A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !
✞ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος ✞

Δευτέρα 9 Μαΐου 2022

ΜΗΝΗΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ 2022 (τοῦ Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)

 

ccv

γαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,

   Χριστὸς Ἀνέστη!

   Σήμερα, ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ μὲ ἕναν ξεχωριστὸ τρόπο τὴν μνήμη τῶν ἀνδρῶν, οἱ ὁποῖοι συνέβαλαν στὴν θεόσωμη ταφὴ τοῦ Κυρίου, καὶ τῶν γυναικῶν οἱ ὁποῖες, σύμφωνα μὲ τὸ ἔθιμο τῶν Ἰουδαίων, ἔσπευσαν νὰ ἀλείψουν τὸ ζωοποιὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ μὲ μύρα, γιὰ αὐτὸ καὶ ὀνομάσθηκαν Μυροφόρες. Τὰ πρόσωπα αὐτὰ ὑπηρέτησαν τὸν Χριστὸ μὲ θυσιαστικὸ πνεῦμα, γιὰ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία εὐγνωμονοῦσα, ἀφιερώνει τὴν τρίτη Κυριακὴ ἀπὸ τὸ Πάσχα σὲ αὐτά.

   Οἱ μὲν Ἅγιοι κηδευτές, ὁ Ἰωσὴφ καὶ ὁ Νικόδημος, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἦταν κρυφοὶ Μαθητὲς τοῦ Κυρίου καὶ ὡς ἐκ τούτου δὲν εἶχαν τὴν εὐκαιρία τῆς συνεχοῦς συναναστροφῆς μαζί Του, ἐντούτοις εἶχαν καταλάβει καρδιακὰ ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Χριστός, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν μαθητὴ ἐκεῖνο, ὁ ὁποῖος καὶ εὐεργετήθηκε καὶ τοῦ ἀποστολικοῦ ἀξιώματος ἀξιώθηκε καὶ θαύματα εἶδε ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ, συναναστρεφόμενος καθημερινὰ μαζί Του, μὰ «οὐκ ἠβουλήθη συνιέναι». Δὲν ἤθελε νὰ καταλάβει ὅτι ὁ Διδάσκαλός Του ἦταν ὁ Θεός. Πρόκειται γιὰ τὸν Ἰούδα, τὰ πάθη τοῦ ὁποίου, ἡ καχυποψία, ἡ φιλαργυρία, ὁ φθόνος, ἡ δολιότητα τὸν ὁδήγησαν ὄχι μόνο στὴν Σταύρωση τοῦ Θεανθρώπου, ἀλλὰ καὶ σὲ αὐτὴν τὴν τραγικὴ αὐτοκτονία. Οἱ ἄδολοι, ὅμως, Μαθητὲς Ἰωσὴφ καὶ Νικόδημος, εἶχαν προσεγγίσει τὸν Χριστό μας ὄχι ὡς Ἰοῦδες, ἀλλὰ μὲ ἀγνότητα, μὲ ἀγάπη πρὸς Ἐκεῖνον ποὺ μέχρι τότε ὁμοιός Του δὲν εἶχε βρεθεῖ. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ παρέμειναν κοντά Του μέχρι τὸ Σταυρικὸ τέλος, ἀλλὰ καὶ μετὰ τὸ τέλος, τὸ ὁποῖο, κατὸπιν, ἀποτέλεσε τὴν ἀρχὴ τῆς δικῆς μας ζωῆς. Βλέποντας τὸ μέγεθος τῆς Θυσίας τοῦ Διδασκάλου Τους, τοῦ Δικαιότερου τῶν ἀνθρώπων, ξέχασαν καὶ τὸν φόβο τῶν Ἰουδαίων καὶ τὴν κοσμικὴ ἐξουσία. Δὲν λογάριασαν τὴν κοινωνική τους θέση μέσα στὴν ἰουδαϊκὴ κοινωνία καὶ ἔσπευσαν νὰ αἰτηθοῦν τὸ νεκρό, μὰ ζωοποιὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ ὕστερα νὰ κηδεύσουν μὲ τὸν πρέποντα σεβασμό Ἐκεῖνον «τὸν Ὁποῖο βλέποντας ὁ ἥλιος στὸν Σταυρό, τυλίχθηκε στὸ σκοτάδι», ὅπως ψάλλει ὁ ὑμνωδός. Γιὰ αὐτή τους τὴν πράξη, μνημονεύονται καὶ θὰ μνημονεύονται εἰς τοὺς αἰώνας, διότι στὴν Ἐκκλησία δεσπόζει ἡ εὐγνωμοσύνη, ἄσχετα ἀν τὰ πρόσωπα τῆς Ἐκκλησίας πολλάκις ἀγνοοῦν αὐτὴ τὴν ἀρετή. Ἡ Ἐκκλησία γνωρίζει νὰ τιμᾶ ἐκείνους ποὺ ἐργάσθηκαν τὸ ἀγαθὸ ὑπηρετώντας Χριστό.

   Τὸ ἴδιο ἔπραξε μὲ τὶς Μυροφόρες γυναῖκες. Οἱ γυναῖκες ἐκεῖνες, πλάσματα εὐαίσθητα, ἀδύναμα κατὰ τὴν φύση τους, ὑπερέβησαν τοὺς ἴδιους τοὺς Ἀποστόλους. Διότι, ὅλοι οἱ Ἀπόστολοι ἐκτὸς τοῦ Θεολόγου Ἰωάννου, ἐν ὅσῳ διαδραματίζονταν τὰ γεγονότα τοῦ Θείου Πάθους, δείλιασαν, φοβήθηκαν τοὺς Ἰουδαίους καὶ παρέμειναν ἔγκλειστοι. Αὑτὲς οἱ γυναίκες ὅμως, παρέμειναν ἐκεί. Πλάι στὸν Γλυκύτατο Νυμφίο τῆς Ἐκκλησίας. Ἀτενίζοντάς Τον νὰ σώζει τὴν ἀνθρωπότητα πάνω στὸν Σταυρό.

   κτὸς αὐτοῦ, οἱ Μυροφόρες τὴν Κυριακὴ τοῦ Πάσχα, τῇ μιᾷ τῶν Σαββάτων, πρὶν ἀνατείλει ὁ ἥλιος, ἔχοντας ἀγοράσει ἀκριβὰ ἀρώματα πορεύθηκαν πρὸς τὸν Τάφο γιὰ νὰ ἀλείψουν μὲ μύρα τὸ ἄχραντο Σῶμα, δίχως νὰ γνωρίζουν ἄν θὰ ἀντιμετωπίσουν τὴν ἐπιθετικότητα τῶν στρατιωτῶν ποὺ φύλασσαν τὸν Τάφο. Στὴν πορεία, μὲ πολὺ ἀγωνία σκέπτονταν: «ποιός θὰ ἀποκυλίσει τὸν λίθο ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ μνημείου;». Ὁ λίθος ἦταν πολὺ μεγάλος καὶ ἡ σκέψη ὅτι δὲν θὰ τὰ κατάφερναν τὶς ταλαιπωροῦσε. Ἐντούτοις, δὲν ἔκαναν πίσω. Προχώρησαν πρὸς τὸν Τάφο καὶ τὶ νὰ δοῦν; Αὐτὸ ποὺ δὲν φαντάζονταν, ἀλλὰ ἡ ψυχή τους λαχταροῦσε. Ὁ λίθος, ἡ μεγάλη καὶ βαριὰ πέτρα ἦταν ἀποκεκυλισμένη καὶ τὸ Σῶμα δὲν ἦταν μέσα, παρὰ μόνο τὸ νεκρικὸ σάβανο. Ἔντρομες, σκέφθηκαν ὅτι ἴσως κάποιοι ἔκλεψαν τὸ Σῶμα. Εὐθύς, ὅμως, «εἶδαν νεανίσκον, περιβεβλημένον στολὴν λευκὴν» καὶ τοὺς κατέλαβε θάμβος. Ἄγγελος Κυρίου διεμήνυσε σὲ αὐτὲς ὅτι ὁ Χριστὸς Ἀνέστη! Τέλος ἡ θλίψη καὶ ἡ ἀγωνία! Ὁ θάνατος ἀκυρώθηκε καὶ μὶα νέα ζωὴ ξεκινᾶ! Ἡ Ἀνάστασή Του ἔφερε «ἄλλης βιοτῆς τῆς αἰωνίου ἀπαρχήν», γιὰ τὴν ὁποία ὑμνοῦμε τὸν αἴτιον, τὸν Σωτήρα Χριστό.

   Τιμήθηκαν, λοιπόν, γιὰ τὴν ἀφοσίωσή τους οἱ Μυροφόρες, γιὰ αὐτὸ καὶ πρῶτες ἀξιώθηκαν τοῦ μηνύματος τῆς Ἀναστάσεως ὄχι μόνο ἀπὸ τὸν Ἄγγελο, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Ἀναστάντα Χριστό. Ἀπὸ Ἐκεῖνον ἄκουσαν τὸ κοσμοχαρμόσυνο: «Χαίρετε»! Χαρὰ νὰ ἔχετε γιατὶ εἶμαι μαζί σας. Εἶμαι ἐδώ. Ὅπως ἑσεῖς δίπλα στὸν πόνο μου, ἔτσι καὶ Ἐγὼ πλάι στοὺς δικούς σας πόνους. Χαρὰ νὰ ἔχετε!

