A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

Τρίτη 30 Μαΐου 2017

ΜΙΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΔΙΔΑΣΚΑΛΩΝ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Από τον Μελέτιον Πηγάν ως τον Πατροκοσμάν

Ορθόδοξος Τύπος Εφημερίδα

Του κ. Νικολάου Μάννη, εκπαιδευτικού

Την πνευματική επιβίωσή μας (των Ρωμιών Ορθοδόξων), στα χρόνια που όλα “τα ‘σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά” της Τουρκοκρατίας, την οφείλουμε σε εκείνες τις άγιες μορφές που έγιναν θυσία για το Γένος, αφιερώνοντας το είναι τους στην ορθόδοξη μόρφωση, και την δι’ αυτής απελευθέρωση (πνευματική πρωτίστως), των συμπατριωτών τους. Ερχόμενος κάποιος σε επαφή με την ζωή και το έργο των μακαριστών εκείνων Διδασκάλων, μπορεί εύκολα να κατανοήσει ποιό θα ήταν και σήμερα το αντίδοτο στην σημερινή σκλαβιά, που είναι κυρίως σκλαβιά μυαλών και ψυχών. Και η λύση αυτή είναι η κατά Θεόν μόρφωση, σε συνδυασμό με το θυσιαστικό πνεύμα και το ανδρείο φρόνημα.
Πρώτος στην χορεία των Διδασκάλων, που επιλέχθηκαν να παρουσιασθούν με το παρόν κείμενο, είναι ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Μελέτιος ο Πηγάς (1550-1601). Γεννήθηκε στον Χάνδακα (Ηράκλειο) της Κρήτης και σπούδασε στο περίφημο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας στην Ιταλία, αρνούμενος όμως να παραλάβει το πτυχίο του, για την κτήση του οποίου απαιτούνταν «Δήλωση Πίστεως» στις αποφάσεις της Ψευδοσυνόδου Φερράρας – Φλωρεντίας. Μετέβη στην Αλεξάνδρεια και έγινε Πρωτοσύγκελλος του Πατριάρχου Σιλβέστρου, τον οποίο διαδέχθηκε στον θρόνο το 1590, «τη ομοψήφω γνώμη κλήρου και λαού». Το 1593 συμμετείχε στην εν Κωνσταντινουπόλει Πανορθόδοξο Σύνοδο, ενώ κατά τα έτη 1596 – 1598 ανέλαβε Τοποτηρητής του χηρεύοντος πατριαρχικού θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως, αρνούμενος να δεχθεί τον θρόνο που του προτάθηκε από τον εκεί κλήρο και λαό. Κοιμήθηκε νεώτατος στις 13 Σεπτεμβρίου του 1601. Άφησε τεράστιο συγγραφικό έργο, ανεκτίμητης πνευματικής αξίας και δικαίως χαρακτηρίστηκε ως “ο μετά το σχίσμα νέος Φώτιος”. Μερικά από τα έργα του (εκ των οποίων πολλά παραμένουν εισέτι ανέκδοτα) είναι τα εξής: “Διάλογος ορθόδοξος χριστιανός”, “Κατά Ιουδαίων”, “Περί της αρχής του Πάπα”, “Ορθόδοξος διδασκαλία”, “Περί των αχράντων Μυστηρίων”, “Τόμος Αλεξανδρινός περί του Πασχαλίου” (το έργο αυτό υπήρξε καθοριστικότατο για την στάση της Ορθοδόξου Εκκλησίας απέναντι στην Ημερολογιακή Καινοτομία του Γρηγοριανού Ημερολογίου, διότι επηρέασε τις συνοδικές αποφάσεις του ΙΣΤ  αἰῶνος). Οι δε επιστολές του (πραγματευόμενες διάφορα ζητήματα) πλησιάζουν τις πεντακόσιες.
Εκτός από το γραπτό έργο ο κλεινός Μελέτιος άφησε ως κληρονομιά στο Γένος και ένα έμψυχο θησαυρό: τον ανιψιό, αγαπημένο μαθητή και διάδοχό του. Ο Κύριλλος  Λούκαρις (1570-1638) γεννήθηκε και αυτός στο Ηράκλειο της Κρήτης και ακολούθησε παρόμοια, με του θείου και πνευματικού πατρός του, πορεία. Σπούδασε στην Βενετία και στην Πάδοβα αρνούμενος κι εκείνος να παραλάβει το πτυχίο του. Κατέστη ένας από τους πιο μορφωμένους ανθρώπους της εποχής του και ομιλούσε, εκτός της ελληνικής, την λατινική, την ιταλική, την τουρκική και την αραβική γλώσσα. Έγινε Πρωτοσύγκελλος του Μελετίου, και με την ιδιότητα αυτή συμμετείχε στην Πανορθόδοξο Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως (1593). Από  την Κωνσταντινούπολη αποστέλλεται εσπευσμένα (το 1595), ως Πατριαρχικός Έξαρχος, στην Πολωνο-Λιθουανική Κοινοπολιτεία, για να αγωνισθεί υπέρ της Ορθοδοξίας, η οποία κινδύνευε εξ αιτίας της τότε εμφανιζομένης Ουνίας. Εκεί ίδρυσε σχολείο και τυπογραφείο, για να διαδίδονται ανοθεύτως τα ορθόδοξα δόγματα. Το 1601, ο Μελέτιος Πηγάς προαισθανόμενος τον θάνατό του, τον κάλεσε για να τον διαδεχθεί στον θρόνο της Αλεξανδρείας. Το 1620 ο Κύριλλος εκλέχτηκε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως και πατριάρχευσε συνολικά πέντε φορές, αφού οι σκευωρίες παπικών και λατινοφρόνων τον έρριχναν συχνά από τον θρόνο. Πολέμησε με μεγάλο ζήλο τους παπικούς και για να σταματήσει την προπαγάνδα των Ιησουιτών, οι οποίοι είχαν ιδρύσει σχολείο στην Κωνσταντινούπολη, οργάνωσε το πρώτο ελληνικό τυπογραφείο, το λεγόμενο Πατριαρχικό, ώστε, μέσα από τα βιβλία, να διαφωτίσει τους ορθοδόξους. Οι Ιησουίτες (η μάλλον “‘Αντιχριστίτες”, κατά τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμία τον Τρανό), έσπευσαν να τον κατηγορήσουν στους Οθωμανούς, πως το τυπογραφείο του, είναι τάχα εργοστάσιο όπλων και πως ετοιμάζεται να ξεσηκώσει τον λαό σε επανάσταση. Έτσι πέτυχαν την ολική καταστροφή του. Μετά από πολλές εξορίες, προπηλακισμούς και ταπεινώσεις έλαβε τελικώς, στις 27 Ιουνίου 1638, τον στέφανο του μαρτυρίου, κατόπιν σκευωρίας και πάλι των Ιησουιτών, οι οποίοι τον κατηγόρησαν στους Αγαρηνούς ως συνωμότη, προσφέροντάς τους παράλληλα υπέρογκο χρηματικό ποσό (από τα ταμεία της εν Ρώμη διαβόητης Propaganda Fidei) για την εξόντωσή του. Οι Γενίτσαροι τον μετέφεραν στα παράλια του Αγίου Στεφάνου (εκεί που βρίσκεται σήμερα το αεροδρόμιο της Κωνσταντινουπόλεως) και τον έπνιξαν, γονυπετή προσευχόμενο. Αλλά ακόμη και μετά τον θάνατό του δεν βρήκε ησυχία ο ζηλωτής Πατριάρχης. Η σορός του ρι-χθηκε στην θάλασσα, όπου την βρήκαν ψαράδες και την έθαψαν. Οι λατινόφρονες την ξέθαψαν και την έρριξαν ξανά στην θάλασσα. Τα λείψανά του όμως ξαναβρέθηκαν και ενταφιάστηκαν με κάθε δέουσα τιμή. Στον Κύριλλο Λούκαρι οφείλουμε το ότι οι Ορθόδοξες Τοπικές Εκκλησίες δεν έγιναν ουνιτικές από τότε. Υπήρξε όχι μόνο ο κύριος τορπιλιστής της Ουνίας της Βρέστης (1596), αλλά με την άνοδό του στον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως, το μεγαλύτερο εμπόδιο στην Ένωση με τον Πάπα Ρώμης, την οποία επεδίωκαν τότε οι παπικοί με όργανά τους, λατινόφρονες η φιλοχρήματους, Αρχιερείς. Μισήθηκε δε από αυτούς όσο κανείς άλλος, ενώ κατηγορήθηκε ως Προτεστάντης, τόσο εξ αιτίας μιας αμφιλεγόμενης γνησιότητος “Ομολογίας”, όσο και των πολιτικών σχέσεων που είχε με αξιωματούχους προτεσταντικών κρατών στην προσ­πάθειά του να διασώσει το Γένος από τον αντίχριστο παπισμό. Συνέγραψε την πραγματεία “Κατά Ιουδαίων” (Κωνσταντινούπολις, 1627), το πρώτο βιβλίο που τυπώθηκε σε ελληνικό τυπογραφείο, καθώς και πολλές εγκυκλίους και επιστολές, με τις οποίες στηλίτευε τις παπικές καινοτομίες (Διάλογος Ζηλωτής και Φιλαλήθης, Περί της διαφοράς ην έχουσιν οι ανατολικοί μετά των δυτικών, Περί πυρός καθαρτηρίου κ. α.).
