A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 5 Μαΐου 2014

ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗΝ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ(ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ)





Η ἀνάστασις τοῦ Κυρίου εἶναι ἀνανέωσις τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, εἶναι ἀναζώωσις καί ἀνάπλασις καί ἐπάνοδος πρός τήν ἀθάνατη ζωή τοῦ πρώτου Αδάμ πού καταβροχθίσθηκε ἀπό τόν θάνατο λόγω τῆς ἁμαρτίας καί διά τοῦ θανάτου ἐπαλινδρόμησε πρός τήν γῆ ἀπό τήν ὁποία ἐπλάσθηκε. Οπως λοιπόν ἐκεῖνον στήν ἀρχή δέν τόν εἶδε κανείς ἄνθρωπος νά πλάττεται καί παίρνη ζωή, ἀφοῦ δέν ὑπῆρχε κανείς ἄνθρωπος ἐκείνη τήν ὥρα, μετά δέ τήν λῆψι τῆς πνοῆς ζωῆς μέ θεῖο ἐμφύσημα πρώτη ἀπό ὅλους τόν εἶδε μιά γυναῖκα, διότι μετά ἀπό αὐτόν πρῶτος ἄνθρωπος ἦταν ἡ Εὔα.ἔτσι τόν δεύτερο Αδάμ, δηλαδή τόν Κύριο, ὅταν ἀνίστατο ἀπό τούς νεκρούς, κανείς ἄνθρωπος δέν τόν εἶδε, ἀφοῦ δέν παρευρισκόταν κανείς δικός του καί οἱ στρατιῶτες πού ἐφύλασσαν τό μνῆμα ταραγμένοι ἀπό τόν φόβο εἶχαν γίνει σάν νεκροί, μετά δέ τήν ἀνάστασι πρώτη ἀπό ὅλους τόν εἶδε μιά γυναῖκα, ὅπως ἀκούσαμε νά εὐαγγελίζεται σήμερα ὁ Μάρκος.διότι, λέγει, «ὅταν ὁ Ιησοῦς ἀναστήθηκε τό πρωί τῆς πρώτης ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος, παρουσιάσθηκε πρῶτα στή Μαρία τή Μαγδαληνή».

Φαίνεται βέβαια σαφῶς ὅτι ὁ εὐαγγελιστής εἶπε καί τήν ὥρα κατά τήν ὁποία ἀναστήθηκε ὁ Κύριος, δηλαδή πρωί, καί ὅτι παρουσιάσθηκε πρῶτα στή Μαρία τή Μαγδαληνή καί ὅτι ἐφάνηκε ἀκριβῶς τήν ὥρα τῆς ἀναστάσεως. Δέν λέγει ὅμως ἔτσι, ὅπως θά φανῆ ἄν ἐξετάσωμε προσεκτικώτερα τά πράγματα.διότι λίγο παραπάνω καί αὐτός σέ συμφωνία μέ τούς ἄλλους εὐαγγελιστάς λέγει ὅτι αὐτή ἡ Μαρία ἦλθε καί προηγουμένως μαζί μέ τίς ἄλλες Μυροφόρες στόν τάφο, καί ἀφοῦ τόν εἶδε ἀδειανό ἀπῆλθε. Ωστε ὁ Κύριος ἀναστήθηκε πολύ ἐνωρίτερα ἀπό τό πρωί πού τόν εἶδε. Επισημαίνοντας δέ καί τήν ὥρα ἐκείνη, δέν εἶπε ἁπλῶς πρωί, ὅπως ἐδῶ, ἀλλά πολύ πρωί.ἑπομένως ὡς ἀνατολή ἡλίου ἐκεῖ ἐννοεῖ τό ἀμυδρό φῶς πού προτρέχει στόν ὁρίζοντα, τό ὁποῖο δηλώνοντας καί ὁ Ιωάννης λέγει ὅτι ἦλθε τό πρωί, ὅταν ἀκόμη ἦταν σκοτεινά ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή στό μνημεῖο καί εἶδε τήν πέτρα σηκωμένη ἀπό τό μνημεῖο.

Δέν ἦλθε δέ μόνο πρός τό μνῆμα τότε αὐτή, κατά τόν Ιωάννη, ἀλλά καί ἀπομακρύνθηκε ἀπό τό μνῆμα, χωρίς νά ἰδῆ τόν Κύριο ἀκόμη. Τρέχει κι ἔρχεται πρός τόν Πέτρο καί τόν Ιωάννη, καί ἀναγγέλει ὄχι ὅτι ἀναστήθηκε ὁ Κύριος, ἀλλ ὅτι μεταφέρθηκε ἀπό τόν τάφο, ὥστε δέν ἐγνώριζε ἀκόμη τήν ἀνάστασι. Επομένως ὁ Κύριος ἐμφανίσθηκε στή Μαρία ὄχι ἐντελῶς πρώτη, ἀλλά μετά τήν πλήρη ἔλευσι τῆς ἡμέρας. Υπάρχει λοιπόν κάτι πού ἀναφέρεται συνεσκιασμένως ἀπό τούς εὐαγγελιστάς, τό ὁποῖο θ ἀποκαλύψω πρός τήν ἀγάπη σας. Πραγματικά τό εὐαγγέλιο τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου πρώτη ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους, ὅπως ἦταν σωστό καί δίκαιο, ἐδέχθηκε ἀπό τόν Κύριο ἡ Θεοτόκος καί αὐτή εἶδε πρίν ἀπό ὅλους τόν ἀναστάντα καί ἀπήλαυσε τή θεία ὁμιλία του, καί ὄχι μόνο τόν εἶδε μέ τούς ὀφθαλμούς της καί ἔγινε αὐτήκοος αὐτοῦ, ἀλλά καί πρώτη καί μόνη ἄγγιξε τά ἄχραντα πόδια του, ἔστω καί ἄν οἱ εὐαγγελισταί δέν τά λέγουν φανερά ὅλα αὐτά, μή θέλοντας νά προσαγάγουν ὡς μάρτυρα τήν μητέρα, γιά νά μήν δώσουν ἀφορμή ὑποψίας στούς ἀπίστους. Επειδή δέ τώρα ἐμεῖς μέ τή χάρη τοῦ ἀναστάντος ὁμιλοῦμε πρός πιστούς καί ἡ ὑπόθεσις τῆς ἑορτῆς ἀπαιτεῖ ἐπείγουσα διευκρίνησι τῶν σχετικῶν μέ τίς Μυροφόρες, μέ τήν ἄδεια αὐτοῦ πού εἶπε "δέν ὑπάρχει κρυφό πού δέν θά γίνη φανερό", θά τό φανερώσωμε καί τοῦτο.

Λοιπόν Μυροφόρες εἶναι οἱ γυναῖκες πού ἀκολουθοῦσαν τόν Κύριο μαζί μέ τήν Μητέρα του, ἔμειναν μαζί της κατά τήν ὥρα τοῦ σωτηριώδους πάθους καί ἐφρόντισαν νά ἀλείψουν μέ μῦρα τό σῶμα τοῦ Κυρίου. Οταν δηλαδή ὁ Ιωσήφ καί ὁ Νικόδημος ἐζήτησαν καί ἔλαβαν ἀπό τόν Πιλᾶτο τό δεσποτικό σῶμα, τό κατέβασαν ἀπό τόν σταυρό, τό περιέβαλαν σέ σινδόνια μαζί μέ ἐκλεκτά ἀρώματα, τό ἐτοποθέτησαν σέ λαξευτό μνημεῖο, καί ἔβαλαν μεγάλη πέτρα ἐπάνω στή θύρα τοῦ μνημείου, παρευρίσκονταν θεωρώντας κατά τόν εὐαγγελιστή Μάρκο ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή καί ἡ ἄλλη Μαρία πού ἐκαθόταν ἀπέναντι τοῦ τάφου. Μέ τήν φράσι καί ἡ ἄλλη Μαρία ἐννοοῦσε ὁπωσδήποτε τήν Θεομήτορα.διότι αὐτή ἐλεγόταν μητέρα καί τοῦ Ιακώβου καί τοῦ Ιωσῆ, πού ἦσαν ἀπό τόν Ιωσήφ τόν Μνήστορα. Δέν παρευρίσκονταν μόνο αὐτές παρατηρώντας, ὅταν ἐνταφιαζόταν ὁ Κύριος, ἀλλά καί ἄλλες γυναῖκες, ὅπως ἱστόρησε ὁ Λουκᾶς γράφοντας. "Παρακολουθώντας κάποιες γυναῖκες πού εἶχαν ἔλθει μαζί του ἀπό τήν Γαλιλαία, εἶδαν τό μνημεῖο καί τήν σ αὐτό τοποθέτησι τοῦ σώματός του. Ἦσαν ἡ Μαγδαληνή Μαρία καί ἡ Ιωάννα καί ἡ Μαρία τοῦ Ιακώβου καί οἱ ἄλλες μαζί τους".

Αφοῦ δέ ἐπέστρεψαν, λέγει, ἀγόρασαν ἀρώματα καί μῦρα.διότι δέν εἶχαν καταλάβει ἀκριβῶς ὅτι αὐτός εἶναι ἀληθινά ἡ ὀσμή τῆς ζωῆς γιά ἐκείνους πού τόν πλησιάζουν μέ πίστι, ὅπως ὀσμή θανάτου καταλαμβάνει τούς ἕως τό τέλος ἀπειθεῖς, καί ἡ ὀσμή τῶν ἐνδυμάτων του, δηλαδή τοῦ ἰδίου τοῦ σώματος, εἶναι ἀνωτέρα ἀπό ὅλα τά ἀρώματα καί τό ὄνομά του εἶναι μῦρο χυμένο, μέ τό ὀποῖο ἐγέμισε θεία εὐωδία τήν οἰκουμένη. Ετοιμάζουν λοιπόν μῦρα καί ἀρώματα, ἀφ ἑνός μέν πρός τιμήν τοῦ νεκροῦ, ἀφ ἑτέρου δέ γιά παρηγοριά ἀπό τή δυσωδία τοῦ σώματος, ὅταν θά ἔλειωνε, βοηθώντας μέ τήν ἀλοιφή των τούς ἐπιθυμοῦντας νά παραμένουν δίπλα.

Αφοῦ λοιπόν ἑτοίμασαν τά μῦρα καί τά ἀρώματα, κατά τήν ἐντολή τό Σάββατο ἡσύχασαν.διότι δέν εἶχαν καταλάβει ἀκόμη τά ἀληθινά σάββατα, οὔτε εἶχαν γνωρίσει καλά τό εὐλογημένο ἐκεῖνο σάββατο πού μεταφέρει τή φύσι τους ἀπό τά βάραθρα τοῦ ἅδη στό ὁλόφωτο καί θεῖο καί οὐράνιο ὕψος . «Τήν πρώτη τῆς ἑβδομάδος, ὄρθρο βαθύ», ὅπως λέγει ὁ Λουκᾶς, "ἦλθαν στό μνῆμα, φέροντας τά ἀρώματα πού ἑτοίμασαν" .ὁ δέ Ματθαῖος λέγει, «ἀργά τό Σάββατο, ξημερώνοντας τήν πρώτη τῆς ἑβδομάδος» καί ὅτι οἱ προσελθοῦσες εἶναι δύο. ὁ Ιωάννης "τό πρωί, ἐνῶ ἦταν ἀκόμη σκοτεινά», καί ὅτι μιά εἶναι ἡ προσελθοῦσα, Μαρία ἡ Μαγδαληνή.ὁ δέ Μάρκος "πολύ πρωί τῆς πρώτης τῆς ἑβδομάδος» καί ὅτι τρεῖς εἶναι οἱ προσελθοῦσες. Πρώτη λοιπόν τῆς ἑβδομάδος λέγουν ὅλοι οἱ εὐαγγελισταί τήν Κυριακή.ἀργά τό Σάββατο, ὄρθρο βαθύ, πολύ πρωί καί πρωί σκοτεινά ἀκόμη, ὀνομάζουν τόν χρόνο γύρω ἀπό τόν ὄρθρο, ἀνάμικτο ἀπό φῶς καί σκότος.αὐτός ὁ χρόνος εἶναι, ἀφοῦ ἀρχίζει νά αὐγάζει τό ἀνατολικό μέρος τοῦ ὁρίζοντος πού προκαταγγέλλει τήν ἡμέρα. Μπορεῖ δέ κανείς παρατηρώντας ἀπό μακριά, πρός αὐτό, νά τό ἰδῆ νά ἀρχίζη νά χρωματίζεται ἀπό φῶς γύρω ἀπό τήν ἐνάτη ὥρα τῆς νυκτός, ὥστε ἕως τήν πλήρη ἡμέρα νά ὑπολείπωνται τρεῖς ὥρες.

Φαίνονται βέβαια νά διαφωνοῦν κάπως οἱ εὐαγγελισταί μεταξύ τους τόσο γιά τήν ὥρα, ὅσο καί γιά τόν ἀριθμό τῶν γυναικῶν, ἐπειδή, ὅπως εἶπα, οἱ Μυροφόρες ἦσαν πολλές, καί ἦλθαν στόν τάφο ὄχι μιά φορά, ἀλλά καί δύο καί τρεῖς φορές, συντροφιά μέν, ἀλλ ὄχι οἱ ἴδιες, καί κατά τόν ὄρθρο μέν ὅλες, ἀλλ ὄχι τόν ἴδιο χρόνο ἀκριβῶς, ἡ δέ Μαγδαληνή ἦλθε πάλι μόνη της καί ἔμεινε περισσότερο. Κάθε εὐαγγελιστής λοιπόν ἀναφέρει μιά προέλευσι μερικῶν καί παραλείπει τίς ἄλλες. Οπως δέ ἐγώ ὑπολογίζω καί συνάγω ἀπό ὅλους τούς εὐαγγελιστάς, σύμφωνα μέ ὅσα εἶπα προηγουμένως, πρώτη ἀπό ὅλες ἦλθε στόν τάφο τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἡ Θεοτόκος, ἔχοντας μαζί τήν Μαγδαληνή Μαρία. Τοῦτο κυρίως τό συμπεραίνω ἀπό τόν εὐαγγελιστή Ματθαῖο. Διότι, λέγει, «ἦλθε ἡ Μαγδαληνή Μαρία καί ἡ ἄλλη Μαρία», πού ἦταν ὁπωσδήποτε ἡ Θεομήτωρ, γιά νά ἰδοῦν τόν τάφο. Καί ἰδού ἔγινε μέγας σεισμός.διότι ἄγγελος Κυρίου, ἀφοῦ κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό, προσῆλθε, ἀπεκύλισε τήν πέτρα ἀπό τήν θύρα τοῦ μνημείου κι ἐκαθόταν ἐπάνω σ αὐτήν.ἦταν δέ ἡ μορφή του σάν ἀστραπή καί τό ἔνδυμά του λευκό σάν τό χιόνι, ἀπό τόν φόβο δέ ἐμπρός του ἐταράχθηκαν οἱ φύλακες κι ἔγιναν σάν νεκροί ".

Ολες λοιπόν οἱ ἄλλες γυναῖκες ἦλθαν μετά τό σεισμό καί τήν φυγή τῶν φυλάκων, κι εὑρῆκαν τόν τάφο ἀνοιγμένο καί τήν πέτρα ἀποκυλισμένη.ἡ δέ Παρθενομήτωρ ἔφθανε τή στιγμή πού ἐγινόταν ὁ σεισμός, ἀποκυλίσθηκε ἡ πέτρα καί ἀνοιγόταν ὁ τάφος καί οἱ φύλακες ἦσαν παρόντες, ἄν καί συγκλονισμένοι ἀπό τόν φόβο.γι αὐτό μετά τόν σεισμό αὐτοί ἀνασηκώθηκαν καί ἐκύτταξαν ἀμέσως νά φύγουν, ἐνῶ ἡ Θεομήτωρ ἐντρυφοῦσε στή θέα. Εγώ πάντως νομίζω ὅτι γι αὐτήν πρώτη ἀνοίχθηκε ὁ ζωηφόρος ἐκεῖνος τάφος (διότι γι αὐτήν πρώτη καί δι αὐτῆς ἔχουν ἀνοιχθῆ σ ἐμᾶς ὅλα, ὅσα εἶναι ἐπάνω στόν οὐρανό καί κάτω στή γῆ) καί ὅτι γι αὐτήν ἄστραπτε ἔτσι ὁ ἄγγελος, ὥστε, ἄν καί ἡ ὥρα ἦταν ἀκόμη σκοτεινή, αὐτή μέ τό πλούσιο φῶς τοῦ ἀγγέλου ὄχι μόνο νά ἰδῆ τόν τάφο κενό, ἀλλά καί τά ἐντάφια νά εἶναι τακτοποιημένα καί πολυτρόπως νά μαρτυροῦν τήν ἔγερσι τοῦ ἐνταφιασθέντος.