   Αὐτὸ ποὺ πρέπει ἄπαντες νὰ προσέξουμε εἶναι ἡ πορεία τῶν Μυροφόρων πρὸς τὸν Τάφο, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ διαχρονικὴ μικρογραφία τῆς ζωῆς τοῦ Χριστιανοῦ.

   πως οἱ Μυροφόρες, ἔτσι καὶ ἑμεῖς βαδίζουμε πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ στὴν πορεία ἀναλογιζόμαστε: «πῶς θὰ ὑπερβῶ τὰ ἐμπόδια; Πῶς θὰ ἀνταπεξέλθω; Ἄν πλησιάσω τὸν στόχο, θὰ μπορέσω νὰ τὸν ὁλοκληρώσω;». Ὅλα αὐτὰ σκεφτόμαστε καὶ μᾶς καταλαμβάνει συχνὰ ἄγχος καὶ πίεση. Δικαιολογημένα αὐτά. Δὲν πρέπει, ὅμως, νὰ σταθοῦν αἰτία γιὰ νὰ κάνουμε πίσω. Πρέπει μὲ θάρρος, μὲ ἐλπίδα καὶ πίστη νὰ συνεχίσουμε τὴν πορεία μας. Νὰ προχωρήσουμε μπροστά. Καὶ ὅταν φθάσουμε, θὰ δοῦμε ὅτι κανένας λίθος δὲν θὰ μπορέσει νὰ σταθεῖ ἐμπόδιο στὸν στόχο μας, διότι Ἐκεῖνος ποὺ εἶχε τὴν δύναμη νὰ καταργήσει τὸν θάνατο, ἔχει τὴν δύναμη νὰ καταργήσει καὶ τοὺς λίθους καὶ τὰ προσκόμματα. Αὐτὴ εἶναι ἡ πίστη μας. Μᾶς ὠθεῖ νὰ προχωροῦμε μπροστὰ δίχως φόβο, μὰ μὲ Χαρὰ καὶ Εἰρήνη.

Εὐχή μου αὐτὴ ἡ Χαρὰ καὶ ἡ Εἰρήνη νὰ συνοδεύουν ὅλους μας.

Ἀληθῶς Ἀνέστη ὁ Κύριος!

ὁ Ἐπίσκοπός σας, 

  Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ 2022 (Ομιλία π.Ευθυμίου Μπαρδάκα)

  

ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΑΝΑΒΑΠΤΙΣΤΩΝ

 Ο ΑΝΑΒΑΠΤΙΣΜΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΔΕΝ ΜΑΡΤΥΡΕΙΤΑΙ ΠΑΤΕΡΙΚΩΣ, 

ΟΥΤΕ ΕΞΑΛΕΙΦΕΙ ΤΑ ΚΩΛΥΜΑΤΑ ΙΕΡΩΣΥΝΗΣ!

 

"Αυτός που βαπτίζεται για δεύτερη φορά, 
ξανασταυρώνει τον Χριστό" (Ι. Χρυσόστομος)
"Το δεύτερο βάπτισμα διώχνει την Χάρη από το πρώτο
(Επίσκοπος Σηάτλ Νεκτάριος Κόντσεβιτς)

Με απέραντη θλίψη και φρίκη έχουμε διαπιστώσει ότι τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί μεγάλη αύξηση των περιπτώσεων όπου απλοί ορθόδοξοι πιστοί προερχόμενοι, είτε εκ της νεοημερολογιτικής Εκκλησίας της Ελλάδος κυρίως, είτε εξ άλλων επισήμων Τοπικών Εκκλησιών, έχουν βαπτιστεί ξανά από φερόμενους ως "Γνησίους Ορθοδόξους" κληρικούς.
Οι τελευταίοι, προς επίρρωση του Αναβαπτισμού, επικαλούνται ως επιχείρημα την, δήθεν καινοφανή, παραχάραξη του ορθού τύπου του Βαπτίσματος.
Η Αληθινή Ορθοδοξία όμως διαχρονικά πιστεύει και ομολογεί "ἒν (δηλαδή ένα) βάπτισμα εἰς ἄφεσιν ἀμαρτιῶν" και απορρίπτει τον Αναβαπτισμό, επί ποινή καθαιρέσεως! Όλοι λοιπόν όσοι αναβαπτίζουν είναι καθαιρετέοι και οφείλουμε να διακόπτουμε την κοινωνία μαζί τους (με αυτούς προσωπικά, όχι με ολόκληρη την Εκκλησία). 
Διότι διδάσκουν οι Άγιοι Απόστολοι:
"Ἐπίσκοπος, ἢ πρεσβύτερος, τὸν κατὰ ἀλήθειαν ἔχοντα βάπτισμα ἐὰν ἄνωθεν βαπτίσῃ ἢ τὸν μεμολυσμένον παρὰ τῶν ἀσεβῶν ἐὰν μὴ βαπτίσῃ, καθαιρείσθω, ὡς γελῶν τὸν σταυρὸν καὶ τὸν τοῦ Κυρίου θάνατον, καὶ μὴ διακρίνων ἱερέας ψευδοϊερέων" (ΜΖ΄ Αποστολικός Κανόνας).
Το ποιο είναι το "κατά αλήθειαν βάπτισμα", το αναφέρει ρητά ο ιερός ερμηνευτής Βαλσαμών: "Κατὰ ἀλήθειαν βαπτίζεταί τιςὅταν κατὰ τὴν τοῦ Κυρίου φωνὴν ἅπαξ βαπτισθῇ εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἴ τις γοῦν ἐπίσκοπος, ἢ πρεσβύτερος, τὸν οὕτω βαπτισθέντα ὡς ἐξ ὑπαρχῆς ἀμερίμνως ἀναβαπτίσῃ, καθαιρεθήσεται" (P.G. 137, 132).
Θα ρωτήσει  όμως κάποιος: Τί γίνεται στην περίπτωση που ναι μεν υπάρχει η επίκληση της Αγίας Τριάδος αλλά είτε δεν υπάρχει αρκετό νερό για να γίνουν πλήρεις καταδύσεις, είτε οι καταδύσεις καταργούνται εντελώς και γίνεται μόνο επίχυση (με το χέρι ή με κανάτα) ή ακόμη και ράντισμα; 
Αρχικά πρέπει να ειπωθεί πως αυτό το ζήτημα δεν είναι κάτι το καινούριο, όπως διαδίδουν ψευδώς οι Υδρολάτρες Αναβαπτιστές, αλλά υφίσταται δυστυχώς εδώ και αιώνες. Ήδη πολλοί κληρικοί, κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας,  δεν πρόσεχαν να γίνεται σωστά ο τύπος του Μυστηρίου αναγκάζοντας τους Πατέρες να τους επιπλήττουν. Ο Άγιος Νικόδημος έγραφε χαρακτηριστικά: «πρέπει καὶ ἡμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι νὰ προσέχωμεν καλῶς εἰς τὸ ἰδικόν μας (σ. Βάπτισμα)νὰ μὴ γίνεται μέσα εἰς λεκάνας καὶ σκαφίδια, μέσα εἰς τὰ ὁποῖα, μόλις ὀλίγον τι μέρος τῶν ποδών τῶν βαπτιζομένων παιδίων βουτᾶται» (Πηδάλιον, Υποσημείωση στον Ν΄ Κανόνα των Αγίων Αποστόλων). Ομοίως και ο Άγιος Κοσμάς δίδασκε: «Ἅγιοι ἱερεῖς, πρέπει νὰ ἔχετε κολυμβήθρας μεγάλας εἰς τὰς ἐκκλησίας, ἕως ὁποὺ νὰ χώνεται ὅλον τὸ παιδίον μέσα, νὰ κολυμβᾶ ὁποὺ νὰ μὴν μείνη ἴσα μὲ τοῦ ψύλλου τὸ μάτι ἄβρεχο, διατὶ καὶ ἐκεῖ προχωρεῖ ὁ διάβολος καὶ διὰ τοῦτο τὰ παιδιά σας σεληνιάζονται, δαιμονίζονται, ἔχουν φόβον, γίνονται κακορρίζικα, διατὶ δὲν εἶνε καλὰ βαπτισμένα» (Διδαχή Ζ΄). Την ίδια περίοδο ο Πατριάρχης Καλλίνικος ο Ε΄ σε επιστολή του προς τον Σέρβο Μητροπολίτη Ουζίτζης  επισημαίνει τα σφάλματα των ιερέων της περιοχής στο Μυστήριο του Βαπτίσματος, οι οποίοι δεν μεταχειρίζονται κολυμβήθρες «ἀλλ’ ἐν πίνακι μόνον βάλλοντες ὕδωρ ἀναγινώσκουσιν ἐπ’ αὐτῷ τὰς εὐχὰς καὶ, κρατοῦντος τοῦ ἀναδόχου τὸ βρέφος, ἐπιχέουσιν ἐπ’ αὐτὸ τὸ ὕδωρ, καὶ φωνοῦντες το ”βαπτίζεται ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ” κλπ. τὸ ὁποῖον ἐπίχυσις λατινική εἶναι μᾶλλον, ἢ βάπτισμα»  και συστήνει να «ἐπιτελῆται ἀπαραλλάκτως κατὰ τὴν ἐν τῷ Εὐχολογίῳ τῷ αὐτῷ κανονικὴν διατύπωσιν, βαπτιζομένων τῶν βρεφῶν μέσα εἰς ἱερὰν κολυμβήθραν» (Καλλινίκου Δελικάνη, Πατριαρχικών Εγγράφων, τόμος γ΄, Κωνσταντινούπολη 1905, σ. 711). Όμως παρά τις παραπάνω ορθές συστάσεις πουθενά δεν αναφέρεται για αυτές τις περιπτώσεις επανάληψη του Μυστηρίου, δηλαδή Αναβαπτισμός, ο οποίος, όπως ειπώθηκε, είναι ενάντια στην Πίστη της Ορθοδόξου Εκκλησίας και τιμωρείται αυστηρότατα.
Ακόμη και η Συνοδική Εγκύκλιος του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Αγαθαγγέλου (την οποία συνυπογράφει και ο τότε Πατριάρχης Ιεροσολύμων) το 1829, στην οποία κατακρίνεται ο συνηθισμένος για πολλούς έως και σήμερα τύπος του Βαπτίσματος (κατάδυση μέχρι τη μέση του σώματος και επίχυση με το χέρι του κληρικού στο άνω μέρος του σώματος του βαπτιζομένου) δεν προβλέπει επανάληψη του Μυστηρίου (Αναβαπτισμός), αλλά τιμωρία του παραβάτη κληρικού (βλ. Mansi 40, 140-144). Άλλωστε ο εσφαλμένος αυτός τύπος μαρτυρείται από τον ΙΣΤ΄ αιώνα τουλάχιστον (βλ. Ευχολόγιον Goar, υποσ. 24 στην Ακολουθία του Βαπτίσματος) και αν ζητήσει κανείς την απόλυτη ακρίβεια τότε ίσως η μεγάλη πλειοψηφία των Ορθοδόξων είναι "αβάπτιστοι" (κατά την λογική των Υδρολατρών Αναβαπτιστών) ήδη από αιώνων!

