A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2016

ΑΘΥΜΙΑ,ΑΚΗΔΙΑ,ΒΙΟΤΙΚΕΣ ΜΕΡΙΜΝΕΣ (Ὃσιος Θεοφάνης ὁ Ἒγκλειστος)



Αθυμία και μελαγχολία. Τα αίτιά τους.
Ο Θεός, με την πανάγαθη και πάνσοφη βουλή Του, τα οικονομεί όλα για το συμφέρον μας. Όσο για την αθυμία που σας κυριεύει καμιά φορά, αυτή οφείλεται στη σωματική σας αδυναμία. Η αδυναμία, όταν διαρκεί για πολύ, δημιουργεί στη ψυχή μια αίσθηση εγκαταλείψεως απ’ όλους, αίσθηση που γεννάει στη καρδιά φόβο και μελαγχολία.
Αλλά μην ξεχνάτε ποτέ πως ο Θεός είναι κοντά σας. Όλοι είμαστε παιδιά Του.Αποπαίδια δεν έχει. Και κανέναν δεν αφήνει. Όλα για το καλό μας τα παραχωρεί, ακόμα και τις πιο μεγάλες συμφορές. Νομίζω πως το έχετε αντιληφθεί, γι’ αυτό παραδώσατε ήδη με εμπιστοσύνη τον εαυτό σας και τη ζωή σας στα χέρια Του. Όποιος ελπίζει στο Θεό, αξιώνεται να λάβει το έλεός Του.
Να επικαλείστε τη μεσιτεία της Κυρίας Θεοτόκου. Και όταν μελαγχολείτε, να ψάλλετε τα δυό τούτα τροπάρια της:
«Μακαρίζομέν σε πάσαι αι γενεαί, Θεοτόκε Παρθένε· εν σοι γαρ ο αχώρητος Χριστός ο Θεός ημών χωρηθήναι ηυδόκησε. Μακάριοι εσμεν και ημείς προστασίαν σε έχοντες· ημέρας γαρ και νυκτός πρεσβεύεις υπέρ ημών και τα σκήπτρα της βασιλείας ταις σαις ικεσίαις κρατύνονταν διό ανυμνούντες βοώμέν σοι· Χαίρε κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά σου».
«Σε το απόρθητον τείχος, το της σωτηρίας οχύρωμα, Θεοτόκε Παρθένε, ικετεύομεν τας των εναντίων βουλάς διασκέδασον του λαού σου την λύπην εις χαράν μετάβαλε· υπέρ ειρήνης του κόσμου πρέ­σβευε· ότι συ ει, Θεοτόκε, η ελπίς ημών».
Πως να νικάμε την ακηδία.
Σας κυριεύει η ακηδία. Τι να κάνετε; Να επινοήσετε τρόπους αναθερμάνσεωςτου ζήλου και της φιλοπονίας σας. Ποιος δεν έχει βασανιστεί απ’ αυτή την ψυχική ατονία; Τσακιζόμαστε για να τη νικήσουμε. Αλλά βλέπουμε ότι ματαιοπονούμε. Έτσι δεν μας απομένει τίποτ’ άλλο από το να την υπομείνουμε καρτερικά, περιμένοντας την επέμβαση του Κυρίου. Όταν Εκείνος ευδοκήσει,, θα μας δώσει νέα ζωή, θα μας παρηγορήσει και θα μας δυναμώσει. Δοκιμάστε, πάντως, και τούτον τον τρόπο: Καταπιαστείτε με μια δουλειά που απαιτεί κόπο και θυσία. Ίσως έτσι να κινητοποιηθεί η ψυχή σας. Διαφορετικά, δεν έχετε παρά να κάνετε υπομονή, όπως σας είπα. Αυτό το αίσθημα της ακηδίας και της ατονίας είναι παροδικόΚαμιά φορά προέρχεται από σωματική κόπωση ή αδυναμία. Άλλοτε πάλι οφείλεται σε κάποια κατάσταση αναμονής.
Η Κυρία Θεοτόκος ας μεσιτεύει στον Υιό της για την ενίσχυσή μας… Αλήθεια, πώς οι παλαιοί ασκητές, που ζούσαν κλεισμένοι σ’ ένα κελί, που κανέναν δεν έβλεπαν, που τίποτα δεν άκουγαν, που καμιά παρηγοριά δεν είχαν, ήταν πάντοτε «τη σπουδή μη οκνηροί, τω πνεύματι ζέοντες» (Ρωμ. 12:11); Με τη χάρη του Κυρίου. Και πώς κατόρθωναν να ελκύουν τη χάρη; Με τηναδιάλειπτη προσευχή. Να το πιο αποτελεσματικό όπλο εναντίον της ακηδίας. Εμείς όχι μόνο αδιάλειπτα δεν προσευχόμαστε, μα ούτε καν συχνά. Και η προσευχή μας, όποτε γίνεται, είναι απρόσεκτη, ψυχρή, τυπική. Πώς να κρατήσουμε, λοιπόν, τη θεία χάρη;
Πώς να διατηρούμε την καρδιακή θερμότητα.
Η καρδιακή θερμότητα, που αισθάνεστε, είναι μια καλή κατάσταση, γι’ αυτό πρέπει να τη συντηρείτε και να την ενισχύετε. Όταν βλέπετε πως φεύγει, να την επαναφέρετε με τον τρόπο που ήδη γνωρίζετε: Συγκεντρώνοντας την προσοχή στην καρδιά με αδιάλειπτη επίκληση του Κυρίου. Για να μην απομακρύνεται η προσοχή από την καρδιά, πρέπει ν’ αποφεύγετε τους περισπασμούς και ν’ αποδιώχνετε όλους τους λογισμούς, όλες τις φαντασιώσεις, όλα τα αισθήματα που σας επισκέπτονται, δημιουργώντας μέσα σας εντυπώσεις άσχετες με την προσευχητική σας κατάσταση και φυγαδεύοντας την καρδιακή σας θέρμη. Καμιά εικόνα ας μη σχηματίζεται στην καρδιά. Και καμιά φροντίδα ας μην τραβάει την προσοχή. Νους και καρδιά ας είναι αδιάσπαστα στραμμένα στο Θεό. Και το σώμα, με διαρκή άσκηση βίας, υποταγμένο στην ψυχή. Έτσι θα διατηρήσετε την καρδιακή θέρμη. Επειδή, πάντως, κι αυτή είναι δώρο του θείου ελέους, το κυριότερο που έχετε να κάνετε είναι να ικετεύετε τον Κύριο για τη διατήρηση της.
Καλά και κακά έργα. Η στάση μας απέναντι τους.
Αν μας έσωζαν τα καλά μας έργα, τότε θα ήμασταν σαν τους μαθητές του σχολείου, που βαθμολογούνται ανάλογα με την απόδοσή τους. Η σωτηρία, όμως, δεν είναι ανταμοιβή έργων. Ο Θεός μας σώζει δωρεάν, με τη χάρη Του. Γιατί, λοιπόν, να σημειώνουμε και να θυμόμαστε τα έργα μας; Κάναμε ή έχουμε κάτι καλό; Ας είναι κανόνας της ζωής μας να το λησμονούμε.
Θυμάται κανένας μας ότι αναπνέει; Όχι, βέβαια. Γιατί, στα πλαίσια της βιολογικής ζωής, είναι κάτι τόσο φυσικό, ώστε έχει γίνει αυτονόητο. Το ίδιο φυσικό και αυτονόητο, στα πλαίσια της πνευματικής ζωής, είναι -πρέπει να είναι- κάθε καλό έργο, ό,τι δηλαδή συμφωνεί με το θέλημα του Θεού. Γι’ αυτό και δεν υπάρχει λόγος να το θυμόμαστε. Ας το αφήνουμε να περνάει απαρατήρητο. Απεναντίας, ένα έργο κακό, ασύμφωνο δηλαδή με το θέλημα του Θεού, οφείλουμε να το παρατηρούμε, για να ευαισθητοποιούμε και να ισχυροποιούμε τη συνείδησή μας, για να μετανοούμε και να διορθωνόμαστε το συντομότερο.
Βέβαια, για θανάσιμα αμαρτήματα δεν χρειάζεται να πω τίποτα. Αυτά δεν έχουν θέση στη ζωή των συνειδητών χριστιανών, εκείνων που με ζήλο αγωνίζονται για τη σωτηρία τους. Συχνά είναι, πάντως, στη ζωή όλων μας τα συγγνωστά αμαρτήματα -κάποιος κακός λογισμός σχηματίζεται στο νου μας, κάποιος άπρεπος λόγος ξεφεύγει από το στόμα μας, κάποια ταραχή αναστατώνει την καρδιά μας… Για όλα αυτά η συνείδηση μας ελέγχει. Τι θα κάνουμε;
Μόλις αντιληφθούμε ότι νικηθήκαμε από ένα πάθος, την ίδια κιόλας στιγμή να μετανοούμε εσωτερικά ενώπιον του Κυρίου. Και κάθε βράδυ, πριν κοιμηθούμε, να κάνουμε έναν απολογισμό των πτώσεων της ημέρας και να ζητάμε συγχώρηση από τον Πλάστη μας. Τέλος, με την πρώτη ευκαιρία, να καταφεύγουμε στον πνευματικό και να παίρνουμε τη μυστηριακή άφεση.
Βιοτικά έργα και βιοτικές μέριμνες.
Οι κοσμικοί ασχολούνται με τα κοσμικά έργα. Οι αρνητές του κόσμου με τα ουράνια. Εσείς είστε μισοκοσμική. Πώς να βαδίσει κανείς κάπου ανάμεσα;… Ο φίλος του κόσμου είναι εχθρός του Θεού. Φαίνεται να μην υπάρχει μέση κατάσταση. Ωστόσο, χωρίς κοσμικά και βιοτικά έργα, χωρίς κοσμικές και βιοτικές ασχολίες, δεν μπορούμε να ζήσουμε. Τι θα κάνουμε, λοιπόν; Απλούστατα, εξωτερικά μεν θα εκτελούμε κάθε αναγκαίο βιοτικό έργο, εσωτερικά όμως θα μένουμε μακριά του, δεν θ’ αφήνουμε δηλαδή την καρδιά μας να αιχμαλωτίζεται απ’ αυτό.
Όλα τα βιοτικά έργα απαιτούν φροντίδες και μέριμνες. Αλλά μπορούμε σχεδόν πάντοτε να τα μεταποιήσουμε σε έργα αγάπης, υπομονής και υποταγής στη βουλή του Θεού. Άλλωστε, κατά την εκτέλεση ακόμα και των πιο πολυμέριμνων εργασιών, έχουμε τη δυνατότητα να διατηρούμε μέσα μας την προσευχή.
*
Ο πιο μεγάλος κίνδυνος από τις αδιάκοπες μέριμνες είναι η λήθη του Θεού και η υποβάθμιση της πνευματικής ζωής. Νομίζω πως έχετε σχετική εμπειρία. Και θα είναι πολύ θλιβερό να φτάσετε ως την τέλεια ψύχρανση του θείου ζήλου, όπως φοβάστε.
Αυτό, πάντως, δέν προκαλείται από τα ίδια τα βιοτικά έργα, αλλ’ από τη δική μας αμέλεια. Εμείς αφήνουμε τον εαυτό μας να «λασπωθεί» και με τις σκέψεις και με τα αισθήματα και με τα θελήματα και με τις κοσμικές φροντίδες.
Μπορείτε ν’ αποφύγετε το «λάσπωμα» τούτο της ψυχής; Ναι. Αρχίζοντάς τα όλα με την προσευχή, συνεχίζοντας με την ελπίδα και τελειώνοντας με τηνευχαριστία. Έτσι κάθε έργο σας θα είναι τυλιγμένο με θεϊκό ένδυμα και δεν θα εκτοπίζει τον Κύριο από την ψυχή.
Όταν, πάλι, τελειώσετε μια δουλειά και πριν καταπιαστείτε με άλλη, διώξτε για λίγο από το νου και την καρδιά σας καθετί βιοτικό. Μείνετε μόνο με το Θεό.Δώστε σ’ Αυτόν την προσοχή σας, κάθε σκέψη και κάθε αίσθημά σας. Επαναλάβετε, αν θέλετε, κάποιους αγαπημένους σας στίχους από το Ψαλτήρι.
Όσο εργάζεστε, να προσεύχεστε νοερά. Και κάθε φορά που αντιλαμβάνεστε ότι η προσευχή μέσα σας διακόπηκε, να ξαναρχίζετε τον νοερό αγώνα χωρίς καθυστέρηση. Να μελετήσετε και βιβλία σχετικά με την προσευχή. Έτσι, σιγά-σιγά, θα φουντώσει ο πόθος σας και θα επιταχυνθεί η πορεία σας προς το Θεό. Αυτή ας είναι η κύρια φροντίδα της ζωής σας. Ικετεύετε τον Κύριο να μη σας στερήσει τις προσευχητικές παρηγοριές. Από τ’ ανθρώπινα έργα κανένα δεν πραγματοποιείται δίχως κόπο. Τά πνευματικά έργα απαιτούν κι αυτά κόπο πολύ αλλά και ασταμάτητο.
*
Η ζωή μας είναι γεμάτη φροντίδες. Αν θελήσουμε ν’ απαλλαγούμε απ’ όλες, δεν θα μπορέσουμε να επιβιώσουμε. Άλλωστε, δεν μας επιβάλλει κάτι τέτοιο ο θείος νόμος. Ακόμα και οι ερημίτες καλλιεργούσαν μικρούς κήπους με λαχανικά και φρόντιζαν, φυσικά, γι’ αυτούς. Πρέπει, όμως, να εργαζόμαστε έτσι ώστε οι φροντίδες να μη μας καταβροχθίσουν. Να τις θεωρούμε όχι ως το κύριο έργο μας, που είναι η ψυχική σωτηρία, αλλά ως πάρεργο.
*
“Πώς μπορώ νά διατηρήσω τή νήψη μέσα στις φροντίδες;”.
Με ό,τι κι αν ασχολείστε, κάντε το εγκάρδια, προσεκτικά, συστηματικά, χωρίς βιασύνη. Σας αναθέτουν κάποια εργασία; Δεχθείτε την όπως αν σας την είχε αναθέσει ο ίδιος ο Θεός και εκτελέστε την σαν έργο δικό Του. Έτσι η σκέψη σας θα είναι κοντά στο Θεό. Αγωνιστείτε γι’ αυτό, κι Εκείνος θα σας βοηθήσει.
*
Οι βιοτικές μέριμνες σας πνίγουν τόσο, ώστε δεν ευκαιρείτε ούτε να προσευχηθείτε. Του εχθρού κατόρθωμα είναι τούτο. Το σπίτι, τα ενδύματα, η τροφή και πολλά άλλα πράγματα είναι απαραίτητα για την καλή διαβίωση του ανθρώπου. Χρειάζεται, λοιπόν, να φροντίζουμε για την απόκτησή τους. Αυτό δεν είναι εφάμαρτο. Έτσι θέλησε ο Θεός να ρυθμίσει τη ζωή μας. Ο πανούργος διάβολος, όμως, καθώς πασχίζει ακατάπαυστα να μεταποιεί καθετί καλό σε κακό, διαστρέφει την εύλογη, μετρημένη και υγιή φροντίδα σε άλογη, συνεχή και αγχώδη μέριμνα, που σκοτίζει το νου και στενοχωρεί την καρδιά. Αυτή η κατάσταση καταντάει, ούτε λίγο ούτε πολύ, σε ψυχική ασθένεια, στη θεραπεία της οποίας στοχεύουν οι νουθεσίες του Κυρίου για τηνεμπιστοσύνη στη θεία πρόνοια: «Μή μεριμνήσητε λέγοντες, τί φάγωμεν ή τί πίωμεν ή τί περιβαλώμεθα;… οίδε γάρ ο πατήρ υμών ο ουράνιος ότι χρήζετε τούτων απάντων… μη ουν μεριμνήσατε εις την αύριον η γαρ αύριον μεριμνήσει τα εαυτής» (Ματθ. 6: 31-34).
Αυτό δεν σημαίνει να μην κάνουμε τίποτε, αλλά, φροντίζοντας για ό,τι είναι αναγκαίο, να μη φορτωνόμαστε με περιττές μέριμνες, που συνεπάγονται κόπο σωματικό και ψυχικό.
Το εφάμαρτο στοιχείο της πολυμεριμνίας είναι τούτο, ότι επιδιώκει εγωιστικά την αυτάρκεια. Όλα θέλει να τα κάνει μόνη της, όλα θέλει να τα κατορθώσει χωρίς το Θεό. Στηρίζοντας κάθε ελπίδα στον εαυτό της, στις ικανότητές της και στα όποια υλικά μέσα διαθέτει, αγνοεί ή και περιφρονεί τη θεία πρόνοιαΩς κύριο σκοπό της ζωής έχει την απόκτηση εγκόσμιων αγαθών. Και την ίδια την επίγεια ζωή τη θεωρεί ως αυτοσκοπό. Για τη μελλοντική και αιώνια ζωή αδιαφορεί.
Βλέπετε, τι θεομάχο πνεύμα βρίσκεται μέσα στην πολυμεριμνία! Παλέψτε, λοιπόν, μ’ αυτό το κακό! Αντισταθείτε στον εχθρό, όπως αν σας παρακινούσε να διαπράξετε φόνο!
Πώς ν’ αγωνιστώ;“, θα με ρωτήσετε. Αρχίστε και θα μάθετε… Αρχίστε πρώτα-πρώτα από την προσευχή. Απαλλάξτε την από κάθε βιοτική μέριμνα. Το ίδιο να κάνετε στη συνέχεια και μ’ όλες τις άλλες πράξεις και ασχολίες σας. Ο τρόπος είναι απλός: Την ώρα της προσευχής, μόλις εμφανίζεται στο νου σας κάποιος λογισμός, να τον διώχνετε χωρίς καθυστέρηση. Κι αν πάλι έρχεται, πάλι να τον διώχνετε. Έτσι νά κάνετε συνέχεια και ακούραστα. Μην επιτρέπετε στις μέριμνες να σταθούν ούτε για μια στιγμή στο νου σας, όταν προσεύχεστε. Αυτός είναι ο αγώνας! Και θα δείτε καρπούς. Φτάνει να επιμείνετε.
Ποιά είναι τα μάταια έργα.
Θέλατε να ετοιμαστείτε για τη θεία Κοινωνία, αλλά δεν τα καταφέρατε ν’ αποφύγετε τους περισπασμούς.
Πολλοί είναι εκείνοι, λέτε, που έρχονται και ζητούν να τους εξυπηρετήσετε. Η εξυπηρέτηση των συνανθρώπων, πάντως, δεν είναι έργο μάταιο. Είναι έργο Θεού. Μόνο να το κάνετε πάντα για την αγάπη Εκείνου και του πλησίον, για τίποτ’ άλλο.
Τα βάρη της οικογένειας πέφτουν κι αυτά στους ώμους σας. Όμως, ούτε οι οικογενειακές υποθέσεις είναι μάταια έργα, φτάνει ν’ ασχολείστε μ’ αυτές ευσυνείδητα, δίχως να παραβαίνετε τον θείο νόμο.
Μάταια έργα είναι εκείνα που αποσκοπούν στην ικανοποίηση των παθών, τα εφάμαρτα, καθώς επίσης τα άχρηστα και ανώφελα. Ξεχωριστέ, λοιπόν, στη ζωή σας τις μάταιες από τις μη μάταιες ενασχολήσεις. Οι δεύτερες πάντα μπορούν να γίνονται σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Κάτι περισσότερο: Μπορούν να γίνονται για τη δόξα του Θεού.
Απαλλαγή απ’ όλα τα γήινα. Είναι δυνατή;
Η απαλλαγή απ’ όλα τα πράγματα και όλες τις εξαρτήσεις του κόσμου τούτου, η απαλλαγή δηλαδή από καθετί γήινο, είναι πρακτικά αδύνατη σε τούτη τη ζωή, τουλάχιστο για τους περισσότερους ανθρώπους. Αποτελεί κατόρθωμα μόνο των μοναχών, και μάλιστα των ερημιτών. Όλοι, όμως, είναι δυνατόν, όπως φαίνεται από την επί του Όρους ομιλία του Κυρίου, ν’ απαλλάξουν την καρδιά τους από την εμπαθή προσκόλληση στα γήινα. Εσείς, λοιπόν, έχετε πλούτο. Αν δεν στηρίζετε τις ελπίδες σας σ’ αυτόν, αν είστε έτοιμος να τον στερηθείτε αγόγγυστα όποτε θελήσει ο Κύριος, αν αδιάκοπα και πρόθυμα βοηθάτε όσους έχουν ανάγκη, βρίσκεστε στο σωστό δρόμο.
Προσαρμογή στις συνθήκες της ζωής.
Ως προς τη ροή των πραγμάτων στη ζωή μας, ας το πάρουμε απόφαση ότι δεν είναι στο χέρι μας να την αλλάξουμε. Ας έχουμε, λοιπόν, τη σοφία της προσαρμογής στις όποιες συνθήκες παραχωρεί ο ΘεόςΜόνο έτσι θα είμαστε ειρηνικοί σε κάθε περίσταση.
Τώρα, λοιπόν, που αντιμετωπίζετε ένα τόσο μεγάλο πρόβλημα, δεν έχετε παρά να κάνετε πρώτα-πρώτα υπομονή. Χωρίς υπομονή δεν μπορούμε να ζήσουμε.Δεν υπήρξε ποτέ άνθρωπος σε τούτον τον κόσμο που να μην υπέμεινε κάτι. Να το θυμάστε πάντα και να το επαναλαμβάνετε μέσα σας: “Και όσοι φαίνονται τρισευτυχισμένοι, ακόμα κι αυτοί υπομένουν, καμιά φορά μάλιστα βάρη δυσβάσταχτα. Γιατί, λοιπόν, να μην υπομένω κι εγώ;“.
Παράλληλα ψάξτε να βρείτε κάποιες απασχολήσεις, που θα σας προξενούν ψυχική ανάπαυση και ικανοποίηση. “Με τι ν’ ασχοληθώ;”, θα με ρωτήσετε. Με οτιδήποτε, φτάνει να έχετε πάντα δουλειά. Και όταν δεν έχετε δουλειά, να διαβάζετε καλά βιβλία. Ν’ αγαπήσετε, επίσης, τη φύση. Σε κάθε εποχή, η φύση έχει τις ομορφιές της. Να τις βρίσκετε και να τις απολαμβάνετε. Σ’ αυτό κρύβεται ξεχωριστή σοφία. Θέλετε να είστε σοφή; Κάντε το!
Θα μπορούσατε ακόμα να γίνετε ένας “καλός άγγελος” για όλο το χωριό: Όπου υπάρχει φτώχεια, αρρώστια, συμφορά, εκεί να τρέχετε πρόθυμα, βοηθώντας όσο και όπως μπορείτε τους συνανθρώπους σας. Αυτή η απασχόληση δίνει στην ψυχή μεγάλη παρηγοριά. Εκτός κι αν είστε μια σκληρή εγωίστρια. Αν, όμως, είστε τέτοια, τότε μην περιμένετε ποτέ ευτυχία, έστω κι αν αποκτήσετε όλο το χρυσάφι του κόσμου. Τόν εγωισμό, αυτόν τον κακοποιό, πρέπει να τον θανατώσουμε. Κι αν δεν τον θανατώσετε εσείς, μόνη σας, τότε θα το κάνει ο Κύριος, στέλνοντας το ένα χτύπημα μετά το άλλοΚαι θα το κάνει όχι από σκληρότητα, μα από αγάπη. Γιατί θέλει να μπείτε στη βασιλεία των ουρανών, όπου μόνο οι ταπεινοί χωράνε.
Αποφυγή του περισπασμού.
Ο καθένας μας πρέπει να ρυθμίσει έτσι τη ζωή του, ώστε να εργάζεται καθημερινά μέσα στα πλαίσια των δυνατοτήτων του, χωρίς περισπασμούς και άγχος. Όταν καταγίνεστε σε μια δουλειά, μη βάζετε στο κεφάλι σας άλλες δέκα. Αφοσιωθείτε σ’ αυτήν, ώσπου να τελειώσετε. Και σαν τελειώσετε, σκεφθείτε τι πρέπει να κάνετε στη συνέχεια. Το σκεφθήκατε καλά; Αρχίστε να εργάζεστε ήρεμα, συγκεντρώνοντας πάλι την προσοχή σας στο συγκεκριμένο έργο ως την ολοκλήρωσή του.
Σηκωθήκατε το πρωί από το κρεβάτι και σταθήκατε στην ορθρινή προσευχή; Ας είναι ο νούς σας προσηλωμένος σ’ αυτήν. Μην τον αφήνετε να τριγυρίζει εδώ κι εκεί. Μετά την προσευχή έχει σειρά το πρωινό ρόφημα. Ετοιμάστε το και, μόλις το πάρετε, ξεκινήστε για τη δουλειά σας. Έτσι να ενεργείτε πάντα.
Τον περισπασμό τον προκαλούν όχι οι πολλές ασχολίες, αλλά ο τρόπος με τον οποίο τις αντιμετωπίζουμε και τις μεθοδεύουμε -κάνουμε μια δουλειά και στο κεφάλι μας στριμώχνονται αναρίθμητες άλλες. Όλες εκείνες, λοιπόν, να τις διώχνετε και με τη μία ν’ ασχολούνται τόσο τα χέρια σας όσο και ο νους σας.

