A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !
✞ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος ✞

Παρασκευή 3 Μαΐου 2013

ΜΕΓΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟ - Ἡ εἰς Ἅδου κάθοδος





     « Τῶ Αγίω καὶ Μεγάλω Σαββάτω, τὴν θεόσωμον Ταφήν, καὶ τὴν εἰς Ἄδου Κάθοδον τοῦ Κυρίου καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἑορτάζομεν δι' ὧν τῆς φθορᾶς τὸ ἡμέτερον γένος ἀνακληθέν, πρὸς αἰωνίαν ζωὴν μεταβέβηκε».



Σύμφωνα με το ιερό συναξάρι αυτήν την άγια ημέρα τιμάμε και προσκυνάμε την ταφή του Κυρίου μας και την εις Άδου Κάθοδόν Του.

        Απόγευμα της Μεγάλης Παρασκευής. Η φρικτή ημέρα έβαινε προς το τέλος της. Το φυσικό σκοτάδι ερχόταν να διαδεχθεί το υπερφυσικό σκοτάδι της σταυρώσεως, που είχε καλύψει ολάκερη τη γη. Ο Κύριος είχε εκπνεύσει επί του σταυρού. Το άχραντο σώμα Του κρέμονταν άπνουν επί του ξύλου, ανάμεσα στους συσταυρωμένους ληστές, οι οποίοι σπάραζαν ακόμη από τους επιθανάτιους σπασμούς. Αλλά, όπως μας πληροφορεί ο ιερός Ευαγγελιστής, τα σώματα των εσταυρωμένων έπρεπε να ταφούν και μάλιστα βιαστικά, πριν πέσει το σκοτάδι και μπει η επόμενη ημέρα, σύμφωνα με τον ιουδαϊκό υπολογισμό του ημερονυκτίου. Έτσι  οι Ιουδαίοι «ίνα μη μείνη επί του σταυρού τα σώματα εν τω σαββάτω, επεί Παρασκευή ην΄ ην γαρ μεγάλη η ημέρα εκείνη του σαββάτου΄ ηρώτησαν τον Πιλάτον ίνα κατεαγώσιν αυτών τα σκέλη, και αρθώσιν» (Ιωάν.19,31).
Την επόμενη ημέρα οι Ιουδαίοι εόρταζαν τα Πάσχα τους. Δε μπορούσαν τη λαμπρή αυτή μέρα να ατενίζουν στο λόφο Γολγοθά σταυρωμένα πτώματα κακούργων, το αποκρουστικό θέαμα θα τους χαλούσε την εορταστική διάθεση. Διατάχθηκαν λοιπόν οι στρατιώτες και με χονδρές σιδερένιες βέργες τσάκισαν τα κόκαλα των δύο συσταυρωμένων ληστών, για να επιταχύνουν το θάνατό τους, διότι ακόμη δεν είχαν εκπνεύσει. «Επί τον Ιησούν ελθόντες ως είδον αυτόν ήδη τεθνηκότα, ου κατέαξαν αυτού τα σκέλη, αλλ’ εις των στρατιωτών λόγχη αυτού την πλευράν ένυξε, και ευθέως εξήλθε αίμα και ύδωρ» (Ιωάν.19,33). Αυτό σημαίνει ότι ο θάνατος του Κυρίου υπήρξε πραγματικός, εις πείσμα όλων εκείνων των συκοφαντών, οι οποίοι συνεχίζοντες την θεομάχο έχθρα των αρχόντων του Ισραήλ, υποστήριζαν και υποστηρίζουν ότι δήθεν δεν πέθανε επί του σταυρού και κατά συνέπεια η ανάστασή Του ήταν ψεύτικη!
       Κοντά στο σταυρό του Κυρίου είχαν απομείνει μόνο η Θεοτόκος και οι ηρωικές γυναίκες μαθήτριές Του, οι οποίες συνέπασχαν με Αυτόν, έκλαιγαν και πενθούσαν το άδικο πάθος και το θάνατό Του. Αντίθετα οι ένδεκα μαθητές είχαν κρυφτεί για το φόβο των Ιουδαίων (Ιωάν.20,19).  Όμως ήταν αδύνατο σ’ αυτές να αναλάβουν το δύσκολο έργο της αποκαθηλώσεως και της ταφής του Χριστού. Το πιο ανυπέρβλητο εμπόδιο ήταν η αίτηση στον Πιλάτο, προκειμένου να τους δοθεί η απαιτούμενη άδεια της ταφής.
        Το έργο αυτό ανάλαβαν οι ευσεβείς άρχοντες Ιωσήφ και Νικόδημος. «Επεί ην Παρασκευή, ο εστι προσάββατον, ελθών Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας, ευσχήμων βουλευτής, ος και αυτός ην προσδεχόμενος την βασιλείαν του Θεού, τολμήσας εισήλθε προς Πιλάτον και ητήσατο το σώμα του Ιησού». Εκείνος «εδωρήσατο το σώμα τω Ιωσήφ. Και αγοράσας σινδόνα και καθελών αυτόν ενείλησε τη σινδόνη και κατέθηκεν αυτόν εν μνημείω, ο ην λελατομημένον εκ πέτρας, και προσεκύλισε λίθον επί την θύραν του μνημείου» (Μάρκ.15,43-46). Αυτή ήταν και η τελευταία πράξη του Θείου Δράματος. Ο «αχώρητος παντί» χωρά και κρύπτεται στον τάφο. Αυτός που κατοικεί στα απέραντα ουράνια κείτεται στο υγρό μνημείο. Μυστήριο μέγα!
          Η ψυχή του Κυρίου, όπως αναφέραμε στο σχόλιό μας της Μεγάλης Παρασκευής, κατέβηκε στον Άδη, σύμφωνα με την  σαφέστατη διδασκαλία του αποστόλου Πέτρου: «θανατωθείς μεν σαρκί, ζωοποιηθείς δε πνεύματι΄ εν ω και τοις εν τη φυλακή πνεύμασι πορευθείς εκήρυξεν» (Α΄Πέτρ.3,18) και ομιλών για την Ανάσταση του Κυρίου «ου κατελείφθη η ψυχή αυτού εις άδου ουδέ η σαρξ αυτού είδε διαφθοράν» (Πραξ.2,31). Το ίδιο και ο απόστολος Παύλος έγραψε πως ο Χριστός «κατέβη πρώτον εις τα κατώτατα μέρη της γης» (Εφεσ.4,9), σύμφωνα με την αντίληψη της εποχής, ότι ο Άδης βρίσκεται στα έγκατα της γης. Εκεί ο Κύριος κατά την τριήμερο παραμονή Του συνέχισε και στον κόσμο των πνευμάτων το απολυτρωτικό Του έργο. Κήρυξε το ευαγγέλιο της σωτηρίας και στους απ’ αιώνος νεκρούς. Όπως στον κόσμο των ζωντανών έτσι και στον κόσμο των νεκρών υπήρξαν εκείνοι που πίστεψαν και εκείνοι που αρνήθηκαν το κήρυγμά Του. Κατά την λαμπροφόρο Ανάστασή Του ανέβασε μαζί Του και όσους πίστεψαν σ’ Αυτόν.
        Σύμφωνα με τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς η κάθοδος του Κυρίου στον Άδη υπήρξε επεισοδιακή. Σε πρωτοχριστιανικό κείμενο διαβάζουμε: Όταν ο Χριστός πλησίασε στις βαριές θύρες του Άδη ακούστηκε μια γοερή φωνή «άρατε πύλας λέγουσα. Ακούσας ο Άδης εκ δευτέρου την φωνήν απεκρίθη ως δήθεν μη γινώσκων και λέγει: Τις εστιν ούτος ο βασιλεύς της δόξης; Λέγουσιν οι άγγελοι του δεσπότου: Κύριος κραταιός και δυνατός, Κύριος δυνατός εν πολέμω. Και ευθέως άμα τω λόγω τούτω αι χαλκαί πύλαι συνετρίβησαν και οι σιδηροί μοχλοί συνεσθλάσθησαν, και οι δεδεμένοι πάντες νεκροί ελύθησαν των δεσμών, και ημείς μετ’ αυτών. Και εισήλθεν ο βασιλεύς της δόξης ώσπερ άνθρωπος, και πάντα τα σκοτεινά του Άδου εφωτίσθησαν» (Evang.NicodimiPars IIcap.V (XXI)3).
       Οι εντυπωσιακές αυτές σκηνές ενέπνευσαν τα μέγιστα στην θαυμάσια εικονογραφία και ιδιαίτερα την μεγαλειώδη υμνολογία του Μ. Σαββάτου. Αυτή μαζί με την υμνολογία του Πάσχα αποτελεί το αποκορύφωμα της θρησκευτικής ποιήσεως. Ο θεολογικότατος κανόνας του Όρθρου του Μεγάλου Σαββάτου και ο περίφημος και δημοφιλής Επιτάφιος Θρήνος υμνούν το νεκρό Θεό και προαναγγέλλουν την θριαμβευτική Του ανάσταση. Ρίγη συγκινήσεως και πνευματικής τέρψεως γεμίζουν τις ψυχές των πιστών, οι οποίοι γεμίζουν ασφυκτικά τους ναούς για κλίνουν γόνυ μπροστά στον ανθοστόλιστο Επιτάφιο, να προσκυνήσουν τον Κτίστη του κόσμου, ο Οποιος «Ως ανείδεος νεκρός καταφαίνεται, ο την κτίσιν ωραΐσας του παντός». Να αποσμίξουν τους «δακρυρρόους θρήνους τους» με τα μύρα της ανοιξιάτικων ανθέων και τα γλυκά μέλη των ιερών υμνολογιών. Η θεσπέσια ακολουθία του Όρθρου του Μεγάλου Σαββάτου θεωρείται ως η εξόδιος ακολουθία του Κυρίου μας!     

Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας παραλλήλισαν την ταφή του Κυρίου με την ανάπαυση του Θεού κατά την εβδόμη ημέρα της Δημιουργίας (Γεν.2,3). Ο «όλβιος τάφος» είναι η κλίνη της αναπαύσεως του Υιού του Θεού, ο Οποίος κατάπαυσε από το έργο της αναδημιουργίας του ανθρώπου και ολοκλήρου της δημιουργίας και την αγία αυτή ημέρα αναπαύεται. Το θαυμάσιο δοξαστικό των αίνων του Όρθρου του Μ. Σαββάτου τονίζει εμφαντικά αυτή την παρομοίωση: «… Τούτο εστι το ευλογημένον Σάββατον΄ αύτη εστίν η της καταπαύσεως ημέρα, εν η κατέπαυσεν από πάντων των έργων αυτού ο μονογενής Υιός του Θεού δια της κατά τον θάνατον οικονομίας τη σαρκί σαββατίσας…».
        «Σήμερα έγινε σωτηρία γι’ αυτούς που κατοικούν πάνω στη γη, και για τους απ’ αιώνος δέσμιους κάτω από τη γη, τονίζει πανηγυρικά ο άγιος Επιφάνιος Κύπρου… Οι βαριές πύλες του Άδη άνοιξαν διάπλατα. Εσείς οι απ’ αιώνος κεκοιμημένοι σκιρτήστε από χαρά. Εσείς οι καθήμενοι στο σκοτάδι και στη σκιά του θανάτου υποδεχτείτε το μέγα Φως. Ο Δεσπότης είναι μαζί με τους δούλους, ο Θεός είναι μαζί με τους νεκρούς, η ζωή ανταμώθηκε με τους θνητούς, ο ανεύθυνος κοινωνεί με τους υπεύθυνους, το ανέσπερο φως βρέθηκε μέσα στο σκοτάδι, με τους αιχμαλώτους ο ελευθερωτής, μετά των κατωτάτων ο υπεράνω των ουρανών…»
        Ενώ η πανάγια Σάρκα του Κυρίου μας αναπαυόταν στη γη, η ψυχή Του συνέχιζε το απολυτρωτικό έργο στον Άδη. Εκεί δόθηκε η πιο αποφασιστική «μάχη» όλων των εποχών. Αναμετρήθηκε η ζωή με το θάνατο, ο παράδεισος με το Άδη, ο Χριστός με το διάβολο. Από την τιτάνια αυτή πάλη νικήθηκε κατά κράτος ο διάβολος, καταπατήθηκε, κουρελιάστηκε και καταργήθηκε ο θάνατος και άνοιξε διάπλατα ο παράδεισος για τους πιστούς του Χριστού. Αυτό το μεγάλο θρίαμβο αποτυπώνει θαυμάσια στα υπέροχα τροπάρια της ημέρας: «Σήμερον ο άδης στένων βοά΄ Κετελήθη μου το κράτος΄ ο ποιμήν εσταυρώθη και τον Αδάμ ανέστησεν΄ ων περ εβασίλευον εστέρημαι, και ους κατέπιον ισχύσας, πάντας εξήμεσα΄ εκένωσε τους τάφους ο σταυρωθείς΄ ουκ ισχύει του θανάτου το κράτος…». «Σήμερον ο Άδης στένων βοά΄ … ελθών (ο Χριστός) το κράτος μου έλυσε, πύλας χαλκάς συνέτριψε, ψυχάς ας κατείχον το πριν, Θεός ων ανέστησε…», «…εδεξάμην θνητόν, ώσπερ ένα των θανόντων, τούτον δε κατέχειν, όλως ουκ ισχύω, αλλ’ απολώ μετά τούτου, ων εβασίλευον, εγώ είχον τους νεκρούς απ’ αιώνος, αλλά ούτος ιδού πάντας εγείρει…»!
        Οι ορθόδοξοι πιστοί με θλίψη στην ψυχή, με βουρκωμένα μάτια και συναισθηματική φόρτιση πλησιάζουμε στον ιερό Επιτάφιο να προσκυνήσουμε το νεκρό Κύριο και να του εναποθέσουμε λίγα ανοιξιάτικα λουλούδια, ψάλλοντες «Τω Πάθει Σου Χριστέ ελευθερώθημεν, και τη αναστάσει Σου, εκ φθοράς ελυτρώθημεν»! Περισσότερο θέλουμε να Του εναποθέσουμε την καρδιά μας και την ελπίδα μας, διότι Αυτός είναι ο υπέρτατος και μοναδικός Λυτρωτής μας, και κανένας άλλος! Η βεβαιότητα της λαμπροφόρου Αναστάσεώς Του μας γεμίζει αισιοδοξία και ουράνια χαρά. Διότι η δική Του Ανάσταση είναι η απαρχή και της δικής μας αναστάσεως. «Νυνί δε Χριστός εγήγερται εκ νεκρών, απαρχή των κεκοιμημένων εγένετο… έσχατος εχθρός καταργείται ο θάνατος» (Α΄Κορ.15,20,26).

