A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Τετάρτη 2 Απριλίου 2014

Λόγος εἷς τόν Εὐαγγελισμό τῆς Θεοτόκου (Ἀγίου Λουκά Αρχιεπισκόπου Κριμαίας)




Τρία σημαντικότατα γεγονότα στην ιστορία του κόσμου εορτάζει σήμερα
η Εκκλησία μας.

To πρώτο είναι ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, τον οποίο εορτάζουμε σήμερα με χαρά και αγάπη, αλλά και με δέος ενώπιον του μεγαλείου του γεγονότος αυτού, το οποίο ονομάζεται «κεφάλαιον» (δηλαδή αρχή) της σωτηρίας μας.

Εννέα μήνες μετά τον Ευαγγελισμό πραγματοποιήθηκε και το δεύτερο από τα σημαντικότερα γεγονότα, η κατά σάρκα Γέννηση του Κυρίου μας Ιησού Χρίστου. Κορυφή και ολοκλήρωση της σωτηρίας μας θα είναι η ανάσταση του Κυρίου Ιησού Χρί­στου μετά από ένα φρικτό θάνατο πάνω στο Σταυρό.



Όχι μόνο μια φορά αλλά πολλές φορές φανερώθηκαν στους αγίους άγγελοι. Έξι μήνες πριν τον Ευαγγελισμό της Παναγίας Παρθένου Μαρίας στάλθηκε ο αρχάγγελος Γαβριήλ στον ιερέα Ζαχαρία, ο οποίος υπηρετούσε στο ναό, για να του αναγγείλει, ότι απ' αυτόν θα γεννηθεί ο μεγαλύτερος μεταξύ των ανθρώπων, ο Πρόδρομος του Κυρίου ο Ιωάννης. Και σήμερα ο ίδιος φέρνει το χαρμόσυνο άγγελμα στην Υπεραγία και άχραντο Παρθένο Μαρία, η οποία ζούσε στο ταπεινό φτωχόσπιτο του ξυλουργού Ιωσήφ.

Ο διάλογος του με την Παναγία είναι τόσο άγιος και μεγαλειώδης που δεν τολμώ να τον περιγράψω με δικά μου λόγια αλλά πρέπει να τον επαναλάβω με Ευαγγελικά λόγια.
Όταν μπήκε ο αρχάγγελος στο υπερώο, είπε:
«Χαίρε, κεχαριτωμένη ο Κύριος μετά σου· ευλογημένη συ εν γυναιξίν.Η δε ιδούσα διεταράχθη επί τω λόγω αυτού, και διελογίζετο ποταπός είη ο ασπασμός ούτος, και είπεν ο άγγελος αύτη· μη φοβού, Μαριάμ- εύρες γαρ χάριν παρά τω Θεώ. και ιδού σύλληψη εν γαστρί και τέξη υιόν, και καλέσεις το άνομα αυτού Ιησούν. ούτος έσται μέγας και υιός υψίστου κληθήσεται, και δώσει αυτώ Κύριος ο Θεός τον θρόνον αυτού του πατρός αυτού, και βασιλεύσει επί τον οίκον Ιακώβ εις τους αιώνας, και της βασιλείας αυτού ουκ έσται τέλος.

Είπε δε Μαριάμ προς τον άγγελον πώς έσται μοι τούτο, επεί άνδρα ου γινώσκω; και αποκριθείς ο άγγελος είπεν αύτη· Πνεύμα άγιον επελεύσεται επί σε και δύναμις υψίστου επισκιάσει σοι· διό και το γεννώμενον άγιον κληθήσεται υιός Θεού...
Είπε δε Μαριάμ· ιδού η δούλη Κυρίου· γένοιτο μοι κατά το ρήμα σου. και απήλθεν απ' αυτής ο άγγελος» (Λκ. 1, 28-38).

Σας έχω πει πολλά τα προηγούμενα χρόνια γι' αυτόν το μοναδικό στην Ιστορία του κόσμου διάλογο. Αλλά τώρα θα σταθώ στα λόγια του Αρχαγγέλου:
«Πνεύμα Άγιον επελεύσεται επί σε και δύναμις υψίστου επισκιάσει σοι διό και το γεννώμενον άγιον κληθήσεται υιός Θεού».

Κανείς ποτέ, από τη δημιουργία του κόσμου και μέχρι τη συντέλεια του, δεν γεννήθηκε και δεν θα γεννηθεί κατά τον τρόπο, κατά τον οποίο γεννήθηκε ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός. Κανείς ποτέ δε γεννήθηκε χωρίς άνδρα. Κανείς δε γεννήθηκε και δε θα γεννηθεί με την επέλευση του Αγίου Πνεύματος. Σε κανέναν ποτέ δεν κατοίκησε το Άγιο Πνεύμα με τέτοια ολοκληρωμένη πληρότητα, με την ο­ποία εγκατοίκησε στην Παναγία Παρθένο Μαρία. Κανέναν δεν επισκίασε η δύναμη του Υψίστου και τα μητρικά σπλάγχνα καμμίας γυναίκας δεν αγίασε, με τέτοια πληρότητα και δύναμη, όπως τα σπλάγχνα της Υπεραγίας Παρθένου Μαρίας.

Κρατήστε βαθειά στην καρδιά σας, αυτό που σας λέω για την πλήρη ενότητα του Πνεύματος του Θεού και της ανθρώπινης ουσίας της Μαρίας.
Η ψυχή και το πνεύμα του άνθρωπου έχουν την αρχή τους στο Πνεύμα του Θεού. To δεύτερο κεφάλαιο της Παλαιάς Διαθήκης λέει, ότι έπλασε ο Θεός τον πρώτο άνθρωπο, τον Αδάμ, «χουν από της γης και ενεφύσησεν εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής» (Γέν. 2, 7).
Με το Πνεύμα του Θεού μόνο το πνεύμα του άνθρωπου είναι δυνατόν να κοινωνεί, εφόσον από Εκείνον προέρχεται, όπως συμβαίνει και στην φύση, συγγενή δηλαδή μεταξύ τους πράγματα να έχουν πραγματική επικοινωνία.

Την δυνατότητα της αληθινής κοινωνίας με τον Θεό την διδαχθήκαμε από τον ίδιο τον Κύριο μας Ιησού Χριστό, ο οποίος λέει:
«Εάν τις αγαπά με, τον λόγον μου τηρήσει, και ο πατήρ μου αγαπήσει αυτόν, και προς αυτόν ελευσόμεθα και μονήν παρ' αύτω ποιήσομεν» (Ιω. 14, 23).
Αλλά και ο απόστολος Παύλος με κάποια έκπληξη ρωτάει τους χριστιανούς της Κορίνθου: «Ουκ οίδατε ότι ναός Θεού έστε και το Πνεύμα του Θεού οικεί εν υμίν;» (Α' Κορ. 3, 16).

Από τους βίους των αγίων γνωρίζουμε για μιά πραγματική κοινωνία με τον Θεό, που είχαν στη ζωή τους οι άγιοι του Θεού. Γνωρίζουμε ότι αυτοί υπήρξαν κατοικοιτήρια του Πνεύματος του Θεού. Αλλά ακόμα και αυτή η βαθειά κοινωνία τους με το Θεό δεν μπορεί να συγκριθεί μ' εκείνη την ευλογημένη κατάσταση, η οποία υπερβαίνει ακόμα και την κατάσταση των αγγέλων και των αρχαγγέλων, στην όποια βρέθηκε η Υπεραγία Παρθένος Μαρία μετά την επέλευση του Αγίου Πνεύματος.

Αυτό δεν μπόρεσε, η καλύτερα, δεν ήθελε να αντιληφθεί ο κακότυχος εκείνος αιρετικός Νεστόριος, ο οποίος ισχυριζόταν ότι η Υπεραγία Θεοτόκος γέννησε έναν κοινό άνθρωπο Ιησού Χριστό, με τον οποίο αργότερα ενώθηκε ο Θεός, γι' αυτό και την Υπεραγία Παρθένο Μαρία την ονόμαζε Χριστοτόκο και όχι Θεοτόκο.

Αν, έστω και ελάχιστο, δίκαιο είχε ο Νεστόριος, τότε ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός θα ήταν όχι ο Υιός του Θεού και Θεάνθρωπος αλλά ένας από τους πολλούς μεγάλους αγίους, οι οποίοι ονομάζονται αληθινοί ναοί και μονές του Πατρός και του Υιού για την απέραντη αγάπη τους στον Θεό και την τέλεια εφαρμογή στη ζωή τους των εντολών του Χριστού. Όπως βλέπετε ο Νεστόριος δικαίως αναθεματίστηκε από την Τρίτη Οικουμενική Σύνοδο.
Σ' αυτό το σημείο θα μπορούσα να τελειώσω τον εγκωμιαστικό μου λόγο προς τιμήν της μεγάλης αυτής εορτής του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Όμως δεν θέλω να προσπεράσω τα λόγια εκείνα του Αρχαγγέλου Γαβριήλ, τα όποια μπαίνουν σε κάθε καθαρή καρδιά:
«Χαίρε, κεχαριτωμένη· ο Κύριος μετά σου».
Όλοι εσείς, που είστε ομόψυχοι με μένα, πέστε μου, μπορεί να υπάρχει ανώτερη και καθαρότερη χαρά από αυτή, που δίνει η αίσθηση ότι μαζί μας είναι ο Κύριος! Ότι μας αγαπά, επειδή φυλάσσουμε τις εντολές Του και ότι θα έλθει μαζί με τον Άναρχο Πατέρα Του και θα κατοικήσει μαζί μας!

Της ανώτατης αυτής ευτυχίας και χαράς να μας αξιώσει ο Κύριος και Θεός μας Ιησούς Χριστός διά πρεσβειών της Υπεραγίας και Αχράντου Παρθένου Μαρίας! Αμήν.


ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟ ΤΗΣ ΥΠΕΡΕΝΔΟΞΗΣ ΔΕΣΠΟΙΝΑΣ ΜΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΜΑΡΙΑΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ



1. Πάλι σήμερα ἔχουμε χαρμόσυνες εἰδήσειςπάλι ἔχουμε μηνύματα ἐλευθερίαςπάλι 
ἔχουμε μίαἀνάκληση ἀπὸ τὴν πτώση καὶ μία ἐπάνοδο στὴ ζωήμία ὑπόσχεση εὐφροσύνης καὶ μία ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὴ δουλεία.


Ἕνας ἄγγελος συνομιλεῖ μὲ τὴν Παρθένο, γιὰ νὰ μὴν ξαναμιλήσει ὁ διάβολος μὲ γυναίκα. Λέει ἡΓραφή· «Τὸν ἕκτο μήνα τῆς ἐγκυμοσύνης τῆς Ἐλισάβετ στάλθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ ὁ ἄγγελος Γαβριὴλ σὲ μία παρθένο, ποὺ ἦταν μνηστευμένη μὲ ἕναν ἄνδρα». Στάλθηκε ὁ Γαβριήλ, γιὰ νὰ ἀποκαλύψει τὴν παγκόσμια σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Στάλθηκε ὁ Γαβριήλ, νὰ φέρει στὸν Ἀδὰμ τὴ βέβαιη ἀποκατάστασή του. Στάλθηκε ὁΓαβριήλ, στὴν παρθένο, γιὰ νὰ μεταβάλει τὴν ἀτιμία τοῦ γυναικείου φίλου σὲ τιμή. Στάλθηκε ὁ Γαβριήλ, γιὰ νὰπροετοιμάσει τὸν νυμφικὸ θάλαμο, ὥστε νὰ εἶναι ἀντάξιος γιὰ τὸν ἀμόλυντο Νυμφίο. Στάλθηκε ὁ Γαβριήλ, γιὰνὰ συντελέσει νὰ νυμφευθεῖ τὸ πλάσμα μὲ τὸν πλάστη.


Στάλθηκε ὁ Γαβριήλ, στὸ ἔμψυχο παλάτι τοῦ βασιλιᾶ τῶν ἀγγέλων. Στάλθηκε ὁ Γαβριὴλ στὴν παρθένο ποὺ ἦταν ἀρραβωνιασμένη μὲ τὸν Ἰωσήφ, ἀλλὰ ποὺ προοριζόταν γιὰ τὸν Ἰησοῦ, τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Στάλθηκε ὁἀσώματος δοῦλος σὲ ἀμόλυντη παρθένο. Στάλθηκε ὁ χωρὶς ἁμαρτίες σ’ αὐτὴν ποὺ δὲν θὰ γνώριζε τὴ φθορά. Στάλθηκε ὁ λύχνος, γιὰ νὰ ἀναγγείλει τὸν ἥλιο τῆς δικαιοσύνης. Στάλθηκε ὁ ὄρθρος, ποὺ ἔρχεται πρὶν ἀπὸ τὸφῶς τῆς ἡμέρας. Στάλθηκε ὁ Γαβριήλ, γιὰ νὰ διαλαλήσει αὐτὸν ποὺ βρίσκεται στοὺς κόλπους τοῦ Πατέρα καὶστὴν ἀγκαλιὰ τῆς μητέρας. Στάλθηκε ὁ Γαβριήλ, γιὰ νὰ δείξει αὐτὸν ποὺ κάθεται σὲ θρόνο ἀλλὰ καὶ σὲ σπηλιά. Στάλθηκε ἕνας στρατιώτης, γιὰ νὰ διατυμπανίσει τὸ μυστήριο τοῦ μεγάλου βασιλιᾶ. Χαρακτηρίζω μυστήριο αὐτὸ ποὺ γίνεται κατανοητὸ μὲ τὴν πίστη καὶ δὲν ἐξερευνᾶται μὲ τὴ φιλομάθεια, πρόκειται γιὰ μυστήριο ποὺεἶναι ἄξιο προσκυνήσεως καὶ ὄχι σχολαστικῆς ἐξετάσεως, δηλαδὴ γιὰ μυστήριο ποὺ εἶναι ἀντικείμενο θεολογικῆς ἔρευνας καὶ ὄχι γιὰ κάτι ποὺ ὑπόκειται σὲ ἀκριβῆ μέτρηση.


2. « Τὸν ἕκτο μήνα στάλθηκε ὁ Γαβριὴλ στὴν παρθένο». Ποιὸν ἕκτο μήνα; Ποιόν; Ἀπὸ τότε ποὺ ἡἘλισάβετ δέχθηκε τὸ χαρμόσυνο μήνυμα, ἀπὸ τότε ποὺ συνέλαβε τὸν Ἰωάννη. Ἀπὸ ποῦ τὸ συμπεραίνουμε αὐτό; Τὸ ἀποκαλύπτει ὁ ἴδιος ὁ ἀρχάγγελος ὅταν λέει στὴν Παρθένο· « νά, ἡ Ἐλισάβετ ἡ συγγενής σου καὶ αὐτὴσυνέλαβε γιὸ στὰ γεράματά της. Κι αὐτὸς εἶναι ὁ ἕκτος μήνας τῆς ἐγκυμοσύνης της, αὐτῆς ποὺ θεωροῦνταν στείρα». Ὁ ἕκτος μήνας λοιπὸν εἶναι ὁ ἕκτος μήνας ἀπὸ τὴ σύλληψη τοῦ Ἰωάννη. Ἔπρεπε λοιπὸν ὁ στρατιώτης νὰ φθάσει πρῶτος, ἔπρεπε ὁ ἀκόλουθος νὰ προηγηθεῖ, ἔπρεπε νὰ προπορευθεῖ αὐτὸς ποὺ θὰ ἀποκάλυπτε τὴδεσποτικὴ παρουσία.