(Οσίου Θεοφάνους του Εγλείστου «Χειραγωγία στην Πνευματική ζωή», εκδ. Ι. Μ. Παρακλήτου)

Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου 2016

Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΑΠΙΣΤΟΥ (Ἁγίου Νεκταρίου)

Ο άπιστος είναι ο πιο δυστυχισμένος των ανθρώπων, γιατί στερήθηκε το μοναδικό αγαθό πάνω στη γη, την πίστη, που είναι ο μόνος αληθινός οδηγός προς την αλήθεια και την ευτυχία.
Ο άπιστος είναι τόσο δυστυχής, αφού έχει στερηθεί πια την ελπίδα, το μοναδικό στήριγμα στον μακρύ δρόμο της ζωής.
Ο άπιστος είναι πάρα πολύ δυστυχής γιατί του λείπει η αληθινή αγάπη των ανθρώπων που περιβάλλει με φροντίδα τη θλιμμένη καρδιά. Ο άπιστος είναι δυστυχέστατος καθότι στερήθηκε το θείο κάλλος, τη θεία εικόνα τού Δημιουργού, την οποία ο ίδιος ο θείος καλλιτέχνης χάραξε και την οποία η πίστη αποκάλυψε.

Ο οφθαλμός του άπιστου τίποτε άλλο δεν βρίσκει μέσα στη δημιουργία, παρά μόνο τη δράση της φύσης. Η λαμπρή εικόνα του θείου Δημιουργού, το θαυμάσιο κάλλος της γι` αυτόν μένουν καλυμμένα και ανεξερεύνητα. Το βλέμμα του πλανιέται άσκοπα μέσα στο άπειρο της δημιουργίας, πουθενά όμως δεν βρίσκει την ομορφιά της σοφίας του Θεού' πουθενά δεν θαυμάζει τη θεία παντοδυναμία, πουθενά δεν ανακαλύπτει την αγαθότητα τού Θεού, τη θεία πρόνοια, τη δικαιοσύνη και την αγάπη τού Δημιουργού προς τη δημιουργία. Ο νους του δεν μπορεί να οδηγηθεί πέραν τού ορατού κόσμου, ούτε να υπερβεί τα όρια των αισθήσεων. Η καρδιά του παραμένει αναίσθητη μπροστά στην απεικόνιση της θείας σοφίας και δύναμης. Σ' αυτή δεν γεννιέται κανένα συναίσθημα λατρείας. Τα χείλη του μένουν σφραγισμένα, το στόμα του ακίνητο, η γλώσσα του ασάλευτη. Δεν βγαίνει φωνή μέσα από το στέρνο του, που να υμνεί, να δοξολογεί, να ευλογεί και να ευχαριστεί τον Θεό.

Η χαρά που είναι απλωμένη στο σύμπαν εγκατέλειψε την καρδιά του απίστου, διότι απ' αυτήν έχει απομακρυνθεί ο Θεός. Αυτό το κενό, το κάλυψε η λύπη, η βαριεστιμάρα και η ανυπομονησία. Παραμένει κακόκεφος, η δε έλλειψη φροντίδας για τα πνευματικά έχει καταλάβει το πνεύμα του. Πλανιέται μέσα στη δίχως φως και απατηλή νύχτα της ζωής αυτής, όπου καμιά ακτίνα φωτός δεν φωτίζει τους σκοτεινούς δρόμους του. Κανείς δεν καθοδηγεί, κανείς δεν κατευθύνει τα βήματά του. Στο στάδιο της ζωής είναι μόνος.
Διέρχεται τον βίο του δίχως την προσδοκία μιας καλύτερης ζωής. Περνά μέσα από πολλές παγίδες και κανείς δεν μπορεί να τον απελευθερώσει απ'αυτές. Πέφτει μέσα σ' αυτές και συνθλίβεται από το βάρος τους. Στις θλίψεις του κανείς δεν μπορεί να τον ανακουφίσει.

Η ειρήνη της ψυχής, η γαλήνη της καρδιάς, φυγαδεύτηκαν από την απιστία, και το πένθος κατέκλυσε τα βάθη της καρδιάς του. Η χαρά που βρίσκει ο πιστός στην εργασία των θεϊκών εντολών και η ευτυχία που προέρχεται από τον ηθικό βίο, είναι για τον άπιστο άγνωστα συναισθήματα. Η αγαλλίαση που προέρχεται από τη θρησκεία ποτέ δεν επισκέφτηκε την καρδιά του άπιστου. Η πεποίθηση που πηγάζει από την πίστη στη θεία πρόνοια και η οποία καταπαύει τις φροντίδες της ζωής, είναι γι' αυτόν μια δύναμη ακατανόητη.

Η ευχαρίστηση που προέρχεται από την αγάπη και την ευεργεσία αποτελούν για τον άπιστο παντελώς άγνωστα μυστήρια. Ο άπιστος θέτοντας ως αρχή την ύλη, περιόρισε την αληθινή ευδαιμονία του ανθρώπου στον πολύ στενό κύκλο των πρόσκαιρων απολαύσεων, φροντίζοντας πάντοτε για την ικανοποίησή τους και ασχολούμενος διαρκώς με αυτές. Τα θέλγητρα της αρετής είναι σ' αυτόν τελείως ξένα. Δεν έχει γευθεί τη γλυκύτητα αυτής της χάρης. Ο άπιστος αγνόησε ποιά είναι η πηγή της αληθινής ευτυχίας και έτρεξε, δίχως να το καταλάβει, στις πηγές της πίκρας. Η απόλαυση τού έφερε τον κορεσμό και ο κορεσμός την αηδία. Η αηδία έφερε την ανία, η ανία τη θλίψη, η θλίψη τον πόνο και ο πόνος την απόγνωση. Όλα όσα μέχρι τώρα τον έθελγαν, έχασαν τη χάρη τους. Διότι όλες οι απολαύσεις του κόσμου, ως πεπερασμένες, είναι και ανίκανες να κάνουν τον άπιστο ευτυχισμένο.

Εφόσον η καρδιά τού ανθρώπου έχει πλαστεί για να κατοικηθεί από τον Θεό, το απόλυτο αγαθό, σκιρτάει και χαίρεται μόνο με αυτό το αγαθό γιατί σ` αυτό βρίσκεται ο Θεός. Από την καρδιά όμως του άπιστου ο Θεός έχει απομακρυνθεί. Η καρδιά έχει άπειρους πόθους, αφού πλάστηκε για να περιλάβει μέσα της το άπειρο. Ωστόσο, η καρδιά τού άπιστου δεν είναι πια γεμάτη από το άπειρο και πάντα στενάζει, αναζητά και ποθεί, αλλά ουδέποτε ικανοποιείται. Κι αυτό διότι οι απολαύσεις του κόσμου είναι ανίσχυρες να καλύψουν το κενό της καρδιάς του. Οι ηδονές και οι διασκεδάσεις του κόσμου, όταν σβήνουν, αφήνουν στην καρδιά ένα κατακάθι πίκρας. Οι δε μάταιες δόξες έχουν συντρόφισσες τις θλίψεις.

Ο άπιστος αγνόησε ότι η ευτυχία του ανθρώπου δεν βρίσκεται στην απόλαυση των επίγειων αγαθών, αλλά στην αγάπη του Θεού, του απόλυτου και αιώνιου αγαθού. Εδώ βρίσκεται και η κακοδαιμονία αυτών που αγνοούν τον Θεό. Αυτός που αρνείται τον Θεό είναι σαν να αρνείται την ευτυχία του και την ατέλειωτη μακαριότητα. Αγωνίζεται δυστυχισμένος στον πολύμοχθο αγώνα της ζωής. Έτσι, απελπισμένος και με τη δειλία φωλιασμένη στην ψυχή του, βαδίζει προς τον ήδη ανοιγμένο τάφο του. Το θαυμάσιο έργο που ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια του, αυτό που διαδραματίζεται πάνω στην παγκόσμια σκηνή και το οποίο διευθύνει η θεία σοφία, η θεία χάρη και δύναμη κι ενώ αυτά τα ίδια είναι οι πρωταγωνιστές, με συμπαραστάτες την αρμονία και τη θεία καλοσύνη, περνάει από μπροστά του τελείως απαρατήρητο. Κυλά μπρος στα πόδια του το γλυκό νερό τού ποταμού τής χαράς και της ευτυχίας, αλλά αυτός σαν καταδικασμένος Τάνταλος, αδυνατεί να δροσίσει την ξεραμένη από την απιστία γλώσσα του, σβήνοντας τη δίψα που τον καίει, διότι το νερό που τρέχει από τη δροσογόνο πηγή της πίστης, γλιστρά και φεύγει μπροστά από τα χείλη του.

Δυστυχισμένε δούλε σκληρού τυράννου! Πώς σου έκλεψαν την ευτυχία; Πώς σου άρπαξαν τον θησαυρό; Έχασες την πίστη σου, αρνήθηκες τον Θεό σου, αρνήθηκες την αποκάλυψή Του και πέταξες την πλουσιοπάροχη δωρεά της θείας χάρης. Πόσο άθλια είναι η ζωή του ανθρώπου αυτού! Αυτή είναι μια σειρά από βάσανα, γιατί το τερπνό έχασε στα μάτια του τον τερπνό χαρακτήρα του. Η φύση γύρω του τού φαίνεται στείρα και άγονη δεν γεννά μέσα του καμιά ευχαρίστηση και κανένα χαρμόσυνο συναίσθημα. Κανένα από τα δημιουργήματα του Θεού δεν του χαμογελά. Ένα πένθιμο πέπλο έχει σκεπάσει τη χάρη της φύσης, η οποία πλέον δεν τον έλκει με κανένα της θέλγητρο. Η ζωή του έχει γίνει βάρος δυσβάστακτο και η διάρκειά της στον χρόνο που κυλάει, μοιάζει με αφόρητη ταλαιπωρία.

Να λοιπόν που η απελπισία εμφανίζεται ήδη μπροστά του σαν δήμιος κι ένα σκληρό βασανιστήριο τυραννάει τον ταλαίπωρο άνθρωπο. Το θάρρος του τον έχει κιόλας εγκαταλείψει, η αντίστασή του εξασθένησε και οι ηθικές του δυνάμεις έχουν πλέον διαφθαρεί από την απιστία. Φέρεται σαν άνθρωπος που κινείται από κάτι άλλο, δηλαδή από την απιστία, έχει δε παραδοθεί στα φοβερά δεσμά της απόγνωσης, η οποία είναι πάντα δίχως έλεος και συμπάθεια. Αποκόπτει έτσι με βία και σκληρότητα το νήμα της άθλιας ζωής του και εκσφενδονίζεται στον βυθό της απώλειας, στα μαύρα Τάρταρα, όπου τότε μόνο θα βγει, όταν τον καλέσει η φωνή τού θείου Δημιουργού του, τον οποίο απαρνήθηκε, για να δώσει λόγο για την απιστία του. Τότε θα κατακριθεί και θα σταλεί στο πυρ το αιώνιο.

Ἃγιος Νεκτάριος

Πηγή: agiameteora.net


ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΕΣΦΙΓΜΕΝΟΥ: Ρεπορτάζ στό BBC-2



Στο BBC-2 προβλήθηκε εχθές εκτενές ρεπορτάζ για το θέμα της Ιεράς Μονής Εσφιγμένου απο τον δημοσιογράφο Simon Reeve.





Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2016

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖ' ΜΑΤΘΑΙΟΥ: Εὐγγέλιο - Λόγος εἰς τήν Χαναναία (Ἃγιος Βασίλειος Ἐπίσκοπος Σελευκείας)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐξῆλθεν ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς τὰ μέρη Τύρου καὶ Σιδῶνος. καὶ ἰδοὺ γυνὴ Χαναναία ἀπὸ τῶν ὁρίων ἐκείνων ἐξελθοῦσα ἐκραύγασεν αὐτῷ λέγουσα· ἐλέησόν με, Κύριε, υἱὲ Δαυΐδ· ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται. ὁ δὲ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῇ λόγον. καὶ προσελθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἠρώτων αὐτὸν λέγοντες· ἀπόλυσον αὐτήν, ὅτι κράζει ὄπισθεν ἡμῶν. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· οὐκ ἀπεστάλην εἰ μὴ εἰς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου ᾿Ισραήλ. ἡ δὲ ἐλθοῦσα προσεκύνησεν αὐτῷ λέγουσα· Κύριε, βοήθει μοι. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· οὐκ ἔστι καλὸν λαβεῖν τὸν ἄρτον τῶν τέκνων καὶ βαλεῖν τοῖς κυναρίοις. ἡ δὲ εἶπε· ναί, Κύριε· καὶ γὰρ τὰ κυνάρια ἐσθίει ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τῶν κυρίων αὐτῶν. τότε ἀποκριθεὶς ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτῇ· ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις! γενηθήτω σοι ὡς θέλεις. καὶ ἰάθη ἡ θυγάτηρ αὐτῆς ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης
πόδοση:

Εκείνο τον καιρό, ο Ιησούς, αναχώρησε για την περιοχή της Τύρου και της Σιδώνας. Τότε μια γυναίκα Χαναναία βγήκε έξω από τα όρια της περιοχής εκείνης και του φώναζε δυνατά: «Ελέησέ με, Κύριε, Υιέ του Δαβίδ. Η θυγατέρα μου βασανίζεται από δαιμόνιο». Αυτός δεν της απαντούσε λέξη. Τον πλησίασαν τότε οι μαθητές του και τον παρακαλούσαν: «Διώξε την, γιατί μας ακολουθεί και φωνάζει». Ο Ιησούς είπε: «Έχω αποσταλεί μόνο για τους πλανεμένους Ισραηλίτες». Εκείνη όμως ήρθε και τον προσκύνησε λέγοντας: «Κύριε, βοήθησέ με». Αυτός της αποκρίθηκε: «Δεν είναι σωστό να πάρει κανείς το ψωμί των παιδιών και να το πετάξει στα σκυλιά». «Ναι, Κύριε», είπε εκείνη, «αλλά και τα σκυλιά τρώνε από τα ψίχουλα που πέφτουν από το τραπέζι των κυρίων τους». τότε ο Ιησούς της απάντησε: «Μεγάλη είναι η πίστη σου, γυναίκα! Ας γίνει όπως το θέλεις». Κι από κείνη την ώρα γιατρεύτηκε η θυγατέρα της.

(Επιμέλεια κειμένου: Νικολέτα – Γεωργία Παπαρδάκη)



Ιδού ότι υπήρξε και συμφορά η οποία έγινε αφορμή μεγάλης ευφροσύνης, και πένθος που προξένησε ευθυμία, και λύπη που έφερε υπερβολικήν χαρά. Επειδή όπου παρευρίσκεται ο Ιησούς, και ο θρήνος μεταβάλλεται σε ηδονήν, και ο κλαυθμός και οδυρμός μεταλλάσσεται σε ευφροσύνην. Το μαρτυρεί αυτό με τα λόγια της κραυγάζοντας η Χαναναία, την ιστορία της οποίας με θαυμασμόν η βίβλος των Ευαγγελίων την επιδεικνύει μέχρι τώρα, και διατηρεί την κραυγή της γραμμένη σαν σε στήλη, ώστε ο επίβουλος χρόνος να μην παρασύρη την μνήμη” Επειδή ο καρπός της πίστεως είναι πιο δυνατός. «Και εξελθών εκείθεν ο Ιησούς», λέγει, «ήλθεν εις τα μέρη Τύρου και Σιδώνος». Ο Θεός παρευρίσκεται παντού, και κανένας τόπος δεν ετόλμησε να τον περιορίση. Και επειδή είναι κατά φύσιν αόρατος, επιβεβαιώνει την παρουσία του σ’ εκείνους που τον έβλεπαν, προβάλλοντας τον ναό που ενεδύθη προς χάριν μας. Ήλθε στα μέρη της Τύρου και της Σιδώνος, στα παλαιά καταγώγια των δαιμόνων, στις περιοχές των ειδώλων, στις χώρες της ειδωλολατρίας, στο αντικείμενο της κατηγορίας των Προφητών.


Πρόσεξε παρακαλώ τον Ευαγγελιστήν πώς κομπάζει με την διήγηση, και αποκαλύπτει το νόημα της μεταβάσεως του Κυρίου: «Και εξελθών εκείθεν, ήλθεν εις τα μέρη Τύρου και Σιδώνος. Από πού εκείθεν; Από εκεί όπου θαυματουργώντας εδέχετο συκοφαντίες, θεραπεύοντας ήκουεν ύβρεις, και ευεργετώντας αντιμετώπιζε την απιστία. «Και ιδού γυνή εκ των ορίων εκείνων εξελθούσα εκραύγαζε λέγουσα: Υιέ Δαυίδ, ελέησόν με». Χαναναία το γυναικάριον, αλλά με την προαίρεσιν ηρνήθη το γένος της. Η πίστις ενίκησε την φύση. Κανείς, λέγει, πλέον ας μην κατηγορή τους Χαναναίους. Η γυναίκα αυτή έλυσε τα εγκλήματα των πατέρων της, γίνεται αρχή ευσεβείας, κραυγάζοντας στους ευσεβείς: «Υιέ Δαυίδ, ελέησον με». Πόσες μυριάδες Ιουδαίων εθεράπευσε ο Χριστός και αντί ευχαριστίας ήκουσε: «Ούτος πόθεν εστίν ουκ οίδαμεν». Ενώ μία άσημος γυναίκα Χαναναία και πριν την θεραπεία, με αναπτερωμένην πίστη έφθασε σε ύψος ευαγγελιστού. «Κύριε, υιέ Δαυίδ, ελέησόν με. Η θυγάτηρ μου κακώς δαιμονίζεται». Πένθος ελεεινόν και θέαμα για την μητέρα πιο πικρόν και από τον θάνατο. Δαιμόνιον πολεμοχαρές παλεύει με την κόρη, και ο εχθρός παραμένοντας αόρατος, παρατάσσεται κατά του παιδιού.
– Πώς να αναγγείλω το δεινόν, πώς να κηρύξω το πάθος; Δεν υποφέρω να την βλέπω.

Πηδά έξω από το σπίτι, περιφέρεται στην πόλιν εκτείνοντας τα χέρια στον αέρα, με βλέμμα απλανές και ακάλυπτα τα μαλλιά.

Φωνάζει: Για καταγώγιον του δαίμονος το εγέννησα το παιδί μου;
Παραβλέπει την αισχύνην η συμφορά, και το πάθος αιχμαλώτισε την φυσικήν εντροπήν. Αφήνει κραυγές που προκαλούν τον φόβο. Τρέχει στον δρόμο, ελεεινώς σιωπά και ακόμη χειρότερα ομιλεί. Δεν έχει προθεσμίαν η τιμωρία, καταναλώνονται οι νύκτες στην αγρυπνία. Ευρίσκοντας δε τις ημέρες φοβερότερες από τις νύκτες, πηδά από την κλίνη και αρχίζει να διαλαλή την συμφορά:
Ελέησον με, που μαστιγώνομαι από την θυγατέρα μου. Εκείνης το πάθημα, ιδικός μου ο πόνος, εκείνην διαπομπεύει το δαιμόνιον, η φύσις όμως δια μέσου εκείνης γίνεται όπλον εναντίον μου. Ο δαίμων εισήλθε στην θυγατέρα πολεμώντας την μητέρα, σ’ εμένα ρίπτει τα βέλη δια μέσου αυτής. Είθε να μη μου γεννούσε αυτήν την κυοφορίαν η φύσις! Να ετελείωνε η ζωή μου με τον τοκετό. Θα ήταν παρηγορία για τον θάνατον ο νόμος της φύσεως. Ελέησόν μας.

«Ο δε ουκ απεκρίθη αυτή λόγον». Ω φιλάνθρωπος σιωπή με σχήμα απάνθρωπον! Ω σιωπή μεγαλόφωνος, που είναι κατήγορος των Ιουδαίων! Με αυτήν έλεγε ο Σωτήρ στους Ιουδαίους: Βλέπεις, Ιουδαίε, Χαναναίας ευγένεια; Βλέπεις από ρίζα διαβεβλημένην καρπόν επαινετόν; Δεν εδέχθη τον Μωυσή για νομοθέτη και ανεγνώρισε του Μωυσέως τον Δεσπότην. Δεν γνωρίζει Προφήτες και πιστεύει σ’ αυτόν που επροφητεύθη. Και σημεία δεν είδε, και τον απόγονο του Δαυίδ ομολόγησε. Τον Θεόν τον ηρνήθης έπειτα από τόσα θαύματα, και αυτή πριν ιδεί θαύμα τον επίστευσε. Αλλά κοίτα που κλαίει και εγώ την παραβλέπω προς χάριν σου. Αν και λυπούμαι το πένθος, όμως κρύβω το έλεος. Φωνάζει σαν εθνική, την στέλλω σ’ εσέ παίρνοντάς σου από πριν την πρόφαση της απιστίας. Δεν την απαλλάσσω από το πάθος, για να μη σου προκαλέσω φθόνο. Συγκρατώ την θεραπεία, για να μη σου δώσω λαβήν απιστίας, για να μη λέγω, κατηγορώντας σαν άπιστος: την Χαναναίαν ελεούσες; Γιατί εθεράπευες τους εχθρούς του Μωυσέως; Κοίτα που την αφήνω να κλαίη, και για να τιμήσω εσέ παραβλέπω μητέρα που τιμωρείται με τα παθήματα της κόρης!

«Υιέ Δαυίδ, ελέησόν με. Ο δε ουκ απεκρίθη αυτή λόγον». Η αναβολή της θεραπείας, δοκιμασία της πίστεως, χωνευτήριο της προαιρέσεως της γυναικός. Μάλλον η σιωπή του Κυρίου γίνεται έπαινος στην Χαναναία. Μέχρι την στιγμή που ο χορός των Αποστόλων, μη γνωρίζοντας την σοφία της Δεσποτικής σιωπής, και αδυνατώντας να υποφέρη την φωνή της πονεμένης μητέρας, γίνεται μεσίτης προς τον Σωτήρα, και πρεσβεύουν για την γυναίκα οι μαθηταί του Χριστού. Δέχονται αυτοί τις ικεσίες της, και παρακαλούν τον Κύριον: «Απόλυσον αυτήν, ότι κράζει όπισθεν ημών». Τι απαντά η ανέκφραστος φιλανθρωπία, η απόρρητος σοφία;». «Ουκ έστι καλόν λαβείν τον άρτον των τέκνων και βαλείν τοις κυναρίοις».

Βαρυτέρα από την σιωπήν η απόκρισις. Ανάλογος όμως με την πίστιν της Χαναναίας. Διότι αν δεν ήταν η πίστις της μεγάλη, θα κατηγορούσε τον Σωτήρα για απανθρωπίαν ή για αδυναμίαν, θα απεμακρύνετο και θα έλεγε: τι φοβερά απανθρωπία! Δεν με ελυπήθη που κλαίω, δεν ελέησε μητέρα που πληγώνεται με τα παθήματα της κόρης, δεν ελέησε το δράμα της φύσεως. Ικέτευα και με απεστρέφετο, εφώναζα και με απέφευγε. Και πρώτα μεν απέκρουσε τις φωνές μου με την σιωπήν. Ούτε όταν εφώναζα την ώρα που σιωπούσε τον συνεκίνησα, τότε που είχα καλές ελπίδες για την θεραπείαν, όταν το πάθημά μου ευρήκε συνηγόρους, όταν προσδοκούσα φιλάνθρωπο λόγον, όταν ονειροπολούσα πως μόλις ομιλήσει θα απαλλαγή η θυγατέρα μου. Με ανοικτό το στόμα ανέμενα φωνήν που θα φέρη την άνεση. Και τότε ομίλησε και διέλυσε τις ελπίδες μου. Φορτωμένη με λύπη φεύγω. Μου πρόσθεσε συμφορές με τις ύβρεις του. Κυνάριο με είπε μέσα σε τόσον κόσμο. Φαίνεται κι αυτός δικαιώνει τον δαίμονα. Φαίνεται της κόρης μου η συμφορά ενίκησε κι αυτού την δύναμη. Ίσως με τις ύβρεις έκρυψε την ομολογία της ήττας του. Ένα μόνον εκέρδισα από την ικεσία μου. Ηύξησα του δημίου της κόρης μου την αγανάκτησιν, άναψα τον θυμόν του με τα λόγια εκείνου, έκαμα αγριότερον τoν εχθρόν του παιδιού μου.

Αλλά δεν ολίσθησε σε παρομοίους λόγους, ούτε με τις ύβρεις η πίστις ατόνησε. Μεγάλη η πίστις της γυναικός, γι’ αυτό και εθησαυρίσθη στα Ευαγγέλια. «Ουκ έξεστιν βαλείν τoν άρτον των τέκνων τοις κυναρίοις». Αυτή δε προσπαθώντας να μεταπείση τoν Δεσπότην έλεγε: Ναι Κύριε, παίρνω την ύβρη σαν υπόσχεση θεραπείας. «Και γαρ τα κυνάρια εσθίει από των ψιχίων των πιπτόντων από της τραπέζης των κυρίων αυτών». Μου εγγυάται την σωτηρίαν η προσφώνησις του ζώου αυτού. Ας γίνη το μέγεθος της ύβρεως μέτρον γι’ αυτό που θα μου δώσης. Κυνάριο με ονόμασες. Σαν κατοικίδιο θα απολαύσω την τράπεζα του Κυρίου μου. Έχει μερίδιον από τα ψίχουλα των τέκνων και το κυνάριο. Δεν αρπάζω τον άρτο, τα ψίχουλα ζητώ. Δεν πηδώ επάνω στην τράπεζα, αυτά μου φθάνουν. Δεν ομιλώ για απόλαυσιν. Ας απολαύση ο κληρονόμος σου εκείνο το τραπέζι, ας πέση όμως από το χέρι σου κάποιο ψίχουλο και για εμάς.

Ω πίστις! Ω σύνεσις! Ω ευλάβεια Χαναναίας! Τι κάνει λοιπόν ο Σωτήρ; Αποκαλύπτει τι έκρυβε η σιωπή: «Ω γύναι, μεγάλη σου η πίστις»! Γι’ αυτό ανέβαλα την χάρη, για να δείξω την πίστη σου. Δεν σιωπούσα ως απάνθρωπος, αλλά ησύχαζα ως προγνώστης. Περίμενα να φανεί όλη σου η πίστις. Ήθελα να διδαχθούν οι παρόντες τι μαργαρίτης εκρύπτετο σε γυναίκα Χαναναία. Σου ανοίγω όλο το τραπέζι της θεραπείας, και σου χαρίζω όχι σαν σε κυνάριο τα ψίχουλα, αλλά ως θυγατέρα τον άρτον. Εσύ μεν ενίκησες με την πίστη τους Ιουδαίους, εγώ δε με την δωρεά το αίτημά σου. «Γενηθήτω σοι ως θέλεις». Γίνε συ ιατρός της κόρης σου, μέσα σου έχεις της θεραπείας το φάρμακο. Βάδιζε νικήτρια κατά των Ιουδαίων και του δαίμονος. Λάβε έπαθλο της πίστεως, την θεραπεία της φύσεως.

Ας αναζητήσωμε την πίστη, τον στέφανον της Εκκλησίας. Ας αγαπήσωμε την πίστη, την αστραπή της οποίας δεν υποφέρουν οι δαίμονες. Την πίστη, το κεφάλαιον των μαθητών του Χριστού. Ας ακούσωμε τον Παύλο που φωνάζει: «Στήκετε εν τη πίστει». «Αδιαλείπτως προσεύχεσθε», ώστε να ακόυσωμε και εμείς τον Δεσπότη να μας λέγη: «Γεννηθήτω υμίν ως θέλετε». Αυτώ η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων.
Αμήν.

(5ος αιών – Migne, P.G. τ. 85, στ. 245. Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 295 και εξής. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς)


Πηγή: alopsis.gr

Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2016

ΕΙΣ ΤΟΝ ΤΟΥ ΜΩΥΣΕΩΣ ΒΙΟΝ (Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης)

Ὄντας γέροντας στὴν ἡλικία, θεωρῶ καλὸ καὶ συνετό, Καισάριε, νὰ ὑποχωρήσω στὶς ἀπαιτήσεις τῆς φιλομαθοῦς σου νεότητας καὶ νὰ περιγράψω τὸν τέλειο βίο σύμφωνα μὲ ἕνα βιβλικὸ ἁγιογραφικὸ πρότυπο.

Πῶς νὰ σοῦ μιλήσω ὅμως, γιὰ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν τελειότητα, ὅταν αὐτὲς ἀπὸ τὴν φύση τους δὲν ἔχουν ὅρια; O ἴδιος ὁ Θεὸς εἶναι Φύση ἀπέραντη καὶ ἀπεριόριστη, συνεπῶς εἶναι ἀδύνατον νὰ πετύχει κανεὶς τὸ τέλειο, ἐπειδὴ τὸ ὅριό τους χάνεται στὸ ἄπειρο. Συνετότερα, θὰ ἔλεγα ὅτι ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τέτοια, ὥστε νὰ ἐπιθυμεῖ καὶ ἐπιδιώκει ὅσο γίνεται μεγαλύτερη συμμετοχὴ στὸ καλό. Αὐτὸ διδάσκει ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ μᾶς προτρέπει νὰ μελετήσουμε τὸ βίο ἐνδόξων ἀνδρῶν, διορθώνοντας ἔτσι τὴ δική μας πορεία στὸ πολυτάραχο πέλαγος τοῦ κόσμου. Ἄλλωστε ἡ ζωὴ τῶν Ἁγίων Ἀνδρῶν γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ἱστορεῖται μὲ τόσες λεπτομέρειες γιὰ νὰ μποροῦν νὰ τοὺς μιμοῦνται αὐτοὶ ποὺ κοπιάζουν γιὰ τὴν ἀπόκτηση τοῦ ἀγαθοῦ.
Ἃς πάρουμε, λοιπόν, ὡς πρότυπο τὸν Μωυσῆ καὶ ἃς προσπαθήσουμε νὰ κατανοήσουμε τὸ βίο τῆς τελειότητας, ὅσο αὐτὴ εἶναι δυνατὴ στὴ χωμάτινη φύση μας.

