σώμα του Ιησού. Ο Πιλάτος εξεπλάγη όταν άκουσε ότι είχε ήδη πεθάνει. Και εκάλεσε τον εκατόνταρχον και τον ερώτησε εάν είχε πεθάνει προ πολλού. Και όταν επληροφορήθηκε από τον εκατόνταρχον, εδώρησε το σώμα εις τον Ιωσήφ. Αυτός δε αγόρασε σινδόνι και τον κατέβασε, τον ετύλιξε με το σινδόνι και τον έθεσε εις μνήμα, που ήτο λαξευμένον εις βράχον και εκύλισε ένα λίθον εις την πόρτα του μνήματος. Η δε Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία του Ιωσή παρατηρούσαν που τον βάζουν.
Όταν επέρασε το Σάββατον, η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία του Ιακώβου και η Σαλώμη αγόρασαν αρώματα δια να έλθουν να τον αλείψουν. Και πολύ πρωΐ, την πρώτην ημέραν της εβδομάδος, έρχονται εις το μνήμα, αφού είχε ανατείλει ο ήλιος, και έλεγαν μεταξύ τους, «Ποιός θα μας κυλίση τον λίθον από την πόρτα του μνημείου;». Και όταν εσήκωσαν τα μάτια τους, βλέπουν ότι ο λίθος είχε κυλισθή. Ήτο δε πάρα πολύ μεγάλος. Και όταν εμπήκαν εις το μνήμα, είδαν ένα νέον με λευκήν στολήν να κάθεται εις τα δεξιά και κατελήφθησαν από φόβο.
Αυτός δε λέγει εις αυτάς, «Μη τρομάζετε. Τον Ιησούν ζητάτε τον Ναζαρηνόν τον σταυρωμένον; Αναστήθηκε, δεν είναι εδώ. Να ο τόπος όπου τον έβαλαν. Αλλά πηγαίνετε και πέστε εις τους μαθητάς του και εις τον Πέτρον, «Πηγαίνει πριν από σας εις την Γαλιλαίαν, εκεί θα τον ιδήτε, καθώς σας είπε». Και εβγήκαν και έφυγαν από το μνημείον διότι τας κατείχε τρόμος και έκπληξις. Και σε κανέναν δεν είπαν τίποτε, διότι εφοβούντο.


ΜΕ ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ ΑΦΟΣΙΩΣΗ

1. Η ἀγάπη ποὺ τολμᾶ


Ἡ Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων εἶναι ἀφιερωμένη στὰ πρόσωπα ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα μὲ πολλὴ ἀγάπη ἀλλὰ καὶ περισσὴ εὐλάβεια φρόντισαν γιὰ τὴν ἀποκαθήλωση τοῦ ἀχράντου Σώματος τοῦ Κυρίου καὶ τὸν ἐνταφιασμό Του. 

Πρόκειται γιὰ τὸν Ἰωσὴφ ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀριμαθαία, τὸν Νικόδημο, τὸν νυκτερινὸ μαθητὴ τοῦ Κυρίου, καὶ τὶς Μυροφόρες γυναῖκες.

Αὐτὴ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Κύριο, στὴν περίπτωση τοῦ Ἰωσὴφ καὶ τοῦ Νικοδήμου ἐκδηλώθηκε μὲ ἡρωισμὸ καὶ αὐταπάρνηση. Ὁ Ἰωσήφ, «εὐσχήμων βουλευτής», δηλαδὴ σεβαστὸ καὶ ἐπίσημο μέλος τοῦ Ἰουδαϊκοῦ Συνεδρίου, ἦταν αὐτὸς ποὺ τόλμησε νὰ παρουσιαστεῖ στὸν Πιλάτο καὶ νὰ ζητήσει τὸ ἅγιο Σῶμα τοῦ Κυρίου γιὰ νὰ τὸ ἐνταφιάσει.
Τόλμησε! Χωρὶς νὰ ὑπολογίζει τὶς ἀντιδράσεις τῶν Ἰουδαίων ἢ τὴν τυχὸν ἀπόρριψη τοῦ αἰτήματός του. Τόλμησε! Κι ἂς γνώριζε ὅτι αὐτὸ ἔθετε σὲ κίνδυνο τὸ ἀξίωμα, τὴν περιουσία, τὴν ἴδια του τὴ ζωή!
Αὐτὴ τὴν τόλμη καλούμαστε κι ἐμεῖς νὰ ἀποκτήσουμε. Τόλμη γιὰ νὰ ὁμολογοῦμε τὴν πίστη μας, ἀκόμη κι ἂν δεχόμαστε εἰρωνεῖες γι 'αὐτό · νὰ θυσιάζουμε τὸν ἑαυτό μας χάριν τῶν ἄλλων · νὰ μένουμε πιστοὶ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅ, τι κι ἂν αὐτὸ μᾶς κοστίσει.
Εἰδικὰ στὴν ἐποχή μας χρειάζεται τόλμη γιὰ νὰ εἶναι κανεὶς γνήσιος μαθητὴς τοῦ Κυρίου. Διότι, ὅπως τονίζει κι ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὁ Θεὸς δὲν μᾶς ἔδωσε «πνεῦμα δειλίας, ἀλλὰ δυνάμεως» (Β Τιμ. Α 7).

