A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2013

Η ΕΝ ΤΟ ΝΑΩ ΕΙΣΟΔΟΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΔΕΣΠΟΙΝΗΣ ΗΜΩΝ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΚΑΙ ΑΕΙΠΑΡΘΕΝΟΥ ΜΑΡΙΑΣ (21 Νοεμβρίου)



Η ευσεβής Άννα σύζυγος του Ιωακείμ, πέρασε τη ζωή της χωρίς να μπορέσει να τεκνοποιήσει, καθώς ήταν στείρα. Μαζί με τον Ιωακείμ προσευχόταν θερμά στον Θεό να την αξιώσει να φέρει στον κόσμο ένα παιδί, με την υπόσχεση ότι θα αφιέρωνε το τέκνο της σε Αυτόν. Πράγματι, ο Πανάγαθος Θεός όχι μόνο της χάρισε ένα παιδί, αλλά την αξίωσε να φέρει στον κόσμο τη γυναίκα που θα γεννούσε το Μεσσία, το Σωτήρα μας Ιησού Χριστό.

Όταν η Παναγία έγινε τριών χρόνων, σύμφωνα με την παράδοση, η Άννα και ο Ιωακείμ, κρατώντας την υπόσχεσή τους, την οδήγησαν στο Ναό και την παρέδωσαν στον αρχιερέα Ζαχαρία. Ο αρχιερέας παρέλαβε την Παρθένο Μαρία και την οδήγησε στα Άγια των Αγίων, όπου δεν έμπαινε κανείς εκτός από τον ίδιο, επειδή γνώριζε έπειτα από αποκάλυψη του Θεού το μελλοντικό ρόλο της Αγίας κόρης στην ενανθρώπιση του Κυρίου.

Στα ενδότερα του Ναού η Παρθένος Μαρία έμεινε δώδεκα χρόνια. Όλο αυτό το διάστημα ο αρχάγγελος Γαβριήλ προμήθευε την Παναγία με τροφή ουράνια. Εξήλθε από τα Άγια των Αγίων, όταν έφθασε η ώρα του Θείου Ευαγγελισμού.



Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.

Σήμερον τῆς εὐδοκίας Θεοῦ τὸ προοίμιον, καὶ τῆς τῶν ἀνθρώπων σωτηρίας προκήρυξις ἐν Ναῷ τοῦ Θεοῦ, τρανῶς Παρθένος δείκνυται, καὶ τὸν Χριστὸν τοῖς πᾶσι προκαταγγέλλεται. Αὐτῇ καὶ ἡμεῖς μεγαλοφώνως βοήσωμεν, Χαῖρε τῆς οἰκονομίας τοῦ Κτίστου ἐκπλήρωσις.




Κοντάκιον
Ἦχος δ’. ὑψωθεὶς.

καθαρώτατος ναὸς τοῦ Σωτῆρος, πολυτίμητος παστὰς καὶ Παρθένος, τὸ Ἱερὸν θησαύρισμα τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, σήμερον εἰσάγεται, ἐν τῷ οἴκῳ Κυρίου, τὴν χάριν συνεισάγουσα, τὴν ἐν Πνεύματι θείῳ· ἣν ἀνυμνοῦσιν Ἄγγελοι Θεοῦ· Αὕτη ὑπάρχει σκηνὴ ἐπουράνιος.




Οἶκος

Τῶν ἀπορρήτων τοῦ Θεοῦ καὶ θείων μυστηρίων, ὁρῶν ἐν τῇ Παρθένῳ, τὴν χάριν δηλουμένην, καὶ πληρουμένην ἐμφανῶς, χαίρω, καὶ τὸν τρόπον ἐννοεῖν ἀμηχανῶ τόν ξένον καὶ ἀπόρρητον, πῶς ἐκλελεγμένη ἄχραντος, μόνη ἀνεδείχθη ὑπὲρ ἅπασαν τὴν κτίσιν, τὴν ὁρατὴν καὶ τὴν νοουμένην. Διό, ἀνευφημεῖν βουλόμενος ταύτην, καταπλήττομαι σφοδρῶς νοῦν τε καὶ λόγον, ὅμως δὲ τολμῶν, κηρύττω καὶ μεγαλύνω· Αὕτη ὑπάρχει σκηνὴ ἐπουράνιος.






Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2013

Δείτε πώς εόρτασαν τον Απόστολο Ανδρέα στο Φανάρι, οι δήθεν Αντιοικουμενιστές (Πατριάρχης και οι συν αυτώ) ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ

Εδώ καίγεται το σύμπαν από την ισοπέδωση των πάντων εις τα της πίστεως και μερικοί ομιλούν περί του Νέου και Παλαιού Ημερολογίου και ότι το Νέο υποστηρίζεται από τα θαύματα, τα φιδάκια και τους πρόσφατους Αγίους. Αλλοίμονο!

Δείτε πώς εόρτασαν τον Απόστολο Ανδρέα στο Φανάρι, οι δήθεν Αντιοικουμενιστές (Πατριάρχης και οι συν αυτώ) ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ:
WP_000383

WP_000384

WP_000386

WP_000387

30-11-2013 Στη θεία λειτουργία παρέστη αντιπροσωπεία της Εκκλησίας της Ρώμης υπό τον Καρδινάλιο Κοχ, που μετέφερε μήνυμα του Πάπα Φραγκίσκου.

http://www.amen.gr

Αναδημοσίευση: http://ekklisiastikiparadosi.gr

ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ Η ΕΣΧΑΤΗ ΑΙΡΕΣΗ

ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ

Απο την αρχαιότητα οι άριστοι οι δίκαιοι και οι ήρωες πέφτουν θύματα της αισχρής προδοσίας. Η ανελέητη αυτή προδοσία δεν σταμάτησε ούτε εμπρός στον Δημιουργό του Σύμπαντος. Για αυτό για τους προδότες έχει ετοιμάσει την φοβερότερη κόλαση.

Ο Πάπας είναι αιρετικός απο το 1054 γιατί απέρριψε τα ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΑ ΟΡΘΟΔΟΞΑ ΔΟΓΜΑΤΑ και υπέπεσε σε 3 αιρέσεις. Το 1924 κάποιοι αποστάτες δεσποτάδες καταπάτησαν τα προστάγματα των Αγίων Αποστόλων και γίνανε αποστάτες, ΑΙΡΕΤΙΚΟΙ και ΠΡΟΔΟΤΕΣ και φορτώθηκαν με ΑΦΟΡΙΣΜΟΥΣ, ΑΝΑΘΕΜΑΤΑ, ΚΑΘΑΙΡΕΣΕΙΣ, απο τις 7 Ιερές Συνόδους.

Σήμερα οι πολιτικοί αρχηγοί μας ακολουθούν την ΝΕΑ ΤΑΞΗ τον ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟ και την ΠΑΝΘΡΗΣΚΕΙΑ με το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών. (Π.Σ.Ε) το οποίο προσπαθεί να ενώσει όλες τις θρησκείες του κόσμου η οποία ένωση όταν ολοκληρωθεί θα μας πάει κατευθείαν στην εποχή της βασιλείας του επερχόμενου παγκόσμιου κυβερνήτη του ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΥ.

ΟΙ ΟΡΚΟΙ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ ΤΟΥ : «Κύριε Ιησού Χριστέ ορκίζομαι Ενώπιον Σου και του Αγιού Θυσιαστηρίου Σου να φυλάττω όλους τους νόμους (ΚΑΝΟΝΕΣ) της Αγίας Αποστολικής Εκκλησίας και ΑΝΑΘΕΜΑΤΙΖΩ (Μέγιστη φωνή) με όλη την δύναμη της ψυχής μου ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΑΙΡΕΤΙΚΟΥΣ (Όλοις τοίς αιρετικοίς ΑΝΑΘΕΜΑ)». Αμέσως μετά την χειροτονία του ο πατριάρχης μας Βαρθολόμαίος ενηγκαλίσθη τον Πάπα και δέχθηκε το ανάθεμα επάνω του. Ρωτήστε τώρα τον Βαρθολομαίο: τηρήσατε τον όρκο σας; ΟΧΙ ασφαλώς.!! Έτσι μας κάνανε όλους αναθεματισμένους αφού τους ακολουθούμε.

Το βίντεο που παραθέτουμε, αποτελείται απο 4 μέρη και αποκαλύπτει την προδοσία που έχει πραγματοποιηθεί απο την Εκκλησία της Ελλάδος του νέου ημερολογίου.




Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2013

''ΤΑ'' ΙΣΤΟΡΙΚΑ ''ΠΑΤΡΙΑ'' ΣΤ΄ ΤΟΜΟΣ ΟΛΟΚΛΗΡΟΣ



ΤΑ ΠΑΤΡΙΑ ΣΤ ΤΟΜΟΣ  ἀπό τό ἱστολόγιο “EN ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ”

ΤΑ'' ΙΣΤΟΡΙΚΑ ''ΠΑΤΡΙΑ'' Ε΄ ΤΟΜΟΣ ΟΛΟΚΛΗΡΟΣ



ΤΑ ΠΑΤΡΙΑ E΄ ΤΟΜΟΣ  ἀπό τό ἱστολόγιο “EN ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ”


Αγιασμός υδάτων από μονοφυσίτη και νεοημερολογίτη...

https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhbMqmJuEOgA2JGWg-AvYufl_8QGfaVAO25ElMd1-afh82agB4aiVlODwT4G9KHngSvwK0La6n1TbmFW0LEUpOj3b25ux70wKOmPyYWTc_IwhXKWHD78nad-rRNVN2gkkNGCjj64Z_coII/s640/article_12089_29159%CF%82.jpg


Ο Μητροπολίτης Αξώμης Πέτρος, (Πατριαρχείο Αλεξανδρείας), σε καθαγιασμό των υδάτων με τους Μονοφυσίτες της Αιθιοπίας. Κάποιοι κλείνουν τα μάτια στην ένωση νεοημερολογιτών οικουμενιστών και αιρετικών πάσης φύσεως. Αν εσείς ανοίξετε τα μάτια σας θα δείτε καθαρά ότι και ο νεοημερολογίτης δεσπότης και ο μονοφυσίτης φορούν όχι απλώς τα ράσα τους αλλά τα αρχιερατικά άμφιά τους. Δηλαδή για όσους δικαίως δε γνωρίζουν, οι εν λόγω Επίσκοποι, νεοημερολογίτης και μονοφυσίτης αναγνωρίζουν ο καθένας την Αρχιερωσύνη του άλλου και γι' αυτό συμπροσεύχονται φορώντας τα διακριτικά τους, ότι είναι Επίσκοποι της εκκλησίας και οι δύο...
ΠΗΓΗ: Εγκόλπιον Ορθοδοξίας:”

Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2013

ΚΥΡΙΑΚΗ Θ' ΛΟΥΚΑ : Εὐαγγέλιο - Ἡ παραβολή τοῦ ἄφρονα πλούσιου (Ὁμιλία Ἁγίου Βασιλείου τοῦ Μεγάλου)



Εὐαγγέλιο Κυριακής: Λουκ. ιβ΄ 16-21



Εἶπεν ὁ Κύριος τήν παραβολὴν ταύτην· ἀνθρώπου τινὸς πλουσίου εὐφόρησεν ἡ χώρα· 17 καὶ διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ λέγων· τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς μου; 18 καὶ εἶπε· τοῦτο ποιήσω· καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω, καὶ συνάξω ἐκεῖ πάντα τὰ γενήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου, 19 καὶ ἐρῶ τῇ ψυχῇ μου· ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου. 20 εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Θεός· ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται; 21 οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ, καὶ μὴ εἰς Θεὸν πλουτῶν. ταῦτα λέγων ἐφώνει· ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω.


Ἀπόδοση


Τους είπε μάλιστα την εξής παραβολή: Κάποιου πλούσιου ανθρώπου χωράφια έδωσαν πλούσια σοδειά. Κι εκείνος σκεφτόταν και έλεγε: τι να κάνω; Δεν έχω μέρος να συγκεντρώσω τα γεννήματά μου! Να τι θα κάνω, είπε. Θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου και θα χτίσω μεγαλύτερες για να συγκεντρώσω εκεί όλη τη σοδειά μου και τα αγαθά μου. Και τότε θα πω στον εαυτό μου: τώρα, έχεις πολλά αγαθά, που αρκούν για χρόνια πολλά. Ξεκουράσου, τρώγε, πίνε, διασκέδαζε. Τότε του είπε ο Θεός: «ανόητε. Αυτή τη νύχτα θα παραδώσεις τη ζωή σου. Αυτά λοιπόν που ετοίμασες, σε ποιόν θα ανήκουν;». Αυτά, λοιπόν, παθαίνει όποιος μαζεύει πρόσκαιρους θησαυρούς και δεν πλουτίζει τον εαυτό του με ό,τι θέλει ο Θεός.


ΠΕΡΙ ΠΛΕΟΝΕΞΙΑΣ:
Ομιλία Βασιλείου του Μεγάλου, στο χωρίο του Ευαγγελίου
"Καθελώ μου τας αποθήκας και μείζονας οικοδομήσω" (Λουκά 12, 18)
και για την πλεονεξία, σε νεοελληνική απόδοση

1. Υπάρχουν δύο ειδών πειρασμοί. Δηλαδή, ή οι θλίψεις βασανίζουν τις καρδιές όπως το χρυσάφι στο καμίνι, και δοκιμάζουν την υπο­μονή και την ανθεκτικότητά τους ή, πολλές φο­ρές, οι ευλογίες και τα πλούτη της ζωής αυτής γίνονται δοκιμαστήριο και πειρασμός για τους περισσότερους. Πράγματι, είναι εξίσου δυσκατόρθωτο να μη χάσει τη δύναμή της η ψυχή στις μεγάλες δυσκολίες της ζωής, αλλά και να μην υπερηφανευθεί στις ευτυχείς καταστάσεις.
Παράδειγμα για το πρώτο είδος των πει­ρασμών είναι ο μέγας Ιώβ. Αυτός ο ακατα­μάχητος αθλητής, σήκωσε με ακατάβλητο ψυ­χικό σθένος και ακλόνητη γενναιότητα καρ­διάς όλη τη χειμαρρώδη διαβολική επιθετικότητα και βία εναντίον του, και αναδείχθηκε τό­σο ανώτερος από τους πειρασμούς, όσο ήταν μεγάλα και ανυπέρβλητα τα παλαίσματα που του παρουσίασε ο εχθρός.