Ηταν δέ προφανῶς ὁ εὐαγγελιστής ἄγγελος ὁ ἴδιος ὁ Γαβριήλ. Διότι μόλις τήν εἶδε αὐτός νά σπεύδη πρός τόν τάφο, αὐτός πού παλαιότερα τῆς εἶχε εἰπεῖ, "μή φοβῆσαι, Μαρία, διότι εὑρῆκες χάρι ἀπό τόν Θεό», σπεύδει καί τώρα καί κατεβαίνει νά εἰπῆ τό ἴδιο πάλι στήν ἀειπάρθενο καί νά ἀναγγείλη τήν ἀπό τούς νεκρούς ἀνάστασι τοῦ γεννηθέντος ἀπό αὐτήν ἀσπόρως, νά σηκώση τήν πέτρα, νά ὑποδείξη τόν κενό τάφο καί τά ἐντάφια, κι ἔτσι νά ἐπιβεβαιώση τήν καλή ἀγγελία. Διότι, λέγει, «ἀποκρινόμενος ὁ ἄγγελος, εἶπε στίς γυναῖκες.μή φοβῆσθε ἐσεῖς, ζητεῖτε τόν Ιησοῦ , τόν ἐσταυρωμένο; ἀναστήθηκε.ἰδού ὁ τόπος ὅπου ἐκοιτόταν ὁ Κύριος ». Εάν, λέγει, βλέπετε τούς φύλακες συγκλονισμένους ἀπό τόν φόβο, ἀλλά ἐσεῖς νά μήν φοβῆσθε. διότι γνωρίζω ὅτι ζητεῖτε Ιησοῦν τόν ἐσταυρωμένο.ἐσηκώθηκε, δέν εἶναι ἐδῶ. Διότι αὐτός, ὄχι μόνο εἶναι ἀκράτητος ἀπό τοῦ ἅδη καί τοῦ θανάτου καί τοῦ τάφου τά κλεῖστρα καί τούς μοχλούς καί τίς σφραγίδες, ἀλλ εἶναι καί κύριος τῶν ἀθανάτων καί οὐρανίων ἀγγέλων μας καί μόνος αὐτός εἶναι Κύριος τοῦ σύμπαντος. "Ἰδέτε», λέγει, «τόν τόπον ὅπου ἐκοιτόταν ὁ Κύριος καί πηγαίνετε γρήγορα νά εἰπῆτε στούς μαθητάς του ὅτι ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς ".

" Αφοῦ δέ ἐξῆλθαν », λέγει,« μέ φόβο καί χαρά μεγάλη ". Εγώ νομίζω πάλι ὅτι τόν μέν φόβο ἔχει ἀκόμη ἡ Μαγδαληνή Μαρία καί οἱ ἄλλες γυναῖκες πού εἶχαν ἔλθει ἕως τότε μαζί (διότι αὐτές δέν κατενόησαν τήν σημασία τῶν λόγων τοῦ ἀγγέλου οὔτε μπόρεσαν νά συλλάβουν τελείως τό φῶς, ὥστε νά ἰδοῦν καί μάθουν ἀκριβῶς), ἐνῶ ἡ Θεομήτωρ ἀπέκτησε τή μεγάλη χαρά, διότι κατενόησε τά λόγια τοῦ ἀγγέλου καί παραδόθηκε ὁλόκληρη στό φῶς, ὡς τελείως καθαρά καί θείως χαριτωμένη, ἐγνώρισε μέ ὅλα αὐτά τήν ἀλήθεια κι ἐπίστευσε στόν ἀρχάγγελο, ἐπειδή αὐτός ἀπό πολύν καιρό τῆς ἐφάνηκε διά τῶν ἔργων ἀξιόπιστος. Πῶς ἄλλωστε, ἀφοῦ ἦταν παροῦσα στά γεγονότα ἡ θεόσοφος Παρθένος, δέν θά κατανοοῦσε τό συμβάν, ἀφοῦ δηλαδή εἶδε σεισμό, καί μάλιστα μεγάλο, ἄγγελο νά κατέρχεται ἀπό τόν οὐρανό, καί μάλιστα ἀστραποβόλο, τή νέκρωσι τῶν φυλάκων καί τοῦ λίθου τήν μετάθεσι, τήν κένωσι τοῦ τάφου καί τό μέγα θαῦμα τῶν ἐνταφίων, πού ἦσαν ἄλυτα καί συγκρατημένα μέ σμύρνα καί ἀλόη καί συγχρόνως ἐφαίνονταν ἀδειανά ἀπό τό σῶμα, καί ἐπί πλέον ἀφοῦ ἔλαβε τήν χαρμόσυνη πρός αὐτήν θέα καί ἀγγελία τοῦ ἀγγέλου; Οταν δέ ἐξῆλθαν μετά τόν εὐαγγελισμό τοῦτον, ἡ μέν Μαγδαληνή Μαρία, σάν νά μήν ἄκουσε κἄν τόν ἄγγελο, ἀφοῦ ἄλλωστε οὔτε ἐκεῖνος ὡμίλησε γι 'αὐτήν, διαπιστώνει μόνο τήν κένωσι τοῦ τάφου, χωρίς νά ἀναφέρει καθόλου τά ἐντάφια.καί τρέχει πρός τόν Σίμωνα Πέτρο καί τόν ἄλλο μαθητή, ὅπως λέγει ὁ Ιωάννης.

Η δέ Θεομήτωρ Παρθένος, συνοδευομένη ἀπό ἄλλες γυναῖκες, ἐπανερχόταν πάλι ἐκεῖ ἀπό ὅπου ἦλθε.καί ἰδού, ὅπως λέγει ὁ Ματθαῖος «ὁ Ιησοῦς τίς συνάντησε λέγοντας, χαίρεται». Βλέπετε ὅτι καί πρίν ἀπό τήν Μαγδαληνή Μαρία ἡ Θεομήτωρ εἶδε αὐτόν πού γιά τήν σωτηρία μας ἔπαθε σαρκικά καί ἐτάφηκε καί ἀναστήθηκε; "Αὐτές δέ», λέγει, «προσῆλθαν, ἔπιασαν τά πόδια του καί τόν προσκύνησαν». Οπως δέ, ὅταν ἡ Θεοτόκος ἄκουσε τό εὐαγγέλιο τῆς ἀναστάσεως μαζί μέ τήν Μαγδαληνή Μαρία ἀπό τόν ἄγγελο, μόνο αὐτή κατάλαβε τή σημασία τῶν λόγων, ἔτσι καί μαζί μέ τίς ἄλλες γυναῖκες, ὅταν συνάντησε τόν Υἱό καί Θεό, πρώτη ἀπό ὅλες τίς ἄλλες εἶδε καί ἀναγνώρισε τόν ἀναστάντα καί προσπίπτοντας ἔπιασε τά πόδια του κι ἔγινε ἀπόστολός του πρός τούς Αποστόλους. Οτι δέ ἡ Μαγδαληνή Μαρία δέν ἦταν μαζί μέ τήν Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἐπιστρέφοντας ἀπό τόν τάφο τήν συνάντησε καί τῆς παρουσιάσθηκε καί τῆς ὡμίλησε ὁ Κύριος, διδασκόμαστε ἀπό τόν Ιωάννη. διότι, λέγει, «τρέχει αὐτή πρός τόν Σίμωνα Πέτρο καί πρός τόν ἄλλο μαθητή, τόν ὁποῖο ἀγαποῦσε ὁ Ιησοῦς, καί λέγει σ αὐτούς, ἐσήκωσαν τόν Κύριο ἀπό τό μνῆμα καί δέν γνωρίζομε πού τόν ἐτοποθέτησαν ". Πῶς τάχα, ἄν τόν εἶδε καί τόν ἄγγισε μέ τά χέρια της καί τόν ἄκουσε νά ὁμιλῆ, θά ἔλεγε τέτοια πράγματα, ὅτι τόν ἐσήκωσαν καί τόν μετέθεσαν, ποῦ ὅμως, δέν γνωρίζομε; Αλλά μετά τό δρόμο τοῦ Πέτρου καί τοῦ Ιωάννη πρός τόν τάφο καί τήν ἐκεῖ θέα τῶν σινδονιῶν καί τήν ἐπιστροφή, λέγει, «ἡ δέ Μαρία ἐστεκόταν κόντα στό μνημεῖο ἔξω κλαίοντας».

Βλέπετε ὅτι ὄχι μόνο δέν τόν εἶχε ἰδεῖ ἀκόμη, ἀλλ οὔτε κἄν εἶχε πληροφορηθῆ σχετικά; Καί ὅταν δέ τήν ἐρώτησαν οἱ παρουσιασθέντες ἄγγελοι, γυναῖκα, "γιατί κλαίεις», ἐκείνη πάλι ἀποκρίνεται σάν γιά νεκρό. Καθώς δέ ἐστράφηκε καί εἶδε τόν Ιησοῦ, οὔτε τότε δέν ἐκατάλαβε, ἀλλά ἐρωτωμένη ἀπό αὐτόν, τί κλαίει, ἀπαντᾶ παρόμοια, ἕως ὅτου ἐκεῖνος , καλώντας την ὀνομαστικά, παρουσίασε τόν ἑαυτό του ζωντανό. Τότε λοιπόν προσπίπτοντας καί αὐτή καί ζητώντας νά προσφέρη τόν ἀσπασμό στά πόδια ἐκείνου, ἄκουσε ἀπό αὐτόν τίς λέξεις, "μή μ ἐγγίζης". Από αὐτό μαθαίνομε ὅτι, ὅταν προηγουμένως ἐφάνηκε στή μητέρα καί στίς γυναῖκες πού ἦσαν μαζί, μόνο σ αὐτήν ἐπέτρεψε νά πιάση τά πόδια του, ἄν καί ὁ Ματθαῖος ἀποδίδει τοῦτο καί στίς ἄλλες γυναῖκες, μή θέλοντας γιά τήν αἰτία πού εἴπαμε στήν ἀρχή νά προβάλη φανερά τήν μητέρα στό θέμα αὐτό.

Αφοῦ δέ πρώτη ἦλθε στόν τάφο ἡ ἀειπάρθενος Μαρία καί πρώτη ἐδέχθηκε τό μήνυμα τῆς ἀναστάσεως, ἔπειτα ἦλθαν πολλές μαζί, εἶδαν καί ἐκεῖνες τήν πέτρα ἀποκυλισμένη καί ἄκουσαν τούς ἀγγέλους, πού ἐπιστρέφοντας μέ τό ἄκουσμα αὐτό καί τήν θέα ἐχωρίσθηκαν. Αλλες, ὅπως λέγει ὁ Μάρκος, "ἔφυγαν ἀπό τό μνῆμα, κυριαρχημένες ἀπό φόβο καί ἔκστασι καί δέν εἶπαν σέ κανένα τίποτε, διότι ἐφοβοῦνταν" .ἄλλες ἀκολούθησαν τήν Μητέρα τοῦ Κυρίου, καί αὐτές ἦσαν πού ἐπέτυχαν τήν θέα καί συνομιλία τοῦ Δεσπότη. Η δέ Μαγδαληνή ἐπῆγε στόν Πέτρο καί τόν Ιωάννη, μαζί μέ τούς ὁποίους ἔρχεται πάλι μόνη στόν τάφο.ὅταν δέ ἐκεῖνοι ἀναχώρησαν, αὐτή παραμένοντας ἀξιώνεται τῆς δεσποτικῆς θέας, στέλλεται καί αὐτή πρός τούς Αποστόλους καί ἔρχεται πάλι πρός αὐτούς, γιά ν ἀπαγγείλη σέ ὅλους, ὅπως λέγει ὁ Ιωάννης, «ὅτι εἶδε τόν Κύριο, πού εἶπε σ αὐτήν αὐτά». Αὐτή λοιπόν ἡ θέα λέγει καί ὁ Μάρκος ὅτι ἔγινε πρωί, δηλαδή κατά τήν πλήρη ἀρχή τῆς ἡμέρας, ἀφοῦ ἐπέρασε ὅλος ὁ ὄρθρος, ἀλλά δέν ἰσχυρίζεται ὅτι τότε ἔγινε ἡ ἀνάστασις τοῦ Κυρίου ἤ ἡ πρώτη ἐμφάνισίς του.

Εχομε λοιπόν τά συμβάντα ἐξακριβωμένα καί τήν ἀπό τήν ἀρχή ζητουμένη συμφωνία τῶν τεσσάρων εὐαγγελιστῶν ὡς πρός αὐτά. Οἱ δέ μαθηταί κατά τήν ἡμέρα τῆς ἀναστάσεως τήν ἴδια, ἐνῶ ἄκουσαν ἀπό τίς Μυροφόρες καί τόν Πέτρο, καθώς καί ἀπό τόν Λουκᾶ καί τόν Κλεόπα, ὅτι ὁ Κύριος ζῆ καί ἐθεάθηκε ἀπό αὐτές, ἀπίστησαν.γι αὐτό ὀνειδίζονται ἀπό αὐτόν, ὅταν τούς ἐμφανίσθηκε ὕστερα , καθώς ἦσαν συναθροισμένοι μαζί. Οταν ὅμως παρέστησε τόν ἑαυτό του ζωντανό κατά πολλούς τρόπους καί πολλές φορές, ὄχι μόνο ἐπίστευσαν ὅλοι, ἀλλά καί ἐκήρυξαν παντοῦ. «Ὁ λόγος τους ἐξῆλθε σέ ὅλη τή γῆ καί τά ρήματά τους ἔφθασαν στά πέρατα τῆς οἰκουμένης", "ἐνῶ ὁ Κύριος συνεργοῦσε καί ἐβεβαίωνε τόν λόγο μέ τά συνοδευτικά θαύματα" .διότι τά θαύματα ἦσαν ἀναγκαιότατα, μέχρις ὅτου κηρυχθῆ ὁ λόγος σέ ὅλη τή γῆ . Αλλά χρειάζονται μέν σημεῖα καί τεράστια θαύματα πρός παράστασι καί βεβαίωσι τῆς ἀληθείας τοῦ κηρύγματος.χρειάζονται ὅμως σημεῖα, ἀλλ ὄχι τεράστια πρός παράστασι αὐτῶν πού ὑποδέχθηκαν τόν λόγο, ἄν βεβαίως ἐπίστευσαν. Ποιά δηλαδή σημεῖα; Τά ἀπό τά ἔργα. "Δεῖξε μου», λέγει, «τήν πίστη σου ἀπό τά ἔργα σου", καί "ποιός εἶναι πιστός, ἄς δείξη τά ἔργα του ἀπό τήν καλή διαγωγή». Ποιός θά πιστεύση πραγματικά ὅτι ἔχει διάνοια θεία καί ὑψηλή, καί θά ἐλέγαμε οὐράνια, ὅπως εἶναι ἡ εὐσέβεια, αὐτός πού ἐπιδίδεται σέ φαῦλα ἔργα καί εἶναι προσηλωμένος στή γῆ καί στά γήινα;

Δέν ὠφελεῖ τίποτε λοιπόν, ἀδελφοί, ἐάν λέγη κανείς ὅτι ἔχει θεία πίστι, δέν ἔχει ὅμως ἔργα κατάλληλα στήν πίστι. Τί ὠφέλησαν οἱ λαμπάδες τίς μωρές παρθένους, ἀφοῦ δέν εἶχαν ἔλαιο, δηλαδή τά ἔργα τῆς ἀγάπης καί τῆς συμπαθείας; Τί ὠφέλησε ἡ ἐπίκλησις τοῦ Αβραάμ σάν πατρός τόν πλούσιο ἐκεῖνον πού τηγανιζόταν στήν ἄσβεστη φλόγα ἐξ αἰτίας τῆς ἀσυμπαθείας πρός τόν Λάζαρο; Τί ὠφέλησε ἡ δῆθεν εὐπείθεια πρός τήν πρόσκλησι ἐκεῖνον τόν ἄνθρωπον πού δέν εἶχε ἀποκτήσει διά τῶν ἀγαθῶν ἔργων ἔνδυμα κατάλληλο γιά τό θεῖο γάμο καί γιά τόν ἄφθαρτο ἐκεῖνο νυμφῶνα; Προσκλήθηκε μέν καί προσῆλθε, διότι ἐπίστευσε ὁπωσδήποτε, καί παρακάθησε μέ τούς ἁγίους ἐκείνους συνδαιτυμόνες, ἀλλ ὅταν ἐξεσκεπάσθηκε καί καταισχύνθηκε, ὡς ἐνδεδυμένος τήν φαυλότητα ἀπό τά ἤθη καί τίς πράξεις ἐδέθηκε ἀνηλεῶς χειροπόδαρα κι ἐρρίφθηκε στή γέεννα τοῦ πυρός, ὅπου ἐπικρατεῖ ὁ κλαυθμός καί ὁ τρυγμός τῶν ὀδόντων.

Αὐτήν εἴθε νά μή τήν δοκιμάση κανείς Χριστιανός, ἀλλ ἐπιδεικνύοντας ὅλοι διαγωγή πρέπουσα στήν πίστι, νά εἰσέλθωμε στόν νυμφώνα τῆς ἄφθαρτης εὐφροσύνης καί νά ζήσωμε αἰωνίως μαζί μέ τούς ἁγίους ἐκεῖ, ὅπου εἶναι ἡ κατοικία ὅλων τῶν εὐφραινομένων. Γένοιτο.

