A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !
✞ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος ✞

Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΛΟΥΚΑ 2022 (Ομιλία π.Ευθυμίου Μπαρδάκα)

 

ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΛΟΥΚΑ 2022 (τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)

 

77897 2

γαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, 

            Μὲ ὅλη μας τὴν ψυχὴ πρέπει νὰ δοξάζουμε τὸν Θεό, καθώς, σὺν τοῖς ἄλλοις, μᾶς ἀξίωσε καὶ μᾶς ἀξιώνει νὰ ἀκοῦμε αὐτὰ ποὺ πολλοὶ προφῆτες, βασιλιάδες καὶ δίκαιοι ἤθελαν νὰ ἀκούσουν στὴν πρὸ Χριστοῦ ἐποχή, ἀλλὰ δὲν ἄκουσαν. Καὶ τί ἀκοῦμε; Ἀκοῦμε τὴν ἴδια τὴν πηγὴ τῆς σοφίας νὰ μᾶς διδάσκει τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ καλύπτει μὲ τὴν ἐξουσία τὴν ὁποία μόνο Ἐκεῖνος διαθέτει, τὰ λεγόμενα «ὑπαρξιακὰ ἐρωτήματα», ἤ τὶς ἀπορίες μας γιὰ τὴν μετὰ θάνατον ζωή. Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ, ὡστόσο, ὅτι ὁ Κύριός μας σὲ ὅλο τὸ Εὐαγγέλιο ἀναφέρθηκε στὴν μετὰ θάνατον ζωὴ ἐλάχιστες φορές. Στὸ μεγαλύτερο τμῆμα τοῦ Εὐαγγελίου ὁ Χριστὸς μᾶς διδάσκει πὼς πρέπει νὰ ζήσουμε σὲ αὐτὴ τὴν ζωὴ γιὰ νὰ μὴν πεθάνουμε ὅταν πεθάνουμε. 

            Μία ἀπὸ τὶς ἐλάχιστες ἀναφορὲς τοῦ Χριστοῦ στὴν μέλλουσα ζωὴ γίνεται στὴ σημερινὴ εὐαγγελικὴ διήγηση τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου καὶ τοῦ πλουσίου. Ἡ διήγηση αὐτὴ ἀπὸ ἄλλους θεωρεῖται παραβολή, καθὼς μοιάζει μὲ τὶς ὑπόλοιπες εὐαγγελικὲς παραβολές, ἐνῶ ἀπὸ ἄλλους ὄχι, διότι σὲ ὅλες τὶς ἄλλες παραβολὲς προηγεῖται τὸ «εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην», ἐνῶ ἐδὼ ἀπουσιάζει ἡ φράση αὐτή. Ἐπίσης, ἡ σημερινὴ διήγηση ἀναφέρεται σὲ κάποιο πρόσωπο μὲ τὸ ὄνομα Λάζαρος καὶ εἶναι σὰν μία προοικονομία τῆς ἀναστάσεως τοῦ Δικαίου Λαζάρου ποὺ συνέβη λίγο καιρὸ ἀργότερα. 

            ναφέρει λοιπόν, ὁ Κύριος ὅτι κάποιος πλούσιος ἄνθρωπος φοροῦσε πολύτιμα ἐνδύματα καὶ κάθε μέρα «εὐφραινόταν λαμπρῶς».Ἦταν κοντὰ στὸν πλούσιο καὶ ἕνας φτωχὸς μὲ τὸ ὄνομα Λάζαρος, ὁ ὁποῖος θρεφόταν μὲ τὰ ἀποφάγια ποὺ ἔπεφταν ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ πλουσίου καὶ τὰ σκυλιὰ ἔγλιφαν τὶς πληγές του. Πέθαναν κάποτε οἱ δύο ἄνθρωποι καὶ ὁ μὲν Λάζαρος πήγε στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Πατριάρχη Ἀβραάμ, ὁ δὲ πλούσιος στὸν Ἅδη. Καθὼς βασανιζόταν στὸν Ἅδη, σήκωσε τὰ μάτια του καὶ εἶδε τὸν φτωχὸ στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Πατριάρχη καὶ εἶπε «πάτερ Ἀβραάμ, στεῖλε τὸν Λάζαρο νὰ βάλει τὴν ἄκρη τοῦ δαχτύλου του στὸ νερὸ καὶ νὰ βρέξει τὰ χείλη μου, γιατὶ αἰσθάνομαι ὀδύνη μέσα σὲ αὐτὴ τὴν φλόγα». Καὶ ὁ Ἀβραὰμ ἀπάντησε «θυμήσου, παιδί μου, ὅτι ἐσὺ ἀπόλαυσες τὰ ἀγαθὰ ὅσο ζοῦσες καὶ ὁ Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά. Τώρα, λοιπόν, ἐκεῖνος παρηγορεῖται καὶ ἐσὺ βασανίζεσαι. Ἄλλωστε, ὑπάρχει μεγάλο χάσμα μεταξύ μας, ὥστε νὰ μὴν μποροῦν οἱ ἀπὸ ἐδὼ νὰ πάνε ἐκεί, οὔτε οἱ ἀπὸ ἐκεὶ νὰ ἔρθουν ἐδώ». Εἶπε πάλι ὁ πλούσιος «σὲ παρακαλῶ, πάτερ, στεῖλε τὸν Λάζαρο στὸ σπίτι τοῦ πατέρα μου γιατὶ ἔχω πέντε ἀδελφούς. Νὰ τοὺς μαρτυρήσει τὴν μεταθανάτια κατάσταση γιὰ νὰ μὴν ἔλθουν καὶ αὐτοὶ στὸν τόπο τῆς βασάνου». Ὁ Ἀβραὰμ ἀπάντησε: «ἔχουν τὰ βιβλία τοῦ Μωϋσῆ καὶ τῶν προφητῶν, ἀς ἀκούσουν αὐτούς». «Ὄχι πάτερ Ἀβραάμ, ἀλλὰ ἄν κάποιος ἀναστηθεῖ ἀπὸ τοὺς νεκρούς, θὰ μετανοήσουν». Εἶπε, κλείνοντας ὁ Ἀβραάμ: «ἄν δὲν ἀκοῦνε τὸν Μωϋσῆ καὶ τοὺς προφῆτες, οὔτε ἄν κάποιος ἀναστηθεῖ ἀπὸ τοὺς νεκροὺς θὰ πεισθοῦν».

            χοντας ἀκούσει ἀπὸ τὸν Εὐαγγελιστὴ τὰ παραπάνω, θὰ ἤθελα νὰ ἐκφράσω μία ἀπορία: «Ποιά ἁμαρτία, τελικά, ἔκανε ὁ πλούσιος γιὰ νὰ κολαστεῖ στὸν τόπο τῆς βασάνου;». Στὸ Εὐαγγέλιο δὲν ἀναφέρεται ὅτι ἔκανε κάποια ἁμαρτία, οὔτε ὅτι ἀπέκτησε παράνομα τὴν περιουσία του. Ἀναφέρεται μόνο ὅτι εὐφραινόταν κάθε μέρα λαμπρῶς. Μήπως καταδικάσθηκε ἐπειδὴ ἦταν πλούσιος καὶ ἀπολάμβανε τὶς ἀνέσεις ποὺ ἀναλογοῦσαν στὴν οἰκονομική του κατάσταση; Μὰ καὶ ὁ Πατριάρχης Ἀβραὰμ ἦταν ἀπὸ τοὺς πλουσιωτέρους ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς του, ὡστόσο ἡ ἀγκαλιά του ἔγινε ὁ τόπος ἀνάπαυσης τῶν Δικαίων, σύμφωνα μὲ τὴν εὐαγγελικὴ διήγηση. Ἑπομένως, ἡ κόλαση ἤ ὁ παράδεισος δὲν ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὰ πλούτη. Ὁ πλούσιος τῆς περικοπῆς κολάσθηκε διότι τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἔστεκε πεσμένος στὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ του καὶ χόρταινε ἀπὸ τὰ ἀποφάγια του, τὴν πονεμένη εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, τὸν ταλαιπωρημένο Λάζαρο, ποτὲ δὲν τοῦ ἔδωσε σημασία, ποτὲ δὲν γύρισε νὰ τὸν κοιτάξει καὶ ἄν ὄχι νὰ τὸν ταΐσει, τουλάχιστον νὰ τοῦ πεῖ ἕναν συμπονετικὸ λόγο. Μάλλον σὲ αὐτὴ τὴν σκληροκαρδία ὀφείλονται οἱ ὑπέρμετρες ἐπίγειες ἠδονὲς τὶς ὁποῖες ἀπολάμβανε. Ἡ πρόσκαιρη ἠδονὴ ἔφερε τὴν σκληροκαρδία καὶ αὐτὴ μὲ τὴ σειρά της τὴν αἰώνια ὀδύνη.

            σον ἀφορᾶ τὸν Λάζαρο, αὐτὸς δὲν σώθηκε ἐπειδὴ ἦταν φτωχὸς καὶ ἐπειδὴ ταλαιπωρήθηκε. Ἡ ἔλλειψη τῶν χρημάτων δὲν συνεπάγεται τὴν σωτηρία μας. Αὐτὸ ποὺ ὁδήγησε τὸν Λάζαρο στὸν κόλπο τοῦ Ἀβραάμ, ἦταν ἡ ἀγόγγυση ὑπομονή του. Ποτέ του δὲν κίνησε ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, οὔτε σκέφθηκε νὰ διαπράξει κάποια παρανομία, οὔτε ἀκόμη κακολόγησε ποτὲ τὸν πλούσιο ἐπειδὴ ἐκεῖνος ἦταν εὐκατάστατος ἐνῶ ὁ Λάζαρος ὄχι. Ἀντιθέτως, δόξαζε τὸν Θεὸ καὶ παρέμενε πράος καὶ ἀνεξίκακος. Κατ’ἀντιστοιχία μὲ ὅσα ἀναφέρθηκαν πιὸ πάνω, θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι ἡ ἐν Χριστῷ ἀντιμετώπιση τῆς πρόσκαιρης ὀδύνης ἐξασφαλίζει τὴν αἰώνια ἠδονή. 

            Σημαντικὴ εἶναι ἡ ἀναφορὰ τοῦ Πατριάρχη Ἀβρρὰμ στὸ μεγάλο χάσμα ποὺ χωρίζει τὴν κόλαση ἀπὸ τὸν Παράδεισο. Πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι κόλαση καὶ παράδεισος εἶναι, ἀντιστοίχως, κατάσταση σκότους καὶ κατάσταση φωτός, κατάσταση λύπης καὶ κατάσταση χαρᾶς. Καὶ οἱ καταστάσεις αὐτὲς εἶναι αἰώνιες, δηλαδὴ δὲν ἔχουν τέλος. Γιὰ νὰ καταλάβουμε κάπως τὴν αἰωνιότητα, ἀρκεῖ νὰ φαντασθοῦμε ἕνα μικρὸ πουλάκι νὰ χτυπάει μὲ τὸ ράμφος του μία φορὰ στὰ δέκα χιλιάδες χρόνια τὸ ὄρος Ἔβερεστ. Ἀλλὰ ἀκόμη καὶ αὐτὸ κάποια στιγμὴ θὰ γίνει θρίψαλα. Ὁ Παράδεισος, ὅμως, καὶ ἡ κόλαση δὲν θὰ τελειώσουν ποτὲ καὶ κανεὶς δὲν θὰ μπορεῖ νὰ μεταβεῖ οὔτε γιὰ λίγο ἀπὸ τὴν μία κατάσταση στὴν ἄλλη. Τὰ γήινα χρόνια ποὺ μᾶς δίνει ὁ Κύριος εἶναι ὑπεραρκετὰ γιὰ νὰ ἐξασφαλίσουμε τὸν Παράδεισο ἤ τὸν Ἅδη. 

            Γιὰ αὐτὲς τὶς ἀλήθειες παρακαλεῖ ὁ βασανισμένος πλούσιος τὸν Ἀβραὰμ νὰ στείλει τὸν Λάζαρο πίσω στὴ γῆ. Γιὰ νὰ τὶς μαρτυρήσει στοὺς ἀδελφούς του ποὺ ζοῦν στὴν ἁμαρτία, ὥστε νὰ μετανιώσουν καὶ νὰ μὴν ἔλθουν καὶ ἐκεῖνοι στὰ βάσανα. Ὁ Ἀβραάμ, ὅμως, ἀρνεῖται καὶ λέει ὅτι ἐφόσον ἔχουν τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν τὸν τηροῦν, οὔτε ὁ ἀναστημένος θὰ μπορέσει νὰ τοὺς ὁδηγήσει σὲ μετάνοια. Οἱ ἀδελφοὶ τοῦ πλουσίου πάσχουν ἀπὸ τὸ μεγαλύτερο κακό, τὴν ψυχικὴ πόρωση. Οἱ ἁμαρτίες τοὺς ἔχουν καταστήσει τυφλοὺς καὶ ἐνῶ βλέπουν, δὲν βλέπουν. Ἔχουν πνίξει κάθε ἔλεγχο τῆς συνείδησης, ἔχουν τόσο ἐθιστεῖ στὰ πάθη, ποὺ ἀκόμη καὶ ἡ θέα ἑνὸς ἀναστημένου δὲν μπορεῖ νὰ τοὺς διορθώσει.