Αυτή είναι η πιο χαρμόσυνη αγγελία της ανθρώπινης ιστορίας, η πιο ελπιδοφόρα πίστη σε όλους τους κόσμους. Αυτή η μακάρια πίστη διώχνει μακριά μας κάθε κατήφεια. Δε μας φοβίζει πια τίποτε, διότι ό,τι και να μας συμβεί ο τελικός μας θρίαμβος είναι προδιαγεγραμμένος και η ανάστασή μας είναι προαποφασισμένη από τον Νικητή του θανάτου, τον Αναστάντα Κύριό μας Ιησού Χριστό!


ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου Καθηγητού 

ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΘΡΗΝΟΣ - Σέ Τόν Ἀναβαλλόμενον.... (Δοξαστικό τοῦ Ἐσπερινού τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς) ΚΕΙΜΕΝΟ - ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ - ΒΙΝΤΕΟ



Σὲ τὸν ἀναβαλλόμενον τὸ φῶς ὥσπερ ἱμάτιον,
καθελὼν Ἰωσὴφ ἀπὸ τοῦ ξύλου σὺν Νικοδήμῳ,
καὶ θεωρήσας νεκρόν, γυμνόν, ἄταφον,
εὐσυμπάθητον θρῆνον ἀναλαβών, ὀδυρόμενος ἔλεγεν·
Οἴμοι γλυκύτατε Ἰησοῦ·
ὃν πρὸ μικροῦ ὁ ἥλιος ἐν Σταυρῷ κρεμάμενον θεασάμενος, ζόφῳ περιεβάλλετο,
καὶ ἡ γῆ τῷ φόβῳ ἐκυμαίνετο,
καὶ διερήγνυτο τοῦ ναοῦ τὸ καταπέτασμα·
ἀλλ' ἰδοὺ νῦν βλέπω σε δι' ἐμὲ ἑκουσίως ὑπελθόντα θάνατον.
Πῶς σε κηδεύσω Θεέ μου; ἢ πῶς σινδόσιν εἰλήσω;
ποίαις χερσὶ δὲ προσψαύσω τὸ σὸν ἀκήρατον σῶμα;
ἢ ποῖα ᾄσματα μέλψω τῇ σῇ ἐξόδῳ, Οἰκτίρμον;
Μεγαλύνω τὰ πάθη σου ὑμνολογῶ καὶ τὴν ταφήν σου,
σὺν τῇ ἀναστάσει, κραυγάζων· Κύριε δόξα σοι.


Μετάφραση


Εσένα, που το φως φοράς σαν ιμάτιο, όταν κατέβασε από τον Σταυρό ο Ιωσήφ μαζί με τον Νικόδημο και (σε) αντίκρισε νεκρό, γυμνό, άταφο, άρχισε ευσυμπάθητο θρήνο και έλεγε οδυρόμενος: "Αλίμονο γλυκύτατε Ιησού, που, πριν λίγο, επειδή (σε) είδε ο ήλιος να κρέμεσαι στον Σταυρό, τυλίχθηκε με σκοτάδι και η γη από τον φόβο εσείετο και σκιζόταν το καταπέτασμα του ναού. Αλλά, να, τώρα σε βλέπω για μένα να έχεις υποστεί με την θέλησή σου θάνατο. Πως θα σε κηδεύσω Θεέ μου; και πως θα σε τυλίξω με σεντόνια; Με ποια χέρια θα πιάσω το πάναγνό σου σώμα; και ποια τραγούδια θα ψάλλω στην κηδεία σου Οικτίρμονα; Δοξάζω τα πάθη σου, υμνολογώ και την ταφή σου μαζί με την ανάσταση και κραυγάζω: Κύριε δόξα σοι."





«Τὸν ἥλιον κρύψαντα…» (Ψάλλεται μετά τήν περιφορά τοῦ Ἐπιταφίου) ΚΕΙΜΕΝΟ - ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ - ΒΙΝΤΕΟ

Σχετική εικόνα


Τὸν ἥλιον κρύψαντα τὰς ἰδίας ἀκτίνας,
καὶ τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ διαρραγέν, τῷ τοῦ Σωτῆρος θανάτῳ,
ὁ Ἰωσὴφ θεασάμενος, προσῆλθε τῷ Πιλάτῳ καὶ καθικετεύει λέγων·
δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, τὸν ἐκ βρέφους ὡς ξένον ξενωθέντα ἐν κόσμῳ·
δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὃν ὁμόφυλοι μισοῦντες θανατοῦσιν ὡς ξένον·
δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὃν ξενίζομαι βλέπειν τοῦ θανάτου τὸ ξένον·
δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὅστις οἶδεν ξενίζειν τοὺς πτωχούς τε καὶ ξένους·
δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὃν Ἑβραῖοι τῷ φθόνῳ ἀπεξένωσαν κόσμῳ·
δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ἵνα κρύψω ἐν τάφῳ, ὃς ὡς ξένος οὐκ ἔχει τὴν κεφαλὴν ποῦ κλῖναι·
δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὃν ἡ Μήτηρ καθορῶσα νεκρωθέντα ἐβόα·
Ὦ Υἱὲ καὶ Θεέ μου, εἰ καὶ τὰ σπλάγχνα τιτρώσκομαι,
καὶ καρδίαν σπαράττομαι, νεκρόν σε καθορῶσα,
ἀλλὰ τῇ σῇ ἀναστάσει θαρροῦσα μεγαλύνω.
Καὶ τούτοις τοίνυν τοῖς λόγοις δυσωπῶν τὸν Πιλᾶτον
ὁ εὐσχήμων λαμβάνει τοῦ Σωτῆρος τὸ σῶμα,
ὃ καὶ φόβῳ ἐν σινδόνι ἐνειλήσας καὶ σμύρνῃ, κατέθετο ἐν τάφῳ
τὸν παρέχοντα πᾶσι ζωὴν αἰώνιον καὶ τὸ μέγα ἔλεος. 

Ἀπόδοση

Τον ήλιο που έκρυψε τις ίδιες του τις ακτίνες και το καταπέτασμα του ναού που διερράγη, λόγω του θανάτου του Σωτήρος, ο Ιωσήφ όταν (τα) είδε, προσήλθε στον Πιλάτο και θερμά ικετεύει λέγοντας:

Δώσε μου τούτο τον ξένο, που από βρέφος σαν ξένος φιλοξενήθηκε στον κόσμο.

Δώσε μου τούτο τον ξένο, που οι ομόφυλοι από μίσος τον θανατώνουν σαν ξένο.

Δώσε μου τούτο τον ξένο, που παραξενεύομαι να βλέπω του θανάτου το (παρά)ξενο.

Δώσε μου τούτο τον ξένο, που ήξερε να φιλοξενεί τους πτωχούς και τους ξένους.

Δώσε μου τούτο τον ξένο, που οι Εβραίοι από φθόνο τον απεξένωσαν από τον κόσμο.

 Δώσε μου τούτο τον ξένο, για να κρύψω σε τάφο, που σαν ξένος δεν είχε που να γείρει το κεφάλι.

Δώσε μου τούτο τον ξένο, που βλέποντάς τον νεκρό η Μητέρα φώναζε: Ω, Υιέ μου και Θεέ μου, αν και στα σπλάχνα πληγώνομαι και στην καρδιά σπαράζω που σε βλέπω νεκρό, αλλά αναθαρρώντας από την ανάστασή σου, δοξάζω.

Και με τούτα τα λόγια ικετεύοντας τον Πιλάτο ο άρχοντας λαμβάνει του Σωτήρος το σώμα, που και με φόβο το τύλιξε σε σεντόνι και σε σμύρνα και το έβαλε σε τάφο, αυτόν που παρέχει σε όλους ζωή αιώνια και το μεγάλο έλεος.






                                                                             





Πέμπτη 2 Μαΐου 2013

ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ - Τά Ἅγια Πάθη







«Τὴ Αγία καὶ Μεγάλη Παρασκευή, τὰ ἅγια καὶ σωτήρια καὶ φρικτὰ Πάθη τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐπιτελοῦμεν, τοὺς ἐμπτυσμούς, τὰ ῥαπίσματα, τὰ κολαφίσματα, τὰς ὕβρεις, τοὺς γέλωτας, τὴν πορφυρᾶν χλαίναν, τὸν κάλαμον, τὸν σπόγγον, τὸ ὄξος, τοὺς ἤλους, τὴν λόγχην, καὶ πρὸ πάντων, τὸν σταυρόν, καὶ τὸν θάνατον, ἃ δι' ἡμᾶς ἑκὼν κατεδέξατο, ἔτι δὲ καὶ τὴν τοῦ εὐγνώμονος Ληστοῦ, τοῦ συσταυρωθέντος αὐτῷ, σωτήριον ἐν τῷ Σταυρῶ ὁμολογίαν»


Το ιερό συναξάρι της αγίας αυτής ημέρας αναφέρει με λεπτομέρεια τι τιμούμε και προσκυνάμε αυτή την αγία ημέρα.