Μαρτυρίες Βαπτίσματος στην Ορθόδοξη Εκκλησία χωρίς τον απολύτως ορθό τύπο, από τον ΙΣΤ΄ και τον ΙΘ΄αιώνα!

Παρά λοιπόν τις αυστηρές συστάσεις, το Βάπτισμα, δεν επαναλαμβάνεται, έστω και αν δεν υπάρχει αρκετό νερό, διότι αυτό είναι βλασφημία στην παντοδυναμία του Θεού. Διότι πως, από τη μία, ομολογείται πως η Θεία Χάρη τα ασθενή θεραπεύει και τα ελλείποντα αναπληρώνει (βλ. Ευχολόγιον) όταν, από την άλλη, θα σκεφτεί κανείς ότι αδυνατεί να αναπληρώσει την έλλειψη της ποσότητας νερού που υπολείπεται; 
Περιττό δε να πούμε ότι ελλοχεύει και ο κίνδυνος να πέσουμε, εκτός από την υδρολατρεία βεβαίως, και σε σχολαστικισμό, αν θεωρήσουμε ότι το Βάπτισμα δεν υφίσταται αν έμεινε ένα σημείο του σώματος έξω από το νερό...
Ακόμη λοιπόν και σε τέτοιες περιπτώσεις μόνο επιχύσεως ή ραντίσματος,  όταν βεβαίως το Μυστήριο επιτελείται εξ ονόματος της Εκκλησίας και εντός των κόλπων Αυτής, έστω και από ακρίτους ("ανεξελέγκτους", όπως τους αποκαλούν οι Πατέρες), δηλαδή μη καταδικασμένους/αναθεματισμένους κληρικούς, παρά το γεγονός ότι απειλούνται αυστηρά με επιτίμιο οι παραβάτες κληρικοί ως καταφρονητές των Κανόνων και της Παραδόσεως, δεν μαρτυρείται επανάληψη του Μυστηρίου
Επιπτώσεις δηλαδή, στην περίπτωση Βαπτίσματος με επίχυση ή ράντισμα, δεν υπάρχουν ως προς το κύρος του Μυστηρίου, αλλά ως προς τον κληρικό που το τελεί. Αυτός καθαιρείται, αλλά το Μυστήριο αναγνωρίζεται, πόσο μάλλον όταν ο τοιουτοτρόπως βαπτισθείς έχει επισυναφθεί στην Εκκλησία και μετέχει επί σειρά ετών στα Μυστήριά της! Μια απόδειξη του ότι δεν είναι η έλλειψη των τριών πλήρων καταδύσεων ικανή να ακυρώσει το Βάπτισμα της Εκκλησίας είναι ο ΜΖ΄ Κανόνας της Λαοδικείας ("Ὅτι δεῖ τοὺς ἐν νόσῳ παραλαμβάνοντας τὸ φώτισμα, καὶ εἶτα ἀναστάντας ἐκμανθάνειν τὴν πίστιν καὶ γινώσκειν, ὅτι θείας δωρεᾶς κατηξιώθησαν"), ο οποίος αναφερόμενος στο Βάπτισμα των κλινικών (με επίχυση ή ράντισμα), γράφει πως αν επιζήσει ο ασθενής απλά πρέπει να μάθει καλά τα της Πίστεως και όχι ότι πρέπει να ξαναβαπτισθεί! Αν ήταν απαραίτητο για το κύρος του Μυστηρίου οι τρεις πλήρεις καταδύσεις ο Κανόνας αυτός θα έλεγε ρητώς ότι πρέπει να γίνουν οι τρεις καταδύσεις, που δεν έγιναν. Αντιθέτως ξεκάθαρα ο ιερός ερμηνευτής Βαλσαμών γράφει πως ο βαπτισθείς τοιουτοτρόπως "ἐκ δευτέρου οὐ βαπτισθήσεται".
***
Το φρικτότερο όμως και λίαν θλιβερότερο αποτέλεσμα της τακτικής των "Γνησίων" Αναβαπτιστών είναι πως προβαίνοντας στο έγκλημα του Αναβαπτισμού, θεωρούν ότι δι' αυτού οι αναβαπτισθέντες άρρενες καθίστανται τάχα άξιοι προς Ιερωσύνη! Και έπειτα προβαίνουν σε χειροτονία αυτών, προσθέτοντας στο πρώτο έγκλημα του Αναβαπτισμού, ένα ακόμη χειρότερο, αυτό της ανάξιας Ιερωσύνης, η οποία έχει φοβερές επιπτώσεις σε ολόκληρη την Εκκλησία μας και ελκύει την οργή του Θεού. 
Διότι (και με πρόφαση την έλλειψη Ιερέων) έχουν εφεύρει αυτήν την δαιμονική τακτική, αδιαφορώντας για την αντίφαση να θεωρούν μεν τους υπό Παλαιοημερολογιτών βαπτισθέντες, οι οποίοι όμως έχουν πέσει σε αμαρτήματα κωλυτικά της Ιερωσύνης ως αναξίους αυτής (και πολύ σωστά!), αντιθέτως όμως να θεωρούν τους υπό Νεοημερολογιτών (και των άλλων Εκκλησιών, π.χ. Σλαβικών) βαπτισθέντες, που και αυτοί έχουν πέσει σε αμαρτήματα κωλυτικά της Ιερωσύνης, ως αξίους αυτής τάχα, διά του Αναβαπτισμού!
***
Συμπερασματικώς, πρέπει να απορρίπτουμε ως αιρετικούς όσους επιμένουν να διδάσκουν με πεισμονή και να επιβάλλουν τον Αναβαπτισμό, επειδή δημιουργούν με την πρακτική τους πολλά σκάνδαλα στην Εκκλησία, είτε εμποδίζοντας τις ψυχές να προσέλθουν σε αυτήν, είτε γεμίζοντας τα θυσιαστήρια με αναξίους κληρικούς.
Όμως οι απλοϊκοί πιστοί οι οποίοι παρασυρόμενοι προέβησαν στο φρικτό έγκλημα του Αναβαπτισμού, ας μη αποθαρρύνονται.  Διότι ο Κύριος είναι φιλεύσπλαχνος και θα συγχωρήσει την αμαρτία τους, εάν μετανοήσουν και απομακρυνθούν πάραυτα από τέτοιους κακόδοξους πνευματικούς και αρχιερείς για να μη συναπωλεσθούν μαζί τους, εφόσον βεβαίως και οι τελευταίοι δεν μετανοήσουν, το οποίο είναι ευχής έργον.

Νικόλαος Μάννης

Κυριακή 1 Μαΐου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ 2022 (Ομιλία Επισκόπου Μεθώνης κ. Αμβροσίου)

ΜΗΝΗΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ 2022 (τοῦ Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)

ccv

Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, 

   Χριστὸς Ἀνέστη! Χαίρετε!

   ταν ὁ Χριστός μας ὕστερα ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες παραμονῆς Του στὸν Τάφο ἀναστήθηκε δωρίζοντας στὸν κόσμο τὴν ἀληθινή, παντοτινὴ καὶ οὐσιαστικὴ ζωή, οἱ Ἀπόστολοι ἦταν κρυμμένοι διότι φοβούνταν τοὺς Ἰουδαίους. Μόνο ὁ Πέτρος καὶ ὁ Ἰωάννης, ὕστερα ἀπὸ τὴν πληροφορία τῶν Μυροφόρων ὅτι ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε, τόλμησαν νὰ πάνε στὸ Μνῆμα, ὅπου διαπίστωσαν μὲ τὰ μάτια τους τὸ συγκλονιστικὸ γεγονός. 