Παραδείγματα τώρα για τους πειρασμούς, που προέρχονται από την ευημερία, υπάρχουν πολλά. Ένα απ' αυτά είναι και ο άφρονας πλούσιος της παραβολής του Ευαγγελίου που μόλις τώρα αναγνώσαμε.
Ο πλούσιος αυτός, ενώ είχε πολλά πλού­τη στα χέρια του, επιθυμούσε να αποκτήσει περισσότερα. Και ο φιλάνθρωπος Θεός δεν τον καταδίκασε από την αρχή για την αγνώ­μονα συμπεριφορά του, αλλά πάντοτε στον υπάρχοντα πλούτο του πρόσθετε και άλλον, μήπως τυχόν κάποτε επερχόταν κόρος στην ψυχή του και οδηγείτο στην ημερότητα και στην ανθρωπιά.

Ας δούμε όμως τι μας λέει το χωρίο αυτό: «Ενός ανθρώπου πλούσιου τα χωράφια είχαν μεγάλη σοδειά. Και αυτός έπεσε τότε σε αγχώ­δη συλλογή και έλεγε: Τί να κάνω; Πού να συ­γκεντρώσω και να αποθηκεύσω τα εισοδήματά μου;». Και, ύστερα από μεγάλο ταλανισμό και συλλογή, είπε: «Αυτό θα κάνω: Θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου και θα κτίσω μεγαλύτερες και εκεί θα συγκεντρώσω όλα τα γεννήματα και τα αγαθά μου».

Γιατί όμως να έχουν τόση μεγάλη σοδειά τα χωράφια ενός ανθρώπου που δεν επρόκει­το να κάνει κανένα καλό από τα αγαθά που θα μάζευε;
Αυτό έγινε, για να φανεί καθαρότερα η μακροθυμία του Θεού και να γίνει ξεκάθαρο μέ­χρι ποιο σημείο εκτείνεται η αγαθότητά Του. Διότι ο Κύριος «βρέχει και για τους δίκαιους και για τους άδικους και ανατέλλει τον ζωογόνο ήλιο Του και για τους πονηρούς και για τους αγαθούς».
Η αγαθότητα όμως αυτή του Θεού επισω­ρεύει μεγαλύτερη κόλαση για τους πονηρούς. Τί έκανε ο Θεός στην περίπτωση του άφρονα πλούσιου; Εριξε τις βροχές στη γη που καλ­λιέργησαν τα χέρια του πλεονέκτη. Εδωσε τον ήλιο, για να βλαστήσουν οι σπόροι και να πολλαπλασιαστούν οι καρποί με την ευφο­ρία.
Όλα λοιπόν όσα προέρχονται από τον Θεό είναι πάρα πολύ καλά. Διότι ο Θεός προσφέ­ρει κατάλληλη γη, εύκρατες καταστάσεις αέ­ρων, άφθονα σπέρματα, τη συνεργία των βο­διών για το όργωμα των χωραφιών και όλα τα άλλα, τα οποία συντελούν στο να ακμάζει η γε­ωργία.

Τί στάση κράτησε όμως ο πλούσιος αυτός άνθρωπος απέναντι σ' όλα αυτά; Μεμψιμοι­ρία, μισανθρωπία, ανελεημοσύνη, άρνηση κά­θε προσφοράς προς τον συνάνθρωπο. Αυτά αντιπαρέθεσε προς εκείνα που του παραχώ­ρησε ο Ευεργέτης του. Δεν σκέφτηκε ότι θά 'τανε καλό να διαμοιράσει το πλεόνασμα στους φτωχούς αδελφούς του. Δεν λογάριασε καθό­λου την εντολή που λέει: «Μην αρνηθείς να βοηθήσεις τον φτωχό»· και «το έλεος και η καλή διάθεση προς τους ενδεείς, ας μη σε εγκαταλείπουν». Επίσης λησμόνησε την προ­τροπή που λέει: «Να μοιράζεις το ψωμί σου μ' αυτόν που πεινάει».

Ετσι, αν και όλοι οι Προφήτες και οι διδά­σκαλοι το διαλαλούν, όμως δεν εισακούονταν από τον Πλούσιο. Αλλά, ενώ οι αποθήκες έσπα­ζαν από τα αποθηκευμένα αγαθά, η άπληστη καρδιά του δεν χόρταινε. Διότι, με το να προ­σθέτει πάντοτε τα νέα εισοδήματα στα παλαιά και με το να αυξάνει με τις ετήσιες συγκομι­δές τον πλούτο του, έφθασε στο αδιέξοδο και έπεσε σε άγχος και αμηχανία. Η πλεονεξία δη­λαδή δεν του επέτρεπε να θυσιάσει κάτι από τα παλαιά εισοδήματα και έτσι δεν είχε πια τη δυνατότητα να διευθετήσει τα νέα, λόγω του μεγάλου πληθωρισμού και της παραγωγής. Γι' αυτό τα σχέδιά του ήταν ανεφάρμοστα και οι φροντίδες ανυπέρβλητες.
«Τί να κάνω;». Ποιός δεν θα ελεούσε αυτόν τον ταλαίπωρο, που είχε πέσει σε τέτοια μέ­ριμνα και σκλαβιά; Δύστυχος και ταλαίπωρος μπροστά στη μεγάλη σοδειά. Ελεεινός μπρο­στά στα αγαθά του παρόντος κόσμου. Ακό­μη πιο ελεεινός όμως μπροστά στα προσδοκώ­μενα.

Η γη δεν αποδίδει για τον πλούσιο εισο­δήματα. Αναβλαστάνει γι' αυτόν στεναγμούς. Δεν του συγκεντρώνει ευφορία καρπών, αλλά μέριμνες, στενοχώριες και φοβερό άγχος. Θρη­νεί και οδύρεται παρόμοια μ' αυτούς που είναι φτωχοί.
Μήπως και αυτός που πιέζεται από τη φτώ­χεια δεν βγάζει απ' την καρδιά του την ίδια κραυγή; «Τί να κάνω; Πού να βρω τροφές; Πού να βρω ενδύματα;».
Τα ίδια λέει και ο πλούσιος. Οδύνη έχει στην καρδιά του. Τον κατατρώει η μέριμνα. Αυτό που ευφραίνει τους άλλους, αυτό λιώ­νει τον πλεονέκτη. Διότι δεν χαίρεται που το σπίτι του είναι γεμάτο απ' όλα, αλλά κεντά την ψυχή του ο πλούτος που ξεχειλίζει και ξεχύνεται άφθονος. Η έννοια του είναι τι θα τα κάνει όλα αυτά τα αγαθά. Ο τρόμος του είναι μήπως, καθώς ξεχειλίζει ο πλούτος του, χυθεί προς τους έξω και γίνει αφορμή να ελε­ηθεί κάποιος φτωχός.

2. Στ' αλήθεια, μου φαίνεται πως το πάθος του μοιάζει με το πάθος των γαστριμάργων, που προτιμούν να σκάσουν καλύτερα, παρά να δώσουν κάτι από όσα τους περισσεύουν στους φτωχούς.

Άνθρωπε, έλα στον εαυτό σου και σκέψου Εκείνον που σου χορηγεί όλα αυτά τα αγα­θά. Σκέψου ποιος είσαι. Αναλογίσου σε πό­σα πράγματα σε κατέστησε οικονόμο ο Θεός. Από Ποιόν τα έλαβες. Γιατί προτίμησε εσένα μέσα σε τόσους ανθρώπους. Είσαι υπηρέτης αγαθού και φιλάνθρωπου Θεού. Είσαι οικο­νόμος των συνανθρώπων σου. Μη θεωρείς ότι όλα αυτά δόθηκαν για τη δική σου γαστέρα. Γι' αυτά που κρατάς στα χέρια σου, να σκέ­πτεσαι σαν να είναι ξένα. Σε ευφραίνουν για λίγο χρόνο, έπειτα διαλύονται και χάνονται. Γι' αυτά όλα όμως θα σου ζητηθεί λόγος με πολύ μεγάλη ακρίβεια. Παραταύτα, εσύ όλα αυτά τα έχεις αμπαρώσει με θύρες και κλει­δαριές. Τα ασφάλισες καλά και επαγρυπνείς και μεριμνάς και φροντίζεις και σκέπτεσαι, έχοντας ως ασύνετο σύμβουλο τον εαυτό σου· «τί θα κάνω;».

Ήταν πολύ εύκολο να απαντήσει ο πλεονέκτης αυτός πλούσιος στον εαυτό του και να του πει: Θα χορτάσω τις ψυχές αυτών που πει­νούν. Θα ανοίξω τις αποθήκες και θα προσκα­λέσω όλους τους φτωχούς. Θα μιμηθώ τον Ιωσήφ στη φιλανθρωπία. Θα κάνω γενναιόδω­ρες προτάσεις στους αναγκεμένους: «Όσοι δεν έχετε ψωμί και πεινάτε, ελάτε σε μένα. Ο καθένας να πάρει από την άφθονη δωρεά που μου παραχώρησε ο Θεός· σαν από κοινή πη­γή, να πάρει όσο του χρειάζεται και του είναι αρκετό».

Αλλά εσύ, πλεονέκτη πλούσιε, δεν είσαι τέ­τοιος. Που να τα βρεις εσύ αυτά τα λόγια; Εσύ φθονείς τους ανθρώπους, αν τους δεις κάτι να απολαμβάνουν. Εσύ σκέφτεσαι πονηρά στο βάθος της ψυχής σου και φροντίζεις, όχι πως θα δώσεις στους άλλους τα αναγκαία, αλλά πως θα τα αποθηκεύσεις και θα τα στερήσεις απ' αυτούς.
Βρίσκονταν μπροστά του αυτοί που θα έ­παιρναν την ψυχή του και αυτός συζητούσε με τον εαυτό του για τα υλικά αγαθά. Τη νύ­κτα αυτή θα παραλάμβαναν την ψυχή του και αυτός είχε την ψευδαίσθηση πως θα ζήσει πολ­λά χρόνια και θα απολαμβάνει. Του δόθηκε χρόνος να σκεφθεί το καθετί και να δεχθεί την απόφαση που άξιζε στην προαίρεσή του.

3. Αυτό να μην το κάνεις εσύ, αδελφέ. Γι' αυτό το λόγο το αναφέρει η Αγία Γραφή, για να αποφύγουμε να μοιάσουμε στον άφρονα Πλούσιο. Να μιμηθείς τη γη, αγαπητέ μου. Να καρποφορήσεις όπως εκείνη. Να μη φανείς κατώτερος από την άψυχη γη.
Η γη εκτρέφει τους καρπούς της, όχι για τη δική της απόλαυση, αλλά για τη δική σου εξυπηρέτηση. Εσύ όμως, αν κάνεις κάποιο καλό έργο, αν δείξεις αγάπη σ' αυτόν που έχει ανάγκη, η Χάρη δεν θα δοθεί σε κάποιον άλλον, αλλά εσένα θα επισκιάσει. Διότι πρέπει να ξέ­ρεις ότι, για κάθε φιλόστοργη και ελεήμονα κίνησή μας προς τον πλησίον μας, λαμβάνου­με Χάρη, λόγω του ότι ανοιγόμαστε προς τον αδελφό και του δείχνουμε αγάπη. Δίνεις λ. χ. σ' αυτόν που πεινά. Εσύ κερδίζεις μ' αυτό που δίνεις, διότι παίρνεις πολλή Χάρη. Είναι όπως ο σπόρος του σιταριού που, όταν πέσει στη γη, πολλαπλασιάζεται και γίνεται πηγή πλου­τισμού για τον σπορέα. Ετσι και το ψωμί που δόθηκε στον φτωχό, φέρνει εκ των υστέρων πλούσια την ωφέλεια σ' αυτόν που το πρόσφε­ρε, στον ελεήμονα. Ας είναι λοιπόν για σένα η συγκομιδή της γεωργικής σου εργασίας, αρχή της επουράνιας σποράς. Διότι και η Γραφή λέ­ει: «Σπείρετε για τον εαυτό σας δικαιοσύνη».
Γιατί λοιπόν αδημονείς και άγχεσαι; Για­τί πιέζεις και τσακίζεις τον εαυτό σου, προσπα­θώντας να περικλείσεις τον πλούτο σου με πη­λό και πλίνθους; «Είναι προτιμότερο το κα­λό όνομα από τα μεγάλα πλούτη».

