A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !
✞ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος ✞
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2014

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΚΑΙ Η ΑΔΙΚΗ «ΚΑΘΑΙΡΕΣΗ» ΤΟΥ



Θεόφιλος ὁ Ἀλεξανδρείας μεταβὰς εἷς Κωνσταντινούπολιν καὶ λαβῶν«προδήλους» «ἐχθροὺς» (Παλλαδίου Ἐλενουπόλεως, PG. 47, 29) τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ χρυσοστόμου, συνεκρότησεν «ἐπὶ Δρῦν» (Τοῦ αὐτοῦ , PG. 47, 28) Σύνοδον. Διὰ τῆς ἐχθρικῆς ταύτης Συνόδου, καθήρεσε τὸν Χρυσόστομον ἀδίκως (Τοῦ αὐτοῦ, PG. 47, 30).  


Οἱ ἓν Κωνσταντινούπολει Ὀρθόδοξοι δὲν ἐδέχθησαν τὴν ἐχθρικὴν καὶ ἄδικον ταύτην καθαίρεσιν τοῦ Ἁγίου, ἀλλὰ ἔκριναν αὐτὴν ἐκκλησιαστικῶς ἄκυρον καὶ ἀνυπόστατον. Διὸ ἔλεγον πρὸς τὸν βασιλέα, ὅτι Ἰωάννης οὗ «καθήρηται (δὲν ἔχει καθαιρεθῆ) ἀληθῶς». Ὁμοίως ἔπραξε καὶ ὁ Ἰννοκέντιος Ρώμης καὶ ἐκοινώνει πρὸς τὸν Χρυσόστομον, ὅπως καὶ πρὸς τὸν Θεόφιλον, λέγων πρὸς τὸν τελευταῖον «ἠμεῖς καὶ σὲ ἴσμεν (γνωρίζομεν) κοινωνικὸν καὶ τὸν ἀδελφὸν Ἰωάννην» (Ἰννοκεντίου Ρώμης, PG. 47, 12). Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος οὐδέποτε ἀνεγνώρισε τὴν ἄδικον καθαίρεσίν του καὶ ἐθεώρει ἐαυτὸν πάντοτε ὡς τὸν κανονικὸν Ἐπίσκοπον Κωνσταντινουπόλεως, μέχρι τοῦ θανάτου του. Διὰ τοῦτο ἔγραφεν ἐκ τῆς ἀδίκου ἐξορίας, περὶ «ἐκείνου τοῦ Ἀρσακακίου, ὃν ἐκάθισεν ἡ βασίλισσα ἓν τῷ θρόνω», ὅτι «σχῆμα μὲν ἔχων ἐπισκόπου» «οὗτος μοιχὸς ἔστιν, οὗ σαρκός, ἀλλὰ πνεύματος, ζῶντος γὰρ ἐμοῦ, ἤρπασέ μου τὸν θρόνον τῆς Ἐκκλησίας» (Χρυσοστόμου, PG. 52, 685). O Χρυσόστομος κατὰ τὴν ἐξορίαν ἔφερε μεθ' ἐαυτοῦ τὰ λειτουργικὰ ἄμφια.


Ὀλίγον δὲ πρὸ τοῦ μαρτυρικοῦ θανάτου του, «Ἰωάννης, λαβῶν τὰ ἱμάτια αὐτοῦ τα τῆς ἁγίας Λειτουργίας ἐνεδύσατο» «καί, ἀνακλίνας ἐαυτόν, ἀπέδωκεν τὸ πνεῦμα Χριστῷ τῷ Θεῶ ἠμῶν» (Παλλαδίου Ἐλενουπόλ. PG. 47, LXXIX).


Ἡ δὲ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἂν καὶ αἳ κατ' αὐτοῦ μάταιαι κατηγορίαι ἀνῆλθον εἷς τεσσαράκοντα ἕξ, οὐδέποτε ἐθεώρησε τὸν Χρυσόστομον καθηρημένον. 'Ἕνεκα τούτου, δὲν ὑπῆρξεν ἀνάγκη ἀποκαταστάσεως αὐτοῦ ὑπὸ ἄλλης Συνόδου. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος τιμᾶται ἐν τῇ Ὀρθοδοξία ὡς ἅγιος Ἱεράρχης. Ἡ θεία αὐτοῦ Λειτουργία τελεῖται πλέον τῶν ἄλλων κατ' ἔτος καὶ ὁ ἴδιος εἰκονίζεται ἐντός του ἱεροῦ Βήματος μετὰ ἄλλων μεγάλων Ἱεραρχῶν. Προσέτι, Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, Μ. Βασίλειος καὶ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἀποτελούσι «τοὺς τρεῖς μεγίστους φωστήρας τῆς τρισηλίου Θεότητος» (Ἀπολυτικίου ἑορτῆς Τριῶν Ἱεραρχῶν), ἐπὶ τῶν ὁποίων βασίζονται καὶ Οἰκουμενικαὶ Συνόδοι.




Εἷς τὰς Οἰκουμενικᾶς Συνόδους ὁ λόγος τοῦ Ἱεράρχου Χρυσοστόμου ὁμολογεῖται ἀναντιρρῆτος. Ἓν τὴ Ζ΄ Οἰκουμενικὴ Συνόδω ἐλέχθη, κατόπιν ἀναγνώσεως περικοπῆς λόγου τοῦ Ἁγίου «Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος τοιαῦτα λέγει περὶ τῶν εἰκόνων, τὶς ἔτι τολμᾶ εἰπεῖν κατ' αὐτῶν τί» (Πρακτικῶν Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Μ. 13, 8).
 


Ὁ καθαιρεθεῖς παρ' ἐχθρῶν καὶ ἀδίκως ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, διὰ τῆς καταφώρου ταύτης ἀδικίας, ἐλαμπρύνθη περισσότερον. Διὸ τιμᾶται ἀνὰ τοὺς αἰώνας καὶ μακαρίζεται, συμφώνως πρὸς τὸν λόγον τοῦ Κυρίου, εἰπόντος «Μακάριοι ἔστε, ὅταν ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς καὶ διώξωσιν καὶ εἴπωσι πᾶν πονηρὸν ρῆμα καθ' ὑμῶν, ψευδόμενοι ἕνεκεν ἐμοῦ» (Ματθ. ἐ΄ 11).

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΔΕΝ ΑΝΕΧΤΗΚΕ ΑΙΡΕΤΙΚΟ ΑΝΘΡΩΠΟ ΝΑ ΜΠΕΙ ΣΤΟ ΝΑΟ [ΒΙΝΤΕΟ]



Δείτε όλη την ταινία μικρού μήκους είναι μια όμορφη παρουσίαση του βίου του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου. 

Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2014

Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ (Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου)



Η προσευχή είναι μεγάλο αγαθό, αν γίνε­ται και με λογισμό αγαθό· αν ευχαριστούμε το Θεό όχι μόνο όταν μας δίνει, αλλά και όταν δεν μας δίνει ό,τι Του ζητάμε, αφού και τα δύο τα κάνει για την ωφέλειά μας. Έτσι, και όταν δεν παίρνουμε, ουσιαστικά παίρνουμε με το να μην πά­ρουμε ό,τι δεν μας συμφέρει. Υπάρχουν, βλέπετε, πε­ριπτώσεις που η μη ικανοποίηση του αιτήματός μας είναι πιο ωφέλιμη. Και τότε ό,τι θεωρούμε σαν απο­τυχία είναι επιτυχία.

Ας μη στεναχωριόμαστε, λοιπόν, όταν ο Θεός αργεί να εισακούσει την προσευχή μας. Ας μη χά­νουμε την υπομονή μας. Μήπως και πριν ζητήσουμε κάτι, δεν μπορεί να μας το δώσει ο Πανάγαθος; Μπο­ρεί, φυσικά, αλλά περιμένει από μας κάποιαν αφορμή, ώστε να μας βοηθήσει δίκαια. Γι' αυτό ας Του δίνου­με την αφορμή με την προσευχή και ας περιμένουμε με πίστη, με ελπίδα, με εμπιστοσύνη στην πανσοφία και στη φιλανθρωπία Του. Μας έδωσε ό,τι ζητήσαμε; Ας Τον ευχαριστούμε. Δεν μας έδωσε; Και πάλι ας Τον ευχαριστούμε, γιατί δεν γνωρίζουμε, όπως γνωρίζει Εκείνος, τι είναι καλό για μας.

Ας έχουμε ακόμα υπόψη μας, πως ο Θεός συχνά δεν αρνείται, αλλά μόνο αναβάλλει την ικανοποίηση κάποιου αιτήματός μας. Και γιατί αναβάλλει; Επειδή, χρησιμοποιώντας ως μέσο τη δική μας επιμονή στο αίτημα, θέλει να μας ελκύσει και να μας κρατήσει κο­ντά Του. Κι ένας φιλόστοργος πατέρας, άλλωστε, όταν του ζητάει κάτι το παιδί του, πολλές φορές αρνείται να του το δώσει, όχι γιατί δεν θέλει, αλλά γιατί μ' αυτόν τον τρόπο το παιδί μένει κοντά του.

Με δυο λόγια, η αποτελεσματικότητα της προσευ­χής μας εξαρτάται:

πρώτον, από το αν είμαστε άξιοι να λάβουμε ό,τι ζητάμε· δεύτερον, από το αν προσευ­χόμαστε σύμφωνα με το θέλημα του Θεού· τρίτον, από το αν προσευχόμαστε αδιάλειπτα· τέταρτον, από το αν για όλα καταφεύγουμε στο Θεό·πέμπτον, από το αν ζητάμε εκείνα που είναι ωφέλιμα σ’ εμάς.

Και δίκαιοι ακόμα να παρακαλέσουν τον Κύριο, δεν θα εισακουστούν, αν δεν πρέπει. Ποιός ήταν δι­καιότερος από τον Παύλο; Και όμως, επειδή ζήτησε κάτι που δεν θα τον ωφελούσε, δεν εισακούστηκε. «Τρεις φορές παρακάλεσα γι' αυτό τον Κύριο», γρά­φει ο ίδιος, «και η απάντησή Του ήταν: "Σου αρκεί η χάρη μου"» (Β' Κορ. 12:8-9). Αλλά και ο Μωυσής δεν ήταν δίκαιος; Ε, ούτε κι εκείνος εισακούστηκε. «Φτά­νει πια!», του είπε ο Θεός (Δευτ. 3:26), όταν ζητούσε να μπει στη γη της επαγγελίας.

Πέρα απ' αυτά, όμως, υπάρχει και κάτι άλλο που αχρηστεύει την προσευχή μας, και αυτό είναι η αμετανοησία. Προσευχόμαστε, ενώ επιμένουμε στην αμαρτία. Ετσι έκαναν οι Ιουδαίοι, γι' αυτό ο Θεός είπε στον προφήτη Ιερεμία: «Μην προσεύχεσαι για το λαό αυτό! Δεν βλέπεις τι κάνουν;» (Ιερ. 7:16-17). Δεν απομακρύνθηκαν, λέει, από την ασέβεια. Κι εσύ με παρακαλάς γι' αυτούς; Δεν σ' ακούω!

Όταν, πάλι, ζητάμε κάτι κακό εναντίον των έχθρων μας, όχι μόνο δεν το πραγματοποιεί ο Θεός, αλλά και παροργίζεται. Γιατί η προσευχή είναι φάρ­μακο. Κι αν δεν γνωρίζουμε πως πρέπει να χρησιμο­ποιήσουμε ένα φάρμακο, δεν θα ωφεληθούμε ποτέ από τη δύναμή του.
Πόσο μεγάλο καλό είναι η συνεχής προσευχή, το μαθαίνουμε από τη Χαναναία εκείνη του Ευαγγελίου, που δεν σταματούσε να κραυγάζει: «Ελέησέ με, Κύ­ριε!» (Ματθ. 15:22). Κι έτσι, αυτό που αρνήθηκε ο Χριστός στους αποστόλους, τους μαθητές Του, το πέ­τυχε εκείνη με την υπομονή της. Ο Θεός, βλέπετε, προτιμά για τα δικά μας ζητήματα να Τον παρακαλάμε εμείς οι ίδιοι, που είμαστε και υπεύθυνοι, παρά να Τον παρακαλούν άλλοι για λογαριασμό μας.

Όταν έχουμε την ανάγκη ανθρώπων, χρειάζεται και χρήματα να δαπανήσουμε και δουλόπρεπα να κο­λακέψουμε και πολύ να τρέξουμε. Γιατί οι άρχοντες του κόσμου τούτου όχι μόνο δεν μας δίνουν εύκολα ό,τι τους ζητάμε, αλλά συνήθως ούτε καν να μας μι­λήσουν δεν καταδέχονται. Πρέπει πρώτα να πλησιά­σουμε τους ανθρώπους που είναι κοντά τους -υπηρέ­τες, γραμματείς, υπαλλήλους κ.ά- και να τους καλο­πιάσουμε, να τους εκλιπαρήσουμε, να τους προσφέ­ρουμε δώρα. Έτσι θα εξασφαλίσουμε τη μεσολάβησή τους στους αρμόδιους αξιωματούχους, για το διακα­νονισμό της όποιας υποθέσεώς μας.

Ο Θεός, απεναντίας, δεν θέλει μεσολαβητές. Δεν χρειάζεται να Τον παρακαλούν άλλοι για μας. Προτιμά να Τον παρακαλάμε εμείς οι ίδιοι. Μας χρωστάει χάρη, μάλιστα, όταν του ζητάμε ό,τι έχουμε ανάγκη. Μόνο Αυτός χρωστάει χάρη όταν Του ζητάμε, μόνο Αυτός δίνει εκείνα που δεν Του δανείσαμε. Κι αν δει ότι επιμένουμε στην προσευχή με πίστη και καρτερία, πληρώνει δίχως να απαιτεί ανταλλάγματα. Αν, όμως, δει ότι προσευχόμαστε με νωθρότητα, αναβάλλει την πληρωμή· όχι γιατί μας περιφρονεί ή μας αποστρέφε­ται, αλλά γιατί, όπως είπα, με την αναβολή αυτή μας κρατάει κοντά Του.

Αν, λοιπόν, εισακούστηκες, ευχαρίστησε το Θεό. Αν δεν εισακούστηκες, μείνε κοντά Του, για να εισα­κουστείς. Αν, πάλι, Τον έχεις πικράνει με τις αμαρτίες σου, μην απελπίζεσαι. Όταν πικράνεις έναν άνθρω­πο, αλλά στη συνέχεια παρουσιάζεσαι μπροστά του και το πρωί και το μεσημέρι και το βράδυ, ζητώντας ταπεινά συγχώρηση, δεν θα κερδίσεις τη συμπάθειά του; Πολύ περισσότερο θα κερδίσεις τη συμπάθεια του ανεξίκακου Θεού, αν και το πρωί και το μεσημέ­ρι και το βράδυ και κάθε ώρα επικαλείσαι την ευσπλαχνία Του με την προσευχή.
Ας τ' ακούσουν όλα αυτά όσοι προσεύχονται με ραθυμία και βαρυγγωμούν, όταν ο Κύριος αργεί να ικανοποιήσει το αίτημά τους. Τους λέω: "Παρακάλε­σε το Θεό!". Και μου απαντούν: "Τον παρακάλεσα μια, δυο, τρεις, δέκα, είκοσι φορές, μα δεν έλαβα τί­ποτα". Μη σταματήσεις, ώσπου να λάβεις. Σταμάτησε, όταν λάβεις. Ή μάλλον, ούτε και τότε να σταματήσεις την προσευχή. Πριν λάβεις, να ζητάς. Και αφού λά­βεις, να ευχαριστείς.
Πολλοί μπαίνουν στην εκκλησία, λένε διάφορες προσευχές και βγαίνουν. Βγαίνουν, χωρίς να γνωρί­ζουν τι είπαν. Τα χείλη τους κινούνται, αλλά τ' αυτιά τους δεν ακούνε. Εσύ ο ίδιος δεν ακούς την προσευ­χή σου, και θέλεις να την ακούσει ο Θεός; "Γονάτισα", λες. Γονάτισες, αλλά, ενώ το σώμα σου ήταν μέσα, ο νους σου πετούσε έξω. Με το στόμα έλεγες την προ­σευχή και με τη σκέψη λογάριαζες τόκους, έκανες συμβόλαια, πουλούσες εμπορεύματα, αγόραζες κτή­ματα, συναντούσες τους φίλους σου. Γιατί ο διάβο­λος, που είναι πονηρός και γνωρίζει ότι στον καιρό της προσευχής μεγάλα πράγματα κατορθώνουμε, τό­τε ακριβώς έρχεται και σπέρνει λογισμούς μέσα μας. Να, πολλές φορές είμαστε ξαπλωμένοι στο κρεβάτι, και τίποτα δεν συλλογιζόμαστε· πάμε στην εκκλησία για να προσευχηθούμε, και τότε χίλιες σκέψεις περ­νούν από το νου μας. Έτσι χάνουμε τους καρπούς της προσευχής, φεύγοντας από το ναό με άδεια χέρια. Το ίδιο, βέβαια, γίνεται και όταν προσευχόμαστε στο σπί­τι μας ή οπουδήποτε αλλού.

Κάθε φορά, λοιπόν, που, καθώς προσευχόμαστε, συνειδητοποιούμε ότι ο νους μας έχει φύγει από το Θεό κι έχει στραφεί σε βιοτικά πράγματα, ας τον φέρ­νουμε πίσω, αναγκάζοντάς τον να μένει σταθερά και προσεκτικά προσκολλημένος στα νοήματα της προ­σευχής. Ας επαναλαμβάνουμε, μάλιστα, την προσευ­χή από την αρχή. Κι αν παθαίνουμε πάλι και πάλι το ίδιο, ας την επαναλαμβάνουμε και για τρίτη και για τέταρτη φορά. Ας μη σταματάμε, πριν πούμε ολό­κληρη την προσευχή, από την αρχή ως το τέλος, με άγρυπνη διάνοια και αδιατάρακτο λογισμό. Και όταν ο διάβολος αντιληφθεί ότι δεν καταθέτουμε τα όπλα, θα σταματήσει πια κι αυτός να μας πολεμάει.

Όταν παρουσιαζόμαστε για οποιοδήποτε ζήτημά μας σ' έναν επίγειο άρχοντα, είμαστε τόσο προσεκτι­κοί και αυτοσυγκεντρωμένοι, ώστε δεν βλέπουμε ούτ’ εκείνους που βρίσκονται δίπλα μας. Μέσα στο νου μας δεν υπάρχουν παρά ο άνθρωπος, μπροστά στον οποίο βρισκόμαστε, και το θέμα, για το οποίο θέλου­με να του μιλήσουμε. Το ίδιο, πολύ περισσότερο, δεν πρέπει να κάνουμε, όταν βρισκόμαστε μπροστά στον ύψιστο Θεό, εμμένοντας σταθερά στην προσευχή μας και μην περιφέροντας το νου εδώ κι εκεί; Αν η γλώσ­σα μας προφέρει προσευχητικά λόγια και η διάνοιά μας ονειροπολεί, τίποτα δεν έχουμε να ωφεληθούμε. Απεναντίας, θα κατακριθούμε, επειδή ακριβώς με με­γαλύτερη υπομονή και εντατικότερη προσοχή μιλάμε σε ανθρώπους παρά στον Κύριό μας. Στο κάτω-κάτω, κι αν ακόμα δεν πάρουμε τίποτε απ’ Αυτόν, το να βρι­σκόμαστε σε διαρκή επικοινωνία μαζί Του μικρό κα­λό είναι; Αν ωφελούμαστε πολύ, όταν συζητάμε μ' έναν ενάρετο άνθρωπο, πόσο θα ωφεληθούμε, αλή­θεια, συνομιλώντας με τον Πλάστη, τον Ευεργέτη, το Σωτήρα μας, έστω κι αν δεν μας δίνει ό,τι Του ζητάμε;

Γιατί, όμως, δεν μας δίνει; Θα το τονίσω γι' άλλη μια φορά: Γιατί συνήθως Του ζητάμε πράγματα βλα­βερά, νομίζοντας πως είναι καλά και ωφέλιμα. Δεν γνωρίζεις, άνθρωπέ μου, το συμφέρον σου. Εκείνος, που το γνωρίζει, δεν εισακούει την παράκλησή σου, γιατί φροντίζει περισσότερο από σένα για τη σωτηρία σου. Αν οι γονείς δεν δίνουν πάντα στα παιδιά τους ό,τι τους ζητούν, όχι βέβαια επειδή τα μισούν, μα επειδή, απεναντίας, υπερβολικά τα αγαπούν, πολύ περισ­σότερο θα κάνει το ίδιο ο Θεός, ο οποίος και περισ­σότερο από τους γονείς μας μας αγαπά και καλύτερα απ' όλους γνωρίζει ποιο είναι το καλό μας.

