A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !
✞ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος ✞

Κυριακή 9 Απριλίου 2023

ΕΣΥ, ΠΟΙΟΣ ΕΙΣΑΙ;


Το πιο εύκολο πράγμα, είναι να είσαι ο Ιούδας. Λες πως είσαι φίλος, μα όταν βρεις την ευκαιρία, δε διστάζεις για τριάκοντα αργύρια, με ένα φιλί τους ανθρώπους σου να τους προδώσεις.

Το πιο εύκολο πράγμα, είναι να είσαι ο Πιλάτος. Κάθε φορά που τα πράγματα ζορίζουν, εσύ ‘’νίπτεις τας χείρας σου’’. Δεν παίρνεις την ευθύνη ούτε για τις πράξεις σου, ούτε για τη ζωή σου.

Το πιο εύκολο πράγμα, είναι να είσαι και εσύ ένας από τους Γραμματείς και τους Φαρισαίους. Για τον κόσμο όλο, τίμιος, δίκαιος, καθαρός, μέσα σου όμως, να κρύβεις, μίσος, οργή, ζήλεια, υπερηφάνεια, ασπλαχνία.

Το πιο εύκολο πράγμα είναι να είσαι ο όχλος. Χάβρα Ιουδαίων. Να μην έχεις βούληση. Να μην παίρνεις καμία ευθύνη. Να μην βάζεις το μυαλό σου να σκεφτεί. Απλά να ακολουθείς. Σαν πρόβατο. Και ‘’άρον άρον’’ να ζητάς να σταυρωθεί, αυτός που μέχρι χθες επευφημούσες.

Το πιο εύκολο πράγμα είναι να είσαι ο Βαραββάς. Να χτίζεις τη δική σου ελευθερία, τη δική σου ζωή, εις βάρος κάποιου άλλου.

Το πιο εύκολο πράγμα, είναι να είσαι ο ληστής στα αριστερά. Και ακόμα και εκεί, στην έσχατη στιγμή σου, να μην λες ένα ‘’ήμαρτον’’, αλλά να βρίζεις, να φωνάζεις, να κατηγορείς και να χλευάζεις άλλους για τα δικά σου λάθη.

Το δύσκολο, είναι να είσαι ο Χριστός. Να σταυρώνεσαι καθημερινά για χάρη όσων αγαπάς και παρόλα αυτά να ψιθυρίζεις πάνω από το σταυρό ‘’ Πάτερ, άφες αυτοίς, ου γάρ οίδασι τί ποιούσι’’…

Ελευθεριάδης Γ. Ελευθέριος

Ψυχολόγος Μ.Sc.

ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ 2023 (τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)

DSC 8219


«Σήμερον ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡμᾶς συνήγαγε, καὶ πάντες αἴροντες, τὸν Σταυρόν σου λέγομεν· 

Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος, ἐν ὀνόματι Κυρίου, Ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις».

γαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,

            Πραγματικά, ὅπως ἄλλοτε τὴ λαμπρὴ αὐτὴ ἡμέρα τῆς Κυριακῆς τῶν Βαΐων ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος συγκέντρωνε στὰ Μοναστήρια τοὺς μοναχοὺς μετὰ ἀπὸ τὴν τεσσαρακονθήμερη ἄσκησή τους στὴν ἔρημο, κάτι ἀνάλογο συμβαίνει καὶ μὲ ἑμᾶς σήμερα. Ἀφήσαμε καὶ ἑμεῖς τὴν ἔρημο, ὄχι τῆς ἄσκησης, ἀλλὰ τὴν ἔρημο τῶν παθῶν τῆς ἀκοινώνητης σύγχρονης κοινωνίας. Συγκεντρωθήκαμε στὶς Ἐκκλησίες γιὰ νὰ ὁλοκληρώσουμε ὅλοι μαζί, ὡς μέλη τοῦ ἑνὸς σῶματος, τὴν περίοδο τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς, ἡ ὁποία σήμερα λαμβάνει πέρας καὶ δίνει τὴ σκυτάλη στὴν τρίτη περίοδο τοῦ Τριωδίου, τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Ἑβδομάδα τῶν Παθῶν καὶ τῆς Ἀναστάσεως. Ὅσοι ἀγωνισθήκαμε τὴν περίοδο τῆς νηστείας, φέρουμε σήμερα ἀνὰ χείρας, μαζὶ μὲ τὰ βάια τῶν φοινίκων, τοὺς βλαστοὺς τοῦ προσωπικοῦ μας ἀγώνα, ἐτοιμάζοντας λαμπρὴ ὑποδοχὴ στὸν Βασιλέα τῆς Δόξης, τὸν Ἄρχοντα τὸν ἀληθινό, ὁ ὁποῖος θυσιάζεται ὑπὲρ τοῦ λαοῦ, τὸν ἐρχόμενο νὰ δοξασθεῖ ὄχι μὲ τὰ ἐπίγεια στερεότυπα, ἀλλὰ μὲ τὸν σταυρικὸ θάνατο καὶ τὴν Ἀνάστασή του. 

            ξίζει νὰ στρέψουμε τὴ σκέψη μας στὴν Ἁγία Γῆ καὶ νὰ γίνουμε συμμέτοχοι στὰ ἱερὰ γεγονότα. Μέσα ἀπὸ αὐτὰ θὰ γίνουμε μάρτυρες μεγάλων ἀνατροπῶν τῶν ἀνθρώπινων ἀντιλήψεων.

            Λίγες μέρες πρὶν ἀπὸ τὸ Πάσχα, ὁ Χριστὸς πληροφορήθηκε ὅτι ὁ φίλος του, Λάζαρος, ἀσθένησε. Ὅταν ὁ Κύριος ἔφτασε στὴ Βηθανία, ἐκεῖνος ἦταν ἤδη τέσσερεις ἡμέρες νεκρός. Τὸ κλίμα ἦταν πολὺ βαρύ. Οἱ ἀδερφὲς τοῦ Λαζάρου πικραμένες ἀπὸ τὴ γεύση τοῦ θανάτου, μὲ δάκρυα στὰ μάτια ἔτρεξαν νὰ βροῦν παρηγοριὰ στὸν Διδάσκαλό τους. Ἤξεραν ὅτι εἶχε θεραπεύσει ἀρρώστους καὶ ἀναστήσει νεκρούς, γιὰ αὐτὸ καὶ τοῦ εἶπαν ὅτι ἂν ἦταν ἐκεῖ νωρίτερα, δὲν θὰ πέθαινε ὁ ἀδερφός τους. Τώρα, ὅμως, ἦταν πολὺ ἀργά. Τουλάχιστον, ἔτσι νόμιζαν. Γύρευαν, λοιπόν, τὴν παρηγοριὰ καὶ τὴ βρῆκαν στὸ κατάλληλο πρόσωπο, σὲ αὐτὸν ποὺ εἶναι ἡ Ζωὴ καὶ ἡ Ἀνάσταση. Τί μεγάλο πράγμα ποὺ εἶναι αὐτὴ ἡ παρηγοριά! Ἀναλογικά, θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι εἶναι ἀνώτερο ἀπ΄ τὴν αἱμοδοσία. Μὲ τὴν αἱμοδοσία, δίνουμε τὸ αἵμα σὲ αὐτοὺς ποὺ τὸ στεροῦνται, γιὰ νὰ ζωντανέψει τὸ σῶμα. Μὲ τὴν παρηγοριά, δίνουμε ὅλη μας τὴν καρδιὰ στὸν πονεμένο γιὰ νὰ ζωντανέψει ἡ ψυχὴ βρίσκοντας τὴ χαρά. Συγκινημένος ἀπὸ τὸν ἀνθρώπινο πόνο, ὁ Χριστὸς δάκρυσε συμμετέχοντας στὸ πένθος. Δὲν ἤθελε, ὅμως, νὰ κυριαρχεῖ γιὰ πολὺ ἡ λύπη καὶ ζήτησε νὰ τοῦ ὑποδείξουν πού εἶναι θαμμένος ὁ νεκρός. Τί σκεφτόταν νὰ κάνει; Μέχρι τώρα εἶχε ἀναστήσει νεκροὺς αὐθημερόν. Τώρα ὁ Λάζαρος ἦταν τετραήμερος. Ἤδη ἀνέδιδε μυρωδιά, ἤδη εἶχε ἀρχίσει ἡ ἀποσύνθεση τοῦ σώματος. Ὑπῆρχε περίπτωση νὰ τὸν ἀναστήσει; Ἐκεῖνος ποὺ ἔδωσε στὸν Λάζαρο μιὰ φορὰ ζωή, μποροῦσε νὰ τοῦ δώσει καὶ δεύτερη. Καὶ τὸ ἔκανε. «Λάζαρε, δεῦρο ἔξω», τὸν διέταξε. Τὰ ἔχασε ὁ Ἅδης. Κατάλαβε ὅτι αὐτὸ ἦταν τὸ προοίμιο τῆς ἧττας του, ἡ ὁποία, πράγματι, δὲν θὰ ἀργοῦσε. Τελείως ἀδύναμος, ἄφησε ἀπ’ τὴν ἀγκαλιά του τὴν ψυχὴ τοῦ Λαζάρου ὥσπου ξανὰ ἑνώθηκε μὲ τὸ σῶμα καὶ βγῆκε ἀπ’ τὸν τάφο.

            Χαρᾶς εὐαγγέλια πλημμύρισαν τὴ Βηθανία. Ἡ εἴδηση μαθεύτηκε ἀστραπιαῖα καὶ ἄρχισαν νὰ ἔρχονται πολλοὶ γιὰ νὰ δοῦν τὸν Λάζαρο, θαυμάζοντας τὸ μέγα θαῦμα. Αὐτὴ ἡ κινητικότητα πρὸς τὸν Λάζαρο καὶ ἡ κατοπινὴ πίστη στὸν Χριστὸ συντάραξε τοὺς Φαρισαίους καὶ τοὺς Ἀρχιερεῖς, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ σκεφτοῦν νὰ θανατώσουν καὶ τὸν Λάζαρο μαζὶ μὲ τὸν Χριστό. Τόσο τυφλοὶ ἦταν. 

            Σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς Φαρισαίους, ἡ ἀδελφὴ τοῦ Λαζάρου, Μαρία, γνωστὴ γιὰ τὴν εὐλάβειά της καὶ τὴν ἀγάπη της γιὰ τὸν Χριστό, σὲ δεῖπνο ποὺ παρετέθη στὸν Κύριο λίγες μέρες ἀργότερα, ἄλειψε τὰ πόδια τοῦ Διδασκάλου μὲ πανάκριβο μύρο, στεγνώνοντάς τα μὲ τὰ μαλλιά της. Καὶ κάπως ἔτσι ἡ Μαρία ἔγινε διδάσκαλος τῆς εὐγνωμοσύνης γιὰ ὅλους μας. Ἔλαβε τὴν εὐεργεσία τῆς ἀναστάσεως τοῦ ἀδερφοῦ της καὶ γιὰ νὰ τιμήσει τὸν Κύριο ἔκανε αὐτὴ τὴν εὐγνώμονα πράξη. Δυσεύρετο πράγμα ἡ εὐγνωμοσύνη. Οἱ περισσότεροι γνωρίζουν μόνο νὰ παίρνουν καὶ ἀδυνατοῦν ἀκόμη καὶ αὐτὸ τὸ στοιχειῶδες «εὐχαριστῶ», τὸ τόσο ἀποτελεσματικό, νὰ ἐκφράσουν. Αὐτό, ὅμως, πρέπει νὰ ἀλλάξει ἄν θέλουμε νὰ λεγόμαστε χριστιανοί. 

            Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα, ἄκουσαν οἱ ἄνθρωποι ὅτι ὁ Ἰησοῦς, γιὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ Πάσχα, θὰ ἐρχόταν στὴν Ἱερουσαλήμ, τὴ βαμμένη μὲ τὰ αἵματα τῶν προφητῶν.  Σὲ αὐτὴν εἰσέρχεται μὲ θάρρος ὁ Λυτρωτής. Ἄν καὶ γνωρίζει τὸ τέλος ποὺ ἡ ὑποκρισία τῶν ἀνθρώπων αὐτῆς τῆς πόλης ἐπιφυλάσσει στοὺς δικαίους, δὲν διστάζει, οὔτε κάνει πίσω, ἀλλὰ προχωρᾶ μπροστά, δίνοντας τὸ παράδειγμα σὲ ὅσους θέλουν νὰ βγαίνουν πάντα νικητές. Πλῆθος κόσμου συγκεντρωμένο. Ἄλλοι βαστάζουν βάια τῶν φοινίκων, γιὰ νὰ τιμήσουν τὸν ἐρχόμενο ὡς νικητὴ τοῦ θανάτου. Ἄλλοι στρώνουν τὰ ροῦχα τους στὴν ὁδὸ γιὰ νὰ διαβεῖ ὁ Βασιλέας. Ἄλλοι φωνάζουν μὲ λαχτάρα: «Ὡσαννά», δηλαδή, «σῶσε μας», «εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου». Πράγματι, περίλαμπρη ὑποδοχή! Μέσα σὲ αὐτὴν τὴ λαμπρότητα καὶ τὴ δόξα, χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ ἔνδοξου Βασιλιᾶ. Ἁπλὰ ροῦχα φοράει, σκήπτρο δὲν κρατάει, οὔτε ὅπλα. Πάνω σὲ ταπεινὸ γαϊδουράκι κάθεται, ἀλλὰ ὁ κόσμος τὸν δοξάζει. Δίπλα του δὲν ἔχει φρουρά, ἀλλὰ τὴν χορεία τῶν ἁπλοϊκῶν μαθητῶν. Δὲν σηκώνει τὸ χέρι νὰ χαιρετήσει τὸ πλῆθος, ἀλλὰ προχωρᾶ μὲ ἐπίγνωση τῆς ἀποστολῆς του. Ἄλλωστε, εἴτε τὸν ἐπευφημοῦσε τὸ πλῆθος, εἴτε ὄχι, ἐκεῖνος θὰ προχωροῦσε τὴν ὁδὸ τῆς θυσίας. Δὲν κολακεύεται, δὲν τὸν θαμπώνουν τὰ μεγάλα λόγια διότι γνωρίζει ὅτι μετὰ τὸ «Ὠσαννὰ» ἀκολουθεῖ τὸ «σταυρωθήτω». Πορεύεται νὰ νικήσει καὶ θὰ νικήσει ἐπειδὴ μᾶς ἀγαπάει ἀληθινὰ καὶ αὐτὴ τὴν ἀληθινὴ ἀγάπη δὲν τὴ νικᾶ οὔτε ὁ φόβος, οὔτε τὰ βασανιστήρια, οὔτε ὁ σταυρικὸς θάνατος. 

            Τὸ θέμα εἶναι, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἑμεῖς τί κάνουμε; Γνωρίζουμε πολὺ καλὰ ὅτι ἕνα τμῆμα τοῦ πλήθους ποὺ σήμερα φωνάζει «Ὡσαννά», σὲ λίγες μέρες θὰ κράζει «σταυρωθήτω». Καὶ αὐτὸ διότι εἶχαν ἄλλες ἀξιώσεις ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Δὲν ἤξεραν ποιός πραγματικὰ ἦταν. Νόμιζαν ὅτι ἦρθε γιὰ νὰ τοὺς κάνει τὴ ζωὴ πιὸ ἄνετη, ἱδρύοντας μία ἐπίγεια βασιλεία, καὶ ἔτσι, γιὰ νὰ εἶναι εὐνοούμενοί του, φώναζαν «ὡσαννά». Ὅταν, ὅμως, κατάλαβαν ὅτι ὁ Χριστὸς ἦρθε νὰ προτείνει θυσία, ἐγκράτεια, ταπείνωση, ὑπακοὴ καὶ ψυχικὴ ἐλευθερία, ὡς ἄβουλη μάζα ἄρχισαν νὰ φωνάζουν τὸ «σταυρῶστε τον». Ἑμεῖς γνωρίζουμε ποιόν ὑποδεχόμαστε σήμερα; Ὑποδεχόμαστε ἐκεῖνον ποὺ ἔρχεται γιὰ νὰ πάθει, νὰ ὑβρισθεῖ, νὰ χλευασθεῖ, νὰ καταδικασθεῖ, νὰ μαστιγωθεῖ καὶ νὰ σταυρωθεῖ. Καὶ ὅλα αὐτά, χωρὶς νὰ ἀντιμιλήσει, χωρὶς νὰ ἀνταποδώσει ὕβρη, χωρὶς νὰ σηκώσει χέρι, ἀλλὰ καὶ χωρὶς καθόλου νὰ προσπαθήσει νὰ ἀποφύγει τὸ μαρτύριό του. Λέμε «ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος» ἔχοντας αὐτή, δηλαδὴ τὴν ἀληθινὴ  εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ στὴ σκέψη μας; Ἤ ἔχουμε τὴν εἰκόνα ἑνὸς Χριστοῦ κομμένου καὶ ραμμένου στὰ μέτρα μας, ὁ ὁποῖος νὰ μᾶς ἐπιτρέπει νὰ μαλώνουμε μὲ τοὺς συνανθρώπους μας, νὰ κρατᾶμε κακία καὶ νὰ κυνηγοῦμε τὴ βόλεψή μας εἰς βάρος τῶν ἄλλων; Ἂν λέμε «ὡσαννὰ» μὲ τὴν πρώτη εἰκόνα στὸ μυαλό, εἴμαστε σὲ καλὸ δρόμο. Ἂν λέμε μὲ τὴ δεύτερη, τότε γρήγορα θὰ ἀπογοητευθοῦμε, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ κράξουμε καὶ ἑμεῖς μὲ τὸν ὄχλο αὐτὸ τὸ τραγικό: «σταυρῶστε τον».

            ς προσέξουμε, ἀγαπητοί. Μὴν ὁμοιάσουμε στοὺς σταυρωτές, ἀλλὰ νὰ συμπορευθοῦμε μὲ τὸν Χριστό, νὰ συμπάθουμε μὲ αὐτόν, ὥστε καὶ νὰ ζήσουμε μὲ αὐτὸν ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν. Ἀμήν!

Καλὸ Πάσχα! 

ὁ Ἐπίσκοπός σας,

  ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος

ΟΙ ΛΙΘΟΙ ΚΕΚΡΑΞΟΝΤΑΙ (Ἃγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς)


 Ὅταν ὁ Χριστός ἐπῆγε γιά τελευταία φορά στά Ἱεροσόλυμα, ὁ λαός βγῆκε σέ προϋπάντησή του. Ἀναρίθμητα μάτια Τόν κοίταζαν. Καί ἀμέτρητα στόματα ἐφώναζαν μέ ἐνθουσιασμό: Ὡσαννά Υἱέ Δαβίδ! Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος… Ὁ Βασιλεύς τοῦ Ἰσραήλ!

Μά αὐτό ἔκαμε τούς Φαρισαίους καί πρασίνισαν ἀπό τό κακό τους! Καί εἶπαν στό λαό, νά μήν κραυγάζει! Ἀπάντησε ἤρεμα ὁ Χριστός: «Ἄν αὐτοί σιωπήσωσιν, οἱ λίθοι κεκράξονται». Καί τώρα, εἴκοσι αἰῶνες μετά, μέ ἐρωτᾶς: Πῶς εἶναι δυνατόν νά φωνάξουν οἱ πέτρες; Σοῦ ἀπαντῶ: Μέ πολλούς τρόπους.

Πρῶτος τρόπος: Πέντε μέρες μετά τήν εἴσοδό Του στά Ἱεροσόλυμα, οἱ Ἑβραῖοι σιώπασαν, καί οἱ πέτρες φώναξαν: Ὁ Χριστός εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ! Ὅταν αὐτός τή Μεγάλη Πέμπτη ἦταν ἐπάνω στό Σταυρό «ἡ γῆ ἐσχίσθη καί αἱ πέτραι ἐσχίσθησαν». Αὐτό τό σχίσιμο εἶναι ἡ φωνή τῶν λίθων! Μπορεῖ νά ὑπάρξει γλῶσσα πιό δυνατή καί πιό φοβερή ἀπ᾿ αὐτήν;

Δεύτερος τρόπος: Ὅταν οἱ Ἑβραῖοι σιώπαιναν, οἱ εἰδωλολάτρες φώναζαν “Ὡσαννά”! Οἱ Ἑβραῖοι ἔβλεπαν τούς εἰδωλολάτρες σάν νεκρές πέτρες! Ὅταν λοιπόν οἱ Ἑβραῖοι σιώπαιναν γιά τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ, οἱ Ἀπόστολοι τούς ἐκήρυξαν καί τούς ἐβάπτισαν. Καί αὐτοί ἀπό τότε ἔγιναν λίθοι ζῶντες, ζωντανές πέτρες! Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος λέγει: «καί αὐτοί ὡς λίθοι ζῶντες οἰκοδομεῖσθε οἶκος πνευματικός» (Α´ Πέτρ. 2, 5)! Καί νά τώρα, ζωντανές πέτρες, τά εἰδωλολατρικά ἔθνη, δοξάζουν τόν Κύριο. Ἐνῶ ἀντίθετα οἱ Ἑβραῖοι πετρωμένοι σιωποῦν.

 Τρίτος τρόπος: Οἱ Ἑβραῖοι σιώπαιναν, μά ἐφώναζαν οἱ λίθοι τοῦ ναοῦ τοῦ Σολομῶντος. Ἀκόμη καί σήμερα μᾶς φωνάζουν: Δέν θά μείνει “λίθος ἐπί λίθον”! Τό καύχημα καί ἡ δόξα τῶν Ἑβραίων, ὁ ναός τοῦ Σολομῶντος, σήμερα δέν ὑπάρχει. Μόνο ἕνας τοῖχος ἔχει ἀπομείνει. Γιά νά πηγαίνουν ἐκεῖ οἱ υἱοί καί οἱ θυγατέρες τῶν Ἑβραίων, νά χτυποῦν τά κεφάλια τους! Καί ὀνομάζεται μέχρι σήμερα “τό τεῖχος τῶν δακρύων”! Ἀπόμειναν οἱ πέτρες αὐτές, γιά νά φωνάζουν!

Τέταρτος τρόπος: Οἱ Ἑβραῖοι πρό πολλοῦ σιωπαίνουν γιά τό Χριστό. Οὔτε χαίρονται. Οὔτε ἑορτάζουν. Οὔτε φωνάζουν Ὡσαννά! Γι᾿ αὐτό καί ὁ Θεός ἐπέτρεψε νά καταστραφῆ ὁ μοναδικός ναός τους καί νά σταματήσουν οἱ θυσίες! Ἀλλά 100.000 ναοί πέτρινοι χτίσθηκαν ἀπό τότε! Καί δοξολογοῦν ἀνά τήν οἰκουμένη τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Νά λοιπόν, οἱ λίθινοι ναοί κραυγάζουν! Καί οἱ Ἑβραῖοι σιωποῦν.