Αν όμως θαυμάζεις και καμαρώνεις για τα χρήματα, επειδή λαμβάνεις τιμές απ' αυτά, σκέ­ψου πόσο μεγαλύτερη δόξα σου επιφέρει το να ονομάζεσαι πατέρας μύριων παιδιών, πα­ρά να έχεις στο βαλάντιό σου μύριους στατήρες. Τα χρήματα βέβαια, και χωρίς να το θέλεις, θα τα αφήσεις εδώ, σ' αυτή τη γη, την υπόληψη όμως για τα καλά σου έργα, θα την αποκομίσεις στον Δεσπότη, όταν ολόκληρος λαός θα σταθεί μπροστά στον κοινό Κριτή και θα σε ονομάσει τροφέα του, ευεργέτη και φιλάν­θρωπο.
Δεν βλέπεις μέσα στα θέατρα, αυτούς που δωρίζουν τον πλούτο τους στους αθλητές, στους ηθοποιούς, στους πυγμάχους, στους θηριομάχους, — ανθρώπους που πολλές φορές πονά­ει κανείς και μόνο που τους βλέπει για το κατά­ντημά τους— πώς το κάνουν για μια στιγμιαία τιμή, επειδή τους ζητοκραυγάζει και τους χειροκροτεί ο λαός; Και συ που πρόκειται να απολαύσεις τόσο μεγάλη δόξα, είσαι τόσο μικροπρεπής και σφιχτός στο να προσφέρεις κάτι από τα αγαθά σου;
Ο Θεός είναι αυτός που αποδέχεται τις προσφορές σου. Άγγελοι είναι αυτοί που θα σε επευφημούν. Όλοι οι άνθρωποι, από κτί­σεως κόσμου, θα σε μακαρίζουν. Δόξα αιώνια, στεφάνι δικαιοσύνης, ουράνια Βασιλεία θα είναι τα έπαθλα της καλής διαχειρίσεως των υλικών και φθαρτών τούτων πραγμάτων. Αλλά εσύ για κανένα απ' αυτά δεν φροντίζεις. Σε έχει απορροφήσει η φροντίδα για τα παρόντα και περιφρονείς τα ουράνια αγαθά, τα οποία ελπίζουμε ότι θα λάβουμε.

Ελα λοιπόν, άρχισε να διαθέτεις κάποια από τα πολλά σου αγαθά, όπου υπάρχει ανά­γκη. Γίνε φιλότιμος και ανοικτός προς όσους τα χρειάζονται. Ας πούνε και για σένα: «Σκόρ­πισε ελεύθερα, έδωσε στους αναγκεμένους, η αρετή του θα μείνει αξέχαστη στους αιώνες».

Πρόσεχε, να μην είσαι πολυδάπανος και να μη βγάζεις συνεχώς καινούργιες ανάγκες. Να μην περιμένεις να πέσει έλλειψη σιταριού, για να ανοίξεις τις αποθήκες σου και να το που­λήσεις πανάκριβα. Διότι «αυτός που υπερτιμά το σιτάρι, είναι λαοκατάρατος». Μην περιμένεις να έλθει πείνα, για να κερδίσεις εσύ χρυσάφι. Ούτε να χαίρεσαι για τη φτώχεια που πέφτει στο λαό, επειδή γίνεται αφορμή, για να πλουτίσεις εσύ. Μη γίνεσαι έμπορος των ανθρώπινων συμφορών. Μην εκμεταλλευ­θείς τον καιρό που ο Θεός παιδαγωγεί τον κό­σμο με τη στέρηση των αγαθών, για να απο­κτήσεις χρηματική περιουσία. Μην ερεθίζεις τα τραύματα αυτών που χτυπήθηκαν από τις δυσκολίες της ζωής, με το μαστίγιο της συμ­φοράς.
Αλλά εσύ αποβλέπεις στο χρήμα, δεν σε ενδιαφέρει ο αδελφός. Ξέρεις να διακρίνεις τα νομίσματα και το χαρακτηριστικό τους χά­ραγμα, που τα κάνουν να ξεχωρίζουν από τα κάλπικα, αλλά όμως δεν μπορείς να διακρίνεις καθόλου και να εντοπίσεις τον αδελφό σου που βρίσκεται μέσα στις συμφορές.

4. Και η στιλπνάδα του χρυσού σε υπερευχαριστεί, δεν σκέπτεσαι όμως ούτε λογαριά­ζεις πόσο μεγάλος είναι ο στεναγμός του φτω­χού που σε κατατρέχει. Πώς να σου δώσω να καταλάβεις τα βάσανα του φτωχού;
Ο φτωχός που δεν έχει τίποτα, ψάχνει γύ­ρω, παρατηρεί τα πράγματα του σπιτιού του.
Βλέπει ότι ούτε χρυσός υπάρχει στο σπίτι του, ούτε πρόκειται να υπάρξει ποτέ. Η οικοσκευή του και τα ρούχα του είναι τέτοια, που όλα-όλα αξίζουν λίγους οβολούς. Τί να κάνει; Πού να βρει κάτι για να ζήσει; Στρέφει το βλέμμα του στα παιδιά του. Σκέπτεται να τα οδηγή­σει στην αγορά, για να τα πουλήσει! Ισως έ­τσι να βρει κάποια παρηγοριά από τον βέβαιο θάνατο (*).

Σκέψου εδώ, εσύ πλούσιε πλεονέκτη, τον αγώνα που έχει αυτός ο πατέρας, τον αγώνα που του επιβάλλει από τη μια η πείνα και από την άλλη η πατρική αγάπη και στοργή. Από τη μια η πείνα τον απειλεί και φέρνει στα μά­τια του τον πιο οικτρό θάνατο και από την άλλη η φυσική αγάπη του γονιού προς τα παι­διά του αντιστέκεται και του ζητά να πεθάνει μαζί με τα τέκνα του από την πείνα, παρά να τα πουλήσει στην αγορά για ένα κομμάτι ψω­μί. Αυτό τον αγώνα τον πέρασε ο πατέρας αυ­τός χίλιες δυο φορές, όρμησε να το κάνει πρά­ξη και οπισθοχώρησε άλλες τόσες. Τελικώς υπέκυψε από τη βία της ανάγκης και την αμείληκτη στέρηση ακόμη και του επιούσιου.

Και τί σκεφτόταν ο πατέρας αυτός άραγε μέσα σ' αυτή τη σκληρή στιγμή; Ποιό παιδί μου να πουλήσω πρώτα, έλεγε. Ποιό θα δει με ευχα­ρίστηση ο σιτοπώλης; Να δώσω το μεγαλύτε­ρο; Ντρέπομαι όμως για τα χρόνια του. Να δώ­σω το μικρότερο; Αλλά το πονάω για την τρυ­φερή ηλικία του, γιατί είναι ακόμη ανέμελο και δεν έχει συνειδητοποιήσει τις συμφορές. Ποιό να δώσω απ' τα παιδιά μου; Τούτο μου μοιά­ζει καταπληκτικά. Εκείνο είναι πανέξυπνο και είναι ο πρώτος μαθητής. Αχ! Τι συμφορά! Τι αδιέξοδο! Τί να κάνω; Με ποιό παιδί μου να έλθω σε διαμάχη, σε ποιό να φερθώ τόσο σκλη­ρά; Πώς να λησμονήσω τη φύση μου;

Αν όμως πάλι, λόγω της απέραντης φτώ­χειας μου, δω όλα μου τα παιδιά να πεθαί­νουν από την πείνα; Αλλά, κι αν πουλήσω το ένα, με τί μάτια θα αντικρύσω τα υπόλοιπα; Στα μάτια τους και στην ψυχή τους θα έχω γίνει ύποπτος και δεν θα μου έχουν πια εμπι­στοσύνη. Μα, κι αν τα πουλήσω όλα, πώς θα γυρίσω να μείνω στο σπίτι μου άτεκνος; Πώς θα καθίσω να φάω στο τραπέζι, το οποίο θα έχει όλα τα αγαθά, αλλά αυτά θα έχουν αντίκρυσμα τα παιδιά μου που τα πούλησα;

Και αυτός ο πατέρας έρχεται σε σένα, με­τά απ' όλη αυτή την ψυχική ταλαιπωρία, να πουλήσει, με πολλά δάκρυα, το πιο αγαπητό από τα παιδιά του. Κι εσύ, πλεονέκτη πλού­σιε , δεν λυγίζεις από τη συμφορά του ανθρώπου αυτού! Δεν σκέφτεσαι καθόλου πόσο αδύ­νατη είναι η ανθρώπινη φύση. Η πείνα συν­θλίβει τον ταλαίπωρο αυτόν άνθρωπο και συ αναβάλλεις και ειρωνεύεσαι και του μεγαλώ­νεις τη συμφορά. Αυτός δίνει το σπλάγχνο του ως τίμημα, για να αποκτήσει λίγη τροφή, και το δικό σου χέρι, όχι μόνο δεν μένει ξερό που δέχεται τέτοιου είδους κέρδη, αλλά αγωνίζε­σαι για το πλεόνασμα και φιλονικείς και πα­ζαρεύεις πως θα λάβεις περισσότερα, για να δώσεις λιγότερα, επιβαρύνοντας με κάθε τρό­πο αυτόν τον δύστυχο. Δεν σε μαλακώνουν ούτε τα πατρικά δάκρυα, ούτε οι αναστεναγ­μοί της καρδιάς, αλλά παραμένεις άκαμπτος και αλύγιστος. Το καθετί το βλέπεις ως χρυ­σό και παντού χρυσό φαντάζεσαι. Ο χρυσός σου έχει γίνει όνειρο όταν κοιμάσαι· και όταν είσαι ξύπνιος, αυτή είναι η έγνοια σου. Όπως δηλαδή, όσοι έχουν κυριευθεί από κάποιο πά­θος, δεν βλέπουν τα πράγματα, αλλά φαντάζονται αυτά που τους υπαγορεύει το πάθος, έτσι κι εσένα η ψυχή σου έχει καταληφθεί από τη φιλοχρηματία και παντού χρυσό και ασή­μι βλέπει. Στ' αλήθεια, με περισσότερη ευχα­ρίστηση θα έβλεπες τον χρυσό παρά τον ήλιο. Εύχεσαι όλα να μεταβληθούν και να γίνουν χρυσός και όσο μπορείς το επινοείς, με κάθε τρόπο θεμιτό και αθέμιτο.

5. Τί δεν μηχανεύεσαι, στ' αλήθεια, για να αποκτήσεις χρυσάφι; Το σιτάρι σου γίνεται χρυσός. Το κρασί μετατρέπεται σε χρυσό. Το μαλλί των προβάτων σου δίνει χρυσό. Κάθε εμπορική δουλειά, κάθε εφεύρεση σου επιδαψιλεύει χρυσό. Ο ίδιος ο χρυσός σου γεννάει χρυσό, με το να πολλαπλασιάζεται με τα δανείσματα και τους τόκους που επιβάλλεις. Παραταύτα, δεν επέρχεται σε σένα κορεσμός και η επιθυμία σου δεν έχει τέλος.
Στα λαίμαργα παιδιά, πολλές φορές, απλό­χερα τους δίνουμε ό,τι ζητούν και τους επι­τρέπουμε να παραχορτάσουν με όσα εκείνα ορέγονται, ώστε με τον υπερβολικό κορεσμό να τα βοηθήσουμε να αποστραφούν και να σιχαθούν εκείνο που επιθυμούν. Στον πλεονέκτη δεν συμβαίνει το ίδιο. Αλλά όσο πιο πολλά έχει, τόσο περισσότερα επιθυμεί.

«Αν ο πλούτος ρέει και αυξάνει, μην αφήνετε την καρδιά σας να προσκολληθεί σ' αυ­τόν», λέει ο Ψαλμωδός. Εσύ όμως, πλούσιε πλεονέκτη, κατέχεις τον πλούτο που συνεχώς αυξάνει, και βάζεις αμπάρες και κλείνεις τις πόρτες και δεν δίνεις πουθενά τίποτε.

Αλλά με το να τον κρατά ο πλούσιος τον πλούτο και να τον αφήνει να λιμνάζει, δες τι του δημιουργεί. Ξεχειλίζει η συγκομιδή, σπά­ει τα εμπόδια και, πρόσεξε να δεις τη συνέ­χεια. Παρακολούθησε τι θα του δημιουργή­σει, με το να αμπαρώνει τα αγαθά και να τα αφήνει να αυξάνουν και να λιμνάζουν, παρα­μένοντας στάσιμα. Θα γίνουν αιτία να γκρε­μιστούν οι αποθήκες του, να διαρραγούν τα ταμεία του, σαν να μπήκε κάποιος κλέφτης και εχθρός και να τα αφάνισε.

Θα μου πεις όμως ότι θα κτίσει ο πλούσιος μεγαλύτερες αποθήκες και θα τα αποθηκεύ­σει. Αυτό δεν είναι σίγουρο. Φοβάμαι μήπως τις παραδώσει γκρεμισμένες στον κληρονόμο του. Διότι πολύ πιο γρήγορα θα πεθάνει αυτός, παρά θα κτισθούν οι αποθήκες, σύμφωνα με τις απαιτήσεις τής πλεονεξίας.

Ο πλούσιος βέβαια του Ευαγγελίου είχε για τα σχέδιά του το γνωστό τέλος. Αλλά εσείς, αν πεισθείτε σε όσα σας λέω, ανοίξτε τις αποθήκες σας και δώστε διέξοδο στον πλούτο σας. Και όπως το μεγάλο ποτάμι έχει πολυάριθμα κανάλια και διοχετεύει το νερό του στην πολύ­καρπη γη, έτσι κι εσείς να οικονομήσετε τα αγαθά σας, ώστε να φθάσουν στα σπίτια των φτωχών, διασχίζοντας διάφορους δρόμους. Μ' αυτά που λέω, εννοώ να επινοήσετε ποικίλους τρόπους προσφοράς.
Όταν αντλείται το νερό από τα πηγάδια, το νερό γίνεται πιο άφθονο. Ενώ, όταν τα εγκα­ταλείπουμε, βρωμίζουν και στερεύουν. Και ο πλούτος όταν μένει στάσιμος, είναι άχρηστος. Όταν όμως κινείται και δίδεται στους συναν­θρώπους μας, βοηθάει το σύνολο των ανθρώ­πων και αποβαίνει καρποφόρος.

Αλήθεια, πόσο συγκινητικά είναι τα λόγια που βγαίνουν από την καρδιά του ανθρώπου που ευεργετήσαμε! Μην τον περιφρονήσεις. Και πόσο μεγάλη θα είναι η Χάρη που θα λά­βουμε από τον δίκαιο Κριτή, τον Κύριο! Εμπιστεύσου λοιπόν τους λόγους του Κυρίου και μην απιστείς σ' Αυτόν.