Όταν, λοιπόν, αποκάνεις ικετεύοντας τον Κύριο, κι Εκείνος δεν σου δίνει σημασία, μην παραπονιέσαι. Ξεχνάς, άλλωστε, πόσες φορές εσύ άκουσες κάποιον φτωχό να σε παρακαλάει και δεν του έδωσες σημα­σία; Και αυτό το έκανες από σκληρότητα, ενώ ο Θεός το κάνει από φιλανθρωπία. Ωστόσο, ενώ δεν δέχεσαι να κατηγορήσουν εσένα, που από σκληρότητα δεν άκουσες τον συνάνθρωπό σου, κατηγορείς το Θεό, που από φιλανθρωπία δεν σε ακούει.

Είπα όμως προηγουμένως, ότι κι όταν ακόμα δεν σε ακούει, η ωφέλειά σου από την προσευχή είναι με­γάλη. Γιατί είναι αδύνατο ν' αμαρτήσει ένας άνθρωπος που προσεύχεται πρόθυμα και αδιάλειπτα, ένας άν­θρωπος που συντρίβει την καρδιά του, ανεβάζει το νου του στον ουρανό και ομολογεί ταπεινά στον Κύριο τα αμαρτήματά του. Γιατί, ύστερ' από μία τέτοια προσευ­χή, πετάει μακριά κάθε φροντίδα για τα γήινα, απο­κτάει φτερά, γίνεται ανώτερος από τ' ανθρώπινα πάθη.

Τα δροσερά νερά δεν δίνουν στα φυτά τόση θολε­ρότητα, όση δίνουν τα δάκρυα στο δέντρο της προ­σευχής, κάνοντάς το ν' ανεβαίνει ψηλά, ως το θρόνο του Θεού. Έτσι, μάλιστα, Εκείνος εισακούει την προ­σευχή μας. Και πώς να μην εισακούσει την προσευχή μιας ψυχής, που στέκεται μπροστά Του με αυτοσυ­γκέντρωση, με κατάνυξη, με ταπείνωση; Μιας ψυχής που έχει μεταφερθεί νοερά από τη γη στον ουρανό; Μιας ψυχής που έχει διώξει κάθε ανθρώπινο λογισμό, κάθε βιοτική μέριμνα, κάθε εμπαθή προσκόλληση, κι έχει αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στη μυστική και πανευφρόσυνη κοινωνία με τον Κύριό της;

Ναι, έτσι πρέπει να προσεύχεται ο χριστιανός. Αφού συγκεντρώσει και εντείνει όλη του τη σκέψη, τό­τε να ικετεύει το Θεό έμπονα. Δεν χρειάζεται να λέει ατέλειωτα λόγια, φτάνουν τα λίγα και απλά. Η αντα­πόκριση του Κυρίου στην προσευχή δεν εξαρτάται από το πλήθος των λόγων, αλλ' από τη νήψη του νου και της καρδιάς. Και αυτό μπορεί να το διαπιστώσει κανείς απ’ όσα λέει η Γραφή για τη στείρα Αννα, τη μητέρα του προφήτη Σαμουήλ. «Κύριε», έταξε η Αννα, «αν σκύψεις πάνω από τη θλίψη της δούλης σου και με θυμηθείς και μου δώσεις παιδί, τότε εγώ θα το αφιερώσω σ' εσένα για όλη του τη ζωή» (Α' Βασ. 1:11). Είναι πολλά τα λόγια αυτά; Όχι. Και όμως, επειδή με νήψη και προσοχή έκανε αυτή τη μικρή προσευχή, κατόρθωσε όσα ηθέλησε: Και την ανάπηρη φύση της διόρθωσε και την κλεισμένη μήτρα της άνοι­ξε και από την περιφρόνηση των ομοεθνών της λυ­τρώθηκε και από την άγονη γη θέρισε σιτάρι πλούσιο.

Όποιος προσεύχεται, λοιπόν, ας μη λέει περίσσια λόγια. Και ο Χριστός και ο Παύλος, άλλωστε, μας σύ­στησαν να προσευχόμαστε συχνά, αλλά με συντομία και μικρά διαλείμματα. Γιατί, μακραίνοντας την προ­σευχή, είναι δυνατό να χάσεις την προσοχή. Κι έτσι δί­νεις την ευκαιρία στο διάβολο να σε πλησιάσει και να σου υποβάλει τους δικούς του λογισμούς. Αν, όμως, οι προσευχές σου είναι σύντομες και συχνές, τότε θα μπορείς εύκολα να τις κάνεις με προσοχή και νήψη, καλύπτοντας μ' αυτές όλο τον διαθέσιμο χρόνο σου.
Θέλεις κι εσύ να μάθεις άγρυπνη προσευχή και προσοχή του νου και διαρκή παραμονή κοντά στο Θεό; Πήγαινε στην Αννα και μάθε τι έκανε εκείνη. Σηκώθηκαν, λέει, όλοι από το τραπέζι (Α' Βασ. 1:9). Ωστόσο, η Αννα δεν πήγε ούτε να κοιμηθεί ούτε ν' αναπαυθεί. Έτρεξε στη Σκηνή του Μαρτυρίου για να προσευχηθεί. Απ' αυτό συμπεραίνω πως, ακόμα κι όταν έτρωγε, δεν παραφόρτωνε το στομάχι της. Δια­φορετικά, δεν θα μπορούσε να προσευχηθεί, και μά­λιστα με τόσα δάκρυα. Αν εμείς, όταν είμαστε νηστι­κοί, με δυσκολία κατορθώνουμε να προσευχηθούμε, ενώ ύστερ' από τα συμπόσια ποτέ δεν προσευχόμα­στε, πολύ περισσότερο εκείνη, μια γυναίκα, δεν θα προσευχόταν μ' αυτόν τον τρόπο μετά το συμπόσιο, αν είχε καλοφάει.

Ας ντραπούμε εμείς, οι άνδρες, που παρακαλάμε για τη βασιλεία των ουρανών και συνάμα χασμουριό­μαστε, ας ντραπούμε, λέω, εκείνη τη γυναίκα, που παρακαλούσε κι έκλαιγε. Δες την ευλάβειά της κι από τούτο: «Μιλούσε από την καρδιά της· τα χείλη της μό­λις που κινιόνταν και η φωνή της δεν ακουγόταν κα­θόλου» (Α' Βασ. 1:13). Έτσι παρουσιάζεται μπροστά στο Θεό όποιος θέλει να κατορθώσει κάτι: όχι με κι­νήσεις και φωνές, ούτε όμως και βαριεστημένος ή νυ­σταγμένος και αποχαυνωμένος.

Μήπως, όμως, δεν μπορούσε ο Θεός να δώσει παι­δί στην Αννα και δίχως προσευχή; Μήπως δεν γνώ­ριζε την επιθυμία της και πριν Του το ζητήσει; Ναι, αλλ' άν της έδινε το παιδί πριν το ζητήσει με την προ­σευχή, δεν θα φαινόταν η προθυμία της, δεν θα φανε­ρωνόταν η αρετή της, δεν θα έπαιρνε τόση αμοιβή.

Ας δούμε τώρα και τη φιλοσοφία της γυναίκας. Ακου τι είπε στον αρχιερέα Ηλί, που την πέρασε για μεθυσμένη: «Όχι, κύριέ μου, δεν είμαι μεθυσμένη. Μια γυναίκα καταπικραμένη είμαι, που ξεχύνω τον πόνο της ψυχής μου μπροστά στον Κύριο. Μη θεω­ρήσεις τη δούλη σου καμιά τιποτένια· αν προσευχή­θηκα ως τώρα, ήταν από τον πολύ μου πόνο» (Α' Βασ. 1:15-16). Αυτό είναι γνώρισμα πραγματικά συντριμ­μένης καρδιάς: Το να μην οργίζεται και να μην αγα­νακτεί εναντίον εκείνων που την αδικούν ή την προ­σβάλλουν, αλλά με πραότητα και σεμνότητα ν' απο­λογείται. Αλήθεια, τίποτα δεν κάνει την ψυχή τόσο φιλόσοφη, όσο η θλίψη.

Σηκώθηκε, λοιπόν, από το τραπέζι η Αννα κι έτρε­ξε να προσευχηθεί. Ας τ' ακούσουν όσοι από μας ούτε πριν ούτε μετά το φαγητό προσεύχονται. Ας τ' ακού­σουν και ας παραδειγματιστούν. Όλοι μας, τόσο πριν όσο και μετά τα γεύματα, οφείλουμε να δοξάζουμε και να ευχαριστούμε το Θεό. Όποιος είναι προετοι­μασμένος γι' αυτό, ούτε θα παραφάει ούτε θα μεθύσει ποτέ. Έχοντας ως χαλινάρι του λογισμού του την ανα­μονή της προσευχής, θα γευθεί απ’ όλα με μέτρο και θα έχει πολλή ευλογία και στο σώμα και στην ψυχή. Με προσευχή, κοντολογίς, ας αρχίζει και ας τελειώνει κάθε γεύμα μας.

Παράλληλα, ας μην παραλείπουμε να συμμετέχου­με στο πασχάλιο δείπνο τηςευχαριστιακής συνάξεως, που γίνεται τακτικά στο ναό, αλλά και σε κάθε εκκλη­σιαστική ακολουθία, αν είναι δυνατόν. "Μα έχω τόσες φροντίδες και ασχολίες!", θα μου πεις. Γι' αυτό ακρι­βώς έλα στο ναό, για να ελκύσεις με την εδώ παρουσία σου την εύνοια του Θεού, κι έτσι να φύγεις ασφαλισμένος· για να Τον έχεις βοηθό στις υποθέσεις σου, κι έτσι να γίνεις ακατανίκητος από τους δαίμονες και τους μοχθηρούς ανθρώπους. Γιατί, συμμετέχοντας στη θεία λειτουργία και στην κοινή λατρεία, θα ενισχυ­θείς από τον παντοδύναμο Θεό, θα πάρεις τα δικά Του όπλα, κι έτσι ούτε ο διάβολος ούτε οι άνθρωποι θα μπορέσουν να σε βλάψουν.
Και μη μου πεις, ότι, καθώς είσαι συνέχεια απα­σχολημένος με τα προβλήματα της ζωής, δεν μπορείς να τρέχεις κάθε τόσο στην εκκλησία ούτε να προσεύ­χεσαι όλη μέρα. Στην εκκλησία, έστω, δεν μπορείς να πηγαίνεις. Όπου κι αν βρίσκεσαι, όμως, μπορείς να στήσεις το θυσιαστήριό σου. Ούτε ο τόπος ούτε η ώρα σε εμποδίζουν. Κι αν δεν γονατίσεις, κι αν δεν κλά­ψεις, κι αν δεν υψώσεις τα χέρια σου στον ουρανό, η προσευχή σου θα είναι τέλεια, εφόσον θα έχεις διά­νοια θερμή. Εσύ που βαδίζεις στο δρόμο, εσύ που βρίσκεσαι στην αγορά, εσύ που ταξιδεύεις στη θά­λασσα, εσύ που κάθεσαι στο εργαστήριό σου, εσύ που μαγειρεύεις στο σπίτι σου, εσύ που καλλιεργείς το χω­ράφι σου κι εσύ που σε κάποιαν άλλη εργασία κατα­γίνεσαι, όταν δεν μπορείτε να έρθετε στην εκκλησία, κάντε, εκεί που είστε, προσευχή εκτενή και προσεκτι­κή. Ο Θεός δεν νοιάζεται για τον τόπο. Ζητάει μόνο θερμότητα καρδιάς και αγνότητα ψυχής. Να, και ο απόστολος Παύλος προσευχήθηκε όχι σε ναό όρθιος ή γονατιστός, αλλά μέσα σε φυλακή πεσμένος ανάσκελα, καθώς τα πόδια του ήταν σφιγμένα στην ξυλοπέδη. Επειδή, όμως, προσευχήθηκε με θέρμη, αν και πε­σμένος, και τη φυλακή έσεισε και τα θεμέλια σάλεψε και το δεσμοφύλακα τράβηξε στην αληθινή πίστη μα­ζί με όλη την οικογένειά του (Πράξ. 16:25-35).

Ο άρρωστος Εζεκίας ούτε όρθιος ούτε γονατιστός, αλλά πεσμένος στο κρεβάτι παρακάλεσε για τη θερα­πεία του το Θεό, που με τον προφήτη Ησαΐα του είχε προαναγγείλει το θάνατό του. Και κατόρθωσε με την καθαρότητα και τη θερμότητα της καρδιάς του να με­ταβάλει τη θεϊκή απόφαση (Δ' Βασ. 20:1-6). Ο λη­στής, πάλι, καρφωμένος πάνω στο σταυρό, με λίγα λό­για κέρδισε τη βασιλεία των ουρανών (Λουκ. 23:42-43). Και ο Ιερεμίας μέσα στο λάκκο με τη λάσπη (Ιερ. 45:6) και ο Δανιήλ μέσα στο λάκκο με τα θηρία (Δαν. 6:16) και ο Ιωνάς μέσα στην κοιλιά του κήτους (Ιων. 2:1-2), όταν προσευχήθηκαν θερμά, απομάκρυναν τις συμφορές, που τους είχαν βρει, και βοηθήθηκαν από το Θεό.

"Και τί θα λέω, όταν προσεύχομαι;", θα με ρωτή­σεις. Θα λες ό,τι και η Χαναναία του Ευαγγελίου. «Ελέησέ με, Κύριε!», παρακαλούσε εκείνη. «Η θυ­γατέρα μου βασανίζεται από δαιμόνιο» (Ματθ. 15:22). "Ελέησέ με, Κύριε!", θα παρακαλάς κι εσύ. "Η ψυχή μου βασανίζεται από δαιμόνιο". Γιατί η αμαρτία είναι μεγάλος δαίμονας. Ο δαιμονισμένος ελεείται, ενώ ο αμαρτωλός αποδοκιμάζεται. "Ελέησέ με!". Μικρή είναι η φράση. Και όμως, γίνεται πέλαγος φιλανθρω­πίας, καθώς, όπου υπάρχει έλεος, εκεί υπάρχουν όλα τα αγαθά.
Και όταν βρίσκεσαι έξω από την εκκλησία, φώνα­ζε μυστικά: "Ελέησέ με!". Φώναζε με τη σκέψη σου, χωρίς να κινείς τα χείλη σου. Γιατί ο Θεός μας ακού­ει και όταν σωπαίνουμε. Δεν απαιτείται τόσο τόπος, όσο τρόπος προσευχής. Και στο λουτρό αν είσαι, να προσεύχεσαι. Όπου κι αν είσαι, να προσεύχεσαι. Όλη η κτίση είναι ναός του Θεού. Εσύ ο ίδιος είσαι να­ός του Θεού, και ψάχνεις τόπο για να προσευχηθείς;

Η θάλασσα απλωνόταν μπροστά. Οι Αιγύπτιοι έρχονταν από πίσω. Και ο Μωυσής βρισκόταν στη μέ­ση. Ζητούσε από το Θεό βοήθεια, χωρίς να λέει ούτε λέξη· τόση ήταν η αμηχανία του. Και μολονότι δεν ακουγόταν η φωνή του, ο Κύριος του είπε: «Τί μου φωνάζεις;» (Έξ. 14:15). Τον άκουγε, λοιπόν, αν και δεν μιλούσε. Έτσι κι εσύ, όταν σου έρχεται πειρα­σμός, να ζητάς καταφύγιο στο Θεό, να καλείς μυστικά σε βοήθεια τον Κύριό σου. Αυτός είναι πάντα κοντά σου, γι' αυτό δεν χρειάζεται να Τον αναζητήσεις σε ορισμένο τόπο, όπως κάνεις με τους ανθρώπους. «Θα φωνάξεις στο Θεό, κι Εκείνος θα σ' ακούσει», όπως λέει ο προφήτης Ησαΐας. «Εσύ ακόμα θα προσεύχε­σαι, κι Εκείνος θα σου απαντήσει: "Να, εδώ είμαι, δίπλα σου!"» (Ησ. 58:9). Αν αγωνίζεσαι να διατηρείς την καρδιά σου καθαρή από την κακία, ο Κύριος σ' ακούει πάντα και παντού.

Με όλα αυτά, βέβαια, δεν θέλω να υποτιμήσω την προσευχή που γίνεται από τους χριστιανούς στο ναό. Όχι. Γιατί είναι μεγάλη, πολύ μεγάλη η δύναμη της κοινής προσευχής των αδελφών στην εκκλησία. Θέ­λεις να μάθεις πόση; Άκου: Κάποτε ο απόστολος Πέ­τρος ήταν φυλακισμένος και αλυσοδεμένος. Μα «η Εκκλησία προσευχόταν αδιάκοπα στο Θεό γι' αυτόν» (Πράξ. 12:5). Και η προσευχή του εκκλησιάσματος τον ελευθέρωσε θαυματουργικά από τη φυλακή κι από τις αλυσίδες. Τί, λοιπόν, είναι δυνατότερο από την προσευχή, που έσωσε το στύλο και τον πύργο της Εκκλησίας;

Και όσο για τους κατηχουμένους, βέβαια, δεν επι­τρέπεται να προσεύχονται μαζί με τους πιστούς στο ναό, γιατί δεν έχουν αποκτήσει ακόμα μεγάλη παρ­ρησία. Όσο για μας, όμως, μας έχει δοθεί η παραγ­γελία να προσευχόμαστε για την οικουμένη και για την Εκκλησία, που έχει απλωθεί ως τα πέρατα της γης. Συνειδητοποιείτε πόσο υψηλό και τιμητικό για τη μικρότητά μας είναι το να προσερχόμαστε εδώ και να παρακαλάμε το Θεό για τόσο λαό; Το να παρακα­λάει ένας για τους πολλούς, είναι πολύ τολμηρό και χρειάζεται μεγάλη παρρησία. Γιατί, αν εγώ ο ίδιος δεν τολμώ να παρακαλέσω για τον εαυτό μου, πολύ περισσότερο για τους άλλους· αυτό μόνο οι δίκαιοι μπορούν να το κάνουν, όχι ένας αμαρτωλός σαν κι εμένα. Όταν, όμως, συγκεντρωμένοι όλοι μαζί κά­νουν δέηση για έναν, το πράγμα δεν φαίνεται άπρεπο.

Είναι, βέβαια, δυνατόν, όπως είπα πριν, να προ­σευχόμαστε και στο σπίτι μας και σε κάθε τόπο, όχι πάντως όπως προσευχόμαστε στην εκκλησία, όπου κοινή ικεσία κλήρου και λαού απευθύνεται στο Θεό. Δεν εισακούεσαι τόσο από τον Κύριο, όταν Τον πα­ρακαλάς μόνος, όσο όταν βρίσκεσαι μαζί με τους αδελ­φούς σου. Γιατί στην κοινή προσευχή υπάρχουν πε­ρισσότερα: η ομόνοια και ο δεσμός της αγάπης και οι ευχές των ιερέων. Οι ιερείς γι' αυτό ακριβώς βρίσκο­νται εδώ, για να ενισχύσουν με τις ισχυρές ευχές τους τις αδύναμες προσευχές του λαού, βοηθώντας τες ν' ανέβουν στον ουρανό. Να, λοιπόν, πως κατόρθωσε να βγάλει από τη φυλακή τον απόστολο Πέτρο η προσευχή της Εκκλησίας. Η απόσταση ενός τόπου, βλέ­πεις, δεν εμποδίζει την ενέργεια της προσευχής, όπως άλλωστε δεν μειώνει και τη δύναμη της αγάπης. Όσο η βαθειά αγάπη συνδέει ακατάλυτα, άλλο τόσο και η ζωντανή προσευχή ωφελεί υπερβολικά ανθρώπους που βρίσκονται μακριά.

