A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2014

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ: Εὐαγγέλιο - Λόγος Ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου




Εὐαγγέλιο Κυριακῆς: Ματθ. στ' (14 - 21)


«Είπεν ὁ Κύριος, ἐὰν γὰρ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ ὑμῖν ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος· ἐὰν δὲ μὴ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, οὐδὲ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἀφήσει τὰ παραπτώματα ὑμῶν.


 ῞Οταν δὲ νηστεύητε, μὴ γίνεσθε ὥσπερ οἱ ὑποκριταὶ σκυθρωποί· ἀφανίζουσι γὰρ τὰ πρόσωπα αὐτῶν ὅπως φανῶσι τοῖς ἀνθρώποις νηστεύοντες· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἀπέχουσι τὸν μισθὸν αὐτῶν. σὺ δὲ νηστεύων ἄλειψαί σου τὴν κεφαλὴν καὶ τὸ πρόσωπόν σου νίψαι, ὅπως μὴ φανῇς τοῖς ἀνθρώποις νηστεύων, ἀλλὰ τῷ πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ, καὶ ὁ πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῷ.


 Μὴ θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυροὺς ἐπὶ τῆς γῆς, ὅπου σὴς καὶ βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται διορύσσουσι καὶ κλέπτουσι· θησαυρίζετε δὲ ὑμῖν θησαυροὺς ἐν οὐρανῷ, ὅπου οὔτε σὴς οὔτε βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται οὐ διορύσσουσιν οὐδὲ κλέπτουσιν· ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν».


Ἀπόδοσή:

Είπε ο Κύριος: «Αν συγχωρήσετε τους ανθρώπους για τα παραπτώματά τους, θα σας συγχωρήσει κι εσάς ο ουράνιος Πατέρας σας. Αν όμως δε συγχωρήσετε στους ανθρώπους τα παραπτώματά τους, ούτε κι ο Πατέρας σας θα συγχωρήσει τα δικά σας παραπτώματα. Όταν νηστεύετε, να μη γίνεστε σκυθρωποί, όπως οι υποκριτές, που παραμορφώνουν την όψη τους για να δείξουν στους ανθρώπους πως νηστεύουν. Σας βεβαιώνω πως έτσι έχουν κιόλας λάβει την ανταμοιβή τους. Εσύ, αντίθετα, όταν νηστεύεις, περιποιήσου τα μαλλιά σου και νίψε το πρόσωπό σου, για να μη φανεί στους ανθρώπους η νηστεία σου, αλλά στον Πατέρα σου, που βλέπει τις κρυφές πράξεις• και ο Πατέρας σου, που βλέπει τις κρυφές πράξεις, θα σου το ανταποδώσει φανερά. Μη μαζεύετε θησαυρούς πάνω στη γη, όπου τους αφανίζει ο σκόρος και η σκουριά, κι όπου οι κλέφτες κάνουν διαρρήξεις και τους κλέβουν. Αντίθετα, να μαζεύετε θησαυρούς στον ουρανό, όπου δεν τους αφανίζουν ούτε ο σκόρος ούτε η σκουριά, κι όπου οι κλέφτες δεν κάνουν διαρρήξεις και δεν τους κλέβουν. Γιατί όπου είναι ο θησαυρός σας εκεί θα είναι και η καρδιά σας».

------------------------

Η τέταρτη Κυριακή του Τριωδίου είναι αφιερωμένη στην εκδίωξη των πρωτοπλάστων από τον παράδεισο της τρυφής. Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε από το Θεό ως το τελειότερο και εκλεκτότερο δημιούργημα του Θεού, ως «εικόνα και καθ' ομοίωσις» αυτού ( Γέν.1,26). Πλάστηκε να ζει αιώνια μέσα στη χάρη και τις ευλογίες του Θεού, ατέρμονο βίο άπαυτης ευδαιμονίας. Αυτή τη σημασία έχει η βιβλική διήγηση περί του κήπου της Εδέμ (Γεν.2 ο κεφ.). Ο άνθρωπος έκαμε κακή χρήση της ελεύθερης βούλησής του και προτίμησε το κακό. Ο αρχέκακος διάβολος τον παρέσυρε στην πτώση και την καταστροφή. Αυτό του στέρησε τον παράδεισο, δηλαδή την αέναη και ζωοποιό παρουσία του Θεού και την κοινωνία των ακένωτων ευλογιών Του.


Μέγα χάσμα ανοίχτηκε ανάμεσά τους (Εφ.2,13). Η αγία Γραφή αναφέρει συμβολικά πως οι πρωτόπλαστοι διώχτηκαν από τον κήπο της Εδέμ και δύο αγγελικά όντα τάχθηκαν να φυλάγουν με πύρινες ρομφαίες την πύλη του, για να μην μπορούν να την παραβιάσουν αυτοί. Το ατέλειωτο δράμα του ανθρωπίνου γένους άρχισε!

Ο Αδάμ και η Εύα τότε κάθισαν απέναντι από τον κήπο της τρυφής και θρηνούσαν για το κακό που τους βρήκε.

Αναλογίζονταν την πρότερη ευδαιμονία τους, την σύγκριναν με την τωρινή δυστυχία τους, προέβλεπαν το μέλλον ζοφερό και γι' αυτό έκλαιγαν γοερά. Τα καυτά τους δάκρυα πότιζαν την άνυδρη γη και οι σπαραχτικές κραυγές τους έσπαζαν την ηρεμία της έξω του παραδείσου ερήμου.

Όμως δυστυχώς ο θρήνος των πρωτοπλάστων δεν ήταν αποτέλεσμα μεταμέλειας για την ανυπακοή και την ανταρσία τους κατά του Θεού. Δεν ήταν πράξη μετάνοιας και αίτημα συγνώμης προς το Θεό, αλλά ωφελιμιστικός σπαραγμός. Δε θρηνούσαν για τη χαμένη αθωότητα και αγιότητα, αλλά για τη χαμένη υλική ευμάρεια του παραδείσου. Ούτε ένας λόγος μετάνοιας δεν ακούστηκε από τα χείλη τους! Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας λένε πως αν εκείνη την τραγική στιγμή οι προπάτορές μας μετανοούσαν ειλικρινά και ζητούσαν ταπεινά συγνώμη από τον απόλυτα φιλάνθρωπο Θεό, θα είχαν αποκατασταθεί στην πρότερη της πτώσεως κατάστασή τους.



Κοντάκιον

Ἦχος πλ. Β’.
Τῆς σοφίας ὁδηγέ, φρονήσεως χορηγέ, τῶν ἀφρόνων παιδευτά, καὶ πτωχῶν ὑπερασπιστά, στήριξον, συνέτισον τὴν καρδίαν μου Δέσποτα. Σὺ δίδου μοι λόγον, ὁ τοῦ Πατρός Λόγος, ἰδοὺ γὰρ τὰ χείλη μου, οὐ μὴ κωλύσω ἐν τῷ κράζειν σοι· Ἐλεῆμον, ἐλέησόν με τὸν παραπεσόντα.



Ομιλία του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, περί μετανοίας και περί εξορίας του Αδάμ και ότι εάν μετανοούσε δεν θα εξωρίζετο από τον Παράδεισον.



Αποτέλεσμα εικόνας για Αγίου Συμεών του Νέου ΘεολόγουΑδελφοί και πατέρες. Είναι καλόν πράγμα η μετάνοια και η ωφέλεια που προέρχεται από αυτήν. Αυτό γνωρίζοντας και ο Κύριος Ιησούς Χριστός, ο Θεός μας, ο οποίος όλα τα γνωρίζει εκ των προτέρων, είπε: «Μετανοείτε, ήγγικε γαρ η Βασιλεία των Ουρανών». Θέλετε δε να μάθετε ότι χωρίς μετάνοια, και μάλιστα μετάνοιαν από το βάθος της ψυχής και τοιαύτην όπως ο Λόγος την ζητεί από εμάς, είναι αδύνατον να σωθούμε; Ακούστε τον ίδιον τον Απόστολο που λέγει «… πάσα αμαρτία εκτός του σώματος εστίν. Ο δε πορνεύων εις το ίδιον σώμα αμαρτάνει…». Και πάλιν. «Παραστήναι δει ημάς έμπροσθεν του βήματος του Χριστού, ίνα απολήψεται έκαστος τα διά του σώματος προς ει έπραξε, είτε αγαθά είτε φαύλα». Ημπορεί λοιπόν πολλές φορές λαμβάνοντας κάποιος αφορμήν από αυτά να ειπή: «ευχαριστώ τον Θεόν, διότι δεν εμόλυνα κανένα μέλος του σώματός μου με κάποιαν πονηρά πράξη», και έχει δήθεν παρηγορία από αυτό, επειδή είναι ξένος από σωματικήν αμαρτία. Αλλά αποκρίνεται ο Δεσπότης λέγοντας την παραβολήν περί των δέκα παρθένων, και δεικνύει σε όλους μας και μας βεβαιώνει ότι καθόλου δεν ωφελούμεθα από την καθαρότητα του σώματος, εάν δεν συνυπάρχουν σ’ εμάς και οι υπόλοιπες αρετές. Και όχι μόνον αυτό, αλλά ο ίδιος πάλιν ο Παύλος μαζί με τον Δεσπότην φωνάζει: «Ειρήνην διώκετε μετά πάντων και τoν αγιασμόν, ου χωρίς ουδείς όψεται τoν Κύριον». Γιατί όμως είπε «διώκετε»; Διότι δεν είναι δυνατόν σε μίαν ώρα να γίνωμε και να είμεθα άγιοι, αλλά πρέπει αρχίζοντας από τα μικρά, να φθάσωμε προοδευτικώς στον αγιασμόν και την καθαρότητα, και διότι ακόμη και χίλια χρόνια εάν ζήσωμε στην ζωήν αυτήν, ουδέποτε θα ημπορέσωμε να τα αποκτήσωμε αυτά σε τέλειον βαθμό, αλλά βάζοντας αρχήν καθημερινώς, οφείλουμε να αγωνιζώμεθα συνεχώς. Αυτό εφανέρωσε πάλιν ο ίδιος λέγοντας, «Διώκω δε ει και καταλάβω (μήπως κατορθώσω δηλαδή) εφ’ ω και κατελήφθην (εκείνο δηλαδή για το οποίον και ο Χριστός με έφερε κοντά του)». Διότι κάθε άνθρωπος που έχει αμαρτήσει, όπως εγώ ο κατακεκριμένος, και έκλεισε με τoν βόρβορο των ηδονών τις αισθήσεις της ψυχής του, ακόμη και αν όλην την περιουσία του την διεμοίρασε στους πτωχούς, και εγκατέλειψε όλην την δόξα και λαμπρότητα των αξιωμάτων και πολυτέλειαν οίκου και ίππων, ποιμνίων και δούλων, και αυτούς τους ίδίους του φίλους και τους συγγενείς του όλους, και ήλθε πτωχός και ακτήμων και έγινε μοναχός, παρ’ όλα αυτά χρειάζεται τα δάκρυα της μετανοίας, ως αναγκαία για την ζωήν του. Και αυτό για να αποπλύνη τον βόρβορο των αμαρτημάτων του, και ακόμη περισσότερον εάν είναι καλυμμένος, όπως εγώ, με την αιθάλη και τον βόρβορο των πολλών του κακών, όχι μόνον στο πρόσωπο και στα χέρια, αλλά σε όλον γενικώς το σώμα του. Πράγματι, δεν αρκεί για την κάθαρσιν της ψυχής μας η διανομή των υπαρχόντων, αδελφοί, εάν παραλλήλως δεν κλαύσωμε και δεν θρηνήσωμε από τα βάθη της ψυχής μας. Διότι νομίζω ότι εάν δεν καθαρίσω ο ίδιος τον εαυτόν μου με κάθε δυνατήν προσπάθεια και με τα δάκρυα από τον μολυσμόν των αμαρτημάτων μου, αλλά εξέλθω από τoν βίον μολυσμένος, δικαίως θα γελάση και ο Θεός εις βάρος μου και οι άγγελοί του, και θα εκβληθώ στο πυρ το αιώνιον με τους δαίμονες. Ναι, πράγματι, έτσι είναι αδελφοί. Διότι τίποτε δεν εφέραμε μαζί μας στον κόσμο, για να το δώσωμε στoν Θεόν ως αντίλυτρον για τις αμαρτίες μας.

Είναι λοιπόν δυνατόν αδελφοί, σε όλους, όχι μόνον στους μοναχούς αλλά και στους λαϊκούς, το να μετανοούν πάντοτε και διαρκώς, και να κλαίουν και να παρακαλούν τον Θεόν, και δι’ αυτών των πράξεων να αποκτήσουν και όλες τις υπόλοιπες αρετές.

Ότι αυτό είναι αληθές το επιβεβαιώνει μαζί μου και ο Χρυσόστομος Ιωάννης, ο μέγας στύλος και διδάσκαλος της Εκκλησίας, στους λόγους του περί του Δαυίδ, εξηγώντας εκεί τον πεντηκοστόν ψαλμό. Λέγει ότι είναι δυνατόν κάποιος που έχει γυναίκα και δούλους και δούλες και πλήθος υπηρετών και περιουσίαν πολλήν, και διαπρέπει στα κοσμικά πράγματα, να ημπορή όχι μόνον αυτό, το να κλαίη δηλαδή καθημερινώς και να προσεύχεται και να μετανοή, αλλά και να φθάση στην τελειότητα της αρετής εάν θέλη, και να λάβη Πνεύμα Άγιον και να γίνη φίλος του Θεού και να απολαμβάνη την θέαν του, όπως υπήρξαν πριν από την παρουσίαν του Χριστού ο Αβραάμ, ο Ισαάκ, ο Ιακώβ και στα Σόδομα ο Λωτ και, για να αφήσω τους άλλους, επειδή είναι πολλοί, ο Μωυσής και ο Δαυίδ. Στην δε νέαν χάρη και επιφάνειαν του Θεού και Σωτήρος μας, ο αλιεύς και αγράμματος Πέτρος, ο οποίος μαζί με την πενθερά του και τους άλλους εκήρυττε τον Θεόν που τότε εφανερώθη. Τους δε άλλους ποίος θα τους απαριθμήση, που είναι περισσότεροι από τις σταγόνες της βροχής και από τους αστέρες του ουρανού; Βασιλείς, αρχιερείς, εξουσιαστάς, για να μην ειπώ τους πτωχούς και όσους έζησαν μόνο με τα απαραίτητα, των οποίων οι πόλεις και οι οικίες και οι ναοί που εκείνοι φιλοτίμως ανήγειραν, τα γηροκομεία και τα ξενοδοχεία, σώζονται και υπάρχουν μέχρι τώρα; Όλα αυτά και όταν ήσαν ακόμη εκείνοι στην ζωή τα κατείχαν και τα χρησιμοποιούσαν ευσεβώς, όχι ως κύριοί των, αλλά ως δούλοι του Δεσπότου μετεχειρίζοντο αυτά τα οποία τους έδωσε ο Κύριος, όπως ήταν αρεστόν σ’ Εκείνον, «χρησιμοποιώντας μεν τω κόσμω, ου καταχρώμενοι δε», σύμφωνα με τον Παύλον. Γι’ αυτό και τώρα, στην παρούσα ζωή, έγιναν ένδοξοι και λαμπροί, και στους ατελευτήτους αιώνας, στην Βασιλείαν του Θεού, θα γίνουν ενδοξότεροι και λαμπρότεροι. Και μάλιστα εάν δεν ήμασταν οκνηροί και ράθυμοι και καταφρονηταί των εντολών του Θεού, αλλά πρόθυμοι και άγρυπνοι και προσέχαμε τον εαυτόν μας, ουδεμίαν ανάγκη θα είχαμε αποταγής ή κουράς ή της φυγής από τον κόσμο. Και για να σε βεβαιώσω γι’ αυτό άκουσε!

