A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2016

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΕ' ΛΟΥΚΑ: Εὐαγγέλιο - Ὁμιλία εἰς τόν Ζακχαῖον τόν Τελώνην (Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου)





1. Τῷ καιρῷ ἐκείνω διήρχετο ὁ ᾿Ιησοῦς τὴν ῾Ιεριχώ· 2 καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ ὀνόματι καλούμενος Ζακχαῖος, καὶ αὐτὸς ἦν ἀρχιτελώνης, καὶ οὗτος ἦν πλούσιος, 3 καὶ ἐζήτει ἰδεῖν τὸν ᾿Ιησοῦν τίς ἐστι, καὶ οὐκ ἠδύνατο ἀπὸ τοῦ ὄχλου, ὅτι τῇ ἡλικίᾳ μικρὸς ἦν.
4 καὶ προδραμὼν ἔμπροσθεν ἀνέβη ἐπὶ συκομορέαν, ἵνα ἴδῃ αὐτόν, ὅτι ἐκείνης ἤμελλε διέρχεσθαι. 5 καὶ ὡς ἦλθεν ἐπὶ τὸν τόπον, ἀναβλέψας ὁ ᾿Ιησοῦς εἶδεν αὐτὸν καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· Ζακχαῖε, σπεύσας κατάβηθι· σήμερον γὰρ ἐν τῷ οἴκῳ σου δεῖ με μεῖναι. 6 καὶ σπεύσας κατέβη, καὶ ὑπεδέξατο αὐτὸν χαίρων.
7 καὶ ἰδόντες πάντες διεγόγγυζον λέγοντες ὅτι παρὰ ἁμαρτωλῷ ἀνδρὶ εἰσῆλθε καταλῦσαι. 8 σταθεὶς δὲ Ζακχαῖος εἶπε πρὸς τὸν Κύριον· ἰδοὺ τὰ ἡμίση τῶν ὑπαρχόντων μου, Κύριε, δίδωμι τοῖς πτωχοῖς, καὶ εἴ τινός τι ἐσυκοφάντησα, ἀποδίδωμι τετραπλοῦν. 9 εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ ᾿Ιησοῦς ὅτι σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο, καθότι καὶ αὐτὸς υἱὸς ᾿Αβραάμ ἐστιν. 10 ἦλθε γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ζητῆσαι καὶ σῶσαι τὸ ἀπολωλός.

Ἀπόδοση:

Εκείνο τον καιρό περνούσε ό Ιησούς μέσα από την Ιεριχώ. Και να ένας άνθρωπος πού τον έλεγαν Ζακχαίο και αυτός ήταν αρχιτελώνης και επομένως πλούσιος. Και ζητούσε να δει τον Ιησού ποιος είναι και δεν μπορούσε, εξαιτίας του κόσμου καν επειδή ήταν μικρόσωμος.
 Έτρεξε λοιπόν μπροστά και ανέβηκε σε μια συκομουριά για να τον δει, γιατί από κει θα περνούσε. Και μόλις ήλθε σε κείνο το μέρος, σήκωσε τα μάτια του ο Ιησούς και τον είδε και του είπε' Ζακχαίε, κατέβα γρήγορα, γιατί σήμερα πρέπει να μείνω στο σπίτι σου.
Και ο Ζακχαίος κατέβηκε αμέσως και υποδέχτηκε τον Ιησού με χαρά. Όλοι τότε όταν είδαν αυτό εγόγγυζαν και έλεγαν πώς μπήκε να φιλοξενηθεί στο σπίτι ενός αμαρτωλού ανθρώπου.
 Ο Ζακχαίος όμως στάθηκε μπροστά στον Ιησού και του είπε· Να τα μισά από τα υπάρχοντα μου Κύριε, τα δίνω στους φτωχούς· και αν τύχει και έκλεψα κανενός του το δίνω πίσω τετραπλάσιο. Τότε του είπε ο Ιησούς. Σήμερα έγινε σωτηρία σε τούτο το σπίτι, γιατί και αυτός είναι παιδί του Αβραάμ. Γιατί ο υιός του ανθρώπου ήρθε για να ψάξει να βρει και να σώσει τους χαμένους.

Ὁμιλία εἰς τόν Ζακχαῖον τόν Τελώνην
(Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου)


Όσοι επιθυμούν τα καλά, δε διαφέρουν από τους διψασμένους, αγαπητοί. Όσο δε βρίσκουν αυτό που ζητούνε, τόσο ανάβει η δίψα τους για ο,τι ποθούν. Και τη νύχτα ονειρεύονται σα διψασμένοι τις πηγές των πόθων τους. Κι όταν ξημερώση πηγαίνοντας από τόπο σε τόπο, με αεικίνητα μάτια βλέποντας γύρω, αναζητούν αυτά που ποθεί η καρδιά τους.