Ο Μωυσής δεν βρισκόταν σωματικά στο πεδίο της μάχης, όταν οι Ισραηλίτες πολεμούσαν με τους Αμαληκίτες, ωστόσο συνέβαλε στη νίκη πολύ περισσότερο από τους πολεμιστές, υψώνοντας τα χέρια του στον ουρανό και παρακαλώντας το Θεό για το έθνος του (Έξ. 17:8-16). Έτσι έσωσε έναν ολόκληρο λαό. Υπάρ­χει κατόρθωμα μεγαλύτερο απ’ αυτό, από την ωφέ­λεια δηλαδή των συνανθρώπων και αδελφών μας; Όχι. Κι αν νηστεύεις κι αν κοιμάσαι καταγής κι αν κλαις σ' όλη σου τη ζωή, τίποτε το μεγάλο δεν κατορ­θώνεις, εφόσον δεν ωφελείς κανέναν άλλο. Να, κι από τον Μωυσή έγιναν πολλά θαύματα και σημεία. Κανέ­να απ’ αυτά, όμως, δεν τον έκανε τόσο μεγάλο, όσο η ικετευτική κραυγή του προς τον Κύριο για τη συγχώ­ρηση των Ισραηλιτών, που είχαν πέσει στο βαρύ αμάρτημα της ειδωλολατρίας: «Αν θέλεις, συγχώρη­σε την αμαρτία τους· αν πάλι όχι, τότε εξαφάνισε κι έμενα!» (Έξ. 32:32).

Και ο βασιλιάς Δαβίδ, όταν, για μια του αμαρτία, ο Θεός παραχώρησε να πέσει θανατικό στους Ισραηλί­τες, έδειξε την ίδια διαγωγή. «Εγώ είμαι εκείνος που αμάρτησε», είπε. «Εγώ, ο ποιμένας, έκανα το κακό. Αυτά τα πρόβατα τι έκαναν; Χτύπα, λοιπόν, εμένα και την οικογένειά μου» (Β' Βασ. 24:17).

Του αποστόλου Παύλου η φιλαδελφία, όμως, ήταν  η πιο μεγάλη και πιο θαυμαστή: Ευχόταν ακόμα και να χωριστεί από το Χριστό, αν έτσι θα πήγαιναν κο­ντά σ' Εκείνον οι ομοεθνείς αδελφοί του (Ρωμ. 9:3). Ο Μωυσής ζητούσε να εξαφανιστεί κι αυτός μαζί με τους άλλους· ο Παύλος δεν ζητούσε να χαθεί μαζί τους, αλλά, για τη σωτηρία τους, να χάσει μόνο αυτός την ασύλληπτη δόξα του παραδείσου!

Οι προσευχές τέτοιων αγίων, βέβαια, φέρνουν αγα­θά αποτελέσματα, όταν κι εμείς οι ίδιοι βοηθάμε. Όταν αυτό δεν συμβαίνει, ούτε κι εκείνων η βοήθεια ωφελεί. Σε τί ωφέλησε, λ.χ., η προσευχή του Ιερεμία τους Ιουδαίους; Τρεις φορές παρακάλεσε ο προφήτης το Θεό και τρεις φορές άκουσε: «Μην προσεύχε­σαι πια για το λαό αυτό και μη μου ζητάς να τους ελε­ήσω, γιατί δεν θα σε ακούσω!» (Τερ. 7:16). Σε τί ωφέ­λησε τον Σαούλ ο Σαμουήλ, που προσευχόταν και πεν­θούσε γι' αυτόν ως την τελευταία μέρα, και σε τί ωφέ­λησε τους Ισραηλίτες; «Ποτέ δεν θα κάνω το αμάρ­τημα να διακόψω την προσευχή μου για τη σωτηρία σας», τους είπε (Α' Βασ. 12:23). Και όμως, όλοι χάθηκαν. Γιατί; Το εξηγεί ο Θεός με το στόμα του προφή­τη Ιερεμία: «Αν ακόμα και ο Μωυσής και ο Σαμου­ήλ σταθούν μπροστά μου και προσευχηθούν γι' αυτούς, δεν θα τους λυπηθώ, γιατί έχει αυξηθεί υπερβολικά η κακία τους» (πρβλ. Ιερ. 15:1).

Ώστε, λοιπόν, σε τίποτα δεν ωφελούν οι προσευχές; Ωφελούν και πολύ μάλιστα, αλλά, όπως είπα, όταν κι εμείς βοηθάμε, θυμηθείτε τον εκατόνταρχο Κορνή­λιο, που αξιώθηκε να γνωρίσει την αληθινή πίστη, επειδή «έδινε πολλές ελεημοσύνες και προσευχόταν αδιάλειπτα στο Θεό» (Πράξ. 10:2). Θυμηθείτε και τη δίκαιη Ταβιθά, που «έκανε πολλές αγαθοεργίες και ελεημοσύνες» (Πράξ. 9:36) και, όταν πέθανε, αναστή­θηκε με την προσευχή του αποστόλου Πέτρου. Αλλά και στα χρόνια του βασιλιά Εζεκία, ο Θεός έσωσε την Ιερουσαλήμ από τους Ασσυρίους. Γιατί; Επειδή ο Εζεκίας ήταν δίκαιος και προσευχήθηκε θερμά για την πόλη και το λαό του. «Εγώ θα υπερασπίσω τούτη την πόλη», είπε ο Κύριος στον καλό βασιλιά (Δ' Βασ. 19:34). Κι έτσι ακριβώς έκανε.

Όλα αυτά τα παραδείγματα, και πολλά άλλα πα­ρόμοια, που βρίσκουμε μέσα στις Γραφές, τί μας δεί­χνουν; Ότι οι προσευχές των αγίων για μας, αλλά και οι δικές μας προσευχές, εισακούονται από το Θεό, όταν είμαστε δίκαιοι, ενάρετοι, ελεήμονες, φιλάνθρω­ποι. Όταν, απεναντίας, και με τα χέρια και με τα πό­δια και με τη γλώσσα και με το νου και με την καρδιά διαπράττουμε την αμαρτία, παραβαίνοντας τον θείο νόμο, πώς τολμάμε ν' απευθυνόμαστε στον Κύριο, ζη­τώντας Του βοήθεια ή ευεργεσία; Και πώς τολμάμε να ζητάμε τις πρεσβείες των αγίων;

Πριν υψώσουμε, λοιπόν, ικετευτικά τα χέρια μας στον ουρανό, ας βάλουμε αρχή μετάνοιας. Αλλωστε, επειδή με τα χέρια εκτελούμε πολλές πονηρές πρά­ξεις, γι' αυτό ακριβώς έχει καθιερωθεί να τα υψώ­νουμε, όταν προσευχόμαστε, ώστε η υπηρεσία που προσφέρουν για την προσευχή, να τα εμποδίζει από την κακία και να τ' απομακρύνει από την αμαρτία. Έτσι θα θυμάσαι, δηλαδή, όταν πρόκειται ν' αρπά­ξεις κάτι ή να χτυπήσεις κάποιον, ότι αυτά τα χέρια θα τα υψώσεις στο Θεό ως συνηγόρους σου και ότι μ' αυτά θα Του προσφέρεις την πνευματική θυσία της προσευχής. Γι' αυτό μην τα μολύνεις, μην τα ντρο­πιάζεις, μην τα κάνεις ανάξια εμφανίσεως στο Θεό, με την τέλεση οποιασδήποτε ανομίας. Καθάριζέ τα με την ελεημοσύνη, με τη φιλανθρωπία, με την καλοσύνη, κι έτσι καθαρά ύψωνέ τα σε προσευχή. Αν δεν προ­σεύχεσαι ποτέ με χέρια λασπωμένα, πολύ περισσότερο μην το κάνεις με χέρια λερωμένα από την αμαρτία. Γιατί κακό δεν είναι το να υψώνεις χέρια άπλυτα προς τον Κύριο· το να υψώνεις, όμως, χέρια καταμολυσμένα από αναρίθμητα αμαρτήματα, αυτό είναι φοβερό και προκαλεί την οργή του Θεού.

Αλλά μόνο έτσι παροργίζουμε τον Πατέρα μας; Με πόσους τρόπους, αλήθεια, αμαρτάνουμε, ακόμα και μέσα στην εκκλησία, την ώρα της λατρείας! Αναπολό­γητοι θα είμαστε, αν ο Θεός λογαριάσει τους αισχρούς λογισμούς που έχουμε στο νου μας, τις πονηρές επι­θυμίες που έχουμε στην καρδιά μας, τις κατακρίσεις που ξεστομίζουμε καθημερινά για τον πλησίον μας, τα ψεύδη και τις συκοφαντίες, τις πανουργίες και τις δολοπλοκίες, τις κακότητες και τις αδικίες μας. Λύπη μας προξενεί η προκοπή των άλλων, ακόμα και των φίλων μας. Ευχαρίστηση δοκιμάζουμε, όταν ο συνάν­θρωπός μας υποφέρει, θεωρώντας τη συμφορά εκεί­νου ως παρηγοριά για τη δική μας δυστυχία. Ασύνε­τα ζητάμε από το Θεό πράγματα φθαρτά κι ανώφελα, πράγματα που Εκείνος πρόσταξε να τα περιφρονούμε. Αθεόφοβα καταριόμαστε τους αδελφούς μας, ενώ έχουμε εντολή να δίνουμε ευχές και στους εχθρούς μας.

Τί κάνεις, άνθρωπε μου; Ζητάς από το Θεό να σε σπλαχνιστεί, κι εσύ καταριέσαι τον άλλο; Μη γελιέσαι. Αν δεν συγχωρήσεις, δεν θα συγχωρηθείς. Το ξέρεις.
Και όμως, όχι μόνο δεν συγχωρείς, αλλά παρακαλάς και το Θεό να μη συγχωρήσει! Αν, όμως, δεν συγχω­ρείται εκείνος που δεν συγχωρεί, πώς θα συγχωρηθεί εκείνος, που και τον Κύριο παρακαλάει να μη συγ­χωρήσει; Αν είναι κακό να έχεις εχθρούς, σκέψου πό­σο χειρότερο είναι να τους κατηγορείς και να τους καταριέσαι. Εσύ πρέπει να δώσεις λόγο για το ότι έχεις εχθρούς, και κατηγορείς εκείνους; Πώς θα σου δώσει άφεση ο Θεός, όταν Του ζητάς να βλάψει άλλους, την ώρα που Τον παρακαλάς για τα δικά σου αμαρτήματα κι έχεις ανάγκη από μεγάλο έλεος; Όταν μάλιστα, προσεύχεσαι για τον εαυτό σου, γυρίζεις τη ματιά σου δεξιά κι αριστερά, χασμουριέσαι και φέρ­νεις στο νου σου χίλιους δυο λογισμούς. Όταν, όμως, προσεύχεσαι εναντίον των εχθρών σου, το κάνεις με μεγάλη αυτοσυγκέντρωση και διαύγεια σκέψεως. Γνωρίζει, βλέπεις, ο διάβολος πως, όταν ζητάμε το κακό των άλλων, στρέφουμε το ξίφος εναντίον μας, γι' αυτό τότε δεν διασπά την προσοχή μας και δεν τραβάει το νου μας εδώ κι εκεί.

Ξέχασε, λοιπόν, τις ξένες αμαρτίες, για να ξεχάσει και ο Κύριος τις δικές σου. Γιατί αν πεις, "Τιμώρησε τον εχθρό μου", έκλεισες το στόμα σου. Έχασε πια η γλώσσα σου το δικαίωμα να μιλάει στο Θεό. Πρώτα-πρώτα επειδή εξαρχής Τον παρόργισες, κι υστέρα επειδή ζητάς πράγματα που είναι αντίθετα στον ίδιο το χαρακτήρα της προσευχής. Αφού, δηλαδή, προσέρχεσαι για να ζητήσεις συγχώρηση αμαρτημάτων, πώς μιλάς για τιμωρία; Το αντίθετο έπρεπε να κάνεις, να παρακαλάς για τους άλλους, ώστε στη συνέχεια να παρακαλέσεις με παρρησία και για τον εαυτό σου.
Αν προσευχηθείς για τους συνανθρώπους σου, τα πέ­τυχες όλα, έστω κι αν δεν πεις το παραμικρό για τις δι­κές σου αμαρτίες.
Δεν υπάρχει τίποτα πιο ζοφερό από μια ψυχή που μνησικακεί και μισεί. Δεν υπάρχει τίποτα πιο ακά­θαρτο από μια γλώσσα που κακολογεί και καταριέται. Ανθρωπος είσαι, μη γίνεσαι θηρίο. Το στόμα σου δό­θηκε όχι για να δαγκώνεις, αλλά για να παρηγορείς με τα λόγια σου. Ο Θεός σε πρόσταξε να συγχωρείς, κι εσύ Τον παρακαλάς να καταργήσει τη δική Του εντο­λή; Δεν σκέφτεσαι ότι ευχαριστιέται και γελάει ο διά­βολος, όταν ακούει μια τέτοια προσευχή; Δεν συλλο­γίζεσαι ότι, από το άλλο μέρος, λυπάται ο Θεός, ο Πλάστης σου, ο Ευεργέτης σου, ο Σωτήρας σου;
"Μα αδικήθηκα", λες, "και είμαι πικραμένος". Τό­τε, λοιπόν, προσευχήσου εναντίον του διαβόλου, που μας αδικεί περισσότερο από κάθε άλλον. Γιατί αυτός δημιουργεί και τους εχθρούς και τις έχθρες, αυτός είναι ο μεγάλος και μοναδικός εχθρός σου, με τον οποίο δεν είναι δυνατό να συμφιλιωθείς ποτέ. Ο συ­νάνθρωπος, απεναντίας, όσα κι αν σου κάνει, είναι αδελφός σου. Γι' αυτό οφείλεις να προσεύχεσαι για το καλό του, για την ευτυχία του, για τη μετάνοια και τη σωτηρία του.

Ας φροντίσουμε λοιπόν, αγαπητοί μου, να ζούμε και να ενεργούμε σύμφωνα με τις εντολές του Κυρίου, για να είναι καρποφόρα η προσευχή μας και να πετύ­χουμε τη βασιλεία των ουρανών.

Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2014

ΓΙΑΤΙ Η ΛΕΞΗ ΠΙΣΤΗ ΕΧΕΙ ΔΙΠΛΗ ΣΗΜΑΣΙΑ (Ἁγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος)



Καί ὅπως τό πλοῖο πού κλυδωνίζεται ἀπό τό φύσημα τῶν ἀνέμων καί καταποντίζεται ἀπό τά ἀγριεμένα κύματα ἡ ἄγκυρα πού ρίχνεται τό κρατάει ἀπό παντοῦ καί τό σταθεροποιεῖ στή μέση τοῦ πελάγους, ἔτσι ἀκριβῶς καί τό δικό μας νοῦ, ὅταν τόν κλυδωνίζουν οἱ λογισμοί πού ἐπιτίθενται ἀπ’ ἔξω, ἔρχεται ἡ πίστη καί μέ μεγαλύτερη ἀσφάλεια ἀπό τήν ἄγκυρα τόν σώζει ἀπό τό ναυάγιο καί σάν σέ γαλήνιο λιμάνι ὁδηγεῖ τό σκάφος μέ τή βεβαιότητα πού παρέχει στή συνείδηση.

Καί αὐτό πάλι φανερώνοντας ὁ Παῦλος ἔλεγε “διά τοῦτο ἔδωκεν ἀποστόλους ὁ θεός πρός καταρτισμόν τῶν ἁγίων, μέχρι καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς τήν ἑνότητα τῆς πίστεως καί τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ υἱοῦ τοῦ θεοῦ, ἵνα μηκέτι ὦμεν νήπιοι κλυδωνιζόμενοι καί περιφερόμενοι παντί ἀνέμῳ”

Βλέπεις τό κατόρθωμα τῆς πίστης, πού σάν κάποια ἄγκυρα ἀσφαλής ἔτσι διώχνει τήν τρικυμία, πράγμα πού ὁ ἴδιος πάλι λέγει γράφοντας στούς Ἑβραίους καί λέγοντας αὐτά ἀκριβῶς γιά τήν πίστη “αὐτή τήν ἔχουμε σάν ἄγκυρα ἀσφαλή καί σταθερή καί μᾶς ὁδηγεῖ στά ἐνδότερα τοῦ καταπετάσματος”... Γιατί ὅπως τό καταπέτασμα χώριζε τά ἅγια τῶν ἁγίων ἀπό τήν ἔξω σκηνή, ἔτσι ἀκριβῶς καί ὁ οὐρανός, σάν καταπέτασμα παρεμβαλλόμενος ἀνάμεσα στήν κτίση, χωρίζει τά ἅγια τῶν ἁγίων ἀπό τήν ἔξω σκηνή, δηλαδή ἀπό τόν ὁρατό κόσμο, δηλαδή τά οὐράνια καί τά πάνω ἀπ’ ἀυτά, ὅπου εἰσῆλθε γιά χάρη μας πρίν ἀπό μᾶς ὁ Χριστός.

Αὐτό πού λέγει σημαίνει τό ἑξῆς, ἐκεῖ, λέγει, ὑψώνει τήν ψυχή μας ἡ πίστη, μήν ἀφήνοντας σέ κανένα ἀπό τά παρόντα δεινά νά τή ρίξει κάτω καί ἀνακουφίζοντας τούς πόνους μέ τήν ἐλπίδα τῶν μελλοντικῶν ἀγαθῶν. Γιατί ἐκεῖνος πού ἀποβλέπει πρός τά μελλοντικά, πού περιμένει τήν ἐλπίδα ἀπό τούς οὐρανούς καί κατευθύνει ἐκεῖ τά μάτια τοῦ νοῦ του οὔτε αἰσθάνεται τόν πόνο τῶν δεινῶν τῆς παρούσης ζωῆς, ὅπως ἀκριβῶς καί ὁ Παῦλος δέν αἰσθανόταν καί δίδασκε τήν αἰτίαν τῆς φιλοσοφίας αὐτῆς λέγοντας “γιατί ἡ προσωρινή ἐλαφριά θλίψη προετοιμάζει γιά μᾶς ὑπερβολικά μεγάλο πλοῦτο αἰώνιας δόξης”. Πῶς καί μέ ποιό τρόπο; “Ἐπειδή” μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς “δέν προσέχουμε αὐτά πού φαίνονται ἀλλά ἐκεῖνα πού δέ φαίνονται”. Γιατί, ὅπως τά μάτια τοῦ σώματος δέ βλέπουν τίποτε πνευματικό, ἔτσι τά μάτια τῆς πίστης δέ βλέπουν τίποτε τό ὑλικό.
Γιατί ἡ λέξη πίστη ἔχει διπλῆ σημασία. Πίστη δηλαδή λέγεται καί ἐκείνη σύμφωνα μέ τήν ὁποία οἱ ἀπόστολοι ἔκαναν τότε τά θαύματα, γιά τήν ὁποία ὁ Χριστός ἔλεγε “ἄν ἔχετε πίστη ἔστω καί σάν κόκκο συναπίου, θά πεῖτε σ’ αὐτό τό βουνό, πήγαινε ἀπό ἐδῶ ἐκεῖ, καί θά μεταβεῖ” ... Λέγεται λοιπόν πίστη ἐκείνη πού κάνει τά σημεῖα καί τά θαύματα, πίστη ὅμως λέγεται καί ἐκείνη πού μᾶς προετοιμάζει στό νά γνωρίσουμε τό Θεό, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ὁ καθένας μας εἶναι πιστός, ὅπως ὅταν λέγει γράφοντας στούς Ρωμαίους “εὐχαριστῶ τῷ θεῷ μου διά Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅτι ἡ πίστις ὑμῶν ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ καταγγέλλεται”. Καί στούς Θεσσαλονικεῖς πάλι γράφει “ἀφ’ ἡμῶν ἐξήχηται (διαδόθηκε) ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, οὐ μόνον ἐν τῇ Μακεδονίᾳ, ἀλλά καί ἐν τῇ Ἀχαΐα, καί ἐν παντί τόπῳ ἡ πίστις ὑμῶν ἡ πρός τόν θεόν ἐξελήλυθε (ἔγινε γνωστή)”.