             Ἀβραὰμ μίλησε ἀπόλυτα ὅταν εἶπε ὅτι οὔτε ὁ ἀναστημένος δὲν μπορεῖ νὰ διορθώσει τοὺς ἀδελφοὺς τοῦ πλουσίου. Ναί, ὅμως, δὲν θὰ ἦταν καλὸ νὰ ἔστελνε ὁ Θεὸς πίσω τὸν Λάζαρο νὰ κηρύξει μετάνοια ὡς μία δεύτερη εὐκαιρία;  Κι ὅμως, τὸ ἔκανε λίγο καιρὸ ἀργότερα. Ἀνέστησε τὸν τετραήμερο Λάζαρο, ὁ ὁποῖος μίλησε γιὰ ὅσα βίωσε μετὰ θάνατον. Ὡστόσο, οἱ Ἰσραηλίτες δὲν ἄλλαξαν ριζικά. Μετὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου σκέφτηκαν νὰ φονεύσουν καὶ τὸν Χριστὸ (τὸ ὁποῖο ἔκαναν) καὶ τὸν Λάζαρο. Παρέμειναν, δηλαδή, ἴδιοι. 

            ν κατακλείδι, ἡ ἰδιότητα τοῦ Χριστιανοῦ ποὺ φέρουμε μὲ τὸ Ἅγιο Βάπτισμα, μᾶς ἐπιφορτίζει μὲ τὸ καθῆκον νὰ μὴν παραβλέπουμε τοὺς ἀδελφούς μας ποὺ ἔχουν ἀνάγκη, ἀλλὰ νὰ εἴμαστε πρὸς ὅλους «οἰκτίρμονες (δηλαδὴ ἐλεήμονες), ὅπως καὶ ὁ Οὐράνιος Πατέρας μας οἰκτίρμων ἐστί».  Ἐλεημοσύνη δὲν εἶναι μόνο τὸ νὰ δίνουμε χρήματα. Ἐλεημοσύνη εἶναι, ἐπίσης, τὸ νὰ ποῦμε τὸν καλὸ λόγο, νὰ προσευχηθοῦμε γιὰ τὸν ἀδελφό μας, νὰ τὸν παρηγορήσουμε, νὰ τὸν ἐπισκεφθοῦμε στὴν ἀσθένειά του, ἤ ἀκόμα καὶ νὰ τὸν ἐλέγξουμε, ἄν χρειαστεῖ, πρὸς ὄφελος τῆς ψυχῆς του. Ἄν ἔτσι ζήσουμε, θὰ χαιρόμαστε ἀκούοντας τὸ «μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοὶ ἐλεηθήσονται». Ἀμήν.

Μετ’ εὐχῶν, 

ὁ Ἐπίσκοπός σας

 ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος

Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2022

Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΣΤΩΡ Ο ΜΑΡΤΥΡΑΣ (27 Οκτωβρίου)

 

Ο Νέστορας ήταν πολύ νέος στην ηλικία, ωραίος στην όψη και γνώριμος του Αγίου και ενδόξου Δημητρίου.

Ο Νέστορας, λοιπόν, βλέποντας ότι ο αυτοκράτωρ Διοκλητιανός
χαιρόταν για τις νίκες κάποιου σωματώδους βαρβάρου, ονομαζόμενου Λυαίου, μίσησε την υπερηφάνεια του. Βλέποντας όμως και τα θαύματα του Αγίου Δημητρίου, πήρε θάρρος. Πήγε λοιπόν στη φυλακή, όπου ήταν κλεισμένος ο Μεγαλομάρτυρας, και έπεσε στα πόδια του. Δούλε του Θεού Δημήτριε, είπε, εγώ είμαι πρόθυμος να μονομαχήσω με το Λυαίο, γι' αυτό προσευχήσου για μένα στο όνομα του Χριστού. Ο Άγιος, αφού τον σφράγισε με το σημείο του τιμίου Σταυρού, του είπε ότι και το Λυαίο θα νικήσει και για το Χριστό θα μαρτυρήσει. Τότε, λοιπόν, ο Νέστορας μπήκε στο στάδιο χωρίς φόβο και ανεφώνησε: «Θεὲ τοῦ Δημητρίου, βοήθει μοί». Και αφού πολέμησε με το Λυαίο, του κατάφερε δυνατό χτύπημα με το μαχαίρι του στην καρδιά και τον θανάτωσε.


Εξοργισμένος τότε ο Διοκλητιανός, διέταξε και σκότωσαν με λόγχη
το Νέστορα, αλλά και το Δημήτριο. Έτσι, μ' αυτή του την ενέργεια ο Νέστορας δίδαξε ότι σε κάθε ανθρώπινη πρόκληση πρέπει να αναφωνούμε: «Κύριος ἐμοὶ βοηθός, καὶ οὐ φοβηθήσομαι τί ποιήσει μοι ἄνθρωπος;» (Ψαλμός νε' 5). Ο Κύριος είναι βοηθός μου και δε θα φοβηθώ. Τι θα μου κάνει οποιοσδήποτε άνθρωπος;

Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.

Ἀθλητὴς εὐσεβείας ἀκαταγώνιστος, ὡς κοινωνὸς καὶ συνήθης τοῦ Δημητρίου ὀφθεῖς, ἠγωνίσω ἀνδρικῶς Νέστωρ μακάριε, τὴ θεϊκὴ γὰρ ἀρωγή, τὸν Λυαῖον καθελῶν, ὡς ἄμωμον ἱερεῖον, σφαγιασθεὶς προσηνέχθης, τῷ Ἀθλοθέτῃ καὶ Θεῶ ἠμῶν.



Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.

Ἀθλήσας καλῶς, ἀθάνατον τὴν εὔκλειαν, κεκλήρωσαι νῦν· καὶ στρατιώτης ἄριστος, τοῦ Δεσπότου γέγονας, ταῖς εὐχαῖς Δημητρίου τοῦ Μάρτυρος. Σὺν αὐτῷ οὖν Νέστορ σοφέ, πρεσβεύων μὴ παύσῃ ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

Ὁ Οἶκος

Ῥώμῃ Θεοῦ ἀθλήσας, παμμάκαρ, νικηφόρος ἐδείχθης, τὸν ἐχθρὸν τοῖς ποσὶ καταπατήσας, δεδόξασαι, στεφανίτης σὺν ταῖς χορείαις τῶν σεπτῶν Ἀθλοφόρων Νέστορ ἐφάνης, καὶ Ἀαρὼν ὑπερήρθης Χριστοῦ Ἀθλητά, σὺν Ἄβελ αἷμα τὸ θεῖον σου προσενέγκας, καὶ θρόνῳ θείῳ τοῦ κτίσαντος παρεστώς, σὺν Ἀγγέλων τοῖς τάγμασι, πρεσβεύων μὴ παύσῃ ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2022

Η ΑΓΙΑ ΤΑΒΙΘΑ Η ΕΛΕΗΜΩΝ (25 Ὀκτωβρίου)


 «Αὐτὴ ἦν πλήρης ἀγαθῶν ἔργων καὶ ἐλεημοσυνῶν, ὧν ἐποίει». Έτσι πλέκει το εγκώμιο της Αγίας Ταβιθά ο ευαγγελιστής Λουκάς. Η λέξη Ταβιθά είναι συριακή και ερμηνεύεται Δορκάς (ζαρκάδι). Το όνομα αυτό έφερε ή ευσεβέστατη αυτή και φιλάνθρωπη χριστιανή, που κατοικούσε στην Ιόππη.


Από τίς Πράξεις των Αποστόλων (θ' 36-40) πληροφορούμαστε ότι η Δορκάς, ήταν εξειδικευμένη υφάντρια πού κατασκεύαζε χιτώνες και ιμάτια, τα όποια πωλούσε και από τα έσοδα συντηρούσε φτωχούς, χήρες και ορφανά. Όταν ο απόστολος Πέτρος, στα πλαίσια της διάδοσης του Ευαγγελίου, έφτασε στη Λύδδα της Παλαιστίνης, συνέβη ν' ασθενήσει η Δορκάς και να πεθάνει. Και ενώ είχαν ετοιμαστεί όλα για την κηδεία της, έγινε γνωστό ότι ο Πέτρος ήταν στη Λύδδα. Τότε δύο απεσταλμένοι, παρακάλεσαν τον Πέτρο να έλθει στην Ιόππη. Όταν έφτασε, τον ανέβασαν στο υπερώο, όπου ήταν νεκρή η Δορκάς. Συγκινημένος ο Πέτρος, χωρίς να πει τίποτα, έβγαλε όλους έξω, γονάτισε και προσευχήθηκε θερμά. Έπειτα είπε: «Ταβιθᾶ ἀνάστηθι». Και πράγματι η νεκρή αναστήθηκε! Αυτό χαροποίησε αφάνταστα τους παρευρισκόμενους, και το γεγονός διαδόθηκε σ' όλη την Ιόππη με αποτέλεσμα να πιστέψουν πολλοί στον Χριστό.

Από τότε η Ταβιθά έζησε αρκετά χρόνια, γεμάτα
αγαθά έργα και ελεημοσύνες. Ο θάνατος τη βρήκε σε βαθιά γεράματα. Και έτσι η φιλάγαθη αυτή γυναίκα, έφυγε ειρηνικά και με αγαλλίαση διότι την αξίωσε ο Θεός να περάσει τη ζωή της ωφέλιμα γεμάτη πνευματικούς καρπούς.

Πηγή: saint.gr

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε. Μαθήτρια ἔνθεος, ἐν τῇ Ἰόππῃ σεμνή, Χριστοῦ ἐχρημάτισας, καὶ ἐν πολλοῖς οἰκτιρμοῖς, αὐτὸν ἐθεράπευσας· ὅθεν ὑπὸ τοῦ Πέτρου, ὡς ἠγέρθης θανοῦσα, ἐδειξας τοῦ σοῦ βίου, Ταβιθᾶ μακαρία, πᾶσι τὴν κεκρυμμένην, θείαν λαμπρότητα.

ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ' ΛΟΥΚΑ 2022 (τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)

 

DSC 77790717

 

γαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, 

            Βασικὴ θέση στὴ σημερινὴ εὐαγγελικὴ ἰστορία, τὴν ὁποία ἀκούσαμε καὶ ἀπὸ τὸν Εὐαγγελιστὴ Ματθαῖο τὴν Ε΄ Κυριακὴ μετὰ τὴν Πεντηκοστή, κατέχει ἡ ἔννοια τῆς παρανομίας. Ὅλοι κατανοοῦμε καὶ γνωρίζουμε ὅτι παρανομία εἶναι ἡ ἀπείθεια πρὸς τοὺς νόμους, εἴτε τοὺς θείους, εἴτε τοὺς κοσμικούς, ἡ ὁποία δέχεται κατὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο «τὴν ἔνδικον μισθαποδοσίαν». Ἀνὰ τοὺς αἰῶνες πολλὰ συστήματα ἀπονομῆς τῆς δικαιοσύνης θέσπισαν μέτρα κατὰ τῆς παρανομίας γιὰ νὰ ἐπιβάλουν τὴν τάξη. Γιατί, ὅμως ἡ παρανομία συνεχίζει νὰ ὑφίσταται; Δὲν ἀντιλαμβάνονται οἱ ἄνθρωποι τὰ δυσάρεστα ἀποτελέσματά της;

            Μέσα ἀπὸ τὸ παράδειγμα τῶν Γαδαρηνῶν λαμβάνουμε τὶς κατάλληλες ἀπαντήσεις. Μᾶς ἐξιστορεῖ ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς ὅτι ὁ Χριστὸς ἐπισκέφθηκε τὴν χώρα τῶν Γαδαρηνῶν καὶ συνάντησε ἕναν ἄνθρωπο πολὺ ταλαιπωρημένο ἀπὸ τὰ ἀκάθαρτα πνεύματα.  Ὁ Κύριός μας τὸν σπλαχνίσθηκε καὶ  ἔβγαλε ἀπὸ αὐτὸν τὴν λεγεώνα τῶν δαιμονίων, στὰ ὁποία ἐπέτρεψε νὰ εἰσέλθουν στὸ κοπάδι τῶν χοίρων ποὺ ἔβοσκε στὴν περιοχή. Στὴ συνέχεια, μπροστὰ στὰ μάτια τῶν βοσκῶν, οἱ χοῖροι ὄρμησαν στὸν γκρεμὸ καὶ πνίγηκαν στὴν θάλασσα. Οἱ βοσκοὶ τότε, ἔτρεξαν ἀμέσως νὰ κάνουν γνωστὸ τὸ γεγονός. Μαζεύτηκε, ἔπειτα, πλῆθος κόσμου ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ, ὅπου εἶδαν τὸν πρώην δαιμονισμένο ἤρεμο, ντυμένο καὶ κόσμιο. Καὶ τί εἶπαν στὸν Χριστό; «Σὲ εὐχαριστοῦμε πολὺ ποὺ εὐεργέτησες τὸν πάσχοντα συνάνθρωπό μας»; «Εὐχαριστοῦμε ποὺ λύτρωσες τὴν πόλη μας ἀπὸ τὶς ζημιὲς τῶν πονηρῶν πνευμάτων»; «Σὲ παρακαλοῦμε, μεῖνε κοντά μας νὰ μᾶς διδάξεις καὶ νὰ θεραπεύσεις καὶ τοὺς ὑπόλοιπους ἀρρώστους»; Ὄχι. Τίποτα ἀπὸ αὐτὰ δὲν εἶπαν. Καὶ τί εἶπαν; «Φύγε ἀπὸ τὴν πόλη μας», διότι φοβήθηκαν ὅτι ὁ Ἰησοῦς θὰ ἔβλαπτε τὰ  συμφέροντά τους, τὰ ὁποῖα βασίζονταν στὴν παρανομία, καθὼς ἦταν παράνομη, σύμφωνα μὲ τὸν μωσαϊκὸ νόμο, ἡ ἐκτροφὴ καὶ ἡ βρώση χοιρινοῦ κρέατος.