   Τὸ ἀπόγευμα τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα λοιπόν, ὅταν ὅλοι οἱ Μαθητὲς -ἐκτὸς τοῦ Θωμᾶ- βρίσκονταν κεκλεισμένοι στὸ ὑπερῶο, σκεπτικοὶ καὶ ταραγμένοι γιὰ ὅσα εἶχαν προηγηθεῖ, ἐμφανίσθηκε ἀνάμεσα τους ὁ Χριστὸς λέγοντας: Εἰρήνη ὑμῖν. Εἰρηνεύετε. Μὴν δίνετε πλέον τόπο στὴν ταραχή, διότι ἰδοῦ σᾶς στέλνω νὰ κηρύξετε τῆν Ἀνάσταση μου. Ὅπως μὲ ἔστειλε ὁ Πατέρας νὰ θυσιασθῶ γιὰ νὰ γνωρίσει ὁ κόσμος τὴν ἀληθινὴ ζωή, ἔτσι καὶ ἐγὼ στέλνω ἑσᾶς. Δὲν ἐπιτρέπεται νὰ σᾶς κυριεύει ἡ στενοχώρια. Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιο καὶ μὲ αὐτὴ τὴν Θεία Χάρη, ὅσες ἁμαρτίες συγχωρέσετε θὰ εἶναι συγχωρεμένες, ὅσες, ὅμως, δέσετε, θὰ εἶναι δεμένες καὶ ἀσυγχώρητες.  Ὅπως ἦταν φυσικό, οἱ Μαθητὲς ἔλαβαν πολὺ χαρὰ ποὺ εἶδαν τὸν ἀγαπημένο τους Διδάσκαλο, πάλι κοντά τους, Ἐκεῖνον ποὺ μόλις τρεῖς μέρες πρὶν εἶχε παραδώσει το πνεῦμα πάνω στὸν Σταυρὸ. 

   τσι, ἄλλωστε, βιώνει κανείς διαχρονικὰ τὴν ἀπουσία καὶ τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ στὴν ζωή του. Ὅταν ὁ Θεός, ὁ πανταχοῦ Παρών, δὲν βρίσκει θέση στὴν ψυχή μας, μᾶς σκιάζουν τὰ σύννεφα τῆς ταραχῆς καὶ τοῦ φόβου. Φοβόμαστε τὴν πίεση τῆς καθημερινότητας, τὰ μέλλοντα, τὴν κακὴ συμπεριφορὰ τῶν συνανθρώπων μας, τὶς ἀσθένειες, τοὺς πολέμους, τὴν οἰκονομικὴ δυσπραγία, μὲ ἀποκορύφωμα τὸν θάνατο. Καὶ ἐνῶ ἑμεῖς, φοβισμένοι καὶ ταραγμένοι, ἔχοντας κλειστὲς τὶς πόρτες τῆς ψυχής μας, συλλογιζόμαστε πῶς θὰ ἀνταπεξέλθουμε ἀπέναντι σὲ τόσα προβλήματα, ἐπισκέπτεται ὁ Θεὸς τὴν ταλαίπωρη ψυχή μας καὶ μᾶς λέει: Τέλος ὁ φόβος, τέρμα ἡ ταραχή! Εἰρήνη νὰ ἔχετε, διότι Ἀναστήθηκα! Εἱρήνη νὰ ἔχετε διότι ὅπως νίκησα τὸν θάνατο, ἔτσι μπορῶ νὰ νικήσω κάθε κακό ποὺ σᾶς ταλαιπωρεῖ, ἀρκεῖ νὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ μείνω στὴν ψυχή σας, ἀρκεῖ νὰ εἶστε δικοί μου. 

   Αὐτὴ τὴν χαρὰ τῆς Ἀναστάσεως, αὐτὴ τὴν χαρὰ ὅτι δὲν εἴμαστε μόνοι, ἀλλὰ πάντοτε μαζὶ μὲ τὸν Ἀναστάντα Χριστό, βίωσαν οἱ Δέκα Ἀπόστολοι. Ὁ Θωμᾶς, ὡστόσο, ὁ ὁποῖος ἀπουσίαζε ἀπὸ τὴν σύναξη τῶν Μαθητῶν, δὲν ἀπόλαυσε αὐτὴ τὴν χαρά. Δὲν εἶδε Ἀναστημένο τὸν Κύριο, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ τοὺς δηλώνει ἐπίμονα ὅτι «ἀν δὲν δῶ, δὲν θὰ πιστέψω». Ζητοῦσε καρδιακὰ νὰ δεῖ καὶ ἐκεῖνος, ὅπως οἱ Συμμαθητές του, τὸν Διδάσκαλό του Ἀναστημένο. Καὶ πράγματι, ὁ Χριστὸς, ὁ Ὁποῖος εἶπε «ζητεῖτε καὶ εὑρήσετε» εκπλήρωσε τὸν πόθο καὶ ἰκανοποίησε τὴν περιέργεια τοῦ Θωμᾶ, ἐμφανιζόμενος ξανὰ στοὺς συναγμένους Ἀποστόλους ὀκτὼ ἡμέρες μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του, σὰν σήμερα. Κάλεσε τὸν Θωμὰ νὰ δεῖ καὶ νὰ ψηλαφήσει τὰ σημάδια του Θείου Πάθους, ἀποσπώντας τὴν κοσμοσωτήρια ὁμολογία του: «ὁ Κύριος μου καὶ ὁ Θεός μου», καὶ μὴν παραλείποντας νὰ τοῦ δηλώσει ὅτι «Εὐτυχισμένοι ἐκεῖνοι ποὺ δὲν εἶδαν, ἀλλὰ πίστευσαν». 

   Πολλοὶ κατηγοροῦν τὸν Θωμᾶ ὅτι ἦταν ἄπιστος. Αὑτὸ δὲν ἰσχύει. Ὁ Θωμᾶς δὲν ἦταν ἄπιστος. Ἦταν δύσπιστος. Καὶ αὐτὴ ἡ δυσπιστία του ἀποδείχθηκε σωτήρια γιὰ ὅλες τὶς ἐπερχόμενες γενεές, διότι ὁ Θωμᾶς πρόλαβε ὅλους ἑμᾶς. Ἐξέφρασε τὴν δυσπιστία ἀντὶ γιὰ ἑμᾶς, μὲ ἀποτέλεσμα ἑμεῖς σήμερα νὰ μὴν χρειαστεῖ νὰ δοῦμε γιὰ νὰ πιστεύσουμε. Ψηλάψησε τὸν τύπον τῶν ἥλων καὶ τὴν ἄχραντη πλευρὰ τοῦ Σωτῆρος μὲ ἀποτέλεσμα νὰ εἶναι πλέον ἰκανὸς καὶ πρόθυμος νὰ ταξιδέψει ὡς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης καὶ νὰ δώσει καὶ τὸ αἶμα του ὁμολογώντας ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ Κύριος του καὶ ὁ Θεός του, ὁ Μόνος Ἀληθινός Θεός. 

   Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, πρέπει νὰ εὐγνωμονοῦμε τὸν Θωμά, διότι ἔγινε ὁ μεγάλος μας εὐεργέτης. 

γαπητοὶ ἀδελφοί,

   μεῖς μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ ἀνήκουμε στοὺς μακαρίους οἱ ὁποίοι δὲν εἶδαν, ἀλλὰ πίστεψαν. Σίγουρα, ὅλοι θὰ θέλαμε νὰ δοῦμε ἐκεῖνο ποὺ εἶδαν οἱ Ἀπόστολοι, τὸν Ἀναστάντα Κύριο μας, διότι οἱ Ἀπόστολοι καὶ εἰδικὰ ὁ Θωμάς βίωσαν ἐμπειρία Θεώσεως. Τὸ νὰ βιώσουμε καὶ ἑμεῖς αὐτὴ τὴν ἐμπειρία εἶναι καθῆκον μας. Γιὰ νὰ φθάσουμε, ὅμως, ὡς ἐκεί πρέπει νὰ προηγηθεῖ ἀγώνας. «Καθαρθῶμεν τὰς αἰσθήσεις καὶ (τότε) ὀψόμεθα τῷ ἀπροσίτῳ φωτὶ τῆς Ἀναστάσεως». Πρώτα πρέπει νὰ καθαρίσουμε τὶς αἰσθήσεις μας γιὰ νὰ δοῦμε τὸ Φῶς τῆς Ἀναστάσεως. Αὐτὸ θὰ τὸ καταφέρουμε μέσα ἀπὸ τὸ Μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως, τὸ ὁποῖο παρέδωσε ὁ Χριστὸς στοὺς Μαθητές Του καὶ κατ’ ἐπέκταση στοὺς Διαδόχους αὐτῶν, Ἐπισκόπους, τὴν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως. Μέσω αὐτοῦ τοῦ Μυστηρίου ὁ Χριστὸς μᾶς λέει ὅτι δὲν νίκησε μόνο τὸν θάνατο, ἀλλὰ καὶ τὶς ἁμαρτίες μας. Μέσω αὐτοῦ τοῦ Μυστηρίου κάθε σφάλμα ἐξαλείφεται καὶ μία νέα εὐκαιρία μᾶς χορηγεῖται γιὰ νὰ προσεγγίσουμε Ἐκεῖνον ποὺ εἶναι ἡ Ἀνάσταση, ἡ Ζωή καὶ τὸ Φῶς.

Ἀληθῶς Ἀνέστη ὁ Κύριος!