Δείτε σχετικά: 

Πέμπτη 24 Απριλίου 2014

Ὁμιλία εἰς τῆν Νέα Κυριακή καί εἰς τὴν Κυριακή τοῦ Θωμά (Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς)





Θ' αντιληφθής καλύτερα την υπεροχή της Κυριακής απέναντι στις άλλες εορτάσιμες ημέρες και από το εξής. Κάθε άλλη εορτάσιμη ημέρα το έτος φέρει μόνο μια φορά, ενώ την Κυριακή μας την επαναφέρει και ο κάθε μήνας μόνος του τέσσερις φορές· έτσι αυτή με την τόσο συχνή επάνοδο μάς καθιστά όλο το έτος της αληθινής αφέσεως, έτος ευπρόσδεκτο από τον Κύριο. Γι' αυτό και ο Κύριος διδάσκοντάς μας να την εορτάζωμε εμπράκτως με το πέρασμα κάθε εβδομάδος ημερών, εμφανίσθηκε πρώτα στους μαθητάς σε οικία, ενώ απουσίαζε ο Θωμάς, και παρουσίασε τον εαυτό του ζωντανόν, τους πρόσφερε την ειρήνη και με το εμφύσημα εχάρισε τη χάρι του θείου Πνεύματος· ενέβαλε σ' αυτούς θεία δύναμι να δένουν και να λύουν τις αμαρτίες και τους κατέστησε συμμετόχους της ουράνιας κυριαρχίας, λέγοντάς τους, «λάβετε άγιο Πνεύμα, αν συγχωρήσετε τις αμαρτίες κάποιων, τους συγχωρούνται, αν τις κρατήτε, κρατούνται».

Αυτήν λοιπόν τη δύναμι και χάρι παρέσχε ο Κύριος, εμφανισθείς κατά την ιδία την ημέρα της αναστάσεώς του, που πάντως ήταν Κυριακή· έπειτα παραλείποντας τις ενδιάμεσες ημέρες της εβδομάδος, κατά την ογδόη, δηλαδή την Κυριακή που έχομε σήμερα, έρχεται πάλι στην ίδια οικία, για να εγκαινιάση την πανήγυρί του και οδηγήση τον διστακτικό Θωμά προς την πίστι· διότι κατά τον αγαπημένο ευαγγελιστή και μαθητή του Σωτήρος, «έπειτα από οκτώ ημέρες οι μαθηταί ήσαν πάλι μέσα και ανάμεσά τους ο Θωμάς· έρχεται ο Ιησούς, ενώ οι θύρες ήσαν κλειστές, εστάθηκε στη μέση τους και λέγει σ' αυτούς, ειρήνη σ' εσάς».

Βλέπετε ότι Κυριακή συνέβηκαν και η συνάθροισις των μαθητών του Χριστού και ο ερχομός του Κυρίου προς αυτούς; Διότι Κυριακή ήταν, όταν για πρώτη φορά ήλθε σε συνάθροισί τους, και μετά οκτώ ημέρες πάλι Κυριακή έρχεται σε σύναξί τους. Εκείνες τις συνάξεις εικονίζει διαρκώς η Εκκλησία του Χριστού με το να επιτελή κυρίως κατά Κυριακή τις συνάξεις, όπου κι' εμείς ευρισκόμαστε ανάμεσά σας και κηρύττομε δημοσία τα χρήσιμα για την σωτηρία και οδηγούμε προς την ευσέβεια και τον ευσεβή βίο.

Κανένας λοιπόν να μη απουσιάζη από αυτές τις ιερές και θεοπαράδοτες συνάξεις είτε από ραθυμία είτε από την συνεχή ασχολία με τα γήινα, ώστε να μη εγκαταλειφθή δικαίως από τον Θεό και πάθη κάτι παρόμοιο με τον Θωμά που δεν ήλθε στην ώρα του· κι' αν πνιγμένος από τις φροντίδες απουσιάση μια φορά, να ανταποδώση την επομένη, φέροντας τον εαυτό του στην Εκκλησία του Χριστού, για να μη μείνη αμείωτος, αφού, ενώ ασθένησε κατά την ψυχή στην απιστία με έργα και λόγια, δεν προσήλθε στο ιατρείο του Χριστού και δεν εδέχθηκε την ιερά ιατρεία, όπως ο θείος Θωμάς. Υπάρχουν πραγματικά, υπάρχουν όχι μόνο λογισμοί και λόγοι, αλλά και έργα και πράξεις πίστεως (διότι, λέγει, «δείξε μου την πίστι σου από τα έργα σου»), από τα οποία αν εκπέση κανείς τελείως απομακρυνόμενος από την Εκκλησία του Χριστού και επιδιδόμενος αποκλειστικώς στα μάταια, έχει την πίστι νεκρά, δηλαδή ανύπαρκτη, γινόμενος κι' αυτός νεκρός διά της αμαρτίας.

Αλλ' απορούν μερικοί, πώς με κλειστές θύρες εισήλθε ο Χριστός έχοντας σώμα; Διότι, όπως φαίνεται, δεν γνωρίζουν να συγκρίνουν τα πνευματικά με τα πνευματικά και να τα κατανοούν δι' αλλήλων, όπως λέγει ο θείος απόστολος. Διότι, αν δεν έφθειρε τη μήτρα της Παρθένου που τον εγέννησε κατά σάρκα, αφού δεν την έθιξε κατά την γέννησί του αλλά διετήρησε σώα τα σημεία της παρθενίας, μ' όλο που τότε έφερε παθητό και θνητό σώμα, τι το παράδοξο, αν τώρα, που απαθανάτισε το ανθρώπινο πρόσλημμα και έχει αθάνατο σώμα, εισήλθε από κλειστές θύρες; Αλλά επειδή πάντως είχε αθάνατο και απαθές σώμα, πώς λοιπόν είχε τις ουλές και τα τρυπήματα στα χέρια και την πλευρά; Διότι λέγει ο ευαγγελιστής ότι ο Κύριος είπε προς τον Θωμά· «φέρε εδώ τον δάκτυλό σου και ιδέ τα χέρια μου και φέρε το χέρι σου και βάλε το στην πλευρά μου· και να μη είσαι άπιστος, αλλά πιστός». Πώς είχε λοιπόν τις ουλές; Βέβαια θνητό και παθητό σώμα δεν θα μπορούσε να επιδείξη ουλές και τρυπήματα και παρ' όλα αυτά να μένη σώο και υγιές· το δε απαθές και αθάνατο μπορεί και ουλές να δείξη και τρυπήματα, που έπαθε πρωτύτερα, σε όσους θέλει, και παρ' όλα αυτά να μένη απαθές και αθάνατο.

Εμένα δε τούτο μου επιτρέπει ν' αντιληφθώ και αυτό, ότι δηλαδή τις ουλές φέρουν ως αιώνιο στολίδι όσοι έπαθαν για τον Χριστό. Όπως δηλαδή οι φωταγωγοί των παραθύρων χωρίς να μειώνουν κατά τίποτε την ασφάλεια της οικοδομής, δεν αποτελούν ασχήμια αλλά στολίδι αναγκαιότατο στις οικίες,αφού στέλλουν μέσα το φως και προσφέρουν την προς τα έξω θέα των ενοίκων, κατά τον ίδιο τρόπο τα πάθη επί του σώματος γιά τον Χριστό και τα τρυπήματα από αυτά είναι γι' αυτούς, που τα έχουν φωταγωγοί του ανεσπέρου φωτός και κατά τον καιρό της εκφάνσεως του φωτός εκείνου αυτοί αναγνωρίζονται μάλλον από το θείο κάλλος και την λαμπρότητα, αλλ' όχι μόνο δεν φθείρονται από την απάθεια, αλλά μάλλον είναι πρόξενοι της αθανασίας.

Το δε σώμα του Χριστού που έχει μέσα του την πηγή του φωτός, εκλάμποντας από εκεί εφώτισε νοερώς τον διστάζοντα, ώστε ο Θωμάς να φωνάξη αμέσως με τελεία θεολόγησι, «ο Κύριός μου και ο Θεός». Ο δε Κύριος είπε προς αυτόν, «επειδή με είδες επίστευσες; μακάριοι αυτοί που επίστευσαν χωρίς να ιδούν», δεικνύοντας ότι οι αυτόπτες δεν έχουν περισσότερα δικαιώματα στη δόξα από εκείνους που οδηγούνται δι' αυτών στην προς τον Κύριο πίστι. Αν δε δεν είπε 'πιστεύοντες' αλλά «πιστεύσαντες», το είπε με την θεία και προγνωστική δύναμι του γνωρίζοντος τα πάντα πριν από τη γένεσί τους, ότι τα εσόμενα είναι γεγονότα.

Κάτι που μόλις τώρα μου ήλθε στο νου, θα το ειπώ προς την αγάπη σας. Πραγματικά βλέπω ότι ο Θωμάς, όταν ήταν απών, έγινε άπιστος, όταν δε ήλθε μαζί με τους πιστεύοντας, δεν αστόχησε καθόλου στην πίστι. Γι' αυτό έβαλα στο νου μου ότι, και ο αμαρτωλός άνθρωπος, μόνο αν αποφύγη την συναναστροφή με τους φαύλους και συναναστρέφεται τους δικαίους δεν θα αστοχήση ποτέ στη δικαιοσύνη και στη γι' αυτήν ψυχική σωτηρία. Κι' αυτό νομίζω ότι υπαινίσσεται και ο ψαλμωδός προφήτης, όταν μακαρίζη τους παρεκκλίνοντας από την συμπαράστασι και συνοδοιπορία με τους διεφθαρμένους, και άλλος προφήτης όταν λέγη, να μη είσαι με πολλούς στην κακία, και ο παροιμιαστής, «στη συνάθροισι των αμαρτωλών θα γίνη πυρκαϊά, ενώ αυτός που συμπορεύεται με σοφούς θα είναι σοφός».

Επομένως, αδελφοί, ας συναθροιζώμαστε και ας επισκεπτόμαστε συχνά την Εκκλησία του Θεού· διότι κάθε πραγματικά ευλαβής παρευρίσκεται και παραμένει σ' αυτήν χωρίς απουσίες. Και όταν ο καθένας σας έλθη σ' αυτήν, ας παρατηρή τους ευλαβέστερους, που μπορεί να τους διακρίνη και μόνο με τη θέα της παραστάσεως σε σιωπή και προσοχή. Ας παρατηρή λοιπόν τους ευλαβέστερους και σεβόμενους τον Κύριο περισσότερο από τους άλλους, και πλησιάζοντας ας προσκολλάται σ' αυτούς και ας συμπαραστέκεται στον Θεό μαζί με αυτούς. Κι αν εξέλθη από εδώ μετά την απόλαυσι, σε ημέρα Κυριακή, σχολάζοντας από τα επίγεια έργα για τον Κύριο, του οποίου επώνυμος είναι αυτή, ας αναζητή με επιμέλεια, μήπως κάποιος μιμούμενος τους Αποστόλους εκείνους μένη τον περισσότερο χρόνο κατάκλειστος, ποθώντας να επικοινωνήση προς τον Κύριο διά της προσευχής και της ψαλμωδίας σε ησυχία, καθώς και διά της άλλης διαγωγής. Ας προσέλθη λοιπόν και αυτός σ' εκείνον, ας εισέλθη στην οικία του με πίστι, σαν σε ουράνιο χώρο που έχει μέσα την αγιαστική δύναμι του Πνεύματος· ας παρακάθεται με τον ένοικο, ας παραμένη μαζί του, όσο μπορεί, και ας συνομιλή μαζί του περί Θεού και θείων πραγμάτων, ερωτώντας, μαθαίνοντας με ταπείνωσι κι επικαλούμενος την βοήθεια δι' ευχής. Πράττοντας έτσι θα έλθη και προς αυτόν αοράτως - το γνωρίζω καλά - ο Χριστός και θα προσφέρη την ειρήνη μέσα στο λογικό της ψυχής, θ' αυξήση την πίστι, θα δώση μεγαλύτερη δύναμι στον στηριγμό και στον καιρό του θα τον κατατάξη μαζί με τους εκλεκτούς του στη βασιλεία των ουρανών.

Αυτήν είθε να επιτύχωμε όλοι εμείς, στο όνομα αυτού που τώρα απέθανε για μας και αναστήθηκε και ύστερα θα έλθη με δόξα, του βασιλέως των αιώνων Χριστού· διότι σ' αυτόν πρέπει δόξα στους αιώνες των αιώνων. Γένοιτο.


Τετάρτη 2 Απριλίου 2014

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε' ΝΗΣΤΕΙΩΝ - ΜΑΡΙΑΣ ΑΙΓΥΠΤΙΑΣ: Εὐαγγέλιον - (Ὁμιλία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ



32 Τῷ καιρῷ  ἐκείνω  παραλαβὼν ὁ ᾿Ιησοῦς πάλιν τοὺς δώδεκα μαθητάς ἀυτοῦ, ἤρξατο αὐτοῖς λέγειν τὰ μέλλοντα αὐτῷ συμβαίνειν, 33 ὅτι ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς ῾Ιεροσόλυμα καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδοθήσεται τοῖς ἀρχιερεῦσι καὶ γραμματεῦσι, καὶ κατακρινοῦσιν αὐτὸν θανάτῳ καὶ παραδώσουσιν αὐτὸν τοῖς ἔθνεσι, 34 καὶ ἐμπαίξουσιν αὐτῷ καὶ μαστιγώσουσιν αὐτὸν καὶ ἐμπτύσουσιν αὐτῷ καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται. 
35 Καὶ προσπορεύονται αὐτῷ ᾿Ιάκωβος καὶ ᾿Ιωάννης υἱοὶ Ζεβεδαίου λέγοντες· διδάσκαλε, θέλομεν ἵνα ὃ ἐὰν αἰτήσωμεν ποιήσῃς ἡμῖν. 36 ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· τί θέλετε ποιῆσαί με ὑμῖν; 37 οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· δὸς ἡμῖν ἵνα εἷς ἐκ δεξιῶν σου καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων σου καθίσωμεν ἐν τῇ δόξῃ σου. 38 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε. δύνασθε πιεῖν τὸ ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθῆναι; 39 οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· δυνάμεθα. ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· τὸ μὲν ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω πίεσθε, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθήσεσθε· 40 τὸ δὲ καθίσαι ἐκ δεξιῶν μου καὶ ἐξ εὐωνύμων οὐκ ἔστιν ἐμὸν δοῦναι, ἀλλ᾿ οἷς ἡτοίμασται. 
41 Καὶ ἀκούσαντες οἱ δέκα ἤρξαντο ἀγανακτεῖν περὶ ᾿Ιακώβου καὶ ᾿Ιωάννου. 42 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς προσκαλεσάμενος αὐτοὺς λέγει αὐτοῖς· οἴδατε ὅτι οἱ δοκοῦντες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν καὶ οἱ μεγάλοι αὐτῶν κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν· 43 οὐχ οὕτω δὲ ἔσται ἐν ὑμῖν, ἀλλ᾿ ὃς ἐὰν θέλῃ γενέσθαι μέγας ἐν ὑμῖν, ἔσται ὑμῶν διάκονος,
44 καὶ ὃς ἐὰν θέλῃ ὑμῶν γενέσθαι πρῶτος, ἔσται πάντων δοῦλος· 45 καὶ γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι, καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν.


