A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !
✞ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος ✞
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΥΡΙΑΚΟΔΡΟΜΙΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΥΡΙΑΚΟΔΡΟΜΙΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 23 Αυγούστου 2014

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ: Εὐαγγέλιον - Ὁμιλία εἰς τήν Παραβολήν τοῦ τά μύρια τάλαντα ὀφείλοντος καί τά ἑκατό δηνάρια ἀπαιτούντος (Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου)




23 Διὰ τοῦτο ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ βασιλεῖ, ὃς ἠθέλησε συνᾶραι λόγον μετὰ τῶν δούλων αὐτοῦ. 24 ἀρξαμένου δὲ αὐτοῦ συναίρειν προσηνέχθη αὐτῷ εἷς ὀφειλέτης μυρίων ταλάντων. 25 μὴ ἔχοντος δὲ αὐτοῦ ἀποδοῦναι ἐκέλευσεν αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ πραθῆναι καὶ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ τὰ τέκνα καὶ πάντα ὅσα εἶχε, καὶ ἀποδοθῆναι. 26 πεσὼν οὖν ὁ δοῦλος προσεκύνει αὐτῷ λέγων· κύριε, μακροθύμησον ἐπ᾿ ἐμοὶ καὶ πάντα σοι ἀποδώσω. 27 σπλαγχνισθεὶς δὲ ὁ κύριος τοῦ δούλου ἐκείνου ἀπέλυσεν αὐτὸν καὶ τὸ δάνειον ἀφῆκεν αὐτῷ. 28 ἐξελθὼν δὲ ὁ δοῦλος ἐκεῖνος εὗρεν ἕνα τῶν συνδούλων αὐτοῦ, ὃς ὤφειλεν αὐτῷ ἑκατὸν δηνάρια, καὶ κρατήσας αὐτὸν ἔπνιγε λέγων· ἀπόδος μοι εἴ τι ὀφείλεις. 29 πεσὼν οὖν ὁ σύνδουλος αὐτοῦ εἰς τοὺς πόδας αὐτοῦ παρεκάλει αὐτὸν λέγων· μακροθύμησον ἐπ᾿ ἐμοὶ καὶ ἀποδώσω σοι. 30 ὁ δὲ οὐκ ἤθελεν, ἀλλὰ ἀπελθὼν ἔβαλεν αὐτὸν εἰς φυλακὴν ἕως οὗ ἀποδῷ τὸ ὀφειλόμενον. 31 ἰδόντες δὲ οἱ σύνδουλοι αὐτοῦ τὰ γενόμενα ἐλυπήθησαν σφόδρα, καὶ ἐλθόντες διεσάφησαν τῷ κυρίῳ ἑαυτῶν πάντα τὰ γενόμενα. 32 τότε προσκαλεσάμενος αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ λέγει αὐτῷ· δοῦλε πονηρέ, πᾶσαν τὴν ὀφειλὴν ἐκείνην ἀφῆκά σοι, ἐπεὶ παρεκάλεσάς με. 33 οὐκ ἔδει καὶ σὲ ἐλεῆσαι τὸν σύνδουλόν σου, ὡς καὶ ἐγώ σε ἠλέησα; 34 καὶ ὀργισθεὶς ὁ κύριος αὐτοῦ παρέδωκεν αὐτὸν τοῖς βασανισταῖς ἕως οὗ ἀποδῷ πᾶν τὸ ὀφειλόμενον αὐτῷ. 35 Οὕτω καὶ ὁ πατήρ μου ὁ ἐπουράνιος ποιήσει ὑμῖν, ἐὰν μὴ ἀφῆτε ἕκαστος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ἀπὸ τῶν καρδιῶν ὑμῶν τὰ παραπτώματα αὐτῶν. 


ΑΠΟΔΟΣΗ


Η Βασιλεία των Ουρανών μοιάζει σαν άνθρωπο βασιλιά, που θέλησε να λογαριασθεί με τους ανθρώπους που δούλευαν στην περιουσία του. Και όταν άρχισε να λογαριάζεται, του έφεραν έναν που χρωστούσε δέκα χιλιάδες τάλαντα. Επειδή δε αυτός δεν ήταν σε θέση να εξοφλήσει, ο κύριος διέταξε να πουληθεί αυτός και η γυναίκα του και τα παιδιά του και όλα όσα είχε για να εξοφληθεί το χρέος. Τότε έπεσε ο δούλος στα πόδια του κυρίου του και του έλεγε: Κύριε, κάνε υπομονή και όλα θα σου τα εξοφλήσω. Ο Κύριος εκείνου του δούλου τον λυπήθηκε, τον άφησε ελεύθερο και του χάρισε το χρέος. Αυτός ο δούλος μόλις έλαβε χάρη και βγήκε από το βασιλιά, βρήκε έναν από τους συνδούλους του, που του χρωστούσε εκατό δηνάρια· τον έπιασε λοιπόν από τον λαιμό και του έλεγε: «Δος μου όσα μου χρωστάς». Και ο σύνδουλός του έπεσε στα πόδια, τον παρακαλούσε και του έλεγε: «Κάμε υπομονή και θα σε ξοφλήσω». Αυτός όμως δεν ήθελε, αλλά πήγε και τον έβαλε στη φυλακή, ώσπου να του ξοφλήσει το χρέος. Όταν τον είδαν οι σύνδουλοί του, καταλυπήθηκαν και πήγαν κι εξήγησαν στον κύριό τους όσα έγιναν. Τότε τον κάλεσε ο κύριος και του λέγει: «Δούλε πονηρέ, όλο εκείνο το χρέος σου το χάρισα, επειδή με παρεκάλεσες. Δεν έπρεπε και συ να λυπηθείς τον σύνδουλό σου, καθώς και εγώ σε λυπήθηκα; Οργίσθηκε ο κύριός του και τον παρέδωσε στους βασανιστές, ώσπου να του ξοφλήσει ολόκληρο το χρέος. Έτσι θα κάμει σε σας ο επουράνιος Πατέρας μου, αν δεν συγχωρείτε ο καθένας στον αδελφό του μέσα από την καρδιά σας τα παραπτώματά τους.


Ὁμιλία εἰς τήν Παραβολήν τοῦ τά μύρια τάλαντα ὀφείλοντος
καί τά ἑκατό δηνάρια ἀπαιτούντος.
Τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Χρυσοστόμου  




Ωσάν να έχω επιστρέψει κοντά σας από μακρινό ταξίδι έτσι αισθάνομαι σήμερα· διότι γι΄ αυτούς που αγαπούν, όταν δεν μπορούν να ευρίσκονται μαζί με τους αγαπωμένους δεν έχουν κανένα όφελος, έστω και αν μένουν σε γειτονική οικία. Γι’ αυτό κι εγώ, μολονότι δεν απομακρύνθηκα από την πόλη, δεν αισθάνομαι καλλίτερα από όσον εάν απουσίαζα, επειδή τον τελευταίον καιρό δεν κατέστη δυνατόν να σας ομιλήσω. Συγχωρήστε με όμως, η σιωπή δεν ωφείλετο σε ραθυμία, αλλά σε ασθένεια. Εσείς τώρα χαίρεσθε, επειδή απαλλάχθηκα από την αρρώστια, κι εγώ επειδή απήλαυσα την αγάπη σας. Διότι και όταν ασθενούσα, οδυνηρότερον από την αρρώστια μου ήταν το ότι δεν ημπορούσα να μετέχω στην αγαπημένη αυτή σύναξη· και τώρα που έγινα καλά, πιο ποθητό μου έγινε το να απολαμβάνω άνετα την αγάπη σας. Διότι ο πυρετός του σώματος δεν κατακαίει τόσο τους ασθενείς, όσο κατακαίει τις ιδικές μας ψυχές ο αποχωρισμός από τους αγαπημένους μας· και όπως εκείνοι επιζητούν φιάλες και ποτήρια και κρύα νερά, έτσι αυτοί επιζητούν τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Αυτά τα γνωρίζουν καλά όσοι έχουν συνηθίσει να αγαπούν...

Μη δυσανασχετήσετε όμως για το μήκος αυτών που πρόκειται να λεχθούν· διότι θέλω να σας διδάξω κάποια θαυμαστή κιθαρωδία, μεταχειριζόμενος όχι λύραν άψυχον, αλλά τείνοντας αντί χορδών τις ιστορίες των Γραφών και τις εντολές του Θεού.

Και όπως στην περίπτωση της κιθάρας δεν αρκεί μόνον μια χορδή για να προκληθεί μελωδία, αλλά πρέπει όλες να κτυπηθούν με τον ρυθμό που ταιριάζει, έτσι και στην περίπτωση της ψυχικής αρετής δεν αρκεί για την σωτηρία μας μόνον ένας νόμος, αλλά πρέπει να τους τηρούμε όλους με ακρίβεια, εάν βέβαια έχομε διάθεση να επιτύχουμε πραγματική μελωδία.

Έμαθε το στόμα σου να μην ορκίζεται; έχει ασκηθεί η γλώσσα σου να λέγει σε κάθε περίσταση «ναι» και «ου» (Ματθ. ε΄ 37); Ας μάθη να αποφεύγει και κάθε κακολογία και να δείχνει περισσότερο ενδιαφέρον γι΄ αυτή την εντολή, επειδή χρειάζεται και περισσότερο ενδιαφέρον γι΄ αυτή την εντολή, επειδή χρειάζεται και περισσότερο κόπο εκ μέρους μας. και αυτό διότι εκεί είχε να νικήσει απλώς μία συνήθεια, ενώ στην περίπτωση της οργής χρειάζεται μεγαλύτερο αγώνα, επειδή αυτό είναι πάθος τυραννικό και πολλές φορές παρασύρει όσους δεν έχουν νήψι και τους γκρεμίζει στο βάραθρο της απώλειας.

Πού λοιπόν ομίλησε ο Κύριος για την οργή και την μνησικακία; Και σε πολλά άλλα σημεία, αλλά ιδιαιτέρως στην παραβολή αυτή που είπε στους μαθητές, αρχίζοντας κάπως έτσι: «Δια τούτο ωμοιώθη η Βασιλεία των Ουρανών ανθρώπω βασιλεί, ος ηθέλησε συνάραι λόγον (να λογαριασθεί) μετά των δούλων αυτού. Αρξαμένου δε αυτού συναίρειν προσηνέχθη αυτώ εις οφειλέτης μυρίων ταλάντων...»· πρέπει όμως να πούμε για ποιό λόγο άρχισε με την αιτιολογία· πράγματι δεν είπε απλώς «ωμοιώθη η βασιλεία των ουρανών» αλλά «δια τούτο ωμοιώθη η βασιλεία των ουρανών».  Για ποιό λόγο λοιπόν προηγείται η αιτία; Στους μαθητές του μιλούσε περί ανεξικακίας και τους δίδασκε ότι πρέπει να συγκρατούμε την οργή και να μην δίδουμε πολλή σημασία στις αδικίες που μας γίνονται από άλλους, λέγοντας έτσι: «εάν αμάρτη εις σε ο αδελφός σου, ύπαγε και έλεγξον αυτόν μεταξύ σου και αυτού μόνου· εάν σου ακούση, εκέρδησας τον αδελφόν σου» (Ματθ. ιη΄15).
Αυτά και άλλα παρόμοια έλεγε ο Χριστός στους μαθητές και τους δίδασκε να φιλοσοφούν τα πράγματα, όταν ο Πέτρος, ο κορυφαίος του χορού των Αποστόλων, το στόμα των μαθητών, ο στύλος της Εκκλησίας, το στερέωμα της πίστεως, το θεμέλιο της ομολογίας, ο αλιεύς της οικουμένης, αυτός που ανέβασε το γένος μας από το βυθό της πλάνης στον ουρανό, ο πάντοτε θερμός και γεμάτος από παρρησία, ή μάλλον από αγάπη και όχι από παρρησία, ενώ όλοι σιωπούσαν προσήλθε στον διδάσκαλο και λέγει: «ποσάκις αμαρτήσει εις εμέ ο αδελφός μου και αφήσω αυτώ; έως επτάκις;» (Ματθ. ιη΄ 21). Ερωτά μαζί και υπόσχεται, και πριν μάθει εκδηλώνει την φιλοτιμία του. Διότι γνωρίζοντας σαφώς την διάθεση του διδασκάλου, ότι πάντα ρέπει προς φιλανθρωπία, και μάλιστα ότι χαρίζεται πιο πολύ σ΄ αυτόν που περισσότερο από τους άλλους παραβλέπει τα αμαρτήματα των συνανθρώπων του και δεν τα εξετάζει με κακή διάθεση, θέλοντας να αρέσει στο νομοθέτη, λέγει, «έως επτάκις;».

Έπειτα για να μάθεις τι είναι ο άνθρωπος και τι ο Θεός και πως η γενναιοδωρία του ανθρώπου, όπου και αν φθάσει, συγκρινόμενη με τον πλούτο του Θεού είναι πιο ασήμαντη από κάθε πτωχεία, και ότι όσον απέχει μία σταγόνα από το απέραντο πέλαγος, τόσον απέχει η ιδική μας αγαθότητα από την ανέκφραστο φιλανθρωπία του Θεού, όταν ο Πέτρος είπε «έως επτάκις» και νόμισε πως έδειξε μεγάλη φιλοτιμία και γενναιοδωρία, άκουσε τι του λέγει: «ου λέγω σοι, έως επτάκις, αλλ' έως εβδομηκοντάκις επτά»· μερικοί νομίζουν ότι εννοούσε εβδομήντα επτά φορές, δεν είναι όμως τόσες, αλλά παρ' ολίγον πεντακόσιες· διότι εβδομήντα φορές το επτά είναι τετρακόσια ενενήντα.

Και μη νομίσεις ότι είναι δύσκολη η προσταγή, αγαπητέ. Επειδή εάν συγχωρήσεις μία και δύο φορές την ημέρα αυτόν που αμάρτησε, και αν ακόμη είναι σκληρός σαν πέτρα, και αν ακόμη αυτός που σε λύπησε είναι αγριότερος από τους δαίμονες, δεν θα είναι τόσον αναίσθητος ώστε να πέσει πάλι στα ίδια, όμως από την συχνότητα της συγχωρήσεως θα συνετισθεί και θα γίνει καλύτερος και πιο επιεικής. Και συ πάλιν, εάν είσαι προετοιμασμένος να περιφρονείς τόσες φορές τα αμαρτήματα που γίνονται εναντίον σου, αφού εξασκηθείς από την πρώτη και δεύτερη και τρίτη συγχώρηση, δεν θα σου είναι κοπιαστική πλέον αυτή η φιλοσοφία, αφού μια για πάντα εκπαιδεύθηκες από την συχνότητα της συγχωρήσεως να μη βλάπτεσαι καθόλου από τα αμαρτήματα του πλησίον σου.