Ἡ γέννηση τοῦ Μωυσῆ

…Καθὼς ὁ νόμος τοῦ κόσμου ἐπέβαλε τὴν θανάτωση τῶν ἀγοριῶν τῶν Ἑβραίων, γεννιόταν ὁ Μωυσῆς καὶ αὐτὸ βεβαιώνει πὼς ἡ ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου μέσα στὸν ἐνάρετο βίο ἐπιφέρει τὴν δυσαρέσκεια τοῦ δυνάστη διαβόλου. Ὁρμητικὰ καὶ ἄγρια τα νερὰ τοῦ ποταμοῦ Νείλου δέχονταν γυμνὰ καὶ ἀπροστάτευτά τα ἀρσενικὰ βρέφη, ὅπως καὶ ὁ ἄνθρωπος γυμνὸς γεννιέται καὶ ρίχνεται εὐθὺς στὰ ἀλλεπάλληλα κύματα τῶν παθῶν. Ἀλλὰ οἱ προνοητικοὶ λογισμοὶ φυλάσσουν τὸ τρυφερὸ πολύτιμο βλαστάρι σὲ κιβώτιο στεγανό, ποὺ τὸ μεταφέρει μὲ ἀσφάλεια στὸν προορισμό του. Ἡ μόρφωση καὶ ἡ κοσμικὴ παιδεία εἶναι ποὺ κρατοῦν στὴν ἀρχὴ τὸν ἄνθρωπο στὴν ἐπιφάνεια τῆς ζωῆς, καλὰ προφυλαγμένο ἀπὸ τὴν βιοτικὴ ταραχή. Ἡ καθημερινότητα διδάσκει καὶ τοῦτο, ὅσους καταφέρνουν νὰ μὴν καταποντιστοῦν ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο ψέμα, ἡ ἴδια ἡ ἁμαρτωλὴ ζωὴ τοὺς σπρώχνει ἀπὸ μόνη της, μὲ ὁρμὴ καὶ βία, ὥστε ἡ ἀρετή τους νὰ μὴν παρενοχλεῖ τὴν ὑποκριτικὴ ὀμορφιά της.
Ἡ κόρη τοῦ Φαραὼ ἦταν στείρα καὶ ἄτεκνη, ὅπως ἡ ἀνθρώπινη κοσμικὴ σοφία, ποὺ ἐπιδιώκει νὰ ὀνομαστεῖ μητέρα τοῦ παιδιοῦ, μὰ ἡ γνήσια καὶ ἀληθινὴ μάνα, ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, δὲν παύει ποτὲ νὰ γαλουχεῖ τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸ φῶς τῆς θεογνωσίας. Συνεπῶς, εἶναι ἀναπόφευκτος ὁ γυρισμὸς στὴ φυσικὴ μητέρα, τὴν Ἐκκλησία, ποὺ μὲ τὶς ἐντολὲς καὶ τὶς παραδόσεις τῆς τρέφει καὶ δυναμώνει τὴν ψυχή, ἀνεβάζοντας τὴν σὲ καθάρια ὕψη…

Ἡ Φλεγόμενη Βάτος

… Μένοντας σταθεροὶ στὴν ἀληθινὴ Χριστιανικὴ ζωὴ θὰ λάμψει μέσα μας ὁλόλαμπρη ἡ ἀλήθεια, φωτίζοντας τὰ κλειστὰ μάτια τῆς ψυχῆς. Ἀλήθεια εἶναι ὁ Θεὸς ποὺ φανερώνεται, ὅπως στὸν Μωυσῆ, μέσα σὲ ἀπερίγραπτη φωτοχυσία. Ἡ Παρθένος Μαρία εἶναι ἡ βάτος, τὴν ὁποία ἐνῶ πυρπόλησε τὸ Φῶς τῆς Θεότητας φύλαξε ἀκατάφλεκτο τὸν θάμνο, χωρὶς νὰ καταστρέψει μὲ τὴν γέννηση τὸ πολύτιμο ἄνθος τῆς παρθενίας.
Πῶς, ἀλήθεια, νὰ ἀνέβουμε ψηλὰ μὲ τὰ πόδια μᾶς βαριὰ καὶ δεμένα; πῶς θὰ προσεγγίσουμε τὸ Φῶς τῆς Ἀλήθειας, ἂν δὲ λυθεῖ τὸ χοϊκὸ δερμάτινο ἔνδυμα, ποῦ φοροῦμε ὅλοι λόγω τῆς παρακοῆς;
Ἡ ἀλλοίωση τοῦ δεξιοῦ χεριοῦ τοῦ Μωυσῆ θυμίζει-εἰκονίζει τὸ Μονογενῆ Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, ποὺ βρίσκεται στὰ δεξιά του Πατρός. Καθὼς φανερώθηκε ἀπὸ τοὺς Πατρικοὺς Κόλπους ἀλλοιώθηκε καὶ ἔγινε ὅπως ἐμεῖς ἄνθρωπος, ἔμεινε κοντά μας γιατρεύοντας τὶς ἀσθενεῖς ψυχές μας καὶ ἔπειτα ἐπέστρεψε ξανὰ στοὺς Κόλπους τοῦ Πατρός, χωρὶς νὰ μεταβάλει τὴ Θεία Φύση του…

Ἡ Ράβδος τοῦ Μωυσῆ

… Μὴν σὲ σκανδαλίζει ἡ μεταβολὴ τῆς ράβδου σὲ φίδι, ἐπειδὴ τάχα μεταφέρουμε τὴ διδασκαλία τῆς Σάρκωσης τοῦ Λόγου σὲ ἑρπετὸ σιχαμερὸ καὶ ἀκάθαρτο. Ἡ Γραφὴ πράγματι ὀνομάζει φίδι τὸν πατέρα τῆς ἁμαρτίας. Μά, καὶ ὁ Κύριος μας ἔγινε ἕνας ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς εὐτελεῖς, σὰν ντύθηκε τὴν ἁμαρτωλὴ ἀνθρώπινη φύση, γιὰ νὰ ἐξαφανίσει τὰ φίδια τῶν Αἰγυπτίων καὶ ὅταν τοῦτο κατορθώθηκε ἔγινε πάλι ραβδί, ποὺ σωφρονίζει τὴν ἁμαρτία, ξεκουράζει ἀπ’ τὸ μόχθο καὶ τὴν κούραση καὶ ἀναπαύει τὴ σκέψη ὡς ἐλπιδοφόρο στήριγμα πίστης. Γιατί πίστη εἶναι πάνω ἀπ’ ὅλα ἡ ἐλπίδα.
Τὸ Μωυσῆ ἀκολούθησε μιὰ ἀλλοεθνὴς σύζυγος, ἐπειδὴ ἡ κοσμικὴ παιδεία ἐπιτρέπεται νὰ συζευχθεῖ μαζί μας ὅταν πρόκειται νὰ τεκνοποιήσει ἀρετές. Ὅταν ἀπὸ τὴν κοσμικὴ θεώρηση τῆς ζωῆς, ἀφαιρεθεῖ κάθε σαρκικὸ καὶ εἰδωλολατρικὸ στοιχεῖο, τότε ὅ,τι ἀπομείνει θὰ εἶναι τέκνο εὐγενικῆς καὶ ἀριστοκρατικῆς καταγωγῆς…


Ὁ Ἀαρῶν σύντροφος καὶ βοηθὸς

… ὅλοι γνωρίζουν ὅτι μετὰ τὴν πτώση μας, ὁ Θεὸς προνόησε ἕναν Ἄγγελο, ποὺ παραστέκει καὶ βοηθᾶ τὴν ζωὴ τοῦ καθενός. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ ὁ διαφθορέας τῆς φύσης, λυμαίνεται τὴν ἀνθρώπινη ζωή. Ἀνάμεσά τους ὁ ἄνθρωπος παλεύει γιὰ νὰ κερδίσει τὴν ἀρετὴ κοντὰ στὸ φύλακα Ἄγγελό του. Τότε αἰσθάνεται νὰ τὸν σκεπάζει ἡ βοήθεια τοῦ ἀδελφοῦ. Ὁ Ἄγγελος εἶναι ὁ πολύτιμος βοηθὸς ποὺ θὰ στέκεται δίπλα μας ὅταν πλησιάσουμε τὸν Δυνάστη Φαραώ. Ἔτσι καὶ ὁ Μέγας Μωυσῆς εἶχε σύντροφο καὶ πολύτιμο βοηθὸ τὸν Ἀαρῶν…


Οἱ πρῶτες πληγὲς

… Ὁ Μωυσῆς ὑποσχέθηκε στοὺς συμπατριῶτες τοῦ ἐλευθέρωση ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς δουλείας. Μά, ὁ Λαὸς δείλιασε βλέποντας τὴ δύναμη τοῦ ἐχθροῦ καὶ ἀμφισβήτησε τὴ θεϊκὴ βοήθεια. Ἔτσι, κατατρομάζει μὲ τοὺς πρώτους πειρασμοὺς ὁποῖος εἶναι ἀρχάριος καὶ ἀνώριμος στὰ πνευματικά. Αὐτὸ ἀκριβῶς ἐπιδιώκουν οἱ δαίμονες, νὰ μὴ σηκώνει ὁ δοῦλος τὰ μάτια στὸν οὐρανό, ἀλλὰ νὰ σέρνεται στὴ γῆ καὶ νὰ ἀνακατεύεται μὲ τὴ λάσπη. Οἱ ἡδονές, ὁ πλοῦτος καὶ ἡ ματαιότητα κρατοῦν ἁλυσοδεμένη τὴν ψυχὴ καὶ δὲν τὴν ἀφήνουν νὰ στρέψει τὰ μάτια στὸν οὐρανὸ ζητώντας βοήθεια. Ἡ φιλοσοφημένη καὶ ἐνάρετη ζωὴ ὁδηγεῖ στὴν ἀληθινὴ ἐλευθερία. Ἀλληγορικὲς εἶναι οἱ πληγὲς ποὺ ἔπληξαν τοὺς Αἰγυπτίους. Τὸ νάμα τῆς πίστης ποὺ ἀντλεῖται ἀπὸ τὰ Ἱερὰ Ἀναγνώσματα γιὰ τοὺς ἐνάρετους εἶναι σὰν δροσερὸ κρυστάλλινο νερό, ἐνῶ γιὰ τοὺς κακόγνωμους γίνεται βρώμικο σὰν αἷμα.
Τὰ γεννήματα τῆς κακίας, σὰν ἄλλα βατράχια, προκαλοῦν τὴ φθορὰ καὶ τρέφονται στὶς βρώμικες καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων. Ὁ ἀκόλαστος βίος, ἡ μίμηση τῆς ἄλογης φύσης, ἡ κτηνωδία ἐξαιτίας τῶν παθῶν εἶναι τὰ βαλτόνερα, ὅπου μέσα τους μεγαλώνουν καὶ πολλαπλασιάζονται οἱ ἁμαρτίες. Μὲ τὴν ὅραση (μὲ τὸ νὰ κοιτᾶ κανεὶς περίεργα-πονηρὰ) εἰσχωρεῖ τὸ πάθος μέσα στὴν ψυχή, ἐνῶ μὲ τὴν ἀπρόσεχτη τροφὴ ἀνεβαίνει πάνω στὸ τραπέζι. Κι ἂν ἐρευνήσεις καὶ τὶς ἀποθῆκες, δηλαδὴ τὰ μυστικὰ καὶ κρυφά της ψυχῆς, τότε θὰ βρεῖς σωροὺς ὁλόκληρους ἀπὸ βατράχια τῆς ἁμαρτίας.
Ὁ ἀέρας σκοτείνιαζε στὰ μάτια τῶν Αἰγυπτίων, ἐνῶ γιὰ τοὺς Ἑβραίους ὑπῆρχε ἄπλετο, λαμπερὸ φῶς καὶ αὐτὸ συνέβαινε ὄχι γιατί κάποια ἀνώτερη δύναμη προόριζε τὸν ἕναν γιὰ τὸ Φῶς καὶ τὸν ἄλλον γιὰ τὸ σκοτάδι, ἀλλὰ ἐπειδὴ οἱ ἴδιοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουμε μέσα στὴ φύση μᾶς τὴν θέληση γιὰ σκοτάδι καὶ φῶς καὶ ἔτσι βλέπουμε αὐτό, ποὺ οἱ ἴδιοι θὰ ἐπιλέξουμε. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὴν φωτεινὴ ζωή, ποὺ ἐξαρτᾶται ἀποκλειστικὰ ἀπὸ τὴ θέλησή του ἀνθρώπου.
Μὰ ὅσο φοβερὲς καὶ ἂν ἦταν οἱ πληγές, ἡ ψυχὴ τοῦ Φαραὼ σκλήραινε περισσότερο. Γιατί ἦταν ἤδη παραδομένη στὴν ἁμαρτία, ποὺ ἐπιφέρει ἀπάθεια, ἀναισθησία καὶ ἀναλγησία.
Κάποτε ὁ Μωυσῆς ἅπλωσε τὰ χέρια καὶ οἱ βάτραχοι καὶ τὰ ἄλλα βλαβερὰ ἔντομα ἐξαφανίστηκαν. Τὰ ἁπλωμένα χέρια τοῦ θυμίζουν τὰ Τίμια Χέρια τοῦ Νομοθέτη Χριστοῦ, ποὺ ἄνοιξαν πάνω στὸ Σταυρὸ γιὰ τὴν σωτηρία ὅλου του ἀνθρώπινου γένους…


Ὁ θάνατος τῶν πρωτοτόκων

… Ὁ θάνατος τῶν πρωτότοκων φαντάζει πολὺ σκληρὴ καὶ ἀπάνθρωπη τιμωρία, γιατί ποτὲ δὲν πρέπει νὰ τιμωρεῖται ἕνα νήπιο, ποὺ λόγω τῆς ἀνώριμης ἡλικίας του δὲν μπορεῖ νὰ ξεχωρίσει τὸ καλὸ ἀπ’ τὸ κακό. Στὴ νηπιακὴ ἡλικία δὲν ὑπάρχουν πάθη.
Ἄν, λοιπόν, ἕνα βρέφος τιμωρεῖται γιὰ τὴν κακία τοῦ πατέρα, τότε ποῦ ὑπάρχει δικαιοσύνη;
Ἐφαρμόζοντας τὴν ἀλληγορικὴ ἑρμηνεία τοῦ νοήματος καταλαβαίνουμε ὅτι ὁποῖος ἀγωνίζεται γιὰ τὴν ἀρετή, ἐπιβάλλεται νὰ ἐξαφανίσει τὶς πρῶτες αἰτίες τῶν κακῶν καὶ τὰ θλιβερὰ ἐπακόλουθά τους. Νὰ ξεριζώνουμε τὴ μικρὴ κακὴ ἐπιθυμία καὶ τὴν ἐλάχιστη ὀργὴ γιὰ νὰ μὴ φοβόμαστε τὸ μολυσμὸ τῆς μοιχείας, οὔτε τὸ ρύπο τοῦ φόνου.
Ὁ ἐξολοθρευτὴς Ἄγγελος δὲ χτυποῦσε τὶς οἰκίες, ποὺ εἶχαν βαμμένα τὸ κατώφλι καὶ τοὺς παραστάτες τῆς εἰσόδου μὲ τὸ Αἷμα τοῦ Ἀμνοῦ. Ἡ ἱστορία μᾶς διδάσκει πώς, ἂν μὲ τὴ νέκρωση τῶν πρώτων ἐπιθυμιῶν ἐξαφανίζεται ἡ ἐπίθεση τοῦ ἐχθροῦ, μὲ τὸ αἷμα τοῦ Ἀληθινοῦ Ἀμνοῦ ἐμποδίζεται ἡ εἴσοδος τοῦ ὀλέθρου τῆς ἁμαρτίας μέσα μας.
Ἡ κοσμικὴ παιδεία πολὺ σωστὰ ἔχει διαιρέσει τὴ ψυχὴ σὲ τρία μέρη: στὸ λογιστικό, δηλαδὴ στὸ σώφρονα νοῦ, στὸ ἐπιθυμητικὸ καὶ στὸ συναισθηματικό.
Ἀπὸ αὐτὰ τὰ τρία, λένε πὼς τὸ πρῶτο, ὁ νοῦς, βρίσκεται πάνω ἀπὸ τὰ ἄλλα δύο, ποὺ θεωροῦνται ναὶ μὲν βοηθητικά, ἀλλὰ κατώτερα. Ὁ νοῦς ἐνισχύεται ἀπὸ τὸ συναίσθημα, ὥστε νὰ εἶναι ἀνδρεῖος, ἐνῶ μὲ τὴν ἐπιθυμία ἀνυψώνεται πρὸς συνάντηση τοῦ ἀγαθοῦ. Ὅσο χρόνο διατηρήσει αὐτὴ τὴν ἰσορροπία ἡ ψυχή, ἐξασφαλίζει τὴν σταθερότητα καὶ προοδεύει στὴν ἀρετή. Ἂν ὅμως, ἀντιστραφεῖ αὐτὴ ἡ σχέση καὶ ἔρθουν τὰ πάνω κάτω καὶ τὸ συναίσθημα καὶ οἱ ἐπιθυμίες κατακυριεύσουν τὴ λογική, τότε μπορεῖ νὰ εἰσχωρήσει εὔκολα ἡ ἁμαρτία. Γι’ αὐτὸ ὁ Μωυσῆς παράγγειλε στὸ Λαὸ νὰ βάψουν πρῶτα το ὁριζόντιο δοκάρι τῆς θύρας καὶ ἔπειτα τοὺς δύο παραστάτες, δίνοντας στὴ δύναμη τῆς λογικῆς τὴν προτεραιότητα καὶ τὴν ἱερότητα, ποὺ τῆς πρέπει…