ΑΠΟΔΟΣΗ

Εκεῖνο τὸν καιρό, πῆρε ὁ ᾿Ιησοῦς τοὺς δώδεκα μαθητές του κι ἄρχισε νὰ τοὺς λέει τὰ ὅσα ἦταν νὰ τοῦ συμβοῦν. «᾿Ακοῦστε», τοὺς ἔλεγε· «τώρα ποὺ ἀνεβαίνουμε στὰ ῾Ιεροσόλυμα, ὁ Υἱὸς τοῦ ᾿Ανθρώπου θὰ παραδοθεῖ στοὺς ἀρχιερεῖς καὶ στοὺς γραμματεῖς, οἱ ὁποῖοι θὰ τὸν καταδικάσουν σὲ θάνατο καὶ θὰ τὸν παραδώσουν στοὺς ἐθνικούς. Θὰ τὸν περιγελάσουν, θὰ τὸν μαστιγώσουν, θὰ τὸν φτύσουν καὶ θὰ τὸν θανατώσουν· καὶ τὴν τρίτη ἡμέρα θὰ ἀναστηθεῖ».
Πλησιάζουν τότε τὸν ᾿Ιησοῦ ὁ ᾿Ιάκωβος καὶ ὁ ᾿Ιωάννης, οἱ γιοὶ τοῦ Ζεβεδαίου, καὶ τοῦ λένε· «Διδάσκαλε, θέλουμε νὰ μᾶς κάνεις τὴ χάρη ποὺ θὰ σοῦ ζητήσουμε». «Τί θέλετε νὰ κάνω γιὰ σᾶς;» τοὺς ρώτησε ἐκεῖνος. «῞Οταν θὰ ἐγκαταστήσεις τὴν ἔνδοξη βασιλεία σου», τοῦ ἀποκρίθηκαν, «βάλε μας νὰ καθίσουμε ὁ ἕνας στὰ δεξιά σου κι ὁ ἄλλος στὰ ἀριστερά σου».
῾Ο ᾿Ιησοῦς τότε τοὺς εἶπε· «Δὲν ξέρετε τί ζητᾶτε. Μπορεῖτε νὰ πιεῖτε τὸ ποτήρι τοῦ πάθους ποὺ θὰ πιῶ ἐγὼ ἢ νὰ βαφτιστεῖτε μὲ τὸ βάπτισμα μὲ τὸ ὁποῖο θὰ βαφτιστῶ ἐγώ;» «Μποροῦμε», τοῦ λένε. Κι ὁ ᾿Ιησοῦς τοὺς ἀπάντησε· «Τὸ ποτήρι ποὺ θὰ πιῶ ἐγὼ θὰ τὸ πιεῖτε, καὶ μὲ τὸ βάπτισμα τῶν παθημάτων μου θὰ βαφτιστεῖτε· τὸ νὰ καθίσετε ὅμως στὰ δεξιά μου καὶ στὰ ἀριστερά μου δὲν μπορῶ νὰ σᾶς τὸ δώσω ἐγώ, ἀλλὰ θὰ δοθεῖ σ’ αὐτοὺς γιὰ τοὺς ὁποίους ἔχει ἑτοιμαστεῖ». ῞Οταν τ’ ἄκουσαν αὐτὰ οἱ ὑπόλοιποι δέκα μαθητές, ἄρχισαν ν’ ἀγανακτοῦν μὲ τὸν ᾿Ιάκωβο καὶ τὸν ᾿Ιωάννη. Τοὺς κάλεσε τότε ὁ ᾿Ιησοῦς καὶ τοὺς λέει· «Ξέρετε ὅτι αὐτοὶ ποὺ θεωροῦνται ἡγέτες τῶν ἐθνῶν ἀσκοῦν ἀπόλυτη ἐξουσία πάνω τους, καὶ οἱ ἄρχοντές τους τὰ καταδυναστεύουν.
 Σ’ ἐσᾶς ὅμως δὲν πρέπει νὰ συμβαίνει αὐτό, ἀλλὰ ὅποιος θέλει νὰ γίνει μεγάλος ἀνάμεσά σας, πρέπει νὰ γίνει ὑπηρέτης σας· καὶ ὅποιος ἀπὸ σᾶς θέλει νὰ εἶναι πρῶτος, πρέπει νὰ γίνει δοῦλος ὅλων. Γιατὶ καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ ᾿Ανθρώπου δὲν ἦρθε γιὰ νὰ τὸν ὑπηρετήσουν, ἀλλὰ γιὰ νὰ ὑπηρετήσει καὶ νὰ προσφέρει τὴ ζωή του λύτρο γιὰ ὅλους».

Γίνεται λόγος και περί ελεημοσύνης

Περίληψη ομιλίας εις την Πέμπτην Κυριακήν των Νηστειών:Τα πλοία κρεμούν εις τα πλάγια κώδωνας, δια ν' απομακρύνουν τα απαντώμενα κήτη. Η Εκκλησία είναι το πλοίον του Θεού, έχουσα κώδωνας τους πνευματικούς διδασκάλους, των οποίων η διδαχή εκδιώκει τα πονηρά θηρία, τους δαίμονας. Τούτο προετύπωνον οι κώδωνες, τους οποίους έφερεν η ιερατική στολή του Ααρών. Κύριον στοιχείον της διδαχής είναι το περί νηστείας. Νηστεία είναι η εντολή ζωής υπό του Θεού, ακρασία είναι η εντολή θανάτου υπό του διαβόλου. Η κάθαρσις δια της νηστείας φέρει την θεοπτίαν. Αλλά «ουκ αυτήν καθ' εαυτήν την σωματικήν επαινούμεν νηστείαν, αλλ' ως ενεργούσαν προς έτερα ψυχωφελέστερα». Τα περισσεύματα από της νηστείας πρέπει να διατίθενται εις φιλανθρωπίαν και τούτο αποτελεί το κύριον θέμα της ομιλίας.


ΟΜΙΛΙΑ ΤΗΝ ΠΕΜΠΤΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ
ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ


1. Υπάρχουν μερικά θαλάσσια μέρη που τρέφουν μεγάλα κητώδη θηρία. Όσοι λοιπόν πλέουν σ' αυτά τα μέρη κρε­μούν κώδωνες στα πλευρά των πλοίων, ώστε τα θηρία τρομαγμένα από τον ήχο τους να φεύγουν. Και του δικού μας βίου η θάλασσα τρέφει πολλά και φοβερώτερα θηρία, τα πο­νηρά πάθη δηλαδή και τους εφόρους των παθών δαίμονες που είναι πονηρότεροι. Επιπλέει σ' αυτή τη θάλασσα σαν πλοίο η Εκκλησία του Θεού κι' αντί για κώδωνες έχει τους πνευ­ματικούς διδασκάλους, ώστε με τον ιερό ήχο της διδασκαλίας τούτων ν' απομακρύνη τα νοητά θηρία. Αυτό προφανώς προτυπώνοντας η στολή του Ααρών, είχε ευήχους κώδωνες ραμμέ­νους στα άκρα της και σύμφωνα με τα θέσμια έπρεπε ν' ακούε­ται η φωνή τους, όταν ελειτουργούσε ο Ααρών.

2. Εμείς δε, μεταφέροντας καλώς το γράμμα στο πνεύμα, ας ηχήσωμε τώρα σε σας πνευματικώς, και μάλιστα κατά τον και­ρό της νηστείας, οπότε επιτίθενται αγρίως φανερά και αφανή θηρία· φανερά μεν η γαστριμαργία, η μέθη και τα παρόμοια, άλλα δε αφανώς ενεδρεύοντα, η κενοδοξία και η υπερηφάνεια, η υπεροψία και η υπόκρισις. Ο ίδιος δε ήχος είναι και φυγαδευτήριο των τοιούτων θηρίων και φυλακτήριο των ασκούντων τη νηστεία.

3.
 Είναι λοιπόν η νηστεία και η ακρασία αντίθετα μεταξύ τους, όπως η ζωή και ο θάνατος. Η νηστεία είναι εντολή ζωής, που είναι συνομήλικη της ανθρωπίνης φύσεως, αφού εδόθηκε από τον Θεό στον Αδάμ κατά την αρχή στον παράδεισο, για διαφύλαξι της ζωής και της θείας χάριτος που είχε δοθή σ' αυτόν από τον Θεό. Η δε ακρασία είναι συμβουλή για τον θάνατο σώμα­τος και ψυχής, που εδόθηκε δολίως από τον Διάβολο στον Αδάμ δια της Εύας για έκπτωσι της ζωής και απαλλοτρίωσι της από τον Θεό θείας χάριτος· διότι ο Θεός θάνατο δεν εδημιούργησε ούτε ευχαριστείται με την απώλεια των ζώντων. Ποιός άνθρωπος λοιπόν θέλει να εύρη ζωή και χάρι στον Θεό από τον Θεό; Ας αποφύγη την θανατηφόρο ακρασία κι' ας προστρέξη στη θεοποιό νηστεία και εγκράτεια,για να επανέλθη χαρούμενος στον παράδεισο.

4. 
Ο Μωυσής, νηστεύοντας επάνω στο όρος σαράντα ημέρες, επέταξε σε ύψος θεοπτίας κι' εδέχθηκε πλάκες θεοσεβείας· ο δε λαός των Εβραίων κάτω μεθώντας, εξέπεσαν σε ασέβεια και εχώνευσαν είδωλο μόσχου σε ομοίωμα του αιγυπτίου θεού Απιδος, και αν δεν εστεκόταν μεσίτης προς τον Θεό, αφού με την ανηλεή εξόντωσι των ομογενών του που προηγήθηκε τον εξιλέωσε, δεν θα τους ελυπόταν καθόλου ο Θεός (Εξ. 32, 1 εε.). Αν λοιπόν χρειαζώμαστε κι' εμείς το έλεος του Θεού, να μη μεθούμε με οίνο, ούτε να βαρυνώμαστε από υπερκορεσμό, πράγματα στα οποία υπάρχει η ασωτία και η ασέβεια (Εφ. 5, 18). Θεόπτης ήταν και ο Ηλίας, αλλά αφού και αυτός εκαθαρίσθηκε προηγουμένως με νηστεία (Γ’ Βας. 19, 8 εε.). Επέτυχε και ο Δανιήλ θεοπτία και οπτασία ενός από τους αρχαγγέλους, ο οποίος του παρείχεγνώσι των μελλόντων, αλλά αφού προηγουμένως έμεινε άσιτος επί είκοσι ολόκληρες ημέρες (Δαν. 10, 2 εε.). Αλλος προφήτης εφονεύθηκε από λεοντάρι, αλλ’ αφού έφαγε παρά την εντολή του Θεού. Γνωρίζετε όλοι τον Ησαΰ υιόν του Ισαάκ, ο οποίος λόγω γαστριμαργίας εξέπεσε και από τα άλλα πρωτοτόκια και από την πατρική ευλογία (Γεν. 27, 36). Ας φοβηθούμε μήπως κι' εμείς, προσέχοντας σ' αυτήν την γαστριμαργία, εκπέσωμε από την υπεσχημένη εκείνη ευλογία και κληροδοσία του ανωτάτου Πατρός. Δεν αγνοείτε επίσης τους τρεις παίδες, οι οποίοι, παραδεδομένοι στη νηστεία, κατεπάτησαν με άφλεκτα πόδια και σώματα την κάμινο στη Βαβυλώνα που είχε εκκαυθή εναντίον τους επταπλασίως.

5.
 Εάν επιδοθούμε κι' εμείς σε αληθινή νηστεία, και την εδώ πύρωσι της σαρκός θα καταπατήσωμε και θα σβήσωμε, και την μελλοντική κάμινο θα περάσωμε άθικτοι, όταν του καθενός το έργο θα δοκιμάση το πυρ. Τί χρειάζεται να αναφέρωμε τον Κύ­ριο των προφητών; Αυτός, αφού έλαβε σάρκα κι' έγινε για μας άνθρωπος, που μας υποδεικνύει τον τρόπο της νίκης κατά του Διαβόλου, νηστεύοντας σε όλα, ενίκησε τον πειρασμό που εκίνησε τα πάντα εναντίον του, και προς τους μαθητάς του έλεγε περί του αλάλου και κωφού δαιμονίου, «τούτο το δαιμόνιο δεν εξέρχεται παρά μόνο με προσευχή και νηστεία» (Μάρκ.9, 21).

6. 
Αλλά εμπρός, αδελφοί, ας δείξωμε τι είναι η θεάρεστη κι’ αληθινή νηστεία. Να γνωρίζετε τούτο, ότι δεν επαινούμε αυτή καθ' εαυτήν τη σωματική νηστεία, αλλά για την ενέργειά της προς άλλα ψυχωφελέστερα· διότι για τη σωματική άσκησι, λέ­γει και ο θείος Παύλος, ότι ολίγο ωφελεί (Α' Τιμ. 4, 8). Γι’ αυτό και οι θεοφόροι πατέρες που ομιλούν από πείρα δεν δέχονται τις πολυή­μερες νηστείες, αλλά κρίνουν δοκιμώτερο να τρώγωμε καθημε­ρινώς μια φορά και να μη χορταίνωμε· και τούτο λέγουν σύμμε­τρη και συνετή νηστεία, πράγμα που λέγει και η Γραφή, το να μη παρασύρεται κανείς από την χορτασιά της κοιλίας και την ηδονή του λαιμού, αλλά να αφήνη το φαγητό ενώ έχει ακόμη όρεξι, η δε ποιότης και ποσότης της να είναι κατάλληλη προς τη δύναμι και διάθεσι του τρεφομένου σώματος, ώστε να συντηρήται κατά το δυνατό κι’ η υγεία του. Πραγματικά το να τρώγη ο ασθενής από τα υπάρχοντα τρόφιμακαταλλήλως προς την ασθένεια και συμμέτρως, χωρίς να προσθέτη στα αναγκαία τα πολύ περιττά και συμφέροντα, και το να ζητή κανείς την τροφή αλλ' όχι την τρυφή, και την πόσι αλλ' όχι τη μέθη, και την σύμμετρη χρήσι αλλ' όχι την αμετρία και την ακρασία και την κατάχρησι, δεν αφαιρεί την αγιότητά του.

7.
 Τέτοια λοιπόν είναι η αρχή της αληθινής και θεάρεστης νηστείας, ο δε σκοπός για τον οποίο εθεσμοθετήθηκε κι' ετιμήθηκε από τους Χριστιανούς είναι η κάθαρσις της ψυχής. Διότι ποιά είναι η ωφέλεια, αν απέχωμε της σωματικής τροφής, αλλά κυριαρχούμαστε από σαρκικά φρονήματα και πάθη; Ποιό είναι το όφελος αν απέχωμε οίνου και πιεζώμαστε από δίψα, να με­θούμε δε όχι από οίνο, σύμφωνα με τον λέγοντα, «αλλοίμονο στους μεθύοντας όχι από οίνο», και να ταρασσώμαστε ψυχικά από θυμό και βασκανία; Ποιό είναι το όφελος, αν απέχωμε από τρυφηλή τράπεζα, αλλά έχωμε αταπείνωτη την ψυχή, και αν έχωμε αλλοιωμένη την σάρκα για έλαιο, αλλά δεν έχωμε ταπει­νωμένη την ψυχή κατά τη νηστεία; Ποιό είναι το όφελος, αν απαλλαγήκαμε μεν από την ομίχλη που αναθυμιάται από τα πολλά φαγητά, αλλά αχρειώνεται ο νους μας με φροντίδες και ματαίους λογισμούς και αχρειώνονται μαζί του οι προσευχές προς τον Θεό;

8. 
Γι’ αυτό καλή νηστεία είναι αυτή που τελείται για τον μαρα­σμό της επιθυμίας, για την ταπείνωσι της ψυχής, για την μεταποίησι του μίσους, για το σβήσιμο του θυμού, για την απάλειψι της μνησικακίας, για την καθαρότητα της διανοίας και την επιτέλεσι της προσευχής. Εάν δε είσαι εύπορος, το περίσσευμα της τροφής σου να προσφέρεται για την παρηγοριά των από­ρων.Εάν νηστεύης έτσι, όχι μόνο θα συμπάσχης και θα συννεκρώνεσαι, αλλά και θα συνανίστασαι και θα συμβασιλεύης με τον Χριστό στους απέραντους αιώνες. Διότι, αφού γίνης δια της νηστείας αυτού του είδους σύμφυτος με το ομοίωμα του θανά­του του, θα γίνης και κοινωνός της αναστάσεως και κληρονό­μος της ζωής σ' αυτόν. Αυτός που νηστεύει, εάν μεν πειράζεται, νικά τον πειράζοντα· εάν δε δεν πειράζεται, συντηρεί την ειρή­νη της ψυχής και του σώματος, ταλαιπωρώντας και δουλαγωγώντας το σώμα κατά τον Παύλο (Α’ Κορ. 9, 27), που εδειλίαζε μήπως φανή αδόκιμος· εάν δε ο Παύλος δειλιάζη, πόσο μάλλον πρέπει να δειλιάζουμε εμείς; Αυτός που νηστεύει λοιπόν δουλαγωγεί το σώμα και καθιστά δόκιμη την ψυχή· ενώ αυτός που παχύνει την σάρκα που έπειτα από λίγο θα φθαρή, αυτός δηλαδή που δεν τρώγει για να ζήση αλλά μάλλον ζη για να τρώγη, όπως τα ζώα που προετοιμάζονται από μας για σφαγή, και στα αναγκαία προσθέτει τα περιττά για να λιπαίνη το σώμα ή να το διεγείρη σε κακές επιθυμίες ή απλώς έτσι για φιληδονία σωματική, πάν­τως δεν κάμει τίποτε άλλο παρά ετοιμάζει πλουσιωτέρα τροφή στους σκώληκες. Επομένως καλώς ψάλλει ο προφήτης Δαβίδ, «ποιά είναι η ωφέλεια από το αίμα μου, όταν θα κατεβαίνω στη φθορά;» (Ψαλμ. 29, 11).

9.
 Όταν λοιπόν νηστεύης και τρέφεσαι μ' εγκράτεια, να μη αποθηκεύης γι' αύριο τα περισσεύματα, αλλά όπως ο Κύριος πτωχεύοντας μας επλούτισε, έτσι και συ πεινώντας εκουσίως, χόρτασε τον ακουσίως πεινασμένο· τότε η νηστεία σου θα είναι σαν περιστερά που φέρει κάρφος ελαίας κι’ ευαγγελίζεται στην ψυχή σου την σωτηρία από τον κατακλυσμό. «Εάν αφαίρεσης από το μέσο σου τον ζυγό και τη χειροδικία και τον κακόβουλο λόγο», λέγει ο μέγας Ησαΐας, «και δώσης στον πεινασμένο άρτο με την ψυχή σου και χόρτασης πεινασμένη ψυχή, τότε το φως σου θα λάμψη στο σκότος και το σκότος σου θα είναι σαν μεσημβρία» (Ησ. 58, 9). Εάν δε δεν θέλης να δώσης τα δικά σου, τουλά­χιστον ν' απέχης από τα ξένακαι να μη κάμης κατοχή στα πράγματα που δεν είναι δικά σου, αρπάζοντας και θησαυρίζον­τας και από τους πτωχότερους μερικές φορές αδίκως, για να μη ακούσης από τον ίδιο τον προφήτη δικαίως τούτο· «δεν είναι αυτή η νηστεία που προτιμώ εγώ», λέγει ο Κύριος, «ούτε αν κάμψης τον λαιμό σου σαν κρίκο, θα γίνη δεκτή η νηστεία σου· αλλά ν' απαλλαγής από κάθε δεσμό αδικίας, να διάλυσης τους δεσμούς των βιαίων συναλλαγών, να διάσπασης κάθε άδικη υποχρέωσι· τότε το φως σου θα εκχυθή σαν αυγή κι' η θερα­πεία σου θ' αναφανή γρήγορα, η δικαιοσύνη σου θα είναι εμπροσθοφυλακή σου και η δόξα του Κυρίου θα είναι οπισθοφυ­λακή σου» (Ησ. 58, 5-8).