2. Η ἀγάπη ποὺ ἀγρυπνεῖ

Στὸ μεταξὺ οἱ πιστὲς κι ἀφοσιωμένες μαθήτριες τοῦ Κυρίου ποὺ εἶχαν παρατηρήσει προσεκτικὰ τὸν τόπο ὅπου ἐνταφιάστηκε τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, περίμεναν νὰ περάσει ἡ ἀργία τοῦ Σαββάτου, γιὰ νὰ πᾶνε καὶ νὰ τὸ ἀλείψουν μὲ ἀρώματα καὶ νὰ ἐκδηλώσουν ἔτσι τὸν σεβασμὸ καὶ τὴν ἀγάπη τους πρὸς τὸν λατρευτό τους Διδάσκαλο.
Πράγματι ξεκίνησαν γιὰ τὸ μνημεῖο «λίαν πρωῒ τῆς μιᾶς σαββάτων», πολὺ πρωὶ τῆς πρώτης ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος.Τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἥλιος ἄρχισε νὰ διαλύει τὸ πρωινὸ σκοτάδι, οἱ γυναῖκες αὐτὲς ἔτρεξαν στὸν τάφο τοῦ Κυρίου γιὰ νὰ ἐπιτελέσουν τὸ ἱερό τους ἔργο. Εἶναι χαρακτηριστικὸς ὁ πόθος τῶν ἁγίων Μυροφόρων νὰ βρεθοῦν στὸν τάφο τοῦ Κυρίου «ὄρθρου βαθέος». Εἶναι ἀξιοθαύμαστη καὶ ἡ τόλμη τους νὰ βαδίσουν μέσα στὴ νύχτα χωρὶς νὰ ὑπολογίσουν τὸν κίνδυνο ποὺ διέτρεχαν.
Τόσο δυνατὴ ἦταν ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ἀφοσίωσή τους πρὸς τὸν Σωτήρα Χριστό.Ἀλήθεια ἔχουμε ἐμεῖς παρόμοια ἀγάπη πρὸς τὸν Κύριο; ... Ξημερώνει Κυριακή. Οἱ καμπάνες τῶν ἐκκλησιῶν χτυποῦν ἀπὸ τὸ πρωί. Μᾶς καλοῦν νὰ ἔλθουμε νὰ λατρεύσουμε τὸν Κύριο. Κι ἂν οἱ Μυροφόρες εἶχαν τέτοιο πόθο γιὰ τὸ νεκρὸ Σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, μὲ πόσο μεγαλύτερο πόθο πρέπει νὰ προσερχόμαστε στὸν ἱερὸ ναὸ οἱ πιστοὶ χριστιανοὶ ποὺ γνωρίζουμε ὅτι ἐκεῖ θὰ συναντήσουμε τὸν ἀναστημένο Κύριο, τὸν αἰώνιο Νικητὴ τοῦ θανάτου?! Ἐμεῖς ποὺ ἔχουμε τὴ μοναδικὴ εὐλογία νὰ κοινωνοῦμε τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ἂς διδαχθοῦμε ἀπὸ τὸ παράδειγμα τῶν Μυροφόρων καὶ κάθε Σάββατο βράδυ ἂς ἀφήνουμε ἄλλες ἀπασχολήσεις καὶ περισπασμούς. Ὅλη ἡ σκέψη καὶ ἡ καρδιά μας ἂς εἶναι στραμμένη στὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ.
Μὲ τέτοιο πόθο καὶ κατάλληλη προετοιμασία ἂς ξεκινοῦμε κάθε Κυριακὴ πρωί-πρωὶ γιὰ νὰ ἔλθουμε στὴν ἐκκλησία. Ἐκεῖ ποὺ μᾶς περιμένει ὁ ἀναστὰς Κύριος γιὰ νὰ μᾶς χαρίσει εἰρήνη, παρηγοριὰ κι ἐλπίδα!