Πάντοτε και παντού να έχεις μπροστά στα μάτια σου το παράδειγμα του Πλούσιου που καταδικάζεται απ' όλους για τη συμπεριφο­ρά του. Γιατί αυτός φύλαγε τα παρόντα υλι­κά αγαθά, αγωνιούσε για τις επερχόμενες σο­δειές και, ενώ δεν γνώριζε αν θα ξημερώσει η αυριανή ήμερα, αμάρτανε εκ των προτέρων. Εχανε το σήμερα για το αύριο. Δεν είχε έλθει ο φτωχός να του ζητήσει κάτι, και αυτός προ­καταβολικά εκδήλωνε την άρνηση και την αγριότητά του. Ακόμη δεν είχε μαζέψει τους καρπούς απ’ τα χωράφια του και είχε το κατάκριμα της πλεονεξίας. Η γη του πρόσφερε τα προϊόντα της άφθονα. Του έδειχνε ήδη μέ­σα στην οργωμένη γη το άφθονο σιτάρι. Παρουσίαζε πλούσια τα σταφύλια πάνω στα κλή­ματα, τις ελιές να είναι κατάφορτες και γενι­κά υποσχόταν στον πλούσιο κάθε τρυφή από τα καρποφόρα δένδρα. Ο πλούσιος όμως ή­ταν τσιγγούνης και άκαρπος. Ακόμη δεν είχε αποκτήσει τα αγαθά και τον έτρωγε το σα­ράκι, μήπως του ζητήσουν κάτι οι φτωχοί και οι αναγκεμένοι.
Και όμως πόσοι κίνδυνοι υπάρχουν για σέ­να, πλεονέκτη πλούσιε, μέχρι να φθάσουν οι καλλιέργειές σου στη συγκομιδή των καρπών; Διότι και χαλάζι μπορεί να πέσει και να τα καταστρέψει όλα και ο καύσωνας μπορεί να τ' αρπάξει μέσα από τα χέρια σου και η απρό­σμενη βροχή μπορεί να καταστρέψει τους καρ­πούς.
Δεν προσεύχεσαι λοιπόν στον Κύριο να δώ­σει τη Χάρη του, ώστε να ολοκληρωθεί η δω­ρεά; Αλλά εσύ τρέχεις για να βρεις τρόπο να μαζέψεις και να ασφαλίσεις τα αγαθά και έτσι καθιστάς τον εαυτό σου ανάξιο να λάβει όλα όσα ήδη σου έχει στείλει ο Θεός.

6. Και συ μεν ζεις με τους λογισμούς σου και κρυφά συνομιλείς με τον εαυτό σου, τα λόγια σου όμως αυτά κρίνονται στον Ουρα­νό. Γι' αυτό και οι απαντήσεις σου έρχονται από εκεί.
Ποιά είναι όμως αυτά που συζητάει με τον εαυτό του ο πλεονέκτης πλούσιος; «Ψυχή μου», λέει, «έχεις πολλά αγαθά. Έχεις πλούτη για αμέτρητα χρόνια. Τρώγε, πίνε και διασκέδαζε καθημερινά».
Ω Θεέ μου, τι παραλογισμός είναι αυτός! Αλήθεια, πλούσιε, αν είχες ψυχή χοίρου, τί άλλο καλύτερο θα μπορούσες να της πεις; Τόσο κτη­νώδης είσαι, τόσο ασύνετος και αδιάφορος για την ψυχική σου καλλιέργεια, ώστε να τρέφεις την ψυχή σου με τα βρώματα που είναι για τη σάρκα; Αυτά που καταλήγουν στον αφεδρώνα, εσύ τα ετοιμάζεις για την ψυχή σου;

Διότι αν, ασύνετε πλούσιε, διέθετες αρετή, αν η ζωή σου ήταν γεμάτη από αγαθά έργα, αν είχες ενωθεί με τον Θεό, θα είχες πολλά όντως αγαθά και τότε ας ευφραινόσουν με τα ψυχικά αυτά χαρίσματα. Επειδή όμως εσύ σκέφτεσαι εντελώς γήινα και έχεις Θεό σου την κοιλιά σου και είσαι εντελώς σαρκικός άνθρωπος, υποδουλωμένος και αιχμάλωτος στα πάθη, άκου την προσφώνηση που σου αρ­μόζει, την οποία δεν σου την απηύθυνε κά­ποιος άνθρωπος, αλλά ο ίδιος ο Κύριος: «Ανό­ητε, τούτη τη νύκτα οι άγγελοι θα ζητήσουν να πάρουν την ψυχή σου. Όλα αυτά που ετοί­μασες και φυλάς, ποιός θα τα πάρει;».

Χειρότερο από την αιώνια κόλαση είναι το γέλιο και η ευτυχία που προέρχονται από α­γκύλωση στα υλικά αγαθά. Αλήθεια, αυτός που σε λίγο πρόκειται να τον αρπάξουν απ' αυτή τη ζωή οι άγγελοι, τί σκέπτεται; «Θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου και θα κτίσω με­γαλύτερες»!
Πολύ καλά θα κάνεις, θα του έλεγα εγώ. Διότι τα ταμεία της αδικίας πρέπει να αφα­νισθούν. Κατεδάφισε με τα ίδια σου τα χέρια εκείνα που έκτισες με άδικο και αμαρτωλό τρόπο. Σπάσε τα αμπάρια του σιταριού, από τα οποία κανείς δεν έλαβε παρηγοριά. Εξα­φάνισε κάθε οίκημα που φιλοξενούσε την πλε­ονεξία. Βγάλε τη στέγη. Γκρέμισε τους τοί­χους. Αφησε να δει ο ήλιος το μουχλιασμένο σιτάρι. Βγάλε από τη φυλακή τον φυλακισμένο πλούτο σου. Σύντριψε τα σκοτεινά κατα­γώγια του Μαμμωνά.

«Θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου και θα κτί­σω μεγαλύτερες»!
Αν, ανόητε πλούσιε, γεμίσεις και τις μεγα­λύτερες αποθήκες που θα κατασκευάσεις, τί άλλο θα σκεφτείς μετά να κάνεις; Ή μήπως πάλι θα τις γκρεμίσεις και πάλι θα τις ξανακτίσεις; Και τί είναι πιο ανόητο απ’ αυτή σου τη δραστηριότητα, να κοπιάζεις εφ' όρου ζωής να κτίζεις με άγχος και βιασύνη και να γκρε­μίζεις με την ίδια ψυχική κατάσταση; Αν θέ­λεις αποθήκες, έχεις τα σπίτια των φτωχών. «Θησαύρισε για τον εαυτό σου θησαυρούς που αποθηκεύονται στους ουρανούς». «Όσα κα­τατίθενται εκεί ούτε ο σκόρος τα τρώει, ούτε σαπίζουν, ούτε ληστεύονται».
Αλλά τότε θα δώσω, στους αναγκεμένους, μας υπογραμμίζει ο πλεονέκτης πλούσιος, ό­ταν γεμίσω τις δεύτερες αποθήκες μου.

Βλέπω πως έχεις προδιαγράψει ότι η ζωή σου σ' αυτή τη γη θα είναι μακροχρόνια. Κύτταξε να μη σε προλάβει Εκείνος που προσδιο­ρίζει τη ζωή του καθενός και θέτει τις ημερο­μηνίες λήξεως. Και φυσικά η υπόσχεσή σου αυτή δεν είναι απόδειξη της αγαθότητας της καρδιάς σου, αλλά της πονηρίας σου. Διότι υπόσχεσαι, όχι για να δώσεις στους άλλους από τα αγαθά σου, αν θα κτίσεις μεγαλύτε­ρες αποθήκες, αλλά για να αποφύγεις το πα­ρόν. Τί σε εμποδίζει λοιπόν να δώσεις τώρα κάτι από τα πολλά σου αγαθά; Δεν υπάρχουν φτωχοί έξω από την πόρτα σου; Δεν είναι γε­μάτες οι αποθήκες σου; Δεν είναι επηγγελμένη η ανταπόδοση και η Χάρη που θα λάβεις; Δεν είναι ξεκάθαρη η υπόσχεση του Κυρίου;
Ο πεινασμένος σβήνει από την πείνα. Ο γυμνός ξεπαγιάζει από το κρύο. Ο οφειλέτης πεθαίνει από το άγχος και συ αναβάλλεις για αύριο τη συμπαράστασή σου προς αυτούς;

Ακου τον προφήτη Σολομώντα που λέει: «Μην πεις στον φτωχό, πήγαινε τώρα και έλα αύριο και τότε θα σου δώσω». Διότι «δεν γνωρίζεις τι τέξεται η επιούσα».
Αδελφέ μου, ποιά παραγγέλματα κατα­φρονείς, με το να κλείνεις τ' αυτιά σου, εξαι­τίας τής φιλαργυρίας και της πλεονεξίας; Πό­ση μεγάλη χάρη κι ευγνωμοσύνη έπρεπε να χρωστάς στον Ευεργέτη σου! Πόσο έπρεπε να είσαι χαρούμενος και ευχαριστημένος που δεν βρίσκεσαι στη θέση να χτυπάς τις πόρτες άλ­λων, αλλά οι άλλοι χτυπούν τη δική σου για βοήθεια. Παραταύτα, είσαι κατσούφης και απλησίαστος, αποφεύγεις τις συναντήσεις μή­πως και αναγκασθείς να δώσεις κάτι με τα χέ­ρια σου. Μία λέξη ξέρεις: Δεν έχω. Δεν δίνω. Είμαι φτωχός!
Πραγματικά είσαι φτωχός και ενδεής από κά­θε αγαθό. Είσαι φτωχός από αγάπη. Φτωχός από φιλανθρωπία. Φτωχός από πίστη και εμπιστο­σύνη στον Θεό. Φτωχός από ελπίδα αιώνια.
Κάνε συμμέτοχους τους αδελφούς σου στα σιτηρά σου. Αυτό που αύριο σαπίζει, δώσ' το σήμερα σ' αυτόν που τό ‘χει ανάγκη. Η χει­ρότερη μορφή πλεονεξίας είναι το να μη δίνει κανείς στους αναγκεμένους ούτε αυτά που ούτως ή άλλως φθείρονται.

7. Και ποιόν αδικώ, λέει ο πλεονέκτης πλού­σιος, με το να ενδιαφέρομαι για την περιου­σία μου;
Αλήθεια; Αλλά πές μου, ποιά είναι η περι­ουσία σου, ποιά είναι τα δικά σου; Από πού τα έλαβες και τα έφερες στη ζωή; Πραγματι­κά, συμπεριφέρονται πολλές φορές οι πλού­σιοι όπως κάποιος που πιάνει θέση στο θέα­τρο, για να έχει καλή θέα, και έπειτα εμποδί­ζει τους μετέπειτα εισερχόμενους να βρουν κι αυτοί κάποια θέση, δικαίωμα που είναι κοι­νό για όλους. Δηλαδή καταλαμβάνουν οι πλούσιοι τα κοινά αγαθά, τα ιδιοποιούνται, μόνο και μόνο επειδή έτυχε να έλθουν στα χέρια τους πριν από τους άλλους.
Είναι αληθινό πως, αν ο καθένας κρατούσε αυτό που του χρειαζόταν, για να ικανοποιή­σει τις ανάγκες του, και το περίσσευμα το έδι­νε σε όσους το είχαν ανάγκη, τότε δεν θα υ­πήρχε κανένας φτωχός.

Δεν βγήκες γυμνός από την κοιλιά τής μη­τέρας σου; Δεν θα επιστρέψεις πάλι γυμνός στη γη; Κι αυτά που έχεις τώρα από πού τα έχεις; Αν μου πεις ότι τα έχεις από την τύχη, είσαι άθεος, διότι δεν αναγνωρίζεις τον Δημιουργό , ούτε ευχαριστείς τον Δωρεοδότη. Αν όμως παραδέχεσαι ότι τα έλαβες από τον Θεό, πες μου το λόγο για τον οποίο τα έλαβες. Μή­πως ο Θεός είναι άδικος και μοιράζει σε μας άνισα όσα χρειαζόμαστε σ' αυτή τη ζωή; Για­τί εσύ να είσαι πλούσιος και εκείνος να είναι φτωχός; Για κανένα άλλο λόγο, παρά για να αποδειχθείς εσύ καλός οικονόμος και να λά­βεις τη Χάρη και τον μισθό τής καλής διαχειρήσεως και της πονετικής καρδιάς σου προς τους αδελφούς. Και εκείνος, ο φτωχός, για να τιμηθεί με τα μεγάλα έπαθλα της υπομονής που θα καταθέσει, λόγω της έλλειψης των αναγκαίων.
Εσύ όμως τα περιέλαβες όλα τα αγαθά στους ακόρεστους κόλπους της πλεονεξίας και νομίζεις ότι κανέναν δεν αδικείς, ενώ τό­σους και τόσους αποστερείς και δεν δίνεις τί­ποτα σε κανέναν.