10. 
Εάν λοιπόν δεν δίδης στον πτωχό από τα δικά σου, και μάλιστα τα περισσεύματα, τουλάχιστον να μη τ' αποκτάς σε βά­ρος του πτωχού· αν και ο δεσπότης των όλων Χριστός αποπέμ­ποντάς τους της αριστεράς μερίδος στο πυρ και καταρώμενος αυτούς, δεν τους καταδικάζει σαν άρπαγες, αλλά ως μη μεταδί­δοντας στους ενδεείς. Επομένως οι άρπαγες και οι άδικοι ούτε θ' αναστούν για παρουσίασι και κρίσι, αλλά αμέσως για μεγα­λύτερη καταδίκη και κατάκρισι, αφού κι' εδώ, όπως φαίνεται, αυτοί ποτέ δεν παρουσιάσθηκαν στον Θεό εντελώς από ψυχή· «διότι», λέγει, «όσοι τρώγουν τον λαό μου σαν άρτο δεν επεκαλέσθηκαν τον Θεό» (Ψαλμ. 13, 5). Ο πλούσιος του οποίου οι αγροί εκαρποφόρησαν αφθόνως (Λουκά 12, 16) και ο ενδεδυμένος με πορφύρα και βύσσο (Λουκά 16, 19) δικαίως καταδικάζονται, όχι διότι αδίκησαν κάποιον, αλλά διό­τι δεν μετέδωσαν από όσα δικαίως απέκτησαν αυτοί· διότι τα θησαυρίσματα είναι κοινά από τα κοινά ταμεία των κτισμάτων του Θεού. Πώς λοιπόν δεν είναι πλεονέκτης αυτός που οικειο­ποιείται τα κοινά, έστω και αν δεν είναι σαν εκείνο που σφετε­ρίζεται φανερά τα ξένα; Επομένως ο μεν πρώτος θα υποστή, αλλοίμονο, την φρικτή διχοτόμησι ως κακός δούλος, ο δε άλ­λος θα υποστή τα δεινότερα και φρικωδέστερα, και κανένας από τους δύο δεν θα μπορέση να τα διαφύγη, αν δεν δεξιωθή τους πτωχούς, ώστε ο ένας να διαχειρισθή καλώς τα εμπιστευ­μένα σ' αυτόν από τον Θεό, ο δε άλλος να σκορπίση καλώς τα κακώς συναχθέντα.

11.
 Ο μέγας Παύλος γράφοντας προς τους Θεσσαλονικείς, τους προγόνους σας βέβαια, περί φιλαδελφίας, λέγει, «δεν έχε­τε ανάγκη να σας γράφω, διότι είσθε θεοδίδακτοι στο ν' αγαπά­τε αλλήλους» (Α’ Θεσσ. 4, 9).

12. 
Αφού λοιπόν ο Κύριος είπε προς μερικούς, «αν ήσαστε τέ­κνα τού Αβραάμ, θα εκτελούσατε τα έργα του Αβραάμ» (Ιω. 8, 39), ας φοβηθούμε κι' εμείς τον λόγο τούτον, που δεν λέγεται μεν προς εμάς εδώ, αλλά θα λεχθή, ο μη γένοιτο, κατά τη φρικτή ημέρα, όταν η συγγένεια κρίνεται μάλλον από την ομοιότητα των πε­πραγμένων όταν όλοι όσοι έχουν αγαπήσει την εν Χριστώ πτωχεία ή, αν όχι, τουλάχιστον τους πτωχούς, οι καταφρονηταί της δόξας, οι ερασταί της εγκρατείας, οι όχι μόνο ακροαταί αλλά και ποιηταί των ευαγγελικών θεσπισμάτων, κατά την ευχή του κοινού κατά χάριν Πατρός, θα είναι υπερφυώς ένα· «δώσε», λέγει, «να είναι όλοι αυτοί ένα, όπως εμείς είμαστε ένα» (Ιω. 17, 22)· όταν φανερά η κριτικωτάτη μάχαιρα του Πνεύματος θα διχάση τον άνθρωπο κατά του πατρός και την θυγατέρα κατά της μητρός και θα καταστήση ξένους μεταξύ των τους ανο­μοίους στους τρόπους· διότι αν τους ξεχωρίζη εδώ, πόσο περισ­σότερο εκεί, οπού ο παντογνώστης αποφαίνεται προς τους μη ωμοιωμένους «δεν σας γνωρίζω»; Διότι δεν έχουν, όπως έπρεπε την εικόνα του επουρανίου, δεν έγινανοικτίρμονες όπως ο κοι­νός Πατήρ, δεν έκαμαν τα υπάρχοντα κοινά με τους ενδεείς, όπως εκείνος μετέδωσε δωρεάν από τα αγαθά του σε όλους, δεν έγιναν ευμενείς προς τους πλησίον, δεν έκαμαν πλησίον τους μακρινούς με την ευεργεσία· εξ αιτίας άρα της ανομοιότη­τας αυτής ούτε γνωρίζει ούτε δέχεται στον οίκο του τοιούτους ο αγαθός. Εάν δε αυτός ειπή έτσι, τα ίδια περίπου θα ειπούν και όσοι έζησαν κατά το παράδειγμά του εδώ και θα συμβασιλεύσουν εκεί μαζί του προς τους εξ αίματος συγγενείς των που δεν είναι παραπλήσιοι στην αρετή με αυτούς.
13. Και αν ειπή κάποιος, εγώ είμαι παιδί σου, εγώ ήμουν πατέ­ρας σου, εγώ αδελφός σου· τότε ο μεν τελευταίος θ' ακούση ότι κανείς δεν είναι πατέρας πλην ενός, του Θεού, ο δε πρώτος θ' ακούση, αν ήσουν δικό μου τέκνο, θα ήσουν μιμητής μου, τώρα δε είσαι εκείνου του πατρός τέκνο, του οποίου και των επιθυ­μιών ήσουν εργάτης· φύγε για να μείνης αιωνίως με αυτόν, διό­τι εγώ δεν σε γνωρίζω· διότι όλα όσα είναι του Θεού είναι δικά μου, εσύ δε δεν είσαι του Θεού. Το δικό μου και το δικό σου έχει εκδιωχθή τώρα πλέον, αφού εμείς το εμισήσαμε και στον εκλείψαντα εκείνον βίον· γι' αυτό κι’ εγίναμε κληρονόμοι της βασιλείας αυτής. Όπου υπήρχε αυτός ο κατά τους θείους πατέ­ρες ψυχρός λόγος, το δικό μου και το δικό σου, απουσίαζε ο δεσμός της αγάπης και ο Χριστός είχε εκδιωχθή· σ' αυτούς που τους κυριαρχούσε τότε το πάθος τούτο, προξενούσε φιλαυτία, φιλαργυρία, μισαδελφία και κάθε είδος κακίας· το ίδιο πάθος τους καταισχύνει και τώρα.

14. 
Ας φοβηθούμε λοιπόν, αδελφοί, αυτά τα πράγματα, παρα­καλώ· διότι πραγματικά είναι φρικτά. Ας ρυθμίσωμε τη διαγωγή μας, όπως αρέσει στο Θεό· ας αφήσωμε για να αφεθούμε, ας ελεήσωμε για να ελεηθούμε πολλαπλασίως· διότι αυτός για χάρι μας επτώχευσε τελευταία, αναδεχόμενος στον εαυτό του την ελεημοσύνη,από μεγαλοδωρία πολλαπλασιάζει την αμοιβή· πρέπει λοιπόν κανείς ή να είναι κατά το παράδει­γμά του πτωχός, και θα ζήση μαζί μ’ εκείνον, ή να έχη τα αγαθά κοινά με τους για εκείνον πτωχούς, και δι' αυτών θα σωθή. Ας αποκτήσωμε ευσπλαγχνία· ας δώσωμε αυτοβούλως δείγμα της προς τον αδελφό αγάπης και της προς τον κοινό Πατέρα και δε­σπότη αφοσιώσεως. Καταλληλότερο δε γι’ αυτά καιρό δεν θα εύρη κανείς από τις νηστήσιμες αυτές ημέρες· διότι, αν συνάψη με την νηστεία την συμπάθεια, θ' απαλείψη κάθε αμάρτημα, θα προσκυνήση με παρρησία τα σωτήρια πάθη, θα συνευφρανθή με την ανάστασι του Χριστού και θα επιτύχη την αιώνια απολύτρωσι.

15. 
Αυτήν είθε όλοι εμείς να επιτύχωμε εν Χριστώ τω Θεώ ημών στον οποίο πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνησις μαζί με τον άναρχο Πατέρα του και το πανάγιο και αγαθό και ζωο­ποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Γένοιτο.

(Γρηγορίου Παλαμά Έργα, ΕΠΕ, τόμος 9, Πατερικαί Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»)

Πηγή: www.alopsis.gr


Δοξαστικό τῶν Αἴνων Ε´ Κυριακῆς τῶν Νηστειῶν.

Δόξα... Ἦχος α´.

(κείμενο)
Οὐκ ἔστιν ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρῶσις καὶ πόσις, ἀλλὰ δικαιοσύνη καὶ ἄσκησις, σὺν ἁγιασμῷ· ὅθεν οὐδὲ πλούσιοι εἰσελεύσονται ἐν αὐτῇ, ἀλλ᾽ ὅσοι τοὺς θησαυροὺς αὐτῶν ἐν χερσὶ πενήτων ἀποτίθενται. Ταῦτα καὶ Δαυῒδ ὁ Προφήτης διδάσκει λέγων· Δίκαιος ἀνὴρ ὁ ἐλεῶν ὅλην τὴν ἡμέραν, ὁ κατατρυφῶν τοῦ Κυρίου καὶ τῷ φωτὶ περιπατῶν, ὃς οὐ μὴ προσκόψῃ· ταῦτα δὲ πάντα, πρὸς νουθεσίαν ἡμῶν γέγραπται, ὅπως νηστεύοντες, χρηστότητα ποιήσωμεν· καὶ δῴη ἡμῖν Κύριος, ἀντὶ τῶν ἐπιγείων τὰ ἐπουράνια.

(παράφραση)

Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι φαγητό καί ποτό ἀλλά δικαιοσύνη καί ἀσκητική ζωή μέ καθαρότητα τῆς καρδίας. Δέν θά εἰσέλθουν λοιπόν οἱ πλούσιοι σ᾽ Αὐτήν ἀλλά ὅσοι τούς θηαυρούς τούς ἀποθέτουν στά χέρια τῶν πτωχῶν. Αὐτά διαδάσκει ὁ Προφήτης Δαυϊδ λέγοντας: δίκαιος ἄνθρωπος εἶναι αὐτός πού ἐλεεῖ ὅλην τήν ἡμέρα, πού ἀπολαμβάνει τόν Κύριον (μέ τήν πρός Αὐτόν ἀγάπη καί ἀφοσίωση), αὐτός ὁ ὁποῖος περιπατώντας στό φῶς δέν θά σκοντάψει.
            Ὅλά αὐτά ἔχουν γραφεῖ γιά δική μας νουθεσία, γιά νά κάνομε νηστεύοντας φιλανθρωπία καί εἴθε (μακάρι), ὁ Κύριος νά μᾶς δώσει ἀντί γιά τά ἐπίγεια τά ἐπουράνια (ἀγαθά).




Δείτε σχετικά: 

Παρασκευή 28 Μαρτίου 2014

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ' ΝΗΣΤΕΙΩΝ - ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ: Εὐαγγέλιον - (Ὁμιλία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ)




Εὐαγγέλιον Κυριακῆς (Μάρκ. θ’ 17-31)

17 καὶ ἀποκριθεὶς εἷς ἐκ τοῦ ὄχλου εἶπε· διδάσκαλε, ἤνεγκα τὸν υἱόν μου πρός σε, ἔχοντα πνεῦμα ἄλαλον. 18 καὶ ὅπου ἂν αὐτὸν καταλάβῃ, ρήσσει αὐτόν, καὶ ἀφρίζει καὶ τρίζει τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ, καὶ ξηραίνεται· καὶ εἶπον τοῖς μαθηταῖς σου ἵνα αὐτὸ ἐκβάλωσι, καὶ οὐκ ἴσχυσαν. 19 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς αὐτῷ λέγει· ὦ γενεὰ ἄπιστος, ἕως πότε πρὸς ὑμᾶς ἔσομαι; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν; φέρετε αὐτὸν πρός με. καὶ ἤνεγκαν αὐτὸν πρὸς αὐτόν. 20 καὶ ἰδὼν αὐτὸν εὐθέως τὸ πνεῦμα ἐσπάραξεν αὐτόν, καὶ πεσὼν ἐπὶ τῆς γῆς ἐκυλίετο ἀφρίζων. 21 καὶ ἐπηρώτησε τὸν πατέρα αὐτοῦ· πόσος χρόνος ἐστὶν ὡς τοῦτο γέγονεν αὐτῷ; ὁ δὲ εἶπε· παιδιόθεν. 22 καὶ πολλάκις αὐτὸν καὶ εἰς πῦρ ἔβαλε καὶ εἰς ὕδατα, ἵνα ἀπολέσῃ αὐτόν· ἀλλ᾿ εἴ τι δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν σπλαχνισθεὶς ἐφ᾿ ἡμᾶς. 23 ὁ δὲ  Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ τὸ εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι. 24 καὶ εὐθέως κράξας ὁ πατὴρ τοῦ παιδίου μετὰ δακρύων ἔλεγε· πιστεύω, κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ. 25 ἰδὼν δὲ ὁ  Ἰησοῦς ὅτι ἐπισυντρέχει ὄχλος, ἐπετίμησε τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ λέγων αὐτῷ· τὸ πνεῦμα τὸ ἄλαλον καὶ κωφόν, ἐγώ σοι ἐπιτάσσω, ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ καὶ μηκέτι εἰσέλθῃς εἰς αὐτόν. 26 καὶ κράξας καὶ πολλὰ σπαράξαν αὐτὸν ἐξῆλθε, καὶ ἐγένετο ὡσεὶ νεκρός, ὥστε πολλοὺς λέγειν ὅτι ἀπέθανεν. 27 ὁ δὲ  Ἰησοῦς κρατήσας αὐτὸν τῆς χειρὸς ἤγειρεν αὐτόν, καὶ ἀνέστη. 28 Καὶ εἰσελθόντα αὐτὸν εἰς οἶκον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐπηρώτων αὐτὸν κατ᾿ ἰδίαν, ὅτι ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό. 29 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τοῦτο τὸ γένος ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ.
30 Καὶ ἐκεῖθεν ἐξελθόντες παρεπορεύοντο διὰ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οὐκ ἤθελεν ἵνα τις γνῷ· 31 ἐδίδασκε γὰρ τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς ὅτι ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς χεῖρα ἀνθρώπων, καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ ἀποκτανθεὶς τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται.

Ἀπόδοση

Εκείνο τον καιρό ένας άνθρωπος πλησίασε τον Ιησού, γονάτισε μπροστά του και είπε· Διδάσκαλε,· σου έφερα το γιο μου, που έχει πνεύμα άλαλο· Και όπου τον πιάσει τον ρίχνει κάτω, και αφρίζει και τρίζει τα δόντια του και ξεραίνεται· και είπα στους μαθητές σου για να το βγάλουν και δεν μπόρεσαν. Και ο Ιησούς του αποκρίθηκε και λέγει· Ω γενεά άπιστη, ως πότε θα είμαι μαζί σας ως πότε θα σας βαστάξω; Φέρτε μου εδώ το παιδί. Και του το έφεραν. Και όταν το παιδί είδε τον Ιησού, αμέσως το πονηρό πνεύμα το τράνταξε και έπεσε στη γη και κυλιόταν αφρίζοντας.