3. Η ἀγάπη ποὺ ὑπερνικᾶ τὰ ἐπόδια

Βέβαια, βαδίζοντας στὴν ὁδὸ τοῦ Κυρίου, πολλὲς φορὲς συναντοῦμε δυσκολίες καὶ ἐμπόδια. Ἂς μὴν ἀπογοητευόμαστε ὅμως.
Πολὺ μᾶς διδάσκουν καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ ἡ ἐπιμονὴ καὶ ἡ πίστη τῶν Μυροφόρων γυναικῶν. Καθὼς προχωροῦσαν πρὸς τὸ μνημεῖο, ἔλεγαν μεταξύ τους: «Τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον;». Ποιὸς θὰ μᾶς κυλίσει ἐκεῖνο τὸν ὀγκόλιθο ἀπὸ τὴν εἴσοδο τοῦ μνημείου; Καὶ τὰ ἔλεγαν αὐτὰ μεταξύ τους, διότι ὁ λίθος ποὺ ἔφραζε τὸν τάφο ἦταν τεράστιος καὶ δὲν ἦταν εὔκολο νὰ μετακινηθεῖ.
Παρ 'ὅλα αὐτὰ δὲν γύρισαν πίσω. Ἔμειναν σταθερὲς στὴν πορεία καὶ τὴν ἀποστολή τους. Καὶ δικαιώθηκαν γιὰ τὴν πίστη καὶ τὴ σταθερότητά τους. Διότι μόλις ἔστρεψαν τὰ μάτια τους πρὸς τὸ μνημεῖο, παρατήρησαν μὲ ἔκπληξη ὅτι ὁ ὀγκόλιθος εἶχε μετατοπισθεῖ καὶ δὲν εἶχαν πλέον δυσκολία στὴν πρόσβαση. Πλησίασαν, κι ἐκεῖ δέχθη καν τὸ χαρμόσυνο ἄγγελμα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου.
Δυσκολίες καὶ ἐμπόδια συναντοῦμε κι ἐμεῖς συχνὰ στὴ ζωή μας. Κάποτε τὰ προβλήματα φαίνεται ὅτι ὁδηγοῦν σὲ ἀδιέξοδο. Ἂς μὴν ἀπογοητευόμαστε ὅμως. (Ιη Λουκ. 27) «Τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστι». Ἂς προχωροῦμε πάντοτε μὲ πίστη κι ἐλπίδα. Ἡ ἐλπίδα στὸν ἀναστάντα Κύριο δὲν θὰ μᾶς ντροπιάσει καὶ δὲν θὰ μᾶς διαψεύσει ποτέ.

Πηγή: "Ο ΣΩΤΗΡ" 






Δείτε σχετικά: 