Ποιός θεωρείται πως είναι πλεονέκτης; Αυ­τός που δεν μπορεί να παραμείνει στην αυτάρ­κεια.
Ποιός είναι ο άρπαγας; Αυτός που αφαι­ρεί από τον καθένα εκείνα που του ανήκουν.
Δεν είσαι λοιπόν εσύ ο πλεονέκτης; Δεν εί­σαι εσύ ο άρπαγας, όταν οικειοποιείσαι όλα τα πλούτη που σου δόθηκαν, με σκοπό να τα διαχειρισθείς και να τα οικονομήσεις με πνεύ­μα αγάπης; Ή αυτόν που απογυμνώνει τον ντυμένο, ο οποίος φοράει πλούσια ρούχα, θα τον ονομάσουμε λωποδύτη, ενώ εκείνον που δεν ντύνει τον γυμνό, ενώ μπορεί να το κάνει, θα του δώσουμε άλλο όνομα;
Το ψωμί που κρατάς εσύ στα χέρια σου και το αποθηκεύεις, ανήκει σ' αυτόν που πεινά. Τα ρούχα που φυλάς στις ντουλάπες και στις ιματιοθήκες, είναι εκείνου που είναι γυμνός. Τα παπούτσια τα περίσσια είναι του ξυπόλυτου. Τα χρήματα που τα συγκεντρώνεις και τα κρύβεις στα βάθη της γης, είναι αυτού που τα χρειάζεται. Επομένως τόσους αδικείς, ό­σους μπορούσες να ευεργετήσεις!

8. Καλά είναι τα λόγια, λέει ο πλούσιος, αλλά καλύτερος είναι ο χρυσός!
Αδελφοί μου, μοιάζει σαν να μιλάω στο κε­νό. Αισθάνομαι σαν κι αυτούς που κάνουν δια­λέξεις περί εγκράτειας στους πόρνους και στους ακόλαστους. Διότι αυτοί, όταν, στις ομι­λίες αυτές, διαβάλλεται και κατηγορείται μια πόρνη, φέρνουν στη μνήμη τους τις σχέσεις που είχαν μαζί της και φλέγονται από την επι­θυμία.
Πώς να σου καταστήσω γνωστά τα βάσα­να του φτωχού, για να καταλάβεις επιτέλους από πόσους μεγάλους και αβάσταχτους πό­νους θησαυρίζεις μόνο και μόνο για τον εαυ­τό σου;

Αλήθεια, πόσο μεγάλος και σπουδαίος θα σου φανεί την ημέρα της Κρίσεως ο λόγος του Κυρίου που λέει: «Ελάτε οι ευλογημένοι του Πατέρα μου, κληρονομήστε τη Βασιλεία, η ο­ποία είναι ετοιμασμένη για σας από καταβολής κόσμου. Διότι πείνασα και μου δώσα­τε να φάω, δίψασα και μου δώσατε να πιω, γυμνός ήμουνα και με ντύσατε». Και πόσο μεγάλη φρίκη και ιδρώτας και σκοτάδι θα σε περιβάλει όταν ακούσεις την καταδικαστική απόφαση και προτροπή: «Φύγετε μακριά από μένα καταραμένοι, πηγαίνετε στην αιώνια φω­τιά, που έχει ετοιμασθεί για τον διάβολο και τους αγγέλους του. Διότι πείνασα και δεν μου δώσατε να φάω, δίψασα και δεν με ποτίσατε, γυμνός ήμουνα και δεν μου δώσατε ένα ρούχο να ντυθώ». Διότι εκεί, στη Βασιλεία του Θεού, δεν εγκαλείται μόνο ο άρπαγας, αλλά καταδικάζεται και εκείνος που δεν έσκυψε να δει τις ανάγκες του πλησίον και αδελφού του.

Εγώ λοιπόν σου είπα όσα νόμιζα ότι συμ­φέρουν την ψυχή σου. Εσύ, αν όλα αυτά τα εγκολπωθείς και τα πιστέψεις, είναι ολοφάνε­ρες οι ευλογίες και οι χάριτες που θα λάβεις. Αν πάλι παρακούσεις, αναφέρεται στην Αγία Γρα­φή και η εξέλιξη και το κατάντημα που θα έχεις.

Εύχομαι να αποφύγεις αυτή την απειλητι­κή εμπειρία. Και θα την αποφύγεις, αν πά­ρεις καλές αποφάσεις. Έτσι, ο ίδιος ο πλούτος θα σου γίνει λύτρο και θα λάβεις τα ουράνια αγαθά που έχουν ετοιμασθεί για σένα, με τη Χάρη Εκείνου που όλους μας κάλεσε στη Βα­σιλεία Του, στον Οποίο ανήκει η δόξα και η δύναμη στους απέραντους αιώνες. Αμήν.

(*) Αναφέρεται εδώ ο Αγιος στο απάνθρωπο δουλεμπόριο που επικρατούσε την εποχή εκείνη. Φέρνει στο λόγο του αυτό το ανατριχιαστικό παράδειγμα του πατέρα που, λόγω φοβερής φτώχειας, αναγκάζεται να πουλήσει τα σπλάγχνα του, τα παι­διά του, στους πλούσιους της εποχής του, οι οποίοι δεν αντιλαμ­βάνονται τι συμβαίνει στο σπίτι και στην καρδιά του φτωχού. Και το κάνει αυτό ο Αγιος, μόνο και μόνο για να δείξει πόση σκληρότητα, θηριωδία και αναλγησία δημιουργεί στην ψυχή μας η πλεονεξία. Είναι, όπως λέει ο ιερός Χρυσόστομος «χαλεπόν το πάθος και δεινόν το νόσημα» (Ρ.G. 60, 523). Πραγ­ματικά, η πλεονεξία παραδίδει την ψυχή μας στον διάβολο. Θεωρείται και είναι «η ακρόπολη των παθών» (Λέοντος Σο­φού: Εγκώμιον εις τον Αγ. Ιωάννην Χρυσόστομον Ρ. G. 107, 252).


Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2013

Οἱ Ἅγιοι Γεννάδιος καὶ Μάξιμος Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως (17 Νοεμβρίου)




«Πολλοὶ τὸν πλοῦτον ἐμίσησαν, τὴν δὲ δόξαν οὐδείς» λένε κι ἐπαναλαμβάνουν
συνήθως οἱ ἄνθρωποι, σὰν θέλουν νὰ τονίσουν τὴν τεράστια δύναμη ποὺ τὰ
κοσμικὰ μεγαλεῖα καὶ ἡ ἀγάπη τῆς δόξας ἔχουν πάνω στὴν ἀνθρώπινη καρδιά.
Καὶ ὅμως ὁ Ἅγιος Γεννάδιος, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἀγάπησε μὲ
τὴν ψυχή του, ξεπέρασε τὸ μεγάλο καὶ ἀχόρταστο τοῦτο πάθος καὶ νίκησε.
Μιὰ γρήγορη ματιὰ στοὺς πιὸ σημαντικοὺς σταθμοὺς τῆς ζωῆς του θὰ μᾶς τὸ
ἀποδείξει. Ἀλλὰ καὶ μία προσεκτικὴ μελέτη τούτων θὰ μᾶς βοηθήσει νὰ
ἐκτιμήσουμε περισσότερο τὸ ψυχικὸ μεγαλεῖο του.