Και ο Ιησούς ρώτησε τον πατέρα του· Πόσος καιρός είναι από τότε που το έπαθε; Και ο πατέρας είπε· Από τότε που ήταν παιδί. Και πολλές φορές και στη φωτιά τον έριξε και στο νερό για να τον ξεκάμει· μα αν κάτι μπορείς, λυπήσου μας και βοήθησε μας. Και ο Ιησούς του είπε· Αν μπορείς να πιστέψεις, όλα είναι δυνατά σ' εκείνον που πιστεύει. Και αμέσως έβαλε φωνή ο πατέρας του παιδιού με δάκρυα και είπε· Πιστεύω Κύριε· βόηθα με στην απιστία μου. Και όταν είδε ο Ιησούς πως μαζεύεται κόσμος, μίλησε αυστηρά στο ακάθαρτο πνεύμα και του λέγει: Πνεύμα άλαλο και κουφό, εγώ σε διατάζω, να βγεις από το παιδί και να μην ξαναμπείς σ' αυτό. Και το πνεύμα, αφού έβαλε μεγάλη φωνή και τράνταξε δυνατά το παιδί, βγήκε· και το παιδί έγινε σαν νεκρό, ώστε πολλοί να λέγουν πως πέθανε. Και ο Ιησούς το ‘πιασε από το χέρι και το σήκωσε και εκείνο στάθηκε ορθό.
Και όταν ο Ιησούς πήγε στο σπίτι οι μαθητές του τον πήραν κατά μέρος και τον ρωτούσαν: Γιατί εμείς δεν μπορέσαμε να βγάλουμε το πονηρό πνεύμα; Και τους είπε· Τα πονηρά πνεύματα με κανέναν τρόπο δε βγαίνουν παρά μόνο με προσευχή και με νηστεία. Και αφού βγήκαν από εκεί διάβαιναν κρυφά μέσα από τη Γαλιλαία και κανείς δεν ήθελε να το ξέρει. Γιατί δίδασκε τους μαθητές του και τους έλεγε πως ο υιός του ανθρώπου παραδίνεται στα χέρια των ανθρώπων και θα τον σκοτώσουν και αφού πεθάνει την τρίτη ημέρα θα αναστηθεί.



Έχει θέμα το ευαγγέλιο που αναγινώσκεται κατ' αυτήν όπου γίνεται λόγος και για την επιμέλεια των εσωτερικών λογισμών 


Περίληψη ομιλίας εις την Τετάρτην Κυριακήν των Νηστειών: Περι­γράφει την παιδαγωγικήν μέθοδον του Χριστού προς τον σκοπόν να φέρη εις την πίστιν τον πατέρα του δαιμοναζομένου νέου, του κωφαλάλου. Η θεραπεία έπρεπε να εξασφαλισθή δια της πίστεως. Το δαιμόνιον τούτο είναι το της ακολασίας και προς εκδίωξίν του απαιτείται προσευχή και νηστεία· με την νηστείαν χαλινώνεται το σώμα, με την προσευχήν κατευνάζον­ται οι λογισμοί της ψυχής, οι εξερεθίζοντες προς το πάθος. Τα πάθη δε είναι τα δαιμόνια, τα οποία πρέπει να εκβάλωμεν.




ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΤΕΤΑΡΤΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ
ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ

1. Πολλές φορές ωμίλησα προς την αγάπη σας περί νηστείας και προσευχής, ιδιαιτέρως μάλιστα αυτές τις ιερές ημέρες· εναπέθεσα ακόμη στις φιλόθεες ακοές και ψυχές σας ποια δώρα προσφέρουν στους εραστάς των και πόσων αγαθών πρόξενοι γίνονται σ' αυτούς που τις ασκούν, πράγμα που επιβεβαιώνεται γι' αυτές κυρίως από την φωνή του Κυρίου που αναγινώσκεται σήμερα στο ευαγγέλιο.
Ποια δε είναι αυτά; Είναι μεγάλα, τα μεγαλύτερα όλων θα ελέγαμε· διότι εκτός από τα άλλα μπορούν να παράσχουν και εξουσία κατά πονηρών πνευμάτων, ώστε να τα εκβάλλσυν και να τα απελαύνουν, και τους δαιμονισμένους να τους ελευθερώνουν από την επήρειά τους. Όταν πραγματικά οι μαθηταί είπαν προς τον Κύριο περί του αλάλου και κωφού δαιμονίου, ότι «εμείς δεν μπορέσαμε να το εκβάλωμε», είπε προς αυτούς ο Κύριος· «τούτο το γένος δεν εκδιώκεται, παρά με προσευχή και νηστεία».


2. 
Ίσως γι' αυτό, μετά την προσευχή επάνω στο όρος και την κατ' αυτήν εμφάνισι της θεϊκής αυγής, κατέβηκε αμέσως και ήλθε στον τόπο, όπου ευρισκόταν ο κατεχόμενος από τον δαίμονα εκείνον. Λέγει δηλαδή ότι, αφού παρέλαβε τους εγκρίτους μαθητάς, ανέβηκε στο όρος να προσευχηθή και έλαμψε σαν ο ήλιος, και ιδού εφάνηκαν να συνομιλούν με αυτόν ο Μωυσής και ο Ηλίας, οι άνδρες που περισσότερο από κάθε άλλον άσκησαν την προσευχή και τη νηστεία, δεικνύοντας και δια της παρουσίας των στην προσευχή την συμφωνία και εναρμόνισι μεταξύ προσευχής και νηστείας, ώστε κατά κάποιον τρόπο η νηστεία να συνομιλή με την προσευχή ομιλώντας προς τον Κύριο. Εάν η φωνή αίματος του φονευθέντος Άβελ βοά προς τον Κύριο, καθώς λέγει αυτός προς τον Κάιν, όπως εμάθαμε από τα λόγια του Μωυσέως, πάντως και όλα τα μέρη και μέλη του σώματος, κακοπαθούντα με την νηστεία, θα βοήσουν προς τον Κύριο και, συνομιλώντας με την προσευχή του νηστεύοντος και περίπου συμπροσευχόμενα, δικαίως θα την καταστήσουν ευπροσδεκτικώτερη και θα δικαιώσουν αυτόν που υφίσταται εκουσίως τον κόπο της νηστείας. Μετά λοιπόν την προσευχή και την κατά θείο τρόπο λάμψι, αφού ο Κύριος κατέβηκε από το όρος, έρχεται προς τον όχλο και τους μαθητάς, στους οποίους ωδηγήθηκε εκείνος ο κατειλημμένος από το δαιμόνιο, ώστε, όπως έδειξε επάνω στο όρος ότι εκείνο ήταν βραβείο νηστείας και προσευχής, όχι μόνο μεγάλο αλλά και επάνω από το μεγάλο (πραγματικά έδειξε ότι η θεία λαμπρότης υπήρξε άθλον αυτών), έτσι, αφού κατεβή, θα επιδείξη ότι έπαθλο τούτων είναι και η ισχύς κατά των δαιμόνων.

3. 
Αλλά, επειδή κατά την παρούσα Κυριακή των ιερών νηστειών είναι συνήθεια ν' αναγινώσκεται στην εκκλησία η διήγησις περί του θαύματος τούτου, ας εξετάσωμε από την αρχή όλη την ευαγγελική περικοπή που το περιγράφει. Μόλις λοιπόν ήλθε ο Ιησούς προς τους μαθητάς και τους παρευρισκομένους με αυτούς κι' ερώτησε, τι συζητείτε, κάποιος από το πλήθος είπε· «διδάσκαλε, έφερα σε σένα τον υιό μου που έχει πνεύμα άλαλο και όπου τον καταλάβη, τον συγκλονίζει και αυτός αφρίζει και τρίζει τα δόντια του και ξηραίνεται».

4.
 Πώς λοιπόν άφριζε αυτός κι' έτριζε τα δόντια κι' εξηραινόταν; Του δαιμονισμένου πάσχει πρώτο και περισσότερο από όλα τα μόρια του σώματος ο εγκέφαλος· διότι ο δαίμων χρησιμοποιεί ως όχημα το ψυχικό πνεύμα που ευρίσκεται σ' αυτόν και από αυτό σαν ακρόπολι καταδυναστεύει όλο το σώμα. Όταν δε πάσχη ο εγκέφαλος, αφήνεται από εκεί μια ροή προς τα νευρα και τους μυς του σώματος αφρώδης και φλεγματώδης, που φράσσει τις διεξόδους του ψυχικού πνεύματος· και από αυτό προκαλείται κλονισμός και ρήξις και ακουσία κίνησις σε όλα τα αυτόβουλα μόρια, μάλιστα δε στις γνάθους, που πλησιάζουν περισσότερο στο μόριο που έπαθε πρώτο. Καθώς το υγρό ρέει περισσότερο προς το στόμα λόγω της χωρητικότητος των πόρων και της εγγύτητος προς τον εγκέφαλο, επειδή εξ αιτίας της άτακτης κινήσεως των οργάνων η αναπνοή δεν μπορεί να εκπνευσθή αθρόα, αλλά και ανακατεύεται με το πλήθος του υγρού, δημιουργείται στους πάσχοντας αφρός. Έτσι ο δαίμων εκείνος άφριζε και έτριζε τα δόντια, που προσέκρουαν μεταξύ τους φοβερά κι έσφιγγαν με μανία. Εξηραινόταν δε έπειτα από την σφοδροτέρα επήρεια του δαιμονίου. Όπως οι ατμοί που κινούνται από την θέρμη της ηλιακής ακτίνος, αν αυτή είναι σφοδροτέρα, πάλι αφανίζονται από αυτήν διασκορπιζόμενοι τελείως, έτσι και η υγρότης που προέρχεται από τα σπλάγχνα με την επήρεια του δαίμονος, αν αυτή είναι σφοδρότερα, σε λίγο δαπανάται και η έμφυτη υγρασία της σάρκας κι εκείνος ο δαιμονισμένος καταξηραίνεται.

5.
 Ο πατέρας του δαιμονισμένου προσέθεσε προς τον Κύριο, ότι είπε στους μαθητάς να το εκβάλουν και δεν κατώρθωσαν· ο δε Κύριος, αποτεινόμενος όχι προς αυτόν αλλά και προς όλους, λέγει, «ω γενεά άπιστη, έως πότε θα είμαι με σας, έως πότε θα σας ανεχθώ;». Μου φαίνεται ότι οι παρόντες τότε Ιουδαίοι, λαμβάνοντας αφορμή από το ότι δεν μπόρεσαν να εκβάλουν τον δαίμονα οι μαθηταί, θα εβλασφήμησαν κάπως. Τι δεν θα έλεγαν, αφού ευρήκαν αφορμή, αυτοί που, και όταν ετελούνταν θαύματα, δεν άφηναν τις βλασφημίες; Γνωρίζοντας λοιπόν ο Κύριος τους γογγυσμούς και τους ονειδισμούς τούτων, τους εξελέγχει και τους καταισχύνει, όχι μόνο με λόγους επιτιμητικούς, αλλά και με πράξεις και λόγια γεμάτα φιλανθρωπία.

Πραγματικά προστάσσει, φέρετέ τον εδώ σ' εμένα, και τον έφεραν, και μόλις το δαιμόνιο είδε τον Κύριο εσπάραξε τον άνθρωπο που έπεσε κι εκυλιόταν αφρίζοντας· διότι του επιτρεπόταν να καταστήση φανερά την κακία του.


6.
 Ο δε Κύριος ερώτησε τον πατέρα του παιδιού, «από πόσον χρόνο του συνέβηκε τούτο;». Αυτήν την ερώτησι την κάμει ο Κύριος, για να τον οδηγήση προς την πίστι και την με πίστι παράκλησι. Τόσο απείχε από την πίστι ο άνθρωπος αυτός, ώστε να μη παρακαλή ούτε υπέρ της σωτηρίας του παιδιού. Γι' αυτό δεν παρακάλεσε καθόλου ούτε τους μαθητάς· «τους είπα», λέγει, «να τον εκβάλουν»· δεν εγονάτισε, δεν ικέτευσε, δεν παρακάλεσε. Αλλά δεν φαίνεται ούτε τον Κύριο να παρακάλεσε ακόμη. Γι' αυτό ο Κύριος, αφήνοντας το παιδί που ήταν ελεεινώς ξαπλωμένο εμπρός στα μάτια του, συζητεί μ' εκείνον, ερωτώντας τον χρόνο του πάθους και προκαλώντας τον προς την παράκλησι. Αυτός δε αποκρίνεται ότι του συμβαίνει από την παιδική ηλικία και ότι πολλές φορές τον έβαλε στη φωτιά και στα ύδατα, για να τον αφανίση, και προσθέτει· «αλλ' αν μπο-ρής, λυπήσου μας και βοήθησέ μας».

7.
 Βλέπετε, πόση είναι η απιστία του ανθρώπου; Διότι αυτός που λέγει, 'αν μπορής', φυσικά φανερώνει ότι δεν πιστεύει ότι μπορεί ο άλλος. Ο δε Κύριος είπε, «αν μπορής να πιστεύσης, όλα είναι δυνατά στον πιστεύοντα»· το λέγει δε τούτο όχι αγνοώντας την απιστία εκείνου, αλλά προβιβάζοντάς τον βαθμιαίως στην πίστι και συγχρόνως δεικνύοντας ότι αιτία που δεν έβγαλαν οι μαθηταί τον δαίμονα είναι η απιστία του. Πρόσεξε δε τον ευαγγελιστή· δεν λέγει ότι ο Κύριος είπε προς τον πατέρα του παιδιού «αν μπορής να πιστεύσης», διότι πάντοτε ο Κύριος απαιτεί την πίστι από τους ζητούντας τις θεραπείες· αφού ήταν δεσπότης και κηδεμών και των ψυχών, εφρόντιζε να θεραπευθούν κι' αυτές διά της πίστεως· αλλ' εκείνος ο πατέρας του παιδιού, μόλις άκουσε ότι στην πίστι του ακολουθεί η ίασις, έλεγε με δάκρυα· «πιστεύω, Κύριε, βοήθησε την απιστία μου». Βλέπετε αρίστη προκοπή ηθών; Διότι όχι μόνο επίστευσε περί της θεραπείας του παιδιού, αλλ' ότι ο Κύριος μπορεί να κατανικήση και την απιστία του, αν θελήση. Ενώ δε ο όχλος επάνω σ' αυτά τα λόγια συνέρρεε, επετίμησε, λέγει, ο Κύριος το ακάθαρτο πνεύμα, λέγοντάς του· «το άλαλο και κωφό πνεύμα, εγώ σε διατάσσω, έξελθε από αυτόν και να μη εισέλθης ποτέ πάλι σ' αυτόν».

8.
 Το δαιμόνιο τούτο φαίνεται ότι είναι φοβερώτατο και θρασύτατο· την δε θρασύτητά του αποδεικνύει η σφοδρότης της επιτιμήσεως και η παραγγελία να μη εισέλθη άλλη φορά πλέον διότι, όπως φαίνεται, χωρίς την παραγγελία αυτή μπορούσε να επιστρέψη πάλι μετά την εκβολή. Εξ άλλου είχε κατεξουσιάσει σε μεγάλη έκτασι τον άνθρωπο, ήταν δυσκολοαπόσπαστο, έμενε κωφό και άλαλο, ώστε να μη επαρκή η φύσις να εξυπηρετή την υπερβολική του μανία, γι' αυτό και είχε καταντήσει τελείως αναίσθητη, διότι λέγει, «αφού έκραξε και τον εσπάραξε δυνατά, εξήλθε· ο δε άνθρωπος έγινε σαν νεκρός, ώστε πολλοί να λέγουν ότι απέθανε». Η δε κραυγή δεν αντίκειται προς το γεγονός ότι το δαιμόνιο ήταν άλαλο· διότι η μεν λαλιά είναι φωνή σημαντική κάποιας εννοίας, η δε κραυγή είναι άσημη φωνή. Αφήνεται δε το δαιμόνιο να σπαράξη τον άνθρωπο τόσο πολύ και να τον καταστήση σαν νεκρό, για να φανερωθή όλη η κακία του. Ο Κύριος λοιπόν, πιάνοντας το χέρι του ανθρώπου, τον ανήγειρε, ώστε εσηκώθηκε, δεικνύοντας έτσι ότι έχει πολλή ενέργεια· το ότι τον έπιασε από το χέρι ήταν εκδήλωσις της κτιστής ιδικής μας ενεργείας, το δε ότι τον ανέστησε απηλλαγμένο από πάθη ήταν εκδήλωσις της άκτιστης και θείας και ζωαρχικής ενεργείας.

9.
 Όταν δε έπειτα οι μαθηταί ερώτησαν ιδιαιτέρως, «γιατί εμείς δεν μπορέσαμε να το βγάλωμε;», είπε προς αυτούς ότι τούτο το δαιμόνιο «δεν μπορεί να εξέλθη με τίποτε άλλο, πλην της προσευχής και της νηστείας». Λέγουν λοιπόν μερικοί ότι αυτή η προσευχή και η νηστεία πρέπει να γίνονται από τον πάσχοντα· δεν είναι όμως σωστό αυτό, διότι ο ενεργούμενος από πονηρό πνεύμα, και μάλιστα τόσο φοβερό, αφού είναι όργανο εκείνου και καταδυναστεύεται από εκείνο, πώς θα μπορούσε να προσευχηθή ή νηστεύση επωφελώς για τον εαυτό του;

10. 
Φαίνεται ότι το δεινότατο τούτο δαιμόνιο είναι της ακολασίας, αφού άλλοτε μεν ρίπτει τον κατειλημμένο στη φωτιά (διότι τέτοιοι είναι οι αλλόκοτοι και αναίσθητοι έρωτες), άλλοτε δε τον βυθίζει στα ύδατα διά της αδηφαγίας και των αμέτρων και αφθόνων πότων και συμποσίων. Είναι δε και σ' αυτούς κωφό και άλαλο το δαιμόνιο τούτο, διότι αυτός που πείθεται στις υποβολές τοιούτου δαιμονίου δεν υποφέρει εύκολα ν' ακούη και να λαλή τα θεία. Αλλ' όμως όταν κανείς δεν έχη ενοικισμένο το πονηρό αυτό πνεύμα, αλλά φέρεται από τις υποβολές εκείνου, όταν ανασηκωθή προς επιστροφή (διότι έχει το αυτεξούσιο), χρειάζεται προσευχή και νηστεία, ώστε με την νηστεία μεν να χαλινώση το σώμα και καταστείλη τις επαναστάσεις του, δια της προσευχής δε να αδρανοποιήση και κατευνάση τις προλήψεις της ψυχής και τους λογισμούς που ερεθίζουν προς το πάθος· κι έτσι, απελαύνοντας με προσευχή και νηστεία την σατανική προσβολή και επήρεια, να κυριαρχήση το πάθος. Όταν όμως δεν ενεργήται απλώς από την υποβολή του δαίμονος, αλλ' έχει ένοικο τον ίδιον τον δαίμονα, ούτε κατά τα ανθρώπινα πλέον πάσχει ούτε ο ίδιος μπορεί να πράξη κάτι προς θεραπεία του, αλλ' ό,τι θα έπραττε εκείνος, αν είχε ελεύθερο νου, τούτο, πραττόμενο υπέρ αυτού από τους ελευθέρους, και μάλιστα κατόχους θείου Πνεύματος, θα συντέλεση μεγάλως προς την εκβολή του δαίμονος.