«Τὸν ἕκτο μήνα στάλθηκε ὁ ἄγγελος Γαβριὴλ στὴν Παρθένο, ποὺ ἦταν ἀρραβωνιασμένη μὲ ἕναν ἄνδρα»,ἀρραβωνιασμένη ὄχι παντρεμένη· ἀρραβωνιασμένη, ἀλλὰ ἄθικτη. Γιατί ἦταν ἀρραβωνιασμένη; Γιὰ νὰ μὴ μάθει πολὺ γρήγορα ὁ διάβολος τὸ μυστήριο. Γιὰ τὸ ὅτι ἐπρόκειτο διὰ μέσου Παρθένου νὰ ἔλθει ὁ Βασιλιάς, αὐτὸ τὸγνώριζε ὁ πονηρός, γιατί εἶχε ἀκούσει τὶς προφητεῖες τοῦ Ἠσαΐα ποὺ ἔλεγαν· « Νά, θὰ συλλάβει ἡ παρθένος καὶθὰ γεννήσει γιό». Κάθε φορά λοιπόν, ὅπως εἶναι φυσικό, ἐξέταζε ὅ,τι ἀναφερόταν στὴν παρθένο, ὥστε ὅτανἀντιληφθεῖ ὅτι ὁλοκληρώνεται αὐτὸ τὸ μυστήριο, νὰ προετοιμάσει τὶς κατηγορίες του. Γιʼ αὐτὸ ὁ Δεσπότηςἦλθε στὴ γῆ διὰ μέσου ἀρραβωνιασμένης, γιὰ νὰ ξεγελάσει δηλαδὴ τὸν πονηρό, ἀφοῦ αὐτὴ ὄνταςἀρραβωνιασμένη ἐξασφάλιζε αὐτό.


3. «Τὸν ἕκτο μήνα στάλθηκε ὁ ἄγγελος Γαβριὴλ σὲ μία Παρθένο, ποὺ ἦταν ἀρραβωνιασμένη μὲ κάποιον ποὺ λεγόταν Ἰωσήφ». Ἄκουσε, ἀκροατή, τί λέει ὁ προφήτης γιʼ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο καὶ γιʼ αὐτὴν τὴν παρθένο. «Θὰ δοθεῖ αὐτὸ τὸ κλειστὸ βιβλίο σὲ ἕναν ἄνθρωπο, ποὺ γνωρίζει γράμματα». Τί σημαίνει κλειστὸ βιβλίο, ἢ τί σημαίνει γενικὰ ἡ ἀμόλυντη παρθένος; Ἀπὸ ποιοὺς θὰ δοθεῖ; Εἶναι φανερὸ πὼς θὰ δοθεῖ ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς. Σὲποιόν; Στὸν Ἰωσὴφ τὸν μαραγκό. Οἱ ἱερεῖς λοιπὸν ἀρραβώνιασαν τὴ Μαρία μὲ τὸν Ἰωσήφ, ἐπειδὴ ἦταν σώφρονας, καὶ τὴν ἔδωσαν σ’ αὐτὸν περιμένοντας τὸν καιρὸ τοῦ γάμου καὶ αὐτὸς βέβαια ἐπρόκειτο παίρνοντας τὴν νὰ φυλάξει ἀμόλυντη τὴν Παρθένο. Αὐτὸ πρὶν ἀπὸ πολλὰ χρόνια ὁ προφήτης τὸ προφήτεψε· «Θὰ δοθεῖαὐτὸ τὸ κλειστὸ βιβλίο σὲ ἕναν ἄνθρωπο, ποὺ γνωρίζει γράμματα» καὶ ὁ ὁποῖος θὰ πεῖ· «δὲν μπορῶ νὰ τὸδιαβάσω». Γιατί Ἰωσὴφ δὲν μπορεῖς; Αὐτὸς θὰ ἀπαντήσει· «Δὲν μπορῶ νὰ τὸ διαβάσω, γιατί τὸ βιβλίο εἶναι κλειστό». Γιὰ ποιὸν φυλάγεται; «Φυλάγεται γιὰ κατοικία τοῦ Δημιουργοῦ τοῦ σύμπαντος».


4. Ἀλλὰ ἂς ξαναγυρίσουμε στὸ θέμα μας. «Τὸν ἕκτο μήνα στάλθηκε ὁ Γαβριὴλ στὴ Παρθένο» καὶ εἶχε πάρει περίπου τέτοιες ἐντολὲς ἀπὸ τὸν Θεό. «Ἔλα λοιπόν, ἀρχάγγελε, γίνε ὑπηρέτης τοῦ φοβεροῦ καὶκρυμμένου μυστηρίου, ἐξυπηρέτησε τὸ θαῦμα. Βιάζομαι ἐξαιτίας τῆς εὐσπαχνίας μου νὰ κατέβω ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ νὰ ἀναζητήσω τὸν πλανεμένο Ἀδάμ. Ἡ ἁμαρτία ἐξασθένησε τὸν ἄνθρωπο, ποὺ πλάσθηκε σύμφωνα μὲ τὴν εἰκόνα μου, σάπισε τὸ δημιούργημα τῶν χεριῶν μου καὶ θάμπωσε τὴν ὀμορφιὰ πού ἔπλασα. Ὁ λύκος κατατρώει τὸ δημιούργημά μου, εἶναι ἔρημη ἡ θέση του στὸν παράδεισο, τὸ δένδρο τῆς ζωῆς φυλάγεται ἀπὸτὴν πύρινη ρομφαία, ἔχει κλείσει πιὰ ὁ τόπος τῆς τρυφῆς. Ἐπιθυμῶ νὰ ἐλεήσω τὸν κατατρεγμένο ἄνθρωπο καὶνὰ συλλάβω τὸν ἐχθρὸ διάβολο. Ἐπιθυμῶ αὐτὸ τὸ μυστήριο νὰ μὴν τὸ μάθουν ὅλες οἱ οὐράνιες δυνάμεις, σὲσένα μόνο τὸν ἐμπιστεύομαι. Πήγαινε λοιπὸν στὴν παρθένο Μαρία. Πήγαινε στὴ ζωντανὴ πόλη, γιὰ τὴν ὁποίαὁ προφήτης ἔλεγε· «Πόλη τοῦ Θεοῦ, δοξασμένα καὶ ἐξαίσια εἰπώθηκαν γιὰ σένα». Πήγαινε στὸν λογικό μου παράδεισο, πήγαινε πρὸς τὴν πύλη τῆς ἀνατολῆς, πήγαινε στὸ ἄξιο κατοικητήριο τοῦ Λόγου μου, πήγαινε στὸν δεύτερο οὐρανὸ ποὺ βρίσκεται πάνω στὴ γῆ, πήγαινε στὸ ἐλαφρὸ καὶ ταχυκίνητο σύννεφο, πληροφόρησε τὴν γιὰ τὴ βροχὴ τῆς παρουσίας μου, πήγαινε στὸ ἁγίασμα ποὺ ἑτοιμάστηκε γιὰ μένα, πήγαινε στὸν νυμφικὸκοιτώνα τῆς ἐνανθρωπήσεως, πήγαινε στὸν ἀμόλυντο νυμφικὸ κοιτώνα τῆς κατὰ σάρκα γεννήσεώς μου. Μίλησε στὰ αὐτιὰ τῆς λογικῆς κιβωτοῦ, προετοίμασέ τα νὰ μ’ ἀκούσουν χωρὶς νὰ τὰ τρομάξεις, οὔτε νὰταράξεις τὴν ψυχὴ τῆς Παρθένου. Κόσμια ἐμφανίσου στὸν ἔμψυχο ναό μου, πὲς σ’ αὐτὴν πρῶτα τὴ χαρούμενη εἴδηση. Ἐσὺ πὲς στὴ Μαριὰμ τὸ «Χαῖρε Κεχαριτωμένη», ὥστε ἐγὼ νὰ ἐλεήσω τὴν ἐξουθενωμένη Εὔα».


5. Τ’ ἄκουσε αὐτὰ ὁ ἀρχάγγελος καὶ ὅπως ἦταν φυσικὸ μονολογοῦσε· «Παράξενη εἶναι αὐτὴ ἡ ὑπόθεση, ξεπερνάει κάθε σκέψη αὐτὸ ποὺ εἰπώθηκε. Ὁ φοβερὸς στὰ Χερουβίμ, ὁ ἀθέατος στὰ Σεραφίμ, ὁ ἀκατάληπτος σ’ὅλες τὶς οὐράνιες ἀγγελικὲς δυνάμεις, ὑπόσχεται μία ξεχωριστὴ ἐπικοινωνία στὴν κόρη, προμηνύει μία αὐτοπρόσωπη παρουσία του, μᾶλλον ὑπόσχεται μία εἴσοδο διὰ μέσου τῆς ἀκοῆς καὶ βιάζεται αὐτὸς πού καταδίκασε τὴν Εὔα νὰ δοξάσει τόσο πολὺ τὴ θυγατέρα της; Λέει “ἂς ἑτοιμαστεῖ ἡ εἴσοδός μου διὰ μέσου τῆςἀκοῆς”. Ὅμως εἶναι δυνατὸν ἀνθρώπινη κοιλιὰ νὰ χωρέσει τὸν ἀχώρητο; Πραγματικὰ αὐτὸ τὸ μυστήριο εἶναι φοβερό».


Ἐνῶ αὐτὰ εἶχε στὸ νοῦ του ὁ ἄγγελος, ὁ Δεσπότης τοῦ λέει· «Γιατί ταράζεσαι καὶ παραξενεύεσαι Γαβριήλ; Δὲν σ’ ἔστειλα προηγουμένως στὸν ἱερέα Ζαχαρία; Δὲν τοῦ μετέφερες τὴ χαρμόσυνη εἴδηση τῆς γεννήσεως τοῦ Ἰωάννη; Δὲν ἐπέβαλες τὴν τιμωρία τῆς σιωπῆς στὸν ἱερέα πού δὲν σὲ πίστεψε; Δὲν καταδίκασες τὸν γέροντα σὲ ἀφωνία; Ἐσὺ δὲν τὸ ἀνακοίνωσες κι ἐγὼ τὸ ἐπικύρωσα; Δὲν ἀκολούθησε τὴ χαρμόσυνη εἴδησή σου ἡ πράξη; Δὲν συνέλαβε ἡ στείρα γυναίκα; Δὲν ὑπάκουσε ἡ μήτρα της;         Δὲν ἐξαφανίστηκε ἡ ἀρρώστιατῆς ἀτεκνίαςΔὲν ὑποχώρησε ἡ ἀπραξία τῆς φύσηςΤώρα δὲν κυοφορεῖ αὐτὴ πού προηγουμένως ἦταν στείρα; Μήπως γιὰ μένα τὸν Δημιουργὸ ὑπάρχει κάτι πού εἶναι ἀκατόρθωτο; Πῶς λοιπὸν σὲ κυρίεψε ἡ ἀμφιβολία;».


6. Τί ἀπάντησε ὁ ἄγγελος; « Δέσποτα, τὸ νὰ θεραπεύσεις τὰ σφάλματα τῆς φύσης, τὸ νὰ ἠρεμήσεις τὴν τρικυμία τῶν παθῶν τῶν ἀνθρώπων, τὸ νὰ ἀνακαλέσεις στὴ ζωὴ νεκρωθέντα ἀνθρώπινα μέλη, τὸ νὰ διατάξεις τὴ φύση ὥστε νὰ γεννήσει μία στείρα γυναίκα, τὸ νὰ θεραπεύσεις τὴ στείρωση σὲ γερασμένα μέλη, τὸ νὰμετασχηματίσεις ἕνα γερασμένο ξερὸ καλάμι σὲ χλοερό, τὸ νὰ κάνεις τὴν ἄγονη γῆ ξαφνικὰ πηγὴ σπαρτῶν, εἶναι πράγματα ποὺ γίνονται πάντοτε μὲ τὴ δική σου δύναμη. Μάρτυρες ποὺ ἀποδεικνύουν ὅλα τὰ παραπάνω εἶναι ἡ Σάρρα, ἡ Ρεβέκκα καὶ ἡ Ἄννα, οἱ ὁποῖες, ἐνῶ ἦταν ὑποδουλωμένες στὴ φοβερὴ ἀσθένεια τῆς στειρώσεως, ἀπελευθερώθηκαν ἀπὸ σένα. Τὸ νὰ γεννήσει ὅμως παρθένος χωρὶς τὴ συμμετοχὴ ἄνδρα, αὐτὸξεπερνάει ὅλους τούς νόμους τῆς φύσης, ἀλλὰ καὶ προαναγγέλει τὴ δική σου παρουσία στὴν κόρη. Ἐσένα δὲν σὲ χωροῦν τὰ πέρατα τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, πῶς θὰ σὲ χωρέσει μία παρθενικὴ μήτρα;». Ὁ Δεσπότηςἀπάντησε· «Πῶς μὲ χώρεσε ἡ σκηνὴ τοῦ Ἀβραάμ;». Ὁ ἄγγελος εἶπε· « Ἐπειδή, Δέσποτα, ὑπῆρχε ἕνα πέλαγος φιλοξενίας, ἐκεῖ ἐμφανίστηκες στὸν Ἀβραάμ, δηλαδὴ στὴ σκηνή του, ποὺ ἦταν δίπλα στὸ δρόμο καὶ τὴξεπέρασες, ἐπειδὴ τὰ πάντα γεμίζει ἡ παρουσία σου. Πῶς θὰ φέρεις τὸ πῦρ τῆς θεότητος στὴ Μαριάμ; Ὁθρόνος σου φλέγεται ἀκτινοβολώντας ἀπὸ τὴν αἴγλη σου καὶ θὰ μπορέσει ἡ εὐκολόκαυστη παρθένος νὰ σὲδεχτεῖ;».


Ὁ Δεσπότης λέει· «Πράγματι, ἂν ἡ φωτιὰ στὴν ἔρημο ἔβλαψε τὴ βάτο, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ ἡπαρουσία μου θὰ βλέψει τὴ Μαρία. Ἂν ἐκείνη ἡ φωτιά, ἡ ὁποία σκιαγραφοῦσε τὴν παρουσία ἀπὸ τὸν οὐρανὸ τῆς θεϊκῆς φωτιᾶς πότιζε τὴ βάτο καὶ δὲν τὴν ἔκαιγε, τί θὰ ἔλεγες γιὰ τὴν ἀλήθεια πού κατεβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανὸὄχι σὰν πύρινη φλόγα, ἀλλὰ σὰν βροχή;».