Ἡ Φωτεινὴ Νεφέλη

… Ἃς ἀναφέρουμε γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ ὅτι ὅσους ποθοῦν τὴν ἀρετὴ καὶ θέλουν νὰ ἀκολουθήσουν τὸ δύσκολο δρόμο της, ἐγκαταλείποντας τὰ ὅρια τῆς αἰγυπτιακῆς κυριαρχίας τῶν παθῶν, τοὺς συνοδεύουν οἱ ἐπιθέσεις τῶν πειρασμῶν, προκαλώντας στεναχώριες, φόβο, ἀκόμα καὶ τὴν ἀπειλὴ τοῦ θανάτου. Ὁ Μωυσῆς ἔστρεψε τὰ μάτια τῆς ψυχῆς πρὸς τὸν Θεὸ ζητώντας Τοῦ βοήθεια καὶ ἦταν τόση ἡ ἔνταση τῆς μυστικῆς ἱκεσίας, ποῦ ὁ Θεὸς ἀπάντησε: «Τί βοᾶς πρὸς μέ;»!
Ἡ προσευχὴ ποὺ διατυπώνεται καθαρὰ εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία δὲν κραυγάζει, ἀλλὰ προέρχεται ἀπὸ βαθειὰ ἐσωτερικὴ ὁμιλία καὶ ὁλοκάθαρη συνείδηση. Ἡ σωτηρία στὸν κίνδυνο ἔρχεται πάντα ἀπὸ τὸν οὐρανό.
Παράξενη εἶναι ἡ ὁδὸς ποὺ βάδιζαν οἱ Ἰσραηλίτες, γιατί μπρὸς στὰ μάτια τοὺς προπορευόταν φωτεινὴ νεφέλη, ἡ ὁποία ἀποδίδεται σωστὰ στὴ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ καθοδηγεῖ τοὺς ἄξιους πρὸς τὸ Ἀγαθὸ καὶ ὅταν κάποιος τὴν ἀκολουθεῖ διασχίζει ἀκόμα καὶ τὴν ἀπέραντη καὶ ἀνεξερεύνητη θάλασσα τοῦ κόσμου καὶ τῶν παθῶν…


Η διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς Θάλασσας

…Οἱ Ἰσραηλίτες προπορεύονταν καὶ πάνοπλος ὁ αἰγυπτιακὸς στρατὸς ἀκολουθοῦσε κυνηγώντας τους. Βαδίζει ὁ ἄνθρωπος τὸ δρόμο τοῦ Ἀγαθοῦ, ἐνῶ καταδιώκεται ἀπὸ τὰ πάθη τῆς ψυχῆς. Ἡ λοιδορία μοιάζει μὲ σφεντόνα, ὁ θυμὸς μὲ τὶς αἰχμηρὲς λόγχες καὶ τὸ πάθος τῶν ἡδονῶν, ἵπποι ἀφηνιασμένοι ποὺ σέρνουν πίσω το ἅρμα τοῦ νοῦ.
Ὅλοι μπῆκαν στὸ νερὸ μά, ἐνῶ γιὰ τοὺς ἀγωνιστὲς στάθηκε ζωογόνο καὶ προστατευτικὸ ὑδάτινο τεῖχος, γιὰ τοὺς διῶκτες μετατράπηκε σὲ ὑγρὸ τάφο.
Μετὰ τὴν ἀνάδυση ἀπὸ τὸ νερό, ὁ ἐχθρὸς ἃς παραμένει στὸ βυθό, δηλαδὴ ἀφοῦ βουτηχτήκαμε στὸ μυστηριακὸ καὶ σωτήριο νερὸ τοῦ Βαπτίσματος, νὰ ἀπονεκρώνουμε μέσα του τὰ πάθη τῆς ψυχῆς, τὴν πλεονεξία, τὴν ἀκολασία, τὴν ἁρπαχτικὴ διάθεση, τὴν ὑπερηφάνεια, τὸν ἐγωισμό, τὸν θυμό. Μέσα στὸ νερὸ αὐτὸ ξεχωρίζει ὁ θάνατος ἀπὸ τὴ ζωή, ὁ ἐχθρὸς ἀπὸ τὸν φίλο…

Περιπλάνηση στὴν ἔρημο

… Μετὰ τὴν διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς Θάλασσας, ἀκολούθησε τριῶν ἡμερῶν σκληρὴ ὁδοιπορία καὶ τὸ ραβδὶ τοῦ Μωυσῆ μετέτρεψε τὸ πικρὸ νερὸ σὲ γλυκό. Ἔτσι συμβαίνει καὶ σὲ ὁποῖον ἀφήνει τὴν ἔκλυτη ζωή. Στὴν ἀρχὴ τὸ νερὸ τῆς ἀρετῆς τοῦ φαίνεται πικρό, μὰ ὅταν τὸ Ξύλο μπεῖ στὸ νερό, δηλαδὴ σὰν πιστέψουμε ὁλόψυχα στὴν Σταυρικὴ Θυσία τοῦ Κυρίου μας καὶ στὴν Ἀνάστασή Του ἀπὸ τοὺς νεκρούς, τότε ὁ βίος τῆς ἀρετῆς γίνεται γλυκός, πόσιμος καὶ εὐχάριστος ἀπὸ τὴν ἐλπίδα τῶν μελλοντικῶν ἀγαθῶν. Δώδεκα πηγὲς φανερώθηκαν γιὰ νὰ ξεδιψάσουν τὸ λαό, ποὺ ἀνάβλυζαν νερὸ καθαρὸ καὶ γλυκόπιοτο καὶ ἑβδομήντα πανύψηλοι σκιεροὶ φοίνικες, στοιχεῖα ποὺ συμβολίζουν τὴν Ἀλήθεια τοῦ εὐαγγελίου. Ἀπὸ δώδεκα Ἀποστόλους πήγασε τὸ Σωτήριο Κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ καὶ ἑβδομήντα Διάκονοι πῆραν στὰ χέρια τοὺς τὴν ἐξάπλωση τοῦ εὐαγγελίου, χαρίζοντας ἀνάπαυση καὶ δροσιὰ στὶς ταραγμένες ψυχὲς τούτης τῆς γῆς.

Στὸ μακρὺ ταξίδι τοὺς οἱ Ἰσραηλίτες γνώρισαν κακουχίες, πείνα καὶ δίψα. Μά, καθὼς χτύπησε τὸ βράχο ὁ Μωυσῆς ἀνάβλυσε νερὸ καθαρὸ καὶ γάργαρο. Ἡ πέτρα, καθὼς ἔχει λεχθεῖ, συμβολίζει τὸν Χριστό. Συμπαγὴς καὶ σκληρὴ γιὰ τοὺς ἄπιστους μά, ὅταν τὴν ἀγγίξεις μόνον μὲ τὸ ραβδὶ τῆς πίστης καὶ τῆς ἐλπίδας, γίνεται ποτὸ ποὺ ξεδιψᾶ καὶ τονώνει ὅσους τὸ ἐπιθυμοῦν.
Πείνασαν οἱ Ἰσραηλίτες καὶ ἡ τροφὴ ἦλθε ἀπὸ τὸν οὐρανό. Τροφὴ ποὺ δὲ φύτρωσε στὸ χῶμα, οὔτε ζυμώθηκε, οὔτε φουρνίστηκε, μὰ ἦταν ἄρτος οὐράνιος ποὺ χόρτασε τὸ λαὸ ἀνάλογα μὲ τὴν ἀνάγκη τοῦ καθένα. Τὸ μάνα ἔπρεπε νὰ καταναλωθεῖ καὶ ὅταν ἔμενε σκουλήκιαζε, θυμίζοντάς μας πὼς κάτω ἀπὸ τὸν πόθο τῆς πλεονεξίας κρύβεται τὸ σκουλήκι τῆς ἁμαρτίας. Οἱ Ἰσραηλίτες χόρτασαν τὴν πείνα τους, λαμβάνοντας μυστικὴ τροφὴ καὶ ἀμέσως μετὰ ξεκίνησαν τὶς μάχες κατὰ τῶν ἐχθρῶν. Κάθε φορᾶ ποὺ ὁ στρατὸς ἔβλεπε τὰ χέρια τοῦ Μωυσῆ ἁπλωμένα νικοῦσε, ἐνῶ ὅταν αὐτὰ κατέβαιναν, ὑποχωροῦσε. Εὔκολα ἀντιλαμβάνεσαι ὅτι τὰ ἁπλωμένα χέρια συμβολίζουν τὴ Νίκη ἐνάντια στὸ κακό, ποὺ κατορθώθηκε μέσα ἀπὸ τὴ Σταυρικὴ Θυσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ…

Τὸ ὅρος τῆς Θεοφάνειας


… Ἐκεῖνος ποὺ ἐνισχύθηκε μὲ τὴν τροφὴ καὶ ἀπέδειξε τὴν ἀξία του στὴν ἀναμέτρηση μὲ τὸν ἐχθρό, βγαίνοντας νικητής, ὁδηγεῖται στὴ μυστικὴ θεογνωσία.
Πρῶτα ἀπ’ ὅλα πρέπει νὰ καθαριστεῖ ὥστε μὲ ἀκηλίδωτη ψυχὴ νὰ προσπαθήσει νὰ ἀγγίξει τὴ θεωρία τῶν νοητῶν.
Πῶς πρέπει νὰ καθαριστοῦν τὰ μάτια τῆς ψυχῆς;
Ἀσφαλῶς μὲ τὴν Μετάνοια, ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ ἀγαθὰ ἔργα ποὺ ἐπιτελοῦμε σὲ αὐτὴ τὴ ζωή.

Ἡ θεωρία τοῦ Θεοῦ δὲ γίνεται μὲ τὴν ὅραση οὔτε μὲ τὴν ἀκοή, γιατί Ἐκεῖνος εἶναι μακριὰ ἀπὸ κάθε αἴσθηση καὶ ἀνθρώπινη διάσταση, ἔξω ἀπὸ κάθε σχῆμα καὶ λογικὴ προκατάληψη. Γιὰ νὰ βρεθεῖ κανεὶς στὴ γνώση τοῦ Θεοῦ πρέπει νὰ ἀνέβει ὁλομόναχος πολὺ ψηλά, μέσα ἀπὸ κακοτράχαλα καὶ ἀπρόσιτα μονοπάτια. Τὸ πλῆθος στοὺς πρόποδες περίμενε μὲ ἀγωνία τὶς Θεῖες Ἀποκαλύψεις, ποὺ θὰ γίνονταν στὸν ἐνάρετο ἀρχηγὸ καὶ ἀπεσταλμένο τους. Ὁ Μωυσῆς ἀνεβαίνοντας μπῆκε στὴ σκοτεινὴ ὁμίχλη καὶ ἐκεῖ συνάντησε τὸν Θεό. Γιατί γιὰ τὸν ἀνθρώπινο νοῦ, ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ καλύπτεται ἀπὸ βαθὺ σκοτάδι ἔτσι, ὥστε νὰ μὴ μπορεῖ κανεὶς νὰ τὴν διακρίνει καθαρά.

Ὁ Μωυσῆς κατάφερε νὰ εἰσχωρήσει στὰ ἄδυτα τῆς θεογνωσίας καὶ ἐκεῖ εἶδε τὴν ἀχειροποίητη σκηνή. Πῆρε στὰ χέρια τοῦ τὶς πλάκες τῶν Ἐντολῶν καὶ κατέβηκε στὸ Λαό του. Ἡ εἰδωλολατρία, στὴν ὁποία εἶχαν πέσει οἱ Ἰσραηλίτες, τὸν ἔκανε νὰ σπάσει τὶς πρῶτες πλάκες τοῦ Νόμου καὶ νὰ ὁπλίσει τοὺς Λευϊτες κατὰ τῶν συμπατριωτῶν τους. Ὁ ἴδιος ἀνέβηκε 
ξανὰ στὸ ὅρος καὶ ἔφερε νέες πλάκες κατασκευασμένες ἀπὸ ὑλικό της γῆς.
Ἐνθυμούμενος τὸν ἐρχομὸ τοῦ ἀνθρώπου στὸν κόσμο, μπορεῖς νὰ διακρίνεις ὅτι οἱ πρῶτες πλάκες συμβολίζουν τὴν ἀθάνατη καὶ ἀδιαίρετη ἀνθρώπινη φύση, ὅπως εἶχε πλαστεῖ ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Θεοῦ καὶ εἶχε στολιστεῖ μὲ τὰ ἄγραφα γράμματα τοῦ Νόμου, καθὼς ὑπῆρχε ἔμφυτη μέσα της ἡ θέλησή του ἀγαθοῦ καὶ ἡ Ἀποστροφὴ τοῦ Κακοῦ. Μά, ὅταν ἀκούστηκε ὁ ἦχος τῆς ἁμαρτίας, τότε ἡ ἀνθρώπινη φύση κατέπεσε στὴ γῆ σπάζοντας τὴν πρώτη μορφή της σὲ  χιλιάδες κομμάτια. Ὁ φιλεύσπλαγχνος Θεὸς ἀνέλαβε ξανὰ τὴ σωτηρία της, κατασκευάζοντας ἀπὸ τὸ ὑλικό της γῆς, νέες πλάκες τοῦ Νόμου καὶ μέσω τῆς Παρθένου Μαρίας μᾶς ἔδωσε τὴν παλαιά μας ἱερὴ ἑνότητα, ἐπειδὴ μὲ τὴν ἔλευση τοῦ Κυρίου μας, βρήκαμε ξανὰ τὸ δρόμο τῆς Σωτηρίας καὶ γίναμε Ἀθάνατοι. Τὸ ὑλικό της γῆς εἶναι τὸ φθαρτὸ σαρκίο ποὺ ντύθηκε ὁ Μονογενὴς υἱὸς τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ ἐπιστρέψει τὸ Νόμο στὸν ἄνθρωπο.

Ὁ Μωυσῆς ζήτησε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ δεῖ τὴν δόξα Τοῦ καταπρόσωπο καὶ παρόλο ποὺ ἀρχικὰ ἡ διαβεβαίωση τοῦ Θεοῦ ἦταν ἐνθαρρυντική, τελικά το αἴτημα τοῦ ἀπορρίφθηκε. Ὁ ἄνθρωπος ἀδυνατεῖ νὰ δεῖ ἄμεσα τὸν Θεό, μπορεῖ ὅμως νὰ Τὸν γνωρίσει διὰ μέσου των ἔργων τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὅπως ἡ ψυχὴ μᾶς εἶναι ἀόρατη, μολονότι ἡ ὕπαρξή της βεβαιώνεται ἀπὸ τὴ συμπεριφορὰ τοῦ ἀνθρώπινου σώματος, ἔτσι καὶ ὁ Θεὸς δὲν μπορεῖ νὰ γίνει ὁρατὸς ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμοὺς τῶν ἀνθρώπων ἀλλὰ ἀπὸ τὴν πρόνοια καὶ τὰ ἔργα Τοῦ «βλέπεται καὶ νοεῖται». Ὁ Μωυσῆς εἶδε τελικὰ μονάχα τὸ πίσω μέρος τοῦ Θεοῦ καὶ αὐτὸς εἶναι ἕνας ὑπέροχος συμβολισμός. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς προέτρεπε τοὺς μαθητές Του νὰ τὸν ἀκολουθήσουν. Ὁ Μωυσῆς, ποὺ καιγόταν ἀπὸ τὸν πόθο νὰ δεῖ τὸν Θεό, διδάχθηκε πὼς αὐτὸ μποροῦσε νὰ γίνει μόνον, ἂν Τὸν ἀκολουθοῦσε, δηλαδὴ Ἐκεῖνος νὰ προπορεύεται αὐτὸ εἶναι ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ. Τὸ νὰ ἀντιλαμβανόμαστε τὸ πέρασμά Του καὶ νὰ Τὸν ἀκολουθοῦμε.