11.
 Αλλά βέβαια δεν μας ζητείται ν' απελαύνωμε δαίμονας, και αν μπορέσωμε ν' απελάσουμε, κανένα όφελος δεν θα προέλθη για μας, αν έχωμε ακατάστατο βίο. Διότι, λέγει, «πολλοί θα μου ειπούν εκείνη την ημέρα· Κύριε, δεν επροφητεύσαμε στο όνομά σου και δεν εκβάλαμε δαιμόνια στ' όνομά σου; Και θα τους απαντήσω· δεν σας γνωρίζω, απομακρυνθήτε από κοντά μου όσοι εργάζεσθε την ανομία». Επομένως πολύ επωφελέστερο είναι να σπεύσωμε ν' απελάσωμε το πάθος της πορνείας και της οργής, του μίσους και της υπερηφανείας, από το να εκβάλλωμε δαιμόνια. Πραγματικά, δεν αρκεί μόνο ν' απαλλαγούμε από τη σωματική αμαρτία, αλλά πρέπει να καθάρωμε και την ενέργεια που οικουρεί μέσα στην ψυχή. Διότι οι κακοί διαλογισμοί εκπορεύονται από την καρδιά μας, μοιχείες, πορνείες, φόνοι, κλοπές, πλεονεξίες και τα παρόμοια (αυτά δε είναι που κινούν τον άνθρωπο), και «αυτός που κυττάζει γυναίκα με πόθο, ήδη την εμοίχευσε στην καρδιά του». Όταν άπρακτη το σώμα είναι δυνατό να ενεργήται η αμαρτία νοερώς· όταν δε η ψυχή αποκρούη εσωτερικώς την προσβολή του πονηρού δια προσευχής και προσοχής και μνήμης θανάτου, διά της κατά τον Θεό λύπης και του πένθους, τότε της αγιωσύνης συμμετέχει και το σώμα, αποκτώντας την απραξία στα κακά. Κι αυτό είναι εκείνο που λέγει ο Κύριος ότι αυτός που εκαθάρισε το απ' έξω του ποτηριού, δεν εκαθάρισε και το εσωτερικό, αλλά καθαρίσατε το εσωτερικό του ποτηριού, κι έτσι θα είναι καθαρό ολόκληρο.

Πραγματικά καταβάλλοντας κάθε φροντίδα ώστε να είναι κατά το θέλημα του Θεού η εσωτερική σου εργασία, θα νικήσης τα εξωτερικά πάθη· διότι εάν η ρίζα είναι αγία και οι κλάδοι θα είναι άγιοι, εάν είναι η ζύμη, θα είναι και το φύραμα. «Να περιπατήτε κατά το πνεύμα», λέγει ο Παύλος, «και να μη εκτελήτε επιθυμία σαρκός».


12. 
Γι' αυτό και ο Χριστός δεν κατήργησε την Ιουδαϊκή περιτομή, αλλά την ετελείωσε· διότι αυτός είναι που λέγει, «δεν ήλθα να καταλύσω τον νόμο, αλλά να τον συμπληρώσω». Πώς λοιπόν τον συμπλήρωσε; Ο νόμος εκείνος ήταν σφραγίς και υπόδειγμα και συμβολική διδαχή περί της περιτομής των πονηρών λογισμών στην καρδιά. Οι Ιουδαίοι που δεν εφρόντιζαν γι' αυτήν ωνειδίζονταν από τους προφήτες ως απερίτμητοι στην καρδιά, εμισούνταν από τον βλέποντα στην καρδιά και στο τέλος έγιναν απόβλητοι· διότι ο άνθρωπος βλέπει στο πρόσωπο, ο Θεός στην καρδιά, κι εάν αυτή είναι γεμάτη ρυπαρούς ή πονηρούς λογισμούς, ο άνθρωπος εκείνος γίνεται άξιος θείας αποστροφής. Γι' αυτό πάλι ο απόστολος παραινεί να κάμωμε τις ευχές χωρίς οργή και διαλογισμούς.

13. 
Όταν δε ο Κύριος μας διδάσκη να φροντίσωμε για την πνευματική περιτομή της καρδιάς, μακαρίζει τους καθαρούς στην καρδιά και τους πτωχούς στο πνεύμα και της μεν καθαρότητος αυτής τονίζει ότι έπαθλο είναι η θεοπτία, στους πτωχούς δε υπόσχεται τη βασιλεία των ουρανών· πτωχούς δε λέγει αυτούς που ζουν σε ένδεια και ευτέλεια. Δεν μακαρίζει δε απλώς τους τοιούτους ανθρώπους, αλλά τους κατά το φρόνημα τοιούτους, δηλαδή αυτούς που, εξ αιτίας της εσωτερικής στην καρδιά ταπεινώσεως και αγαθής προαιρέσεως, διαθέτουν αναλόγως και τα εξωτερικά. Απαγορεύει δε όχι μόνο τον φόνο, αλλά και την οργή, και προτάσσει να συγχωρούμε από καρδιά αυτούς που μας πταίουν και δεν δέχεται το προσφερόμενο από μας δώρο, αν δεν συνδιαλλαγούμε προηγουμένως κι αφήσωμε την οργή.

14.
 Το ίδιο διδάσκει και για τα πορνικά πάθη· διότι και αυτήν την από περιέργεια θέα και την από αυτήν επιθυμία εδίδαξε ότι είναι μοιχεία στην καρδιά· και εξετάζοντας αυτά τα θέματα γενικώτερα λέγει, εάν το φώς που έχης μέσα σου, δηλαδή ο νους και η διάνοια, είναι σκότος, γεμάτα από τις αφώτιστες προσβολές των αρχόντων του σκότους, πόσο μάλλον το σκότος, δηλαδή το σώμα και η αίσθησις, τα οποία δεν έχουν δικό τους νοερό φέγγος, γεννητικό αληθείας και απαθείας; Εάν δε το μέσα σου φώς είναι καθαρό, σε περίπτωσι που δεν σκοτίζουν τα σαρκικά φρονήματα, θα είσαι τελείως φωτεινός κατά την ψυχή, όπως όταν σε φωτίζη το λυχνάρι με την λάμψι του. Τέτοια είναι η περιτομή της καρδίας κατά το πνεύμα, διά της οποίας ο Κύριος συμπλήρωσε την κατά τον νόμο περιτομή στην σάρκα, που εδόθηκε στους Ιουδαίους, για να υποσημαίνη εκείνην και να οδηγή προς εκείνην. Επειδή δε αυτοί δεν εφρόντισαν να την αποκτήσουν, η περιτομή τους, όπως λέγει ο Παύλος, έγινε ακροβυστία και αποξενώθηκαν από τον Θεό που δεν βλέπει στο πρόσωπο, δηλαδή στα φανερά δικαιώματα της σαρκός, αλλά στην καρδιά, δηλαδή στα αφανή και μέσα μας κινήματα των λογισμών.

15.
 Ας προσέχωμε λοιπόν κι εμείς, αδελφοί, παρακαλώ, κι ας καθαρίσωμε τις καρδιές μας από κάθε μολυσμό, για να μη συμπαρασυρθούμε μ' εκείνους που κατακρίθηκαν. Αν ο νόμος που εκτέθηκε διά του Μωυσέως «επιβεβαιώθηκε και κάθε παράβασις και παρακοή έλαβε δικαία ανταπόδοσι, πώς θα ξεφύγωμε εμείς που αμελήσαμε για την σωτηρία μας, η οποία αρχίζοντας να διακηρύσσεται από τον Κύριο διαβιβάσθηκε προς εμάς εγκύρως από εκείνους που άκουσαν, ενώ ο Θεός συνεπεκύρωνε με σημεία και τέρατα και ποικίλες δυνάμεις και με διαμερισμό του αγίου Πνεύματος;». Ας φοβηθούμε λοιπόν τον διερευνώντα καρδιά και νεφρούς· ας εξιλεώσωμε τον Κύριο των εκδικήσεων· ας βάλωμε μέσα μας ένοικο την ειρήνη, τον αγιασμό, την προσευχή με κατάνυξι, χωρίς τα οποία κανείς δεν θα ιδή τον Κύριο· ας ποθήσωμε γεμάτοι πίστι την υπεσχημένη εκείνη στους καθαρούς στην καρδιά θέα, και ας πράξωμε τα πάντα, για να επιτύχωμε αυτήν, με την οποία μαζί είναι η αιωνία ζωή, το άφθαρτο κάλλος, ο αδαπάνητος πλούτος, η αναλλοίωτη και απέραντη τρυφή και δόξα και βασιλεία.

16. 
Αυτά είθε να επιτύχωμε όλοι εμείς σ' αυτόν τον βασιλέα των αιώνων Χριστό· στον οποίο μόνο πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνησις, μαζί με τον άναρχο Πατέρα του και το πανάγιο και αγαθό και ζωοποιό πνεύμα, στους απεράντους αιώνες. Γένοιτο. 

(Γρηγορίου Παλαμά Έργα, ΕΠΕ, τόμος 9, Πατερικαί Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»)

Πηγή: www.alopsis.gr


Δοξαστικό Δ΄Κυριακῆς Νηστειῶν.
Ἦχος α΄.

(Κείμενο)

Δεῦτε ἐργασώμεθα ἐν τῷ μυστικῷ ἀμπελῶνι καρποὺς μετανοίας, ἐν τούτῳ ποιούμενοι οὐκ ἐν βρώμασι καὶ πόμασι κοπιῶντες, ἀλλ' ἐν προσευχαῖς καὶ νηστείαις τάς ἀρετὰς κατορθοῦντες, τούτοις ἀρεσκόμενος, ὁ Κύριος τοῦ ἔργου δηνάριον παρέχει δι οὗ ψυχὰς λυτροῦται, χρέους ἁμαρτίας, ὁ μόνος πολυέλεος.

(Παράφραση)

Ἐμπρός (λοιπόν) ἄς ἐργασθοῦμε στόν μυστικό (πνευματικό) ἀμπελώνα, καλλιεργώντας καρπούς μετανοίας μέσα σ’ αὐτόν, κοπιάζοντας ὄχι μέ φαγοπότια ἀλλά καλλιεργώντας μέ προσευχές καί νηστείες τίς ἀρετές. Ὁ Κύριος τοῦ ἔργου (Ἰησούς Χριστός) εὐαρεστούμενος μέ ὅλα αὐτά προσφέρει ἀνταμοιβή, μέ τήν ὁποία λυτρώνει τίς ψυχές ἀπό τό χρέος τῆς ἁμαρτίας ὁ μόνος Πολυεύσπλαγχνος.


Δείτε σχετικά:

Κυριακή 23 Μαρτίου 2014

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟΝ ΤΙΜΙΟ ΚΑΙ ΖΩΟΠΟΙΟ ΣΤΑΥΡΟ (Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ)

Ὁ Παῦλος καυχᾶται γιά τόν Σταυρό καί λέει, ὅτι δέν γνωρίζει τίποτε ἐκτός ἀπό τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, καί Αὐτόν ἐσταυρωμένον. 

Τί λέει λοιπόν; Σταυρός εἶναι τό νά σταυρώσωμε τήν σάρκα μαζί μέ τά πάθη καί τίς ἐπιθυμίες (Γαλ. 5, 24). Νομίζετε ὅτι εἶπε τοῦτο μόνο γιά τήν τρυφή καί τά ὑπογάστρια; Πῶς τότε γράφει στούς Κορινθίους ὅτι, «ἐπειδή ὑπάρχουν ἔριδες ἀνάμεσά σας, εἶσθε ἀκόμη σαρκικοί καί περιπατεῖτε κατά τό ἀνθρώπινο φρόνημα» (Α’ Κορ. 3, 3); Ὥστε καί αὐτός πού ἀγαπᾶ δόξα ἤ χρήματα, ἤ ἁπλῶς θέλει νά ἐπιβάλη τό θέλημά του καί προσπαθεῖ ἔτσι νά νικήση, εἶναι σαρκικός καί περιπατεῖ κατά τήν σάρκα. Γι᾽ αὐτά ἀκριβῶς δημιουργοῦνται καί οἱ ἔριδες, ὅπως λέγει καί ὁ Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος• «ἀπό ποῦ προέρχονται οἱ μεταξύ σας πόλεμοι καί μάχες; Δέν προέρχονται ἀπό ἐδῶ, δηλαδή ἀπό τίς ἡδονές σας πού παλεύουν μέσα στά μέλη σας; Ἀγωνίζεσθε ἀλλά δέ μπορεῖτε νά τά καταφέρετε, μάχεσθε καί πολεμεῖτε» (Ἰακ. 4, 1). Τοῦτο λοιπόν εἶναι τό νά σταυρώση τήν σάρκα μαζί μέ τά πάθη καί τίς ἐπιθυμίες, τό νά μήν ἐνεργεῖ ὁ ἄνθρωπος τίποτα ἀπό ὅσα δέν εἶναι εὐάρεστα στό Θεό. Καί ἄν τό σῶμα τόν ταλαιπωρῆ καί στενοχωρῆ, πρέπει ὁ καθένας νά τό ἀνεβάζει ὁπωσδήποτε καί μέ τήν βία ἀκόμη στό Σταυρό. Τί θέλω νά πῶ; Ὁ Κύριος, ὅταν ἦλθε ἐπί τῆς γῆς, ἔζησε βίον ἀκτήμονα, καί δέν ἔζησε μόνο, ἀλλά καί ἐκήρυξε λέγοντας, «ὅποιος δέν ἀποτάσσεται ἀπό ὅλα τά ὑπάρχοντά του, δέν μπορεῖ νά εἶναι μαθητής μου» (Λουκᾶ 14, 33).

Ἀλλά κανείς, παρακαλῶ, ἀδελφοί, ἄς μή δυσανασχετῆ, ὅταν ἀκούη πού διακηρύσσομε ἀνόθευτο τό ἀγαθό καί εὐάρεστο καί τέλειο θέλημα τοῦ Θεοῦ, μήτε νά δυσαρεστηθῆ νομίζοντας δυσκολοκατόρθωτα τά παραγγέλματα. Ἄς καταλάβη πρῶτα-πρῶτα ἐκεῖνο πού λέει, ὅτι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται καί βιασταί τήν ἁρπάζουν. Ἄς ἀκούη τόν κορυφαῖο τῶν Ἀποστόλων τοῦ Χριστοῦ Πέτρο, ὅτι «ὁ Χριστός ἔπαθε γιά χάρι μας, ἀφήνοντας σ᾽ ἐμᾶς ὑπογραμμό, γιά ν᾽ ἀκολουθήσωμε τά ἴχνη του» (Α’ Πέτρ. 2, 21). Ἔπειτα ἀφοῦ κατανοήση ἀληθινά πόσα ὀφείλει στόν Δεσπότη, νά λέει μέ τό νοῦ του καί τοῦτο: Ὅταν δέν μπορῆ κανείς ν᾽ ἀνταποδώση ὅτι χρωστάει, μπορεῖ νά προσφέρη τό ἕνα μέρος μέ μετριοφροσύνη κατά τή δύναμί του καί τήν προαίρεση, ὡς πρός δέ τό μέρος πάλι πού ἐλλείπει νά ταπεινώνεται ἐνώπιόν Του. Ἔτσι ἑλκύοντας τήν θεία συμπάθεια διά τῆς ταπεινώσεώς του θά ἀναπληρώνη τήν ἔλλειψη. Ἐάν λοιπόν κανείς βλέπη τόν λογισμό του νά ὀρέγεται πλοῦτο καί πολυκτημοσύνη, ἄς γνωρίζη ὅτι ὁ λογισμός αὐτός εἶναι σαρκικός, καί γι᾽ αὐτό κινεῖται ἔτσι. Ἀντίθετα ὅποιος εἶναι προσηλωμένος στόν Σταυρό δέν μπορεῖ νά κινῆται πρός κάτι τέτοιο. Γι᾽ αὐτό εἶναι ἀνάγκη νά ἀνεβάσωμε τόν λογισμό στό ὕψος τοῦ Σταυροῦ, γιά νά μή ρίψη ὁ ἴδιος ὁ λογισμός τόν ἑαυτό του κάτω καί χωρισθῆ ἀπό τόν σταυρωθέντα σ᾽ αὐτόν Χριστό.