Τότε πλέον ὁ ἄγγελος ἐκτέλεσε τὴ διαταγὴ ποὺ πῆρε καὶ ἀφοῦ παρουσιάστηκε στὴν Παρθένο τῆς εἶπε πανηγυρικά· «Χαῖρε, Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος εἶναι μαζὶ σου». Ποτὲ πιὰ ὁ διάβολος δὲν θὰ εἶναι ἐναντίον σου, γιατί τὸ σημεῖο ποὺ πλήγωσε ὁ ἐχθρός σου προηγουμένως, σ’ αὐτὸ πρῶτα–πρῶτα τώρα ὁ ἰατρὸς τῆς σωτηρίαςἐπιθέτει τὸ ἔμπλαστρο. Ἀπὸ ἐκεῖ ὅπου ἐμφανίστηκε ὁ θάνατος, ἀπὸ ἐκεῖ μπῆκε ἡ ζωή. Ἀπὸ τὴ γυναίκα προέρχονται ὅλες οἱ συμφορές, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴ γυναίκα πηγάζουν ὅλα τὰ καλά. Χαῖρε Κεχαριτωμένη, μὴντρέπεσαι σὰν νὰ εἶσαι αἰτία καταδίκης. Θὰ γίνεις μητέρα αὐτοῦ ποὺ καταδίκασε καὶ λύτρωσε τὸν ἄνθρωπο. Χαῖρε, ἀμίαντη μητέρα τοῦ Νυμφίου Χριστοῦ στὴν ὀρφανὴ ἀνθρωπότητα. Χαῖρε, ἐσὺ ποὺ καταπόντησες στὴμήτρα σου τὸν θάνατο τῆς μητέρας τῆς ἀνθρωπότητας Εὔας. Χαῖρε, ὁ ζωντανὸς ναὸς τοῦ Θεοῦ. Χαῖρε, σὺ ποὺεἶσαι ἐξίσου κατοικία οὐρανοῦ καὶ γῆς. Χαῖρε, εὐρύχωρε τόπε τῆς ἀπόρρητης φύσης». Ἀφοῦ ὅλα αὐτὰ ἔτσιἔχουν, ἐξαιτίας της ἦλθε ὁ γιατρὸς γιὰ τοὺς ἀρρώστους, «ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, γιὰ νὰ φωτίσει αὐτοὺς ποὺζοῦν στὸ σκοτάδι», ἡ ἄγκυρα γιὰ ὅλους τούς ταλαιπωρημένους καὶ τὸ ἀσφαλισμένο λιμάνι. Γεννήθηκε ὁΔεσπότης τῶν δούλων ποὺ μισοῦνται ἀδιάλλαχτα, ὁ σύνδεσμος τῆς εἰρήνης, ἐμφανίσθηκε ὁ λυτρωτὴς τῶν αἰχμαλώτων δούλων, ἡ εἰρήνη αὐτῶν ποὺ βρίσκονται σὲ πόλεμο. «Αὐτὸς βέβαια εἶναι ἡ εἰρήνη μας», τὴν ὁποία εἰρήνη μακάρι νὰ ἀπολαύσουμε ὅλοι μας μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸνὉποῖο ἀνήκει ἡ δόξα, τιμὴ καὶ δύναμη τώρα καὶ πάντοτε καὶ σ’ ὅλους τούς αἰῶνες. Ἀμήν.

(Ἀπό τό βιβλίο: «ΘΕΟΜΗΤΟΡΙΚΟΝ», τ. β΄, Ἔκδ. ΛΥΔΙΑ)

Τρίτη 1 Απριλίου 2014

Ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΚΑΙ Ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΚΑΘΕ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ( Ἁγίου Ἰγνατίου Μπριαντσιανίνωφ)





Ὁ Κύριος εἶπε στούς μαθητές Του: «Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖνἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόνσταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθείτω μοι» (Ματθιστ’ 24). Τί σημαίνει «ὁ σταυρός τοῦ κάθε ἀνθρώπου»; Καί γιατί αὐτός «ὁ σταυρός τοῦ κάθε ἀνθρώπου», δηλαδή ὁ ἰδιαίτερος σταυρός τοῦ καθενός μας, ὀνομάζεται συνάμα καί «Σταυρός τοῦ Χριστοῦ»;


«Ὁ σταυρός τοῦ κάθε ἀνθρώπου» εἶναι οἱ θλίψεις καί τά βάσανα τῆς γήινης ζωῆςπού γιά τόν καθέναμας εἶναι δικά του. «Ὁ σταυρός τοῦ κάθε ἀνθρώπου» εἶναι ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία καί ἄλλα εὐλαβῆ κατορθώματα, μέ τά ὁποῖα ταπεινώνεται ἡ σάρκα καί ὑποτάσσεται στό πνεῦμα. Τά κατορθώματα αὐτά πρέπει νά εἶναι ἀνάλογα μέ τίς δυνάμεις τοῦ καθενός καί στόν κάθε ἄνθρωπο εἶναι δικά του.

«Ὁ σταυρός τοῦ κάθε ἀνθρώπου» εἶναι τά ἁμαρτωλά ἀσθενήματαἤ πάθηπού – στόν κάθε ἄνθρωπο –εἶναι δικά τουΜέ ἄλλα ἀπ᾽ αὐτά τά πάθη γεννιόμαστε καί μ᾽ ἄλλα μολυνόμαστε στήν πορεία τοῦ γήινου βίου μας.

«Ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ» εἶναι ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Μάταιος καί ἄκαρπος εἶναι «ὁ σταυρός τοῦ κάθε ἀνθρώπου» – ὅσο βαρύς καί ἄν εἶναι – ἐάν δέν μεταμορφωθεῖ σέ «Σταυρό τοῦ Χριστοῦ» μέ τό ν᾽ ἀκολουθοῦμε τόν Χριστό.

«Ὁ σταυρός τοῦ κάθε ἀνθρώπου», γιά τόν μαθητή τοῦ Χριστοῦ γίνεται «Σταυρός τοῦ Χριστοῦ», γιατί ὁμαθητής τοῦ Χριστοῦ εἶναι στερρά πεπεισμένοςὅτι πάνω ἀπ᾽ αὐτόν (τόν μαθητήἀγρυπνάει ἀκοίμητος ὁΧριστόςΠιστεύει ὅτι ὁ Χριστός ἐπιτρέπει νά τοῦ ἔρθουν θλίψεις σάν μιά ἀναγκαία καί ἀναπόφευκτη προϋπόθεση τῆς Χριστιανικῆς πίστεως. Καμιά θλίψη δέν θά τόν πλησίαζε, ἄν δέν τό εἶχε ἐπιτρέψει ὁ Χριστός, καί ὅτι μέ τίς θλίψεις πού τοῦ συμβαίνουν, ὁ Χριστιανός γίνεται οἰκεῖος τοῦ Χριστοῦ καί καθίσταται κοινωνός τῆς μοίρας Του στή γῆ καί – γιά τόν λόγο αὐτό – καί στόν οὐρανό.

«Ὁ σταυρός τοῦ κάθε ἀνθρώπου» γίνεται γιά τόν μαθητή τοῦ Χριστοῦ «Σταυρός τοῦ Χριστοῦ», γιατί ὁἀληθινός μαθητής Του σέβεται καί θεωρεῖ τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ σάν τόν μόνο σκοπό τῆς ζωῆςτου. Αὐτές οἱ πανίερες ἐντολές γίνονται γι᾽ αὐτόν σταυρός, πάνω στόν ὁποῖο συνεχῶς σταυρώνει τόν παλαιό του ἄνθρωπο «σύν τοῖς παθήμασι καί ταῖς ἐπιθυμίαις» του (Γαλ. ε’ 24).

Ἀπ᾽ αὐτά εἶναι φανερό γιατίγιά νά λάβουμε τόν σταυρό μαςεἶναι ἀνάγκη ν᾽ ἀπαρνηθοῦμεπροηγουμένως τόν ἑαυτό μας μέχρι καί ν᾽ ἀπολέσουμε ἀκόμα καί τή ζωή μαςΤόσο βαθιά καί τόσο πολύ ἔχει συνηθίσει στήν ἁμαρτία καί οἰκειώθηκε σ᾽ αὐτήν ἡ πεσμένη στήν ἁμαρτία φύση μας, πού ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ δέν παύει νά ἀποκαλεῖ αὐτή τή φύση ψυχή τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου.

Γιά νά δεχτοῦμε τόν σταυρό στούς ὤμους μαςπρέπει πρῶτα νά πάψουμε νά ἱκανοποιοῦμε τό σῶμα στίςἰδιότροπές του ἐπιθυμίες παρέχοντάς του μονάχα ὅ,τι εἶναι ἀναγκαῖο γιά τήν ὕπαρξή τουΠρέπει νά ἀναγνωρίσουμε ὅτι ἡ ἀλήθειά μας εἶναι ἕνα σκληρότατο ψέμα μπροστά στόν Θεό καί ἡ λογική μας εἶναι μιά τέλεια ἀνοησία. Τέλος: ἀφοῦ παραδοθοῦμε στόν Θεό μ᾽ ὅλη τή δύναμη τῆς πίστης μας καί ριχτοῦμε στή μελέτη τοῦ Εὐαγγελίου, πρέπει νά ἀπαρνηθοῦμε τό δικό μας θέλημα.

Ὅποιος πραγμάτωσε μιά τέτοια ἀπάρνηση τοῦ ἑαυτοῦ του εἶναι ἱκανός νά λάβει τόν σταυρό τουΑὐτός μέ ὑπακοή καί ὑποταγή στόν Θεό καί ἐπικαλούμενος τή βοήθειά Του γιά νά ἐνισχυθεῖ ἔναντι τῆς ἀδυναμίας του, ἀτενίζει δίχως φόβο καί ἀμηχανία τή θλίψι πού προσεγγίζει. Ὅποιος ἀπαρνήθηκε τόν ἑαυτό του προετοιμάζεται μεγαλόψυχα καί γενναῖα νά τήν ὑπομείνει, ἐλπίζει ὅτι μέσω αὐτῆς τῆς θλίψεως θά γίνει κοινωνός καί συμμέτοχος τῶν παθῶν τοῦ Χριστοῦ καί φτάνει τή μυστική ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ, ὄχι μόνο μέ τό νοῦ καί τήν καρδιά του, ἀλλά καί μέ τήν ἴδια τήν πράξη, τήν ἴδια τή ζωή του.

Ὁ σταυρός εἶναι καί παραμένει βαρύς καί καταθλιπτικόςἐνόσω παραμένει ὁ σταυρός μαςὍταν ὅμως μεταμορφωθεῖ σέ Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, τότε γίνεται ἀσυνήθιστα ἐλαφρός. «Ὁ ζυγός μου», εἶπε ὁ Κύριος, «χρηστός καί τό φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστιν» (Ματθ. ια’ 30).

Ὁ μαθητής τοῦ Χριστοῦ λαμβάνει τόν σταυρό στούς ὤμους τουὅταν παραδέχεται πώς εἶναι ἄξιος τῶνθλίψεων πού ἡ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ τοῦ καταπέμπειὉ μαθητής τοῦ Χριστοῦ τότε φέρει καί ὑπομένει τόν σταυρό του σωστά, ὅταν ἀναγνωρίζει ὅτι οἱ θλίψεις πού τοῦ στάλθηκαν εἶναι ἀκριβῶς -αὐτές καί ὄχι ἄλλες- εἶναι ἀναγκαῖες γιά τήν ἐν Χριστῷ μόρφωσή του καί τή σωτηρία του. Τότε φέρουμε καρτερικά τόν σταυρό μας, ὅταν ἀληθινά ἀντιλαμβανόμαστε καί ἀνα γνωρίζουμε τό ἁμάρτημά μας. Σ᾽ αὐτή τή συναίσθηση τοῦ ἁμαρτήματός μας δέν ὑπάρχει καμιά αὐταπάτη. Ὡστόσο, ὅποιος παραδέχεται τόν ἑαυτό του ἁμαρτωλό καί ταυτόχρονα γογγύζει καί μοιρολογάει ἀπό τό ὕψος τοῦ σταυροῦ του, ἀποδεικνύει μ᾽ αὐτό ὅτι μέ τό νά παραδέχεται τήν ἁμαρτία του ἐπιφανειακά, κολακεύει μονάχα τόν ἑαυτόν του καί τόν ξεγελᾶ.

Τό νά ὑπομένουμε καρτερικά τόν σταυρό μας ἀποτελεῖ ἀληθινή μετάνοιαἘσύ, ἀδελφέ, πού εἶσαι σταυρωμένος στόν σταυρό, ἐξομολογήσου στόν Κύριο μέσα στή δικαιοσύνη καί τή χρηστότητα τῶν κριμάτων Του. Μέ τήν αὐτοκατάκριση δικαίωσε τήν κρίση τοῦ Θεοῦ καί θά λάβεις ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν σου.

Ἐσύπού εἶσαι σταυρωμένος στόν σταυρόγνώρισε τόν Χριστό – καί θά σοῦ ἀνοιχτεῖ ἡ πύλη τοῦΠαραδείσουἈπό τόν σταυρό σου δοξολόγησε τόν Κύριο, ἀποκρούοντας ἀπό τόν ἑαυτό σου κάθε λογισμό μεμψιμοιρίας καί γογγυσμοῦ, ἀπορρίπτοντάς τον σάν ἔγκλημα καί σάν βλασφημία ἐναντίον τοῦ Θεοῦ. Ἀπό τήν κορυφή τοῦ σταυροῦ σου εὐχαρίστησε τόν Κύριο γιά τήν ἀνεκτίμητη δωρεά – γιά τόν σταυρό σου. Εὐχαρίστησε γιά τό πολύτιμο προνόμιό σου, τό προνόμιο νά μιμεῖσαι τόν Χριστό μέ τά βάσανα καί τό μαρτύριό σου.

Ἀπό τό σταυρόὅπου εἶσαι σταυρωμένοςθεολόγησεγιατί ὁ σταυρός εἶναι τό ἀληθινό καί μόνο σχολεῖο,φυλακτήριο καί ἁγία τράπεζα τῆς ἀληθινῆς Θεολογίας.