Ο Θεός από την αρχήν έκαμε τον άνθρωπο βασιλέα όλων όσων υπάρχουν επάνω στην γην, αλλά και αυτών που ευρίσκονται κάτω από τoν θόλον του ουρανού. Διότι βέβαια ο ήλιος και η σελήνη και τα άστρα, για τoν άνθρωπον εδημιουργήθησαν. Τι λοιπόν; Άραγε επειδή ήταν βασιλεύς όλων αυτών των ορατών, εβλάπτετο από αυτά στην απόκτηση της αρετής; Όχι, καθόλου, αλλά εάν εζούσε ευχαριστώντας τον Θεόν, ο οποίος τα εδημιούργησε και του τα έδωσε όλα, ακόμη περισσότερο θα ευδοκιμούσε. Διότι εάν δεν παρέβαινε την εντολήν του Δεσπότου, δεν θα έχανε αυτήν την Βασιλεία, δεν θα στερούσε τoν εαυτόν του από την δόξαν του Θεού. Επειδή όμως το έκαμε αυτό, δικαίως εξεδιώχθη, εξωρίσθη, έζησε και απέθανε. Και θα σας ειπώ ένα πράγμα το οποίον, νομίζω, κανείς δεν το απεκάλυψε σαφώς, αλλά έχει λεχθεί σκιωδώς. Ποίον; Άκου την Θείαν Γραφή που λέγει: «Και είπεν ο Θεός τω Αδάμ (μετά την παράβασιν εννοώ). Αδάμ πού ει;». Γιατί το είπεν αυτό ο ποιητής του παντός; Οπωσδήποτε θέλοντας να τον φέρη σε συναίσθηση, και καλώντας τον σε μετάνοια, λέγει «Αδάμ πού ει;». Εξέτασε τον εαυτόν σου, διαπίστωσε την γύμνωσή σου! Κοίτα ποίον ένδυμα, ποίαν δόξαν εστερήθης. «Αδάμ πού ει;». Σαν να τον παρακαλή και να του λέγη: «Ναι, σύνελθε, ταπεινέ, ναί, άφησε τον τόπον όπου είσαι κρυμμένος. Από εμένα νομίζεις ότι κρύβεσαι; Ειπέ «Ήμαρτον!». Αλλά δεν το λέγει αυτό, ή μάλλον εγώ ο άθλιος δεν το λέγω, διότι ιδικό μου είναι το πάθος! Αλλά τι λέγει; «Της φωνής σου ήκουσα περιπατούντος εν τω παραδείσω, και έγνων ότι γυμνός ειμί και εκρύβην». Και τι του απήντησε ο Θεός; «Και τις ανήγγειλέ σοι ότι γυμνός ει, ει μη εκ του ξύλου, ου ενετειλάμην σοι τούτου μόνον μη φαγείν, απ’ αυτού έφαγες;». Βλέπεις, αγαπητέ, μακροθυμίαν Θεού; Διότι όταν είπε: «Αδάμ, πού ει:», και εκείνος δεν ωμολόγησε ευθύς την αμαρτίαν, αλλά είπε «της φωνής σου ήκουσα, Κύριε και έγνων ότι γυμνός ειμί και εκρύβην», ο Θεός δεν ωργίσθη, δεν τον απεστράφη αμέσως και οριστικώς, αλλά του δίδει ευκαιρίαν να αποκριθή και δευτέραν φορά, και λέγει: «τις ανήγγειλέ σοι ότι γυμνός ει; Ει μη εκ του ξύλου ου ενετειλάμην σοι τούτου μόνον μη φαγείν, απ’ αυτού έφαγες;». Πρόσεξε βάθος λόγων της σοφίας του Θεού: «Τι λέγεις, ότι είσαι γυμνός, του λέγει, κρύβεις όμως την αμαρτίαν σου; Μήπως νομίζεις ότι μόνον το σώμα σου βλέπω και δεν βλέπω την καρδίαν και τους λογισμούς σου;». Διότι ο Αδάμ, επειδή απατήθη, ήλπιζεν ότι ο Θεός δεν εγνώριζε την αμαρτίαν του, και έλεγε μέσα του κάπως έτσι: «εάν ειπώ ότι είμαι γυμνός, τότε επειδή ο Θεός δεν γνωρίζει, θα μου ειπή: και γιατί είσαι γυμνός; Τότε εγώ θα του απαντήσω αρνητικά και θα του ειπώ: δεν γνωρίζω, και έτσι θα του διαφύγω, και θα απολαύσω πάλι την πρώτην μου στολή. Τουλάχιστον δεν θα με εκδιώξη, τουλάχιστον δεν θα με εξορίση!». Ενώ συλλογίζετο αυτά, όπως και τώρα κάμουν πολλοί και πρώτος εγώ ο ίδιος, και κρύπτουν τα αμαρτήματά τους, ο Θεός, επειδή δεν ήθελε να πολλαπλασιάση το κρίμα του, λέγει: «Και πόθεν έγνως ότι γυμνός ει, ει μη από του ξύλου ου ενετειλάμην σοι μη φαγείν, απ’ αυτού έφαγες;». Σαν να λέγη. «Πράγματι, νομίζεις ότι κρύπτεσαι από εμέ; Δεν γνωρίζω εγώ τι έπραξες; Δεν λέγεις το «Ήμαρτον»; Ειπέ, πτωχέ: Ναι, αλήθεια, Κύριε, παρέβην την εντολήν σου, έπταισα ακούοντας την συμβουλή της γυναικός, έσφαλα πολύ ακολουθώντας τον λόγο της και παρακούοντας τον ιδικόν σου, ελέησόν με! Αλλά δεν λέγει τούτο, δεν ταπεινώνεται. Νεύρον από σίδερον ο αυχένας της καρδίας του, όπως ακριβώς είναι και ο ιδικός μου. Διότι εάν έλεγε αυτό, θα έμενε στον Παράδεισο, και όλον εκείνον τον κύκλο των μυρίων κακών, τον οποίον υπέστη όταν εξωρίσθη και έμεινε κάτω στον Άδη τόσους πολλούς αιώνες, θα τον είχε αποφύγει τότε με έναν μόνον λόγο.

Αυτό είναι λοιπόν εκείνο για το οποίο έχω υποσχεθή να ομιλήσω. Και άκου την συνέχεια, για να γνωρίσης ότι τα λόγια μου είναι αληθινά, και τίποτε δεν είναι ψεύδος από όλα αυτά. Είπεν ο Θεός στον Αδάμ. «Ην ώραν φάγεσθε από του ξύλου, ου ενετειλάμην υμίν τούτου μόνον μη φαγείν, θανάτω αποθανείσθε», δηλαδή τον ψυχικόν θάνατο, πράγμα που και έγινε την ιδίαν ώρα, γι’ αυτό και εγυμνώθη από την αθάνατον στολήν του. Τίποτε περισσότερον δεν είπεν ο Θεός και τίποτε περισσότερον δεν έγινε. Διότι προγνωρίζοντας ο Θεός ότι ο Αδάμ πρόκειται να αμαρτήση, και θέλοντας να τον συγχωρήση, όταν αυτός μετανοούσε, με τίποτε περισσότερον, όπως είπαμε, δεν τον απείλησε. Επειδή όμως ηρνήθη την αμαρτίαν του, και δεν μετενόησε ούτε όταν ηλέγχθη από τον Θεόν (διότι είπε: «Η γυνή, ην δέδωκάς μοι, αύτη με ηπάτησεν», σαν δηλαδή να λέγη στον Θεόν. «Σύ έπταισες. Η γυναίκα, την οποία συ μου έδωσες, αύτη με εξηπάτησε»), γι’ αυτό και ο Θεός του λέγει: «Εν κόπω και ιδρώτι φαγή τον άρτον σου, και ακάνθας και τριβόλους ανατελεί σοι η γη» και τελευταία ότι «γη ει και εις γην απελεύση». Ήθελα να μετανοήσης, λέγει, και να επανέλθης στην προηγουμένην σου διαγωγή. Επειδή όμως είσαι τόσο σκληρός, φύγε λοιπόν από κοντά μου, και η απομακρυνσή σου θα σου είναι αρκετή για παιδαγωγία, επειδή είσαι χώμα, και στο χώμα θα επιστρέψης.

Γνωρίζεις λοιπόν τώρα ότι, επειδή μετά την παράβαση δεν μετενόησε να ειπή «Ήμαρτον», εξορίζεται και προστάσσεται να ζη με κόπο και ιδρώτα. Γι’ αυτό και κατεδικάσθη να επιστρέψη στην γην από την οποίαν ελήφθη. Και αυτό γίνεται φανερόν από την συνέχεια. Αφήνοντας λοιπόν αυτόν, έρχεται στην Εύα, θέλοντας να δείξη ότι δικαίως και αυτή θα εξορισθή, αφού δεν θέλει να μετανοήση, και της λέγει: «Τι τούτο εποίησας;» για να ειπή τουλάχιστον αυτή το «Ήμαρτον». Διότι ποία άλλη ανάγκη έκαμε τον Θεόν να της απευθύνη αυτά τα λόγια, παρά μόνον για να ειπή: «Από την αφροσύνη μου, Δέσποτα, το έπραξα αυτό, η ταπεινή και αθλία, και παρήκουσα εσέ τον Κυριόν μου. Ελέησόν με!». Αλλά δεν είπε αυτό. Και τι είπε; «Ο όφις εξηπάτησέ με». Ω τι αναισθησία! Και συνωμίλησες με τον όφιν, ο οποίος σου ωμιλούσε κατά του Δεσπότου, και προτίμησες αυτόν αντί του Θεού που σε έπλασε, και εθεώρησες προτιμοτέραν και αληθεστέραν την συμβουλήν εκείνου από την εντολήν του Δεσπότου; Και επειδή ούτε αυτή ημπόρεσε να ειπή το «Ήμαρτον», εκβάλλονται από την τρυφήν, εξορίζονται από τον Παράδεισο και από τον Θεόν. Αλλά πρόσεχε, παρακαλώ, το βάθος του μυστηρίου του φιλανθρώπου Θεού, και μάθε και διδάξου από αυτά ότι, εάν μετανοούσαν, δεν θα είχαν εκδιωχθή, δεν θα είχαν κατακριθή, δεν θα είχαν καταδικασθή να επιστρέψουν στην γην από την οποία προήλθαν. Και τι έγινε έπειτα; Ακουσε!

Όταν εξεδιώχθησαν και έπεσαν ήδη από την αρχή μέσα στους ιδρώτες και τους σωματικούς κόπους, ήρχισαν δε να πεινούν και να διψούν, και συγχρόνως να ριγούν και να τρέμουν και να πάσχουν αυτά τα οποία και εμείς πάσχουμε σήμερα, αισθάνθησαν περισσότερο την δυστυχία και το κατάντημά τους, αλλά και την ιδίαν την κακοφροσύνη τους, και την ανέκφραστον φιλανθρωπία του Θεού. Περιπατώντας λοιπόν και καθήμενοι έξω από τον Παράδεισο, μετανοούσαν, έκλαιαν, εθρηνούσαν, εκτυπούσαν το πρόσωπο, εξερρίζωναν τα μαλλιά τους, καταδικάζοντας με οδυρμούς την σκληροκαρδία τους, και αυτό όχι μόνον μίαν ημέραν ούτε δύο ή δέκα, αλλά, πιστέψετέ το, σε όλην τους την ζωή. Και πώς δεν θα έκλαιαν πάντοτε και διαρκώς, ενθυμούμενοι εκείνον τον πράον και ήρεμον Δεσπότην, εκείνην την τρυφήν την ανέκφραστο, τα απερίγραπτα κάλλη των ανθέων εκείνων, την αμέριμνον εκείνην και ακοπίαστον ζωή, τις ανόδους και τις καθόδους των αγγέλων προς αυτούς; Διότι όπως εκείνοι που είχαν εκλεγή από κάποιον άρχοντα του παρόντος κόσμου ως προσωπικοί του υπηρέτες, όσον μεν διατηρούν ανόθευτον τον σεβασμό και την τιμή και την δουλεία προς τον κύριόν τους και αγαπούν αυτόν και τους ομοδούλους των, απολαμβάνουν και την προς αυτόν παρρησία και την εύνοια και την αγάπη του, ζώντας μέσα σε πολλήν άνεση και τρυφή και σπατάλη. Εάν όμως αλαζονευθούν κατά του κυρίου τους, και αποθρασυνθούν και αυθαδιάσουν εναντίον των συνδούλων τους, τότε εκπίπτουν από την προς αυτόν παρρησία και την αγάπη και την εύνοιάν του, εξορίζονται σε χώρα μακρινήν, και υποβάλλονται κατόπιν διαταγής του σε μυρίους πειρασμούς, μέσα σε κόπους και σε μεγάλες ταλαιπωρίες. Έτσι όλο και περισσότερον συνειδητοποιούν την άνεση την οποίαν απελάμβαναν, και πόσον εζημιώθησαν από την στέρησιν τόσων αγαθών.

Το ίδιο έπαθαν και οι πρωτόπλαστοι, οι οποίοι όσον ήσαν στον Παράδεισον, απελάμβαναν όλα εκείνα τα αγαθά, έπειτα όμως εξέπεσαν από αυτά και εξωρίσθησαν. Όταν αισθάνθησαν από πού έπεσαν, πάντοτε θρηνούσαν, πάντοτε έκλαιαν, επικαλούμενοι την ευσπλαγχνίαν του Κυρίου τους. Αλλά Αυτός τι κάνει, ο πλούσιος σε έλεος και βραδύς σε τιμωρίες; Επειδή είδε ότι εταπεινώθησαν, την μεν απόφαση που είχε λάβει δεν την ματαιώνει εντελώς —αυτό το έκαμε προς σωφρονισμόν ιδικόν μας, και για να μην υπερηφανεύεται κανείς κατά του ποιητού των όλων— προγνωρίζοντας δε ως Θεός και την πτώση τους και την μετάνοιαν, είχε ορίσει από την αρχήν, οπωσδήποτε πριν να δημιουργήση τα πάντα, και τον καιρόν και τον χρόνον και πώς και πότε θα τους ανακαλέση από την εξορία, με τρόπο μυστικόν και από κάθε κτίσμα ανεξιχνίαστο. Πράγματι, ακόμη και αν όλα τα μυστήρια της Θείας αυτής οικονομίας αποκαλυφθούν σε κάποιους, και θελήσουν να τα γράψουν, δεν θα φθάση ούτε ο χρόνος ούτε το χαρτί ούτε το μελάνι, ούτε ο κόσμος όλος θα χωρέση τα βιβλία αυτά που θα γραφούν. Όπως λοιπόν από ευσπλαγχνίαν είχεν ειπεί και προορίσει από πριν, έτσι ακριβώς και έπραξε. Και αυτούς τους οποίους για την αναίδειάν τους και για την αμετανόητο καρδία και γνώμην εξεδίωξε από τον Παράδεισον, όταν μετενόησαν όπως έπρεπε, και εταπεινώθησαν αξίως, και έκλαυσαν, και εθρήνησαν, Αυτός ο ίδιος, ο μόνος Μονογενής Υιός και Λόγος, από μόνον τον προάναρχον Πατέρα, κατήλθεν, όπως όλοι γνωρίζετε, και όχι μόνον έγινε άνθρωπος όμοιος με εκείνους, αλλά και να αποθάνη όπως αυτοί κατεδέχθη, προτιμώντας βίαιον και επονείδιστον θάνατο. Κατήλθε δε και στον Άδη, και από εκεί τους ανέστησε. Αυτός λοιπόν ο οποίος τόσα έπαθε γι’ αυτούς, για να τους ανακαλέση από την μακράν εκείνην εξορίαν, εάν μετανοούσαν στον Παράδεισο, δεν θα τους συμπαθούσε; Και πώς όχι, αφού είναι από την φύση του φιλάνθρωπος, και τους εδημιούργησε ακριβώς γι’ αυτό, για να απολαμβάνουν δηλ. τα αγαθά του μέσα στoν Παράδεισο και να δοξάζουν τoν ευεργέτην τους; Ναι, πράγματι αδελφοί, αυτό, όπως φρονώ, θα εγίνετο. Για να μάθης δε και τα υπόλοιπα, και να πιστεύσης περισσότερο στoν λόγον, άκου και τα εξής! Εάν είχαν μετανοήσει όταν ακόμη ήσαν μέσα στoν Παράδεισον, εκείνον τον ίδιον Παράδεισο θα απελάμβαναν και τίποτε περισσότερο. Επειδή δε για την αμετανοησία τους εξεβλήθησαν, μετά ταύτα ζώντας μέσα στις θλίψεις, μετενόησαν και έκλαυσαν πολύ. Αυτά, όπως είπα, δεν θα τα επάθαιναν, εάν είχαν μετανοήσει μέσα στoν Παράδεισον. Για τους πόνους λοιπόν αυτούς και τους ιδρώτες και τους κόπους, και για την καλήν τους μετάνοια, θέλοντας ο Δεσπότης Θεός να τους τιμήση και να τους δοξάση, αλλά και να τους κάνη να λησμονήσουν όλα εκείνα τα δεινά, τι κάνει; Πρόσεξε, παρακαλώ, το μέγεθος της φιλανθρωπίας! Όταν κατήλθε στον Άδη και τους ανέστησε, δεν τους αποκατέστησε πάλι στον Παράδεισον από όπου εξέπεσαν, αλλά τους ανέβασε σ’ αυτόν τον ίδιον τον ουρανόν του ουρανού. Και αφού ο Κύριος εκάθισε εκ δεξιών του προανάρχου Πατρός του και Θεού, τι λέγεις ότι τον έκαμε αυτόν, ο οποίος ήταν κατά φύσιν δούλος του; Τον έκαμε κατά χάριν πατέρα του! (αφού ο ίδιος αυτοαποκαλείται Υιός του ανθρώπου). Είδες σε ποίον ύψος τον ανέβασε ο Δεσπότης, για την μετάνοια και την ταπείνωση και τους θρήνους και τα δάκρυά του;

Ω δύναμις της μετανοίας και των δακρύων! Ω πέλαγος ανεκφράστου φιλανθρωπίας και ανεξιχνιάστου ελέους, αδελφοί! Διότι όχι μόνον εκείνον, αλλά και όλους τους απογόνους του, εμάς δηλαδή τα τέκνα του, οι οποίοι μιμούμεθα την εξομολόγησιν εκείνου, την μετάνοια, τον θρήνο, τα δάκρυα και τα άλλα τα οποία προείπαμε, τους ετίμησε και τους εδόξασε, τόσον όσον και εκείνον, όσους μέχρι σήμερα κάνουν όπως έκανε εκείνος, και όσους θα τον μιμηθούν από σήμερα, είτε κοσμικοί είναι είτε μοναχοί. «Αμήν», είπεν ο αψευδής Θεός, «ουκ εγκαταλείψω αυτούς ποτέ, αλλ’ ως αδελφούς μου και φίλους και πατέρας και μητέρας και συγγενείς και συγκληρονόμους μου αναδείξω αυτούς, και εδόξασα και δοξάσω. Και εν τω ουρανώ άνω και επί της γης κάτω, και της ζωής αυτών και ευφροσύνης και δόξης ουκ έσται τέλος ποτέ».