Πῶς λοιπόν θ᾽ ἀρχίση νά τόν ἀνεβάζη στό ὕψος τοῦ Σταυροῦ; Ἐλπίζοντας στόν Χριστό, τόν χορηγό καί τροφέα τοῦ σύμπαντος, ἄς πετάξει μακριά ὅ,τι προέρχεται ἀπό ἀδικία. Τό δέ εἰσόδημα πού ἔχει ἀπό δίκαιο πορισμό, χωρίς νά προσκολλᾶται πολύ οὔτε σ᾽ αὐτό, ἄς τό χρησιμοποιῆ καλά, καθιστῶντας ὅσο εἶναι δυνατό κοινωνούς σ᾽ αὐτό τούς πτωχούς. Ἡ ἐντολή διατάσσει ν᾽ ἀρνῆται κανείς τό σῶμα καί νά σηκώνη τόν σταυρό του. Τό ἔχουν βέβαια τό σῶμα οἱ φίλοι τοῦ Θεοῦ καί ζῶντες κατά τόν Θεό, ἀλλά ἄν δέν εἶναι πολύ προσδεδεμένοι σ᾽ αὐτό, τό χρησιμοποιοῦν ὡς συνεργό στά ἀναγκαῖα. Ἄν δέ τό καλέση ὁ καιρός, εἶναι ἕτοιμοι νά τό παραδώσουν καί αὐτό. Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τά σωματικά κτήματα καί μέσα. Ὅταν κινεῖται ἔτσι κανείς, ἄν δέν μπορεῖ νά κάμη τίποτε μεγαλύτερο, κάνει καλά καί θεαρέστα. Βλέπει κανείς πάλι μέσα του νά κινῆται βιαιότερα ὁ λογισμός τῆς πορνείας; Αὐτός ἄς γνωρίζη ὅτι δέν ἔχει ἀκόμη σταυρώσει τόν ἑαυτόν του. Πῶς λοιπόν θά τόν σταυρώση; Ἄς ἀποφεύγη τίς περίεργες θέες τῶν γυναικῶν, καθώς καί τίς ἀταίριαστες πρός αὐτές συνήθειες καί τίς ἄκαιρες συνομιλίες. Ἄς μειώνη τίς τροφές πού ἐνισχύουν τό πάθος, ἄς ἀπέχη ἀπό τήν πολυποσία, ἄς ἀναμιγνύη τήν ταπεινοφροσύνη μέ αὐτήν τήν ἀποχή τῶν παθῶν, ἐπικαλούμενος μέ συντριβή καρδίας τόν Θεό κατά τοῦ πάθους. Τότε θά εἰπῆ καί αὐτός, «εἶδα τόν ἀσεβῆ νά ὑπερυψώνεται καί ν᾽ ἀνεβαίνη σάν οἱ κέδροι τοῦ Λιβάνου, καί προσπέρασα διά τῆς ἐγκρατείας, καί δέν ἦταν ἐκεῖ, καί τόν ἀνεζήτησα διά τῆς προσευχῆς μέ ταπείνωση, καί δέν εὑρέθηκε σέ μένα ὁ τόπος του» (Ψαλμ. 36, 35 ἑ. ἑρμηνευτική ἀπόδοσις).

Πάλι, ἐνοχλεῖ ὁ λογισμός τῆς φιλοδοξίας; Ἐσύ ὅταν βρίσκεσαι μαζί μέ ἄλλους νά ἐνθυμῆσαι τήν συμβουλή πού ἔδωσε πάνω στό θέμα αὐτό ὁ Κύριος στά Εὐαγγέλια: Στίς συνομιλίες νά μή ζητῆς νά ὑπερέχης τῶν ἄλλων. Τίς ἀρετές, ἄν ἔχης, νά τίς ἀσκῆς μόνο στά κρυφά, ἀποβλέποντας μόνο πρός τόν Θεό καί ἀπό Αὐτόν μόνο βλεπόμενος. Καί ὁ Πατέρας σου πού βλέπει τά κρυφά θά σοῦ τό ἀνταποδώση στά φανερά (Ματθ. 6, 6). Ἐάν δέ καί μετά τήν ἀποκοπή κάθε πάθους πάλι σ᾽ ἐνοχλῆ ὁ ἐσωτερικός λογισμός, νά μή φοβηθῆς. Διότι σοῦ γίνεται πρόξενος στεφάνων. Ἐπειδή μέ τό νά πειράζει δέν σημαίνει οὔτε ὅτι ἐνεργεῖ, οὔτε ὅτι πείθει. Ἀλλ᾽ εἶναι μιά ἀδύναμη σάν ναρκωμένη κίνηση πού ἔχει νικηθεῖ ἀπό σένα μέ τόν “κατά Θεόν” ἀγῶνα σου.

Τέτοιος εἶναι ὁ λόγος τοῦ Σταυροῦ. Ὡς τέτοιος δέ, ὄχι μόνο στούς προφῆτες πρίν συντελεσθῆ τό μυστήριο τῆς Σταύρωσης, ἀλλά καί τώρα μετά τήν τέλεσή του, εἶναι μυστήριο μέγα καί πραγματικά θεῖο. Πῶς; Διότι αὐτός πού ἐξευτελίζει τόν ἑαυτόν του καί τόν ταπεινώνει σέ ὅλα, καί αὐτός πού ἀποφεύγει τίς σωματικές ἡδονές μέ πόνο καί ὀδύνη, καί αὐτός πού δίδει τά ὑπάρχοντα καί πτωχαίνει τόν ἑαυτόν του, φαινομενικῶς μέν παρουσιάζεται νά προξενῆ ἀτίμωσι στόν ἑαυτό του. Ἀλλά διά τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ αὐτή ἡ πτωχεία καί ἡ ὀδύνη καί ἡ ἀτιμία γεννᾶ δόξα αἰώνια καί ἡδονή ἀνέκφραστη καί πλοῦτο ἀνεξάντλητο, τόσο στόν παρόντα ὅσο καί στόν μέλλοντα ἐκεῖνον κόσμο. Ἐκείνους δέ πού δέν πιστεύουν σ᾽ Αὐτόν καί δέν ἐπιδεικνύουν δι᾽ ἔργων τήν πίστι ὁ Παῦλος τούς τοποθετεῖ δίπλα στούς χαμένους καί μάλιστα σ᾽ αὐτούς τούς εἰδωλολάτρες. Διότι λέγει: «Κηρύσσομε Χριστόν ἐσταυρωμένο, πού εἶναι στούς Ἰουδαίους, λόγῳ τῆς ἀπιστίας των στό σωτηριῶδες πάθος, σκάνδαλο. Στούς Ἕλληνες δέ εἶναι μωρία, διότι, λόγῳ τῆς ἀπιστίας τους πρός τίς θεῖες ἐπαγγελίες, δέν προτιμοῦν τίποτε ἄλλο ἐκτός ἀπό τά πρόσκαιρα. Σ᾽ ἐμᾶς δέ τούς καλεσμένους ἀπό τό Θεό, εἶναι θεία δύναμις καί Θεοῦ σοφία» (Α’ Κορ. 1, 23).


Τοῦτο λοιπόν εἶναι ἡ σοφία καί δύναμις τοῦ Θεοῦ. Τό νά νικήση κανείς δι᾽ ἀσθενείας. Τό νά ὑψωθῆ διά ταπεινώσεως. Τό νά πλουτήση διά πτωχείας. Ὄχι μόνο δέ ὁ λόγος καί τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ, ἀλλά καί ὁ τύπος εἶναι θεῖος καί προσκυνητός, διότι εἶναι σφραγίς ἱερά, σωστική καί σεβαστή, ἁγιαστική καί τελεστική τῶν ὑπερφυῶν καί ἀπορρήτων ἀγαθῶν πού ἐνεργήθηκαν στό γένος τῶν ἀνθρώπων ἀπό τόν Θεό. Αὐτή ἀναιρεῖ τήν κατάρα καί τήν καταδίκη, καθαίρει ἀπό τήν φθορά καί τό θάνατο, παρέχει τήν ἀΐδιο ζωή καί εὐλογία. Εἶναι σωτηριῶδες ξύλο, βασιλικό σκῆπτρο, θεῖο τρόπαιο κατά ὁρατῶν καί ἀοράτων ἐχθρῶν, ἔστω καί ἄν οἱ ὀπαδοί τῶν αἱρετικῶν φρενοβλαβῶς δυσαρεστοῦνται. Αὐτοί οἱ τελευταῖοι δέν εἶχαν τήν καλή τύχη πού δίνει ἡ ἀποστολική εὐχή, ὥστε νά κατορθώσουν νά καταλάβουν μαζί μέ ὅλους τούς ἁγίους, τί εἶναι τό πλάτος καί τό μῆκος, τό ὕψος καί τό βάθος. Ὅτι δηλαδή ὁ Σταυρός τοῦ Κυρίου παριστάνει ὅλη τήν οἰκονομία τῆς σαρκικῆς παρουσίας καί περικλείει ὅλο τό κατ᾽ αὐτήν μυστήριο. Ὅτι ἐκτείνεται πρός ὅλα τά πέρατα καί περιλαμβάνει ὅλα, τά ἄνω, τά κάτω, τά γύρω, τά ἐνδιάμεσα.

Προβάλλοντας δέ κάποια πρόφασι, γιά τήν ὁποία ἔπρεπε καί αὐτοί, ἄν εἶχαν νοῦ, νά τόν προσκυνοῦν μαζί μας, ἀποτροπιάζονται τό σύμβολο τοῦ βασιλέως τῆς δόξης, τό ὁποῖο καί ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος ὀνομάζει φανερῶς ὕψος καί δόξα Του, ὅταν ἐπρόκειτο ν᾽ ἀνεβῆ σ᾽ αὐτό. Κατά τήν Μέλλουσα δέ Παρουσία καί ἐπιφάνειά Του προαναγγέλλει ὅτι θά ἔλθη τό σημεῖο τοῦτο τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου μέ πολλή δύναμι καί δόξα.
Ἀλλά λένε, ὅτι σ᾽ αὐτό πέθανε σταυρωμένος ὁ Χριστός. Γι᾽ αὐτό δέν ἀνεχόμαστε νά βλέπωμε τό σχῆμα καί τό ξύλο στό ὁποῖο ἔχει θανατωθῆ. Πῶς διαγράφηκε καί πῶς ἀφανίστηκε τό χρεώγραφο πού μᾶς βάραινε μέ τό ἅπλωμα τοῦ χεριοῦ τοῦ προπάτορος στό ἀπαγορευμένο ξύλο τοῦ Παραδείσου; Πῶς δεχτήκαμε καί πάλι τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ; Μέ τί δέ ὁ Χριστός ἀπέβαλε καί ἀπεμάκρυνε τελείως τίς ἀρχές καί τίς ἐξουσίες τῶν πνευμάτων τῆς πονηρίας, οἱ ὁποῖες ἐπεβλήθηκαν στήν φύσι μας ἀπό τό ξύλο τῆς παρακοῆς. Μέ τί τίς κατήσχυνε θριαμβευτικῶς καί ἔτσι ἐμεῖς ἀνακτήσαμε τήν ἐλευθερία; Μέ τί ἐλύθηκε τό μεσότοιχο καί καταργήθηκε καί θανατώθηκε ἡ πρός τόν Θεό ἔχθρα μας καί διά μέσου τίνος συνδιαλλαγήκαμε μέ τόν Θεό καί διδαχθήκαμε τήν πρός Αὐτόν εἰρήνη; Ὄχι στόν Σταυρό καί διά τοῦ Σταυροῦ; Ἄς ἀκούσουν τόν ἀπόστολο, πού στούς μέν Ἐφεσίους γράφει: «Ὁ Χριστός εἶναι ἠ εἰρήνη σας, αὐτός πού ἔλυσε τό μεσότοιχο τοῦ φραγμοῦ, γιά νά οἰκοδομήσει μέσα του τούς δύο σ᾽ ἕνα νέον ἄνθρωπο, ἐπιβάλλοντας εἰρήνη, καί γιά νά συνδιαλλάξη καί τούς δύο σ᾽ ἕνα σῶμα μέ τόν Θεό διά τοῦ Σταυροῦ, φονεύοντας τήν ἔχθρα πού εἶναι σ᾽ αὐτόν» (Ἐφ. 2, 14-16). Πρός τούς Κολοσσαεῖς δέ γράφει, «ἐνῶ ἤσαστε νεκροί ἀπό τά παραπτώματα καί τήν ἀκροβυστία τῆς σάρκας σᾶς ἐζωοποίησε μαζί του, χαρίζοντάς σας ὅλα τά παραπτώματα, ἐξαλείφοντας τό χειρόγραφο πού περιεῖχε τίς ἐναντίον μας ἀποφάσεις, σηκώνοντάς το ἀπό τή μέση καί καρφώνοντάς το στόν Σταυρό• ξεγυμνώνοντας δέ τίς ἀρχές καί τίς ἐξουσίες, τίς διεπόμπευσε δημοσία θριαμβεύοντάς τες ἐπάνω στό Σταυρό» (Κολ. 2, 13).

Δέν θά τιμήσωμε λοιπόν ἐμεῖς καί δέν θά χρησιμοποιήσωμε τό θεῖο τοῦτο τρόπαιο τῆς κοινῆς ἐλευθερίας τοῦ γένους, τό ὁποῖο καί μόνο μέ τή θέα του, τόν μέν ἀρχέκακο ὄφι φυγαδεύει καί διαπομπεύει καί καταισχύνει, διακηρύσσοντας τήν ἧττα καί τήν συντριβή του, δοξάζει δέ καί μεγαλύνει τόν Χριστό, ἐπιδεικνύοντας στόν κόσμο τή νίκη του; Καί ὅμως, ἄν ὁ Σταυρός εἶναι παραβλεπτέος, διότι σ᾽ αὐτόν ὑπέμεινε τόν θάνατο ὁ Χριστός, οὔτε ὁ θάνατός Του δέν πρέπει νά εἶναι σεβαστός καί σωτήριος. Πῶς λοιπόν κατά τόν Ἀπόστολο βαπτισθήκαμε στόν θάνατό Του (Ρωμ. 6, 3); Πῶς δέ θά συμμετάσχωμε καί στήν Ἀνάστασή Του, ἄν βέβαια ἔχουμε γίνει σύμφυτοι μέ τόν θάνατό Του (Ρωμ. 6, 5); Βέβαια, ἄν κανείς προσκυνοῦσε σχῆμα Σταυροῦ πού δέν ἔφερε ἐπιγεγραμμένο τό δεσποτικό ὄνομα, δικαίως θά κατηγορεῖτο ὅτι πράττει κάτι ἀνάρμοστο. Ἐπειδή δέ «στό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ θά καμφθοῦν ὅλα τά γόνατα, τῶν ἐπουρανίων καί ἐπιγείων καί καταχθονίων» (Ψαλμ. 131, 7), τοῦτο δέ τό προσκυνητό Ὄνομα ἐπιφέρει ὁ Σταυρός, πόσο ἀνόητο θά ἦταν νά μή γονατίζωμε στόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ;

Ἀλλ᾽ ἐμεῖς, κλίνοντας μαζί μέ τά γόνατα καί τίς καρδιές, ἐμπρός, ἄς προσκυνήσωμε μαζί μέ τόν ψαλμωδό καί προφήτη Δαβίδ (Ψαλμ. 131, 7) στόν τόπο ὅπου στάθηκαν τά πόδια Του καί ὅπου ἐξαπλώθηκαν τά χέρια πού συνέχουν τό σύμπαν. Ἐκεῖ ὅπου τεντώθηκε γιά μᾶς τό ζωαρχικό σῶμα. Καί, προσκυνώντας καί ἀσπαζόμενοι αὐτόν μέ πίστι, ἄς παίρνωμε πλούσιον τόν ἀπό ἐκεῖ ἁγιασμό καί ἄς τόν φυλάττωμε. Ἔτσι καί κατά τήν ὑπερένδοξη Μέλλουσα Παρουσία τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, βλέποντάς Τον νά προηγεῖται λαμπρῶς, θά ἀγαλλιάζωμε καί θά χοροπηδοῦμε διαπαντός, διότι ἐπετύχαμε τήν ἀπό τά δεξιά θέσι καί τήν ὑπεσχημένη μακαρία φωνή καί εὐλογία, σέ δόξα τοῦ σαρκικῶς σταυρωθέντος γιά μᾶς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.

Διότι σ᾽ Αὐτόν πρέπει δοξολογία μαζί μέ τόν ἄναρχο Πατέρα Του καί τό πανάγιο καί ἀγαθό καί ζωοποιό Πνεῦμα, τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων.
Γένοιτο.



Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’.
Σῶσον Κύριε τὸν λαόν σου καὶ εὐλόγησον τὴν κληρονομίαν σου,
νίκας τοῖς Βασιλεῦσι κατὰ βαρβάρων δωρούμενος
καὶ τὸ σὸν φυλάττων διὰ τοῦ Σταυροῦ σου πολίτευμα.