       Η Μεγάλη Παρασκευή είναι για μας τους χριστιανούς η πλέον φρικτή, πένθιμη και λυπητερή ημέρα, αλλά και η πιο ιερή, η πιο αγία, η πολυσέβαστη και πλέον αγαπητή και προσκυνητή ημέρα της Εκκλησίας μας. Κι αυτό διότι ο Βασιλεύς των βασιλευόντων και Κύριος των κυριευόντων, ο Ενανθρωπήσας Υιός και Λόγος του Θεού κρέμεται καρφωμένος, γυμνός, άπνους, επάνω στο ξύλο του σταυρού, ως χείριστος κακούργος. Ο Εσταυρωμένος Χριστός μας πήρε επάνω Του όλες τις αμαρτίες του κόσμου και ανέβηκε εκών στο φρικτό Γολγοθά για να εξαγοράσει, μυστήριο πως, με το τίμιο Αίμα Του τη λύτρωση του ανθρωπίνου γένους. Τέλεσε ως ιερεύς και ταυτόχρονα ως ιερείο τη μεγαλύτερη και αποτελεσματικότερη θυσία όλων των εποχών, η οποία αποτέλεσε την πραγματική καταλλαγή με το Θεό. Ο απόστολος Παύλος τονίζει πως «εχθροί όντες κατηλλάγημεν τω Θεώ δια του θανάτου του υιού αυτού» (Ρωμ.5,10). Στο εξής ο αναγεννημένος «εν τω αίματι του Χριστού» (Εφ.2,13) άνθρωπος «ουκέτι ει δούλος, αλλ' υιός' ει δε υιός, και κληρονόμος Θεού δια Χριστού»  (Γαλ.4,5). Και αυτό επειδή επάνω στο φρικτό Γολγοθά συνήφθη δια του τιμίου Αίματος του Χριστού η αιώνια διαθήκη Θεού και ανθρώπου (Εβρ.8,15).
       Ποια καρδιά δεν λυγίζει την ημέρα αυτή μπροστά στη φρικτή και ανείπωτη θεοκτονία;. Ποια μάτια δε βουρκώνουν στο αντίκρισμα του γλυκύτατου Εσταυρωμένου; Ποια ψυχή δε μαλακώνει μπροστά στα άδικα παθήματα; Ποια γόνατα δεν κλείνουν κάτω από το Σταυρό για να προσκυνήσουν τα Θεία Πάθη; Εκατομμύρια πιστοί χριστιανοί πενθούν για τον οδυνηρό θάνατο του Χριστού μας. Κατακλύζουν τους ιερούς Ναούς με μπουκέτα άνθη στα χέρια για να τα εναποθέσουν στον ιερό Επιτάφιο. Να προσκυνήσουν το Λυτρωτή τους, Αυτόν, ο Οποίος «εξηγόρασεν ημάς εκ της κατάρας του νόμου τω τιμίω Του αίματι».
        Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός αφού συνελήφθη στον κήπο του Όρους των Ελαιών, ύστερα από την προδοσία του Ιούδα, σύρθηκε δέσμιος σε  μια δραματική νυκτερινή δίκη. Η μανία των αρχόντων του ισραηλιτικού λαού ήταν τέτοια που δεν μπορούσε να περιμένει για να ξημερώσει η αυριανή ημέρα. Οι ιεροί Ευαγγελιστές αναφέρουν λεπτομέρειες για την δίκη – παρωδία. Η καταδίκη ήταν ήδη προαποφασισμένη και μόνο έπρεπε να τηρηθούν κάποια νομιμοφανή προσχήματα. Τη λύση έδωκαν πληρωμένοι ψευδομάρτυρες, οι οποίοι, διαστρέφοντας τα λόγια του Χριστού στήριξαν την επιθυμητή κατηγορία: Ένοχος θανάτου!
        Με το φως της ημέρας οδηγήθηκε στο Πραιτόριο, στην έδρα του Ρωμαίου διοικητή Πιλάτου. Η επίσημη καταδίκη έπρεπε να απαγγελθεί από τη «νόμιμη εξουσία». Επιστρατεύθηκε ο όχλος για να φωνασκεί και να απαιτεί την σταυρική Του καταδίκη. Είναι αυτός ο ίδιος ο όχλος που λίγες ημέρες πριν φώναζε «Ευλογημένος ο Ερχόμενος»! Ο διεφθαρμένος εκπρόσωπος της διεφθαρμένης ρωμαϊκής εξουσίας, ανταλλάσσει την καταδίκη του Μεγάλου Αθώου με την ελευθερία του μεγάλου κακούργου Βαραββά. Ο Κύριος υφίσταται ανείπωτες ταπεινώσεις, τέτοιες που δεν υπέστη ούτε ο χειρότερος των κακούργων θνητών. Τελικά  παρ’ όλες τις επιφυλάξεις του ο Πιλάτος παραδίδει το Χριστό «ίνα σταυρωθή» (Λουκ.19,16).
        Φορτωμένος το βαρύ ξύλο του σταυρού πέρασε από τους δρόμους της αγίας πόλεως για διαπόμπευση, οδηγούμενος στον τόπο του μαρτυρίου, το λόφο του Γολγοθά. Το κουρασμένο, πληγωμένο και εξασθενισμένο άγιο σαρκίο Του δεν αντέχει το βάρος του ξύλου και πέφτει καταμεσής στο δρόμο. Αγγαρεύεται ο διερχόμενος Σίμων ο Κυρηναίος, ο οποίος τελικά ανεβάζει το φονικό όργανο στον
 τόπο της εκτελέσεως. Σκουριασμένα χοντρά καρφιά μπήγονται στα χέρια και τα πόδια Του. Το τίμιο Αίμα Του χύνεται άφθονο και βάφει τα άνομα χέρια των δημίων Του. Ως άνθρωπος πονά και υποφέρει, μα υπομένει το φοβερό μαρτύριο, το οποίο τον οδηγεί αργά και βασανιστικά στο θάνατο. Εκατέρωθέν Του σταυρώνονται δύο αδίστακτοι ληστές, από τους οποίους ο ένας μετανοεί και σώζεται (Λουκ.23,40). Είναι ο πρώτος άνθρωπος, που εισέρχεται στον άρτι ανοιχθέντα από τον Εσταυρωμένο Παράδεισο!
      Μέσα σους αφόρητους πόνους και το χειρότερο κάτω από το αίσθημα της άδικης καταδίκης Του, όχι μόνο δεν οργίζεται και δεν καταριέται τους άνομους δημίους Του, αλλά παρακαλεί τον Ουράνιο Πατέρα να τους συγχωρήσει, διότι «Ουκ οίδασι τι ποιούσι» (Λουκ.23,34). «Ήν δεν ωσεί ώρα έκτη» (Λουκ.23,44), ο Κύριος φθάνοντας στα έσχατα της ανθρώπινης αντοχής, «κράξας φωνή μεγάλη αφήκε το πνεύμα» (Ματθ.27,50).

 Αμέσως συνέβησαν θαυμαστά και πρωτόγνωρα φαινόμενα: «σκότος εγένετο εφ’ όλην την γην έως ώρας ενάτης, του ηλίου εκλείποντος» (Λουκ.23,44), «το καταπέτασμα του ναού εσχίσθη εις δύο από άνωθεν έως κάτω, και η γη εσείσθη και αι πέτραι εσχίσθησαν, και τα μνημεία ανεώχθησαν και πολλά σώματα των κεκοιμημένων αγίων ηγέρθη, και εξήλθον εις την αγίαν πόλιν και ενεφανίσθησαν πολλοίς» (Ματθ.27,51-52). Αν οι σκληρόκαρδοι Ιουδαίοι έμειναν απαθείς μπροστά στην φρικτή θεοκτονία, η άψυχη φύση συγκλονίστηκε συθέμελα, διαμαρτυρόμενη για τη μεγαλύτερη κακουργηματική πράξη όλων των εποχών, για το άδικο πάθος και τον αναίτιο θάνατο του Θεού! Αιώνιοι φυσικοί νόμοι διαταράχτηκαν, ο κόσμος έφτασε στο χείλος της καταρρεύσεως. Ο εθνικός αρεοπαγίτης Διονύσιος, από την Αίγυπτο, αναφώνησε δραματικά πως «ή θεός τις πάσχει, ή το παν απόλυται».

       Ο επί κεφαλής του εκτελεστικού αποσπάσματος «εκατόνταρχος και οι μετ’ αυτού τηρτούντες τον Ιησούν, ιδόντες τον σεισμόν και τα γινόμενα εφοβήθησαν σφόδρα λέγοντες΄ αληθώς Θεού υιός ην ούτος» (Ματθ.27,54). Το ίδιο «και πάντες οι συμπαραγενόμενοι όχλοι επί την θεωρίαν ταύτην, θεωρούντες τα γενόμενα, τύπτοντες εαυτών τα στήθη υπέστρεφον» (Λουκ.23,48). Αντίθετα οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι, όχι μόνο δεν συγκινήθηκαν από τα συγκλονιστικά γεγονότα, αλλά πήγαν στον Πιλάτο ζητώντας του: «κέλευσον ασφαλισθήναι τον τάφον εως τρίτης  ημέρας, μήποτε ελθόντες οι μαθηταί αυτού νυκτός κλέψωσιν αυτόν και είπωσι τω λαώ, ηγέρθη από των νεκρών΄ και έσται η εσχάτη πλάνη χείρων της πρώτης» (Ματθ.27,64).
|

         Η Μεγάλη Παρασκευή είναι, όπως προαναφέραμε, ημέρα θλίψεως και συντριβής για μας του πιστούς. Όμως για τη θεολογία της Εκκλησίας μας η Μεγάλη Παρασκευή είναι ήδη Πάσχα. Η ψυχή του Κυρίου, ως ψυχή αληθινού ανθρώπου έπρεπε να ακολουθήσει την προδιαγεγραμμένη πορεία της, να κατέβει στον παμφάγο Άδη, στον τόπο κατοικίας όλων των ψυχών, όλων των εποχών. Όμως η ψυχή του Κυρίου, ως αναπόσπαστο μέρος της θεανδρικής υποστάσεως του Θεού Λόγου, δεν ήταν δυνατόν να κρατηθεί στον τόπο της βασάνου, δεν ήταν δυνατόν η ψυχή της πηγής της ζωής, να γίνει βορρά του θανάτου και να παραμείνει δέσμια του Άδη. Σύμφωνα με την πατερική διδασκαλία της Εκκλησίας μας η ψυχή του Κυρίου λειτούργησε ως δόλωμα στον Άδη. Ως παμφάγος κατάπιε το δόλωμα αυτό και πιάστηκε και αιχμαλωτίσθηκε από αυτό και νικήθηκε!
         Το Θείο Πάθος έχει και μια άλλη σημαντική παράμετρο για μας τους ορθοδόξους πιστούς. Χωρίς αγώνα και παθήματα, είναι αδύνατο να υπάρξει νίκη και θρίαμβος. Χωρίς θυσία είναι αδύνατον να υπάρξει λύτρωση. Χωρίς σταυρό δεν  μπορεί να υπάρξει ανάσταση. Το Θείο Πάθος δείχνει και σε μας την ανάγκη να ακολουθήσουμε πρόθυμα το δικό μας δρόμο του μαρτυρίου, να ανεβούμε στο δικό μας σταυρό, που είναι η σταύρωση και ο θάνατος του παλαιού πτωτικού εαυτού μας, προκειμένου να έχουμε την μακάρια ελπίδα και της δικής μας αναστάσεως. Σύμφωνα με την προτροπή του ιερού υμνογράφου! «Μη ως Ιουδαίοι εορτάσωμεν, και γαρ το Πάσχα ημών, υπέρ ημών ετύθη Χριστός ο Θεός. Αλλ’ εκκαθάρωμεν εαυτούς, από παντός μολυσμού, και ειλικρινώς δεηθώμεν αυτώ, Ανάστα Κύριε, σώσον ημάς ως φιλάνθρωπος»!


ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου Καθηγητού 

Πηγή: aktines.blogspot.gr 



Σέ Τόν Ἀναβαλλόμενον.... Δοξαστικό τοῦ Ἐσπερινού τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς

Σὲ τὸν ἀναβαλλόμενον τὸ φῶς ὥσπερ ἱμάτιον,

καθελὼν Ἰωσὴφ ἀπὸ τοῦ ξύλου σὺν Νικοδήμῳ,
καὶ θεωρήσας νεκρόν, γυμνόν, ἄταφον,
εὐσυμπάθητον θρῆνον ἀναλαβών, ὀδυρόμενος ἔλεγεν·
Οἴμοι γλυκύτατε Ἰησοῦ·
ὃν πρὸ μικροῦ ὁ ἥλιος ἐν Σταυρῷ κρεμάμενον θεασάμενος, ζόφῳ περιεβάλλετο,
καὶ ἡ γῆ τῷ φόβῳ ἐκυμαίνετο,
καὶ διερήγνυτο τοῦ ναοῦ τὸ καταπέτασμα·
ἀλλ' ἰδοὺ νῦν βλέπω σε δι' ἐμὲ ἑκουσίως ὑπελθόντα θάνατον.
Πῶς σε κηδεύσω Θεέ μου; ἢ πῶς σινδόσιν εἰλήσω;
ποίαις χερσὶ δὲ προσψαύσω τὸ σὸν ἀκήρατον σῶμα;
ἢ ποῖα ᾄσματα μέλψω τῇ σῇ ἐξόδῳ, Οἰκτίρμον;
Μεγαλύνω τὰ πάθη σου ὑμνολογῶ καὶ τὴν ταφήν σου,
σὺν τῇ ἀναστάσει, κραυγάζων· Κύριε δόξα σοι.

Μετάφραση

Εσένα, που το φως φοράς σαν ιμάτιο, όταν κατέβασε από τον Σταυρό ο Ιωσήφ μαζί με τον Νικόδημο και (σε) αντίκρισε νεκρό, γυμνό, άταφο, άρχισε ευσυμπάθητο θρήνο και έλεγε οδυρόμενος: "Αλίμονο γλυκύτατε Ιησού, που, πριν λίγο, επειδή (σε) είδε ο ήλιος να κρέμεσαι στον Σταυρό, τυλίχθηκε με σκοτάδι και η γη από τον φόβο εσείετο και σκιζόταν το καταπέτασμα του ναού. Αλλά, να, τώρα σε βλέπω για μένα να έχεις υποστεί με την θέλησή σου θάνατο. Πως θα σε κηδεύσω Θεέ μου; και πως θα σε τυλίξω με σεντόνια; Με ποια χέρια θα πιάσω το πάναγνό σου σώμα; και ποια τραγούδια θα ψάλλω στην κηδεία σου Οικτίρμονα; Δοξάζω τα πάθη σου, υμνολογώ και την ταφή σου μαζί με την ανάσταση και κραυγάζω: Κύριε δόξα σοι."









Τετάρτη 1 Μαΐου 2013

ΓΙΑΤΙ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΔΕΝ ΑΛΛΑΞΕ ΤΟΝ ΙΟΥΔΑ; (Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Χρυσοστόμου)






«Τότε, αφού πήγε στους αρχιερείς ένας από τους δώδεκα, ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, είπε, τι θέλετε να μου δώσετε για να σας τον παραδώσω;»[...] 


Και ακριβώς όταν η πόρνη μετανοούσε, όταν καταφιλούσε τα πόδια του Κυρίου, τότε πρόδινε το Δάσκαλο ο μαθητής. Γι’ αυτό είπε «τότε», για να μην κατηγορήσεις για αδυναμία το Δάσκαλο, όταν βλέπεις τον μαθητή του να τον προδίνει. Γιατί τόσο μεγάλη ήταν η δύναμη του Δασκάλου, ώστε να πείθει να Τον ακολουθούν ακόμη
και οι πόρνες.

Θα αναρωτιόταν όμως κανείς, Εκείνος που είχε τη δύναμη να μεταστρέφει τις πόρνες και να τις κάνει να Τον ακολουθούν, δεν κατάφερε να κερδίσει την αγάπη του
μαθητή του; Είχε τη δύναμη να κερδίσει το μαθητή, αλλά δεν επιθυμούσε να τον μεταβάλει αναγκαστικά στο καλό, ούτε με τη βία να τον προσελκύσει κοντά Του.
«Τότε, αφού πήγε». Και το «αφού πήγε» αυτό δεν στερείται κάποιας σημασίας.

