A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !
✞ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος ✞

Τρίτη 19 Μαρτίου 2024

ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ 1924

 

Η 9η Μαρτίου του 1924 αποτελεί ιστορικό ορόσημο για την Εκκλησία μας,

αφού είναι η τελευταία ημέρα,

που το ποίμνιό της ήταν ενωμένο σε μία Εκκλησία.

Ακολούθως,η ημέρα που ανέτειλε, 

για άλλους ήταν η 10η Μαρτίου,

για άλλους όμως ήταν η… 23η Μαρτίου.

Την παραμονή της εορτής του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, 15 ημέρες δηλαδή,

μετά την αλλαγή του ημερολογίου,

αναφέρεται το απόλυτα περιγραφικό κείμενο των ιστορικών ''ΠΑΤΡΙΩΝ''

του αειμνήστου πατρός Καλλιοπίου, πρώην Επισκόπου Πενταπόλεως 

της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών.


Γ. Δ.

Άπό τήν ήμέραν πού έφηρμόσθη τό παπικόν ήμερολόγιον, μέ τήν βοήθειαν τοϋ στρατιωτικοΰ νόμου τής επαναστάσεως,

ούδεμία άντίστασις έπεχειρήθη ύπό τίνος.

Οι Ρασσοφόροι-δράσται τοΰ έκκλησιαστικού πραξικοπήματος,

ασφαλώς "έτριβον" καταχαρούμενοι τάς χεϊράς των,

διότι ένόμιζον,ότι ό Λαός έδέχθη τήν μεταρρύθμισιν.

Διά τούς Κληρικούς των δέν ανησυχούσαν,

διότι ύπήρχε, ώς "δαμόκλειος σπάθη" άνωθέν τους, ή "καθαίρεσις", ή "έξορία" καί ό "...χωροφύλακας"!

Όλαι αι ήμέραι περνούσαν μέσα είς μίαν "βουβαμάρα" των Λαϊκών,

ώσπου μετά 13 ήμέρας ήλθεν ή 25 Μαρτίου μέ τό Πάτριον Έορτολόγιον, 

δηλαδή ή 7 ’Απριλίου μέ τό νέον.

Ό 'Ιερός Ναός τής Μητροπόλεως που τιμάται είς τόν Εύαγγελισμόν τής Θεοτόκου ήτο κλειστός.

Τήν παραμονήν 24 Μαρτίου παλαιόν έορτολόγιον (6 Άπριλίου ν.ήμ.),

κατά τάς απογευματινός ώρας,

πλήθος Πιστών άπ’όλας τάς συνοικίας των ’Αθηνών,μέ λαμπάδας καί "τάματα" 

έπλημμύρισαν γύρωθεν τόν Ναόν τής Μητροπόλεως.



Αλλά, άς άφήσωμεν νά μάς τά περιγράφουν οΐ έφημερίδες τής έποχής έκείνης. Ή "Βραδυνή" έγραφε: ΣKHNAI ΕΙΣ ΤΟΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΟΝ ΝΑΟΝ ΕΓΕΝΟΝΤΟ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΑ. Είς τούς διαφόρους ναούς έγένοντο χθές τό άπόγευμα διάφορα επεισόδια, διότι κατόπιν διαταγής τού ’Αρχιεπισκόπου, ό έσπερινός έψάλη ένωρίς, ίνα μή προσέλθουν οί πιστοί έπειδή σήμερον έδει νά έορτασθή ό Εύαγγελισμός τής Θεοτόκου κατά τό καταργηθέν έκκλησιαστικόν ήμερολόγιον. ’Επίσης ύπό τοΰ άρχιεπισκόπου άπηγορεύθη έπί ποινή  κ α θ α ι ρ έ σ ε ω ς  είς τούς ιερείς νά λειτουργήσουν σήμερον ή νά ψάλλουν τά τροπάρια τοΰ Εύαγγελισμοΰ. Έξ άλλου άπηγορεύθη ή κροΰσις τών κωδώνων τοΰ Ρωσσικοΰ ναού, ώς καί ή διά σήμερον τέλεσις τής λειτουργίας είς τό Μετόχιον τοΰ Παναγίου Τάφου μολονότι τό Πατριαρχεΐον Ιεροσολύμων δέν άπεδέχθη τό νέον ήμερολόγιον.


Παρ’ όλα τά ληφθέντα μέτρα πλήθη πιστών κατέκλυσαν άπό τοΰ άπογεύματος μέχρι βαθείας νυκτός τόν Μητροπολιτών Ναόν,τή έπιμόνω δέ άπαιτήσει αυτών έδέχθη είς τών ιερέων νά ψάλη παράκλησιν "ύπείκων ώς έλεγε,εις τάς άπειλάς τοΰ κόσμου". Οί έπίτροποι ήθέλησαν νά κλείσουν τήν έκκλησίαν, άλλά πρό τοΰ θρησκευτικού φανατισμού ό ναός παρέμεινεν άνοικτός μέχρι νυκτός. Εις τήν Μητρόπολιν ένένοντο εφέτος καί τρία θαύματα. Τήν 5ην απογευματινήν ό 7ετής Στασινόπουλος,έκ γενετής παράλυτος καί κωφάλαλος, μεταφερθείς ύπό τής μητρός του πρό της είκόνος τής Θεοτόκου κατελήφθη ύπό σπασμών καί μετά πάροδον ολίγης ώρας έν μέσω γενικής κατανύξεως ήγέρθη καί έπρόφερε τάς λέξεις: "μαμά-γιαγιά-μπαμπά," συγχρόνως ήρχισε νά περπατή. ’Ολίγον άργότερον ίάθη μία 17έτις νεάνις παράλυτος καί τήν 7ην έσπερινήν εις έργατικός κωφάλαλος. Τά ονόματα των δύο τελευταίων οί έπίτροποι του ναοϋ μολονότι τά γνωρίζουν, άρνοΰνται νά τά ανακοινώσουν, ίσχυριζόμενοι, ότι δέν έγένοντο θαύματα, ένώ τούναντίον ύπό όλοκλήρου τού έκκλησιάσματος όμολογούνται ταϋτα.


Επίσης η "Νέα ’Ημέρα" έγραφε: ΑΙ ΧΘΕΣΙΝΑΙ ΣΚΗΝΑΙ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΝΑΟΥΣ ΒΙΑΙΑ ΕΚΔΙΩΞΙΣ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΖΟΜΕΝΩΝ ΥΠΟ ΤΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ. Εις τόν Μητροπολιτικδν Ναόν έσημειώθησαν χθές σκηναί, ήκιστα κολακευτικοί διά τήν αξιοπρέπειαν τής Δημοκρατικής Κυβερνήσεως. ’Αστυνομικά όργανα έπέδραμον κατά των πολυπληθών προσκυνητών, τούς όποιους έξεδίωξαν βία τής ’Εκκλησίας, δηλώσαντα, ότι απαγορεύεται ή είσοδος! Καί όταν ό κόσμος κατηνανακτισμένος έζήτησε νά μάθη τήν αιτίαν, έλάμβανε τήν άπάντησιν, ότι παρήλθεν ή έορτή τοΰ Ευαγγελισμού...’Εν τούτοις παρά τά μέτρα ταΰτα τής αστυνομίας, ό κόσμος μέ άληθή θρησκευτικόν φανατισμόν κατώρθωσε νά είσέλθη εις τήν έκκλησίαν καί νά διεξαγάγη μόνος του τήν έωθινήν άκολουθίαν. Συγκινητικόν ήτο το θέαμα· όμάδες δεσποινίδων, αί όποιοι, έλλείψει ιερέων, έψαλλον μόναι διάφορα τροπάρια έκ τοΰ Ευαγγελισμού τής Θεοτόκου.


ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΤΟΥ ΛΑΟΥ. Εις τάς λαϊκάς τάξεις έκράτει ζωηρά δυσφορία κατά τής Κυβερνήσεως, άπαγορευσάσης σήμερον εις τούς Ιερείς νά λειτουργήσουν. Έτονίζετο, ότι αί θρησκευτικοί μεταρρυθμίσεις δέν έπιβάλλονται, άλλά ωριμάζουν παρά τή λαϊκή συνειδήσει. Τέλος τό "Σκρίπ" έγραφε: ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΚΑΙ Η ΕΟΡΤΗ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ - ΕΝ ΚΩΦΑΛΑΛΟΝ ΠΑΙΔΙΟΝ ΑΝΕΚΤΗΣΕ ΤΗΝ ΦΩΝΗΝ ΤΟΥ - ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΧΘΕΣΙΝΟΝ. Ό 'Ελληνικός Λαός, ό κατ’ έξοχήν Χριστιανικός Λαός τοϋ κόσμου, ό άνακτήσας τήν έλευθερίαν του από τόν Τουρκικόν ζυγόν, διότι διετήρησε άλώβητον τήν θρησκείαν του, καί τους Αγίους Κανόνας τής ’Εκκλησίας, δέν έπαυσε νά πιστεύη εις τόν θεόν. Καί ή άπόπειρα, ή γενομένη από τήν κρατοΰσαν δημοκρατικήν ολιγαρχίαν πρός βεβήλωσιν τής άγιας τοϋ θεοϋ ’Εκκλησίας, μετατροπήν των ύμνων και μετακίνησιν των Άγιων 'Εορτών, άπήχησε κακώς παρά τοϊς Χριστιανοΐς, οί όποιοι,οϋτε νά άκούσουν ήθέλησαν, ό'τι είναι δυνατόν ν’άφήσουν τά παλαιό έθιμα, νά λησμονήσουν τόσων έτών χριστιανικήν ιστορίαν, καί νά φραγκέψουν, διότι έτσι τό ήθέλησαν οί Παπαναστασίου καί Κονδύλης.