Ποιὰ ἦταν ἡ ἰδιαίτερη πατρίδα τοῦ Ἁγίου δὲν γνωρίζουμε οὔτε καὶ ποιὰ ἡ
καταγωγή του. Ἐκεῖνο, ποὺ γνωρίζουμε εἶναι, πὼς αὐτὸς ἤκμασε στὰ
τελευταῖα χρόνια τῆς βασιλείας τοῦ αὐτοκράτορα Λέοντος Α’ τοῦ γνωστοῦ
καὶ μὲ τὸ ἐπώνυμο τοῦ Μακέλλη (457 – 474 μ.Χ.).
Ἐπίσης ὅτι ἦταν σύγχρονος τῶν μεγάλων ἀσκητῶν Δανιὴλ τοῦ Στυλίτη, ποὺ ἔζησε τριάντα τρία χρόνια πάνω σ’ ἕναν στυλό, καὶ τοῦ Ἀνδρέα τοῦ διὰ Χριστὸν Σαλοῦ.
 Ὁ σεμνὸς ἐγκωμιαστής του, ὁ γλυκύτατος τῆς Κύπρου Ἅγιος, ὁ μακάριος
Νεόφυτος ἀναφέρει πὼς ὁ «γενναῖος Γεννάδιος ἣν πρεσβύτερος τῆς μεγάλης
Ἐκκλησίας».
Καὶ ἀκόμη πὼς στὴν ἕδρα τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας, τὴν
ξακουστὴ Πόλη ὅπου ζοῦσε ἀπὸ νωρὶς διακρίθηκε γιὰ τὴν ταπεινοφροσύνη καὶ
τὴ σεμνότητα τοῦ βίου του, μὰ καὶ τὴ μεγάλη του ἐξυπνάδα καὶ ἀρετή.
Τὸ παράδειγμα τῆς ζωῆς τῶν ἁγίων πατέρων καὶ ὁσίων της Ἐκκλησίας μας ποὺ
παρακολουθοῦσε καὶ μὲ προσοχὴ μελετοῦσε, πολὺ τὸν συγκινοῦσε καὶ μὲ πόθο
βαθὺ ἀγωνιζόταν νὰ τὸ μιμηθεῖ. Ἡ ψυχή του φλεγόταν ἀπὸ τὴν ἱερὴ
ἐπιθυμία νὰ ἀφιερωθεῖ καὶ αὐτὸς στὸν Θεὸ καὶ νὰ βαδίσει τὸν δρόμο ποὺ
ὁδηγεῖ στὴν ἠθικὴ τελειότητα.
Τὸ εὐαγγελικὸ «ἔσεσθε οὒν ὑμεῖς τέλειοι, ὥσπερ ὁ Πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς τέλειος ἐστίν» (Ματθ. ε’ 48), δηλαδὴ ἀγωνισθεῖτε νὰ γίνετε τέλειοι, ὅπως τέλειος εἶναι κι ὁ Πατέρας σας ὁ οὐράνιος, κυκλοφοροῦσε διαρκῶς καὶ ἔντονα στὴν σκέψη του. Καὶ τὸν συγκινοῦσε. Καὶ τὸν γοήτευε. Καὶ τὸν παρορμοῦσε νὰ εἶναι προσεκτικὸς καὶ ν’ ἀγωνίζεται σκληρά, γιὰ νὰ προχωρεῖ κάθε μέρα καὶ πιὸ πετυχημένα στὴν
καλλιέργεια τοῦ χαρακτήρα του. Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα τῶν κόπων καὶ τῶν
προσπαθειῶν του παρουσιαζόταν κάθε τόσο καὶ πιὸ πλούσιο σ’ εὐλογίες.
Ἡ προκοπή του στὴν ἄσκηση μεγάλωνε σταθερὰ καὶ ἡ ἀρετή του σὰν πολύεδρο
διαμάντι σκορποῦσε γύρω καὶ παντοῦ τὴν λάμψη καὶ τὴν μαρτυρία μίας
λαμπρῆς καὶ ζηλευτῆς πολιτείας. Μίας πολιτείας τόσο ὑπέροχης, ὥστε ὁ
χρονογράφος Εὐφραίμιος νὰ τὸν χαρακτηρίζει «τύπον εὐσέβειας καὶ παντὸς
κάλου».
Αὐτὴ ἡ λάμψη τῆς ἀρετῆς του ποὺ ἀκτινοβολοῦσε τὸν ὑπέροχο χαρακτήρα του
καὶ τὴν ἐξαίρετη ἀνθρωπιά του, ἔγινε αἰτία, (ὥστε Βασιλιὰς καὶ Σύγκλητος
καὶ κλῆρος καὶ λαὸς σ’ αὐτὸν νὰ στραφοῦν μόλις πέθανε ὁ τότε Πατριάρχης
Ἀνατολίας, καὶ αὐτὸν νὰ ὑποδείξουν καὶ νὰ καλέσουν ὡς τὸν μόνο
κατάλληλο, γιὰ ν’ ἀναλάβει στὰ στιβαρὰ χέρια του τὸ πηδάλιο τῆς
χειμαζόμενης Ἐκκλησίας. Καὶ δικαιώθηκαν.
Στὴν ἅγια μορφὴ τοῦ ἱεροῦ Γενναδίου ὁ πιστὸς λαὸς τῆς Βασιλεύουσας βρῆκε
τὸν ἄξιο καὶ στοργικὸ ποιμένα του. Γιὰ δέκα τρία χρόνια καὶ δυὸ μῆνες
(458 – 471) ὁ συνετὸς καὶ φλογερὸς Ἱεράρχης ἀνέλαβε καὶ διεξήγαγε ἕνα
σταθερὸ καὶ ἀσταμάτητο ἀγώνα γιὰ τὴν πνευματικὴ ἄνοδο τοῦ ποιμνίου του,
τὴν φύλαξή του ἀπὸ τὶς αἱρέσεις καὶ τὴν προσήλωσή του στὴν ὀρθὴ πίστη
τῶν Πατέρων. Στὸ πρόσωπό του εἶδαν καὶ βρῆκαν ὅλοι τὸν ἀκούραστο καὶ
ἄγρυπνο πατέρα, ποὺ ἤξερε νὰ ἀναλίσκεται σὰν λαμπάδα γιὰ νὰ φωτίζει μὲ
τὸ παράδειγμά του, νὰ θερμαίνει μὲ τὴν ἀγάπη του καὶ νὰ γλυκαίνει μὲ τὰ
λόγια καὶ τὶς περιποιήσεις του τὸν πόνο τοῦ λαοῦ του.
Τὸ χριστιανικὸ καὶ βιβλικὸ κήρυγμά του ἀπευθυνόταν πρὸς ὅλους. Καὶ ἦταν
ἄλλοτε εἰρηνικὸ καὶ γαλήνιο κι ἄλλοτε ἐλεγκτικό: Εἰρηνικὸ καὶ γαλήνιο
πρὸς τὸν πιστὸ καὶ ἀφοσιωμένο λαό, ποὺ μὲ δίψα ἔτρεχε ν’ ἀκούσει καὶ νὰ
ὠφεληθεῖ ἀπὸ τὰ λόγια οἰκοδομῆς καὶ παρηγοριᾶς, ποὺ τοῦ πρόσφερε ὁ
φιλόστοργος πατέρας. Ἐλεγκτικὸ καὶ αὐστηρὸ σ’ ἐκείνους ποὺ παρανομοῦσαν,
ὁποιοιδήποτε καὶ ἂν ἦταν αὐτοί, καὶ ζητοῦσαν νὰ κατασκανδαλίσουν τὸν
ἀθῶο καὶ πονεμένο λαό.
Ἡ μέριμνα καὶ ἡ φροντίδα του γιὰ τὸ ποίμνιό του τὸν συνεῖχε μέρα καὶ
νύχτα. Ἡ διακήρυξη τοῦ θείου Παύλου «τὶς ἀσθενεῖ καὶ οὐκ ἀσθενῶ; τὶς
σκανδαλίζεται, καὶ οὐκ ἐγὼ πυροῦμαι» (Β’ Κοριν. ια’ 29), ἦταν καὶ δική
του. Πολλὲς φορὲς ὁ ὕπνος ἀρνιόταν νὰ τὸν ἐπισκεφθεῖ καὶ νὰ κλείσει τὰ
βλέφαρά του, σὰν θυμόταν πὼς μερικὰ ἀπὸ τὰ πνευματικὰ παιδιά του δὲν
εἶχαν τὸ ἀνάλογο φόρεμα τῆς πίστεως καὶ τῆς χριστιανικῆς ἐλπίδος καὶ
ἀγάπης.
Ἢ σὰν ἄκουε πὼς κάποιος αἱρετικὸς εἶχε γλιστρήσει ἀνάμεσα στοὺς
χριστιανούς του καὶ ἀπειλοῦσε νὰ τοὺς παρασύρει καὶ τοὺς ἀποκόψει ἀπὸ
τὴν μάνδρα τῆς Ὀρθοδοξίας. Γνώριζε ὁ ἄγρυπνος καὶ πολύπειρος ἱεράρχης,
πὼς ὁ χρόνος ποὺ πέρασε εἶχε σκορπίσει πολλὰ ξένα σώματα στὸ καθαρὸ καὶ
ἄδολο χρυσάφι τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ.
Οἱ αἱρετικοὶ μὲ πεῖσμα καὶ φανατισμό, μὰ καὶ ἔντεχνα εἶχαν κατορθώσει ἀπὸ καιρὸ νὰ σπείρουν τὰ ζιζάνια τῆς πλάνης τους στὸν ἀγρὸ τῆς «μίας, ἁγίας, καθολικῆς καὶ
ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας». Ὅμως ὁ φρόνιμος καὶ φιλόπονος οἰκονόμος τῶν
Μυστηρίων τοῦ θεοῦ, ποὺ εἶχε βαθιὰ ἐπίγνωση τῆς ἀποστολῆς καὶ τῶν
ὑποχρεώσεών του ἔναντι τῶν ψυχῶν τοῦ ποιμνίου του, ἀκούραστος πάντα καὶ
μὲ ζῆλο ἀποστολικὸ δίδασκε κάθε μέρα καὶ νουθετοῦσε τὸν λαό του στὴν
ὀρθὴ πίστη. Ὡς δόκιμος καὶ καλὸς γεωργὸς φρόντιζε νὰ περιποιεῖται καὶ νὰ
κρατᾶ τὸ «γεώργιόν» του μακριὰ ἀπὸ τὶς ἐπιβουλὲς τῶν κακῶν γεωργῶν, ποὺ
σὰν λύκοι μὲ ἔνδυμα προβάτου ἐρχόντουσαν νὰ σκορπίσουν τὰ ζιζάνια τῶν
αἱρέσεών τους στὸν ὀρθόδοξο χριστιανικὸ ἀγρό.
Τέτοιοι κακοὶ γεωργοὶ τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ὑπῆρξαν μαζὶ μὲ ἄλλους οἱ ὀπαδοὶ
τῆς παλαιᾶς αἱρέσεως τοῦ μονοφυσιτισμοῦ καὶ οἱ σιμωνιακοί. Ἡ λέξη
προῆλθε ἀπὸ κάποιο Σίμωνα μάγο. Αὐτός, ὅπως μᾶς ἀναφέρουν αἱ Πράξεις (η’
14 – 24), σὰν εἶδε ἐκεῖ στὴν Σαμάρεια ὅπου ζοῦσε τοὺς Ἀποστόλους Πέτρο
καὶ Ἰωάννη νὰ μεταδίδουν μὲ τὴν ἐπίθεση τῶν χειρῶν τους ἐπάνω στοὺς
νεοβαπτισθέντας χριστιανοὺς τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πλησίασε
καὶ πρόσφερε χρήματα πολλὰ στοὺς Ἀποστόλους, γιὰ νὰ δώσουν καὶ σ’ αὐτὸν
τοῦτο τὸ χάρισμα.
Στὴν πρότασή του, ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ἀπήντησε μὲ καυστικὴ δριμύτητα καὶ τὸν ἔδιωξε. Ἀπὸ τότε ὅσοι ζητοῦν μὲ χρήματα ν’ ἀγοράσουν τὴν δωρεὰ τοῦ Θεοῦ, καλοῦνται «σιμωνιακοί» καὶ ἡ πράξη τους «σιμωνία».
Οἱ πρῶτοι μὲ τρόπο ὕπουλο ἀγωνίζονταν νὰ νοθεύσουν τὸ ὀρθὸ
δόγμα. Οἱ δεύτεροι, γιὰ νὰ ἱκανοποιήσουν τὸ ἀχόρταγο πάθος τῆς
φιλαργυρίας τους, πωλοῦσαν καὶ ἀγόραζαν τὸ ἀτίμητο ἀξίωμα τῆς ἱεροσύνης
μὲ χρήματα.
Γιὰ τοὺς πρώτους, ὁ καλὸς ποιμένας ἀνέλαβε συνεχὲς κήρυγμά
των, γιὰ νὰ διαφωτίσει τὸ ποίμνιό του γιὰ τὴν ὀρθὴ θέση τῆς Ἐκκλησίας
ἀπέναντι στὴν αἵρεση αὐτή. Γιὰ τοὺς δεύτερους κυκλοφόρησε τὴν γνωστὴ
θεόσοφο Συνοδικὴ ἐγκύκλιο ἐπιστολή του μὲ τὴν ὁποία καταδικάζει τὴν
πράξη καὶ ἀπαγορεύει στοὺς ἐπισκόπους νὰ χειροτονοῦν κατόπιν πληρωμὴς
ἀναξίους ἐργάτες γιὰ τὸν ἀγρὸ τοῦ Κυρίου.
Ἡ ἐπιστολὴ αὐτὴ εἶναι στ’ ἀλήθεια ὑπέροχη, μὰ καὶ πολὺ αὐστηρή. Σ’ αὐτὴν
μεταξὺ ἄλλων ἀναφέρονται καὶ τοῦτα. «Ἡμεῖς ἐν τούτῃ τῇ νέᾳ Ρώμῃ καὶ
βασιλίδι μετὰ τῆς ἐνδημούσης ἡμῖν ἁγίας συνόδου ὁρίζομεν…, ὥστε δίχα
πάσης ἐπινοίας καὶ προφάσεως καὶ σοφίσματος τὴν ἀσεβῆ ταύτην νόσον καὶ
βδελυρὰν (ἐννοεῖ τὴν σιμωνία), παντελῶς ἐκκοπῆναι τῶν ἁγιωτάτων
ἐκκλησιῶν τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἀκαπηλεύτου καὶ καθαρὸς τῆς τοῦ χειροτονοῦντος
χειρὸς γινομένης, ἄνωθεν καὶ ἡ καθαρά του Ἁγίου Πνεύματος Χάρις
ἐπιφοιτώσα ἐκπληροὶ τὸν χειροτονούμενον, καὶ μὴ συστέλλεσθαι μᾶλλον ὡς
ἤδη διὰ χρημάτων τῆς χειρὸς μολυνθείσης δεῖ γὰρ τοὺς χειροτονοῦντας
ὑπηρέτας εἶναι τοῦ Πνεύματος καὶ μὴ πράτας τοῦ Πνεύματος καὶ χάριν εἶναι
τὴν χάριν καὶ μηδαμῶς μεσιτεύειν ἀργύριον. Διὸ ἔστω τοὶ νῦν καὶ ἔστω
ἀποκήρυκτος (ἀφορισμένος) καὶ πάσης ἱερατικῆς ἀξίας ἀλλότριος καὶ τὴν
κατάρα τοῦ ἀναθέματος ὑποκείμενος ὁ τεκτώμενος καὶ ὁ διδοὺς αὐτὴν (τὴν
ἱερατικὴ ἐξουσία) διὰ χρημάτων»… Λόγια φοβερά. Ἀλλὰ καὶ λόγια
ἀξιοπρόσεκτα. Ὑπηρέτες τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι οἱ ἐπίσκοποι ποὺ τελοῦν
τὶς χειροτονίες. Ὑπηρέτες καὶ ὄχι ἔμποροι…
Μεγάλη ὑπόθεση τὸ μυστήριό της ἱεροσύνης. Πολὺ μεγάλη. Ὅπως λέγει καὶ
κάποιος σύγχρονος θεολόγος, ξεχωριστὸς δάσκαλος τοῦ θείου λόγου καὶ
δόκιμος χειριστὴς τοῦ καλάμου. «Ἡ ἱεροσύνη δὲν εἶναι ἀξίωμα, ποὺ
προμηθεύει ματαίαν δόξαν δὲν εἶναι θέσις ποὺ ἐξασφαλίζει προσόδους δὲν
εἶναι ἐπάγγελμα βιοτικόν, ἀλλὰ κλῆσις τοῦ Χριστοῦ εἰς τὴν ὁποίαν καλεῖ
τοὺς ἀγαπώντας Αὐτόν. Εἶναι παρακαταθήκη ἱερά, τὴν ὁποίαν ἐμπιστεύεται
εἰς ἐκείνους, ποὺ ἀναλαμβάνουν τὸ βαρὺ καὶ κοπιῶδες αὐτὸ ἔργον εἰς
ἔνδειξιν τῆς πρὸς Αὐτὸν ἀγάπης».


Καὶ οἱ ἐκκλησιαστικοὶ ἄρχοντες, ὅπως λέγει ὁ ἴδιος, «εἶναι οἱ δοῦλοι οἱ διωρισμένοι ἀπὸ τὸν Χριστόν, καὶ καθιερωμένοι, διὰ νὰ κυβερνοῦν τὴν Ἐκκλησία. Νὰ τὴν κυβερνοῦν ὄχι ὡς ἀπόλυτοι δεσπόται, ἀλλὰ ὡς οἰκονόμοι, ὡς ὑπερούσιοι καὶ ἐξηρτημένοι ἐκ τοῦ Χριστοῦ ὄχι ὡς κύριοι, ἀλλὰ ὡς ὁδηγοὶ ὄχι διὰ νὰ χαράξουν νέους δρόμους εἴτε εἰς τὴν διδασκαλίαν, εἴτε εἰς τὴν διαγωγὴν καὶ ζωὴν τῶν
πιστῶν, ἀλλὰ διὰ νὰ τοὺς καθοδηγήσουν εἰς τὸν ἕνα καὶ μοναδικὸν δρόμον
ποὺ ἐχάραξεν ὁ Χριστός». Τὸν δρόμο ποὺ θὰ τοὺς ἐξασφαλίσει τὴν σωτηρία.
Ἔτσι εἶδαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τὴν ἱεροσύνη. Ἔτσι τὴν εἶδε καὶ ὁ
εὐλαβὴς ἱεράρχης. Κλήση Χριστοῦ. Διακονία χάριν τοῦ λαοῦ. Διακονία μέχρι
Θυσίας. Θυσίας ὄχι μόνον κόπων καὶ ὑλικῶν ἀγαθῶν, ἀλλὰ θυσίας καὶ αὐτῆς
τῆς ζωῆς τους γιὰ τὸ καλὸ τῶν χριστιανῶν.


Γιὰ τὸν πνευματικὸ ἐφοδιασμὸ τῶν χριστιανῶν ὁ ἀφοσιωμένος στὸ καθῆκον
ἱεράρχης ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀξιόλογη συγγραφική του παραγωγὴ φρόντισε καὶ
ἱδρύθηκε τοῦτο τὸν καιρὸ (463) στὴν Πόλη ἡ ξακουστὴ ἀργότερα Μονὴ τοῦ
Στουδίου καὶ ὁ πάνσεπτος ναὸς τῆς Θεοτόκου, ὁ γνωστός μας μὲ τ’ ὄνομα
Ναὸς τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς.
Γιὰ τοῦτο τὸν ναὸ οἱ δύο πατρίκιοι Γάλβιος καὶ Κάνδιδος ἔφεραν ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἐναπέθεσαν σ’ αὐτὸν τὴν ἱερὴ ἐσθήτα τῆς Θεομήτορος. Ἔτσι ὁ εὐσεβὴς λαὸς τῆς Βασιλίδος τῶν πόλεων μὲ τὴ βοήθεια καὶ τὸν ζῆλο τοῦ στοργικοῦ ποιμένα του ἐξασφάλιζε δύο ἀκόμη πολύτιμα μέσα πνευματικῆς καλλιέργειας καὶ ψυχικῆς ἀνατάσεως καὶ οἰκοδομῆς.


Ἡ ὑποχρεωτικὴ ὅμως ἀπὸ τὴ γόνιμη ἀρχιερατεῖα του προβολή, ἐντελῶς ξένη
πρὸς τὴν ἰδιοσυγκρασία του καὶ τὸν αὐστηρὸ τρόπο ἀσκήσεως μὲ τὸν ὁποῖο
ἤθελε νὰ ζεῖ ὁ καλὸς ποιμήν, τὸν ὁδήγησαν στὴν ἡρωικὴ ἀπόφαση νὰ
ἀνταλλάξει κάποτε τὴν αἴγλη καὶ τὰ μεγαλεῖα τοῦ προκαθημένου τῆς Μεγάλης
Ἐκκλησίας καὶ ἐπισκόπου τοῦ πρώτου θρόνου τῆς Οἰκουμένης μὲ τὴν ἁπλὴ
καὶ ἀθόρυβη ζωὴ τοῦ μονάχου.