ὁ Ἐπίσκοπός σας, 

  ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος

Τρίτη 26 Απριλίου 2022

ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΟN ΜΗΝΥΜΑ 2022

 Ἀριθμός Πρωτ. 3181

Ἐν Ἀθήναις, 29-03/11-04-2022

«Τοῦτο δέ ἐστι τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με (Πατρός),
ἵνα πᾶς ὁ θεωρῶν τὸν Υἱόν, καὶ πιστεύων εἰς Αὐτόν,
ἔχει ζωὴν αἰώνιον, καὶ ἀναστήσω αὐτὸν ἐγὼ ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ»
(Ἰω. στ΄ 40)

Ἀγαπητοὶ Πατέρες καὶ Ἀδελφοὶ ἐν Κυρίῳ Ἀναστάντι·

῎Εφθασε καὶ πάλιν ἡ κοσμοχαρμόσυνη ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, ἡ πανυπέρλαμπρη καὶ φωτοπάροχη! Ὁ Σωτῆρας μας Χριστός, ὁ Ὁποῖος εἶχε ὑποσχεθεῖ αὐθεντικῶς στὴν διδασκαλία Του ὅτι θὰ ἀναστήσει τοὺς πιστούς Του, δὲν ἦταν βέβαια δυνατὸν νὰ μὴν ἀναστήσει τὸν Ἑαυτό Του αὐτεξουσίως! Ὡς Ἄνθρωπος ἔπαθε, ἐσταυρώθη καὶ ἐτάφη, ἀλλ’ ὡς Θεὸς ἀνέστη καὶ μᾶς χάρισε ζωὴ αἰώνια, ἄφθαρτη καὶ ἀτελεύτητη.

 Ἦλθε στὴν γῆ ὡς Θεάνθρωπος γιὰ νὰ ἐκπληρώσει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ Πατρὸς καὶ γιὰ νὰ φανερώσει τὴν δόξα Του, «δόξαν ὡς μονογενοῦς παρὰ Πατρός, πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας» (Ἰω. α΄ 14). Ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Πατρὸς ἔγινε Ἄνθρωπος γιὰ νὰ χαρίσει σὲ ὅσους τὸν δέχονται θεληματικὰ καὶ αὐτοπροαίρετα τὴν θεία υἱοθεσία: τὸ νὰ γίνουν δηλαδὴ «τέκνα Θεοῦ» (Ἰω. α΄ 12). Τὸ θέλημα τοῦ Πατρὸς εἶναι νὰ μὴν ἀπολεσθεῖ κανεὶς ἀπὸ τοὺς πιστούς, ἀλλὰ νὰ τύχουν ὅλοι ἀναστάσεως· νὰ θεωροῦν καὶ νὰ πιστεύουν στὸν Υἱό Του, ὡς «Θεὸν ἀληθινόν, ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ», γιὰ νὰ ἔχουν ζωὴ αἰώνια καὶ νὰ ἀναστηθοῦν στὴν ἐσχάτη ἡμέρα τῆς Κρίσεως (Ἰω. στ΄ 39-40).

 Ὅλοι βέβαια θὰ ἀναστηθοῦν κατὰ τὴν ἔνδοξη Δευτέρα Παρουσία, δίκαιοι καὶ ἁμαρτωλοί: οἱ πρῶτοι «εἰς ἀνάστασιν ζωῆς», οἱ δεύτεροι «εἰς ἀνάστασιν κρίσεως» (Ἰω. ε΄ 29). Οἱ πρῶτοι γιὰ νὰ ἀναληφθοῦν στὴν αἰώνια συνάντηση καὶ συνύπαρξη μὲ τὸν Θεὸ στὴν Βασιλεία Του, οἱ δεύτεροι γιὰ νὰ κατακριθοῦν σὲ κόλαση αἰώνια (πρβλ. Ματθ. κε΄ 31-46).

Σὲ αὐτὴ τὴν ζωὴ θεωροῦμε τὸν Υἱὸ μὲ τοὺς ψυχικοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς πίστεως, οἱ ὁποῖοι διανοίγονται μὲ τὸν ἀγῶνα καθάρσεως ἀπὸ τὰ πάθη καὶ μὲ τὰ ἀγαθὰ ἔργα· διαφορετικά, παραμένουν κλειστοὶ καὶ ἀδυνατοῦν νὰ ἀποδεχθοῦν τὸ ὑπέρλογα δόγματα τῆς Πίστεως, ὅπως καὶ τὶς ἀνάγκες τοῦ πλησίον, τοῦ συνανθρώπου, τοῦ κάθε «ἐλαχίστου» ἀδελφοῦ, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ εἰκόνα Θεοῦ.


 Ἡ «πηγὴ τῆς Ζωαρχίας», ὁ Κύριος καὶ Θεός μας γιὰ νὰ μᾶς δείξει καὶ τὸν τρόπο ἑνώσεως καὶ «ἀνακράσεως» μαζί μας, βεβαιώνει ὅτι εἶναι ὁ «Ἄρτος τῆς Ζωῆς» (Ἰω. στ΄ 48), «ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβαίνων ἵνα τις ἐξ αὐτοῦ φάγῃ καὶ μὴ ἀποθάνῃ» (Ἰω. στ΄ 49 50). Καὶ συνεχίζει ἀποκαλυπτικά: «Ἐγώ εἰμι ὁ Ἄρτος ὁ Ζῶν, ὁ ἐκ τοῦ Οὐρανοῦ καταβάς· ἐάν τις φάγῃ ἐκ τούτου τοῦ Ἄρτου, ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα· καὶ ὁ Ἄρτος δέ, ὅν ἐγὼ δώσω, ἡ σάρξ μου ἐστιν, ἥν ἐγὼ δώσω ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς» (Ἰω. στ΄ 50-51).

 Ὁ Θεάνθρωπος Χριστὸς τέλεσε τὸν Μυστικὸ Δεῖπνο καὶ θυσιάσθηκε στὸν Σταυρὸ γιὰ νὰ μᾶς δώσει αὐτὴ τούτη τὴν Σάρκα Του, τὴν ἑνωμένη μὲ τὴν Θεότητα, γιὰ νὰ γίνουμε κοινωνοὶ καὶ μέτοχοι θείας ζωῆς. Πέθανε γιὰ νὰ νικήσει τὸν θάνατο καὶ ἀναστήθηκε γιὰ νὰ μᾶς χαρίσει τὴν ἀνάσταση. Ἄν ὅμως δὲν φάγουμε τὴν Σάρκα Του καὶ δὲν πιοῦμε τὸ Αἷμα Του, δὲν θὰ ἔχουμε ζωὴ ἀληθινὴ καὶ αἰώνια: «Ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα, ἔχει ζωὴν αἰώνιον· καὶ ἐγὼ ἀναστήσω αὐτὸν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ· ἡ γὰρ σάρξ μου ἀληθῶς ἐστι βρῶσις, καὶ τὸ αἷμα μου ἀληθῶς ἐστι πόσις» (Ἰω. στ΄ 53-54).

 Εἶναι ξεκάθαρο ὅτι γιὰ νὰ ἀξιωθοῦμε αἰωνίου ζωῆς καὶ ἀναστάσεως, εἶναι ἀπαραίτητο νὰ λαμβάνουμε τὰ θεοποιὰ ἅγια Μυστήρια σὲ αὐτὴ τὴν ζωή, τὰ ὁποῖα παρέχουν Πνεῦμα Ἅγιο. Μόνον ἔτσι χορταίνουμε τὴν νοητὴ πεῖνα καὶ δίψα μας καὶ ποθοῦμε τὴν μακαρία ζωὴ τῆς αἰωνιότητος, τὴν ὁποίαν προγευόμαστε μέσα μας ἤδη ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωή.


 Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἐγερθέντι·

 Γιὰ νὰ μετάσχουμε τοῦ Πασχαλίου Δείπνου τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ γιὰ νὰ ἑορτάσουμε πραγματικὴ Ἀνάσταση Χριστοῦ καὶ ἀνάσταση τῆς ὑπάρξεώς μας, πρέπει νὰ παραμένουμε σὲ κατάσταση μετανοίας καὶ φόβου Θεοῦ. Αὐτὴ εἶναι ἡ δική μας συνεισφορὰ ὡς βασικὴ προϋπόθεση συμμετοχῆς. Νηστεύσαμε καὶ προετοιμασθήκαμε γιὰ νὰ φθάσουμε στὴν Λαμπρή, ἀλλὰ ἡ προσπάθεια δὲν σταματᾶ· κατ’ οὐσίαν δὲν ἔχει λήξει. Ὅσο ἡ συνείδησή μας παραμένει ἀγαθὴ καὶ ἀκατάκριτη, ἡ ψυχή μας δέχεται τὸν ἀρραβῶνα τῆς δικῆς μας ἀναστάσεως. Ὅσο πλησιάζουμε στὸν Θεό, τόσο ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ τὴν σκλαβιὰ τῆς ἁμαρτίας.