Συνεπώς οί ’Ορθόδοξοι καί Γνήσιοι "Ελληνες,πιστοί εις τάς άρχάς αύτάς,δέν ήταν δυνατόν, παρά νά έορτάζουσι σήμερον τήν άγίαν ήμέραν τού Ευαγγελισμού. Ό Μητροπολίτης, όμως έχει τήν δύναμιν νά κλείση τόν ναόν... Οί προσερχόμενοι κατέκλυσαν μετ’ άλλων τόν Ναόν ολόκληρον καί ή κυκλοφορία έντός αύτοϋ κατέστη άδύνατος. Οί Πιστοί ήκουσαν τόν Εσπερινόν, καί μετά δυσφορίας συνεζήτουν μετά τήν άπόλυσιν, έπί τής άλλαγής τοϋ θρησκευτικού ημερολογίου και τής μετακινήσεως τής Εορτής τοϋ Εύαγγελισμοϋ. Εύλαβεϊς δισχίλιοι πιστοί, άναμίξ μετά γυναικών καί παίδων, εις μίαν γενικήν όμοφωνίαν διαδήλωνον τήν έμμονήν των εις τά Άγια Δόγματα τής θρησκείας, τά όποια ήλθον νά μάς άλλάξουν οί Δημοκρατικοί, καί μία φωνή ήκούετο: "’Εμείς δέν θά φραγγέψουμεν! Είμεθα ’Ορθόδοξοι Χριστιανοί,καί θά παραμείνουμεν ’Ορθόδοξοι Χριστιανοί!". Έν τω μεταξύ, οί έπίτροποι τοϋ Ναοΰ δέν ήνοιγον τάς πύλας τοϋ Ναού, κατ’ έντολήν τοϋ ’Αρχιεπισκόπου. -Δέν θά φύγωμεν! -θά μείνωμεν όλην τήν νύκτα! -Είμεθα Χριστιανοί καί μάς άνήκει ή ’Εκκλησία. Οι ’Επίτροποι πρό τής έπιμονής αύτής τοϋ Χριστεπώνυμου πληρώματος, ήνανκάσθησαν νά ύποχωρήσουν καί νά άφήσουν τούς χριστιανούς νά έκτελέσουν τά καθήκοντά των. Δέν ήτο δέ δυνατόν νά πράξωσι καί άλλως, διότι κύματα Λαού διαρκώς προσήρχοντο, προσφέροντες τά κηρία των εις τήν Θεοτόκον καί προσκυνοϋντα τήν θείαν Εικόνα τής θεομήτορος.


Εις μίαν στιγμήν, ένώ συνέβαινον, όσα άφηγήθημεν, κραυγαί θριαμβευτικής χαράς ήκούσθησαν άπό τόν πρό τοϋ ίεροΰ Βήματος, ένώ άπό χίλια στόματα έπανελαμβάνετο ώς ήχώ ή λέξις: θαύμα! θαΰμα!" Εκπληκτοι οί κατορθώσαντες νά πλησιάσωσι Χριστιανοί πρός στό μέρος, όπου ήκούοντο εΐσέτι αί ευχαριστήριοι καί χαρωπαί φωναί, μιας γυναικός κραχούσης άπό τής χειρός πενταετές παιδίον ήκουσαν: -Μίλησε τό παιδί μου. "Ητο μουγκό άπό τόν καιρό πού γεννήθηκε. Σ’ ευχαριστώ Παναγία μου!'' Ρίγη συγκινήσεως διέδραμον τούς πάντας. Ή δεξιά τών Χριστιανών ύψώθη καί τό σημεΐον τού Σταυρού, μετ’εύλαβείας άρρήτου έσημειώθη επανειλημμένως. Κατ’ έκείνην τήν στιγμήν όμως, μέσα εις έκεϊνο το περιβάλλον τών πιστευόντων χριστιανών,ή άνθρωπίνη φύσις, ή άμφιβάλλουσα, ή άνθρωπίνη φύσις, πού εις πάσαν στιγμήν τού Μαρτυρίου τού Κυρίου ήμών 'Ιησού Χριστού έφάνη έπιτακτική καί διατάσσουσα, ή άνθρωπίνη φύσις πού έκαμε τόν θωμά νά θέλη" νά θέση τόν δάκτυλόν του έπί τον τύπον τών ήλων ίνα πιστεύση", ή άνθρωπίνη φύσις ή άμφιβάλλουσα και, όταν ακόμη πιστεύει, έξεδηλώθη, όχι βεβαίως έτοιμος νά άμφισβητήση το θαύμα, άλλά διά νά πεισθή:


Νά ίδοϋμε το παιδί. Βέβαια δέν το είπε κανείς, άλλ’ ή συγκέντρωσις πάντων προς το μέρος, όπου εύρίσκετο το άποκτήσαν τήν φωνήν του Χριστιανόπαιδον, ή προσπάθεια όπως τό ίδοϋν, όπως το ακούσουν, αύτό έσήμαινεν. Κανείς,όμως δέν έμεινεν άμφιβάλλων. Το παιδί ώμιλοϋσε. Καθαρά-καθαρά, σάν κρύσταλλο ή φωνοΰλά του έκύλα. Καί έκάλει τήν μητέρα του: -Μαμά, μαμά. Καί κατόπιν ένα τά χεράκια του, έθώπευαν τον πατέρα του, τού έλεγε: -Μπαμπά μου, μπαμπά μου. Οί γονεϊς του ήσαν έξαλλοι άπό χαράν. Δέν ήμποροϋσαν νά ομιλήσουν. Τά δάκρυα κατελείφοντο τών παρειών των άφθονα. Τούς άπέτεινον τον λόγον, μά αύτοί δέν ήμποροϋσαν νά ομιλήσουν. ’Έκαμον μόνον τον Σταυρόν των καί τά βλέμματά των έστρέφοντο προς τήν Εικόνα τής θεομήτορος, γεμάτα εύχαριστώ. Οί Χριστιανοί, πού είδαν τήν γραφικήν αύτήν εικόνα, δέν ήμποροϋσαν νά μή δοθούν ολόκληροι προς τον θεόν, τον ζώντα. Καί δέν ήμποροϋσαν νά μή ένθυμηθούν, ότι ή Πίστις σέσωκέ τους. Καί, ότι καλώς είχον τήν γνώμην, ότι δέν πρέπει νά άφήσουν νά μεταρρυθμισθοΰν τά ιερά καί δσια καί νά άπομακρυνθώμεν άπό τά θεσπισθέντα ύπό τών Ιερών Πατέρων τής ’Εκκλησίας καί ύφ’ ήμών έπί χιλιετηρίδας άκολουθηθέντα πιστώς.

Ο ίερεύς, ό όποιος έτέλει τήν παράκλησιν διά το άλαλον παιδίον, μάς είπε λίαν συγκεκηνημένος τά έξής:

-Άνεγίνωσκον τήν παράκλησιν 

έπάνω εις το άλαλο παιδί, ότε εις μίαν στιγμήν ήκουσα τήν μητέρα του νά φωνάζη,

ότι " ώμίλησε το παιδί της"

 καί το άκουσα κι’έγώ νά λέγει εύδιακρίτως: 

"Μαμά, μαμά".

Ή συγκινησίς μου ήτο άπερίγραπτος διά τό θαύμα. Τόσον μεγάλη ήτο ή συγκινησίς μου, 

ώστε δέν ήμπόρεσα νά άντιληφθώ περισσότερα.

Ο Ιερευς λέγεται Παπα-Γεώργης,

είναι πρόσφυξ, τό έπίθετόν του δέν ήθέλησε νά μάς τό είπή,διότι έφοβήθη 

μήπως τού συμβή κανέν κακόν.

Επίσης τό θαύμα μάς τό έβεβαίωσαν oι παριστάμενοι κατά τήν ώραν έκείνην 

εις τήν Μητρόπολιν κυρίαι Σοφία Παναγουλοπούλου ή Καλισκώτου έκ Πατρών,

’Ελένη Μπακοπούλου κατοικούσα εις τήν Λεωφόρον ’Αλεξάνδρας,

Γιανούλα Μανταριώτου καί άλλαι.


Απόσπασμα κειμένου από τον
 6ο Τόμο του ιστορικού περιοδικού ''ΤΑ ΠΑΤΡΙΑ'' 
του αειμνήστου πατρός Καλλιοπίου,
πρώην Επισκόπου Πενταπόλεως 
της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών

Κυριακή 17 Μαρτίου 2024

ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ 2024 (Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)

DSC 8970

 

γαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,

   Σήμερα ἡ Ἐκκλησία μᾶς θυμίζει τὴν ἐξορία τῶν Πρωτοπλάστων. Μᾶς θυμίζει ὅτι εἴμαστε ἐξόριστοι ἀπὸ τὴν φυσική μας πατρίδα, τὸν Παράδεισο τῆς τρυφῆς καὶ τῆς αἰώνιας χαρᾶς. Ἐνῶ ὁ Θεὸς μᾶς ἔπλασε ἄρχοντες τῆς κτίσεως, δίχως πόνο, λύπη καὶ στεναγμό, ἐμεῖς ἀποφασίσαμε νὰ Τὸν παρακούσουμε καὶ νὰ ἀκούσουμε τὴν συμβουλὴ τοῦ πονηροῦ. Καὶ τί κερδίσαμε; Λίγη πρόσκαιρη ἡδονή, μὰ κυρίως ντροπή, τύψεις, στενοχώρια καὶ, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν κατοπινή μας ἀμετανοησία, αὐτὸν τὸν θάνατο. Ὄντως, ὅπως λέει ὁ ὑμνωδός, «ὡραῖος ἦν καὶ καλὸς εἰς βρῶσιν ὁ ἐμὲ θανατώσας καρπός». Ἦταν πολὺ ὡραῖος καὶ γευστικὸς ὁ καρπὸς ποὺ μᾶς θανάτωσε.