Γιατί δεν κάλεσαν οι αρχιερείς τον Ιούδα, ούτε αναγκάστηκε, ούτε υποχρεώθηκε, αλλά ο ίδιος μόνος του κι ελεύθερα γέννησε την πονηρή αυτή σκέψη κι έβγαλε αυτή την απόφαση, χωρίς να έχει κανέναν σύμβουλο σ’ αυτό το πονηρό του έργο. «Τότε, αφού πήγε… ένας από τους δώδεκα». Τι σημαίνει το «ένας από τους δώδεκα»;

Και αυτός ο λόγος «ένας από τους δώδεκα» δείχνει πως η κατηγορία του Ιούδα είναι πολύ μεγάλη. Γιατί ο Ιησούς είχε και άλλους μαθητές, εβδομήντα συνολικά.
Αλλά εκείνοι βρίσκονταν σε δεύτερη θέση και δεν απολάμβαναν τόση τιμή, ούτε είχαν τόση οικειότητα με τον Διδάσκαλο, ούτε γνώριζαν τόσο τα μυστικά Του όσο οι δώδεκα. Αυτοί προπάντων ήταν οι εκλεκτοί, αυτοί αποτελούσαν τον στενό κύκλο του Βασιλιά, αυτοί αποτελούσαν την ομάδα που ήταν κοντά στο Δάσκαλο, και από αυτήν ξεπήδησε ο Ιούδας. Για να μάθεις, λοιπόν, ότι δεν Τον πρόδωσε απλώς κάποιος από τους μαθητές Του, αλλά ένας από τους εκλεκτούς Του, γι’ αυτό αναφέρει ο Ευαγγελιστής το «ένας από τους δώδεκα». Και δε ντρέπεται ο Ματθαίος να το αναφέρει. Αλλά για ποιο λόγο να ντραπεί; Το αναφέρει για να μάθεις πως παντού και πάντα λένε οι Ευαγγελιστές την αλήθεια και δεν αποκρύπτουν τίποτα, ακόμη και αυτά που θεωρούνται αξιοκατάκριτα. Γιατί αυτά που φαίνονται πως είναι αξιοκατάκριτα, αυτά αποδεικνύουν τη φιλανθρωπία του Κυρίου. Ότι δηλαδή προσέφερε τόσα πολλά αγαθά στον προδότη, το ληστή, τον κλέφτη (τον Ιούδα) και συνέχιζε μέχρι την τελευταία στιγμή να τον έχει κοντά Του. Και μάλιστα τον νουθετούσε και τον συμβούλευε και τον φρόντιζε με κάθε τρόπο. Αν εκείνος δεν έδινε σημασία, δεν φταίει ο Κύριος. Και μάρτυρας είναι η πόρνη, και μη πολυπαίρνεις θάρρος προσέχοντας τον Ιούδα.
Γιατί και τα δύο αυτά είναι ολέθρια, και το υπέρμετρο θάρρος και η απελπισία (απόγνωση). Γιατί το υπέρμετρο θάρρος κάνει να πέσει κάτω αυτός που στέκεται όρθιος, και η απελπισία εμποδίζει να σηκωθεί αυτός που έχει πέσει. Γι’ αυτό και ο Παύλος συμβούλευε λέγοντας: «Αυτός που νομίζει πως στέκεται, ας προσέχει μην πέσει».

Έχεις τα παραδείγματα και των δύο πως έπεσε δηλαδή ο μαθητής, που νόμιζε πως στεκόταν όρθιος, και πως σηκώθηκε η πόρνη που είχε πέσει.
Η σκέψη μας εύκολα παρασύρεται και η θέλησή μας είναι ευμετάβλητη. Γι’ αυτό πρέπει να διαφυλάσσουμε και να οχυρώνουμε τον εαυτό μας από παντού.[...]

«Τι θέλετε να μου δώσετε, κι εγώ θα σας Τον παραδώσω». Πες μου Ιούδα, αυτά σου έμαθε ο Χριστός; Γι’ αυτό το λόγο δεν έλεγε, «μην αποκτήσετε
χρυσά νομίσματα, ούτε ασημένια, ούτε χάλκινα που να τα φυλάγετε στις ζώνες σας», θέλοντας να περιορίσει από πιο μπροστά τη φιλαργυρία σου;[...]

«Τι θέλετε να μου δώσετε, κι εγώ θα σας Τον παραδώσω». Πολύ σκληρά είναι τα λόγια αυτά. Πες μου, μπορείς εσύ να παραδώσεις Εκείνον που συγκρατεί τα πάντα, που εξουσιάζει τους δαίμονες, που διατάσσει τη θάλασσα και είναι ο Κύριος όλων όσων υπάρχουν στη φύση; Για να περιορίσει λοιπόν τη παραφροσύνη του και για να δείξει πως αν δεν ήθελε, δεν θα προδιδόταν, άκουσε τι κάνει. Κατά την ώρα ακριβώς της προδοσίας, όταν ήρθαν εναντίον Του κρατώντας ξύλα, λαμπάδες και πυρσούς, τους λέει: «Ποιον ζητάτε;» και δεν γνώριζαν Εκείνον που επρόκειτο να συλλάβουν. Τόσο πολύ έλειπε η δύναμη από τον Ιούδα στο να παραδώσει τον Κύριο, ώστε δεν Τον έβλεπε τη στιγμή που επρόκειτο να Τον παραδώσει, ενώ ήταν παρών, και όλα αυτά τη στιγμή που υπήρχαν τόσες λαμπάδες και τόση φωτοχυσία. Αυτό βέβαια υπαινίχθηκε και ο Ευαγγελιστής λέγοντας ότι είχαν λαμπάδες και πυρσούς και δεν τον έβλεπαν. Και κάθε ημέρα του το υπενθύμιζε και με λόγια και με έργα, ότι δηλαδή δεν θα μπορέσει να Τον προδώσει στα κρυφά. Και μάλιστα δεν του έκανε (ο Κύριος) παρατηρήσεις φανερά μπροστά σε άλλους, για να μην τον κάνει πιο αδιάντροπο, ούτε πάλι αποσιωπούσε τα σφάλματά του, για να μην νομίζει ότι περνούν απαρατήρητα και επιχειρήσει άφοβα την προδοσία, αλλά διαρκώς έλεγε: «Ένας από εσάς θα με παραδώσει», δεν τον φανέρωσε όμως.

Είπε πολλά (ο Κύριος) και για την κόλαση, πολλά και για τη Βασιλεία των ουρανών και απέδειξε τη δύναμη που είχε και για τα δύο, και για να τιμωρεί τους αμαρτωλούς και για να ανταμείβει τους δικαίους. Αλλά εκείνος (ο Ιούδας) όλα αυτά τα περιφρόνησε, ο Θεός όμως δεν τον ανακάλεσε με τη βία από αυτό που αποφάσισε. Επειδή λοιπόν μας δημιούργησε ελεύθερους να διαλέγουμε τις κακές ή τις ενάρετες πράξεις, επιθυμεί να είμαστε καλοί με τη θέλησή μας.

Γι’ αυτό αν εμείς δεν θέλουμε, ούτε μας πιέζει ούτε μας αναγκάζει. Επειδή αυτός που γίνεται με τη βία ενάρετος, δεν είναι δυνατόν να είναι ενάρετος. Αφού λοιπόν κι εκείνος ήταν ελεύθερος να διαλέξει και ήταν σε θέση να μην υποστεί βία για να κλίνει προς τη φιλαργυρία, γι’ αυτό τυφλώθηκε η σκέψη του, πρόδωσε τη σωτηρία του και είπε: «Τι θέλετε να μου δώσετε, κι εγώ θα σας Τον παραδώσω». Επικρίνοντας τη διανοητική του τύφλωση και την αναισθησία, ο Ευαγγελιστής λέει ότι την ώρα που πήγαν να συλλάβουν τον Κύριο, βρισκόταν μαζί τους και ο Ιούδας, εκείνος που είπε «τι θέλετε να μου δώσετε, κι εγώ θα σας Τον παραδώσω». Και όχι μόνο από αυτό είναι δυνατόν να δούμε τη δύναμη του Χριστού, αλλά και απ’ ότι μόλις Εκείνος απλώς μίλησε, απομακρύνθηκαν κι έπεσαν κάτω. Επειδή όμως ούτε μ’ αυτόν τον τρόπο δεν σταμάτησαν το επαίσχυντο έργο τους, παραδίνεται αμέσως σαν να έλεγε: Εγώ έκανα το καθήκον μου, αποκάλυψα τη δύναμή μου και απέδειξα ότι επιχειρείτε πράγματα ακατόρθωτα. Θέλησα να περιορίσω την κακία σας, αλλά επειδή εσείς δεν θελήσατε και επιμένετε στην παραφροσύνη σας, να, σας παραδίνομαι.

Τα ανέφερα όλα αυτά, για να μην κατηγορήσουν μερικοί τον Χριστό, και πουν: γιατί δεν μετέστρεψε τον Ιούδα;


Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Χρυσοστόμου


Πηγή: xristianos.gr

«ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΔΕΙΠΝΟ» (Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου)



Πρέπει να πιστέψετε ότι και τώρα, όταν τελούμε τη θεία Λειτουργία και κοινωνούμε, είναι εκείνο το δείπνο, ο Μυστικός Δείπνος, κατά τον οποίο ο ίδιος ο Κύριος Ιησούς παρίστατο. Τίποτε μάλιστα δεν κάνει το σημερινό δείπνο υποδεέστερο εκείνου. Ούτε να σκεφτούμε ότι τάχα αυτό, το δικό μας σημερινό, το ετοιμάζει άνθρωπος, εκείνο δε ο Κύριος. Αλλά και εκείνο και αυτό ο ίδιος, ο Κύριος τα προσφέρει.


Όταν λοιπόν δεις να σου προσφέρονται τα ιερά και τίμια δώρα, μη θεωρείσεις ότι αυτό το κάνει ο ιερέας, αλλά να βλέπεις, ότι του Θεού είναι το χέρι που προτείνεται ...
Διότι εκείνος που έδωσε το μεγαλύτερο, δηλαδή που παρέδωσε τον εαυτό του για τη σωτηρία των ανθρώπων, πολύ περισσότερο δε θα απαξιώσει να σου μεταδώσει το Σώμα του.



Ας ακούσουμε λοιπόν και ιερείς και πλήρωμα της Εκκλησίας, ποιά μεγάλη δωρεά αξιωθήκαμε. Να ακούσουμε και να τρομάξουμε. Μας έδωσε ο Κύριος να χορτάσουμε με τις αγίες σάρκες του, τον ίδιο τον εαυτό του μας έδωσε θυσιασμένο. Ποια θα είναι η απολογία μας, εάν, ενώ με τέτοια αγία τροφή τρεφόμαστε, σε τόσα πολλά και μεγάλα αμαρτάνουμε? Όταν, ενώ εσθίουμε (κοινωνούμε) Αμνό, γινόμαστε λύκοι? Όταν ενώ ενωνόμαστε με πρόβατο, και τους λέοντες ακόμη ξεπερνούμε?



Από τον όρθρο της Μ. Πέμπτης Τροπάριον της Ακολουθίας του Νιπτήρος
 «Ότε οι ένδοξοι μαθηται... »Ήχος πλ δ '.

Ὅτε οἱ ἔνδοξοι Μαθηταί, ἐν τῷ νιπτῆρι τοῦ Δείπνου ἐφωτίζοντο, τότε Ἰούδας ὁ δυσσεβής, φιλαργυρίαν νοσήσας ἐσκοτίζετο, καὶ ἀνόμοις κριταῖς, σὲ τὸν δίκαιον Κριτὴν παραδίδωσι. Βλέπε χρημάτων ἐραστά, τὸν διὰ ταῦτα ἀγχόνῃ χρησάμενον, φεῦγε ἀκόρεστον ψυχὴν τὴν Διδασκάλῳ τοιαῦτα τολμήσασαν. Ὁ περὶ πάντας ἀγαθός, Κύριε δόξα σοι.



ΑΠΟΔΟΣΗ


Όταν οι ένδοξοι μαθητές του Κυρίου το βράδυ του Μυστικού Δείπνου με την τελετουργία του νιπτήρος, φωτιζόνταν μέσα στην ψυχή τους, τότε δυστυχώς ο Ιούδας που ήταν δυσεβής, αρρώστησε από την φιλαργυρία του, και σκοτάδι σκέπασε το πνεύμα του. Ετρεξε και παρέδωσε στους ανόμους κριτές, στο συμβούλιο των Ιουδαίων, Εσένα τον δίκαιο κριτή. Πρόσεξε, λοιπόν εσύ που αγαπάς τα χρήματα, αυτόν που εξ αιτίας τους κατήντησε στην αγχόνη. Φεύγε μακρυά από την αχόρταγη ψυχή, που τόλμησε αυτά τα φοβερά στον Διδάσκαλο. Κύριε, Εσύ που είσαι αγαθός για όλους, σε Σένα ανήκει η δόξα.







ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ - Ὁ Μυστικός Δεῖπνος








«Τὴ Αγία καὶ Μεγάλη Πέμπτη οἱ τὰ πάντα καλῶς διαταξάμενοι θεῖοι Πατέρες, ἀλληλοδιαδόχως ἔκ τε τῶν θείων Ἀποστόλων, καὶ τῶν ἱερῶν Εὐαγγελίων, παραδεδώκασιν ἡμῖν τέσσαρά τινα ἑορτάζειν, τὸν ἱερὸν Νιπτήρα, τὸν μυστικὸν Δεῖπνον (δηλαδὴ τὴν παράδοσιν τῶν καθ' ἡμᾶς φρικτῶν Μυστηρίων), τὴν ὑπερφυὰ Προσευχήν, καὶ τὴν Προδοσίαν αὐτήν».