Μόλις τα άκουσε αυτά ο Πέτρος έμεινε εμβρόντητος, επειδή φρόντιζε όχι μόνο για τον εαυτό του αλλά και για εκείνους που ο Κύριος επρόκειτο να του εμπιστευθεί. Για να μη κάνει λοιπόν το ίδιο που είχε κάνει και σε άλλες εντολές, του απέκλεισε προκαταβολικώς κάθε ερώτηση. Και τί έκανε στις άλλες εντολές; Αν κάποτε πρόσταζε ο Χριστός κάτι που φαινόταν δύσκολο, έσπευδε και ρωτούσε πριν από τους άλλους να μάθει περί της εντολής. Πράγματι, όταν πλησίασε ο πλούσιος και τον ρώτησε περί της αιωνίου ζωής και έμαθε πως αποκτάται η τελειότητα, «απήλθε λυπούμενος» εξ αιτίας των χρημάτων, ο δε Χριστός είπε «ευκοπώτερόν εστι κάμηλον διά τρυμαλιάς ραφίδος διελθείν, ή πλούσιον εις τήν βασιλείαν των ουρανών εισελθείν» (Μάρκ. ι΄ 25). Τότε ο Πέτρος, αν και είχε απογυμνώσει τον εαυτό του από όλα και δεν του είχε μείνει πλέον ούτε αγκίστρι, αφού είχε εγκαταλείψει και την τέχνη και το πλοιάριό του, παρ' όλα ταύτα πλησίασε τον Χριστό και τον ρώτησε: «Και τις δύναται σωθήναι»;

Πρόσεχε την μετριοφροσύνη αλλά και τη θέρμη του μαθητού· διότι δεν είπε «αδύνατα πράγματα προστάζεις, δύσκολη η προσταγή, φοβερός ο νόμος», ούτε σιώπησε, αλλά έδειξε και τη στοργή του για τους άλλους, και συγχρόνως απένειμε την οφειλομένη τιμή προς το διδάσκαλο, λέγοντας· «Και τίς δύναται σωθήναι»; Ενώ ακόμη δεν είχε γίνει ποιμένας, είχε ψυχή ποιμένος, και ενώ ακόμη δεν του είχε ανατεθεί η εξουσία έδειχνε την μέριμνα που αρμόζει σε άρχοντα, φροντίζοντας για ολόκληρη την οικουμένη. Εάν ήταν πλούσιος και διέθετε πολλά χρήματα, ίσως θα έλεγε κάποιος ότι έκαμνε την ερώτηση αυτή μεριμνώντας όχι για τους άλλους αλλά για τον εαυτόν του και φροντίζοντας για τα ιδικά του. Τώρα όμως η πενία του τον απαλλάσσει από αυτήν την υποψία, και αποδεικνύει ότι μεριμνούσε και ήθελε να μάθει την οδό της σωτηρίας από ενδιαφέρον για την σωτηρία των άλλων.  Γι' αυτό και ο Χριστός ενθαρρύνοντάς τον του είπε: «τα αδύνατα παρ' ανθρώποις, παρά τω Θεώ δυνατά έστι». Μη νομίσεις, ότι εγκαταλείπεσθε έρημοι· εγώ συμπαρίσταμαι στην προσπάθειά σας αυτήν και κάνω τα ακατόρθωτα κατορθωτά και μάλιστα εύκολα. Όταν πάλιν ο Χριστός ομιλούσε για το γάμο και τη γυναίκα και έλεγε «ο απολύων γυναίκα παρεκτός λόγου πορνείας, ποιεί αυτήν μοιχάσθαι» (Ματθ. ε΄ 32) και συνεβούλευε να υπομένει κανείς κάθε κακία της γυναικός εκτός μόνον από την πορνεία, ο Πέτρος, ενώ οι άλλοι σιωπούσαν, πλησίασε τον Χριστό και του είπε: «ει ούτος έστιν η αιτία (σχέσις) του ανθρώπου μετά της γυναικός, ου συμφέρει γαμήσαι (να έλθη κανείς σε γάμο)». Πρόσεχε και εδώ πως και τη τιμή που αρμόζει σε διδάσκαλο απέδωσε, και για τη σωτηρία των άλλων φρόντισε, χωρίς και εδώ να μεριμνά για τον εαυτό του. Για να μην ειπεί λοιπόν και τώρα κάτι παρόμοιο, ανέτρεψε με την παραβολή εκ των προτέρων την αντίρρησή του. Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίον ο Ευαγγελιστής είπε: «διά τούτο ωμοιώθη η βασιλεία των ουρανών ανθρώπω βασιλεί, ος ηθέλησε συνάραι λόγον μετά των δούλων αυτού», δείχνοντας ότι γι’ αυτό λέγει την παραβολήν αυτή, για να μάθεις ότι και αν «εβδομηκοντάκις επτά» την ημέρα συγχωρείς στον αδελφό σου τα αμαρτήματά του, δεν έκαμες ακόμη τίποτε μεγάλο, αλλά υστερείς πολύ, απερίγραπτα από την φιλανθρωπία του Κυρίου και δεν δίδεις τόσον όσο λαμβάνεις.

 
Ας ακούσουμε λοιπόν με προσοχή την παραβολή· διότι αν και φαίνεται πως από μόνη της είναι σαφής, έχει όμως κρυμμένο μέσα της και κάποιον ανέκφραστο θησαυρό νοημάτων. «Ωμοιώθη η βασιλεία των ουρανών ανθρώπω βασιλεί, όστις ηθέλησε συνάραι λόγον μετά των δούλων αυτού». Μη προσπεράσεις επιπόλαια την φράση, αλλά ανάπτυξε παρακαλώ το δικαστήριο εκείνο και, εισερχόμενος στη συνείδησή σου, αναλογίσου όσα έχεις πράξει σε όλη σου την ζωή· και όταν ακούσης ότι λογαριάζεται με τους δούλους του, να σκεφθείς ότι εννοεί και βασιλείς, και στρατηγούς, και επάρχους, και πλουσίους και πτωχούς, και δούλους και ελευθέρους: «Πάντας γαρ ημάς φανερωθήναι δει έμπροσθεν του βήματος του Χριστού»... (Β΄ Κορ. ε΄ 10) Βάλε με τον νου σου πώς θα είναι τότε το δικαστήριο, αναλογίσου όλα τα αμαρτήματα που έχεις κάμει. Και αν μάλιστα εσύ λησμονήσεις όσα επλημέλησες, ο Θεός δε θα τα λησμονήσει ποτέ, αλλά θα τα στήση όλα ενώπιον των οφθαλμών μας, εάν δεν προλάβομε να τα εξαλείψομε τώρα με μετάνοια και εξομολόγηση και με το να μη μνησικακούμε ποτέ προς τους συνανθρώπους μας. Για ποιό λόγο όμως κάμει το λογοθέσιον; Όχι επειδή ο ίδιος αγνοεί (πώς θα αγνοούσε αυτός που γνωρίζει τα πάντα πριν γίνουν;), αλλά για να πείσει εσέ τον δούλο του ότι δικαίως οφείλεις αυτό που οφείλεις. Ή καλλίτερα όχι μόνον για να μάθεις, αλλά και για να καθαριστείς τελείως· επειδή και τον προφήτη γι’ αυτό τον πρόσταξε να λέγει τα αμαρτήματα των Ιουδαίων: Διότι λέγει «λέγε τας ανομίας αυτών τω οίκω Ιακώβ και τας αμαρτίας αυτών τω οίκω Ισραήλ» (Ησ. νη΄ 1) όχι μόνον για να ακούσουν, αλλά για να διορθωθούν.

«Αρξαμένου δε αυτού συναίρειν, προσηνέχθη αυτω εις οφειλέτης μυρίων ταλάντων» [Η ανωτάτη νομισματική μονάς. Ένα τάλαντο στην Ελλάδα του 4ου π.Χ. αιώνος ισοδυναμούσε με 42,5 κιλά χρυσού]. Αραγε πόσα του είχε εμπιστευθεί, αφού κατέφαγε τόσα πολλά; Μεγάλος ο όγκος του χρέους· και δεν ήταν μόνον αυτό το φοβερό, αλλά το ότι τον έφεραν και πρώτο στον Κύριό του. Επειδή εάν μεν τον έφερναν ύστερα από πολλούς άλλους που φάνηκαν ευγνώμονες, δεν θα ήταν τόσο θαυμαστό το να μη εξοργισθεί ο Κύριος, επειδή η ευγνωμοσύνη των προηγουμένων θα τον είχε κάνει ημερότερο προς τους αγνώμονες που ηκολούθησαν· το να φανεί όμως αχάριστος αυτός που εισήλθε πρώτος και μολονότι φάνηκε τόσο αγνώμων να αντιμετωπιστεί με τόση φιλανθρωπία από τον Κύριό του, αυτό είναι το ιδιαιτέρως θαυμαστό και παράδοξο.

Οι άνθρωποι λοιπόν, όταν εύρουν τους οφειλέτες τους, χαίρονται σαν να ευρήκαν κυνήγι και θήραμα και κάνουν τα πάντα για να απαιτήσουν όλο το χρέος. Και αν δε το κατορθώσουν εξ’ αιτίας της πτωχείας των οφειλετών, εκδηλώνουν την οργή τους για τα χρήματα στο ταλαίπωρο σώμα των δυστυχών εκείνων, βασανίζοντας και κτυπώντας και προξενώντας σ’ αυτό μύρια κακά. Ο Θεός όμως αντιθέτως, επενόησε και μετεχειρίσθη όλα τα μέσα για να τον απαλλάξει από τα χρέη. Διότι σε μας, ο πλούτος είναι το να απαιτήσομε τα οφειλόμενα, ενώ για το Θεό, είναι πλούτος το να συγχωρήσει. Εμείς, όταν λάβομε τα οφειλόμενα, τότε γινόμεθα ευπορώτεροι· ενώ ο Θεός όταν συγχωρήσει τα αμαρτήματα, τότε κυρίως πλουτίζει. Επειδή πλούτος του Θεού είναι η σωτηρία των ανθρώπων, όπως λέγει ο Παύλος: «ο πλουτών εις πάντας, και επί πάντας τους επικαλουμένους αυτόν» (Ρωμ. ι΄ 12).

Αλλά ίσως κάποιος ειπεί: και πως αυτός που θέλει να χαρίσει και να συγχωρήσει τα ανομήματα διέταξε να τον πωλήσουν; Αυτό ακριβώς είναι που φανερώνει πάρα πολύ την φιλανθρωπία του. Όμως ας μη βιαζόμεθα, αλλά ας προχωρούμε με την σειρά στην διήγηση της παραβολής: «Μη έχοντος δε αυτού αποδούναι» λέγει. Τί σημαίνει «μη έχοντος αυτού αποδούναι». Πάλιν επίτασιν αγνωμοσύνης· επειδή όταν λέγει ότι δεν ημπορούσε να τα επιστρέψει, δεν εννοεί τίποτε άλλο παρά ότι ήταν στερημένος κατορθωμάτων και δεν είχε κανένα έργον αγαθόν, για να λογαριασθεί στην απαλλαγή των αμαρτημάτων του. Διότι λογαριάζονται,οπωσδήποτε λογαριάζονται τα κατορθώματα για την απαλλαγή των αμαρτημάτων μας, όπως και η πίστη λογαριάζεται για δικαιοσύνη. «Τω γαρ μη εργαζομένω, πιστεύοντι δε επί τον (Θεόν τον) δικαιούντα τον ασεβή, λογίζεται η πίστις αυτού εις δικαιοσύνην» (Ρωμ. δ΄ 5). Και τί λέγω για πίστη και κατορθώματα, αφού και οι θλίψεις μας λογαριάζονται για την εξάλειψη των αμαρτημάτων; Και αυτό το φανερώνει ο Χριστός με την παραβολή του Λαζάρου, παρουσιάζοντας τον Αβραάμ να λέγει προς τον πλούσιο, ότι ο Λάζαρος απήλαυσε στην ζωή του τα κακά και γι’ αυτό εδώ ηύρε παρηγορία. Το φανερώνει και ο Παύλος γράφοντας στους Κορινθίους για εκείνο που πόρνευσε, προς τους οποίους λέγει τα εξής: «παράδοτε τον τοιούτον τω σατανά εις όλεθρον της σαρκός, ίνα το πνεύμα σωθή» (Α΄ Κορ. ε΄ 5). Και άλλους επίσης που ημάρτησαν τους παρηγορεί λέγοντας «δια τούτο εν υμίν πολλοί ασθενείς και άρρωστοι (ελαφρά και βαρειά) και κοιμώνται ικανοί. Ει γάρ εαυτούς εκρίνομεν, ουκ αν εκρινόμεθα· κρινόμενοι δε υπό Κυρίου, παιδευόμεθα, ίνα μη συν τω κόσμω κατακριθώμεν» (Α΄ Κορ. ια΄ 30-32). Εάν δηλαδή κρίναμε εμείς τους εαυτούς μας, δεν θα εκρινόμεθα· γι’ αυτό κρινόμενοι από τον Κύριο παιδευόμεθα (εδώ), για να μη καταδικασθούμε μαζί με τον κόσμο. Και εάν ο πειρασμός και η νόσος και η ασθένεια και ο αφανισμός του σώματος, τα οποία υπομένουμε ακουσίως, χωρίς να τα δημιουργούμε εμείς οι ίδιοι, μας λογαριάζονται στην εξάλειψη της αμαρτίας, πολύ περισσότερο τα κατορθώματα, τα οποία πραγματοποιούμε εκουσίως και με την ιδική μας προσπάθεια.

Αυτός όμως και στερημένος από κάθε αγαθόν ήταν, και αφόρητο φορτίο αμαρτημάτων είχε· γι’ αυτό λέγει «μη έχοντος αυτού αποδούναι, εκέλευσεν αυτόν πραθήναι»· αυτό μας φανερώνει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο την φιλανθρωπία του Δεσπότου, ότι και τον κάλεσε να λογοδοτήσει και να πωληθεί διέταξε. Επειδή και τα δύο τα έκαμε ώστε αυτός να μη πωληθεί. Από πού γίνεται αυτό φανερό; Από το τέλος· διότι αν ήθελε να πωληθεί αυτός, ποίος του το απαγόρευε; ποίος τον εμπόδιζε;

Γιατί λοιπόν διέταξε να πωληθεί, αφού δεν επρόκειτο να το κάνει; Με την απειλή του αύξησε το φόβο για να τον παρακινήσει σε ικεσία· τον παρεκίνησε δε σε ικεσία, για να λάβει από αυτό αφορμή συγχωρήσεως. Βεβαίως ημπορούσε και πριν από την παράκληση να τον απαλλάξει από το χρέος, αλλά δεν το έπραξε για να μη πέσει σε χειρότερα. Ημπορούσε και πριν από το λογοθέσιο να δώσει τη συγχώρηση, αλλά για να μη γίνει απανθρωπότερος και ωμότερος προς τους συνανθρώπους του αγνοώντας το πλήθος των αμαρτημάτων του, γι’ αυτό τον βοήθησε πρώτα να συνειδητοποιήσει το μέγεθος του χρέους του, και τότε του το χάρισε όλο. Διότι εάν αφού πρώτα έγινε η λογοδοσία και απεκαλύφθη το χρέος και άκουσε την απειλή, και έγινε φανερά η καταδίκη της οποίας ήταν άξιος, φάνηκε τόσον άγριος και σκληρός προς τον σύνδουλό του, σε πόση αγριότητα θα είχε φθάσει, αν τίποτε από αυτά δεν είχε συμβεί;

Γι’ αυτό τα έκαμνε όλα αυτά ο Θεός και τα επιχειρούσε, για να συγκρατήσει εκ των προτέρων εκείνη τη σκληρότητα. Εάν όμως με κανένα από αυτά δε διορθώθηκε, αίτιος δεν είναι ο διδάσκαλος, αλλά εκείνος που δεν εδέχθη την διόρθωση.

Ας ιδούμε όμως πώς προσπαθεί να θεραπεύσει την πληγή. «Πεσών ουν», λέγει, «παρά τους πόδας αυτού, παρεκάλει αυτόν λέγων· μακροθύμησον επ εμοί, και πάντα σοι αποδώσω». Και μάλιστα δεν είπε ότι δεν είχε να του τα επιστρέψει· έτσι όμως συνηθίζουν να κάνουν όσοι χρεωστούν· και αν ακόμη δεν ημπορούν να επιστρέψουν τίποτε, υπόσχονται, ώστε να απαλλαγούν από τα παρόντα δεινά. Ας ακούσομε όσοι ραθυμούμε στην προσευχή, πόση είναι η δύναμη των παρακλήσεων. Αυτός δεν επέδειξε νηστεία, ούτε ακτημοσύνη, ούτε τίποτε παρόμοιο, αλλά αν και ήταν έρημος και γυμνός από κάθε αρετή, επειδή μόνο παρεκάλεσε τον Κύριο, κατόρθωσε να το παρακινήσει σε ευσπλαχνία. Ας μην αποκάμνομε λοιπόν στις παρακλήσεις. Διότι ποίος θα ημπορούσε να γίνει αμαρτωλότερος από αυτόν, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για τόσα ανομήματα, ενώ κατόρθωμα δεν είχε κανένα, ούτε μικρόν, ούτε μεγάλο; Δεν είπε όμως μέσα του «δεν έχω παρρησία, είμαι γεμάτος εντροπή, πώς ημπορώ να τον πλησιάσω; πώς ημπορώ να παρακαλέσω;», πράγμα που πολλοί επιβαρημένοι με αμαρτίες το λέγουν, πάσχοντες από διαβολική ευλάβεια. Σου λείπει η παρρησία; Γι’ αυτό πλησίασε, για να αποκτήσεις παρρησία πολλή. Μήπως είναι άνθρωπος αυτός που πρόκειται να συμφιλιωθεί μαζί σου, για να εντραπείς και να κοκκινίσεις; Είναι ο Θεός, που περισσότερο από εσένα θέλει να σε απαλλάξει από τα ανομήματα. Δεν επιθυμείς εσύ τόσον την ασφάλειά σου, όσον εκείνος ποθεί την σωτηρία σου. Και αυτό μας το δίδαξε με τα ίδια του τα έργα.
Δεν έχεις παρρησία; Γι’ αυτό ακριβώς θα ημπορέσεις να αποκτήσεις παρρησία, επειδή έχεις αυτήν την αίσθησι· διότι η μεγαλυτέρα παρρησία είναι το να μη νομίζεις ότι έχεις παρρησία. Όπως ακριβώς η μεγαλυτέρα καταισχύνη είναι το να δικαιώνει κανείς τον εαυτό του ενώπιον του Κυρίου· εκείνος είναι ακάθαρτος, έστω και αν είναι ο αγιώτερος από όλους τους ανθρώπους· όπως ακριβώς δίκαιος γίνεται εκείνος που έπεισε τον εαυτόν του ότι είναι ο τελευταίος από όλους. Και μάρτυρες για τα λεγόμενα είναι ο Φαρισαίος και ο Τελώνης. Μην απελπιζόμεθα λοιπόν για τις αμαρτίες μας, ούτε να απογοητευόμεθα, αλλά ας προσερχώμεθα στο Θεό, ας γονατίζομε ενώπιόν του, ας παρακαλούμε, καθώς έκαμε και αυτός, αφού μέχρι το σημείο αυτό έδειξε τη καλή του διάθεση. Και το ότι δεν έχασε το θάρρος του, και το ότι δεν απελπίσθηκε, και το ότι ομολόγησε τις αμαρτίες του, και το ότι ζήτησε κάποια αναβολή και παράταση, όλα αυτά είναι καλά και φανερώνουν συντριβή διανοίας και ψυχή ταπεινωμένη. Αυτά που ακολούθησαν όμως δεν είναι όμοια με τα προηγούμενα. Διότι όσα συγκέντρωσε με την ικεσία, αυτά τα σκόρπισε όλα σε μία στιγμή με την οργή κατά του πλησίον.