   Ὅπως κατανοοῦμε, λοιπόν, ὁ δρόμος τῆς ἁμαρτίας μπορεῖ νὰ φαίνεται εὔκολος καὶ ἑλκυστικός, ἀλλὰ ὁδηγεῖ στὸν θάνατο, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν δρόμο τῆς ἀρετῆς, ποὺ μπορεῖ νὰ φαίνεται δύσκολος καὶ ἐπίπονος, ἀλλὰ προσφέρει ἀληθινὴ χαρὰ καὶ αἰώνια ζωή. 

   Αὐτὸν τὸν δρόμο μᾶς καλεῖ νὰ πορευθοῦμε ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία διαχρονικά, μὰ ἰδιαίτερα σήμερα, μία μέρα πρὶν εἰσέλθουμε στὸ στάδιο τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς: «Τὸ στάδιον τῶν ἀρετῶν ἠνέῳκται, οἱ βουλόμενοι ἀθλῆσαι εἰσέλθετε, ἀναζωσάμενοι τὸν καλὸν τῆς Νηστείας ἀγῶνα· οἱ γὰρ νομίμως ἀθλοῦντες, δικαίως στεφανοῦνται».

   Πρὶν, ὅμως, εἰσοδεύσουμε στὸ στάδιο τῆς Νηστείας, ὅπου θὰ ἀγωνισθοῦμε γιὰ τὴν συγχώρεση καὶ διόρθωση τῶν παραπτωμάτων μας, καλούμαστε ἅπαντες νὰ συγχωρήσουμε καρδιακὰ ὅσους μᾶς ἔχουν στενοχωρήσει. Ἡ ἀλληλοσυγχώρεση εἶναι ἐπιτακτικὴ ἀνάγκη διότι ὁ Θεὸς εἶναι κατὰ πάντα Δίκαιος, ἀλλὰ καὶ Ἀπλός. Ἂν συγχωρήσουμε τὸν πλησίον, θὰ συγχωρεθοῦμε ἀπὸ τὸν Θεό. Ἂν δὲν συγχωρήσουμε τὸν πλησίον, πῶς ὁ Θεὸς θὰ συγχωρήσει ἐμᾶς, ποὺ μάλιστα, διεπράξαμε ἐνώπιόν Του σοβαρότερα σφάλματα; Γιὰ αὐτό, λοιπόν, συγχωροῦμε καὶ ὁδεύουμε μὲ ἀσφάλεια τὸν δρόμο τῆς Νηστείας.   

γαπητοὶ ἀδελφοί,

    Θεὸς θέλει νὰ ἀκολουθήσουμε αὐτὸν τὸν δρόμο. Θέλει νὰ νηστέψουμε ἀπὸ τὰ πάθη, ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις καὶ ἀπὸ τὶς τροφές. Καὶ αυτό, διότι μᾶς θέλει κοντά Του. Θέλει, ὅμως, νὰ ἀκολουθήσουμε αὐτὸν τὸν δρόμο μὲ τὴν προϋπόθεση ὅτι κὶ ἐμεῖς τὸ θέλουμε καρδιακά. Κὶ ἐκεῖνος ποὺ πραγματικὰ θέλει, δὲν ἔχει διάθεση ἐπίδειξης. Ἐκεῖνος ποὺ νηστεύει καρδιακά, ὀφείλει νὰ κάνει τὸν ἀγώνα του «ἐν τῷ κρυπτῷ» καὶ ὁ Θεὸς θα τοῦ τὸ ἀνταποδώσει «ἐν τῷ φανερῷ». Διαφορετικά, γινόμαστε σὰν τοὺς ὑποκριτές. 

   Ἐφόσον, ὅταν πρόκειται γιὰ τὰ ἐπίγεια καὶ φθειρόμενα ἀγαθά, εἴμαστε πρόθυμοι νὰ ὑποβάλουμε τὸν ἑαυτό μας σὲ κόπους νύχτα καὶ μέρα, πολὺ περισσότερο πρόθυμοι πρέπει νὰ εἴμαστε ὅταν πρόκειται γιὰ τὰ ἐπουράνια, τὰ ἄφθαρτα, τὰ αἰώνια. 

   Μόνο ὅσοι βιώνουν τὴν προσωπική τους Σταύρωση, θὰ βιώσουν τὴν Ἀνάσταση καὶ θὰ ἀκούσουν ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Κυρίου μαζὶ μὲ τὶς Μυροφόρες καὶ τοὺς Ἀποστόλους τὸ πολυπόθητο «Χαίρετε» καὶ τὸ «Εἰρήνη ὑμῖν». Ἡ χαρὰ καὶ εἰρήνη ἔχουν ὡς θεμέλιο τὴν συγχώρεση. Ὡς Χριστιανοὶ ἔχουμε καθήκον νὰ συγχωροῦμε καὶ ἔπειτα, μονοιασμένοι καὶ εἰρηνικοί, νὰ χαιρόμαστε τὴν ἐν Χριστῷ ζωή.  

Καλὴ Σαρακοστή! Καλὸν ἀγώνα!

Ὁ Ἐπίσκοπός σας,

 ὁ  Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος

Παρασκευή 15 Μαρτίου 2024

ΝΑ ΠΡΟΣΕΧΟΥΜΕ ΓΙΑΤΙ ΘΑ ΚΡΙΘΟΥΜΕ (Ὁμιλία τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Λαρίσης καὶ Πλαταμῶνος κ. Κλήμεντα)


Ὁμιλία Κυριακῆς τῆς Δευτέρας Παρουσίας (Ἀπόκρεω)

Ἀπὸ τὸν Σεβ/το Μητροπολίτη Λαρίσης καὶ Πλαταμῶνος κ. Κλήμεντα στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίας Παρασκευῆς στὸ Μεζοῦρλο (Λατίνια) Λαρίσης, τὴν Κυριακή, 22-2/10-3-2024, μὲ τίτλο: «Νὰ προσέχουμε γιατὶ θὰ κριθοῦμε!»:


Πέμπτη 14 Μαρτίου 2024

Η κοινωνία με άδικους κληρικούς εμποδίζει την Θεία Χάρη

 

Ο Σουλπίκιος Σεβήρος (λατινόφωνος χριστιανός συγγραφέας στις αρχές του Ε΄ αιώνος) στο βιβλίο του "Διάλογοι", το οποίο αποτελεί παράρτημα του βιβλίου του "Βίος του Αγίου Μαρτίνου της Τουρ", αναφέρεται σε ένα φοβερό περιστατικό σχετικό με τον Άγιο Μαρτίνο.

Πριν όμως γίνει λόγος για το περιστατικό αυτό ας αναφερθεί το ιστορικό πλαίσιο. Βρισκόμαστε στην πόλη Τρίερ κατά το έτος 385 μ. Χ. Στην πόλη βασιλεύει ο Ρωμαίος αυτοκράτορας της Δύσης Μάγνος Μάξιμος, τον οποίο ο, επίσης ορθόδοξος στην πίστη, Επίσκοπος Οσσονόμπα (σημερινή Φάρο της Πορτογαλίας) Ιθάκιος πείθει να καταδιώξει τους αιρετικούς Πρισκιλλιανούς. 

Ο Άγιος Μαρτίνος αντέδρασε με σφοδρότητα στην ενέργεια αυτήν του Ιθακίου, διότι αφενός μεν απέρριπτε την προσφυγή μιας εκκλησιαστικής υπόθεσης ενώπιον πολιτικού δικαστηρίου, αφετέρου θεωρούσε απαράδεκτο για Χριστιανό να υποκινεί ή να συμμετέχει σε διώξεις. Κατάφερε λοιπόν και έλαβε από τον αυτοκράτορα την υπόσχεση αν οι αιρετικοί βρεθούν ένοχοι τουλάχιστον να μην εκτελεστούν.

Όταν όμως ο Άγιος Μαρτίνος έφυγε από την πόλη, ο αυτοκράτορας διόρισε δικαστή τον έπαρχο Ευόδιο, ο οποίος με τις ενέργειες του ζηλωτή Ιθακίου, βρήκε ένοχο μαγείας τον Πρισκιλλιανό και κάποιους άλλους αιρετικούς συντρόφους του με αποτέλεσμα ο αυτοκράτορας να διατάξει την εκτέλεση τους και την δήμευση της περιουσίας τους. Ήταν η πρώτη εκτέλεση αιρετικών στην Ιστορία και μάλιστα με καύση. 

Μόλις ο Άγιος Μαρτίνος, άκουσε τι είχε συμβεί, επέστρεψε στο Τρίερ και ανάγκασε τον αυτοκράτορα να ακυρώσει την εντολή προς τον στρατό που ετοιμαζόταν να μεταβεί στην Ιβηρική χερσόνησο για να εξολοθρεύσει τους αιρετικούς. Όπως αναφέρει ο βιογράφος του "ο Μαρτίνος ένιωθε έναν ευσεβή ζήλο όχι μόνο να σώσει από τον κίνδυνο τους αληθινούς Χριστιανούς σε αυτές τις περιοχές, οι οποίοι κινδύνευαν να διωχθούν σε εκείνη την εκστρατεία (διότι πως ο στρατός θα μπορούσε να κάνει την διάκριση μεταξύ ορθοδόξων και αιρετικών), αλλά και να προστατεύσει ακόμη και τους ίδιους τους αιρετικούς" (Διάλογοι ΙΙ, ΧΙ). 

Την στάση του Ιθακίου και του αυτοκράτορα επέκριναν επίσης και ο Πάπας Ρώμης Δάμασος Α΄, ο Άγιος Αμβρόσιος Μεδιολάνων και ο Άγιος Αυγουστίνος. Κάποιοι μάλιστα Γάλλοι Επίσκοποι, που βρίσκονταν στο Τρίερ υπό την ηγεσία του Επισκόπου της Γαλατίας Θεόγνητου, διέκοψαν την κοινωνία με τον Ιθάκιο. 

Επειδή όμως και ο ίδιος ο Άγιος Μαρτίνος διέκοψε την κοινωνία όχι μόνο με τον Ιθάκιο, αλλά και με όσους κοινωνούσαν μαζί του, ο αυτοκράτορας προσπάθησε με κάθε τρόπο να τον κάνει να συγκοινωνήσει με τον Ιθάκιο λέγοντάς του "ότι ο Θεόγνητος είχε δημιουργήσει διχόνοια, μάλλον από προσωπικό μίσος, παρά από την υπόθεση που υποστήριζε, και ότι, μάλιστα, ήταν ο μόνος που στο μεταξύ είχε χωρίσει τον εαυτό του από την κοινωνία: ενώ από τους υπόλοιπους δεν είχε γίνει καμία καινοτομία, ενώ παρατήρησε περαιτέρω ότι μια Σύνοδος, που έγινε λίγες μέρες νωρίτερα, είχε αποφασίσει ότι ο Ιθάκιος δεν ήταν κατηγορούμενος για κανένα έγκλημα" (Διάλογοι ΙΙ, ΧΙΙ).

Επειδή όμως ο Άγιος Μαρτίνος αρνήθηκε και πάλι να κοινωνήσει με τον Ιθάκιο και τους συν αυτώ, τότε ο αυτοκράτορας Μάξιμος φλεγόμενος από οργή διέταξε να ξεκινήσει η εκστρατεία για την σφαγή των αιρετικών την οποία είχε αποτρέψει ο Άγιος. Το τί συνέβη ευθύς αμέσως αφήνουμε τον Σουλπίκιο Σεβήρο να το διηγηθεί: 

"Όταν αυτό έγινε γνωστό στον Μαρτίνο, όρμησε στο παλάτι, αν και ήταν πλέον νύχτα. Ο ίδιος δεσμεύτηκε ότι, αν αυτοί οι άνθρωποι γλίτωναν, θα κοινωνούσε, αρκεί μόνο οι Τριβούνοι, που είχαν ήδη σταλεί στις Ισπανία για την καταστροφή των εκκλησιών, να ανακληθούν. Χωρίς καμία καθυστέρηση ο Μάξιμος ικανοποιεί όλα τα αιτήματά του. Την επόμενη μέρα κανονιζόταν η χειροτονία του Φήλικος σε επίσκοπο, ενός ανθρώπου αναμφίβολα μεγάλης αγιότητας και πραγματικά άξιου να γίνει ιερέας σε καλύτερες εποχές. Ο Μαρτίνος συμμετείχε στην κοινωνία εκείνης της ημέρας, κρίνοντας ότι καλύτερα να υποχωρήσει προς το παρόν, παρά να αγνοήσει την ασφάλεια εκείνων που πάνω από τα κεφάλια τους κρεμόταν το ξίφος. Εντούτοις, αν και οι παρόντες Επίσκοποι προσπάθησαν με επιμονή να τον κάνουν να επιβεβαιώσει το γεγονός της κοινωνίας του υπογράφοντας με το όνομά του, δεν μπόρεσαν να το καταφέρουν. Την επομένη, φεύγοντας βιαστικά από εκείνο το μέρος, και καθώς ήταν στο δρόμο της επιστροφής, ένιωσε μεγάλο πένθος και θρήνο επειδή είχε έστω και για μια ώρα αναμιχθεί στην κακή αυτή κοινωνία και, όχι μακριά από ένα χωριό που ονομαζόταν Αντέθαννα [σημ. Μ. μεταξύ Τρίερ και Άρλον στο σημερινό Λουξεμβούργο], όπου απλώνονται μεγάλα δάση, κάθισε ολομόναχος ενώ οι σύντροφοί του συνέχιζαν λίγο πιο μπροστά από αυτόν. Εκεί βυθίστηκε σε σκέψεις, κατηγορώντας και υπερασπιζόμενος εναλλάξ την αιτία της θλίψης και της συμπεριφοράς του. Ξαφνικά, ένας Άγγελος εμφανίστηκε και στάθηκε δίπλα του λέγοντάς του: «Ακριβώς, ω Μαρτίνε, νιώθεις θλίψη, αλλά δεν θα μπορούσες αλλιώς να ξεφύγεις από τη δυσκολία σου. Ανανέωσε την αρετή σου, ξαναπάρε το θάρρος σου, για να μην εκθέσεις όχι μόνο τώρα τη φήμη σου, αλλά και την ίδια τη σωτηρία σου σε κίνδυνο». Ως εκ τούτου, από τότε, φρόντιζε προσεκτικά να μην ξαναέλθει σε κοινωνία με τους περί τον Ιθάκιο. Αλλά όταν συνέβη να θεραπεύσει κάποιους δαιμονισμένους πιο αργά και με λιγότερη Χάρη απ' ό,τι συνήθως, μας εξομολογήθηκε αμέσως με δάκρυα ότι ένιωσε μια μείωση της δύναμής του εξαιτίας του κακού εκείνης της κοινωνίας στην οποία είχε λάβει μέρος για μια στιγμή λόγω ανάγκης, και όχι με εγκάρδιο πνεύμα. Έζησε δεκαέξι χρόνια μετά από αυτό, αλλά ποτέ ξανά δεν παρευρέθηκε σε Σύνοδο και έμεινε προσεκτικά μακριά από όλες τις συνελεύσεις των Επισκόπων" (Διάλογοι ΙΙ, ΧΙΙΙ).

Με την μετάνοιά του όμως, για την εξ ανάγκης αυτήν κακή εκκλησιαστική κοινωνία, η Χάρη επανήλθε όπως αποκαλύπτει ο ίδιος αυτόπτης συγγραφέας ευθύς αμέσως: "σαφώς όμως, όπως βιώσαμε, επιδιόρθωσε, ​​με πολλαπλό ενδιαφέρον, την Χάρη του, που είχε μειωθεί για ένα διάστημα. Είδα έπειτα έναν δαιμονισμένο να τον φέρνουν στην πύλη της μονής και πριν ο άνθρωπος διαβεί το κατώφλι, θεραπεύτηκε" (Διάλογοι ΙΙ, ΧΙV).

Το παραπάνω περιστατικό αποτελεί μία ακόμη απόδειξη ότι αφενός μεν η διακοπή της κοινωνίας δεν αφορά μόνο περιπτώσεις αιρέσεως (όπως ισχυρίζονται όσοι ερμηνεύουν τον ΙΕ΄ Κανόνα της Πρωτοδευτέρας, κατά το γράμμα του Κανόνος και αποκομμένο από τους υπολοίπους και την πράξη των Αγίων Πατέρων), αλλά και αδικίας (πρβλ. ΛΑ΄ Αποστολικό Κανόνα), αφετέρου δε πως η κατάκριτη αυτή μετ'  αδίκων κοινωνία (και πόσο μάλιστα όταν δεν υπάρχει ανωτέρα βία, όπως στην περίπτωση που είδαμε) αποτελεί αιτία παρεμπόδισης της ενέργειας της Θείας Χάριτος. Για αυτό ίσως και βιώνουμε στην εποχή μας τέτοια εγκατάλειψη...

Ο Θεός να μας ελεήσει και να μας δώσει συναίσθηση και μετάνοια!

(Τα κείμενα από την ετοιμαζόμενη έκδοση: 

Νικολάου Μάννη, Ανθολόγιο Λατινικής Πατρολογίας). 

ΤΙ ΕΝΝΟΟΥΜΕ ΟΤΑΝ ΛΕΜΕ ΣΕΒΑΣΜΟΣ ΣΤΟΥΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ;


Όσοι ομιλούν περί Εκκλησίας χωρίς να λαμβάνουν υπ' όψει τους Πατέρας δεν είναι ορθόδοξοι.

Όσοι διδάσκουν, βασιζόμενοι μόνον εις την Αγίαν Γραφήν και δεν ακολουθούν την ερμηνείαν αυτής υπό των Αγίων Πατέρων, προτεσταντίζουν.

Όσοι υπευθύνως ενεργούν, ανατρέποντες όσα άχρις ημών η πολιά αρχαιότης διέσωσε, πλήττουν εις τα καίρια την Εκκλησίαν.

Όσοι δεν έπονται εις την ποικίλην διδασκαλίαν των Αγίων Πατέρων, αντιπίπτουν εις το Πνεύμα το Άγιον.

Όσοι ανατρέπουν τας Παραδόσεις της αγιωτάτης Εκκλησίας μας, ομοιάζουν με τον ρωμαίον στρατιώτην, ο οποίος εράπισε εις την σιαγώνα τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν.

Αντιθέτως,
Όσοι ομιλούν περί Εκκλησίας και νοούν Πατέρας, αυτοί είναι όντως Ορθόδοξοι.

Όσοι διδάσκουν θεολογίαν και με την μεν δεξιάν κρατούν την Αγίαν Γραφήν, εις δε την ευώνυμον την ερμηνείαν των Πατέρων, αυτοί ευρίσκονται εντός της πνευματικότητος της Ορθοδόξου Εκκλησίας.

Όσοι υπευθύνως ενεργούν βάσει των Πατερικών Παραδόσεων, αυτοί δοξάζουν αληθώς τον Θεόν.

Όσοι αποδέχονται την Παράδοσιν της Εκκλησίας ως ισόκυρον με τας Αγίας Γραφάς και αγωνίζονται δι' αυτήν, είναι μάρτυρες τη προαιρέσει.

Εκ του περιοδικού "Ορθόδοξος Φιλόθεος Μαρτυρία"
Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη" 

Η ΦΟΒΕΡΗ ΑΛΗΘΕΙΑ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΥ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΙΣ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΕΣ ΑΛΗΘΕΙΕΣ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ

 
Αρχιμ. Ιουστίνος Πόποβιτς

[…] Η φοβερή αλήθεια περί του Αντιχρίστου ανήκει στις σημαντικότερες αλήθειες του Ευαγγελίου του Σωτήρος. Περί αυτής οφείλουμε να ομιλούμε όπως περί του Κυρίου Ιησού Χριστού.

Αν το Ευαγγέλιο απέκρυπτε αυτή την αλήθεια, τότε πόσο πιο επικίνδυνη θα ήταν η δράση του Αντιχρίστου! Εμείς οι Χριστιανοί γνωρίζουμε από το Ευαγγέλιο του Σωτήρος τι σκέπτεται ο Θεός για εμάς του ανθρώπους και τι θέλει από εμάς.

Όμως ο Κύριος Ιησούς Χριστός στο Ευαγγέλιό Του μας απεκάλυψε και τι ο σατανάς σκέπτεται για εμάς και θέλει από εμάς, όπως και ο κύριος απόστολός του, ο Αντίχριστος.

Σε εμάς τους Χριστιανούς τίποτε το θείο δεν είναι άγνωστο, αλλά εξίσου δεν είναι άγνωστο και τίποτε το σατανικό, ώστε να γνωρίζουμε πώς να προφυλαχθούμε και να υπερασπίσουμε τους εαυτούς μας από τους σατανικούς πειρασμούς. Είμαστε άνθρωποι δημιουργημένοι με σκοπό να γίνουμε χαρισματικοί θεάνθρωποι. Ο Κύριος Ιησούς Χριστός έγινε άνθρωπος και ως Θεάνθρωπος κατέδειξε πώς ό,τι το Θείο μπορεί να πραγματωθεί στην ανθρώπινη ζωή επί γής και να αποτρέψει, να καταστρέψει ό,τι το αντίθεο, το αμαρτωλό, το κακό, το σατανικό, το αντίχριστο.

Γνωρίζουμε πώς είμαστε κατά πάντα ισχυρότεροι του σατανά και των σκοτεινών αγγέλων του. Είμαστε ισχυρότεροι διά της Χάριτος του Χριστού, διά της αγίας Εκκλησίας Του, στην οποίαν αδιαλείπτως, όπως στο σώμα Του, ζει και ζωοποιεί ο Θεάνθρωπος Χριστός με όλες τις θείες χαρισματικές Του δυνάμεις, των οποίων εμείς μετέχουμε διά των ιερών Μυστηρίων και των αγίων Αρετών και κατανικούμε κάθε σατανικό κακό και αμαρτία και θάνατο και κόλαση.

Ο Θεός που είναι μαζί μας διά των ιερών Μυστηρίων και Αρετών είναι ασύγκριτα ισχυρότερος από τον διάβολο, ο οποίος βρίσκεται στις αμαρτίες, στα πάθη, στους θανάτους και στις κολάσεις. Γι’ αυτό και οι Χριστιανοί δεν φοβούνται ούτε σατανά, ούτε Αντίχριστο. Τους νικούμε κατά πάντα με τον Κύριο Ιησού Χριστό, που εν τη Εκκλησία Του ενεργεί παντοδύναμα μέσα μας δια των Μυστηρίων και των Αρετών…

(ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ, ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ – Β΄ ΕΚΔ. – ΚΕΦ. ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΑ: Ο ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΣ ΚΑΙ Η ΔΡΑΣΗ ΤΟΥ, ΣΕΛ. 961, 962)

Τετάρτη 13 Μαρτίου 2024

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ: Ἀπόθεση καί Ἒνδυση - Κατάκριση

ποστολικό νάγνωσμα Κυριακς τς Τυροφάγου

(Ρωμ. ιγ΄ 11 – ιδ΄ 4)

δελφοί, νν γρ γγύτερον μν σωτηρία τε πιστεύσαμεν. Η νξ προέκοψεν, δ μέρα γγικεν. ᾿Αποθώμεθα ον τ ργα το σκότους κα νδυσώμεθα τ πλα το φωτός. Ως ν μέρ εσχημόνως περιπατήσωμεν, μ κώμοις κα μέθαις, μ κοίταις κα σελγείαις, μ ριδι κα ζήλ, λλ᾿ νδύσασθε τν Κύριον ᾿Ιησον Χριστόν, κα τς σαρκς πρόνοιαν μ ποιεσθε ες πιθυμίας. Τν δ σθενοντα τ πίστει προσλαμβάνεσθε, μ ες διακρίσεις διαλογισμν. Ος μν πιστεύει φαγεν πάντα, δ σθενν λάχανα σθίει. Ο σθίων τν μ σθίοντα μ ξουθενείτω, κα μ σθίων τν σθίοντα μ κρινέτω· Θες γρ ατν προσελάβετο. Σ τίς ε κρίνων λλότριον οκέτην; Τ δί Κυρί στήκει πίπτει· σταθήσεται δέ· δυνατς γάρ στιν Θες στσαι ατόν.

Ἀπόδοση 

Ἀδελφοί, τώρα ἡ τελικὴ σωτηρία βρίσκεται πιὸ κοντὰ μας παρὰ τότε ποὺ πιστέψαμε. ῾Η νύχτα ὅπου νά ᾿ναι φεύγει, καὶ ἡ μέρα κοντεύει νὰ ᾿ρθεῖ. Γι’ αὐτὸ ἂς πετάξουμε ἀπὸ πάνω μας τὰ ἔργα τοῦ σκότους, κι ἂς φορέσουμε τὰ ὅπλα τοῦ φωτός.

Η διαγωγή μας ἂς εἶναι κόσμια, τέτοια ποὺ ταιριάζει στὸ φῶς. ῍Ας πάψουν τὰ φαγοπότια καὶ τὰ μεθύσια, ἡ ἀσύδοτη κι ἀκόλαστη ζωή, οἱ φιλονικίες κι οἱ φθόνοι. Ντυθεῖτε τὸν Κύριό μας ᾿Ιησοῦ Χριστὸ καὶ μὴν ἀφήνετε τὸν ἁμαρτωλὸ ἑαυτό σας νὰ σᾶς παρασύρει στὴν ἱκανοποίηση τῶν ἐπιθυμιῶν σας.

Νὰ δέχεστε ὅποιον ἔχει ἀσθενικὴ πίστη, χωρὶς νὰ ἐπικρίνετε τὶς ἀπόψεις του. Γιὰ παράδειγμα, ἕνας πιστεύει πὼς μπορεῖ νὰ φάει ἀπ’ ὅλα, ἐνῶ κάποιος ἄλλος, ποὺ ἔχει ἀσθενικὴ πίστη, τρώει μόνο χόρτα.

Αὐτὸς ποὺ τρώει ἀπ’ ὅλα, ἂς μὴν περιφρονεῖ ἐκεῖνον ποὺ δὲν τρώει· κι ἐκεῖνος ποὺ δὲν τρώει, ἂς μὴν κατακρίνει ἐκεῖνον ποὺ τρώει, γιατὶ ὁ Θεὸς τὸν ἔχει δεχτεῖ στὴν ἐκκλησία του. Ποιὸς εἶσαι ἐσὺ ποὺ θὰ κρίνεις ἕναν ξένο ὑπηρέτη;

Μόνο ὁ Κύριός του μπορεῖ νὰ κρίνει ἂν στέκεται ἢ ὄχι στὴν πίστη του, γιατὶ ὁ Θεὸς ἔχει τὴ δύναμη νὰ τὸν στηρίξει.

1. ΑΠΟΘΕΣΗ ΚΑΙ ΕΝΔΥΣΗ

Ἕνα ἐγερτήριο σάλπισμα μετανοίας θὰ μποροῦσε νὰ χαρακτηρισθεῖ τὸ ἀποστολι­­κὸ αὐτὸ ἀνάγνωσμα. Ὁ ἀπόστολος Παῦ­­λος ἀπευθυνόμενος στοὺς Ρωμαίους, ἀλ­λὰ καὶ πρὸς ὅλους τοὺς Χριστιανούς, λέει: Εἶναι πλέον ὥρα νὰ σηκωθοῦμε ἀπὸ τὸν ὕπνο τῆς ἀμέλειας. Διότι τώρα ἡ ἡμέρα τῆς Δευτέρας Παρουσίας εἶναι πλησιέστερη σὲ μᾶς παρὰ τότε ποὺ πιστεύσαμε. Ἡ ζωὴ αὐτή, ποὺ μοιάζει μὲ νύχτα σκοτεινή, προχώρησε, ἐνῶ ἡ ἡμέρα τῆς ἄλλης ζωῆς πλησίασε. «Ἀποθώμεθα οὖν τὰ ἔργα τοῦ σκότους καὶ ἐνδυσώμεθα τὰ ὅπλα τοῦ φωτός». Ἂς πετάξουμε λοιπὸν ἀπὸ πάνω μας τὰ ἔργα τῆς ἁμαρτίας ποὺ γίνονται στὸ σκοτάδι, κι ἂς ντυθοῦμε σὰν ὅπλα τὰ φωτεινὰ ἔργα τῆς ἀρετῆς. Ὅπως συμπεριφέρεται κανεὶς τὴν ἡμέρα, ποὺ τὰ βλέμματα πολλῶν τὸν παρακολουθοῦν, ἔτσι κι ἐμεῖς ἂς συμπεριφερθοῦμε μὲ εὐπρέπεια καὶ σε­μνότητα· ὄχι μὲ ἄσεμνα φαγοπότια καὶ μεθύσια, οὔτε μὲ πράξεις αἰσχρότητος καὶ ἀσέλγειας, οὔτε μὲ φιλονικίες καὶ ζηλοτυπίες. Ἀλλὰ νὰ ἐνδυθοῦμε σὰν ἔνδυμα τῆς ψυχῆς μας τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ὥστε στὴν ὅλη ζωή μας νὰ μοιάζουμε μ’ Αὐτόν.

Μὲ τὸ ὅλο ἱερὸ κείμενο ὁ ἅγιος Ἀπόστο­λος μᾶς καλεῖ σὲ μετάνοια καὶ ἐ­­­γρή­γορση καὶ μᾶς ζητεῖ νὰ κάνουμε δύο ἐνέρ­γειες: πρῶτα νὰ πετάξουμε ἀπὸ πά­νω μας τὰ ἔργα τῆς ἁμαρτίας, κι ἔπειτα νὰ ντυθοῦμε καὶ νὰ ὁπλισθοῦμε μὲ τὰ ὅπλα τοῦ φωτὸς καὶ τῆς ἀρετῆς. Νὰ μισήσουμε δηλαδὴ τὴν ἁμαρτία καὶ τὰ ἔργα της, καὶ νὰ ἀγαπήσου­με τὸν Χριστὸ καὶ τὴν ἀ­­­­ρετή. Νὰ ἀφήσουμε τὴ νύχτα καὶ τὰ ἁ­­­­μαρτωλά της ἔργα, καὶ νὰ ζήσουμε πλέον μέσα στὸ φῶς τῆς ἡμέρας, τῆς νέας ἐν Χριστῷ ζωῆς. Διπλὸ λοιπὸν τὸ ἔργο τῆς μετανοίας, ξερίζωμα καὶ ἔνδυση, μίσος καὶ ἀγάπη, ἀπάρνηση τῆς ἁμαρτίας καὶ ἀφοσίωση στὸν Χριστό. Ἂς μὴ νομίσουμε ὅτι τὸ κάλεσμα αὐτὸ δὲν μᾶς ἀφορᾶ, ἀλλὰ ἀφορᾶ μόνο τοὺς ἀνθρώπους ποὺ βρίσκονται μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό. Καθὼς εἰσερχόμαστε στὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, ἡ Ἐκκλησία μας ἐπέλεξε αὐτὸ τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα γιὰ νὰ καλέσει ὅλους – κι ἐμᾶς ποὺ νομίζουμε ὅτι εἴ­­­­­μαστε προοδευμένοι Χριστιανοί – σὲ μετά­­νοια. Διότι ἂν ψάξουμε καλὰ μέσα στὴν ψυχή μας, θὰ δοῦμε ἕνα σωρὸ πάθη καὶ ἐ­­­­πιθυμίες ἁμαρτωλές, σκέψεις καὶ φρονήματα σκοτεινά. Ἀλλὰ καὶ στὴν καθημερινή μας ζωὴ κάθε τόσο πέφτουμε στὰ ἴδια καὶ στὰ ἴδια. Ἂς ξυπνήσουμε λοιπὸν ἀπὸ τὸν λήθαργο τῆς ἀδιαφορίας καὶ τῆς ἀμέλειας. Ἰδιαιτέρως τώρα καθὼς μπαίνουμε στὸ στίβο τῶν πνευματικῶν ἀγώνων. Ἄς κάνουμε ἕνα νέο ξεκίνημα μὲ ζῆλο. Καὶ θὰ τὸ εὐλογήσει ὁ Θεός.

2. ΚΑΤΑΚΡΙΣΗ

Στὴ συνέχεια ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀνα­φέρεται στὸ θέμα τῶν φαγητῶν ποὺ τα­λαιπωροῦσε τότε τοὺς Χριστιανούς. Λέει λοιπὸν ὁ θεῖος Ἀπόστολος: Νὰ δέχεσθε μὲ καλοσύνη ἐκεῖνον ποὺ εἶναι ἀδύνατος στὴν πίστη καὶ ἐξαρτᾶ τὴ σωτηρία του καὶ ἀπὸ τὴ διάκριση τῶν φαγητῶν καὶ τῶν ἡ­­­μερῶν, χωρὶς νὰ συζητᾶτε καὶ νὰ ἐπικρί­νετε τὶς ἰδέες του. Ἄλλος βέβαια πιστεύει ὅτι δὲν ἀπαγορεύεται νὰ φάει ὅλα τὰ φαγητά. Ἐνῶ ὁ ἀδύνατος στὴν πίστη τρώει λαχανικὰ καὶ ἀποφεύγει τὶς ἄλλες τροφὲς ἀπὸ τὸ φόβο μήπως μολυνθεῖ ἀπ’ αὐτές. Ἐκεῖνος ποὺ λόγῳ τῆς ἰσχυρότερης πίστεώς του τρώει ἀπ’ ὅλες τὶς τροφές, ἂς μὴν περιφρονεῖ ὡς στενοκέφαλο ἐκεῖνον ποὺ δὲν τρώει ἀπ’ ὅλες. Κι αὐτὸς ποὺ δὲν τρώει ἀπ’ ὅλα, ἂς μὴν κατακρίνει ἐκεῖνον ποὺ τρώει.

Ἄλλωστε ποιὸς εἶσαι ἐσύ, ποὺ κατακρί­νεις ξένο δοῦλο; Αὐτὸς δὲν ἔχει ἐσένα Κύ­­ριο ἀλλὰ τὸν Θεό. Γιὰ τὸν Κύριό του λοι­­πὸν μένει σταθερὸς ἢ πέφτει πνευματικά. Μάθε λοιπὸν ὅτι, ἐνῶ ἐσὺ τὸν κατακρίνεις, αὐτὸς θὰ μείνει σταθερὸς στὴν πίστη. Δι­ότι ὁ Θεὸς ἔχει τὴ δύναμη νὰ τὸν ἀνορθώ­­σει καὶ νὰ τὸν στερεώσει.

Παίρνοντας ἀφορμὴ ἀπὸ τὸ ζήτημα τῶν τροφῶν ὁ θεῖος Ἀπόστολος ξεσκεπάζει τὸ φοβερὸ πάθος τῆς κατακρίσεως, ποὺ πάν­τοτε ταλαιπωροῦσε καὶ ταλαιπωρεῖ ἰ­­­­­δι­­αιτέρως τοὺς πιστούς. Ἂν ἐξετάσουμε προσ­­εκτικὰ τὸν ἑαυτό μας, θὰ δοῦμε πό­­­σο πάσχουμε κι ἐμεῖς στὸ θέμα τῆς κατακρίσεως. Πόσο εὔκολα ἀνοίγουμε τὸ στόμα μας γιὰ νὰ κρίνουμε τοὺς ἄλλους ἀδελφούς μας. Καὶ μᾶς ἐγκαλεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦ­λος καὶ μᾶς ρωτᾶ: Ποιοὶ εἴμαστε ἐμεῖς ποὺ κάνουμε τοὺς δικαστὲς τῶν ἄλλων; Μὲ ποιὸ δικαίωμα ἁρπάζουμε τὸ δικαίωμα τοῦ Θε­οῦ, ποὺ εἶναι ὁ μόνος Κριτὴς ὅλων μας;

Ἐπιπλέον ὅταν κατακρίνουμε, χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνουμε ἀποκαλύπτουμε τὴν κα­­κία ποὺ ἔχουμε γιὰ τοὺς ἀδελφούς μας, καὶ τὸν μεγάλο ἐγωισμό μας. Νομίζουμε ὅτι τὰ ξέρουμε ὅλα κι ὅτι ἔχουμε τὸ δικαί­ω­μα νὰ καυτηριάζουμε τὰ λάθη τῶν ἄλ­λων. Κατακρίνουμε αὐτὰ ποὺ βλέπουμε, καὶ δὲν ξέρουμε ὅτι οἱ ἄλλοι μπορεῖ νὰ με­τανόησαν, ἐνῶ ἐμεῖς μένουμε σκλάβοι στὸ ὀλέθριο πάθος μας. Κατακρίνουμε διότι δὲν ἀποκτήσαμε ἀκόμη συναίσθηση καὶ φρον­τίδα γιὰ τὰ δικά μας ἁμαρτήματα. Ἐμεῖς καθημερινὰ σφάλλουμε σὲ χειρότερα ἁμαρτήματα καὶ κατακρίνουμε τοὺς ἄλ­­λους! Διώχνουμε ὅμως ἔτσι τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ παραχωρεῖ ὁ Θεὸς καὶ πέφτουμε στὰ ἴδια ἁμαρτήματα, κάποτε καὶ σὲ ἄλλα βαριά, ἀκόμη καὶ σὲ σαρκικά, γιὰ νὰ ταπεινωθοῦμε καὶ νὰ μετανοήσουμε. Ἂς προσέξουμε λοιπὸν πολύ. Κι ἂς ζητήσουμε μὲ μετάνοια ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μᾶς δώσει τὴ χάρη του νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὴν κατάκριση. Διαφορετικὰ μὲ τὴν κατάκριση ὁδεύουμε σ’ ἕναν ἀπὸ τοὺς συντομότερους δρόμους γιὰ τὴν κόλαση.