Ποιά πίστη ὑπαινίσσεται ἐδῶ; Εἶναι ὁλοφάνερο πώς ὑπαινίσσεται τήν πίστη τῆς γνώσης. Καί τό φανερώνουν αὐτό τά ἑπόμενα. “πιστεύουμε”, λέγει, “γι’ αὐτό καί κυρύσσουμε”. Τί πιστεύουμε; “Ὅτι ἐκεῖνος πού ἀνέστησε τόν Ἰησοῦ θά ἀναστήσει καί ἐμᾶς μέ τή δύναμή του”. Ἀλλά γιατί τήν ὀνομάζει πνεῦμα πίστης καί τήν κατατάσσει στήν τάξη τῶν χαρισμάτων; Γιατί, ἄν ἡ πίστη εἶναι χάρισμα καί κατόρθωμα τῆς δωρεᾶς τοῦ Πνεύματος μόνο καί ὄχι δικό μας, οὔτε οἱ ἄπιστοι θά τιμωρηθοῦν οὔτε οἱ πιστοί θά ἐπαινεθοῦν.
Ἄν λοιπόν καί ἡ πίστη εἶναι τέτοιο πρᾶγμα καί ἐμεῖς δέν προσφέραμε τίποτε ἀλλά τά πάντα ἀνήκουν στή χάρη τοῦ Πνεύματος καί αὐτή τήν ἔσπειρε μέσα στίς ψυχές μας καί δέ θά λάβουμε κανένα μισθό γι’ αὐτά, πῶς λοιπόν ἔλεγε, “ὅποιος πιστεύει μέ τήν καρδιά του ὁδηγεῖται στή δικαίωση, καί ὅποιος ὁμολογεῖ μέ τό στόμα ὁδηγεῖται στή σωτηρία”; Γιατί ἡ πίστη εἶναι κατόρθωμα καί τῆς ἀρετῆς τοῦ πιστοῦ. Πῶς ὅμως ἀλλοῦ ὑπαινίσσεται πάλι τό ἴδιο λέγοντας “ὅποιος ὅμως δέν ἔχει ἔργα ἀλλά πιστεύει στό Θεό πού σώζει τόν ἀσεβῆ, λογαριάζεται ἡ πίστη του γιά δικαίωση”, ἄν τά πάντα ἀνήκουν στή χάρη τοῦ Πνεύματος; Καί πῶς ἀκόμη τόν πατριάρχη Ἀβραάμ τόν στόλισε γι’ αὐτή μέ ἄπειρα ἐγκωμιαστικά στεφάνια, γιατί παραβλέποντας ὅλα τά παρόντα πίσεψε, παρ’ ὅλο πού δέν εἶχε λόγο νά ἐλπίζει;

Γιά ποιό λόγο τήν ὀνομάζει πνεῦμα πίστης; Γιατί θέλει νά δείξει ὅτι ἐξαρτᾶται ἀπό μᾶς τό νά πιστέψουμε στήν ἀρχή καί τό νά ὑπακούσουμε ὅταν κληθοῦμε, καί ὅτι μετά τή θεμελίωση τῆς πίστης χρειαζόμαστε τή βοήθεια τοῦ Πνεύματος, ὥστε νά μένει αὐτή διαρκῶς σταθερή καί ἀμετάβλητη. Γιατί οὔτε ὁ Θεός οὔτε ἡ χάρη τοῦ Πνεύματος ἔρχεται πρίν ἀπό τή δική μας προαίρεση, ἀλλά προσκαλεῖ καί περιμένει ὥστε ἀπό μόνοι μας καί μέ τή θέλησή μας νά προσέλθουμε· ἔπειτα, ὅταν προσέλθουμε, τότε μᾶς παρέχει ὅλη τή δική του συμμαχία. Ἐπειδή λοιπόν καί ὁ διάβολος μετά τήν προσέλευσή μας στήν πίστη ἐμφανίζεται ἀμέσως θέλοντας νά ξεριζώσει τήν καλή αὐτή ρίζα και ἐπειγόμενος νά σπείρει τά ζιζάνια καί νά καταστρέψει τά γνήσια καί καθαρά σπέρματα, τότε χρειαζόμαστε τή βοήθεια τοῦ Πνεύματος, γιά νά προστατεύει ἀπό παντοῦ τό νέο φυτό τῆς πίστης μέ κάθε μέριμνα καί φροντίδα σάν ἕνας φιλόπονος γεωργός ἐγκατεστημένος στήν ψυχή μας. Γι’ αὐτό γράφοντας στούς Θεσσαλονικεῖς ἔλεγε “μή σβήνετε τό Πνεῦμα”, δηλώνοντας πώς ὅταν ἔρθει ἡ χάρη τοῦ Πνεύματος, θά εἴμαστε ἀκαταμάχητοι πιά γιά τόν κακό δαίμονα καί ὅλες του τίς πονηρίες. Γιατί ἄν “κανείς δέν μπορεῖ νά πεῖ ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Κύριος παρά μόνο μέ τή βοήθεια τοῦ Πνεύματος”, πολύ περισσότερο δέ θά μπορέσει νά κρατήσει τήν πίστη του σταθερή καί ἀκλόνητη παρά μόνο μέ τή βοήθεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Πῶς ὅμως θά μπορέσουμε νά ἀποσπάσουμε τή βοήθεια τοῦ Πνεύματος καί νά τό πείσουμε νά μείνει κοντά μας; Μέ ἔργα ἀγαθά καί ἄριστο τρόπο ζωῆς. Γιατί ὅπως τό φῶς τοῦ λυχναρίου διατηρεῖται μέ λάδι καί ὅταν ξοδευθεῖ αὐτό σβήνει καί τό φῶς μαζί του καί τελειώνει, ἔτσι ἀκριβῶς καί ἡ χάρη τοῦ Πνεύματος, ὅταν ἔχουμε νά παρουσιάσουμε ἔργα ἀγαθά καί ἡ ψυχή μας εἶναι γεμάτη ἀπό πολλή ἐλεημοσύνη, μένει ἡ φλόγα σάν νά διατηρεῖται ἀπό λάδι, ὅταν ὅμως αὐτή δέν ὑπάρχει, φεύγει καί ἀναχωρεῖ, πρᾶγμα πού ἔγινε καί στίς πέντες παρθένες... Γιατί τό παράπτωμά τους προῆλθε μόνο ἀπό ἀδιαφορία... Εἶναι καλό πρᾶγμα ἡ παρθενία καί ὑπερφυσικό τό κατόρθωμα. Ἀλλά τό καλό καί μεγάλο καί ὑπερφυσικό αὐτό πρᾶγμα ἄν δέν εἶναι ἑνωμένο μέ τή φιλανθρωπία, δέν θά μπορέσει νά φθάσει οὔτε στά πρόθυρα τοῦ νυμφώνα”.

Πηγή: HΓΟΥΜΕΝΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ”

Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2014

Ἡ Ἁγία Πελαγία ἡ Παρθένος (8 Ὀκτωβρίου) , Λόγος Ἐγκωμιαστικός τοῦ Ἁγίου Ἰωαννοῦ τοῦ Χρυσοστόμου

Η εικόνα ίσως περιέχει: 1 άτομο, κείμενο


Καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας καὶ ἀπὸ ἔνδοξο γένος (στὰ χρόνια
του βασιλιὰ Νουμεριανοῦ 282 – 284).

Ὅταν ἔμαθε ὁ ἄρχοντας τῆς Ἀντιόχειας ὅτι ἡ Πελαγία ἦταν χριστιανή,
ἔστειλε στρατιῶτες γιὰ νὰ τὴ συλλάβουν. Αὐτοὶ περικύκλωσαν τὸ σπίτι της
καὶ ἑτοιμάζονταν νὰ τὴν ἁρπάξουν. Ὅταν τὸ ἔμαθε ἡ Ἁγία, ζήτησε ἀπὸ τοὺς
στρατιῶτες νὰ περιμένουν λίγο. Ὅποτε, σήκωσε τὰ χέρια της καὶ τὰ μάτια
της στὸν οὐρανὸ καὶ προσευχήθηκε θερμὰ πρὸς τὸν Θεὸ νὰ μὴ ἐπιτρέψει νὰ
τὴν ἁρπάξουν οἱ στρατιῶτες, ἀλλὰ νὰ φύγει ἀπ’ τὴν ζωὴ αὐτὴ, ἁγνὴ καὶ
παρθένος.

Ἔπειτα ἄνοιξε τὸ παράθυρο καὶ ἔριξε τὸν ἑαυτό της στὸ κενό, μὲ
ἀποτέλεσμα νὰ τραυματιστεῖ θανάσιμα καὶ ἔτσι παρέδωσε τὴν ἁγνὴ ψυχή της
στὸν Θεό, προκειμένου βέβαια νὰ τὴν προφυλάξει ἀπὸ τὸν μολυσμὸ τῶν
ἀγροίκων στρατιωτῶν


Λόγος Ἐγκωμιαστικός εἰς τῆν Ἁγία Πελαγία τῆν Παρθένο τοῦ Ἁγίου Ἰωαννοῦ τοῦ Χρυσοστόμου
Ας είναι ευλογητός ο Θεός· διότι και γυναίκες πλέον περιπαί­ζουν το θάνατο, και κόρες τον περιγελούν, και παρθένες, και μά­λιστα πολύ νέες και που δεν γνώρισαν γάμο, σκιρτούν επάνω στα ίδια τα κεντριά του άδη χωρίς να παθαίνουν τίποτε το φοβερό. Όλα αυτά λοιπόν τα αγαθά μάς δόθηκαν εξαιτίας του Χριστού που γεν­νήθηκε από Παρθένο· διότι μετά τους μακάριους εκείνους ανυπό­φορους πόνους και την φρικωδέστατη γέννηση ατόνησαν τα νεύρα του θανάτου, παρέλυσε η δύναμη του διαβόλου, και όχι μόνο στους άνδρες πλέον, αλλά και στις γυναίκες έγινε ευκαταφρόνητος, και όχι μόνο στις γυναίκες, αλλά και στις κόρες.

Όπως ακριβώς δηλα­δή κάποιος άριστος ποιμένας συλλαμβάνοντας το λιοντάρι που προκαλεί φόβο στα πρόβατα και εξολοθρεύει όλο το κοπάδι, αφού βγάλει τα δόντια του, κόψει τα νύχια του και κουρέψει τα μαλλιά του, το κάνει ευκαταφρόνητο και καταγέλαστο, παραδίνοντάς το έτσι στα αγόρια και τα κορίτσια των βοσκών να το περιπαίζουν, έτσι λοιπόν και ο Χριστός, τον θάνατο, που ήταν φοβερός στη φύση μας και προκαλούσε φόβο σ’ ολόκληρο το γένος μας, αφού τον συνέλαβε και διέλυσε όλο το φόβο που προκαλούσε, τον παρέ­δωσε, ώστε να τον περιπαίζουν και παρθένες.
Γι’ αυτό και η μακαρία Πελαγία έτρεξε προς αυτόν με τόση μεγάλη ευχαρίστηση, ώστε να μη περιμένει ούτε τα χέρια των δημίων, ούτε να οδηγηθεί σε δικαστήριο, αλλά με την υπερβολική προθυμία της να προλάβει την σκληρότητα εκείνων. Διότι είχε προετοιμαστεί και για τα βασανιστήρια και κολαστήρια και για κάθε εί­δος τιμωριών, αλλά φοβόταν μήπως χάσει το στεφάνι της παρθε­νίας. Και για να μάθεις ότι φοβόταν την ασέλγεια των ασεβών, προλαβαίνει και αρπάζει από πριν τον εαυτό της από την αισχρή ατίμωση· εκείνο που κανένας από τους άνδρες δεν επιχείρησε ποτέ να κά­νει, αλλά οδηγήθηκαν όλοι στο δικαστήριο και εκεί επέδειξαν την ανδρεία τους, οι γυναίκες, εξαιτίας της εύκολης επιδράσεως που δέχεται η φύση τους, επινόησαν για τον εαυτό τους αυτόν τον τρόπο θανάτου.

Διότι, εάν ήταν δυνατό και την παρθενία να διαφυλάξει και να επιτύχει τα στεφάνια του μαρτυρίου, δεν θα απέφευγε την ει­σαγωγή της στο δικαστήριο· και επειδή έπρεπε οπωσδήποτε το ένα από τα δύο να το χάσει, θεωρούσε σαν την πιο χειρότερη μορφή παραλογισμού, ενώ μπορούσε να επιτύχει τη νίκη και των δύο, να φύ­γει από τη ζωή λαμβάνοντας το ένα μόνο στεφάνι. Γι’ αυτό δεν θέ­λησε να μεταβεί στο δικαστήριο, ούτε να γίνει θέαμα στα ακόλαστα μάτια, ούτε να επιτρέψει στα ασελγή βλέμματα να νοιώσουν απόλαυση βλέποντας το πρόσωπό της και ν’ ατιμάσουν το άγιο εκείνο σώμα, αλλά από το σπίτι και τον γυναικωνίτη ήλθε σε άλλο σπίτι, τον ουρανό.

Πράγματι είναι μεγάλο πράγμα το να δει κανείς δημίους να στέκονται γύρω-γύρω και να τρυπούν τις πλευρές, δεν είναι όμως καθόλου κατώτερο και αυτό από εκείνο. Διότι σ’ εκείνους, επειδή οι αισθήσεις έχουν ήδη παραλύσει εξαιτίας των ποικίλων βασανι­στηρίων, δεν φαίνεται πλέον ο θάνατος φοβερός, αλλά θεωρείται σαν κάποια απαλλαγή και ανακούφιση από τα μελλοντικά κακά. Αυτή όμως που δεν έπαθε ακόμη τίποτε τέτοιο, αλλ’ είχε ακέραιο ακόμη το σώμα της και δεν αισθανόταν κανένα πόνο μέχρι στιγμής, χρειάζεται κάποιο μεγάλο και γενναίο φρόνημα, εάν πρόκειται με βίαιο θάνατο να στερήσει από τον εαυτό της την παρούσα ζωή.

Ώστε, όταν θαυμάζεις εκείνους για την καρτερία τους, θαύμασε και αυτήν για την ανδρεία της· όταν νοιώσεις έκπληξη για την υπο­μονή εκείνων, νοιώσε έκπληξη και για το γενναίο φρόνημα της, διότι είχε την τόλμη να υποστεί τέτοιο θάνατο. Και μη προσπερά­σεις έτσι απλώς το συμβάν, αλλά σκέψου ποια φυσικό ήταν να είναι η διάθεση μιας απαλής κόρης, που δεν γνώριζε τίποτε επί πλέον από το θάλαμό της, βλέποντας για μια στιγμή να καταφθάνουν στρατιώτες, να στέκονται μπροστά στη πόρτα της και να την καλούν στο δικαστήριο, να την σύρουν στην αγορά για τέτοια και τόσο με­γάλα πράγματα. Δεν υπήρχε μέσα ούτε ο πατέρας της, ούτε η μητέ­ρα της, ούτε η τροφός της, ούτε η υπηρέτρια, ούτε γείτονας, ούτε φίλη, αλλ’ είχε απομείνει μόνη ανάμεσα σ’ εκείνους τους δημίους.

Το ότι λοιπόν μπόρεσε να βγει και ν’ αποκριθεί σ’ εκείνους τους δημίους στρατιώτες, ν’ ανοίξει το στόμα της και να μιλήσει, το να τους δει, το να σταθεί και ν’ αναπνεύσει, πώς δεν είναι άξιο εκπλήξεως και θαυμασμού; Δεν ήταν αυτά γνωρίσματα της ανθρώπι­νης φύσεως. Βέβαια το μεγαλύτερο μέρος το πρόσφερε η βοήθεια του Θεού. Όμως ούτε αυτή στάθηκε τότε αργή, αλλά πρόσφερε όλα όσα εξαρτιόνταν από την ίδια, όπως την προθυμία, το φρόνημα, τη γενναιότητα, τη θέληση, την προαίρεση, την προσέλευση με εν­θουσιασμό και βιασύνη. Το να γίνουν όμως όλα αυτά, αυτό κατορθώθηκε με τη βοήθεια του Θεού και την ουράνια εύνοια. Ώστε αξίζει και να τη θαυμάζει κανείς και να την μακαρίζει· να την μακαρίζει εξαιτίας της συμμαχίας του Θεού, και να την θαυμάζει για τη δική της προθυμία. Διότι ποιος θα ήταν δυνατό να μην εκπλαγεί δίκαια, ακούοντας, ότι μέσα σε μια στιγμή έλαβε μια τόσο μεγά­λη απόφαση, την ενέκρινε με προθυμία και την πραγματοποίησε;

Διότι βέβαια γνωρίζετε όλοι, ότι εκείνα που πολλές φορές με­λετήσαμε επί μακρόν χρόνο, όταν ήρθε ο καιρός που ζητούσε την πραγματοποίησή τους, επειδή ο νους μας κυριεύθηκε από λίγο φόβο, όλες εκείνες τις σκέψεις τις απορρίψαμε και φοβηθήκαμε για μια στιγμή από την αγωνία. Αυτή όμως μπόρεσε μέσα σε μια στιγμή και να δεχθεί και ν’ αποφασίσει και να πραγματοποιήσει μια τόσο φρικτή και φοβερή απόφαση, και ούτε το φοβερό των παρό­ντων εκεί στρατιωτών, ούτε το δύσκολο του καιρού, ούτε η ερημία της επιβουλευόμενης, ούτε το ότι είχε εγκαταλειφτεί μόνη μέσα στο σπίτι, ούτε τίποτε άλλο θορύβησε τη μακαριά εκείνη, αλλά σαν να υπήρχαν εκεί παρόντες κάποιοι φίλοι και γνωστοί, έτσι όλα τα έκαμε χωρίς φόβο, και πολύ σωστά. Διότι δεν ήταν μέσα μόνη, αλλ’ είχε σύμβουλο τον Ιησού· εκείνος τη βοηθούσε, εκείνος άγγι­ζε την καρδιά της, εκείνος έδινε θάρρος στη ψυχή της, εκείνος μόνος απομάκρυνε το φόβο. Και αυτά δεν τα έκανε τυχαία, αλλ’ επει­δή η μάρτυς είχε προετοιμάσει προηγουμένως τον εαυτό της άξιο της βοήθειας εκείνου.

Αφού βγήκε λοιπόν έξω ζήτησε χάρη από τους στρατιώτες, να της επιτραπεί να μπει πάλι μέσα και ν’ αλλάξει ενδύματα’ και αφού μπήκε άλλαξε και φόρεσε αντί της φθοράς την αφθαρσία, αντί του θανάτου την αθανασία, αντί της πρόσκαιρης ζωής την αιώνια ζωή. Εγώ όμως μαζί με τα όσα λέχθηκαν θαυμάζω και αυτό, πώς εξαπάτησε η γυναίκα τους άνδρες, πώς εκείνοι δεν υποπτεύτηκαν τίποτε από εκείνα που επρόκειτο να συμβούν, πώς δεν αντιλήφτηκαν το δόλο; Διότι δεν μπορεί να πει κανείς, ότι κανένας δεν έκανε τίποτε παρόμοιο· πολλές ίσως και να έπεσαν στους γκρεμούς, να ρίχθηκαν στο πέλαγος, και ξίφος να ώθησαν στο στήθος τους, και θηλιά να πέρασαν στο λαιμό τους, και από πολλά τέτοια δράματα ήταν γεμά­τος ο καιρός εκείνος αλλ’ ο Θεός τύφλωσε την καρδιά τους, ώστε να μην αντιληφθούν το δόλο.

Γι’ αυτό και ξέφυγε μέσα από τα δί­χτυα. Και όπως ακριβώς το ελάφι που έπεσε στα ίδια τα χέρια των κυνηγών και έπειτα, αφού διέφυγε, σταματά πλέον το τρέξιμό του στην κορυφή όρους που είναι δύσβατο για τα πόδια των κυνηγών και αδύνατο στο ρίξιμο των βέλων, και από εκεί βλέπει χωρίς φόβο εκείνους που προηγουμένως θέλησαν να του κάνουν κακό, έτσι λοι­πόν και αυτή, αν και έπεσε μέσα στα ίδια τα χέρια των κυνηγών και ήταν κλεισμένη, σαν μέσα σε δίχτυα, μέσα στους τοίχους του σπιτιού της, έτρεξε όχι στην κορυφή όρους, αλλά στην ίδια την κορυ­φή του ουρανού, όπου δεν ήταν πλέον δυνατό να ανεβούν εκείνοι και βλέποντας τους στη συνέχεια ν’ αναχωρούν από εκεί με άδεια χέρια, χαιρόταν, βλέποντας τους άπιστους να περιβάλλονται από πολλή ντροπή.