Ἔξω ἀπό τόν σταυρόδίχως τόν σταυρόδέν ὑπάρχει ζῶσα γνώση ΧριστοῦΜή ἀναζητᾶς τή Χριστιανική τελείωση στίς ἀνθρώπινες ἀρετές. Ἐκεῖ δέν ὑπάρχει αὐτή ἡ τελείωση. Αὐτή εἶναι κρυμμένη στόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ. Ὁ σταυρός τοῦ κάθε ἀνθρώπου μετατρέπεται σέ Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, ὅταν ὁ μαθητής τοῦ Χριστοῦ φέρει τόν σταυρό του μέ ἐνεργό τή συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς του, ἡ ὁποία ἔχει ἀνάγκη κολασμοῦ.
Φέρνει κανείς τό σταυρό τουὅταν σηκώνει τόν σταυρό του μέ εὐχαριστία πρός τόν Χριστό καί μέδοξολόγησή ΤουΣάν ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς δοξολογίας καί εὐχαριστίας μέσα στόν βασανισμένο ἄνθρωποἐμφανίζεται ἡ πνευματική παρηγοριάἩ εὐχαριστία καί ἡ δοξολογία αὐτή γίνονται πλουσιώτατη πηγή ἀσύλληπτης καί αἰώνιας χαρᾶς, πού ξεπηδάει μέ χάρη ἀπό τήν καρδιά, ξεχύνεται στήν ψυχή καί στό ἴδιο τό σῶμα.

Ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦμονάχα στήν ἐξωτερική του ὄψηγιά τούς σαρκικούς ὀφθαλμούςεἶναι πεδίο καίχῶρος σκληρός καί δύσκολοςΓιά τόν μαθητή τοῦ Χριστοῦ, πού Τόν ἀκολουθεῖ, ὁ σταυρός εἶναι πεδίο καί χῶρος ὑψίστης πνευματικῆς ἡδονῆς καί ἀπολαύσεως. Τόσο μεγάλη εἶναι αὐτή ἡ ἡδονή καί ἀπόλαυση, ὥστε ἡ θλίψη πνίγεται καί σβήνει ὁλότελα ἀπό τήν ἀπόλαυση. Καί ὁ μαθητής τοῦ Χριστοῦ, πού τόν ἀκολουθεῖ, αἰσθάνεται μονάχα ἡδονή τήν ὥρα πού βρίσκεται ἀνάμεσα στά πιό σκληρά βάσανα. Ἔλεγε ἡ νεαρή Μαύρα στόν νεαρό σύζυγό της Τιμόθεο, ὁ ὁποῖος ὑπέμενε φοβερά βασανιστήρια καί πόνους καί τήν καλοῦσε νά δεχτεῖ καί ἐκείνη τό μαρτύριο: «Φοβοῦμαι, ἀδελφέ μου, μήπως τρομάξω, ὅταν θά δῶ τά φοβερά βασανιστήρια καί τόν ἐξοργισμένο ἡγεμόνα, μήπως ἀποκάμω σέ καρτερία καί ὑποκύψω ἐξαιτίας τῆς νεανικῆς μου ἡλικίας». Ὁ μάρτυρας Τιμόθεος τῆς ἀπάντησε τότε: «Ἔλπιζε στόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό καί τά βασανιστήρια θά εἶναι γιά σένα λάδι, πού ξεχύνεται ἀπάνω στό σῶμα σου καί πνεῦμα δρόσου στά κόκκαλά σου, πού θά ἀνακουφίζει ὅλες σου τίς ἀσθένειες».

Ὁ Σταυρός εἶναι ἡ ἰσχύς καί ἡ δόξα ὅλων τῶν ἀπ᾽ αἰῶνος ἉγίωνὉ Σταυρός εἶναι ἰατήρας τῶν παθῶν, ἐξολοθρευτής τῶν δαιμόνων. Θανάσιμος εἶναι ὁ σταυρός γιά ἐκείνους, πού τόν σταυρό τους δέν τόν μεταμόρφωσαν σέ Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, πού ἀπό τόν σταυρό τους γογγύζουν κατά τῆς Πρόνοιας τοῦ Θεοῦ. Σταυρός εἶναι γιά ἐκείνους πού τόν μέμφονται καί τόν βλασφημοῦν καί παραδίδονται στήν ἀπελπισία καί τήν ἀπόγνωση.
Οἱ ἁμαρτωλοίπού δέν ἐξομολογοῦνται καί δέν μετανοοῦνπεθαίνουν πάνω στόν σταυρό τους μέ θάνατοαἰώνιοΜέ τό νά μήν ὑπομένουν καρτερικά ἀποστεροῦνται τήν ἀληθινή ζωή, τή ζωή μέσα στόν Θεό. Τούς ἀποκαθηλώνουν ἀπό τόν σταυρό τους, γιά νά κατέβουν σάν ψυχές στόν αἰώνιο τάφο.

Ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ ἀνυψώνει ἀπό τή γῆ τόν μαθητή τοῦ Χριστοῦ πού ‘ναι σταυρωμένος ἀπάνω του.Ὁ μαθητής τοῦ Χριστοῦ, πού ‘ναι σταυρωμένος πάνω στό σταυρό του, φρονεῖ τά ἄνω, μέ τόν νοῦ καί τήν καρδιά του ζεῖ στόν οὐρανό καί καθορᾶ τά μυστήρια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν. «Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν», εἶπε ὁ Κύριος, «ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθείτω μοι».

Δευτέρα 31 Μαρτίου 2014

ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ (18 Μαρτίου)



Στή σει­ρά τῶν με­γά­λων Πα­τέ­ρων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἀ­νή­κει ὁ ἱ­ε­ρός Κύ­ριλ­λος. Ἁ­γι­ό­τη­τα βί­ου, στα­θε­ρό­τη­τα πί­στε­ως, ἀ­γω­νι­στι­κό φρό­νη­μα, συ­νε­χεῖς ἐ­ξο­ρί­ες γιά τήν δι­α­τή­ρη­ση τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας συν­θέ­τουν τή ζω­ή του. Νά θαυ­μά­σου­με τόν σπου­δαῖ­ο ἀ­γω­νι­στή.

«Κανόνα πίστεως, καὶ εἰκόνα πραότητος, ἐγκρατείας διδάσκαλον, ἀνέδειξε σε τῇ ποίμνῃ σου, ἡ τῶν πραγμάτων ἀλήθεια· διὰ τοῦτο ἐκτήσω τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά, τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια. Πάτερ Ἱεράρχα Κύριλλε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.»


Ο Άγιος Κύριλλος καταγόταν από την Παλαιστίνη και γεννήθηκε πιθανώς το έτος 313 μ.Χ. στα Ιεροσόλυμα. Χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος υπό του Επισκόπου Ιεροσολύμων Μαξίμου του Γ' (333 - 348 μ.Χ.) , τον οποίο και διαδέχθηκε στην επισκοπική έδρα κατά τις αρχές του έτους 348 μ.Χ., είτε διότι ο Μάξιμος απομακρύνθηκε από τους αιρετικούς Αρειανούς, είτε διότι πέθανε.

Ο Άγιος αρχικά αδιαφορούσε για τις δογματικές «λεπτολογίες» και απέφευγε επιμελώς τον όρο «ομοούσιος». Γι' αυτό ο Αρειανός Μητροπολίτης Κασαρείας Ακάκιος ενέκρινε την εκλογή του και τον χειροτόνησε Επίσκοπο. Αλλά συνέβη και εδώ, ότι αργότερα και στην περίπτωση του Αγίου Μελετίου, Πατριάρχου Αντιοχείας . Ο Άγιος δεν έμεινε εκτός του κλίματος της εποχής, ως προς τους δογματικούς αγώνες και από τους πρώτους μήνες της αρχιερατείας του αποδείχθηκε με τις περίφημες Κατηχήσεις του, υπερασπιστής των Αποφάσεων και των Όρων της Α' Οικουμενικής Συνόδου.

Τους αγώνες του Αγίου Κυρίλλου εξήρε και η εν Κωνσταντινουπόλει Σύνοδος του έτους 382 μ.Χ.: «Τῆς δὲ γὲ μητρὸς ἁπασῶν τῶν Ἐκκλησιῶν, τῆς ἐν Ἱεροσολύμοις, τὸν αἰδεσιμώτατον Κύριλλον ἐπίσκοπον εἶναι γνωρίζομεν. Κανονικῶς τὲ παρὰ τῶν τῆς ἐπαρχίας χειροτονηθέντα πάλαι καὶ πλεῖστα πρὸς τοὺς Ἀρειανοὺς ἐν διαφόροις τόποις ἀθλήσαντα».

Η δογματική τοποθέτηση του Αγίου Κυρίλλου υπήρξε η πρώτη αιτία ρήξεως με τον Επίσκοπο Ακάκιο Καισαρείας, ο οποίος στη συνέχεια ζητούσε διάφορες αφορμές για να καταστρέψει τον Άγιο. Δεύτερη αιτία ήταν η διαφορά σχετικά με την δικαιοδοσία των δύο εδρών. Ως γνωστό, λόγω καταστροφής της πόλεως των Ιεροσολύμων η εκεί Χριστιανική κοινότητα διασκορπίστηκε, μετά δε την επανοικοδόμηση αυτής οι Χριστιανοί ήταν λίγοι, γι' αυτό σε Μητρόπολη αναδείχθηκε η πρωτεύουσα της Παλαιστίνης, Καισάρεια. Μετά από λίγο, όταν οι Χριστιανοί των Ιεροσολύμων αυξήθηκαν, η Επισκοπή Ιεροσολύμων ζήτησε αποκατάσταση της παλαιάς αυτής θέσεως. Το 325 μ.Χ. η Α' Οικουμενική Σύνοδος, διά του 7ου Κανόνος αυτής, όριζε να τιμάται ιδιαίτερα κατά τα αρχαία έθιμα ο Επίσκοπος Αιλίας, δηλαδή Ιεροσολύμων, η δε Μητρόπολη Καισαρείας να διατηρεί το οικείο αξίωμα. Η ασάφεια της διατυπώσεως του Κανόνος προκάλεσε διένεξη μεταξύ του Αγίου Κυρίλλου και του Ακακίου.

Ο τελευταίος ήταν σε πλεονεκτική θέση λόγω της υποστηρίξεως αυτού από τον Αρειανό αυτοκράτορα Κωνστάντιο (337 - 361 μ.Χ.) και αφού βρήκε πρόφαση κατά του Αγίου Κυρίλλου, ότι σε καιρό λιμού πούλησε ιερά κειμήλια και αναθήματα για να προσφέρει τροφή σε άπορους, καθαίρεσε τον Άγιο διά Συνόδου, η οποία συνήλθε στα Ιεροσόλυμα, το έτος 357 μ.Χ. και τον απομάκρυνε από εκεί.

Ο Άγιος Κύριλλος εξορίσθηκε στην Ταρσό της Κιλικίας και έγινε δεκτός υπό του εκεί Επισκόπου Σιλβανού, ο οποίος απέρριψε την αξίωση του Ακακίου να διακόψει την επικοινωνία του με τον Άγιο. Ωστόσο ο Άγιος Κύριλλος ζητούσε να διερευνηθεί η υπόθεσή του από μεγαλύτερη Σύνοδο. Πράγματι, η Σύνοδος η οποία συνήλθε το έτος 359 μ.Χ. στα Ιεροσόλυμα, τον αποκατέστησε και τον αθώωσε, αλλά ο Ακάκιος, αφού κατέφυγε στην Κωνσταντινούπολη, ματαίωσε τις αποφάσεις της Συνόδου των Ιεροσολύμων δι' άλλης Συνόδου, η οποία συνήλθε το έτος 360 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη και επικύρωσε την καθαίρεση και εξορία του Αγίου Κυρίλλου.

Ο Άγιος Κύριλλος επέστρεψε στην έδρα του, όπως και οι λοιποί εξόριστοι Επίσκοποι, το έτος 361 μ.Χ., επί αυτοκράτορα Ιουλιανού του Παραβάτου, ο οποίος θέλοντας να έχει κοντά του όλους τους εχθρούς του αυτοκράτορα Κωνστάντιου, ανακάλεσε τους εξόριστους Αρχιερείς. Ο Άγιος αισθανόταν την ανάγκη να επιδοθεί στη διαποίμανση του ποιμνίου του. Αλλά μετά τον θάνατο του Ιουλιανού του Παραβάτου, στις 26 Ιουλίου 363 μ.Χ., εξορίσθηκε και πάλι από τον αυτοκράτορα Ουάλη (364 - 378 μ.Χ.) για ένδεκα χρόνια και επανήλθε στα Ιεροσόλυμα μετά τον θάνατο του αυτοκράτορα, το έτος 378 μ.Χ.

Ο Άγιος Κύριλλος κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 387 μ.Χ.

Το κύριο έργο του είναι οι Κατηχήσεις (23 στο σύνολο), οι οποίες εκφωνήθηκαν κατά την διάρκεια της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και της Διακαινησίμου εβδομάδας του έτους 348 μ.Χ. στη βασιλική της Αναστάσεως. Σκοπός των Κατηχήσεων ήταν αφ' ενός μεν η εισαγωγή των Κατηχουμένων στις θεμελιώδεις διδασκαλίες της πίστεως και του ηθικού βίου των Χριστιανών, αφ' ετέρου δε η φανέρωση των Μυστηρίων της Εκκλησίας στους Νεοβαπτισθέντες. Η αξία των Κατηχήσεων του Αγίου Κυρίλλου είναι ανυπολόγιστη. Κανένα έργο προ αυτού δεν εμφανίζει με τόση παραστατικότητα σχεδόν όλο το τελετουργικό της Ορθοδόξου Εκκλησίας, καθώς και το μυστηριακό και αγιαστικό σύστημα με τόση καταπληκτική ομοιότητα προς τα μέχρι σήμερα τελούμενα στο ναό, ώστε δικαιολογημένα να θεωρούμε ότι οι Κατηχήσεις του Αγίου Κυρίλλου αποτελούν έκτυπη αναπαράσταση και στην πράξη διατήρηση αυτής της ίδιας της Αποστολικής Τελετουργικής Παραδόσεως.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.

Κανόνα πίστεως, καὶ εἰκόνα πραότητος, ἐγκρατείας διδάσκαλον, ἀνέδειξε σε τῇ ποίμνῃ σου, ἡ τῶν πραγμάτων ἀλήθεια· διὰ τοῦτο ἐκτήσω τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά, τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια. Πάτερ Ἱεράρχα Κύριλλε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.

Στολὴν τὴν ἔνθεον, ἀμφιεσάμενος, στῦλος ὁλόφωτος, ὤφθης τῆς πίστεως, τῶν Ἀποστόλων ἐν Σιῶν τὴν χάριν κεκληρωμένος, ὅθεν ἐνδιέπρεψας, εὐσέβειας τοὶς δόγμασι, καὶ πιστῶς ἐσκόρπισας, τῆς σοφίας τὸ τάλαντον. Καὶ νῦν ὑπὲρ ἠμῶν ἐκδυσώπει, Κύριλλε Πάτερ Ἱεράρχα.


Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.

Φερωνύμος γέγονε, τῇ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία, ὁ φωσφόρος λόγος σου, κῦρος οὐράνιον Πάτερ· γνῶσιν γάρ τῆς ἀληθείας Πάτερ διδάσκων, ἔλλαμψιν, ἠθῶν ὁσίων καθυπογράφεις, καί παθῶν βραβεύεις λύσιν, τῇ σῇ πρεσβείᾳ, θεόφρον Κύριλλε.

Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν σοφίαν.

Τὴν σοφίαν τοῦ λόγου πεπλουτηκώς, ἐξηρεύξω δογμάτων ῥεῖθρα ζωῆς, καὶ πᾶσαν κατήρδευσας, εὐσεβούντων διάνοιαν, καὶ βακτηρίᾳ θείᾳ ποιμάνας τὸ ποίμνιον, ἐπὶ χλόην θείας, ἐξέθρεψας γνώσεως· ὅθεν ὡς Ποιμένα, καὶ διδάσκαλον μέγαν, καὶ πίστεως πρόμαχον, εὐφημοῦμέν σε Κυριλλε, Ἱεράρχα κραυγάζοντες· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου. 


www.saint.gr

Κυριακή 30 Μαρτίου 2014

ΠΕΡΙ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΑΙΩΝΙΟΥ ΚΟΛΑΣΕΩΣ (π.Νικηφόρος Νάσσος)




Γράφει ὁ ἐφημέριος τοῦ Ι.Ν. Τιμίου Προδρόμου,
Ἰερομόναχος π. Νικηφόρος Νάσσος


ΕΙΚΟΝΕΣ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ 


Ἡ Πα­τε­ρικὴ ἐμπει­ρί­α μᾶς ἑρμη­νεύ­ει τὸν προσ­δω­κόμε­νο αἰώ­νιο Παρά­δει­σο στὸ τέ­λος τῆς Ἱστο­ρί­ας, ὄχι ὡς ἕνα τό­πο αἰσθη­τό (ἀφοῦ μὲ τὴ Β’ Πα­ρου­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ με­τα­ποιεῖται/με­τα­στοι­χειώνε­ται ὁ χῶρος καὶ ὁ χρό­νος), ἀλλ’ ὡς ἕνα «τό­πο» πνευ­μα­τι­κό, τ.ἔ. ἄλλου εἴδους καὶ ποιό­τη­τας κα­τά­στα­ση· γιὰ τὴν ἀκρί­βεια, γί­νε­ται λό­γος, ὅπως προ­είπα­με, ὄχι γιὰ τό­πο ἀλλὰ γιὰ ΤΡΟ­ΠΟ ζωῆς. Αὐτὸ θὰ εἶναι ὁ Πα­ρά­δει­σος, ἕνας τρό­πος δηλ. ζωῆς αἰω­νί­ου μὲ τὴν αἰώ­νια κοι­νω­νί­α καὶ μέ­θε­ξη τοῦ Θε­οῦ, ὅπως στὴ συ­νέ­χεια θὰ ἀνα­πτύ­ξου­με. 

Ὁ Πα­ρά­δει­σος πα­ρου­σιά­ζε­ται ὡς Φῶς, ἀλλὰ ταυ­τό­χρο­να καὶ ὡς «γνόφος» (αὐτὸ ποὺ λέ­με ἀντά­ρα, συννε­φιά, ὁμί­χλη καὶ σκό­τος). Ἀκό­μη καὶ στὴν Ἀπο­κά­λυ­ψη τοῦ Ἀπο­στό­λου καὶ Εὐαγγελιστοῦ Ἰω­άν­νη βλέ­που­με ὅτι ἡ Βα­σι­λεία τοῦ Θε­οῦ, ὅπως ἐθε­ά­θη ἀπὸ τὸν Εὐαγ­γε­λι­στὴ―συγ­γρα­φέ­α, ταυ­τί­ζε­ται, σύμ­φω­να μὲ τὶς ἐκεῖ πε­ρι­γραφὲς, ὡς πό­λη (ἡ «τε­τρά­γω­νος πό­λις»), ἡ ὁποί­α ἐκτείνε­ται σὲ 12.000 στά­δια (δηλ. 1.500 χιλιό­με­τρα), πού εἶναι, βε­βαί­ως, ἕνας συμ­βο­λικὸς ἀριθ­μός, κατὰ τὴ Βιβλικὴ Ἀριθ­μο­λο­γί­α, καὶ ἔχει στο­λι­σμέ­να τὰ θε­μέ­λια τοῦ τεί­χους της μὲ πολύ­τι­μους λί­θους: «καὶ ὁ θε­μέ­λιος ὁ πρῶτος ἴα­σπις, ὁ δεύ­τε­ρος σάπ­φει­ρος, ὁ τρί­τος χαλκη­δών, ὁ τέ­ταρ­τος σμά­ρα­γδος….»[1]. Ὅλα αὐτὰ εἶναι πραγμα­τι­κά; Ὄχι, βε­βαί­ως, ἀλλὰ συμ­βο­λικά, καὶ πα­ρου­σιά­ζο­νται ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θε­οῦ μὲ αὐτὸν τὸν τρό­πο, ὥστε νὰ «ὑπο­ψιά­σει» τὴν ἀνθρώ­πι­νη λο­γικὴ καὶ τὴν πνευ­μα­τικὴ αἴσθη­ση περὶ τοῦ ἀφθάστου καὶ ἀκτίστου μεγα­λεί­ου τῆς «ἄνω πό­λε­ως», τῆς Βασι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ.

Βε­βαί­ως, νά ση­μειώ­σου­με πα­ρεν­θε­τι­κά ὅτι στὴν κατά­στα­ση αὐτὴν θὰ με­τέ­χουν τῆς ἀλή­κτου χαρᾶς τοῦ Πα­ρα­δεί­σου οἱ σε­σω­σμέ­νοι. Αὐτοί, κατά τὸν με­γά­λο δογ­μα­τολό­γο Πα­τέ­ρα τῆς Ἐκκλη­σί­ας μας, ἅγιο Ἰω­άν­νη τόν Δα­μα­σκη­νό, θὰ ἔχουν τὴ δυ­να­τό­τη­τα τῆς με­τα­ξύ των ὁρά­σε­ως, θὰ βλέπο­νται, θὰ γνω­ρί­ζονται καί θά ἀλλη­λο-α­να­γνω­ρί­ζο­νται, ὅπως χα­ρα­κτηρι­στι­κά ἐπιση­μαί­νει. Πῶς, ὅμως, αὐτό θα συμ­βαί­νει, πῶς θὰ γνω­ρίζονται ἐκεῖ οἱ ἄνθρω­ποι με­τα­ξύ τους; Ὄχι ἀπό τό σχῆμα τοῦ σώ­μα­τος, λέ­γει ὁ Δα­μα­σκη­νός, ἀλλ’ ἀπό τό διορα­τι­κό (νο­ητὸ) μά­τι τῆς ψυχῆς· δηλ. θὰ ὑπάρχει ἐπικοινωνία νοῶν! «Ναί, ἕκα­στος ἀνα­γνω­ριεῖ τὸν πλη­σί­ον αὐτοῦ, οὐ τῷ τοῦ σώ­μα­τος σχή­μα­τι, ἀλλά τῷ διο­ρα­τικῷ τῆς ψυχῆς ὄμμα­τι»[2].

Ἀνα­φε­ρό­με­νοι στίς εἰκό­νες καί τούς συμ­βο­λι­σμούς, πού μᾶς πα­ρέ-χουν κά­ποιον προ­ϊ­δε­α­σμὸ γιὰ τὶς ἐπου­ρά­νιες κα­τα­στά­σεις, θά μπο­ρού­σα­με νὰ στα­θοῦμε σὲ μιὰ πα­ρα­στα­τι­κή εἰκό­να, πού δεί­χνει τὸ γε­γο­νός τῆς φωτοφα­νεί­ας τῶν Ἁγί­ων καὶ τῶν σε­σω­σμέ­νων κα­τά τὴν ἡμέ­ρα τῆς πα­γκοσμί­ου Κρί­σεως καὶ με­τέ­πειτα στὴν ἀτέρ­μο­νη αἰω­νιό­τη­τα. Ἀκοῦμε στή λε­γο­μέ­νη «Ἐξό­διον Ἀκολου­θί­αν», ὅπως καί στά ἱε­ρά Μνη­μό­συ­να ὑπὲρ τῶν κεκοιμημέ­νων ἀδελ­φῶν μας, ὅτι «οἱ δί­καιοι ἐκλάμψου­σιν ὡς φω­στῆρες», δη­λαδή θά λά­μπουν ὡς ἀστέ­ρες τη­λαυ­γεῖς. Ἀκό­μη, στήν Πα­λαιά Δια­θή­κη, στό τέταρ­το Κε­φά­λαιο τοῦ βι­βλί­ου Σο­φί­α Σο­λομῶντος, ἀνα­φέ­ρε­ται ὅτι οἱ Ἅγιοι τό­τε, ἤτοι στὴ μέλ­λουσα μα­κα­ριό­τη­τα, «ὡς σπιν­θῆρες ἐν κα­λάμῃ δια­δρα­μοῦνται»[3]. Τί μπο­ρεῖ νὰ ση­μαί­νει αὐτό καὶ πῶς ἐμεῖς θὰ τὸ κατανο­ή­σου­με;

Ἕνας Πανε­πι­στη­μια­κὸς Κα­θη­γη­τής[4], πα­ρο­μοιάζει αὐτό τό γε­γο­νός τῆς μελ­λο­ντικῆς λάμ­ψε­ως τῶν Ἁγί­ων μέ ἕνα ἐπί­γειο γε­γο­νός, μέ­σα ἀπό τό ὁποῖο μπο­ροῦμε νά ἀντι­λη­φθοῦμε πε­ρί­που τά τῆς ἐκεῖ κα­τα­στάσε­ως γε­γο­νό­τα καί πράγ­μα­τα. Ὁμι­λεῖ γιά ἕνα παι­χνί­δι, πού εἶχαν πα­λιά οἱ Ἐβραῖοι, ἀλλά καὶ σέ μᾶς τὸ συ­να­ντᾶ κα­νείς, κυ­ρί­ως στὰ χω­ριά μας, ἀφοῦ ὑπάρ­χουν κοι­νές Πα­ραδό­σεις τῶν λαῶν τῆς Ἄνα­τολῆς. Τὸ παι­χνίδι αὐτό ἔχει ὡς ἐξῆς: Κα­τά τίς με­γά­λες κα­λο­καιρι­νές νύ­χτες, τά παι­διά μιᾶς γει­τονιᾶς ἄνα­βαν φω­τιά καί ἔβα­ζαν μέ­σα με­γά­λα κα­λά­μια, γιά νά πυρω­θοῦν. Στή συ­νέ­χεια, χά­ρα­ζαν ἡμι­κύ­κλια στόν ἀέ­ρα μὲ τά πυρωμέ­να αὐτὰ κα­λά­μια. Οἱ συ­μπαῖκτες τους ἀπό τήν ἄλλη γει­το­νιά ἔκα­ναν ἀκριβῶς τό ἴδιο, πύ­ρω­ναν τά κα­λά­μια καί χά­ρα­ζαν καὶ αὐτοὶ κύ­κλους στόν ἀέ­ρα ἀπό τόν δι­κό τους χώ­ρο, γιά νά φαί­νο­νται ἀπό μα­κρυά. Ἔδι­ναν ἔτσι ση­μά­δια, σάν τίς ἀρχαῖες φρυκτω­ρί­ες, οἱ μέν πρός τούς δέ. Νά, λοι­πόν, πῶς μπο­ροῦμε κά­πως να ὑπο­ψια­στοῦμε, ἀπό τό ὑλικὸ αὐτὸ πα­ρά­δειγ­μα, τό γε­γο­νός ὅτι οἱ Ἅγιοι θά ἐκπέ­μπουν τό φῶς τῆς Χά­ρι­τος στὴ μέλ­λου­σα ζω­ή, ὅπως πνευ­μα­τικὰ τό ἐξέ­πε­μπαν μέ τήν ἀρε­τή τους ἤδη ἀπό τόν κό­σμο αὐτόν. Καί στήν ἄλη­κτη, λοι­πόν, αἰω­νιό­τη­τα, «ὡς σπιν­θῆρες ἐν κα­λά­μι δια­δρα­μοῦνται», θὰ λάμπουν καί θά ἀκτι­νο­βο­λοῦν. Εἶναι, ὄντως, μί­α εἰκό­να ἐκφα­ντι­κή! Ὅπως μέσα στὴ νύ­χτα φω­τί­ζουν οἱ σπί­θες τοῦ ἀναμ­μέ­νου κα­λα­μιοῦ, κα­τά τόν ἴδιο τρό­πο ―τη­ρου­μέ­νων πάντοτε τῶν ἀνα­λο­γιῶν― οἱ δίκαιοι θά λάμ­ψουν ὡς σπιν­θῆρες καί θά ἀκτι­νο­βο­λοῦν τὸ ἄκτι­στο Φῶς τῆς Θεί­ας Χάρι­τος!

Ἀπό αὐτὴν ἐδῶ τή ζωή οἱ Ἅγιοι, με­τέ­χο­ντας τῆς ἀκτί­στου θε­ο­ποιοῦ ἐνερ­γεί­ας τοῦ Θε­οῦ, λά­μπουν καί ἀκτι­νο­βο­λοῦν, πα­ρέ­χο­ντας σέ ὅλους τήν ἀψευδῆ μαρ­τυ­ρί­α τῆς προ­γεύ­σε­ως τοῦ γλυ­κυ­τά­του ἐσχα­το­λο­γι­κοῦ Πα­ρα­δεί­σου. Μὲ ἄλλα λό­για, μᾶς δεί­χνουν τή «δόξα» καὶ τὴ λαμπρό­τη­τα τῆς πα­μπόθη­της Θεί­ας Βα­σι­λεί­ας (δηλ. τῆς Θ. Χά­ρι­τος) ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἀπό ἐδῶ τὴν ἔζη­σαν, γε­νό­με­νοι «κα­τά Χά­ριν ἄναρ­χοι καί ἄκτι­στοι», ὅπως γρά­φει ὁ φα­ε­σφό­ρος καί θε­ό­πτης ἅγιος Γρη­γό­ριος ὁ Πα­λαμᾶς. Ἄκτι­στοι καί ἄναρ­χοι γί­νονται οἱ Ἅγιοι, μο­λο­νό­τι πα­ρα­μέ­νουν ἐντὸς τῆς κτι­στῆς ἀνθρώ­πι­νης φύ­σε­ώς τους, ἀπό τήν «ἀνα­παυο­μέ­νη» σ᾿ αὐτούς Θεί­α Χά­ρη, ἡ ὁποία πρό­κει­ται καί στό μέλ­λον νά τούς ἀκο­λου­θεῖ: «Οὕτω καί οἱ ἅγιοι, κτι­στοί ὄντες κα­τά τήν οἰκεί­αν φύ­σιν, ἄκτι­στοί τε καί ἄναρ­χοι κέκλη­νται διά τήν ἐπα­να­πε­παυ­μέ­νην αὐτοῖς καί συνε­σο­μέ­νην εἰς αἰῶνας ἄκτι­στον χά­ριν τοῦ Θε­οῦ»[5].