᾿Ανεπίτρεπτος ἡ κοινωνία μὲ αἱρετικοὺς ἐπισκόπους, κατά τόν Μέγα Βασίλειον



Ο Μ. Βασίλειος καὶ ἡ ᾿Εκκλησιολογία τῆς ᾿Ενστάσεως
῾Η κοινωνία εἶναι θέμα οὐσίας καὶ ὄχι τύπου.
Α´. Η ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΠΑΡΑΔΟΣΙΣ θεωροῦσε ἀνέκαθεν τοὺς αἱρετικοὺς ἐπι-
σκόπους, ἔστω καὶ ἄν ἦσαν ἀκόμη ἄκριτοι, ὡς μὴ κοινωνικούς, ὡς εὑρισκομένους
ἐκτὸς τῆς κοινωνίας Πίστεως, ἐκτὸς τῆς κοινωνίας τῆς ᾿Εκκλησίας.
῾Ο Μέγας Βασίλειος ἐπίστευε, ὅτι ἡ κοινωνία δὲν εἶναι κάτι τυπικόν, ἀλλὰ θέμα
οὐσίας, θέμα Πίστεως, θέμα σωτηρίας· γράφων πρὸς τοὺς Εὐαισηνούς, εὔχεται νὰ
μὴν ἐκπέση ἐκ τῆς κοινωνίας μὲ ἐκεῖνο τὸ τμῆμα τῆς ᾿Εκκλησίας, τὸ ὁποῖο παραμέ-
νει ἐπὶ τῆς βάσεως «τῆς ὑγιοῦς καὶ ἀδιαστρόφου διδασκαλίας», ἐφ᾿ ὅσον ἡ ὀρθὴ
Πίστις εἶναι τὸ θεμέλιον τῆς κοινωνίας καὶ ἡ κοινωνία μὲ τοὺς ᾿Ορθοδόξους σημαίνει
τοποθέτησι στὴν «μερίδα» τῶν δικαίων «ἐν τῇ ἡμέρᾳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ
Χριστοῦ τῇ δικαίᾳ, ὅταν ἔλθῃ δοῦναι ἡμῖν ἑκάστῳ κατὰ τὴν πρᾶξιν αὐτοῦ» (PG τ.
32, στλ. 937D-940Α: ᾿Επιστολὴ ΣΝΑ´ «Εὐαισηνοῖς», § 4).
῾Η κοινωνία μὲ αἱρετικούς, κατὰ τὸν Μ. Βασίλειον, εἶναι ἀνεπίτρεπτος, ἐφ᾿ ὅσον διὰ
τῆς ἀθετήσεως ἐν ὅλῳ ἤ ἐν μέρει τῆς ᾿Ορθοδόξου ῾Ομολογίας, αὐτοὶ τίθενται αὐτομάτως
ἐκτὸς τῆς κοινωνίας τῆς ᾿Εκκλησίας.
῾Ο Οὐρανοφάντωρ, ἤδη ὡς Διάκονος, διέκοψε τὸ 361 τὴν κοινωνίαν μὲ τὸν
᾿Επίσκοπο Καισαρείας Διάνιον καὶ κατέφυγε στὴν ἐρημία τοῦ Πόντου, παρὰ τὸ ὅτι
ἀγαποῦσε καὶ ἐσέβετο αὐτὸν βαθύτατα καὶ παρὰ τὸ ὅτι ὁ Διάνιος τὸν εἶχε βαπτίσει
καὶ χειροτονήσει· γιατί ἔπραξε τοῦτο; γιατί «ἀπετειχίσθη»; Διότι ὁ Διάνιος, ἐξ ἀδυ-
ναμίας χαρακτῆρος, εἶχε ὑπογράψει τὴν μὴ ὀρθόδοξο ὁμολογία πίστεως τῆς ἡμια-
ρειανικῆς συνόδου Κωνσταντινουπόλεως [360, ἔξαρχος ὁ «῾Ομοιανὸς» ᾿Ακάκιος
Καισαρείας Παλαιστίνης] (PG τ. 32, στλ. 388C-392Α: ᾿Επιστολὴ ΝΑ´ «Βοσπορίῳ
᾿Επισκόπῳ»).
᾿Αργότερα, ὡς ᾿Επίσκοπος πλέον, δὲν ἐδίστασε νὰ διασπάση καὶ τὴν παλαιὰν