Κι όπως οδοιπόροι, που σε ώρα μεσημεριού διασχίζουν άνυδρο τόπο, αναγκασμένοι από τη δίψα βλέπουν γύρω τους πηγές· και πολλές φορές θα τους δης ν’ ανεβαίνουν και βουνά όπου υπάρχειπηγή· κι όταν από μακριά τη δουν, χαίρονται και συνεχίζουν την πορεία τους προς αυτή με βιάση·έπειτα φθάνουν στην πηγή και σβήνουν με το νερό τη δίψα τους· τέτοιοι είναι κι οι φίλοι του Χριστού. Την ημέρα αναζητούν τον ποθητό τους Χριστό με καλά έργα και τη νύχτα είναι κοντά του με την προσευχή κι όταν κοιμούνται βλέπουν στο όνειρό τους ότι περπατούν μαζί του.

Όταν στα οράματά τους τον ιδούν από μακριά χαίρονται κι αναγαλλιάζουν καθώς οι διψασμένοι, ότανβρουν τις πηγές που ποθούν. Κι όταν ξυπνήσουν θέλουν να ξανακοιμηθούν, για ν’ αντικρύσουν στον ύπνο τους την ίδια πάλι οπτασία.

Τέτοιος και ο Ζακχαίος που διαβάσαμε πριν από λίγο στο Ευαγγέλιο. Δήτε τον που τρέχει και ο θείος πόθος τον πυρπολεί· σκαρφαλώνει στο δένδρο και ψάχνει γύρω τον Ιησού, για να δη τη ζωοδότρα πηγή.

Κι όταν ο Ζακχαίος αντίκρυσε τον Κύριο, ξεκούρασε την όραση του, περισσότερο όμως αναρρίπισετον πόθο στην καρδιά του· «Μπήκε λοιπόν ο Ιησούς στην Ιεριχώ και περιπατούσε στον δρόμο. Βρήκε κάποιον λεγόμενο Ζακχαίο. Ήταν αρχιτελώνης και πολύ πλούσιος. Ήθελε πολύ να ιδή τον Ιησούπου ήταν να περάση από κει».

Πρόσεξε, αγαπητέ μου, τον πόθο της ψυχής του. Δεν μπορούσε όμως να δη από το πλήθος, γιατίήταν μικρό το ανάστημά του. Τρέχει λοιπόν μπροστά κι ανεβαίνει σε μια μουριά για να δη τον Ιησού, που ήταν να περάση από κει. Ο Ζακχαίος με το μικρό ανάστημα και την πολλή γνώση ζητούσε να δη τον Χριστό, επιθυμούσε να δη το θεό μέσα στους ανθρώπους που χάριζε τον ουρανό, ήθελε να δη το δημιουργό των αγγέλων, να δη να βαδίζη με βήματα ανθρώπου ο φωτοδότης του ουρανού,υπέργειου φωτός.

Ζητούσε να δη πως ο ήλιος της δικαιοσύνης καθισμένος στο νέφος πλημμύρισε με φως των πιστών τα ψυχικά μάτια. Ζητούσε να δη το θεό Ιησού, τον ωραίο, τον ποθητό, το γλυκύ, που με τόνομά του δηλώνει και την πράξη. Να δη το πορφυρόμαλλο πρόβατο, που το αίμα του έγινε το τίμημα της οικουμένης και το μαλλί του έντυσε τους γυμνούς από τον Αδάμ ως το τέλος. Επιθυμούσε να δη οαιχμάλωτος στρατιώτης το βασιλιά του, το πρόβατο το βοσκό του, ο παραπλανημένος το δρόμο του,ο σκοτισμένος το φως. Επιθυμούσε να δη τον κήρυκα της ευσεβείας, αυτός που δεν είχε γευτή τη γλυκύτητα της θεογνωσίας.

Ζητούσε να δη ο άρρωστος την υγεία του, ο πεινασμένος την ουράνια τροφή, ο διψασμένος την ζωοδότρα πηγή. Επιθυμούσε να δη τον εμψυχωτή των ιερέων και τον ξυπνητή του Λαζάρου. Ω, το θεϊκό έρωτα! Ω, την επιθυμία! Ω, το χρυσόφτερο έρωτα, η καλύτερα τον έρωτα του Χριστού, πουανεβάζει στον ουρανό την ψυχή που τον έχει. Ο θεϊκός έρωτας που τον εσήκωσε από τη γη, τονέκαμε κιόλα ν’ ανεβή στο δένδρο.
Δεν τον άφησε να εξακολουθήση να βλέπη τα πράγματα της γης, ούτε και να συναστρέφεται τουςανθρώπους. Αλλά τη θεία αγάπη ποθώντας σρέφει το βλέμμα στα ουράνια αγαθά. Από τα γήινα τρέχει προς τα ουράνια, που προκαλούσαν την προθυμία του κι αφού σκαρφάλωσε στο δέντροέψαχνε γύρω από το Χριστό και με φαντασία βρισκόταν στον ουρανό. Κι όταν είδε ο Ζακχαίος τοΧριστό του μίλησε ταιριαστά.