Τί ωφέλησε, ειπέ μου αδελφέ, τους πρωτοπλάστους η ακοπίαστος και αμέριμνος ζωή μέσα στον Παράδεισον, αφού εραθύμησαν, και από απιστίαν προς τον Θεόν κατεφρόνησαν και παρέβησαν την εντολή του; Διότι εάν τον είχαν πιστεύσει, δεν θα εθεωρούσε η Εύα τον όφι πλέον αξιόπιστον, ο δε Αδάμ την Εύα πλέον αξιόπιστον από Εκείνον, αλλά θα είχαν φυλαχθή να μη φάγουν από το φυτόν. Επειδή όμως έφαγαν και δεν μετενόησαν, εξεβλήθησαν. Από την εξορίαν πάλι καθόλου δεν εβλάβησαν, αλλά και πάρα πολύ ωφελήθησαν, και αυτό συνετέλεσε στην σωτηρίαν όλων μας. Διότι αφού κατήλθεν από τους ουρανούς ο Κύριός μας, κατετρόπωσε τον εχθρό μας, τον θάνατον, παραδίδοντας ο ίδιος τον εαυτόν Του, και έτσι εματαίωσεν εντελώς την καταδίκην που προήλθε από την παράβαση του προπάτορος. Και αναγεννώντας και αναπλάττοντας και απαλλάσσοντάς μας τελείως από αυτήν με το άγιον βάπτισμα, μας καθιστά εντελώς ελευθέρους στον κόσμον αυτόν, και μη ενεργουμένους τυραννικώς από τον εχθρόν. Αλλά τιμώντας μας με το αυτεξούσιον με το οποίον μας είχε προικίσει απ’ αρχής, μας δίδει περισσοτέραν δύναμιν εναντίον του, ώστε όποιοι θέλουν να τον νικούν με ευχέρειαν μεγαλυτέραν από όλους τους προ της παρουσίας του Χριστού αγίους. Και μετά τον θάνατόν τους να μην οδηγούνται και αυτοί όπως εκείνοι κάτω στον Άδη, αλλά στον ουρανό και στην τρυφή και την απόλαυση που επικρατεί εκεί, και να αξιώνωνται: να απολαμβάνουν τώρα μεν σε μέτριον βαθμό, μετά δε την εκ νεκρών ανάσταση, πλήρως όλην την αιωνίαν χαρά.

Να μη προφασίζωνται λοιπόν αυτοί που επιζητούν προφάσεις, ούτε να λέγουν ότι είναι πλήρης η επιρροή της παραβάσεως του Αδάμ επάνω μας, και ότι αυτό είναι που μας ελκύει πρός τα κάτω, προς την αμαρτία. Διότι όποιοι το σκέπτονται και το λέγουν αυτό, νομίζουν ότι ανωφελώς και ματαίως έγινε η παρουσία του Κυρίου και Θεού μας, πράγμα που μόνον οι αιρετικοί λέγουν, όχι οι πιστοί. Πράγματι, για ποίον άλλον λόγο κατήλθε και εγεύθη τον θάνατο, παρά μόνον βεβαίως για να καταργήση την καταδίκη που προήλθε από την αμαρτία, και να ελευθερώση το γένος μας από την δουλεία και ενέργειαν του εχθρού που το πολεμεί; Διότι αυτό είναι η πραγματική αυτεξουσιότης, δηλαδή το να μην εξουσιαζώμεθα με οποιονδήποτε τρόπον από κάποιον άλλον. Επειδή εμείς μεν ως τέκνα εκείνου που ημάρτησε είμεθα μέχρι τότε αμαρτωλοί, ως τέκνα εκείνου που παρέβη την εντολήν παραβάτες, ως τέκνα εκείνου που έγινε δούλος της αμαρτίας δούλοι κι εμείς της αμαρτίας, ως τέκνα εκείνου που εδέχθη την κατάραν και ενεκρώθη επικατάρατοι και εμείς και νεκροί, ως τέκνα εκείνου που επηρεάσθη από την συμβουλήν του πονηρού και υπεδουλώθη σ’ αυτόν, και έχασε το αυτεξούσιον, είχαμε κι εμείς δεχθεί την επήρειαν αυτού, και είχαμε καταδυναστευθή από την τυραννικήν του εξουσίαν. Ο Θεός όμως κατήλθε και εσαρκώθη, έγινε άνθρωπος όπως εμείς χωρίς όμως την αμαρτία, και έλυσε την αμαρτίαν, ηγίασε δε την σύλληψη και την γέννηση, και επειδή ανετράφη ολίγον κατ’ ολίγον, ευλόγησε κάθε ηλικίαν. Και όταν έγινε τέλειος άνδρας, τότε ήρχισε το κήρυγμα, διδάσκοντάς μας να μη προτρέχωμε σε ο,τιδήποτε, και να μη προλαμβάνωμε εκείνους που ελευκάνθησαν στην σύνεση και στην αρετήν, όσοι μάλιστα είμεθα νέοι στην φρόνηση και δεν έχουμε ανδρωθή. Εδέχθη επάνω του όσα ήσαν προς το συμφέρον μας, και αφού εφύλαξε όλες τις εντολές του Θεού και Πατρός αυτού, έλυσε την παράβαση, και ελευθέρωσε τους παραβάτες από την καταδίκην. Έγινε δούλος αναλαμβάνοντας μορφήν δούλου, και επανέφερε εμάς τους δούλους στο δεσποτικόν αξίωμα, αναδεικνύοντάς μας δεσπότες του πρώην τυράννου. Και το μαρτυρούν αυτό οι άγιοι, οι οποίοι και μετά θάνατον αποδιώκουν ως αδυνάμους και αυτόν και τους υπασπιστάς του. Με την σταύρωσίν του ο ίδιος έγινε κατάρα, και έλυσε όλην την κατάρα του Αδάμ. Απέθανε, και με τον θάνατόν του κατετρόπωσε τον θάνατον. Ανέστη, και εξηφάνισε την δύναμη και την ενέργειαν του εχθρού, ο οποίος διά μέσου του θανάτου και της αμαρτίας έχει την εξουσίαν εναντίον μας. Διότι βάζοντας μέσα στο θανατηφόρο δηλητήριο και στο φαρμάκι της αμαρτίας την ανέκφραστον ενέργειαν της Θεότητος και την ζωοποιόν ενέργεια του σώματός του, ελύτρωσε τελείως όλον το γένος μας από την ενέργειαν του εχθρού. Καθαίροντας δε και ζωοποιώντας μας με το άγιον βάπτισμα και με την κοινωνίαν των αχράντων μυστηρίων, του τιμίου σώματος και του αίματός του, μας αποκαθιστά αγίους και αναμαρτήτους. Αλλά και μας αφήνει την τιμήν του αυτεξουσίου, για να μη φανούμε ότι υπηρετούμε τον Δεσπότην με την βία, αλλά με την προαίρεση. Και όπως ο Αδάμ ήταν στον Παράδεισον εξ αρχής ελεύθερος, ξένος προς την αμαρτία και την βία, υπήκουσε δε στoν εχθρόν με το αυτεξούσιον θέλημά του, εξηπατήθη και παρέβη την εντολή του Θεού, έτσι και εμείς, αναγεννώμενοι με το άγιον βάπτισμα, απαλλασσόμεθα από την δουλεία και γινόμεθα αυτεξούσιοι, και εάν δεν υπακούσωμε στoν εχθρόν με την ιδικήν μας θέληση, δεν ημπορεί με άλλον τρόπο να ενεργήση κάτι εναντίον μας.

Πράγματι, εάν πριν από τον νόμο και την παρουσία του Χριστού, χωρίς όλα αυτά τα βοηθήματα, πολλοί και αναρίθμητοι ευηρέστησαν τον Θεόν και ανεδείχθησαν άμεμπτοι, όπως ο δίκαιος Ενώχ, τον οποίον μετέθεσε τιμώντας τον με τον τρόπον αυτό, και ο Ηλίας τον οποίον παρέλαβε στoν ουρανόν με άρμα πύρινον, τι θα απολογηθούμε εμείς, οι οποίοι μετά την χάρη και την τοιαύτη και τόσο μεγάλην ευεργεσίαν, ούτε ίσοι με τους προ της χάριτος ευρισκόμεθα, αλλά ζούμε μέσα στην ραθυμία, και καταφρονούμε τις εντολές του Θεού και τις παραβαίνουμε; Και αυτό μετά την κατάργηση του θανάτου και της αμαρτίας, μετά την αναγέννηση του βαπτίσματος και την προστασία των αγίων αγγέλων και την επισκίαση και επέλευση του ιδίου του Αγίου Πνεύματος. Ότι θα τιμωρηθούμε, εάν επιμένωμε στο κακόν, περισσότερον από εκείνους που ημάρτησαν όταν επικρατούσε ο νόμος, το εδήλωσε ο Παύλος λέγοντας. «Ει γάρ ο δι’ αγγέλων λαληθείς λόγος εγένετο βέβαιος, και πάσα παράβασις και παρακοή έλαβεν ένδικον μισθαποδοσίαν, πώς ημείς εκφευξόμεθα τηλικαύτης αμελήσαντες σωτηρίας;».

Ας μη αποδίδη λοιπόν την ευθύνην και ας μη κατηγορή τον Αδάμ, αλλά τoν εαυτόν του καθένας από εμάς, ο οποίος περιπίπτει σε οποιαδήποτε αμαρτίαν, και ας επιδεικνύη αξίαν μετάνοια όπως εκείνος, εάν βεβαίως θέλη να επιτύχη την αιωνίαν εν Χριστώ ζωήν…

Εκείνος που συλλογίζεται πάντοτε τις αμαρτίες του, και συνεχώς βλέπει εμπρός του την μέλλουσαν κρίσιν, και μετανοεί, και κλαίει θερμώς, αυτός υπερβαίνει όλα μαζί τα πάθη και τα αμαρτήματα, και τα υπερνικά ανυψούμενος από την μετάνοιαν, ώστε να μην ημπορή ούτε ένα από αυτά να φθάση και να προσεγγίση την ψυχή του στο ύψος εκείνο που πετά. Εάν δε ο νους μας, πτερωμένος από την μετάνοια και τα δάκρυα, και από την πνευματικήν ταπείνωση που γεννάται από αυτά, δεν ανυψωθή στο ύψος της απαθείας, δεν θα ημπορέσωμε να ελευθερωθούμε, δεν θα παύσουν να μας κεντούν πότε το ένα, πότε το άλλο πάθος, και να μας κατασπαράσσουν σαν άγρια θηρία.

Μετά δε τoν θάνατον, εξ αιτίας αυτών, θα χάσωμε την Βασιλείαν των Ουρανών, και από αυτά πάλι θα τιμωρηθούμε αιωνίως. Γι’ αυτό σας παρακαλώ όλους, πνευματικοί μου πατέρες και αδελφοί, και ποτέ δεν θα παύσω να παρακαλώ την αγάπη σας, να μην αμελήσετε την σωτηρία σας, αλλά με κάθε τρόπο να προσπαθήσετε να ανυψωθήτε ολίγον από την γη. Και όταν γίνη αυτό το θαύμα, το οποίο θα σας καταπλήξη, το να ανυψωθήτε δηλαδή από την γη και να υπερίπτασθε στον αέρα, δεν θα θελήσετε πλέον να κατέλθετε ούτε καν για λίγο και να σταθήτε στην γην. Λέγοντας δε «γην» εννοώ το σαρκικόν, και «αέρα» το πνευματικόν φρόνημα. Διότι εάν ο νους ελευθερωθή από τους πονηρούς λογισμούς και τα πάθη, και δι’ αυτού αντικρύσωμε την ελευθερίαν την οποία μας εχάρισεν ο Χριστός, δεν θα καταδεχθούμε πλέον να κατέλθωμε στην προηγουμένην δουλεία της αμαρτίας και του σαρκικού φρονήματος, αλλά συμφώνως με τους λόγους του Κυρίου, δεν θα παύσωμε να γρηγορούμε και να προσευχώμεθα, έως ότου μεταβούμε προς την εκείθεν μακαριότητα και τύχωμε των αιωνίων αγαθών, «χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω πρέπει πάσα δόξα εις τους αιώνας των αιωνων. Αμήν».

(10ος - 11ος αιών. Απαντα του Αγίων Πατέρων, εκδ. Ωφελίμου βιβλίου. Αγ. Συμεών του Νέου Θεολόγου, τόμ. 1, Κατήχ. Ε΄, σελ. 1-41, 87, 470 και 1054-1085. Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 485 και εξής. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς)

Πηγή: www.alopsis.gr


Ἰδιόμελο τῶν αἴνων Κυριακῆς τῆς Τυροφάγου. Ἦχος Πλάγιος Α'.
«Τὸ στάδιον τῶν ἀρετῶν ἠνέῳκται, οἱ βουλόμενοι ἀθλῆσαι εἰσέλθετε, ἀναζωσάμενοι τὸν καλὸν τῆς Νηστείας ἀγῶνα· οἱ γὰρ νομίμως ἀθλοῦντες, δικαίως στεφανοῦνται, καὶ ἀναλαβόντες τὴν πανοπλίαν τοῦ Σταυροῦ, τῷ ἐχθρῷ ἀντιμαχησώμεθα, ὡς τεῖχος ἄρρηκτον κατέχοντες τὴν Πίστιν, καὶ ὡς θώρακα τὴν προσευχήν, καὶ περικεφαλαίαν τὴν ἐλεημοσύνην, ἀντὶ μαχαίρας τὴν νηστείαν, ἥτις ἐκτέμνει ἀπὸ καρδίας πᾶσαν κακίαν. Ὁ ποιῶν ταῦτα, τὸν ἀληθινὸν κομίζεται στέφανον, παρὰ τοῦ Παμβασιλέως Χριστοῦ, ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς Κρίσεως». Ἑρμηνεία Ο αγώνας των αρετών άρχισε, ελάτε όσοι θέλετε να αγωνιστείτε στον καλό αγώνα της Νηστείας, γιατί αυτοί που δίκαια αγωνίζονται δίκαια θα λάβουν και τον στέφανο της νίκης, κι έχοντας φορέσει την πανοπλία του Σταυρού ας πολεμήσουμε τον εχθρό, έχοντας για άτρωτη ασπίδα την Πίστη, και ως θώρακα την προσευχή και ως περικεφαλαία την ελεημοσύνη, αντί για μαχαίρι έχουμε τη νηστεία, η οποία διώχνει από την καρδιά κάθε κακία. Όποιος τα κάνει αυτά θα φορά το αληθινό στεφάνι δίπλα στον Βασιλέα των πάντων Χριστό, την ημέρα της Κρίσεως.

Δοξαστικόν Ἑσπερινοῦ Σαββάτου τῆς Τυρινῆς. Ἦχ. πλ. β’.
«Ἐκάθισεν Ἀδάμ, ἀπέναντι τοῦ Παραδείσου, καί τήν ἰδίαν γύμνωσιν θρηνῶν ὠδύρετο. Οἴμοι, τόν ἀπάτῃ πονηρᾷ πεισθέντα καί κλαπέντα καί δόξης μακρυθέντα! Οἴμοι, τόν ἁπλότητι γυμνόν, νῦν δέ ἠπορημένον! Ἀλλ᾽ ὦ Παράδεισε, οὐκέτι σου τῆς τρυφῆς ἀπολαύσω, οὐκέτι ὄψομαι τόν Κύριον καί Θεόν μου καί Πλάστην· εἰς γῆν γάρ ἀπελεύσομαι ἐξ ἧς καί προσελήφθην. Ἐλεῆμον, Οἰκτίρμον, βοῶ Σοι· Ἐλέησόν με τόν παραπεσόντα.» Ἑρμηνεία
Kάθισε ὁ Ἀδάμ ἀπέναντι στόν Παράδεισο καί θρηνώντας τή γύμνωσή του ἔκλαιγε καί ὠδυρόταν. Ἀλίμονο σε μένα πού μ᾽ ἔπεισε μέ ἀπάτη καί ὑπόσχεση ὁ πονηρός καί μέ ᾽κλεψε στερῶντας μου τή πρωτόπλαστη δόξα. Ἀλίμονο σέ μένα, γιατί ἐνῶ ἀπό τήν ἁπλότητα καί ἀκακία μου μποροῦσα νά ᾽μαι γυμνός, τώρα ἀπ᾽ ὅλα εἶμαι στερημένος. Παράδεισε, Παράδεισε, δέν θ᾽ ἀπολαύσω τώρα πλέον τήν τρυφή σου, δέν θά ξαναδῶ πιά τόν Πλάστη, τόν Κύριο καί Θεό μου. Τώρα θά ξαναγυρίσω στή γῆ, στό χῶμα ἀπ᾽ ὅπου εἶμαι πλασμένος. Ἐλεήμονα καί Οἰκτήρμονα Κύριε, σέ Σένα κραυγάζω: Ἐλέησέ με, τόν ταλαίπωρο καί πεσμένο.”





Δείτε σχετικά:

Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2014

Αντορθόδοξη Αγιοκατάταξη στα πλαίσια της παναιρέσεως του Οικουμενισμού


Πρέπει να είμαστε πάρα πολύ προσεκτικοί και άκρως επιφυλακτικοί όταν μιλούμε δημοσίως για  βαρυσήμαντα και κρισιμότατα θέματα που αποκλειστικά αφορούν αποφάσεις μεταξύ των Προσώπων της Αγίας Τριάδος, δηλαδή θέματα καθαρά "Οικογενειακά του Θεού".
 Ιδίως όταν κατέχουμε κάποια θέση και υπευθυνότητα, κάποια "επισκοπική εξουσία" (όσο κακόηχο και αν ακούγεται) και εκκλησιαστική/θεολογική ιδιότητα, τότε η ενοχή μας για ενδεχόμενη πλάνη αλλά και η αυστηρότητα με την οποία θα κριθούμε θα είναι πολύ μεγαλύτερη και η κρίση αμείλικτη διότι παρασέρνουμε, "παίρνουμε στο λαιμό μας", ψυχές από όλο το διαδικτυακό, διαπλανητικό κόσμο.
 "Δει πρώτον η των ονομάτων επίσκεψις". Πρέπει πρώτα να εξετάζουμε καλά τα ονόματα, τους χαρακτηρισμούς και τις ορολογίες που χρησιμοποιούμε, προκειμένου να είμαστε πιο ακριβείς, σωστοί και αντικειμενικοί συνάμα.
 Κατ' αρχήν δεν πρέπει να μιλούμε για "αγιοποίηση", είναι όχι μόνο λανθασμένος και αδόκιμος αυτός ο όρος αλλά προπάντων παπικός. Στην Ορθοδοξία δεν έχουμε "ποίηση αγίων", αυτόματη αγιοποιϊα, γραφειοκρατική αγιοσύνης προπαρασκευή, συνοδική κατασκευή και επισκοπική δημιουργία Αγίων. Η Ορθοδοξία δεν είναι "Φάμπρικα Αγίων" που ανεξέλεγκτα και ανυπόστατα αγιο-ποιεί.
 Στην Ορθοδοξία έχουμε αναγνώριση, πιστοποίηση και διακήρυξη των Αγίων. Έχουμε επίσημη επικύρωση, Πατριαρχική Αγιοκατάταξη. Και όταν λέμε Πατριαρχική, δεν εννοούμε το πρόσωπο, τον φορέα των τίτλων (ο οποίος δύναται να σφάλλει και να αιρετίζει, να "Οικουμενίζει" όπως δυστυχώς ο νυν Πατριάρχης Βαρθολομαίος), αλλά εννοούμε ασφαλώς το θρόνο, τον θεσμό που προσδιορίστηκε ιδιαιτέρως διά της Δευτέρας Οικουμενικής Συνόδου (Πρ. β', 5) "διά το είναι αυτήν Νέαν Ρώμην".
 Τα "Πρεσβεία Τιμής" αναφέρονται στην Πνευματική Πατρότητα και ευλογία, όχι -το τονίζω- όχι στην αυθαίρετη αυταρχικότητα και διοικητική πειθαρχικότητα, όχι στην Εκκλησιαστική παραβατικότητα και αντικανονική επέμβαση σε άλλη ανεξάρτητη, Αυτοδιοίκητη Αρχιεπισκοπή δια μιάς κωμικοτραγικής "μείζωνος και υπερατελούς Συνόδου".
 Οι Άγιοι δεν γίνονται Άγιοι διά Συνοδικής Αποφάσεως και Επισκοπικής αυθαιρεσίας. Οι Άγιοι δεν "αγιο-ποιούνται" από ανθρώπους παρά μόνο από το Άγιο και Τρισάγιο Θεό ως Αιτία και Πηγή της αγιοσύνης. Οι Άγιοι ήταν Άγιοι εν ζωή και έφτασαν σε μεγάλα ύψη αγιότητος, καθάρσεως και θεώσεως. Ο Θεός συνήθως αποκαλύπτει την αγιοσύνη τους όσο ζούνε, εν ευθέτω χρόνω.