Αλλά ας έλθομε πρώτα στον τρόπον της συγχωρήσεως· ας ιδούμε πώς τον απήλλαξαν από το χρέος και από ποιά αιτία οδηγήθηκε ο Κύριος σ’ αυτό. «Σπλαγχνισθείς ο Κύριος αυτού», λέγει, «απέλυσεν αυτόν, καί τό δάνειον αφήκεν αυτώ». Εκείνος εζήτησε αναβολήν, αυτός έδωσε συγχώρησι δηλαδή έλαβε περισσότερον από αυτό πού εζήτησε. Γι’ αυτό και ο Παύλος λέγει: «τω δυναμένω πάντα ποιήσαι υπερεκπερισσού ων αιτούμεθα ή νοούμεν». Διότι ούτε να φανταστείς δεν ημπορείς τόσα πολλά, όσα εκείνος είναι έτοιμος να σου δώσει. Μην εντραπείς λοιπόν, μη κοκκινήσης· ή μάλλον να εντρέπεσαι για τις αμαρτίες σου, να μην απελπίζεσαι όμως, ούτε να απομακρυνθείς από την προσευχή, αλλά πλησίασε, έστω και να του δώσεις την ευκαιρία να επιδείξει την φιλανθρωπία του με την συγχώρηση των αμαρτιών σου. Εάν όμως φοβηθείς να τον πλησιάσεις, τότε εμπόδισες την αγαθότητά του, συνεκράτησες την αφθονία της καλοσύνης του, όσον βεβαίως εξαρτάται από εσένα.

Ας μη δειλιάζομε λοιπόν, ούτε να διστάζομε στις προσευχές. Επειδή, και αν ακόμη πέσομε σ’ αυτό το ίδιο το βάραθρο της κακίας, έχει τη δυνατότητα γρήγορα να μας ανασύρει από εκεί. Κανείς δεν έκαμε τόσες αμαρτίες, όσες αυτός· διότι πράγματι διέπραξε κάθε είδος πονηρίας· αυτό φανερώνουν τα μύρια τάλαντα. Κανείς δεν ήταν τόσον έρημος όσον αυτός, δεν είχε να πληρώσει το χρέος του. Αλλ’ όμως αυτόν που είχε προδοθεί από παντού, ημπόρεσε να τον σώσει η δύναμη της προσευχής. Και έχει τόσο μεγάλες δυνατότητες η προσευχή, θα ειπεί κάποιος, ώστε να απαλλάξει από την ποινή και την τιμωρία αυτόν που με έργα και με μύριους τρόπους ήλθε σε σύγκρουση με τον Κύριο; Ναι, άνθρωπε, τόσο μεγάλες δυνατότητες έχει. Διότι δεν κατορθώνει αυτή μόνη της τα πάντα, αλλ’ έχει σύμμαχο και πολύ μεγάλο βοηθό την φιλανθρωπία του δεχομένου την προσευχή Θεού, η οποία και τα κατόρθωσε όλα στην περίπτωσιν αυτήν, και κατέστησε ισχυρά την προσευχή. Αυτό λοιπόν υπονοούσε όταν έλεγε «σπλαγχνισθείς ο Κύριος αυτού απέλυσεν αυτόν, και το δάνειον αφήκεν αυτώ», για να μάθεις ότι μαζί με την προσευχή και πριν από την προσευχή όλα τα έκαμνε η φιλανθρωπία του Κυρίου. «Εξελθών δε εκείνος εύρε ένα των συνδούλων αυτού, ος όφειλε αυτώ εκατόν δηνάρια· και κρατήσας αυτόν έπνιγε λέγων· απόδος μοι, ει τι (ότι) οφείλεις». Αραγε τί θα ημπορούσε να υπάρξει αισχρότερο από αυτό; ενώ η ευεργεσία ηχούσε ακόμη στην ακοή του, λησμόνησε την φιλανθρωπία του Κυρίου.

Βλέπεις πόσον μεγάλο αγαθόν είναι το να ενθυμείτε κανείς τις αμαρτίες του; Διότι και αυτός, εάν τις είχε διαρκώς στη μνήμη του, δεν θα γινόταν τόσον σκληρός και απάνθρωπος. Γι’ αυτό συνεχώς λέγω, και δεν θα παύσω να το λέγω, ότι είναι πάρα πολύ χρήσιμο και αναγκαίο το να κρατούμε διαρκώς στη μνήμη μας όλα μας τα πταίσματα· διότι τίποτε δεν ημπορεί να καταστήσει την ψυχή τόσον φιλόσοφο καιεπιεική και ήπια, όσον η διαρκής μνήμη των αμαρτημάτων. Γι’ αυτό ο Παύλος κρατούσε στη μνήμη του όχι μόνον τα μετά το λουτρό του βαπτίσματος αμαρτήματα, αλλά και αυτά που προηγήθησαν από αυτό, μολονότι βεβαίως είχαν εξαφανισθεί ολοτελώς. Εάν δε εκείνος κρατούσε στη μνήμη του τα πριν από το βάπτισμα, πόσο μάλλον εμείς πρέπει να μη λησμονούμε τα μετά το βάπτισμα· διότι με την ανάμνηση όχι μόνον τα εξαφανίζουμε, αλλά και προς όλους τους ανθρώπους θα συμπεριφερόμεθα με περισσότερη επιείκεια, και το Θεό θα τον υπηρετήσομε με μεγαλύτερη αφοσίωση, αφού μαθαίνουμε πολύ καλά με την ανάμνησή τους την ανέκφραστο φιλανθρωπία του.

Αυτό το πράγμα όμως εκείνος δεν το έκαμε, αλλά ξεχνώντας το μέγεθος των οφειλών του λησμόνησε και την ευεργεσία. Και αφού λησμόνησε την ευεργεσία, έγινε κακός με τον σύνδουλό του και με την κακία που έδειξε σ’ εκείνον έχασε όλα όσα κέρδισε από την φιλανθρωπία του Θεού. «Κρατήσας γαρ αυτόν έπνιγε λέγων, απόδος μοι, ει τι οφείλεις». Δεν είπε «δώσε μου πίσω τα εκατό δηνάρια», επειδή ντρεπόταν το ασήμαντον του χρέους, αλλά «ότι οφείλεις». «Ο δε πεσών επί τους πόδας αυτού, παρεκάλει αυτόν, λέγων· μακροθύμησον επ’ εμοί και πάντα σοι αποδώσω». Με τα ίδια λόγια, που ηύρε και εκείνος την συγχώρηση, με τα ίδια και αυτός αξιώνει να σωθεί. Εκείνος όμως από την υπερβολική του σκληρότητα ούτε με αυτά τα λόγια κάμφθηκε, ούτε σκέφθηκε ότι ο ίδιος με τα λόγια αυτά σώθηκε. Και αν ακόμη τον συγχωρούσε, ούτε έτσι θα ήταν φιλανθρωπία αλλά οφειλή και χρέος. Διότι εάν το έκαμνε αυτό πριν γίνει η λογοδοσία και πριν ληφθεί εκείνη η απόφαση και απολαύσει τόσο μεγάλη ευεργεσία, το γεγονός θα μπορούσε να αποδοθεί στην ιδική του μεγαλοψυχία. Τώρα όμως, μετά από τόσον μεγάλη δωρεά και άφεση τόσων πολλών αμαρτημάτων, ήταν πλέον υποχρεωμένος να φερθεί στον σύνδουλό του με ανεξικακία, σαν κάποια αναγκαία οφειλή. Αλλ’ όμως ούτε αυτό έκαμε, ούτε σκέφθηκε πόση ήταν η διαφορά της αφέσεως την οποίαν και αυτός απήλαυσε και που έπρεπε να δείξει στο σύνδουλό του. Διότι όχι μόνον στο ποσό των οφειλών, ούτε στο αξίωμα των προσώπων, αλλά και σ’ αυτόν τον ίδιον τον τρόπο θα ημπορούσε κανείς να ιδεί μεγάλη διαφορά. Επειδή εκείνα μεν ήσαν μύρια τάλαντα, ενώ αυτά εκατό δηνάρια [Ρωμαϊκόν αργυρούν νόμισμα βάρους περίπου 4,5 γραμμαρίων]. Και αυτός μεν προσέβαλε τον Κύριο του, ενώ ο οφειλέτης τον σύνδουλό του· αυτός επομένως, αφού είχε ευεργετηθεί είχε υποχρέωση να του χαρισθεί· ενώ ο Κύριος τον είχε απαλλάξει από όλο το χρέος χωρίς να ιδεί να γίνεται εκ μέρους του κάποιο μικρό ή μεγάλο αγαθό.

Δεν έβαλε όμως τίποτε από αυτά στο νου του, αλλά εντελώς τυφλωμένος από την οργή τον έπιασε από το λαιμό και τον έκλεισε στην φυλακή. Βλέποντας όμως οι σύνδουλοί του, λέγει, αγανάκτησαν· και τον καταδικάζουν πριν από τον Κύριο οι σύνδουλοι, για να μάθεις πόσον ήμερος είναι ο Κύριος. Όταν ο Κύριός του τα άκουσε αυτά τον κάλεσε και λογαριάζεται πάλι μαζί του, και δεν αποφασίζει έτσι απλώς την καταδίκη, αλλά προηγουμένως δικαιολογείται. Και τί λέγει «Δούλε πονηρέ, πάσαν οφειλήν εκείνην αφήκα σοι». Ποίος θα ημπορούσε να δείξει μεγαλύτερη καλοσύνη από αυτήν του Κυρίου; Όταν του όφειλε τα μύρια τάλαντα, ούτε καν με λόγο τον ελύπησε, ούτε πονηρόν τον απεκάλεσε, αλλά μόνον διέταξε να πωληθή· και αυτό, για να τον απαλλάξει από τα χρέη. Όταν όμως έγινε κακός στον σύνδουλό του, τότε οργίζεται και θυμώνει· για να μάθεις ότι ευκολότερα συγχωρεί τα αμαρτήματα που έγιναν σ’ αυτόν παρά αυτά που έγιναν στους συνανθρώπους μας. Και δεν το κάνει μόνον εδώ αυτό αλλά και σε άλλη περίπτωση. «Εάν γαρ προσφέρεις το δώρο σου», λέγει, «επί το θυσιαστήριο, κακεί μνησθής ότι ο αδελφός σου έχει τι κατά σου, ύπαγε, πρώτον διαλλάγηθι τω αδελφώ σου, και τότε ελθών πρόσφερε το δώρον σου» (Ματθ. ε΄ 23-24). Βλέπεις πως προτιμά παντού τα ιδικά μας από τα ιδικά του και δεν θεωρεί τίποτε ανώτερο από την ειρήνη και την αγάπη προς τον συνάνθρωπο; και αλλού πάλιν· «ο απολύων την γυναίκα αυτού παρεκτός λόγου πορνείας, ποιεί αυτήν μοιχευθήναι» (Ματθ. ε΄ 32). Και με τον Παύλο νομοθέτησε έτσι· «ει τις ανήρ γυναίκα έχει άπιστον, και αυτή συνευδοκει οικείν μετ’ αυτού, μη αφιέτω αυτήν» (Α΄ Κορ. ζ΄ 12). Εάν πορνεύσει, λέγει να την διώξεις, εάν όμως είναι άπιστος, μη την διώξεις· εάν δηλαδή αμαρτήσει σε σένα, χώρισέ την· εάν αμαρτήσει σε μένα, κράτησέ την. Έτσι και εδώ όταν αμάρτησε τόσον πολύ σ’ αυτόν, τον συνεχώρησε· όταν αμάρτησε στον σύνδουλό του με λιγότερα και μικρότερα αμαρτήματα από αυτά που αμάρτησε στον Κύριο του, δεν τον συγχώρησε, αλλά τον τιμώρησε αυστηρά. Και εδώ μεν τον απεκάλεσε πονηρό, ενώ εκεί ούτε καν με λόγια δεν τον λύπησε. Γι’ αυτό και εδώ προστίθεται και τούτο, ότι ωργίσθη και τον παρέδωσε στους βασανιστάς· ενώ όταν του ζητούσε να απολογηθεί για τα μύρια τάλαντα, τίποτε παρόμοιο δεν προσέθεσε, για να μάθεις ότιεκείνη μεν η απόφαση δεν ήταν αποτέλεσμα οργής, αλλά φροντίδας που απέβλεπε στην συγχώρησιν· αυτή λοιπόν, η προς τον σύνδουλό του αμαρτία ήταν που τον εξόργισε τόσον πολύ.

Αραγε τί θα μπορούσε να υπάρξει χειρότερο από την μνησικακία, αφού ανακαλεί και την ήδη αποφασισμένη φιλανθρωπία του Θεού, και αυτά που δεν κατόρθωσαν να του τα προξενήσουν τα αμαρτήματα, αυτά κατορθώνει να του τα προξενήσει η κατά του πλησίον οργή; Μολονότι έχει γραφή ότι «αμεταμέλητα τα χαρίσματα του Θεού» (Ρωμ. ια΄ 29). Πώς λοιπόν εδώ μετά την ανακοίνωση της δωρεάς, μετά την εκδήλωση της φιλανθρωπίας, ανεκλήθη πάλιν η απόφαση; Εξ’ αιτίας της μνησικακίας· ώστε δε θα έσφαλλε κάποιος αν ονόμαζε αυτή πιο φοβερά από κάθε αμαρτίαν· διότι όλες οι άλλες κατέστη δυνατόν να βρουν συγχώρηση, ενώ αυτή όχι μόνον δεν μπόρεσε να επιτύχει συγνώμη, αλλά και τις άλλες, που είχαν αφανισθεί ολοτελώς, τις ανανέωσε πάλι.
Ώστε η μνησικακία είναι διπλό κακό, διότι και καμία απολογία δεν έχει ενώπιον του Θεού, και τα υπόλοιπα αμαρτήματα μας, και αν ακόμη συγχωρηθούν, πάλι τα ανακαλεί και τα στρέφει εναντίον μας· πράγμα το οποίον έκαμε και εδώ. Επειδή τίποτε, τίποτε δεν μισεί και αποστρέφεται ο Θεός, όσον άνθρωπο που είναι μνησίκακος και διατηρεί την οργή του. Αυτό μας το έδειξε εδώ ιδιαιτέρως, αλλά και στην προσευχή που μας παρέδωσε παρήγγειλε να λέγομε έτσι: «άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών».

Γνωρίζοντας λοιπόν όλα αυτά, και αφού γράψουμε την παραβολή αυτή στις καρδιές μας, όταν έλθουν στον νου μας όσα έχουμε πάθει από τους συνδούλους μας, ας αναλογισθούμε και αυτά που έχουμε κάνει στον Κύριον· και με τον φόβο των ιδικών μας αμαρτημάτων θα μπορέσουμε να απομακρύνομε γρήγορα τον θυμό για τα ξένα παραπτώματα. Εάν πρέπει να ενθυμούμεθα αμαρτήματα, μόνον τα ιδικά μας πρέπει να ενθυμούμεθα. Διότι εάν κρατήσομε στη μνήμη τα ιδικά μας, ποτέ δεν θα δώσομε σημασία στα ξένα· όπως ακριβώς εάν λησμονήσομε τα ιδικά μας, εύκολα εκείνα θα εισχωρήσουν στους λογισμούς μας. Πράγματι, και αυτός εάν είχε κρατήσει στη μνήμην του τα μύρια τάλαντα, δε θα ενθυμείτο τα εκατό δηνάρια· επειδή όμως τα λησμόνησε εκείνα, γι’ αυτό έπιασε από το λαιμό τον συνδούλον του, και θέλοντας να  απαιτήσει τα ολίγα, ούτε αυτό επέτυχε, αλλά επέσυρε στην κεφαλή του και τον όγκο των μυρίων ταλάντων. 
Γι’ αυτό θα τολμούσα να ειπώ ότι αυτή είναι η φοβερότερη από όλες τις αμαρτίες· ή μάλλον δεν το λέγω αυτό εγώ, αλλά ο Χριστός το φανέρωσε με την παραβολή αυτή. Διότι αν δεν ήταν φοβερότερη από μύρια τάλαντα, εννοώ από τα αναρίθμητα αμαρτήματα, δε θα ανακαλούσε εξ αιτίας της και εκείνα. Τίποτε λοιπόν ας μη φροντίζομε τόσον, όσον το να καθαρεύομε από την οργή, και το να συμφιλιωνόμεθα προς εκείνους που είναι δυσαρεστημένοι μαζί μας, γνωρίζοντας πως ούτε η κοινωνία των μυστηρίων, ούτε τίποτε άλλο από αυτά, θα ημπορέσει να μας βοηθήσει εκείνη την ημέρα. Όπως πάλιν εάν νικήσομε αυτήν την αμαρτία, έστω και αν έχομε μύρια πλημμελήματα, θα ημπορέσομε να επιτύχομε κάποια συγγνώμη. Και δεν είναι ιδικός μας ο λόγος, αλλά του ιδίου του Θεού, ο οποίος πρόκειται να μας κρίνει. Διότι όπως είπε εδώ, ότι «ούτω ποιήσει και ο πατήρ μου, εάν μη αφήτε έκαστος τω αδελφώ αυτού από των καρδιών υμών τα παραπτώματα αυτών», έτσι και αλλού λέγει «εάν αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, αφήσει και υμίν ο πατήρ υμών ο ουράνιος» (Ματθ. στ΄ 14).

Για να έχομε λοιπόν και εδώ γαλήνια και ήρεμη ζωή και εκεί να επιτύχομε συγχώρηση και άφεση, ας προσπαθούμε και ας φροντίζομε να συμφιλιωνόμεθα με όσους εχθρούς έχουμε· διότι έτσι και τον Κύριο μας θα συμφιλιώσομε μαζί μας, και τα μέλλοντα αγαθά θα επιτύχομε, των οποίων είθε όλοι να αξιωθούμε «χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων». Αμήν. 


(4ος – 5ος αιών – ΕΠΕ, Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου, τομ. 26, σελ.18, Απόσπασμα από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελ. 229-242, Εκδότης: Ι. Μ. ΧΙΛΙΑΝΔΑΡΙΟΥ Ι. ΚΕΛΛΙΟΝ ΑΓ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΠΟΥΡΑΖΕΡΗ)


Παρασκευή 15 Αυγούστου 2014

ΚΥΡΙΑΚΗ Ι’ ΜΑΤΘΑΙΟΥ: Εὐαγγέλιον - Ἠ δύναμη τῆς πίστης (Ἁγιόυ Νικολάου Βελιμίροβιτς)




 Εὐαγγέλιο Κυριακῆς: Ματθ (ΙΖ΄ 14-23)

14 Καὶ ἐλθόντων αὐτῶν πρὸς τὸν ὄχλον προσῆλθεν αὐτῷ ἄνθρωπος γονυπετῶν αὐτὸν καὶ λέγων· 15 Κύριε, ἐλέησόν μου τὸν υἱόν, ὅτι σεληνιάζεται καὶ κακῶς πάσχει· πολλάκις γὰρ πίπτει εἰς τὸ πῦρ καὶ πολλάκις εἰς τὸ ὕδωρ. 16καὶ προσήνεγκα αὐτὸν τοῖς μαθηταῖς σου, καὶ οὐκ ἠδυνήθησαν αὐτὸν θεραπεῦσαι.
17 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη! ἕως πότε ἔσομαι μεθ᾿ ὑμῶν; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν; φέρετέ μοι αὐτὸν ὧδε. 18 καὶ ἐπετίμησεν αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς, καὶ ἐξῆλθεν ἀπ᾿ αὐτοῦ τὸ δαιμόνιον καὶ ἐθεραπεύθη ὁ παῖς ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης.
19 Τότε προσελθόντες οἱ μαθηταὶ τῷ ᾿Ιησοῦ κατ᾿ ἰδίαν εἶπον· διατί ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό; 20 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· διὰ τὴν ἀπιστίαν ὑμῶν. ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν, ἐὰν ἔχητε πίστιν ὡς κόκκον σινάπεως, ἐρεῖτε τῷ ὄρει τούτῳ, μετάβηθι ἐντεῦθεν ἐκεῖ, καὶ μεταβήσεται, καὶ οὐδὲν ἀδυνατήσει ὑμῖν. 21 τοῦτο δὲ τὸ γένος οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ.
22 ᾿Αναστρεφομένων δὲ αὐτῶν εἰς τὴν Γαλιλαίαν εἶπεν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· μέλλει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοσθαι εἰς χεῖρας ἀνθρώπων 23 καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἐγερθήσεται. καὶ ἐλυπήθησαν σφόδρα.


ΑΠΟΔΟΣΗ

Και όταν ήλθαν προς το πλήθος, ένας άνθρωπος πλησίασε τον Χριστό, γονάτισε μπροστά του και είπε· Κύριε, λυπήσου το παιδί μου, πού σεληνιάζεται και βασανίζεται· πολλές φορές πέφτει στη φωτιά και πολλές φορές στο νερό. Και το έφερα στους μαθητές σου και αυτοί δεν μπόρεσαν να το γιατρεύσουν. Και αποκρίθηκε ο Ιησούς και είπε· Ω γενεά άπιστη και αναποδιασμένη.
Ως πότε θα είμαι μαζί σας; Ως πότε θα σας βαστάξω; Φέρτε μου εδώ το παιδί. Και πρόσταξε ο Ιησούς το δαιμόνιο και βγήκε από μέσα του και θεραπεύθηκε το παιδί από εκείνη την ώρα. Τότε πήραν κατά μέρος οι μαθητές τον Ιησού και είπαν γιατί εμείς δεν μπορέσαμε να το βγάλουμε; Και ο Ιησούς είπε· για την απιστία σας.
Στα αλήθεια σας λέγω πώς αν έχετε πίστη ίσα μ' ένα κόκκο σιναπιού, θα πείτε σε τούτο το βουνό πήγαινε από εδώ και θα πάει. Τίποτε δεν θα είναι αδύνατον για σας. Όσο για τα δαιμόνια, αυτά δεν φεύγουν, παρά μόνο με προσευχή και νηστεία.
 Και εκεί πού περιόδευαν στη Γαλιλαία τους είπε ο Ιησούς· πρόκειται ο υιός του ανθρώπου να παραδοθεί σε χέρια ανθρώπων και θα τον σκοτώσουν, άλλα την τρίτη ήμερα θα αναστηθεί.

Από τη δημιουργία του κόσμου και του χρόνου όλοι οι λαοί της γης πίστευαν πως υπάρχει πνευματικός κόσμος, αόρατα πνεύματα. Πολ­λοί άνθρωποι όμως απομακρύνθηκαν από τη θεωρία αυτή κι αποδίδουν μεγαλύτερη δύναμη στα πονηρά πνεύματα, παρά στα αγαθά. Με την πάροδο του χρό­νου θεοποίησαν τα πονηρά πνεύματα, έχτισαν ναούς προς τιμή τους, προσέφεραν θυσίες και προσευχές και κατέφευγαν σ' αυτά για κάθε πρόβλημά τους. Όσο περνούσαν τα χρόνια πολλοί άνθρωποι εγκατέλειψαν τελείως την πίστη τους στα αγαθά πνεύματα κι αφέ­θηκαν να πιστεύουν μόνο στα πονηρά, στους «κακούς θεούς», όπως τα ονόμαζαν. Ο κόσμος αυτός έμοιαζε πια με στάδιο, όπου άνθρωποι και πονηρά πνεύματα ανταγωνίζονταν μεταξύ τους. Τα πονηρά πνεύματα βασάνιζαν τους ανθρώπους όλο και περισσότερο, τους τύφλωναν πνευματικά, μόνο και μόνο για να σβήσουν από τη μνήμη τους την ιδέα του καλού Θεού και της μέγιστης και θεόσδοτης δύναμης των αγαθών πνευ­μάτων.

Στις μέρες μας όλοι οι λαοί της γης πιστεύουν στα πνεύματα. Η πίστη αυτή από μόνη της είναι ορθή. Εκείνοι που απορρίπτουν τον πνευματικό κόσμο, το κάνουν επειδή η όρασή τους είναι μόνο σωματική κι έτσι δεν μπορούν να τον δουν. Ο πνευματικός κό­σμος όμως δε θα ήταν πνευματικός, αν ήταν ορατός στα σωματικά μάτια. Ο άνθρωπος που ο νους του δεν έχει τυφλωθεί και την καρδιά του δεν την έχει κάνει αναίσθητη η αμαρτία, μπορεί κάθε μέρα και κάθε ώρα να νιώσει με όλη του την ύπαρξη, πως στον κόσμο αυτόν δεν είμαστε μόνοι μας. Συντροφιά μας δεν είναι μόνο η βουβή και άλαλη φύση, οι βράχοι, τα φυτά, τα ζώα και τ' άλλα πλάσματα, στοιχεία και φαινόμενα. Οι ψυχές μας βρίσκονται σε συνεχή επαφή με τον αόρατο κόσμο, με αόρατες υπάρξεις. Εκείνοι που από τη μια απορρίπτουν τα αγαθά πνεύματα κι από την άλλη θεοποιούν και προσκυνούν τα πονηρά, είναι πλανεμένοι.

Όταν ο Κύριος Ιησούς εμφανίστηκε στον κόσμο, όλοι σχεδόν οι λαοί πίστευαν πως τα πονηρά πνεύ­ματα ήταν δυνατά και τα αγαθά πνεύματα ανίσχυρα. Οι πονηρές δυνάμεις κυριαρχούσαν πραγματικά στον κόσμο, γι' αυτό και ο Χριστός ονόμασε τον αρχηγό τους άρχοντα αυτού του κόσμου. Δεν είναι τυχαίο που κι οι άρχοντες των Ιουδαίων απέδιδαν όλη τη θεϊκή δύναμη του Χριστού στο διάβολο και τους αγγέλους

Ο Κύριος Ιησούς ήρθε στον κόσμο για να ξεριζώσει την πίστη των ανθρώπων στο πονηρό και να σπείρει στις ψυχές τους την πίστη στο αγαθό, στην παντοδυ­ναμία τού καλού και την ακατανίκητη δύναμή του. Ο Χριστός δεν κατήργησε, αλλ' επιβεβαίωσε την αρχαία και παγκόσμια πίστη στα πνεύματα. Αποκάλυψε όμως τον πνευματικό κόσμο όπως πραγματικά είναι κι όχι όπως φαινόταν στους ανθρώπους με τη φθοροποιό επιρροή των δαιμόνων. Ο ένας, αγαθός, σοφός και πα­ντοδύναμος Θεός, είναι ο Κύριος τόσο του πνευματικού όσο και του φυσικού κόσμου, ορατού και αοράτου. Τα αγαθά πνεύματα είναι οι άγγελοι κι ο αριθμός τους είναι αμέτρητος. Τα αγαθά πνεύματα, οι άγγελοι, είναι απείρως πιο δυνατά από τα πονηρά πνεύματα, που στην πραγματικότητα δεν έχουν εξουσία να κάνουν τίποτα, αν ο παντεπόπτης Θεός δεν το επιτρέψει.

Τα πονηρά πνεύματα είναι πολυάριθμα. Σ' ένα μόνο δαιμονισμένο στα Γάδαρα, που τον θεράπευσε ο Κύριος, κατοικούσε ολόκληρη λεγεώνα, δηλαδή μερικές χιλιάδες δαίμονες. Τα πονηρά αυτά πνεύματα πλα­νούσαν τους ανθρώπους, λαούς ολόκληρους, εκείνο τον καιρό, όπως και σήμερα πλανούν πολλούς αμαρτωλούς,προσπαθούν να τους πείσουν πως είναι παντοδύναμα· πως είναι στην ουσία οι μόνοι θεοί, πως εκτός απ' αυτούς δεν υπάρχουν άλλοι θεοί, αγαθά πνεύματα δεν υπάρχουν. Όπου κι αν εμφανίστηκε ο Κύριος Ιησούς όμως, εκείνα έφευγαν μακριά έντρομα. Αναγνώριζαν πως ο Κύριος είχε εξουσία και δύναμη, πως μπορούσε να τους διώξει απ' αυτόν τον κόσμο και να τους στείλει στην άβυσσο της κόλασης. Προκαλούσαν αναταραχή σ' αυτόν τον κόσμο μόνο με την παραχώρηση του Θεού. Πολεμούσαν το ανθρώπινο γένος με τόση ορμή, όπως τα όρνια πέφτουν στα θνησιμαΐα. Τον κόσμο αυτόν τον λογάριαζαν καταφύγιο, κρησφύγετό τους.

Ξαφνικά ο φορέας του αγαθού, ο Κύριος Ιησούς Χριστός, εμφανίστηκε μπροστά τους. Τρέμοντας από φόβο εκείνοι έκραξαν: «Τί ημίν και σοι, Ιησού υιέ του Θεού; ήλθες ώδε προ καιρού βασανίσαι ημάς;» (Ματθ. η' 29). Κανένας δε φοβάται τόσο πολύ, όσο εκείνος που βασανίζει τους άλλους. Τα πονηρά πνεύ­ματα βασάνιζαν τους ανθρώπους για χιλιάδες χρόνια, έβρισκαν ικανοποίηση στα βασανιστήρια αυτά. Όταν όμως είδαν το Χριστό, τρόμαξαν μπροστά στο μέγι­στο Κριτή τους. Ήταν έτοιμα να εγκαταλείψουν τον άνθρωπο και να μπουν στα γουρούνια ή και σε άλλα πλάσματα, φτάνει να μην τα εξόριζε ο Χριστός απ' αυτόν τον κόσμο. Ο Χριστός όμως δεν είχε τέτοια πρόθεση. Ο κόσμος αυτός είναι γεμάτος με ανάμικτες δυνάμεις. Είναι ένα πεδίο μάχης, όπου οι άνθρωποι έχουν να διαλέξουν εντελώς συνειδητά και ελεύθερα: Ή θ' ακολουθήσουν το Νικητή Χριστό, ή θα πάνε μαζί με τ' ακάθαρτα και νικημένα πνεύματα. Ο Χριστός ήρθε στους ανθρώπους ως Αγάπη, για να δείξει τη δύ­ναμη του καλού πάνω στο κακό και να στερεώσει την πίστη των ανθρώπων στο αγαθό - μόνο στο αγαθό.

***

Το σημερινό ευαγγέλιο περιγράφει ένα μόνο περιστατικό από αναρίθμητα άλλα ανάλογα. Μας λέει πώς ο Κύριος, με την αγάπη Του για τους ανθρώπους, έδειξε για μια ακόμα φορά τη δύναμη του καλού πάνω στο κακό και πώς προσπά­θησε να στερεώσει την πίστη στο παντοδύναμο και νικηφόρο αγαθό.

«Και ελθόντων αυτών προς τον όχλον προσήλθεν αυτώ άνθρωπος γονυπετών αυτόν και λέγων· Κύριε, ελέησόν μου τον υιόν, ότι σεληνιάζεται και κακώς πάσχει· πολλάκις γαρ πίπτει εις το πυρ και πολλάκις εις το ύδωρ» (Ματθ. ιζ' 14-15). Το περιστατικό αυτό το αναφέρουν κι άλλοι δυο ευαγγελιστές: ο Μάρκος (θ’ 9-17) κι ο Λουκάς (θ' 37-42). Κι οι δυό τους αναφέρουν κάποιες λεπτομέρειες για την αρρώστια τού παιδιού. Ήταν ο μοναδικός γιος τού πατέρα και τον κατείχε πνεύμα άλαλο. Όταν το ακάθαρτο πνεύμα έμπαινε μέσα του, «εξαίφνης κράζει και σπαράσσει αυτόν μετά αφρού, και μόλις αποχωρεί απ' αυτού συντρίβων αυτόν» (Λουκ. θ' 39). Το πονηρό πνεύμα κυριεύει το παιδί κι αυτό έξαφνα κραυγάζει, συγκλο­νίζεται με σπασμούς όλο του το σώμα, συντρίβεται και βγάζει αφρούς από το στόμα. Πολύ δύσκολα φεύγει από μέσα του.

Τα βέλη τού πονηρού στόχευαν ταυτόχρονα τρεις στόχους: τον άνθρωπο, την κτίση του Θεού και τον ίδιο το Θεό. Το παιδί «σεληνιαζόταν». Πώς θα μπορούσε να ενοχοποιηθεί η σελήνη για την αρρώστια κάποιου ανθρώπου; Αν η σελήνη έχει τη δύναμη να προκαλέσει σ' έναν άνθρωπο αλαλία ή παραφροσύνη, γιατί δεν το κάνει σε όλους; Το κακό δε βρίσκεται στη σελήνη αλλά στο πονηρό και ακάθαρτο πνεύμα που πλανά τον άνθρωπο, ενώ το ίδιο κρύβεται. Ενοχοποιεί τη σελήνη, ώστε οι άνθρωποι να μη κατηγορήσουν το ίδιο.Μ' αυτόν τον τρόπο θέλει να οδηγήσει τον άνθρωπο στη σκέψη πως όλη η κτίση του Θεού είναι κακή, πως το κακό έρχεται στον άνθρωπο από τη φύση κι όχι από τα πονηρά πνεύματα που εξέπεσαν από το Θεό. Τα θύματά τους ενεργοποιούνται στις αλλαγές φάσης της σελήνης, ώστε οι άνθρωποι να σκεφτούν: «Ορίστε, το κακό αυτό προέρχεται από τη σελήνη!» Κι αφού τη σελήνη τη δημιούργησε ο Θεός, σημαίνει πως το κακό προέρχεται από το Θεό. Έτσι πλανιούνται οι άνθρωποι από τ' άγρια και πανούργα αυτά θηρία.

Όλα όσα έκανε ο Θεός είναι καλά λίαν. Αυτό είναι πέρα για πέρα αληθινό. Όλη η κτίση έγινε για να υπηρετήσει τον άνθρωπο, να τον βοηθήσει, όχι να τον βλάψει. Αν και υπάρχουν πράγματα που εμποδίζουν τη φυσική ικανοποίηση του ανθρώπου, ακόμα κι αυτά λειτουργούν για το καλό της ψυχής του, να την χαρο­ποιούν και να την εμπλουτίζουν. «Σοί εισιν οι ουρανοί και σή εστιν η γη· την οικουμένην και το πλήρωμα αυτής συ εθεμελίωσας» (Ψαλμ. πη' 12), αναφωνεί ο ιερός Ψαλμωδός. Κι ο ίδιος ο Θεός μάς λέει με το στόμα του προφήτη Ησαΐα:«πάντα γάρ ταύτα εποίησεν η χειρ μου» (ξστ’ 2).

Οτιδήποτε λοιπόν είναι του Θεού, είναι καλό. Η πηγή βγάζει μόνο ό,τι περιέχει, όχι ό,τι θέλει. Δεν υπάρχει κακό στο Θεό. Πώς λοιπόν μπορεί να προκύ­ψει κακό από Εκείνον, τη μοναδική πηγή του καλού; Πολλοί αδαείς κι απερίσκεπτοι άνθρωποι ονομάζουν μεγάλο κακό την αρρώστια. Είναι αλήθεια όμως πως δεν είναι κακή κάθε αρρώστια. Μερικές αρρώστιες είναι έργο του πονηρού κι άλλες είναι θεραπεία του κακού. Κακό είναι το πονηρό πνεύμα που ενεργεί σ' έναν παράφρονα ή παρανοϊκό άνθρωπο.

Οι αρρώστιες κι οι δυστυχίες που βρήκαν πολλούς από τους βασιλιάδες του Ισραήλ, επειδή έπραξαν το κακό ενώπιον του Κυρίου (βλ. Α7 Βασ. 25, 30), ήταν συνέπεια της αμαρτίας τους. Οι αρρώστιες κι οι δυστυχίες όμως που επιτρέπει ο Κύριος να επισκεφτούν τους δίκαιους, δεν είναι έργο του πονηρού αλλά φάρμακο, τόσο για τους ίδιους τους δίκαιους όσο και για τους δικούς τους, που κατανοούν πως τα βάσανα τα στέλνει ο Θεός για το καλό τους. Τα βάσανα που έρχονται από τις επιθέσεις των πονηρών πνευμάτων στον άνθρωπο ή είναι συνέπεια της αμαρτίας, είναι κακά. Εκείνα τα βάσανα που επιτρέπει ο Θεός, για να καθαρίσει τελείως τον άνθρωπο από την αμαρτία, να τον ελευθερώσει από την τυραννία του πονηρού και να τον φέρει κοντά Του, είναι καθαρκτικά. Αυτά δεν προέρχονται από το διάβολο ούτε και είναι από μόνα τους κακά. Προέρχονται από το Θεό και λειτουργούν για το καλό τού ανθρώπου.«Αγαθόν μοι ότι εταπείνωσάς με, όπως αν μάθω τα δικαιώματά σου» (Ψαλμ. ριη' 71), λέει ο προφητάνακτας Δαβίδ.

Ο πονηρός είναι κακός. Δρόμος του πονηρού είναι η αμαρτία. Εκτός από τον πονηρό και την αμαρτία, δεν υπάρχει κανένα κακό. Το πονηρό πνεύμα είναι ένοχο για τα βάσανα του παιδιού αυτού, όχι η σελήνη. Αν ο Θεός με την αγάπη Του για τον άνθρωπο δεν περι­όριζε τα πονηρά πνεύματα και δεν προστάτευε τον άνθρωπο απ' αυτά, είτε άμεσα είτε έμμεσα με τους αγγέλους Του, τα πονηρά πνεύματα θα εξολόθρευαν όλους τους ανθρώπους αστραπιαία, σωματικά και ψυχικά, όπως εξολοθρεύουν οι ακρίδες τους σπόρους στους αγρούς.

«Και προσήνεγκα αυτόν τοις μαθηταίς σου και ουκ ηδυνήθησαν αυτόν θεραπεύσαι» (Ματθ. ιζ' 16), είπε στον Κύριο ο πατέρας του άρρωστου παιδιού. Εκείνη τη στιγμή έλειπαν τρεις από τους μαθητές του Κυρίου: ο Πέτρος, ο Ιάκωβος κι ο Ιωάννης, που είχαν ακολουθήσει τον Κύριο στο όρος Θαβώρ, τότε που μεταμορφώθηκεμπροστά τους. Όταν κατέβηκαν από το όρος μαζί με τον Κύριο, βρήκαν εκεί το πλήθος συγκεντρωμένο γύρω από τους άλλους αποστόλους, καθώς και το άρρωστο παιδί. Αφού δε βρήκε το Χρι­στό, ο δύστυχος πατέρας έφερε το παιδί στους μαθητές Του, εκείνοι όμως δεν μπόρεσαν να βοηθήσουν. Δεν είχαν τη δύναμη να το κάνουν αυτό για τρεις λόγους: πρώτο, επειδή οι ίδιοι δεν είχαν αρκετή πίστη· δεύτερο, επειδή κι ο πατέρας του παιδιού δεν είχε πίστη· και τρίτο, επειδή η πίστη έλειπε κι από τους γραμματείς που παρευρίσκονταν εκεί και συζητούσαν με τους μα­θητές, όπως αναφέρει ο Μάρκος (θ' 16). Η απιστία του πατέρα τού παιδιού είναι φανερή από τα λόγια που είπε στο Χριστό. Δε μίλησε όπως ο λεπρός, που είπε: «Κύριε, εάν θέλης δύνασαί με καθαρίσαι» (Ματθ. η' 2).Τότε μίλησε ένας άνθρωπος που είχε δυνατή πίστη. Δε μίλησε όπως ο Ιάειρος, όταν κάλεσε το Χριστό για ν' αναστήσει την κόρη του: «ελθών επίθες επ' αυτήν την χείρά σου και ζήσεται» (Ματθ. θ' 18). Κι εδώ μίλησε ένας άνθρωπος με δυνατή πίστη. Πολύ λιγότερο μίλησε όπως ο εκατόνταρχος στην Καπερναούμ, που ήταν άρρωστος ο δούλος του: «μόνον ειπέ λόγω και ιαθήσεται ο παις μου» (Ματθ. η' 8).Εδώ μίλησε η πολύ μεγάλη πίστη. Εκείνη που είχε τη μεγαλύτερη πίστη όμως, η αιμορροούσα γυναίκα, δεν είπε τίποτα. Σύρθηκε στα πόδια τού Χριστού και άγγιξε το ιμάτιό Του.

Ο πατέρας του παιδιού δε μίλησε σαν κι αυτούς. Αυτός είπε στο Χριστό: «εί τι δύνασαι, βοήθησον ημίν» (Μάρκ. θ' 22). Εί τι δύνασαι! Αν μπορείς, κάνε κάτι. Ταλαίπωρος άνθρωπος! Θα πρέπει να είχε μάθει πολύ λίγα για το Χριστό και τη δύναμή Του για να μιλάει έτσι σ' Εκείνον, που μπορεί να κάνει τα πάντα. Κι η αδύναμη πίστη του εξασθένησε ακόμα περισσότερο τη δύναμη των αποστόλων να τον βοηθή­σουν. Έτσι οι σκόπιμες συκοφαντίες των γραμματέων εναντίον του Χριστού και των μαθητών Του, βοήθησαν για να διατυπώσει με τόση αμφιβολία ο πατέρας του παιδιού την ερώτηση: εί τι δύνασαι. Η ερώτηση αυτή προδίδει μόνο μια αμυδρή ακτίνα πίστης, πολύ πολύ μικρής, έτοιμης να σβήσει.

«Αποκριθείς δε ο Ιησούς είπεν· ω γενεά άπιστος και διεστραμμένη! έως πότε έσομαι μεθ' υμών; έως πότε ανέξομαι υμών;» (Ματθ. ιζ' 17). Ο Κύριος απευ­θύνθηκε επιτιμητικά σ' όλους γενικά: στους άπιστους και τους ολιγόπιστους του Ισραήλ, καθώς και σ' όλους εκείνους που ήταν μπροστά Του: στον πατέρα του άρρωστου παιδιού, στους μαθητές Του και κυρίως στους γραμματείς. Ω, γενεά άπιστος! Γενεά που έχεις υποταχθεί στον πονηρό, στο διάβολο, που πιστεύ­ει σταθερά στη δύναμη του πονηρού, που υπηρετεί δουλικά τον πονηρό και αρνείται το καλό, που αντι­τίθεται στο Θεό· γενεά που έχει λίγη ή και καθόλου πίστη στο καλό, που επαναστατεί στο καλό! Γι' αυτό και πρόσθεσε τη λέξη διεστραμμένη ο Κύριος. Ήθελε μ' αυτόν τον τρόπο να δείξει από πού προέρχεται η απιστία: από τη διαστροφή, τη διαφθορά ή -ακόμα πιο καθαρά- από την αμαρτία. Η απιστία είναι συνέπεια. Αιτία είναι η διαφθορά. Η απιστία είναι κοινωνία με το διάβολο. Η αμαρτία -διαφθορά- είναι ο δρόμος που οδηγεί στην κοινωνία αυτή. Διαφθορά είναι η κατάσταση αποστασίας από το Θεό. Απιστία είναι το σκοτάδι, η αδυναμία κι ο τρόμος όπου βυθίζεται ο άνθρωπος όταν απομακρύνεται από το Θεό.

Αξίζει να επισημάνουμε πόσο προσεχτικές εκφρά­σεις χρησιμοποιεί ο Κύριος. Μιλάει γενικά, δεν κατο­νομάζει κανέναν. Δεν τον ενδιαφέρει να κάνει κριτική στους ανθρώπους, αλλά να τους ευαισθητοποιήσει. Δε θέλει να τους προσβάλει ή να τους ταπεινώσει, αλλά να ξυπνήσει τη συνείδησή τους, να τους βοηθήσει να ξεπε­ράσουν τον εαυτό τους. Πόσο υπέροχη είναι η διδαχή Του για την εποχή μας, για τη γενιά μας, που είναι τόσο πρόθυμη στα λόγια, τόσο γρήγορη να προσβάλει! Αν οι άνθρωποι μπορούσαν σήμερα να περιορίσουν τη γλώσσα τους και να μετρήσουν τα λόγια τους, να σταματήσουν να προσβάλουν ο ένας τον άλλο, τότε το μισό κακό στον κόσμο θα εξαφανιζόταν, τα μισά πονηρά πνεύματα θα εγκατέλειπαν τους ανθρώπους. Ο απόστολος Ιάκωβος, που διδάχτηκε το καλό από το παράδειγμα του Διδασκάλου Του, λέει: «Πολλά γαρ πταίομεν άπαντες. εί τις εν λόγω ου πταίει, ούτος τέλειος ανήρ, δυνατός χαλιναγωγήσαι και όλον το σώμα. ίδε των ίππων τους χαλινούς εις τα στόματα βάλλομεν προς το πείθεσθαι αυτούς ημίν, και όλον το σώμα αυτών μετάγομεν» (Ιάκ. γ' 2-3).

Τί σημαίνουν τα λόγια τού Χριστού, έως πότε έσομαι μεθ' υμών; έως πότε ανέξομαι υμών; Φαντα­στείτε έναν ευγενή και φωτισμένο άνθρωπο, να τον έχουν αναγκάσει να ζήσει ανάμεσα σε αγρίους. Ή ένα βασιλιά που αφήνει το θρόνο του και κατεβαίνει στους αγύρτες κι απατεώνες, όχι μόνο για να ζήσει μαζί τους και να μάθει τον τρόπο ζωής τους, αλλά να τους διδάξει πώς να σκέφτονται, να εργάζονται και να νιώθουν σαν βασιλιάδες, με ευγένεια και μεγαλοκαρδία. Όταν περνούσαν τρεις μέρες, ακόμα κι ένας Βασιλιάς θα φώναζε: «Πόσο καιρό μπορώ να μείνω μαζί σας;». Θα μπούχτιζε από την υπερβολική αγρι­ότητα, την ανοησία, την ακαθαρσία και τη δυσωδία αυτών των τριών ημερών. Ο Κύριος Ιησούς όμως, ο «Βασιλεύς των βασιλέων», εβγάλε τέτοια φωνή μετά από τριάντα τρία ολόκληρα χρόνια που ζούσε ανά­μεσα σε ανθρώπους, που απείχαν από την αρχοντιά Του πολύ περισσότερο απ' όσο απέχουν οι αγριότεροι των ανθρώπων από τον ευγενέστερο ανάμεσά τους, απ' όσο διαφέρει ο πιο βρώμικος αγύρτης από τον μέγιστο των επίγειων βασιλιάδων.

Σίγουρα ο Κύριος δε θα μετρούσε το χρόνο σε μέρες και έτη, αλλά με τα έργα και τα θαύματα που είχε κάνει μπροστά σε χιλιάδες ανθρώπους, με τη δι­δασκαλία Του που είχε διαδοθεί σε πολλές χιλιάδες ανθρώπινες ψυχές. Μετά από τόσα έργα και θαύματα, μετά από τόσες διδαχές και άπειρα θαυμαστά πε­ριστατικά που θα μπορούσαν να καλύψουν χιλιάδες χρόνια, ξαφνικά είδε πως οι μαθητές Του δεν μπο­ρούσαν να θεραπεύσουν έναν επιληπτικό νέο και να βγάλουν ένα δαιμόνιο από τον άνθρωπο, μ' όλο που τους είχε διδάξει με λόγια και με το παράδειγμά Του πώς να εκβάλουν λεγεώνες δαιμόνων. Κι άκουσε έναν αμαρτωλό με πολύ αδύναμη πίστη να του λέει: εί τι δύνασαι, βοήθησον ημίν.

Αφού ο Κύριος επιτίμησε εκείνους που ήταν μπρο­στά για την απιστία τους, μετά τους έδωσε εντολή να φέρουν το άρρωστο παιδί μπροστά Του: φέρετέ μοι αυτόν ώδε. Τότε επιτίμησε το δαιμόνιο κι εκείνο βγήκε αμέσως από το σώμα του παιδιού. Την ίδια στιγμή το παιδί έγινε καλά. Αυτά αναφέρει ο Ματθαίος. Οι άλλοι δύο ευαγγελιστές δίνουν λεπτομέρειες για όσα έγιναν πριν από την πραγματική θεραπεία του παιδιού. Οι τρεις αυτές λεπτομέρειες είναι οι εξής: πρώτη, πως ο Χριστός ρώτησε τον πατέρα από πότε είναι άρρωστο το παιδί· δεύτερη, πως έδωσε έμφαση στην πίστη, ως προϋπόθεση της θεραπείας· και τρίτη, πως την ώρα που οδηγούσαν το παιδί μπροστά στο Χριστό, τρομοκρατη­μένος ο διάβολος εγκατέλειψε το παιδί κι έφυγε.

«Πόσος χρόνος εστίν ως τούτο γέγονεν αυτώ;», ρώτησε ο Ιησούς τον πατέρα του άρρωστου παιδιού (Μάρκ. θ' 21). Και βέβαια δεν έκανε την ερώτηση αυτή για τον εαυτό Του, αλλά για να την ακούσουν οι συγκε­ντρωμένοι άνθρωποι. Ο ίδιος το ήξερε καλά, γνώριζε πως η αρρώστια του παιδιού ήταν μακροχρόνια. Ο πατέρας απάντησε: «παιδιόθεν». Ας αναλογιστεί ο καθένας πόσα τρομερά βάσανα προκαλούνται από τα πονηρά πνεύματα και πόσο μεγάλη είναι η προστασία τού Θεού. Χωρίς την προστασία Του, τα πονηρά πνεύ­ματα σίγουρα θα είχαν κυριολεκτικά αφανίσει τόσο το σώμα όσο και την ψυχή τού παιδιού. Και τελικά ας σκεφτούμε πόσο μεγάλη είναι η δύναμη του Υιού τού Θεού πάνω στα πονηρά πνεύματα. Βοήθησον ημίν, είπε στο Χριστό ο πατέρας τού παιδιού. Δεν ανέφερε μόνο το παιδί, γιατί τα βάσανα του παιδιού ήταν και του πατέρα του βάσανα, όπως και όλης της οικογέ­νειας. Αν το παιδί θεραπευόταν, θα ελευθερώνονταν από το βάρος πολλές ανθρώπινες ψυχές. Κι ο Χριστός τού απάντησε: «ει δύνασαι πιστεύσαι, πάντα δυνατά τω πιστεύοντι» (Μάρκ. θ' 23).

Όπως συνήθιζε να ενεργεί ο Κύριος, ήθελε να κάνει κι εδώ το μέγιστο δυνατό καλό με μια πράξη. Ένα καλό ήταν ν' αποκαταστήσει την υγεία του παιδιού. Αλλά γιατί να μην ωφελήσει και τους άλλους; Γιατί να μην ενισχύσει και να σταθεροποιήσει την πίστη του πατέρα; Γιατί να μην κάνει ταυτόχρονα κι ένα τρίτο καλό, να δείξει δηλαδή τη δύναμή Του όσο πιο καθαρά γινόταν, ώστε να τον πιστέψουν οι άνθρω­ποι; Και γιατί να μην κάνει κι ένα τέταρτο καλό, να καταγγείλει την απιστία και τη διαφθορά, καθώς και τη χαμερπή τάση των ανθρώπων προς το κακό, προς τα πονηρά πνεύματα και την αμαρτία; Και γιατί να μην επιτύχει κι έναν πέμπτο καλό, κι ένα έκτο κι ένα έβδομο κι όλα τα καλά που μπορούν να προκύψουν από μια καλή πράξη; Μια καλή πράξη συνήθως σέρνει μαζί της πολλές άλλες, όπως το τρένο σέρνει πολλά βαγόνια.

Προσέξτε επίσης πως ο Κύριος συνδυάζει με πολλή σοφία την ακρίβεια με τη λεπτότητα. Όταν κατάγ­γειλε αυστηρά την απιστία, μίλησε γενικά, για να διεγείρει όλων την πίστη, χωρίς να ταπεινώσει κα­νέναν προσωπικά. Μετά, όταν στράφηκε σ' εκείνον που τον ικέτευε, δε μίλησε αυστηρά, αλλά με μεγάλη προσοχή και ευγένεια:ει δύνασαι πιστεύσαι... Αυτή η προσεχτική διατύπωση κι η ευγένεια του Χριστού έφερε το επιθυμητό αποτέλεσμα. Ο πατέρας έκραξε με δάκρυα στα μάτια:«πιστεύω, κύριε· βοήθει μου τη απιστία» (Μάρκ. θ' 24).

Δεν υπάρχει τίποτα που να λιώνει ευκολότερα τον πάγο της απιστίας όσο τα δάκρυα. Από τη στιγμή που ο άνθρωπος αυτός έκλαψε μπροστά στον Κύριο καιμετανόησε για την προηγούμενη ζωή του, από μέσα του ξεπήδησε η πίστη όπως το νερό από την πηγή. Και τότε είπε τα λόγια που έμειναν ως ένα δυνατό μήνυμα σε όλες τις γενιές των ανθρώπων: πιστεύω, κύριε· βοήθει μου τη απιστία.

Τα λόγια αυτά δείχνουν πως ο άνθρωπος δεν μπο­ρεί ούτε να πιστέψει χωρίς τη βοήθεια του Θεού. Από μόνος του μπορεί να φτάσει σε μια υποψία πίστης, να πιστεύει δηλαδή στο καλό και στο κακό ή, με άλλα λόγια, ν' αμφιβάλλει για το καλό και το κακό. Ο δρόμος όμως από τη μερική πίστη στην αληθινή είναι πραγματικά μακρύς. Χωρίς το καθοδηγητικό χέρι του Θεού κανένας άνθρωπος δεν μπορεί ν' ακολουθήσει το δρόμο αυτό. Το νόημα των λόγων του πατέρα του παιδιού, πιστεύω, κύριε· βοήθει μου τη απιστία, είναι: «Βοήθησέ με, Κύριε, να πιστέψω σε Σένα! Βοήθησε με να μην πιστέψω στο κακό! Βοήθησε με ν' απαλλαγώ εντελώς από τον πονηρό και να ενωθώ μαζί Σου!»

«Έτι δε προσερχομένου αυτού έρρηξεν αυτόν το δαιμόνιον και συνεσπάραξεν» (Λουκ. θ' 42). Αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που επέτρεψε ο Θεός στο δαίμονα. Κι αυτό ώστε να δουν όλοι οι άνθρωποι το φόβο και τον τρόμο που μπορεί να προκαλέσει ο διάβολος στον άνθρωπο. Να καταλάβουν πόσο ανε­παρκής είναι η δύναμη των ανθρώπων, ακόμα και των καλλίτερων γιατρών του κόσμου, για να γλιτώσουν από το φόβο και τον τρόμο τη ζωή έστω και ενός μόνο άνθρωπου. Έτσι όταν οι άνθρωποι δουν τη δύναμη του διαβόλου και συνειδητοποιήσουν τη δική τους αδυ­ναμία, θα κατανοήσουν πόσο μεγαλειώδης και θεϊκή είναι η δύναμη του Χριστού. Ο ευαγγελιστής Μάρκος καταγράφει τα λόγια που είπε ο Κύριος στο πονηρό πνεύμα: «Το πνεύμα το άλαλον και κωφόν, εγώ σοι επιτάσσω, έξελθε εξ αυτού και μηκέτι εισέλθης εις αυτόν» (Μάρκ. θ' 25). Σοι επιτάσσω, είπε ο Κύριος. Είναι η πηγή της δύναμης και της εξουσίας. Δεν τη δανείζεται από κάποιον άλλο. «Πάντα όσα έχει ο πατήρ εμά εστι» (Ιωάν. ιστ' 15),είχε πει σε άλλη περίπτωση ο Κύριος Ιησούς. Και τώρα βλέπουμε πως το επιβεβαιώνει αυτό στην πράξη. «Σου μιλάω Εγώ· σε διατάζω με την εξουσία που έχω και σε διώχνω από το παιδί με τη δύναμή μου». Ας το καταλάβουν καλά οι άνθρωποι πως ο Χριστός δεν είναι ένας από τους προφήτες, που έκαναν κάποια θαυμαστά πράγ­ματα με τη βοήθεια του Θεού, αλλά είναι ο Υιός του Θεού, Εκείνος που προανήγγειλαν οι προφήτες και ανέμενε ο κόσμος.

Θα πρέπει να προσέξουμε ιδιαίτερα και το δεύτερο σκέλος τής εντολής τού Χριστού προς το διάβολο: και μηκέτι εισέλθης εις αυτόν. Ο Κύριος του έδωσε την εντολή όχι μόνο να φύγει, μα και να μην ξαναγυρίσει στον άνθρωπο που είχε τόσο πολύ ταλαιπωρήσει. Αυτό σημαίνει πως ακόμα κι όταν καθαριστεί και θεραπευ­τεί ο άνθρωπος, μπορεί να προσβληθεί ξανά από τ' ακάθαρτα πνεύματα. Ο διάβολος μπορεί να ξανάρθει στον άνθρωπο από τον οποίο διώχτηκε. Αυτό γίνεται όταν ο αμαρτωλός που μετάνιωσε και συχωρέθηκε από το Θεό, ξαναγυρίσει στην παλιά αμαρτία του. Τότε ο διάβολος βρίσκει ανοιχτή την είσοδο και ξαναμπαίνει στον άνθρωπο.

Ο Κύριος εδώ διατάζει το διάβολο όχι μόνο να ελευθερώσει το παιδί, μα και να μην ξαναγυρίσει ποτέ.

Κι αυτό για δυο λόγους: πρώτο, ώστε το θεϊκό δώρο που του έδωσε να είναι ολοκληρωμένο και τέλειο· και δεύτερο, για να διδαχτούμε πως, αφού λάβουμε την άφεση από το Θεό, δεν πρέπει να ξαναγυρίσουμε στην αμαρτία, «ώσπερ κύων επί το ίδιον εξέραμα» (Β’ Πέτρ. β' 22), για να μην εκτεθούμε στον κίνδυνο κι ανοίξουμε πάλι την πόρτα στο πονηρό πνεύμα για να μπει μέσα μας και να μας κυριεύσει.

Μετά το μεγάλο αυτό θαύμα τού Χριστού, «εξεπλήσσοντο πάντες επί τη μεγαλειότητι του Θεού», γράφει ο ευαγγελιστής Λουκάς (θ' 43). Πόσο καλό θα ήταν να έμενε ο θαυμασμός αυτός διαρκής κι ανεξά-λειπτος από τις ψυχές τών ανθρώπων!Να μην έσβηνε τόσο γρήγορα όσο οι σαπουνόφουσκες στο νερό! Ο Θεός όμως δε σπέρνει μάταια. Αν ο σπόρος που πέ­φτει στο δρόμο, στην πέτρα ή ανάμεσα στα ζιζάνια χάνεται, εκείνος που πέφτει σε καλή γη μένει ζωντανός και αποδίδει καρπούς εκατονταπλάσιους.

Αργότερα που ο Χριστός έμεινε μόνος με τους μα­θητές Του, εκείνοι τον ρώτησαν:«Τότε προσελθόντες οι μαθηταί τω Ιησού κατ' ιδίαν είπον· διατί ημείς ουκ ηδυνήθημεν εκβαλείν αυτό; ο δε Ιησούς είπεν αυτοίς· δια την απιστίαν υμών. αμήν γαρ λέγω υμίν, εάν έχετε πίστιν ως κόκκον σινάπεως, ερείτε τω όρει τούτω μετάβηθι εντεύθεν εκεί, και μεταβήσεται, και ουδέν αδυνατίσει υμίν» (Ματθ. ιζ' 19-20). Η ρίζα της αδυναμίας των αποστόλων επομένως ήταν η απιστία. Όσο μεγαλύτερη είναι η πίστη, τόσο μεγαλύτερη κι η δύναμη. Λιγότερη πίστη, λιγότερη δύναμη. Νωρίτερα ο Κύριος είχε δώσει στους αποστόλους «εξουσίαν πνευμάτων ακαθάρτων, ώστε εκβάλλειν αυτά και θεραπεύειν πάσαν νόσον και μαλακίαν» (Ματθ. ι’ 1). Οι μαθητές έκαναν για κάποιο διάστημα καλή χρήση αυτής της εξουσίας. Στο μέτρο όμως που εξασθένησε η πίστη τους, είτε από το φόβο των ανθρώπων είτε από υπερηφάνεια, εξασθένησε και η δύναμη που τους έδωσε. Στον Αδάμ είχε δοθεί εξουσία πάνω σ' όλα τα πλάσματα. Με την παρακοή, την απληστία και την υπερηφάνειά του όμως, έχασε την εξουσία αυτή. Οι απόστολοι τώρα, από κάποιο δικό τους σφάλμα, είχαν χάσει τη δύναμη και την εξουσία που τους είχε δώσει ο Κύριος. Η χαμένη αυτή δύναμη τώρα μπορεί ν' ανακτηθεί μόνο με πίστη, πίστη και περισσότερη πίστη.

Σ' αυτήν την περίπτωση ο Κύριος έδωσε μεγάλη έμφαση στο θέμα της πίστης. Η πίστη μπορεί να με­τακινήσει και όρη. Δεν αδυνατεί τίποτα μπροστά της. Ο κόκκος του σιναπιού είναι πολύ μικρός, το άρωμά του όμως μπορεί να διαπεράσει ένα μπωλ ολόκληρο με φαγητό. Γράφει ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων στην Κατήχησή του αρ. 5: «Όπως ο κόκκος του σιναπιού, που είναι μικρός σε μέγεθος αλλά μεγάλος σε ενέργεια, όταν σπαρεί σ' έναν τόπο βγάζει πολλούς κλάδους, ώστε σ' αυτούς να κάθονται και πουλιά, έτσι είναι κι η πίστη. Σύντομα κάνει έργα μεγάλα. Γι' αυτό έχετε πίστη σ' Εκείνον, για να σας δώσει πίστη δυνατή, που ενεργεί πέρα από την ανθρώπινη δύναμη». Αν έχετε πίστη έστω όσο ο κόκκος του σιναπιού, τα βουνά θα υποχωρήσουν μπροστά σας και θα μετακινηθούν από το ένα μέρος σε άλλο.

Γιατί ο ίδιος ο Κύριος δε μετακίνησε βουνά; Επειδή δεν του ήταν απαραίτητο να το κάνει. Έκανε εκείνα μόνο τα θαύματα, που χρειάζονταν για να ωφελήσουν τους ανθρώπους, για τη σωτηρία τους. Είναι όμως μεγαλύτερο θαύμα να μετακινήσεις ένα βουνό ή να με­τατρέψεις το νερό σε κρασί, να πολλαπλασιάσεις τους άρτους, να εκβάλεις πονηρά πνεύματα, να θεραπεύσεις όλων των λογιών τις αρρώστιες, να περπατήσεις πάνω στο νερό ή να γαληνέψεις μ' ένα λόγο - ή και μία σκέψη - τις καταιγίδες και τους ανέμους; Δεν απο­κλείεται πιστοί του Χριστού, που είχαν πολύ μεγάλη πίστη και σε ειδικές περιπτώσεις, νά 'καναν και το θαύμα αυτό, να μετακίνησαν δηλαδή όρη. Είναι όμως τα ψηλά βουνά πιο φοβερά φορτία για τον άνθρωπο από τις εγκόσμιες μέριμνες, τους εγκόσμιους δεσμούς και τις αλυσίδες των παθών; Εκείνος που μπορεί να σηκώσει τα βάρη αυτά από την ψυχή του ανθρώπου και να τα ρίξει στη θάλασσα, σίγουρα έχει μετακινήσει το μεγαλύτερο βουνό του κόσμου.

«Τούτο δε το γένος ουκ εκπορεύεται ει μη εν προσευχή και νηστεία» (Ματθ. ιζ' 21).Η νηστεία κι η προσευχή είναι οι δύο πυλώνες της πίστης, δυο δυ­νατές φλόγες που κατακαίουν τα πονηρά πνεύματα. Με τη νηστεία καταπραΰνονται και νεκρώνονται όλα τα σωματικά πάθη, κυρίως τα σαρκικά. Με την προ­σευχή πολεμούνται κι αφανίζονται όλα τ' άλλα πάθη της ψυχής, της καρδιάς και του νου, όπως πονηρές επιθυμίες, κακές πράξεις, φθόνος, εκδίκηση, μίσος, κα­κία, υπερηφάνεια, κενοδοξία και άλλα. Με τη νηστεία καθαρίζονται τα δοχεία τού σώματος και της ψυχής από το ακάθαρτο περιεχόμενο των εγκόσμιων παθών και της κακίας τους. Με την προσευχή έλκεται το Αγιο Πνεύμα στο άδειο και καθαρό δοχείο κι εγκαθίσταται στον άνθρωπο η πληρότητα της πίστης.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει από χρόνια αμνημό­νευτα τονίσει τη δοκιμασμένη συνταγή της νηστεί­ας για όλα τα σωματικά πάθη και σαν ένα δυνατό όπλο εναντίον των πονηρών πνευμάτων. Εκείνοι που υποβαθμίζουν ή απορρίπτουν τη νηστεία, στην ουσία υποβαθμίζουν κι απορρίπτουν μια θεμελιακή εντολή του Κυρίου Ιησού, που αφορά στη σωτηρία του ανθρώ­που. Η προσευχή ενισχύεται με τη νηστεία, η πίστη εδραιώνεται κι από τη μια (την προσευχή) κι από την άλλη (τη νηστεία). Κι η πίστη μετακινεί όρη, εκβάλλει δαιμόνια και κάνει δυνατά τα αδύνατα.

Τα τελευταία λόγια του Χριστού στο σημερινό ευαγ­γέλιο δε φαίνεται να έχουν σχέση με το περιστατικό που προηγήθηκε. Μετά το μεγάλο θαύμα της θερα­πείας του δαιμονισμένου παιδιού κι ενώ οι άνθρω­ποι θαύμαζαν το γεγονός, ο Κύριος άρχισε να μιλάει στους μαθητές για το Πάθος Του. «Μέλλει ο υιός τού ανθρώπου παραδίδοσθαι εις χείρας ανθρώπων, και αποκτενούσιν αυτόν, και τη τρίτη ημέρα εγερθήσεται. και ελυπήθησαν σφόδρα» (Ματθ. ιζ' 22, 23). Γιατί μετά το θαύμα, όπως και μετά από κάποια άλλα από τα θαύματά Του, ο Κύριος μιλούσε στους μαθητές για το Πάθος Του; Το έκανε αυτό ώστε, όταν ερχόταν το πλήρωμα του χρόνου, να μην αποκαρδιωθούν, να μην ολιγοπιστήσουν. Τά 'λεγε αυτά στους μαθητές μετά από τα μεγάλα θαύματα Του, ώστε οι προρρήσεις αυτές, κοντά στα μεγάλα γεγονότα, τη δόξα και τα εγκώμια με τα οποία τον υποδέχονταν, να χαραχτούν καλύτερα στο νου τους. Τά 'λεγε όμως και για να διδάξει, όχι μόνο τους αποστόλους αλλά και μας. Να κατανοήσουμε πως μετά από τόσο μεγάλα έργα δεν πρέπει να ζητούμε και να περιμένουμε ανταμοιβή από τους ανθρώπους, αλλά να είμαστε έτοιμοι για το χειρότερο, για τα σκληρότερα χτυπήματα και τις ταπεινώσεις, ακόμα κι απ' αυτούς που βοηθήσαμε κι ευεργετήσαμε πολύ.

***

Ο Κύριος δεν προείπε μόνο το πάθος και το θά­νατό Του, αλλά και την ένδοξη Ανάστασή Του. Στο τέλος όλων υπάρχει η Ανάσταση, η νίκη κι η αιώνια δόξα. Ο Κύριος προείπε στους μαθητές Του κάτι που φαινόταν αδύνατο. Ήθελε να τονώσει την πίστη τους, για ν' αντιμετωπίσουν όσα θ' ακο­λουθούσαν, να τους διδάξει πως πρέπει να πιστέψουν όσα τους είπε. Πίστη όση ο κόκκος του σιναπιού ή ακόμα λιγότερη, πρέπει νά ‘χει κάθε άνθρωπος για νά 'ναι προετοιμασμένος και να περιμένει κάθε είδος βασάνων σ' αυτόν τον κόσμο. Νά 'ναι σίγουρος όμως πως στο τέλος υπάρχει η ανάσταση. Κάθε επίγεια δόξα και κάθε έπαινο πρέπει να τα λογαριάζουμε σαν μηδέν. Μετά απ' όλους τους θριάμβους που μπορεί να προσφέρει ο κόσμος, πρέπει ν' αναμένουμε τον πειρασμό. Όλα όσα μας στέλνει ο ουράνιος Πατέρας μας, πρέπει να τα δεχόμαστε με ταπείνωση και υπα­κοή. Δεν πρέπει ν' απαριθμούμε τα καλά που έχουμε κάνει για το λαό, την πόλη ή το χωριό, για το έθνος ή για την πατρίδα μας. Δεν πρέπει να επαναστατούμε όταν μας πιέζουν προβλήματα. Αν κάναμε κάτι για τους πλησίον μας, αυτό έγινε με τη βοήθεια του Θεού. Έτσι είναι. Κάθε καλό γίνεται από το Θεό, εμείς είμαστε απλά όργανά Του. Επομένως δεν πρέπει να γογγύζουμε όταν μας στείλει ο Θεός βάσανα μετά την εγκόσμια δόξα, ταπείνωση μετά από επαίνους, φτώχεια μετά τον πλούτο, περιφρόνηση μετά από ματαιοδοξία, αρρώστια μετά την υγεία, μόνωση και εγκατάλειψη μετά από την απόλαυση πολλών φίλων.

Ο Θεός γνωρίζει γιατί μας τα στέλνει όλ' αυτά. Γνωρίζει πως όλα είναι για το καλό μας. Πρώτο, για να μάθουμε να εκτιμούμε τις αιώνιες κι άφθαρτες άξι­ες και να μην οδηγηθούμε στο θάνατο παρασυρμένοι από την ψεύτικη και παροδική λαμπρότητα αυτού του κόσμου. Δεύτερο, πως δεν πρέπει να λάβουμε αντα­πόδοση από τους ανθρώπους για τα καλά που κάναμε σ' αυτόν τον κόσμο, γιατί έτσι δε θα μείνει τίποτα να περιμένουμε για να λάβουμε στη μέλλουσα ζωή. Όταν φτάσουμε στην πύλη της ουράνιας βασιλείας, εύχομαι να μήν ακούσουμε: «Πορεύεσθε απ' εμού, ότι ήδη απέχετε τον μισθόν υμών».

Ελπίζω να μη συμβεί αυτό σε μας. Για να μη χα­θούμε αιώνια όταν έρθει το σίγουρο τέλος αυτού του κόσμου, απ' όπου λάβαμε δόξα και τιμή, ο Κύριος Ιησούς Χριστός,ο μοναδικός μας Φίλος, μας διδάσκει πως μετά τη μέγιστη δόξα, τον έπαινο και την τιμή που μπορεί να μας προσφέρει αυτός ο κόσμος, πρέπει να προετοιμαστούμε για ν' αναλάβουμε το σταυρό μας. Γι' αυτό πρέπει δόξα και ύμνος στον Κύριο Ιησού Χρι­στό, μαζί με τον άναρχο Πατέρα Του και το Πανάγιο Πνεύμα, την ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.


(Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Ομιλίες Δ’ – Κυριακοδρόμιο, Εκδ. Πέτρου Μπότση, 2012)

Πηγή: www.alopsis.gr

Σάββατο 9 Αυγούστου 2014

ΚΥΡΙΑΚΗ Θ' ΜΑΤΘΑΙΟΥ: Εὐαγγέλιον - Ὁμιλία Μητροπολίτου Γ.Ο.Χ. Δημητριάδος κ.Φωτίου




Εύαγγέλιο Κυριακής (Ματθ. ιδ´ 22-34)


Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἠνάγκασεν ὁ ᾿Ιησοῦς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον καὶ προάγειν αὐτὸν εἰς τὸ πέραν, ἕως οὗ ἀπολύσῃ τοὺς ὄχλους. Καὶ ἀπολύσας τοὺς ὄχλους ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος κατ᾿ ἰδίαν προσεύξασθαι. ᾿Οψίας δὲ γενομένης μόνος ἦν ἐκεῖ. Τὸ δὲ πλοῖον ἤδη μέσον τῆς θαλάσσης ἦν, βασανιζόμενον ὑπὸ τῶν κυμάτων· ἦν γὰρ ἐναντίος ὁ ἄνεμος. Τετάρτῃ δὲ φυλακῇ τῆς νυκτὸς ἀπῆλθε πρὸς αὐτοὺς ὁ ᾿Ιησοῦς περιπατῶν ἐπὶ τῆς θαλάσσης. Καὶ ἰδόντες αὐτὸν οἱ μαθηταὶ ἐπὶ τὴν θάλασσαν περιπατοῦντα ἐταράχθησαν λέγοντες ὅτι φάντασμά ἐστι, καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου ἔκραξαν. Εὐθέως δὲ ἐλάλησεν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς λέγων· Θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε.

Αποκριθεὶς δὲ αὐτῷ ὁ Πέτρος εἶπε· Κύριε, εἰ σὺ εἶ, κέλευσόν με πρός σε ἐλθεῖν ἐπὶ τὰ ὕδατα.῾Ο δὲ εἶπεν, ᾿Ελθέ. Καὶ καταβὰς ἀπὸ τοῦ πλοίου ὁ Πέτρος περιεπάτησεν ἐπὶ τὰ ὕδατα ἐλθεῖν πρὸς τὸν ᾿Ιησοῦν. Βλέπων δὲ τὸν ἄνεμον ἰσχυρὸν ἐφοβήθη, καὶ ἀρξάμενος καταποντίζεσθαι ἔκραξε λέγων· Κύριε, σῶσόν με. Εὐθέως δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἐπελάβετο αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτῷ· ᾿Ολιγόπιστε! εἰς τί ἐδίστασας; Καὶ ἐμβάντων αὐτῶν εἰς τὸ πλοῖον ἐκόπασεν ὁ ἄνεμος· οἱ δὲ ἐν τῷ πλοίῳ ἐλθόντες προσεκύνησαν αὐτῷ λέγοντες· Αληθῶς Θεοῦ Υἱὸς εἶ. Καὶ διαπεράσαντες ἦλθον εἰς τὴν γῆν Γεννησαρέτ.

 

Κυριακής Θ΄ Ματθαίου: Ὁμιλία τοῦ Μητροπολίτου Γ.Ο.Χ. Δημητριάδος κ.Φωτίου 



Το απόσπασμα του ιερού ευαγγελίου το οποίο ακούσατε σήμερα αναφερόταν σε ένα περιστατικό της ζωής του Χριστού. Μετά το θαύμα του πολλαπλασιασμού των άρτων (που ακούσαμε την προηγούμενη Κυριακή) ο Χριστός, αφού έστειλε του μαθητές Του με ένα πλοίο να διασχίσουν την λίμνη της Τιβεριάδος, ανέβη εις ένα όρος για να προσευχηθεί  μόνος και απερίσπαστος. Όταν νύκτωσε, ο Χριστός προσευχόταν μόνος Του και το πλοίο με τους μαθητές βρισκόταν στο μέσον της λίμνης ταλαιπωρούμενο από τα κύματα, διότι φύσαγε αντίθετος άνεμος.

Αυτό συνέβαινε κατά το μεγαλύτερο μέρος της νυκτός, ενώ προς το ξημέρωμα εμφανίσθηκε ο Χριστός να πλησιάζει το πλοίο, περιπατώντας επάνω στα ύδατα. Βλέποντας τον Χριστό μέσα στο μισοσκόταδο οι Μαθητές, ετρόμαξαν, νομίζοντας ότι ήταν κάποιο φάντασμα και από τον φόβο τους άρχισαν να φωνάζουν. Ο Χριστός όμως τους καθησύχασε λέγοντας: «Θάρρος, εγώ είμαι, μη φοβάσθε». Τότε ο Πέτρος απήντησε: «Κύριε, εάν είσαι εσύ, διάταξέ με να έλθω κοντά Σου βαδίζοντας επάνω εις τα ύδατα». Και ο Χριστός του είπε: «Έλα». Κατέβηκε, λοιπόν, ο Πέτρος από το πλοιάριο και άρχισε να πηγαίνει προς τον Χριστό περπατώντας επάνω στα ύδατα. Βλέποντας όμως την ισχύ του ανέμου, φοβήθηκε και αρχίζοντας να βυθίζεται φώναξε: «Κύριε, σώσε με». Τότε ο Χριστός του άπλωσε το χέρι, το έπιασε και του είπε: «Ολιγόπιστε, γιατί εδίστασες»; Όταν ανέβηκαν και οι δύο στο πλοίο, τότε εκόπασε ο άνεμος και όσοι ήταν μέσα στο σκάφος προσκύνησαν τον Χριστό λέγοντας: «Αληθινά, εσύ είσαι ο Υιός του Θεού». Και διασχίζοντας την λίμνη πήγαν στην περιοχή της Γεννησαρέτ.

Ετσι και εμείς, αγαπητοί μου αδελφοί, όταν ξεκινούμε ένα έργο θεάρεστο, συναντάμε τον πόλεμο και την αντίδραση, όπως ο Πέτρος τον αντίθετο άνεμο και τα κύματα. Και όσο η πίστη μας προς τον Θεό είναι ακλόνητη, τότε βλέπουμε τους εαυτούς μας να κάνουμε πράγματα που, υπό άλλες συνθήκες, θα μας φαίνονταν ακατόρθωτα. Θα μπορούσε ποτέ ο Πετρος να φαντασθεί προτύτερα ότι κάποτε θα περιπατούσε επάνω στα ύδατα; Κι’ όμως το έκανε, με την δύναμη του Χριστού. Γι’ αυτό και δεν ξεκινά από μόνος του το  έργο αυτό, αλλά ζητάει από τον Χριστό να δώσει διαταγή: «Κύριε, ει συ ει, κέλευσόν με προς σε ελθείν επί τα ύδατα», λέγει. Και όταν ο Χριστός τον καλεί, μόνον τότε επιχειρεί το υπεράνθρωπο έργο. Γι’ αυτό κάθε δύσκολο πνευματικό έργο, όταν γίνεται με υπακοή στο θέλημα του Θεού, όσο υπεράνθρωπο και αν μας φαίνεται, γίνεται κατορθωτό.

Κάποτε όμως παρουσιάζεται και η ανθρώπινη αδυναμία. Το βλέπουμε καθαρά στον Πέτρο. Σε κάποια στιγμή εδειλίασε, βλέποντας την ορμή των στοιχείων της φύσεως. Και τότε αρχισε να καταποντίζεται.... Πρόλαβε όμως να φωνάξει το: «Κύριε, σώσόν με». Και αμέσως έρχεται το χέρι του Θεού -κυριολεκτικώς- και τον σώζει. Αυτό το «Κύριε, σώσόν με» πρέπει και εμείς να επαναλαμβάνουμε σε κάθε κίνδυνο. Να ζητούμε την βοήθεια του Θεού. Ο Χριστός μας αποκαλύπτει την αιτία της δοκιμασίας μας. Είναι η ολιγοπιστία μας. Είναι ο δισταγμός της ψυχής μας, που ενώ βλέπουμε τον Θεό ακόμη και να θαυματουργεί για  χάρη μας, όπως έκανε τον Πέτρο να περιπατεί επάνω στα ύδατα, όμως ανησυχούμε και διστάζουμε μήπως παύσει η βοήθεια του Θεού και μας νικήσουν οι δυσκολίες. Αλλά, ακριβώς αυτός ο δισταγμός και αυτή η ολιγοπιστία, προκαλεί τον καταποντισμό μας, μέχρι, φυσικά να μας σώσει πάλι η επέμβαση του Θεού.

Βλέπετε, λοιπόν, ότι η πίστις προξενεί  θαύματα, και η ολιγοπιστία γίνετει αιτία να υποχωρεί η βοήθεια του Θεού.  Και αναφερόμαστε στην ολιγοπιστία και όχι στην απιστία, η οποία δεν έχει σχέση με τους χριστιανούς και όσοι είναι κυριευμένοι από αυτήν είναι μακρυά και από την χάρη του Θεού. Οι Χριστιανοί όμως, όσοι έχουν πίστη στον αληθνό Θεό πολεμούνται από την ολιγοπιστία. Και οι μαθητές του Χριστού πολεμούνταν από αυτό το κακό. Σε μία άλλη περίπτωση όταν οι μαθητές προσπάθησαν να θεραπεύσουν έναν δαιμονιζόμενο και δεν τα κατάφεραν, είπαν προς τον Κύριο: «διατί ημείς ουκ ηδυνήθημεν εκβαλείν αυτό; [το δαιμόνιο]» και ο Χριστός απήντησε «δια την απιστίαν υμών» εννοώντας, όπως λέγουν οι εμηνευτές την ολίγοπιστίαν, διότι οι μαθητές του Χριστού δεν ήταν τελείως άπιστοι. αλλά ο Χριστός συνέχισε τον λόγο και είπε: «Αμήν γαρ λέγω υμίν, εάν έχητε πίστιν ως κόκκον σινάπεως, ερείτε τω όρει τούτω μετάβηθι εντεύθεν εκεί, και μεταβήσεται, και ουδέν αδυνατήσει υμίν»(Ματθ. ιζ  20). Η πίστις λοιπόν θαυματουργεί.

Κάπου αλλού εις το ιερόν Ευαγγέλιον οι Μαθηταί ζητούν από τον Χριστό να προσθέσει πίστη σε αυτούς: «Και είπον οι απόστολοι τω Κυρίω· πρόσθες ημίν πίστιν» (Λουκ. ιζ  5), και ο Χριστός του απήντησε: «είπε δε ο Κύριος· ει έχετε πίστιν ως κόκκον σινάπεως, ελέγετε αν τη συκαμίνω ταύτη, εκριζώθητι και φυτεύθητι εν τη θαλάσση, και υπήκουσεν αν υμίν» (Λουκ. ιζ  6). Έχοντας, λοιπόν, ακλόνητη την πίστη μας στον Θεό μπορούμε να πετύχουμε κάθε θεάρεστο έργο μας. Μακρυά, όμως, από την ολιγοπιστία.

Αλλά, και αν η πίστη μας δεν είναι ισχυρή, ας μη απογοητευόμαστε. Ας επικαλεσθούμε άμεσα την βοήθεια του Θεού, όπως ο Πέτρος καταποντιζόμενος. Η βοήθεια του Θεού θα έλθει πάραυτα. Ας προσευχηθούμε στον Χριστό όπως οι άγιοι απόστολοι και ας ζήτήσουμε να αυξήσει την μικρή μας πίστη. Ας επαναλάβουμε και εμείς τα λόγια του πατέρα εκείνου που αναφέρει το κατά Μάρκον άγιον Ευαγγέλιον, ο οποίος εζήτησε από τον Χριστό να θεραπεύσει το άρρωστο παιδί του. Όταν ο Χριστός του είπε: «ει δύνασαι πιστεύσαι, πάντα δυνατά τω πιστεύοντι» (Μαρκ. θ  23) ο πατέρας αυτός απήντησε μετά δακρύων -όπως διηγείται ο Ευαγγελιστής: «και ευθέως κράξας ο πατήρ του παιδίου μετά δακρύων έλεγε· πιστεύω, κύριε· βοήθει μου τη απιστία». Και ο Χριστός ανταποκρίθηκε άμεσα στο αίτημά του και έκανε το θαύμα, πράγμα που σημαίνει ότι εθεράπευσε και την ολιγοπιστία του πατρός.

Το ότι ο Θεός ανταποκρίνεται άμεσα στην με πίστη προσευχή μας είναι απόδειξη του ότι είναι πραγματικά ο Υιός του Θεού. Τούτο ανεφώνησαν και οι επιβαίνοντες στο πλοίο της σημερινής ευαγγελικής περικοπής. Όταν είδαν όλα αυτά τα θαυμάσια που είχαν γίνει: «οι δε εν τω πλοίω ελθόντες προσεκύνησαν αυτώ λέγοντες· αληθώς Θεού υιός ει». Ας αποστομωθούν, λοιπόν, από αυτόν τον λόγο οι νεο-Αρειανοί ψευδομάρτυρες του Ιεχωβά, οι μασόνοι και οι όλοι όσοι αρνούνται την θεότητα του Χριστού. Ο Υιός του Θεού θαυματουργεί. Τα θαύματα τα επιτελεί η θεϊκή φύση του Χριστού. Και ας κρατύνεται η Ορθόδοξη πίστη του Χριστού που διδάσκει επακριβώς την μόνη αληθινή οδό για την σωτηρία του άνθρώπου.

Ας ξεκινήσει, λοιπόν, ο καθένας από εμάς τον αγώνα του, οπλιζόμενος με την ορθόδοξη πίστη του προς τον Θεό. Ας αναζητήσουμε την σωτηρία της αθανάτου μας ψυχής μέσα στα πλαίσια της αληθινής Εκκλησίας του Χριστού, αυτής που έχει διαφυλαξει ανόθευτη την παραδοθείσα πίστη της γνησίας Ορθοδοξίας. Ας φροντίσουμε να διατηρούμε πάντοτε ζωντανή την πίστη μας, με την θεάρεστη διαγωγή μας, διότι -όπως λέγει ο Άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος: «ώσπερ γαρ το σώμα χωρίς πνεύματος νεκρόν εστιν, ούτω και η πίστις χωρίς των έργων νεκρά εστι.» (Ιακ.β 26). Ας ζητήσουμε από τον Θεό να αυξήση την ασθενική μας πίστη. Και αν τύχει κάποια στιγμή από αδυναμία να δειλιάσουμε, σαν τον Πέτρο, ας μη καθυστερύσουμε να φωνάξουμε και εμείς το «Κύριε, σώσόν με», και τότε το χέρι του Θεού θα μας προστατεύσει.

Σάββατο 2 Αυγούστου 2014

ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ: Ἀπόστολος (Ἐνότητα μέσα στήν Ἐκκλησία)




Ἀπόστολος Κυριακής Προς Κορινθίους Α΄ Επιστολή Παύλου (α΄ 10 – 17) 


Ἀδελφοί, παρακαλῶ ὑμᾶς, διὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἵνα τὸ αὐτὸ λέγητε πάντες, καὶ μὴ ᾖ ἐν ὑμῖν σχίσματα, ἦτε δὲ κατηρτισμένοι ἐν τῷ αὐτῷ νοῒ καὶ ἐν τῇ αὐτῇ γνώμῃ. Ἐδηλώθη γάρ μοι περὶ ὑμῶν, ἀδελφοί μου, ὑπὸ τῶν Χλόης ὅτι ἔριδες ἐν ὑμῖν εἰσι.
Λέγω δὲ τοῦτο, ὅτι ἕκαστος ὑμῶν λέγει· ἐγὼ μέν εἰμι Παύλου, ἐγὼ δὲ Ἀπολλώ, ἐγὼ δὲ Κηφᾶ, ἐγὼ δὲ Χριστοῦ. Μεμέρισται ὁ Χριστός; Μὴ Παῦλος ἐσταυρώθη ὑπὲρ ὑμῶν; Ἢ εἰς τὸ ὄνομα Παύλου ἐβαπτίσθητε;
Εὐχαριστῶ τῷ Θεῷ ὅτι οὐδένα ὑμῶν ἐβάπτισα εἰ μὴ Κρίσπον καὶ Γάϊον, ἵνα μή τις εἴπῃ ὅτι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα ἐβάπτισα. Ἐβάπτισα δὲ καὶ τὸν Στεφανᾶ οἶκον· λοιπὸν οὐκ οἶδα εἴ τινα ἄλλον ἐβάπτισα. Οὐ γὰρ ἀπέστειλέ με Χριστὸς βαπτίζειν, ἀλλ᾿ εὐαγγελίζεσθαι, οὐκ ἐν σοφίᾳ λόγου, ἵνα μὴ κενωθῇ ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ.


ΕΝΟΤΗΤΑ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ


1. Τὸ κέντρο τῆς ἑνότητος


Στὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀπευθύνεται στοὺς χριστιανοὺς τῆς Κορίνθου, μὲ ἀφορμὴ κάποιες διασπαστικὲς τάσεις ποὺ εἶχαν ἐμφανιστεῖ ἀνάμεσά τους, καὶ τοὺς παρακαλεῖ νὰ διατηρήσουν τὴ μεταξύ τους ἑνότητα: «Παρακαλῶ ὑμᾶς, ἀδελφοί, διὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἵνα τὸ αὐτὸ λέγητε πάντες, καὶ μὴ ᾖ ἐν ὑμῖν σχίσματα, ἦτε δὲ κατηρτισμένοι ἐν τῷ αὐτῷ νοῒ καὶ ἐν τῇ αὐτῇ γνώμῃ». Σᾶς παρακαλῶ, ἀδελφοί, στὸ ὄνομα τοῦ Κυ­­ρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ, νὰ ὁμολογεῖτε ὅλοι τὴν ἴδια πίστη καὶ νὰ μὴν ὑπάρχουν μεταξύ σας δι­αι­ρέσεις, ἀλλὰ νὰ εἶστε ἁρμονικὰ ἑνωμένοι, μὲ τὰ ἴδια φρονήματα καὶ μὲ τὶς ἴδιες γνῶμες καὶ ἀποφάσεις.
Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ ἅγιος Ἀπόστολος ­κάνει τὴν ἔκκληση αὐτὴ γιὰ ἑνότητα «διὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ». Στὸ ὄ­­νομα τοῦ Κυ­­ρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς, ὁ νομοθέτης τῆς ἀγάπης καὶ ­χορηγὸς τῆς εἰρήνης, εἶναι Αὐτὸς ποὺ ἦλθε γιὰ νὰ μᾶς ἑνώσει σὲ ἕνα σῶμα. Εἶναι Αὐτὸς ποὺ ­παρεκάλεσε τὸν οὐράνιο Πατέρα γιὰ τὴν ἑνότητα τῶν ­μαθητῶν Του, «ἵνα πάντες ἓν ὦσιν» (Ἰω. ιζ΄ 21). Εἶναι Αὐ­τὸς ποὺ ὑπόσχεται ὅτι θὰ εἶναι παρὼν ἐκεῖ ὅ­­­που εἶναι «δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι» στὸ δικό Του ὄνομα (Ματθ. ιη΄ 20). Αὐτὸς εἶναι τὸ κέντρο τῆς ἑνότητος τῶν χριστιανῶν.
Ἂν βλέπουμε λοιπὸν ὅτι στὴν οἰκογένειά μας ἢ στὴ συνεργασία μας μὲ ἄλλα μέλη τῆς Ἐκκλησίας δὲν ὑπάρχει ὁμοψυχία, συμφωνία καὶ ἑνότητα, τότε αὐτὸ σημαίνει ὅτι λείπει ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὴ ζωή μας. Μόνο Ἐκεῖνος μπορεῖ νὰ μᾶς δώσει χάρη καὶ δύναμη γιὰ νὰ ὑπερβοῦμε τὶς προσωπικές μας ἀδυναμίες καὶ προσ­κολλήσεις καὶ νὰ ζήσουμε μὲ ἀγάπη καὶ ἑνότητα, ἔχοντας ὡς κοινὸ γνώμονα τὸ ἅγιο θέλημά Του.

2. Ἡ ἀνάγκη γιὰ ἑνότητα


Ἀποτελεῖ πράγματι ὀδυνηρὸ τραῦμα γιὰ τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας κάθε διαίρε­­­ση μεταξὺ τῶν πιστῶν, διότι αὐτὸ συνι­στᾶ καίριο πλῆγμα καὶ προσβολὴ ἐναν­τίον τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ θεῖος Ἀπόστολος ­διαμαρτύρεται μὲ σθέ­­­νος γιὰ τὶς φατρίες ποὺ εἶχαν δημι­­ουρ­γη­θεῖ:
«Μεμέρισται ὁ Χριστός;»· κομματιάστηκε λοιπὸν ὁ Χριστός;…, ἀνα­ρω­τιέται μὲ θλίψη. Ἡ ­Ἐκκλησία εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, κι ὅταν τὰ μέλη της δὲν εἶναι ἑνωμένα, τότε ­παρουσιάζεται ὁ Χριστὸς ­κομματιασμένος! Εἶναι ὅμως δυνατὸν νὰ κοινωνοῦμε ἀπὸ τὸ ἴδιο ἅ­­­γιο Ποτήριο καὶ νὰ μὴ μιλοῦμε ­μεταξύ μας; «Εἷς ἄρτος, ἓν σῶμα οἱ πολλοί ἐ­­σμεν», λέγει σὲ ἄλλο σημεῖο ὁ θεόπνευστος Ἀπό­στολος (Α΄ Κορ. ι΄ 17). Ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἕνας εἶναι ὁ οὐράνιος αὐτὸς Ἄρτος, γι’ αὐτὸ ἕνα σῶ­μα εἴμαστε οἱ πολ­λοί.
Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὴ διάσπαση τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, οἱ διαιρέσεις μεταξὺ τῶν χριστιανῶν ἔχουν ἀρνητικὸ ἀντίκτυπο καὶ στοὺς ἀνθρώπους ποὺ βρίσκον­ται μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό. Πῶς νὰ πιστέψει ὁ κόσμος ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη, ὅταν βλέπει τοὺς πιστοὺς νὰ βρίσκονται σὲ διαμάχη; Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ ὁ Κύριος Ἰησοῦς προέτρεψε τοὺς ­μαθητές Του νὰ διατηρήσουν τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἑνότητα μεταξύ τους μὲ τοὺς ἑξῆς λόγους: «ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταί ἐστε, ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις», δηλαδή, ἀπ’ αὐτὸ θὰ μάθουν ὅλοι ὅτι εἶστε δικοί μου μαθητές, ἀπὸ τὸ ἂν θὰ ἔχετε ἀγάπη μεταξύ σας (Ἰω. Ιγ΄ 35).

3. Ἡ διαφορὰ τῆς χριστιανικῆς πίστεως


Στὴ συνέχεια ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀναφέρει ποιὸ εἶναι τὸ γνήσιο πνεῦμα στὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου. Ὁ Κύριος, λέγει, δὲν μᾶς ἀπέστειλε γιὰ νὰ κηρύττουμε ἀνθρώπινες φιλοσοφίες, ἀλλὰ τὴ δύναμη τοῦ Σταυροῦ Του· «εὐαγγελίζεσθαι, οὐκ ἐν σοφίᾳ λό­γου, ἵνα μὴ κενωθῇ ὁ σταυ­ρὸς τοῦ Χριστοῦ». Ὁ Θεὸς μὲ ἀπέστειλε νὰ κηρύττω τὸ Εὐαγγέλιο ὄχι μὲ ἀνθρώπινη τέχνη καὶ φιλοσοφικὰ ἐπιχειρήματα, γιὰ νὰ παρουσιάζεται ἡ διδασκαλία μου σοφὴ καὶ λαμπρή, ἀλλὰ νὰ τὸ κηρύττω ἔτσι ὥστε νὰ μὴ χά­σει τὴ θεία του δύναμη τὸ κήρυγμα γιὰ τὸν σταυρικὸ θά­νατο τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ χριστιανικὴ πίστη δὲν εἶναι ἕνα σύστημα ἰδεῶν ἢ συλλογὴ λογίων ἑνὸς ­σο­φοῦ διδασκάλου, ἀλλὰ χάρη καὶ δύ­ναμη ποὺ ὁδηγεῖ στὴ σωτηρία. Αὐτὴ εἶ­ναι ἡ διαφορὰ τῆς χριστιανικῆς ­πίστεως ἀ­­­­­­­πὸ κάθε ἄλλη φιλοσοφία ἢ θρησκεία. Ἡ μυστικὴ ἕλξη τοῦ ­Χριστιανισμοῦ εἶναι ὁ Ἐσταυρωμένος. Αὐτὸς εἶναι τὸ ­θεμέλιο τῆς πίστεως, ἡ πηγὴ τῆς ­δυνάμεως, ἡ δό­ξα καὶ τὸ καύχημά μας. «Χριστὸν ­ἐ­­­­­­­­σταυ­­ρωμένον… Θεοῦ ­δύναμιν καὶ ­Θε­­­­οῦ σοφίαν» (Α΄ Κορ. α΄ 23-24) ­κη­­ρύτ­­τουν ὅλοι οἱ γνήσιοι ἐργάτες τοῦ ­Εὐ­­αγ­γελίου. Ἀπὸ τὸν Σταυρὸ τοῦ ­Κυρίου ­ἐμ­πνέονται καὶ ἀντλοῦν χάρη καὶ ­δύναμη ὅλοι οἱ ­πιστοὶ καὶ ­συνειδητοὶ ­χριστιανοὶ στὸν καθημερινὸ τους ­ἀγώνα, ποὺ ­ἀπο­βλέ­πει στὴν κληρονομία τῆς οὐράνιας Βασιλείας.


Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”