Σκέψου λοιπόν πόσο μεγάλο πράγμα ήταν να κάθεται ο δικα­στής στην έδρα του, να είναι παρόντες οι δήμιοι, να είναι έτοιμα τα βασανιστήρια, όλο το πλήθος να είναι συγκεντρωμένο, οι στρατιώ­τες να περιμένουν, και όλοι να είναι μεθυσμένοι από την ηδονή με την ελπίδα ότι θα έχουν το θήραμα, και εκείνοι που πήγαν να το συλλάβουν να επιστρέφουν με σκυμμένα τα κεφάλια και να διηγού­νται το δράμα που συνέβηκε. Πόση ντροπή και πόση οδύνη και χλευασμός φυσικό ήταν να διαχυθεί επάνω σ’ όλους τους άπιστους;

Πώς φυσικό ήταν ν’ αναχωρούν σκύβοντας κάτω από ντροπή το κε­φάλι, μαθαίνοντας από τα έργα, ότι ο πόλεμός τους ήταν όχι προς ανθρώπους, αλλά προς το Θεό; Και ο Ιωσήφ βέβαια, όταν επιβουλευόταν από την κυρία του, εξήλθε τότε γυμνός, αφήνοντας το έν­δυμα που είχε κρατηθεί από τα μιαρά χέρια της βάρβαρης γυναίκας, ενώ αυτή δεν άφησε ούτε να πιάσουν το σώμα της τα ακόλαστα χέρια, αλλά αφού ανέβηκε με γυμνή τη ψυχή και άφησε την αγία σάρκα της στους εχθρούς της, τους έβαλε σε πολλή αμηχανία· διότι δεν ήξεραν τι να κάνουν το λείψανό της.

Τέτοια είναι τα κατορθώματα του Θεού· τους δούλους του από δύσκολες καταστάσεις τους οδηγεί σε πολλή ευκολία, ενώ εκείνους που αντιτίθενται προς αυτόν και τον πολεμούν ακόμη και από εκείνα που φαίνονται ότι είναι εύκολα, τους οδηγεί στην πιο μεγάλη αμηχανία. Διότι τι υπήρχε χειρότερο από την αμηχανία εκείνη, στην οποία είχε πέσει τότε η κόρη; Και τι πιο εύκολο από την ευκολία στην οποία βρίσκονταν τότε οι στρατιώτες; Την κρα­τούσαν μόνη, κλεισμένη μέσα στο σπίτι σαν μέσα σε φυλακή, και όμως έφυγαν από εκεί αποτυγχάνοντας να συλλάβουν το θήρα­μα.

Επίσης, ενώ η κόρη ήταν έρημη από συμμάχους και βοηθούς και δεν έβλεπε από πουθενά καμιά διέξοδο από τα δεινά, και τα στόματα των θηρίων εκείνων που βρίσκονταν κοντά της, διέφυγε τις επιβουλές, σαν να την άρπαξαν, θα μπορούσε να πει κάποιος, μέσα από τον φάρυγγα τους, και νίκησε τους στρατιώτες, τους δικαστές και τους άρχοντες. Και όταν βέβαια ζούσε είχαν την ελπίδα όλοι αυτοί ότι θα την νικούσαν, όταν όμως πέθανε, τότε έπεσαν σε μεγαλύτερη αμηχανία, για να μάθουν ότι ο θάνατος των μαρτύ­ρων είναι νίκη των μαρτύρων. Και συνέβαινε το ίδιο, όπως έγινε με ένα πλοίο, που ήταν γεμάτο από πολύτιμα μαργαριτάρια, το οποίο εξαιτίας της εισβολής κάποιου κύματος στην είσοδο ακριβώς του λιμανιού,  κινδύνευσε να βυθιστεί και να βρεθεί κάτω από τα κύματα, αλλά διαφεύγοντας τον κίνδυνο και ωθούμενο από το ρεύμα των υδάτων κατόρθωσε να φθάσει στο λι­μάνι με μεγαλύτερη ταχύτητα.

Έτσι λοιπόν συνέβη και με τη μακαρία Πελαγία. Διότι η έφοδος των στρατιωτών και ο φόβος των αναμενόμενων βασανιστηρίων και η απειλή του δικαστή πέφτοντας επάνω της σφοδρότερα από οποιοδήποτε κύμα, την εξανάγκασαν να πετάξει προς τον ουρανό με μεγαλύτερη ταχύτητα· και το κύμα που επρόκειτο να καταποντίσει το πλοίο, την έστειλε στο γαλήνιο λιμάνι, και έτσι μεταφερό­ταν το σώμα λαμπρότερο από κάθε αστραπή, θαμβώνοντας τα μάτια του διαβόλου. Διότι δεν μας είναι τόσο φοβερός ο κεραυνός που πέφτει από τον ουρανό, όσο φόβιζε το σώμα της μάρτυρος, φο­βερότερα από κάθε κεραυνό, τις φάλαγγες των δαιμόνων.

Και αυτά δεν γίνονταν χωρίς την επέμβαση του Θεού. Αυτό βέβαια γίνεται φανερό κυρίως από το μέγεθος της προθυμίας και από το ότι δεν κατάλαβαν οι στρατιώτες τον δόλο, και από το ότι της έκαναν τη χάρη, και από το ότι η πράξη έφθασε σε τέλος, αυτό μπορεί να το διαπιστώσει κανείς και από τον ίδιο τον τρόπο του θα­νάτου. Πολλοί δηλαδή που έπεσαν από ψηλή στέγη δεν έπαθαν τί­ποτε το κακό· άλλοι πάλι που υπέστησαν αναπηρία σε κάποια μέλη του σώματός τους, έζησαν πολλά χρόνια μετά από την πτώση· στην περίπτωση όμως της μακάριας εκείνης ο Θεός δεν επέτρεψε να συμβεί τίποτε από αυτά, αλλ’ αμέσως πρόσταζε το σώμα ν’ αφήσει ελεύθερη τη ψυχή, και την δεχόταν σαν να είχε αγωνιστεί όσο έπρεπε και να τα εκπλήρωσε όλα.

Διότι ο θάνατός της δεν οφειλόταν στην πτώση του σώματός της, αλλά ήταν αποτέλεσμα της προ­σταγής του Θεού. Και ήταν λοιπόν ξαπλωμένο το σώμα όχι πάνω σε κρεβάτι, αλλά πάνω στο έδαφος· δεν ήταν όμως ξαπλωμένο πά­νω στο έδαφος ατιμασμένο, αλλά το έδαφος ήταν τίμιο, επειδή δέ­χθηκε σώμα ντυμένο με τόση δόξα. Και ακριβώς γι’ αυτό κυρίως το σώμα εκείνο ήταν τιμιότερο με το να βρίσκεται στο έδαφος, διότι οι ατιμώσεις που υπομένουμε για χάρη του Χριστού μάς παρέ­χουν περισσότερη τιμή.

Βρισκόταν λοιπόν ξαπλωμένο πάνω στο έδαφος ενός στενού δρόμου το παρθενικό εκείνο σώμα το καθαρότερο από κάθε χρυσό, και οι άγγελοι το νεκροστόλιζαν, όλοι οι αρχάγγελοι το τιμούσαν, και ο Χριστός ήταν παρών. Διότι, εάν οι οικοδεσπότες τους καλύτε­ρους από τους δούλους τους όταν πεθάνουν τους συνοδεύουν κατά την εκφορά τους και δεν ντρέπονται, πολύ περισσότερο ο Χριστός δεν θα ήταν δυνατό να ντραπεί να τιμήσει με την παρουσία του εκείνην που παρέδωσε τη ψυχή της για χάρη του και δέχθηκε να υποστεί έναν τόσο μεγάλο κίνδυνο. Βρισκόταν λοιπόν στο έδαφος έχοντας μεγάλο εντάφιο το μαρτύριο, καλλωπισμένη με το κόσμημα της ομολογίας, ντυμένη με στολή τιμιότερη από κάθε βασιλικό ένδυμα και από κάθε τίμια πορφύρα, και έχοντας αυτήν διπλή· τη στο­λή της παρθενίας και τη στολή του μαρτυρίου· με αυτά τα εντάφια θα παρουσιαστεί στο βήμα του Χριστού.

Μία τέτοια στολή ας φροντίζομε και εμείς να φορούμε και όσο ζούμε και όταν πεθάνομε, γνωρίζοντας ότι, εάν κάποιος καλ­λωπίσει το σώμα με χρυσά ενδύματα, δεν το ωφέλησε καθόλου, αλλά και έχει πολλούς κατηγόρους, διότι δεν εγκατέλειψε την κενοδοξία ούτε και κατά το θάνατο· εάν όμως ντυθεί την αρετή, θα έχει πολλούς επαίνους και μετά το θάνατο. Διότι ο τάφος εκείνος, στον οποίο βρίσκεται το σώμα που έζησε με αρετή και ευσέβεια, θα εί­ναι λαμπρότερος σ’ όλους κι απ’ αυτές ακόμη τις βασιλικές αυλές. Και αυτού μάρτυρες είμαστε εμείς, οι οποίοι, παραβλέποντας τους τάφους των πλουσίων σαν σπήλαια, αν και έχουν χρυσά ενδύματα, τρέχομε με μεγάλη προθυμία προς την αγία αυτή, επειδή έφυγε η μάρτυς από την εδώ ζωή έχοντας ντυμένο τον εαυτό της με την παρθενία αντί με χρυσά ενδύματα.

Ας την μιμηθούμε, λοιπόν, με όλη τη δύναμή μας. Περιφρό­νησε εκείνη τη ζωή· ας περιφρονήσουμε εμείς την τρυφηλή ζωή, ας περιγελάσουμε την πολυτέλεια, ας απομακρυνθούμε από τη μέθη, ας αποφύγουμε την πολυφαγία. Γι’ αυτό σας ικετεύω και σας παρακαλώ να έχετε πάντοτε στη μνήμη και τη διάνοιά σας την αγία αυτή, και να μη καταντροπιάζετε την πανήγυρη, ούτε να στερήσουμε τον εαυτό μας από την παρρησία που μας παρέχεται από την εορτή αυτή. Διότι δεν νοιώθουμε τυχαία υπερηφάνεια συνομιλώ­ντας με τους ειδωλολάτρες για το πλήθος της εορτής, καταντροπιάζοντάς τους και λέγοντας, ότι μία κόρη πεθαμένη συγκεντρώνει ολόκληρη πόλη και τόσο πλήθος, κάθε χρόνο και μετά από τόσα χρόνια, και κανένας χρόνος δεν διέκοψε τη συνέχεια της τιμής αυτής. Διότι το πλήθος αυτό που συγκεντρώθηκε τώρα αν προσέρχεται με ευταξία θ’ αποτελεί για μας κόσμημα μέγιστο, αν όμως με ραθυμία και αδιαφορία, θ’ αποτελεί ντροπή και κατηγορία.

Για να νοιώθουμε λοιπόν υπερηφάνεια για το πλήθος της αγάπης σας, ας αναχωρούμε από εδώ για το σπίτι μας με την ίδια ευταξία, με όση αρμόζει ν’ αναχωρούν εκείνοι που συγκεντρώθηκαν για μια τέτοια μάρτυρα. Διότι, αν κάποιος δεν αναχωρήσει έτσι για το σπίτι του, όχι μόνο δεν ωφελήθηκε, αλλά και απέσπασε μέγιστο κίνδυνο κατά του εαυτού του. Γνωρίζω ότι σεις είστε καθαροί από τα νοσήματα αυτά, αυτό όμως δεν είναι αρκετό για την απολογία σας, αλλά πρέπει και τους αδελφούς που παρεκτρέπονται να τους επαναφέρετε σε απόλυτη ευταξία και στην πρέπου­σα τάξη. Τίμησες την μάρτυρα με την παρουσία σου;

Τίμησέ την και με τη διόρθωση των δικών σου μελών. Αν δεις γέλιο και βάδισμα άτακτο και εμφάνιση άπρεπή, πλησίασέ τους και κοίταξε με βλέμμα αυστηρό και φοβερό εκείνους που τα κάνουν. Αλλά σε περιφρονούν και σε κοροϊδεύουν περισσότερο; Πάρε μαζί σου δύο-τρεις ή και περισσότερους αδελφούς, ώστε με το πλήθος να γίνετε σεβαστότεροι. Εάν όμως δεν μπορέσεις ούτε έτσι να τους συνετίσεις, τότε φανέρωσέ τους στους ιερείς· μάλλον όμως είναι αδύνατο να φθάσουν αυτοί σε τόση αδιαντροπιά, ώστε, επιτιμώμενοι και παρακαλούμενοι, να μην υποχωρήσουν και να ντραπούν και ν’ απομακρυνθούν από την άτακτη και παιδική συμπεριφορά. Και είτε κερδίσεις δέκα, είτε τρεις, είτε δύο, είτε και έναν μόνο, θα εισέλθεις έχοντας λάβει πολύ κέρδος.

Είναι μεγάλο το μήκος του δρόμου· ας το χρησιμοποιήσομε λοιπόν για την περισυλλογή αυτών που αναφέραμε· ας γεμί­σουμε τη λεωφόρο με θυμιάματα. Διότι δεν θα γίνει ο δρόμος τόσο ευπρεπής, εάν κανείς καθ’ όλο το μήκος του τοποθετήσει θυμια­τήρια και με την ευωδιά τους αλλάξει την μυρωδιά του αέρα, όσο ευ­πρεπής θα γίνει τώρα, εάν όλοι, όσοι τον βαδίζουμε σήμερα, διηγούμενοι αναμεταξύ μας τα κατορθώματα της μάρτυρος, πηγαίνουμε στο σπίτι μας, μετατρέποντας ο καθένας θυμιατήρι τη γλώσσα του. Δεν βλέπετε, όταν εισέρχεται ο βασιλιάς στην πόλη, με πόση ευταξία βαδίζουν οι στρατιώτες και στα δύο μέρη του δρόμου οπλισμένοι και στοιχισμένοι, δίνοντας αναμεταξύ τους χαμηλόφωνα το παράγγελμα και προχωρώντας με πολύ φόβο, ώστε να φαίνονται αξιοθέατοι σ’ εκείνους που τους βλέπουν; Εκείνους λοιπόν ας μιμηθούμε· διότι και εμείς βαδίζομε μπροστά από βασιλιά, από βασιλιά όχι αισθητό, ούτε επίγειο, αλλά από τον Δεσπότη των αγγέλων.

Έτσι λοιπόν ας μπούμε και εμείς με ευταξία και προτρέποντας ο ένας τον άλλο, να βαδίζουμε με ρυθμό και τάξη, ώστε όχι μόνο με το πλήθος, αλλά και με την κοσμιότητά μας να εκπλήξουμε τους θεατές. Βέβαια, κι αν ακόμα δεν παραβρισκόταν κανένας άλ­λος, αλλά βαδίζαμε μόνοι στο δρόμο, ούτε έτσι έπρεπε να κάνουμε ασχημοσύνες, επειδή υπάρχει ο ακοίμητος οφθαλμός που είναι πα­ντού παρών και τα βλέπει όλα. Τώρα όμως σκεφτείτε ότι υπάρχουν πολλοί αιρετικοί ανάμεσά μας, και αν μας δουν να χορεύομε έτσι, να γελούμε, να φωνάζουμε και να μεθούμε, θα φύγουν αφού μας αποδώσουν τις χειρότερες κατηγορίες. Και αν κάποιος που σκαν­δαλίζει έναν υπομένει κατ’ ανάγκη τιμωρία, εμείς που σκανδαλίζο­με τόσους, ποιά τιμωρία θα υποστούμε; Αλλ’ είθε να μη συμβεί μετά τους λόγους αυτούς και την παραίνεση αύτη να βρεθεί κάποιος υπεύθυνος γι’ αυτά που είπαμε. Διότι, εάν αυτά διαπραττόμενα και πριν από αυτά που σας είπα ήταν ασυγχώρητα, μετά τη συμβουλή αυτή και την επίπληξη κάνουν πολύ περισσότερο αναγκαία την τι­μωρία και σ’ εκείνους που τα κάνουν και σ’ εκείνους που τα βλέ­πουν να γίνονται και τα παραβλέπουν.

Για ν’ απαλλάξετε λοιπόν και εκείνους από την τιμωρία και στον εαυτό σας να γίνετε πρόξενοι μεγαλύτερης αμοιβής, να αναλάβετε την κηδεμονία των αδελφών σας, οδηγήστε τους στη συγκέ­ντρωση και τη διήγηση των όσων λέχθηκαν, ώστε, αφού τα μελετή­σουν κατά τη διαδρομή όλου του δρόμου και μεταφέρουν υπολείμματα αυτής της τράπεζας και σ’ εκείνους που έμειναν στο σπίτι και απουσίασαν από εδώ, να κάμετε λαμπρή και εκεί την πνευματι­κή απόλαυση. Διότι έτσι και θα αισθανθούμε περισσότερο την εορτή αυτή, και την αγία μάρτυρα θ’ αποσπάσουμε σε περισσότερη εύνοια, τιμώντας την με την αληθινή τιμή. Διότι από το να έλθετε εδώ και να θορυβήσετε, πολύ πιο μεγαλύτερη ευχαρίστηση θα προσφέ­ρετε σ’ αυτήν με το να φύγετε από εδώ αφού γεμίσετε και απο­κομίσετε κάποια πνευματική ωφέλεια.

Μακάρι λοιπόν με τις ευχές της αγίας αυτής και εκείνων που επέτυχαν τα ίδια κατορθώματα μ’ αυτήν, και αυτά και τα άλλα που λέ­χθηκαν να τα θυμάστε με ακρίβεια και να τα φανερώσετε όλα με τα έργα, και να ζείτε ευαρεστώντας σε όλα το Θεό, στον οποίον ανήκει η δόξα και η δύναμη στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

(Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Ε.Π.Ε τ.37, σ. 83-99)





Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ'. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἐξ ἀκανθῶν καθάπερ ρόδον εὐῶδες, τὴ Ἐκκλησία Πελαγία ἐδείχθης, ταὶς ἐναρέτοις πράξεσιν εὐφραίνουσα ἠμᾶς, ὅθεν καὶ προσήγαγες, ὡς ὀσμὴν εὐωδίας, τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, τὸν σὸν βίον Ὁσία. Ὂν ἐκδυσώπει σώζεσθαι ἠμᾶς, παθῶν παντοίων, ψυχῆς τὲ καὶ σώματος.

Τρίτη 26 Αυγούστου 2014

Ας βλέπουμε τις δικές μας αμαρτίες και όχι των άλλων (Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος)



Όσοι είναι όρθιοι, ας απλώσουν φιλάδελφα το χέρι τους στους πεσμένους. Όσοι βαδίζουν σταθερά στο δρόμο της σωτηρίας, ας προσελκύσουν κι εκείνους που τριγυρνούν στις γκρεμοτοπιές της απώλειας. Ας μη νοιαζόμαστε μόνο για το συμφέρον μας, αλλά και για την ωφέλεια των αδελφών μας. Όλοι φροντίζουμε ν' αυξήσουμε τα κέρδη μας, κανένας να βοηθήσει εκείνους που έχουν ανάγκη. Όλοι απλώνουμε τα χέρια για να πάρουμε, κανένας για να δώσει. Όλοι σκεφτόμαστε πώς θα παρατείνουμε την επίγεια ζωή μας, κανένας πώς θα σώσει την ψυχή του.