             ἄνθρωπος ὁδηγεῖται στὴν παρανομία γιὰ διάφορους λόγους. Ὁ εὔκολος πλουτισμὸς εἶναι ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ὅπως εἴδαμε ἀπὸ τοὺς Γαδαρηνούς. Βέβαια, γιὰ τὸν εὔκολο πλουτισμὸ κάποιοι προβαίνουν καὶ σὲ ληστεῖες, σκεπτόμενοι: «Γιατὶ νὰ χρειαστεῖ νὰ καταβάλω τίμια καὶ κοπιαστικὴ ἐργασία προκειμένου νὰ βγάλω τὰ πρὸς τὸ ζῆν, ὅταν μία ληστεία μερικῶν ὡρῶν μπορεῖ νὰ μὲ κάνει πλούσιο;». Ἄλλος λόγος εἶναι οἱ κακὲς ἐπιθυμίες, αὐτὰ τὰ ἀνεξέλεγκτα «θέλω»  ποὺ πολλὲς φορὲς κατευθύνουν τὴ ζωή μας, ἐνῶ θὰ ἔπρεπε νὰ τὴν κατευθύνει ὁ στόχος μας νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὸν Θεό. Τέλος, στὴν παρανομία ὁδηγοῦν οἱ κακὲς συνήθειες καὶ ἡ προβληματικὴ ἀγωγή. Ὅταν ἕνας ἄνθρωπος ἔχει μεγαλώσει μὲ τὸ ἐλεύθερο ἀπὸ τοὺς γονεῖς του νὰ κάνει παρανομίες, ἤ ὅταν ἔχει μάθει νὰ ζεῖ κάνοντας παράνομες πράξεις, τότε, καθὼς δὲν ὑπάρχει πιὰ γιὰ ἐκεῖνον οὔτε ὁ ἔλεγχος τῆς συνείδησης, μὲ μεγάλη δυσκολία θὰ κατάφέρει νὰ ζήσει σύμφωνα πρὸς τοὺς νόμους. 

             ἔννομη ζωὴ εἶναι γιὰ τοὺς παράνομους «ἀνοησία». Σίγουρα, ὅμως, θὰ ἄλλαζαν γνώμη ἄν λάμβαναν σοβαρὰ ὑπ΄ ὄψιν τὶς συνέπειες τῆς παρανομίας, πρωτίστως στὸν ἴδιο τους τὸν ἑαυτό. Τὸ μεγαλύτερο κακὸ ποὺ μπορεῖ νὰ ἐξασφαλίσει ὁ παράνομος δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὴν ἐγκατάλειψη τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ ἄλλωστε μᾶς δίδαξε καὶ ὁ Χριστὸς σήμερα, φεύγοντας ἀπὸ τοὺς Γαδαρηνοὺς καὶ ἀφήνοντάς τους στὸ πνευματικὸ σκοτάδι καὶ στὸν ψυχικὸ θάνατο. Καὶ ἄν δὲν ὑπάρχει ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή μας, ἄν δὲν εἶναι δίπλα μας ὁ Θεὸς νὰ μᾶς κατευθύνει, τότε ἀναμφίβολα, ὅσο ψηλὰ καὶ νὰ φτάσουμε στὰ μάτια τοῦ κόσμου, στὴν πραγματικότητα ὁδηγούμαστε στὴν καταστροφή. Ἄν λάβουμε ὑπ’ ὄψιν τὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελιστῆ Ἰωάννη ὅτι «ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν φόβον», καὶ ὅτι «ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστίν», τότε διαπιστώνουμε ὅτι ἡ ἀπουσία τοῦ Θεοῦ αὐτομάτως φέρνει τὸν φόβο στὴ ζωὴ τοῦ παρανόμου. Πράγματι, ὁ παράνομος ἀκόμη καὶ ἄν τὸ κρύβει καλά, διακατέχεται ἀπὸ τὸ αἴσθημα τοῦ φόβου, διότι ἀνὰ πάσα ὥρα καὶ στιγμὴ ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ ἤ τοῦ κράτους μποροῦν νὰ ἀνατρέψουν τὴν κατάσταση τῆς ζωῆς του. Ποιός, θὰ ἤθελε μία ζωὴ μέσα στὸν φόβο; Κανείς; Κι ὅμως, οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἐπιλέγουν νὰ κάνουν τὴν παρανομία, ἐπιλέγουν νὰ ζήσουν μὲ φόβο τὸ ὑπόλοιπο τῆς σύντομης ζωῆς τους. Συγγενικὸ αἴσθημα μὲ αὐτὸ τοῦ φόβου εἶναι καὶ ὁ ἔλεγχος τῆς συνείδησης. Ὁ ἔλεγχος τῆς συνείδησης γιὰ νὰ τὸ ποῦμε μὲ ἁπλὰ λόγια, εἶναι ἡ καλὴ φωνὴ μέσα μας ποὺ μᾶς ἐμποδίζει νὰ κάνουμε τὸ κακό, ἐνῶ ἄν δὲν τὴν ἀκούσουμε καὶ τὸ κάνουμε, μᾶς ἐλέγχει καὶ τραυματίζει τὴν καλὴ ψυχική μας διάθεση. Ἀπὸ τὸν ἔλεγχο τῆς συνείδησης γλιτώνει αὐτὸς ποὺ ἔχει φόβο Θεοῦ, ἐνῶ τραυματίζει τὸν ἔλεγχο τῆς συνείδησης αὐτὸς ποὺ ἔχει ἀποβάλει τελείως τὸν Θεὸ ἀπὸ τὴ ζωή του καὶ ἔχει καταντήσει «κτηνώδης ἤ δαιμωνιώδης». Ὡστόσο, γιὰ νὰ μὴν μακρυγοροῦμε, ἀρκεῖ νὰ ἀναφέρουμε τὰ λόγια τοῦ προφήτη Δαυίδ: «οἱ […] παράνομοι ἐξολοθρευθήσονται ἐπὶ τὸ αὐτό».

            Αὐτὰ ἰσχύουν γιὰ τοὺς παρανόμους. Οἱ συνέπειες, ὅμως, τῆς παρανομίας, ἔχουν ἀντίκτυπο καὶ στὴν κοινωνία. Ἡ διαταραχὴ τῆς τάξης καὶ τῆς ἀσφάλειας εἶναι τὸ πρῶτο καὶ ἄν σκεφτοῦμε ὅτι τὰ δύο αὐτὰ ὁδηγοῦν στὴν πρόοδο καὶ τὴν εἰρηνικὴ ζωή, τότε κατανοοῦμε ὅτι ἡ παρανομία τραυματίζει τὴν ἴδια τὴν πρόοδο καὶ τὴν εἰρήνη τῆς κοινωνίας. Καὶ σὰν νὰ μὴν ἔφτανε αὐτό, ἡ παρανομία ὁδηγεῖ σὲ περισσότερη παρανομία. Αὐτὸ συμβαίνει πρῶτον διότι ὁ παράνομος γίνεται τὸ κακὸ παράδειγμα, τὸ ὁποῖο, δυστυχῶς κάποιοι ποὺ δὲν ἔχουν ἰσχυρὰ ψυχικὰ ἀποθέματα, σπεύδουν νὰ μιμηθοῦν. Καὶ δεύτερον, διότι ὅταν ὑπάρχουν πολλὰ φαινόμενα παρανομίας σὲ μία κοινωνία, κάποιοι ἄνθρωποι ποὺ ἔχουν τὴν προδιάθεση καὶ τὴν ροπὴ στὴν παρανομία, αἰσθάνονται πιὸ ἄνετα νὰ παρανομήσουν καὶ οἱ ἴδιοι, ὅπως ὅταν σὲ μία μαζικὴ πορεία ὁ ἕνας βλέπει τὸν ἄλλο νὰ βανδαλίζει σπίτια ἤ καταστήματα καὶ παίρνει θάρρος νὰ κάνει τὸ ἴδιο. 

            κούοντας ὅλα τὰ ἀνωτέρω, οἱ περισσότεροι σκεφτόμαστε: «γνωστὰ ὅλα αὐτά, ἀλλὰ ἑμεῖς τί σχέση ἔχουμε μὲ τὴν παρανομία, μιᾶς ποὺ εἴμαστε νομοταγεῖς πολίτες καὶ καλοὶ Χριστιανοί;». Κι ὅμως, ἄν κοιτάξουμε καλὰ μέσα μας, ἴσως διαπιστώσουμε ὅτι κι ἑμεῖς συχνὰ παραβαίνουμε τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ. Μᾶς κάνει μία παρατήρηση ὁ ἀδερφὸς καὶ ἀμέσως ἀπαντοῦμε εἰρωνικὰ ἤ σκεφτόμαστε πὼς θὰ τὸν μειώσουμε. Κοιτᾶμε πὼς θὰ ἐκδικηθοῦμε γιὰ κάποια ἀδικία ποὺ μᾶς ἔγινε. Κρίνουμε τὸν ἕναν ἤ τὸν ἄλλο. Εἶναι ὅλα αὐτὰ καὶ ἄλλα πολλὰ σύμφωνα μὲ τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ; Ὄχι. Ἄρα εἴμαστε παράνομοι ἐνώπιόν Του. Εἴμαστε παράνομοι ἐνώπιον Ἐκείνου ποὺ ἔγινε Ἄνθρωπος γιὰ ἑμᾶς, ἔπαθε γιὰ ἑμᾶς καὶ σταυρώθηκε. Ἄρα, κρύβεται ἴσως καὶ λίγη ἀγνωμοσύνη ἐνώπιόν Του. Ἑπομένως, ἄν θέλουμε καρδιακὰ νὰ πάψουν οἱ παρανομίες ποὺ συμβαίνουν στὴν κοινωνία καὶ διαταράζουν τὴν ἡρεμία μας, ἄν θέλουμε ἀκόμα τὰ παιδιὰ νὰ ὑπακοῦν τοὺς γονεῖς, καὶ γενικότερα νὰ ὑπάρχει ἡ εὐταξία καὶ ἡ πρόοδος, τότε πρέπει πρῶτα ἑμεῖς νὰ φροντίσουμε νὰ εἴμαστε ὑπάκουοι στοὺς νόμους τοῦ Θεοῦ. Σημειωτέον ὅτι ὅπως διδάσκει ὁ Ἀποστολο-ἐπίσκοπος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος, «ἄν κάποιος τηρήσει ὅλον τὸν νόμο, ἀλλὰ παραβεῖ μία ἐντολή, θεωρεῖται παραβάτης ὅλου τοῦ νόμου». Θέλουμε νὰ ἀφήσουμε πίσω κάθε παράβαση καὶ νὰ ἀσκήσουμε τὴν ἀρετή; Ἔχουμε τὴν δυνατότητα μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Μᾶς φαίνεται δύσκολο νὰ ἐφαρμόσουμε τέλεια τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ; Τουλάχιστον ἄς ταπεινωθοῦμε ἐνώπιόν Του, καὶ ἄς μὴν κρίνουμε κανένα, διότι ἐκεῖνος ποὺ δὲν κρίνει, δὲν θὰ κριθεῖ. Καὶ ὅταν ἑμεῖς κάνουμε αὐτὴ τὴ μικρὴ θυσία στὸν Θεό, Ἐκεῖνος θὰ μᾶς εὐλογήσει γιὰ νὰ γίνουμε καὶ στὰ ὑπόλοιπα ὅπως πρέπει.

Ὁ Θεὸς μαζί μας! 

Μετ’ εὐχῶν,

ὁ Ἐπίσκοπός σας,

†  ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος

Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2022

Ὅσιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος: Μελέτημα

  

1. Μὲ τὴ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὁ καθένας μας κερδίζει τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς του. Χρειάζεται ὅμως νὰ συνεισφέρει καὶ τοὺς δικούς του κόπους. Ὅπως λέει καὶ ὁ ψαλμωδός: «ἄν ὁ Κύριος δὲν οἰκοδομήσει τὸ σπίτι ἤ δὲν φυλάξει τὴν πόλη, μάταια ἀγρυπνοῦν οἱ φύλακες καὶ μάταια κοπιάζουν οἱ οἰκοδόμοι».

2. Ἐρώτηση: Ποιό εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, στὸ ὁποῖο καλεῖ ὁ Ἀπόστολος τὸν καθένα νὰ φτάσει;

Ἀπάντηση: Ἡ τέλεια κάθαρση ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἡ ἐλευθερία ἀπὸ τὰ πάθη τῆς ἀτιμίας καὶ ἡ ἀπόκτηση τῆς ἀρετῆς. Δηλαδὴ ὁ καθαρισμὸς καὶ ὁ ἁγιασμὸς τῆς καρδιᾶς, ποὺ γίνεται μὲ τὴ μετοχὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ τὸ νιώθουμε μέσα μας. «Μακάριοι ὅσοι ἔχουν καθαρὴ καρδιά, γιατί αὐτοὶ θὰ δοῦν τὸ Θεό», εἶπε ὁ Κύριος. Καὶ ὁ Δαβὶδ λέει· «Ποιός εἶναι ἄξιος ν’ ἀνέβει στὸ ὄρος τοῦ Κυρίου καὶ νὰ σταθεῖ στὸν ἅγιο τόπο Του;»· καὶ ἀπαντᾶ: « Αὐτὸς ποὺ ἔχει ἀθῶα χέρια καὶ καθαρὴ καρδιά».

3. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, γνωρίζοντας ὅτι τὰ κρυφὰ πάθη μας εἶναι βαθιά ριζωμένα στὴν ψυχὴ καὶ δύσκολα φεύγουν, μᾶς παρακινεῖ, μαζὶ μὲ τὴν ἀντίστασή μας πρὸς αὐτά, νὰ προσευχόμαστε θερμὰ πρὸς τὸν Κύριο, λέγοντας: «ἐκ τῶν κρυφίων μου καθάρισόν με».

4. Καὶ ὁ Μωϋσῆς, θέλοντας μὲ παραδείγματα νὰ μᾶς δείξει ὅτι ἡ ψυχὴ δὲν πρέπει ν’ ἀκολουθεῖ πότε τὸ καλό καὶ πότε τὸ κακό, ἀλλὰ μόνο τὸ καλό, λέει «στὸ ἁλώνι σου δὲν θὰ ζέψεις βόδι μὲ γαϊδούρι ν’ ἁλωνίσεις τὰ σπαρτά σου», δηλαδὴ στὸ ἁλώνι τῆς καρδιᾶς μας νὰ μὴ ἁλωνίζουν μαζὶ ἀρετὴ καὶ κακία -καθαροὶ καὶ ἀκάθαρτοι λογισμοί- ἀλλὰ μόνον ἡ ἀρετή. «Δὲν θὰ καλλιεργήσεις στὸ χωράφι σου μαζὶ δύο εἴδη καρπῶν καὶ δὲν θὰ διασταυρώσεις (=σμίξεις) ζῶα διαφορετικοῦ γένους». Μ’ ἄλλα λόγια νὰ μὴ μετέχει ἡ ψυχὴ σέ δύο πνεύματα, στὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καὶ στὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου, ἀλλὰ μόνο στὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, καὶ νὰ καρποφορεῖ μόνο τοὺς καρποὺς τοῦ Πνεύματος (ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη κ.λπ.). Καὶ ὁ ψαλμωδός· «Συμμορφωνόμουνα σ’ ὅλες τὶς ἐντολές σου καὶ μίσησα κάθε δρόμο ἀδικίας».

(Orthodox Fathers – Λόγοι καὶ ἔργα τῶν Πατέρων τῆς Ὀρθοδοξίας)

Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2022

ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΛΟΥΚΑ 2022 (τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)

 

IMG 5740

 

γαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,

             λόγος τοῦ Θεοῦ τὸν ἄνθρωπο τὸν ὁποῖο βρίσκεται στὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας ἔχει τὴ δύναμη νὰ τὸν μεταμορφώσει καὶ ἀπὸ σκοτεινὸ νὰ τὸν καταστήσει φωτεινό, ἀπὸ ἄγριο, Θεὸ κατὰ χάριν. Τότε, θὰ ρωτήσει καλοπροαίρετα κάποιος, γιατὶ ἡ κοινωνία μας βρίσκεται σὲ αὐτὸ τὸ χάος τῆς ἁμαρτίας; Μὴπως τάχα οἱ περισσότεροι δὲν ἔχουν ἀκούσει ποτὲ τὸν θεῖο λόγο, ἤ κάτι ἄλλο συμβαίνει; Τὴν ἀπάντηση μᾶς τὴ δίνει σήμερα ὁ Χριστὸς μέσα ἀπὸ τὴν παραβολὴ τοῦ σπορέως. 

            Παραβολὴ εἶναι μία μικρὴ ἱστορία μὲ σκηνὲς ἀπὸ τὴν καθημερινότητά μας, ἡ ὁποία μᾶς βοηθᾶ νὰ κατανοήσουμε μεγάλες ἀλήθειες καὶ σημαντικὰ πνευματικὰ νοήματα. Τὸν παραβολικὸ τρόπο διδασκαλίας τὸν χρησιμοποιοῦσε συχνὰ ὁ Κύριός μας, προκειμένου νὰ γίνεται ἀντιληπτὸς ὁ λόγος Του ἀπὸ τὸν μικρότερο ἕως τὸν μεγαλύτερο, ἀπὸ τὸν πιὸ μορφωμένο, ἕως τὸν ἀγράμματο. Ὅλοι ὅσοι διακονοῦμε τὸν θεῖο λόγο πρέπει αὐτὸ νὰ τὸ λαμβάνουμε πολὺ σοβαρὰ ὑπ΄ ὄψιν, νὰ φροντίζουμε δηλαδὴ ὁ λόγος μας νὰ διακρίνεται ἀπὸ ἁπλότητα καὶ ἐγκαρδιότητα καὶ ὄχι ἀπὸ διάθεση ἐπίδειξης, ὥστε νὰ γίνει ὁ λόγος ἀπόλυτα κατανοητὸς ἀπὸ ὅλους. 

            Ξεκινᾶ, λοιπόν, ὁ Χριστὸς τὴν παραβολὴ λέγοντας ὅτι ὁ σπορέας βγῆκε στὸ χωράφι γιὰ νὰ σπείρει τὸν σπόρο του καὶ ἐξηγεῖ ὕστερα στοὺς Μαθητές Του ὅτι ὁ σπόρος εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Ἐκ πρώτης ὄψεως, δὲν εἶναι εὐκαταφρόνητος ἕνας σπόρος; Ἕστω ὅτι εἴμαστε πεινασμένοι. Δὲν θὰ προτιμούσαμε μάλλον ἕναν ὤριμο καρπό, ἀπὸ ἕναν σπόρο, ὁ ὁποῖος ἄλλωστε συνεπάγεται κόπο, μόχθο καὶ σκληρὴ ἐργασία γιὰ νὰ αὐξηθεῖ; Σωστά. Ὡστόσο, τρώγοντας στὸ παρὸν τὸν καρπό, μετὰ μένουμε χωρὶς τροφή. Ἀντιθέτως, ἐπιλέγοντας τὸν σπόρο, ἐξασφαλίζουμε πολλαπλάσιους καρποὺς γιὰ τὸ μέλλον. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ μὲ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι πνευματικὰ πεινασμένοι καὶ ψάχνουν ἀπὸ ἐδὼ κὶ ἀπὸ κεὶ νὰ βροῦν «τροφή». Ὁ Χριστὸς προσφέρει τὸν σπόρο, τὸν λόγο Του. Αὐτός, ὅμως, στοὺς πολλοὺς δὲν φαίνεται ἑλκυστικός, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ καταφεύγουν σὲ πιὸ πρόχειρες καὶ προσωρινὲς λύσεις, οἱ ὁποῖες, ὅμως, δὲν λύνουν μόνιμα τὸ πρόβλημα τῆς «πείνας». Αὐτὸς ποὺ μπορεῖ γιὰ πάντα νὰ λύσει αὐτὸ τὸ πρόβλημα καὶ νὰ καλύψει ὅλα τὰ κενὰ τῆς ψυχῆς μας εἶναι μόνο ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, γιὰ αὐτὸ ὁ Κύριός μας τὸν παρομοιάζει μὲ τὸν μικρὸ σπόρο μὲ τὴ μεγάλη δύναμη.

            πιστρέφοντας στὴν παραβολή, μαθαίνουμε ὅτι κατὰ τὴν διαδικασία τῆς σπορᾶς, ἕνας σπόρος ἔπεσε στὴν ὁδὸ καὶ ἦλθαν τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τὸν ἔφαγαν. Πρόκειται γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἀκοῦνε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ μένουν παντελῶς ἀσυγκίνητοι καὶ ἀδιάφοροι, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἔρχεται ὁ πειρασμὸς καὶ νὰ ἁρπάζει τὸν σπόρο ἀπὸ τὴν καρδιά τους. Ἕτερος σπόρος ἔπεσε στὶς πέτρες καὶ μὲ τὸ ποὺ φύτρωσε ξεράθηκε, διότι δὲν εἶχε ὑγρασία, συμβολίζοντας τοὺς ἀνθρώπους ποὺ δέχονται μὲ ἐνθουσιασμὸ τὸν θεϊκὸ λόγο, ἀλλὰ ἐπιφανειακά, χωρὶς νὰ τοῦ ἐπιτρέψουν νὰ ριζώσει, νὰ ἐπιβιώσει καὶ νὰ καρποφορήσει. Ἄλλος σπόρος ἔπεσε ἀνάμεσα στὰ ἀγκάθια καὶ ἐνῶ φύτρωσε καὶ ρίζωσε, ὕστερα ἀπὸ λίγο τὰ ἀγκάθια ἔπνιξαν τὸ φύτρο. Ἀγκάθια εἶναι τὰ ἀνθρώπινα πάθη, οἱ ἐπίγειες μέριμνες καὶ ἡ ἀπάτη τοῦ πλούτου ποὺ ὑπερβαίνουν τὴν ἐπιθυμία μας νὰ κάνουμε πράξη τὰ εὐαγγελικὰ διδάγματα, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀποτρέπουν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸ νὰ καρποφορήσει. Τέλος, ἕνας ἄλλος σπόρος ἔπεσε στὴ γῆ τὴν ἀγαθή, δηλαδὴ στὸν ἄνθρωπο τὸν καλοπροαίρετο, τὸν ταπεινό, ὁ ὁποῖος εἶναι καταδεκτικὸς στὴν ἀλήθεια, παρὰ τὶς ὅποιες ἀδυναμίες του. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ σὲ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο καρποφορεῖ ἑκατὸ φορὲς περισσότερο καὶ μεταμορφώνει ριζικὰ τὴ ζωή του.

            Τὸ χωράφι τῆς ψυχῆς μας σὲ τί κατάσταση βρίσκεται, ἀγαπητοί; Οὐσιαστικά, ἡ σημερινὴ παραβολὴ αὐτὴ τὴν ἐρώτηση μᾶς καλεῖ νὰ ἀπαντήσουμε, γεγονὸς ποὺ ἀπαιτεῖ αὐτογνωσία. Ἤδη ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα καὶ ἰδίως στὴν Ἑλλάδα πολλοὶ σοφοὶ μίλησαν γιὰ τὴν ἀναγκαιότητα νὰ γνωρίσουμε τὸν ἑαυτό μας, τὸ λεγόμενο «γνῶθι σαὐτόν». Πρόκειται πραγματικὰ γιὰ πολὺ μεγάλη ἀνάγκη ἄν θέλουμε νὰ προοδεύσουμε στὴν κατὰ Θεὸν ζωή, διότι μᾶς παρέχει σημαντικὰ ὀφέλη. Ἡ γνώση τοῦ ἑαυτοῦ μας, μᾶς βοηθάει νὰ φύγουμε ἀπὸ τὴν πλάνη ποὺ ἀφορᾶ τὸ «ἐγώ» μας καὶ νὰ προσεγγίσουμε τὴν πραγματικότητα. Μᾶς βοηθάει νὰ κατανοήσουμε σὲ ποιὸ σημεῖο τοῦ χαρακτήρα μας νὰ δώσουμε περισσότερη βαρύτητα. Ὡς ἄλλη διάγνωση, μᾶς δείχνει ἄν ὑπάρχει κάποια ἀρρώστια καὶ μᾶς πληροφορεῖ μὲ τὶ φάρμακα χρειάζεται νὰ τὴν ἀντιμετωπίσουμε. Μᾶς διδάσκει ἄν ἀκολοθοῦμε σωστὴ πορεία, ἤ ἄν πρέπει νὰ ἀλλάξουμε διαδρομή. Μᾶς παρουσιάζει τὶς δυνατότητες καὶ τὶς ἀδυναμίες μας. Μᾶς ὁδηγεῖ στὴν ταπείνωση, στὸν σεβασμὸ καὶ στὴν ἀγάπη. Τελικά, λοιπόν, ἐτοιμάζει καὶ τὸ χωράφι γιὰ νὰ πέσει ὁ σπόρος. 

            Εἶναι γεγονός, ὅτι καμία ἀπὸ τὶς τρεὶς ἄκαρπες περιπτώσεις ποὺ παρουσιάζει ὁ Χριστὸς στὴν παραβολὴ εἶναι καταδικασμένη νὰ μείνει γιὰ πάντα ἄκαρπη. Ἁπλῶς, κάθε περίπτωση χρειάζεται τὴν δυναμικὴ ἀντιμετώπισή μας. Εἶναι ἡ ψυχή μας σὰν τὸν χιλιοπατημένο δρόμο, σκληρὴ καὶ ἄγονη; Μὴν ἀπελπιζόμαστε! Μποροῦμε νὰ τὴν ὀργώσουμε σὲ βάθος καὶ τότε θὰ μπορεῖ νὰ ἐνεργοποιήσει τὸν σπόρο. Εἶναι ἡ ψυχή μας γεμάτη πέτρες καὶ δέχεται μόνο επιφανειακὰ τὸν σπόρο; Μποροῦμε νὰ τὶς ἀφαιρέσουμε μιὰ γιὰ πάντα, κάνοντας ὑπομονὴ στὶς δοκιμασίες γιὰ νὰ δώσουμε στὸν σπόρο τὸν χρόνο νὰ ριζώσει καλὰ μέσα μας. Εἶναι ἡ ψυχή μας γεμάτη ἀγκάθια, γεμάτη κοσμικὲς μέριμνες γιὰ πλούτη καὶ ἠδονές; Μποροῦμε καὶ αὐτὰ νὰ τὰ ἀφαιρέσουμε μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ τότε τίποτα δὲν θὰ ἐμποδίσει τὴν καρποφορία τοῦ σπόρου. 

            δηγούμαστε, τελικά, στὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ κοινωνία μας βρίσκεται σὲ αὐτὸ τὸ χάος -παρ’ ὅλο ποὺ ἔχει ἀκούσει κάποιες φορὲς τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ- ὄχι διότι εἶναι προβληματικὸς ἤ ξεπερασμένος ὁ ἴδιος ὁ λόγος. Ὁ θεῖος λόγος ἔχει τὴ δύναμη νὰ ἀγγίζει ψυχὲς καὶ αὐτὴ ἡ δύναμη εἶναι διαχρονική. Τὸν ἴδιο λόγο ποὺ ἀκοῦμε σήμερα ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο τὸν ἄκουσαν ληστὲς καὶ ἐπέστρεψαν τὰ κλοπιμαῖα, πόρνες καὶ ἀγάπησαν τὴν σεμνότητα καὶ τὴν ἁγνότητα, φονεῖς καὶ ἔχυσαν δάκρυα γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους. Αὐτοὶ μεταμορφώθηκαν διότι ἔδιωξαν τὶς πέτρες, ἀφαίρεσαν τὰ ἀγκάθια, ὄργωσαν τὸ χωράφι καὶ ἐπέτρεψαν στὸν λόγο τοῦ Θεοῦ νὰ ἀναπαυθεῖ στὴν ψυχή τους. Ἄν τὰ κατάφεραν ἐκεῖνοι, πολὺ περισσότερο ὀφείλουμε νὰ τὰ καταφέρουμε κὶ ἑμεῖς ποὺ ξεγελοῦμε τοὺς ἑαυτούς μας πιστεύοντας ἴσως πὼς βρισκόμαστε ἀπὸ ἐκείνους σὲ καλύτερη θέση. 

Μετ’ εὐχῶν,

ὁ Ἐπίσκοπός σας,

  ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος

Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2022

ΖΗΛΕΙΑ ΚΑΙ ΦΘΟΝΟΣ (Άγιος Δημήτριος του Ροστώφ)



 Ρύπος της ψυχής είναι η ζήλεια, ο φθόνος, που γεννιέται από την υπερηφάνεια. Μη ζηλεύης, αδελφέ μου, κανέναν άνθρωπο για την ευτυχία του εδώ στη γη. Μη ζηλεύης τον πλούσιο και τον ένδοξο. Μη ζητάς «θησαυρούς επί της γης, όπου σης και βρώσις αφανίζει, και όπου κλέπτεται διορύσσουσι και κλέπτουσι» (Ματθ. 6. 19). Να ζηλεύης και να μιμήσαι τον εργάτη της αρετής, τον άνθρωπο του Θεού τον χαριτωμένο από το Άγιο Πνεύμα, τον πιο ένδοξο από τους ένδοξους και τον πιο πλούσιο από τους πλουσίους, που αποταμιεύει «θησαυρούς εν ουρανώ, όπου ούτε σης ούτε βρώσις αφανίζει, και όπου κλέπται ου διορύσσουσιν ουδέ κλέπτουσιν» (Ματθ. 6. 20). Μη ζηλεύης αυτόν που επαινούν και κολακεύουν οι άνθρωποι. Οι ανθρώπινοι έπαινοι είναι ασταθείς και ευμετάβλητοι. Συχνά μάλιστα είναι ιδιοτελείς και υστερόβουλοι. Σήμερα τα λόγια τους «γλυκύτερα υπέρ μέλι και κηρίον» (Ψαλμ. 18. 11). Αύριο το στόμα τους «αράς και πικρίας γέμει» (Ρωμ. 3. 14). Ζήλεψε λοιπόν το μεγαλείο του αφανούς και αδόξου κατά κόσμον ανθρώπου της αρετής, «ου ο έπαινος ουκ εξ ανθρώπων, αλλ’ εκ του Θεού» (Ρωμ. 2. 29).

Μη λιώνης από τον φθόνο βλέποντας άλλους να έχουν όσα εσύ δεν έχεις. Ο δικαιοκρίτης Κύριος γνωρίζει καλύτερα από σένα σε ποιον θα δώση κι από ποιον θα στέρηση, πότε θα χαρίση και πότε θα ζητήση, τι θα δώση και τι θα αφαιρέση. «…Ή ουκ έξεστί μοι ποιήσαι ο θέλω εν τοις εμοίς;”, λέει ο ίδιος στους εργάτες του αμπελώνος που διαμαρτυρήθηκαν για την “άδικη” μεταχείρισί τους (Ματθ. 20. 1-16).

Η ζήλεια και ο φθόνος είναι αιτία κάθε κακού και εχθρός κάθε καλού. Απ’ αυτή την αιτία ο Κάϊν φόνευσε τον Άβελ, ο Ησαύ θέλησε να εξοντώση τον Ιακώβ, ο Σαούλ καταδίωξε τον Δαβίδ. Η ζήλεια και ο φθόνος τυφλώνουν τον νου, αμαυρώνουν την ψυχή, σκοτίζουν τη συνείδησι, θλίβουν τον Θεό, χαροποιούν τους δαίμονες, κλείνουν τον ουρανό, ανοίγουν την κόλασι. «Ο μισών τον αδελφόν αυτού εν τη σκοτία εστί και εν τη σκοτία περιπατεί, και ουκ οίδε που υπάγει, ότι η σκοτία ετύφλωσε τους οφθαλμούς αυτού» (Α’ Ιω. 2. 11).

 (Από το βιβλίο “Πνευματικό Αλφάβητο” του Αγίου Δημητρίου Ροστώφ, ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ, 1996)

Πηγή: alopsis.gr

Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2022

ΧΙΛΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΕΜΠΕΙΡΙΑΣ ΘΕΟΥ - ΣΥΜΕΩΝ Ο ΝΕΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ Ο ΘΕΟΠΤΗΣ ΚΑΙ ΦΩΤΟΜΟΡΦΟΣ (+1022 – 2022)

ὑπό π. Νικηφόρου Νάσσου
 ΠΡΟΟΙΜΙΟ

Εἶναι συγκλονιστική, ἀλλά καί προδήλως ἀληθινή, ἡ διατύπωση τοῦ γνωστοῦ Σέρβου, ὁσίου Πατρός, Ἰουστίνου τοῦ Πόποβιτς, περί τῶν Ἁγίων τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖοι κοσμοῦν ὡς ἄλλοι πνευματικοί ἥλιοι, τό νοητό στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας, διαχρονικῶς. Κάθε Ἅγιος εἶναι «ὁ Χριστός ἐπαναλαμβανόμενος» καί οἱ βίοι τῶν Ἁγίων «δέν εἶναι ἄλλο, παρά ἡ ζωή τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ ἡ ἐπαναλαμβανομένη εἰς κάθε ἅγιον, ὀλίγον ἤ πολύ, κατά τοῦτον ἤ ἐκεῖνον τόν τρόπον»[1].

Συμεών Νέος ΘεολόγοςΣτήν ἀνατολή τῆς Β΄ χιλιετίας ἡ ζωή τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ ἐπαναλαμβάνεται, «ἐν τινί τρόπῳ», στό πρόσωπο ἑνός μεγάλου Θεολόγου, ἐμπειρικοῦ τῶν θείων πραγμάτων, τοῦ Θεολόγου τοῦ φωτός, ὅπως ἔχει ἀποκλιθεῖ. Τό φετεινό ἔτος συμπληρώνεται μία χιλιετία ἀπό τῆς Ὁσίας κοιμήσεως ἑνός γίγαντος τοῦ πνεύματος, τοῦ ἁγίου Συμεῶνος, τοῦ Νέου Θεολόγου, κατά τό προσωνύμιο, πού τοῦ ἔχει ἀποδοθεῖ. Χίλια χρόνια τώρα ἡ Ἐκκλησία ἀρδεύεται ἀπό τά δροσερά νάματα τῆς ἁγιοπνευματικῆς ἐμπειρίας, τήν ὁποία κατέλιπε αὐτός ὁ κορυφαῖος Πατήρ, ὁ θεόπτης καί πνευματοφόρος, ὁ ἐμπειρικός Θεολόγος καί ζωντανός διαχρονικά μέσα ἀπό τά θεσπέσια κείμενά του, ἀφοῦ καί αὐτός, ὅπως ὁ Μ. Βασίλειος, «ζεῖ καί παρ᾿ ἡμῖν, ὡς λαλῶν ἐν τοῖς βίβλοις». Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται στίς 12 Ὀκτωβρίου ἑκάστου ἔτους.

 

Θεωρήσαμε σκόπιμο νά μήν παρέλθει ἡ πνευματική αὐτή ἐπέτειος τῶν χιλίων ἐτῶν, χωρίς νά κατατεθεῖ μιά ἔστω πενιχρή καί εὐσύνοπτη  μαρτυρία τῆς φωτοειδοῦς ἐμπειρίας τοῦ μεγάλου αὐτοῦ μύστου τῆς θείας ἐλλάμψεως καί ἑνώσεως. Καί εἶναι γεγονός, ὅτι ὁσάκις ἐνθυμούμεθα τούς Ἁγίους μας, τούς ὁδηγούς πρός τήν ὁδό τῆς ἐν Χριστῶ σωτηρίας, ἐμπνεόμεθα νά ἀκολουθήσουμε τό παράδειγμά τους, στά ὅρια τῶν ἐλαχίστων δυνατοτήτων μας. Ἔτσι, στά ἑπόμενα γίνεται ἀναφορά στό ἱερό πρόσωπο τοῦ ἁγίου Συμεῶνος, τοῦ Νέου Θεολόγου, καί ἐκτίθεται ἀδρομερῶς ἡ ἁγιοπνευματική ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, μέσα ἀπό ἐλάχιστα παραθέματα κειμένων τοῦ Ὁσίου, πρός ὠφέλεια ψυχῶν.

 

 

Α) Η ΥΨΗΛΗ ΚΑΙ ΦΩΤΟΦΑΝΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝΟΣ

 

Θεωροῦμε, ὅτι κάθε ἀναφορά σέ ὁσιακές, ἡγιασμένες μορφές, ὅπως εἶναι ὁ φωτοφόρος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, ὀφείλει νά παραχωρήσει τόν εἰσαγωγικό λόγο στήν ἁγιοπνευματική ἐμπειρία τῆς μορφῆς αὐτῆς. Ἔτσι, κατά τήν παροῦσα ἀναφορά μας περί τοῦ μεγάλου Ἁγίου τοῦ 11ου αἰῶνος, αἰσθανόμαστε βαθειά τήν ἀνάγκη νά χειραγωγηθοῦμε στά πρῶτα βήματα τῆς σκέψεώς μας ἀπό ἐκεῖνον, πού ἔσχε τήν θεία μέθεξη. Παραθέτουμε, λοιπόν, τμῆμα ἑνός ποιητικοῦ λόγου του, πού νομίζουμε ὅτι εἰσάγει μέ τόν καλύτερο τρόπο στήν παρουσίαση τοῦ Ἁγίου μας.

 

   «Δέν θέλω πιά νά θεωρῶ τό φῶς αὐτοῦ τοῦ κόσμου,

   οὔτε τόν ἥλιο ἀκόμα αὐτόν, μά κι ὅσα εἶναι τοῦ κόσμου,

   γιατί τόν Κύριό μου θεωρῶ, τό βασιλιά μου βλέπω,

   βλέπω αὐτόν πού᾿ ναι ἀλήθεια φῶς, τοῦ φωτός ὅλου κτίστης,

   τήν πηγή βλέπω ὅποιου καλοῦ καί τήν αἰτία ὅλων,

   βλέπω τήν ἄναρχην ἀρχή, τά πάντα ἀπ᾿ ὅπου βγῆκαν,

   πού δίνει σ᾿ ὅλα τή ζωή, καί τροφή τά χορταίνει[2].

 

Ταῦτα διατυπώνει μία πυρφόρος ὕπαρξη, ὁ Ἅγιος τοῦ φωτός καί τῆς θεοπτίας, ὁ «ζέων τῷ Πνεύματι» καί πυρίπνοος, ὁ φλεγόμενος μέσα στό πῦρ τοῦ Παρακλήτου, ἀπό ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο. Σύμφωνα μέ τά ἀνωτέρω, ὁ Ὅσιος εἶχε κατακτήσει ἔνδοθεν ἐν Χάριτι, τόν Θεό καί Δημιουργό τοῦ παντός, εἶχε ἀποκτήσει «ἐν αἰσθήσει ψυχῆς» τό θεῖο φῶς. Καί ἕνεκα τούτου, δέν τόν συγκινοῦσε τίποτε ἄλλο, δέν τόν ἔθελγε κανένα κτιστό φῶς, καμία ἀπόλαυση τοῦ κόσμου αὐτοῦ!

 

Τά βιογραφικά στοιχεῖα τοῦ ἁγίου Συμεῶνος, τοῦ Νέου Θεολόγου, μπορεῖ κάποιος νά τά μελετήσει ἀπό τίς γνωστές ἐκδόσεις καί τούς Συναξαριστές, κυρίως ἀπό τόν μαθητή καί βιογράφο του, Νικήτα Στηθᾶτο. Ἄλλωστε, ὁ ἅγιος Συμεών εἶναι αὐτοβιογραφούμενος. Τά κείμενά του παρουσιάζουν ἔντονο βιογραφικό χαρακτῆρα καί αὐτό εἶναι σπάνιο στήν Πατερική Γραμματεία, μέ ἐξαίρεση ἄλλους δύο Ἁγίους αὐτοβιογραφούμενους, πού εἶναι, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος (μέσα ἀπό τά Ἔπη του) καί ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος (μέσα ἀπό τίς Ἐξομολογήσεις του)[3].

 

Εἶναι γεγονός, ὅτι ὁ ἅγιος Συμεών ἀκολούθησε τήν «στενήν καί τεθλιμένην ὁδόν» τῆς ἀσκήσεως, ἀλλά ἀπό τῆς νεαρῆς του ἡλικίας, ὡς λαϊκός, εἶχε θεῖες ἐμπειρίες, ἐπειδή «ἄνοιξε» τήν καρδιά του, τόν ὑπαρξιακό του χῶρο, πρός δεξίωση τοῦ ἀκτίστου, πρός ὑποδοχήν τῆς Χάριτος. Ἡ ἄσκησή του ὑπῆρξε παροιμιώδης, ἡ προσευχή του πυρφόρος, ἡ ἀγάπη του πρός τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο ἀνέκφραστη, ὁ θεῖος πόθος, πού κατέφλεγε τήν καρδία του, ἀσίγαστος. Τά ἀνωτέρω κατέστησαν τόν ἅγιο ἕναν γιγαντιαῖο φάρο τηλαυγή καί ἕναν πνευματικό μαγνήτη, πού ἥλκυε ψυχές ἐκλεκτές πρός τήν ἐν Θεῷ ζωή. Ἀρκεῖ, μάλιστα, ἡ μαρτυρία, ὅτι ὁ Συμεών στήν ἡλικία τῶν 20 ἐτῶν εἶχε μαθητές ἐν Χριστῷ, οἱ ὁποῖοι ἐμπιστεύθηκαν αὐτόν ὡς διδάσκαλο καί μύστη τῶν θείων πραγμάτων καί καταστάσεων. Δέν εἶναι τυχαῖο τό γεγονός, ὅτι τήν πρώτη ἐμπειρία τοῦ θείου φωτισμοῦ (θεοπτία) τήν εἶχε ὡς λαϊκός. Ἕνα ἁπλό παιδί εἶδε «ἐν αἰσθήσει ψυχῆς» τό ἄκτιστο φῶς τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, δύο φορές μάλιστα! Χαρίστηκε στόν νέο αὐτόν ἡ ἐμπειρία τῆς θείας ἐλλάμψεως, γεγονός πού σέ ἄλλους Ἁγίους χαρίζεται μετά ἀπό ἀγῶνες πολυχρονίους στήν ἐν Χριστῷ ἄσκηση. Καί καθώς σημειώνεται, ἡ ἱερῶς μεθυστική αὐτή θεοφάνεια μέ φῶς, προδιέγραψε τόν μετέπειτα βίο του καί διεμόρφωσε τή θεολογία του[4].

 

ργότερα, ὁ ἴδιος, ὡς Θεολόγος πλέον τοῦ φωτός, θά ἐξυμνήσει τό φῶς, πού εἶναι ἐνυπόσταστο στό Πρόσωπο τοῦ Ἐνανθρωπήσαντος Λόγου, ἀφοῦ ὁ Χριστός εἶναι φῶς καί ἡ Σάρκωση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ κατανοεῖται ὡς ἀέναη, ἐν φωτί, παρουσία τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ στήν Ἐκκλησία, στή Θεολογία, στήν Εὐχαριστία. Καί θά γράψει σχετικά: «Ὁ Χριστός ὁ Ἰησοῦς, ὁ σωτήρ, ὁ βασιλεύς τοῦ παντός φῶς· ὁ ἄρτος τῆς ἀχράντου σαρκός αὐτοῦ φῶς, τό ποτήριον τοῦ τιμίου αὐτοῦ αἵματος φῶς, ἡ ἀνάστασις αὐτοῦ φῶς, τό πρόσωπον αὐτοῦ φῶς· ἡ χείρ, ὁ δάκτυλος, τό στόμα αὐτοῦ φῶς, οἱ ὀφθαλμοί αὐτοῦ φῶς· ὁ Κύριος φῶς, ἡ φωνή αὐτοῦ ὡς ἐκ φωτός φῶς…»[5].

 

 Συμεών κατέθεσε ἀρκετά στό ἐπίπεδο τοῦ γραπτοῦ λόγου περί τοῦ φωτός, ἀφοῦ, ὅπως παρατηρεῖ ὁ καθηγητής Π. Χρήστου, τά συγγράμματα τοῦ Ἁγίου περικλείουν σχεδόν σέ κάθε σελίδα τίς λέξεις φῶς, ἔλλαμψη και ἄλλες παρόμοιες[6]. Αὐτό, βεβαίως, εἶναι ἀπαύγασμα βιώματος μυστικοῦ. Ὁ πνευματέμφορος Συμεών κήρυττε τό φῶς, ὄχι διανοητικά, ἤ γνωσιολογικά, μέσα ἀπό τή μελέτη θεολογικῶν κειμένων, ἀλλά εἶχε προσωπική θέαση τοῦ φωτός. Γνώριζε ἐμπειρικά αὐτό πού ἔγραφε, ὅτι «φῶς ὁ Θεός καί ὡς φῶς ἡ θέα αὐτοῦ». Πρώτη ἁγιοπνευματική ἐμπειρία τοῦ φωτός, ὅπως ἐλέχθη, εἶχε ὁ Ἅγιος ὡς λαϊκός. Τή δεύτερη φωτοφάνεια ἔλαβε ὡς μοναχός, καί αὐτή συνεδέθη μέ τό πρόσωπο τοῦ πνευματικοῦ του πατρός καί Γέροντος, τοῦ ὁσίου Συμεῶνος τοῦ λεγομένου εὐλαβοῦς, ὡς ἀπαραίτητου μεσολαβητοῦ γιά τήν οἰκείωση τῆς θεία Χάριτος.

 

Νά σημειωθεῖ ἐδῶ, ὅτι ἡ μεγάλη ἀγάπη τοῦ Συμεῶνος τοῦ Ν. Θεολόγου πρός τόν ἐπίσης ἅγιο καί θεοφόρο Γέροντά του, τόν ὁδήγησε στό νά ἁγιοκατατάξει αὐτόν μόνος του, νά τόν τιμήσει ἀμέσως μετά θάνατον, νά συντάξει συναξάριο, νά φιλοπονήσει ἐγκώμια καί γενικά, νά τόν ἀναδείξει πανηγυρικά μέ εἰκόνες καί ὕμνους, ὡς μεγάλο καί θαυματουργό, ἀφοῦ ὁ ἴδιος στά κείμενά του πιστοποιοῦσε ὅτι ὁ Γέροντάς του εἶχε ἐμπειρίες καί ὁράσεις φωτός. Κατηγορήθηκε γιά τήν πρακτική αὐτή, ἀλλά παρέμεινε ἀπτόητος.

 

Εἰρήσθω ἐν προκειμένῳ, ὅτι αὐτή ἡ ὑπεράσπιση τοῦ πνευματικοῦ πατρός καί καθοδηγοῦ εἶχε θεολογική διάσταση. Δέν ἔπραξε κάτι ὁ Ἅγιος γιά νά δηλώσει τήν ἀντίθεσή του πρός τούς θεσμούς τῆς Ἐκκλησίας. Ὅπως εὔστοχα ἔχει παρατηρηθεῖ, «ἡ ὑπεράσπιση τοῦ Εὐλαβοῦς ἀπό τό πνευματικό του παιδί, ἰσοδυναμεῖ καί μέ ὑπεράσπιση τῆς θεολογίας καί τῆς πνευματικότητας τοῦ ἰδίου τοῦ ἁγίου Συμεών, δεδομένου ὅτι ἡ ἐμπειρική βάση τῆς ἐνσυνείδητης δεξίωσης τῆς χάρης πού ἀντιπροσωπεύει ὁ Συμεών ὁ Εὐλαβής καί ἡ δυνατότητα τῆς οἰκείωσης τῶν Ἐνεργειῶν τοῦ Πνεύματος σέ κάθε ἐποχή, συνιστοῦν τόν θεμέλιο λίθο, πάνω στόν ὁποῖο οἰκοδομεῖ τή θεολογία του ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος»[7]. Ὁ ἴδιος ὁ Συμεών γράφει πώς ὁ Γέροντάς του, Συμεών ὁ Εὐλαβής, τοῦ εἶχε δώσει νά μελετήσει τό βιβλίο τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Ἀσκητοῦ, μέ τήν ὑπόμνηση - ἐντολή, νά ἐπιμελεῖται καθημερινά τή συνείδησή του. Καί αὐτή ἡ ἐντολή πού τοῦ δόθηκε, ἦταν γιά τόν Ὅσιο ἱκανή, πρός ἀπόκτησιν τῆς Χάριτος.

 

 πλούσια Χάρις, τήν ὁποίαν ἔλαβε ὁ Ἅγιος μέσα ἀπό τό ὑπαρξιακό του ἄνοιγμα καί τήν καρδιακή ἄμβλυνση, τόν ὁδήγησε σέ μεγαλύτερους ἀγῶνες καί ἀπό ἐκεῖ σέ ἄλλες φωτοφανεῖς ἐμπειρίες, πού εἶχε ὡς πρεσβύτερος καί ἡγούμενος. Γενικά ἡ ζωή του ὑπῆρξε φωτοφόρος καί φωτόμορφος, στό πλαίσιο τῆς ἀσκήσεως καί τῆς μετοχῆς του στή θεία Εὐχαριστία, στό «Μυστήριον τῆς ζωῆς». Πάντως, σύμφωνα μέ τούς ἐρευνητές, ὁ ἅγιος Συμεών, μέ τίς διδαχές του καί τή Θεολογία του, μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ὡς ὁ πρόδρομος τῶν Ἡσυχαστῶν τοῦ 14ου αἰῶνα.

 

ντούτοις, ὅμως, παρόλα τά θεῖα δῶρα, πού ἔλαβε ὁ ὅσιος Συμεών, παρόλες τίς φωτοφάνειες καί τίς θεοπτίες, δέν εἶχε καμία ἰδέα γιά τόν ἑαυτό του, ἀλλά θεωροῦσε ὅτι δέν πράττει τίποτα. Ὁ Συμεών ὑπῆρξε ἄνθρωπος βαθυτάτης μετανοίας. Ζοῦσε τή μετάνοια ὡς μία ἀλλοίωση ὀντολογική τῆς ὑπάρξεώς του, ὡς μία μόνιμη αἴσθηση ἀναξιότητος καί μηδαμινότητος μπροστά στή θεία Μεγαλειότητα, μία, οὐσιαστικά, αἴσθηση τοῦ ὀντολογικοῦ χάσματος μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου, γι᾿  αὐτό καί κατέθετε ἐκ ψυχῆς συντετριμμένης, ὅτι τίποτε καλό δέν ἔπραξε στή ζωή αὐτή καί καμία θεία ἐντολή δέν ἐφήρμοσε:

 

«Οὐκ ἔκαμον, οὐκ ἔπραξα δικαιοσύνης ἔργα, οὐδέποτε ἐτήρησα μίαν τῶν ἐντολῶν σου, ἀλλά ἀσώτως ἅπαντα τον βίον μου μετῆλθον, πλήν αὐτός οὐ παρεῖδες με, ἀλλά ζητήσας εὗρες, πλανώμενον ἐπέστρεψας, ἐκ τῆς ὁδοῦ τῆς πλάνης»[8].

 

Πῶς, ἔπειτα, νά μήν ἀξιωθεῖ οὐρανίων χαρισμάτων καί φωτοειδῶν ἐμπειριῶν ἕνας τόσο βαθύτατα μετανοῶν ταπεινός ἄνθρωπος; Ὡστόσο, ἡ βάση καί προϋπόθεση τῆς θεοπτίας, σύμφωνα μέ τόν Ἅγιο, εἶναι ἠ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος διαβεβαιώνει, ὅτι θά κατοικήσει μετά τοῦ Πατρός καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐντός τοῦ ἀνθρώπου, ὁποῖος τηρεῖ τίς ἐντολές Του[9]. Σύμφωνα μέ τό Νέο Θεολόγο, μέ τήν «μέχρι κεραίας» τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν, ἀξιωνόμαστε να δοῦμε ἐντός μας τόν Θεό, «καταξιούμεθα ὁρᾶν τόν Θεόν καί ἡ τοῦ Πνεύματος παρουσία καί ἔλαμψις γίνεται»[10].

 

Β) ΤΟ ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝΟΣ

 

Εἶναι γεγονός, ὅτι ἡ χαρισματική ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ δημιουργεῖ την πρωτογενῆ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό ἀποδεικνύεται μέσα ἀπό τά συγγράμματα τῶν Ἁγίων Πατέρων, οἱ ὁποίοι ἐξέφρασαν ἀπλανῶς τήν Ἀποστολική Παράδοση στήν ἐποχή τους, ἀφοῦ προηγουμένως τή βίωσαν ἡσυχαστικῶς, ἀλλά κυρίως μυστηριακῶς[11]. Στή χορεία αὐτῶν τῶν  μεγάλων ἁγίων βιωματικῶν συγγραφέων ἀνήκει καί ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος ἔχει πλουτίσει τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μέ ὑψηλῆς περιωπῆς συγγράμματα, τά ὁποῖα, ὁ μεγάλος Πατήρ τῆς Ἐκκλησίας, Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, χαρακτηρίζει ὡς συγγράμματα ζωῆς, ἀφοῦ χαρακτηρίζει καί τόν βίο του ἅγιο. Γράφει ὁ Ἅγιος Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, ὁ ὁποῖος ἔζησε τρεῖς αἰῶνες μετά τόν Νέο Θεολόγο: «Συμεῶνος γάρ τόν βίον οἶσθα θαῦμα τε ὄντα πάντα σχεδόν καί δι᾿ ὑπερφυῶν θαυμάτων ὑπό Θεοῦ δεδοξασμένον, τά τε συγγράμματα αὐτοῦ συγγράμματα ζωῆς εἰπών τις, οὐκ ἁμάρτοι τοῦ προσήκοντος»[12].