Μετά τον μαρτυρικό θάνατο του Κυρίλλου, ο μαθητής του Ευγένιος Γιαννούλης ο Αιτωλός (1595-1682), συνέγραψε Ακολουθία προς τιμήν του, το χειρόγραφο της οποίας αγνοείται. Ο Ευγένιος υπήρξε επίσης μια φωτισμένη (με το φως της Ορθοδοξίας) προσωπικότητα, ο οποί­ος γεννήθηκε γύρω στα 1597 στο Μέγα Δένδρο του Θέρμου Αιτωλίας. Μετά από διάφορα ταξίδια στην ελληνική επικράτεια και το Άγιον Όρος, για να μαθητεύσει κοντά σε διαφόρους διδασκάλους, βρέθηκε στην Αλεξάνδρεια, όπου χειροτονήθηκε ιερέας από τον Πατριάρχη Κύριλλο Λούκαρι. Διακόνησε στα Ιεροσόλυμα και κατόπιν, συνέχισε τις σπουδές του κοντά σε σημαντικούς διδασκάλους της εποχής σε διάφορα μέρη και την Κωνσταντινούπολη, στην οποία τον είχε καλέσει ο Λούκαρις. Το 1639 ίδρυσε Σχολή στο Αιτωλικό, έπειτα στο Καρπενήσι, ενώ το 1661 ίδρυσε Σχολή στα Μεγάλα Βραγγιανά των Αγράφων, το περίφημο “Ελληνομουσείον Αγράφων”. Κοιμήθηκε στις 6 Αυγούστου 1682. Κατέλιπε πλούσιο παιδευτικό, συγγραφικό αλλά και φιλανθρωπικό έργο και πολλούς άξιους μαθητές, που διέπρεψαν στα Γράμματα και συνέχισαν το έργο του.
Σπουδαιότερος από αυτούς είναι ο βιογράφος του, λόγιος ιερομόναχος, Αναστάσιος ο Γόρδιος (1654-1729). Γεννήθηκε περί το 1654 στα Μεγάλα Βραγγιανά των Αγράφων. Εκεί σπούδασε κοντά στον Ευγένιο, όπως ειπώθηκε, και έπειτα συνέχισε τις σπουδές σε διάφορες περιοχές της Ελλάδος και του εξωτερικού. Το 1676 εκάρη μοναχός και χειροτονήθηκε ιεροδιάκονος. Αν και του πρότειναν να διδάξει σε διάφορες μεγάλεις πόλεις της ομογένειας, προτίμησε να υπηρετήσει τους ανθρώπους της ταπεινής επαρχίας του. Έτσι δίδαξε, επί δεκαετίες, στη Σχολή του Αιτωλικού και στο “Ελληνομουσείον”, Κοιμήθηκε στην γενέτειρά του στις 7 Ιουνίου 1729. Εκτός του παιδευτικού, σπουδαίο είναι και το φιλολογικό, θεολογικό, επιστολογραφικό (σώζονται περίπου 700 επιστολές του) και συγγραφικό του έργο. Το σημαντικώτερο θεολογικό του έργο είναι το (ερμηνευτικό στην Αποκάλυψη) “Περί Μωάμεθ και κατά Λατίνων”.
Καρπός του έργου των παραπάνω διδασκάλων, υπήρξε ο, πολυαγαπημένος Άγιος των νεωτέρων Ελλήνων, ο Ισαπόστολος Κοσμάς ο Αιτωλός (1714-1779). Ο Πατροκοσμάς γεννήθηκε το 1714 στην Αιτωλία και αφού διδάχθηκε τα πρώτα γράμματα από τον ιεροδιάκονο Ανανία, συνέχισε τις σπουδές στο “Ελληνομουσείον”, κοντά στο αδελφό του Χρύσανθο (μαθητή του Γορδίου και τότε Σχολάρχη) και στον Θεοφάνη, μαθητή του Ευγενίου. Κατόπιν μετέβη στον Άγιον Όρος και φοίτησε στην περίφημη Αθωνιάδα Σχολή. Το 1759 με ευλογία του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Σεραφείμ ξεκίνησε τις περιοδείες του στην Δυτική Ελλάδα και την Βόρειο Ήπειρο, προκειμένου να αντιμετωπίσει τον αυξανόμενο τότε εξισλαμισμό των Χριστιανών. Όπου σταθεί διδάσκει, νουθετεί, παρηγορεί και – κυρίως – ανοίγει σχολεία (σε 247 ανέρχονται τα σχολεία που ίδρυσε!), ξυπνώντας ψυχές και πυρπολώντας καρδιές. Με τις Διδαχές του ποτίζει με ύδωρ Ορθοδοξίας την αποξηραμένη σκέψη των αμαθών συμπατριωτών του. Η επιρροή που άσκησε υπήρξε τεράστια και δεν άργησε να γίνει στόχος των σκοτεινών δυνάμεων. Όπως και ο πνευματικός του πρόγονος Κύριλλος Λούκαρις, συκοφαντήθηκε στους Αγαρηνούς (από τους Ιουδαίους σε αυτήν την περίπτωση) και οδηγήθηκε στην αγχόνη στις 24 Αυγούστου 1779.
Διαβάζοντας κανείς τα παραπάνω δεν είναι δυνατόν να μη κατανοήσει το τεράστιο βάρος της κληρονομιάς που φέρουμε ως απόγονοι τέτοιων Πατέρων. Άραγε θα ξυπνήσουμε; Άραγε θα εγερθούμε σηκώνοντας κι εμείς ψηλά τις, ποδοπατημένες σήμερα, σημαίες της Ορθοδοξίας, τις οποίες εκείνοι οι κλεινοί Διδάσκαλοι δεν υπέστηλαν ουδέποτε; Είθε!