Αὐτὸ τὸ πέρασμα δηλώνει καθοδήγηση αὐτοῦ ποὺ ἀκολουθεῖ, γι’ αὐτὸ ὁ Θεὸς εἶπε: «δὲ θὰ δεῖς τὸ πρόσωπό μου», διότι ὅταν ἐρχόμαστε καταπρόσωπο μὲ τὸν ὁδηγό, τότε σαφῶς οἱ πορεῖες μᾶς ἔχουν γίνει ἀντίθετες…

Ὁ φθόνος τῶν ἀδελφῶν του

Κατεβαίνοντας ὁ ἔνδοξος αὐτὸς ἄνδρας κοντὰ στὸ Λαό του, μιὰ ἀκόμη ἀπογοήτευση τὸν περίμενε. Ὁ φθόνος τῶν ἀδελφῶν του. Ὁ φθόνος θεωρεῖται πατέρας τοῦ θανάτου καὶ μητέρα τῶν συμφορῶν. Αὐτὸς μας ἐξόρισε ἀπὸ τὸν Παράδεισο καὶ μᾶς ἀπέκλεισε ἀπὸ τὸ Ξύλο τῆς Ζωῆς, μᾶς ἀπογύμνωσε ἀπὸ τὰ Θεϊκὰ Χαρίσματα καὶ ὕστερά μας ἄφησε νὰ κρυβόμαστε ἀπὸ ντροπὴ γιὰ τὴ γύμνια μας. Ὁ φθόνος νίκησε πολλοὺς πρὶν τὸν Μωυσῆ, ἀλλὰ πάνω σε αὐτὸν τὸν γενναῖο ἄνδρα συντρίφτηκε σὰν πήλινο ἀγγεῖο, ποὺ χτυπήθηκε ἀπὸ πέτρα. Μακάριος ἐκεῖνος ποὺ ἔφθασε σὲ τέτοιο βαθμὸ τελειότητας, ὥστε τὰ βέλη τοῦ ἐχθροῦ δὲν μπόρεσαν νὰ φθάσουν τὸ δικό του ὕψος. Ὑπόδειγμα ψυχῆς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ δὲν πληγώνεται ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα πάθη καὶ ὄχι μόνον ἀντιστέκεται στὸν πειρασμό, μὰ βρίσκει τὴ δύναμη νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴ μανία τῆς ἐκδίκησης καὶ νὰ ἱκετεύσει μάλιστα τὸν Θεὸ γιὰ τοὺς ἀδελφούς του, ποὺ δοκιμάστηκαν μὲ τὴν ἀρρώστια τοῦ σώματος.
Ἔτσι καὶ ὁ Μωυσῆς, σὰν εἶδε τὴ δίκαιη τιμωρία τοῦ Θεοῦ νὰ πέφτει πάνω στοὺς ἐπικριτές του, ἐκεῖνος προσευχήθηκε θερμὰ καὶ πέτυχε τὴν ἴασή τους.
Ὁ ἀδύναμος Λαὸς στὴ συνέχεια ἔπεσε στὸ πάθος τῆς λαιμαργίας καὶ μὲ τὴν κρεωφαγία περιφρόνησε τὸ οὐράνιο μάνα. Τότε ὁ ἐνάρετος ἀρχηγὸς τοὺς ἔστειλε τὸν Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ μὲ ἄλλους ἄνδρες νὰ κατασκοπεύσουν τὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας καὶ νὰ φέρουν στὸ Λαὸ τὸ χαρμόσυνο μήνυμα τῆς πληρότητας καὶ ἀφθονίας τῶν ἀγαθῶν, ποὺ ὑπῆρχαν ἐκεῖ.
Κατάσκοποί των μελλοντικῶν ἀγαθῶν της Οὐράνιας Βασιλείας μπορεῖ νὰ εἶναι οἱ ἀγαθοὶ λογισμοὶ ποὺ παρηγοροῦν τὴν ψυχὴ στὸν ἀγώνα της. Σταφύλι κρεμασμένο πάνω σε ξύλο ἔφεραν οἱ κατάσκοποι στὸν Λαὸ καὶ νὰ ὁ συμβολισμὸς Ἐκείνου ποὺ κρεμάστηκε πάνω στὸ Σταυρὸ καὶ τὸ Αἷμα Τοῦ ἔγινε ποτὸ σωτηρίας γιὰ ὅσους Τὸν πίστεψαν…


Τὸ Χάλκινο Φίδι

… Οἱ Ἰσραηλίτες δύσκολα ἀποδέχτηκαν τὴν ἰδιοφυία τοῦ Μωυσῆ. Ἀκόμα σέρνονταν 
δοῦλοι στὶς αἰγυπτιακὲς ἀπολαύσεις. Ἡ ἐπιθυμία τῶν ἀπαγορευμένων γεννοῦσε φίδια, ποὺ μὲ τὸ βάναυσο δάγκωμά τους ἔχυναν θανατηφόρο δηλητήριο σὲ ὅσους πλήγωναν, ἐνῶ ὁ Νομοθέτης μὲ ὁμοίωμα φιδιοῦ ἀχρήστευε τὴ δύναμη τῶν ἀληθινῶν.
Φίδια ὀνομάζονται οἱ ἐπιθυμίες. Ἀλλὰ ὁποῖος προσβλέπει σὲ Ἐκεῖνον, ποὺ ἀνέβηκε στὸ Σταυρό, ἀποκρούει τὸ πάθος καὶ σκορπίζει μακριά το δηλητήριο χρησιμοποιώντας ὡς φάρμακο τὸ φόβο τοῦ θεϊκοῦ νόμου.
Ὁ ἄνθρωπος, λοιπόν, ἀπελευθερώνεται ἀπὸ τὴν ἁμαρτία διὰ μέσου του Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ πῆρε τὴ μορφὴ τῆς ἁμαρτίας καὶ ἔγινε ἴδιος μὲ ἐμᾶς.
Οἱ ἄνθρωποι σήμερα ἔχουν χαλαρώσει τοὺς δεσμοὺς μὲ τὴν πίστη καὶ τὴ σχέση τους μὲ τὰ ἁγιαστικὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, γι’ αὐτὸ μένουν ἀκάλυπτοι καὶ ἐκτεθειμένοι στὸ κακὸ καὶ εἶναι εὐάλωτοι πρὸς τὶς κακοποιοὺς δυνάμεις, γιατί στεροῦνται τὴν ἀκαταμάχητη καὶ ἀσυναγώνιστη δύναμη τοῦ Θεοῦ. Θεμελιώδης ἀρχὴ γιὰ ὅσα πιστεύουμε εἶναι νὰ βλέπουμε μὲ προσοχὴ τὸ Πάθος τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος πῆρε πᾶν(ύ τοῦ, γιὰ χάρη μας, τὴν ἀσθένεια.
Καὶ τὸ πάθος εἶναι ὁ Σταυρὸς καὶ ὁποῖος προσβλέπει σὲ αὐτὸν δὲν προσβάλλεται ἀπὸ τὸ δηλητήριο τῆς ἐπιθυμίας. Τὸ νὰ προσβλέπει κανεὶς στὸ Σταυρὸ σημαίνει ὅτι ἔχει νεκρώσει ὅλη τὴ ζωή του γιὰ τὸν κόσμο καὶ ἔχει σταυρώσει τὸν ἑαυτό του, ὥστε νὰ τὸν κάνει ἀσάλευτο στὴν πίστη.


Ἡ ἀληθινὴ Ἱερωσύνη

… Ἡ Ἱερωσύνη εἶναι κάτι ἱερὸ καὶ ὄχι ἀνθρώπινο. Αὐτὸ ἐξηγεῖται μὲ τὴ ράβδο τῆς φυλῆς, ποὺ ρίζωσε καὶ βλάστησε κλαδιὰ μὲ θεϊκὴ δύναμη καὶ ἔδωσε καρπό, ὁ ὁποῖος ἔφτασε στὴν ὡρίμανση. Ὁ καρπὸς ἦταν ἕνα καρύδι. Ἐπιβάλλεται νὰ ἀναλογιζόμαστε, βλέποντας αὐτὸν τὸν καρπό, τί εἴδους ζωὴ πρέπει νὰ εἶναι ἡ ἱερατική. Δηλαδὴ ζωὴ σωματικῆς ἐγκράτειας, κακοπάθειας καὶ σκληραγωγίας, ποὺ περικλείει μέσα της εὔγευστο καὶ ἀφανῆ καρπό.
Ἂν ποτὲ δεῖς ζωὴ ἱερέα νὰ μοιάζει μὲ ὁλόδροσο μῆλο, τότε θὰ διακρίνεις καὶ τὸν ὑπερβολικὸ στολισμό, τὰ πλούσια γεύματα καὶ τὶς ἄμετρες ἀπολαύσεις. Ἀλλὰ ὁ καρπὸς τῆς Ἱερωσύνης εἶναι ἡ ἐγκράτεια καὶ ἡ στέρηση. Βασιλικὴ ὁδός, ὅπως ἀνέφερε ὁ Ἀριστοτέλης εἶναι ἡ «μεσότητα» δηλαδὴ ἡ ἰσορροπία ἀνάμεσά σε ἄκρα ἐπικίνδυνα, ὅπως εἶναι ἡ πνευματικὴ φτώχεια ἀπὸ τὴ μιά, καὶ ἡ κενόδοξη κοσμικὴ ὑπερβολὴ ἀπὸ τὴν ἄλλη…


Οἱ θυγατέρες τῆς Μωὰβ

… Ἕως τὸ τέλος τῆς πορείας τὸ κακὸ δὲ σταματοῦσε νὰ παιδεύει τοὺς Ἰσραηλίτες. Ἔτσι πρόσφερε σὰν δόλωμα τὴν ἡδονὴ γιὰ νὰ παρασύρει εὔκολα στὸ ἀγκίστρι τῆς ἀπώλειας τὶς λαίμαργες ψυχές.
Ὅταν παρουσιάστηκαν μπροστά τους οἱ ξένες Μωαβίτισσες γυναῖκες ἐκεῖνοι ἐγκατέλειψαν τὶς μάχες καὶ τοὺς σκοπούς τους καὶ ρίχτηκαν στὴν ἀκολασία. Βλέπεις, λοιπόν, πῶς ὅταν ἡ λογική μας δὲν ἐλέγχει τὶς πράξεις μᾶς γινόμαστε σὰν τὰ ἄλογα ζῶα; γι’ αὐτὸ ὅταν ἡ ψυχὴ εὐφραίνεται ἀπὸ τὴν θεωρία τοῦ Ἀγαθοῦ, παραμένουν κοιμισμένες οἱ αἰσθήσεις της, ποὺ τρέφονται ἀπὸ τὴν ἡδονή. Ὅπως ὁ Πλάτωνας ἀναφέρει «κάθε ἡδονὴ καὶ ὑπερβολικὴ λύπη καρφώνουν τὴν ψυχὴ πάνω στὴ φθαρτὴ σάρκα». Ἡ ἡδονὴ ὁδηγεῖ στὴν ἀμετρία τῶν παθῶν. Σὰν ἁλυσίδα τὸ ἕνα πάθος συμπαρασύρει καὶ ἕνα ἀκόμα πίσω του καὶ ὅπως ἡ ψυχὴ εἶναι ἀφύλακτη παρασύρεται ἁλυσοδεμένη στὴν καταστροφή. Νά, λοιπόν, ἐκεῖνοι ποὺ στάθηκαν ἰσχυρότεροι ἀπὸ τὰ φονικὰ ὅπλα τῶν Αἰγυπτίων, ἀπ’ τὰ στοιχεῖα τῆς φύσης καὶ ἀπὸ τὸ θανατηφόρο δάγκωμα τῶν φιδιῶν, ἀπ’ τὰ τεράστια κύματα τῆς Ἐρυθρᾶς Θάλασσας καὶ ἀπὸ τὸν ἐξολοθρευτὴ Ἄγγελο τοῦ Θανάτου, ἀποδείχθηκαν κατώτεροι μπροστά σε ξένες καὶ ἄγνωστές τους γυναῖκες.
Νομίζω πὼς τὸ ἐπεισόδιο αὐτὸ προσφέρει μιὰ ψυχωφελῆ συμβουλή, γιατί διδάσκει πὼς μολονότι τὰ πάθη εἶναι πολλὰ καὶ μάχονται σκληρά τους ἀνθρώπινους λογισμούς, κανένα δὲν ἀσκεῖ τόσο ἀσφυκτικὴ πίεση πάνω μας, ὅσο τὸ πάθος τῆς ἡδονῆς. Εἶναι ὁ ἐχθρὸς ποὺ δύσκολα κατανικᾶ ὁ ἄνθρωπος. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος στὸ εὐαγγέλιο Τοῦ συμβουλεύει νὰ μένουμε ὅσο γίνεται πιὸ μακριὰ ἀπὸ τὸ κακό, γιατί φτάνει μόνον ἕνα βλέμμα γιὰ νὰ ριζώσει ἡ ἐμπαθὴς ἐπιθυμία στὴν ψυχή. Γιατί ἐκεῖνος ποὺ ἀποδέχεται τὸ πάθος μὲ τὰ μάτια, ἀνοίγει τὸ δρόμο στὸ κακὸ εἰς βάρος τῆς ψυχῆς του. Ἡ τάση τῆς ἀκολασίας παραπλανᾶ τὸν ἄνθρωπο νὰ λησμονεῖ τὸν πραγματικὸ προορισμό του…


Τὸ μεγαλεῖο της προσωπικότητας τοῦ Μωυσῆ

. . Ὁδεύουμε σιγὰ-σιγὰ πρὸς τὸ τέλος τῶν λόγων γιὰ τὸν Μωυσῆ, ἐκεῖνον ποὺ ἀνυψώθηκε στὴ διάρκεια τῆς ζωῆς τοῦ μέσα ἀπὸ τόσες ἀναβάσεις, ὥστε, καθὼς πιστεύω, φαίνεται ἡ ζωὴ τοῦ ὁλοκάθαρη μπρὸς στὰ μάτια ὅλων, σὰν τὸ πέταγμα τοῦ ἀετοῦ, ποὺ μὲ τὰ δυνατὰ φτερὰ τοῦ σχίζει τοὺς αἰθέρες τῆς νοητῆς ἀνάβασης.
Αὐτὸς ὁ τέλειος ἄνδρας γεννήθηκε ὅταν θεωρεῖτο παράπτωμά το νὰ γεννηθεῖ κανεὶς Ἑβραῖος.
Ναὶ μὲν ὁ τύραννος τιμωροῦσε μὲ θάνατο τούτη τὴ γέννα, μὰ τελικά το παιδὶ σώθηκε πρῶτα ἀπὸ τὴν ἀγαθὴ θέληση τῶν γονιῶν του καὶ ὕστερα ἀπὸ τὸ ἴδιο το περιβάλλον τοῦ ἐχθροῦ, ποὺ ὄχι μόνον τὸν περιμάζεψαν στὸ παλάτι, ἀλλὰ καὶ τὸν ἀνέθρεψαν καὶ τοῦ προσέφεραν ἀξιοζήλευτη καὶ ποικίλη μόρφωση.
Ὁ ἴδιος, περιφρονώντας τὶς τιμές, τὰ ἀξιώματα καὶ τὰ βασιλικὰ κοσμήματα, ντύθηκε τὸν ταπεινὸ χιτώνα τῆς ἀρετῆς. Αὐτὸ ἀσφαλῶς σημαίνει πὼς ἡ ὑπερβολικὴ φροντίδα γιὰ ἐπιβίωση στὴν παροῦσα ζωὴ ἀποβαίνει τάφος γιὰ τὴν μέλλουσα. Ἀκόμα καὶ ἂν γίνει δικό σου ἄνθρωπε, ὅλο το χρυσάφι τοῦ κόσμου, θὰ σὲ κάνει μήπως σοφότερο, ἐξυπνότερο, ἐπιστήμονα ἡ ἀληθινὸ φίλο του Θεοῦ;
Ὁ Μωυσῆς γενναῖος καὶ ἰσχυρὸς στὸ φρόνημα ἔσωσε τοὺς ὁμοεθνεῖς του, ἀφοῦ πρῶτα εἶχε λάβει τὰ ἀνώτερα μαθήματα τῆς ἡσυχίας καὶ τοῦ φωτισμοῦ τοῦ νοῦ. Στὸ μακρὺ ταξίδι πρὸς τὴ Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας ἀξιώθηκε νὰ λάβει τὸ Θεϊκὸ Νόμο καὶ νὰ τὸν παραδώσει στὸν πολύπαθο Λαό του. Μά, δὲν ἀξιώθηκε νὰ μπεῖ στὴν εὐλογημένη γῆ, γιατί ἀνέβηκε στὸ ὅρος τῆς ἀνάπαυσης γιὰ νὰ ἑνωθεῖ γιὰ πάντα μὲ τὸν Θεό. Κανεὶς δὲν ἔμαθε τὸν τόπο τῆς ταφῆς του, γιατί τὰ μάτια του δὲν ἔσβησαν καὶ τὸ πρόσωπό του δὲν ἀλλοιώθηκε. Αὐτὸς εἶναι ὁ σκοπὸς τοῦ ἐνάρετου βίου, ὁ ζωντανὸς θάνατος.
Τὸν ἐνάρετο ἄνθρωπο δὲν τὸν περιμένει κανένας τάφος καὶ καμία πλάκα δὲν θὰ καλύψει τὸ σῶμα του, οὔτε κάποια ἀλλοίωση θὰ ὑποστεῖ τὸ πρόσωπό του.
Εὔχομαι, λοιπόν, νὰ γίνεις ἐσὺ ὁ ἴδιος λιθοξόος τῆς καρδιᾶς σου, γιὰ νὰ χαράξεις πάνω της τὰ Θεϊκὰ Λόγια. Ἔτσι θὰ πράξεις, ὅπως ὁ καλλιτέχνης ἀγαλματοποιός. Πρῶτα θὰ πάρεις τὸ ἀκάθαρτο συμπαγὲς μάρμαρο καὶ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θείου Λόγου θὰ κόψεις καὶ θὰ καθαρίσεις τὴν πέτρα ἀπὸ κάθε βρωμιὰ καὶ ξένο σῶμα. Ἔπειτα θὰ κόψεις τὰ περιττὰ κομμάτια ποὺ ἐνοχλοῦν καὶ ἐμποδίζουν τὴν πρόοδο τοῦ ἔργου καὶ τέλος θὰ δώσεις τὸ γενικὸ σχῆμα, ὥστε νὰ ἀρχίσει νὰ ἀχνοφαίνεται τὸ σχέδιο. Στὸ τέλος, νὰ εἶσαι σίγουρος πὼς ἡ σκληρὴ πέτρα θὰ «ὁμοιάζει» ἀπόλυτα μὲ τὸ πρωτότυπο/Ὅταν τέλος, καταστρέψεις τὸ χρυσὸ εἴδωλο καὶ ἀποφύγεις τὴν ἐπιθυμία τῆς πλεονεξίας, θὰ βλαστήσει ἡ ψυχή σου, ὅπως ἡ ἱερατικὴ ράβδος τοῦ Ἀαρῶν.
Σκοπός σου στὸ ἑξῆς θὰ εἶναι νὰ ὀνομαστεῖς «φίλος του Θεοῦ» ἀφήνοντας κάθε πάθος καὶ κακία στὴ γῆ καὶ ἀναβλέποντας μόνον στὰ μεγάλα ὕψη τῆς ἀρετῆς…
Ὁ Θεὸς μᾶς ἔπλασε κατὰ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσή Του. Τὸ πρῶτο βρίσκεται ἔμφυτο μέσα μας, ὅσο γιὰ τὸ δεύτερο μόνον ἀπὸ τὴν δική μας καλὴ καὶ ἀγαθὴ πρόθεση θὰ τὸ κατορθώσουμε, γιατί ἀναπτύσσεται μὲ κόπο πολὺ καὶ συνεχῆ πνευματικὴ ἀνάβαση. Στὴν ἀρχὴ τῆς πορείας γιὰ τὴν τελειότητα, ἡ ψυχὴ εἶναι ἀκόμη δούλη τῶν παθῶν μά, φτάνοντας στὸ τέλος αὐτῆς τῆς πορείας, εἶναι ἐλεύθερη ἀπὸ τὴν κυριαρχία τοῦ κακοῦ. Τὸ ἀποκορύφωμα αὐτῆς τῆς ἐλευθερίας εἶναι τὸ αὐτεξούσιο ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἑκούσια ὑποταγὴ στὸν Θεό. Τὸ μόνον ποὺ θεωρεῖ τότε ἡ ψυχὴ «τίμιο καὶ ἐράσμιο» εἶναι το νὰ εἶναι πιστὴ φίλη του Θεοῦ.
Αὐτὰ εἶχα νὰ σοῦ ἐκθέσω Καισάριε, ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, ἀναφορικὰ μὲ τὴν τελειότητα τοῦ ἐνάρετου βίου. Ἡ ἀρετὴ ἄλλωστε, δὲ βασίζεται μόνον στὴ γνώση καὶ στὴν περιττὴ μακρυγορία, ἀλλὰ εἶναι ζήτημα κυρίως ἐσωτερικῆς διάθεσης καὶ δίψας τῆς ψυχῆς. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος χαρακτήρισε τοὺς Ἀθηναίους, ὡς ἄτομα ποὺ ἀρέσκονταν μέν, στὸ νὰ ἀνταλλάσουν ἀπόψεις νεωτεριστικές, χωρὶς ὅμως, νὰ προβάλλουν θέληση καὶ δίψα γιὰ τὴν τέλεια γνώση τοῦ ἀγαθοῦ.