ΕΙΚΟΝΕΣ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΚΟΛΑΣΕΩΣ

Τὸ ἴδιο, ἀντί­στοι­χα, περὶ τρό­που (καὶ ὄχι τό­που) ζωῆς ἰσχύ­ει, ἀλλ’ ἀντί­στρο­φα, καὶ γιὰ τὴν Κό­λα­ση, ἡ ὁποί­α καὶ αὐτὴ δὲν θὰ εἶναι χῶρος ὑλικὸς καὶ αἰσθητός, ἀλλὰ κα­τά­στα­ση, τρό­πος ζωῆς αἰώνιος, χωρὶς τὴν ἀγα­πη­τικὴ μέ­θε­ξη τοῦ Θε­οῦ. Ἐντούτοις, ὅπως ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρίσκεται μὲν καὶ «ἐντὸς ἡμῶν», ἀλλὰ περιλαμβάνει ἀνακαινιστικὰ καὶ ὅλο τὸ σύμπαν («ὡς ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς»), ἔτσι καὶ ἡ Κόλαση (ὡς τυραννία τοῦ διαβόλου) δὲν ὑφίσταται μόνο «ἐντὸς ἡμῶν», ἀλλά, κατὰ τοὺς Πατέρες (Ἰω. Χρυσόστομο, Ἰω. Δαμασκηνὸ κ.ἄ.) καὶ σὲ ἕνα περι-ορισμένο νοητὸ τόπο.
Βέβαια, ὁ Καθηγητὴς Ν. Ματσούκας ἰσχυρίζεται ὅτι ἡ Κόλαση τῶν ἁμαρτωλῶν θὰ εἶναι ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο μιὰ ἐσωτερικὴ ὑπαρξιακὰ δική τους (ἐνδοανθρώπινη) κατάσταση[6].

Μιλώντας, ὅμως, ὁ Θεολόγος Γρηγόριος γιὰ τὸ κολαστικὸ πῦρ, γράφει ὅτι δὲν ἔχει καμιά συγγένεια ἤ ὁμοιότητα μὲ ἀνθρώπινες – ψυχικὲς (συνειδησιακὲς) καταστάσεις[7]. Τὸ πῦρ τῆς Κολάσεως δὲν εἶναι μόνο συνειδησιακό, διότι τότε, ἁπλούστατα, δὲν θὰ ἦταν Θεῖο (ἄκτιστο). Ἐφόσον, κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνό, τὰ σώματα καὶ οἱ ψυχὲς τῶν ἁμαρτωλῶν θὰ εἶναι στερημένα τῆς Θείας δόξας, δηλ. τοῦ Ἀκτίστου Φωτός, ἀδυνατοῦν νὰ «κοινωνοῦν», ἔστω καὶ ἀρνητικά, αὐτῆς τῆς Θείας θέας, καὶ μάλιστα κατ’ ἄκτιστο τρόπο, εἰμὴ μόνο ὡς συνεχῆ ὑπὸ τοῦ ἁμαρτωλοῦ αἴσθηση τῆς καυστικῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ. Ἡ διδασκαλία, ὅτι τὸ πῦρ τῆς Κολάσεως εἶναι ψυχικό, εἶναι Ὠριγενική, ὅπως θὰ ἀναπτύξουμε ἐκτενέστερα σὲ ἄλλο Κεφάλαιο τοῦ παρόντος. Πάντως, στὴν Ἁγί­α Γραφὴ βλέπουμε νὰ πα­ρου­σιά­ζε­ται ἡ Κό­λαση πό­τε ὡς φωτιά («πῦρ αἰώ­νιον»), καὶ πό­τε ὡς σκο­τά­δι («σκό­τος ἐξώ­τε­ρον»)· ἤ ὡς ἕνα ἀπληστόκορο γιγάντειο σκουλήκι (μεγάλο φίδι), ἤ μὲ πλῆθος ἄλλων ζώων (βλ. θηριομορφία)[8], ποὺ ἐπώδυνα θὰ τρώει τὰ σώματα τῶν νεκρῶν, χωρὶς ὅμως αὐτὰ ποτὲ νὰ δαπανῶνται[9] (πρβλ. τιμωρία Προμηθέα). Πρόκειται γιὰ μιὰ παλαιὰ ἰουδαϊκὴ Ἀποκαλυπτικὴ ἀντίληψη[10], ποὺ διασωζόταν ἀκόμα καὶ στὰ χρόνια τοῦ Χριστοῦ.

Ἀπὸ ὅλα αὐτὰ μπο­ροῦμε νὰ φα­νταστοῦμε τή φο­βε­ρή ὀδύ­νη τῆς Κο­λά­σε­ως (ἡ ὁποία, ἐκτός τῶν ἄλλων, θά συ­νί­στα­ται στοὺς βασανισμούς τῶν κολασμένων ἀπὸ τοὺς δαίμονες ἀλλὰ καὶ στὴν ἀπο­μό­νω­ση με­τα­ξύ τους, δηλ. τήν ἔλλει­ψη ἐπι­κοι­νω­νί­ας) ἀπό ἕνα πε­ρι­στα­τι­κό, πού ἔχει σχέ­ση μέ τόν Ἀββᾶ Μα­κά­ριο τόν Αἰγύ­πτιο, ὅπως τό περιγράφει ἡ ἱερὴ Φι­λο­κα­λί­α τῶν ἁγί­ων Νη­πτικῶν Πα­τέ­ρων. Ὁ Μακά­ριος βα­δί­ζει ἐν προ­σευχῇ μέ­σα στή βα­θιά ἔρη­μο καὶ κά­ποια στιγ­μή ἡ βα­κτη­ρί­α του ἀκου­μπᾶ τό κρα­νί­ο ἑνός αἱρε­σιάρ­χου, κα­τά τὸ θέ­λη­μα, βε­βαί­ως, τοῦ Θε­οῦ. Ἡ ψυ­χή ἐκεί­νου τοῦ αἱρε­σιάρ­χου μέ­σα ἀπό τήν Κό­λα­ση αἰσθά­νε­ται μέ αὐτό το ἅγιο ἄγγιγ­μα τοῦ γυ­μνοῦ κρα­νί­ου κά­ποια ἀνα­κού­φι­ση. Ὁ Ἀββᾶς συν­δια­λέ­γεται μέ τό ἄψυ­χο κρα­νί­ο, τό ὁποῖο θαυ­μα­τουρ­γικῶς ὁμι­λεῖ.

Ἐρωτᾶ ὁ Ὁσιος ποιά εἶναι ἡ κα­τά­στα­ση τῶν κο­λα­ζομέ­νων στήν ἄλλη ζω­ή. Ἡ ἀπά­ντη­ση εἶναι πο­λύ ση­μα­ντι­κή. Στὴν ἄλλη ζω­ή, λέ­γει τὸ κρα­νί­ο, τό πρό­σω­πο τοῦ ἑνός εἶναι κολημ­μέ­νο στή ρά­χη τοῦ ἄλλου καί ἔτσι δὲν εἶναι δυ­νατὴ κα­μί­α δια­προ­σω­πικὴ ἐπι­κοι­νωνί­α, δηλ. δυ­να­τό­τη­τα νά ἀντι­κρύζει ὁ ἕνας τό πρό­σω­πο τοῦ ἄλλου: «Καὶ οὐκ ἔστι πρό­σω­πον πρὸς πρό­σω­πον θε­ά­σα­σθαι τι­νά, ἀλλά τό πρό­σω­πον ἑκά­στου, πρός τόν ἕτε­ρον νῶτον κε­κόλ­λη­ται»[11]. Συ­νεπῶς, οἱ κο­λα­σμέ­νοι στε­ροῦνται ἀκό­μα καί αὐτῆς τῆς δια­προ­σω­πι­κής ἐπικοινωνίας καὶ πα­ρη­γοριᾶς. Ὅμως, δί­δε­ται μί­α μι­κρή εὐκαι­ρί­α κά­ποιας στιγ­μιαί­ας, θά λέ­γα­με, ἀνα­κού­φι­σης καὶ ἐπικοι­νω­νί­ας μετα­ξύ τους, βλέπο­ντας γιὰ λί­γο ὁ ἕνας τό πρόσωπο τοῦ ἄλλου, ὅταν οἱ ἐν τῷ κό­σμῳ ζῶντες πι­στοί προ­σευ­χη­θοῦν (ἰδί­ως μέ­σα στὸ Μυ­στή­ριο τῆς Θεί­ας Εὐχα­ρι­στί­ας) καὶ τε­λέ­σουν φιλανθρωπίες καὶ ἱερὰ Μνη­μό­συνα γι᾿ αὐτούς[12]. Αὐτὸ ἀπο­κά­λυ­ψε τό κρα­νί­ο ἐκεί­νου τοῦ αἱρε­σιάρ­χου στόν Ἀββᾶ Μα­κά­ριο, κα­τά τήν προ­α­να­φερ­θεῖσα δι­ή­γη­ση: «Ὥς οὖν εὔχῃ ὑπέρ ἡμῶν, ἐκ μέ­ρους τις θε­ω­ρεῖ τό πρό­σω­πον τοῦ ἑτέ­ρου. Αὕτη ἐστιν ἡ πα­ραμυθία…»[13].

--------------------------------------------------------------------------------

[1] Βλ. Α­ποκ. 21, 14 ἑξ.

[2] Βλ. Ἰω. Δαμα­σκη­νοῦ, Πε­ρί τῶν ἐν πί­στει κε­κοι­κη­μέ­νων, Ε­ΠΕ 4, 194.

[3] Σ. Σολ. 3, 1 – 9.

[4] Πρό­κει­ται γιὰ τὸν ὁμό­τι­μο Κα­θη­γητή Θε­ο­λο­γί­ας τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου Ἀθηνῶν, π. Γε­ώρ­γιο Με­ταλ­λη­νό.

[5] Γρη­γο­ρί­ου τοῦ Πα­λαμᾶ, Λό­γος ἀντιρ­ρη­τι­κός Γ’ 4, 9, Ε­ΠΕ 5, 370-372.

[6] Δογματικὴ καὶ Συμβολικὴ Θεολογία, τ. Β’, σ. 544: «Ἡ κατάσταση αὐτὴ τῶν κολασμένων εἶναι ἀποκλειστικὰ δική τους στάση».

[7] Κατηχητικός λόγ. 40, PG 45, 104.

[8] Βλ. ἁγίου Ἀνδρέα τοῦ κατὰ Χριστὸν Σαλοῦ (Νικηφόρου πρεσβυτέρου), Διήγησις τοῦ βίου, MPG 111, 772A-773B. Στὴν Κοπτικὴ Εἰκονογραφία τῆς Κολάσεως οἱ δαίμονες («ἄγγελοι τοῦ θανάτου») παρουσιάζονται μὲ μορφὲς ζώων [βλ. O. F. A. Meinardus, “An Inquiry: The Coptic Iconography of Hell”, Ἐκκλησία καὶ Θεολογία 6 (1985) 714].

[9] Μ. Βασιλείου, Εἰς Ψαλμ. 33, MPG 30, 372A-B, Ἰω. Χρυσ., Εἰς Θεόδωρον ἐκπεσόντα 1, 10, ed. J. Dumortier, Εἰς Ἐφ. 24, 5, MPG 62, 168. Πρβλ. Μάρκ. 9, 46.

[10] Β’ Ἐνὼχ 10. 51, 1, Γ’ Βαροὺχ 4, 1-5.

[11] Μα­κα­ρί­ου τοῦ Αἰγυ­πτί­ου, Ἀπο­φθέγ­μα­τα, ΜPG 34, 257 CD-260 Α.

[12] Ἰω. Χρυσ., Εἰς Ἰω. 62, 5, MPG 59, 342, Εἰς Πράξ. 21, 4, MPG 60, 169: «Ἔστι γάρ, ἔστιν, ἐὰν θέλωμεν, κούφην αὐτῷ γενέσθαι τὴν κόλασιν. Ἄν οὖν εὐχὰς ὑπὲρ αὐτοῦ ποιῶμεν συνεχεῖς, ἄν ἐλεημοσύνην διδῶμεν· κἄν ἐκεῖνος ἀνάξιος ᾖ, ἡμᾶς ὁ Θεὸς δυσωπήσεται. Εἰ διὰ Παὺλον ἑτέρους διέσωσε, καὶ δι’ ἄλλους ἄλλων φείδεται, πῶς οὐχὶ καὶ δι’ ἡμᾶς τὂ αὐτὸ τοῦτο ἐργάσεται;…Οὕτω μετὰ παῤῥησίας αὐτὸν παραιτήσεται τότε ἡ γυνή, λύτρον ὑπὲρ αὐτοῦ καταθεμένη. Ὅσῳ πλειόνων γέγονεν ἁμαρτημάτων ὑπεύθυνος, τοσούτῳ μειζόνως αὐτῷ δεῖ τῆς ἐλεημοσύνης…δυσωπήσει τοῦτο τὸν Θεόν». Ὅτι τὰ Μνημόσυνα, σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ὠφελοῦν τὶς ψυχὲς τῶν μὴ θανάσιμα ἁμαρτωλῶν κεκοιμημένων ἀναφέρεται, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, καὶ στὴ Ραββινικὴ Γραμματεία (b Berakhot 15b). Γιὰ περισσότερα βλ. Σ. Κ. Τσιτσίγκου, «Ἡ Φαινομενολογία τῶν Νεκρωσίμων Ἀκολουθιῶν», Ἀ­νά­τυ­πο ἀπὸ περιοδ. Εκκλη­σια 1984, Β. Θ. Κοντοβᾶ, «Ἡ περὶ μνημοσύνων ἔρις καὶ ἡ διδασκαλία περὶ τοῦ μέλλοντος τῆς ψυχῆς μετὰ θάνατον», Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς 723 (1988) 603, 613-615, Π. Α. Ὑφαντῆ, «Βικεντίου Δαμοδοῦ, Περὶ κρίσεως καὶ περὶ συγγνωνῶν», Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς 749 (1993) 509-536.
[13] Ὅπ.π.  

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΛΕΞΙΟΣ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ (17 Μαρτίου)

Il Santo del giorno 17 luglio: Sant'Alessio mendicante


«Πᾶς ὅς ἀφῆκεν . . . πατέρα ἤ μητέρα ἤ γυναίκα . . .ἕνεκεν τοῦ ὀνοματός μου, ἑκατονταπλασίονα λήψεται καί ζωήν αἰώνιον κληρονομήσει» (Ματθ. ιθ΄-29). Ἡ φωνή αὐτή τοῦ Εὐαγγελίου μᾶς φέρνει στό νοῦ τήν ἡρωϊκή αὐταπάρνηση καί πτωχεία τοῦ ἁγίου Ἀλεξίου, τοῦ γνωστοῦ ὡς «ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ».