 
Ο Άγιος Ιωάννης (και όλοι οι Άγιοι Πατέρες) ο Χρυσόστομος, ήταν όντως Άγιος και αναγνωρίστηκε η μεγάλη αγιοσύνη του όσο ζούσε. Δεν τον έκαμαν, δεν τον "εποίησαν" Άγιο οι "Παναγιώτατοι Πατριάρχες" και "Σεβασμιωτάτοι Αρχιεπισκόποι" τους οποίους φοβήθηκε αφάνταστα και από τους οποίους πολεμήθηκε, εξορίστηκε και απέθανε εν απανθρώπω εξορία και φρικτή τυρρανία.
 Οι Άγιοι αποκαλύπτονται κυρίως στο Λαό του Θεού, σε λαϊκούς που απαρτίζουν το Σώμα Του Χριστού. Αποκαλύπτονται εν βίω, εν πίστει και έργω, εν αγάπη και ΑΛΗΘΕΙΑ. Αποκαλύπτονται σε λαϊκούς διότι προέρχονται, γεννιούνται από λαϊκούς, ζουν ανάμεσά τους, δίδουν τη μαρτυρία και ομολογία τους σε λαϊκούς.
 Οι πιστοί Λαϊκοί με τη σειρά τους συλλέγουν συστηματικά και υπεύθυνα κάθε πληροφορία, και με την ουσιαστική στήριξη των θεοσεβών ιερέων (όχι των επαγγελματίων) τις καταθέτουν στον οικείο Μητροπολίτη ο οποίος πάλι με τη σειρά του, παρέχει στο Πατριαρχείο τις πολλαπλές ενδείξεις παρά Θεού, τις επαρκείς μαρτυρίες, συνεντεύξεις και επώνυμες καταθέσεις στοιχείων, σημείων και θαυμάτων για την αγιότητα βίου, το ΑΔΙΑΦΘΟΡΟ της Πίστεως και τον λεπτομερή τρόπο του μαρτυρικού θανάτου, εάν πρόκειται για Μάρτυρα.
 Το Πατριαρχείο απλά επικυρώνει τις μαρτυρίες, επιλέγει συγκεκριμένη ημέρα εορτής, παραγγέλνει την Ασματική Ακολουθία και Εικόνα και ενημερώνει τον Πιστό Λαό για την επίσημη Αγιοκατάταξη. Η Εκκλησία δεν βιάζεται σε αγιοκατάταξη αλλά και δεν την καθυστερεί ανεπίτρεπτα και υστερόβουλα χάριν κάποιας οικονομικής/περιουσιακής πιέσεως και αισχρού εκβιασμού Δεσποτάδων προς κάποια Μονή (πχ. Αγιοκατάταξη Αγίου Εφραίμ Νέας Μάκρης). Ο Άγιος Εφραίμ ήταν Άγιος, είχε πλήρη Ασματική Ακολουθία και Εικόνα (και μάλιστα παρουσιάστηκε αυτοπροσώπως ο ίδιος και "πόζαρε" για την Εικονογράφησή του!!!). Δεν περίμενε την ύποπτη γραφειοκρατία της Δεσποτοκρατίας να τον "κάνουν" τη χάρι να τον "κάνουν άγιο", να τον "αγιο-ποιήσουν".
 Βασική, νομοκανονική αρχή είναι, προ της Αγιοκατατάξεως να ολοκληρωθεί μία έντιμη και αξιοπρεπής έρευνα των συγκεντρωθέντων στοιχείων. Η όλη διενέργεια και συλλογή των σχετικών πληροφοριών και μαρτυριών ενός Αγίου, εμπεριέχει επενέργεια Αγιο-Πνευματική, επέχει Ιστορικο-Δικαστική Ισχύ, συμπεριλαμβάνει σημασία Εκκλησιολογική και, μη σας φανεί παράξενο, διασφαλίζει έννοια και διάσταση Δογματική.
 Η αγιοσύνη αποτελεί βασική, αμετάθετη και αιώνια αλήθεια της Ορθοδόξου Πίστεως. Αναφέρεται στην σύσταση και ουσία της Εκκλησίας. Ο Τριαδικός μας Θεός είναι Άγιος και η Εκκλησία Του Αγία. «Πιστεύω εις Μίαν, ΑΓΙΑΝ και Αποστολικήν Εκκλησίαν!» Και οι Απόστολοι με τη σειρά τους Άγιοι ήταν. Μερικοί δε από αυτούς και Μάρτυρες.
 Υποσημειώνω το «Ορθόδοξος Μάρτυρας» διότι σχετίζεται και περιστρέφεται γύρω από την Μία, Αληθινή, Αγία Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού, την Μία, Αληθινή, Ανόθευτη και Αδιάφθορη Πίστη του Χριστού, την Ορθή Δόξα, την Ορθή Λατρεία. Η Ορθή Δόξα συνδέεται αχωρίστως και αδιαιρέτως με την Ορθή Πράξη, τον Ορθό Βίο. Ορθοδοξία σημαίνει Ορθοπραξία και εάν δεν υπάρχουν αυτά τα δύο αχώριστα μαζί, δεν υπάρχει και ούτε πρόκειται να υπάρξει Αγιοσύνη και Μαρτύριο.
 Υπάρχουν και ψευδείς "μάρτυρες" στους αιρετικούς, στους Παπικούς αλλά και στους μουσουλμάνους οι "μάρτυρες του Αλάχ" των αισχρών, βομβισικών επιθέσεων. Υπάρχουν και "χριστιανοί, ετερόδοξοι μάρτυρες" που ναι μεν μαρτύρησαν για το Χριστό, (βλ. Συρία) αλλά δεν είναι Ορθόδοξοι Μάρτυρες πριν ελαχίστων. "Αστήρ αστέρως διαφέρει εν δόξη". Αλλιώς θα κριθούν "οι Νόμον Ορθοδοξίας μη έχοντες" καθ' ότι "εν τη Οικία του Πατρός πολλαί μοναί εισί". Αλλά δεν θα καταταγούν στο Μέγα Νέφος και Πανένδοξο Χορό των Ορθοδόξων Αγίων που θα συμβασιλεύσουν μετά του Αρνίου και θα καθίσουν εν Θρόνω κρίνοντες το Οικουμενιστικό Νέο Ισραήλ.
 Κάποτε προ δεκαετίας και πλέον, είχα λάβει διαταγή από την ανωτέρα, προϊσταμένη μου "αρχή", τον Ρωμαιοκαθολικό Διευθυντή του Κολλεγίου "Άγιος Ιωάννης" της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας, να κάνω ειδικό μάθημα για την παπική, ψευτο-αγία "Μητέρα Τερέζα". Επειδή αρνήθηκα, μου είχαν υποβληθεί κυρώσεις...
 Υπάρχουν διάφορα είδη Ορθοδόξου Μαρτυρίου. Εθνομάρτυρες, Ιερομάρτυρες και Αγιομάρτυρες. Οι Εθνομάρτυρες διακρίνονται σε Λαϊκούς και Ιερείς, που όμως δεν είναι Άγιοι, αλλά πέθαναν, μαρτύρησαν για την Πατρίδα αποκλειστικά, χωρίς να σχετίζονται αναγκαστικά με την Ορθόδοξη Πίστη. Αντιθέτως, οι Ιερομάρτυρες (Ιερείς, Αρχιερείς) και ΑγιοΜάρτυρες (Λαϊκοί Άγιοι) συσχετίζονται αποκλειστικά με την Αλήθεια, το Δόγμα, το Ορθό Βίωμα, την Ορθή Λατρεία, την Ορθή Πίστη.
 Η Αγιοκατάταξη απαιτεί την ίδια σοβαρότητα, ιεροπρέπεια και μυστηριακή τελεσιουργία μιας χειροτονίας. Εάν κατά την ώρα της χειροτονίας, τη φρικτή εκείνη και Θεόκριτη στιγμή που εκφωνείται το "Άξιος" και απαιτείται μετά τρόμου, η των παρόντων μαρτύρων θεμελιώδη συνδρομή, εάν οποίοσδήποτε προβάλλει ένσταση, διαφωνία, διαμαρτυρία και αντιτάξει το "Ανάξιος", τότε διακόπτεται η χειροτονία αυτοστιγμή, διενεργείται δημόσια ακρόαση, διερεύνηση της κατηγορίας και είτε ακυρώνεται πάραυτα η ιερουργία, είτε τιμωρείται ο συκοφάντης.
 Ήμουν ο ίδιος παρών σε μία τέλεση Χειροτονίας του ΝεοΧρυσοστόμου Φλωρίνης Αγίου Αυγουστίνου, όταν κάποια γυναίκα φώναξε το "Ανάξιος" και ανατρίχιασε ολόκληρο το εκκλησίασμα!! Αμέσως διακόπηκε η χειροτονία και Αγιασμένος Επίσκοπος απαίτησε αυστηρώς να προσέλθει στην Ωραία Πύλη η διαμαρτυρουμένη. Δεν είναι αστεία πράγματα αυτά και δεν έχουμε δικαίωμα να παραβλέψουμε καμία "Αντιφωνία", όσο και να μην μας αρέσει. Ο Άγιος και ΑγιοΠατερικός Ιεράρχης Φλωρίνης Αυγουστίνος, την ίδια στιγμή είχε βγάλει κήρυγμα και φώναζε: "Σας παρακαλώ, εάν είναι κανείς παρών που να γνωρίζει κάτι, να το ειπεί στην Εκκλησία τώρα, δεν θέλω να κολαστώ διά της χειροτονίας αναξίων ιερέων!!!"
 Έτσι ακριβώς και στην Ορθόδοξη Αγιοκατάταξη, εάν υπάρξει έστω και η παραμικρή, όχι μόνο κατηγορία αλλά και υποψία ακόμη, τότε πρέπει να παύει αποτόμως κάθε απόπειρα εντάξεως οποιουδήποτε στο "εν ου παικτοίς" Ορθόδοξο Αγιολόγιο, το οποίο δεν επιδέχεται "παραμυθιασμόν" και θεομπαιξία.
 Για αυτό το λόγο, όταν γίνεται παράβαση κανόνων της Αγιοκατατάξεως, συντελείται διαφθορά και καταπάτηση Δόγματος, διαστρέβλωση αληθείας, σύσταση πλάνης και διακήρυξη αιρέσεως. Εάν περιφρονηθούν οι απαράβατες αυτές προδιαγραφές και αγνοηθούν οι απόλυτες και αυστηρά καθορισμένες προϋποθέσεις, τότε έχουμε παρωδία, κοροϊδία και κατάφωρη Θεομπαιξία από την πλανώσα και πλανωμένη Ιεραρχία. Τότε έχουμε και βλασφημία διότιβλάπτουμε τη φήμη του Αγίου Πνεύματος το Οποίον πάντα χορηγεί την Αγιότητα και το ανώτατο χάρισμα του Μαρτυρίου.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση του Χρυσο-στόμου Σμύρνης έχουμε υφαρπαγή και αποτυ-χημένη λήστευση της αγιότητος. Έχουμε κατ' άκραν εξαίρεσιν πα- ράτυπη και ακριβέστατη εφαρμογή του όρου "αγιο-ποίηση" όπου μια συνωμοτική, δεσποτοκρατική "ελίτ" εκπληρώνει πατριαρχικό "ρουσφέτι", μετέρχεται μια μεθοδευμένη "ποίηση-αγίου" και επεξεργάζεται μια ανθρωποκεντρική, παντελώς παράνομη αναγνώριση.

 Με ποιό δικαίωμα τα λέγω αυτά και ποια πειστήρια;
 Από τη στιγμή που έχουμε Μασόνους να αποκαλύπτουν σε δικό τους βιβλίο τη μασονική ιδιότητα του εν λόγω Ιεράρχου, από τη στιγμή που έχουμε τη Μασονική Στοά της Σμύρνης να οικειοποιείται την εγγραφή του ως μέλος της, έστω και "επίτιμο", από τη στιγμή που έχουμε εγγράφως προσωπικές του δεδηλωμένες αιρετικές, πανθεϊστικές και οικουμενιστικές αντιλήψεις, από τη στιγμή που έχουμε σοβαρές καταγγελίες από σοβαρές και υπεύθυνες προσωπικότητες όπως αυτή του παντελώς Σεβαστού π. Ευθυμίου Τρικαμηνά αλλά και άλλων εγκρίτων, τότε δεν έπρεπε καθόλου να λάβει χώρα αυτή η Αγιοκατάταξη, πριν εξαντληθούν επακριβώς όλα τα μέτρα και οι αδιαπραγμάτευτες ως άνω προυποθέσεις.
 Μόνο το ότι περιφρονήθηκαν σκοπίμως, το τονίζω αυτό, σκοπίμως αγνοήθηκαν οι υγιείς φωνές διότι φοβήθηκαν οι αρρωστημένες συνειδήσεις το έντιμο διάλογο και την αποκάλυψη της αληθείας, αυτό μόνο κυριολεκτικά "τινάζει στον αέρα", ακυρώνει και καθιστά ανυπόστατη την οποιαδήποτε παράνομη, παράτυπη και πλάνα "αγιο-ποίηση".
 Δεν είναι θέμα "σεβασμού" στον μακαριστό Χριστόδουλο. Δεν τοποθετούμε ποτέ τα πρόσωπα υπεράνω αιωνίων, απαρασαλεύτων Δογμάτων και βασικών αληθειών της Ορθοδόξου Πίστεώς μας. Κρινόμαστε από παντού και πάντοτε οι "άγιοι" ΠΑΝΤΕΣ. Είχε και ο "Μακαριστός" (αμφισβητήσιμος και καταδικαστέος ο μακαρισμός των Οικουμενιστών) Χριστόδουλος τα μεγαθήρια λάθη του. Περιφρόνησε ολόκληρη την Ιεραρχία της Ελλάδος και όλες τις Μονές του Αγίου Όρους και παρά την αντίθετη γνώμη τους, έφερε και υποδέχθηκε, εκούσια ή ακούσια, τον Πάπα στην Ελλάδα. Δεν τρώμε "κουτόχορτα" για να πειστούμε πως ήταν απλά "πρόσκληση της Πολιτείας". Γνωρίζουμε πως επιτεύχτηκε πάντως "Πατριαρχικώ δακτύλω"...
 Οι πρόμαχοι της παρανόμου αυτής αγιοξατατάξεως προβάλλουν το παράλογο επιχείρημα ότι "έγινε θεωρητικά Μασόνος για να βοηθήσει τη Πατρίδα". Αυτό δεν ευσταθεί, ούτε επιτρέπεται αλλά ούτε και προβλέπεται από τους Ιερούς Κανόνες. Και ο "Τελευταίος Αυτοκράτορας" υπέγραψε απελπιστικά, διπλωματικά ένωση και υποταγή στους Παπικούς, για να βοηθήσει την Αυτοκρατορία και να τη γλυτώσει από τους Οθωμανούς, αλλά δεν του βγήκε σε καλό... ΔΕΝ Αγιοκατατάχτηκε.
 Όσο αγαθά και να είναι τα κίνητρα, "ο σκοπός ουδέποτε αγιάζει τα μέσα". Και όσοι Ιερείς πήραν τα όπλα κατά την Ελληνική Επανάσταση, και πολέμησαν υπέρ Πίστεως (ουδέν πρόβλημα) και Πατρίδος και ενδεχομένως δολοφόνησαν ζωές, έστω και εν αμύνη, ενώ είναι όντως ΕΘνομάρτυρες και τιμώνται ως Ήρωες, όμως ΔΕΝ είναι Άγιοι, ΔΕΝ Αγιοκατατάσσονται.
 Δεν υπάρχει καλή και κακή, επίτιμη και θεωρητική δολοφονία. Η δολοφονία είναι δολοφονία. Δεν υπάρχει καλή και κακή ειδωλολατρεία ούτε επιτρεπόμενος παγανισμός, μα ούτε και "ευλογημένος" Οικουμενισμός. Είναι όλα μιασμός, μαγαρισμός, σατανισμός. Έτσι λοιπόν, δεν υπάρχει καλή και θεωρητική Μασονία. Δεν μπορείς να μου προσκυνάς "τα είδωλα των εθνών δαιμόνια", αγάλματα του Μ.Α.Τ.Σ. και να τελείς θυσίες και μυστηριακές, σατανικές Τελετές, αντάμα με "μασκαράδες με ποδιές" και να μου λες ότι το κάνεις για το καλό της Πατρίδος. Μη κοροϊδευόμαστε.
 Δεν μπορείς, Αρχιεπίσκοπε Ιερώνυμε, να "ποζάρεις" περήφανα στους φακούς και ν' απαθανατίσεις τη θανατική στιγμή που δέχεσαι μεγάλο χρηματικό ποσόν από υψηλά ιστάμενους Μασόνους ένθεν και ένθεν, και να διατείνεσαι "για το καλό της Ελλαδικής Εκκλησίας."
 Δεν μπορείς, εσύ Βαρθολομαίε, να είσαι και να λέγεσαι "Πατριάρχης του Γένους" και να συμπροσεύχεσαι αγενέστατα με τον Αιρεσιάρχη Πάπα, να υποδέχεσαι ιεροπρεπώς και θεοπρεπώς με το "Ευλογημένος ο ερχόμενος", και έπειτα να "μπάζεις" τον Ανίερο και Μιαρό, στον Πανίερο και Πατριαρχικό Ναό και εν πλήρη καταστολή να τον αποκαλείς "Παναγιώτατον!" για το καλό του Ενωτικού Διαλόγου, να μας ενώσεις "ντε και καλά", "για το καλό μας!" ΜΗ ΚΟΡΟΙΔΕΥΟΜΑΣΤΕ.
 Ειπώθηκε, ότι κάποιοι διαισθάνθηκαν κάποια "χαρά" κατά την ώρα της ανόμου "αγιο-ποιήσεως". Η χαρά δεν αποτελεί μαρτύριο αγιότητος και πειστήριο μαρτυρίου. Υπάρχουν πολλών ειδών χαρές. Εκτός από τη θεϊκή χαρά, υπάρχει και η διαβολική χαρά που είναι μεγίστη πλάνη. Υπάρχουν μεγάλοι ασκητές που διαισθάνθηκαν κάποτε έντονη χαρά, τάχα συγκίνηση, μάλλον υπέρμετρη συναισθηματική διακίνηση και "κατάνυξη" ακόμη, και είδαν ξαφνικά "την Παναγία!" Καθώς της έκαμαν υπόκλιση, αυτή γέλασε σεισμικά σα σκοτεινή μάγισσα και εξαφανίστηκε αφήνοντας μια τρομερή δυσοσμία...
 Η Αγιοκατάταξη δεν είναι μια συγκέντρωση του κατηχητικού που άδεται και τραγουδά: "χαρωπά τα δυό μου χέρια τα χτυπώ!" Η Αγιοκατάταξη δεν εξυπηρετεί παράταξη, δεν διεκπαιρεώνει σκοπιμότητα και δεν εξιλεώνει τη πλάνη. Η Αγιοκατάταξη δεν συγχωρεί την αίρεση! Ας ακούσουμε καλά τον Μέγαν εν Αγίοις Ιωάννην τον Χρυσόστομον που αντιλαλεί προφητικώς διά τον Σμύρνης Χρυσόστομον: «Ουδέ μαρτυρίου αίμα ταύτην δύνασθαι εξαλείφειν αμαρτίαν» (Ρ.G.Tom.. 57. 250).