Όλοι φοβόμαστε την επίγεια δυστυχία, κανένας δεν τρέμει την αιώνια κόλαση. Άφατη είναι η οδύνη της ψυχής μου για την πώρωσή μας. «Ποιος μπορεί να κάνει το κεφάλι μου πηγάδι με νερό και τα μάτια μου πηγές δακρύων, για να κλαίω το λαό μου τούτο μέρα και νύχτα;» ( Ιερ. 9:1 ) .
Ίσως μερικοί από σας να λένε με δυσφορία: "Όλο για δάκρυα και θρήνους μας μιλάει αυτός εδώ, όλα μαύρα κι άραχνα τα βλέπει". Δεν θα το ήθελα , πιστέψτε με, δεν θα το ήθελα. Μόνο χαρά κι ευφροσύνη θα ποθούσα να νιώθω, μόνο επαίνους και εγκώμια ν' αναφέρω. Μα δεν είναι καιρός για τέτοια . Τι κι αν δεν κλαίω, αφού τα έργα μας είναι για κλάματα; Τι και αν δεν θρηνώ, αφού τα έργα μας είναι αξιοθρήνητα; Σας ενοχλεί η θρηνολογία μου; Αλλά γιατί δεν σας ενοχλούν οι αμαρτίες σας; Είναι αποκρουστικός ο οδυρμός μου; Αλλά μήπως δεν είναι, και περισσότερο μάλιστα , ο αντίθετος βίος σας; Μην πέσετε στην κόλαση, και δεν πενθώ.
Μην πεθάνετε ψυχικά, και δεν κλαίω. Βλέποντάς σας, όμως, να χάνεστε, πώς να μη λυπάμαι; Πατέρας σας είμαι, πατέρας πνευματικός και φιλόστοργος . Ακούστε τι λέει ο Παύλος: «Παιδιά μου, (που σας γέννησα πνευματικά), για την αναγέννησή σας πάλι περνώ τους πόνους της (πνευματικής) γέννας» ( Γαλ. 4: 19 ) . Ποια επίτοκη γυναίκα αφήνει τόσο πικρή φωνή, σαν αυτή του απόστολου;
Ω, αν μπορούσατε να καταλάβετε και τον δικό μου πόνο, αν μπορούσατε να δείτε τη φωτιά που καίει την καρδιά μου, θα διαπιστώνατε πως υποφέρω πολύ περισσότερο από τη νιόπαντρη, που χάνει τον άνδρα της, κι από τον πατέρα, που χάνει τον γιο του. Υποφέρω, γιατί η ζωή σας είναι γεμάτη ψεύδη και συκοφαντίες , διαμάχες και μίση, αδικίες και κλοπές , μοιχείες και ασέλγειες, κακουργίες και φόνους. Υποφέρω, γιατί και όσοι από σας δεν διαπράττουν τέτοια αμαρτήματα, πέφτουν καθημερινά στην κατάκριση και στην καταλαλιά. Νομίζουν πως είναι χριστιανοί, αλλά δεν φροντίζουν να είναι ευάρεστοι στο Χριστό, δεν προσέχουν τον εαυτό τους, δεν αφοσιώνονται στην θεραπεία της ψυχής τους.
Με τους άλλους ασχολούνται, τους άλλους κρίνουν, τους άλλους καταδικάζουν σαν αμείλικτοι δικαστές. "Ο τάδε είναι ανάξιος για το αξίωμα της ιερωσύνης", αποφαίνονται. "Ο δείνα είναι άσεμνος". "Ετούτος είναι υποκριτής" . "Εκείνος είναι αλήτης". "Ο άλλος είναι συμφεροντολόγος".
Αντί, όμως να λυπόμαστε και να μετανοούμε για τις δικές μας αμαρτίες, κρίνουμε τους συνανθρώπους μας. Ακόμα κι αν δεν αμαρτάναμε, ακόμα κι αν είχαμε όλα τα χαρίσματα του κόσμου, ακόμα κι αν ήμασταν ανώτεροι απ' όλους τους ανθρώπους, δεν θα έπρεπε να κρίνουμε κανέναν. «Αλήθεια», ρωτάει τον καθένα μας, ο Απόστολος Παύλος, «ποιος σ' έκανε εσένα ανώτερο από τους άλλους; Ποιο χάρισμα έχεις , που να μην το έλαβες από το Θεό; Αφού, λοιπόν, το έλαβες, γιατί καυχιέσαι σαν να μην το είχες λάβει ως δώρο; « ( Α΄ Κορ. 4:7 ) .
Πολύ περισσότερο τώρα, που καθημερινά αμαρτάνουμε με τον ένα ή το άλλο τρόπο, δεν έχουμε το δικαίωμα να ξεστομίζουμε κακό λόγο για οποιοδήποτε αδελφό μας. «Γι' αυτό», ξαναλέει ο σοφός Παύλος «είσαι αδικαιολόγητος, άνθρωπέ μου, εσύ που κρίνεις τον άλλο. Κρίνοντας τον άλλο, καταδικάζεις τον ίδιο σου τον εαυτό. Γιατί κι εσύ, ο κριτής, τα ίδια κάνεις.
Έχεις τόσα ελαττώματα. Γιατί ασχολείσαι με τα ελαττώματα του αδελφού σου; «Πως μπορείς και βλέπεις το σκουπιδάκι στο μάτι του αδελφού σου και δεν νιώθεις ολόκληρο δοκάρι στο δικό σου μάτι; Πώς θα πεις στον αδελφό σου: Άφησέ με να σου βγάλω το δοκάρι στο δικό σου μάτι; Υποκριτή! Βγάλε πρώτα από το μάτι σου το δοκάρι, και τότε θα δεις καθαρά και θα μπορέσεις να βγάλεις το σκουπιδάκι από το μάτι του αδελφού σου». (Ματθ. 7:3-5)

από το βιβλίο: Θέματα Ζωής Β
εκδ. Ιερά Μονή Παρακλήτου
σελ. 174-177

Κυριακή 24 Αυγούστου 2014

ΓΙΑ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΣΚΕΦΤΟΝΤΑΙ ΝΑ ΧΩΡΙΣΟΥΝ ΤΗΝ ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥΣ - ΙΕΡΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ



Σχόλιο "Κρυφού Σχολειού": Ο μεγάλος Άγιος της Εκκλησίας μας, πάντοτε επίκαιρος, διδάσκει τον ευσεβή άνδρα, πως πρέπει να στέκεται μέσα στον Γάμο, ακόμη και αν αντιμετωπίζει δυσκολίες συνεννόησης με την σύζυγό του. Δυστυχώς σήμερα οι γάμοι δύσκολα στεριώνουν, τα ζευγάρια διαλύονται, η μοιχεία κυριαρχεί και μια από τις πιο συνηθισμένες προφάσεις είναι η "ασυμφωνία χαρακτήρων", ενώ τα μεγάλα θύματα είναι τα παιδιά. Όλοι όμως οι έγγαμοι που θέλουμε να λεγόμαστε χριστιανοί, πρέπει στις δύσκολες εποχές που ζούμε να αγωνιζόμαστε (πολύ μεγαλύτερος μάλιστα είναι ο αγώνας για όσους έχουν σύζυγο που δεν έχει χριστιανική ζωή) για να είναι στερεωμένος ο Γάμος μας. Και αυτό επιτυγχάνεται με την συμμετοχή στα Μυστήρια της Εκκλησίας, με κοινό πνευματικό πατέρα και με πατερική αγωγή. Στον τελευταίο τομέα ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, το χρυσό αυτό στόμα της Ορθοδοξίας, έχει προσφέρει πολλά και αποτελεί μέγα διδάσκαλο και των εγγάμων χριστιανών. Ας του δώσουμε το λόγο και ας τον ευχαριστήσουμε από καρδίας που με τη χάρη του Κυρίου μας, φρόντισε να συγγράψει τόσο υπέροχα κείμενα, τα οποία προσφέρουν ωφέλεια, ακόμη και εκατοντάδες χρόνια μετά, στους πιστούς του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο πρέπει η δόξα στους αιώνες των αιώνων.
(Ακολουθεί το κείμενο σε ελεύθερη απόδοση):

"Έχει η γυναίκα σου ελαττώματα; Πράξε όπως έπραξε και ο Ισαάκ· παρακάλεσε τον Θεό! Γιατί αν αυτός μέσω της επιμόνου προσευχής, έλυσε το πρόβλημα της φύσης (σ. ημ. την ατεκνία της Ρεβέκκας), πολύ περισσότερο εμείς τα ελαττώματα αυτά της προαίρεσης θα μπορέσουμε να τα διορθώσουμε όταν παρακαλούμε συνεχώς τον Θεό.

Αν σε δει ο Θεός για τον νόμο Του υπομένοντα και ανεχόμενο με γενναιότητα τα σφάλματα της γυναίκας σου, θα συμμετάσχει στην διδασκαλία σου και μισθό θα σου δώσει για την υπομονή σου. Που ξέρεις, λέει (σ. ημ. Α΄ Κορ., ζ΄ 16), άνδρα, αν θα σώσεις την γυναίκα σου; Ή που ξέρεις, γυναίκα, αν θα σώσεις τον άνδρα σου; Μην αποκάμεις, λέει, ούτε να απελπιστείς. Γιατί είναι πιθανό και αυτή να σωθεί. Αν μείνει αδιόρθωτη, εσύ τον μισθό την υπομονής δεν θα χάσεις. Αν όμως την διώξεις, το πρώτο και κύριο αμάρτημα που θα έχεις πράξει, θα είναι το ότι παράβηκες τον νόμο και ως μοιχός θα κριθείς από τον Θεό. Διότι όποιος χωρίσει την γυναίκα του, λέγει (σ. ημ. Ματθ. ε΄, 32), εκτός λόγω πορνείας, την οδηγεί στην μοιχεία.

Πολλές φορές μάλιστα και άλλη χειρότερη από εκείνη πάρεις, την μεν αμαρτία θα έχεις εργαστεί, την δε ανάπαυση δεν θα έχεις απολαύσει. Ακόμη όμως και καλύτερη να πάρεις δεν θα νιώσεις ακέραιη την ηδονή από αυτήν, εξαιτίας του χωρισμού με την προηγούμενη, ο οποίος (χωρισμός) σου καταλογίζεται ως μοιχεία, αφού μοιχεία είναι το να αφήσει κανείς την πρώτη γυναίκα.

Όταν λοιπόν δεις ότι συνέπεσε κάποια δυσκολία, είτε στον γάμο, είτε σε άλλα πράγματα, παρακάλεσε τον Θεό! Διότι αυτή είναι η μόνη και καλύτερη λύση για τα δεινά που μας συμβαίνουν. Επειδή το όπλο της προσευχής είναι τεράστιο".

Σάββατο 23 Αυγούστου 2014

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ: Εὐαγγέλιον - Ὁμιλία εἰς τήν Παραβολήν τοῦ τά μύρια τάλαντα ὀφείλοντος καί τά ἑκατό δηνάρια ἀπαιτούντος (Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου)




23 Διὰ τοῦτο ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ βασιλεῖ, ὃς ἠθέλησε συνᾶραι λόγον μετὰ τῶν δούλων αὐτοῦ. 24 ἀρξαμένου δὲ αὐτοῦ συναίρειν προσηνέχθη αὐτῷ εἷς ὀφειλέτης μυρίων ταλάντων. 25 μὴ ἔχοντος δὲ αὐτοῦ ἀποδοῦναι ἐκέλευσεν αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ πραθῆναι καὶ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ τὰ τέκνα καὶ πάντα ὅσα εἶχε, καὶ ἀποδοθῆναι. 26 πεσὼν οὖν ὁ δοῦλος προσεκύνει αὐτῷ λέγων· κύριε, μακροθύμησον ἐπ᾿ ἐμοὶ καὶ πάντα σοι ἀποδώσω. 27 σπλαγχνισθεὶς δὲ ὁ κύριος τοῦ δούλου ἐκείνου ἀπέλυσεν αὐτὸν καὶ τὸ δάνειον ἀφῆκεν αὐτῷ. 28 ἐξελθὼν δὲ ὁ δοῦλος ἐκεῖνος εὗρεν ἕνα τῶν συνδούλων αὐτοῦ, ὃς ὤφειλεν αὐτῷ ἑκατὸν δηνάρια, καὶ κρατήσας αὐτὸν ἔπνιγε λέγων· ἀπόδος μοι εἴ τι ὀφείλεις. 29 πεσὼν οὖν ὁ σύνδουλος αὐτοῦ εἰς τοὺς πόδας αὐτοῦ παρεκάλει αὐτὸν λέγων· μακροθύμησον ἐπ᾿ ἐμοὶ καὶ ἀποδώσω σοι. 30 ὁ δὲ οὐκ ἤθελεν, ἀλλὰ ἀπελθὼν ἔβαλεν αὐτὸν εἰς φυλακὴν ἕως οὗ ἀποδῷ τὸ ὀφειλόμενον. 31 ἰδόντες δὲ οἱ σύνδουλοι αὐτοῦ τὰ γενόμενα ἐλυπήθησαν σφόδρα, καὶ ἐλθόντες διεσάφησαν τῷ κυρίῳ ἑαυτῶν πάντα τὰ γενόμενα. 32 τότε προσκαλεσάμενος αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ λέγει αὐτῷ· δοῦλε πονηρέ, πᾶσαν τὴν ὀφειλὴν ἐκείνην ἀφῆκά σοι, ἐπεὶ παρεκάλεσάς με. 33 οὐκ ἔδει καὶ σὲ ἐλεῆσαι τὸν σύνδουλόν σου, ὡς καὶ ἐγώ σε ἠλέησα; 34 καὶ ὀργισθεὶς ὁ κύριος αὐτοῦ παρέδωκεν αὐτὸν τοῖς βασανισταῖς ἕως οὗ ἀποδῷ πᾶν τὸ ὀφειλόμενον αὐτῷ. 35 Οὕτω καὶ ὁ πατήρ μου ὁ ἐπουράνιος ποιήσει ὑμῖν, ἐὰν μὴ ἀφῆτε ἕκαστος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ἀπὸ τῶν καρδιῶν ὑμῶν τὰ παραπτώματα αὐτῶν. 


ΑΠΟΔΟΣΗ


Η Βασιλεία των Ουρανών μοιάζει σαν άνθρωπο βασιλιά, που θέλησε να λογαριασθεί με τους ανθρώπους που δούλευαν στην περιουσία του. Και όταν άρχισε να λογαριάζεται, του έφεραν έναν που χρωστούσε δέκα χιλιάδες τάλαντα. Επειδή δε αυτός δεν ήταν σε θέση να εξοφλήσει, ο κύριος διέταξε να πουληθεί αυτός και η γυναίκα του και τα παιδιά του και όλα όσα είχε για να εξοφληθεί το χρέος. Τότε έπεσε ο δούλος στα πόδια του κυρίου του και του έλεγε: Κύριε, κάνε υπομονή και όλα θα σου τα εξοφλήσω. Ο Κύριος εκείνου του δούλου τον λυπήθηκε, τον άφησε ελεύθερο και του χάρισε το χρέος. Αυτός ο δούλος μόλις έλαβε χάρη και βγήκε από το βασιλιά, βρήκε έναν από τους συνδούλους του, που του χρωστούσε εκατό δηνάρια· τον έπιασε λοιπόν από τον λαιμό και του έλεγε: «Δος μου όσα μου χρωστάς». Και ο σύνδουλός του έπεσε στα πόδια, τον παρακαλούσε και του έλεγε: «Κάμε υπομονή και θα σε ξοφλήσω». Αυτός όμως δεν ήθελε, αλλά πήγε και τον έβαλε στη φυλακή, ώσπου να του ξοφλήσει το χρέος. Όταν τον είδαν οι σύνδουλοί του, καταλυπήθηκαν και πήγαν κι εξήγησαν στον κύριό τους όσα έγιναν. Τότε τον κάλεσε ο κύριος και του λέγει: «Δούλε πονηρέ, όλο εκείνο το χρέος σου το χάρισα, επειδή με παρεκάλεσες. Δεν έπρεπε και συ να λυπηθείς τον σύνδουλό σου, καθώς και εγώ σε λυπήθηκα; Οργίσθηκε ο κύριός του και τον παρέδωσε στους βασανιστές, ώσπου να του ξοφλήσει ολόκληρο το χρέος. Έτσι θα κάμει σε σας ο επουράνιος Πατέρας μου, αν δεν συγχωρείτε ο καθένας στον αδελφό του μέσα από την καρδιά σας τα παραπτώματά τους.


Ὁμιλία εἰς τήν Παραβολήν τοῦ τά μύρια τάλαντα ὀφείλοντος
καί τά ἑκατό δηνάρια ἀπαιτούντος.
Τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Χρυσοστόμου  




Ωσάν να έχω επιστρέψει κοντά σας από μακρινό ταξίδι έτσι αισθάνομαι σήμερα· διότι γι΄ αυτούς που αγαπούν, όταν δεν μπορούν να ευρίσκονται μαζί με τους αγαπωμένους δεν έχουν κανένα όφελος, έστω και αν μένουν σε γειτονική οικία. Γι’ αυτό κι εγώ, μολονότι δεν απομακρύνθηκα από την πόλη, δεν αισθάνομαι καλλίτερα από όσον εάν απουσίαζα, επειδή τον τελευταίον καιρό δεν κατέστη δυνατόν να σας ομιλήσω. Συγχωρήστε με όμως, η σιωπή δεν ωφείλετο σε ραθυμία, αλλά σε ασθένεια. Εσείς τώρα χαίρεσθε, επειδή απαλλάχθηκα από την αρρώστια, κι εγώ επειδή απήλαυσα την αγάπη σας. Διότι και όταν ασθενούσα, οδυνηρότερον από την αρρώστια μου ήταν το ότι δεν ημπορούσα να μετέχω στην αγαπημένη αυτή σύναξη· και τώρα που έγινα καλά, πιο ποθητό μου έγινε το να απολαμβάνω άνετα την αγάπη σας. Διότι ο πυρετός του σώματος δεν κατακαίει τόσο τους ασθενείς, όσο κατακαίει τις ιδικές μας ψυχές ο αποχωρισμός από τους αγαπημένους μας· και όπως εκείνοι επιζητούν φιάλες και ποτήρια και κρύα νερά, έτσι αυτοί επιζητούν τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Αυτά τα γνωρίζουν καλά όσοι έχουν συνηθίσει να αγαπούν...

Μη δυσανασχετήσετε όμως για το μήκος αυτών που πρόκειται να λεχθούν· διότι θέλω να σας διδάξω κάποια θαυμαστή κιθαρωδία, μεταχειριζόμενος όχι λύραν άψυχον, αλλά τείνοντας αντί χορδών τις ιστορίες των Γραφών και τις εντολές του Θεού.

Και όπως στην περίπτωση της κιθάρας δεν αρκεί μόνον μια χορδή για να προκληθεί μελωδία, αλλά πρέπει όλες να κτυπηθούν με τον ρυθμό που ταιριάζει, έτσι και στην περίπτωση της ψυχικής αρετής δεν αρκεί για την σωτηρία μας μόνον ένας νόμος, αλλά πρέπει να τους τηρούμε όλους με ακρίβεια, εάν βέβαια έχομε διάθεση να επιτύχουμε πραγματική μελωδία.

Έμαθε το στόμα σου να μην ορκίζεται; έχει ασκηθεί η γλώσσα σου να λέγει σε κάθε περίσταση «ναι» και «ου» (Ματθ. ε΄ 37); Ας μάθη να αποφεύγει και κάθε κακολογία και να δείχνει περισσότερο ενδιαφέρον γι΄ αυτή την εντολή, επειδή χρειάζεται και περισσότερο ενδιαφέρον γι΄ αυτή την εντολή, επειδή χρειάζεται και περισσότερο κόπο εκ μέρους μας. και αυτό διότι εκεί είχε να νικήσει απλώς μία συνήθεια, ενώ στην περίπτωση της οργής χρειάζεται μεγαλύτερο αγώνα, επειδή αυτό είναι πάθος τυραννικό και πολλές φορές παρασύρει όσους δεν έχουν νήψι και τους γκρεμίζει στο βάραθρο της απώλειας.

Πού λοιπόν ομίλησε ο Κύριος για την οργή και την μνησικακία; Και σε πολλά άλλα σημεία, αλλά ιδιαιτέρως στην παραβολή αυτή που είπε στους μαθητές, αρχίζοντας κάπως έτσι: «Δια τούτο ωμοιώθη η Βασιλεία των Ουρανών ανθρώπω βασιλεί, ος ηθέλησε συνάραι λόγον (να λογαριασθεί) μετά των δούλων αυτού. Αρξαμένου δε αυτού συναίρειν προσηνέχθη αυτώ εις οφειλέτης μυρίων ταλάντων...»· πρέπει όμως να πούμε για ποιό λόγο άρχισε με την αιτιολογία· πράγματι δεν είπε απλώς «ωμοιώθη η βασιλεία των ουρανών» αλλά «δια τούτο ωμοιώθη η βασιλεία των ουρανών».  Για ποιό λόγο λοιπόν προηγείται η αιτία; Στους μαθητές του μιλούσε περί ανεξικακίας και τους δίδασκε ότι πρέπει να συγκρατούμε την οργή και να μην δίδουμε πολλή σημασία στις αδικίες που μας γίνονται από άλλους, λέγοντας έτσι: «εάν αμάρτη εις σε ο αδελφός σου, ύπαγε και έλεγξον αυτόν μεταξύ σου και αυτού μόνου· εάν σου ακούση, εκέρδησας τον αδελφόν σου» (Ματθ. ιη΄15).
Αυτά και άλλα παρόμοια έλεγε ο Χριστός στους μαθητές και τους δίδασκε να φιλοσοφούν τα πράγματα, όταν ο Πέτρος, ο κορυφαίος του χορού των Αποστόλων, το στόμα των μαθητών, ο στύλος της Εκκλησίας, το στερέωμα της πίστεως, το θεμέλιο της ομολογίας, ο αλιεύς της οικουμένης, αυτός που ανέβασε το γένος μας από το βυθό της πλάνης στον ουρανό, ο πάντοτε θερμός και γεμάτος από παρρησία, ή μάλλον από αγάπη και όχι από παρρησία, ενώ όλοι σιωπούσαν προσήλθε στον διδάσκαλο και λέγει: «ποσάκις αμαρτήσει εις εμέ ο αδελφός μου και αφήσω αυτώ; έως επτάκις;» (Ματθ. ιη΄ 21). Ερωτά μαζί και υπόσχεται, και πριν μάθει εκδηλώνει την φιλοτιμία του. Διότι γνωρίζοντας σαφώς την διάθεση του διδασκάλου, ότι πάντα ρέπει προς φιλανθρωπία, και μάλιστα ότι χαρίζεται πιο πολύ σ΄ αυτόν που περισσότερο από τους άλλους παραβλέπει τα αμαρτήματα των συνανθρώπων του και δεν τα εξετάζει με κακή διάθεση, θέλοντας να αρέσει στο νομοθέτη, λέγει, «έως επτάκις;».