Πέμπτος τρόπος: Μέχρι τώρα βέβαια δέν φώναξαν οἱ πέτρες! Μά θά φωνάξουν κι᾿ αὐτές, πρίν νά ἔλθει τό τέλος τοῦ κόσμου! Πρίν ἀπό τή δευτέρα παρουσία τοῦ Κυρίου! Καί τί εἶπε γιά τή συντέλεια; Ὁ ἥλιος σκοτισθήσεται καί ἡ σελήνη καί τά ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ πεσοῦνται! Ὅλα αὐτά δέν εἶναι ἀπό πέτρα; Ναί. Μά μέ τή γλῶσσα τους, μέ τόν τρόπο τους, θά φωνάξουν!

Ὅταν θά ἔλθουν οἱ ψευδοπροφῆτες καί οἱ ψευδόχριστοι, καί ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν θά “ψυγῆ”, καί ἡ ἀνομία θά πληθυνθῆ, καί μαζί μέ τούς Ἑβραίους θά σιωποῦν ἀκόμη καί οἱ χριστιανοί, τότε θά ἀρχίσουν νά φωνάζουν τά οὐράνια σώματα. Θά φωνάζουν μέ τό δικό τους τρόπο. Μέ τή δική τους γλῶσσα. Καί θά ἀναγγέλλουν τόν ἐρχομό τῆς δευτέρας Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ.

Πέμπτη 6 Απριλίου 2023

ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ 1924


Η 9η Μαρτίου του 1924 αποτελεί ιστορικό ορόσημο για την Εκκλησία μας,

αφού είναι η τελευταία ημέρα,

που το ποίμνιό της ήταν ενωμένο σε μία Εκκλησία.

Ακολούθως,η ημέρα που ανέτειλε, 

για άλλους ήταν η 10η Μαρτίου,

για άλλους όμως ήταν η… 23η Μαρτίου.

Την παραμονή της εορτής του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, 15 ημέρες δηλαδή,

μετά την αλλαγή του ημερολογίου,

αναφέρεται το απόλυτα περιγραφικό κείμενο των ιστορικών ''ΠΑΤΡΙΩΝ''

του αειμνήστου πατρός Καλλιοπίου, πρώην Επισκόπου Πενταπόλεως 

της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών.


Γ. Δ.

Άπό τήν ήμέραν πού έφηρμόσθη τό παπικόν ήμερολόγιον, μέ τήν βοήθειαν τοϋ στρατιωτικοΰ νόμου τής επαναστάσεως,

ούδεμία άντίστασις έπεχειρήθη ύπό τίνος.

Οι Ρασσοφόροι-δράσται τοΰ έκκλησιαστικού πραξικοπήματος,

ασφαλώς "έτριβον" καταχαρούμενοι τάς χεϊράς των,

διότι ένόμιζον,ότι ό Λαός έδέχθη τήν μεταρρύθμισιν.

Διά τούς Κληρικούς των δέν ανησυχούσαν,

διότι ύπήρχε, ώς "δαμόκλειος σπάθη" άνωθέν τους, ή "καθαίρεσις", ή "έξορία" καί ό "...χωροφύλακας"!

Όλαι αι ήμέραι περνούσαν μέσα είς μίαν "βουβαμάρα" των Λαϊκών,

ώσπου μετά 13 ήμέρας ήλθεν ή 25 Μαρτίου μέ τό Πάτριον Έορτολόγιον, 

δηλαδή ή 7 ’Απριλίου μέ τό νέον.

Ό 'Ιερός Ναός τής Μητροπόλεως που τιμάται είς τόν Εύαγγελισμόν τής Θεοτόκου ήτο κλειστός.

Τήν παραμονήν 24 Μαρτίου παλαιόν έορτολόγιον (6 Άπριλίου ν.ήμ.),

κατά τάς απογευματινός ώρας,

πλήθος Πιστών άπ’όλας τάς συνοικίας των ’Αθηνών,μέ λαμπάδας καί "τάματα" 

έπλημμύρισαν γύρωθεν τόν Ναόν τής Μητροπόλεως.



Αλλά, άς άφήσωμεν νά μάς τά περιγράφουν οΐ έφημερίδες τής έποχής έκείνης. Ή "Βραδυνή" έγραφε: ΣKHNAI ΕΙΣ ΤΟΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΟΝ ΝΑΟΝ ΕΓΕΝΟΝΤΟ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΑ. Είς τούς διαφόρους ναούς έγένοντο χθές τό άπόγευμα διάφορα επεισόδια, διότι κατόπιν διαταγής τού ’Αρχιεπισκόπου, ό έσπερινός έψάλη ένωρίς, ίνα μή προσέλθουν οί πιστοί έπειδή σήμερον έδει νά έορτασθή ό Εύαγγελισμός τής Θεοτόκου κατά τό καταργηθέν έκκλησιαστικόν ήμερολόγιον. ’Επίσης ύπό τοΰ άρχιεπισκόπου άπηγορεύθη έπί ποινή  κ α θ α ι ρ έ σ ε ω ς  είς τούς ιερείς νά λειτουργήσουν σήμερον ή νά ψάλλουν τά τροπάρια τοΰ Εύαγγελισμοΰ. Έξ άλλου άπηγορεύθη ή κροΰσις τών κωδώνων τοΰ Ρωσσικοΰ ναού, ώς καί ή διά σήμερον τέλεσις τής λειτουργίας είς τό Μετόχιον τοΰ Παναγίου Τάφου μολονότι τό Πατριαρχεΐον Ιεροσολύμων δέν άπεδέχθη τό νέον ήμερολόγιον.


Παρ’ όλα τά ληφθέντα μέτρα πλήθη πιστών κατέκλυσαν άπό τοΰ άπογεύματος μέχρι βαθείας νυκτός τόν Μητροπολιτών Ναόν,τή έπιμόνω δέ άπαιτήσει αυτών έδέχθη είς τών ιερέων νά ψάλη παράκλησιν "ύπείκων ώς έλεγε,εις τάς άπειλάς τοΰ κόσμου". Οί έπίτροποι ήθέλησαν νά κλείσουν τήν έκκλησίαν, άλλά πρό τοΰ θρησκευτικού φανατισμού ό ναός παρέμεινεν άνοικτός μέχρι νυκτός. Εις τήν Μητρόπολιν ένένοντο εφέτος καί τρία θαύματα. Τήν 5ην απογευματινήν ό 7ετής Στασινόπουλος,έκ γενετής παράλυτος καί κωφάλαλος, μεταφερθείς ύπό τής μητρός του πρό της είκόνος τής Θεοτόκου κατελήφθη ύπό σπασμών καί μετά πάροδον ολίγης ώρας έν μέσω γενικής κατανύξεως ήγέρθη καί έπρόφερε τάς λέξεις: "μαμά-γιαγιά-μπαμπά," συγχρόνως ήρχισε νά περπατή. ’Ολίγον άργότερον ίάθη μία 17έτις νεάνις παράλυτος καί τήν 7ην έσπερινήν εις έργατικός κωφάλαλος. Τά ονόματα των δύο τελευταίων οί έπίτροποι του ναοϋ μολονότι τά γνωρίζουν, άρνοΰνται νά τά ανακοινώσουν, ίσχυριζόμενοι, ότι δέν έγένοντο θαύματα, ένώ τούναντίον ύπό όλοκλήρου τού έκκλησιάσματος όμολογούνται ταϋτα.


Επίσης η "Νέα ’Ημέρα" έγραφε: ΑΙ ΧΘΕΣΙΝΑΙ ΣΚΗΝΑΙ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΝΑΟΥΣ ΒΙΑΙΑ ΕΚΔΙΩΞΙΣ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΖΟΜΕΝΩΝ ΥΠΟ ΤΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ. Εις τόν Μητροπολιτικδν Ναόν έσημειώθησαν χθές σκηναί, ήκιστα κολακευτικοί διά τήν αξιοπρέπειαν τής Δημοκρατικής Κυβερνήσεως. ’Αστυνομικά όργανα έπέδραμον κατά των πολυπληθών προσκυνητών, τούς όποιους έξεδίωξαν βία τής ’Εκκλησίας, δηλώσαντα, ότι απαγορεύεται ή είσοδος! Καί όταν ό κόσμος κατηνανακτισμένος έζήτησε νά μάθη τήν αιτίαν, έλάμβανε τήν άπάντησιν, ότι παρήλθεν ή έορτή τοΰ Ευαγγελισμού...’Εν τούτοις παρά τά μέτρα ταΰτα τής αστυνομίας, ό κόσμος μέ άληθή θρησκευτικόν φανατισμόν κατώρθωσε νά είσέλθη εις τήν έκκλησίαν καί νά διεξαγάγη μόνος του τήν έωθινήν άκολουθίαν. Συγκινητικόν ήτο το θέαμα· όμάδες δεσποινίδων, αί όποιοι, έλλείψει ιερέων, έψαλλον μόναι διάφορα τροπάρια έκ τοΰ Ευαγγελισμού τής Θεοτόκου.


ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΤΟΥ ΛΑΟΥ. Εις τάς λαϊκάς τάξεις έκράτει ζωηρά δυσφορία κατά τής Κυβερνήσεως, άπαγορευσάσης σήμερον εις τούς Ιερείς νά λειτουργήσουν. Έτονίζετο, ότι αί θρησκευτικοί μεταρρυθμίσεις δέν έπιβάλλονται, άλλά ωριμάζουν παρά τή λαϊκή συνειδήσει. Τέλος τό "Σκρίπ" έγραφε: ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΚΑΙ Η ΕΟΡΤΗ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ - ΕΝ ΚΩΦΑΛΑΛΟΝ ΠΑΙΔΙΟΝ ΑΝΕΚΤΗΣΕ ΤΗΝ ΦΩΝΗΝ ΤΟΥ - ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΧΘΕΣΙΝΟΝ. Ό 'Ελληνικός Λαός, ό κατ’ έξοχήν Χριστιανικός Λαός τοϋ κόσμου, ό άνακτήσας τήν έλευθερίαν του από τόν Τουρκικόν ζυγόν, διότι διετήρησε άλώβητον τήν θρησκείαν του, καί τους Αγίους Κανόνας τής ’Εκκλησίας, δέν έπαυσε νά πιστεύη εις τόν θεόν. Καί ή άπόπειρα, ή γενομένη από τήν κρατοΰσαν δημοκρατικήν ολιγαρχίαν πρός βεβήλωσιν τής άγιας τοϋ θεοϋ ’Εκκλησίας, μετατροπήν των ύμνων και μετακίνησιν των Άγιων 'Εορτών, άπήχησε κακώς παρά τοϊς Χριστιανοΐς, οί όποιοι,οϋτε νά άκούσουν ήθέλησαν, ό'τι είναι δυνατόν ν’άφήσουν τά παλαιό έθιμα, νά λησμονήσουν τόσων έτών χριστιανικήν ιστορίαν, καί νά φραγκέψουν, διότι έτσι τό ήθέλησαν οί Παπαναστασίου καί Κονδύλης.