Nικόλαος Πανταζής – Θεολόγος

Αυστραλία
ΠΗΓΗ: Πατερική Παραδόση και Οικουμενισμός”

Οι ρίζες του Οικουμενισμού



Tου Επισκόπου Μαραθώνος Γ.Ο.Χ. Φωτίου 

[Ομιλία εκφωνηθείσα στην Ημερίδα της Ιεράς Μητροπόλεως Γ.Ο.Χ. Θεσσαλονίκης, τον Απρίλιο του 2004] 

Σεβασμιώτατε Μητροπολίτα Θεσσαλονίκης και Δημητριάδος κ. Μάξιμε,
Σεβασμιώτατε Μητροπολίτα Αχαΐας και πάσης Πελοποννήσου κ. Καλλίνικε,

Σεβαστοί Πατέρες,

Αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί,

          Ήλθα εξ Αθηνών για να σας μιλήσω για τις ρίζες του Οικουμενισμού. Είναι εύλογο λοιπόν να αναφέρω ότι στην Αθήνα, τα αρχαία χρόνια, οι πρόγονοί μας λάτρευαν πολλούς θεούς· ψευδείς θεούς. Μάλιστα στην Αθήνα είχαν στήσει βωμούς προς τιμήν όλων των θεών που γνώριζαν. Επειδή φοβήθηκαν ότι ίσως υπηρχε κάποιος άλλος θεός που τυχόν αγνοούσαν, για να μη θυμώσει μαζί τους, έφτιαξαν και ένα θυσιαστήριο, το οποίο επέγραψαν: "τω αγνώστω θεώ"! Ήσαν Οικουμενιστές κατά μία έννοια.

Οι ρίζες του Οικουμενισμού, λοιπόν, κατ’ αρχήν ανάγονται στον συγκριτισμό· στην τάση για ανάμιξη των θρησκευτικών δοξασιών που υπήρχε από την αρχαιότητα. Αυτό είναι δικαιολογημένο γι’ αυτούς που δεν έχουν την αλήθεια. Όσοι αισθάνονται κάποιο κενό, και το θρησκευτικό τους συναίσθημα δεν καλύπτεται, είναι επόμενο να αναζητούν κάτι άλλο, η και κάτι άλλο.

Όταν όμως ήλθε το φως του Χριστού, διαλύθηκαν τα σκότη. Ο Χριστανισμός, η Ορθοδοξία, δεν είναι προϊόν της αναζητήσεως του ανθρωπίνου νου, όπως τα διάφορα θρησκεύματα. Είναι η άνωθεν από Θεού αποκάλυψη της αληθείας. Γι’ αυτό και όσοι βιώνουν πραγματικά τη ορθοδοξία, δεν αισθάνονται καμμία ανάγκη για άλλες αναζητήσεις. Έτσι, οι πρόγονοί μας, που αναζητούσαν την αλήθεια, όταν η αλήθεια φανερώθηκε σ’ αύτούς, έπαψαν τις αναζητήσεις. Όπως λέγει και η Αγία Γραφή· οι "Έλληνες σοφίαν ζητούσιν" (A´ Κορινθ. Α 22), και την βρήκαν την σοφία. Η μάλλον η σοφία βρήκε αυτούς, "ότι τους αξίους αυτής, αυτή περιέρχεται ζητούσα" (Σοφ. Σολομ. ΣΤ´ 16), όπως λέγει ο σοφός Σολομών.

Όταν, λοιπόν, ο Απόστολος Παύλος τους απεκάλυψε την Σοφία, την αληθινή πίστη, τότε οι πρόγονοί μας εγκατέλειψαν την ειδωλολατρεία, άφησαν τον συγκρητισμό, τον Οικουμενισμό της εποχής τους, και έγιναν Χριστιανοί Ορθόδοξοι, αναδεικνύοντας μυριάδες Αγίους και σοφούς διδασκάλους. Αυτοί ήταν οι Άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας, οι οποίοι φωτισθέντες από το Άγιο Πνεύμα, θέσπισαν τους ιερούς κανόνες, αυτούς που οι σύγχρονοι οικουμενιστές αποκαλούν "εντάλματα μίσους" και "τείχη του αίσχους"(!) διότι καταδικάζουν τις οικουμενιστικές τους πρακτικές (συμπροσευχές, συλλείτουργα, κ.λπ.).

Αν, όμως αυτή ήταν η πορεία των Ορθοδόξων, διάφοροι αιρετικοί ακολούθησαν ακριβώς την αντίθετη. Συγκριτιστικές ήταν οι ιουδαϊκές αιρέσεις (συνδύαζαν ιουδαϊκά με χριστιανικά στοιχεία) και οι γνωστικές αιρέσεις που αναμίγνυαν χριστιανικά, φιλοσοφικά και στοιχεία των ανατολικών θρησκειών. Επίσης, συγκητιστικό χαρακτήρα είχε και ο Μανιχαϊσμός.

Ειδικώτερα, στον μαθητή του Μαρκίωνος Απελλή, αποδίδεται το απόφθεγμα, "...Μη δειν όλως εξετάζειν τον λόγον, αλλ’ έκαστος, ως πεπίστευκεν διαμένειν· σωθήσεται γαρ τους επί τον εσταυρωμένων ηλπικότας, μόνον εάν εν έργοις αγαθοίς ευρίσκονται" (Ευσεβίου Ιστορία Ε´ 13 – 1 - 15) . Αν ζούσε σήμερα, θα διεκδικούσε οπωσδήποτε μία ηγετική θέση στο Π.Σ.Ε.!

 Αργότερα και οι μωαμεθανοί επεχείρησαν να χρησιμοποιήσουν οίκουμενιστική τακτική για τον προσηλτισμό των χριστιανών.Αναφέρω ενδεικτικώς το παράδειγμα του νεομάρτυρος Γεωργίου του Σερβου (Φεβρουαρίου 11). Αυτός, μαρτύρησε στη Σοφια της Βουλγαρίας το έτος 1515. Στην προσπάθειά τους οι Μωαμεθανοί να το σύρουν στην πλάνη τους, του είπαν: «Δεν σου ζητούμε να αρνηθείς τον Χριστό, αλλά να δεχθείς και τον Μωάμεθ. Και εμείς τιμούμε τον Χριστό ως Προφήτη». Ο νεος δεν υπέκυψε και θανατώθηκε δια πυρός. Έδωσε την ζωή για να μην κάνει την οικουμενιστική ομολογία πίστεως που έκανε ο αποθανών Πατριάρχης Αλεξανδρείας Παρθένιος· αυτός, χωρίς να κινδυνεύει η ζωή του , αυτοπροαιρέτως, αναγνώρισε τον Μωάμεθ ως Προφήτη! Αυτά για την προϊστορία του οικουμενισμού.

Ο Οικουμενισμός, όμως με την σύγχρονή του μορφή, έχει τις ρίζες του στη μασονία και τον Προτεσταντισμό.
Η μασονία, που αύτοκαυχάται ότι είναι απόγονος των αρχαίων γνωστικών αιρέσεων, άρχισε να συνάγει στις σκοτεινές της στοές οπαδούς, αλλά και λειτουργούς διαφόρων θρησκειών. Μέσα στη στοά όμως, όλοι, ανεξαρτήτως θρησκεύματος ώφειλαν να προσεύχονται στον Μ.Α.Τ.Σ., τον Μέγα Αρχιτέκτονα του Σύμπαντος (η του Σκότους, μάλλον). Αυτό που τότε γινόταν κρυφά μέσα στις στοές, άρχισε να γίνεται στις ημέρες μας φανερά. Αφού συνήθησαν οι πάστορες, ραββίνοι, χοτζάδες και "ορθόδοξοι κληρικοί", να συναγελάζονται και να συμπροσεύχονται σε έναν κοινό θεό, και εκπαιδεύθηκαν κατά κάποιον τρόπο στον Οίκουμενισμό, τότε άρχισαν δειλά – δειλά να πράττουν το ίδιο και δημοσίως.

Ας ακούσουμε όμως τους ίδους τους μασόνους να το ομολογούν απερίφραστα. Το μασονικό περιοδικό "LE TEMPLE", σε άρθρο του που δημοσιεύθηκε το 1946 αναφέρει μεταξύ των άλλων:
"Το πρόβλημα το οποίον ηγέρθη υπό του σχεδίου της ενώσεως των Εκκλησιών, αι οποίαι ομολογούν τον Χριστόν, ενδιαφέρει ζωηρώς την μασονίαν και είναι συγγενές προς την μασονίαν, καθόσον εμπεριέχει εν εαυτώ την ιδέαν της παγκοσμιότητος. Και ας μας επιτραπή να προσθέσωμεν ότι εάν αύτη η ένωσις, τουλάχιστον όσον αφορά τας μη ρωμαϊκάς ομολογίας, ευρίσκεται εις καλόν δρόμον, τούτο οφείλεται εις την τάξιν μας"!
Προσέξατε τον όρο "μη ρωμαϊκάς ομολογίας"; Εννοεί τους μη λατίνους, δηλ. προτεστάντες αλλά και "Ορθοδόξους", που τότε περίπου συγκροτούσαν το Π.Σ.Ε.. Αλλά ιδού που από τις ρίζες, φθάσαμε και στους κλάδους· δηλαδή στην θεωρία των κλάδων, μέσω του μασονικού κορμού.

Η θεωρία των κλάδων γεννήθηκε στην γενέτειρα της σύγχρονης μασονίας, την Αγγλία, από τους Αγγλικανούς Πούζυ και Πάλμερ. Αυτοί είπαν ότι ο Αγγλικανισμός, Παπισμός και Ορθοδοξία, ήσαν οι τρεις αοράτως ενωμένοι κλάδοι της Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας.

Οι Προτεστάντες, πρωτοστατούντων των Αγλικανών και των Επισκοπελιανών ιδρύουν, γύρω στις αρχές του 20ου αιώνα κάποιες παγκόσμιες οργανώσεις για την κοινή δράση των διαφόρων δογμάτων σε επιμέρους ζητήματα. Το 1914 ιδρύεται ο Παγκόσμιος Σύνδεσμος Προαγωγής της Διεθνούς Φιλίας των Εκκλησιών. Σ’ αυτό διακρίνεται ο Λουθηρανός "επίσκοπος" Ουψάλης Νάθαν Σόδερμπλουμ. Αυτού πρωτοστατούντος, ιδρύεται το 1920 η "Παγκόσμια Κίνηση Ζωής και Εργασίας".

Τότε συμπίπτει και κυκλοφορία της γνωστής εγκυκλίου τυ 1920 του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Για πρώτη φορά σε επίσημο έγγραφο της Ορθοδόξου Εκκλησίας όλες οι ετερόδοξες κοινότητες της Δυσεως χαρακτηριζόντουσαν ως "Εκκλησίες", συγγενείς και οικίες εν Χριστώ και συγκληρονόμοι και σύσσωμοι της επαγγελίας του Θεού. Μ’αυτην την εγκύκλιο προτάθηκε άπό τους εξ Όρθοδόξων οικουμενιστές, η σύσταση της "Κοινωνίας των Εκκλησιών", κατά τα πρότυπα της "Κοινωνίας των Εθνών" (του προάγγελου του Ο.Η.Ε.).

Το ίδιο έτος (1920) συγκαλείται το προκαταρκτικό συνέδριο "Πίστεως και Τάξεως", ενός άλλου διεθνούς Οργανισμού, για συζήτηση δογματικών θεμάτων. Το 1937 οι οργανισμοί: "Παγκόσμια Κίνηση Ζωής και Εργασίας", και"Πίστεως και Τάξεως", αποφασίζουν να συνεννωθούν, οπότε προέκυψε το Π.Σ.Ε.. Έπειτα από μία προπαρασκευαστική περίοδο, αφού ορίσθηκε προσωρινή επιτροπή, στη οποία αντιπρόεδρος ήταν ο Θυατείρων Γερμανός, το 1948, στο Άμστερνταμ συνεκλήθη το πρώτο συνέδριο του Π.Σ.Ε.. Σ’αυτο οι Σλαυϊκές Εκκλησίες όχι μόνο δεν συμμετείχαν αλλά κατεδίκασαν και την συμμετοχή όσων μετείχαν (για να αλλάξουν γνώμη λίγα χρόνια μετά, και να πρωτοστατούν στον Οικουμενισμό).

Το 1952 έπειτα από τη Β’ Βατικάνειο Σύνοδο, στο συνέδριο του Π.Σ.Ε. στην πόλη Λουδ της Σουηδίας, προσήλθαν και τρεις Λατίνοι επίσκοποι ως παρατηρητές. Έκτοτε το Βατικανό αποστέλλει παρατηρητές στο Π.Σ.Ε., δίχως ποτέ να γίνει μέλος. Σ’αυτο το σημείο, πρέπει να επισημάνουμε ότι το Βατικανό , μετά την Β’ Βατικάνειο Σύνοδο στράφηκε υπέρ του Οικουμενισμού, το οποίο εννοεί ως ένωση των Εκκλησιών υπό έναν Πάπα. Δεν έγινε δε ποτέ πλήρες μέλος του Π.Σ.Ε. για να μη καταντήσει ίση με κάθε προτεσταντική παραφυάδα. Από τότε εγκαινιάσθηκαν οι διάλογοι με τους Ορθοδόξους, η άρση των αναθεμάτων, και παραλλήλως προς την προτεσταντική "θεωρία των κλάδων" ανεφύη και η παπική "θεωρία των δύο πνευμόνων"· ότι δηλαδή η ανατολική και η δυτική Εκκλησία αποτελούν τους δύο πνεύμονες του ενός σώματος της Εκκλησίας του Χριστού.

Καταλήγουμε στην σύντομη ιστορική αναδρομή μας με την αναφορά ενός χαρακτηριστικού παραδείγματος αλλοιώσεως της γνησίας παραδόσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Πρόκειται για την ερμηνεία μίας εκ των δεήσεων των γνωστών μας "ειρηνικών", δηλαδή της μεγάλης συναπτής, που εκφωνεί ο Διάκονος στην αρχή διαφόρων ακολουθιών και της θείας λειτουργίας. Μεταξύ αυτών των δεήσεων υπάρχει και μία κατά την οποία ο Διάκονος μας προτρέπει να δεηθούμε:"Υπέρ της ειρήνης του σύμπαντος κόσμου, ευσταθείας των αγίων του Θεού Εκκλησιών και της των πάντων ενώσεως..." Το σημείο τούτο προσπαθούν να το προσαρμόσουν οι Οικουμενιστές προς τα πιστεύω τους, παρερμηνεύοντάς το.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας τέτοιας παρερμηνείας είναι η δήλωση του Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου Αρχοντώνη στις 11-12-1995 στη Διάσκεψη των Ευρωπαϊκών Εκκλησιών στην Γενέυη:
"...είναι όντως υψηλοί και ανταποκρίνονται πλήρως (οι σκοποί και το έργο της Διασκέψεως των Ευρωπαϊκών Εκκλησιών) προς την καθημερινήν προσευχήν της καθ’ ημάς Εκκλησίας: "Υπέρ της ειρήνης του σύμπαντος κόσμου, ευσταθείας των αγίων του Θεού Εκκλησιών και της των πάντων ενώσεως...".