 

Ἕνας χείμαρρος θεολογίας καί ὑψηλῆς πνευματικότητος, φωτοειδοῦς ἐμπειρίας καί ζωῆς, προχέεται ἀπό τή γραφῖδα τοῦ ὁσίου Συμεῶνος καί διαποτίζει πλουσίως τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ διαχρονικά. Λόγοι Κατηχητικοί, Θεολογικοί, Ἠθικοί, Ὁμιλίες, Ποιήματα, Ἐπιστολές καί διάφορες νουθεσίες σκορπίζονται ἀφειδῶς πρός ὅλους, ἀπό ἐκεῖνον, πού ἀποκαλεῖ τόν ἑαυτό του «πτωχόν φιλάδελφον»[13], ἀλλά ἡ μέριμνά του γιά τήν ὠφέλεια τῶν ἀδελφῶν του, τόν καθιστᾶ «ζηλωτήν μανικώτατον»[14]. Μέσα ἀπό τά κείμενα τοῦ ἁγίου Συμεῶνος προδίδεται ὁ ὑψηλός βαθμός τῆς ἁγιοπνευματικῆς ἐμπειρίας του.

 

 λόγιος Ἁγιορείτης, Γέρων Θεόκλητος Διονυσιάτης, προκειμένου νά παρακινήσει τούς ἀκροατές τῶν καλλιεπέστατων ὁμιλιῶν, ἤ κειμένων του, στή μέθεξη τῆς θείας γνώσεως καί τή μετοχή τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, πού ἀλλοιώνει τόν ἄνθρωπο «ἐπί τά βελτίῳ», παρουσίαζε πολλές φορές κείμενα τοῦ ὁσίου Συμεῶνος καί μάλιστα κατά κόρον ἀρέσκετο στό νά διατυπώνει σέ μετάφραση τό ἑξῆς ἀπόσπασμα ἀπό Ὕμνο τοῦ Ἁγίου:

 

«Ἀπολαύω τῆς ἀγάπης σου καί τῆς ὡραιότητός σου, καί εἶμαι πλήρης γλυκύτητος καί θείας εὐδαιμονίας. Τό πρόσωπό μου λάμπει, ὅπως καί τοῦ ἠγαπημένου μου. Ὅταν βυθίζομαι μέσα εἰς τό φῶς σου, τότε αἰσθάνομαι ὅτι εἶμαι ὡραιότερος ἀπό ὅλους τούς ὡραίους, πλουσιώτερος ἀπό ὅλους τούς πλουσίους, δυνατότερος ἀπό ὅλους τούς δυνατούς καί ἰσχυρότερος ἀπό ὅλους τούς Αὐτοκράτορες».

 

Τό συγκλονιστικό ὄντως αὐτό κείμενο, στό πρωτότυπο ἔχει ὡς ἑξῆς:

 

«Μεταλαμβάνω τοῦ φωτός, μετέχω καί τῆς δόξης, καί λάμπει μου τό πρόσωπο ὡς καί τοῦ ποθητοῦ μου, καί ἅπαντα τά μέλη μου γίνονται φωτοφόρα. Ὡραίων ὡραιότερος τότε ἀποτελοῦμαι, πλουσίων πλουσιώτερος καί δυνατῶν ἁπάντων, ὑπάρχω δυνατώτερος καί βασιλέων μείζων»[15].

 

Πρέπει νά σημειωθεῖ, ὅτι ἡ ἐποχή τοῦ ἁγίου Συμεῶνος (11ος αἰ.), ἦταν ἐποχή ξηρασίας θεολογικῆς καί πνευματικῆς. Κατά τήν ἐποχή αὐτή, ἡ Πατερική Γραμματεία καί ἡ μυστική Θεολογία βρισκόταν σέ μία στασιμότητα[16]. Ἡ πλούσια συγγραφική παραγωγή τοῦ Ἁγίου, μέ κείμενα ὑψηλά, μέ περιγραφές τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ καί τῆς μυστικῆς κοινωνίας μέ Αὐτόν, σέ μιά πλημμύρα ἀγάπης καί φωτός[17], συνετέλεσε στήν ἄνθηση τῆς Πατερικῆς Γραμματείας καί τῆς μυστικῆς Θεολογίας. Ὁ θεολογικός λόγος τοῦ Συμεῶνος ὑπῆρξε τολμηρός, ἀλλά καί ἰδιότυπος καί παρεξηγίσιμος, ἄν κανείς δέν διαθέτει κριτήρια θεολογικῆς ἀξιολογήσεως καί πνευματική ἐμπειρία. Γι᾿ αὐτό καί κατηγορήθηκε ὡς «νοσηρός μυστικιστής». Εἶναι γνωστό, ὅτι ὁ καθηγητής Π. Τρεμπέλας εἶχε γράψει, ὅτι οἱ διδασκαλίες τοῦ ἁγίου Συμεῶνος χαρακτηρίζονται «ὡς καινοφανεῖς καί παράδοξοι, ἄν μή αἱρετικαί»[18]. Δέν μποροῦσε, ὅμως, ὁ κατά τά ἄλλα λίαν ἀξιόλογος καθηγητής νά εἰσδύσει στό βάθος τῆς πνευματικῆς ἐμπειρίας τοῦ Ὀρθοδόξου Ἡσυχασμοῦ, τόν ὁποῖον ἐξέφραζε ὁ ἅγιος Συμεών. Δέν εἶχε ἐμβαθύνει στά ζητήματα αὐτά καί αὐτό πιστοποιεῖ τό γεγονός τῶν τριῶν μόνο ὀνομαστικῶν ἀναφορῶν στόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, στήν τρίτομη ὀγκώδη Δογματική του. (Ἴσως ἔπταιαν καί οἱ ἐποχές, ὅπως σημείωνε ὁ καθηγητής π. Γ. Μεταλληνός).

 

Μιά προσωπική ἰδιοτυπία τοῦ ὁσίου Συμεῶνος εἶναι «ἡ αἰσθητοποίηση σέ ἐξωτερικά λεκτικά σχήματα τῶν ἐρωτικῶν ἀλλοιώσεων τῆς ψυχῆς, τίς ὁποῖες προκαλοῦσαν οἱ ἐπιδημίες καί οἱ ἀποδημίες τοῦ ἀγαπημένου του Χριστοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»[19]. Καί ἰδιαίτερα μάλιστα, ὅπως σημειώνει πάλι ὁ π. Θεόκλητος Διονυσιάτης, στούς Ὕμνους τῶν θείων ἐρώτων, ὁ Συμεών κενώνει τούς θησαυρούς τῆς ὄντως μυστικῆς ζωῆς του καί Θεολογίας[20].

 

Γ) Η ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝΟΣ

 

Ἡ Θεολογία τοῦ ἁγίου Συμεῶνος, τοῦ ἐπονομαζομένου Νέου Θεολόγου[21] (Τριαδολογία, Χριστολογία, Πνευματολογία, Ἐκκλησιολογία, Ἐσχατολογία), εἶναι ὠκεανός ἀπύθμενος καί δέν μπορεῖ μέσα στά στενά χωροχρονικά ὅρια ἐνός κειμένου νά παρατεθεῖ, οὔτε κἄν ἀκροθιγῶς. Κατ᾿ ἐπιλογή θά παρουσιασθοῦν κάποιες θέσεις ἀπό τήν Εὐχαριστιολογία τοῦ Ἁγίου, δηλαδή ἀπό τήν Θεολογία, πού ἐξέφρασε σχετικά μέ τό Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, ἀφοῦ, ὡς Ὀρθόδοξοι πιστεύουμε, ὅτι ἡ θεία Λειτουργία (Εὐχαριστία) εἶναι τό κεντρικό Μυστήριο τῆς πίστεως μας, τό «Μυστήριον τῆς Συνάξεως», ἡ ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας.

 

Γιά τόν ἅγιο Συμεῶνα, ἡ θεία Εὐχαριστία, ὡς τό «Μυστήριον τῶν Μυστηρίων», συνιστᾶ τήν κορύφωση τῆς θεοειδοῦς ἐμπειρίας, πού μᾶς παρέχει τό ἐκκλησιαστικό μυστήριο ἐν γένει[22]. Ἀφετηρία τῆς εὐχαριστιακῆς θεολογίας του ἀποτελεῖ ἡ βιωμένη ἐμπειρία καί ἐκπεφρασμένη πεποίθηση, ὅτι ὁ ἄρτος καί ὁ οἶνος τῆς Εὐχαριστίας συνιστοῦν τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Γι᾿ αὐτό καί καταθέτει ρωμαλέα, μέ τό γνωστό του ποιητικό τρόπο τά ἑξῆς:

 

«Ὅπου γάρ ἄρτος σαρκός καί τοῦ αἵματος, Λόγε, ἐκεῖ ὑπάρχεις σύ αὐτός, ὁ Θεός μου καί Λόγος, καί ταῦτα σῶμα γίνεται σόν ἀληθῶς καί αἷμα, ἐπελεύσει τοῦ Πνεύματος καί δυνάμει Ὑψίστου»[23].

 

Εἶναι, πιστεύουμε, γνωστή στούς Ὀρθοδόξους, πού μετέχουν τοῦ Ποτηρίου τῆς Ζωῆς, ἡ θαυμάσια ἐκείνη ποιητική Εὐχή τοῦ ἁγίου Συμεῶνος, πού βρίσκεται στό τέλος τῆς Ἀκολουθίας τῆς θείας Μεταλήψεως, «Ἀπό ρυπαρῶν χειλέων, ἀπό βδελυρᾶς καρδίας» κ.λπ. Στήν ἀνωτέρω Εὐχή, ὁ Ἅγιος, μεταξύ ἄλλων, περιγράφει τα ἀποτελέσματα τῆς θείας Κοινωνίας στόν πιστό, πού μετέχει τῶν Ἁγιασμάτων «μετά καθαροῦ συνειδότος»[24], μέ προετοιμασία καί κάθαρση ψυχοσωματική. Ἡ θ. Μετάληψη ἐνεργεῖ ἀνάλογα με τίς προϋποθέσεις τοῦ προσερχομένου, κατά τά γνωστά τρία στάδια τῆς πνευματικῆς ζωῆς, τῆς καθάρσεως, τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θεώσεως. Γράφει, ἐν προκειμένῳ, ὁ Ἅγιος:

 

«Καί καθαίρεις, καί λαμπρύνεις, καί φωτός ποιεῖς μετόχους, κοινωνούς Θεότητός σου ἐργαζόμενος ἀφθόνως, καί, τό ξενον καί Ἀγγέλοις καί ἀνθρώπων διανοίαις, ὁμιλεῖς αὐτοῖς πολλάκις, ὥσπερ φίλοις σου γνησίοις».

 

Προηγεῖται, βεβαίως, ἡ βαθυτάτη μετάνοια, τήν ὁποία πάλι ἐκφράζει ὁ ἅγιος Συμεών, γράφοντας, ὅτι ὑπερέβη τήν Πόρνη τῆς σχετικῆς Εὐαγγελικῆς διηγήσεως, πού ἀκοῦμε κατά τήν Μ. Ἑβδομάδα. «Ὑπέρ τήν Πόρνην ἀγαθέ ἀνομήσας», διαβάζουμε στό Κοντάκιο τῆς Μ. Τετάρτης. «Ἥμαρτον ὑπέρ τήν Πόρνην», γράφει ὁ ἅγιος Συμεών στήν Εὐχή του γιά τή θεία Μετάληψη. Καί παρακαλεῖ τόν Κύριο: «Πλῦνον με τοῖς δάκρυσί μου, κάθαρον αὐτοῖς με Λόγε, ἄφες καί τά πταίσματά μου, καί συγγνώμην πάρασχέ μοι».

 

Μπορεῖ νά πεῖ κανείς, ὅτι καί σέ ἄλλους πολλούς Πατέρες ἀπαντῶνται ἀνάλογες διατυπώσεις, περί τοῦ κορυφαίου Μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας μας, περί τῶν ἐνεργημάτων αὐτοῦ στόν ὑπό προϋποθέσεις μεταλαμβάνοντα, περί τῆς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι μεταβολῆς τῶν Τιμίων Δώρων κ.λπ. Στόν ἅγιο Συμεῶνα, ὅμως, ὑπάρχει μία πρωτοτυπία. Ὁ Συμεών ταυτίζει τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ μέ τήν Εὐχαριστία. Κατ᾿ αὐτόν, τά «ἄρρητα ρήματα»[25], πού εἶδε ὁ θεορήμων Παῦλος καί τά αἰώνια ἀγαθά τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, «ἅ ἡτοίμασεν ὁ Θεός τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν»ταυτίζονται μέ τή θεία Εὐχαριστία. Γράφει ὁ Ὅσιος: «Μετά τῶν ἀποκειμένων ἐν τοῖς οὐρανοῖς ἀγαθῶν, αὐτό τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ· ἅ καθ᾿ ἑκάστην ὁρῶμεν καί ἐσθίομεν καί πίομεν, ταῦτα ὁμολογουμένως τά ἀγαθά ἐκεῖνά εἰσι· ἐκτός δέ τούτων οὐδαμοῦ τῶν ῤηθέντων οὐδέ ἕν εὑρεῖν ἐξισχύσεις, κἄν πᾶσαν διαδράμῃς τήν κτίσιν»[26]. Κατά τόν ἅγιο Συμεῶνα, λοιπόν, τόν Νέο Θεολόγο, Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί Εὐχαριστία ταυτίζονται.