Ἔτσι, ἀφοῦ κατὰ παραχώρηση Θεοῦ προαισθάνθηκε τὸ τέλος του, ἔσπευσε νὰ χειροτονήσει καὶ ν’ ἀφήσει γιὰ διάδοχό του στὸν πατριαρχικὸ θρόνο τὸν πρεσβύτερο Ἀκάκιο, ἄνθρωπο ἀναγνωρισμένης ἱκανότητος καὶ ἀρετῆς καὶ νὰ ἀποσυρθεῖ.
Φόρεσε τὸν δερμάτινο σάκο τοῦ ἀσκητῆ, ἔβαλε κατάσαρκα στὸ κορμί του σίδερα καὶ
ἀναχώρησε νύχτα ἀπ’ τὴν Πόλη. Μὲ συνοδὸ ἕναν εὐλαβὴ μοναχό, τὸν Νεῖλο,
τράβηξε γιὰ τοὺς Ἁγίους Τόπους. Ἐκεῖ ἀφοῦ εἶδε καὶ προσκύνησε τὸν φρικτὸ
Γολγοθᾶ καὶ τὸν Ζωοδόχο Τάφο προχώρησε γιὰ τὴν Κύπρο. Ἔφτασε στὴν Πάφο
καὶ χωρὶς καμιὰ χρονοτριβὴ ἀφῆκε ἐκεῖ τὸν συνοδό του Νεῖλο καὶ αὐτὸς
μόνος ξεκίνησε γιὰ τὸ ὄρος, ὅπου παλιὰ εἶχε στήσει τὴν ἀσκητική του
παλαίστρα ὁ γίγας τῆς μοναστικῆς ζωῆς, Ἰλαρίων ὁ Μέγας.


Ἡ ἀπόσταση ἀπ’ τὴν πόλη ἦταν μεγάλη. Κουρασμένος ὁ σεβάσμιος γέροντας
ἀπ’ τὰ χρόνια περπατοῦσε σιγά. Ἔτσι πρὶν νὰ φτάσει, ἄρχισε νὰ νυκτώνει
καὶ νὰ πέφτει χιονόνερο. Γιὰ νὰ φυλαχθεῖ ἀπ’ τὴν θύελλα, τάχυνε τὸ βῆμά
του πρὸς τὸ χωριὸ Κισσόπτερα, ποὺ εἶναι κοντὰ καὶ ζήτησε καταφύγιο σ’
ἕνα σπίτι στὸ ὁποῖο κατοικοῦσε μία χήρα μὲ τὰ δυὸ παιδιά της. Κτύπησε
τὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ πολλὲς φορές. Φώναξε, παρακάλεσε, μὰ κανένας δὲν
τοῦ ἄνοιξε. Ἀλήθεια! Τὸ ἀποτέλεσμα δὲν εἶναι δύσκολο νὰ τὸ συμπεράνουμε.
Ἀπὸ τὸ δυνατὸ κρύο ὁ Ἅγιος πάγωσε καὶ τὴ νύχτα ἐκείνη παρέδωκε τὸ
πνεῦμα. Τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωὶ τὸν βρῆκαν οἱ χωριανοὶ νεκρό. Τὴν ἄπονη δὲ
χήρα καὶ τὰ παιδιά της μισοπεθαμένους καὶ ξεπαγιασμένους.
Ἕνας ἀπὸ τὸ χωριὸ μετέφερε στὸν ἐπίσκοπο τῆς Πάφου τὸ μήνυμα. Καὶ ὁ
Ἐπίσκοπος Ὑπερόριος ἔστειλε ἕναν ἱερέα καὶ ἕναν λαϊκὸ μαζί, γιὰ νὰ
κανονίσουν τὰ τῆς ταφῆς τοῦ μοναχοῦ. Αὐτὴ τὴν ἐντύπωση ἔδινε ὁ νεκρὸς
ἱεράρχης.
Ὁ λαϊκὸς ποὺ ἔφτασε πρῶτος ἀνήγγειλε στοὺς ἐκεῖ παρευρισκομένους, τὸν ἐρχομὸ τοῦ ἱερέα τὸν ὁποῖο καὶ περίμεναν. Ὁ ἱερέας ὅμως, ὅταν ἔφτασε ἔξω ἀπὸ τὸ χωριό, ὅπου βρισκόταν ἡ βρύση τοῦ νεροῦ, ἀναγκάστηκε νὰ σταματήσει καὶ φοβισμένος νὰ γυρίσει πίσω, γιατί ἀντὶ τῆς βρύσης ἔβλεπε μπροστά του ἕνα μεγάλο καὶ ἀπέραντο ποταμό.


Σὲ λίγο ἄλλος ἀπεσταλμένος ἀπὸ τὸ χωριὸ ἔτρεξε πρὸς τὸν ἐπίσκοπο καὶ τοῦ ἀνέφερε, πὼς ὁ ἱερέας δὲν εἶχε πάει καὶ τοῦ ζήτησε νὰ ἐνδιαφερθεῖ γιὰ τὴν κηδεία τοῦ
μοναχοῦ. Τὴν στιγμὴ ἐκείνη προσῆλθε καὶ ὁ ἱερέας ποὺ εἶχε σταλεῖ καὶ
ἐξήγησε πὼς ὁ λόγος ποὺ δὲν πῆγε στὸ χωριὸ ἦταν ἡ ὕπαρξη ἐνὸς πολὺ
μεγάλου ποταμοῦ, ποὺ βρισκόταν μπροστὰ στὸ χωριό. Τὰ λόγια αὐτὰ κίνησαν
τὴν περιέργεια τοῦ Ἐπισκόπου, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ κάλεσε ὅλους τοὺς ἱερεῖς τῆς
πόλεως ξεκίνησε μ’ αὐτοὺς καὶ μὲ πλήθη λαοῦ πρὸς τὸ χωριό.


Πραγματικά, ὅταν ἔφτασαν κοντὰ στὴ βρύση τοῦ νεροῦ, εἶδαν μὲ μεγάλη ἔκπληξή τους ἀντὶ τῆς βρύσης ὄχι μόνο τὸν τεράστιο ποταμό, ἀλλὰ καὶ σκοτάδι πάνω ἀπ’
τὸ νερό. Ὁ Ἐπίσκοπος κατάλαβε, πὼς ὁ νεκρὸς γιὰ τὸν ὁποῖο τοῦ μίλησαν
δὲν μποροῦσε νὰ εἶναι ἕνας κοινὸς μοναχός, ἀλλὰ κάποιος μεγάλος Ἅγιος
καὶ ὅτι αὐτοὶ ἀπὸ ἀναξιότητα δὲν μποροῦσαν νὰ πλησιάσουν. Ὕστερα ἀπὸ
ἐκτενὴ καὶ κατανυκτικὴ παράκληση ὁ ποταμὸς ἐξαφανίστηκε, τὸ σκοτάδι
διαλύθηκε καὶ φάνηκε ἡ βρύση τοῦ νεροῦ. Αὐτὴν ὁ ἐπίσκοπος ὀνόμασε Ὅμορον
Ὕδωρ (δηλ. κοντινὸ νερό) τὸ γνωστὸ σήμερα μὲ τ’ ὄνομα Μωρὸν Νερόν.


Μετὰ τὴν ἐξαφάνιση τοῦ ποταμοῦ ὁ ἐπίσκοπος μὲ τοὺς ἱερεῖς καὶ τὸν λαὸ
προχώρησε πρὸς τὸ μέρος ποὺ βρισκόταν ὁ νεκρός. Σὰν ἔφτασε προσκύνησε μὲ
εὐλάβεια τὸ δερμοφόρο καὶ σιδηροφόρο σκήνωμα καὶ διέταξε νὰ φέρουν καὶ
νὰ βάλουν κοντὰ σ’ αὐτὸ τὴν ἀκίνητη καὶ μισοπαγωμένη χήρα μὲ τὰ παιδιά
της. Τότε ὁ εὐλαβὴς ἐπίσκοπος Ὑπερόριος γονάτισε μπροστὰ στὸ λείψανο καὶ
προσευχήθηκε. Ἀπὸ μέρους τῆς γυναίκας ζήτησε ἀπ’ τὸν ξένο μοναχὸ νὰ τὴν
συγχωρήσει καὶ νὰ τῆς χαρίσει πάλι τὴν ὑγεία της.


Τὸ θαῦμα ἔγινε. Ἡ μισοπεθαμένη γυναίκα καὶ τὰ παιδιά της ζωντάνεψαν στὴ
στιγμή. Κινήθηκαν, σηκώθηκαν, περπάτησαν. Μικροὶ καὶ μεγάλοι ξέσπασαν σὲ
φωνὲς καὶ μὲ δάκρυα χαρὰς δόξασαν τὸν Πανάγαθο Θεὸ καὶ τὸν ἄγνωστο Ἅγιό
του. Σὲ λίγο πλήθη λαοῦ ἀπ’ τὴν πόλη καὶ τὰ γειτονικὰ μέρη ποὺ ἄκουσαν
τὰ γενόμενα, ἄρχισαν νὰ καταφθάνουν στὸ μικρὸ χωριό, γιὰ νὰ ἰδοῦν καὶ νὰ
προσκυνήσουν τὸν θαυματουργὸ μοναχό. Ἀνάμεσα σ’ αὐτοὺς ποὺ ἦρθαν ἦταν
καὶ ὁ συνοδὸς τοῦ Ἁγίου, ὁ Νεῖλος.
Σκηνὴ πολὺ συγκινητικὴ διαδραματίστηκε τὴν ὥρα ποὺ αὐτὸς ἀντίκρισε τὸν νεκρὸ ἱεράρχη. Ἔπεσε πάνω στὸ ἅγιο λείψανο καὶ μὲ κλάματα καὶ φωνὲς θρηνοῦσε τὸν κύριό του. Ἔτσι ἀποκαλοῦσε τὸν νεκρό.


 Ὁ ἐπίσκοπος Ὑπερόριος κάλεσε ἰδιαίτερα τὸν Νεῖλο καὶ ζήτησε ἀπ’ αὐτὸν νὰ τοῦ πεῖ τὴν ταυτότητα τοῦ νεκροῦ. Ὁ μοναχὸς Νεῖλος ἀρνιόταν στὴν ἀρχή. Ὕστερα ὅμως τοῦ φανέρωσε τὸ μυστήριο:
Δέσποτά μου, τοῦ εἶπε, ὁ μοναχὸς αὐτός, ὁ ξένος καὶ ταπεινός, εἶναι ὁ
Γεννάδιος, ὁ ἄλλοτε ἀρχιεπίσκοπος τῆς Κωνσταντινουπόλεως.

Στὸ ἄκουσμα τοῦ ὀνόματος ὁ ἐπίσκοπος Ὑπερόριος σηκώθηκε καὶ βαθιὰ
συγκινημένος ἔδωσε ἐντολὴ νὰ ἑτοιμάσουν γιὰ τὸν νεκρὸ τὸ ἀνάλογο
φέρετρο. Ὕστερα, ἀφοῦ τοποθέτησαν ἐκεῖ τὸ ἅγιο λείψανο, μὲ ὕμνους καὶ
θυμιάματα, τὸ σήκωσαν καὶ μὲ λαμπάδες καὶ ἄλλην ἱερὴ δορυφορία τὸ
μετέφεραν γιὰ νὰ τὸ θάψουν στὴν ἐπισκοπή.


Μόλις οἱ ἄνθρωποι ποὺ κρατοῦσαν τὸ φέρετρο προχώρησαν καὶ ἔφτασαν ἐκεῖ ποὺ κτίσθηκε ἀργότερα ὁ ὁμώνυμος ναός, ἔνοιωσαν μεγάλη κούραση καὶ ἀπέθεσαν τὸ φέρετρο γιὰ νὰ ξεκουραστοῦν λίγο. Ὅταν ὕστερα δοκίμασαν νὰ τὸ σηκώσουν πάλι καὶ νὰ προχωρήσουν, στάθηκε ἀδύνατο. Τὸ φέρετρο δὲν μετακινεῖτο. Νόμιζε κανεὶς
πὼς εἶχε ριζώσει στὴ γῆ. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ τοὺς ἔκαμε νὰ καταλάβουν, πὼς ὁ
Ἅγιος ἤθελε στὸν τόπο ἐκεῖνο νὰ ταφεῖ. Αὐτὸ καὶ ἔγινε. Ἐκεῖ τὸν ἔθαψαν
καὶ ἐκεῖ ἀργότερα ἡ εὐλάβεια τῶν πιστῶν ἔκτισε ἕνα ναὸ στὴ μνήμη του.
Στὴν κηδεία τοῦ Ὁσίου πολλοὶ ἄρρωστοι ἔγιναν καλά. Καὶ γιὰ πολλοὺς
ἄλλους ὁ τάφος του στάθηκε πηγὴ ἰαμάτων. Εἰδικὰ ὁ Ἅγιος ἔλαβε τὴν χάρη
ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ θεραπεύει ὅσους ὑποφέρουν ἀπὸ κρυολογήματα καὶ ἀπὸ τὸν
βήχα, ἐπειδὴ καὶ αὐτὸς ἀπὸ τὸ πολὺ κρύο ἀπέθανε.