Συνεπώς οί ’Ορθόδοξοι καί Γνήσιοι "Ελληνες,πιστοί εις τάς άρχάς αύτάς,δέν ήταν δυνατόν, παρά νά έορτάζουσι σήμερον τήν άγίαν ήμέραν τού Ευαγγελισμού. Ό Μητροπολίτης, όμως έχει τήν δύναμιν νά κλείση τόν ναόν... Οί προσερχόμενοι κατέκλυσαν μετ’ άλλων τόν Ναόν ολόκληρον καί ή κυκλοφορία έντός αύτοϋ κατέστη άδύνατος. Οί Πιστοί ήκουσαν τόν Εσπερινόν, καί μετά δυσφορίας συνεζήτουν μετά τήν άπόλυσιν, έπί τής άλλαγής τοϋ θρησκευτικού ημερολογίου και τής μετακινήσεως τής Εορτής τοϋ Εύαγγελισμοϋ. Εύλαβεϊς δισχίλιοι πιστοί, άναμίξ μετά γυναικών καί παίδων, εις μίαν γενικήν όμοφωνίαν διαδήλωνον τήν έμμονήν των εις τά Άγια Δόγματα τής θρησκείας, τά όποια ήλθον νά μάς άλλάξουν οί Δημοκρατικοί, καί μία φωνή ήκούετο: "’Εμείς δέν θά φραγγέψουμεν! Είμεθα ’Ορθόδοξοι Χριστιανοί,καί θά παραμείνουμεν ’Ορθόδοξοι Χριστιανοί!". Έν τω μεταξύ, οί έπίτροποι τοϋ Ναοΰ δέν ήνοιγον τάς πύλας τοϋ Ναού, κατ’ έντολήν τοϋ ’Αρχιεπισκόπου. -Δέν θά φύγωμεν! -θά μείνωμεν όλην τήν νύκτα! -Είμεθα Χριστιανοί καί μάς άνήκει ή ’Εκκλησία. Οι ’Επίτροποι πρό τής έπιμονής αύτής τοϋ Χριστεπώνυμου πληρώματος, ήνανκάσθησαν νά ύποχωρήσουν καί νά άφήσουν τούς χριστιανούς νά έκτελέσουν τά καθήκοντά των. Δέν ήτο δέ δυνατόν νά πράξωσι καί άλλως, διότι κύματα Λαού διαρκώς προσήρχοντο, προσφέροντες τά κηρία των εις τήν Θεοτόκον καί προσκυνοϋντα τήν θείαν Εικόνα τής θεομήτορος.


Εις μίαν στιγμήν, ένώ συνέβαινον, όσα άφηγήθημεν, κραυγαί θριαμβευτικής χαράς ήκούσθησαν άπό τόν πρό τοϋ ίεροΰ Βήματος, ένώ άπό χίλια στόματα έπανελαμβάνετο ώς ήχώ ή λέξις: θαύμα! θαΰμα!" Εκπληκτοι οί κατορθώσαντες νά πλησιάσωσι Χριστιανοί πρός στό μέρος, όπου ήκούοντο εΐσέτι αί ευχαριστήριοι καί χαρωπαί φωναί, μιας γυναικός κραχούσης άπό τής χειρός πενταετές παιδίον ήκουσαν: -Μίλησε τό παιδί μου. "Ητο μουγκό άπό τόν καιρό πού γεννήθηκε. Σ’ ευχαριστώ Παναγία μου!'' Ρίγη συγκινήσεως διέδραμον τούς πάντας. Ή δεξιά τών Χριστιανών ύψώθη καί τό σημεΐον τού Σταυρού, μετ’εύλαβείας άρρήτου έσημειώθη επανειλημμένως. Κατ’ έκείνην τήν στιγμήν όμως, μέσα εις έκεϊνο το περιβάλλον τών πιστευόντων χριστιανών,ή άνθρωπίνη φύσις, ή άμφιβάλλουσα, ή άνθρωπίνη φύσις, πού εις πάσαν στιγμήν τού Μαρτυρίου τού Κυρίου ήμών 'Ιησού Χριστού έφάνη έπιτακτική καί διατάσσουσα, ή άνθρωπίνη φύσις πού έκαμε τόν θωμά νά θέλη" νά θέση τόν δάκτυλόν του έπί τον τύπον τών ήλων ίνα πιστεύση", ή άνθρωπίνη φύσις ή άμφιβάλλουσα και, όταν ακόμη πιστεύει, έξεδηλώθη, όχι βεβαίως έτοιμος νά άμφισβητήση το θαύμα, άλλά διά νά πεισθή:


Νά ίδοϋμε το παιδί. Βέβαια δέν το είπε κανείς, άλλ’ ή συγκέντρωσις πάντων προς το μέρος, όπου εύρίσκετο το άποκτήσαν τήν φωνήν του Χριστιανόπαιδον, ή προσπάθεια όπως τό ίδοϋν, όπως το ακούσουν, αύτό έσήμαινεν. Κανείς,όμως δέν έμεινεν άμφιβάλλων. Το παιδί ώμιλοϋσε. Καθαρά-καθαρά, σάν κρύσταλλο ή φωνοΰλά του έκύλα. Καί έκάλει τήν μητέρα του: -Μαμά, μαμά. Καί κατόπιν ένα τά χεράκια του, έθώπευαν τον πατέρα του, τού έλεγε: -Μπαμπά μου, μπαμπά μου. Οί γονεϊς του ήσαν έξαλλοι άπό χαράν. Δέν ήμποροϋσαν νά ομιλήσουν. Τά δάκρυα κατελείφοντο τών παρειών των άφθονα. Τούς άπέτεινον τον λόγον, μά αύτοί δέν ήμποροϋσαν νά ομιλήσουν. ’Έκαμον μόνον τον Σταυρόν των καί τά βλέμματά των έστρέφοντο προς τήν Εικόνα τής θεομήτορος, γεμάτα εύχαριστώ. Οί Χριστιανοί, πού είδαν τήν γραφικήν αύτήν εικόνα, δέν ήμποροϋσαν νά μή δοθούν ολόκληροι προς τον θεόν, τον ζώντα. Καί δέν ήμποροϋσαν νά μή ένθυμηθούν, ότι ή Πίστις σέσωκέ τους. Καί, ότι καλώς είχον τήν γνώμην, ότι δέν πρέπει νά άφήσουν νά μεταρρυθμισθοΰν τά ιερά καί δσια καί νά άπομακρυνθώμεν άπό τά θεσπισθέντα ύπό τών Ιερών Πατέρων τής ’Εκκλησίας καί ύφ’ ήμών έπί χιλιετηρίδας άκολουθηθέντα πιστώς.


 Ο ίερεύς, ό όποιος έτέλει τήν παράκλησιν διά το άλαλον παιδίον, μάς είπε λίαν συγκεκηνημένος τά έξής:

-Άνεγίνωσκον τήν παράκλησιν  έπάνω εις το άλαλο παιδί, ότε εις μίαν στιγμήν ήκουσα τήν μητέρα του νά φωνάζη,

ότι " ώμίλησε το παιδί της" καί το άκουσα κι’έγώ νά λέγει εύδιακρίτως: 

"Μαμά, μαμά".

Ή συγκινησίς μου ήτο άπερίγραπτος διά τό θαύμα. Τόσον μεγάλη ήτο ή συγκινησίς μου,  ώστε δέν ήμπόρεσα νά άντιληφθώ περισσότερα.

Ο Ιερευς λέγεται Παπα-Γεώργης, είναι πρόσφυξ, τό έπίθετόν του δέν ήθέλησε νά μάς τό είπή,διότι έφοβήθη  μήπως τού συμβή κανέν κακόν.

Επίσης τό θαύμα μάς τό έβεβαίωσαν oι παριστάμενοι κατά τήν ώραν έκείνην  εις τήν Μητρόπολιν κυρίαι Σοφία Παναγουλοπούλου ή Καλισκώτου έκ Πατρών, ’Ελένη Μπακοπούλου κατοικούσα εις τήν Λεωφόρον ’Αλεξάνδρας,

Γιανούλα Μανταριώτου καί άλλαι.

Απόσπασμα κειμένου από τον
 6ο Τόμο του ιστορικού περιοδικού ''ΤΑ ΠΑΤΡΙΑ'' 
του αειμνήστου πατρός Καλλιοπίου,
πρώην Επισκόπου Πενταπόλεως 
της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών


Κυριακή 2 Απριλίου 2023

Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΙΣ (Ἐξομολόγησις ποὺ ὁδηγεῖ τὸν ἔσω ἄνθρωπο σὲ ταπείνωσι)



Ἡ Ἀληθινὴ Ἐξομολόγησις

Ἐξομολόγησις ποὺ ὁδηγεῖ τὸν ἔσω ἄνθρωπο σὲ ταπείνωσι

            ΣΤΡΕΦΟΝΤΑΣ τὰ μάτια μου προσεκτικὰ εἰς τὸν ἑαυτό μου καὶ παρακολουθῶντας τὴν πορεία τῆς ἐσωτερικῆς μου καταστάσεως, πιστοποιῶ ἀπὸ τὴν πεῖρα μου, ὅτι δὲν ἀγαπῶ τὸν Θεόν, ὅτι δὲν ἔχω θρησκευτικὴ πίστι καὶ ὅτι εἶμαι γεμᾶτος ἀπὸ ὑπερηφάνεια καὶ ὑλοφροσύνη. Ὅλα αὐτὰ τὰ βρίσκω εἰς τὸν ἑαυτό μου μετὰ ἀπὸ λεπτομερῆ ἐξέτασι τῶν αἰσθημάτων καὶ τῆς συμπεριφορᾶς μου.

            1. Δὲν ἀγαπῶ τὸν Θεό. Ἄν ἀγαποῦσα πραγματικὰ τὸν Θεὸ θὰ εἶχα συνεχῶς τὴν σκέψι μου ἐστραμμένη πρὸς Αὐτὸν καὶ θὰ ἤμουν εὐτυχισμένος. Κάθε σκέψις γιὰ τὸν Θεὸ θὰ μοῦ ἔδινε χαρὰ καὶ ἀγαλλίασι. Ἀντιθέτως, ὅμως, πολὺ συχνότερα καὶ πολὺ εὐκολώτερα σκέπτομαι διάφορα γήϊνα πράγματα, ἐνῶ ἡ ἀπασχόλησις τῆς σκέψεώς μου μὲ τὸν Θεὸ καταντᾶ ἐργασία ἐπίπονη καὶ ξερή. Ἐὰν ἀγαποῦσα τὸν Θεόν, ἡ συνομιλία μου μὲ Αὐτόν, διὰ τῆς προσευχῆς, θὰ ἦτο ἡ τροφὴ καὶ ἡ τρυφή μου καὶ θὰ μὲ ὡδηγοῦσε σὲ ἀδιάσπαστη ἐπικοινωνία μὲ Αὐτόν. Ὅμως, ὅλως ἀντίθετα, ὄχι μόνο δὲν εὑρίσκω εὐχαρίστησι εἰς τὴν προσευχή μου ἀλλὰ χρειάζεται κάθε φορὰ νὰ καταβάλλω προσπάθεια γιὰ νὰ προσευχηθῶ. Ἀγωνίζομαι κατὰ τῆς ἀπροθυμίας, νικῶμαι ἀπὸ τὴν ἁμαρτωλότητά μου καὶ εἶμαι πάντα πρόθυμος νὰ καταπατῶ μὲ κάθε ἀνόητη σκέψι καὶ πρᾶγμα, ἀκόμη καὶ κατὰ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς, γεγονότα, πού, ὅπως εἶναι φυσικόν, μικραίνουν τὴν προσευχὴ καὶ ἀπομακρύνουν τὴν σκέψιν ἀπὸ αὐτήν. Ὁ καιρός μου περνᾶ ἀχρησιμοποίητος ἤ μᾶλλον χρησιμοποιεῖται σὲ μάταιες ἀπασχολήσεις, ὅταν δὲ ἀπασχολοῦμαι μὲ τὸν Θεόν, ὅταν θέτω τὸν ἑαυτόν μου κάτω ἀπὸ τὴν παρουσία Του, τότε κάθε ὥρα μοῦ φαίνεται πὼς εἶναι ἕνας ὁλόκληρος χρόνος. Ὅταν ἕνας ἄμθρωπος ἀγαπᾶ κάποιο πρόσωπο, τὸ σκέπτεται ὅλη τὴν ἡμέρα χωρὶς διακοπή, διατηρεῖ συνεχῶς τὴν εἰκόνα του μέσα εἰς τὴν καρδιά του, φροντίζει γι’ αὐτό, καὶ σὲ καμμιὰ περίπτωσι τὸ ἀγαπημένο του πρόσωπο δὲν φεύγει ἀπὸ τὴν σκέψι του. Ἐγώ, ὅμως, ὁλόκληρη τὴν ἡμέρα, εἶναι ζήτημα ἄν ξεχωρίσω ἔστω καὶ μιὰν ὥρα γιὰ νὰ βυθισθῶ σὲ ἐντρύφησι καὶ θεία μελέτη, γιὰ νὰ ζωογονήσω τὴν καρδιά μου μὲ τὴν ἀγάπη μου πρὸς Αὐτόν, ἐνῶ μὲ εὐκολία καὶ εὐχαρίστησι ἐξοδεύω τὶς εἴκοσι τρεῖς ὧρες τοῦ ἡμερονυκτίου σὰν μιὰ θερμὴ προσφορὰ καὶ θυσία εἰς τὰ εἴδωλα τῶν διαφόρων παθῶν.

            Ὁλοένα συζητῶ γιὰ τιποτένια πράγματα καὶ γεγονότα, τὰ ὁποῖα μολύνουν τὸ πνεῦμα, κι αὐτὸ μοῦ δίνει εὐχαρίστησι. Εἰς τὶς σκέψεις μου γιὰ τὸν Θεό, εἶμαι ξηρός, ἀπρόθυμος καὶ ἀμελής. Κι ὅταν ἀκόμη χωρὶς νὰ τὸ θέλω, συμβαίνει ὥστε ἄλλοι νὰ μὲ παρακινήσουν σὲ πνευματικὴ συζήτησι, κοιτάζω νὰ μετατρέψω τὸ θέμα σὲ κάτι ἄλλο, πιὸ εὐχάριστο εἰς τὶς ἐπιθυμίες μου. Εἶμαι τρομερὰ περίεργος γιὰ κάθε μοντέρνο, γιὰ τὰ πολιτικὰ καὶ γιὰ χίλια δυὸ ἄλλα ζητήματα. Πολὺ συχνὰ ζητῶ τὴν ἱκανοποίησι εἰς τὴν ἀγάπη πρὸς τὶς κοσμικὲς γνώσεις, εἰς τὴν ἐπιστήμη, εἰς τὴν τέχνη, καὶ θέλω ὅλο καὶ περισσότερα ἀγαθὰ νὰ ἀποκτήσω. Ἡ μελέτη τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ, ἡ γνῶσις Αὐτοῦ καὶ τῆς Θρησκείας, δὲν μοῦ κάνουν πολλὴν ἐντύπωσιν, οὔτε ἱκανοποιοῦν τὴν πνευματικὴ πεῖνα τῆς ψυχῆς μου. Ὅλα αὐτὰ τὰ παραδέχομαι ὅτι εἶναι ὄχι μόνον ἀνούσια ἀπασχόλησις γιὰ ἕνα Χριστιανό, ἀλλ’ ἐπὶ πλέον καὶ ἀνωφελής.

            Ἐὰν ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ εἶναι ἡ τήρησις τῶν ἐντολῶν Του, ὅπως ὁ Χριστὸς εἶπε «εἰ ἀγαπᾶτέ με τὰς ἐντολὰς τὰς ἐμὰς τηρήσατε», ἐγὼ ὄχι μόνον δὲν τηρῶ τὰς ἐντολάς Του, ἀλλ’ οὔτε καμμιὰ προσπάθεια καταβάλλω νὰ κατορθώσω τὴν τήρησί τους. Ἔτσι εἶναι ἀπόλυτη ἀλήθεια, τὴν ὁποία εὔκολα συμπεραίνει κανείς, ὅτι δὲν ἀγαπῶ τὸν Θεόν. Ἐπάνω σ’ αὐτὸ ὁ Μέγας Βασίλειος λέει: «Ἡ ἀπόδειξις ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν ἀγαπᾶ τὸν Θεὸ καὶ τὸν Χριστό, ἔγκειται εἰς τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν τηρεῖ τὰς ἐντολάς Του». 

            2. Δὲν ἀγαπῶ οὔτε τὸν πλησίον μου. Ἐὰν ἀγαποῦσα τὸν πλησίον μου, θὰ ἦτο δυνατὸν νὰ σκεφθῶ καὶ νὰ ἀποφασίσω νὰ δώσω καὶ τὴν ζωήν μου γι’ αὐτόν, ἐὰν θὰ ὑπῆρχε ἀνάγκη. Ὄχι, ὅμως, αὐτὸ μόνον δὲν κάνω, ἀλλ’ οὔτε καὶ τὴν παραμικρὴ θυσία εἶμαι διατεθειμένος νὰ ὑποστῶ γι’ αὐτόν. Ἐὰν ἀγαποῦσα τὸν πλησίον μου, σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴν τοῦ Εὐαγγελίου, οἱ λύπες του θὰ ἦσαν καὶ δικές μου λύπες καὶ οἱ χαρές του θὰ ἀντανακλοῦσαν εἰς τὸ πρόσωπό μου, ὅπως εἰς τὸ δικό του. Ἀντιθέτως, ὅμως, εὐχαριστοῦμαι νὰ ἀκούω διάφορα ἄσχημα πράγματα γι’ αὐτόν, ἀντὶ νὰ λυποῦμαι καὶ νὰ πονῶ. Τὸ κάθε κακὸ τυχὸν ποὺ ἀκούω γιὰ τὸν πλησίον μου, ὄχι μόνον δὲν μοῦ φέρνει στενοχώρια, ἀλλὰ μοῦ δίνει ἕνα εἶδος χαρᾶς, ἐνδιαφέροντος καὶ ἐλπίδας, ν’ ἀκούσω περισσότερα. Τὸ σφάλμα ἤ τὸ ἁμάρτημα τοῦ ἀδελφοῦ μου ὄχι μόνον δὲν τὸ σκεπάζω μὲ ἀγάπη, ἀλλὰ τὸ διατυμπανίζω ὅπου μπορῶ μὲ ἐσωτερικὴν ἱκανοποίησι. Ἡ εὐτυχία τοῦ πλησίον μου, ἡ τιμή του, τὰ ἀγαθά του δὲν μὲ εὐφραίνουν, μοῦ δίνουν δὲ ἀντιθέτως τὸ συναίσθημα τῆς ἀδιαφορίας. Τέλος, ὄχι λίγες φορές, καταλαμβάνουν τὴν ψυχή μου περιφρόνησις καὶ φθόνος γιὰ τὸν πλησίον μου.

            3. Δὲν ἔχω θρησκευτικὴ πίστι. Οὔτε εἰς τὴν ἀθανασίαν, οὔτε εἰς τὸ Εὐαγγέλιο, διότι ἐὰν ἤμουν τέλεια πεπεισμένος καὶ ἐπίστευα χωρὶς ἀμφιβολία ὅτι μετὰ ἀπὸ τὸν τάφο ξανοίγεται ἡ αἰώνιος ζωὴ καὶ ἡ ἀνταπόδοσις τῶν πεπραγμένων αὐτοῦ τοῦ κόσμου, θὰ ἐσκεπτόμουν συνεχῶς αὐτό, χωρὶς ἀνάπαυλα. Ἡ ἰδέα τῆς ἀθανασίας θὰ μὲ συνέτριβε κυριολεκτικὰ καὶ θὰ ἐζοῦσα αὐτὴν τὴν πρόσκαιρη ζωὴ σὰν ἕνας ξένος καὶ παρεπίδημος, ποὺ ἔχει πάντα εἰς τὸν νοῦ του τὴν φροντίδα νὰ ἀξιωθῆ κάποτε νὰ φθάση εἰς τὴν γλυκειά του πατρίδα. Ἀντίθετα, ὅμως, ἐγὼ οὔτε κὰν σκέπτομαι γιὰ τὴν αἰωνιότητα καὶ συμπεριφέρομαι εἰς τὴν ζωή μου σὰν νὰ πιστεύω ὅτι τὸ τέλος τοῦ παρόντος βίου εἶναι καὶ τὸ τέρμα τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεώς μου. Μέσα μου φωλιάζει ὑποσυνείδητα ἡ σκέψις ποὺ συνοψίζεται εἰς τό: ποιός ξέρει καὶ ποιός εἶδε τὰ μετὰ θάνατον;

            Ὅταν μιλῶ γιὰ τὴν ἀθανασία, τὸ μυαλό μου συμφωνεῖ μ’ ἐκείνην, ἐνῶ ἡ καρδιά μου πολὺ ἀπέχει ἀπὸ τοῦ νὰ εἶναι πεπεισμένη γι’ αὐτήν. Ὅλη αὐτὴ ἡ ἀπιστία μου ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὶς πράξεις μου καὶ ἀπὸ τὴν συνεχῆ φροντίδα νὰ ἱκανοποιῶ τὴν ζωὴ τῶν αἰσθήσεων. Ἐὰν ἡ διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου εἶχε κυριαρχήσει εἰς τὴν καρδιά μου μὲ τὴν ἀνάλογη πίστι, θὰ εἶχα καταληφθῆ ἀπ’ τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ τὸν μελετοῦσα, θἄβρισκε δὲ ἡ ἀφοσίωσις καὶ ἡ προσοχὴ τὴν κατοικία της εἰς τὴν ψυχή μου. Ἡ προσοχή, ἡ εὐσπλαγχνία, ἡ ἀγάπη ποὺ κρύπτονται μέσα εἰς Αὐτὸν θὰ μὲ ὡδηγοῦσαν εἰς τὴν χαρὰ καὶ τὴν εὐτυχία τῆς μελέτης τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ νύκτα καὶ ἡμέρα. Εἰς τὴν μελέτην αὐτὴν θὰ εὕρισκα τροφὴ πνευματική, τὸν ἐπιούσιον ἄρτον τῆς ψυχῆς μου καὶ ἡ καρδιά μου θὰ παρεκινεῖτο εἰς τὴν τήρησί του.