 

 

Δ) ΤΟ ΕΦΙΚΤΟ ΤΗΣ ΑΓΙΟΤΗΤΑΣ ΣΕ ΚΑΘΕ ΕΠΟΧΗ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΣΥΜΕΩΝ

 

 ἅγιος Συμεών, ἀνεδείχθη πηγή Θεολογίας, ἀφοῦ βίωσε «ἐν αἰσθήσει ψυχῆς», τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἀκορέστως μάλιστα, στά ὅρια τῆς παρούσης ζωῆς. Ἰδού πῶς ὁ ἴδιος ἐξυμνεῖ αὐτήν τήν ἀγάπη, πού ἀποτελεῖ πρόγευση τῶν θείων, Ἐχατολογικῶν ἀγαθῶν:

 

«Ὦ ἀγάπη παμπόθητε, καλότυχος εἶναι ἐκεῖνος ὁποῦ σέ ἠγάπησε διότι δέν θέλει ἐπιθυμήσει ποτέ νά ἀγαπήσῃ ἐμπαθῶς κανένα κάλλος ἀνθρώπινον. Καλότυχος εἶναι ἐκεῖνος ὁποῦ ἐπεριπλέχθη ἀπό ἐσένα μέ θεῖον ἔρωτα, ὅτι θέλει ἀρνηθῇ ὅλον τόν Κόσμον, καί πλησιάζοντας εἰς κάθε ἄνθρωπον δέν θέλει μολυνθῇ. Καλότυχος εἶναι ἐκεῖνος ὁποῦ ἐφίλησε τά ἰδικά σου κάλλη, καί τά ἀπόλαυσε μέ πολύν πόθον, ὅτι θέλει ἀγιασθῇ κατά τήν ψυχήν, ἀπό τό ἄχραντον αἷμα, καί ὕδωρ πού στάζει ἀπό ἐσέ»[27].

 

Ζῶντας ὁ Συμεών τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ «ἐξ ὅλης τῆς καρδίας καί ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας καί ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος» του[28], πίστευε, ἀληθῶς καί ὀρθοδόξως, καί κήρυττε στεντορίως, ὅτι αὐτή ἡ ἄρρητη ἐμπειρία τοῦ θείου κάλλους εἶναι διαχρονική, ἀφοῦ ὁ μετεχόμενος Θεός εἶναι πάντοτε ὁ Αὐτός. Ἔτσι, στοιχούμενος στήν Πατερική Παράδοση, γνώριζε ὅτι ἡ ἀρετή δέν ἔχει τέλος, καί ἡ Ἁγιότητα δέν μπορεῖ νά περικλεισθεῖ σέ χρονικά ὅρια. Μάλιστα, ἐπέμενε στό ἐφικτόν τῆς ἁγιότητος σέ κάθε ἐποχή. Ἀποκαλοῦσε δέ, αἱρετικούς ἐκεῖνους οἱ ὁποῖοι πίστευαν ὅτι δέν μπορεῖ κάποιος στά χρόνια αὐτά (11ος αἰ.), νά τηρήσει τίς εὐαγγελικές ἐντολές καί νά συγκαταριθμηθεῖ μέ τούς παλαιούς Ἁγίους. «Ἀλλά περί ἐκείνων λέγω καί ἐκείνους ὀνομάζω αἱρετικούς, τούς λέγοντας μή εἶναι τινα ἐν τοῖς καθ᾿ ἡμᾶς χρόνοις καί ἐν μέσῳ ἡμῶν, τόν δυνάμενον φυλάξαι τάς εὐαγγελικάς ἐντολάς καί κατά τούς ἁγίους γενέσθαι πατέρας»[29].

 

 ἅγιος Συμεών, ὑποστηρίζει, ὅτι σέ ὅλες τίς ἐποχές εἶναι ἐφικτή ἡ πνευματική ζωή καί ἡ θέα τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν ἄνθρωπο, ἀφοῦ τά ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ ἀποστολικά λόγια, «Ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγώ ἅγιος εἰμί»[30]εἶναι προδήλως διαχρονικά. Τήν ἀνωτέρω πραγματικότητα ἀμφισβητοῦσαν τότε κάποιοι, ἀλλά και σήμερα ἀρκετοί την ἀμφισβητοῦν, θεωρῶντας, ὅτι δέν μπορεῖ στά χρόνια μας νά ἐπιτύχει κάποιος πνευματική ἄνωση καί νά ἀξιωθεῖ τῆς ἐμπερίας/θεωρίας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Εἶναι, ὅμως, πάντοτε ἐφικτή ἡ Ἁγιότητα, σέ κάθε ἐποχή. Γι᾿ αὐτό ὁ Συμεών θά ἀπευθύνει ἔκκληση μέσῳ τῶν Ὕμνων του σέ ὅσους φρονοῦν καί κηρύσσουν τό ἀντίθετο, μέ αὐτά τά συγκλονιστικά λόγια: «Μή λέγετε, ἀδύνατον λαβεῖν τό θεῖον Πνεῦμα,|…Μή λέγετε, ὅτι Θεός οὐχ ὁρᾶται ἀνθρώποις,| μή λέγετε, οἱ ἄνθρωποι φῶς θεῖον οὐχ ὁρῶσιν,| ἤ ὅτι καί ἀδύνατον ἐν τοῖς παροῦσι χρόνοις!| Οὐδέποτε ἀδύνατον τοῦτο τυγχάνει, φίλοι,| ἀλλά καί λίαν δυνατόν τοῖς θέλουσιν ὑπάρχει,| πλήν ὅσοις βίος κάθαρσιν τήν τῶν παθῶν παρέσχε| καί καθαρόν εἰργάσατο τῆς διανοίας ὄμμα»[31].

 

πως ὀρθά ἔχει τονισθεῖ, ὁ Θεοφόρος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, «σφράγισε τήν ἐποχή του –καί ὄχι μόνο– σέ ὅλα τά ἐπίπεδα: Στό θεολογικό καί τό ἐκκλησιαστικό, στό μοναχικό, ὡς πυξίδα ἐπαναπροσανατολισμοῦ στήν οὐσία τῆς μοναχικῆς ζωῆς, ἀλλά καί ὡς συγγραφέας καί ποιητής, βαπτίζοντας τήν (ποιητική) τέχνη στό ὑπαρξιακό βάθος τῆς ταπείνωσης καί τῆς μετάνοιας, μά καί ἀνάγοντάς την ταυτόχρονα, στά δυσθεώρητα ὕψη τῆς συνάντησης μέ τόν Θεό»[32].

 

πῆρξε ὄντως Μέγας!

 

Θά κλείσουμε τήν παροῦσα ἀναφορά, παραδίδοντας τόν λόγο στόν Ἅγιο, παρουσιάζοντας ἕνα ποίημα, πού ἐκφράζει τόν βαθύτατο θεῖο ἔρωτα καί πόθο του πρός τόν Τριαδικό Θεό.

 

          «Πῶς καί πῦρ ὑπάρχεις βλύζον,

           πῶς καί ὕδωρ εἶ δροσίζον,

           πῶς καί καίεις καί γλυκαίνεις,

           πῶς φθοράν ἐξαφανίζεις;

 

           Πῶς θεούς ποιεῖς ἀνθρώπους,

           πῶς τό σκότος φῶς ἐργάζῃ,

           πῶς ἀνάγεις ἐκ τοῦ ἄδου,

           πῶς θνητούς ἐξαφθαρτίζεις;

 

           Πῶς πρός φῶς τό σκότος ἔλκεις,

           πῶς τήν νύκτα περδράσσῃ

           πῶς καρδίαν περιλάμπεις,

           πῶς μέ ὅλον μεταβάλλεις;

 

           Πῶς ἑνοῦσαι τοῖς ἀνθρώποις,

           πῶς Υἱούς Θεοῦ ἐργάζῃ;

           πῶς ἐκκαίεις σου τῷ πόθῳ;

           πῶς τιτρώσκεις ἄνευ ξίφους;

 

           Πῶς ἀνέχῃ; πῶς βαστάζεις;

           πῶς εὐθύς οὐκ ἀποδίδως;

 

           Πῶς ὑπάρχων ἔξω πάντων,

           βλέπεις πάντων τά πρακτέα;

           πῶς μακράν ἡμῶν τυγχάνων,

           καθορᾷς ἑκάστου πρᾶξιν;

 

           Δός ὑπομονήν σοῖς δούλοις,

           μή καλύψῃ τούτοις θλίψις»[33].

 

 

ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2022


 [1]Ἀρχιμ. Ἰουστίνου Πόποβιτς, Ἄνθρωπος καί Θεάνθρωπος, μετάφρ. ἐπισκ. Ἀθ. Γιέφτιτς, Ἀθῆναι 1970 (2), σελ. 99.

[2]Ὕμνος 28, Περί νοητῆς ἀποκάλυψης τῶν ἐνεργειῶν τοῦ θείου φωτός, Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν, ΕΠΕ 19 ΣΤ΄, Μετάφρ.

[3]Θ. Ἀμπαντζίδη, Τό ἐνυπόστατον φῶς, Σπουδή στίς προϋποθέσεις τῆς θέωσης κατά τόν Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, ἐκδ. Δόμος, Ἀθήνα 2019, σελ. 37.

[4]Βλ. Μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Πνευματική ζωή και θεολογία κατά τόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, «Σύναξη» 10 (1984), σελ. 22.

[5]Θεολογικός Τρίτος, SC 122, 150-155, βλ. ὅ.π. Τό ἐνυπόστατον φῶς, σελ. 178.

[6]ΘΗΕ, 11, Συμεών Νέος Θεολόγος, σελ. 543.

[7]Τό ἐνυπόστατον φῶς, σελ. 93.

[8]Ὕμνοι θείων ἐρώτων, SC 196, 19-30.

[9]Ἰω. 14, 18-23.

[10]Κατηχήσεις, SC 104, 159-180.

[11]Δ. Τσελεγγίδη, Προϋποθέσεις καί κριτήρια τοῦ ὀρθοδόξως καί ἀπλανῶς θεολογεῖν, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2013, σελ. 106.

[12]Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1, 2, 12, ἐπιμ. Π. Χρήστου, τόμ. Α΄, σελ. 404.

[13]Κατήχησις 34, SC 113, 274.

[14]Κατήχησις 21, SC 104, 362.

[15]Βλ. Συμεῶνος τοῦ Νέου Θεολόγου, Ὕμνοι, Ἐπιστολαί, ΙΣΤ΄.

[16]Β. Τσίγκου, Δογματικά καί Θεολογικά μελετήματα, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη, σελ. 133.

[17]Βλ. Π. Χρήστου, Ἑλληνική Πατρολογία, τόμ. Α΄, Εἰσαγωγή, ἐκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1981, σελ. 224.

[18]Βλ. Π. Τρεμπέλα, Μυστικισμός, Ἀποφατισμός, Καταφατική θεολογία, τεῦχος Α΄σελ. 96.

[19]Β. Τσίγκου, ὅ.π. σελ. 148.

[20]Βλ. Μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Πνευματική ζωή καί θεολογία κατά τόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, «Σύναξη» 10 (1984), σελ. 22. Ὁ Γέρων Θεόκλητος ἔλεγε, ἐπίσης, προφορικά (ὅπως τό ἐξέφρασε καί στόν γράφοντα), ὅτι ὁ ἅγιος Συμεών ὑπῆρξε ποιητής καί οἱ ποιητές μορφοποιοῦν. Ἑπομένως, ὀφείλεται καί σέ τοῦτο τό στοιχεῖο ἡ αἰσθητοποίηση τῶν ἐσωτερικῶν θείων ἀλλοιώσεων τῆς ἁγίας του ψυχῆς, μετά ἀπό τίς θεῖες φωτοφάνειες καί ἀποκαλύψεις τοῦ Θεοῦ σ᾿ αὐτόν.

[21]Τό δοθέν προσωνύμιο «Νέος Θεολόγος» στόν ἅγιο Συμεών συνάντησε δύο ἑρμηνεῖες. Σύμφωνα μέ τήν πρώτη, τήν ἐπικρατοῦσα, τό προσωνύμιο «Θεολόγος» ἀντιπροσώπευε τή θεολογία στήν ἐκκλησιαστική καί πατερική της ἔννοια ὡς θεοπτία, καί τό ἐπίθετο «Νέος» δηλώνει τόν ἀνακαινιστή τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, ἡ ὁποία εἶχε, ἐν πολλοῖς, θεσμοποιηθεῖ καί ἀπονευρωθεῖ. (Βλ. Τό Ἐνυπόστατον φῶς, σελ. 88). Σύμφωνα μέ τή δεύτερη ἄποψη, τό προσωνύμιο «Νέος Θεολόγος» ἀπέδωσαν εἰρωνικά καί χλευαστικά στόν Ἅγιο, ἀπό ἀντιπάλους του, ἐξαιτίας τῆς ἀνεγεννητικῆς του προσπάθειας. (Ὅ.π. σελ. 87)

[22]Τό ἐνυπόστατον φῶς, σελ. 335.

[23]Ὕμνοι θείων ἐρώτων, SC 156, 55-59.

[24]Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Εἰς τήν πρός Ἑβραίους, Ὁμιλία ΙΖ΄, ΕΠΕ 25, 38.

[25]Β΄Κορ. 1-4.

[26]Βλ. πρωτοπρ. Ν. Λουδοβίκου, Ἡ κλειστή πνευματικότητα καί τό νόημα τοῦ ἑαυτοῦ, ἐκδ. Ἑλληνικά Γράμματα, Ἀθήνα 1999, σσ. 163-164.

[27]Συμεῶνος τοῦ Νέου Θεολόγου, Λόγος 53ος, Μέρος πρῶτον, ἐκδ. Ρηγοπούλου, σελ. 272

[28]Μρκ 12, 30.

[29]Συμεών Νέου Θεολόγου, Κατηχήσεις, Λόγος ΧΧΙΧ, SC 113, 137-140.

[30]Α΄Πέτρ. 1, 16.

[31]Ὕμνος 27, SC 174, 288 (125-134).

[32]Τό ἐνυπόστατον φῶς, σσ. 106-107.

[33]Τετράστιχα, τόν πρός Θεόν αὐτοῦ δεινύοντα ἔρωτα, Συμεών Ν. Θελόγου Λόγοι Μέρος Β΄, ἐκδ. Ρηγοπούλου, σελ. 12.