Ἂν καὶ ὁ Βηχιανὸς ἀναφέρεται μεταξὺ τῶν τοπικῶν ἁγίων τοῦ νησιοῦ μας,
μερικοὶ φρονοῦν ὅτι τὸ ὄνομα τοῦτο εἶναι μᾶλλον ἐπίθετο τοῦ Ἁγίου
Γενναδίου καὶ ὅτι ὁ Ἅγιος Βηχιανὸς καὶ ὁ Ἅγιος Γεννάδιος εἶναι ἕνα καὶ
τὸ αὐτὸ πρόσωπο. Ὁ Ἅγιος Βηχιανὸς καὶ Βησσιανὸς ἔχει ὡς κέντρο σεβασμοῦ
τὸ μικρὸ χωριὸ Ἀνάγια, ποὺ βρίσκεται 10 περίπου μίλια ΝΔ τῆς Λευκωσίας
καὶ τὴν Κισσοῦσα τῆς ἐπαρχίας Λεμεσοῦ. Τοιχογραφίες τοῦ Ἁγίου βρίσκουμε
σὲ ἐκκλησίες τῆς Γαλάτας, τοῦ Ἰδαλίου, Καλοπαναγιώτη κλπ. Φορητὲς
εἰκόνες στὰ Ἀνάγια, σὲ ναοὺς τῆς Λευκωσίας (Ἁγ. Σάββα, Τρυπιώτη), τῆς
Λάρνακος καὶ ἀλλαχοῦ.


Αὐτὴ μὲ ἁδρὲς γραμμὲς ὑπῆρξε ἡ ζωὴ καὶ ἡ δράση τοῦ μεγάλου τούτου τέκνου
τῆς Ἐκκλησίας μας. Ζωὴ ἀγωνιστική. Μὰ καὶ ζωὴ ταπεινοφροσύνης καὶ
θυσίας.


Ταῖς τοῦ Ἁγίου Γενναδίου πρεσβείαις Χριστέ, ὁ Θεὸς ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.


Τώρα ὡς πρὸς τὸν Πατριάρχη Μάξιμο, δὲν εἶναι ἐπαρκῶς καθορισμένο ποιὸς
ἀπὸ τοὺς Πατριάρχες Κωνσταντινὂυπόλεως, ποὺ φέρουν τὸ ὄνομα αὐτὸ εἶναι ὁ
Ἅγιος. Κατὰ πάσα πιθανότητα ὅμως, πρόκειται γιὰ τὸν Μάξιμο Γ’ (1476 –
1482). Αὐτὸς καταγόταν ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο καὶ ἐργάστηκε μὲ πολλοὺς
τρόπους γιὰ τὴν βελτίωση τῶν ἠθῶν. Ὁ ἴδιος μάλιστα, ἀκούραστα κάθε
Κυριακὴ δίδασκε στὸ λαὸ τὸν θεῖο λόγο.
(Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου αὐτοῦ, περιττῶς ἐπαναλαμβάνεται σ’ ὁρισμένους Συναξαριστὲς καὶ τὴν 20η Νοεμβρίου).




Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀρετῶν ταῖς ἰδέαις κατακοσμούμενος, τῆς Ἐκκλησίας ἐδείχθης Ἀρχιεράρχης
σοφός, καὶ ποιμὴν ἀληθινός, πάτερ Γεννάδιε, ὡς θεράπων τοῦ Χριστοῦ, καὶ
ὁσίων κοινωνός, ἐν πάσῃ δικαιοσύνη. Καὶ νῦν δυσώπει ἀπαύστως, ἐλεηθῆναι
τὰς ψυχὰς ἡμῶν.






ΑΓΙΟΣ ΜΑΤΘΑΙΟΣ Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΑΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ (16 Νοεμβρίου)

Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.


Ὁ Ἀπόστολος καὶ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος καταγόταν ἀπὸ τὴν Γαλιλαία. Προτοῦ γίνει μαθητὴς τοῦ Κυρίου ἀσκοῦσε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ τελώνη καὶ ὀνομαζόταν Λευΐ.

Μία μέρα καὶ ἐνῶ καθόταν στὸ τελωνεῖο του, ἔξω ἀπὸ τὴν Καπερναοῦμ, τὸν πλησίασε ὁ Ἰησοῦς καὶ τοῦ ζήτησε νὰ τὸν ἀκολουθήσει. Ὁ Ματθαῖος ὑπάκουσε καὶ δέχθηκε τὸν Κύριο στὴν οἰκία του, ὅπου παρέθεσε γεῦμα σὲ Αὐτὸν καθὼς καὶ σὲ πολλοὺς τελῶνες, μὲ τοὺς ὁποίους ὁ Ἰησοῦς συζήτησε καὶ συνέφαγε, ἐνέργεια γιὰ τὴν ὁποία κατηγορήθηκε ἀπὸ κάποιους Φαρισαίους. Ὅταν ὁ Κύριος πληροφορήθηκε τὶς κατηγορίες ἀπάντησε ὡς ἑξῆς: «Δὲν ἦρθα γιὰ νὰ καλέσω τοὺς δικαίους, ἀλλὰ τοὺς ἁμαρτωλοὺς σὲ μετάνοια».

Ἔκτοτε ὁ Ματθαῖος ὑπῆρξε μαθητὴς καὶ Ἀπόστολος τοῦ Κυρίου. Ἔπειτα ἀπὸ τὴν ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὁ Ματθαῖος ἀνέλαβε νὰ κηρύξει τὸν λόγο τοῦ Κυρίου στοὺς Πάρθους καὶ στοὺς Μήδους. Κατὰ τὴν ἐκτέλεση τοῦ ἱεραποστολικοῦ ἔργου, ὁ Ματθαῖος, ἐπιτέλεσε πλῆθος θαυμάτων.

Ὡς εὐαγγελιστὴς ἔχει σύμβολο ἕναν φτερωτὸ ἄνθρωπο. Στὸ ἀνεκτίμητης ἀξίας ἔργο του περιλαμβάνεται καὶ ἡ συγγραφὴ τοῦ πρώτου Εὐαγγελίου τῆς Καινῆς Διαθήκης.

Ήταν ο πρώτος καιρός της δημόσιας δράσης του Κυρίου μας. Γύρω από την Καπερναούμ αλλά και μέσα στην πόλη αμέτρητες ήταν οι θαυματουργίες, σαγηνευτικές οι διδαχές Του.

Στην παραλία της λίμνης, που δρόσιζε την πόλη εκείνη, είχε καλέσει τους πρώτους μαθητές Του. Ήταν ψαράδες, κι άφησαν ολοπρόθυμα τα δίχτυα τους για χάρη Του. Ανδρέας και Πέτρος. Ιάκωβος και Ιωάννης.
Στην ίδια παραλία λίγο καιρό αργότερα συνάντησε ο Κύριος μας έναν τελώνη, Λευΐς ήταν το όνομά του. Είχε το τραπέζι του έξω, πλάι στο δρόμο, κι όποιοι έμποροι περνούσαν, φερμένοι απ’ την Αραβία ή την Μεσοποταμία απ’ το δρόμο των Βόστρων, έπρεπε να εισπράξει απ’ αυτούς τους κανονισμένους δασμούς. Καθισμένος, λοιπόν, ο Λευΐς στο γραφείο του έγραφε, υπολόγιζε, έπαιρνε τα χρήματα, επέστρεφε «ρέστα», βουτηγμένος στις έγνοιες και τη βιοπάλη.

Ώσπου, εμπρός του είδε τον Διδάσκαλο. Ήρεμο, ολοφώτεινο, με βλέμμα διεισδυτικό.
-Θέλω να έρθεις κοντά μου, του είπε λιτά. «Ακολούθει μοι».
Ο Λευΐς αναρρίγησε. Τον γνώριζε τον Διδάσκαλο. Κι απ’ τη μεγάλη φήμη Του, κι από κάποιες διδασκαλίες Του, που είχε παρακολουθήσει, ίσως κι απ’ τον Ιορδάνη, όταν Εκείνος βαπτίσθηκε, διότι ξέρουμε ότι κοντά στον Τίμιο Πρόδρομο είχαν προστρέξει και πολλοί «τελώναι» κι εκείνος τους συμβούλευε να είναι τίμιοι και δίκαιοι κι όχι φιλάργυροι και πλεονέκτες (Λουκ. γ΄12-13).

Τώρα, λοιπόν, ένοιωθε να τον πλημμυρίζει μεγαλείο. Σηκώθηκε αμέσως απ’ το κάθισμα να δείξει σεβασμό, να φανερώσει ψυχή πειθαρχημένη. Δε ζήτησε παράταση χρόνου να το σκεφτεί. Πώς θα άφηνε οριστικά μια τόσο ζηλευτή θέση; Δεν ζήτησε καν προθεσμία, για να παραδώσει τον τρέχοντα λογαριασμό στον προϊστάμενό του. Προφανώς έκανε γρήγορα νόημα σε κάποιον συνάδελφό του να κάτσει στη θέση του και είπε αποφασιστικά «συνέχισε τη δουλειά, σε παρακαλώ. Εγώ φεύγω. Για πάντα. Διαβίβασε και στον Αρχιτελώνη την απόφαση μου. Παραιτούμαι».

Κι έτσι εγκατέλειψε τα πάντα μονομιάς κι ακολούθησε το Διδάσκαλό του.
Μα η χαρά και ο ενθουσιασμός δεν τον ξελόγιασαν. Γεμάτος σύνεση και με ζήλο έβαλε σε ενέργεια αμέσως μια έμπνευσή του. Προσκάλεσε τον Κύριο στο σπίτι του για δείπνο. Τον παρακάλεσε να γιορτάσουν μαζί εκείνο το νέο ξεκίνημά του.
Κι έστειλε μήνυμα σε όλους τους συναδέλφους του, να ’ρθούνε στο πανηγύρι, να μάθουν επίσημα την απόφασή του και πιο πολύ να γνωρίσουν τον θείο Λυτρωτή.
Και πραγματικά ήρθαν.

Ήρθαν πολλοί. Γέμισε το σπίτι. Γέμισε το τραπέζι γύρω από τον Διδάσκαλο. Κι εκείνος συμβούλευε, παρακινούσε στο αγαθό, προέτρεπε στην αρετή, θύμιζε πόση αξία έχει η ψυχή, τόνιζε τη μεγάλη κλήση του ανθρώπου να γίνει «υιός Υψίστου». Κι ο Λευΐ πλάι Του ολόχαρος δήλωνε τη μεταστροφή του, δήλωνε την απόφασή του ν’ ακολουθήσει Εκείνον ολοκληρωτικά, να απαρνηθεί το χρήμα, για να υπηρετήσει την Αλήθεια, το Θεό. Κι αντί ν’ αρπάζει βάναυσα απ’ το λαό τους φόρους, να προσφέρει απλόχερα θεία Χάρη, θείο λόγο παρήγορο κι ενθαρρυντικό, θαύματα, θεραπείες. Κάθε πνευματικό θησαυρό. Κι άλλαξε εκεί το όνομά του πλέον ο Χριστός, κι από Λευΐ τον ονόμασε Ματθαίο, δηλαδή Θεοδώρητο, γιατί δώρο Θεού θα γινόταν για τον κόσμο, Απόστολος και Ευαγγελιστής. Κι έφθασε να κηρύττει μέχρι τους Πάρθους και τους Μήδους, θυσιάζοντας τελικά και τη ζωή του για την αγάπη του Χριστού μας.

Αγνή ψυχή ο Άγιος ένδοξος Ευαγγελιστής Ματθαίος. Τα άφησε όλα σε μια στιγμή. Κι έγινε κήρυκας, Ιεραπόστολος Ιησού Χριστού και ομολογητής. Στους φίλους, τους γνωστούς, τους συναδέλφους πιθανότατα και στους πελάτες του και στους εμπόρους.
Δυνατή ψυχή, ευλογημένη. Γι’ αυτό και τόσο τον τίμησε και τον δόξασε ο Χριστός.

Ας πάρουμε παράδειγμα όλοι μας, να δείχνουμε τέτοιον ώριμο ενθουσιασμό για τον Χριστό μας. Να Τον ακολουθούμε ολοπρόθυμα όπου Εκείνος μας καλεί. Και να φέρνουμε όλους τους φίλους μας κοντά Του.
Γιατί Εκείνος είναι φίλος συμπαθής σε κάθε αμαρτωλό, ξεστρατισμένο, πονεμένο, κι είναι γιατρός που θεραπεύει όλες τις κρυφές και φανερές πληγές του ανθρώπου. Και οδηγεί κάθε καλοπροαίρετη ψυχή στο φως, στην αρετή, στο λυτρωμό, στην αγιότητα, στη δόξα.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ'. Θείας πίστεως.
Θείας ἤκουσας, φωνῆς τοῦ Λόγου, καὶ τῆς πίστεως, τὸ φῶς ἐδέξω, καταλείψας τελωνείου τὸν σύνδεσμον ὅθεν Χριστοῦ τὴν ἀπόρρητον κένωσιν, εὐηγγελίσω Ματθαῖε Ἀπόστολε. Καὶ νῦν πρέσβευε, δοθήναι τοὶς σὲ γεραίρουσι, πταισμάτων ἱλασμὸν καὶ μέγα ἔλεος.




Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.

Τοῦ τελωνείου τὸν ζυγὸν ἀπορρίψας, δικαιοσύνης τῷ ζυγῷ προσηρμόσθης, καὶ ἀνεδείχθης ἔμπορος πανάριστος, πλοῦτον κομισάμενος, τὴν ἐξ ὕψους σοφίαν· ὅθεν ἀνεκήρυξας, ἀληθείας τὸν λόγον, καὶ τῶν ῥαθύμων ἤγειρας ψυχάς, καθυπογράψας, τὴν ὥραν τῆς κρίσεως.

Μεγαλυνάριον.
Σύσκηνος τῷ Λόγῳ διατελῶν, θείων μυστηρίων, ἐμυήθης τὰς ἀστραπάς· ἔνθεν θεογράφως, Ἀπόστολε Ματθαῖε, ζωῆς διατυπώσω τὸ Εὐαγγέλιο