Για να κατανοήσουμε πλήρως το βάθος της αλλοιώσεως του Ορθοδόξου φρονήματος εν προκειμένω, ας ακούσουμε και την ερμηνεία ενός άλλου Βαρθολομαίου, του Βαρθολομαίου Γεωργιάδου Αρχιεπισκόπου Κορινθίας (1899-1918), οποίος στην "Επιτομή Λειτουργικής" που έγραψε, καταγράφει την ορθόδοξη ερμηνεία της δεήσεως:
"Δια της δεήσως "Υπέρ της ειρήνης του σύμπαντος κόσμου, ευσταθείας των αγίων του Θεού Εκκλησιών και της των πάντων ενώσεως...", προτρέπει ημάς ο Διάκονος να ικετεύωμεν τον Θεόν, ίνα πάντες οι άνθρωποι, διάγωσιν εν ειρήνη και αγάπη προς αλλήλους, ίνα διαμένει ασάλευτος και ακράδαντος η πίστις εν ταις αγίαις του Θεού Έκκλησίαις και ίνα πάντες οι άνθρωποι, γνώντες την αλήθειαν, ενωθώσι μετ’ αλλήλων μετά της μιας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας".
Αυτή είναι η ορθή ερμηνεία, καθώς αν οι Αγιοι Πατέρες εννοούσαν την οικουμενιστική ένωση όλων των διαφόρων εκκλησιών (των αιρετικών με την Ορθόδοξη), δεν έγραφαν "...και της των πάντων ενώσεως...", αλλά "...και της των πασών ενώσεως...".
Καταλήξαμε εδώ, ώστε όλοι να προσέχουμε να μην απλώνεται μέσω παρομοίων παρερμηνειών το δηλητήριο του Οικουμενισμού, το οποίο άρχισε δια της μασονίας να προσβάλλει τις συνειδήσεις των Ορθοδόξων πιστών, με σκοπό να καταστρέψει το ανοσοποιητικό σύστημα του Ορθοδόξου φρονήματός τους.

Εμείς, ας προσέχουμε να μείνουμε απρόσβλητοι από την επίδραση αυτής της δηλητηριώδους διδασκαλίας, για να μην πάθουμε πνευματικό "έητζ", αλλά να παραμείνουμε τρεφόμενοι με τις υγιείς διδαχές της Ορθοδοξίας μας· της αποκεκαλυμμένης αλήθειας.

Εμείς έχουμε βρει την αλήθεια και ειμαστε αναπαυμένοι μ’ αυτήν. Δεν είναι ανάγκη να αναζητούμε πλέον τον "άγνωστο Θεό", όπως οι αρχαίοι πρόγονοί μας.



Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2014

Ἅγιος Χαράλαμπος ὁ Μεγαλομάρτυρας (10 Φεβρουαρίου)






Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὁ παμβασιλεύς, μᾶς διδάσκει εἰς τὸ θεῖον αὐτοῦ καὶ ἱερὸν Εὐαγγέλιον, ἂν θέλωμεν νὰ ἀκολουθήσωμεν ὀπίσω του, νὰ ἀπαρνηθῶμεν τὸν ἑαυτὸν μας, καὶ νὰ σηκώσωμεν τὸν Σταυρὸν μας ἐπάνω μας, καὶ νὰ τὸν ἀκολουθήσωμεν• τὸ ὁποῖον τὸ ἐκατώρθωσαν πολλοὶ θαυμάσιοι, καὶ ἁγιώτατοι ἄνθρωποι, καθὼς ἦσαν οἱ Ἀσκηταὶ καὶ ἐρημῖται, οἱ ὁποῖοι ἀπηρνοῦντο τὸν κόσμον, καὶ τὰ ἐγκόσμια, τὴν εὐπάθειαν τοῦ σώματος, πλοῦτον, καὶ δόξαν εὐμάραντον, καὶ ἔφευγον εἰς τὰ ἐρημίας, καὶ εὑρίσκοντο πάντοτε εἰς τὴν προσταγὴν τοῦ Θεοῦ, εἰς προσευχὰς ἡμερινάς τε, καὶ ὁλονυκτίους, καὶ ἄλλον σκοπὸν δεν εἶχον, πὼς νά, ἀρέσουν τὸν ποιητὴν καὶ πλάστην τους Θεόν.

Τοιοῦτοι ἐστάθησαν καὶ οἱ σοφώτατοι Διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ ὁποῖοι ἕνα καὶ μόνον σκοπὸν εἶχον, πὼς νὰ ὠφελήσουν ψυχὰς ἀνθρώπων, πὼς νὰ τοὺς ἐπιστρέψουν εἰς τὰ ὀρθὰ δόγματα τῆς Ἐκκλησίας, πὼς νὰ τοὺς στερεώσουν εἰς τὴν Ὀρθοδοξίαν, καὶ δεν ἐφρόντιζον μήτε διὰ τὴν ἀνάπαυσιν τοῦ κορμίου, μήτε διὰ πλοῦτον, καὶ ἄλλα κτήματα• ἐξαιρέτως δὲ ἐστάθησαν τοιοῦτοι οἱ ἁγιώτατοι μάρτυρες, οἱ γενναῖοι στρατιῶται τοῦ ἐπουρανίου Βασιλέως Χριστοῦ, οἱ καλλίνικοι νικηταὶ τῆς πλάνης, καὶ τῆς ἀσεβείας, καὶ αὐτοῦ τοῦ κοσμοκράτορος Διαβόλου• οἱ ὁποῖοι, ὄχι μόνον ἐκαταφρόνησαν πλούτη, καὶ κτήματα, καὶ δόξας, ἀλλὰ καὶ αὐτὸ τὸ ἴδιoν τους κορμὶ ἐπαράδωκαν εἰς μυρίοις τιμωρίας, καὶ βασάνους ἀνηκούστους, εἰς τόσον ὁποῦ καὶ αὐτὴν τὴν γλυκυτάτην ζωήν τους ἐκαταφρόνησαν, καὶ ἐπρόκριναν τὸν θάνατον• αὐτοὶ οἱ μάρτυρες βεβαιότατα ἀπηρνήθησαν τὸν κόσμον, καὶ τὸν ἑαυτόν τους ἐπειδὴ καὶ ὑστερήθησαν τὴν παροῦσαν πολυπόθητον ζωήν, καὶ ἐσίκωσαν ἐπάνω τους τὸν Σταυρόν τους, καὶ ἐφύλαξαν βεβαίαν καὶ στερεὰν τὴν Ὀρθόδοξον πίστιν, καὶ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ, στοχαζόμενοι ὀρθῶς, πὼς οὐκ εἶχον ὧδε μενοῦσαν πόλιν, καὶ διὰ τοῦτο ὁλοψύχως ἐπεζήτουν τὴν μέλλουσαν• τούτου χάριν καὶ ἐδοξάσθησαν ὑπὸ Θεοῦ, καὶ ἐτιμήθησαν• καὶ οὐ μόνον ἀπολαμβάνουσι τὴν οὐράνιον βασιλείαν, καὶ χαίρουσιν αἰωνίως μὲ τὸν Χριστόν, διὰ τὸν ὁποῖον ἔχυσαν τὸ αἷμα τους ἀλλὰ ἀκόμη καὶ ἁπανταχοῦ τῆς οἰκουμένης τιμῶνται, καὶ ἐορτάζονται, καὶ θέλουν δοξασθῇ εἰς αἰῶνα τὸν ἅπαντα.

Τοιοῦτος καλλίνικος καὶ γενναῖος στρατιώτης Χριστοῦ ἐστάθη καὶ ὁ σήμερον ἐορταζόμενος, καὶ τιμώμενος ὁ ἱερομάρτυς λέγω καὶ μεγαλομάρτυς ΧΑΡΑΛΑΜΠΗΣ• ὁ ὁποῖος ἦτον πρότερον Ἱερεὺς ἐννομώτατος εἰς τὴν ἐπαρχίαν τῆς Μαγνησίας.

Κατὰ δὲ τοὺς καιροὺς ἐκείνους ἐβασίλευεν εἰς τὴν Ῥώμην Σεβῆρος ὁ δυσσεβής, καὶ εἰς τὴν Ἀσίαν• ἦτον ἕνας ἡγεμὼν ἀπηνὴς καὶ ἀνίερος, Λουκιανὸς ὀνομαζόμενος, ὅστις ἐβασάνιζε πολλοὺς Χριστιανοὺς διὰ νὰ ἀρνηθοῦν τὴν εὐσέβειαν, καὶ νὰ προσκυνοῦσιν ἀναίσθητα εἴδωλα•
καὶ μαθὼν ὅτι ἐκεῖ εἰς τὴν πόλιν τῆς Μαγνησίας, ἦτον ἕνας ἱερεὺς, Χαραλάμπης ὀνομαζόμενος, καὶ ὕβριζε τοὺς θεούς, διδάσκωντας τοὺς λαοὺς παρρησία νὰ πιστεύουν εἰς τὸν Χριστόν, ἐθυμώθη, καὶ ἔστειλε στρατιώτας νὰ τοῦ τὸν φέρωσι• καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἠρώτησε, διατὶ ἐκαταφρόνα τὰ εἴδωλα, καὶ τὰ βασιλικὰ δόγματα;

Ὁ δὲ Ἅγιος ἀπεκρίνατο• ἐγὼ ὑπακούω εἰς τοῦ ἐπουρανίου Βασιλέως Χριστοῦ τὰ δίκαια, καὶ σωτήρια προστάγματα•
ἀμὴ ὁ Σεβῆρος γράφει μάταια καὶ ἀσύνετα λόγια• ἐπειδὴ προστάσσει νὰ προσκυνᾶτε διὰ Θεοὺς ἀναίσθητα καὶ ἄψυχα εἴδωλα, καὶ παραδίδει τὰς ψυχάς σας εἰς θάνατον•
ἀμὴ ὁ Δεσπότης μου Χριστὸς δίδει ζωὴν αἰώνιον, καὶ μακαριότητα εἰς τοὺς δούλους του• καὶ ὅπου ἐπικαλεσθῇ τὸ παντοδύναμον αὐτοῦ ὄνομα, φεύγουν οἱ δαίμονες ὁποῦ προσκυνεῖτε, ὡς ὑποχείριοι καὶ ἀνίσχυροι, καὶ πᾶσα ἀσθένεια ἀνίατος ἰατρεύεται.

Λέγει του ὁ Ἄρχων•
Ἄφες τὴν περισσολογίαν γέροντα, καὶ κάμε ὡς φρόνιμος τὸ συμφέρον σου, προσκύνησον τοὺς θεούς, πρὶν δοκιμάσῃς τὰ σκληρὰ καὶ πάνδεινα κολαστήρια.

Καὶ ὁ Ἅγιος•
ἐὰν δὲν βασανισθῶμεν ἐδῶ πρόσκαιρα, δὲν κληρονομοῦμεν τὰ αἰώνια ἀγαθὰ εἰς τὸν Παράδεισον.

Τότε ταραχθέντες οἱ ἄρχοντες, ἔφερον τὰ δεινότερα κολαστήρια, λέγοντες: Θῦσον τοῖς θεοῖς, κακὴ κεφαλή.
Καὶ ὁ Ἅγιος• μὴ γένοιτο νὰ γένω τόσον μωρὸς καὶ ἀνόητος, νὰ προσκυνήσω τοὺς ἀναισθήτους δαίμονας ὁποῦ σέβεσθε, οἱ ὁποῖοι καὶ αὐτοὶ φοβοῦνται τὴν δύναμιν τοῦ Σταυροῦ καὶ φεύγουσι.
Τότε ἐγύμνωσαν αὐτόν, καὶ λαβόντες χειράγρας, κατεξέσχιζον ἀπὸ τὴν κεφαλὴν ὡς τοὺς πόδας τὰς σάρκας του.
Ὁ δὲ Μακάριος ὑπομένων γενναίως αὐτὴν τὴν ἀνύποστον βάσανον, καὶ εἰς ὅλον τὸ σῶμα δεινῶς σπαραττόμενος, ἔλεγεν• εὐχαριστῶ σας ἀδελφοί, ὅτι βασανίζοντές μου τὸ σῶμα, προξενεῖτε τῆς ψυχῆς μου, εἰς τὸν μέλλοντα αἰῶνα αἰωνίαν μακαριότητα.

Ταῦτα λέγοντος τοῦ Ἁγίου, οἱ ὑπηρέται ἐθαύμαζον, καὶ ἔλεγον πρὸς τοὺς ἄρχοντας• τὴν ἀτιμίαν νομίζει τιμὴν οὗτος ὁ ἄνθρωπος, καὶ τὴν βάσανον ἄνεσιν• μήπως καὶ εἶναι αὐτὸς ὁ Χριστός, καὶ ἦλθε νὰ μᾶς δοκιμάσῃ, καὶ διὰ τοῦτο αἱ χειράγραι ἀποστομώνονται, καὶ δὲν ξεσχίζουν πλέον τὰς σάρκας του;
Ταῦτα ἀκούσας ὁ Δοὺξ ἐθυμώθη• καὶ ὑβρίζωντας τοὺς ὑπηρέτας, πὼς ἦσαν ἀμελεῖς καὶ ἀδύνατοι, ἅρπασε τὰς χειράγρας ἀπὸ τὰς χεῖρας τους, καὶ ἄρχισε νὰ ξεσχίζῃ τὸ σῶμα τοῦ Ἁγίου μὲ πολλὴν ὀργὴν ὁ θεόργιστος• ἀλλὰ παρευθὺς ἔφθασεν ἡ θεία δίκη τὸν ἄδικον, καὶ ἐκόπησαν (ὦ τοῦ θαύματος) ἀπὸ τοὺς ἀγκῶνας αἱ χεῖρες του, καὶ ἐκρέμοντο εἰς τὸ σῶμα τοῦ μάρτυρος.
Αὐτὸς δὲ ὁ δειλεὸς ἔπεσε κατὰ γῆς φωνάζοντας•
βοήθει μοι ὁ ἡγεμών, ὅτι μάγος εἶναι οὗτος ὁ ἄνθρωπος•
Πλησίασας οὖν ὁ ἡγεμών, καὶ ἰδὼν τὰς χεῖρας τοῦ Δουκὸς κρεμαμένας εἰς τὸ σῶμα τοῦ μάρτυρος, τοῦ ἔπτυσεν εἰς τὸ πρόσωπον• καὶ εὐθὺς ἐστράφη τὸ πρόσωπόν του εἰς τὸν τράχηλον, καὶ ἔμεινε ἐλεεινὸν θέαμα.

Τότε ἡ πόλις ὅλη τῆς Μαγνησίας ἐφοβήθησαν, καὶ ἐπαρακαλοῦσαν τὸν δίκαιον, λέγοντες: Ἀποστρέψου ἀφ ἡμῶν τὴν ὀργὴν τοῦ Κυρίου ὅσιε• οὕτω σὲ προστάσσει ὁ Χριστὸς νὰ μὴ ἀποδίσῃς κακὸν ἀντὶ κακοῦ, ἀλλὰ νὰ εὐεργετῇς τοὺς μισοῦντας σε.
Λέγει τους ὁ Ἅγιος• Ζῇ Κύριος ὁ Θεός μου, δὲν εἶναι δόλος εἰς τὴν γλῶσσαν μου, ἀλλὰ Κύριος ἐπαίδευσεν αὐτοὺς εἰς χείρονα, διὰ νὰ δώσῃ ἐσᾶς ζωὴν αἰώνιον•
Τότε τὸ πλῆθος ὅλον ἐβόησε πρὸς Κύριον λέγοντες:

Μὴ μᾶς ἀπολέσῃς Δεσπότα, ἀλλὰ συγχώρησόν μας εἰς ὅσα ἐπταίσαμεν• καὶ οὕτω πολλοὶ ἐπίστευσαν.

Ὁ δὲ Δοὺξ ἐδέετο τοῦ ἁγίου λέγωντας: Ἄγγελε τοῦ Θεοῦ, καὶ οὐράνιε ἄνθρωπε, βοήθησόν μοι τῷ τάλανι. Ἰδοὺ ἔχεις τὸ βάρος τῶν χειρῶν μου ἐπάνω σου, καὶ ἐγὼ ὑπομένω τὸν κόπον, καὶ βάσανον• λοιπὸν ἰάτρευσόν με, νὰ λυτρωθῶ ἀπὸ τὰς ὀδύνας, καὶ σὺ ἀπὸ κόπον καὶ μέριμναν• καὶ ἐὰν λάβω τὴν ἴασιν, νὰ πιστεύσω εἰς τὸν Θεόν σου βέβαια.
Ὁ μὲν οὖν Ἅγιος ηὔξατο ταῦτα πρὸς Κύριον• εὐχαριστοῦμεν σοι Δεσπότα ὁποῦ μᾶς φυλάττεις πάντοτε• ἐπίβλεψον εἰς τὴν ταπείνωσιν τῶν πεπεδημένων, καὶ λῦσον ἀπὸ τὰ δεσμὰ εἰς δόξαν Σου.
Τότε ἦλθε φωνὴ λέγουσα: Χαίροις ἀθλητὰ ΧΑΡΑΛΑΜΠΕΣ, Ἀγγέλων συνόμιλε, καὶ Ἀποστόλων ὁμότροπε•
ἐπήκουσα τὴν δέησίν σου, καὶ δίδω τοῖς ἀσθενέσι τὴν ἴασιν.
Καὶ παρευθὺς ἰατρεύθησαν•
καὶ πιστεύσας ὁ Δοὺξ ἐβαπτίσθη εἰς τὸ ὄνομα Πατρός, Υἱοῦ, καὶ ἁγίου Πνεύματος•
ὁ δὲ ἡγεμὼν ἔπαυσε τὸν διωγμὸν κατὰ τῶν Χριστιανῶν, ὡς νὰ δώσῃ τοῦ Βασιλέως εἴδησιν.