Έπειτα για να μάθεις τι είναι ο άνθρωπος και τι ο Θεός και πως η γενναιοδωρία του ανθρώπου, όπου και αν φθάσει, συγκρινόμενη με τον πλούτο του Θεού είναι πιο ασήμαντη από κάθε πτωχεία, και ότι όσον απέχει μία σταγόνα από το απέραντο πέλαγος, τόσον απέχει η ιδική μας αγαθότητα από την ανέκφραστο φιλανθρωπία του Θεού, όταν ο Πέτρος είπε «έως επτάκις» και νόμισε πως έδειξε μεγάλη φιλοτιμία και γενναιοδωρία, άκουσε τι του λέγει: «ου λέγω σοι, έως επτάκις, αλλ' έως εβδομηκοντάκις επτά»· μερικοί νομίζουν ότι εννοούσε εβδομήντα επτά φορές, δεν είναι όμως τόσες, αλλά παρ' ολίγον πεντακόσιες· διότι εβδομήντα φορές το επτά είναι τετρακόσια ενενήντα.

Και μη νομίσεις ότι είναι δύσκολη η προσταγή, αγαπητέ. Επειδή εάν συγχωρήσεις μία και δύο φορές την ημέρα αυτόν που αμάρτησε, και αν ακόμη είναι σκληρός σαν πέτρα, και αν ακόμη αυτός που σε λύπησε είναι αγριότερος από τους δαίμονες, δεν θα είναι τόσον αναίσθητος ώστε να πέσει πάλι στα ίδια, όμως από την συχνότητα της συγχωρήσεως θα συνετισθεί και θα γίνει καλύτερος και πιο επιεικής. Και συ πάλιν, εάν είσαι προετοιμασμένος να περιφρονείς τόσες φορές τα αμαρτήματα που γίνονται εναντίον σου, αφού εξασκηθείς από την πρώτη και δεύτερη και τρίτη συγχώρηση, δεν θα σου είναι κοπιαστική πλέον αυτή η φιλοσοφία, αφού μια για πάντα εκπαιδεύθηκες από την συχνότητα της συγχωρήσεως να μη βλάπτεσαι καθόλου από τα αμαρτήματα του πλησίον σου.

Μόλις τα άκουσε αυτά ο Πέτρος έμεινε εμβρόντητος, επειδή φρόντιζε όχι μόνο για τον εαυτό του αλλά και για εκείνους που ο Κύριος επρόκειτο να του εμπιστευθεί. Για να μη κάνει λοιπόν το ίδιο που είχε κάνει και σε άλλες εντολές, του απέκλεισε προκαταβολικώς κάθε ερώτηση. Και τί έκανε στις άλλες εντολές; Αν κάποτε πρόσταζε ο Χριστός κάτι που φαινόταν δύσκολο, έσπευδε και ρωτούσε πριν από τους άλλους να μάθει περί της εντολής. Πράγματι, όταν πλησίασε ο πλούσιος και τον ρώτησε περί της αιωνίου ζωής και έμαθε πως αποκτάται η τελειότητα, «απήλθε λυπούμενος» εξ αιτίας των χρημάτων, ο δε Χριστός είπε «ευκοπώτερόν εστι κάμηλον διά τρυμαλιάς ραφίδος διελθείν, ή πλούσιον εις τήν βασιλείαν των ουρανών εισελθείν» (Μάρκ. ι΄ 25). Τότε ο Πέτρος, αν και είχε απογυμνώσει τον εαυτό του από όλα και δεν του είχε μείνει πλέον ούτε αγκίστρι, αφού είχε εγκαταλείψει και την τέχνη και το πλοιάριό του, παρ' όλα ταύτα πλησίασε τον Χριστό και τον ρώτησε: «Και τις δύναται σωθήναι»;

Πρόσεχε την μετριοφροσύνη αλλά και τη θέρμη του μαθητού· διότι δεν είπε «αδύνατα πράγματα προστάζεις, δύσκολη η προσταγή, φοβερός ο νόμος», ούτε σιώπησε, αλλά έδειξε και τη στοργή του για τους άλλους, και συγχρόνως απένειμε την οφειλομένη τιμή προς το διδάσκαλο, λέγοντας· «Και τίς δύναται σωθήναι»; Ενώ ακόμη δεν είχε γίνει ποιμένας, είχε ψυχή ποιμένος, και ενώ ακόμη δεν του είχε ανατεθεί η εξουσία έδειχνε την μέριμνα που αρμόζει σε άρχοντα, φροντίζοντας για ολόκληρη την οικουμένη. Εάν ήταν πλούσιος και διέθετε πολλά χρήματα, ίσως θα έλεγε κάποιος ότι έκαμνε την ερώτηση αυτή μεριμνώντας όχι για τους άλλους αλλά για τον εαυτόν του και φροντίζοντας για τα ιδικά του. Τώρα όμως η πενία του τον απαλλάσσει από αυτήν την υποψία, και αποδεικνύει ότι μεριμνούσε και ήθελε να μάθει την οδό της σωτηρίας από ενδιαφέρον για την σωτηρία των άλλων.  Γι' αυτό και ο Χριστός ενθαρρύνοντάς τον του είπε: «τα αδύνατα παρ' ανθρώποις, παρά τω Θεώ δυνατά έστι». Μη νομίσεις, ότι εγκαταλείπεσθε έρημοι· εγώ συμπαρίσταμαι στην προσπάθειά σας αυτήν και κάνω τα ακατόρθωτα κατορθωτά και μάλιστα εύκολα. Όταν πάλιν ο Χριστός ομιλούσε για το γάμο και τη γυναίκα και έλεγε «ο απολύων γυναίκα παρεκτός λόγου πορνείας, ποιεί αυτήν μοιχάσθαι» (Ματθ. ε΄ 32) και συνεβούλευε να υπομένει κανείς κάθε κακία της γυναικός εκτός μόνον από την πορνεία, ο Πέτρος, ενώ οι άλλοι σιωπούσαν, πλησίασε τον Χριστό και του είπε: «ει ούτος έστιν η αιτία (σχέσις) του ανθρώπου μετά της γυναικός, ου συμφέρει γαμήσαι (να έλθη κανείς σε γάμο)». Πρόσεχε και εδώ πως και τη τιμή που αρμόζει σε διδάσκαλο απέδωσε, και για τη σωτηρία των άλλων φρόντισε, χωρίς και εδώ να μεριμνά για τον εαυτό του. Για να μην ειπεί λοιπόν και τώρα κάτι παρόμοιο, ανέτρεψε με την παραβολή εκ των προτέρων την αντίρρησή του. Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίον ο Ευαγγελιστής είπε: «διά τούτο ωμοιώθη η βασιλεία των ουρανών ανθρώπω βασιλεί, ος ηθέλησε συνάραι λόγον μετά των δούλων αυτού», δείχνοντας ότι γι’ αυτό λέγει την παραβολήν αυτή, για να μάθεις ότι και αν «εβδομηκοντάκις επτά» την ημέρα συγχωρείς στον αδελφό σου τα αμαρτήματά του, δεν έκαμες ακόμη τίποτε μεγάλο, αλλά υστερείς πολύ, απερίγραπτα από την φιλανθρωπία του Κυρίου και δεν δίδεις τόσον όσο λαμβάνεις.

 
Ας ακούσουμε λοιπόν με προσοχή την παραβολή· διότι αν και φαίνεται πως από μόνη της είναι σαφής, έχει όμως κρυμμένο μέσα της και κάποιον ανέκφραστο θησαυρό νοημάτων. «Ωμοιώθη η βασιλεία των ουρανών ανθρώπω βασιλεί, όστις ηθέλησε συνάραι λόγον μετά των δούλων αυτού». Μη προσπεράσεις επιπόλαια την φράση, αλλά ανάπτυξε παρακαλώ το δικαστήριο εκείνο και, εισερχόμενος στη συνείδησή σου, αναλογίσου όσα έχεις πράξει σε όλη σου την ζωή· και όταν ακούσης ότι λογαριάζεται με τους δούλους του, να σκεφθείς ότι εννοεί και βασιλείς, και στρατηγούς, και επάρχους, και πλουσίους και πτωχούς, και δούλους και ελευθέρους: «Πάντας γαρ ημάς φανερωθήναι δει έμπροσθεν του βήματος του Χριστού»... (Β΄ Κορ. ε΄ 10) Βάλε με τον νου σου πώς θα είναι τότε το δικαστήριο, αναλογίσου όλα τα αμαρτήματα που έχεις κάμει. Και αν μάλιστα εσύ λησμονήσεις όσα επλημέλησες, ο Θεός δε θα τα λησμονήσει ποτέ, αλλά θα τα στήση όλα ενώπιον των οφθαλμών μας, εάν δεν προλάβομε να τα εξαλείψομε τώρα με μετάνοια και εξομολόγηση και με το να μη μνησικακούμε ποτέ προς τους συνανθρώπους μας. Για ποιό λόγο όμως κάμει το λογοθέσιον; Όχι επειδή ο ίδιος αγνοεί (πώς θα αγνοούσε αυτός που γνωρίζει τα πάντα πριν γίνουν;), αλλά για να πείσει εσέ τον δούλο του ότι δικαίως οφείλεις αυτό που οφείλεις. Ή καλλίτερα όχι μόνον για να μάθεις, αλλά και για να καθαριστείς τελείως· επειδή και τον προφήτη γι’ αυτό τον πρόσταξε να λέγει τα αμαρτήματα των Ιουδαίων: Διότι λέγει «λέγε τας ανομίας αυτών τω οίκω Ιακώβ και τας αμαρτίας αυτών τω οίκω Ισραήλ» (Ησ. νη΄ 1) όχι μόνον για να ακούσουν, αλλά για να διορθωθούν.

«Αρξαμένου δε αυτού συναίρειν, προσηνέχθη αυτω εις οφειλέτης μυρίων ταλάντων» [Η ανωτάτη νομισματική μονάς. Ένα τάλαντο στην Ελλάδα του 4ου π.Χ. αιώνος ισοδυναμούσε με 42,5 κιλά χρυσού]. Αραγε πόσα του είχε εμπιστευθεί, αφού κατέφαγε τόσα πολλά; Μεγάλος ο όγκος του χρέους· και δεν ήταν μόνον αυτό το φοβερό, αλλά το ότι τον έφεραν και πρώτο στον Κύριό του. Επειδή εάν μεν τον έφερναν ύστερα από πολλούς άλλους που φάνηκαν ευγνώμονες, δεν θα ήταν τόσο θαυμαστό το να μη εξοργισθεί ο Κύριος, επειδή η ευγνωμοσύνη των προηγουμένων θα τον είχε κάνει ημερότερο προς τους αγνώμονες που ηκολούθησαν· το να φανεί όμως αχάριστος αυτός που εισήλθε πρώτος και μολονότι φάνηκε τόσο αγνώμων να αντιμετωπιστεί με τόση φιλανθρωπία από τον Κύριό του, αυτό είναι το ιδιαιτέρως θαυμαστό και παράδοξο.

Οι άνθρωποι λοιπόν, όταν εύρουν τους οφειλέτες τους, χαίρονται σαν να ευρήκαν κυνήγι και θήραμα και κάνουν τα πάντα για να απαιτήσουν όλο το χρέος. Και αν δε το κατορθώσουν εξ’ αιτίας της πτωχείας των οφειλετών, εκδηλώνουν την οργή τους για τα χρήματα στο ταλαίπωρο σώμα των δυστυχών εκείνων, βασανίζοντας και κτυπώντας και προξενώντας σ’ αυτό μύρια κακά. Ο Θεός όμως αντιθέτως, επενόησε και μετεχειρίσθη όλα τα μέσα για να τον απαλλάξει από τα χρέη. Διότι σε μας, ο πλούτος είναι το να απαιτήσομε τα οφειλόμενα, ενώ για το Θεό, είναι πλούτος το να συγχωρήσει. Εμείς, όταν λάβομε τα οφειλόμενα, τότε γινόμεθα ευπορώτεροι· ενώ ο Θεός όταν συγχωρήσει τα αμαρτήματα, τότε κυρίως πλουτίζει. Επειδή πλούτος του Θεού είναι η σωτηρία των ανθρώπων, όπως λέγει ο Παύλος: «ο πλουτών εις πάντας, και επί πάντας τους επικαλουμένους αυτόν» (Ρωμ. ι΄ 12).

Αλλά ίσως κάποιος ειπεί: και πως αυτός που θέλει να χαρίσει και να συγχωρήσει τα ανομήματα διέταξε να τον πωλήσουν; Αυτό ακριβώς είναι που φανερώνει πάρα πολύ την φιλανθρωπία του. Όμως ας μη βιαζόμεθα, αλλά ας προχωρούμε με την σειρά στην διήγηση της παραβολής: «Μη έχοντος δε αυτού αποδούναι» λέγει. Τί σημαίνει «μη έχοντος αυτού αποδούναι». Πάλιν επίτασιν αγνωμοσύνης· επειδή όταν λέγει ότι δεν ημπορούσε να τα επιστρέψει, δεν εννοεί τίποτε άλλο παρά ότι ήταν στερημένος κατορθωμάτων και δεν είχε κανένα έργον αγαθόν, για να λογαριασθεί στην απαλλαγή των αμαρτημάτων του. Διότι λογαριάζονται,οπωσδήποτε λογαριάζονται τα κατορθώματα για την απαλλαγή των αμαρτημάτων μας, όπως και η πίστη λογαριάζεται για δικαιοσύνη. «Τω γαρ μη εργαζομένω, πιστεύοντι δε επί τον (Θεόν τον) δικαιούντα τον ασεβή, λογίζεται η πίστις αυτού εις δικαιοσύνην» (Ρωμ. δ΄ 5). Και τί λέγω για πίστη και κατορθώματα, αφού και οι θλίψεις μας λογαριάζονται για την εξάλειψη των αμαρτημάτων; Και αυτό το φανερώνει ο Χριστός με την παραβολή του Λαζάρου, παρουσιάζοντας τον Αβραάμ να λέγει προς τον πλούσιο, ότι ο Λάζαρος απήλαυσε στην ζωή του τα κακά και γι’ αυτό εδώ ηύρε παρηγορία. Το φανερώνει και ο Παύλος γράφοντας στους Κορινθίους για εκείνο που πόρνευσε, προς τους οποίους λέγει τα εξής: «παράδοτε τον τοιούτον τω σατανά εις όλεθρον της σαρκός, ίνα το πνεύμα σωθή» (Α΄ Κορ. ε΄ 5). Και άλλους επίσης που ημάρτησαν τους παρηγορεί λέγοντας «δια τούτο εν υμίν πολλοί ασθενείς και άρρωστοι (ελαφρά και βαρειά) και κοιμώνται ικανοί. Ει γάρ εαυτούς εκρίνομεν, ουκ αν εκρινόμεθα· κρινόμενοι δε υπό Κυρίου, παιδευόμεθα, ίνα μη συν τω κόσμω κατακριθώμεν» (Α΄ Κορ. ια΄ 30-32). Εάν δηλαδή κρίναμε εμείς τους εαυτούς μας, δεν θα εκρινόμεθα· γι’ αυτό κρινόμενοι από τον Κύριο παιδευόμεθα (εδώ), για να μη καταδικασθούμε μαζί με τον κόσμο. Και εάν ο πειρασμός και η νόσος και η ασθένεια και ο αφανισμός του σώματος, τα οποία υπομένουμε ακουσίως, χωρίς να τα δημιουργούμε εμείς οι ίδιοι, μας λογαριάζονται στην εξάλειψη της αμαρτίας, πολύ περισσότερο τα κατορθώματα, τα οποία πραγματοποιούμε εκουσίως και με την ιδική μας προσπάθεια.

Αυτός όμως και στερημένος από κάθε αγαθόν ήταν, και αφόρητο φορτίο αμαρτημάτων είχε· γι’ αυτό λέγει «μη έχοντος αυτού αποδούναι, εκέλευσεν αυτόν πραθήναι»· αυτό μας φανερώνει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο την φιλανθρωπία του Δεσπότου, ότι και τον κάλεσε να λογοδοτήσει και να πωληθεί διέταξε. Επειδή και τα δύο τα έκαμε ώστε αυτός να μη πωληθεί. Από πού γίνεται αυτό φανερό; Από το τέλος· διότι αν ήθελε να πωληθεί αυτός, ποίος του το απαγόρευε; ποίος τον εμπόδιζε;

Γιατί λοιπόν διέταξε να πωληθεί, αφού δεν επρόκειτο να το κάνει; Με την απειλή του αύξησε το φόβο για να τον παρακινήσει σε ικεσία· τον παρεκίνησε δε σε ικεσία, για να λάβει από αυτό αφορμή συγχωρήσεως. Βεβαίως ημπορούσε και πριν από την παράκληση να τον απαλλάξει από το χρέος, αλλά δεν το έπραξε για να μη πέσει σε χειρότερα. Ημπορούσε και πριν από το λογοθέσιο να δώσει τη συγχώρηση, αλλά για να μη γίνει απανθρωπότερος και ωμότερος προς τους συνανθρώπους του αγνοώντας το πλήθος των αμαρτημάτων του, γι’ αυτό τον βοήθησε πρώτα να συνειδητοποιήσει το μέγεθος του χρέους του, και τότε του το χάρισε όλο. Διότι εάν αφού πρώτα έγινε η λογοδοσία και απεκαλύφθη το χρέος και άκουσε την απειλή, και έγινε φανερά η καταδίκη της οποίας ήταν άξιος, φάνηκε τόσον άγριος και σκληρός προς τον σύνδουλό του, σε πόση αγριότητα θα είχε φθάσει, αν τίποτε από αυτά δεν είχε συμβεί;

Γι’ αυτό τα έκαμνε όλα αυτά ο Θεός και τα επιχειρούσε, για να συγκρατήσει εκ των προτέρων εκείνη τη σκληρότητα. Εάν όμως με κανένα από αυτά δε διορθώθηκε, αίτιος δεν είναι ο διδάσκαλος, αλλά εκείνος που δεν εδέχθη την διόρθωση.