Πηγή: Ἀδελφότης Θεολόγων «Ὁ Σωτήρ»

Ἰδιόμελο τῶν αἴνων Κυριακῆς τῆς Τυροφάγου. Ἦχος Πλάγιος Α'.
«Τὸ στάδιον τῶν ἀρετῶν ἠνέῳκται, οἱ βουλόμενοι ἀθλῆσαι εἰσέλθετε, ἀναζωσάμενοι τὸν καλὸν τῆς Νηστείας ἀγῶνα· οἱ γὰρ νομίμως ἀθλοῦντες, δικαίως στεφανοῦνται, καὶ ἀναλαβόντες τὴν πανοπλίαν τοῦ Σταυροῦ, τῷ ἐχθρῷ ἀντιμαχησώμεθα, ὡς τεῖχος ἄρρηκτον κατέχοντες τὴν Πίστιν, καὶ ὡς θώρακα τὴν προσευχήν, καὶ περικεφαλαίαν τὴν ἐλεημοσύνην, ἀντὶ μαχαίρας τὴν νηστείαν, ἥτις ἐκτέμνει ἀπὸ καρδίας πᾶσαν κακίαν. Ὁ ποιῶν ταῦτα, τὸν ἀληθινὸν κομίζεται στέφανον, παρὰ τοῦ Παμβασιλέως Χριστοῦ, ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς Κρίσεως». Ἑρμηνεία Ο αγώνας των αρετών άρχισε, ελάτε όσοι θέλετε να αγωνιστείτε στον καλό αγώνα της Νηστείας, γιατί αυτοί που δίκαια αγωνίζονται δίκαια θα λάβουν και τον στέφανο της νίκης, κι έχοντας φορέσει την πανοπλία του Σταυρού ας πολεμήσουμε τον εχθρό, έχοντας για άτρωτη ασπίδα την Πίστη, και ως θώρακα την προσευχή και ως περικεφαλαία την ελεημοσύνη, αντί για μαχαίρι έχουμε τη νηστεία, η οποία διώχνει από την καρδιά κάθε κακία. Όποιος τα κάνει αυτά θα φορά το αληθινό στεφάνι δίπλα στον Βασιλέα των πάντων Χριστό, την ημέρα της Κρίσεως.

Δοξαστικόν Ἑσπερινοῦ Σαββάτου τῆς Τυρινῆς. Ἦχ. πλ. β’.
«Ἐκάθισεν Ἀδάμ, ἀπέναντι τοῦ Παραδείσου, καί τήν ἰδίαν γύμνωσιν θρηνῶν ὠδύρετο. Οἴμοι, τόν ἀπάτῃ πονηρᾷ πεισθέντα καί κλαπέντα καί δόξης μακρυθέντα! Οἴμοι, τόν ἁπλότητι γυμνόν, νῦν δέ ἠπορημένον! Ἀλλ᾽ ὦ Παράδεισε, οὐκέτι σου τῆς τρυφῆς ἀπολαύσω, οὐκέτι ὄψομαι τόν Κύριον καί Θεόν μου καί Πλάστην· εἰς γῆν γάρ ἀπελεύσομαι ἐξ ἧς καί προσελήφθην. Ἐλεῆμον, Οἰκτίρμον, βοῶ Σοι· Ἐλέησόν με τόν παραπεσόντα.» Ἑρμηνεία
Kάθισε ὁ Ἀδάμ ἀπέναντι στόν Παράδεισο καί θρηνώντας τή γύμνωσή του ἔκλαιγε καί ὠδυρόταν. Ἀλίμονο σε μένα πού μ᾽ ἔπεισε μέ ἀπάτη καί ὑπόσχεση ὁ πονηρός καί μέ ᾽κλεψε στερῶντας μου τή πρωτόπλαστη δόξα. Ἀλίμονο σέ μένα, γιατί ἐνῶ ἀπό τήν ἁπλότητα καί ἀκακία μου μποροῦσα νά ᾽μαι γυμνός, τώρα ἀπ᾽ ὅλα εἶμαι στερημένος. Παράδεισε, Παράδεισε, δέν θ᾽ ἀπολαύσω τώρα πλέον τήν τρυφή σου, δέν θά ξαναδῶ πιά τόν Πλάστη, τόν Κύριο καί Θεό μου. Τώρα θά ξαναγυρίσω στή γῆ, στό χῶμα ἀπ᾽ ὅπου εἶμαι πλασμένος. Ἐλεήμονα καί Οἰκτήρμονα Κύριε, σέ Σένα κραυγάζω: Ἐλέησέ με, τόν ταλαίπωρο καί πεσμένο.”

Κυριακή 10 Μαρτίου 2024

ΠΕΡΙ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΥ (Ὁμιλία τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Λαρίσης καὶ Πλαταμῶνος κ. Κλήμεντα)

ΣΥΝΟΨΗ ΤΗΣ ΗΘΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ (Μέρος 17ο)

 Ἁγίου Μητροπολίτου Φιλαρέτου τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς (+1985)

17. Η στάση προς τον πλησίον

Η δικαιοσύνη και τα είδη της. Η υπεροχή της χριστιανικής δικαιοσύνης.
Η αυστηρότητα και επιείκεια ενός Χριστιανού. Η εμπιστοσύνη ενός Χριστιανού.

Μέχρι στιγμής μιλήσαμε για τα καθήκοντα ενός Χριστιανού απέναντι στον εαυτό του. Τώρα ας αναλογιστούμε τις ευθύνες του απέναντι στον πλησίον – στους άλλους ανθρώπους.

Το πρώτο βήμα στις σωστές σχέσεις μας με τους άλλους ανθρώπους είναι η απαίτηση για δικαιοσύνη. Χωρίς αυτή την βασική απαίτηση, ακόμη και η καλοσύνη ενός ανθρώπου μπορεί να αποδειχθεί άχρηστη αν δεν υφίσταται αλήθεια σε αυτήν, αλλά υπάρχει μεροληψία και προκατάληψη. Αλλά και στην ίδια την διαμόρφωση δίκαιων σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων, σκιαγραφούνται διάφορα είδη δικαιοσύνης.

1. H δικαιοσύνη της νομιμοφροσύνης. Αυτό είναι το χαμηλότερο είδος δίκαιων σχέσεων, το πιο συνηθισμένο στην αστική και δημόσια ζωή. Ένας νομιμόφρων άνθρωπος προσπαθεί στην ζωή του να τηρεί την ακριβή εκπλήρωση των κρατικών και αστικών νόμων που είναι δεσμευτικοί γι’ αυτόν και τους άλλους. Επιπλέον, συνήθως εκπληρώνει όλες τις προσωπικές του συμβάσεις και υποχρεώσεις με ακρίβεια και εγκαίρως. Πέραν όμως από αυτούς τους νομικούς κανόνες και όρια, με την έννοια των παραχωρήσεων και της συγκατάβασης, δεν κάνει ούτε ένα βήμα και μπορεί να αποδειχθεί στυγνός, αδιάκριτος και άκαρδος. Ένα τέτοιο άτομο δεν διαπράττει «παρανομία», δεν παραβιάζει νόμους – αλλά θα πάρει αυτό που του ανήκει και δεν θα υποχωρήσει σε κανέναν, ακόμα κι αν ο πλησίον του υποφέρει εξαιτίας αυτού. Φυσικά, στην εποχή μας, ακόμη και τέτοιοι νομιμόφρονες άνθρωποι εξακολουθούν να είναι σχετικά αξιοπρεπείς, επειδή εκτελούν τα καθήκοντά τους με ειλικρίνεια. Ωστόσο, είναι σαφές σε όλους ότι για έναν Χριστιανό αυτό το είδος σχέσης είναι πολύ ανεπαρκές, γιατί δεν είναι χριστιανικό, αλλά καθαρά παγανιστικό.

2. Η δικαιοσύνη της ορθότητας. Αυτό το είδος δικαιοσύνης είναι ηθικά πολύ υψηλότερο από το προηγούμενο. Ορθό άνθρωπο αποκαλούμε εκείνον που στις σχέσεις του με τους άλλους προσπαθεί να ενεργεί όπως πρέπει, και όχι μόνο σύμφωνα με εξωτερικούς νόμους και έθιμα, αλλά γενικά, σύμφωνα με την συνείδησή του. Επομένως, είναι ήρεμος, ήμερος, ευγενικός και εξυπηρετικός σε όλους. Ανταποκρίνεται πρόθυμα σε ένα αίτημα για μια υπηρεσία και προσπαθεί να κάνει ό,τι υπόσχεται, συχνά απελευθερώνοντας έτσι άλλους ανθρώπους από δυσκολίες. Σε αντίθεση με τους ψυχρά νομιμόφρονες ανθρώπους, το να ζεις και να δουλεύεις με τόσο σωστούς, χρήσιμους ανθρώπους είναι εύκολο και ευχάριστο. Ωστόσο, ακόμη και σε αυτή την περίπτωση, όλα αυτά απέχουν πολύ από τον Χριστιανισμό, αφού μια τέτοια ευγένεια και ανταπόκριση δεν είναι πάντα σταθερή και πιστή στον εαυτό της, και, το πιο σημαντικό, σύντομα ξεθωριάζει και μαραίνεται (όπως λένε «σβήνει»). Και τότε το άτομο, που εξωτερικά φαίνεται και παραμένει σωστός και ευγενικός στις σχέσεις του με τους ανθρώπους, συνήθως προσπαθεί να τους ξεφορτωθεί σύντομα και ευγενικά, να απαλλαγεί από τα αιτήματα και τις ανάγκες τους.

3. Ο πλήρης τύπος δικαιοσύνης είναι η χριστιανική δικαιοσύνη – η δικαιοσύνη της χριστιανικής καρδιάς. Η βασική, σοφή και ταυτόχρονα σαφής και κατανοητή αρχή της εκφράζεται στο Ευαγγέλιο με τα λόγια: «Πάντα οὖν ὅσα ἂν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτω καὶ ὑμεῖς ποιῆτε αὐτοῖς»[1]Και η Αποστολική Σύνοδος το επανέλαβε αυτό με αρνητική μορφή: «Μην κάνετε στους άλλους αυτό που δεν θέλετε να σας κάνουν» (Πράξεις 15:29)[2]. Έτσι, μη βάζετε στην ζωή κανένα ψέμα, κανένα ψεύδος, καμία δυσαρέσκεια, κανένα κακό. Όλοι οι άνθρωποι είναι πλησίον, μη τους κάνετε αυτό που δεν επιθυμείτε για τον εαυτό σας. Επιπλέον, όχι μόνο μην κάνετε το κακό, αλλά και να κάνετε το καλό, σύμφωνα με την συνείδησή σας, από καρδιάς, εμπνευσμένο από τον ευαγγελικό νόμο της αγάπης, του ελέους και της συγχώρεσης. Αν θέλετε να σας φέρονται εγκάρδια, ανοίξτε την καρδιά σας στον πλησίον σας. Και μην είστε εγωιστές, μη λαμβάνετε υπόψη μόνο τα δικαιώματά σας – όπως κάνουν οι νομιμόφρονες και οι ορθοί άνθρωποι – αλλά βάλτε το καλό και το ωφέλιμο του πλησίον σας πάνω απ’ όλα τα δικαιώματά σας, σύμφωνα με τον νόμο της χριστιανικής αγάπης.

Συμβαίνει συχνά και είθισται στην ζωή να είμαστε πολύ επιεικείς με τον εαυτό μας, και απαιτητικοί και αυστηροί απέναντι στους άλλους. Η χριστιανική δικαιοσύνη διδάσκει διαφορετικά. Ο Κύριος είπε: «Τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς; Ἢ πῶς ἐρεῖς τῷ ἀδελφῷ σου, ἄφες ἐκβάλω τὸ κάρφος ἀπὸ τοῦ ὀφθαλμοῦ σου…»[3]. Επομένως, οι ασκητές του Χριστιανισμού, που ήταν τόσο θλιμμένοι για τις αμαρτίες τους και υπήρξαν αλύπητα αυστηροί και απαιτητικοί με τον εαυτό τους, ήταν τόσο συγχωρητικοί και συγκαταβατικοί απέναντι στους άλλους, καλύπτοντας με στοργή και αγάπη τις αδυναμίες του πλησίον τους. Και γενικά, ο χριστιανικός κανόνας της ζωής μάς διδάσκει ότι στις θλιβερές περιστάσεις του βίου, όπως για παράδειγμα, σε διαμάχες, προβλήματα κ.λπ., να αναζητούμε την αιτία τους όχι στους άλλους, αλλά στον εαυτό μας: στην αγάπη μας για την αμαρτία, την αδιαλλαξία, την υπερηφάνεια και τον εγωισμό. Έτσι, η χριστιανική δικαιοσύνη απαιτεί από εμάς να είμαστε επιεικείς απέναντι στους άλλους. Αυτό όμως δεν είναι αρκετό. Μας καλεί να δούμε σε κάθε άνθρωπο ακριβώς έναν αδελφό: έναν αδελφό εν Χριστώ, ένα αγαπημένο δημιούργημα και την εικόνα του Παντοδύναμου Θεού. Και ανεξάρτητα από το μέγεθος της πτώσης του άνθρωπου αυτού, ανεξάρτητα από το πόσο έχει αμαυρώσει την εικόνα του Θεού μέσα του με τις αμαρτίες και τις κακίες, πρέπει ακόμα να αναζητούμε την σπίθα του Θεού στην ψυχή του – όπως κατάφερε να κάνει ο Ντοστογιέφσκι στις «Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων»[4] (από την εμπειρία του στα καταναγκαστικά έργα). «Οι αμαρτίες είναι αμαρτίες, αλλά η βάση στον άνθρωπο είναι η εικόνα του Θεού… Να μισείς την αμαρτία, αλλά να αγαπάς τον αμαρτωλό», είπε κάποτε ο [Άγιος] π. Ιωάννης της Κρονστάνδης…

Μαζί με τον σεβασμό στην προσωπικότητα του πλησίον, πρέπει να υπάρχει και εμπιστοσύνη σε αυτόν. Αυτό είναι ιδιαιτέρως απαραίτητο όταν ένας άνθρωπος αφού έχει διαπράξει ένα έγκλημα, έπειτα ομολογεί την ενοχή του με την ευαγγελική λέξη «μετανοώ» και υπόσχεται διόρθωση. Πόσο συχνά η καλή πρόθεση ενός τέτοιου μετανοημένου ανθρώπου αντιμετωπίζεται με δυσπιστία και ψυχρότητα· και τότε η καλή επιθυμία για διόρθωση εξαφανίζεται και αντικαθίσταται από πικρία και μια καταστροφική απόφαση: «Ω, καλά, τότε περιμένετε, θα σας δείξω ποιος είμαι, θα πάρω εκδίκηση…». Ποιος ευθύνεται για το θάνατο αυτής της ψυχής;… Αντίθετα, ένας ειλικρινής, στοργικός Χριστιανός προσπαθεί με χαρά να ανταποκριθεί στην καλή παρόρμηση του πλησίον του, τονίζοντας την πλήρη εμπιστοσύνη και τον σεβασμό του προς αυτόν και συχνά υποστηρίζοντας και επιβεβαιώνοντας τον καλό δρόμο σε όσους εξακολουθούν να διστάζουν και δεν έχουν ενισχυθεί. Φυσικά, μερικές φορές συμβαίνει ένας άνθρωπος που έχει υποσχεθεί να βελτιωθεί, να καταχράται την εμπιστοσύνη του πλησίον του είτε από αδυναμία θέλησης, είτε από συνειδητή επιθυμία να εξαπατήσει. Αλλά μπορεί αυτό να καταστείλει το αίσθημα εμπιστοσύνης και καλοσύνης προς τον πλησίον σε έναν Χριστιανό πιστό; Άλλωστε, είναι τέκνο και οπαδός του νόμου της χριστιανικής αγάπης· εκείνης της αγάπης για την οποία ο Απόστολος [Παύλος] είπε ότι «πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει»[5].

(συνεχίζεται)


[1] Ματθ. ζ΄ 12.
[2] Το απόσπασμα αυτό δεν συναντάται στο ελληνικό κείμενο των Πράξεων. Στο ρωσικό κείμενο το απόσπασμα αυτό βρίσκεται ανάμεσα από το «ἀπέχεσθαι εἰδωλοθύτων καὶ αἵματος καὶ πνικτοῦ καὶ πορνείας» και το «ἐξ ὧν διατηροῦντες ἑαυτοὺς εὖ πράξετε. ἔῤῥωσθε». Όπως παρατηρεί ο σοφός ερμηνευτής και νεοφανής Πατέρας Αρχιεπίσκοπος Συρακουσών Αβέρκιος [της Ρωσικής Διασποράς, +1976] στην ερμηνεία του χωρίου το απόσπασμα αυτό (στο πρωτότυπο «не делать другим того, чего себе не хотят») «βρίσκεται μόνο σε λίγα αρχαία χειρόγραφα και ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος δεν το αναφέρει στην ερμηνεία του» (архиепископ Аверкин [Таушев], Четвероевангелие. Апостол: Руководство к изучению Священного Писания Нового Завета, Москва, 2005, σελ. 452).
[3] Ματθ. ζ΄ 5.
[4] Παραθέτουμε τον τίτλο με τον οποίο κυκλοφορεί στην ελληνική γλώσσα και αυτό το σπουδαίο έργο του μεγάλου ορθόδοξου Ρώσου συγγραφέα.
[5] Α  Κορ. ιγ΄ 7.