Σ’ εσένα σήκωσα τα μάτια μου που κατοικείς στον ουρανό. Είδε τον Κύριο ο Ζακχαίος και δυνάμωσεη επιθυμία του περισσότερο. Τον άγγιξε στην ψυχή κι έγινε διαφορετικός άνθρωπος· από τελώνης ζηλωτής, από άπιστος πιστός, από λύκος πρόβατο σφραγισμένο για τη σφαγή. Ποιός νιώθει τέτοιαεπιθυμία για τον πατέρα και την μητέρα του, ποιός αγάπησε τη γυναίκα η τα παιδιά του, όπως οΖαχκαίος τον Κύριο, όπως φανερώνουν τα ίδια τα πράγματα; Μοίρασε όλα τα υπάρχοντά του στους φτωχούς και τετραπλάσια έδωσε σ’ όποιους εσυκοφάντησε. Συμπεριφορά άριστη μαθητού, και δασκάλου επιείκεια και δύναμη θεϊκή· από τη θέα του μόνο ο Ιησούς οδηγεί στην πράξη.

Κανένα διδακτικό λόγο δεν είχε πει ο Κύριος στο Ζακχαίο, παρουσιάστηκε μόνο σ’ αυτόν που τον ποθούσε και από το βάθος της καρδιάς του τραβιόταν επάνω η δύναμη της πίστεως. Παρόμοιο έγινεκαι στην αιμορροούσα· ήρθε κοντά στον Κύριο και ζητούσε να τη θεραπεύση, μα δε δεχόταν να τουαγγίξη το χέρι. Κι εκείνη του αγγίζει κρυφά την άκρη απ’ τα ρούχα του. Και της θεραπείας τη δύναμη σα σφουγγάρι με το άγγιγμά της την τράβηξε. Κι ο Ζαχκαίος ενεργούσε ασυναίσθητα, κινημένος απόβία θεϊκή και από πνευματικόν έρωτα αναμμένος ανέβαινε στη μουριά.

Ο Κύριος όμως ανακαλύπτοντας κάποιο μυστικό του λέει, κατέβα. Γνώρισα την ψυχή σου, γνώρισα τον ιερό έρωτά σου· Κατέβα. Θυμήσου ότι κι ο Αδάμ ότνα ένιωσε τη γυμνότητά του, κρύφτηκε πίσωαπό τη συκιά. Και συ που θέλεις να σωθής, μην τρέχης πάνω στη μουριά. Πρέπει να την ξηράνω αυτή τη μουριά και να φυτέψω άλλη, το σταυρό. Εκείνος είναι το ευλογημένο δέντρο και σ’ αυτό ναοδηγής τα βήματα της ψυχής σου. Από αυτό ακοντίζεσαι αμέσως στον ουρανό.

Ενώ στης μουριάς τα φύλλα και το φίδι περιπλέκεται, και σ’ αυτή κρύβεται και σ’ αυτήν εκλώσσησετα μικρά του. Κατέβα γρήγορα, προτού αρχίση να ψιθυρίζη στην ψυχή σου, όπως και στην Εύα που την έπεισε να δοκιμάση τη γλυκειά ηδονή. Κατέβα γρήγορα. Όσο στέκομαι εγώ, κατέβα απ’ αυτή·όταν το βλέπω εγώ, εκείνο φιμώνεται. Κατέβα γρήγορα, δε θέλω να σ’ αφήσω πάνω στη μουριά, δε θέλω να χαθής.

Δικό μου πρόβατο είσαι, σ’ εμένα έτρεξες. Κατέβα γρήγορα και περίμενέ με στο σπίτι σου. Πρέπει να ξεκουραστώ εκεί. Όπου υπάρχει πίστη, εκεί ξεκουράζομαι. Όπου υπάρχει αγάπη, εκεί πηγαίνω. Ξαίρω τι θα κάμης σε λιγο· ξαίρω ότι θα δώσης όλα τα υπάρχοντά σου στους φτωχούς και πρώταότι θα επιστρέψης το τετραπλάσιο σ’ όσους εσυκοφάντησες.

Σε τέτοιους ανθρώπους μ’ ευχαρίστηση φιλοξενούμε. Κι ο Ζακχαίος κατέβηκε βιαστικός, πήγε στο σπίτι του κι υποδέχτηκε τον Ιησού. Και γεμάτος χαρά, είπε αφού στάθηκε –ούτε περπατώντας, ούτε καθισμένος αλλά αλλά αφού στάθηκε, για να δείξη την αμετάθετη απόφασή του- και αφού στάθηκε μίλησε, όταν με θερμή ψυχή κι αμεταμέλητη απόφαση αποδυόταν στον αγώνα. Ήξαιρε που σπέρνει και που ήταν να θερίση και είπε· Δίνω στους φτωχούς τα μισά από τα υπάρχοντά μου και γυρίζω το τετραπλάσιο σ’ όσους εσυκοφάντησα.

Ω άδολη εξομολόγηση, που βγαίνει από καρδιά καθαρή. Εξομολόγηση αθάμπτωτη –μπροστά στηναθάμπωτη δόξα του θεού- που είναι η πίστη η πνοή της κι η δικαιοσύνη το άνθος της. Αυτής της δικαιοσύνης ας μας κάμη άξιους ο Θεός των όλων με τη χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου μαςΙησού Χριστού. Σ’ αυτόν ανήκει η δόξα και η δύναμη στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.