            Ὁ ἅγιος Ἀλέξιος γεννήθηκε στή Ρώμη στά χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου (346-395μ.Χ.). Προερχόταν ἀπό οἰκογένεια πλούσια καί ἀρχοντική. Ὁ πατέρας του, ὁ Εὐφημιανός ἦταν γερουσιαστής, ἄνθρωπος πολύ συνετός, ἐνάρετος καί ἐξαιρετικά ἐλεήμων. Ἡ δέ μητέρα του, ἡ Ἀγλαϊα ἦταν Ρωμαία ἀριστοκράτισσα, εὐσεβής καί καλόγνωμη. Στό πλούσιο ἀρχοντικό τους οἱ πτωχοί καί ξένοι κατεύφευγαν καθημερινά, τούς ὁποίους καί οἱ δύο φιλοξενοῦσαν πλουσιοπάροχα. Ἦταν ὅμως ἄτεκνοι. Ὁ Θεός τούς χάρισε, ὡς δῶρο τήν προσευχή τους, τόν εὐλογημένο Ἀλέξιο, στόν ὁποῖο ἔδωσαν λαμπρή ἀνατροφή καί μόρφωση. Καί παρότι ὁ Ἀλέξιος εἶχε καρδίσει τόν θαυμασμό ὅλων γιά τήν σοφία του καί τά πολλά του προσόντα του, ἐκεῖνος ἀπό τήν νεανική του ἀκόμη ἠλικία κατέφρόνησε τήν ματαιότητα τοῦ κόσμου καί ἄναψε στήν καρδία του ὁ θεῖος πόθος γιά τήν μοναχική ζωή. Γιά αὐτό φόρεσε κρυφά τρίχινο ράσο κάτω ἀπό τά μεταξωτά ἐνδύματά του καί προσευχόταν θερμά στόν Θεό νά τόν ὁδηγήσει σέ τόπο σωτηρίας.


            Ὠστόσο, ἀναγκάσθηκε νά ὑποχωρήσει στίς ἐπίμονες πιέσεις τῶν γονέων του καί νά νυμφευθεῖ μία νέα ἀντάξια τοῦ γένους του. Ἀλλά τήν ἴδια νύχτα, ἀμέσως μετά τόν γάμο, ἐπιθυμώντας νά παραμείνει παρθένος, παρέδωσε στή νύμφη τό δακτυλίδι τοῦ γάμου καί χωρίς χρονοτριβή, ἐγκατέλειψε τά πάντα καί ἀνεχώρησε κρυφά μέ πλοῖο στήν Ἔδεσσα τῆς Συρίας.


            Ἐκεῖ συνάστησε τήν ἐκκλησία, στήν ὁποία φυλλασόταν τό Ἅγιο Μανδήλιο. Μοίρασε ἀμέσως στούς πτωχούς ὅ,τι πολύτιμο εἶχε μαζί του, φόρεσε παλαιά ἐνδύματα καί παρέμεινε στήν εἴσοδο τοῦ ναοῦ ζητώντας βοήθεια ἀπό τούς χριαστιανούς.


            Προσευχόταν ἀκατάπαυστα ὅλη τήν νύκτα. Τρεφόταν δέ μόνο μέ ἐλάχιστο ψωμί καί μετελάμβανε κάθε Κυριακή τά Ἄχραντα Μυστήρια . Ἀπό τήν μεγάλη κακοπάθεια καί ταλαιπωρία ἀλλοιώθηκαν τά ὡραῖα χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου του καί ἔγινε ἀγνώριστος. Ὅμως τήν ἑπόμενη ἡμέρα, ὅταν οἱ γονεῖς του ἔμαθαν τήν ἐξαφάνισή του ἀπό τήν ἀπαρηγόρητη νύμφη, βυθίστηκαν σέ φοβερή θλίψη. Ἄρχισαν νά τόν ἀναζητοῦν παντοῦ, ἀλλά μάταια. Ἔστειλαν ὑπηρέτες στά μέρη τῆς Ἀνατολῆς, ἀλλά παρ’ ὅλες τίς προσπάθειές τους  δέν κατόρθωσαν ν΄ ἀνακαλύψουν τά ἴχνη του. Μερικοί ἀπό αὐτούς ἔφθασαν στήν Ἔδεσσα καί ζήτησαν πληροφορίες ἀπό τόν ἐπαίτη πού καθόταν μπροστά στήν ἐκκλησία. Μάλιστα τοῦ ἔδωσαν καί ἐλεημοσύνη, χωρίς νά ὑποψιασθοῦν, ὅτι ἐκεῖνος ἦταν ὁ περιπόθητος νεαρός κύριός τους τόν ὁποῖο ἀναζητοῦσαν. Ὁ ὅσιος τότε ἀναλύθηκε σέ δάκρυα καί εὐχαρίστησε τόν Θεό πού τόν εὐεργέτησαν οἱ ἴδιοι οἱ ὑπηρέτες του χωρίς νά τόν ἀναγνωρίσουν. Ἔτσι κύλησαν 17 χρόνια. Οἱ ἐντόπιοι τόν ἀγάπησαν πολύ καί ἄρχισαν νά τόν τιμοῦν ὡς Ἅγιο. Γιά νά ἀποφύγει, λοιπόν, τίς τιμές ἐπιβιβάσθηκε σέ πλοῖο μέ σκοπό νά πάει στήν Ταρσό τῆς Κιλικίας. Ξέσπασε ὅμως θύελλα καί τό πλοῖο, μετά ἀπό περιπλάνηση πολλῶν ἡμερῶν, ἔφθασε στήν Ρώμη. Ὁ ἅγιος ἀντιλήφθηκε ὅτι ἦταν οἰκονομία Θεοῦ νά ἐπανέλθει στήν πατρίδα του καί ἀμέσως ἀπευθύνθηκε πρός τό πατρικό του σπίτι.


            Στόν δρόμο συνάντησε τόν πατέρα του καί χωρίς ν’ ἀποκαλύψει τήν ταυτότητά του, ζήτησε καταφύγιο σέ μία γωνιά τοῦ ἀρχοντικοῦ του. Ὁ φιλεύσπλαγχνος Εὐφημιανός λυπήθηκε τόν πτωχό καί τοῦ παραχώρησε πρόθυμα ἕνα μικρό δωμάτιο στήν αὐλή τοῦ ἀρχοντικοῦ του, ἀπέναντι ἀπό τό δωμάτιο τῆς συζύγου του. Ὅρισε μπροστά σέ ἕνα ὑπηρέτη, νά τόν φροντίζει σέ ὅλα τά ἀναγκαῖα. Ἀλλά σέ αὐτόν τόν χῶρο ἄνοιξε τό νέο στάδιο τῶν ἀρετῶν γιά τόν Ἀλέξιο. Φλεγόμενος ἀπό ἀγάπη πρός τόν Θεό ἄρχισε μέ ζῆλο ἕναν σκληρό μυστικό ἀγῶνα.


            Δεχόταν ἀδιαμαρτύρητα τήν ἀνάρμοστη συμπεριφορά, τίς ὕβρεις καθώς καί τά ραπίσματα τῶν ὑπηρετῶν. Ἔβλεπε, ἐπίσης, καθημερινά τό θλιμμένο πρόσωπο τοῦ πατέρα του καί ὑπέφερε. Ἄκουγε τούς ἀκατάπαυστους θρήνους τῆς ἀγαπητῆς της μητέρας του καί καιγόταν ἡ καρδία του. Ἀντηχοῦσαν στά αὐτιά του τά μοιρολόγια τῆς συζύγου του, ἡ ὁποία ἔκλαιγε ἀπαρηγόρητα τήν στέρηση τοῦ ἀγαπημένου της καί ἡ ὀδύνη του μεγάλωνε. Ἀντίκρυζε, ἀκόμη, ὅλους τούς συγγενεῖς καί φίλους του, οἱ ὁποῖοι πενθοῦσαν τήν ἀπώλειά του.


            Ὁ γενναῖος ἀθλητής τοῦ Χριστοῦ πονοῦσε καί ὑπέφερε. Ὑπέμενε ὅμως τό ἀκατάπαυστο αὐτό μαρτύριο. Θυμόταν συνεχῶς τόν λόγο τοῦ Κυρίου «ὁ φιλκῶν πατέρα ἤ μητέρα ὑπέρ ἐμέ, οὐκ ἔστι μου ἄξιος» (Ματθ. ι΄-37) καί γιά αὐτό σιωποῦσε καί θυσίαζε τήν ἀγάπη ὅλων τῶν προσφιλῶν προσώπων του γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἐξακολουθοῦσε νά ζεῖ, μέ ἀξιοθαύμαστη καρτερία, ἄγνωστος καί περιφρονημένος. Πάλευε νύκτα καί ἡμέρα σκληρά. Γιά νά νικήσει στόν ἀδυσώπητο αὐτό ἀγῶνα ἔτρωγε μόνο κάθε Κυριακή ἔλάχιστο ψωμί καί ἔπινε λίγο νερό. Ἀπήυθυνε δέστόν Θεό πύρινες προσευχές, ζητώντας τήν βοήθειά Του, γιά νά ἀντέξει μέχρι τό τέλος. Προσευχόταν ἐπίσης καί γιά τούς γονεῖς καί τήν σύζυγό του, νά μήν πεθάνουν ἀπό τήν ὑπερβολική θλίψη τους.


            Χωρίς ἀμφιβολία, ἡ διαγωγή τοῦ ὁσίου ἦταν εὐάρεστη στόν Θεό. Διότι μετά ἀπό 17 ὁλόκληρα χρόνια σκηρῆς δοκιμασίας, ὁ Θεός τοῦ ἀπεκάλυψε τήν ἡμέρα τῆς τελευτῆς του. Ὁ ὅσιος τότε ζήτησε ἕνα χαρτί, στό ὁποῖο ἔγραψε ὅλα τά σχετικά μέ τήν ζωή του. Ζήτησε, ἀκόμη, ταπεινά συγχώρεση ἀπό τούς οἰκείους του γιά τήν φαινομενική σκληρότητα, πού ἐπέδειξε ὅλο αὐτό τό διάστημα. Τούς διαβεβαίωνε ὅμως, ὅτι ὑπῆρξε σκληρότερος πρός τόν ἑαυτό του. Καί ἀφοῦ ἔφερε εἰς πέρας τό σχέδιό του, ἔμεινε προσευχόμενος μέχρι τήν ἡμέρα κατά τήν ὁποία παρέδωσε τήν ψυχή του στόν Θεό. Ἦταν τότε 17 Μαρτίου τοῦ 410μ.Χ.


            Ἐν τῶ μεταξύ ἀκούστηκε μιά ὑπερκόσμια φωνή στόν ναό, ὅπου λειτουργοῦσε ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἰννοκέντιος καί ἦταν παρόντες ὁ αὐτοκράτορας Ὀνώριος καί ὅλη ἡ Σύγκλητος, ἡ ὁποία τούς προέτρεπε νά ἀναζητήσουν «τόν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ» καί μάλιστα στό ἀρχοντικό τοῦ Εὐφημιανοῦ. Κατάπληκτοι ὅλοι ἔτρεξαν στόν οἶκο τοῦ Εὐφημιανοῦ καί πληροφορήθηκαν ἀπό τόν ὑπηρέτη τοῦ ἁγίου τά ἀσκητικά παλαίσματά του καθώς καί μτήν μεγάλη ὑπομονή του. Πῆγαν ἀμέσως νά δοῦν στό κελλί τοῦ ξένου καί πτωχοῦ καί διαπίστωσαν τήν πραγματικότητα. Εἶχαν ἀνακαλύψει «τόν Ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ», ἦταν ὅμως ἀργά. Ὁ ἅγιος ἦταν χωρίς πνοή, εἶχε σκεπασμένο τό πρόσωπό του, ἐνῶ κρατοῦσε στό δεξί του χέρι ἕνα χαρτί.


            Τοποθέτησαν εὐλαβικά τό ἅγιο λείψανό ἐπάνω σέ μία πολύτιμη κλίνη. Ἔπειτα ξεσκέπασαν τό πρόσωπό του καί εἶδαν ὅτι ἔλαμπε σάν ἀγγέλου. Μέ σεβασμό καί δέος ἀσπάσθηκαν τό ἱερό λεόψανό καί μόνο ἀφοῦ γονυπετεῖς ἱκέτευσαν τόν ἅγιο κατώρθωσαν νά πάρουν τήν ἐπιστολή ἀπό τό χέρι του καί νά τήν διαβάσουν.


            Τότε βεβαιώθηκαν ὅτι αὐτός ἦταν ὁ ἀγαπημένος τους Ἀλέξιος, τόν ὁποῖο ἀνέμεναν 34 ὁλόκληρα χρόνια. Ἀμέσως ὁλόκληρος ὁ οἶκος γέμισε ἀπό θρήνους. Ὁ ἠλικιωμένος πατέρας του σπάραζε ἐπάνω στό σκήνωμα τοῦ γιοῦ του, τό ἀγκάλιαζε στοργικά καί τό ἔβρεχε μέ ποταμό δακρύων. Ἡ μητέρα καί ἡ σύζυγό του, καταφιλοῦσαν πυκνά τό ἱερό λείψανο καί θρηνοῦσαν μέ γοερές φωνές, ἱκανές νά ραγίσουν ἀκόμη καί τίς πέτρες.


            Ἡ σκηνή ἦταν συγκλονιστική, μοναδική καί ἀνεπανάληπτη, πού συγκλόνισε ὁλόκληρη τήν Ρώμη. Μόλις καί μετά βίας, οἱ συγγενεῖς τους κατώρθωσαν νά τούς χωρίσουν  ἀπό τό ἅγιο λείψανο, γιά νά τό μεταφέρουν στό κέντρο τῆς πόλεως, ὥστε νά τό ἀσπασθεῖ ὅλος ὁ λαός. Ἐκείνη τήν ἡμέρα ἔγιναν πολλά θαύματα. Κατόπιν μέ δυσκολία, ἐξ αἰτίας τοῦ  ἀμέτρητου πλήθους, ἔφεραν τόν ἅγιο στήν ἐκκλησία, ὅπου τόν ἄφησαν ἐπί μία ἑβδομάδα. Κατά τό διάστημα αὐτῶν υῶν ἡμερῶν, οἱ γονεῖς του μαζί μέ τήν νύμφη τους παρέμειναν πλάϊ  του ἄσιτοι καί κλαίγοντας ἀσταμάτητα.


            Ὅταν ὅλοι προσκύνησαν τό ἱερό λείψανο, τό ἐνταφίασαν στό ναό τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Πέτρου. Ὁ ἁγιασμένος τάφος του ἀνέβλυσε μῦρο εὐωδιαστό, ὅσοι δέ ἀσθενεῖς χρίσθηκαν μέ αὐτό θεραπεύθηκαν.