            Τίποτε εἰς τὸν κόσμον αὐτὸν δὲν θἆταν δυνατὸ νὰ μὲ ἀποτρέψη ἀπ’ τὴν ἐφαρμογή της εἰς τὴν ζωή μου. Ἀντιθέτως, ὅμως, ὅταν κάθε τόσο διαβάζω ἤ ἀκούω τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ, ἄν ἡ ἀνάγκη ἤ ἡ ἀγάπη πρὸς τὴ γνῶσι μὲ ὠθοῦν πρὸς τοῦτο, τὸν παρακολουθῶ χωρὶς τὴν δέουσα προσοχὴ καὶ τὸν εὑρίσκω τὶς περισσότερες φορὲς καταθλιπτικὸ ἤ χωρὶς σπουδαῖο ἐνδιαφέρον. Συνήθως φθάνω εἰς τὸ τέλος τῆς μελέτης του χωρὶς σπουδαία ὠφέλεια καὶ πάντα πρόθυμος νὰ τὸν ἀλλάξω μὲ ἐλαφρὰ ἀναγνώσματα ποὺ μοῦ εἶναι πολὺ ἐνδιαφέροντα καὶ μὲ εὐχαριστοῦν.

            4. Εἶμαι πλήρης ἀπὸ ὑπερηφάνεια καὶ φιλαυτία. Ὅλες μου οἱ ἐνέργειες τὸ βεβαιώνουν. Βλέποντας κάτι καλὸ εἰς τὸν ἑαυτόν μου, ἐπιθυμῶ νὰ τὸ κάνω ἐμφανὲς ἤ νὰ ὑπερηφανευθῶ γι’ αὐτὸ μπροστὰ σὲ ἄλλους ἀνθρώπους ἤ νὰ τὸ θαυμάσω μόνος μου ἐσωτερικῶς. Ἄν καὶ ἐπιδεικνύω μιὰν ἐξωτερικὴ ταπεινοφροσύνη, τὴν ἀποδίδω σὲ ἀποτελεσματικότητα τῆς ἰδικῆς μου δυνάμεως, θεωρῶ δὲ τὸν ἑαυτόν μου ἤ ἀνώτερον ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἤ τουλάχιστον ὄχι χειρότερό τους. Ὅταν ἀνακαλύπτω ἕνα σφάλμα μου προσπαθῶ νὰ τὸ δικαιολογήσω καὶ νὰ τὸ σκεπάσω, λέγοντας: Τί νὰ κάνω; Ἔτσι εἶμαι φτιαγμένος, ἤ δὲν πειράζει, κανεὶς δὲν θὰ μὲ παρεξηγήση. Θυμώνω μὲ ὅσους δὲν δείχνουν ἐκτίμησι πρὸς τὸ πρόσωπό μου καὶ τοὺς πιστεύω ὅτι εἶναι ἄνθρωποι ποὺ δὲν ἠμποροῦν νὰ ἐκτιμήσουν τὴν ἀξία τοῦ ἄλλου. Ἀγάλλομαι γιὰ τὰ χαρίσματά μου, καὶ ὅλες μου τὶς πτώσεις τὶς θεωρῶ ἐντελῶς προσωπικό μου ζήτημα. Ἐνῶ εἶμαι μεμψίμοιρος, εὑρίσκω εὐχαρίστησιν εἰς τὶς ἀτυχίες τῶν ἐχθρῶν μου. Ὅταν ἀγωνίζωμαι γιὰ κάτι καλό, τὸ κάνω μὲ τὸν σκοπὸ ἤ νὰ κερδίσω ἐπαίνους, ἤ νὰ δώσω κάποια ἐλαστικότητα εἰς τὸν πνευματικό μου ἑαυτό, ἤ νὰ πάρω μιὰ πρόσκαιρη παρηγοριά.

            Μὲ μιὰ λέξι, συνεχῶς κατασκευάζω ἕνα εἴδωλο τοῦ ἑαυτοῦ μου πρὸς τὸ ὁποῖο ἀποδίδω ἀδιάκοπες τὶς ὑπηρεσίες μου, φροντίζοντας μὲ κάθε τρόπο γιὰ τὴν εὐχαρίστησί μου καὶ τὴν καλλιέργεια τῶν παθῶν καὶ τῶν ἐπιθυμιῶν μου. Πράττοντας ὅλα αὐτὰ ἀναγνωρίζω τὸν ἑαυτόν μου νὰ εἶναι γεμᾶτος ἀπὸ ὑπερηφάνεια, ἀπὸ διάφορες σαρκικὲς ἐπιθυμίες, ἀπὸ ἀπιστίαν, ἀπὸ ἔλλειψιν ἀγάπης πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ἀπὸ κακία πρὸς τὸν πλησίον μου. Ποιά κατάστασις θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρξη πιὸ ἁμαρτωλὴ ἀπὸ αὐτήν; Ἡ κατάστασις τῶν πνευμάτων τοῦ σκότους πρέπει νὰ εἶναι καλύτερη ἀπὸ τὴν ἰδικήν μου. Ἐκεῖνα, ἄν καὶ δὲν ἀγαποῦν τὸν Θεόν, ἄν καὶ μισοῦν τοὺς ἀνθρώπους καὶ τροφή τους εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια, μ’ ὅλα ταῦτα πιστεύουν εἰς τὸν Θεὸ καὶ φρίττουν. Ἐγὼ ὅμως; Μπορῶ νὰ βρεθῶ σὲ χειρότερη κόλασιν ἀπ’ αὐτὴν ποὺ ἀντιμετωπίζω; Πῶς δὲ δὲν θὰ λάβω τὴν πιὸ αὐστηρὴ τιμωρία γιὰ τὴν ἀνόητη καὶ ἀπρόσεκτη ζωή μου, τὴν ὁποίαν ἀναγνωρίζω ὅτι ζῶ;

(Οἱ Περιπέτειες Ἑνὸς Προσκυνητοῦ, ἐκδ. Παπαδημητρίου, Ἀθήνα 2006, σελ. 169-172)

Πηγή:
 ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ Γ.Ο.Χ. ΛΑΡΙΣΗΣ ΚΑΙ ΠΛΑΤΑΜΩΝΟΣ

ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ Ε' ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ 2023 (τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)

IMG 5740

 

γαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,

            πωσδήποτε, ἀπὸ τὶς συναναστροφές σας μὲ ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι δὲν εἶναι συνειδητοὶ χριστιανοί, θὰ ἔχετε διαπιστώσει ὅτι ἄλλα εἶναι τὰ μάτια τοῦ χριστιανοῦ καὶ ἄλλα τοῦ μὴ χριστιανοῦ. Ἀλλιῶς βλέπουμε ἑμεῖς τὰ πράγματα, ἀλλιῶς ὁ κόσμος. Αὐτὸ εἶναι κάτι φυσικὸ καὶ κατανοητό. Τὸ δυσάρεστο καὶ ἀφύσικο γιὰ τὴ φύση τοῦ χριστιανοῦ εἶναι νὰ βλέπει τὰ πράγματα διαφορετικὰ ἀπὸ ὅ,τι ὁ Χριστός. Γιὰ αὐτό, τὸ ὅτι εἴμαστε στὴν Ἐκκλησία, ἀκόμη καὶ ἀπὸ παιδιά, ἀκόμη καὶ ἑξῆντα χρόνια, δὲν λέει τίποτα ἀπολύτως γιὰ τὴν πνευματική μας κατάσταση. Αὐτὸ ποὺ μαρτυρεῖ τὴν καλὴ πνευματική μας κατάσταση εἶναι τὸ νὰ βλέπουμε τὰ πράγματα ὅπως μᾶς δίδαξε ὁ Χριστός.  

            Στὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα, ὁ Χριστὸς ἀποκάλυψε στοὺς Ἀποστόλους ὅσα ἐπρόκειτο νὰ πάθει κατὰ τὴν τελευταία του ἐπίσκεψη στὰ Ἱεροσόλυμα. Τοὺς μίλησε γιὰ τὴν παράδοσή του στοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς γραμματεῖς, γιὰ τὴ θανατικὴ καταδίκη, γιὰ τὸν ἐμπαιγμὸ ποὺ θὰ ὑφίστατο, γιὰ τὸν θάνατο καί, τελικά, γιὰ τὴν ἀνάσταση ποὺ θὰ ἀκολουθοῦσε τρεῖς ἡμέρες ἀργότερα. Προσπαθῆστε νὰ φαντασθεῖτε σὲ τί κατάσταση βρισκόταν ὁ Κύριός μας ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες. Ἐκεῖνος ποὺ διῆλθε ὅλη τὴν Ἰουδαία κάνοντας μόνο καλό, μόνο εὐεργετῶντας, μόνο θεραπεύοντας ψυχὲς καὶ σώματα, ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἐνόχλησε κανέναν παρὰ μόνο στιγμάτισε τὴν ὑποκρισία, ἐπρόκειτο μετὰ ἀπό λίγες μέρες νὰ δεχθεῖ τὴν ἀγνωμοσύνη τῶν ἀνθρώπων σὲ ὅλο της τὸ μεγαλεῖο. Ἐπρόκειτο νὰ ἐμπτυσθεῖ, νὰ χλευασθεῖ, νὰ μαστιγωθεῖ καί, τελικά, νὰ θυσιασθεῖ πάνω στὸν Σταυρὸ.

            νῶ, λοιπόν, ὁ Χριστὸς ἐτοιμαζόταν γιὰ τὴν ἄκρα ταπείνωση καὶ τὸν θάνατο, δύο ἐκ τῶν Μαθητῶν του, καὶ μάλιστα δύο ἀπὸ τὴν ἐκλεκτὴ τριάδα τῶν Μαθητῶν, ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ Ἰωάννης, οἱ υἱοὶ τοῦ Ζεβεδαίου, τὸν πλησίασαν γιὰ νὰ τοῦ ποῦν κάτι. Θὰ περίμενε κανεὶς νὰ ἀκούσει λόγια παρηγορητικά, λόγια ἐνισχυτικὰ ἀπὸ τὰ στόματα τῶν δύο ἀδερφῶν, οἱ ὁποῖοι, ὄχι μόνο ἦταν προχωρημένοι στὰ πνευματικά, ἀλλὰ εἶχαν ἀξιωθεῖ νὰ δοῦν καὶ τὸ Φῶς τῆς Μεταμορφώσεως. Ἀντιθέτως, ἡ σκέψη τους ἦταν στραμμένη σὲ τελείως διαφορετικὴ κατεύθυνση ἀπὸ αὐτὴν τοῦ Κυρίου. Τὸν πλησίασαν καὶ τοῦ ζήτησαν νὰ τοὺς παραχωρήσει ἀπὸ ἕναν θρόνο, ἕναν ἐκ δεξιῶν καὶ ἕναν ἐξ ἀριστερῶν αὐτοῦ ὅταν θὰ δοξαζόταν. Δὲν πρόκειται γιὰ τοὺς θρόνους στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἀλλὰ γιὰ ἐπίγειους θρόνους. Οἱ Μαθητὲς ἤθελαν ἐπίγειες δόξες καὶ τιμὲς καὶ μάλιστα, ἀπὸ τὴν δωδεκάδα τῶν Μαθητῶν, ἤθελαν τὶς δύο πρῶτες καὶ καλύτερες θέσεις. 

            Δὲν εἶχαν καταλάβει οἱ Μαθητὲς τὸ πνεῦμα τοῦ Διδασκάλου τους. Ἐκεῖνος θὰ θυσίαζε τὸν ἑαυτό του καὶ ἐκεῖνοι κοιτοῦσαν τὴ δόξα τοῦ ἐγώ τους, γιὰ αὐτὸ καὶ οἱ ὑπόλοιποι Ἀπόστολοι ἀγανάκτησαν μὲ τὰ λεγόμενα τῶν δύο ἀδερφῶν. 