Ας ιδούμε όμως πώς προσπαθεί να θεραπεύσει την πληγή. «Πεσών ουν», λέγει, «παρά τους πόδας αυτού, παρεκάλει αυτόν λέγων· μακροθύμησον επ εμοί, και πάντα σοι αποδώσω». Και μάλιστα δεν είπε ότι δεν είχε να του τα επιστρέψει· έτσι όμως συνηθίζουν να κάνουν όσοι χρεωστούν· και αν ακόμη δεν ημπορούν να επιστρέψουν τίποτε, υπόσχονται, ώστε να απαλλαγούν από τα παρόντα δεινά. Ας ακούσομε όσοι ραθυμούμε στην προσευχή, πόση είναι η δύναμη των παρακλήσεων. Αυτός δεν επέδειξε νηστεία, ούτε ακτημοσύνη, ούτε τίποτε παρόμοιο, αλλά αν και ήταν έρημος και γυμνός από κάθε αρετή, επειδή μόνο παρεκάλεσε τον Κύριο, κατόρθωσε να το παρακινήσει σε ευσπλαχνία. Ας μην αποκάμνομε λοιπόν στις παρακλήσεις. Διότι ποίος θα ημπορούσε να γίνει αμαρτωλότερος από αυτόν, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για τόσα ανομήματα, ενώ κατόρθωμα δεν είχε κανένα, ούτε μικρόν, ούτε μεγάλο; Δεν είπε όμως μέσα του «δεν έχω παρρησία, είμαι γεμάτος εντροπή, πώς ημπορώ να τον πλησιάσω; πώς ημπορώ να παρακαλέσω;», πράγμα που πολλοί επιβαρημένοι με αμαρτίες το λέγουν, πάσχοντες από διαβολική ευλάβεια. Σου λείπει η παρρησία; Γι’ αυτό πλησίασε, για να αποκτήσεις παρρησία πολλή. Μήπως είναι άνθρωπος αυτός που πρόκειται να συμφιλιωθεί μαζί σου, για να εντραπείς και να κοκκινίσεις; Είναι ο Θεός, που περισσότερο από εσένα θέλει να σε απαλλάξει από τα ανομήματα. Δεν επιθυμείς εσύ τόσον την ασφάλειά σου, όσον εκείνος ποθεί την σωτηρία σου. Και αυτό μας το δίδαξε με τα ίδια του τα έργα.
Δεν έχεις παρρησία; Γι’ αυτό ακριβώς θα ημπορέσεις να αποκτήσεις παρρησία, επειδή έχεις αυτήν την αίσθησι· διότι η μεγαλυτέρα παρρησία είναι το να μη νομίζεις ότι έχεις παρρησία. Όπως ακριβώς η μεγαλυτέρα καταισχύνη είναι το να δικαιώνει κανείς τον εαυτό του ενώπιον του Κυρίου· εκείνος είναι ακάθαρτος, έστω και αν είναι ο αγιώτερος από όλους τους ανθρώπους· όπως ακριβώς δίκαιος γίνεται εκείνος που έπεισε τον εαυτόν του ότι είναι ο τελευταίος από όλους. Και μάρτυρες για τα λεγόμενα είναι ο Φαρισαίος και ο Τελώνης. Μην απελπιζόμεθα λοιπόν για τις αμαρτίες μας, ούτε να απογοητευόμεθα, αλλά ας προσερχώμεθα στο Θεό, ας γονατίζομε ενώπιόν του, ας παρακαλούμε, καθώς έκαμε και αυτός, αφού μέχρι το σημείο αυτό έδειξε τη καλή του διάθεση. Και το ότι δεν έχασε το θάρρος του, και το ότι δεν απελπίσθηκε, και το ότι ομολόγησε τις αμαρτίες του, και το ότι ζήτησε κάποια αναβολή και παράταση, όλα αυτά είναι καλά και φανερώνουν συντριβή διανοίας και ψυχή ταπεινωμένη. Αυτά που ακολούθησαν όμως δεν είναι όμοια με τα προηγούμενα. Διότι όσα συγκέντρωσε με την ικεσία, αυτά τα σκόρπισε όλα σε μία στιγμή με την οργή κατά του πλησίον.

Αλλά ας έλθομε πρώτα στον τρόπον της συγχωρήσεως· ας ιδούμε πώς τον απήλλαξαν από το χρέος και από ποιά αιτία οδηγήθηκε ο Κύριος σ’ αυτό. «Σπλαγχνισθείς ο Κύριος αυτού», λέγει, «απέλυσεν αυτόν, καί τό δάνειον αφήκεν αυτώ». Εκείνος εζήτησε αναβολήν, αυτός έδωσε συγχώρησι δηλαδή έλαβε περισσότερον από αυτό πού εζήτησε. Γι’ αυτό και ο Παύλος λέγει: «τω δυναμένω πάντα ποιήσαι υπερεκπερισσού ων αιτούμεθα ή νοούμεν». Διότι ούτε να φανταστείς δεν ημπορείς τόσα πολλά, όσα εκείνος είναι έτοιμος να σου δώσει. Μην εντραπείς λοιπόν, μη κοκκινήσης· ή μάλλον να εντρέπεσαι για τις αμαρτίες σου, να μην απελπίζεσαι όμως, ούτε να απομακρυνθείς από την προσευχή, αλλά πλησίασε, έστω και να του δώσεις την ευκαιρία να επιδείξει την φιλανθρωπία του με την συγχώρηση των αμαρτιών σου. Εάν όμως φοβηθείς να τον πλησιάσεις, τότε εμπόδισες την αγαθότητά του, συνεκράτησες την αφθονία της καλοσύνης του, όσον βεβαίως εξαρτάται από εσένα.

Ας μη δειλιάζομε λοιπόν, ούτε να διστάζομε στις προσευχές. Επειδή, και αν ακόμη πέσομε σ’ αυτό το ίδιο το βάραθρο της κακίας, έχει τη δυνατότητα γρήγορα να μας ανασύρει από εκεί. Κανείς δεν έκαμε τόσες αμαρτίες, όσες αυτός· διότι πράγματι διέπραξε κάθε είδος πονηρίας· αυτό φανερώνουν τα μύρια τάλαντα. Κανείς δεν ήταν τόσον έρημος όσον αυτός, δεν είχε να πληρώσει το χρέος του. Αλλ’ όμως αυτόν που είχε προδοθεί από παντού, ημπόρεσε να τον σώσει η δύναμη της προσευχής. Και έχει τόσο μεγάλες δυνατότητες η προσευχή, θα ειπεί κάποιος, ώστε να απαλλάξει από την ποινή και την τιμωρία αυτόν που με έργα και με μύριους τρόπους ήλθε σε σύγκρουση με τον Κύριο; Ναι, άνθρωπε, τόσο μεγάλες δυνατότητες έχει. Διότι δεν κατορθώνει αυτή μόνη της τα πάντα, αλλ’ έχει σύμμαχο και πολύ μεγάλο βοηθό την φιλανθρωπία του δεχομένου την προσευχή Θεού, η οποία και τα κατόρθωσε όλα στην περίπτωσιν αυτήν, και κατέστησε ισχυρά την προσευχή. Αυτό λοιπόν υπονοούσε όταν έλεγε «σπλαγχνισθείς ο Κύριος αυτού απέλυσεν αυτόν, και το δάνειον αφήκεν αυτώ», για να μάθεις ότι μαζί με την προσευχή και πριν από την προσευχή όλα τα έκαμνε η φιλανθρωπία του Κυρίου. «Εξελθών δε εκείνος εύρε ένα των συνδούλων αυτού, ος όφειλε αυτώ εκατόν δηνάρια· και κρατήσας αυτόν έπνιγε λέγων· απόδος μοι, ει τι (ότι) οφείλεις». Αραγε τί θα ημπορούσε να υπάρξει αισχρότερο από αυτό; ενώ η ευεργεσία ηχούσε ακόμη στην ακοή του, λησμόνησε την φιλανθρωπία του Κυρίου.

Βλέπεις πόσον μεγάλο αγαθόν είναι το να ενθυμείτε κανείς τις αμαρτίες του; Διότι και αυτός, εάν τις είχε διαρκώς στη μνήμη του, δεν θα γινόταν τόσον σκληρός και απάνθρωπος. Γι’ αυτό συνεχώς λέγω, και δεν θα παύσω να το λέγω, ότι είναι πάρα πολύ χρήσιμο και αναγκαίο το να κρατούμε διαρκώς στη μνήμη μας όλα μας τα πταίσματα· διότι τίποτε δεν ημπορεί να καταστήσει την ψυχή τόσον φιλόσοφο καιεπιεική και ήπια, όσον η διαρκής μνήμη των αμαρτημάτων. Γι’ αυτό ο Παύλος κρατούσε στη μνήμη του όχι μόνον τα μετά το λουτρό του βαπτίσματος αμαρτήματα, αλλά και αυτά που προηγήθησαν από αυτό, μολονότι βεβαίως είχαν εξαφανισθεί ολοτελώς. Εάν δε εκείνος κρατούσε στη μνήμη του τα πριν από το βάπτισμα, πόσο μάλλον εμείς πρέπει να μη λησμονούμε τα μετά το βάπτισμα· διότι με την ανάμνηση όχι μόνον τα εξαφανίζουμε, αλλά και προς όλους τους ανθρώπους θα συμπεριφερόμεθα με περισσότερη επιείκεια, και το Θεό θα τον υπηρετήσομε με μεγαλύτερη αφοσίωση, αφού μαθαίνουμε πολύ καλά με την ανάμνησή τους την ανέκφραστο φιλανθρωπία του.

Αυτό το πράγμα όμως εκείνος δεν το έκαμε, αλλά ξεχνώντας το μέγεθος των οφειλών του λησμόνησε και την ευεργεσία. Και αφού λησμόνησε την ευεργεσία, έγινε κακός με τον σύνδουλό του και με την κακία που έδειξε σ’ εκείνον έχασε όλα όσα κέρδισε από την φιλανθρωπία του Θεού. «Κρατήσας γαρ αυτόν έπνιγε λέγων, απόδος μοι, ει τι οφείλεις». Δεν είπε «δώσε μου πίσω τα εκατό δηνάρια», επειδή ντρεπόταν το ασήμαντον του χρέους, αλλά «ότι οφείλεις». «Ο δε πεσών επί τους πόδας αυτού, παρεκάλει αυτόν, λέγων· μακροθύμησον επ’ εμοί και πάντα σοι αποδώσω». Με τα ίδια λόγια, που ηύρε και εκείνος την συγχώρηση, με τα ίδια και αυτός αξιώνει να σωθεί. Εκείνος όμως από την υπερβολική του σκληρότητα ούτε με αυτά τα λόγια κάμφθηκε, ούτε σκέφθηκε ότι ο ίδιος με τα λόγια αυτά σώθηκε. Και αν ακόμη τον συγχωρούσε, ούτε έτσι θα ήταν φιλανθρωπία αλλά οφειλή και χρέος. Διότι εάν το έκαμνε αυτό πριν γίνει η λογοδοσία και πριν ληφθεί εκείνη η απόφαση και απολαύσει τόσο μεγάλη ευεργεσία, το γεγονός θα μπορούσε να αποδοθεί στην ιδική του μεγαλοψυχία. Τώρα όμως, μετά από τόσον μεγάλη δωρεά και άφεση τόσων πολλών αμαρτημάτων, ήταν πλέον υποχρεωμένος να φερθεί στον σύνδουλό του με ανεξικακία, σαν κάποια αναγκαία οφειλή. Αλλ’ όμως ούτε αυτό έκαμε, ούτε σκέφθηκε πόση ήταν η διαφορά της αφέσεως την οποίαν και αυτός απήλαυσε και που έπρεπε να δείξει στο σύνδουλό του. Διότι όχι μόνον στο ποσό των οφειλών, ούτε στο αξίωμα των προσώπων, αλλά και σ’ αυτόν τον ίδιον τον τρόπο θα ημπορούσε κανείς να ιδεί μεγάλη διαφορά. Επειδή εκείνα μεν ήσαν μύρια τάλαντα, ενώ αυτά εκατό δηνάρια [Ρωμαϊκόν αργυρούν νόμισμα βάρους περίπου 4,5 γραμμαρίων]. Και αυτός μεν προσέβαλε τον Κύριο του, ενώ ο οφειλέτης τον σύνδουλό του· αυτός επομένως, αφού είχε ευεργετηθεί είχε υποχρέωση να του χαρισθεί· ενώ ο Κύριος τον είχε απαλλάξει από όλο το χρέος χωρίς να ιδεί να γίνεται εκ μέρους του κάποιο μικρό ή μεγάλο αγαθό.

Δεν έβαλε όμως τίποτε από αυτά στο νου του, αλλά εντελώς τυφλωμένος από την οργή τον έπιασε από το λαιμό και τον έκλεισε στην φυλακή. Βλέποντας όμως οι σύνδουλοί του, λέγει, αγανάκτησαν· και τον καταδικάζουν πριν από τον Κύριο οι σύνδουλοι, για να μάθεις πόσον ήμερος είναι ο Κύριος. Όταν ο Κύριός του τα άκουσε αυτά τον κάλεσε και λογαριάζεται πάλι μαζί του, και δεν αποφασίζει έτσι απλώς την καταδίκη, αλλά προηγουμένως δικαιολογείται. Και τί λέγει «Δούλε πονηρέ, πάσαν οφειλήν εκείνην αφήκα σοι». Ποίος θα ημπορούσε να δείξει μεγαλύτερη καλοσύνη από αυτήν του Κυρίου; Όταν του όφειλε τα μύρια τάλαντα, ούτε καν με λόγο τον ελύπησε, ούτε πονηρόν τον απεκάλεσε, αλλά μόνον διέταξε να πωληθή· και αυτό, για να τον απαλλάξει από τα χρέη. Όταν όμως έγινε κακός στον σύνδουλό του, τότε οργίζεται και θυμώνει· για να μάθεις ότι ευκολότερα συγχωρεί τα αμαρτήματα που έγιναν σ’ αυτόν παρά αυτά που έγιναν στους συνανθρώπους μας. Και δεν το κάνει μόνον εδώ αυτό αλλά και σε άλλη περίπτωση. «Εάν γαρ προσφέρεις το δώρο σου», λέγει, «επί το θυσιαστήριο, κακεί μνησθής ότι ο αδελφός σου έχει τι κατά σου, ύπαγε, πρώτον διαλλάγηθι τω αδελφώ σου, και τότε ελθών πρόσφερε το δώρον σου» (Ματθ. ε΄ 23-24). Βλέπεις πως προτιμά παντού τα ιδικά μας από τα ιδικά του και δεν θεωρεί τίποτε ανώτερο από την ειρήνη και την αγάπη προς τον συνάνθρωπο; και αλλού πάλιν· «ο απολύων την γυναίκα αυτού παρεκτός λόγου πορνείας, ποιεί αυτήν μοιχευθήναι» (Ματθ. ε΄ 32). Και με τον Παύλο νομοθέτησε έτσι· «ει τις ανήρ γυναίκα έχει άπιστον, και αυτή συνευδοκει οικείν μετ’ αυτού, μη αφιέτω αυτήν» (Α΄ Κορ. ζ΄ 12). Εάν πορνεύσει, λέγει να την διώξεις, εάν όμως είναι άπιστος, μη την διώξεις· εάν δηλαδή αμαρτήσει σε σένα, χώρισέ την· εάν αμαρτήσει σε μένα, κράτησέ την. Έτσι και εδώ όταν αμάρτησε τόσον πολύ σ’ αυτόν, τον συνεχώρησε· όταν αμάρτησε στον σύνδουλό του με λιγότερα και μικρότερα αμαρτήματα από αυτά που αμάρτησε στον Κύριο του, δεν τον συγχώρησε, αλλά τον τιμώρησε αυστηρά. Και εδώ μεν τον απεκάλεσε πονηρό, ενώ εκεί ούτε καν με λόγια δεν τον λύπησε. Γι’ αυτό και εδώ προστίθεται και τούτο, ότι ωργίσθη και τον παρέδωσε στους βασανιστάς· ενώ όταν του ζητούσε να απολογηθεί για τα μύρια τάλαντα, τίποτε παρόμοιο δεν προσέθεσε, για να μάθεις ότιεκείνη μεν η απόφαση δεν ήταν αποτέλεσμα οργής, αλλά φροντίδας που απέβλεπε στην συγχώρησιν· αυτή λοιπόν, η προς τον σύνδουλό του αμαρτία ήταν που τον εξόργισε τόσον πολύ.

Αραγε τί θα μπορούσε να υπάρξει χειρότερο από την μνησικακία, αφού ανακαλεί και την ήδη αποφασισμένη φιλανθρωπία του Θεού, και αυτά που δεν κατόρθωσαν να του τα προξενήσουν τα αμαρτήματα, αυτά κατορθώνει να του τα προξενήσει η κατά του πλησίον οργή; Μολονότι έχει γραφή ότι «αμεταμέλητα τα χαρίσματα του Θεού» (Ρωμ. ια΄ 29). Πώς λοιπόν εδώ μετά την ανακοίνωση της δωρεάς, μετά την εκδήλωση της φιλανθρωπίας, ανεκλήθη πάλιν η απόφαση; Εξ’ αιτίας της μνησικακίας· ώστε δε θα έσφαλλε κάποιος αν ονόμαζε αυτή πιο φοβερά από κάθε αμαρτίαν· διότι όλες οι άλλες κατέστη δυνατόν να βρουν συγχώρηση, ενώ αυτή όχι μόνον δεν μπόρεσε να επιτύχει συγνώμη, αλλά και τις άλλες, που είχαν αφανισθεί ολοτελώς, τις ανανέωσε πάλι.
Ώστε η μνησικακία είναι διπλό κακό, διότι και καμία απολογία δεν έχει ενώπιον του Θεού, και τα υπόλοιπα αμαρτήματα μας, και αν ακόμη συγχωρηθούν, πάλι τα ανακαλεί και τα στρέφει εναντίον μας· πράγμα το οποίον έκαμε και εδώ. Επειδή τίποτε, τίποτε δεν μισεί και αποστρέφεται ο Θεός, όσον άνθρωπο που είναι μνησίκακος και διατηρεί την οργή του. Αυτό μας το έδειξε εδώ ιδιαιτέρως, αλλά και στην προσευχή που μας παρέδωσε παρήγγειλε να λέγομε έτσι: «άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών».

Γνωρίζοντας λοιπόν όλα αυτά, και αφού γράψουμε την παραβολή αυτή στις καρδιές μας, όταν έλθουν στον νου μας όσα έχουμε πάθει από τους συνδούλους μας, ας αναλογισθούμε και αυτά που έχουμε κάνει στον Κύριον· και με τον φόβο των ιδικών μας αμαρτημάτων θα μπορέσουμε να απομακρύνομε γρήγορα τον θυμό για τα ξένα παραπτώματα. Εάν πρέπει να ενθυμούμεθα αμαρτήματα, μόνον τα ιδικά μας πρέπει να ενθυμούμεθα. Διότι εάν κρατήσομε στη μνήμη τα ιδικά μας, ποτέ δεν θα δώσομε σημασία στα ξένα· όπως ακριβώς εάν λησμονήσομε τα ιδικά μας, εύκολα εκείνα θα εισχωρήσουν στους λογισμούς μας. Πράγματι, και αυτός εάν είχε κρατήσει στη μνήμην του τα μύρια τάλαντα, δε θα ενθυμείτο τα εκατό δηνάρια· επειδή όμως τα λησμόνησε εκείνα, γι’ αυτό έπιασε από το λαιμό τον συνδούλον του, και θέλοντας να  απαιτήσει τα ολίγα, ούτε αυτό επέτυχε, αλλά επέσυρε στην κεφαλή του και τον όγκο των μυρίων ταλάντων. 
Γι’ αυτό θα τολμούσα να ειπώ ότι αυτή είναι η φοβερότερη από όλες τις αμαρτίες· ή μάλλον δεν το λέγω αυτό εγώ, αλλά ο Χριστός το φανέρωσε με την παραβολή αυτή. Διότι αν δεν ήταν φοβερότερη από μύρια τάλαντα, εννοώ από τα αναρίθμητα αμαρτήματα, δε θα ανακαλούσε εξ αιτίας της και εκείνα. Τίποτε λοιπόν ας μη φροντίζομε τόσον, όσον το να καθαρεύομε από την οργή, και το να συμφιλιωνόμεθα προς εκείνους που είναι δυσαρεστημένοι μαζί μας, γνωρίζοντας πως ούτε η κοινωνία των μυστηρίων, ούτε τίποτε άλλο από αυτά, θα ημπορέσει να μας βοηθήσει εκείνη την ημέρα. Όπως πάλιν εάν νικήσομε αυτήν την αμαρτία, έστω και αν έχομε μύρια πλημμελήματα, θα ημπορέσομε να επιτύχομε κάποια συγγνώμη. Και δεν είναι ιδικός μας ο λόγος, αλλά του ιδίου του Θεού, ο οποίος πρόκειται να μας κρίνει. Διότι όπως είπε εδώ, ότι «ούτω ποιήσει και ο πατήρ μου, εάν μη αφήτε έκαστος τω αδελφώ αυτού από των καρδιών υμών τα παραπτώματα αυτών», έτσι και αλλού λέγει «εάν αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, αφήσει και υμίν ο πατήρ υμών ο ουράνιος» (Ματθ. στ΄ 14).

Για να έχομε λοιπόν και εδώ γαλήνια και ήρεμη ζωή και εκεί να επιτύχομε συγχώρηση και άφεση, ας προσπαθούμε και ας φροντίζομε να συμφιλιωνόμεθα με όσους εχθρούς έχουμε· διότι έτσι και τον Κύριο μας θα συμφιλιώσομε μαζί μας, και τα μέλλοντα αγαθά θα επιτύχομε, των οποίων είθε όλοι να αξιωθούμε «χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων». Αμήν. 


(4ος – 5ος αιών – ΕΠΕ, Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου, τομ. 26, σελ.18, Απόσπασμα από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελ. 229-242, Εκδότης: Ι. Μ. ΧΙΛΙΑΝΔΑΡΙΟΥ Ι. ΚΕΛΛΙΟΝ ΑΓ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΠΟΥΡΑΖΕΡΗ)