Από
το Βιβλίο Η ΑΠΟΤΕΙΧΙΣ ΜΟΥ Αρχιμανδρίτου
Χρυσοστόμου Σμύρνης
Ιερά
Μονή Γοργοεπηκόου και Μυροφόρων Σπέτσαι
2008
Σελίδες 27-42
Ο όρος των θείων
Κανόνων της Εκκλησίας άποτειχίζω (1),
άποτεσχίζομαι, ή άποτείχισις (2 )
σημαίνει χωρισμός, “τό γαρ τείχος των
εντός αύτοΰ προς τούς εκτός χωρισμός
έστι”(3), γράφει τον ΙΒ' αιώνα ό κανονολόγος
Ζωναράς Ιωάννης. Δηλαδή, όπως τό παλαιόν
εν καιρώ εχθρικής επιδρομής οί κάτοικοι
κατέφευγον εντός των τειχών τών πόλεων
καί οΰτω διά τούτων διεχωρίζοντο άπό
τών πολεμίων, άγωνιζόμενοι κατ’ αυτών
άμυντικώς καί επιθετικώς μέχρι τής
νίκης καί τής άπαλλαγής των έκ τών
εχθρών, ούτω γίνεται καί εν τήΕκκλησία.
Έν καιρώ κηρυττομένης
εν αυτή αιρέσεως υπό τών εχθρών
τής’Ορθοδοξίας αιρετικών, οι’Ορθόδοξοι
Χριστιανοί καταφεύγουσιν εις τα τείχη
τήςΈκκλησίας, δηλαδή εις τούς Αγίους
(4) Πατέρας καί την θείαν αυτών διδασκαλίαν,
βάσει τής οποίας χωρίζονται έκ τών
αιρετικών, καί άγωνίζονται κατ’ αυτών
καί τής αιρέσεως όμολογουντες καί
έλέγχοντες, μέχρι τής νίκης τής ’Ορθοδόξου
'Ομολογίας τής Πίστεως. Δηλαδή, έως τής
κατακρίσεως καί τοΰ άναθεματισμοϋ τής
αιρέσεως καί τών άμετανοήτων αιρετικών,
καί τής δικαιώσεως καί έπικρατήσεως
τής θείας ’Ορθοδοξίας δι’
άντιαιρετικήςΌρθοδόξου Συνόδου, εις
την όποίαν άποβλέπει δ όλος άντιαφετικός
άγων τής’Ορθοδόξου Πίστεως. Άρχεται
δε ό καλός ουτοςάγών τής Όρθοδόξου
Πίστεως “προ συνοδικής διαγνώσεως (
5 ), ήτοι, πριν άποφασίση ή Σύνοδος
περί τοΰ κηρύσσοντος αίρεσιν, καί από
τής στιγμής τής κηρύξεως ταύτης εν τη
Εκκλησία.
Ή σωτήριος αυτή
άποτείχισις έντέλλεται υπό τοΰ Κυρίου
τής Εκκλησίας Ίησοΰ Χρίστου τοΰ Θεού
διά τοΰ Ευαγγελικού καί Κανονικού νόμου,
καί διδάσκεται έν Πνεύματι Άγίω διά τοΰ
πατερικοΰ θείου λόγου καί τής αγίας
εκκλησιαστικής πράξεως τής Ί. Παραδόσεως
τής’Ορθοδοξίας. Αγαθοί δε καρποί τής
θείας ταύτης Άποτειχίσεως είναι όλαι
αι άντιαιρετικαί’Ορθόδοξοι Σύνοδοι,
Οίκουμεν ικαί καί Τοπικά ί, καί οί προ
αυτών καλοί άντιαιρετικοί αγώνες τής
Ορθοδόξου Ομολογίας τής Πίστεως ( 6)
τών’Ορθοδόξων Χριστιανών,Ομολογητών
καί Μαρτύρων, κατά τής αιρέσεως καί υπέρ
τής’Ορθοδοξίας. Καί δι’ αυτών τών έν
Χριστώ αγώνων διετη-ρήθη μέχρι σήμερον
επί γής ορθόδοξος ή τοΰ Χριστοΰ Έκκλησία,
δι’ ής ή έν Χριστώ σωτηρία». (Νομοκανονικής
ΈπιτροπήςΕλλήνων Πολιτών, «Αναιδής
Έπίθεσις κατά ’Ορθοδοξίας καί Πολιτείας»,
Άθήναι 1997) Άρ. Δελήμπαση.
***
«Οί ’Ορθόδοξοι,
διακόπτοντες την κοινωνία τους με τούς
αιρετικούς, καί έν προκειμένω μέ τούς
Οίκουμενιστάς, μήπως έξέρχονται τής
Έκκλησίας; Μήπως απομακρύνονται από
τόν Θεόν; Μήπως χωρίζονται από τούς
Αγίους; Μήπως καταλύουν την ενότητα
τής’Ορθοδοξίας;
Ασφαλώς καί
βεβαίως, όχι!
Οί βίοι τών Αγίων
είναι πάντοτε γιά τούς ’Ορθοδόξους οι
άσφαλεΐς οδηγοί θεωρίας καί πράξεως.
Ό άγιος Μάρκος,
ευρισκόμενος στις τελευταίες στιγμές
της επιγείου ζωής του (έκοιμήθη τήν 23.
6. 1445), δηλώνει κατηγορηματικά, ότι δέν
θέλει όλως διόλου καί μέ κανέναν απολύτως
τρόπο νά εχη κοινωνία μέ τόν τότε
λατινόφρονα Πατριάρχη Γρηγόριον
(Γρηγόριος F Μάμας,
1443- 1450) καί μέ όσους κοινωνοΰσαν μαζί
του, οί όποιοι μέ τήν ένωτική καί παπόφιλη
τακτική τους είργάζοντο «επί
καταστροφή των ορθών δογμάτων τής
Εκκλησίας» (7).
Τό αξιοπρόσεκτο
είναι, ότι ό Άγιος δέν θέλει νά εχη
κοινωνία μαζί τους, όχι μόνον όσο ζή,
άλλά ούτε καί μετά τήν κοίμησιν του ούτε
στήν κηδεία του, ούτε καί υστέρα στά
μνημόσυνά του!..
Άς θαυμάσουμε
αυτά τά Ιδια τά λόγια τής παρακαταθήκης
τοΰ Αγίου; «Ούτε βούλομαι», παραγγέλλει
ό Άτλας τής ’Ορθοδοξίας, «ούτε
δέχομαι τήν αύτοΰ (τοΰ Πατριάρχου) ή των
μετ’ αύτοΰ κοινωνίαν, τό παράπαν ούδαμώς
ούτε επί ζωής μου, ούτε μετά θάνατον»
«ώσπερ παρά πάσάν μου τήν ζωήν έμήν
κεχωρισμένος άπ’ αυτών, ούτω καί έν τώ
καιρώ τής εξόδου μου, καί ετι καί μετά
τήν έμήν άποβέωσιν καί έξορκών εντέλλομαι,
ινα μηδεές εξ αυτών προσέγγιση ή έν τή
έμή κηδεία, ή έν τοϊς μνημοσύνοις μου
άλλ’ ουδέ άλλου τινός τών τούτου μέρους
ήμών ώστε συμφορεύειν έπιχειρήσαι, καί
συλλειτουργειν τοις ήμετέροις. Τοϋτο
γάρ έστι τό τά άμικτα μίγνυσθαι. Δει γάρ
παντάπασιν (παντελώς) έκείνους είναι
κεχωρισμένους ήμών, μέχρις αν δώ ό Θεός
τήν καλήν διόρθωσιν καί ειρήνην τής
’Εκκλησίας αύτοΰ» ( 8.)
Ό λόγος τοΰ Αγίου
είναι αυστηρός καί άκαμπτος άράγε, ποΰ
οφείλεται αυτό; Πώς δικαιολογούσε τήν
απόλυτη αυτήν στάσι του έναντι των
Λατινοφρόνων ενωτικών τής εποχής του,
ο! οποίοι σημειωτέου δεν είχαν ακόμη
κριθή άρμοδίως υπό Συνόδου’Ορθοδόξων
καί αποτελούσαν τότε την λεγομένην
«επίσημη Εκκλησία»;
Άς ακούσουμε
λοιπόν τόν Άγιον, πώς εξηγεί με θαυμαστή
άκρίβεια καί θεολογική διαύγεια την
στάσι του:
«Πέπεισμαι
γάρ άκριβώς, ότι όσον άποδιίσταμαι
(άποχωρίζομαι/άπομακρύνομαι) τούτου
(τού Πατριάρχου) καί των τοιούτων, (τών
ενωτικών) έγγίζω τώ Θεώ καί πάσι τοΐς
πιστοΐς καί άγίοις Πατράσι- καί ώσπερ
τούτων χωρίζομαι, ούτως ένοΰμαι τη
αλήθεια καί τοΐς άγίοις Πατράσι τοΐς
θεολόγοις τής’Εκκλησίας» ( 9.)
Κατά τούς Αγίους
λοιπόν, χωρισμός από τούς αιρετικούς
σημαίνει προσέγγισι καί ένωσι μέ τόν
Θεόν, την Αλήθεια, τούς Πατέρας.
Καί ο άγιος
Γρηγόριος ό Παλαμάς διέκοψε την κοινωνία
μέ τόν επίσης λατινόφρονα Πατριάρχη
Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννη Καλέκα
(1334-1347), εξ αιτίας τού οποίου έφυλακίσθη
(1343), ύβρίσθη καί άνεθεματίσθη.
Οί Πατριαρχικοί
άποκαλοΰσαν τόν άγιο Γρηγόριο «στασιαστήν» καί
κατέκριναν αυτόν «μετά τών αποστατών
καί δεσμωτών συντετάχθαι», τούς δέ
όμόφρονάς του θεωρούσαν ώς«απειθείς»,
«ανυπότακτους» καί «αποτρόπαιους» (
10.)
«Τόν Παλαμάν
καί τούς όμόφρονάς αυτού»..., «τολμήσαντας
άκανονίστως καί άκρίτως άποκόψαι τό
μνημόσυνου μου, τώ άπό τής ζωαρχικής
καί άγιας Τριάδος δεσμώ καθυποβάλλομεν,
καί τώ αναθέματα παραπέμπομεν. Ή υπογραφή·
Ιωάννης έλέω Θεοΰ Αρχιεπίσκοπος
Κωνσταντινουπόλεως νέας'Ρώμης, καί
Οικουμενικός Πατριάρχης» (11.)
Το ιαΰτα βεβαίως
αναθέματα όχι μόνον δέν ισχύουν, αλλά
είναι δόξα καί τιμή γιά τούς Ένισταμένους
κατά τής αιρέσεως, ταυτοχρόνως δέ
αποτελούν έγγύησι τής ορθής πορείας
καί τής νομιμότητος του άντιαιρετικοΰ
άγώνος των.
«Ην ποτέ φευκτόν
καί φοβερόν τό ανάθεμα, ότε κατά των
ενόχων τής άσεβείας, υπέρ των τής
εύσεβείας κηρύκων, έφέρετο» αφού όμως
έστράφη «κατά τών προμάχων τής’Ορθοδοξίας»,
«εις μύθους καί παίγνια μεταπέπτωκε
μάλλον δέ, τοΐς εύσεβέσι καί αιρετόν
παρεσκεύασται», έφ όσον εις αυτούς
«στεφάνους άκηράτους, καί αθάνατον
δόξαν, αντί ποινής, απεργάζεται. Διό καί
έκαστος τών ευσεβών καί αγίων, ύπ’ αυτών
ήλλοτριωμένων Χριστού, μυριάκις αιρεϊται
προπηλακίζεσθαι καί άναθεματίζεσθαι»,
παρά νά κοινωνήση μέ αιρετικούς» ( 12 ) (
13.)
Ή διακοπή
εκκλησιαστικής/μυστηριακής κοινωνίας
καί ή άπομάκρυνσις άπό τούς κηρύττοντας
αιρετικά δόγματα, όπως έπραξε καί ό
Άγιος Μάρκος, καλείται «Άποτείχισις»,
ή όποία μάλιστα εφαρμόζεται ακόμη καί
«πρό συνοδικής διαγνώσε-ως» δηλαδή. και
«προ του να γένη ακόμη συνοοική κρισις
περί τής αιρέσεως ταύτης». καί τού
αιρετικού, όπως διευκρινίζει ό Όσιος
Νικόδημος ό Αγιορείτης (14).
Ή σωτήριος αυτή
«Άποτείχισις» αποτελεί μέρος τοΰ
γενικωτέρου άγώνος τής ’Ορθοδόξου
Ένστάσεως.
Εκείνοι, πού
καταπολεμούν καί αποκρούουν μίαν
αιρεσιν, καί υπερασπίζονται τήν Αλήθεια
τής ’Ορθοδοξίας, λέγονται «Ένιστάμενοι»,
διότι ένίστανται, δηλ. αγωνίζονται
όρθοδόξως, νομίμως καί θεαρέστως υπέρ
τής αγίας Πίστεως καί γιά νά απαλλάξουν
«από σχισμάτων καί μερισμών τήν
Εκκλησίαν». (ΙΕ' κανών τής Πρωτοδευτέρας
Συνόδου).
Οι άγιοι Πατέρες
καί μάλιστα ό Όσιος Θεόδωρος ό Στουδίτης
λέγουν, ότι «πας ό υπέρ τής Αλήθειας
ένιστάμενος» ( 15 ) είναι άγωνιστής
τοΰ καλού άγώνος «τής ’Ορθοδόξου καί
θεαρέστου ένστάσεως»( 16 ) καί γιά τόν
λόγον τούτον λογίζεται ώς «ομολογητής
πας ο ενισταμενος»( 17 ) κατα τής αιρεσεως
και υπέρ τής Ορθοδοξίας.
Κ ατά τούς άγιους
Πατέρας, ή περίοδος τού ορθοδόξου
άντιαιρετ ικού άγώνος είναι «καιρόςΌμολογίας,
καιρόςΈνστάσεως, καιρός άθλήσεως, τυχόν
καί άλλων παθημάτων άλλα καί στεφάνων
καί δόξης έπουρανίου» (18.)
Ή έννοια επομένως
τήςΌρδοδόξουΈνστάσεως περιλαμβάνει
τήν «Άποτείχισι», άλλά δέν εξαντλείται
εις αυτήν άπαιτεΐται ένας συνεχής
άγων, μία κατά τόν Μέγαν Βασίλειον
«καρτερά καί άνένδοτος ένστασις» «υπέρ
τής Αλήθειας» (19) , ή οποία αρχίζει
πρακτικώς μέ τήν «Άποτείχισι», συνεχίζεται
μέ τήν διακήρυξι τής Άληθείας καί την
αναίρεσή τής πλάνης, ολοκληρώνεται δέ
μέ την κατάκρισι τής αίρέσεως καί των
αμετανόητων αιρετικών υπό’Ορθοδόξου
Συνόδου.
Ένα ακόμη
παράδειγμα από την εκκλησιαστική ιστορία
θά συμβάλη μέ πρακτικό τρόπο στην
βαθύτερη κατανόησι τής ’Ορθοδόξου
Ένστάσεως καί Άποτειχίσεως.
Άς μεταφερθοΰμε
στην Κωνσταντινούπολη επί πατριαρχείας
Νεστορίου (428-431).
Εέ μία Εκκλησία
τής Βασιλευούσης, κατά την ώρα τής
Λειτουργίας, ό Επίσκοπος Δωρόθεος,
παρουσία του Νεστορίου, άπετόλμησε
«μεγάλη τή φωνή» νά διακηρύξη την δεινή
α'ίρεσί του.
Τί έπηκολούθησε;
Ευθύς αμέσως «γέγονε κραυγή μεγάλη παρά
παντός τοΰ λαού καί εκδρομή»(15) , δηλ.
έξοδος ομαδική καί ορμητική από τόν
Ναό.
Ή «εκδρομή», ή
αυθόρμητη αυτή έξοδος καί άπομάκρυνσις
των ευσεβών από τόν τόπο τής κηρύξεως
τής νεστοριανής αίρέσεως καί ό αποχωρισμός
από τόν αιρετικόν, εκφράζει άριστα την
έννοια τής «Άποτειχίσεως».
Ετό εξής
οί’Ορθόδοξοι τής Κωνσταντινουπόλεως
δέν ήθελαν νά κοινωνοΰν έκκλησιαστικώς
μέ τούς Νεστοριανούς, μέχρι καί τοΰ
σημείου νά μην έκκλησιάζωνται πλέον
στούς Ναούς τής
Πόλεως, φοβούμενοι
όπως έγραφε ό Άγιώτατος Πατριάρχης
Αλεξανδρείας Κύριλλος νά μή βλαφθούν.
Άπό την στιγμή
εκείνη άρχισε ό αγών της «’Ορθοδόξου
καί Θεαρέστου Ένστάσεως·» έστοίχισε
βεβαίως διωγμούς καί βασανιστήρια καί
στερήσεις, αλλά είχε αίσιο πέρας, δηλ.
την σύγκλησή της Γ' Αγίας Οικουμενικής
Συνόδου, ή οποία διεσάφησε καί διεκήρυξε
την ’Ορθόδοξη άλήθεια καί άναθεμάτισε
την αί'ρεσι καί τόν αίρεσιάρχη Νεστόριο.
Έτσι συνέβαινε
καί με κάθε Οικουμενική Σύνοδο: ήταν τό
αποκορύφωμα τής’Ορθοδόξου Ένστάσεως
καί Άποτειχίσεως.
Οί εύσεβεΐς ήσαν
άνέκαθεν εύαίσθητοι στά θέματα τής
Πίστεως.Ό Άγιος Γρηγόριος τούς χαρακτηρίζει
ώς «τό θερμότερον μέρος τής Εκκλησίας»
( 16 ) καί δέν έδίσταζον νά άπομακρυνθοΰν
άπό Ποιμένας, έστω καί πολύ έναρέτους,
όταν αυτοί δέν (ορθοτομούσαν τόν λόγο
τής Αλήθειας, ώς λόγου χάριν συνέβη μέ
τόν Γέροντα Επίσκοπον Ναζιανζού, όστις
«άπλότητι τρόπων» φενακισθείς καί
«άκεραιότητι γνώμης τφ άγκίστρω
περιπεσών», «τό δέλεαρ τής αίρέσεως»
κατεδέξατο, «γραφή τε χειρός καί κοινωνία
συναφθείς» τοΐς "όμοιουσιανοΐς".
Έξ άφορμής τής υπογραφής ήμιαρειανικού
συμβόλου ύπ’ αύτού συνέβησαν ταραχαί
εν Ναζιανζω. Ή Εκκλησία τής Ναζιανζού
έταράχθη καί έδιχάσθη· ήγέρθη «σάλος»
καί «καταιγίς». Οί Ιερείς καί μάλιστα
οί Μοναχοί τής περιοχής Ναζιανζού
διέκοψαν κοινωνίαν μετ’ αύτού· δηλ.
«άπετειχίσθησαν»17. («Ή αϊρεσις τού
(Οικουμενισμοϋ καί ή Πατερική στάσις
των Όρθοδόξων» Συμβολή στην
Άντι-Οικουμενιστική Θεολογία Σειρά Β'
4 έκδοσις Ί. Μονής Άγ. Κυπριανού καί’
Ιουστίνης - Φυλή Αττικής.
«Ή ψευδής ένωσις
τής Φλωρεντίας πρός καιρόν έδίχασε τήν
’Ορθόδοξον Ανατολήν. Ό αύτοκράτωρ, οί
αύλικοί, οι ανώτεροι άξιωματούχοι τής
κοινωνίας, οι διανούμενοι, ό Πατριάρχης
Κων/ πόλεως καί οί πλεΐστοι των επισκόπων
άπετέλουν τήν παράταξιν τών Ενωτικών.
Οί ιερείς, οί μοναχοί, αί μοναχαί καί δ
λαός, δ φύλαξ οΰτος τής’Ορθοδοξέας,
έτάχθησαν άνεπιφυλάκτως υπό τήν σημαίαν
τοΰ αποφασισμένου αρχηγού Μάρκου τού
Ευγενικού.
Ενωτικόί καί
Ανθενωτικοί άνεμετρήθησαν εις πείσμονα
καί παρατεταμένον άγώνα μέ άποτέλεσμα
νά ήττηθούν κατά κράτος καί νά καταισχυνθούν
οί διαθέτοντες τήν δύναμιν τής πολιτικής
καί εκκλησιαστικής εξουσίας. Εις τόν
άγώνα μεταξύ τών ’Ορθοδόξων καί τών
Γραικολατίνων δουλών τού πάπα ένίκησεν
ή άλήθεια, ή δε αλήθεια δεν συμπορεύεται
πάντοτε μετά τών προσώπων, τών κατεχόντων
τήν άνωτάτην εν τή Έκκλησή καί Πολιτεία
ήγεσίαν.
Τήν δύναμιν τού
Ορθοδόξου Μοναχισμού καί λαού δεν
υποτιμούν ουδέ αυτοί οί σύγχρονοι
Ρωμαιοκαθολικοί θεολόγοι. Ό J. Gill,
όμιλών περί τών άντιταχθέντων εις τήν
ένωσιν Βυζαντινών, γράφει: “Στό Βυζάντιο
ή βάσις τής άντιστάσεως δέν ήταν τό
Κράτος, άλλ’ ή Εκκλησία καί άπό τήν
Εκκλησία όχι τόσο πολύ οί επίσκοποι,
όσον οί μοναχοί καί ό κοινός λαός, πού
έβλεπε τούς μοναχούς ώς τούς διαφωτισμένους
άσκητάς καί πνευματικούς οδηγούς ...Ήταν
(οί μοναχοί) οί πρόμαχοι τής’Ορθοδοξίας
... αυστηροί, άκαμπτοι... Γιά νά έχη
πιθανότητα επιτυχίας κάθε σχέδιο
ένώσεως, έπρεπε πρώτα οί καλόγηροι καί
ό λαός μαζί τους νά προσελκυθούν σ’
αυτό”.
ΌΕφέσου Μάρκος
ό Ευγενικός, κατά την Σύνοδον της
Φλωρεντίας, πιεζόμενος υπό πολλών νά
επίδειξη συγκατάβασήν, ώστε νά έπιτευχθή
ή μετά τής Δυτικής Εκκλησίας Ένωσις,
άπεκρίθη: “ου συγχωρεΐ συγκατάβασις
εις τά τής ΠίστεωςΎΌτε δέ οί υπέρ τής
ένώσεως τοΰ άπήντησαν, ότι “ολίγη έστί
ή των δύο ομολογιών διαφορά καί ολίγη
συγκατάβασις ενώσει ημάς, εί θελήσεις
καί αυτός χρήσασθαι ταύτη”, εκείνος
άπεκρίθη. “Παρόμοιόν έστι τούτο τό
ρηθέντι παρά τουΈπάρχου πρός τόν Άγ.
Θεόδωρον τόν Γραπτόν ή τόν Στουδίτην
είπε γάρ αύτώ έτι μίαν μόνην
κοινωνήσατε (μετά αιρετικών) καί έτερον
ούκ άπαιτοΰμεν, πορεύεσθαι δέ όποι φίλον
ήμΐν καί ό Άγιος έφη πρός αυτόν όμοιόν
τι λέγεις, ώσπερ αν τις άξιών έτερον
λέγει· ούδέν αίτοΰμεν σε, άλλ’ ή την
σήν άπαξ άποτεμεΐν κεφαλήν, καί μετά
ταΰτα πορεύου όπου θέλεις. Ου γάρ έστι
μικρόν εν τοΐς τοιούτοις καί τό δοκεϊν
μικρόν” καθότι “τό επί δόγμασιν είτε
μικροις εϊτε μεγάλοις άμαρτάνειν, ταύτόν
έστιν εξ άμφοτέρων γάρ ό νόμος τού Θεού
άθετεΐται”, κατά την έκφρασιν τοΰ Κων
/πόλεως άγίουΤαρασίου»18. (Θεοδωρήτου
Ίερομ., Διάλογοι τήςΈρήμου, σελίδες
52-53, ύποσήμ. (14).
«Τά περί πίστεως,
ένθα καί τό παρεκκλΐναι μικρόν, άμαρτεΐν
έστιν άμαρτίαν τήν πρός θάνατον» (19 ).
«Αυτό μέν ούν
τούτο έστι τό πάντων αίτιον των κακών,
τό μη καί υπέρ τών μικρών τούτων
άγανακτεΐν. Διά τούτο τά μείζονα τών
άμοίτημάτων έπεισήλθεν, ότι τά έλάττονα
τής προσηκούσης ου τυγχάνει διορθώσεως.
Καί καθάπερ έν τοΐς σώμασιν,... οϋτω καί
επί τών ψυχών'οί τών μικρών ύπερορώντες,
τά μείζονα έπεισάγουσιν.
Εί γάρ οί παρά
την αρχήν άποπηδάν των θείων θεσμών
έπιχειροΰντες καί μικρόν τι παρακινεΐν,
τής προσηκούσης έτύγχανον έπιτιμήσεως,
ούκ αν ό παρών έτέχθη λοιμός, καί τοσοϋτος
χειμών τάς Εκκλησίας κατέλαβεν» «ό τής
ύγιοΰς πίστεως καί βραχύτατον άνατρέψας,
τώ παντί λυμαίνεται» (20.)
«Ή διακοπή τοΰ
μνημοσύνου καί ή μή κοινωνία μετά των
καινοτόμων, δέν άποτελεϊ “φανατισμόν”
καί “αμάθειαν”, ή καινότητα έν τη
Όρθοδόξω Εκκλησία. Δυστυχώς, άπέχομεν
πολύ καί διά μίαν προσέγγισιν, έστω, τοΰ
ήρωϊκοϋ παρελθόντος τών πατέρων ήμών...
“Γνους δέ ό
Ύπάτιος, ότι παρ’ ό δει έφρόνησεν ό
Νεστόριός, ευθέως περιεΐλεν έν τώ
απόστολε ίω τό όνομα αυτοΰ, τοΰ μή
άναφέρεσθαι έν τή προσφορά. Γνους δέ
τούτο ο ευλαβέστατος Εύλάλιος, δεδοικώς
τήν εκβασιν τοΰ πράγματος, ήν γάρ έγκρατής
έν τή πόλει ό Νεστόριος, λέγει τώ Ύπατίω.
Διατί περιεΐλες τό όνομα αυτοΰ μή
γινώσκων τό άποβησόμενον; Ό δέ Ύπάτιος
έφη:Έγώ άφ ου έγνων ότι άδικα λέγει περί
τοΰ Κυρίου μου, ού κοινωνώ αύτώ οΰτε
αναφέρω τό όνομα αυτοΰ· έκεϊνος γάρ ούκ
έστιν επίσκοπος.
Τότε λέγει ό
επίσκοπος έν οργή: ύπαγε, διόρθωσον ό
έποίησας, έπεί τι ποιήσαι έχω εις σέ.Ό
δέ Ύπάτιος άπεκρίθη· ό θέλεις ποίησαν
έγώ γάρ πάντα προεθέμην παθεΐν καί οΰτω
ταΰτα έποίησα...” (Acta Sanctorum, Nov./
Β,' σελ. 267). Τό κατωτέρω, άποτελεϊ “σκηνικόν”
τών μετά τήν Σύνοδον τής Λυώνος γεγονότων,
(1274), έκφράζον έν όλη του τή άπλότητι,
τήν ήρωϊκήν άντίστασιν ένός γνησίου
τέκνου τής Εκκλησίας καί τής έρήμου.
Μετά την σύνοδον
της Λυώνος έπαρρησιάσθη τά των Ιταλών
δόγματα έξεβλήθη της Εκκλησίας ό
Πατριάρχης (Ιωσήφ) καί άντεισήχθη ετερος
του καφοΰ μάλλον ή τής αλητείας (Βέκκος)
καί εν δεσμοΐς καί κακώσεσι καί παντοίαις
αίκίαις ήν τά των ’Ορθοδόξων. Τηνικαΰτα
καί ό Μέγας Μελέτιος συμβούλω καί συνεργώ
τω θείω χρησάμενος Γαλακτίωνι, συν
κάκείνφ τή βασιλίδι των πόλεων έπιδημεϊ,
καί την ύγιά δόξαν πάσι ύπετίθετο, τής
λατινικής πλάνης, τους τε συναπαχθέντας
ταύτη ώς οΐον τε άφιστάς, καί τους
ένισταμένους στηρίζων καί ύπαλείφων
πρός άντιπαράταξιν τοΰ καινού τούτου
δόγματος...
Αλλά εις τάς τοΰ
κρατοΰντος άκοάς τά περί τούτου φθάσαντα,
ου μικρώς τούτον έτάραξεν... Καί γούν
μεταπεμφθέντες άμα τφ κρατοΰντι
παρέστησαν οι γεννάδαι καί τρανώςώμολόγουν
τού των πατέρων είναι δόγματος, καί μή
κοινωνεΐν αίρέσει, παρά των πατέρων
άριδήλως καί πρό τού γενέσθαι έλεγχθείση...
Τήν παρρησίαν
ταύτην ύβριν οίκείαν λογισάμενος ό
κρατών, φυλακή δίδωσι τήν καλήν τών
πατέρων συζυγίαν τή δέ συνείπετο καί
πολλή τις άλλη κακουχία, πρός ήν άντέστησαν
γένναίως, οι γενναίοι τού Χριστού
στρατιώται...»26. (Θεοδωρήτου Ίερομ.,
Διάλογοι τής Ερήμου, σελίδες 211-212).
«Σχίσμα» ή
«Άποτείχισις;»
«Οι ευσεβείς’Ορθόδοξοι
Χριστιανοί, οι όποιοι άπεστράφησαν τήν
αίρεσι τού Οίκουμενισμού καί τήν
καινοτομίαν τού Νέου Ημερολογίου καί
έκράτησαν μέ εύλάβεια τό Πάτριο
Έκκλησιαστικό Ημερολόγιο, καλούνται
Άντι-Οικουμενισταί καί Άκαινοτόμητοι
αυτοί δέν ακολουθούν τούς Οίκουμενιστάς
καί Νεοημερολογίτας ποιμένας στην
καταστροφική τους πορεία καί δέν έχουν
καμμίαν εκκλησιαστική σχέσι μέ αυτούς,
δηλ. έχουν άποτειχισθή από τούς
Νεωτεριστάς.
Μέ τήν στάσι
τους αυτή δέν προκάλεσαν Σχίσμα στήν
Έκκλησία, αλλά υπάκουσαν στους άγιους
Πατέρας κα ί τούςΊερούς Κανόνας, οί
όποιοι επαινούν καί μακαρίζουν όσους
άποτειχίζονται, δηλ. χωρίζονται άπό
καινοτόμους ποιμένας γιά λόγους
δογματικούς, όταν αυτοί κηρύσσουν
δημοσίως κακοδοξίες καί αιρέσεις.
(ΙΕ'Ίερός Κανών τής Πρωτοδευτέρας
Συνόδου).
Σχίσμα έχουμε
μόνο στήν περίπτωσι πού ένα μέρος τού
κλήρου καί τού λαού διακόπτουν σχέσι
καί κοινωνία μέ τούς κανονικούς Ποιμένας
τής Εκκλησίας «άναιτίως» καί «άνευλόγως»,
μέ τήν πρόφασι «ζητημάτων ιάσιμων» ή
παραπτωμάτων των άρχιερέων (21. )
Ή αϊρεσις τού
οίκουμενισμοΰ, άπό τήν οποία άπέρρευσε
ή Ημερολογιακή Καινοτομία τού 1924, δέν
είναι δυνατόν νά θεωρηθή ως άσήμαντο
πράγμα καί «ζήτημα ιάσιμο», έφ’ όσον
πολύ έγκυρα έχει χαρακτηρισθή ως «κάτι
πολύ χειρότερον τής παναιρέσεως» καί
ως «νόσος πρός θάνατον», ώς πάλιν «ό
πλέον άπαίσιος συγκρητισμός», ώς «χείρων
πάσης αίρέσεως» καί «άνήκουστος προδοσία»
(22.)
Επομένως, όσοι
άκολουθούν τό Πάτριο Εκκλησιαστικό
Ημερολόγιο καί είναι Άντιοικουμενισταί,
όχι μόνο δέν είναι Σχισματικοί, αλλά
συγκροτούν τό Άκαινοτόμητο Πλήρωμα τής
’Ορθοδόξου Εκκλησίας, τό όποιον έχει
άποτειχισθή από τούς Νεωτεριστάς καί
ένίσταται, δηλ. αγωνίζεται γιά τήν,ειρήνευσι
καί ενότητα τής Εκκλησίας, αδιαφορώντας
γιά τούς διωγμούς καί τίς συκοφαντίες
εναντίον του.
Πρέπει νά γίνη
πλήρως κατανοητό, ότι είναι τελείως
διαφορετικά πράγματα τό Σχίσμα, πού δεν
συγχωρεϊται ούτε με αίμα μαρτυρίου καί
ή άποτείχισις, ή οποία είναι σωτήριος
καί άξια «τής πρεπούσης τιμής τοις
Όρθοδόξοις». (ΙΕ'Ιερός Κανών τής
Πρωτοδευτέρας Συνόδου).
«Άγώνος ούν
χρεία μεγάλου, καί τούτου νομίμου» (Μ.
Βασιλείου, P.G 31,
1540Β), καί «’Ορθοδόξου θεάρεστουΈνστάσεως»
(Οσ. Θεοδώρου Στουδίτου, P.G 99,
1045).
(Εκ Δελτίου
τής Ί. Μονής Άγ. Κυπριανού καί Ίουστίνης,
Φυλή Αττικής).
***
«Μόνον ούτω, θά
δυνηθώμεν εντός τής σημερινής δίνης
καί συγχύσεως νά διασώσωμεν εκείνο, τό
όποιον παραγγέλλει ό Θεός εις τήν
Άποκάλυψιν: “κράτει ό έχεις, ίνα μηδείς
λάβη τόν στέφανόν σου” (3', 11).
Αλλά πρός τί οί
είσέτι τυχόν ενδοιασμοί; Αυτοί ουτοι ό
ΙΓ, ΙΔ, ΙΕ κανών, όστις άποτελεϊ καί τήν
πλήρη έπεξήγησιν των προηγουμένων,
ύφηγοϋνται καί έντέλλονται τήν διακοπήν
του μνημοσύνου καί άνευ συνοδικής
διαγνώμης.
Οι δήθεν έγκλήμασί
τισι τοΰ οικείου κατεγνωκώς επισκόπου
ως καί ό πρόφασιν εγκλήματος ποιούμενος
κατά τού οικείου Μητροπολίτου” οί
τοιοΰτοι, βεβαίως, ώς καί οί Ιεροί κανόνες
άναφέρουσι, ύπόκεινται εις καθαίρεσιν
άποσπώμενοι τοΰ οικείου επισκόπου. Αλλά
οί άλλοι; Οί άλλοι, οιτινες εύρίσκονται
ενώπιον τής τραγικότητος τής γυμνή τή
κεφαλή κηρυττομένης αίρέσεως, είναι
δυνατόν να συνταυτισθοΰν μετά των
άνωτέρω;
’Όχι!, μυριάκις
τό εναντίον! Ό καρπός μιας τοιαύτης
διαγωγής των είναι ό έπαινος τής
Εκκλησίας, “τής πρεπούσης τιμής τοΐς
Όρθοδόξοις άξιωθήσονται”, ως αναφέρει
καί ο κανών, καί ουδόλως ή κατάκρισις ή
τό πλέον βλάσφημον, όπερ ασφαλώς εξ
άγνοίας των λέγουν τινές, ότι δηλ.
“σχίζουν” την Εκκλησίαν διασπώντες
την έαυτής ενότητα!... ,
Οί ανωτέρω δέν
βλασφημοΟσι μόνον κατά των Πατέρων,
οϊτινες συνέταξαν τούς παρόντας κανόνας,
άλλά καί κατά τής συνόλου χορέ ίας των
ομολογητών, ο! όποιοι στοιχοΰντεςτή
ύφηγήσει τών άνωτέρω ως καί τοϋ 31ου
Άποστολικοϋ, ήδυνήθησαν μέ τους άγώνας
καί τά ίδια αυτών αϊματα “σχισμάτων
καί μερισμών ρύσασθαι την’Εκκλησίαν”.
Σημειωτέον δέ καί τοΰτο: ότι δηλ. ό
άνωτέρω 15ος κανών τής Πρωτοδευτέρας
συνετάγη ολίγα έτη μετά τόν φοβερόν
σάλον τής Είκονομαχίας, όστις ειχεν εκ
θεμελίων συνταράξει την Εκκλησίαν τοϋ
Βυζαντίου, ή οποία μόλις κατά την περίοδον
τής παρούσης Συνόδου έπανήρχετο εις
την πάλαι αυτής ευταξίαν.
Παρά ταΰτα, οί
πατέρες οί συγκροτήσαντες ταύτην, δέν
έδίστασαν διά του άνωτέρω κανόνος, νά
διακηρύξουν την έκ νέου άπομάκρυνσιν
τών πιστών εκ παντός αιρετικού ποιμένος
καί “ψευδεπισκόπου”!
Άλλά καί τό ετι
σπουδαιότερον. Ώς γνωστόν, ό άγιώτατος
ηγούμενος τοϋ Στουδίου Θεόδωρος μετά
πολυπληθών ηγουμένων καί μοναχών, επί
έτη είχε διακόψει την μετά τοϋ Πατριάρχου
καί τών κοινωνούντων αύτψ εκκλησιαστικήν
κοινωνίαν επί τώ λόγω καί μόνω τής μή
τιμωρίας τοϋ πρεσβυτέρου Ιωσήφ, όστις
ειχεν ευλογήσει τόν παράνομον γάμον
τοϋ αύτοκράτορος! '
Οί λοιποί όμως,
“οικονομικοί” επίσκοποι καί ιερείς,
δέν έδίσταζον, καλυπτόμενοι όπισθεν
τοϋ πλήθους καί τών εξουσιών, νά
επιρρίπτουν μετ’ αναίδειας τήν “ρετσινιά”
τοϋ “σχιστού” τής Εκκλησίας εις πάντας
τούς διακόψαντας τήν μετ’ αυτών
κοινωνίαν! Ευθύς όμως κατησχύνοντο υπό
της θεολόγου καί πλήρους παρρησίας
γραφίδος τοΰ άπαραμίλλου ηγέτου τής
Μοναδικής πολιτείας.
“Ούκ έσμέν
άποσχίσται, ώ θαυμάσιε, τής τοΰ Χρίστου
Έκλησίας μήποτε τούτο πάθοιμεν άλλ’
εί καί άλλως εν πολλοΐς άμαρτήμασι
τυγχάνομεν όμόσωμοι αυτής καί τρόφιμοι
μετά των θείων δογμάτων καί τούς κανόνας
αυτής καί διατυπώσεις γλι-χόμεθα
φυλάττεσθαι. Τό δε ταράττειν καί
άποσχίζειν απ’ αυτής, την μηδεμίαν
έχούσης άληθώς κηλίδα ή ρυτίδα κατά τε
τόν τής πίστεως λόγον, καί τόν των κανόνων
όρον, απ’ αρχής αίώνος καί μέχρι τοΰ
δεΰρο, εκείνων έστίν, ών ή πίστις τό
ένδιάστροφον έχει, καί ό βίος τό
άκανόνιστον καί άθεσμον... Τό μή
διαστέλλεσθαι κατά τόν Θεολόγον, προδοσία
τής άληθείας σαφής καί των κανόνων
παράλυσις...
Διό, ΐσθι, μή
είναι σχίσμα τής Εκκλησίας, άλλ’ άληθείας
έπικράτησιν καί Θείων νόμων έκδίκησιν...
Τό γάρ μή εχειν
σπίλον ή ρυτίδα, ϊνα καί πάλιν ειπωμεν,
οΰτω νοείτω τό μή προσιεμένην τά τε
άσεβή δόγματα καί τά άκανόνιστα
εγχειρήματα, ου μήν άλλά καί τά εν τοΐς
αυτουργοΰσι άπηγορευμένα συμφρονήματα,
ως που φησίν ό θείος Βασίλειος πρός ά ό
Παΰλος ό μέγας, ουδέ συνεστιάσθαι τοΐς
τοιουτοις παραχωρεί.
Έπεί άπό των
Αποστόλων καί κατόπιν, πολλαχώς πολ-λα
ί αιρέσεις προσερράγησαν αυτή καί
ρυπάσματα άθεσμα καί άκανόνιστα
έπεπόλασαν, ώσπερ καί τό νΰν άλλά μήν
αυτή τώ προειρημένα) τρόπω άσχιστος καί
άμώμητος διαμεμένηκεν, καί διαμένει
έως τοΰ αίώνος, ύπεξαιρουμένων καί
άποπεμπομένων απ’ αυτής των κακώς
φρονησάντων ή πραξάντων ώσπερ εξ άσειστου
καί παραλίου πέτρας τά προσρήσσοντα
κύματα”» (Βασιλείω Μο-νάζοντι, PG 99,
997-1004, Θεοδωρήτου Ίερόμ., Διάλογοι τής
Ερήμου, σελίδες 217-221).