Τότε ἐσυνάγοντο ὅλοι τῆς Μαγνησίας καὶ Ἀσίας πρὸς τὸν Ἅγιον, καὶ ἐξομολογούμενοι τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν, ἐβαπτίζοντο.
Πολλὰ δὲ θαύματα καὶ ἰάματα εἰς τοὺς ἀσθενεῖς ἐτέλει καθ' ἑκάστην ὁ Ἅγιος• τυφλοὶ ἀνέβλεπον, χωλοὶ καὶ κουτσοὶ ἐπεριπατούσαν, δαίμονες ἐφεύγαν, νεκροὶ ἀνεσταίνοντο, καὶ πᾶσα νόσος καὶ ἀσθένεια ἰάτρευε.
Τὰ ὁποῖα βλέπων ὁ ἡγεμών, ἀπῆλθεν εἰς τὸν Βασιλέα, καὶ τοῦ ἀνήγγειλε διὰ τὸν Ἅγιον ἅπαντα τὰ γενόμενα, ὡς ἄνωθεν εἴπομεν.

Ὁ δὲ σοβαρὸς Σεβῆρος ταῦτα ἀκούσας, ἐθυμώθη, καὶ ἔλεγε; Διατὶ ἀμελεῖτε θεοὶ αἰώνιοι, καὶ δὲν ἐξολοθρεύετε ἀπὸ τὴν γῆν τοὺς ἀσεβεῖς ὁποῦ σᾶς ὑβρίζουσι; Καὶ εὐθέως ἔστειλε στρατιώτας τριακοσίους, προστάσσωντάς τους νὰ ἐμπήξουν καρφία εἰς τὴν ῥάχιν τοῦ μάρτυρος• ἔπειτα νὰ τὸν σύρουν ἀπὸ τὴν Μαγνησίαν ἕως τὴν Ἀντιόχειαν.
Οἱ δὲ ἀπελθόντες ἐκάρφωσαν τοὺς ἥλους μὲ πολλὴν ἀσπλαγχνίαν εἰς ὅλον τὸ σῶμα τοῦ μάρτυρος• καὶ δένοντές τον ἀπὸ τὴν γενειάδα, τὸν ἐτράβιζαν ἀνιλεῶς οἱ ἀπάνθρωποι, καὶ τὸν ἐκάθισαν ἐμπαικτικῶς ἐπάνω εἰς ἕνα ἄλογον.

Ὅταν οὖν τὸν ὑπήγασιν 15 στάδια, ἐλάλησε ταῦτα μεγαλοφώνως τὸ ἄλογον λέγον : Ὦ τρισκατάρατοι στρατιῶται ὑπηρέται τοῦ βασιλέως Διαβόλου, δὲν βλέπετε πὼς εἶναι ὁ Θεὸς μὲ τοῦτον τὸν ἄνθρωπον, καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον; Λύσατέ τον σκληροτράχηλοι, νὰ λυθῆτε καὶ ἐσεῖς ἀπὸ δεσμὰ ἀόρατα.
Τότε οἱ στρατιῶται φοβηθέντες, τὸν ὑπήγασι μὲ ἄνεσιν εἰς τὴν Ἀντιόχειαν διὰ νὰ μὴν παρέβουν τὸ πρόσταγμα•
Ὁ δὲ Διάβολος ἐμετασχηματίσθη εἰς εἶδος γέροντος, καὶ ἐφάνη εἰς τὸν Σεβῆρον, λέγωντας: Οὐαί μοι βασιλεῦ, ἐγὼ εἶμαι ὁ Βασιλεὺς τῶν Σκυθῶν, καὶ ἦλθεν εἰς τὴν πατρίδα μου ἕνας μάγος Χαραλάμπης καλούμενος, καὶ μοῦ ἐπῆρεν ὅλους τοὺς στρατιώτας, καὶ ἦλθον νὰ σοῦ τὸ εἶπω, νὰ φυλαχθῇς νὰ μὴν πάθῃς τὰ ὅμοια.

Τότε ἔφερον καὶ τὸν Ἅγιον, καὶ προστάσσει νὰ τοῦ καρφώσουν σούβλαν μεγάλην εἰς τὸ στῆθος, ἔπειτα νὰ φέρουν ξύλα καὶ πῦρ νὰ τὸν καίουν, ἕως νὰ ξεψυχήσῃ• Ἐκάρφωσάν του λοιπὸν τὴν σούβλαν, καὶ ὥραν πολλήν, τὸν ἐκατακαίγασιν, ἀλλὰ ποσῶς δὲν ἐβλάφθῃ ἀπὸ τοῦ πυρός, ὅτι αὐτὸ μὲν ἔσβυσεν, οἱ δορυφόροι ἐκουράσθησαν,
ὁ δὲ Ἅγιος ἀνέθαλλε καὶ ἔστεκεν ὡς ῥόδον εὔοσμον•

Ὅθεν ὁ Βασιλεὺς εἶπε νὰ τὸν λύσουν, καὶ νὰ τὸν φέρουν πλησίον, καὶ λέγει του διὰ πρόφασιν• ὁ Βασιλεὺς τῶν Σκυθῶν μὲ ἔκαμε καὶ σὲ ὕβρισα, ἀλλὰ μὴ κακίσῃς, καὶ εἰς ὅσα σὲ ἐρωτήσω δός μοι ἀπόκρισιν•
καὶ εἰπέ μου πόσων χρόνων εἶσαι;
Καὶ τοῦ εἶπεν, ὅτι ἦτον ριγ' (113) χρόνων.

Λέγει του ὁ Βασιλεύς• ἐπειδὴ τόσους χρόνους ἔζησας, πῶς δὲν ἔχεις τόσην γνῶσιν, νὰ γνωρίσῃς τοὺς ἀθανάτους θεούς, ἀλλὰ προσκυνᾷς τὸν Χριστόν, ὡς ἄγνωστος;
Καὶ ὁ Ἅγιος, ἐπειδὴ πολλοὺς χρόνους ἔζησα, ἐγνώρισα τὴν ἀλήθειαν, καὶ προσκυνῶ τὸν ὄντως Θεὸν τὸν παντοδύναμον καὶ οἰκτίρμονα.
Καὶ ὁ βασιλεύς•
Ἐσὺ καὶ νεκρὸν ἠμπορεῖς νὰ ἀναστήσῃς ὡς ἤκουσα.

Καὶ ὁ Ἅγιος, αὐτὸ μόνον ὁ Δεσπότης Χριστὸς δύναται νὰ τὸ κάμῃ, καὶ ὄχι ἄνθρωπος.
Τότε προσέταξεν ὁ Σεβῆρος, καὶ ἦλθεν ἐκεῖ εἰς τὸ μέσον ἕνας δαιμονιζόμενος, ὅστις ἦτον ἀπὸ τὸν ἐχθρόν καὶ μισόκαλον 36 χρόνους βασανιζόμενος, καὶ πλησίον τοῦ ἁγίου παραγενόμενος, ἐφώναζεν ὁ δαίμων, ὥσπερ δεινῶς ὀδυνώμενος, καὶ ὑπὸ πυρὸς φλογιζόμενος•
δέομαί σου δοῦλε τοῦ Χριστοῦ, μὴ μὲ πρὸς καιροῦ βασανίσῃς, ἀλλ' εἶπε λόγον, καὶ ἐξέρχομαι, καὶ ἂν ὁρίζῃς νὰ εἰπῶ καὶ τὸν τρόπον, καὶ τὴν αἰτίαν ὅπου εἰσῆλθον εἰς τοῦτον τὸν ἄνθρωπον.

Καὶ ὁ Ἅγιος, εἰπέ τον, πνεῦμα ἀκάθαρτον.
Τότε εἶπον τὸ δαιμόνιον• οὗτος ἔκλεψε τὰ πράγματα τοῦ γειτόνου του, καὶ τὸν κληρονόμον αὐτοῦ ἐφόνευσεν• ὅθεν εὐρίσκωντάς τον εἰς τοιαύτην ἀνομίαν ἀσχολούμενον, εἰσῆλθον εἰς αὐτόν, καὶ τὸν βασανίζω τώρα χρόνους ἓξη καὶ τριάκοντα.
Τότε τὸν ἐπετίμησεν ὁ Ἅγιος καὶ εὐγῆκεν.
Ὁ δὲ Βασιλεὺς ἐθαύμασε λέγων: Μεγάλος εἶναι ὁ Θεὸς τῶν Χριστιανῶν κατὰ ἀλήθειαν.
Καὶ μεθ' ἡμέρας τρεῖς ἀπέθανεν ἕνας νέος• καὶ λέγει ὁ Βασιλεὺς πρὸς τὸν Ἅγιον•
ἀνάστησον τὸν νεκρὸν τοῦτον, ἐὰν δύνασαι•
καὶ ποιήσας προσευχὴν ὥραν πολλήν, ἀνέστη•
ὅθεν πολλοὶ ἀπὸ τὸν ὄχλον ἐπίστευσαν,

Ὁ δὲ ἔπαρχος Κρῖσπος εἶπε τῷ Βασιλεῖ•
θανάτωσον τοῦτον τὸν ἄνθρωπον,
ὅτι μὲ μαντείας κάμνει τοιαῦτα τερατουργήματα.

Εὐθὺς οὖν ὁ Σεβῆρος ἐμεταγνώμησε, καὶ λέγει τῷ μάρτυρι. Θῦσον τοῖς θεοῖς Χαράλαμπες νὰ φύγῃς τὰ κολαστήρια.
Λέγει του, ὁ Ἅγιος• ὅσον μὲ κολάσεις χειρότερα, τόσον μᾶλλον ἡ ψυχή μου εὐφραίνεται.
Τότε ὀργισθεῖς ὁ Βασιλεύς, ἐπρόσταξε νὰ δείρουν μὲ λίθους τὰς σιαγόνας του, καὶ μὲ λαμπάδας νὰ καύσουν τὸ πρόσωπον αὐτοῦ, καὶ τὰ γένεια• τὸ δὲ πῦρ ἐπήδησε καὶ ἔκαυσε τοὺς περιεστώτας ὑπηρέτας.
Καὶ θαυμάζων εἰς ταῦτα ὁ Βασιλεύς, ἠρώτα τοὺς ἄρχοντας • τίς εἶναι ὁ Χριστὸς ὁποῦ κάνει τοιαῦτα τερατουργήματα;
Λέγει τον ὁ Κρῖσπος ὁποῦ ἦτον ἔπαρχος, ἀπὸ πορνείαν ἐγεννήθη ἐκ μιᾶς γυναικὸς Μαρίας ὀνόματι.

Ὁ δὲ Ἀρίσταρχος ἀπεκρίνατο• μὴ βλασφημᾶς ἔπαρχε, ὅτι ἐσὺ δεν ἠξεύρεις τοιαῦτα μυστήρια.
Τότε ὁ βασιλεὺς ἐθυμώθη ὑπέρμετρα, καὶ ὄρμησε νὰ πολεμήσῃ τὸν οὐρανὸν ὁ ἀνόητος, καὶ ῥίπτωντας σαΐτας εἰς τὸν ἀέρα, ἐβόησε•
κατέβα Χριστὲ εἰς τὴν γῆν νὰ πολεμήσωμεν• εἰδέ, ἐγὼ ἀναβαίνω νὰ σὲ εὕρω νὰ χαλάσω τὸ στερέωμα, νὰ σβύσω τὸν Ἤλιον.

Τότε γίνεται σεισμός, καὶ φόβος μέγας καὶ ἀγανάκτησις, ὅτι ὁ Κύριος ὠργίσθη, ὁ οὐρανὸς ὡς δένδρον ἐσείετο, καὶ αἱ ἄνῳ δυνάμεις δυνατῶς ἐσαλεύθησαν, καὶ ἀστραπαὶ καὶ βρονταὶ μεγάλαι ἠκούοντο•
καὶ εὐθέως ἐκρεμάσθησαν εἰς τὸν ἀέρα ὁ τὲ Βασιλεύς, καὶ Κρῖσπος ὁ ἔπαρχος•
καὶ ἐφώναζεν ὁ Βασιλεὺς πρὸς τὸν Ἅγιον• Κύριέ μου Χαράλαμπες δικαίως ἔπαθον, δεήθητι Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου νὰ μὲ λυτρώσῃ ἀπὸ τὴν παίδευσιν, καὶ νὰ γράψω τὸ ὄνομά του εἰς ὅλας τὰς πόλεις νὰ τὸν δοξάζουσι.

Τότε ἦλθεν ἐκεῖ καὶ ἡ θυγάτηρ τοῦ Βασιλέως Γαλήνη ὀνόματι, καὶ λέγει του• πίστευσον εἰς τὸν Κύριον, νὰ σὲ λυτρώσῃ ἀπὸ τὰ δεινὰ ὡς οἰκτίρμων καὶ πανάγαθος, ὅτι αὐτὸς ὁ Χριστὸς εἶναι μόνος Θεὸς ἀδιάδοχος.
Τότε προσεκύνησε τὸν Ἅγιον λέγουσα• παρακάλεσον τὸν Κύριον νὰ λυτρώσῃ ἀπὸ τὰς ὀδύνας τὸν πατέρα μου, καὶ εἰ μὲν πιστεύσῃ, ἤδη καλῶς, εἶδε κᾂν σὲ κάμνει μετὰ θάνατον τέλειον.
Προσευξαμένου λοιπὸν τοῦ Ἁγίου, ἔπαυσε τοῦ Θεοῦ ἡ ἀγανάκτησις, καὶ κατέβησαν εἰς τὴν γῆν ὁ Βασιλεὺς μὲ τὸν ἔπαρχον• καὶ ἀπελθόντες εἰς τὸ παλάτιον, ἔκαμαν τρεῖς ἡμέρας συλλογιζόμενοι τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ, καὶ τὴν ἀγανάκτησιν.
Ἡ δὲ θυγατέρα τοῦ βασιλέως εἶδεν ὅραμα καὶ τὸ ἀνέφερε πρὸς τὸν Ἅγιον, οὕτω λέγουσα• ἐφάνη μου πῶς εὑρέθηκα εἰς ἕνα περιβόλι ὡραιότατον μὲ δένδρα εὐωδέστατα, καὶ βρύσιν εὔμορφον, καὶ ἦσαν πλησίον ὁ Πατήρ μου μὲ τὸν ἔπαρχον• ὁ δὲ φύλαξ τοῦ Παραδείσου ἐδίωξεν αὐτοὺς μὲ πύρινην ῥάβδον, καὶ ἐμένα ἐσήκωσε, καὶ μὲ ἔβαλε μετὰ τιμῆς, καὶ λέγει μου• ἐσένα ἐδόθη ἡ κατοικία αὐτὴ καὶ τοῖς ὁμοίοις σου, νὰ συνευφραίνεστε πάντοτε• Αὐτὰ εἶδον, καὶ παρακαλῶ σε διδάσκαλε νὰ μοῦ εἴπῃς τὴν ἐξήγησιν.
Ὁ δὲ ἀπεκρίνατο• τὸ περιβόλι ὅπου εἶδες, εἶναι τῶν δικαίων ὁ Παράδεισος, καὶ σὲ ἔβαλε μέσα ὁ Δεσπότης Χριστός, διατὶ τὸν ἐπίστευσας• τὸν δὲ πατέρα σου καὶ τὸν ἔπαρχον ἐδίωξε, διατὶ μέλλουν νὰ ἀποστατήσουν, νὰ μᾶς κακοποιήσουν οἱ ἀχάριστοι.
Οὕτως εἶπε• καὶ μετὰ ἡμέρας τριάκοντα, ἐπροσκάλεσεν ὁ Βασιλεὺς τὸν Ἅγιον, καὶ λέγει του• θυσίασον εἰς τοὺς θεοὺς νὰ κάμῃς τὸν λόγον μου, καὶ νὰ τιμήσῃς τοῦ λόγου σου•
Ὁ δὲ ἀπεκρίνατο• τὰ λόγια σου εἶναι πικρὰ καὶ ἀσύνετα, καὶ δὲν πρέπει νὰ σοῦ ὑποταχτὼ ὡς δοῦλος Θεοῦ καὶ ὑπήκοος•
Ὀργισθεὶς οὖν ὁ Βασιλεύς, ἐπρόσταξε καὶ τοῦ ἔβαλον χαλινάρι εἰς τὸ στόμα, ὥσπερ νὰ ἦτον ζῷον ἄλογον, καὶ τὸν ἐπόμπευον εἰς ὅλην τὴν πόλιν μὲ πολλὴν καταφρόνησιν.

Ὁ δὲ Ἅγιος ηὔχετο λέγων•
Δεσπότα Κύριε ὁποῦ ἔπλασας τὸν ἄνθρωπον καὶ τὸν ἐτίμησας κατὰ τὴν εἰκόνα σου καὶ ὁμοίωσιν, ἐπίβλεψον εἰς τὴν μανίαν ταύτην καὶ ἀπειλὰς τοῦ τυράννου, ὅτι ταῦτα πάσχω διὰ τὸ ὄνομά σου τὸ Ἅγιον.

Ἡ δὲ Γαλήνη ἐσυμβούλευε ὥραν πολλὴν τὸν πατέρα της νὰ ἀπέχει ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν ταύτην, καὶ νὰ πιστεύσῃ εἰς αὐτὸν τὸν Θεὸν ὅπου ὡμολόγησε διὰ νὰ μὴ κολασθῇ αἰώνια.

Ἀλλ' αὐτὸς ὁ ἀσύνετος οὐδὲν ὠφελήθῃ, ἀλλὰ μᾶλλον εἰς τὸ χεῖρον ἐτράπη, καὶ τὴν ἐπρόσταξε νὰ θυσιάσῃ τὰ εἴδωλα•
Αὐτὴ δὲ ἡ πάνσοφος διὰ νὰ τὸν ἐμπαίξῃ, τοῦ ἔταξε νὰ τὰ προσκυνήσῃ, καὶ ἀπελθοῦσα εἰς τὸν ναὸν τοῦ Διὸς καὶ Ἀπόλλωνος εἶπεν εἰς τοὺς Ἱερεῖς, δεηθῆτε τοὺς θεοὺς νὰ δεχθῶσι τὴν προσευχήν μου, ὁποῦ τοὺς ὕβρισα.
Οἱ δὲ ἐβόησαν• ὁ μέγας θεὸς Ζεύς, καὶ ὁ κραταιὸς Ἀπόλλων, οἱ ποιηταὶ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς συγχωρήσατε τὴν Δέσποιναν Γαλήνην διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ πατρός της•
Ἡ δὲ μακαρία ἔδραξε τὸν Δία λέγουσα• ἐὰν εἶσαι θεός, πῶς δὲν γνωρίζεις τὴν γνώμην μου, καὶ τὸν ἔρριψε κάτω, καὶ ἐσυντρίφθη• τότε ἅρπασε καὶ τὸν Ἀπολλῶνα, καὶ λέγει του• ἔλα κάτω, καμπούρη, σαπρόγηρε, τῶν ἀνθρώπων ἡ ἀπώλεια• καὶ ἐγκρεμνίσασα αὐτὸν καὶ ἄλλα 34 εἴδωλα, ἀπῆλθον οἱ ἱερεῖς εἰς τὸν βασιλέα λέγοντες• τώρα μέλλει νὰ χαθῇ ὁ κόσμος καὶ νὰ σβύσῃ ὁ Ἥλιος, ὅτι οἱ θεοί μας διερράγησαν, καὶ ἀπέθανον, ὅτι ἡ θυγάτηρ σου τοὺς ἐγκρήμνισε.
Λέγει τους ὁ Σεβῆρος• εὕρητε πενῆντα μαστόρους νὰ τοὺς ἀποκαταστήσουν τὴν νύκτα, νὰ τοὺς στήσουν εἰς τὸν τόπον τοὺς, νὰ μὴ μᾶς γελοῦν οἱ Γαλιλαῖοι, πὼς οἱ θεοί μας ἐσυντρίφθησαν• καὶ οὕτως ἐποίησαν• καὶ τὸ πρωὶ εἴπατε τῆς Γαλήνης, ἐλθὲ Δέσποινα νὰ ἴδῃς πῶς οἱ θεοὶ ἀνεστάθησαν.
Ἡ δὲ ἀπελθοῦσα καὶ ἰδοῦσα τὴν ἀναχώνευσιν, ἐγνώρισε τὴν πονηρίαν καὶ λέγει• ἂς μὴ ἀμελήσω νὰ συντρίψω νεωτέρους θεούς• καὶ εἶπε ταῦτα πρὸς τὰ ξόανα• ἀπὸ νεκρῶν ἀναστάντες, ὡς νεκροὶ πάλιν καταποντισθῆτε• ταῦτα εἰποῦσα ἐγκρεμνίσθησαν ἅπαντα.
Ταῦτα πάλιν ἀκούσας ὁ Βασιλεὺς ἐθυμώθη, καὶ λέγει πρὸς τὴν Γαλήνην• τί ἔκαμες μιαρωτάτη;
Ἡ δὲ ἀπεκρίνατο• ἐπειδὴ εἶστε ἀνόητοι, καὶ τοὺς νομίζετε θεούς, τοὺς ἐγκρέμνισα• καὶ ἐὰν ἔχῃς καὶ ἄλλους νὰ τοὺς κάμω τὰ ὅμοια, διὰ νὰ γνωρίσετε τὴν πλάνην σας, νὰ μὴν ἐλπίζετε εἰς αὐτούς, ὁποῦ δὲν δύνανται νὰ ὠφελήσουν τοὺς εἰς αὐτοὺς πιστεύοντας, μήτε τοὺς μισώντας αὐτούς, νὰ φονεύσωσι.

Τότε θυμωθεὶς ὁ Τύραννος, ἐπρόσταξε διὰ ὕβριν τοῦ μάρτυρος νὰ τὸν παραδώσουν μιᾶς χήρας γυναικός, νὰ τὸν φυλάγῃ εἰς τὸν οἶκον της• καὶ καθὼς ὑπῆγεν ἐκεῖ ὁ Ἅγιος, ἀκουμπίσας εἰς ἕνα στύλον ξηρόν, ἐβλάστησεν (ὢ τοῦ θαύματος) ἐκεῖνος ὁ στύλος, καὶ ἔκαμε τόσους κλάδους, ὁποῦ ὅλον τὸν οἶκον ἐσκέπασεν.
Ἡ δὲ γυνὴ ἰδοῦσα τοιοῦτον παράδοξον, προσεκύνησε τὸν Ἅγιον λέγουσα• ὕπαγε ἀπὸ τὸ σπίτι μου Κύριε, ὅτι δὲν εἶμαι ἄξια νὰ εἶσαι πλησίον μου.
Ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ• μὴ φοβοῦ γύναι, ἀλλὰ πιστεῦε εἰς τὸν Κύριον, ὅστις εἶναι Θεὸς αἰνετὸς καὶ εὔσπλαγχνος.
Τῇ ἐπαύριον ἰδόντες τῆς γυναικὸς οἱ γείτονες τοιοῦτον δένδρον μεγάλον εἰς τὸ δωμάτιον μὲ ἄνθη καὶ καρπόν, ἐθαύμασαν, καὶ εἰσελθόντες εἰς τὸν οἶκον, εὗρον τὸν Ἅγιον διδάσκοντα, καὶ τὸν ἠρώτων, ἐὰν αὐτὸς ἦτον ὁ Χριστός.
Ὁ δὲ ἀπεκρίνατο• δοῦλος εἶμαι τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, καὶ μὲ τὴν χάριν αὐτοῦ ποιῶ τὰ θαυμάσια.
Τότε ἡ γυνὴ εἶπε πρὸς αὐτοὺς τὴν ὑπόθεσιν, ἐγκωμιάζουσα τὸν Ἅγιον καὶ πάντες τὸν ἐπροσκύνησαν, καὶ πιστεύσαντες εἰς τὸν Χριστὸν ἐβαπτίσθησαν.
Καὶ τὴν ἄλλην ἡμέραν ἀνήγγειλάν τινες τοῦ Βασιλέως αὐτὸ τὸ τεράστιον, καὶ θαυμάζοντες ὅλοι, εἶπεν ὁ ἔπαρχος• πρόσταξαι Βασιλεῦ νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν, νὰ μὴ κάμῃ καὶ ἄλλα τέρατα, νὰ πιστεύσουν εἰς τὸν Χριστὸν περισσότεροι.
Ὅθεν ἔδωκε κατ' αὐτοῦ τὴν τελευταίαν ἀπόφασιν• τὴν ὁποίαν λαβῶν ὁ Ἅγιος ὑπήγαινεν εἰς τὸν τόπον τῆς καταδίκης ψάλλων τὸ, Ἕλεον, καὶ κρίσιν ᾄσομαί σοι Κύριε• καὶ φθάσας ἐκεῖ, καὶ ὕψωσας πρὸς οὐρανὸν τὰς χεῖρας καὶ ὄμματα, οὕτως ηὔξατο• εὐχαριστῶ σοι Κύριε ὁ Θεός μου πάντοτε ὅτι ἐλεήμων ὑπάρχεις καὶ φιλάνθρωπος• ἐσὺ παντοδύναμε ἐπάταξας τὸν ἐχθρόν μας Διάβολον• καὶ πατάξας τὸν Ἅδην, ἐλύτρωσας ἀπὸ τὸν θάνατον τὸ ἀνθρώπινον γένος• μνήσθητί μου Κύριε ἐν τῇ Βασιλείᾳ σου.
Ταῦτα προσευχομένου τοῦ μάρτυρος, οἱ οὐρανοὶ ἠνεῴχθησαν,  καὶ ἦλθε πρὸς αὐτὸν μετὰ πλήθους Ἀγγέλων ὁ Κύριος, καὶ λέγει του • ἐλθὲ προσφιλέστατε, καὶ ἠγαπημένε μου Χαράλαμπες ὁποῦ διὰ τὸ ὄνομά μου τοσοῦτον ἐκακοπάθησας• ζήτησαί μοι εἴ τινα χάριν θέλεις, νὰ σοῦ ἐπακούσω δοῦλε μου.
Ὁ δὲ ἀπεκρίνατο• καὶ τοῦτο μεγάλον μου χάρισμα εἶναι, ὁποῦ ἠξιώθην νὰ ἴδω τὴν φοβερὰν δόξαν τῆς παρουσίας σου• πλὴν ἐπειδὴ ἡ ἀγαθότης σου μὲ προστάσσει νὰ σοῦ ζητήσω αἴτησιν, παρακαλῶ τὴν Βασιλείαν σου νὰ μοῦ κάμῃς ταύτην τὴν χάριν• εἰς ὁποῖον τόπον εὑρεθῇ κόμματι ἀπὸ τὸ λείψανόν μου, καὶ εἰς ὁποίαν χώραν μὲ θέλουν ἐορτάζη, νὰ μὴ γένῃ ποσῶς πεῖνα, οὔτε πανούκλα νὰ θανατώνῃ τοὺς ἀνθρώπους ἄωρα• οὔτε πονηρὸς ἄνθρωπος νὰ βλάπτῃ τοὺς καρπούς, ἀλλὰ νὰ εἶναι εἰρήνη σταθερά, ψυχῶν σωτηρία, καὶ σωμάτων ἴασις, πλῆθος σίτου, οἴνου καὶ ἐλαίου, καὶ τετράποδα, καὶ ἄλλα χρειαζόμενα• καὶ ὅστις ἔχει τὸ μαρτύριόν μου καὶ μνημονεύει με, νὰ μὴ ψοφήσῃ τὸ βόδι του, μήτε ἄλλο τετράποδον, μήτε ἡ ψυχή του νὰ λάβῃ τίνα κακὸν πώποτε• ἐπειδὴ σάρκα καὶ αἷμα εἰσι ποίημα τῶν ἀχράντων χειρῶν σου• καὶ συγχώρησον τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν, ὡς ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος, καὶ φυλάττε ὑγιῆ τὰ βόδια τους νὰ γεωργοῦσι τὴν γῆν, νὰ ἀπολαμβάνουν τοὺς καρποὺς ἄφθονα, νὰ σὲ δοξάζουσι.
Λέγει τον ὁ Κύριος• νὰ γένῃ τὸ θέλημά σου δοῦλε μου• καὶ τότε ὁ μὲν Κύριος ἀνῆλθεν εἰς οὐρανούς,
Ὁ δὲ Ἅγιος παρέδωκε τὴν ψυχὴν ἐν εἰρήνῃ χωρὶς νὰ τὸν κόψῃ ὁ δήμιος.

Ἡ δὲ μακαρία Γαλήνη ἐνταφίασεν εἰς χρυσὸν σεντούκι τὸ Ἅγιον λείψανον του μὲ πολύτιμα μύρα καὶ ἀρώματα. Τὸ ὁποῖον πανσεβάσμιον καὶ Ἅγιον λείψανον τοῦ ἁγίου τούτου, διεμοιράσθη πανταχοῦ εἰς τοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανοὺς χάριν εὐλαβείας, ἀλεξητήριον τῶν δεινῶν καὶ ἰατρεῖον ἄριστον πάσης νόσου, καὶ ἀσθενείας.
Ἡ δὲ ἁγιωτάτη καὶ πάντιμος αὑτοῦ Κάρα εὑρίσκεται τὴν σήμερον εἰς τὴν ἁγιωτάτην ἐπισκοπὴν τῶν Σταγῶν, εἰς τὸ σεβάσμιον καὶ Ἱερὸν Μοναστήριον, τὸ τιμώμενον ἐπ' ὀνόματι τοῦ ἁγίου Πρωτομάρτυρος καὶ Ἀρχιδιακόνου Στεφάνου, ὁποῦ εἶναι εἰς τὰ Μετέωρα, καὶ καθ' ἑκάστην τελεῖ πάμπολλα, καὶ παράδοξα θαύματα• ἰατρεύει νόσους πολυειδεὶς τῶν μετὰ πίστεως, καὶ πόθου προσιόντων• ἐξαιρέτως δὲ φυλάττει ἀμολύντους καὶ ἀνεπηρεάστους ἀπὸ τὴν λοιμικὴν νόσον, ἡγοῦν ἀπὸ τὴν πανούκλαν, ἐκείνους ὁποῦ μὲ πόθον καὶ πίστιν ἀδίστακτον φέρουν ταύτην τὴν ἁγίαν Κάραν εἰς τὰς πόλεις καὶ χώρας των, καὶ εἰς τὰ ὀσπήτια τους, καὶ μὲ εὐλάβειαν τὴν κατασπάζονται κάμνοντες πρῶτον ἁγιασμόν• καὶ οὕτω τῇ τοῦ Θεοῦ βοηθεῖᾳ, καὶ τῇ χάριτι τοῦ Μεγαλομάρτυρος διαφυλάττονται ὑγιεῖς καὶ ἀπείρακτοι ἀπὸ τὴν τοιαύτην ἀσθένειαν.
Οὕτω δοξάζει, καὶ τιμᾷ ὁ Θεὸς ἐκείνους ὁποῦ κηρύττουν παρρησία τὸ Ἅγιόν του ὄνομα ἐνώπιον Βασιλέων καὶ Τυράννων ἀπίστων, καὶ χύνουν τὸ αἷμα τους διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ μονογενοῦς αὐτοῦ Υἱοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ• καὶ εἰς τοῦτον τὸν κόσμον τοὺς δοξάζει καὶ τοὺς μεγαλύνει, καὶ δίδει τὴν χάριν του εἰς τὰ Ἅγια τους λείψανα, διὰ νὰ κάμνουν παράδοξα θαύματα• καὶ εἰς τὸν ἄλλον νοερὸν κόσμον τοὺς συναριθμεῖ μὲ τοὺς ἀΰλους Ἀγγέλους, τοὺς κάμνει συγκληρονόμους τῆς Βασιλείας του, διὰ νὰ χαίρουσιν αἰωνίως εἰς τοὺς κόλπους τοῦ Πατριάρχου Ἀβραάμ, εἰς τὰς αἰωνίους σκηνάς, ἐν τῷ ἁγιωτάτω χορῷ τῶν πρωτοτόκων, ἐν τῇ Βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν• ἧς γένοιτο πάντα ἡμᾶς ἐπιτυχεῖν εὐδοκία καὶ χάριτι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ . Ὧ, πρέπει δόξα, τιμή, καὶ προσκύνησις, νῦν, καὶ ἀεί, καὶ εἰς τοὺς ἀπεράντους αἰῶνας. Ἀμήν.


Πηγή: orthodoxfathers.com 







Ἀπολυτίκιον  
Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε. 


Ὡς στύλος ἀκλόνητος, τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ, καί λύχνος ἀείφωτος τῆς οἰκουμένης σοφέ, ἐδείχθης Χαράλαμπες· ἔλαμψας ἐν τῷ κόσμῳ, διά τοῦ μαρτυρίου, ἔλυσας τῶν εἰδώλων, τήν σκοτόμαιναν μάκαρ, διό ἐν παρρησίᾳ Χριστῷ, πρέσβευε σωθῆναι ἡμᾶς.



Κοντάκιον
Ἦχος δ’ . Ἐπεφάνης σήμερον.


Θησαυρὸν πολύτιμον ἡ Ἐκκλησία, τὴν σὴν κάραν κέκτηται, Ἱερομάρτυς Ἀθλητά, τροπαιοφόρε Χαράλαμπε, διὸ καὶ χαίρει τὸν Κτίστην δοξάζουσα.


Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος δ’ . Ἐπεφάνης σήμερον.


Ὡς φωστήρ ἀνέτειλας ἐκ τῆς ἑῴας, καί πιστούς ἐφώτισας, ταῖς τῶν θαυμάτων σου βολαῖς, Ἱερομάρτυς Χαράλαμπες· ὅθεν τιμῶμεν τὴν θείαν σου ἄθλησιν.


Κάθισμα
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.



Στῦλος ἄσειστος τῆς Ἐκκλησίας, λύχνος ἄσβεστος τῆς οἰκουμένης, Ἀθλοφόρε ἀνεδείχθης Χαράλαμπες, καὶ ἀναλάμψας ἡλίου φαιδρότερον, τὴν τῶν εἰδώλων ἐλαύνεις σκοτόμαιναν, Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος. 


Ὁ Οἶκος


Τὸν στερρὸν ὁπλίτην, καὶ Χριστοῦ στρατιώτην καὶ μέγαν ἐν Μάρτυσι, Χαραλάμπη τὸν πανένδοξον, συνελθόντες εὐφημήσωμεν· ὑπὲρ Χριστοῦ γὰρ καὶ τῆς ἀληθείας λαμπρῶς ἠγωνίσατο, καὶ τὴν ὀρθόδοξον πίστιν τρανῶς ἀνεκήρυξε, τὴν πλάνην τῶν εἰδώλων κατήργησε, βασιλέα παρανομώτατον ἤλεγξε, καὶ τὴν κάραν ἐτμήθη, χαίρων καὶ ἀγαλλόμενος· διὸ καὶ τὸν στέφανον εἴληφε παρὰ τῆς δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου, καὶ συμπολίτης Ἀγγέλων ἐγένετο. Ὅθεν ἡ Ἐκκλησία τῶν Ὀρθοδόξων, τούτου τὴν πάντιμον κάραν κατασπαζομένη, καὶ εὐφημίαις καταστέφουσα, καὶ πολλῶν δεινῶν καὶ νόσων ἀπαλλαττομένη, χαίρει τὸν Κτίστην δοξάζουσα. 


Μεγαλυνάριον


Τὸν ἐν Ἀθλοφόροις ἱερουργόν, καὶ ἐν ἱερεῦσιν, ἱερώτατον Ἀθλητήν, τῶν θαυμάτων ῥεῖθρα, πηγάζοντα τῷ κόσμῳ, τὸν μέγαν Χαραλάμπην, ὕμνοις τιμήσωμεν.