            Ἡ ἁγία κάρα τοῦ ὁσίου Ἀλεξίου φυλάσσεται σήμερα, μεταξύ πολλῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας, στήν Ἱερά Μονή Ἁγίας Λαύρας,  στά Καλάβρυτα τῆς {Πελοποννήσου, ὅπου τιμᾶται ἰδιαιτέρως. Σύμφωνα μέ σχετική παράδοση δωρήθηκε στήν Μονή ἀπό τόν αὐτοκράτορα Μανουήλ Παλαιολόγο τό 1398 ἤ τό 1414 μ.Χ. Ἀποτελεῖ δέ κειμήλιο ὁλοκλήρου τοῦ ἑλληνισμοῦ καί θεωρεῖται ὡς ἀποτρεπτική τῶν ἐπιδημιῶν.


            Τό ἔτος 1585μ.Χ. οἱ Τοῦρκοι ἔβαλαν φωτιά στό μοναστῆρι καί τό μετέτρεψαν σέ στάκτη. Ἡ κάρα τοῦ ἁγίου διασώθηκε ἀπό τόν ἐμπρησμό, διότι ἐκείνη τήν ἡμέρα βρισκόταν ἐκτός Πελοποννήσου, στά χέρια τῶν μοναχῶν. Ἔπειτα, κατά τό 1773μ.Χ., Ἀλβανοί Ρωμαιοκαθολικοί λεηλάτησαν τήν Μονή καί ἄρπαξαν τήν ἁγία κάρα, τήν ὁποία πούλησαν στήν Λάρισα. Ἐκεῖ τήν βρῆκε, μετά ἀπό λίγα χρόνια, ὁ τότε ἡγούμενος τῆς Λαῦρας Ἄνθιμος, ὁ ὁποῖος καί τήν ἀνεκόμισε στήν Μονή.


            Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τιμᾶ τήν μνήμη τοῦ ὁσίου Ἀλεξίου, «τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ», τήν 17η Μαρτίου.


Πηγή:  http://www.bigr.gr/



Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἐκ ῥίζης ἐβλάστησας, περιφανοῦς καί κλεινῆς, ἐκ πόλεως ἤνθησας, βασιλικῆς καί λαμπρᾶς, Ἀλέξιε πάνσοφε· πάντων δ᾽ ὑπερφρονήσας, ὡς φθαρτῶν καί ῥεόντων, ἔσπευσας συναφθῆναι, τῷ Χριστῷ καί Δεσπότῃ. Αὐτόν οὖν ἐκδυσώπει ἀεί, ὑπέρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.



Σάββατο 29 Μαρτίου 2014

Άγγελοι συλλειτουργοί στην Θεία Λειτουργία





O Άγιος Νήφων, Επίσκοπος Κωνσταντιανής (4ος αι.) αξιώθηκε να δει πολλά θεϊκά οράματα με τα φωτισμένα από το Άγιο Πνεύμα μάτια της ψυχής του. Κάποτε, σε μια Θεία Λειτουργία, μόλις ο λειτουργός εκφώνησε: «Ευλογημένη η Βασιλεία...», ο Άγιος είδε φωτιά να κατεβαίνει από τον ουρανό και να καλύπτει το Άγιο Θυσιαστήριο και τον ιερέα, χωρίς εκείνος να το αντιληφθεί. Αργότερα, όταν άρχισε να ψάλλεται ο Τρισάγιος Ύμνος από τον λαό, τέσσερις Άγγελοι κατέβηκαν κι έψαλλαν μαζί τους. Στον «Απόστολο», φανερώθηκε ο μακάριος Παύλος να καθοδηγεί τον αναγνώστη.

Στο «Αλληλούια», μετά τον «Απόστολο», οι φωνές του λαού ανέβηκαν ενωμένες στον ουρανό σαν πύρινο σφιχτοπλεγμένο σχοινί. Και στην ανάγνωση του Ευαγγελίου κάθε λέξη έβγαινε σαν φλόγα από το στόμα του ιερέα και υψωνόταν στα επουράνια.

Λίγο πριν από την είσοδο των Τιμίων Δώρων, βλέπει ξαφνικά ο Άγιος να ανοίγει ο ουρανός και να ξεχύνεται μια άρρητη και υπερκόσμια ευωδία. Άγγελοι κατέβαιναν από ψηλά, ψάλλοντας ύμνους και δοξολογίες στον Αμνό, τον Χριστό και Υιό του Θεού και νά! Παρουσιάζεται ένα πεντακάθαρο και τρισχαριτωμένο Βρέφος! Το κρατούσαν στα χέρια τους άγγελοι, οι οποίοι το ενααπόθεσαν στο άγιο δισκάριο, όπου βρίσκονταν τα Τίμια Δώρα. Γύρω Του μαζεύτηκαν πλήθος ολόλαμπροι και λευκοφόροι νέοι, οι οποίο ατένιζαν με θαυμασμό και δέος τη θεϊκή Του ομορφιά. Ήρθε η στιγμή της μεγάλης εισόδου!

Ο λειτουργός πλησίασε για να πάρει στα χέρια του το Άγιο Δισκάριο και το Άγιο Ποτήριο. Τα ύψωσε και τα έβαλε πάνω στο κεφάλι του, σηκώνοντας μαζί τους και το Βρέφος. 'Όταν βγήκαν τα Άγια, κι ενώ ο λαός έψαλλε κατανυκτικά, είδε Αγγέλους να φτερουγίζουν κυκλικά πάνω από τον Λειτουργό. Δύο Χερουβείμ και δύο Σεραφείμ προχωρούσαν μπροστά του και πλήθος Αγγέλων τον συνόδευαν, ψάλλοντας με αγαλλίαση άρρητους ύμνους. Όταν ο ιερέας έφτασε στην Αγία Τράπεζα κι ακούμπησε τα Τίμια Δώρα, οι Άγγελοι τη σκέπασαν με τις φτερούγες τους. Τα δύο Χερουβείμ στάθηκαν στα δεξιά του λειτουργού και τα δύο Σεραφείμ στα αριστερά του, χωρίς όμως εκείνος να τα βλέπει. Η θεία μυσταγωγία συνεχίστηκε. Είπαν το «Πιστεύω» κι έφτασαν στον καθαγιασμό των τιμίων Δώρων. Ο λειτουργός τα ευλόγησε και είπε το «...μεταβαλών τω Πνεύματι σου τω Αγίω. Αμήν, Αμήν, Αμήν!» Τότε βλέπει πάλι ο Δίκαιος έναν Άγγελο να παίρνει μαχαίρι και να σφάζει το Βρέφος. Έχυσε το Αίμα Του στο άγιο Ποτήριο, ενώ το Σώμα Του το τεμάχισε και το τοποθέτησε στο δισκάριο.

«Όταν ο ιερέας λέει τα Άγια τοις Αγίοις, για μας όλους το λέει, παιδί μου. Σημαίνει: στα Άγια μέλη του Χριστού να προσέλθει όποιος είναι Άγιος!» -«Και τι είναι Αγιοσύνη, πάτερ;» -«Αν είσαι ακόλαστος, μην τολμήσεις να γίνεις μέτοχος σε τόσο μεγάλο μυστήριο. Αν έχεις έχθρα με κάποιον, μην πλησιάσεις. Αν περιγελάς ή κατακρίνεις τον συνάνθρωπό σου, στάσου μακριά από τη Θεία Κοινωνία. Πρώτα εξέτασε τον εαυτό σου, κι αν είσαι ενάρετος πλησίασε. Αν όμως δεν είσαι, φύγε…». Στο μεταξύ ο λειτουργός εκφώνησε: «Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε». Ο Άγιος παρατηρούσε τώρα όσους κοινωνούσαν. Άλλων τα πρόσωπα μαύριζαν μόλις ελάμβαναν τα Θεία Δώρα, ενώ άλλα έλαμπαν σαν τον ήλιο. Οι Άγγελοι στέκονταν εκεί κοντά και παρακολουθούσαν με σεβασμό τη Μετάληψη. 'Όταν κοινωνούσε κάποιος ευσεβής, του έβαζαν στο κεφάλι ένα στεφάνι. Όταν, αντίθετα, πλησίαζε κάποιος αμαρτωλός, γύριζαν αλλού το πρόσωπό τους με φανερή αποστροφή.

Τότε τα Άχραντα Μυστήρια σαν να εξαφανίζονταν από την Αγία Λαβίδα, έτσι που ο αμαρτωλός φαινόταν να μην παίρνει μέσα του το Σώμα και το Αίμα Του Χριστού. Κι έφευγε κατάμαυρος σαν αράπης με την αποδοκιμασία του Κυρίου διάχυτη στην όψη του. Όταν τελείωσε η Λειτουργία και ο ιερέας έκανε την κατάλυση, παρουσιάστηκε και πάλι το Βρέφος σώο πάνω στα χέρια των Αγίων Αγγέλων!
Ξαφνικά η στέγη του ναού σαν να σχίστηκε στα δύο.


Από κει οι άγγελοι ανέβασαν το Παιδίον στους ουρανούς με ύμνους και δοξολογίες, όπως το είχαν κατεβάσει, ενώ μία υπέροχη ευωδία διαχύθηκε και πάλι ολόγυρα. 

Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος (Συναξαριστής Ἀγίου Νικοδήμου τοῦ Άγιορείτου)



Τοῦ Ὁσίου Πατρός ἡμών Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου

Επί κλίμαξι κλίμακας πυκνώς Πάτερ,
Τας αρετάς θείς, έφθασας πόλου μέχρι.
Χαίρεν Ιωάννης τριακοστή εξαναλύων.

Ούτος ο Όσιος Πατήρ ημών Ιωάννης ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Ιουστίνου του νεωτέρου, του ανεψιού του Ιουστινιανού, εν έτει φο΄ [570]. Όταν δε έγινε δεκαέξ χρόνων, ακαίώ έλαβεν εμπειρίαν εις την εγκύκλιον και εξωτερικήν σοφίαν, από τότε επρόσφερε τον εαυτόν του εις τον Θεόν θυσίαν ιερωτάτην. Όθεν αναβάς εις το Σίναιον όρος, επέρνα την ζωήν του υποκάτω εις υποταγήν γέροντος. Όταν δε έφθασεν εις τον εννεακαιδέκατον χρόνον της ηλικίας του, ανεχώρησεν από την υποταγήν, και επήγεν εις το στάδιον της ησυχίας, μακράν από το Κυριακόν της εν τω Σιναίω Σκήτεως, έως πέντε σημεία.
Ωνομάζετο δε ο τόπος εκείνος, Θωλάς. Εκεί λοιπόν επέρασεν ο αοίδιμος χρόνους ολοκλήρους τεσσαράκοντα, καταφλεγόμενος καθ’ εκάστην ημέραν από τον διακαή έρωτα, και από το πυρ της του Θεού αγάπης. Ούτος έτρωγε μεν, από όλα τα φαγητά, τα οποία είναι συγχωρημένον να τρώγουν οι Μοναχοί, έτρωγεν όμως από ολίγον. Εποίει δε τούτο και έτρωγεν από όλα τα φαγητά, ίνα ως διακριτικός, τζακίζη πανσόφως το κέρατον της υπερηφανίας, η οποία έμελλε να τον ενοχλή εάν δεν έτρωγεν, ως διαφέροντα από τους άλλους Μοναχούς.


Τίς δε δύναται να διηγηθή την πηγήν των δακρύων, οπού έτρεχεν από τους οφθαλμούς του μακαρίου τούτου; Ύπνον δε τόσον ολίγον εκοιμάτο, όσον να μη βλάψη τον νούν του από την υπερβολικήν αγρυπνίαν. Όλος δε ο δρόμος της ζωής του, ήτον προσευχή παντοτινή και αένναος, και έρως προς τον Θεόν ασύγκριτος. Ούτος λοιπόν επειδή απόκτησε κάθε αρετήν, και καλώς επολιτεύθη, διά τούτο ηξιώθη να λάβη παρά Θεού μεγάλας θεωρίας, και προορατικόν χάρισμα. Όθεν όταν ο μαθητής του εκοιμάτο υποκάτω εις μίαν πέτραν, η οποία έμελλε να πέση επάνω του και να τον συντρίψη, τούτο λέγω προγνωρίσας ο Όσιος διά του Αγίου Πνεύματος, εν τω κελλίω καθήμενος, εφάνη καθ’ ύπνους εις τον μαθητήν του, και σηκώσας αυτόν από τον ύπνον, τον ελύτρωσεν από τον θάνατον. Αφ’ ου λοιπόν έφθασεν εις το άκρον της αρετής, και κατεστάθη Ηγούμενος του εν τω Σιναίω όρει Μοναστηρίου, αφήκε την πρόσκαιρον ταύτην ζωήν, και απήλθεν εις την αιώνιον. Πρό του θανάτου του δε συνέγραψε την πάνσοφον Βίβλον των τριάκοντα θείων και πνευματικών αναβάσεων, ήτοι σκαλοπατίων, η ποποία διά τούτο και Κλίμαξ επονομάζεται.

Σημείωσαι, ότι εις τον Όσιον τούτον Ιωάννην εγκώμιον έπλεξε Nικήτας ο ρήτωρ, ου η αρχή? «Ουδέν τιμιώτερον αρετής», και Αναστάσιος ο Σιναΐτης, ου η αρχή? «Αεί μεν η του Αγίου Πνεύματος χάρις». (Σώζονται και τα δύω εν τη του Διονυσίου και εν άλλαις.)



(Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου”
Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού.
Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Πηγή: “Ορθόδοξη Πορεία”


Απολυτίκιο:
Ήχος γ'. Θείας πίστεως.

Θείον κλίμακα, υποστηρίξας, την των λόγων σου, μέθοδον πάσι, Μοναστών υφηγητής αναδέδειξαι, εκ πρακτικής Ιωάννη καθάρσεως, προς θεωρίας ανάγων την έλαμψιν. Πάτερ Όσιε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.


Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ήχος πλ. δ'.

Ταῖς τῶν δακρύων σου ῥοαῖς, τῆς ἐρήμου τό ἄγονον ἐγεώργησας· καί τοῖς ἐκ βάθους στεναγμοῖς, εἰς ἑκατόν τούς πόνους ἐκαρποφόρησας· καί γέγονας φωστήρ τῇ οἰκουμένῃ, λάμπων τοῖς θαύμασιν, Ἰωάννη, Πατήρ ἡμῶν ὅσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.



Κοντάκιον
Ἦχος α'. Χορὸς Ἀγγελικός

Καρπούς ἀειθαλεῖς, ἐκ τῆς βίβλου προσφέρων, διδάγματα σοφέ, καθηδύνεις καρδίας, τῶν τούτοις μετά νήψεως, προσεχόντων μακάριε· Κλίμαξ γάρ ἐστι, ψυχὰς ἀνάγουσα γῆθεν, πρὸς οὐράνιον, καί διαμένουσαν δόξαν, τῶν πίστει τιμῶντων σε.




Δείτε σχετικά: