A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !
✞ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος ✞
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 10 Ιουλίου 2015

ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ ' ΜΑΤΘΑΙΟΥ 29 Ἰουνίου 2015 (Π.Ε.): ΠΕΤΡΟΥ ΚΑΙ ΠΑΥΛΟΥ ΤΩΝ ΠΑΝΕΥΦΗΜΩΝ ΚΑΙ ΠΡΩΤΟΚΟΡΥΦΑΙΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ (Εὐαγγέλιο - Ἀπόστολος)



Σήμερα Κυριακή 29η Ιουνίου 2015 Π.Ε (12/7 ν.η) η Αγία Εκκλησία μας εορτάζει διπλά, πρώτα και κύρια την Ανάσταση του Κυρίου μας όπως άλλωστε και κάθε Κυριακή, μα εορτάζει, πανηγυρίζει θα έλεγα, για δύο από τους Αποστόλους του Κυρίου μας και Ιδρυτή της Εκκλησίας Του, τους πρωτοκορυφαίους Πέτρο και Παύλου.

Δυο σπουδαία πρόσωπα, δύο μεγάλοι Άγιοι της Εκκλησίας μας, στους οποίους είναι αφιερωμένη η σημερινή γιορτή και δυο πρόσωπα τα οποία δεσπόζουν στα σημερινά αναγνώσματα. Η διαχρονική δε τιμή των δυο Πρωτοκορυφαίων Αποστόλων επιβεβαιώνεται και από το γεγονός,
ότι στον μεν
"Απόστολο" κυριαρχεί το όνομα του Παύλου,
στο δε Ευαγγέλιο ξεχωρίζει το όνομα του Πέτρου και σύμφωνα με το τυπικό, καταλιμπάνονται τα προκαθορισμένα αναγνώσματα της Κυριακής.Ο Απόστολος Πέτρος μεριμνά κυρίως για τους Χριστιανούς που προήλθαν από την τάξη των Ιουδαίων, 
ο δε Απόστολος Παύλος έχοντας σαν αφετηρία τους Ιουδαίους απευθύνεται, στη συνέχεια, στα έθνη, στους ειδωλολάτρες, για τούτο και χαρακτηρίζεται Απόστολος των «Εθνών».



Ἐλθὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς εἰς τὰ μέρη Καισαρείας τῆς Φιλίππου ἠρώτα τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ λέγων· τίνα με λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου; Οἱ δὲ εἶπον· οἱ μὲν Ἰωάννην τὸν βαπτιστήν, ἄλλοι δὲ Ἠλίαν, ἕτεροι δὲ Ἱερεμίαν ἢ ἕνα τῶν προφητῶν. Λέγει αὐτοῖς· ὑμεῖς δὲ τίνα με λέγεται εἶναι; Ἀποκριθεὶς δὲ Σίμων Πέτρος εἶπε· σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦτοῦ ζῶντος. Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· μακάριος εἶ, Σίμων Βαριωνᾶ,ὅτι σὰρξ καὶ αἷμα οὐκ ἀπεκάλυψέ σοι, ἀλλ᾿ ὁ πατήρ μου ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς. Κἀγὼ δέ σοι λέγω ὅτι σὺ εἶ Πέτρος, καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳοἰκοδομήσω μου τὴν ἐκκλησίαν, καὶ πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς. Καὶ δώσω σοι τὰς κλεῖς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, καὶ ὃ ἐὰν δήσῃςἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς, καὶ ὃ ἐὰν λύσῃς ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται λελυμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς.

Ἀπόδοση 


Ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἦλθε εἰς τὰ μέρη τῆς Καισαρείας τοῦ Φιλίππου, ἐρωτοῦσε τοὺς μαθητάς του, «Ποιὸς, λέγουν οἱ ἄνθρωποι, ὅτι εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου;». Αὐτοὶ δὲ ἀπήντησαν, «Μερικοὶ λέγουν ὅτι εἶναι ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής, ἄλλοι ὁ Ἠλίας, καὶ ἄλλοι ὁ Ἱερεμίας ἢ ἕνας ἀπὸ τοὺς προφῆτας». Λέγει εἰς αὐτούς, «Σεῖς, ποιὸς λέτε ὅτι εἶμαι;». Ὁ Σίμων Πέτρος ἀπεκρίθη, «Σὺ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ». Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε, «Μακάριος εἶσαι, Σίμων υἱὲ τοῦ Ἰωνᾶ, διότι ἄνθρωπος δὲν σοῦ τὸ ἀπεκάλυψε αὐτό, ἀλλὰ ὁ Πατέρας μου ὁ οὐράνιος. Καὶ ἐγὼ σοῦ λέγω, Σὺ εἶσαι ὁ Πέτρος καὶ ἐπάνω εἰς τὴν πέτραν αὐτὴν θὰ οἰκοδομήσω τὴν ἐκκλησίαν μου καὶ αἱ πύλαι τοῦ Ἅδη δὲν θὰ τὴν καταβάλουν. Καὶ θὰ σοῦ δώσω τὰ κλειδιὰ τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν καὶ ὅ,τι δέσῃς εἰς τὴν γῆν, θὰ εἶναι δεμένο εἰς τοὺς οὐρανούς. Καὶ ὅτι λύσῃς εἰς τὴν γῆν, θὰ εἶναι λυμένο εἰς τοὺς οὐρανοὺς».




Κατὰ ἀτιμίαν λέγω, ὡς ὅτι ἡμεῖς ἠσθενήσαμεν. ἐν ᾧ δ᾿ ἄν τις τολμᾷ, ἐν ἀφροσύνῃ λέγω, τολμῶ κἀγώ. ῾Εβραῖοί εἰσι; κἀγώ· ᾿Ισραηλῖταί εἰσι; κἀγώ· σπέρμα ᾿Αβραάμ εἰσι; κἀγώ· διάκονοι Χριστοῦ εἰσι; παραφρονῶν λαλῶ, ὑπὲρ ἐγώ· ἐν κόποις περισσοτέρως, ἐν πληγαῖς ὑπερβαλλόντως, ἐν φυλακαῖς περισσοτέρως, ἐν θανάτοις πολλάκις· ὑπὸ ᾿Ιουδαίων πεντάκις τεσσαράκοντα παρὰ μίαν ἔλαβον, τρὶς ἐρραβδίσθην, ἅπαξ ἐλιθάσθην, τρὶς ἐναυάγησα, νυχθημερὸν ἐν τῷ βυθῷ πεποίηκα· ὁδοιπορίαις πολλάκις, κινδύνοις
ποταμῶν, κινδύνοις λῃστῶν, κινδύνοις ἐκ γένους, κινδύνοις ἐξ ἐθνῶν, κινδύνοις ἐν πόλει, κινδύνοις ἐν ἐρημίᾳ, κινδύνοις ἐν θαλάσσῃ, κινδύνοις ἐν ψευδαδέλφοις· ἐν κόπῳ καὶ μόχθῳ, ἐν ἀγρυπνίαις πολλάκις, ἐν λιμῷ καὶ δίψει, ἐν νηστείαις πολλάκις, ἐν ψύχει καὶ γυμνότητι· χωρὶς τῶν παρεκτὸς ἡ ἐπισύστασίς μου ἡ καθ᾿ ἡμέραν, ἡ μέριμνα πασῶν τῶν ἐκκλησιῶν. τίς ἀσθενεῖ, καὶ οὐκ ἀσθενῶ; τίς σκανδαλίζεται, καὶ οὐκ ἐγὼ πυροῦμαι; εἰ καυχᾶσθαι δεῖ, τὰ τῆς ἀσθενείας μου καυχήσομαι. ὁ Θεὸς καὶ πατὴρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ οἶδεν, ὁ ὢν εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας, ὅτι οὐ ψεύδομαι. ἐν Δαμασκῷ ὁ ἐθνάρχης ᾿Αρέτα τοῦ βασιλέως ἐφρούρει τὴν Δαμασκηνῶν πόλιν πιάσαι με θέλων, καὶ διὰ θυρίδος ἐν σαργάνῃ ἐχαλάσθην διὰ τοῦ τείχους καὶ ἐξέφυγον τὰς χεῖρας αὐτοῦ.Καυχάσθαι δὴ οὐ συμφέρει μοι· ἐλεύσομαι γὰρ εἰς ὀπτασίας καὶ ἀποκαλύψεις Κυρίου. οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ πρὸ ἐτῶν δεκατεσσάρων· εἴτε ἐν σώματι οὐκ οἶδα, εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· ἁρπαγέντα τὸν τοιοῦτον ἕως τρίτου οὐρανοῦ. καὶ οἶδα τὸν τοιοῦτον ἄνθρωπον· εἴτε ἐν σώματι εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· ὅτι ἡρπάγη εἰς τὸν παράδεισον καὶ ἤκουσεν ἄρρητα ρήματα, ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι. ὑπὲρ τοῦ τοιούτου καυχήσομαι, ὑπὲρ δὲ ἐμαυτοῦ οὐ καυχήσομαι εἰ μὴ ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου. ἐὰν γὰρ θελήσω καυχήσασθαι, οὐκ ἔσομαι ἄφρων· ἀλήθειαν γὰρ ἐρῶ· φείδομαι δὲ μή τις εἰς ἐμὲ λογίσηται ὑπὲρ ὃ βλέπει με ἢ ἀκούει τι ἐξ ἐμοῦ. Καὶ τῇ ὑπερβολῇ τῶν ἀποκαλύψεων ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι, ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος σατᾶν, ἵνα με κολαφίζῃ ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι. ὑπὲρ τούτου τρὶς τὸν Κύριον παρεκάλεσα ἵνα ἀποστῇ ἀπ᾿ ἐμοῦ· καὶ εἴρηκέ μοι· ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται. ἥδιστα οὖν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου, ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ᾿ ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ.
πόδοση 


Από λόγους ντροπής το λέω, σαν εμείς να ήμασταν ασθενείς· αλλά, σε ό,τι κάποιος τολμάει, (με αφροσύνη μιλάω) τολμάω και εγώ· είναι Εβραίοι; Και εγώ· είναι Ισραηλίτες; Και εγώ· είναι σπέρμα τού Αβραάμ; Και εγώ. Είναι υπηρέτες τού Χριστού; (Παραφρονώντας μιλάω) περισσότερο εγώ· σε κόπους περισσότερο, σε πληγές υπερβολικού βαθμού, σε φυλακές περισσότερο, σε θανάτους πολλές φορές· από τους Ιουδαίους πέντε φορές πήρα 40 παρά μία μαστιγώσεις· τρεις φορές ραβδίστηκα, μία φορά λιθοβολήθηκα, τρεις φορές ναυάγησα, ένα μερόνυχτο έκανα στον βυθό· σε οδοιπορίες πολλές φορές, σε κινδύνους ποταμών, σε κινδύνους ληστών, σε κινδύνους από το γένος, σε κινδύνους από τα έθνη, σε κινδύνους στην πόλη, σε κινδύνους στην ερημιά, σε κινδύνους στη θάλασσα, σε κινδύνους από ψευδάδελφους· σε κόπο και μόχθο, σε αγρυπνίες πολλές φορές, σε πείνα και δίψα, σε νηστείες πολλές φορές, σε ψύχος και γυμνότητα· εκτός από τα εξωτερικά, ο επικείμενος αγώνας καθημερινά, η μέριμνα όλων των εκκλησιών. Ποιος ασθενεί, και δεν ασθενώ; Ποιος σκανδαλίζεται, και εγώ δεν φλέγομαι; Αν πρέπει να καυχώμαι, θα καυχηθώ σ' αυτά που έχουν σχέση με τις ασθένειές μου. Ο Θεός και Πατέρας τού Κυρίου μας Ιησού Χριστού, που είναι ευλογητός στους αιώνες, γνωρίζει ότι δεν ψεύδομαι. Στη Δαμασκό, ο εθνάρχης τού βασιλιά Αρέτα φρουρούσε την πόλη των Δαμασκηνών, θέλοντας να με πιάσει· και διαμέσου ενός μικρού παραθύρου με κατέβασαν από το τείχος μέσα σε ένα κοφίνι, και ξέφυγα από τα χέρια του.Να καυχώμαι, βέβαια, δεν με συμφέρει· επειδή, θάρθω σε οπτασίες και αποκαλύψεις τού Κυρίου. Γνωρίζω έναν άνθρωπο εν Χριστώ πριν από 14 χρόνια, (είτε μέσα στο σώμα, δεν ξέρω· είτε έξω από το σώμα, δεν ξέρω· ο Θεός ξέρει)· ότι αυτού τού είδους ο άνθρωπος αρπάχτηκε μέχρι τον τρίτο ουρανό. Και γνωρίζω αυτού τού είδους τον άνθρωπο, (είτε μέσα στο σώμα, είτε έξω από το σώμα, δεν ξέρω, ο Θεός ξέρει)· ότι αρπάχτηκε στον παράδεισο, και άκουσε λόγια ανεκλάλητα, που δεν επιτρέπεται σε έναν άνθρωπο να μιλήσει. Για τον άνθρωπο αυτού τού είδους θα καυχηθώ· για μένα, όμως, δεν θα καυχηθώ, παρά μονάχα στις ασθένειές μου. Δεδομένου ότι, αν θελήσω να καυχηθώ δεν θα είμαι άφρονας· επειδή, θα πω την αλήθεια· συστέλλομαι, όμως, μήπως κάποιος στοχαστεί σε μένα κάτι ανώτερο από ό,τι με βλέπει ή ακούει από μένα. Και για να μη υπερηφανεύομαι, εξαιτίας τής υπερβολής των αποκαλύψεων, μου δόθηκε ένας σκόλοπας στη σάρκα, ένας άγγελος του σατανά, για να με χτυπάει, για να μη υπερηφανεύομαι. Για το ζήτημα αυτό παρακάλεσα τον Κύριο τρεις φορές, για να απομακρυνθεί από μένα· και μου είπε: Αρκεί σε σένα η χάρη μου· επειδή, μέσα σε αδυναμία, η δύναμή μου φανερώνεται τέλεια. Με βαθύτατη ευχαρίστηση, λοιπόν, θα καυχηθώ περισσότερο στις αδυναμίες μου, για να κατοικήσει μέσα μου η δύναμη του Χριστού.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Οἱ τῶν Ἀποστόλων πρωτόθρονοικαὶ τῆς Οἰκουμένης διδάσκαλοιτῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων πρεσβεύσατεεἰρήνην τῆ οἰκουμένῃ δωρήσασθαικαὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.



Κοντάκιον
Ἦχος β’Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Τοὺς ἀσφαλεῖς καὶ θεοφθόγγους κήρυκαςτὴν κορυφὴν τῶν Μαθητῶν σου Κύριεπροσελάβου εἰς ἀπόλαυσιντῶν ἀγαθῶν σου καὶ ἀνάπαυσιντοὺς πόνους γὰρ ἐκείνων καὶ τὸν θάνατονἐδέξω ὑπὲρ πᾶσαν ὁλοκάρπωσινὁ μόνος γινώσκων τὰ ἐγκάρδια.





Δείτε σχετικά:

Πέμπτη 2 Ιουλίου 2015

Ὁ Ἃγιος Παΐσιος ὁ Μέγας καί Θεοφόρος (19 Ἰουνίου)





Μια φορά, ενώ ο Oσιος Παίσιος προσευχόνταν στο κελί του πήγαν σ΄αυτόν ο Χριστός και δύο άγγελοι,όπως είχαν κάποτε πάει στον πατριάρχη Αβραάμ και του είπαν:''Χαίρε Παίσιε,σήμερα πρέπει να μας φιλοξενήσεις!''Ο Παίσιος τους δέχθηκε με χαρά,δεν ετοίμασε όμως φαγητά όπως ο Αβραάμ,αλλά έφερε νερό για να πλύνει τα πόδια Του.Και επειδή όταν φιλοξενείς καποιον δεν υπάρχει πιο σημαντικό πράγμα από το να του πλύνεις τα πόδια,ο Παίσιος αυτό έκανε.Ο Χριστός του είπε:''Ειρήνη Σοι δούλε Μου''! και έφυγε. 


Ο Άγιος Παίσιος καιόμενος  από τη θεική αγάπη έτρεξε και ήπιε το νερό με το οποίο είχε πλύνει τα πόδια του Ιησού και άφησε και λίγο για τον υποτακτικό του ο οποίος έλειπε στην Αίγυπτο.
Ερχόμενος ο υποτακτικός από το ταξίδι και όντας πολύ κουρασμένος του είπε ο όσιος:''Πήγαινε να πιείς νερό από το δοχείο εκείνο για να σβήσεις τη δίψα σου!''.Ο υποτακτικός υπάκουσε αλλά έλεγε από μέσα του:''Εγώ ταξίδεψα μέσα σε αφόρητο καύσωνα και ο γέροντας αντί να με στείλει στην πηγή να πιώ νερό δροσερό με στέλνει να πιω νερό βρώμικο και στάσιμο!''.
Αυτά σκεφτόνταν ο υποτακτικός όταν ο όσιος τον έστειλε για δεύτερη φορά και ενώ είπε ότι θα πάει δεν πήγε,Ο όσιος του το είπε για τρίτη φορά και αυτός δεν υπάκουσε.
Τότε του είπε'Τώρα θα πάρεις τον μισθό της ανυπακοής σου.δηλαδή θα χάσεις τα θεικά δώρα!''.Ακούγοντας αυτό ο υποτακτικός στενοχωρήθηκε και έτρεξε αμέσως να πιεί νερό από το δοχείο,αλλά αυτό είχε εξαφανιστεί,και είπε;;''Γέροντα,δε βρίσκω το νερό για να το πιώ΄΄

-Πως να το βρεις αφού έγινες ανάξιος;Επειδή η ανυπακοή διώχνει τη χάρη από τον 
ανυπάκουο,όπως η υπακοή φέρνει τη χάρη στον υπάκουο
-Ποιό ήταν αυτό το μεγάλο δώρο που έχασα και πως εξαφανίστηκε;
-Επειδή έκανες ανυπακοή,ενώ τρεις φορές σου είπα να πιείς από το νερό εκείνο,άγγελος Κυρίου κατέβηκε από τον ουρανό  και πήρε το αγιασμένο νερό.

Ακούγοντας αυτό ο υποτακτικός συγκλονίστηκε και έμεινε άφωνος για πολύν ώρα.Ερχόμενος εις εαυτόν,έκλαιγε και θρηνούσε:''Τι έχασα ο άθλιος,τι έχασα!Ο διάβολος δεν μ΄άφησε να το αποκτήσω!''                                                                                                                                                                                                
Αφού έκλαψε πολύ  μετάνοιωσε και ζητούσε έλεος.
Ο όσιος του είπε:''Γιέ μου,ο Αδάμ έφυγε από τον παράδεισο για την ανυπακοή του.Επειδή
 όμως λυπήθηκες πολύ και μετανόησες,σήκω από την πτώση της ανυπακοής,κάνε υπακοή και ζήτα από τον Κύριο συγχώρεση.Ο Κύριος ελεεί όσους μετανοούν πραγματικά και προσεύχονται'' 



Ο Όσιος Παΐσιος καταγόταν από την Αίγυπτο και γεννήθηκε το έτος 300 μ.Χ. από γονείς πολύ πλούσιους, αλλά και ευσεβείς. Ήταν επτά αδέλφια και ο μικρότερος ήταν ο Παϊσιος. Σε μικρή ηλικία έμεινε ορφανός από πατέρα και η στοργική μητέρα του τον ανέθρεψε σύμφωνα με τις επιταγές του Ευαγγελίου. 

Σε νεαρή ηλικία ο Παΐσιος, πήγε στη έρημο κοντά στον διάσημο για την αρετή, του αββά Παμβώ. Με οδηγό αυτόν τον έμπειρο πνευματικό πατέρα, ο Παΐσιος απέκτησε πολλές θείες αρετές. Όταν πέθανε ο Παμβώ, ο Παΐσιος αναχώρησε στο δυτικό μέρος της ερήμου και εκεί έστησε τη διαμονή του, όπου πλήθος ανθρώπων πήγαιναν προς αυτόν, για να ζητήσουν το δρόμο της σωτηρίας και να ακούσουν από το στόμα του λόγια πνευματικά και ψυχωφελή.
Όταν ο Παΐσιος έφτασε σε βαθιά γεράματα, τον 
παρακάλεσαν πολλοί αδελφοί, ν’ αφήσει την έρημο και να κατεβεί στην κοντινότερη πόλη, για να μπορέσουν πολλοί άνθρωποι να ωφεληθούν από τους άγιος λόγους του. Πράγμα που έγινε και έτσι δόθηκε σε πολλούς η ευκαιρία να γνωρίσουν τον δρόμο της σωτηρίας, από τα θεόπνευστα λόγια του Παϊσίου. Μαθητής του Οσίου, υπήρξε και ο Όσιος Παύλος.

Αφού ο Όσιος Παΐσιος ωφέλησε πολλούς συνανθρώπους του, πέθανε σε πολύ προχωρημένη ηλικία και τον έθαψαν στην έρημο όπου ασκήτευσε. Μετά από χρόνια, ο πατήρ Ισίδωρος, ανακόμισε τα άγια λείψανά του και τα μετέφερε στην Πισιδία, όπου τα εναπόθεσε στο εκεί Μοναστήρι του.  



Ο Όσιος Παίσιος ο Μέγας και Θεοφόρος εορτάζει στις 19 Ιουνίου 


proskynitis.blogspot.gr

Η Μονή του Οσίου Παισίου στην Αιγυπτο


Ἀπολυτίκιον

Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁ ἔνσαρκος ἄγγελος, τῶν Μοναστῶν κορωνίς, ὁ ἄσαρκος ἄνθρωπος, τῶν οὐρανῶν οἰκιστής, ὁ θεῖος Παΐσιος, χαίρει τὴ αὐτοῦ μνήμη, σὺν ἠμὶν ἑορτάζων, νέμει τοὶς κοπιώσι, δι' αὐτὸν θεῖον χάριν διὸ ἐν προθυμίᾳ πολλὴ τοῦτον τιμήσωμεν



Τρίτη 16 Ιουνίου 2015

Ἁγίες Μάρθα καί Μαρία οἱ ἀδελφές τοῦ Λαζάρου (4 Ἰουνίου)



Χαίρετε αὐτάδελφοι ἱεραί, Μάρθα καὶ Μαρία, σεμναὶ ἤθεσι καὶ ζωῆς χαίρετε Λαζάρου, αἱ σύγγονοι αἱ θεῖαι, μεθ᾿ οὗ ἡμῖν αἰτεῖσθε, τὸ θεῖον ἔλεος.

Ἡ Μάρθα καὶ ἡ Μαρία, μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό τους Λάζαρο, ἦταν γιὰ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ ἡ πιὸ ἀγαπητὴ καὶ ἁγία οἰκογένεια τῆς Βηθανίας. 

Τὸ Εὐαγγέλιο μᾶς παρουσιάζει τὴν Μαρία νὰ ἀποῤῥοφᾶται ἀπὸ τὴν διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ, ἐνῷ ἡ Μάρθα, ποὺ ἦταν μεγαλύτερη ἀδελφή, φροντίζει πολὺ γιὰ τὸ τραπέζι τῆς φιλοξενίας. Γι᾿ αὐτὸ ἀκούει ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Διδασκάλου τὸ πασίγνωστο καὶ διδακτικότατο «Μάρθα, Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά, Μαρία δὲ τὴν ἀγαθὴν μερίδα ἐξελέξατο, ἥτις οὐκ ἀφαιρεθήσεται ἀπ᾿ αὐτῆς» (Λουκ. ι´ 38-42). 

Ἡ Μαρία ἐπίσης ἄλειψε καὶ μὲ πολύτιμο μύρο τὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ καὶ σπόγγισε ὕστερα με τὴν παρθενική της κόμη. 

Καὶ οἱ δυὸ ἀδελφές, εὐσεβῆ καὶ διακεκριμένα μέλη τῆς πρώτης χριστιανικῆς Ἐκκλησίας, ἀξιώθηκαν νὰ πεθάνουν εἰρηνικὰ καὶ ὄχι ἐν διωγμῷ. Διότι ὁ Κύριος δὲν θέλησε ν᾿ ἀφήσει νὰ πονέσουν οἱ καρδιές, τῶν ὁποίων κάτω ἀπὸ τὴν στέγη τοῦ σπιτιοῦ τους, εἶχε ἀπολαύσει τόση ἁγία γαλήνη τὶς παραμονὲς τῶν παθῶν Του.



Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α´. Τὸν Συνάναρχον Λόγον.

Τῷ Σωτῆρι ἀμέμπτως διακονήσασαι, αἱ τοῦ Ἁγίου Λαζάρου θεῖαι αὐτάδελφοι, σὺν τῇ Μάρθᾳ τῇ κλεινῇ, Μαρία πάνσεμνε, καὶ τὴν Ἀνάστασιν Αὐτοῦ, σὺν Μυροφόροις Γυναιξί, μαθοῦσαι ἐκ τοῦ Ἀγγέλου, φωτὸς ἐμπλήσθητε θείου, ἡμῖν αἰτοῦσαι τὰ σωτήρια.

Κοντάκιον
Ἦχος β´. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Τῶν ἀδελφῶν τὴν δυάδα τὴν πάντιμον, τὰς τοῦ Λαζάρου συγγόνους τιμήσωμεν, Μαρίαν καὶ Μάρθαν ἐν ᾄσμασιν, ὡς ἂν αὐτῶν ἱκεσίαις πρὸς Κύριον, πταισμάτων συγχώρησιν λάβωμεν.

Κάθισμα
Ἦχος γ´. Τὴν ὡραιότητα.
Χριστοῦ διάκονοι, ὄντως ἐδείχθησαν, ὡς πλήρεις πίστεως, καὶ σκεύη τίμια, αἱ τοῦ Λαζάρου ἀδελφαί, ἡ Μάρθα καὶ ἡ Μαρία· ἡ μὲν γὰρ ἐδέσματα, τούτῳ πίστει ἡτοίμασεν, ἡ δὲ μύρῳ ἤλειψε, καὶ θριξὶ κεφαλῆς αὐτῆς, ἐξέμαξε Κυρίου τοὺς πόδας· ὅθεν αὐτὰς ἄμφω τιμῶμεν.

Ὁ Οἶκος
Τῷ σαρκωθέντι δι᾿ ἡμᾶς, καὶ σώσαντι τὸν κόσμον, Χριστῷ τῷ πάντων Βασιλεῖ, πιστεύσασαι προθύμως, τούτου μαθήτριαι ἀληθεῖς, καὶ μυροφόροι ὤφθητε, ὦ Μάρθα καὶ Μαρία, δυὰς ἡγιασμένη· καὶ τὸν ὁμαίμονα ὑμῶν, ἤδη τετραήμερον καὶ ὀδωδότα ἐν τάφῳ κείμενον, τῇ ζωοποιῷ αὐτοῦ φωνῇ ζῶντα ἀπολαβοῦσαι, τὰ τῆς θεότητος Αὐτοῦ μεγαλεῖα, καὶ τὴν μεγίστην ἐξουσίαν ᾐνέσατε φωνῇ μεγάλῃ· καὶ ἑκουσίως θανόντι καὶ ταφέντι, καὶ τάφῳ τεθειμένῳ, μύρα προσκομίσασαι σὺν ταῖς λοιπαῖς Ἁγίαις Μυροφόροις, καὶ τῆς ἐγέρσεως Αὐτοῦ κήρυκες πᾶσιν ὤφθητε· ὅν δυσωπεῖτε δεόμεθα, ὡς ἄν πταισμάτων συγχώρησιν λάβωμεν.

Μεγαλυνάριον
Χαίρετε αὐτάδελφοι ἱεραί, Μάρθα καὶ Μαρία, σεμναὶ ἤθεσι καὶ ζωῆς χαίρετε Λαζάρου, αἱ σύγγονοι αἱ θεῖαι, μεθ᾿ οὗ ἡμῖν αἰτεῖσθε, τὸ θεῖον ἔλεος.

Δευτέρα 15 Ιουνίου 2015

Ὁ Ἅγιος Νικηφόρος ὁ Ὁμολογητής Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (2 Ἰουνίου)



Ὁ Ἅγιος Νικηφόρος, ὁ Ὁμολογητής, γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη, τὸ 758 μ.Χ., ἀπὸ περιφανεῖς καὶ εὐσεβεῖς γονεῖς, τὸ βασιλικὸ γραμματέα καὶ νοτάριο Θεόδωρο καὶ τὴν Εἰρήνη. Ὁ πατέρας του ἐξορίσθηκε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Κωνσταντίνο Ε’ τὸν Κοπρώνυμο (741 – 775 μ.Χ.) στὰ Μύλασσα τῆς Καρίας καὶ μετὰ στὴ Νίκαια, ὅπου μετὰ ἑξαετία ἀπέθανε, διότι ἦταν ὑπέρμαχος τῶν ἱερῶν εἰκόνων.

Ὁ Νικηφόρος εἶχε καλὴ ἐκπαίδευση καὶ ἐχρημάτισε βασιλικὸς γραμματέας, ἀλλὰ ἐπειδὴ εἶχε κλίση στὴ μοναχικὴ πολιτεία, ἐκάρη μοναχὸς καὶ ἀποσύρθηκε σὲ κάποιο λόφο ἀπέναντι τοῦ Θρακικοῦ Βοσπόρου, ὅπου μαζὶ μὲ ἄλλους μοναχοὺς διήνυε τὴν ὁδὸ τῆς ἀσκήσεως.
Γενόμενος γνωστὸς γιὰ τὶς ἀρετές του στὴν Κωνσταντινούπολη, προσκλήθηκε καὶ ἀνέλαβε τὴ διεύθυνση κάποιου πτωχοκομείου τῆς πόλεως. Ὅταν ἐκοιμήθηκε ὁ Ἅγιος Ταράσιος († 25 Φεβρουαρίου), ὑπὸ τοῦ αὐτοκράτορος Νικηφόρου Α’ τοῦ Λογοθέτου (803 – 811 μ.Χ.), μὲ τὴν ψῆφο τοῦ κλήρου καὶ τοῦ λαοῦ, ἐξελέγη, στὶς 5 Ἀπριλίου 806 μ.Χ., Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως καὶ ἐχειροτονήθηκε στὶς 12 τοῦ ἰδίου μηνὸς κατὰ τὴν ἡμέρα τοῦ Ἁγίου Πάσχα.

Ὅσο ζοῦσε ὁ βασιλεὺς Νικηφόρος καὶ οἱ διάδοχοί του Σταυράκιος (811 μ.Χ.) καὶ Μιχαὴλ Α’ ὁ Ραγκαβὲς (811 – 813 μ.Χ.), ἡ πατριαρχεία τοῦ Ἁγίου Νικηφόρου ἦταν ὁμαλὴ καὶ ἀπερίσπαστη. Ὄταν ὅμως αὐτοκράτορας ἔγινε ὁ Λέων Ε’ ὁ Ἀρμένιος (813 – 820 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος ἦταν εἰκονομάχος, ὁ Ἅγιος Νικηφόρος ἦταν ἀντίπαλος καὶ ἀτρόμητος ἐπιτιμητὴς τῆς βασιλικῆς ἀσέβειας. Ὁ Πατριάρχης παρέλαβε τὸν Ὅσιο Θεοφύλακτο Νικομηδείας, τὸν Ἅγιο Αἰμιλιανὸ Κυζίκου, τὸν Ἅγιο Εὐθύμιο Σαρδέων, τὸν Εὐδόξιο Ἀμορίου, τὸν Ἅγιο Μιχαὴλ Συνάδων καὶ τὸν Ἅγιο Ἰωσὴφ Θεσσαλονίκης, καὶ ἐπῆγε στὸ παλάτι, γιὰ νὰ ἐλέγξει τὸν αὐτοκράτορα καὶ νὰ τὸν βοηθήσει νὰ ἐπιστρέψει στὴν ὀρθὴ πίστη. Ὁ αὐτοκράτορας ἔμενε ἀμετάπειστος καὶ τοὺς κατεδίκασε ὄλους σὲ ἐξορία. Ὁ Πατριάρχης Νικηφόρος ἐξορίσθηκε ἀρχικὰ στὴ Χρυσούπολη καὶ στὴ συνέχεια στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου κοντὰ στὸν Ἀκρίτα. Ἐκεῖ συνδέθηκε περισσότερο μὲ τὸν Ἅγιο Θεόδωρο τὸν Στουδίτη, ποὺ ἦταν καὶ αὐτὸς ἐξορισμένος.
Ὄταν μετὰ ἀπὸ λίγο, δολοφονηθέντος τοῦ αὐτοκράτορος Λέοντος, ἔγινε βασιλέας ὁ Μιχαὴλ Β’ ὁ Τραυλὸς (820 – 829 μ.Χ.), ὁ Ἅγιος Νικηφόρος ἐπανῆλθε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἐζήτησε τὴν ἀποκατάστασή του. Ὁ αὐτοκράτορας Μιχαὴλ ἐδέχθηκε τὴν πρόταση αὐτή, ἀλλ’ ὑπὸ τὸν ὅρο ὁ Ἅγιος νὰ ἀναγνωρίσει τὴν ὑφιστάμενη ἐκκλησιαστικὴ τάξη καὶ νὰ μὴν κινήσει τὸ θέμα τῆς ἀναστηλώσεως τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Ὁ Ἅγιος ἀπέκρουσε τὸν ὅρο αὐτὸ καὶ ἐπροτίμησε τὴν ἐξορία, ὅπου καὶ ἀπέθανε τὸ 829 μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Νικηφόρος ὁ Ὁμολογητὴς εἶναι ἐπίσημος στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, ὄχι μόνο διότι μὲ ἐνθουσιασμὸ καὶ ἱερὸ ζῆλο ἐπολέμησε τοὺς εἰκονομάχους, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴ σπάνια αὐτοῦ συγγραφικὴ ἱκανότητα. Ἐπισημότερα τῶν συγγραμμάτων του εἶναι ἡ «Σύντομος Ἱστορία», τὸ «Χρονολογικὸν σύντομον», ἡ«Στιχομετρία», «Λόγοι ἀντιρρητικοί», «Ἐπιστολαί», καὶ διάφοροι ἐκκλησιαστικοὶ κανόνες.
Ἡ μεγάλη συμβολὴ τοῦ Ἁγίου Νικηφόρου στὴν ὑπερίσχυση καὶ ἐπικράτηση τῶν Ὀρθοδόξων ἀπόψεων ἔγκειται στὴν ὑπ’ αὐτοῦ συστηματικὴ ἀνασκευὴ καὶ ἀναίρεση τῶν εἰκονοκλαστικῶν θέσεων καὶ μάλιστα καὶ τῶν ἀναφερομένων στὸ Χριστολογικὸ δόγμα.
Οἱ εἰκονομάχοι, ἀθετήσαντες τὴν τιμὴ τῶν ἱερῶν εἰκόνων, ἀπέβαλαν εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς καὶ τὶς εἰκόνες τῶν Ἀγγέλων. Ὁ Ἅγιος Νικηφόρος ἀπέδειξε μὲ βάση τὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὅτι οἱ Ἀγγελικὲς δυνάμεις, ἂν καὶ ἀσώματοι, ἄυλοι καὶ (σχετικῶς) ἀπεριόριστοι, εἰκονίζονται καὶ οἱ εἰκόνες προσαγορεύονται διὰ τοῦ ὀνόματος τῶν ἀρχετύπων, διὰ τοῦ ὁποίου μεταβιβάζονται σὲ αὐτὲς ἡ χάρη καὶ ἡ εὐλογία ἐκείνων, τῶν ὁποίων καὶ μεταλαμβάνουν οἱ ἀξίως τιμῶντες αὐτές. Ἔτσι, κατὰ τὸν ἱερὸ Πατέρα, οἱ εἰκόνες τῶν Ἀγγέλων δὲν εἶναι ἄψυχα, ἀναίσθητα, ἀπὸ ἄψυχη καὶ ἄλογη ὕλη, ἐπιτεύγματα ἀνθρωπίνων χειρῶν, δὲν εἶναι εἴδωλα, ἀλλὰ τῶν ἐπουρανίων Δυνάμεων «ἀφομοιώματα τίμια καὶ ἅγια»,«ἱερὰ ἀπεικάσματα καὶ ἀπεικονίσματα», τὴν κατασκευὴ τῶν ὁποίων «Θεός ἐστιν ὁ προστάττων, Θεὸς ὁ κελεύων».
Ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τὴν ἀνακομιδὴ τοῦ ἱεροῦ λειψάνου αὐτοῦ στὶς 13 Μαρτίου.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Νίκην ἤνεγκε, τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἡ σὴ ἔνθεος, ὁμολογία, Νικηφόρε Ἱεράρχα θεόληπτε· τὴν γὰρ Εἰκόνα τοῦ Λόγου σεβόμενος, ὑπερορίᾳ ἀδίκως ὡμίλησας. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.




Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τὸν τὴν νίκης στέφανον, ὦ Νικηφόρε, οὐρανόθεν ἔνδοξε, ὡς εἰληφὼς παρὰ Θεοῦ, σῶζε τοὺς πίστει τιμῶντάς σε, ὡς Ἱεράρχην Χριστοῦ καὶ Διδάσκαλον.


Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Ἐκκλησίας ἔμπνους εἰκών, καὶ Εἰκονομάχων, καθαιρέτης ὁ ἰσχυρός· χαίροις θεοσδότων, δογμάτων ὁ προστάτης, θεόφρον Νικηφόρε, πίστεως ἔρεισμα.



Κυριακή 8 Μαρτίου 2015

Α' ΚΑΙ Β' ΕΥΡΕΣΙΣ ΤΙΜΙΑΣ ΚΕΦΑΛΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΡΟΦΗΤΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΚΑΙ ΒΑΠΤΙΣΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ (24 Φεβρουαρίου)



Όταν αποκεφαλίσθηκε από τον Ηρώδη ο Αγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, η τιμία κεφαλή αυτού τοποθετήθηκε μέσα σε αγγείο από όστρακο και κρύφθηκε στην κατοικία του Ηρώδη. Μετά από πολλά χρόνια, ο Αγιος Ιωάννης φανερώθηκε στο όνειρο δύο μοναχών, οι οποίοι είχαν αναχωρήσει για τα Ιεροσόλυμα με σκοπό να προσκυνήσουν το τάφο του Κυρίου, αγγέλλοντας σε αυτούς που βρίσκεται η τιμία κεφαλή του. Κι εκείνοι, αφού την βρήκαν, την είχαν με τιμές. Από αυτούς την παρέλαβε κάποιος κεραμεύς και την μετέφερε στην πόλη των Εμεσηνών. Όταν όμως πέθανε την κληροδότησε στην αδελφή του. Και από τότε διαδοχικά περιήλθε σε πολλούς, για να καταλήξει στα χέρια κάποιου ιερομονάχου αρειανού που ονομαζόταν Ευστάθιος και εφύλαξε την τιμία κάρα σε σπήλαιο. Από εκεί, μεταφέρθηκε επί Ουάλεντος (364 - 378 μ.Χ.), στο Παντείχιον της Βιθυνίας μέχρι που ο Θεοδόσιος ο Μέγας (379 - 395 μ.Χ.) ανεκόμισε αυτή στο Έβδομο της Κωνσταντινουπόλεως, όπου ανέγειρε μέγα και περικαλλέστατο ναό.

Βεβαίως, περί της ευρέσεως της τιμίας κεφαλής του Προδρόμου υπάρχουν και άλλες αντιφατικές παραδόσεις. Κατ' άλλη εκδοχή η τιμία κάρα βρέθηκε στην Έμεσα το 458 μ.Χ., επί βασιλείας Λέοντος Α΄ (457 - 474 μ.Χ.), ενώ άλλοι δέχονται ότι αυτή βρέθηκε το 760 μ.Χ. και μεταφέρθηκε στο ναό του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου στην Έμεσα. Από εκεί μετακομίσθηκε στην Κωνσταντινούπολη, επί βασιλείας Μιχαήλ Γ΄ (842 - 867 μ.Χ.) και πατριαρχίας Ιγνατίου.

Περί των ιερών λειψάνων του Τιμίου Προδρόμου βρίσκουμε ειδήσεις και σε διαφόρους χρονογράφους. Ο Ζωναράς αναφέρει ότι το 968 μ.Χ. ο Νικηφόρος Φωκάς βρήκε στην Έδεσσα της Μεσοποταμίας «βόστρυχον τοῦ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου αἵματι περφυμένον», που μετακόμισε στην Κωνσταντινούπολη. Πέντε δε χρόνια νωρίτερα κόμισε στην Κωνσταντινούπολη από τη Βέροια της Συρίας, περί τον Απρίλιο του 963 μ.Χ., μέρος του ιματίου του Τιμίου Προδρόμου. Σύμφωνα με άλλη μαρτυρία ο Νικηφόρος Φωκάς βρήκε στην Κρήτη «τὸ ἔνδυμα τοῦ Προφήτου ἐκ τριχῶν καμήλου τυγχάνον καὶ περὶ τὸν τράχηλον ἠμαγμένον».

Η Σύναξη της ευρέσεως της Τιμίας Κεφαλής του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου ετελείτο στο Προφητείο του, που βρισκόταν στην τοποθεσία την ονομαζομένη Φωρακίου.

 Ἀπολυτίκιον  
Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Ἐκ γῆς ἀνατείλασα ἡ τοῦ Προδρόμου κεφαλή, ἀκτῖνας ἀφίησι τῆς ἀφθαρσίας, πιστοῖς τῶν ἰάσεων· ἄνωθεν συναθροίζει, τήν πληθύν τῶν Ἀγγέλων, κάτωθεν συγκαλεῖται, τῶν ἀνθρώπων τό γένος, ὁμόφωνον ἀναπέμψαι, δόξαν Χριστῷ τῷ Θεῷ.


Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τά ἄνω ζητῶν.
Προφήτα Θεοῦ, καί Πρόδρομε τῆς χάριτος, τήν Κάραν τήν σήν, ὡς ῥόδον Ἱερώτατον, ἐκ τῆς γῆς εὑράμενοι, τάς ἰάσεις πάντοτε λαμβάνομεν· καί γάρ πάλιν ὡς πρότερον, ἐν κόσμῳ κηρύττεις τήν μετάνοιαν. 

Παρασκευή 27 Φεβρουαρίου 2015

ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ ΣΤΟ ΧΡΙΣΤΟ ΜΟΝΑΧΑ ΕΧΕ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ



Ὅταν ὁ ἅγιος Κλήμης ἦταν ἀκόμα νήπιο, πέθανε ὁ πατέρας του. Ἡ μητέρα του λοιπόν, μένοντας ἔρημη ἀπὸ ἄντρα καὶ στηρίζοντας πιὰ ὅλες της τὶς ἐλπίδες, μετὰ τὸ Θεό, στὸ παιδί της μονάχα, τοῦ ἀφοσιώθηκε μὲ τόση φροντίδα, ποὺ ἔγινε γι᾿ αὐτὸ τὰ πάντα, καὶ πατέρας καὶ μητέρα καὶ δάσκαλος.

Ἐνῷ λοιπὸν ὁ Κλήμης βρισκόταν μέσα σὲ τέτοια χέρια καὶ μεγάλωνε μὲ καλὴ ἀνατροφὴ ἀπὸ μητέρα φιλόστοργη, ἐκείνη προαισθάνθηκε ὅτι πλησίαζε τὸ τέλος της. Ἀγκάλιασε τότε μὲ τρυφερότητα καὶ πόθο τὸ παιδί της, ποὺ δὲν εἶχε κλείσει ἀκόμα τὰ δέκα του χρόνια, τὸ φιλοῦσε γλυκὰ-γλυκὰ καί, καθὼς βιαζόταν νὰ τὸ κάνει ὄχι τόσο διάδοχο στὰ δικά της πλούτη ὅσο κληρονόμο τῶν θησαυρῶν τοῦ οὐρανοῦ, τοῦ ἔδινε (συμβουλὲς καί) παραγγελίες σὰν κι αὐτές:

- Παιδί μου! Παιδί μου πολυαγαπημένο! Παιδί μου, πού, πρὶν γνωρίσεις τὸν πατέρα σου, γνώρισες τὴν ὀρφάνια, μὰ πλούτισες, κάνοντας τὸ Θεὸ πατέρα καὶ χρησιμοποιώντας τὴν ὀρφάνια γιὰ τὴν εὐτυχία σου! Ἐγὼ μὲν σὲ γέννησα σωματικά, μὰ ὁ Χριστὸς σὲ μεγάλωσε πνευματικά. Γνώρισε λοιπὸν τὸν Πατέρα σου. Μὴ διαψεύσεις τ᾿ ὄνομα τοῦ γιοῦ. Τὸ Χριστὸ μονάχα λάτρευε. Στὸ Χριστὸ μονάχα ἔχε ἐμπιστοσύνη. Αὐτὸς εἶναι, πραγματικά, ἡ ἀθανασία. Αὐτὸς εἶναι ἡ σωτηρία. Αὐτός, ποὺ κατέβηκε γιὰ μᾶς ἀπὸ τὰ οὐράνια καὶ μᾶς ἀνέβασε μαζί Του καὶ μᾶς ἔκανε παιδιά Του καὶ θεούς. Ὅποιος λοιπὸν μπαίνει στὴν ὑπηρεσία αὐτοῦ τοῦ Δεσπότη, θὰ ξεπεράσει ὅλες τὶς δυσκολίες, καὶ ὄχι μόνο θὰ νικήσει τοὺς τυράννους καὶ τοὺς βασιλιάδες ποὺ προσκυνοῦν τὰ εἴδωλα, μὰ καὶ θὰ ντροπιάσει ἀκόμα κι αὐτοὺς τοὺς δαίμονες, ποὺ τιμοῦν ἐκεῖνοι, καὶ τὸν ἀρχηγὸ καὶ προστάτη τους διάβολο…

Ἐκεῖ ποὺ μιλοῦσε, τὰ μάτια της βούρκωσαν. Καὶ γεμίζοντας ἀπὸ τὴ χάρη, εἶδε θεία θεωρία καὶ ἄρχισε νὰ διηγεῖται προφητικὰ τὰ μελλούμενά του.

- … Καὶ σὲ παρακαλῶ, ἔλεγε, γιέ μου πολυαγαπημένε, σὲ παρακαλῶ νὰ μοῦ κάνεις μία χάρη γιὰ ὅλα (ὅσα ἐγὼ ἔκανα γιὰ σένα). Ἐπειδὴ ἔφτασαν καιροὶ δύσκολοι, ἐπειδὴ φυσάει φοβερὸς ὁ ἄνεμος τοῦ διωγμοῦ τῆς ἀσέβειας καὶ ἐπειδὴ ξέρω πὼς κι ἐσὺ θὰ ὁδηγηθεῖς, ὅπως εἶπε ὁ Δεσπότης μας, «ἐπὶ βασιλεῖς καὶ ἡγεμόνας» γιὰ χάρη Του (Λουκ. 21:12), κάνε μου, παιδί μου, αὐτὴ τὴν τιμή: Ἀντιστάσου γενναῖα γιὰ χάρη Του καὶ κράτησε σταθερὴ γιὰ χάρη μου τὴν ὁμολογία σου ὡς τὸ τέλος. Καὶ πιστεύω πὼς ὁ Χριστός μου, σπλάγχνο μου, πιστεύω πὼς καὶ στὸ δικό σου κεφάλι θὰ κάνει ν᾿ ἀνθήσει σύντομα τὸ μαρτυρικὸ στεφάνι. Νὰ ἑτοιμάζεις λοιπὸν τὸν ἑαυτό σου καὶ νὰ παρακινεῖς τὴν ψυχή σου σὲ ἀντρειοσύνη, γιὰ νὰ μὴ βρεθεῖς ἀπροετοίμαστος στοὺς ἀγῶνες. Γιατὶ δὲν θὰ παλέψεις μὲ τυχαίους ἐχθροὺς ἢ γιὰ τυχαῖα πράγματα…

«Τιποτένιο εἶναι, γιέ μου, τὸ νὰ πεθαίνουν θεληματικὰ οἱ στρατιῶτες γιὰ ἕναν ὁμόδουλο καὶ θνητὸ βασιλιά, κι ἐμεῖς νὰ μὴ σηκώνουμε τὸ θάνατο, ὅπως ἐκεῖνοι, γιὰ Βασιλιὰ ἀθάνατο. Καὶ μάλιστα, ὅταν ἐκεῖνοι δὲν παίρνουν ἀπ᾿ αὐτὸν κανένα ἀντάλλαγμα ἄξιο μιᾶς τέτοιας ἀφοσιώσεως. Γιατί ποιὸ δῶρο εἶναι ἰσάξιο μὲ τὴ ζωή; Ἢ ποιὰ ἀπὸ τὶς μεταθανάτιες τιμὲς γίνεται αἰσθητὴ (στὸν σκοτωμένο στρατιώτη); Ἂν ὅμως πεθάνεις γιὰ τὸν κοινὸ Δεσπότη ὅλων, τὸ Χριστό, ἀντὶ γιὰ τὴν πρόσκαιρη ζωὴ θ᾿ ἀποκτήσεις τὴν ἀθάνατη. Ἀντὶ γιὰ τὴ φευγαλέα ἀπόλαυση καὶ τὴ δόξα καὶ τὸν πλοῦτο, θ᾿ ἀπολαύσεις τὴν αἰώνια μακαριότητα. Τί λοιπόν; Κι ἂν δὲν πεθάνουμε τώρα, δὲν θὰ πεθάνουμε πάντως μετὰ ἀπὸ λίγο, πληρώνοντας τὸ κοινὸ χρέος ὅλων; Ἄλλωστε, ὁ θάνατος γιὰ τὸ Χριστὸ δὲν εἶναι σωστὸ νὰ θεωρεῖται θάνατος. Γιατὶ πάντοτε, μὲ τὴν ἀνώτερη ἐλπίδα τῶν μελλοντικῶν ἀγαθῶν, χάνεται ἡ αἴσθηση (κι αὐτοῦ τοῦ θανάτου)…

Μ᾿ αὐτὰ τὸν ἐμψύχωνε ἡ μητέρα του, ἔχοντας τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθινῆς Σοφίας, ποὺ μιλοῦσε μὲ τὸ στόμα της, μιὰ ποὺ ὁ γιός της ἦταν κιόλας -πρὶν τὴν ὥρα του- συνετὸς σὰν γέροντας, καὶ εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ σοβαρότερες παραινέσεις. Στὸ τέλος μάλιστα πρόσθετε καὶ τοῦτα:

- Τέτοια ἀμοιβὴ γιὰ τὴν ἀνατροφή σου δῶσε, παιδί μου, σὲ μένα, τὴ μάνα σου. Αὐτὸς ἂς γίνει ὁ μισθός μου, γιέ μου γλυκύτατε, γιὰ τοὺς πόνους ποὺ δοκίμασα στὴ γέννα σου, γιὰ νὰ σωθῶ κι ἐγώ, σύμφωνα μὲ τὸν Παῦλο, «διὰ τῆς τεκνογονίας» (Α´ Τιμ. 2:15) καὶ νὰ δοξαστῶ μὲ τὰ μέλη τοῦ παιδιοῦ μου. Γιατὶ νά, παιδί μου, ἐγὼ φεύγω κιόλας μὲ τὴ δύναμη τῆς θείας χάριτος -αἰσθανόταν, βλέπετε, πὼς πέθαινε- καὶ τὸ αἰσθητὸ τοῦτο φῶς δὲν θὰ μὲ φωτίσει τὸ πρωί. Ἐσὺ ὅμως θὰ εἶσαι γιὰ μένα φῶς ἐν Χριστῷ καὶ ζωή. Σὲ παρακαλῶ λοιπόν, σπλάγχνο μου, νὰ μὴ διαψεύσεις τὶς ἐλπίδες ποὺ στήριξα πάνω σου. Μιὰ Ἑβραία γυναῖκα ἀνέδειξε κάποτε ἑφτὰ γιοὺς μάρτυρες. Καὶ ἦταν σὰν ν᾿ ἀθλεῖσαι κι ἡ ἴδια μὲ ἑφτὰ σώματα, τὰ σώματά τους. Μὰ σὲ μένα εἶσαι ἀρκετὸς ἐσὺ μονάχα γιὰ νὰ δοξαστῶ. Καὶ εἶμαι εὐτυχισμένη μέσα στὶς μανάδες ἐγώ, ἐπειδὴ ἀκριβῶς θὰ γίνω ἔνδοξη ἐξαιτίας σου. Νά, θὰ προχωρήσω μπροστά σου, γιέ μου. Σωματικὰ μὲν χωρίζομαι σήμερα κιόλας ἀπὸ τὰ ποθεινά σου μάτια. Ἡ ψυχή μου ὅμως -πίστευέ το- μόλις πεθάνω, θὰ κρεμαστεῖ γιὰ πάντα πάνω στὴ δική σου ψυχή. Μαζί της θὰ προσκυνήσω μὲ παρρησία στὸ βῆμα τοῦ Χριστοῦ. Καὶ θὰ καμαρώνω γιὰ τὰ παθήματά σου. Καὶ θὰ εἶμαι στολισμένη μὲ τὶς πληγές σου. Καὶ θὰ ἔχω μερίδιο στὰ πολύτιμα ἐκεῖνα βραβεῖα καὶ στὴ χαρά σου.
Αὐτὰ ἔλεγε ἡ μάνα στὸ γιό. Καὶ καταφιλοῦσε ὅλα μαζὶ τὰ μέλη του, λέγοντας πάλι ἡ μακάρια:

- Μαρτυρικὰ μέλη φιλῶ, μέλη ποὺ θὰ προσφερθοῦν θυσία στὸ Χριστό.

Ἐνῷ λοιπὸν ἔτσι τὸν ἀγκάλιαζε καὶ τοῦ γλυκομιλοῦσε, ἀναπαύθηκε πραγματικὰ τὴ μακάρια ἀνάπαυση, παραδίνοντας τὸ πνεῦμα στὸ Θεὸ καὶ τὸ σῶμα στὰ γλυκύτατα χέρια τοῦ παιδιοῦ της.

Ἐκεῖνος πάλι ἔκανε ὅσα ἔπρεπε, σὰν γιὸς ποὺ ἀγαποῦσε τὴ φιλόστοργη μητέρα του. Καὶ ἀφοῦ παρέδωσε τὸ σῶμα της στὴ γῆ, ὁ ἴδιος διάλεξε τὸν μοναχικὸ βίο, ἐκπληρώνοντας ἀμέσως τὶς μητρικὲς παραγγελίες μὲ τοῦτο πρῶτα, τὴ φυγὴ δηλαδὴ ἀπὸ τὸν κόσμο γιὰ τὸ Χριστό, ποὺ γιὰ χάρη Του θὰ ἔφευγε ἀργότερα κι ἀπὸ τὴ ζωή.

Πέμπτη 26 Φεβρουαρίου 2015

ΟΣΙΟΣ ΛΕΟΝΤΙΟΣ ΤΗΣ ΣΑΜΟΥ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ



Λέγεται ὅτι οἱ δώδεκα ἀνώνυμοι ἀναχωρητές τοῦ Ἄθωνα τοῦ συνέστησαν νά πάει ἤ τόν ἔστειλαν στό νησί τῆς Σάμου,γιά νά βοηθήσει πνευματικά τό λαό.Ἔκανε ὑπακοή καί πῆγε καί ἔμεινε ἐκεῖ μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του.1Οἱ κάτοικοι τοῦ νησιοῦ πού τόν γνώρισαν διηγοῦνται θαυμαστά γεγονότα γιά τήν ζωή του. Ἔλεγχε στρατηγούς, δημάρχους καί ἄλλα ἐξέχοντα πρόσωπα, ά ὁποῖα δέν ἔδιναν τό καλό παράδειγμα στό λαό,ἀλλά ζοῦσαν ὡς ἀποστάτες τῆς Ὀρθοδοξίας καί τῆς κατά Χριστόν ζωῆς.Ποτέ δέν εἰσῆλθε σέ αὐτοκίνητο στή Σάμο,ὅπου ἔζησε τά τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του.2Ἦταν πεζοπόρος κήρυκας τῆς πίστεως καί τοῦ Εὐαγγελίου.Ἔζησε,ὡς ἀκτήμων καί διά Χριστόν σαλός καί ὁ λαός τόν σεβόταν ὡς ἅγιο.Ἦταν ζηλωτής καί ἀκολουθοῦσε μέ πάθος τό Πάτριο ἡμερολόγιο, ἐλέγχοντας τούς Νέοημερολογίτες γιά τήν μεγάλη προδοσία τῆς Πίστεως.3Στήν Σάμο πολλοί ἦταν οἱ πιστοί ἐκεῖνοι πού κράτησαν τήν Ὀρθοδοξία καί ἔμειναν σταθεροί στήν Πίστη.Γι'αὐτό ὑπέστησαν διωγμούς,ἰδιαίτερα,ἐπειδή δέν δέχονταν μέ τίποτα τό νέο φράγκικο καλενδάριο.

 

 

Μεταξύ αὐτῶν ἦταν καί ὁ παπα-Μελέτιος πού ὑπέστη διωγμό καί φυλάκιση,ἐπειδή δέν ἀκολούθησε τήν ἀλλαγή.Ἰδιαίτερα σκληρός ἦταν ὁ διωγμός στά χρόνια 1950-55.Τότε φυλακίστηκε καί βασανίστηκε καί ὁ παπά-Μελέτιος καί ὅταν ἀποφυλακίστηκε,τόν ἄφησαν σχεδόν γυμνό,μέσα στήν παγωνιά καί στό κρύο.Ἅρπαξε πνευμονία καί κοιμήθηκε.Εἶχε συγγενῆ καί τήν Ἀργυρώ,μιά πολύ πιστή Ὀρθόδοξη γυναῖκα.Ἡ Ἀργυρώ,μέσα σέ μεγάλη κακοκαιρία καί καταρρακτώδη βροχή,ἐμφανίστηκε στό Μοναστήρι μέ Κόλλυβα, ὅπου λειτουργοῦσε ὁ παπα-Πανάρετος,μιά ἁγιασμένη ψυχή,καί ἔφερε τά κόλλυβα γιά τό μνημόσυνο τοῦ παπά-Μελέτιου,χωρίς καθόλου νά βραχεῖ!!Στήν ἐρώτηση, πῶς ἔφτασε μέχρι τό Μοναστήρι τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς,χωρίς νά βραχεῖ καθόλου, οὔτε αὐτή,οὔτε τά κόλλυβα,ἀπάντησε,ὅτι πήγαινε ἀπό ἐκεῖ...πού δέν ἔβρεχε!Στό Μοναστήρι τοῦ Εὐαγγελισμοῦ στή Σάμο,ὅπου πήγαινε καί ὁ παπά-Λεόντιος, ζοῦσαν μέ μεγάλη στέρηση καί ἐγκράτεια καί δύο πολύ μεγάλες ἀσκήτριες,πού ψάρι δέν έτρωγαν,οὔτε καί τοῦ Εὐαγγελισμοῦ,πού πῆγε νά τούς λειτουργήσει ὁ παπα-Ἀζαρίας.Στή Σάμο ζοῦσε καί ὁ μπαρμπα-Μανώλης.Ἤταν πολύ ταπεινός καί πρᾶος!Ἔκανε πολλά παιδιά.Πολλά πέθαιναν ἀπό τήν φυματίωση καί τἄθαβε χωρίς παπά.Τοὔλεγαν νά γυρίσει μέ τό Νέο,γιατί κι αὐτός θά πέθαινε καί δέν θἆχε παπά νά τόν θάψει!Ἐκεῖνος ταπεινά ἀπαντοῦσε:-Ἄμα τό ἐπιτρέψει ὁ Θεός ἄς γίνει,ἀλλά δέν νομίζω νά τό ἐπιτρέψει!Ὅταν κοιμήθηκε,τά παιδιά του,πού εἶχαν μεγαλώσει,πῆραν τήν νύχτα τρεῖς ἡ ὥρα τηλέφωνο τόν παπα-Ἀζαρία,νά στείλουν ἑλικόπτερο γιά νά τόν πάρει,πού θά τό νοίκιαζαν μέ πολλά λεφτά,γιατί εἶχε ἀπαγορευτικό καί οὔτε ἀεροπλάνο πετοῦσε, ιά νά ψάλλει τόν πατέρα τους!Ἐκεῖνος ὅμως ξεκίνησε πολύ πρωί καί πῆγε στό ἀεροδρόμιο,ἕξι ἡ ὥρα,ὅπου ὑπῆρχε μόνο μία θέση στό ἀεροπλάνο,καί ἦταν τό μοναδικό πού πέταξε ἐκείνη τήν ἡμέρα,μέ τό ὁποῖο καί ξαναγύρισε,ἀφοῦ ἔφτασε στή Σάμο καί ἐξεπλάγησαν ὅλοι πού τόν εἶδαν πρωί-πρωί ἐκεῖ!Ὅλα εἶχαν μόνο γιά λίγη ὥρα ἠρεμήσει! Οὔτε κακοκαιρία, οὔτε βροχή!Ἔκανε τήν κηδεία τοῦ εὐλογημένου μπάρμπα-Μανώλη, τόν ἔθαψαν ἁπλά,μέσα σέ ἕνα σεντόνι καί ὁ παπα-Ἀζαρίας ἐπέστρεψε στό Μοναστήρι του!Ὅπως μᾶς διηγήθηκε ὁ π. Ἀζαρίας,ὁ παπα-Λεόντιος ἦταν ἔγγαμος καί εἶχε ἀδελφό ἱερέα,στό χωριό Πλάτανος.Ὅλο τό χωριό τόν ψήφισε ἱερέα,(ἔτσι γινόταν τότε, ἐκλέγονταν οἱ ἱερεῖς) καί χειροτονήθηκε στό Βαθύ τῆς Σάμου.Οἱ χωριανοί του,τόν προϋπάντησαν μέ θυμιάματα καί ἑξαπτέρυγα.Τό ὄνομά του ὡς κοσμικός ἦταν Λεωνίδας.Ὅταν ἄλλαξε τό ἡμερολόγιο δέν ἀκολούθησε τήν καινοτομία.Ὁ ἀδελφός του τόν προέτρεπε νά ἀλλάξει κι αὐτός, γιατί θά λειώσουν τά παπούτσια του καί δέν θά μπορέσει νά ξαναγοράσει ἄλλα!Ἔκτοτε,πέταξε τά παπούτσια του καί ἦταν ἀνυπόδητος σέ ὅλη του τή ζωή! Λέγοντας,ἄν τά παπούτσια μου γίνουν αἰτία νά χάσω τήν ψυχή μου,ποτέ νά μήν ξαναφορέσω!Ἡ πρεσβυτέρα του λυπήθηκε πολύ,πού δέν θἆχαν τά χρειαζούμενα γιά νά ζήσουν καί ἀπό τήν στενοχώρια της πῆρε δηλητήριο,γιά νά αὐτοκτονήσει!Ὅμως δέν πέθανε!Τῆς ἔκαναν πλύσεις καί νοσηλεύτηκε στό νοσοκομεῖο.Ἔζησε στή συνέχεια ἄρρωστη.Εἶχε καί ἕναν γυιό,πού τελευταία κοιμήθηκε στόν Πειραιά.Ὅλη τήν περιουσία του ὁ παπα-Λεόντιος τήν εἶχε μέσα σέ ἕνα σακκούλι!Δηλαδή εἶχε μέσα σ' αὐτό τά ἅγια σκεύη,Ἅγιο Ἄρτο καί τά ἀπαιτούμενα γιά τήν Θεία Λειτουργία!Φοροῦσε σχεδόν πάντα τό κουκκούλι του.Ἐπάνω ἔγραφε: "Ὀρθοδοξία ἤ θάνατος!"Μόνο ἕνα ζωστικό χιλιομπαλωμένο φοροῦσε.Δεύτερο ἔνδυμα δέν εἶχε! Ζοῦσε σέ ἐξωκκλήσια καί στίς ἐρημιές.Ἔστελνε τά μικρά παιδιά νά διαλαλήσουν ὅτι τό ἀπόγευμα θἄβγαζε κήρυγμα ὁ παπα-Λεόντιος στήν πλατεῖα τοῦ χωριοῦ.Τῶν Θεοφανείων ἅγιαζε ὅλες τίς παραλίες τοῦ νησιοῦ.Γυναῖκες μέ παντελόνια καί βαψίματα τίς ἔλεγχε αὐστηρά καί δέν τίς δεχόταν.Ἔκανε τόν τρελλό, ιά νά κρύβει τήν ἁγιότητά του.Πολλοί τόν ἀπόπαιρναν.Τόν κυνηγοῦσαν καί τόν χτυποῦσαν.Τρέλλες, ὅμως, δέν ἔλεγε!Δημόσια ἔλεγχε ἐκείνους πού γέλαγαν καμμιά κοπέλα καί στή συνέχεια τήν ἐγκατέλειπαν καί δέν τήν νυμφεύονταν.Ἔτσι ἔλεγξε κάποτε καί τόν γυιό ἑνός φορτηγατζῆ,πού γέλασε μιά κοπέλα στό χωριό!Ἐκεῖνος,ὅμως δέν ἄντεξε τόν ἔλεγχο.Ἦταν καί πολύ γεροδεμένος.Τοὔστησε καρτέρι καί τόν βασάνισε φρικτά,χτυπώντας τον,ἔχοντας τον γονατιστό καί βγάζοντας του τά γένια τρίχα-τρίχα...Ο μακάριος ὅμως παπα-Λεόντιος δέν ἔλεγε τίποτε!Μόνο προσευχόταν!Καρτερικά ὑπέμεινε τό βασανιστήριο καί γιά τόν λόγο τῶν χειλέων Του ἐβάστασε ὁδούς σκληράς!Γιά τό φρικτό βασανιστήριό του ἔλεγε στό Μοναστήρι,ὅπου τόν δέχτηκαν γιά νά τόν περιποιηθοῦν λίγο καί νά καθαρίσουν τά αἵματα,πού ἔτρεχαν ἀπό τό πρόσωπό του και,πού τόν προέτρεπαν νά πάει νά καταγγείλει τό γεγονός στήν ἀστυνομία:Ἀφῆστε νά ξεπληρώσω καμμιά ἁμαρτία!Ὅταν ἦταν μικρό παιδί ὁ παπα-Ἀζαρίας καί ἔπαιζε μέ τά ἄλλα παιδιά στήν παραλία,ὁ παπα-Λεόντιος προφήτευσε,ὅτι αὐτό τό παιδί,ὅταν μεγαλώσει θά γίνει ἱερομόναχος καί ἡγούμενος,ὅπως διαβεβαίωσαν οἱ παλαιότεροι πού ζοῦν ἀκόμη καί εἶδαν τήν προφητεία του,μετά ἀπό πολλά χρόνια νά ἐκπληρώνεται.Παλαιότερα ὁ παπά-Λεόντιος εἶχε πάει καί στά Ἱεροσόλυμα.Ὅταν τόν ρώτησαν,γιατί πῆγε, ἀπάντησε:-Γιά νά σώσω τήν ψυχή μου!Ἀλλά ἔφυγε πάλι ἀπό 'κεῖ,γιατί οι Νεοημερολογίτες ἐπίσκοποι καί ἱερεῖς συλλειτουργοῦσαν μέ τούς Ἁγιοταφίτες.Στή Σάμο,ὅπως σημειώσαμε, λειτουργοῦσε σέ ξωκκλήσια!Κάποτε λειτουργοῦσε στόν Ἅγιο Γεώργιο.Τούς πέταξαν ἔξω τά ὄργανα τῆς καινοτομίας. Ἕνας ἀπ' αὐτούς πέταξε καί τά Ἅγια.Ὁ παπα-Λεόντιος τότε τοῦ εἶπε:-Κακό τέλος νά ἔχεις!Καί πράγματι αὐτός ὁ ἀσεβής,καθόταν κάποτε καί κάπνιζε κοντά σέ ἕνα βαρέλι μέ πετρέλαιο.Τό ἄνοιξε νά δεῖ πόσο πετρέλαιο εἶχε μέσα, αί τά εὔφλεκτα ἀέρια,πού εἶχαν συγκεντρωθεῖ στό βαρέλι,πῆραν φωτιά καί ἔγινε ἔκρηξη καί ὁ ἴδιος κάηκε ζωντανός καί εἶχε φρικτό θάνατο!Ἦταν αὐστηρός νηστευτής.Οὔτε τό Πάσχα δέν ἔτρωγε!Κάποτε, Πάσχα,θά τρώγαν κάτι σαρδέλες,στό Μοναστήρι πού βρέθηκε.Τόν πίεζαν νά φάει κι αὐτός!Πῆρε ἕνα κόκκαλο ἀπό μιά σαρδέλα καί τό κατάπιε, γιά νά τούς κάνει τό θέλημα!Κάποτε εἶχε ἔλθει στή Σάμο γιά διακοπές, ἀπό ὅπου καταγόταν, μέ τήν οἰκογένειά του ἀπό τήν Γερμανία, ἕνας φίλος μου, ὁ Γιάννης, πού δούλευε σέ μιά Κοινωνική ὑπηρεσία Δήμου στή Γερμανία.Πηγαίνοντας γιά μπάνιο μέ τό αὐτοκίνητό του, βλέπει τόν παπά-Λεόντιο καταμεσήμερο, στόν ἔρημο δρόμο, πού τοῦ σήκωσε τό χέρι.-Σταμάτα, τοῦ λέει!-Ἐγώ σέ αὐτοκίνητο δέν μπαίνω, ἀλλά στό δικό σου θά μπῶ! γιατί ἐσύ θά γίνεις ἱερεύς!Πῆγε μέχρι λίγο παρακάτω μαζί τους, καί μέσ' τήν ἐρημιά κατέβηκε.Ὁ φίλος μου ὁ Γιάννης τἄχασε!Δέν εἶχε ξανασυναντήσει τέτοιον ἄνθρωπο.Τόν θεώρησε τρελλό!Ἔτσι,ὅπως τόν εἶδε ρακένδυτο καί ξυπόλυτο!Πέρασαν τρία χρόνια καί χειροτονήθηκε ἱερεύς,ὁ παπά-Γιάννης!Τό περιστατικο μοῦ τό διηγήθηκε ὁ ἴδιος,ὅταν ζοῦσε στήν Γερμανία.Πολλά θαυμάσια περιστατικά μοῦ διηγήθηκε καί ὁ τ. πρόεδρος τῆς Βερδικούσσας,ὁ κ. Θεόδωρος Καφφές, γιά τόν παπα-Λεόντιο.Ότι περπατοῦσε ξυπόλυτος μέσα στό χιόνι καί ἀπό τίς πατοῦσες του ἔτρεχε αἷμα!Ὅτι μπαίνοντας στόν Ναό τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, στή Θεσσαλονίκη,μαζί του, μυρόβλυσε ὅλη ἡ Ἐκκλησία καί ἐκεῖ ἔβγαλε λόγο μέ παρρησία ὁ παπά-Λεόντιος,καυτηριάζοντας στό κέντρο τῆς πόλης τήν καινοτομία τοῦ Νεοημερολογιτισμοῦ καί τόν φοβερό Οἰκουμενισμό!Καί κανένας δέν τόμησε νά ἀντιλέξει,γιατί ἔβλεπαν τό μεγάλο θαῦμα τῆς μυροβλυσίας μπροστά στά μάτια τους!Προσευχόταν ὁ παπα-Λεόντιος,στό δωμάτιο,πού τόν φιλοξενοῦσε ὁ πρόεδρος καί,ὅταν ἄνοιξε γιά νά τοῦ μιλήσει,τόν εἶδε λουσμένο στόν ἱδρῶτα,νά προσεύχεται μέ λιγμούς καί μέ κραυγή ψυχῆς πρός τόν Θεόν!Ἐπισκέφθηκαν κάποτε τόν παπα-Λεόντιο σέ ἕνα Μοναστήρι, που βρισκόταν,μερικοί ἀδελφοί ἀπό τήν Πάτρα.Τούς σταύρωσε ὅλους ὁ παπα-Λεόντιος καί τούς εὐλόγησε,ἐκτός ἀπό τόν ἱερομόναχο τῆς συνοδείας,πού τόν ἔφτυνε συνέχεια!Αὐτός ὁ ἱερομόναχος πῆρε ἄσχημο δρόμο στή συνέχεια,γιατί, φαίνεται,δέν εἶχε καθαρό βίο,ὅπως ὀφείλουν νά ἔχουν οἱ ἱερεῖς καί καθαιρέθηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία,γιατί σκανδάλιζε τόν κόσμο μέ τήν ἀπρόσεκτη ζωή του.Κάποτε,ἀπό φθόνο τοῦ διαβόλου,ἔσπασε τό γυάλινο Ἀρτοφόριο,πού εἶχε πάντοτε μαζί του ὁ παπα-Λεόντιος, γιά νά κοινωνεῖ τούς ἀσθενεῖς καί νά μεταλαμβάνει καί ὁ ἴδιος,ὄντας ιερεύς,ὅταν δέν μποροῦσε νά λειτουργήσει,μιά καί ἦταν σέ διαρκῆ νηστεία.Ἔσκυψε μέ ἰδιαίτερη εὐλάβεια, μάζεψε τά γυαλιά καί τόν Ἅγιο Ἄρτο,ἔκανε τά γυαλιά μικρά κομματάκια σέ ἕνα γουδί χτυπώντας τα μέ τό γουδοχέρι καί τά κατέλυσε ὅλα.Περίμεναν νά πεθάνει ἀπό ἐσωτερική αἱμορραγία,ἀφοῦ θά κατακόβονταν τά σπλάχνα του ἀπό τά γυαλιά,ἀλλά τίποτε δέν ἔπαθε!Συνέχισε νά κηρύσσει καί νά διδάσκει τόν λαό μέ παρρησία μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του,τό 1995.Δίδασκε νά νηστεύουν ὅλοι καί νά ἐπιμελοῦνται τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς τους συνεχῶς,μέ ἀδιάλειπτη προσευχή ἐφαρμόζοντας τό Ἅγιο Εὐαγγέλιο καί τίς ἐντολές τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Κυρίως κήρυσσε νά ἐπιστρέψουν ὅλοι στήν Ὀρθοδοξία καί στό Πάτριο Ἑορτολόγιο καί νά ἐγκαταλείψουν τήν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ."Ἡ ἀγάπη οὐ λογίζεται τό κακόν"



Ἀγαπημένοι μου πνευματικοὶ ἀδελφοί!

Ἀνάμεσα στοὺς ὡραίους καρποὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ξεχωρίζει,ὡς χάρισμα τῆς ψυχῆς,ποὺ ἀγαπᾶ ἰδιαίτερα τὸν Χριστόν μας,ἡ ἀγαθωσύνη!Συνδυάζεται πάντοτε μὲ τὴν συγχωρητικότητα,τὴν κατανόηση,τήν καλωσύνη καὶ τὴν ἐλεημοσύνη!Ἀληθινὰ καὶ κατὰ Θεὸν δίκαιος εἶναι ὁ ἐλεῶν ὅλην τὴν ἡμέραν,μὲ προσευχὴ γιὰ τοὺς ἀδελφούς,μὲ καλὸν λόγον,ἀγαθὲς σκέψεις καὶ καλοὺς λογισμοὺς γιὰ ὅλους!Τότε ἡ ψυχὴ μας γίνεται ὁλάνθιστο πνευματικὸ περιβόλι!Καρπὸς τῆς ἀγαθωσύνης εἶναι ἡ εἰρήνη καὶ ἡ πραότητα,ἡ γλυκύτητα τῶν ὑποστηρικτικῶν καὶ παρηγορητικῶν λόγων στοὺς ἀσθενεῖς πνευματικὰ καὶ σωματικά.Ἡ ἀγαθωσύνη,ὡς ἐλεημοσύνη ἐκφράζεται καὶ μὲ τὴν ὑλικὴ κατὰ τὸ δυνατὸν συμπαράσταση στοὺς ἐνδεεῖς καὶ ἀπόρους ἀδελφούς μας.Μεγάλη παρρησία κοντὰ στὸν Θεὸν ἀποκτάει ἡ ψυχή μας μὲ τὴν ἐλεημοσύνη καὶ στὸν νῦν αἰῶνα, στὰ αἰτήματα τῶν προσευχῶν μας,ἀλλὰ κυρίως τὴν Ἡμέρα Ἐκείνη, ἐνώπιόν του Δίκαιου Κριτῆ!Γιαὐτό, ἰδιαίτερα σήμερα,σὲ ἡμέρες πνευματικῆς κυρίως κρίσεως,ἂς καλλιεργήσουμε συνειδητὰ τὸν ὡραιότατο αὐτὸν καρπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος,τὴν ἀγαθωσύνη,ὁμοιάζοντας μὲ τὸν Χριστόν μας,ποὺ ἀνατέλλει τὸν ἥλιον Αὐτοῦ ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους καὶ ποὺ ἡ δικαιοσύνη Του ἀποδεικνύεται στὰ ἔργα μας μᾶλλον,ὡς διαρκής φιλανθρωπία καὶ μέγα ἔλεος!



1Ἴσως οἱ διηγήσεις αὐτές ἀναφέρονται σέ ἄλλον ἀσκητή καί ὄχι στόν παπα-Λεόντιο τῆς Σάμου, πού ἦταν ἔγγαμος ἱερεύς καί δέν εἶχε πάει ποτέ στό Ἅγιον Ὄρος, ὅπως μᾶς διεβεβαίωσε ὁ π. Ἀζαρίας, ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Γροργοϋπηκόου στά Βίλλια Ἀττικῆς. Ὁ π. Ἀζαρίας κατάγεται ἀπό τήν Σάμο καί μᾶς διηγήθηκε πολλά θαυμάσια γιά τόν π. Λεόντιο. Πολλά, βέβαια, ἀπό τά ἀναφερόμενα καί στίς παραπάνω διηγήσεις εἶναι γεγονότα ἀληθινά καί εἶναι ἀπό τόν βίο τοῦ παπα-Λεόντιου, πού γιά ἕνα διάστημα εἶχε ἐξαφανισθεῖ ἀπό τήν Σάμο, ὅταν πῆγε στά Ἱεροσόλυμα!... ἤ καί στό Ἅγιον Ὄρος!...;2 Μέ ἐξαίρεση τό γεγονός πού ἀναφέρεται πιό κάτω.3 Σύγκρινε, Βλασίου Μοναχοῦ, ἁγιορείτου, Οἱ ἀόρατοι ἐρημίτες τοῦ Ἄθωνα, 2007.Πηγή:ΣΤΩΜΕΝ ΜΕΤΑ ΦΟΒΟΥ,από το ομώνυμο Ιστολόγιο του πατρός Νικολάου Δημαρά.Τίτλος,επιμέλεια κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
  

Πρωτοπρεσβύτερος π.Νικόλαος Δημαράς




Τετάρτη 21 Ιανουαρίου 2015

Ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος ὁ Κοινοβιάρχης (11 Ἰανουαρίου)

Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.




Τα νεανικά του χρόνια

Ο Όσιος Θεοδόσιος, ο Κοινοβιάρχης, γεννήθηκε το 423 ή 424 μ. Χ. σ’ ένα χωριό της Καππαδοκίας, το οποίον ονομαζότανε Μογαρισσός. Οι γονείς του ήτανε ευσεβείς χριστιανοί και τον διαπαιδαγώγησαν με τον καλύτερο τρόπο, στη χριστιανική πίστη, στη χριστιανική αρετή και στην χριστιανική ζωή. Ο πατέρας του ονομαζότανε Προαιρέσιος, η δε μητέρα του Ευλογία. Από πολύ μικρός υπηρετούσε ο Θεοδόσιος στον Ιερό Ναό της πατρίδος του, σαν αναγνώστης. Εκεί μέσα, στους ναούς και τα εξωκκλήσια άρχισε να μεγαλώνει μέσα του μια έντονη δίψα για ζωή χριστιανική. Ήθελε να ζήση για την πίστη του Χριστού, σαν αθλητής. Η απόφασης του να εγκαταλείψει τα εγκόσμια ωρίμαζε όλο και πιο πολύ. Ήθελε να γίνει ασκητής στην έρημο.

Στα Ιεροσόλυμα

Το 451 μ. Χ. εγκαταλείπει ο Θεοδόσιος την ιδιαιτέρα του πατρίδα, το χωριό του και πηγαίνει στα Ιεροσόλυμα. Η επιθυμία του είναι να δη τους Αγίους τόπους και να προσκύνηση εκεί όπου χύθηκε το Αίμα του Σωτήρος μας Χριστού. Όταν έφθασε ο Θεοδόσιος στην Αντιόχεια της Συρίας, έκανε ένα σταθμό. Ήθελε να δει εκεί και να πάρει την ευλογία του Αγίου Συμεών του Στυλίτου. Όταν έφτασε κοντά στον άγιο εκείνο άνδρα, τον έπιασε ρίγος και συγκίνηση. Ο Συμεών του μίλησε με τ’ όνομά του, σαν να τον γνώριζε! Έπειτα ανέβηκε πάνω στον στύλο για να δει από κοντά τον άγιο και να κουβεντιάσει μαζί του. Εκεί άκουσε ο Θεοδόσιος λόγια, γεμάτα σοφία και προφητική δύναμη. Ευτυχισμένος και τονωμένος αποχαιρετάει τον γέροντα Συμεών και προχωρεί για τα Ιεροσόλυμα. Εκεί πάλι η καρδιά του πλημμυρίζει από ευγνωμοσύνη για την Μεγάλη θυσία του Χριστού. Ζει εσωτερικά το Θείο Δράμα και η πίστης του μεγαλώνει και δυναμώνει. Αρχίζει έπειτα να σκέφτεται τους αγώνες και τις θυσίες, που χρειάζονται άθλησης της αρετής στην έρημο. Αποφασίζει, λοιπόν, να προετοιμαστεί, για το στάδιο της ασκήσεως. Και η πρώτη του σκέψης είναι να ασκηθεί προηγουμένως κοντά σε κάποιο γέροντα, δίπλα σε κάποιον πατέρα ασκητή, για να μάθη ν’ αντιμετωπίζει τις επιθέσεις των ασάρκων έχθρων, των σκοτεινών δαιμόνων.

Κοντά στο Λογγίνο

Πήγε τότε ο Θεοδόσιος στον ξακουστό γέροντα Λογγίνο. Κοντά στον Λογγίνο διδάχθηκε πολλά ο Θεοδόσιος. Είδε τις νηστείες του, τις προσευχές του, τις αρετές του και τους αγώνες του εναντίον του πονηρού. Διδάχτηκε την υπομονή, την υπακοή, την καρτερία και την χαλιναγώγηση σε κάθε τι το αμαρτωλό και ψυχοφθόρο. Έτσι πέρασε αρκετός χρόνος. Ο Θεοδόσιος ήτανε πλέον ένας καλογυμνασμένος στην άσκηση της αρετής άνδρας. Έπρεπε τώρα ν’ αποσυρθεί σε δικό του Ησυχαστήριο. Έπρεπε να δοκιμάσει και μόνος του να παλέψει με τον σατανά.... Αποχαιρέτησε, λοιπόν, με συγκίνηση τον γέροντα ησυχαστή Λογγίνο και πήγε σε δικό του οίκο ασκήσεως. Εκεί έλαμψε η προσωπικότης του και έγινε ξακουστό τ’ όνομά του. Τον λάμπρυνε η αυστηρή ασκητική ζωή του και οι αδαμάντινες αρετές του... Κόσμος πολύς άρχισε να τρέχει εκεί κοντά του, για να τον ακούσει, για να τον συμβουλευτεί, για να δει την ασκητική μορφή του. Όταν όμως πύκνωσαν πολύ οι επισκέπτες, ο Όσιος Θεοδόσιος, αποφάσισε, ν’ απομακρυνθεί πιο πολύ από τον κόσμο. Προχώρησε, λοιπόν, ψηλά - ψηλά προς το όρος. Βαθειά προς την έρημο. Πολλά χιλιόμετρα μακριά από την Ιερουσαλήμ. Εκεί βρήκε μια σπηλιά, την οποίαν χρησιμοποίησε για ησυχαστήριο. Λέγεται πως σ’ εκείνη τη σπηλιά διανυκτέρευσαν και οι τρεις Μάγοι, μετά την προσκύνηση του Θείου Βρέφους. Εδώ στο όρος αρχίζει ο Όσιος μια νέα περίοδο πιο έντονης ασκητικής ζωής.

Η θαυματουργική φανέρωσης του θελήματος του Θεού


Με το πέρασμα των χρόνων πολλοί νέοι φωτίζονται από την Αγία ζωή του Θεοδοσίου και τρέχουν εκεί κοντά του για να τον μιμηθούν στην άσκηση της αρετής. Ο αριθμός των αδελφών, που συγκεντρώνονται στο όρος, μεγάλωνε και η πύκνωσης αυτή άρχισε να βάζει σε σκέψεις τον Θεοδόσιο. Τι πρέπει τώρα να κάνη; Ν’ αποσυρθεί σε νέο, δικό του ησυχαστήριο ή να αναλάβει την μέριμνα όλων των αδελφών, που συγκεντρώθηκαν εκεί; Σκέπτεται: Ποίο άραγε είναι το θέλημα του Θεού; Τότε, στην δύσκολη αυτή ώρα της αμφιβολίας, ζητάει την βοήθεια του Θεού. Παίρνει το θυμιατήρι του, βάζει μέσα σβηστά κάρβουνα, προσθέτει και λιβάνι και λέει στους αδελφούς του:
- Αδελφοί μου, θα ζητήσω σημείο από τον Θεό, να μας φανερώσει δηλαδή ποιο είναι το θέλημά Του. Να φτιάξουμε ή όχι κοινόβιο;
Θα προχωρήσουμε γι αυτό προσευχόμενοι μέσα στην έρημο. Και αν τα κάρβουνα στο θυμιατήρι μου ανάψουν μόνα τους, εκεί μέσα σ’ εκείνο το σημείο, που θα συμβεί αυτό, θα κτίσουμε το Μοναστήρι όπου θα ζούμε χριστιανικά όλοι μαζί. Εκεί θα ιδρύσουμε το Κοινόβιο. Πήρε λοιπόν το θυμιατήρι ο Όσιος Θεοδόσιος και ακολουθούμενος από τους άλλους αδελφούς του, προχώρησε προς την έρημο, προσευχόμενος.
Έτσι με σιγή, με κατάνυξη και προσευχή προχώρησαν πολύ. Πέρασαν πολλά σημεία, τα οποία εφαίνοντο κατάλληλα για Μοναστήρι, αλλά το θεϊκό σημάδι δεν φαίνονταν. 
Φτάσανε μέχρι την έρημο Κουτιλά και πέρασαν στην λίμνη της Ασφαλίτιδος. Έπειτα σταμάτησε για λίγο ο όσιος Θεοδόσιος και είπε στους αδελφούς, ότι θα ακολουθούσανε τον δρόμο της επιστροφής. Πίστεψε ο Όσιος για μια στιγμή, ότι ίσως, δεν ήτανε θέλημα του Θεού να κτιστεί το Μοναστήρι. Δεν σταμάτησε όμως την πορεία, ούτε ολιγοπίστησε. Με τον ίδιο ενθουσιασμό και με την αυτή θερμή προσευχή συνέχισε τον δρόμο της επιστροφής. Όταν φτάσανε κοντά στο σπήλαιο, εκεί που ήτανε το ησυχαστήριο του Οσίου, το θαύμα έγινε. Τα σβησμένα κάρβουνα μέσα στο θυμιατήρι άναψαν μόνα τους και απλώθηκε τότε το άρωμα, η μοσχοβολώ του λιβανιού! Οι άλλοι αδελφοί, μόλις είδανε το θαύμα, δοξάσανε τον Θεό και η πίστη τους στερεώθηκε πιο πολύ.


Το κτίσιμο του Μοναστηριού
Το Μοναστήρι, λοιπόν, δεν άργησε να κτιστεί. Πέσανε όλοι με ζήλο στη δουλειά. Ανοίξανε θεμέλια και κουβαλούσανε υλικά. Πολλά πουγκιά πλουσίων άνοιξαν και δώσανε δωρεές για την αγορά των υλικών. Επικρατούσε χαρά ουράνιος και ενθουσιασμός. Η δουλειά προχωρούσε και ο ουράνιος Πατέρας ευλογούσε το έργο. Έτσι, εκεί σ’ ένα ερημικό τόπο που βρίσκεται πέραν της Νεκράς Θαλάσσης, κτίσθηκε μεγάλος Ναός και Μοναστήρι. Το Μοναστήρι εκείνο, με την πνοή τού Οσίου Θεοδοσίου τού Κοινοβιάρχου, έγινε λιμάνι των πονεμένων και των δυστυχισμένων. Δεν στέγαζε μονάχα τούς άπορους και δεν χόρταινε τούς νηστικούς με υλικά αγαθά, αλλά επί πλέον τους τόνωνε, τους δυνάμωνε και τούς προετοίμαζε ν’ αντιμετωπίσουν την ζωή με χαρά και αισιοδοξία. Τους έφερνε κοντά στο Θεό και στη σωτηρία. Στο Μοναστήρι αυτό εφαρμοζόντανε οι κανόνες της ζωής των Μοναχών. Το κοινόβιο λειτουργούσε σύμφωνα με τις γραμμές που χάραζε ο σεβάσμιος γέροντας Θεοδόσιος. Αυτός ήτανε ο Αρχηγός του Κοινοβίου. Γι’ αυτό και ονομάζεται Κοινοβιάρχης.


Το Κοινόβιο


Επτακόσιοι περίπου Μοναχοί συγκεντρώνονται στο Κοινόβιο του Οσίου Θεοδοσίου. Για την ακρίβεια 693 αναφέρονται αλλού οι μαθητές του Αγίου εκείνου ανδρός. Όλοι αυτοί ζουν στο Κοινόβιο, τελειώνουν θεάρεστα την ζωή τους. Άλλοι απ’ αυτούς αναδεικνύονται ηγούμενοι και άλλοι επίσκοποι. Ανεβαίνουν στα εκκλησιαστικά αξιώματα όχι με κίνητρα και επιδιώξεις. Δεν χρησιμοποιούν πρόσωπα ισχυρά και πλάγια μέσα. Τους ανεβάζει η λαμπρότης τους, ο αδαμάντινος χαρακτήρας, η αρετή τους. Η εκλογή τους δεν είναι ανθρώπινη επιστράτευσης, αλλά θεία και ουράνια κλήσης. Η φήμη του Οσίου Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου και η υποδειγματική οργάνωσης του Κοινοβίου διαδίδεται παντού. Κόσμος πολύς τρέχει να ζήση και να χαρεί εκεί -άλλοι για λίγο και άλλοι για πάντα- την ζωή των αρνητών του ψεύτικου κόσμου, την ατμόσφαιρα της ηρωικής ασκήσεως των Μοναχών. Με πραότητα, και καλοσύνη και γλυκύτητα φερότανε σε όλους. Ο λόγος του έσταζε μέλι. Προσπαθούσε να πείσει τον συνάνθρωπο του στην αλήθεια φυσικά και χωρίς βιασύνη. Ωφελούσε, επίσης αφάνταστα τους μαθητές τους με περικοπές που ανέφερε από τις Γραφές και με λόγια των Αγίων Πατέρων. Δεν έχανε ποτέ ευκαιρία, που να μη πη ένα ρητό, μια σοφία, ένα παράδειγμα απ’ όσα άκουσε, έμαθε, η διάβασε. Του άρεσε πολύ να περνάει τις ελάχιστες στιγμές της ησυχίας του διαβάζοντας τις αστείρευτες πηγές της γνώσεως, την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη.

Στύλος Ορθοδοξίας

Αλλά ενώ σε όλες του τις εκδηλώσεις ήτανε ήρεμος, πράος, ταπεινός και ήσυχος ο Θεοδόσιος, δεν συνέβαινε το ίδιο και όταν επρόκειτο να κινδυνέψει η πίστης, όταν σκοτεινές και σατανικές δυνάμεις απειλούσαν την Ορθοδοξία. Τότε ο Άγιος γέροντας θέριευε. Ύψωνε ανάστημα και γινότανε σαν φωτιά και σαν μαχαίρι που καίει, που κόβει κι αφανίζει τα ζιζάνια. Σε τέτοιες περιπτώσεις ο Όσιος γίνεται λιοντάρι, γίνεται παλληκάρι του Χριστού και πολεμάει τους αιρετικούς. Δεν εξετάζει τι είναι, πως λέγονται, ποια δύναμη και ποια εξουσία έχουνε. Τα χρόνια εκείνα επί αυτοκράτορα Κωνσταντινουπόλεως - Αναστασίου (491-518), είχε ξεσπάσει σαν θύελλα η αίρεσης των δυσσεβών Ευτυχούς, Διοσκούρου και Σεβήρου. Ο αυτοκράτορας Αναστάσιος ο Α΄ συμπαθούσε της αίρεση αυτή των Μονοφυσιτών και προσπάθησε με κάθε τρόπο να κλείσει τα στόματα των Ορθοδόξων κληρικών και των αγωνιστών Μοναχών και αργότερα διέταξε κλήρο και λαό να υποταχθούν στον Μονοφυσιτισμό. Αλλά ο Θεοδόσιος αναλαμβάνει αγώνα γενικής εξεγέρσεως εναντίον των αυτοκρατορικών ατοπημάτων. Ξεσηκώνει όλα τα Μοναστήρια. Τρέχει σε πόλεις και σε χωριά και μιλάει. Διαφωτίζει και κατατοπίζει τους Χριστιανούς για την σοβαρότητα της καταστάσεως. Ξεσηκώνει τον Ορθόδοξο Λαό και τον προετοιμάζει για σθεναρή άμυνα, για αντίδραση στα σχέδια των αιρετικών. Τους προετοιμάζει να αγωνιστούν, να πολεμήσουν το σκότος των αιρέσεων, αψηφώντας τις απειλές και τους κινδύνους.

Στην εξορία

Ο αυτοκράτορας μαθαίνει την δραστηριότητα του Οσίου και την αντίσταση που οργανώνεται εξ αιτίας εκείνου, στα αιρετικά σχέδιά του. Μαθαίνει από τους ανθρώπους του ο Αναστάσιος, ότι η κινητήρια δύναμις, ο μοχλός της αντιστάσεως, ο ιθύνων νους όλων των ενεργειών είναι ο Θεοδόσιος. Γεμάτος, λοιπόν, θυμό ο αυτοκράτορας και τυφλωμένος από εγωισμό, διατάζει να εξοριστεί ο Όσιος. Οδηγείται τότε ο Σεβάσμιος γέροντας μακριά από το Κοινόβιο στην εξορία, ενώ εφαίνετο ότι μαύρα και σκοτεινά σύννεφα απλωνόταν στον ολοκάθαρο και φωτεινό ουρανό της Ορθοδοξίας. Αλλά ο Θεός δεν άφησε για πολύ τον κίνδυνο να περικυκλώσει την Ορθοδοξία. Αφαίρεσε την ζωή του αιρετικού αυτοκράτορα Αναστασίου. Ύστερα απ’ αυτό η ταραχή στην Εκκλησία κόπασε και τα σκάνδαλα ησυχάσανε. Τότε απομακρύνθηκαν οι αιρετικοί αρχιερείς, από τους θρόνους τους και όλοι οι εξόριστοι αρχιερείς, όλοι οι υπερασπιστώ της Ορθοδοξίας, πήραν τις θέσεις τους. Έτσι μετά το θάνατο του αυτοκράτορα Αναστασίου διακόπτεται και η εξορία του Οσίου Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου, ο οποίος θριαμβευτής πλέον, επιστρέφει κοντά στους αδελφούς του, στο Κοινόβιο. Ο Θεός, για να αμείψει την πίστη και την ταπείνωση του Οσίου Θεοδοσίου, του έδωσε την δύναμη να κάνη θαύματα. Και πολλά θαύματα έκανε ο Άγιος.

Το αιρετικό Μοναστήρι

Κάποτε πήγαινε ο Όσιος σ’ ένα χωριό Βόστρα ονομαζόμενο για να επισκεφτεί εκεί ένα κοινόβιο. Ο Ηγούμενος του Κοινοβίου εκείνου ήτανε ενάρετος φίλος του, ονόματι Ιουλιανός. Καθώς, λοιπόν, προχωρούσε προς τα εκεί, πέρασε δίπλα από ένα άλλο μοναστήρι, του οποίου οι μοναχοί ακολουθούσανε την αίρεση των Μονοφυσιτών. Οι Καλόγεροι εκείνοι μόλις τον είδανε συγκεντρώθηκαν κι άρχισαν να τον κοροϊδεύουν. Συγχρόνως δε και μια αδιάντροπη γυναίκα τον έβριζε και τον ονόμαζε πλάνο, ψεύτη κ.λ.π. Τότε ο άγιος γέροντας καταράστηκε το Μοναστήρι εκείνο και είπε να μη μείνει ούτε λιθάρι εκεί... Και ο λόγος του εισακούστηκε. Η μεν γυναίκα εκείνη βρήκε τρομερό θάνατο, το δε Μοναστήρι το κατέστρεψαν μια νύχτα οι Αγαρηνοί, αφού πήρανε μαζί τους σκλάβους τους αιρετικούς Μοναχούς!

Το τέλος του Οσίου

Τα χρόνια όμως πέρασαν. Το στερημένο και βασανισμένο κορμί του Αγίου, που πέρασε 
τόσες αγρυπνίες, νηστείες και κακουχίες, λύγισε. Μέσα στα βαθειά γεράματα τον βρίσκει και μια μεγάλη αρρώστια. Είναι η τελευταία δοκιμασία του Θεού. Η αρρώστια αυτή τον κρατάει ένα ολόκληρο χρόνο στο κρεβάτι. Βασανίζεται ο Όσιος με πόνους φοβερούς. Το σώμα του γίνεται πλέον σαν σκελετός. Ο υπέροχος όμως αθλητής της ερήμου δεν βαρυγγομάει. Αντιθέτως δοξάζει τον Θεό και προσεύχεται. Αλλά και άρρωστος συνεχώς δίδασκε τους Μοναχούς. Τους καθοδηγούσε και τους έλεγε πως να πολεμούν τους πειρασμούς και να μη τα χάνουν στους κινδύνους, στους πόνους και τις θλίψεις. Τρεις μέρες προτού κοιμηθεί, ο Όσιος κάλεσε τρεις επισκόπους από τους οποίους εζήτησε συγχώρηση. Έπειτα τους ασπάστηκε, ενώ εκείνοι έκλαιγαν, διότι πίστευαν πως η απώλεια του, ο θάνατος του ήτανε μεγάλη ζημία Περίμενε έπειτα με ψυχραιμία τον θάνατο. Μέχρι την τελευταία στιγμή προσευχότανε ο Όσιος. Και όταν ο Θεός θέλησε, σταύρωσε τα χέρια του και η αγία του ψυχή ανέβηκε ολόλευκη στους ουρανούς. Στις 11 Ιανουαρίου του 529 τελείωσε η επίγεια ζωή του μεγάλου Οσίου Θεοδοσίου. Λύπη τότε απλώθηκε σ’ όλο το Κοινόβιο για την απώλεια του Κοινοβιάρχου. Η είδησης διαδόθηκε σαν αστραπή από Μοναστήρι σε Μοναστήρι και από χωριό σε χωριό. Το γεγονός αυτό έγινε μαθευτό και στα Ιεροσόλυμα. Πλήθος κληρικών, μοναχών και λαός πολύς έτρεξαν στο Κοινόβιο, για να βρεθούν στην κηδεία του Αγίου ανδρός. Και όταν είχαν πλέον συγκεντρωθεί όλοι, ιερείς, ηγούμενοι, αρχιερείς και μέγα πλήθος κόσμου και ψάλλανε τη νεκρώσιμη ακολουθία, βρίσκανε μεγάλη δυσκολία στον ενταφιασμό. Κι αυτό συνέβαινε, διότι όλο το αναρίθμητο πλήθος ήθελε ν’ ασπασθεί τον Άγιο! Ήθελε να τον δει και να τον αγγίξει.

Ο δαιμονισμένος

Μέσα στο πλήθος προβάλλει κι’ ένας δαιμονισμένος, που κλαίει και οδύρεται. Πλησιάζει το λείψανο του Οσίου και χτυπάει τα χέρια του απελπισμένος. Αλλοίμονο μου, λέει. Όσο ζούσες εσύ, άγιε Γέροντα, είχα ελπίδα να γίνω καλά. Όσες φορές ερχόμουνα εδώ και σ’ έβλεπα μ’ ανακούφιζε η ελπίδα. Τώρα τι να κάνω ο ταλαίπωρος. Είναι καλύτερα να ταφώ μαζί σου, άγιε, ζωντανός παρά να με βασανίζει ο τρισκατάρατος... Κι ενώ έλεγε αυτά αγγίζοντας το λείψανο του Οσίου, το κορμί του σείστηκε, έπεσε κάτω και κυλίστηκε με σπασμούς. Ο Όσιος με τη δύναμη του Θεού -και με το λείψανο του τώρα- έκανε το θαύμα του. Ύστερα από τους σπασμούς το δαιμόνιο, με τη βοήθεια του Αγίου, εγκατέλειψε τον δαιμονισμένο. Εκείνος σηκώθηκε κατόπιν υγιής και γαλήνιος κι’ ευχαρίστησε τον Όσιο δοξάζοντας τον Θεό, που δίνει τέτοια δύναμη στου αγίους Του... Έπειτα έγινε η ταφή του Αγίου. Ήτανε τότε 105 ετών.


Στίχος

Κοινοῦ Θεοδόσιος Ἡγεμὼν βίου, κοινὴ Μονασταῖς ἐκβιώσας ζημία. Ἑνδεκάτῃ ὀλοὸν βίοτον λίπε Κοινοβιάρχης.



Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. δ΄.

Ταῖς τῶν δακρύων σου ῥοαῖς, τῆς ἐρήμου τό ἄγονον ἐγεώργησας· καί τοῖς ἐκ βάθους στεναγμοῖς, εἰς ἑκατόν τούς πόνους ἐκαρποφόρησας·καί γέγονας φωστήρ τῇ οἰκουμένῃ, λάμπων τοῖς θαύμασιν. Θεοδόσιε Πατήρ ἡμῶν ὅσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.



Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλάγιος α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον

Ἀρεταὶς θεοσδότοις ἐκλάμψας ὅσιε, Μοναστικῆς πολιτείας ὤφθης λαμπρὸς χαρακτήρ, καὶ φωστὴρ θεοειδὴς Πάτερ καὶ ἔξαρχος, Θεοδόσιε σοφέ, τῶν Ἀγγέλων μιμητά, θεράπων ὁ τῆς Τριάδος ἣν ἐκδυσώπει ἀπαύστως,ἐλεηθήναι τᾶς ψυχᾶς ἠμῶν.




Κοντάκιον Ἦχος πλ. δ΄ Τῇ ὑπερμάχῳ

Πεφυτευμένος ἐν αὐλαῖς ταῖς τοῦ Κυρίου σου, τάς σάς ὁσίας ἀρετάς τερπνῶς ἐξήνθησας, καί ἐπλήθυνας τά τέκνα σου ἐν ἐρήμῳ, τῶν δακρύων σου τοῖς ὄμβροις ἀρδευόμενα, ἀγελάρχα τῶν Θεοῦ θείων ἐπαύλεων· ὅθεν κράζομεν· Χαίροις Πάτερ Θεοδόσιε. 



Κάθισμα Ἦχος πλ. δ΄. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον

Ἐγκρατείᾳ καὶ πόνοις καὶ προσευχαῖς, τὴν ψυχήν σου κοσμήσας θεοπρεπῶς, γέγονας συμμέτοχος, τῶν Ὁσίων Ἀοίδιμε· καὶ τῶν θαυμάτων ὄντως, χαρίσματα ἔλαβες, τοῦ ἰᾶσθαι τάς νόσους, τῶν πίστει τιμώντων σε· ὅθεν καὶ Δαιμόνων, ἀπελαύνων τὰ πλήθη, παρέχεις ἰάματα, τοῖς ἀνθρώποις τῇ χάριτι, θεοφόρε Θεοδόσιε. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.



Ὁ Οἶκος

Ἄνθρωπος μὲν τῇ φύσει ἐχρημάτισας Πάτερ, ἀλλ' ὤφθης συμπολίτης Ἀγγέλων· ὡς γὰρ ἄσαρκον ἐπὶ τῆς γῆς βιοτεύσας σοφέ, τῆς σαρκὸς ἅπασαν τὴν πρόνοιαν ἀπέρριψας· διὸ καὶ παρ᾿ ἡμῶν ἀκούεις· Χαίροις, πατρὸς εὐλαβοῦς ὁ γόνος, χαίροις, Μητρὸς εὐσεβοῦς ὁ κλάδος. Χαίροις, τῆς ἐρήμου πολιστὴς παγκόσμιος· χαίροις οἰκουμένης φωστὴρ ὁ πολύφωτος. Χαίροις, ὅτι ἐκ νεότητος ἠκολούθησας Χριστῷ, χαίροις ὅτι κατεμάρανας τῆς σαρκὸς τάς ἡδονάς. Χαίροις, τῶν Μοναζόντων πρόξενος σωτηρίας, χαίροις, τῶν ῥαθυμούντων τρόπος παρηγορίας. Χαίροις, πολλοὺς ἐκ πλάνης ῥυσάμενος, χαίροις, κρουνοὺς θαυμάτων δωρούμενος. Χαίροις, πτωχῶν τὴν φροντίδα ποιήσας, χαίροις, ἡμῶν ὁ προστάτης καὶ ῥύστης· Χαίροις, Πάτερ Θεοδόσιε. 



Μεγαλυνάριον

Δόσιν θεοδώρητον εἰληφώς, δόσεσιν ὁσίαις, τὰς χορείας τῶν Μοναστῶν, ἱερῶς ῥυθμίσας, δοτοὺς Θεῷ προσῆξας, τοὺς σοὶ ἐφαπομένους, ὦ Θεοδόσιε.