φιλία του μὲ τὸν ἀρειανόφρονα ἐπίσκοπο Σεβαστείας Εὐστάθιον καὶ νὰ διακόψη
κάθε ἐπαφὴ μαζί του· ἐπεξηγῶν τὴν αὐστηρὰν στάσι του, ἔγραφε: Τώρα ὅμως, ἐὰν
μήτε μὲ ἐκείνους (τοὺς περὶ τὸν Εὐστάθιον) συμφωνοῦμε, ἀλλὰ καὶ τοὺς ὁμόφρονάς
των ἀποφεύγουμε, δικαίως θὰ τύχωμε ἀσφαλῶς συγγνώμης, «μηδὲν προτιμότερον
τῆς ἀληθείας καὶ τῆς ἑαυτῶν ἀσφαλείας τιθέμενοι» (PG τ. 32, στλ. 925BC: ᾿Επιστολὴ
ΣΜΕ´ «Θεοφίλῳ ᾿Επισκόπῳ»).
Β´. ΤΗΝ 29.6.1995 στὸ Βατικανό, ὁ πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως κ. Βαρ-
θολομαῖος καὶ ὁ Πάπας ᾿Ιωάννης Παῦλος Β´ ὑπέγραψαν «Κοινὸ ᾿Ανακοινωθέν».
Μὲ τὸ κείμενο αὐτό, σαφῶς κείμενο πίστεως, διεκηρύχθη ἡ Θεολογία τῶν «᾿Αδελ-
φῶν ᾿Εκκλησιῶν», ἡ Βαπτισματικὴ Θεολογία, ἡ δυνατότης «ἤδη ἀπὸ τοῦ νῦν εἰς τοὺς
Καθολικοὺς καὶ ᾿Ορθοδόξους νὰ δίδουν μίαν κοινὴν μαρτυρίαν πίστεως», ἡ Θεολογία
τῆς «Κοινῆς Διακονίας» καὶ ἡ προοπτικὴ τοῦ Διαθρησκειακοῦ Διαλόγου (Βλ. ᾿Αρχιμ.
Κυπριανοῦ ῾Αγιοκυπριανίτου, ᾿Ορθοδοξία καὶ Οἰκουμενικὴ Κίνησις, σελ. 19, ᾿Αθήνα
1997).
῾Η ἐνέργεια αὐτή, ἀποκορύφωμα πολλῶν ἄλλων παρομοίων οἰκουμενιστικῶν διαβη-
μάτων, συνιστᾶ ἀναμφισβητήτως πτῶσιν πίστεως· παραδέχεται καὶ διακηρύσσει μίαν
νέα «῾Ομολογία Πίστεως», μίαν αἱρετικὴ ὁμολογία.
Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι «κοινωνικὸς» ὁ πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
καὶ οἱ ὁμόφρονές του οἰκουμενισταὶ ἐπίσκοποι, οἱ ὁποῖοι σαφῶς καὶ συνεχῶς καὶ ἐκ
πεποιθήσεως, δηλαδὴ ὄχι ἐξ ἀδυναμίας χαρακτῆρος, ἀρνοῦνται τὴν ἐκκλησιολογικὴ
καὶ σωτηριολογικὴ ἀποκλειστικότητα τῆς Μιᾶς (καὶ Μοναδικῆς) ᾿Εκκλησίας, τοῦτ᾿
ἔστιν τῆς ᾿Ορθοδοξίας;
Περαιτέρω, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι «κοινωνικοὶ» οἱ Οἰκουμενισταί, ἐφ᾿ ὅσον
συμμετέχουν πλήρως στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνησι καὶ ἀνήκουν ὀργανικῶς στὰ θεσμικά
της ὄργανα, ἐντὸς τῶν ὁποίων καλλιεργεῖται ἀποδεδειγμένως ἕνας ἀντορθόδοξος δογ-
ματικός, κανονικὸς καὶ ἠθικὸς «μινιμαλισμός»;

• ῎Αν ζοῦσε σήμερα ὁ Μέγας Βασίλειος, θὰ κοινωνοῦσε μὲ τοὺς ἐξ ὀρθοδόξων
Οἰκουμενιστάς; Βεβαιότατα, ὄχι· καὶ τοῦτο, διότι ἡ ἀρχή, τὴν ὁποία διεκήρυξε ἔχει
αἰώνιον κῦρος: «μηδὲν προτιμότερον τῆς ἀληθείας καὶ τῆς ἑαυτῶν ἀσφαλείας τιθέ-
μενοι» (τίποτε ἄλλο δὲν θεωροῦμε προτιμότερον ἀπὸ τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν εὐστάθειά
μας στὴν ὀρθὴ Πίστι).




Περιοδ. «᾿Ορθόδοξος ᾿Ενημέρωσις», ἀριθ. 26/᾿Οκτώβριος-Δεκέμβριος 1997, σελ. 101-102.


Παρασκευή 17 Μαΐου 2013

Ο ΜΕΓΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΕΩΣ (᾿Επιστολὴ πρὸς Μοναχοὺς)


«῟Ων τὸ φρόνημα ἀποστρεφόμεθα, 
τούτους ἀπὸ τῆς κοινωνίας προσήκει φεύγειν»

᾿Επιστολὴ πρὸς Μοναχοὺς

ΠΡΟΣ ὅσους ἀσκοῦν τὸν μοναχικὸν βίον καὶ εἶναι στερεωμένοι εἰς τὴν πίστιν τοῦ Θεοῦ,
 ἀγαπητοὺς καὶ περιποθήτους ἀδελφούς, χαίρετε ἐν Κυρίῳ.
Πρῶτον μν εχαριστ τν Κύριον, ποος σς ξίωσε ν πιστεύσετε ες Ατόν, δι ν κληρονομήσετε κα σες τν αἰώνιον ζωὴν μαζ μ τος Αγίους.

᾿
Επειδ δ πάρχουν μερικο ρειανόφρονες, ο ποοι περιέρχονται τὰ Μοναστήρια δι κανένα ἄλλον σκοπόν, παρ ν ξαπατήσουν τος πλοϊκούς, σν πεσταλμένοι τάχα π μς, πάρχουν δ μερικοί, οἱ ποοι διαβεβαιώνουν μν πς δν πιστεύουν ες τν διδασκαλίαν,λλ ποχωρον κα προσεύχονται μαζὶ μ ατος ες τν διον τόπον·

κατ᾿
νάγκην λοιπν σπευσα, ἐπειδ μ παρεκάλεσαν μερικοὶ σταθερώτατοι δελφοί, ν σᾶς γράψω, στε ν φυλάσσετε κεραίαν κα νόθευτον τν εὐσεβῆ Πίστιν, τν ποίαν διατηρεῖ ες σς χάρις το Θεο, διὰ ν μ δώσετε φορμν σκανδαλισμοῦ ες τος δελφούς.

Διό
τι, ταν μερικο δον σᾶς τος πιστος ες τν Χριστὸν ν συγκεντρώνεσθε μ αὐτος κα ν κοινωντε μαζ τους, ὁπωσδήποτε θ θεωρήσουν τοῦτο τι ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΜΕΓΑΛΗΝ ΣΗΜΑΣΙΑΝ, καὶ τσι θὰ πέσουν ες τν βόρβορον τῆς σεβείας.

Διὰ
ν μ συμβ λοιπν τοῦτο, ἀποφασίσατε, γαπητοί, αὐτοὺς μν πο φανερ πιστεύουν εἰς τν σέβειαν ν ποστρέφεσθε, π᾿ ατος δέ, πο νομίζουν πς δν πιστεύουν ες τὴν ρειανικν διδασκαλίαν,κοινωνοῦν μως μ τος σεβεῖς, ν φυλάττεσθε·
καὶ μάλιστα κείνων πο ἀποστρεφόμεθα τν πίστιν, αὐτοὺς πρέπει ν ποφεύγωμεν π τν κοινωνίαν.
᾿Εν δ κανες προσποιται μὲν τι μολογε ρθν Πίστιν, φαίνεται δ τι κοινωνε μ ἐκείνους, ατν ν παροτρύνετε νὰ ποφεύγ ατν τν συνήθειαν·

καὶ
ἐὰν μν ποσχεθ, ν τν θεωρῆτε δελφόν, ἐὰν δ πιμέν μ πεσμα, ατν ν τν πομακρύνετε.
Διότι ἐὰν πράττετε τσι θ διατηρήσετε καθαρν τν Πίστιν, καὶ κενοι βλέποντες σς θ φεληθον, πειδ θ φοβηθοῦν μήπως θεωρηθον ς ἀσεβεῖς κα τι πιστεύουν τν διδασκαλίαν κείνων.

Μ. ᾿Αθανασίου, Πρς Μοναχούς, PG 26, 1185-1188.
(Νεοελληνικὴ πόδοσις π ΕΠΕ, Μ. ᾿Αθανάσιος, τ. 10, σελ. 312-315, Θεσσαλονίκη 1976).

 ῾Η ᾿Επιστολὴ δημοσιεύεται ἀσχολίαστος, διότι ὁμιλεῖ ἀφ᾿ ἑαυτῆς. ῎Ας μελετήσουν αὐτὴν προσεκτικῶς οἱ κοινωνοῦντες μὲ τοὺς Οἰκουμενιστὰς καὶ ἄς ἀναλογισθοῦν τὰς εὐθύνας των!



(ΠΗΓΗhttps://www.hsir.org/Theology_el/3a4019AthanasMeg.pdf όπου και το πρωτότυπο κείμενο )