Σοῦ μίλησα γιὰ τὸν μεγάλο καὶ σπουδαῖο Μωυσῆ ποὺ ἀξιώθηκε νὰ ὀνομαστεῖ «φίλος του Θεοῦ», ἐπειδὴ μὲ τὴν ἐπιμελῆ ζωὴ τοῦ κατάφερε νὰ ἀγγίξει τὴν τελειότητα. Γιατί ἔχουμε ἀγγίξει ἀληθινά το Τέλειο, ὅταν ἀποχωριζόμαστε ἀπὸ τὸ βίο τῆς κακίας, ὄχι ὡς δοῦλοι ποὺ φοβόμαστε τὴν τιμωρία, οὔτε σὰν ὑστερόβουλοι ἄνθρωποι, ποὺ ἐπιθυμοῦν τὴ δίκαιη ἀνταπόδοση καὶ ἐνεργοῦν τὸ ἀγαθὸ μὲ τὴν προοπτική της ἀνταμοιβῆς, ἐμπορευόμενοι τὴν ἐνάρετη ζωὴ μὲ διάθεση συναλλαγματική, ἀλλὰ βλέποντας ἡ ἰὸ ψηλὰ ἀπ’ τὰ ἀγαθὰ ποὺ μᾶς περιμένουν στὴν μέλλουσα ζωή, νὰ ἀποσκοποῦμε μονάχα στὴν Φιλία τοῦ Θεοῦ.
Μακάρι νὰ ὀνομαστοῦμε κάποτε φίλοι του Θεοῦ, γιατί, ἀδελφέ μου, αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ τελειότητα τοῦ βίου. Ἀμήν.

Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2016

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ – ΤΟΥ ΝΑΖΙΑΝΖΗΝΟΥ

Ἀπόσπασμα ἐκ τῆς ἐργασίας «Περὶ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου τοῦ Ναζιανζηνοῦ»
Εἰσαγωγικὰ

ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΟΥΜΕ
, εἰς τιμὴν καὶ μνήμην τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, τοῦ μεγίστου τούτου Πατρὸς τῆς Ἐκκλησίας, ἕνα χαρακτηριστικὸ ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν ἐξαίρετη ἐκτενῆ Βιογραφία του, ἡ ὁποία δημοσιεύθηκε σὲ 21 συνέχειες (!) στὸ ἐπίσημο ὄργανο τῆς Ἐκκλησίας μας «Ἡ Φωνὴ τῆς Ὀρθοδοξίας» πρὸ μισοῦ καὶ πλέον αἰῶνος (ἔναρξις: ἀρ.φ. 414-415/1.4.1963· ὁλοκλήρωσις: ἀρ.φ. 445/8.6.1964).


XrNaslimis

ἐργασία αὐτὴ εἶχε δημοσιευθῆ τότε ἀνωνύμως, ἀλλὰ σὲ ἐγκυκλιῶδες κείμενο τοῦ Προεδρείου τῆς ΠΘΕΟΚ τῆς 8.11.1979, πληροφορούμεθα ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ γραπτὸ συνταχθὲν «ὑπὸ τοῦ Ἀειμνήστου κυροῦ Χρυσοστόμου Ἐπισκόπου Μαγνησίας» (σελ. 1).
πραγματεία αὐτὴ διακρίνεται γιὰ τὴν καλὴ καὶ ἐπαρκῆ γνῶσι τῶν περιστατικῶν τοῦ Βίου τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου, τὰ ὁποῖα παρουσιάζει μὲ θαυμαστὴ ρητορικότητα καὶ ζωντάνια, ὅπως καὶ τῶν συγγραμμάτων τοῦ Ἁγίου Πατρός, ἐκ τῶν ὁποίων παραθέτει συχνὰ ἀποσπάσματα. Γιὰ κάποιον δὲ συνηθισμένο στὸν τρόπο γραφῆς τοῦ ἀοιδίμου Ἀρχιερέως Χρυσοστόμου (Νασλίμη) εἶναι φανερό, καὶ ἀπὸ ἐσωτερικὲς ἀκόμη ἐνδείξεις, ὅτι πρόκειται ἀναμφίβολα γιὰ κείμενο τοῦ ὀξυγράφου καλάμου του, ἤτοι τῆς χαρισματικῆς γραφίδος του.
Συγκεκριμένα, παραθέτουμε τὴν 8η συνέχεια ἀπὸ τὴν ἐργασία αὐτὴ («Φ.Ὀ.», ἀρ.φ. 423/22.7.1963, σελ. 2-3), στὴν ὁποία περιγράφεται ἡ ποιμαντικὴ δρᾶσις τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου, ὅταν ἀνέλαβε μὲ δισταγμὸ ἱερατικὰ καθήκοντα -σὲ ἐποχὴ ὅμως κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ Ἰουλιανὸς ὁ Παραβάτης ἔλαβε διωκτικὰ μέτρα κατὰ τῶν Χριστιανῶν, ἡ πρόνοια τοῦ Ἁγίου γιὰ τὴν μόρφωσι τῶν παιδιῶν τῶν Χριστιανῶν, καθὼς καὶ ἡ ἐπίδρασίς του σὲ ἄλλες ἱερὲς μορφὲς τῆς ἐποχῆς του.
Κατὰ τὶς προηγούμενες 7 συνέχειες ἐξιστορήθησαν τὰ περὶ τῆς γεννήσεως (328), ἀνατροφῆς, περιβάλλοντος, παιδείας, πνευματικῆς καὶ ἠθικῆς συγκροτήσεως καὶ μοναχικῆς διαμορφώσεως τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου, ἡ ἱερατικὴ χειροτονία του καὶ τὰ μετ’ αὐτήν.
Στὶς δὲ ἑπόμενες 13 συνέχειες περιγράφονται οἱ ἀγῶνες κατὰ τοῦ Ἀρειανισμοῦ, ἡ συνδρομὴ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου στὸ ἔργο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ἡ ἐπισκοπικὴ χειροτονία αὐτοῦ, ἡ δρᾶσις του ἀναστηλώσεως τῆς Ὀρθοδοξίας στὴν Κωνσταντινούπολι, οἱ πειρασμοὶ καὶ οἱ δοκιμασίες του, ὁ ἀγῶνας του καὶ ἡ στᾶσις του ἔναντι τῶν φθονερῶν, ἡ παρουσία του στὴν Β’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἡ παραίτησίς του ἀπὸ τὸν Θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως χάριν εἰρηνεύσεως τῆς Ἐκκλησίας, ἡ κατάληξίς τους στὴν Ἀριανζὸ καὶ κατόπιν στὴν Σελεύκεια, τὸ συγγραφικὸ καὶ ποιητικὸ ἔργο του, τὰ γνωρίσματα τῆς ἁγίας προσωπικότητός του, ἡ κοίμησίς του, ὡς καὶ ἡ κοινὴ συνείδησις περὶ τῆς ἁγιότητός του.
λπίζουμε, σὺν Θεῷ, νὰ παρουσιάσουμε ἀκόμη μία τουλάχιστον συνέχεια ἀπὸ τὴν ἐξαιρετικὴ αὐτὴ ἀπὸ πάσης ἀπόψεως ἐργασία, ἀποτίοντες συνάμα φόρο τιμῆς καὶ στὸν Ἀγωνιστὴ Ἱεράρχη Χρυσόστομο Μαγνησίας (+1973), ὁ ὁποῖος ἐκόσμησε τὴν Ἐκκλησία μας καὶ κατέλειπε μνήμη ἀγαθὴ καὶ ἀμάραντη.
δη ὅμως ἄς ἀφήσουμε νὰ ὁμιλήση ὁ ἴδιος:
ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ – ΤΟΥ ΝΑΖΙΑΝΖΗΝΟΥ

Grigorios8eologos


(Συνέχεια ἐκ τοῦ προηγουμένου)
ΤΗΝ εἰς τὸ ἀξίωμα τῆς ἱερωσύνης ἀνύψωσιν τοῦ θείου Γρηγορίου, ὡς συνήθως εἰς τὰ τῶν ἐπιφανῶν ἀνδρῶν συμβαίνει, δὲν εἶδον εὐχαρίστως οἱ φθονεροὶ παρὰ τοῖς Ναζιανζηνοῖς καὶ οἱ κακεντρεχεῖς. Καὶ κατ’ αὐτὴν τὴν ἑορτὴν τοῦ Πάσχα, ὅτε ἐπισήμως ἀνελάμβανε τὰ ἱερατικά του καθήκοντα, ὀλίγοι ἀναλόγως εἶχον προσέλθει εἰς τὸν Ναόν. Καὶ τούτου οὐδὲν ἀπογοητευτικώτερον δι’ ἄνδρα ζηλωτὴν καὶ εὐσυνείδητον ἐπιλαμβανόμενον μετὰ ἐπιμόνους ἱκεσίας καὶ παρακλήσεις ἔργου σοβαροῦ. Ὁ δὲ Γρηγόριος πρὸ τοιαύτης συμπεριφορᾶς μὴ ἀδιαφορῶν ἀπευθύνει μετ’ ὀλίγον βραχὺν παραινετικὸν λόγον πλήρη γλυκύτητος καὶ πατρικῆς στοργῆς ἐπιγραφόμενον «Πρὸς τοὺς καλέσαντας ἐν τῇ ἀρχῇ καὶ μὴ ἀπαντήσαντας τὸν πρεσβύτερον ἐν τῷ Πάσχᾳ».

πειδὴ δὲ καὶ πάλιν δὲν συνετίσθησαν οἱ ἐκ φθόνου καὶ ἀγροικίας ὑπονομεύοντες τὴν ὑπόληψιν αὐτοῦ, ἰδοὺ ἀναλαμβάνει ἔργον ῥητορικῆς καὶ διδασκαλίας ἀνώτερον καὶ ἀπαγγέλλει τὸν περίφημον καὶ θαυμάσιον ἐκεῖνον «Περὶ Ἱερωσύνης» λόγον, ἐν ᾧ ἀπολογούμενος μετ’ ἀπαραμίλλου τέχνης καὶ δυνάμεως πραγματεύεται περὶ τοῦ ὕψους τοῦ ἱερατικοῦ ἀξιώματος καὶ περὶ τῶν καθηκόντων τῶν ἐπισκόπων. Ὁ λόγος οὗτος ἀπετέλεσε κειμήλιον ἔκτοτε καὶ κομψοτέχνημα ῥητορικὸν τῆς παλαιᾶς ἐκκλησιαστικῆς φιλολογίας καὶ πρῶτον δοκίμιον ποιμαντικῆς διδασκαλίας, χρησιμεύσας καὶ ὡς βοήθημα ἄριστον διὰ τοὺς μεταγενεστέρους διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας πρὸς καταλλήλους ὑποδείξεις τόσον διὰ τοὺς λαβόντας, ὅσον καὶ διὰ τοὺς θέλοντας λαβεῖν ἱερωσύνην.
 θεῖος Γρηγόριος τελῶν τὰ τῆς ἐφημερίας του ὡς πρεσβύτερος ἀπὸ τῶν ἀρχῶν τοῦ 362 ἔτους καταβάλλει ἀόκνους προσπαθείας, ἵνα τὰ πάντα ἀποβαίνωσιν εἰς προκοπὴν τῆς Ἐκκλησίας, πρὸ οὐδεμιᾶς ἀντιστάσεως ὑποχωρῶν. Καλλιεργεῖ τὸ κήρυγμα τοῦ θείου λόγου, προνοεῖ περὶ τῶν κατηχουμένων καὶ διδάσκει αὐτοὺς τὸν λόγον τῆς εὐαγγελικῆς ἀληθείας, βοηθεῖ τοὺς ἐνδεεῖς καὶ τοὺς πάσχοντας, ἀνακουφίζει καὶ ἐν ᾧ μέτρῳ δύναται καὶ δικαιοῦται εἰς τὰ ποιμαντικὰ καθήκοντα τὸν γηραιὸν πατέρα του, ἀνταπεξέρχεται εἰς τὰς ἐπιβουλὰς κατὰ τῆς σωτηρίας τοῦ ποιμνίου του ἐκ τῶν πολλαπλῶν σχισμάτων, αἱρέσεων, καὶ ἐξ αὐτῶν τῶν Ἰουδαίων καὶ ἐθνικῶν. Ἐν καιρῷ δὲ μεριμνᾷ καὶ ὑπὲρ ἄλλων Ἐκκλησιῶν καὶ δὴ τῆς Μητροπόλεως Καισαρείας καὶ γενικώτερον ὑπὲρ ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, ὅτε αὐτὴ ἐπλήττετο ἐκ τῶν διωγμῶν, οὕς κατ’ αὐτῆς ἤγειρον οἱ αὐτοκράτορες Ἰουλιανὸς ὁ παραβάτης καὶ Οὐάλης ὁ ἀρειανόφρων.
 Ἰουλιανός, αὐτοκράτωρ γενόμενος, δὲν ἐξεδήλωσεν εὐθὺς ἀμέσως τὰς ἀντιχριστιανικάς του διαθέσεις, ὑποκριθεὶς ἀνεξιθρησκείαν. Δὲν ἐβράδυνεν ὅμως νὰ φανερώσῃ τὸ ἄσβεστον μῖσος, τὸ ὁποῖον ἔτρεφεν ἐναντίον τοῦ χριστιανισμοῦ. Ἔχων ἤδη εἰς χεῖράς του τὴν ἀπόλυτον ἐξουσίαν ἐπεζήτησε τὴν ἐκπλήρωσιν τῶν πόθων του. Νὰ ἐπαναφέρῃ τὴν εἰδωλολατρείαν ὡς ἐπίσημον θρησκείαν τοῦ Κράτους διὰ παντὸς τρόπου. Καὶ πρὸς τοῦτο, ἐπειδὴ ἡ θρησκεία αὕτη ἤδη ἔκειτο νεκρά, διὰ τὴν ἀναζωογόνησίν της ἔδειξε ζῆλον δαιμονιώδη. Τοὺς ἐρειπωθέντας εἰδωλολατρικοὺς ναοὺς ἀνήγειρε· τὰ μαντεῖα ἀνεστήλωσε· τὰς ὀργιαστικὰς ἑορτὰς ἀνεδιοργάνωσε· τοὺς μάντεις καὶ τοὺς ἱερεῖς τῶν εἰδώλων περισυνέλεξε καὶ αὐτοὺς εἶχε συμβούλους εἰς τὰς τοῦ Κράτους ὑποθέσεις καὶ πολεμικὰς ἐπιχειρήσεις. Κατὰ δὲ τῶν χριστιανῶν ἐκήρυξεν ἀπηνέστατον διωγμόν, καὶ ἔχυσε ποταμοὺς αἱμάτων μαρτυρικῶν. Πολλοὺς χριστιανικοὺς Ναοὺς μετέβαλεν εἰς εἰδωλικούς, καὶ ἄλλους κατέστρεψε. Λείψανα Ἁγίων καὶ ἄλλα κειμήλια τοῦ Χριστιανισμοῦ κατέκαυσε καὶ ποικιλοτρόπως ἠφάνισεν.
κεῖνο δὲ τὸ ὁποῖον ἀποτελεῖ τὸ κορύφωμα τοῦ κατὰ τῶν χριστιανῶν μίσους του εἶναι ἡ ἀπαγόρευσις τῆς Ἑλληνικῆς μορφώσεως εἰς τοὺς χριστιανόπαιδας. Δι’ αὐτοκρατορικοῦ διατάγματος τὰ τέκνα τῶν χριστιανῶν δὲν ἐπετρέπετο νὰ ἐκπαιδευθοῦν εἰς τὰς σχολὰς τοῦ Κράτους, διότι μόνον οἱ ἀνήκοντες εἰς τὴν θρησκείαν (τὴν εἰδωλολατρικὴν) τῶν Ἑλλήνων, μόνον οὗτοι ἐδικαιοῦντο νὰ τύχουν καὶ Ἑλληνικῆς παιδείας. Οὕτω οἱ χριστιανόπαιδες εἶχον καταδικασθῆ νὰ τελοῦν εἰς τὸ σκότος τῆς ἀπαιδευσίας.
 θεῖος ὅμως Γρηγόριος κατανοήσας τὸ μέγεθος τοῦ κακοῦ, ὅπερ ἐναντίον τῆς χριστιανικῆς νεολαίας, διὰ τὴν στέρησιν τῆς μορφώσεως, ἐπεδόθη εἰς τὴν σύνθεσιν ποικίλης διδακτικῆς ὕλης ἀποκλειστικῶς διὰ τοὺς χριστιανόπαιδας, εἰς τοὺς ὁποίους ἀπηγορεύθη ἡ ἀνάγνωσις τῶν Ἑλλήνων ἀρχαίων κλασσικῶν, καὶ χάρις εἰς τὴν ἔμπνευσιν ταύτην τοῦ θείου Γρηγορίου οἱ νέοι βλαστοὶ τῆς πολεμουμένης Ἐκκλησίας μελετῶντες τὰ συγγράμματα τοῦ θείου Πατρὸς ἐξεπαιδεύοντο κατά τε τὴν ἔξω καὶ τὴν ἔσω σοφίαν.
Ο ἐπιγραφόμενοι «Στηλιτευτικοὶ κατὰ Ἰουλιανοῦ» δύο λόγοι τοῦ Γρηγορίου στηλογραφοῦσι πρὸς ἄληστον μνήμην τὰ δεινά, τὰ ὁποῖα ἡ Ἐκκλησία ἀντεμετώπισεν, ἐπὶ τρία καὶ ἥμισυ ἔτη βασιλεύσαντος τοῦ ἀποστάτου Ἰουλιανοῦ, τὸν ὁποῖον ἡ θεία ὀργὴ κατέφθασε κατὰ Ἰούνιον τοῦ 363 καὶ παρέπεμψεν εἰς Ἅδου κευθμῶνας, ἐν Περσίᾳ πολεμοῦντα.
 θεῖος Γρηγόριος ὡς ἐφημέριος ἐπέδειξε πᾶσαν σπουδὴν ὥστε ἔναντι τῶν καθηκόντων του νὰ παρουσιάσῃ ἀπόδοσιν ἀνταξίαν τῶν μεγάλων καὶ σπανίων χαρισμάτων, δι’ ὧν ἐκοσμεῖτο, χρησιμεύων καὶ ὡς βοηθὸς τοῦ γέροντος ἐπισκόπου πατρός του. Ἡ φήμη του ἐξεχύθη πολὺ μακρὰν καὶ ἄνδρες ἐπ’ ἀρετῇ καὶ παιδείᾳ ἐπίσημοι συνῆψαν μετ’ αὐτοῦ ἀλληλογραφίαν, ζητοῦντες λύσιν τῶν ζητημάτων των καὶ ἄλλοι αὐτοπροσώπως μεταβαίνοντες ἐζήτουν τὴν συνδρομήν του εἰς τοὺς πειρασμούς των.
 μέγας Ἀθανάσιος ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Γρηγορίου ἀνεγνώριζε τὸν προσφιλέστερον συναθλητὴν εἰς τὸν κοινὸν ἀγῶνα τῆς πίστεως, ἀλλὰ καὶ τὸν ἀκριβέστερον ὀρθόδοξον δογματιστήν. Ὁ Ἱερώνυμος, ὁ φιλομαθέστατος καὶ μέγας τῶν ἱερῶν Γραφῶν μεταφραστής, ἦλθεν εἰς ἐπίσκεψιν τοῦ Γρηγορίου καὶ ἐθαύμασε τὴν σοφίαν αὐτοῦ, ὥστε πολλάκις καυχώμενος ἐβεβαίωσεν, ὅτι ἐχρημάτισε τοῦ Γρηγορίου μαθητὴς καὶ παρ’ αὐτῷ ἐξέμαθε τὰς ἁγίας Γραφάς. Ὁ ἀσκητὴς καὶ πρεσβύτερος Ἱεροσολύμων Ἡσύχιος, ἐρευνητὴς τῶν θείων Γραφῶν ἄριστος καὶ κήρυξ τοῦ θείου λόγου διαπρύσιος, Εὐδόξιος ὁ χρηματίσας ἐπίσημος ῥήτωρ, παρὰ τοῦ Γρηγορίου ἤντλησαν, ὡς ὡμολόγουν, τὰς θεολογικάς των γνώσεις.
Τὸν Ἰουλιανὸν κακῶς τελευτήσαντα τὸν βίον, διεδέχθη ὁ Ἰοβιανὸς ὀρθοδόξου πίστεως καὶ καλῆς προαιρέσεως. Οὗτος ἀνεκάλεσε τοὺς ὑπὸ Κωνσταντίου καὶ Ἰουλιανοῦ ἐξορισθέντας ἐπισκόπους, ὑπεστήριξε τοὺς ὀρθοδόξους, καὶ ἀπέδωκεν εἰς αὐτοὺς τοὺς ὑπὸ τῶν ἀρειανῶν ἁρπαγέντας Ναούς.
(Ἀκολουθεῖ)





ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΕ' ΛΟΥΚΑ: Εὐαγγέλιο - Ὁμιλία εἰς τόν Ζακχαῖον τόν Τελώνην (Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου)





1. Τῷ καιρῷ ἐκείνω διήρχετο ὁ ᾿Ιησοῦς τὴν ῾Ιεριχώ· 2 καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ ὀνόματι καλούμενος Ζακχαῖος, καὶ αὐτὸς ἦν ἀρχιτελώνης, καὶ οὗτος ἦν πλούσιος, 3 καὶ ἐζήτει ἰδεῖν τὸν ᾿Ιησοῦν τίς ἐστι, καὶ οὐκ ἠδύνατο ἀπὸ τοῦ ὄχλου, ὅτι τῇ ἡλικίᾳ μικρὸς ἦν.
4 καὶ προδραμὼν ἔμπροσθεν ἀνέβη ἐπὶ συκομορέαν, ἵνα ἴδῃ αὐτόν, ὅτι ἐκείνης ἤμελλε διέρχεσθαι. 5 καὶ ὡς ἦλθεν ἐπὶ τὸν τόπον, ἀναβλέψας ὁ ᾿Ιησοῦς εἶδεν αὐτὸν καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· Ζακχαῖε, σπεύσας κατάβηθι· σήμερον γὰρ ἐν τῷ οἴκῳ σου δεῖ με μεῖναι. 6 καὶ σπεύσας κατέβη, καὶ ὑπεδέξατο αὐτὸν χαίρων.
7 καὶ ἰδόντες πάντες διεγόγγυζον λέγοντες ὅτι παρὰ ἁμαρτωλῷ ἀνδρὶ εἰσῆλθε καταλῦσαι. 8 σταθεὶς δὲ Ζακχαῖος εἶπε πρὸς τὸν Κύριον· ἰδοὺ τὰ ἡμίση τῶν ὑπαρχόντων μου, Κύριε, δίδωμι τοῖς πτωχοῖς, καὶ εἴ τινός τι ἐσυκοφάντησα, ἀποδίδωμι τετραπλοῦν. 9 εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ ᾿Ιησοῦς ὅτι σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο, καθότι καὶ αὐτὸς υἱὸς ᾿Αβραάμ ἐστιν. 10 ἦλθε γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ζητῆσαι καὶ σῶσαι τὸ ἀπολωλός.

Ἀπόδοση:

Εκείνο τον καιρό περνούσε ό Ιησούς μέσα από την Ιεριχώ. Και να ένας άνθρωπος πού τον έλεγαν Ζακχαίο και αυτός ήταν αρχιτελώνης και επομένως πλούσιος. Και ζητούσε να δει τον Ιησού ποιος είναι και δεν μπορούσε, εξαιτίας του κόσμου καν επειδή ήταν μικρόσωμος.
 Έτρεξε λοιπόν μπροστά και ανέβηκε σε μια συκομουριά για να τον δει, γιατί από κει θα περνούσε. Και μόλις ήλθε σε κείνο το μέρος, σήκωσε τα μάτια του ο Ιησούς και τον είδε και του είπε' Ζακχαίε, κατέβα γρήγορα, γιατί σήμερα πρέπει να μείνω στο σπίτι σου.
Και ο Ζακχαίος κατέβηκε αμέσως και υποδέχτηκε τον Ιησού με χαρά. Όλοι τότε όταν είδαν αυτό εγόγγυζαν και έλεγαν πώς μπήκε να φιλοξενηθεί στο σπίτι ενός αμαρτωλού ανθρώπου.
 Ο Ζακχαίος όμως στάθηκε μπροστά στον Ιησού και του είπε· Να τα μισά από τα υπάρχοντα μου Κύριε, τα δίνω στους φτωχούς· και αν τύχει και έκλεψα κανενός του το δίνω πίσω τετραπλάσιο. Τότε του είπε ο Ιησούς. Σήμερα έγινε σωτηρία σε τούτο το σπίτι, γιατί και αυτός είναι παιδί του Αβραάμ. Γιατί ο υιός του ανθρώπου ήρθε για να ψάξει να βρει και να σώσει τους χαμένους.

Ὁμιλία εἰς τόν Ζακχαῖον τόν Τελώνην
(Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου)


Όσοι επιθυμούν τα καλά, δε διαφέρουν από τους διψασμένους, αγαπητοί. Όσο δε βρίσκουν αυτό που ζητούνε, τόσο ανάβει η δίψα τους για ο,τι ποθούν. Και τη νύχτα ονειρεύονται σα διψασμένοι τις πηγές των πόθων τους. Κι όταν ξημερώση πηγαίνοντας από τόπο σε τόπο, με αεικίνητα μάτια βλέποντας γύρω, αναζητούν αυτά που ποθεί η καρδιά τους.

Κι όπως οδοιπόροι, που σε ώρα μεσημεριού διασχίζουν άνυδρο τόπο, αναγκασμένοι από τη δίψα βλέπουν γύρω τους πηγές· και πολλές φορές θα τους δης ν’ ανεβαίνουν και βουνά όπου υπάρχειπηγή· κι όταν από μακριά τη δουν, χαίρονται και συνεχίζουν την πορεία τους προς αυτή με βιάση·έπειτα φθάνουν στην πηγή και σβήνουν με το νερό τη δίψα τους· τέτοιοι είναι κι οι φίλοι του Χριστού. Την ημέρα αναζητούν τον ποθητό τους Χριστό με καλά έργα και τη νύχτα είναι κοντά του με την προσευχή κι όταν κοιμούνται βλέπουν στο όνειρό τους ότι περπατούν μαζί του.

Όταν στα οράματά τους τον ιδούν από μακριά χαίρονται κι αναγαλλιάζουν καθώς οι διψασμένοι, ότανβρουν τις πηγές που ποθούν. Κι όταν ξυπνήσουν θέλουν να ξανακοιμηθούν, για ν’ αντικρύσουν στον ύπνο τους την ίδια πάλι οπτασία.

Τέτοιος και ο Ζακχαίος που διαβάσαμε πριν από λίγο στο Ευαγγέλιο. Δήτε τον που τρέχει και ο θείος πόθος τον πυρπολεί· σκαρφαλώνει στο δένδρο και ψάχνει γύρω τον Ιησού, για να δη τη ζωοδότρα πηγή.

Κι όταν ο Ζακχαίος αντίκρυσε τον Κύριο, ξεκούρασε την όραση του, περισσότερο όμως αναρρίπισετον πόθο στην καρδιά του· «Μπήκε λοιπόν ο Ιησούς στην Ιεριχώ και περιπατούσε στον δρόμο. Βρήκε κάποιον λεγόμενο Ζακχαίο. Ήταν αρχιτελώνης και πολύ πλούσιος. Ήθελε πολύ να ιδή τον Ιησούπου ήταν να περάση από κει».

Πρόσεξε, αγαπητέ μου, τον πόθο της ψυχής του. Δεν μπορούσε όμως να δη από το πλήθος, γιατίήταν μικρό το ανάστημά του. Τρέχει λοιπόν μπροστά κι ανεβαίνει σε μια μουριά για να δη τον Ιησού, που ήταν να περάση από κει. Ο Ζακχαίος με το μικρό ανάστημα και την πολλή γνώση ζητούσε να δη τον Χριστό, επιθυμούσε να δη το θεό μέσα στους ανθρώπους που χάριζε τον ουρανό, ήθελε να δη το δημιουργό των αγγέλων, να δη να βαδίζη με βήματα ανθρώπου ο φωτοδότης του ουρανού,υπέργειου φωτός.

Ζητούσε να δη πως ο ήλιος της δικαιοσύνης καθισμένος στο νέφος πλημμύρισε με φως των πιστών τα ψυχικά μάτια. Ζητούσε να δη το θεό Ιησού, τον ωραίο, τον ποθητό, το γλυκύ, που με τόνομά του δηλώνει και την πράξη. Να δη το πορφυρόμαλλο πρόβατο, που το αίμα του έγινε το τίμημα της οικουμένης και το μαλλί του έντυσε τους γυμνούς από τον Αδάμ ως το τέλος. Επιθυμούσε να δη οαιχμάλωτος στρατιώτης το βασιλιά του, το πρόβατο το βοσκό του, ο παραπλανημένος το δρόμο του,ο σκοτισμένος το φως. Επιθυμούσε να δη τον κήρυκα της ευσεβείας, αυτός που δεν είχε γευτή τη γλυκύτητα της θεογνωσίας.

Ζητούσε να δη ο άρρωστος την υγεία του, ο πεινασμένος την ουράνια τροφή, ο διψασμένος την ζωοδότρα πηγή. Επιθυμούσε να δη τον εμψυχωτή των ιερέων και τον ξυπνητή του Λαζάρου. Ω, το θεϊκό έρωτα! Ω, την επιθυμία! Ω, το χρυσόφτερο έρωτα, η καλύτερα τον έρωτα του Χριστού, πουανεβάζει στον ουρανό την ψυχή που τον έχει. Ο θεϊκός έρωτας που τον εσήκωσε από τη γη, τονέκαμε κιόλα ν’ ανεβή στο δένδρο.
Δεν τον άφησε να εξακολουθήση να βλέπη τα πράγματα της γης, ούτε και να συναστρέφεται τουςανθρώπους. Αλλά τη θεία αγάπη ποθώντας σρέφει το βλέμμα στα ουράνια αγαθά. Από τα γήινα τρέχει προς τα ουράνια, που προκαλούσαν την προθυμία του κι αφού σκαρφάλωσε στο δέντροέψαχνε γύρω από το Χριστό και με φαντασία βρισκόταν στον ουρανό. Κι όταν είδε ο Ζακχαίος τοΧριστό του μίλησε ταιριαστά.

Σ’ εσένα σήκωσα τα μάτια μου που κατοικείς στον ουρανό. Είδε τον Κύριο ο Ζακχαίος και δυνάμωσεη επιθυμία του περισσότερο. Τον άγγιξε στην ψυχή κι έγινε διαφορετικός άνθρωπος· από τελώνης ζηλωτής, από άπιστος πιστός, από λύκος πρόβατο σφραγισμένο για τη σφαγή. Ποιός νιώθει τέτοιαεπιθυμία για τον πατέρα και την μητέρα του, ποιός αγάπησε τη γυναίκα η τα παιδιά του, όπως οΖαχκαίος τον Κύριο, όπως φανερώνουν τα ίδια τα πράγματα; Μοίρασε όλα τα υπάρχοντά του στους φτωχούς και τετραπλάσια έδωσε σ’ όποιους εσυκοφάντησε. Συμπεριφορά άριστη μαθητού, και δασκάλου επιείκεια και δύναμη θεϊκή· από τη θέα του μόνο ο Ιησούς οδηγεί στην πράξη.

Κανένα διδακτικό λόγο δεν είχε πει ο Κύριος στο Ζακχαίο, παρουσιάστηκε μόνο σ’ αυτόν που τον ποθούσε και από το βάθος της καρδιάς του τραβιόταν επάνω η δύναμη της πίστεως. Παρόμοιο έγινεκαι στην αιμορροούσα· ήρθε κοντά στον Κύριο και ζητούσε να τη θεραπεύση, μα δε δεχόταν να τουαγγίξη το χέρι. Κι εκείνη του αγγίζει κρυφά την άκρη απ’ τα ρούχα του. Και της θεραπείας τη δύναμη σα σφουγγάρι με το άγγιγμά της την τράβηξε. Κι ο Ζαχκαίος ενεργούσε ασυναίσθητα, κινημένος απόβία θεϊκή και από πνευματικόν έρωτα αναμμένος ανέβαινε στη μουριά.

Ο Κύριος όμως ανακαλύπτοντας κάποιο μυστικό του λέει, κατέβα. Γνώρισα την ψυχή σου, γνώρισα τον ιερό έρωτά σου· Κατέβα. Θυμήσου ότι κι ο Αδάμ ότνα ένιωσε τη γυμνότητά του, κρύφτηκε πίσωαπό τη συκιά. Και συ που θέλεις να σωθής, μην τρέχης πάνω στη μουριά. Πρέπει να την ξηράνω αυτή τη μουριά και να φυτέψω άλλη, το σταυρό. Εκείνος είναι το ευλογημένο δέντρο και σ’ αυτό ναοδηγής τα βήματα της ψυχής σου. Από αυτό ακοντίζεσαι αμέσως στον ουρανό.

Ενώ στης μουριάς τα φύλλα και το φίδι περιπλέκεται, και σ’ αυτή κρύβεται και σ’ αυτήν εκλώσσησετα μικρά του. Κατέβα γρήγορα, προτού αρχίση να ψιθυρίζη στην ψυχή σου, όπως και στην Εύα που την έπεισε να δοκιμάση τη γλυκειά ηδονή. Κατέβα γρήγορα. Όσο στέκομαι εγώ, κατέβα απ’ αυτή·όταν το βλέπω εγώ, εκείνο φιμώνεται. Κατέβα γρήγορα, δε θέλω να σ’ αφήσω πάνω στη μουριά, δε θέλω να χαθής.

Δικό μου πρόβατο είσαι, σ’ εμένα έτρεξες. Κατέβα γρήγορα και περίμενέ με στο σπίτι σου. Πρέπει να ξεκουραστώ εκεί. Όπου υπάρχει πίστη, εκεί ξεκουράζομαι. Όπου υπάρχει αγάπη, εκεί πηγαίνω. Ξαίρω τι θα κάμης σε λιγο· ξαίρω ότι θα δώσης όλα τα υπάρχοντά σου στους φτωχούς και πρώταότι θα επιστρέψης το τετραπλάσιο σ’ όσους εσυκοφάντησες.

Σε τέτοιους ανθρώπους μ’ ευχαρίστηση φιλοξενούμε. Κι ο Ζακχαίος κατέβηκε βιαστικός, πήγε στο σπίτι του κι υποδέχτηκε τον Ιησού. Και γεμάτος χαρά, είπε αφού στάθηκε –ούτε περπατώντας, ούτε καθισμένος αλλά αλλά αφού στάθηκε, για να δείξη την αμετάθετη απόφασή του- και αφού στάθηκε μίλησε, όταν με θερμή ψυχή κι αμεταμέλητη απόφαση αποδυόταν στον αγώνα. Ήξαιρε που σπέρνει και που ήταν να θερίση και είπε· Δίνω στους φτωχούς τα μισά από τα υπάρχοντά μου και γυρίζω το τετραπλάσιο σ’ όσους εσυκοφάντησα.

Ω άδολη εξομολόγηση, που βγαίνει από καρδιά καθαρή. Εξομολόγηση αθάμπτωτη –μπροστά στηναθάμπωτη δόξα του θεού- που είναι η πίστη η πνοή της κι η δικαιοσύνη το άνθος της. Αυτής της δικαιοσύνης ας μας κάμη άξιους ο Θεός των όλων με τη χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου μαςΙησού Χριστού. Σ’ αυτόν ανήκει η δόξα και η δύναμη στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.