«Ήθέλησεν
ηγούμενός τις νά κάλυψη την μετά των
Είκο-νομάχων κοινωνία του, διό καί πολλά
περί των ανωτέρω έγραψεν πρός τόν άγιον
Θεόδωρον, άποκλαίων οίονεί την των Ιερών
Ναών έρημίαν...
“Εύστρατίω
ήγουμένω. Έχάρην δεξάμενός σου τό τίμιον
γράμμα, πατέρων φίλτατε, καί διδαχθείς
τά κατά την όσιότητά σου ούτως εχειν
καί ούτως, έπεί, όσον εκ τών άπαγγειλάντων,
καίτοι άξιοπίστων,λυπηρώςδιεκείμην,
άκούσας την υποκριτικήν υπογραφήν. Καί
με δέξαι, τιμιώτατε, παρρησιαστικώτερον
διαλεγόμενον. Ούκ εξω αιτίας τό
κατασχεθέντα σε υπό βασιλικού, μεΐναι
απαθή, ήγουν άφετον. Τούτο γάρ τών
τεθρυλλημένων επαγωγόν.
Ούδείς ουν τών
πεπαρρησιασμένων άτερ φυλακής, ή
τουλάχιστον εξορίας, ήτοι φυγαδείας,
ώμολόγηται διαμεΐναι. Οι δέ τούτων
εκτός, εντός τής απαγωγής, ινα μή
τραχυτερον είπών λυπήσω.Ή ου διεβλέψω,
διορατικώτατε, τόν χαλεπόν διωγμόν
Δέοντος τού θηριωνύμου; ου ή Άχααβιτική
χειρ ειλε καί τούς εξ άλλου κράτους,
εκτεινε τε και ωλεσε' το γε φιλανθρωποτερον
έφρούρησε μετά πικράν μαστίγωσιν μή
ότι γε τούς υπό χεΐρα.
Εί δ’ αυτός
ουτίπου τών τοιούτων πεπονθώς μετά
σύλληψιν, σύγγνωθι, έσυλήθης άγιε. Καί
μή μοι φυλάττεσθαι τάς οικείας Εκκλησίας
λέγε, καί σώας τάς ιστορίας (αγιογραφίας)
μένειν, τήν τε αναφοράν τού άγιωτάτου
ημών Πατριάρχου. Τούτο γάρ καί άλλοι
άπαχθέντες φιλολογοΰσιν. Ου δύνανται
ταύτα διασεσώσθαι, εί μήτοι προδοσία
αληθινής ένστάσεως έγένετο.
Τί τό όφελος, εί
ημείς οι ναός Θεού καί όντες καί λεγόμενοι,
ήχρειώ'δημεν καί άψυχους οίκους
περιποιησάμε·8α;Ή είκών τού Χριστού,
ούτε τής Θεοτόκου, ούτε τινός αγίου
διαπίπτει. Μένει γάρ εν αύτοΐς ως
πρωτοτύποις· πίπτουσι δέ οί δοκούντες
καθαιρεΐν αύτάς αλλά γάρ καί οί φειδοΐ
τούτων προέμενοι τήν παρρησίαν καί τήν
δι’ αυτής κάκωσιν.
Ούά! άλλοι
άποθνήσκοντες, έτεροι ύπεροριζόμενοι,
άλλοι μαστιζόμενοι, έτεροι φρουρούμενοι,
τά δρη έχοντα καί α! έρημίαι, πέτραι τε
καί σπήλαια τούς μακαρίως δεδιωγμένους
καί ημείς οίκοι μένοντες, καί οίόμενοι
άβλαβώς διαμένειν;
ΟΥΔΑΜΩΣ...
Ταΰτα φιλών καί
ύπομνήσκων ε’ίρηκα, καί ώς υπό έπιτιμίαν
έσμέν άξιοι έλθεΐν καί ότι εν καιρω
’Ορθοδοξίας ούδέν άψηλάφητον άφεθείη...”»
(PG 99, 1365ΑΒ).
(Θεοδώρητου
Ίερομ., Διάλογοί τής Έρημου, σελ. 221-224).
’Εάν δι’ ένα
παράνομον γάμον τού αύτοκράτορος, ό
έξαρχος των'Ομολογητών, Άγιος Θεόδωρος
ό Στουδίτης καί οί μαθηταί του διέκοψαν
τό μνημόσυνον τού Πατριάρχου και τών
κοινωνούντων αύτώ, τί νά ε’ίπωμεν ημείς
σήμερον διά τόν ασφυκτικόν εναγκαλισμόν
υπό τών φύσει καί θέσει ταγών τής
Εκκλησίας τού προτεσταντικοΰ
άποβλαστήματος, ήτοι, τού επάρατου
Συγκριτιστικοΰ Οίκουμενισμού;
«Τό κατωτέρω
επεισόδιο περιγράφεται έν ταΐς έπιστολαις
τού Αγίου Θεοδώρου τού Στουδίτου καί
άναφέρεται εις μαθητήν του τινά ήγούμενον,
όστις τόν ήκολούθησεν εις τήν κατά τοΰ
παρανόμου γάμου τοϋ αύτοκράτορος
διαμαρτυρίαν του, καί, όστις παρά τάς
συνεχείς πιέσεις καί τά μαρτύρια, ήρνεΐτο
νά μνημονεύση τού Αρχιεπισκόπου
Θεσσαλονίκης εις όν καί ύπήγετο
έκκλησιαστικώς.
“ ...Τύπτειν οΰτω
τίς τέτυφεν ανθρώπων, ου λέγω χριστιανική
χειρ, άλλά βαρβαρική δίς έκατοντάκις
πρός εξήκοντα καί εξ μαστίγων, ειτα μετ’
ου πολύ, δίς δύο έκατοντάσι βουνεύ-ρων
επί τών νώτων ώς ό γενναίος γε άρχιεπίσκοπος,
μάλλον δέ άλλοτριοεπίσκοπος Θεσσαλονίκης,
καί ου τών αγελαίων τινά, άλλά μονάζοντα,
καί τούτον ήγούμενον, καί μάλα τόν
εύλαβέστατον, τούνομα Ευθύμιον, τόν τής
ευθυμίας όντως φερώ-
νυμον... Καί υπέρ
τίνος ό δαρμός; ϊνα τόν του Χρίστου
αθλητήν πείση συνθέσθαι άναφέρείν αυτόν
ώς ιεράρχην άλλ’ ώ τής γεν-ναίότητος
καί κραταίότητος του μάκαρος! Οΰτω γάρ
δίκαίον ειπεΐν οτι καί μετά τοσαυτας
πληγάς καί αίματος άγίου ρύσιν, ώστε
φοινίσσεσθαι τά πέλματα των ποδών των
έκεΐσε παρόντων καί οίονεί πηλοπο
ιεϊσθαι τό πορφυρεον κονίαμα εις
οικοδομήν τής τοΰ Χρίστου Εκκλησίας,
κείμενος ήδη βραχύ άπνοος, καί άφωνος,
καί έρωτηθείς παρά των κολαστών μνημονεύει
τόν τύραννον, φημί, άλλ’ ούκ αρχιεπίσκοπον
ότι , φησίν, ό μακάριος- ουτω μέχρι
θανάτου σχεδόν ου παρατρέψας τόν νοΰν,
ου παρεκκλίνας τι των όρθοδόξως εγνωσμένων
αύτώ”» (PG 99,
1097BC).