Ὁ ἐχθρὸς διάβολος δὲν παύει συνεχῶς νὰ δημιουργεῖ μέσα μας βουνὰ ἀπὸ διανοητικὰ ἐμπόδια: ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶναι δῆθεν τρόπος ζωῆς, ὅτι πρόκειται γιὰ κάτι δῆθεν ἀνυπέρβλητο· ὅτι ἡ ἐξακολούθηση τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς ἀποτελεῖ διακινδύνευση ποὺ γεμίζει φόβο στὸν κόσμο τοῦτο· φόβο γιὰ τὴν εὐημερία, γιὰ τὶς σχέσεις, γιὰ τὶς ἐπιδιώξεις, ἀκόμη καὶ γιὰ τὴν ἴδια τὴν βιολογικὴ ζωή· μήπως, δηλαδή, ἀσθενήσουμε, μήπως πεινάσουμε, μήπως ἐμπλακοῦμε στὰ δεινὰ τοῦ ἤδη ἐκσπάσαντος ἀπειλητικοῦ πολέμου, μήπως δὲν θὰ μπορέσουμε νὰ κινηθοῦμε καὶ νὰ ἐργασθοῦμε ἀνεμπόδιστα, μήπως δὲν προλάβουμε νὰ ἐκπληρώσουμε τὰ ὄνειρα καὶ τὶς προσδοκίες μας…

 Ὅμως, ὅλα αὐτὰ ἔστω καὶ ἄν ἀποτελοῦν πιθανότητες, κανονικὰ δὲν ἔχουν οὐσιαστικὴ ἰσχύ. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς στερήσει τὴν πίστη, τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν ἀγάπη. Οὐδεὶς δύναται νὰ μᾶς χωρήσει ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ! (Ρωμ. η΄ 35-39). Μόνον ἀπατηλοὶ ἐκφοβισμοὶ ὑπάρχουν. Μὴν περιπέσουμε στὴν παγίδα τῆς ἀμφιβολίας καὶ τῆς ὑποχωρήσεως. Νὰ προχωροῦμε μὲ ὑπομονὴ καὶ ἀνδρεία ἐκεῖ ὅπου ὁ Ἀναστημένος Κύριος μᾶς προσκαλεῖ: στὸν Σταυρὸ καὶ στὴν Ἀνάσταση, ἀσφαλισμένοι μὲ τὸ πνεῦμα τῆς Μετανοίας ζωντανὸ μέσα μας! Τότε ἡ χαρὰ καὶ ἡ πλησμονὴ τῆς Ἀναστάσεως θὰ μᾶς ἀνυψώσουν στὴν θεία χαρμονὴ τῆς προσδοκίας μας: στὴν Νίκη, στὴν Ζωὴ καὶ στὴν αἰώνια Βασιλεία. Ἀμήν!

Χριστὸς Ἀνέστη! Ἀληθῶς Ἀνέστη!

Η ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ

Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος
†  Ὁ Ἀθηνῶν ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΣ

Τὰ Μέλη

†  Ὁ Εὐρίπου καὶ Εὐβοίας ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ
†  Ὁ Πειραιῶς καὶ Σαλαμῖνος ΓΕΡΟΝΤΙΟΣ
†  Ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
†  Ὁ Θεσσαλονίκης ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ
†  Ὁ Δημητριάδος ΦΩΤΙΟΣ
†  Ὁ Τορόντο ΜΩΫΣΗΣ
†  Ὁ Ἀµερικῆς ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
†  Ὁ Φιλίππων καὶ Μαρωνείας ΑΜΒΡΟΣΙΟΣ
†  Ὁ Ὠρωποῦ καὶ Φυλῆς ΚΥΠΡΙΑΝΟΣ
†  Ὁ Λαρίσης καὶ Πλαταμῶνος ΚΛΗΜΗΣ
†  Ὁ Μεθώνης ΑΜΒΡΟΣΙΟΣ
†  Ὁ Ἔτνα καὶ Πόρτλαντ ΑΥΞΕΝΤΙΟΣ
†  Ὁ Βρεσθένης ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ
†  Ὁ Θεουπόλεως ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ
†  Ὁ Πελαγονίας ΜΑΞΙΜΟΣ

Σάββατο 16 Απριλίου 2022

Μήνυμα τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου γιὰ τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων

 

0 02 05 7a25b0102032c098e0e4447963bd052e12628dafadb7db3e9ec512ff3cbd0266 1c6daa8f784c97

 «Αἰνέσατε συμφώνως, οἱ λαοὶ καὶ τὰ ἔθνη· ὁ γὰρ Βασιλεὺς τῶν Ἀγγέλων, ἐπέβη νῦν τῷ πώλῳ» 

γαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,

   Σήμερα, ἡμέρα μνήμης τῆς ἔνδοξης εἰσόδου τοῦ Σωτήρος Χριστοῦ στὰ Ἰεροσόλυμα μετὰ βαΐων καὶ κλάδων, ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία καλεῖ τὸν κάθε εὐσεβὴ καὶ φιλόθεο σὲ πανήγυρη καὶ ἰδιαίτερη δοξολογία τοῦ Θεοῦ. 

   Μποροῦμε, ὅμως, νὰ αἰσθανθοῦμε τὸ γιατί; 

   ν ὄχι, ἀρκεῖ νὰ σχηματίσουμε στὸ μυαλό μας τὴν εἰκόνα τοῦ θαυμαστοῦ γεγονότος. 

   πως ψάλλει καὶ ὁ ὑμνωδός, «ὁ γὰρ Βασιλεὺς τῶν Ἀγγέλων, ἐπέβη νῦν τῷ πώλῳ»∙ ὁ Βασιλεὺς τοῦ σύμπαντος κόσμου, τῶν ἐπιγείων καὶ τῶν ἐπουρανίων, κάθισε πάνω σὲ ἕνα ταπεινὸ γαϊδουράκι καὶ εἰσῆλθε μὲ πραότητα στὴν Ἰερουσαλήμ γιὰ νὰ ὁλοκληρώσει τὸ σχέδιο τῆς Θείας Οἰκονομίας περὶ τῆς σωτηρίας ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Πόσο παράδοξο τὸ θέαμα… Πορεύεται τὸν καθορισμένο δρόμο γιὰ νὰ σώσει τὸν κόσμο, ὅχι πάνω σὲ ἄρματα μάχης, ἀλλὰ πάνω σὲ εὐτελὲς πουλάρι. Δὲν Τὸν συνοδεύουν στρατιῶτες, μονάχα οἱ λιγοστοὶ φίλοι καὶ μαθητές Του. Ὅπλα δὲν κρατᾶ, γιατὶ δικά Του ὅπλα εἶναι ἡ ὑπερβολικὴ ἀγάπη καὶ ἡ ἀνιδιοτελὴς συγχωρητικότητα. Αὐτὸς εἶναι ὁ Θεός μας. Μὲ αὐτὰ μέλλει νὰ νικήσει. Αὐτὸ τὸ ὑπόδειγμα μᾶς καλεῖ ἡ Ἐκκλησία νὰ ὑμνήσουμε. 

    Κύριος τῶν Κυριευόντων σήμερα, γιὰ ἄλλη μιὰ φορά, μᾶς διδάσκει τὴν ταπείνωση, τὴν ἀρετὴ αὐτὴ ποὺ δυστυχῶς γιὰ τοὺς περισσοτέρους εἶναι ἄγνωστη. Καθὼς πορεύεται πρὸς τὴν Ἁγία Γῆ, ὁ ὄχλος σὲ πανηγυρικὴ διάθεση, ἔχοντας λάβει ἀποκάλυψη ἀπὸ τὸν Θεὸ, φωνάζει «Ὡσαννά· εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου». Ἄλλοι κρατοῦν στὰ χέρια τὰ βάια τῶν φονίκων. Ἄλλοι στρώνουν τὰ ἰμάτια τους στὴν ὁδὸ γιὰ νὰ διαβεῖ ὁ Ἐρχόμενος, ὁ πάντοτε Ἐρχόμενος καὶ ἔτοιμος νὰ θυσιασθεῖ γιὰ ἐκείνους ποὺ θέλουν τὴν σωτηρία τους. Πράγματι, ἔνδοξη εἴσοδος! 

   Μέσα σὲ αὐτὴ τὴν δόξα ποὺ γιὰ μόνη φορὰ λαμβάνει ἐπὶ γῆς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ὄντας ἀνάμεσά τους, δέος μᾶς προκαλεῖ τὸ ὅτι ἐπέλεξε τὸ γαϊδουράκι γιὰ ὄχημά Του. Τὸ ζῶο, τὸ καταφρονημένο γιὰ τοὺς πολλούς, ἔγινε ἄρμα τοῦ Θεοῦ μας. Δὲν εἶναι τυχαῖο. Ὁ Χριστὸς «ταπεινοῖς δίδωσι χάριν», καθὼς ἀναπαύεται στοὺς ταπεινούς. 

   Μέσα σὲ αὐτὴ τὴν δόξα, δὲν ὑπάρχει σὲ Αὐτὸν οὔτε ἴχνος ἔπαρσης καὶ αὐτὸ γιατὶ παραμένει ἀφοσιωμένος στὸν στόχο Του. Δὲν εἰσέρχεται στὴν Ἰερουσαλὴμ γιὰ νὰ κάνει ἐπίδειξη. Οἱ ἔπαινοι τοῦ ὄχλου δὲν Τον ἀγγίζουν, διότι δὲν ἦρθε στὴν γῆ γιὰ νὰ δοξασθεῖ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Μπαίνει στὰ Ἰεροσόλυμα γιὰ νὰ δικαστεῖ, νὰ ἐμπτυσθεῖ, νὰ ἐμπαιχθεῖ, νὰ μαστιγωθεῖ, νὰ σταυρωθεῖ καί, τελικά, νὰ ἀναστηθεῖ καὶ νὰ χαρίσει στὸν κόσμο τὴν αἰώνια ζωή. Γνωρίζει ὅτι κάποιοι ἀπὸ ἐκείνους ποὺ σήμερα φωνάζουν τὸ «Ὡσαννά» σὲ λίγες μέρες θὰ κράζουν τὸ «Σταυρωθήτω». 