            Μὲ ἀφορμὴ τὸ γεγονὸς αὐτό, ὁ Κύριος τοὺς εἶπε: νὰ γνωρίζετε ὅτι ἐκεῖνοι ποὺ νομίζουν ὅτι κυβερνοῦν τὰ ἔθνη, στὴν πραγματικότητα τὰ καταδυναστεύουν καὶ τὰ καταπιέζουν. Σὲ ἐσᾶς, ὅμως, δὲν πρέπει νὰ εἶναι ἔτσι, ἀλλὰ ὅποιος θέλει ἀνάμεσά σας νὰ γίνει μέγας, νὰ εἶναι ὑπηρέτης σας καὶ ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ εἶναι πρῶτος ἀπὸ ἐσᾶς, νὰ εἶναι δοῦλος ὅλων. Ἄλλωστε, καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου,  δὲν ἦλθε γιὰ νὰ διακονηθεῖ, ἀλλὰ νὰ διακονήσει καὶ νὰ δώσει τὴ ζωή του ὡς λύτρο χάριν ὅλων. 

            Σὲ ἀντίθεση μὲ τὴ συμπεριφορὰ τῶν Ἀποστόλων βρίσκεται τὸ παράδειγμα μίας γυναίκας, ἡ ὁποία ὅλη της τὴν νεανικὴ ἡλικία τὴν κατανάλωσε στὴν πορνεία ὄχι ἀπὸ οἰκονομικὴ ἔνδεια ἤ ἐκμετάλλευση, ἀλλὰ ἀπὸ προσωπική της ἐπιθυμία. Ποτέ της δὲν ἀσχολήθηκε μὲ τὴν Ἐκκλησία. Ἀκόμη καὶ τὴ μοναδικὴ φορὰ ποὺ θέλησε μὲ τὸ πλοῖο νὰ μεταβεῖ ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ νὰ προσκυνήσει τὸν Τίμιο Σταυρό, τὸ ἔκανε γιὰ νὰ παρασύρει ὅλους τοὺς ἐπιβάτες στὴ σαρκικὴ ἁμαρτία. Αὐτή, λοιπόν, ἡ γυναίκα, ἡ γιὰ πολλοὺς ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς τῆς ἐποχῆς της κατάκριτη καὶ περιφρονημένη, μέσα σὲ λίγα μόλις λεπτὰ κατανόησε τί θὰ πεῖ Χριστὸς ἐξαιτίας ἑνὸς θαυμαστοῦ γεγονότος. Καθὼς προσπαθοῦσε νὰ μπεῖ στὸν Ναὸ γιὰ νὰ προσκυνήσει τὸν Τίμιο Σταυρό, ἕνα ἀόρατο χέρι τὴν ἐμπόδιζε. Τότε, στρεφομένη πρὸς μία εἰκόνα τῆς Παναγίας, τὴν παρακάλεσε νὰ τῆς ἐπιτρέψει τὴν εἴσοδο καὶ νὰ τὴν καθοδηγήσει στὴν ὁδὸ τῆς μετανοίας. Μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴν προσευχὴ κατάφερε νὰ προσκυνήσει. Στὴ συνέχεια, ἄκουσε φωνὴ ποὺ τὴν προέτρεπε νὰ πάει στὴν ἔρημο πέραν τοῦ Ἰορδάνου. Ἡ γυναίκα αὐτὴ δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴν σήμερα τιμωμένη ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίας μας, Ἁγία Μαρία, τὴν Αἰγυπτία. Τὰ ὅσα ἔζησε στὴν ἔρημο δὲν τὰ χωρᾶ ἀνθρώπινος νοῦς. Αὐτὴ ἡ πρώην πόρνη ἔζησε μὲ αὐστηρότατη ἄσκηση καὶ ἔφθασε στὸ σημεῖο νὰ χαριτωθεῖ τὸ σῶμα της καὶ νὰ ζεῖ σὰν ἄγγελος. 

             Χριστιανισμὸς εἶναι ἀπόλυτα ἀνατρεπτικὸς καὶ καταλύει τὰ ἀνθρώπινα ὅρια. Οἱ μὲν ἐκλεκτοὶ Ἀπόστολοι στὶς δύσκολες ὥρες τοῦ Κυρίου μας ἔδειξαν ὅτι δὲν τὸν καταλαβαίνουν, ἡ δὲ πρώην πόρνη, τὸν κατάλαβε δίχως νὰ τὸν ἔχει γνωρίσει προηγουμένως. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, οἱ δέκα Ἀπόστολοι ἀγανάκτησαν κατὰ τῶν δύο ἀδερφῶν. Γιατί; Διότι θεώρησαν τοὺς ἑαυτούς τους καλύτερους ἀπὸ τοὺς δύο. Ἔτσι ἀγανακτοῦν καὶ πολλοὶ ἀπὸ ἑμᾶς τοὺς χριστιανοὺς μὲ ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι εἶναι φανερὰ βουτηγμένοι στὴν ἁμαρτία. Ποιοί εἴμαστε ἑμεῖς γιὰ νὰ ἀγανακτοῦμε καὶ νὰ κρίνουμε τοὺς συνανθρώπους μας; Δὲν βλέπουμε τὴν Ὁσία Μαρία; Πόρνη ἦταν καὶ ὅμως ἀξιώθηκε νὰ γίνει Ἁγία μέσα ἀπὸ τὴν ἐγκράτεια καὶ νὰ τιμᾶται σήμερα ἴσως ὡς ἡ μεγαλύτερη ἀσκήτρια ὅλων τῶν αἰώνων. 

             Χριστός, ἀγαπητοί, δὲν βλέπει τὰ ἐξωτερικὰ στοιχεῖα. Τὰ φαινόμενα ἀπατοῦν πολλὲς φορές. Ὁ Χριστὸς βλέπει τὴν ἀγάπη, βλέπει τὰ βάθη τῆς ψυχῆς. Ἐκεῖ, ἀκόμη καὶ στοὺς φαινομενικὰ χειρότερους ἀνθρώπους, βρίσκεται ἕνας ξεχωριστὸς θησαυρὸς ποὺ ἀπὸ ἑμᾶς ἐξαρτᾶται ἄν θὰ τὸν βγάλουμε πρὸς τὰ ἔξω. Ἡ Ὁσία Μαρία ἀγωνίσθηκε πάρα πολὺ γιὰ νὰ βγάλει αὐτὸν τὸν πλοῦτο τῆς ψυχῆς της πρὸς τὰ ἔξω καὶ τὰ κατάφερε. Πού εἶναι τώρα ἡ πρώην πόρνη καὶ πού οἱ κριτές της;

            νέφερα ὅτι ἡ Ἁγία Μαρία κατανόησε τὸν Χριστό. Τί θὰ πεὶ αὐτό; Κατανόησε ὅτι ἡ δόξα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ Σταυρός. Κατανόησε ὅτι ἐφόσον ὁ Χριστὸς σταυρώθηκε γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, ἐκείνη δὲν ἐπιτρεπόταν νὰ ἐργάζεται γιὰ τὴν καταστροφὴ τῶν ἀνθρώπων. Κατανόησε ὅτι ἐφόσον ὁ Χριστὸς πόνεσε γιὰ νὰ σώσει τὸν κάθε ἁμαρτωλό, ἔτσι ἔπρεπε νὰ πονέσει καὶ αὐτή, φεύγοντας μακριὰ ἀπὸ τὴ συνήθεια τῆς ἡδονῆς. Κατανόησε ὅτι δὲν πρέπει νὰ κρίνει κανέναν, ἀλλὰ νὰ ἀναλαμβάνει τὶς εὐθύνες τῶν πράξεών της. Κατανόησε, τέλος, ὅτι ὅταν ὁ Χριστὸς ἅπλωσε τὰ χέρια στὸν Σταυρό, ἄνοιξε τὴν ἀγκαλιά του γιὰ ὅλους τοὺς ἁμαρτωλούς, καί, ἑπομένως, καὶ γιὰ τὴν ἴδια. Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, σὲ καμία περίπτωση δὲν ἔπρεπε νὰ πέσει στὴν ἀπελπισία καὶ τὴν κατάθλιψη, ἀλλὰ ἔπρεπε νὰ κυνηγήσει μὲ βέβαιη ἐλπίδα τὴν σωτηρία της. 

            Μὲ τὶς πρεσβεῖες τῆς Ὁσίας Μαρίας εἴθε νὰ ἀξιωθοῦμε νὰ ζοῦμε ὡς πραγματικοὶ χριστιανοὶ καὶ νὰ βιώσουμε τὰ Ἄχραντα Πάθη τοῦ Κυρίου μας μὲ κατανόηση τῆς θυσίας του. 

ὁ Ἐπίσκοπός σας,

  ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος

Τρίτη 28 Μαρτίου 2023

ΟΣΙΟΣ ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ ΤΩΝ ΠΑΤΡΙΩΝ



Εις το Ησυχαστήριον αυτό, συνέχισε τους Ασκητικούς αλλά και Ποιμαντικούς αγώνας του. Άλλοτε απεσύρετο εις ιδιαίτερο κρυπτόν τόπον (εντός του Ησυχαστηρίου), πού ενθύμιζε τους λαξευτούς διαδρόμους-κρύπτες και τα κελλιά, υπό τους βράχους, της Πατρίδος του, άλλοτε εγίνετο «ή κολυμβήθρα του Σιλωάμ», οπού πλήθος επισκεπτών εύρισκαν κοντά του, παρηγοριά, λύτρωση, αναγέννηση.
Οι συμβουλές του και ή προσευχή του, ήσαν το «μάλαγμα» για τις από πάσης αιτίας πληγωμένες καρδιές.
Και μόνον πού τον ατένιζε κανείς, ένοιωθε να τον διαπερνά σε όλο το είναι του, ή Χάρις και ή Ευλογία του Αγίου, πολύπαθους Γέροντος, της Αγιότητας του και έφευγε, «άλλος άνθρωπος!»
Είχεν όλα τα Χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, το δε προορατικό του Χάρισμα, ήτο εις αφάνταστο βαθμό εντυπωσιακό και ακριβέστατο,
ώστε ό επισκέπτης, καθώς τον ήκουε, ησθάνετο δέος και φόβον!
Έκοιμήθη μετά δύο, περίπου, μηνών επώδυνου ασθενείας του, εις τάς Αθήνας, την 2αν (π.έ.) Οκτωβρίου 1966.
Είθε οι πρεσβείες του Αγίου Γέροντος Ιερωνύμου να μας σκέπουν,
προστατεύουν, ενισχύουν και βοηθούν για την σωτηρία μας,
διαφυλάττουν δε την Ορθοδοξία μας και το Έθνος μας, από πάσης επιβουλής και κακίας.


Καλογραία, εμείς λεπτά δεν έχουμε δια να δώσουμε ελεημοσύνην, δι' αυτό και αυτά τα ολίγα λόγια που λέγομεν, ελεημοσύνη είναι. Ο Γέροντας Ιερώνυμος είχε μοναχική συνείδηση. Πίστευε,πως η προσευχή, η ένωση του νου με τον Θεό,ήταν το κύριο έργο του. Κι η προσευχή γι' αυτόν,ακόμα κι οι καθημερινές ακολουθίες δεν ήταν μια τυπική διαδικασία, αλλά ολοκληρωτικό δόσιμο. Επέμενε πως οι καθημερινές εκκλησιαστικές ακολουθίες είναι απαραίτητες στον άνθρωπο. Ο ίδιος δεν τις παρέλιπε ποτέ κι αν σπανιότατα βρισκόταν μακριά από το κελλί του. 


Υποστήριζε όμως, πως εξίσσου απαραίτητο είναι κατά την ώρα της προσευχής ν' αφήνει κανείς τον εαυτόν του ελεύθερο για να εξομολογείται μπροστά στον Θεό. Συνήθιζε να μας λέει... Όταν πεθάνει η μάννα σου ή κάποιος συγγενής σου θα πάρεις βιβλίον δια να τον κλάψεις; Όχι βέβαια, Τα λόγια θα έλθουν μόνα τους εις τον νουν σου από την λύπη. Έτσι και στην προσευχή. Πρέπει να αφήνουμε τον εαυτόν μας να εξομολογείται εις τον Θεόν, ό,τι μας απασχολεί. Αυτή η αμεσότητα και η παρρησία ήταν το κύριο χαραχτηριστικό της προσευχής του. 


Είχε την αίσθηση της απανταχού παρουσίας του Θεού πολύ έντονη και γι' αυτό πάντα όταν προσευχόταν, δάκρυζε, σημείο κι αυτό της Χάριτος του Θεού. Ο Γέρων Ιερώνυμος ζούσε την ουσία της Ορθοδοξίας,την παράδοση σ' όλη της την έκταση. Χωρίς ν' απορρίπτει κανένα από τα επιτεύγματα του τεχνικού πολιτισμού, είχε μια ιδιαίτερη αδυναμία, ένα πάθος θα λέγαμε προς ο,τιδήποτε παλιό, το αρχαίο. Από τα υλικά πράγματα μέχρι τα πνευματικά. Του άρεσε η αρχαία τάξη των ακολουθιών, τα παλιά βιβλία, τα παλιά αντικείμενα, επειδή πίστευε πως είχαν την σφραγίδα του δημιουργού τους, είχαν κατασκευαστεί με μεράκι κι όχι βιομηχανοποιημένα και κακόγουστα. 


Με τέτοιες πεποιθήσεις και αντιλήψεις,έχοντας ζήσει πάντα στην ζωή του εντός,αλλά και εκτός του κόσμου τούτου, μέσα στον αυστηρό χώρο της Παράδοσης της Καππαδοκίας, ένιωθε κάποιες ανησυχίες από τότε που η Εκκλησία άλλαξε το εκκλησιαστικό ημερολόγιο κι εφάρμοσε το νέο. Κι οι ανησυχίες του αυτές αυξάνονταν όσο περνούσαν τα χρόνια κι έβλεπε πολλές ορθόδοξες συνήθειες να μεταβάλλονται. Δεν του άρεσε η περικοπή των εκκλησιαστικών ακολουθιών, η εκκοσμίκευση του κλήρου, η απομάκρυνση από τον ορθόδοξο τρόπο ζωής. 


Αν και πρόσεχε πάντα την ουσία και όχι τον ξερό τύπο,πίστευε, πως κι αυτές ακόμα οι τυπικές διατάξεις που αλλοιώνονται προδίδουν κάποια αδιαφορία και χαλάρωση στην πίστη. Πως είναι το ξεκίνημα ενός κατήφορου του οποίου το τέρμα είναι άγνωστο. Έτσι πολλές φορές σκεφτόταν ν' ακολουθήσει το Παλαιό Ημερολόγιο, επειδή έβλεπε, πως οι παλαιοημερολογίτες ακολουθούσαν πιστά την παράδοση και δεν ανέχονταν νεωτερισμούς και υπερβάσεις σε θέματα που αφορούν την πίστη. 


Για αρκετό καιρό αμφιταλαντεόταν και προσευχόταν συνέχεια και έντονα στον Θεό, για να του αποκαλύψει το θέλημά Του. Περίμενε κάποιο σημείο, κάποια ένδειξη του Θεού, που θα του φανέρωνε τι έπρεπε να κάνει. Τον Αύγουστο του 1942, και συγκεκριμένα στις 23 του μηνός, παραμονή της εορτής του Αγίου Διονυσίου Αιγίνης, που πανηγύριζε ο ναός του νοσοκομείου, ο τότε Μητροπολίτης Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης, Προκόπιος, τον κάλεσε και του είπε, να ετοιμαστεί, ώστε την επομένη, κατά την πανήγυρη, να συλλειτουργήσουν. Οι άνθρωποι του Θεού βλέπουν πίσω από κάθε ενέργεια ή περιστατικό το δάχτυλο της Θείας Πρόνοιας. 


Και ο π. Ιερώνυμος, που είχε σταματήσει, να λειτουργεί πριν 18 χρόνια, την πρόσκληση αυτή του Μητροπολίτη την θεώρησε σαν απάντηση του Θεού στις προσευχές του. Προσευχήθηκε και πάλι όλη την νύχτα και τελικά αποφάσισε να μην πάει για να συλλειτουργήσει με τον Μητροπολίτη, αλλά ν' ακολουθήσει εφεξής το παλαιό ημερολόγιο. Αναχώρησε την επομένη από το νοσοκομείο πρωί-πρωί για το ησυχαστήριο του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, όπου ήδη έμενε η γερόντισσα Ευπραξία. Από εκεί έστειλε στον Μητροπολίτη την παρακάτω γνωστοποίηση - παραίτησή του από τον ναό του νοσοκομείου. 


''Σεβασμιώτατε, Παρακαλώ υμάς ίνα δεχθείτε την εκ του νοσοκομείου παραίτησίν μου, διότι από του 1924 και εντεύθεν, ήτο ο πόθος μου καθώς και ο ζήλος μου προς την Ορθόδοξον Εκκλησίαν και την πίστιν. Παιδιόθεν την εσεβάσθην, αφιερώσας όλην μου την ζωήν, υπακούσας εις τας παραδόσεις των Θεοφόρων Πατέρων. Ομολογώ και κυρήτω το πάτριον ημερολόγιον δια το σωστόν, ως και Σεις ο ίδιος ομολογείτε. Δια τούτο παρακαλώ υμάς, ευχηθείτε δε και εσείς, ίνα μέχρι τέλους εμμένω γνήσιον τέκνον της Ορθοδόξου Εκκλησίας.'' Έτσι απλά και αθόρυβα, χωρίς τυμπανοκρουσίες, αφορισμούς και φανατικές εκδηλώσεις, ακολούθησε στην υπόλοιπη ζωή του το παλαιό ημερολόγιο. 


Το γεγονός αυτό δεν τον επηρέασε καθόλου στην συμπεριφορά του προς τα πνευματικά του παιδιά. Τους δεχόταν όλους αδιακρίτως, είτε ακολουθούσαν το παλαιό, είτε ακολουθούσαν το νέο ημερολόγιο. Πρωταρχικός και κύριος σκοπός του ήταν να εμφυσήσει στους επισκέπτες του την πίστη και την αγάπη στον Χριστό. Βασικό μελημά του ήταν πως να προοδεύσουν στην πνευματική τους ζωή και πώς θα ενωθούν με τον Θεό. Αρκούνταν να ομολογεί το παλαιό ημερολόγιο, επειδή ''αυτό είναι το σωστό'' και ότι από τότε που η Εκκλησία εφάρμοσε το νέο ημερολόγιο ''τα πράγματα δεν πάνε καθόλου καλά. 


''Κάποτε μια επισκέπτρια τον ρώτησε. -Γέροντα με το παλαιό πηγαίνετε; -Ναι. -Με ποιους είστε; -Με όλους. -Μα αυτοί είναι μαλωμένοι. -Εγώ δεν είμαι με τα μαλώματα. Ήταν πολύ διακριτικός και λεπτός στους τρόπους του. Ακόμα κι όταν προέβαινε σε έλεγχο, το έκανε με τόση αγάπη, που όχι μόνο δεν δημιουργούσε αντιδράσεις, αλλά αντίθετα προκαλούσε την ομολογία και την μετάνοια, που ήταν κι ο αντικειμενικός του σκοπός.[...] Ο π. Ιερώνυμος είχε δεχθεί πολλές φορές στην ζωή του την επίσκεψη της Θείας Πρόνοιας μέσα από πειρασμούς και θλίψεις. 


Και τι δεν είχε υποφέρει αυτό το ''ταλαίπωρον και δύστυχον πτηνόν'' της Ανατολής, όπως πολλές φορές αποκαλούσε ο ίδιος τον εαυτόν του... διωγμούς, συκοφαντίες, κινδύνους, απελάσεις κ.α. Κι όλα τα υπόμενε με μεγάλη και υποδειγματική καρτερία, με απόλυτη εμπιστοσύνη στην Θεία Πρόνοια και αδιάλλειπτη δοξολογία στον Θεό. Και στις πιο μεγάλες του δοκιμασίες όχι μόνο δεν λύγιζε, αλλά αντίθετα τότε δινόταν περισσότερο στην προσευχή,με ευχαριστία και δοξολογία. Η απόλυτη προσήλωσή του στην προσευχή και η συνεχής και αδιάλλειπτη ενάσκησή της έφεραν πλούσιο το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, που συχνά ήταν ορατός και στο μικρό του ποίμνιο. Πολλές φορές θεάθηκε το πρόσωπό του να λάμπει μ' ένα υπερκόσμιο θαβώρειο φως, ενώ,όχι σπάνια κι ολόκλρο το κελλί του ανάδιδε ένα θείο άρωμα. 


Ήταν οι στιγμές εκείνες που έκαναν τα πνευματικά του παιδιά να αισθάνονται ρίγη συγκίνησης,που κορυφώνονταν συνέχεια με τις θείες διδαχές του. Ήταν πολύ ολογαρκής. Φρούτα δεν αγόρασε ποτέ. Αν του έφεραν τα πνευματικά του παιδιά, τότε μόνο τα δοκίμαζε. Το ίδιο αδιάφορος ήταν για όλα τα υλικά πράγματα. Απόφευγε να φοράει καινούρια ράσα ή παπούτσια κι όταν αναγκαζόταν να το κάνει, φρόντιζε να σκονίζονται γρήγορα.Κάποτε μας έλεγε,πως πάνε πάρα πολλά χρόνια που δεν φόρεσε καινούρια παπούτσια. 


Και τα παλιά πού τα βρίσκετε, Γέροντα; -Μου τα δίνει ο ιερεύς από την επάνω Μονήν [εννοούσε του Αγίου Νεκταρίου]. Κάποιο χειμώνα μερικά από τα πνευματικά του παιδιά, του πήγαμε μια σόμπα για να μην κρυολογήσει. Αφού μας ρώτησε πώς λειτουργεί και την ανάψαμε, σε πέντε λεπτά μας λέει... -Αρκετά, σβήστε την τώρα, γιατι πονάει το κεφάλι μου από την ζέστη... Εννοείται, πως εμείς στο παγωμένο κελλί του τουρτουρίζαμε ακόμα από το κρύο...


''Μη θυμώνετε. Θα σας ειρωνευθούν, θα υποφέρετε.

 Εσείς μη φοβάσθε. Σας προσφέρουν δηλ. πιπέρι, να δίδετε ζάχαρη.
Εγώ πιπέρι δεν έχω να σκέπτεσθε, ζάχαρη έχω, ζάχαρη δίδω.''