(Θεοδώρητου
Ίερομ., Διάλογοι της Έρημου, σελ. 212-213).
ΠΑΡΑΠΟΜΠΑΙ
1 ΙΕ’
Κανόνος ΑΒ’ Συνόδου.
2 Κατά
τό έγκυρον Λεξικόν τών Liddell-Seott,
ΤΑ', σελ. 352. Άποτειχίζω: κλείω ή χωρίζω
διά τείχους, α) πρός όχύρωσιν, β) πρός
άποκλεισμόν, γ) άνεγείρω μεσότειχον,
τοίχον πρός διαχωρισμόν, δ)εγείρω
οχυρώματα.
Άποτείχισις: τό
άποτειχίζειν, περιτειχίζει, άποκΛείειν,
άνέγερσις οχυρωμάτων, όχύρωσις. (Σημείωσις
ήμετέρα).
3 Κανονολόγου
Ζωναρά, Σ. I. Κ. 2, 694. .
4 Μ.
Αθανασίου, Β.Ε.Π.Ε.Σ., 32,130.
5 ΙΕ1
Κανόνος ΑΒ’ Συνόδου.
6 Α'
ΤιμόΘ., στ' 12.
7 Αγ.
Μάρκου ’Εφέσου, PG 160,
536 C («Απολογία,
ρηθεΐσα επί τήτελευτή αύτοΰ
αύτοσχεδίως»). '
8 Τοΰ
αυτού, PG 160, 536 C -
537 Α.
9 Τοΰ
αυτού, PG 160, 536 C-D.
10Αγ. Γρηγορίου
Παλαμά, Συγγράμματα, Β'σελ. 541 [Β'πρός
Μακάριον, § 4], σελ 595 [Αναίρεσις γράμματος
Καλέκα, § 13, Π. Χρήστου].
11 Τοϋ
αυτού, PG 150, 863 C-864
Α.
12 Μ.
Φωτίου, PG 102, σελ.
833 A-C /
Επιστολή ΙΖ', «Ίγνατίερ Μητροπολίτη
Κλαυδιουπόλεως».
13 ΙΕ'
Ιερού Κανόνος τής Πρωτοδευτέρας Αγ.
Συνόδου (861, επί Μ. Φωτίου Κων/πόλεως).
14 Όσ.
Νικοδήμου Αγιορείτου, Ί. Πηδάλιον, σελ.
358.
15. Όσ.
Θεοδώρου Στουδίτου, PG 99,
1064C, Επιστολή ΜΓ'«Ιωσήφ
άδελφω καί Αρχιεπίσκοπω».
16. Τού
αυτού, PG 99,1045D,
Επιστολή ΛΘ' «Θεοφίλω Ήγουμένω».
17. Τού
αυτού, PG 99,1177C,
’Επιστολή Κ' «Μακαρίφ Ήγουμένψ».
18. Τού
αυτού, PG 99, 1013Β,
’Επιστολή ΛΑ' «Τοίς εν Σακκουδίωνι
άδελφοίς».
19. Μ.
Βασιλείου, PG 32, 952,
Επιστολή ΣΝΗ' «Έπιφανίω ’Επισκοπώ»,§3.
15«Καίγέγονε μέν
κραυγή μεγάλη παρά παντός τού λαού καί
εκδρομή· Ού γάρ ήθελον έτι κοινωνεΐν
αύτοΐς τοιαϋτα φρονοϋσινΑοστε και νυν
άποσυνάκτους είναι τούς λαούς τής
Κωνσταντινουπόλεως, πλήν ολίγων
ελαφρότερων καί των κολακευόντων αύτρν.
Τά δέ μοναστήρια σχεδόν άπαντα καί οί
τούτων άρχιμανδρϊται, καί τής συγκλήτου
πολλοί ού συνάγονται, δεδιότες μή
άδικηθώσιν εις πί-στιν, αύτού καί των
σύν αύτω,... πάντων λαλούντων τά
διεστραμμένα» (Άγ. Κυρίλλου
Αλεξανδρείας, PG 77,
σελ. 81B-C,
ένθ'άνωτ.)
16li.
Άγ. Γρηγορίου τού Θεολόγου, PG 35,
1005C (Λόγος ΙΗ', «Εις τόν
Πατέρα...», § ιη’).
17«...Τούτον οι
τής χώρας μονασταί μή άνασχόμενοι, τής
κοινωνίας αύτού άποτέμνονται, συναπέστη
δέ αύτοις καί τού λαού μέρος ού τό
βραχύτατον...» (Γρηγορίου Πρεσβυτέρου,PG 35,
261C', «Βίος τού έν άγίοις
Πατρός ήμών Γρηγορίου τού Θεολόγου,
Επισκόπου Ναζιανζού»).
18 Άρχ/που
Ίερ. Κοτσώνη, «Προβλήματα τής ’Εκκλησιαστικής
Οικονομίας», ΑΘήναι 1957, σελ. 170-1 καί παρά
«Πρακτικά Συνόδων» Β', σελ. 169.
19 Μ.
Φωτίου, P.G.
102,604C επιστολή Β', «πρός
τόν Πάπα Νικόλαον Ρώμης».
2 Ιερού
Χρυσοστόμου, Υπόμνημα εις τήν πρός
Γαλάτας επιστολήν, Κεφ. A', P.G.
622, §6 καί 623, §6.
21 (ΒΛ.
Ιερούς Κανόνας ΛΑ’ άποστολίκόν, ΙΕ1 τής
Πρωτοδευτέρας, Α' Μ. Βασιλείου καί τά
σχόλια εις αυτούς).
22 Ανδρέου
Θεοδώρου, Ή ’Ορθοδοξία χθες καί σήμερον,
σελ. 21, εκδόσεις «Ορθοδόξου Τύπου»,
Άθήναί 1973. Αρχίμ. Ιουστίνου Πόποβίτς,
«Μία Ορθόδοξος Γνωμάτευσις καί Μαρτυρία»,
περιοδικόν «Κοινωνία», Μάρτιος-Απρίλως
1975, σελ. 95 -101.
26. Περιοδικόν
«Γρηγόριος Παλαμάς» 1921, σεΛ. 609 έξ, όρα
καί προΛε-γόμενα «ΑΛφαβηταΛφαβήτου»,
έκδ. περιοδικού «Αθως», 1928, σεΛ. 9 έξ.
Από το Βιβλίο
Η ΑΠΟΤΕΙΧΙΣ ΜΟΥ Αρχιμανδρίτου Χρυσοστόμου
Σμύρνης
Ιερά Μονή
Γοργοεπηκόου και Μυροφόρων Σπέτσαι
2008