      Αυτό είναι το συναξάρι της Μεγάλης Πέμπτης. Η αγία μας Εκκλησία τιμά την  γία αυτή ημέρα όσα έλαβαν χώρα στο υπερώο της Ιερουσαλήμ και όσα ακολούθησαν μετά το Μυστικό Δείπνο.

       Το Θείο Δράμα οδεύει προς την ολοκλήρωσή του. Ο εκουσίως και αδίκως Παθών για τη δική μας σωτηρία Κύριος γνωρίζει ότι έφτασε το τέλος της επί γης παρουσίας Του. Η προδοσία του αγνώμονα μαθητή, η σύλληψη, οι εξευτελισμοί, το ψευδοδικαστήριο, η καταδίκη και ο σταυρικός θάνατος είναι θέμα ωρών. Ως άνθρωπος αισθανόταν το δια της θυσίας Του βαρύ φορτίο της απολυτρώσεως του ανθρωπίνου γένους και γι’ αυτό αγωνιούσε υπερβαλλόντως. Δεν τον ενδιέφερε το δικό Του μαρτύριο και ο θάνατος, αλλά η συνέχιση του σωτηριώδους έργου Του.

       Γι’ αυτό λοιπόν αφιέρωσε το βράδυ της προπαραμονής του επικείμενου ιουδαϊκού Πάσχα και παραμονή της δικής Του σταυρικής θανής στους αγαπημένους Του μαθητές.«Επιθυμία επεθύμησα τούτο το πάσχα φαγείν μεθ΄ υμών προ του με παθείν»(Λουκ.22,15) τους είπε. Ήθελε να φάγει για τελευταία φορά μαζί τους. Μα το σπουδαιότερο να τους αφήσει τις τελευταίες παρακαταθήκες Του και πάνω απ’ όλα να τελέσει τον Μυστικό Δείπνο, να παραδώσει την υπερφυά Θεία Ευχαριστία, η οποία θα τελείται στο διηνεκές, ως η αέναη πραγματική παρουσία Του στην Εκκλησία.

        Στο υπερώο της Ιερουσαλήμ μέσα σε ατμόσφαιρα έντονης συγκινήσεως και σε ένδειξη πραγματικής και άδολης αγάπης, έσκυψε ως δούλος ο Κύριος και έπλυνε τα πόδια των μαθητών Του. Με την πράξη Του αυτή ήθελε να διδάξει έμπρακτα το πρωταρχικό χρέος της αλληλοδιακονίας των ανθρώπων. «Ο μείζων εν υμίν γινέσθω ως ο νεώτερος, και ο ηγούμενος ως ο διακονών» (Λουκ.22:25), άφησε ως ύψιστη εντολή για τις κατοπινές ανθρώπινες γενεές.

       Κατόπιν κάθισαν στο τραπέζι του δείπνου. Ο Κύριος θέλησε κατ’ αρχήν να ξεκαθαρίσει την υπόθεση του προδότη μαθητή. Δεν ήταν δυνατόν να καθίσει ο άνομος εκείνος μαζί τους στην παράδοση του φρικτού Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας, πολλώ δε μάλλον να κοινωνήσει σε αυτό. Λέγει λοιπόν «Εις εξ’ υμών παραδώσει με, ο εσθίων μετ’ εμού» (Μάρκ.14,18, Ιωάν.13,22). Τα λόγια αυτά
 έφεραν αναστάτωση στους μαθητές. Δεν περίμεναν να ακούσουν τέτοια φοβερή αγγελία και  άρχισαν να διερωτώνται: ποιος άραγε είναι αυτός; Ο αγαπημένος μαθητής Ιωάννης πέφτοντας στον τράχηλο του Διδασκάλου ρώτησε εξ’ ονόματος όλων: «Κύριε τις εστιν»;και ο Κύριος απάντησε: «Εκείνος εστιν ω εγώ βάψας το ψωμίον επιδώσω»(Ιωάν.13,26). Και βουτώντας τεμάχιο άρτου στο φαγητό το έδωσε στον Ιούδα. Αυτός το έφαγε και ταυτόχρονα «εισήλθεν εις εκείνον ο Σατανάς» (Ιωάν.13,27). Ο Ιησούς του είπε: «ό ποιείς, ποίησον τάχιον» (Ιωάν.13,27). Ο προδότης μαθητής έφυγε βιαστικά, απομακρυνθείς για πάντα από τη χορεία των μαθητών και από την κοινωνία του Θείου Διδασκάλου. «Ην δε νύξ» προσθέτει ο Ιωάννης. «Νυξ πραγματική, τονίζει σύγχρονος συγγραφέας, αλλά και νυξ πνευματική εν τη ψυχή του Ιούδα, εν η το φως του θείου Πνεύματος δια παντός εσβέσθη»!

        Μετά από αυτό ο Κύριος προέβη στη σύσταση του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας. Έλαβε άρτο και αφού ευχαρίστησε έκοψε αυτόν σε τεμάχια και έδωκε
στους μαθητές του λέγοντας: «Λάβετε, φάγετε, τούτο εστι το σώμα μου», το αληθινό το πραγματικό, «το υπέρ υμών διδόμενον» (Λουκ.22,19). Ύστερα πήρε το ποτήριο της ευλογίας, που ήταν γεμάτο με οίνο, και αφού ανέπεμψε ευχαριστήριο δέηση στο Θεό Πατέρα έδωκε στους μαθητές Του λέγοντας: «Πίετε εξ αυτού πάντες΄ τούτο γαρ εστι το αίμα μου, το της Καινής Διαθήκης, το περί πολλών εκχυνόμενον εις άφεσιν  αμαρτιών» (Ματθ.26,28, Μάρκ.14,24).

      Αφού κοινώνησαν όλοι και έφαγαν, ο Κύριος μίλησε και απεύθυνε την τελευταία αποχαιρετιστήρια ομιλία Του στους μαθητές Του. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης διασώζει στο Ευαγγέλιό Του ολόκληρη αυτή την εκτενή ομιλία στα κεφάλαια 13-16. Ο τρόπος της ομιλίας προδίδει στον Κύριο δραματική έκφραση. Ως άνθρωπος μπροστά στο
μαρτύριο, το οποίο γνωρίζει ως Θεός αγωνιά και λυπάται. Αρχίζει με το «Νυν εδοξάσθη ο υιός του ανθρώπου και ο Θεός εδοξάσθη εν αυτώ» (Ιωάν.13,31). Τα παθήματα που θα ακολουθήσουν και η ταπείνωση θα είναι η δόξα του Υιού και συνάμα αυτή θα είναι η δόξα του Πατέρα. Οι αλήθειες και οι ηθικές ιδέες της ομιλίας την καθιστούν πραγματικά μοναδική. Η τρυφερότητα προς τους μαθητές Του είναι έκδηλη, τους αποκαλεί «τεκνία».Κύριο χαρακτηριστικό της ομιλίας είναι η προτροπή για ενότητα και αγάπη μεταξύ των μαθητών και κατ’ επέκταση όλων των ανθρώπων. «Εντολήν καινήν δίδωμι υμίν ίνα αγαπάτε αλλήλους» (Ιωάν.13,3) και «Ειρήνην αφίημι υμίν, ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν» (Ιωάν.14,27).

      Μετά ακολούθησε η περίφημη αρχιερατική προσευχή του Κυρίου. Προσεύχεται στον Ουράνιο Πατέρα για την ενότητα των μαθητών Του. Δεν εύχεται να τους άρει ο Θεός Πατέρας από τον κόσμο, αλλά να τους διαφυλάξει από τον πονηρό και τα έργα του.

       Αφού περατώθηκε και η προσευχή η νύχτα είχε προχωρήσει αρκετά. Ο Ιησούς πήρε τους μαθητές Του και πήγε στο Όρος των Ελαιών, σε ένα πραγματικά ειδυλλιακό και ήσυχο τόπο, λίγο έξω από τη μεγάλη πόλη.  Εκεί υπήρχε κήπος στον οποίο μπήκε με τους μαθητές Του για να προσευχηθεί (Ιωάν.18,1). Να μείνει μόνος «ενώπιος ενωπίω» με τον Ουράνιο Πατέρα και να αντλήσει δύναμη για τη μεγάλη δοκιμασία, που Τον περίμενε. Ο τρόπος της προσευχής ήταν δραματικός. Ως άνθρωπος αγωνιούσε για το επερχόμενο πάθος. «Περίλυπός εστιν η ψυχή μου έως θανάτου» (Ματθ.26,38) είπε στους μαθητές Του. «Παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο» (Ματθ.26,39) παρακαλούσε τον Πατέρα και «εγένετο δε ο ιδρώς αυτού ωσεί θρόμβοι αίματος καταβαίνοντος επί την γην» (Λουκ.22:45). Μάταια προσπαθούσε να νικήσει τη νωθρότητα των μαθητών Του, οι οποίοι δε μπορούσαν να κατανοήσουν την κρισιμότητα των δραματικών εκείνων στιγμών, και έπεφταν σε βαθύ ύπνο.

       Κάποια στιγμή ακούστηκαν φωνές και θόρυβος πολύς. Έφτασαν οι στρατιώτες με οδηγό τον Ιούδα για να συλλάβουν τον Ιησού. Χαρακτηριστικό σύνθημα ο ασπασμός του Διδασκάλου από τον Προδότη (Λουκ.22,48). Ο Πέτρος χρησιμοποιεί βία, κόβει το αφτί του στρατιώτη Μάλχου (Ιωάν.18,11). Παρ’ όλα αυτά η σύλληψη πραγματοποιείται. Ο Κύριος δέσμιος οδηγείται σε ολονύκτιες ψεύτικες δίκες για να καταδικαστεί και να σταυρωθεί.

       Τα γεγονότα που έλαβαν χώρα τη Μεγάλη Πέμπτη έχουν τεράστια σωτηριολογική σημασία για μας. Πρώτ’ απ’ όλα η εκούσια πορεία του Κυρίου προς το Πάθος φανερώνει την άμετρη θεία ευσπλαχνία και αγάπη για τον πεσόντα άνθρωπο. Η ολοκληρωτική νίκη της αμαρτίας, της φθοράς και του θανάτου μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο με τον σταυρικό θάνατο του αναμάρτητου Χριστού. Μόνο το τίμιο αίμα του Μεγάλου Αθώου μπορούσε να καθαρίσει κάθε ρύπο αμαρτίας σε όλους τους ανθρώπους όλων των εποχών. Μόνο αυτό μπορούσε να φέρει την καταλλαγή και την ισορροπία, που είχε διαταράξει σοβαρά το κακό και η αμαρτία.     

Υπέροχο πραγματικά είναι και το υμνολογικό περιεχόμενο της αγίας αυτής ημέρας. Δημοφιλές είναι το αρκτικό τροπάριο «Ότε οι ένδοξοι μαθηταί…», μέσω του οποίου παροτρύνονται οι πιστοί να αποφύγουν τα πάθη του προδότη Ιούδα. Επίσης ο κανόνας, ποίημα του  Κοσμά του  μοναχού αποτελεί ένα κορυφαίο ποίημα της Εκκλησίας μας. Στο κοντάκιο «Τον άρτον λαβών εις χείρας ο προδότης…» ποίημα του περιφήμου Ρωμανού, αποτυπώνεται με ακρίβεια η δολιότητα και η αθλιότητα του Ιούδα. Ο Οίκος, ποίημα του Συμεών του Υμνογράφου, καλεί τους πιστούς να μιμηθούν τους μαθητές του Χριστού και να προσέλθουν στην πνευματική τράπεζα «καθαραίς ταις ψυχαίς», να ζήσουν το μυστήριο της απολύτρωσης. Εκπληκτικά τροπάρια είναι τα στιχηρά των Αίνων «Συντρέχει λοιπόν το συνέδριον των Ιουδαίων…» ποίημα Κοσμά του μοναχού, «Ιούδας ο παράνομος ο βάψας εν τω δείπνω την χείρα…», «Ιούδας ο προδότης δόλιος ων…» κλπ., ποιήματα Ιωάννου του μοναχού, ιστορούν την προδοσία του αγνώμονα μαθητή. Υπέροχο είναι ακόμα και το δοξαστικό «Ον εκήρυξεν Αμνόν Ησαίας έρχεται επί σφαγήν εκούσιον…».  Καταπληκτικά είναι επίσης και τα απόστιχα τροπάρια, ποιήματα του πατριάρχου Μεθοδίου, «Σήμερον το κατά του Χριστού πονηρόν συνήχθη συνέδριον…», «Σήμερον ο Ιούδας το της φιλοπτωχείας κρύπτει προσωπείον…», και « Μηδείς, ω πιστοί, του δεσποτικού δείπνου αμύητος…», παρουσιάζουν κατά τρόπο ποιητικότατο την σύλληψη και την ψευδοδίκη του Κυρίου. Θαυμαστό είναι ακόμα και το δοξαστικό των αποστίχων «Μυσταγωγών σου Κύριε…» με το οποίο καλούνται οι μαθητές Του από Αυτόν  να γίνουν διάκονοι των ανθρώπων, όπως Εκείνος.      


       Αυτή η Μεγάλη Θυσία μπορεί να έχει πρακτικά αποτελέσματα στην Εκκλησία, μέσω της Θείας Ευχαριστίας, την οποία παρέδωσε ο Κύριος τη σημερινή ημέρα στους μαθητές Του και μέσω αυτών στην Εκκλησία. Η απολυτρωτική Θυσία του Σταυρού συνεχίζεται στο διηνεκές στις άγιες Τράπεζες των ναών, ως την κυριότερη αγιαστική πράξη της Εκκλησίας μας. Ο Κύριος είναι παρών στην Εκκλησία Του μέσω του ιερού Μυστηρίου τη Θείας Ευχαριστίας. Εμείς γινόμαστε οργανικά, πραγματικά, μέλη του μυστικού Του Σώματος με την Κοινωνία του αγίου Σώματός Του. Έτσι συντελείται η σωτηρία μας.


ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου Καθηγητού


Πηγή: aktines.blogspot.gr



«Ότε οι ένδοξοι μαθηται... »Ήχος πλ δ '.

Ὅτε οἱ ἔνδοξοι Μαθηταί, ἐν τῷ νιπτῆρι τοῦ Δείπνου ἐφωτίζοντο, τότε Ἰούδας ὁ δυσσεβής, φιλαργυρίαν νοσήσας ἐσκοτίζετο, καὶ ἀνόμοις κριταῖς, σὲ τὸν δίκαιον Κριτὴν παραδίδωσι. Βλέπε χρημάτων ἐραστά, τὸν διὰ ταῦτα ἀγχόνῃ χρησάμενον, φεῦγε ἀκόρεστον ψυχὴν τὴν Διδασκάλῳ τοιαῦτα τολμήσασαν. Ὁ περὶ πάντας ἀγαθός, Κύριε δόξα σοι.

ΑΠΟΔΟΣΗ

Όταν οι ένδοξοι μαθητές του Κυρίου το βράδυ του Μυστικού Δείπνου με την τελετουργία του νιπτήρος, φωτιζόνταν μέσα στην ψυχή τους, τότε δυστυχώς ο Ιούδας που ήταν δυσεβής, αρρώστησε από την φιλαργυρία του, και σκοτάδι σκέπασε το πνεύμα του. Ετρεξε και παρέδωσε στους ανόμους κριτές, στο συμβούλιο των Ιουδαίων, Εσένα τον δίκαιο κριτή. Πρόσεξε, λοιπόν εσύ που αγαπάς τα χρήματα, αυτόν που εξ αιτίας τους κατήντησε στην αγχόνη. Φεύγε μακρυά από την αχόρταγη ψυχή, που τόλμησε αυτά τα φοβερά στον Διδάσκαλο. Κύριε, Εσύ που είσαι αγαθός για όλους, σε Σένα ανήκει η δόξα.







Λειτουργικές διαφορές Ορθοδοξίας και Παπισμού





Πρωτοπρεσβ. π. Άγγελος Αγγελακόπουλος,




Α) Διπλή Θεία Λειτουργία


Αναφερόμενος ο Όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στήν θεία λατρεία καί στά λειτουργικά θέματα, σημειώνει ότι η εν Αντισιοδώρω τοπική σύνοδος, πού συνήχθη κατά τό χιγ΄ (613 μ.X.) επί Ηρακλείου διόρισε νά μήν γίνονται δύο λειτουργίες τήν ίδια ημέρα στήν ίδια Αγία Τράπεζα, γιά νά μήν διπλασιάζεται ο μοναδικός θάνατος του Χριστού. «Ουκ έξεστιν εν μιά τραπέζη κατά τήν αυτήν δύω λειτουργίας ειπείν, ουδέ εν τη αυτή τραπέζη, εν η ο Επίσκοπος ελειτούργησε, τόν Πρεσβύτερον εν εκείνη τη ημέρα λειτουργήσαι». Τον παραπάνω διορισμό της συνόδου παραβαίνουν οιαιρετικοί παπιστές, οι οποίοι «λειτουργούν» πολλές φορές στο ίδιο αλτάριον (παπική αγία τράπεζα) . Αλλά καί κάποιοι Ορθόδοξοι ιερείς, πού λειτουργούν δύο φορές, τάχα γιά παρρησία, ας γνωρίζουν ότι βαρέως αμαρτάνουν. Καλόν θα είναι να παύσουν εις τό εξής αυτό τό άτοπο[1].

Β) Τα άζυμα (όστια)


Σύμφωνα με τόν ο΄ (70ό) Αποστολικό Κανόνα, όποιος Επίσκοπος ή Πρεσβύτερος ή Διάκονος ή όποιος ανήκει στούς καταλόγους των Κληρικών, νηστεύει μαζί μέ τούςΙουδαίους ή εορτάζει μ’αυτούς τό Πάσχα ή άλλες εορτές ή δέχεται απ’αυτούς τά ξένα δώρα της εορτής τους, όπως τά άζυμα (τά οποία κι αυτοί τρώνε κατά τίς ημέρες του φάσκα τους καί σέ κάθε εορτή τους καί σέ κάθε θυσία προσέφεραν άζυμα) ή κάτι άλλο παρόμοιο, ας καθαίρεται, ή αν είναι λαϊκός, ας αφορίζεται. Γιατί, αν καί αυτοί, πού τά δέχθηκαν, συννηστεύοντας καί συνεορτάζοντας, δέν είναι ομόφρονες μέ τούς Ιουδαίους (γιατί αν ήταν τέτοιοι, δέν έπρεπε νά καθαιρεθούν ή νά αφορισθούν, αλλά νά παραδοθούν στό ανάθεμα, κατά τόν κθ΄ της εν Λαοδικεία), αλλ’ όμως δίδουν αφορμή σκανδάλου καί υποψία ότι τιμούν τίς εορτές των Ιουδαίων, τό οποίο είναι αλλότριο των Ορθοδόξων, καί μολύνονται οι ίδιοι μέ τήν συναναστροφή των Χριστοκτόνων, πρός τούς οποίους λέει ο Θεός : «νηστείαν καί αργίαν καί τάς εορτάς υμών μισεί η ψυχή μου».
Από τόν παρόντα Κανόνα γίνεται φανερό πόσο αξιοκατάκριτοι είναι οι Λατίνοι, πούκαινοτόμησαν τό μυστήριο της θείας Ευχαριστίας καί εισήγαγαν σ’αυτό τά Ιουδαϊκά άζυμα. Από τήν εποχή του Χριστού μέχρι τό 1053 μ.Χ. η Εκκλησία των Δυτικών λειτουργούσε μέ ένζυμο άρτο. Κατ’αυτό τό έτος ο Λέων ο Θ΄ έγινε ο πρώτος εφευρετής των αζύμων. Ψευδέστατο αποδείχθηκε αυτό, πού πρότειναν οι Λατίνοι, ότι ο Κύριος τέλεσε τόν μυστικό Δείπνο μέ άζυμο άρτο, διότι : Α) βρέθηκε ένζυμος άρτος, πού παραδόθηκε από τόν Κύριο. Διηγείται ο Νικόλαος ο Υδρούντος στό «Κατά αζύμων»[2]έργο του ότι, όταν οι Φράγγοι κατέλαβαν τήν Κωνσταντινούπολη, βρήκαν στό Βασιλικό σκευοφυλάκιο τά τίμια ξύλα, τό ακάνθινο στεφάνι, τά σανδάλια του Σωτήρος καί ένα καρφί. Βρήκαν, όμως, καί σ’ ένα χρυσό λιθομαργαρητοκόλλητο σκεύος άρτο, από τόν οποίο έδωσε ο Κύριος στούς Αποστόλους. Γι’αυτό είχε καί αυτή τήν επιγραφή˙ «Ενθάδε κείται ο θείος άρτος, ον ο Χριστός τοις μαθηταίς εν τη ώρα του Δείπνου διένειμεν, ειπών˙ Λάβετε, φάγετε, τουτό εστι τό Σώμα μου». Επειδή, όμως, ήταν ένζυμος, οι Δυτικοί, πού τόν βρήκαν, δηλ. ο Επίσκοπος Αλβεστανίας καί ο υποψήφιος Βηθλεέμ, θέλησαν νά τόν κρύψουν. Τήν αλήθεια της ιστορίας αυτής μαρτυρεί καί ο Γεώργιος ο Κερκύρας, πού ήκμασε κατά τό 1146ο έτος. Καί Β) πρώτος ο Ιωάννης ο Ιεροσολύμων καί ύστερα ο πολυμαθής Ευστράτιος ο Αργέντης, πού έλαβε αφορμή από τόν προρηθέντα Ιωάννη, συνέγραψαν κατά αζύμων καί απέδειξαν μέ γραφικούς καί αναντιρρήτους λόγους ότι ο Κύριος δέν έφαγε τό νομικό φάσκα καί ακολούθως δέν τέλεσε τόν μυστικό Δείπνο μέ άζυμα[3].
Ερμηνεύοντας ο Όσιος Νικόδημος τό δεύτερο τροπάριο της θ΄ ωδής του κανόνος της Μεγάλης Πέμπτης, «Άπιτε τοις μαθηταίς, ο Λόγος έφη, τό Πάσχα, εν υπερώω τόπω, ω νους ενίδρυται, οις μυσταγωγώ σκευάσατε, αζύμω αληθείας λόγω˙ τό στερρόν δέ της χάριτος μεγαλύνατε», αναφέρει ότι ο Κύριος προτρέπει τούς Μαθητές Του νά ετοιμάσουν τό Πάσχα μέ άζυμο μέν λόγο της αληθείας καί απλότητος, όχι όμως καί χωρίς τόν ένζυμο καί αρτώδη καί στερεό˙ διότι, τόν ένζυμο άρτο αινιγματωδώς φανέρωσε ο Μελωδός όσιος Κοσμάς Μαϊουμά μέ τήν προσθήκη του «τό στερρόν δέ της χάριτος μεγαλύνατε». Της χάριτος είναι τό ένζυμο, επειδή μέ ένζυμο άρτο και ο Κύριος τότε παρέδωσε τό Μυστήριο, γιατί ακόμη δέν ήταν καιρός των αζύμων, καθότι αυτά τρώγονταν μέ τόν αμνό καί τίς πικρίδες τήν νύκτα του Μεγάλου Σαββάτου, καί όλη η Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού μέ ένζυμο άρτο εκτελεί τό Μυστήριο. Επειδή είναι της χάριτος, γι’αυτό ακολούθως είπε ο Μελωδός νά μεγαλύνουν τό ένζυμο. Μέ τό νά μεταχειριζόταν ο παλαιός Νόμος σέ όλες σχεδόν τίς ιεροπραξίες τά άζυμα, γι’αυτό ο Μελωδός δέν τά ονομάζει της χάριτος, ούτε λέει νά τά μεγαλύνουν οι πιστοί. Γιατί, όμως, αναφέρει ο Μελωδός εδώ άζυμα; Γιά νά δείξει μυστικώς ότι ο Κύριος έφαγε τότε τό παλαιό Πάσχα, τό οποίο έγινε μέ άζυμα, καθώς καί άλλοι πολλοί άγιοι Πατέρες έτσι υπέλαβαν. Ότι δέν τό έφαγε κατ’εκε~ινον τόν χρόνο, μας παραπέμπει ο Όσιος Νικόδημος στόν λόγο του Ιωάννου Ιεροσολύμων «Κατά αζύμων»[4]καί στό «Περί Μυστηρίων Βιβλιάριον» του Ευστρατίου Αργέντου[5].
Ότι μέν τά άζυμα είναι αποβεβλημένα από τά Μυστήρια της Εκκλησίας του Χριστού, τά δέ ένζυμα μόνο είναι αποδεκτά σ’αυτήν καί τί αυτά δηλώνουν, μας φανερώνει ο όσιος Ιωσήφ ο Βρυέννιος. Στήν πρώτη διάλεξη, πού έκανε, του λατίνου Σκαράνου, λέει˙ «Πρώτον υμών (των Λατίνων) αποσχιζόμεθα, ότι αντί ενζύμων εν ταις υμών λειτουργίαις προσφέρετε άζυμα˙ περί αυτού γάρ ούτως η εβδόμη Οικουμενική Σύνοδος τίθησιν˙ Ει τις ου τίθησιν εις τήν προσφοράν προζύμην καί άλας καί ει τις προσφέρει άζυμα, ανάθεμα έστω»[6]. Καί ο Μέγας Βασίλειος στήν ερμηνεία της Θείας Λειτουργίας λέει˙ «Διά των ενταύθα τελουμένων σημαίνομεν τήν τελείαν ανθρωπότητα του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού καί δείκνυμεν τούτο τέλειον Θεόν είναι καί τέλειον άνθρωπον˙ άλευρον η σάρξ, πρόζυμον η ψυχή, άλας ο νους˙ καί διά τούτο ονομάζομεν. Αλλά καί τάς πέντε αισθήσεις αποπληρούμεν εν ταις ιεραίς προσφοραίς˙ όρασις τό άλευρον, όσφρησις τό πρόζυμον, ακοή τό πυρ, γεύσις τό άλας καί αφή τό ύδωρ»[7].
Στό σημείο αυτό ωφέλιμο είναι νά θυμηθούμε καί τούς δεκατρείς αγίους ενδόξους Οσιομάρτυρες καί Ομολογητές της Ορθοδόξου πίστεως της Ιεράς Μονής Καντάρας της Κύπρου, Ιωάννη, Κόνονα, Ιερεμία, Μάρκο, Κύριλλο, Θεόκτιστο, Βαρνάβα, Μάξιμο, Θεόγνωστο, Ιωσήφ, Γεννάδιο, Γεράσιμο καί Γερμανό, οι οποίοι, επειδή δέν δέχθηκαν τά άζυμα καί τήν νοθευμένη ομολογία των Λατίνων, κάηκαν απ’τους Λατίνους στίς 19 Μαΐου 1231[8].


Γ) Το ζέον


Σύμφωνα μέ τόν Όσιο Νικόδημο, διπλό στάθηκε τό θαύμα της ακηράτου πλευράς του Κυρίου, όχι μόνο γιατί εξέβλυσε αίμα καί ύδωρ, τό μέν αίμα ως άνθρωπος, τό δέ ύδωρ, ως υπέρ άνθρωπον, κατά τόν Θεολόγο Γρηγόριο, αλλά καί γιατί αυτά εξέβλυσαν ζεστά καί ζωντανά, σά νά ήταν ζωντανή εκείνη η πλευρά καί ζωοποιός, εξαιτίας της καθ’υπόστασιν ενώσεως της ζωοποιού Θεότητος, κατά τόν άγιο Συμεών Θεσσαλονίκης. Γιά νά παριστάνεται μέν τό πρώτο θαύμα, νομοθετήθηκε νά εκχέεται αίμα καί ύδωρ στό άγιο Ποτήριο. Γιά νά παριστάνεται δέ τό δεύτερο, διατάχθηκε άνωθεν καί εξ αρχής, όπως λέει ο Βαλσαμών καί ο Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως, νά εκχέεται αυτό τό ύδωρ ζεστό καί κοχλάζον στόν καιρό του Κοινωνικού, όχι ψυχρό ή χλιαρό, ώστε καί αυτός ο ιερεύς καί οι υπόλοιποι, πού τά μεταλαμβάνουν έτσι ζεστά, νά διατίθενται ότι τά μεταλαμβάνουν, καθώς τότε εξήλθαν από τήν ζωοποιό πλευρά του Σωτήρος. Σφάλλουν, λοιπόν, πολύ οι ιερείς εκείνοι, πού αμελούν σ’αυτό, καί δέν ζεσταίνουν καλά τό άγιο ζέον, αλλά τό βάζουν χλιαρό στό Θείο Ποτήριο. Γιατί, πρέπει νά είναι βραστό καί κοχλάζον, όταν εκχέεται (ώστε νά ζεσταίνεται καί τό άγιο Ποτήριο απ’αυτό), καθώς καί αυτό τό όνομα δηλώνει˙ γιατί ζέον θά πει βραστό νερό. Γι’αυτό καί ο θείος Νικηφόρος στόν ιγ΄ Κανόνα[9] του λέει ότι, χωρίς ζέον καί θερμό ύδωρ, δέν πρέπει νά λειτουργήσει Πρεσβύτερος. Οι δέ Λατίνοι, μή λειτουργώντας μέ θερμό ύδωρ, παριστάνουν μ’αυτό νεκρή τήν ζώσα θεότητα καί τήν από αυτήν ζωοποιουμένη θεία πλευρά του Σωτήρος. Πρέπει δέ οι ιερείς νά προσέχουν καί στήν μέν πρώτη έγχυση του ύδατος στό Ποτήριο στήν πρόθεση νά βάζουν λιγότερο ύδωρ, ύστερα δέ νά βάζουν περισσότερο τό θερμό γιά δύο αίτια : α) γιά νά θερμανθεί η προτέρα ένωση στό Ποτήριο καί β) γιά νά γίνει μετρία η κράση του οίνου καί του ύδατος καί όχι νά γίνεται τό εναντίον καί νά δίνουμε αφορμή στούς Λατίνους νά μας κατηγορούν ότι φθείρουμε τήν κράση του Ποτηρίου μέ τό υπερβολικό νερό[10].


Δ) Ο τρόπος κοινωνίας


Αναφερόμενος ο Όσιος Νικόδημος στήν Προηγιασμένη Θεία Λειτουργία, μεταξύ των άλλων λέει καί ότι αυτοί, πού δέν χρίουν τόν άγιο Άρτο μέ τό πανακήρατο Αίμα, όπως διατάσσεται στά Ευχολόγια, καί τόν φυλάττουν χωρίς νά είναι χρισμένος, γιά νά γίνει μ’αυτόν η Προηγιασμένη, προφανώς λατινοφρονούν. Γιατί, αυτό είναι χαρακτηριστικό της δυσσέβειας των Λατίνων, τό νά μεταδίδουν στούς λαϊκούς από ένα είδος, δηλ. μόνο από τόν άρτο, τό Μυστήριο της Ευχαριστίας, όπως παρανόμως νομοθέτησε η δυτική σύνοδος, πού συγκροτήθηκε στήν Κωνσταντία της Γερμανίας τό 1414 μ.Χ.[11]. Στήν πρώην ορθοδοξούσα δυτική Εκκλησία οι γυναίκες δέν ελάμβαναν τόν άγιο άρτο μέ γυμνά χέρια, αλλά, αφού άπλωναν στά χέρια τους κάποια λευκά οράρια, δηλ. άσπρα μανδηλάκια, έτσι δέχονταν τόν άγιο άρτο, καθώς τό διορίζει αυτό η εν Αντισιοδώρω τοπική Σύνοδος στόν λστ΄ Κανόνα της καί ο ιερός Αυγουστ~ινος στόν 252ο λόγο του. Αυτό τό μανδηλάκι ονομαζόταν Δομενικάλε, πού στά Λατινικά σημαίνει Κυριακό, επειδή τό έφερναν κατά τίς Κυριακές στήν Εκκλησία, γιά νά λάβουν τό Σωμα του Χριστού[12].


Ε) Τα Κυριακά λόγια


Σχολιάζοντας ο Όσιος Νικόδημος τόν 91ο Κανόνα του Μ. Βασιλείου, επισημαίνει ότι, ας αισχυνθούν οι παπιστές, βλέποντας εδώ τόν Μεγάλο Βασίλειο, τόν 13ο Απόστολο, νά λέει ότι δέν είναι αρκετά τά Κυριακά λόγια, δηλαδή τό «Λάβετε, φάγετε...» καί τό«Πίετε...»[13], για τήν τελείωση των θείων Μυστηρίων, όπως αντιθέτως κακώς καί σφαλερώς λένε αυτοί, αλλά μαζί μ’αυτά είναι αναγκαίες καί οι ευχές καί οι επικλήσεις, πού λέγονται μυστικώς από τόν Ιερέα. Ότι δέ αυτό είναι πανάληθες καί του Ηλίου φαεινώτερον, τό αποδεικνύει μέ αναντίρρητες καί γενναιότατες αποδείξεις ο πολυμαθέστατος ανήρ Ευστράτιος ο Αργέντης στό βιβλίο του «περί Μυστηρίων»[14]. Μέ άλλα λόγια, η αιρετική παρασυναγωγή του Παπισμού υποστηρίζει ότι ο καθαγιασμός του άρτου καί του οίνου γίνεται κατά τήν εκφώνηση των ιδρυτικών λόγων του Χριστού«Λάβετε, φάγετε...» καί «Πίετε...». Η Ορθόδοξη Εκκλησία, όμως, δέχεται ότι ο καθαγιασμός γίνεται μέ τήν επίκληση του Αγίου Πνεύματος «κατάπεμψον τό Πνεύμα σου τό Άγιον εφ’ημάς καί επί τά προκείμενα δώρα ταύτα καί ποίησον...». Η διαφωνία μεταξύ Παπισμού καί Ορθοδόξου Εκκλησίας αρχίζει επίσημα από τήν  ενωτική ψευδοσύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας, ενώ είναι γνωστή από τόν 9ο αιώνα. Ο Ζυγαβηνός (12ος αιώ.) καί ο άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας (14ος αιώ.) αντιπαραθέτουν μέ έμφαση τήν ορθόδοξη θεώρηση στήν παπική αυτή διδασκαλία. Η παπική αντίληψη γιά τόν καθαγιασμό των τιμίων δώρων αποτελεί άμεση συνέπεια της αλλοιώσεως του Τριαδικού δόγματος μέ την αίρεση του Filioque. Προβάλλεται μέ έμφαση ο Χριστός καί ατονεί ο ρόλος του Αγίου Πνεύματος. Παράλληλα, η διδασκαλία αυτή οφείλεται σέ μιά χριστοκεντρική αντίληψη της Θείας αποκαλύψεως καί της Θείας Ευχαριστίας. Όλα αυτά εξυπηρετούν άριστα τήν προβολή του παπικού πρωτείου καί διευκολύνουν πολύ τήν απαίτηση των παπών γιά διοικητική υπεροχή στήν όλη Εκκλησία. Αντιθέτως η ορθόδοξη θεώρηση τονίζει τόν τριαδοκεντρικό χαρακτήρα της Εκκλησίας καί φανερώνει τήν πνευματολογική βάση της ορθοδόξου Εκκλησιολογίας. Επίσης, η ορθόδοξη θεώρηση θεμελιώνεται σέ μαρτυρίες των αγίων πατέρων, στίς αρχαίες λειτουργίες, πού περιέχουν τήν επίκληση καί γενικότερα στήν όλη ιερά παράδοση[15].
Πηγή: aktines.blogspot.gr








[1] ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον,  σ. 90.
[2]  ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΥΔΡΟΥΝΤΟΣ, Κατά αζύμων.
[3] ΔΟΣΙΘΕΟΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, Δωδεκάβιβλος, βιβλίο 8ο, κεφ. 12ο, §δ΄, σσ. 396-397, ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ, Ιερά Κατήχησις, ΑΓΙΟΣ
   ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, σσ. 96-97.
[4] ΙΩΑΝΝΗΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, Κατά αζύμων.
[5] ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ ΑΡΓΕΝΤΗΣ, Περί μυστηρίων.
[6] ΑΓΙΟΣ ΙΩΣΗΦ ΒΡΥΕΝΝΙΟΣ, Κατά λατίνου Σκαράνου, Τά ευρεθέντα, τ. α΄-γ΄, εκδ.Β. Ρηγόπουλος, Θεσσαλονίκη 1990-1.                                                                                                                                     
[7] Μ.ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ, Λειτουργία..., PG 31, 1629-1658,  ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ,Εορτοδρόμιον ήτοι ερμηνεία εις τούς ασματικούς κανόνας των Δεσποτικών καί Θεομητορικών εορτ~ων, τ. Β΄, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 1995, σσ. 168-169.
[8] ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, τ. Ε΄, Θεσσαλονίκη 2003, σ. 480
  καί ΜΑΚΑΡΙΟΣ ΚΟΡΙΝΘΟΥ -  ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΧΙΟΥ - ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ – ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΠΑΡΙΟΣ, Συναξαριστής Νεομαρτύρων, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη,Θεσσαλονίκη 1996, σ. 534.
[9] ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, σ. 727.
[10] Ό. π., σσ. 248-249.
[11] ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, σ. 268.
[12] Ό. π., σ. 311.
[13] Ματθ. 26, 26-28.
[14] Ό. π., σσ. 645-646 καί ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ ΑΡΓΕΝΤΗΣ, Περί μυστηρίων βιβλιάριον, σσ. 92-250.
[15] ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ, Δυτική θεολογία καί πνευματικότητα˙ σημειώσεις από τίς πανεπιστημιακές παραδόσεις, εκδ. Υπηρεσία Δημοσιευμάτων Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη, σσ. 54-55.

Τρίτη 30 Απριλίου 2013

ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΤΑΡΤΗ - Τῆς ἀλειψάσης τόν Κύριον



     « Τῇ ἁγίᾳ καὶ μεγάλῃ Τετάρτῃ, τῆς ἀλειψάσης τὸν Κύριον μύρῳ Πόρνης γυναικός, μνείαν ποιεῖσθαι οἱ θειότατοι Πατέρες ἐθέσπισαν, ὅτι πρὸ τοῦ σωτηρίου Πάθους μικρὸν τοῦτο γέγονε».
 

 Αυτό είναι το συναξάρι της σημερινής ημέρας, της Μεγάλης Τετάρτης. Οι συνοδοιπόροι του πάθους του Χριστού μας πιστοί καλούμαστε αυτή την ιερή ημέρα να τιμήσουμε την έμπρακτη και ειλικρινή μετάνοια της πρώην πόρνης γυναικός, η οποία έγινε συνώνυμη με την συντριβή και την αλλαγή ζωής.

        Το σημαντικότατο, συγκινητικότατο και διδακτικότατο γεγονός της αλείψεως του Κυρίου με πολύτιμο μύρο από την αμαρτωλή γυναίκα διασώζουν με μικρές παραλλαγές και οι τέσσερις ευαγγελιστές. Ο Ματθαίος (26,6-13), ο Μάρκος (14,3-9) και ο Ιωάννης (12,1-8) ομιλούν για την ίδια γυναίκα, την Μαρία, την αδελφή του Λαζάρου, η οποία, όπως αναφέραμε, από ευγνωμοσύνη για την ανάσταση του αδελφού της, έκαμε αυτή την σπουδαία πράξη. Αντίθετα ο Λουκάς αναφέρει πως η γυναίκα, που δεν αναφέρεται το όνομά της, ήταν αμαρτωλή πόρνη. Είναι προφανές ότι πρόκειται για διαφορετικό περιστατικό. Ίσως να ήταν η πόρνη γυναίκα, την οποία έσωσε ο Κύριος από το λιθοβολισμό των υποκριτών Ιουδαίων (Ιωάν.8,5).

           Βεβαίως στον Εσπερινό της ημέρες διαβάζεται η περικοπή από το Ευαγγέλιο του Ιωάννη, όμως το περιεχόμενο και η θαυμάσια υμνολογία της ημέρας είναι εμπνευσμένη από την περικοπή του Ευαγγελίου του Λουκά.

        Σύμφωνα με τον ιερό ευαγγελιστή ο Ιησούς προσκλήθηκε σε δείπνο στο σπίτι κάποιου Σίμωνος, ο οποίος ανήκε στην τάξη των Φαρισαίων. Κάποια γυναίκα αμαρτωλή όταν έμαθε ότι ο Κύριος ήλθε στην πόλη, ζήτησε να μάθει σε πιο σπίτι έχει καταλύσει. Και ενώ έτρωγαν και συζητούσαν, ξάφνου μπήκε στο σπίτι η γυναίκα εκείνη, κρατώντας στα χέρια της αλαβάστρινο δοχείο γεμάτο πολύτιμο μύρο. Προχώρησε στο μέρος του Ιησού και αφού στάθηκε πίσω Του, γονάτισε και άρχισε να κλαίει και να οδύρεται γοερά.
Άνοιξε αμέσως το δοχείο και άρχισε να ρίχνει απλόχερα το μύρο και να πλένει με αυτό πόδια του Ιησού. Μαζί με το πολύτιμο μύρο έσμιγε και τα καυτά δάκρυά της, τα οποία έτρεχαν σαν ποτάμι από τα μάτια της.  Αφού άδειασε το δοχείο ξέπλεξε τα πλούσια μαλλιά της και σκούπισε με αυτά τα πόδια Του, φιλώντας τα αδιάκοπα.

      Ο Φαρισαίος οικοδεσπότης απόρησε με το γεγονός και διαλογιζόταν: Αυτός εδώ είναι προφήτης, δε γνωρίζει το ποιόν αυτής τη γυναίκας και την αφήνει να τον αγγίξει; Ο καρδιογνώστης Χριστός είπε στον Σίμωνα: Έχω να σου πω το εξής για τις σκέψεις σου: Εκείνος είπε: μίλα μου δάσκάλε. Κάποιος, του είπε, δάνεισε χρήματα σε δύο ανθρώπους, στον πρώτο πεντακόσια δηνάρια και στον δεύτερο πενήντα. Όταν έπρεπε να τα επιστρέψουν αυτοί δεν είχαν και ο δανειστής τους τα χάρισε. Και ρωτά το Σίμωνα: ποιος από τους δυο θα χρωστάει μεγαλύτερη χάρη στον δανειστή; Ο Σίμων απάντησε: αυτός που του χαρίστηκε το μεγαλύτερο ποσό. Σωστά απάντησες του είπε ο Ιησούς. Για κοίταξε αυτή τη γυναίκα. Εγώ μπήκα στο σπίτι σου και δεν μου έπλυνες τα πόδια με νερό, όμως εκείνη μου τα έπλυνε με τα δάκρυά της και τα σκούπισε με τα μαλλιά της. Χαιρετισμό δε μου έδωκες, όμως αυτή δε σταμάτησε στιγμή να μου φιλάει τα πόδια. Με λάδι δεν μου άλειψες το κεφάλι, όμως αυτή με πανάκριβο μύρο μου άλειψε τα πόδια. Δεν αξίζει να της πω: «σου συγχωρούνται οι τόσες πολλές αμαρτίες σου, διότι με αγάπησες τόσο πολύ»; Γυρίζοντας προς τη γυναίκα της είπε: «σου συγχωρούνται οι αμαρτίες σου». Τότε άρχισαν οι συνδαιτυμόνες να διερωτώνται: ποιος είναι αυτός που μπορεί να συγχωρεί αμαρτίες; Ο Χριστός ξαναλέγει στη γυναίκα: «Η πίστη σου σε έσωσε, πήγαινε στο καλό».

        Η γυναίκα αυτή ήταν διαβόητη για την αμαρτωλότητά της. Οι υποκριτές συντοπίτες της την ήθελαν πόρνη, για να ικανοποιεί τις πορνικές τους αμαρτωλές έξεις. Ένα σκεύος αμαρτωλής ηδονής και τίποτε περισσότερο. Στην κοινωνική και θρησκευτική ζωή της πόλεως δεν είχε θέση, ήταν το μίασμα, την οποία έπρεπε να αποφεύγουν. Κάπως έτσι σκέφτηκε και ο Σίμων ο οικοδεσπότης, όταν είδε να μπαίνει στο «καθώς πρέπει» σπίτι του εκείνη και να το «μιαίνει». Πολλώ δε μάλλον να αγγίζει τον υψηλό καλεσμένο του ραβίνο.

    Το σώμα της αμαρτωλής αυτής γυναίκας έχε παραδοθεί εξ’ ολοκλήρου στο βόρβορο της αμαρτίας και της διαφθοράς. Όμως μέσα στα κατάβαθα της ψυχής της σιγόκαιγε αμυδρή φλόγα λυτρώσεως. Ο ψυχικός της κόσμος δεν είχε διαφθαρεί
 ολοκληρωτικά. Η παρουσία του Σωτήρα Χριστού στην πόλη εκείνη λειτούργησε στην καρδιά της ως ισχυρότατος άνεμος, ο οποίος θέριεψε την αδύναμη φλόγα λυτρώσεως και την έκαμε πυρακτωμένο καμίνι, ασυγκράτητη ορμή για μετάνοια και σωτηρία και γι’ αυτό έτρεξε κοντά Του με τον χαρακτηριστικό αυτό τρόπο.

     «Προσέξετε, φιλόχριστοι Χριστιανοί, συμβουλεύει ο ιερός Χρυσόστομος, να νοήσετε και να απολαύσετε την καλή διήγηση της καλής αυτής γυναικός, η οποία έφτασε ως εκεί, χωρίς να την καλέσουν, πλησίασε στο μέρος που βρισκόταν ο Κύριος και εξομολογήθηκε δημόσια, εξ όλης καρδίας, τα κρίματά της, χωρίς να αισχύνη, χωρίς φόβο η αντρειωμένη στην ψυχή. Δε λογάριασε τίποτε, ούτε την ταραχή των υπηρετών, ούτε την κατηγορία και το όνειδος των παρισταμένων».
             

     Ο Χριστός, εγκαινίασε μια νέα αντίληψη για τον αμαρτωλό άνθρωπο, εντελώς διάφορη από εκείνη της ιουδαϊκής κοινωνίας. Δεν είναι ο αμαρτωλός άνθρωπος μιασμένος από τη φύση του, αλλά ένας πνευματικά ασθενής, ο οποίος χρειάζεται βοήθεια. Έθεσε ως αντίδοτο της πνευματικής ασθένειας τη μετάνοια, η οποία είναι ο ισχυρότατος εκείνος μοχλός, ο οποίος γκρεμίζει το οικοδόμημα της αμαρτίας και αναγεννά τον άνθρωπο. Δια του Κυρίου μας Ιησού Χριστού παρήλθε ανεπιστρεπτί το καθεστώς του νόμου και της μισθαποδοσίας, και ανέτειλε η εποχή της χάρητος και του ελέους.

      Οι θείοι υμνογράφοι, θέλοντας να τονίσουν το σωτήριο νόημα της μετάνοιας της αμαρτωλής γυναικός, στόλισαν τις ιερές ακολουθίες της Μεγάλης Τετάρτης με μια ποιητική και μουσική πανδαισία ύψιστης αξίας. Η ακολουθία ιδιαίτερα του Όρθρου, σύμφωνα με επιφανείς λειτουργιολόγους, είναι από τις καλλίτερες ποιητικές
συνθέσεις όλων των ακολουθιών του έτους. Τους ύμνους της Μ. Τετάρτης χαρακτηρίζουν οι πλούσιες εικόνες, οι διάλογοι και οι αντιθέσεις. Ο Όρθρος ξεκινάει με το γνωστό «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται…» και ακολουθούν τα υπέροχα καθίσματα«Πόρνη προσήλθε σοι…», «Ιούδας ο δόλιος φιλαργυρίαν ερών…» και το καταπληκτικό «Η πόρνη εν κλαυθμώ ανεβόα, οικτίρμων…». Στο κοντάκιο παρουσιάζεται ο κάθε άνθρωπος αμαρτωλός να βρίσκεται στη θέση της πόρνης. Ο ιερός ποιητής παίρνει τη θέση της και ικετεύει στο Δεσπότη και Λυτρωτή Χριστό να τον ελεήσει, «Υπέρ την πόρνην αγαθέ, ανομήσας, δακρύων όμβρους (όπως εκείνη)ουδαμώς σοι προσήξα, αλλά σιγή δεόμενος προσπίπτω σοι, πόθω ασπαζόμενος τους αχράντους σου πόδας, όπως μοι την άφεσιν, ως Δεσπότης, παράσχης των οφλημάτων, κράζοντι, Σωτήρ, εκ του βορβόρου των έργων μου ρύσαι με». Εξαίσιες ποιητικές συνθέσεις έργα του αγίου Κοσμά του Μελωδού, είναι τα τροπάρια των στιχηρών των αίνων. «Σε τον της Παρθένου Υιόν πόρνη επιγνούσα Θεόν…», «Το πολυτίμητον μύρον η πόρνη έμιξε μετά δακρύων…», «Ότε η αμαρτωλός προσέφερε το μύρον…», «Ω της Ιούδα αθλιότητος! Εθεώρει την πόρνην φιλούσαν τα ίχνη και εκέπτετο δόλω της προδοσίας το φίλημα…». Στα υπέροχα αυτά τροπάρια γίνεται αριστοτεχνική αντίθεση μεταξύ της μετανοούσας γυναικός και του μελλοντικού προδότη μαθητή Ιούδα. Ο ιερός ποιητής εξαίρει την μετάνοια της πόρνης και στηλιτεύει την προδοσία του μαθητή. Τα τροπάρια των αποστίχων είναι και αυτά καταπληκτικές  ποιητικές συνθέσεις και είναι έργα του Βυζαντίου του Μελωδού. «Σήμερον ο Χριστός παραγίνεται εν τη οικία του Φαρισαίου…»,«Ήπλωσεν η πόρνη τα τρίχας σοι τω Δεσπότη, ήπλωσεν ο Ιούδας τας χείρας τοις παρανόμοις…», «Προσήλθε γυνή δυσώδης και βεβορβορωμένη…». Στο τέλος ψάλλεται ένα από τα κορυφαία ποιήματα όχι μόνο της Εκκλησίας μας, αλλά και γενικότερα της παγκοσμίου λογοτεχνίας. Πρόκειται για το γνωστότατο δοξαστικό «Κύριε η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή…», το γνωστό τροπάριο της Κασσιανής, της μεγάλης αυτής βυζαντινής ποιήτριας, την οποία μερικοί αμαθείς την  ταυτίζουν με την πόρνη, που αναφέρεται στον περίφημο ύμνο της. Κανενός η ψυχή δεν μένει ασυγκίνητη στο άκουσμά του.

       Η αφιέρωση της ημέρας αυτής στην μακάρια πρώην πόρνη γυναίκα έγινε σκόπιμα από τους αγίους Πατέρες. Η μορφή της προβάλλει ως φωτεινό ορόσημο καταμεσής στην οδοιπορία προς το Θείο Πάθος για να δείξει και σε μας πως αν δεν συντριβούμε, σαν και εκείνη, και δεν δείξουμε έμπρακτη μετάνοια, δεν μπορούμε να ακολουθήσουμε το Χριστό στο Πάθος και την Ανάσταση. Η αγία μας Εκκλησία θέσπισε τη μετάνοια ως ύψιστη δωρεά η οποία ανανεώνει την ουρανοδρόμο πορεία μας προς το Χριστό και την τελείωσή μας. Καλός χριστιανός δεν είναι εκείνος, ο οποίος γεμάτο κομπασμό και εγωιστική αυτάρκεια, ισχυρίζεται ότι έφτασε σε επίπεδο αγιότητας και δεν χρειάζεται πια άλλο αγώνα, αλλά ο διατελών σε διαρκή μετάνοια.
 


ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου Καθηγητού

Πηγή: aktines.blogspot.gr



Κοντάκιον
Ἦχος δ'. Ὁ ὑψωθεὶς.


Ὑπὲρ τὴν Πόρνην Ἀγαθὲ ἀνομήσας, δακρύων ὄμβρους οὐδαμῶς σοι προσῆξα, ἀλλὰ σιγῇ δεόμενος προσπίπτω σοι, πόθῳ ἀσπαζόμενος, τοὺς ἀχράντους σου πόδας, ὅπως μοι τὴν ἄφεσιν, ὡς Δεσπότης παράσχῃς, τῶν ὀφλημάτων κράζοντι Σωτήρ. Ἐκ τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου ῥῦσαί με.


Μετάφραση 

Ἀγαθὲ Κύριε, ἂν καὶ ἁμάρτησα πιὸ πολὺ ἀπὸ τὴν πόρνη ὅμως δέ σοῦ πρόσφερα (ὅπως ἐκείνη) βροχὴ δακρύων μετανοίας· ἀλλὰ πέφτω στὰ πόδια σου, σιωπηλὰ δεόμενος καὶ ἀσπαζόμενος τὰ ὁλοκάθαρα πόδια σου, νὰ μοῦ χορηγήσεις συγχώρηση τῶν πταισμάτων μου, κράζοντας Σωτῆρα μου: Λύτρωσέ με ἀπὸ τὸν ἠθικὸ βόρβορο τῶν ἁμαρτημάτων μου καὶ σῶσε με.