   Αὐτὴ ἡ ἀνθρώπινη συμπεριφορὰ ἀποτελεῖ διαχρονικὸ φαινόμενο καὶ ἔχει ὡς ρίζα ἕνα κακὸ ποὺ μέχρι καὶ τὸν Θεὸ μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει στὸν Σταυρό. Αὐτὸ εἶναι τὸ θέλημα ποὺ δὲν συμβαδίζει μὲ τὸ Θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τὴν μιὰ μέρα, γιὰ τὸ θεαθῆναι τοῖς ἀνθρώποις, ἕνα τμῆμα τοῦ ὄχλου ὑποδέχεται τὸν Χριστὸ μὲ τὴν προσδοκία ἑνὸς ἐπίγειου βασιλιά, ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ ἦρθε γιὰ νὰ τοὺς χαρίσει τὴν ἄνεση, καὶ σὲ λίγες μέρες, ὅταν ἀντιλαμβάνονται ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ ὅλα αὐτὰ καὶ δὲν τοὺς ἰκανοποιεῖ τὰ θελήματα, Τὸν ὁδηγοῦν μὲ τὸν αὐτὸ ἐνθουσιασμὸ ἐπάνω στὸν Σταυρό. 

   Αὐτό, δυστυχῶς, συμβαίνει καὶ σήμερα. Πόσοι ἐκ τῶν χριστιανῶν ἐπειδὴ δὲν γίνεται τὸ θέλημά τους, ἀκυρώνουν μὲ τὴν συμπεριφορά τους τὸν Θεό, Ἐκεῖνον ποὺ λένε ὅτι πιστεύουν; Πόσοι νομίζουν ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἀποτελεῖ κτῆμα τους καὶ σπεύδουν μέσα σὲ αὐτὴν νὰ δημιουργήσουν ἕναν θεό κομμένο καὶ ραμμένο στὰ μέτρα τους; Μπορεῖ νὰ εἶναι λίγοι, ἴσως καὶ πολλοί. Πρέπει, ὅμως, νὰ γνωρίζουν ὅτι οἱ πεισματικές, οἱ ἀναρχικὲς συμπεριφορές, δὲν ἀνήκουν στὴν Ὀρθοδοξία, ἀλλὰ ἀποτελοῦν δεῖγμα φαρισαϊσμοῦ. Οἱ Φαρισαῖοι ὅταν εἶδαν ὅτι ὁ ὄχλος μὲ τόση λαμπρότητα ὑποδέχθηκε τὸν Χριστό, ἀνησύχησαν μὴν χάσουν τὴν ἀξία τους στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων.Οἱ δῆθεν ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ Τὸν ἀμφισβήτησαν, παρόλο ποὺ ἡ γραφὴ ἀποδείκνυε ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Θεός. Ἐκεῖνος, ὅμως, ἄν καὶ λυπούμενος γιὰ τὴν πώρωση τῆς καρδιᾶς τους, δὲν τοὺς εἶχε ἀνάγκη, καθώς ἐκ στόματος νηπίων καὶ θηλαζόντων ἄκουσε τὸν ἄγγελικὸ αἶνο «Ὡσαννά, εὐλογημένος εἶ ὁ Ἐρχόμενος».

γαπητοὶ ἀδελφοί, 

    παροῦσα ἡμέρα μᾶς θέτει ἕνα σημαντικὸ δίλημμα∙ μὲ ποιὸ τμῆμα τοῦ ὄχλου θέλουμε νὰ εἴμαστε γιὰ νὰ ὑποδεχθοῦμε τὸν Χριστό; Μὲ ἐκείνους ποὺ ἀφενὸς φώναζαν τὸ «Ὡσαννά», ἀφετέρου τὸ «Σταυρωθήτω» ἤ μὲ ἐκείνους ποὺ φώναζαν τὸ «Ὡσαννά» ὡς ἔνδειξη εὐχαριστίας γιὰ Ἐκεῖνον ποὺ μὲ τὸν ἀτιμωτικό Του θάνατο νίκησε τὸν θάνατο;

   Τὶς ἅγιες τοῦτες ἡμέρες τοῦ Θείου Πάθους καὶ τῆς Ἀναστάσεως, ὅταν στὴν πατρίδα μας ὑπάρχει ἀκόμα μία ξεχωριστὴ εὐλογία, ἐλεύθεροι ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὶς μικρότητες ποὺ ἐνδεχομένως νὰ μᾶς χαρακτηρίζουν, ἄς ἐκμεταλλευτοῦμε τὴν εὐκαιρία νὰ ὑποδεχθοῦμε στὴ ζωή μας τὸν Ἄρχοντα τῆς Εἰρήνης, Ἐκεῖνον ποὺ μόνο Φῶς σκόρπισε, Ἐκεῖνον ποὺ μόνο γιὰ Ἀγάπη μίλησε, ἀλλὰ ἡ ἀχαριστία τῶν διαχρονικῶν Φαρισαίων Τὸν ὁδήγησε στὸν Σταυρό. Ἐκεῖνοι ποὺ Τὸν καταδίκασαν, εὐθὺς καταδικάσθηκαν. Ἐκεῖνοι ποὺ Τὸν ἔβαλαν στὴν καρδιά τους, πλημμύρισαν ἀπὸ Ζωή. Ὁ καθένας μας εἶναι ἐλεύθερος νὰ ἐπιλέξει.

ὁ Ἐπίσκοπός σας

 †  Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος

Πέμπτη 14 Απριλίου 2022

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΠΡΟΣΚΑΛΕΙ ΤΗΝ ΑΜΑΡΤΩΛΗ ΨΥΧΗ (Ἅγιος Τύχων Ζαγκόρσκ)

 


Ὁ Χριστὸς προσκαλεῖ τὴν ἁμαρτωλὴ ψυχή


Ἅγιος Τύχων Ζαγκόρσκ

 Γιατὶ μὲ ἐγκατέλειψες, ἄνθρωπε; Γιατὶ ἀποστράφηκες ἀπὸ τὸν ἀγαπήσαντά σε; Γιατὶ πάλιν ἑνώθηκες μὲ τὸν ἐχθρό μου; Θυμήσου πώς κατέβηκα γιά σένα ἀπὸ τοὺς οὐρανούς. Θυμήσου πώς ἔγινα γιά σένα σάρκα. Θυμήσου πώς γεννήθηκα γιά σένα ἀπὸ τὴν Παρθένο. Θυμήσου πώς ἔγινα γιά σένα βρέφος. Θυμήσου πώς ταπεινώθηκα γιά σένα. Θυμήσου πώς ἐφτώχυνα γιά σένα. Θυμήσου πώς ἔζησα γιά σένα ἐπὶ τῆς γῆς. Θυμήσου πώς ὑπέμεινα γιά σένα διωγμούς.

Θυμήσου πώς ἀποδέχτηκα, γιά σένα, τὶς κακολογίες,τὶς ὕβρεις, τὶς ἀτιμώσεις, τὶς πληγές, τοὺς ἐμπτυσμούς,τοὺς κολαφισμούς, τὶς κοροϊδίες καὶ τὶς καταδίκες. Θυμήσου πώς γιά σένα «μετὰ ἀνόμων ἐλογίσθην». Θυμήσου πώς γιά σένα ἔλαβα τὸν ἀτιμωτικὸ θάνατο. Θυμήσου πώς γιά σένα ἐνταφιάστηκα. Κατέβηκα ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς γιά νά σὲ ἀνεβάσω στούς οὐρανούς. Ταπεινώθηκα γιά νά σὲ ὑψώσω. Ἐπτώχευσα γιά νά σὲ πλουτίσω. Ἀτιμάστηκα γιά νά σὲ δοξάσω. Πληγώθηκα γιά νά σὲ ζωντανέψω.

Ἐσὺ ἔκανες τὴν ἁμαρτία, καὶ Ἐγὼ πῆρα αὐτὴ τὴν ἁμαρτία ἐπάνω μου. Ἐσὺ φταῖς, καὶ Ἐγὼ ἐκτελέστηκα. Ἐσὺ εἶσαι ὀφειλέτης, καὶ Ἐγὼ πλήρωσα τὸ χρέος. Ἐσὺ καταδικάστηκες σὲ θάνατο, καὶ Ἐγὼ πέθανα γιά σένα.

Μὲ προσέλκυσε νά τὸ κάνω ἡ ἀγάπη μου καί ἡ εὐσπλαχνία μου. Δέν μπόρεσα νά ἀντέξω νά ὑποφέρεις, εὑρισκόμενος σὲ τόση δυστυχία. Καὶ ἐσὺ περιφρονεῖς αὐτὴν τὴν ἀγάπη μου; Ἀντὶ ἀγάπης μοῦ ἀνταποδίδεις τὸ μῖσος. Ἀντὶ Ἐμένα ἀγαπᾶς τὴν ἁμαρτία. Ἀντὶ νά μὲ ὑπηρετεῖς, λειτουργεῖς τὰ πάθη σου. Ἀλλὰ τὶ βρῆκες σὲ Μένα πού θὰ ἔπρεπε νά ἀποφύγεις;

Γιατὶ δέν θέλεις νά ἔρθεις σ΄ Ἐμένα; Ἀναζητᾶς καλὸ γιά τὸν ἑαυτὸ σου; Κάθε καλὸ τὸ ἔχω Ἐγώ. Ἀναζητᾶς τὴν μακαριότητα; Κάθε μακαριότητα τὴν ἔχω Ἐγώ. Ἀναζητᾶς τὴν ὀμορφιά; Τὶ ὑπάρχει πιὸ ὄμορφο ἀπὸ Μένα; Ἀναζητᾶς τὴν εὐγένεια; Ποιός εἶναι  πιὸ εὐγενὴς ἀπὸ τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν Παρθένο; Ἀναζητᾶς τὸ ὑψηλό; Τὶ  εἶναι  πιὸ ὑψηλὸ ἀπὸ τὸ Βασιλέα τῶν οὐρανῶν;

Ἀναζητᾶς τὴν δόξα; Ποιός  εἶναι  πιὸ ἔνδοξος ἀπὸ Μένα; Ἀναζητᾶς τὸν πλοῦτο; Ὅλα τὰ πλούτη βρίσκονται σὲ Μένα. Ἀναζητᾶς τή σοφίᾳ; Ἐγὼ εἶμαι ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ. Ἀναζητᾶς τὴν φιλία; Ποιός  εἶναι  φιλικότερος ἀπὸ Μένα, πού ἔδωσα τὴν ψυχή μου γιά ὅλους σας; Ἀναζητᾶς τὴν βοήθεια; Ποῖος μπορεῖ νά σὲ βοηθήσει ἐκτὸς ἀπὸ Μένα;

Ἀναζητᾶς τὸν γιατρό; Ποιός μπορεῖ νά σὲ θεραπεύσει ἐκτὸς ἀπὸ Μένα; Ἀναζητᾶς τὴν ἀγαλλίαση; Ποιός θὰ σοῦ τὴν δώσει ἐκτὸς ἀπὸ Μένα; Ἀναζητᾶς τὴν παρηγορία μέσα στίς θλίψεις σου; Ποιός θὰ σὲ παρηγορήσει ἐκτὸς ἀπὸ Μένα; Ἀναζητᾶς τὴν ἡσυχία; Σ’ ἐμένα θὰ βρεῖς τὴν ἡσυχία γιά τὴν ψυχή σου. Ἀναζητᾶς τὴν εἰρήνη; Ἐγὼ εἶμαι ἡ εἰρήνη τῆς ψυχῆς.

Ἀναζητᾶς τή ζωή; Ἐγὼ ἔχω πηγὴ ζωῆς. Ἀναζητᾶς τὸ φῶς; Ἐγὼ εἶμαι τὸ φῶς τοῦ κόσμου. Ἀναζητᾶς τὴν ἀλήθεια; Ἐγὼ εἶμαι ἡ ἀλήθεια. Ἀναζητᾶς τὴν ὁδό; Ἐγὼ εἶμαι ἡ ὁδός. Ἀναζητᾶς τὸν ὁδηγὸ στόν  Οὐρανό; Ἐγὼ εἶμαι ὁ πιστὸς ὁδηγός. Λοιπόν, γιατὶ δέν θέλεις νά ἔρθεις σ’ Μένα; Δέν τολμᾶς νά μὲ πλησιάσεις; Ποιός, ἀλήθεια, εἶναι πιὸ εὐπρόσιτος ἀπὸ Μένα; Φοβᾶσαι νά Μὲ παρακαλεῖς; Πότε, ἀλήθεια, ἀρνήθηκα νά πραγματοποιήσω κάτι, ὅταν Μὲ παρακαλέσαν μὲ πίστη;

Δέν σοῦ ἐπιτρέπουν οἱ ἁμαρτίες; Ὅμως Ἐγὼ πέθανα γιά τοὺς ἁμαρτωλούς. Στενοχωριέσαι γιά τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν σου; Ἀλλὰ ἡ εὐσπλαχνία μου εἶναι πιὸ μεγάλη. «Δεῦτε πρὸς Μὲ πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς».

Δευτέρα 11 Απριλίου 2022

ΟΥΡΑΝΟΔΡΟΜΟΣ ΚΛΙΜΑΞ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ: ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΝ Περὶ διακρίσεως

ΛΟΓΟΣ ΕΙΚΟΣΤΟΣ ΕΚΤΟΣ

Περὶ διακρίσεως

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΝ.
(Περὶ διακρίσεως εὐδιακρίτου)

«ΟΝ ΤΡΟΠΟΝ ἐπιποθεῖ ἡ ἔλαφος φλεγομένη τὰ νάματα» (Ψαλμ. μα´ 2), ἔτσι εἶναι ποθητὴ στοὺς μοναχοὺς ἡ κατανόησις τοῦ ἀγαθοῦ θείου θελήματος. Ἐπὶ πλέον δὲ καὶ τοῦ συγκεκριμένου, (ὅταν δηλαδὴ στὸ ἀγαθὸ ὑπάρχῃ καὶ τὸ κακό), καθὼς ἐπίσης καὶ τοῦ ἀντιθέτου· περὶ τῶν ὁποίων «πολὺς ἡμῖν ὄντως ὁ λόγος καὶ δυσερμήνευτος» (Ἑβρ. ε´ 11). Δύσκολα ἀντιλαμβάνεται κανεὶς ποιὲς ἀπὸ τὶς μοναχικές μας ὑποθέσεις πρέπει νὰ τακτοποιοῦνται ταχύτατα καὶ χωρὶς καμμία ἀναβολή, σύμφωνα μὲ ἐκεῖνον ποὺ λέγει: «Οὐαὶ ὁ ἀναβαλλόμενος ἡμέραν ἐξ ἡμέρας» (πρβλ. Σοφ. Σειρὰχ ε´ 7) καὶ καιρὸν ἐκ καιροῦ. Καὶ ποιὲς πάλι, μὲ ἠρεμία καὶ περίσκεψι, ὅπως μᾶς συμβουλεύει ἐκεῖνος ποὺ εἶπε: «Μετὰ κυβερνήσεως γίνεται πόλεμος» (Παρ. κδ´ 6)· καθὼς ἐπίσης: «Πάντα εὐσχημόνως καὶ κατὰ τάξιν γινέσθω» (Α´ Κορ. ιδ´ 40).

Δὲν εἶναι! Ὄχι! Δὲν εἶναι τοῦ τυχόντος νὰ διακρίνῃ ἀμέσως καὶ εὐκρινῶς τὰ δυσδιάκριτα αὐτὰ πράγματα. Ἀφοῦ καὶ αὐτὸς ὁ θεοφόρος Δαβίδ, ποὺ ὡμιλοῦσε μέσα του τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, πολλὲς φορὲς προσεύχεται γι᾿ αὐτό. Καὶ ἄλλοτε λέγει: «Δίδαξόν με τοῦ ποιεῖν τὸ θέλημά σου, ὅτι σὺ εἶ ὁ Θεός μου» (Ψαλμ. ρμβ´ 10). Ἄλλοτε: «Ὁδήγησόν με ἐπὶ τὴν ἀλήθειάν σου» (Ψαλμ. κδ´ 5). Καὶ ἄλλοτε: «Γνώρισόν μοι, Κύριε, ὁδὸν ἐν ᾗ πορεύσομαι, ὅτι πρὸς σὲ ἀπὸ πάσης μερίμνης βιοτικῆς καὶ πάθους, τὴν ψυχήν μου ᾗρα καὶ ὕψωσα» (πρβλ. Ψαλμ. ρμβ´ 8).

2. Ὅσοι ἐπιθυμοῦν νὰ μάθουν τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου, ὀφείλουν προηγουμένως νὰ θανατώσουν τὸ ἰδικό τους. Ἀφοῦ δὲ προσευχηθοῦν μὲ πίστι καὶ ἀπονήρευτη ἁπλότητα, ἂς ἐρωτήσουν μὲ ταπείνωσι καρδίας καὶ ἀδίστακτο λογισμὸ τοὺς γέροντας ἢ καὶ τοὺς ἀδελφοὺς ἀκόμη, καὶ ἂς δεχθοῦν τὶς συμβουλές τους σὰν ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Θεοῦ, ἔστω καὶ ἐὰν εἶναι ἀντίθετες πρὸς τὸ θέλημά τους· ἔστω καὶ ἐὰν δὲν εἶναι καὶ τόσο πνευματικοὶ οἱ ἐρωτηθέντες· διότι δὲν εἶναι ἄδικος ὁ Θεὸς νὰ ἀφήσῃ νὰ πλανηθοῦν ψυχὲς ποὺ μὲ πίστι καὶ ἀκακία ἐταπεινώθηκαν ἐμπρὸς στὴν συμβουλὴ καὶ στὴν κρίσι τοῦ πλησίον.

Ἀκόμη καὶ ἀνίδεοι ἐὰν εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἐρωτῶνται, ἐκεῖνος ποὺ ἀπαντᾶ μὲ τὸ στόμα τους εἶναι ὁ ἄϋλος καὶ ἀόρατος Θεός.

Ὅσοι ἀκολουθοῦν ἀδίστακτα αὐτὸν τὸν κανόνα, εἶναι ἄνθρωποι μὲ πολλὴ ταπείνωσι. Ἐὰν κάποιος ἔθετε τὸ πρόβλημά του ἐμπρὸς στὸν ἦχο τοῦ Ψαλτηρίου (πρβλ. Ψαλμ. μη´ 5), πόσο νομίζετε ὅτι ὑπερτερεῖ ὁ λογικὸς νοῦς καὶ ἡ νοερὰ ψυχὴ ἀπὸ τὸν ἦχο ἑνὸς ἀψύχου πράγματος;

Πολλοὶ ὅμως ἀπὸ τὴν αὐταρέσκειά τους δὲν ἀξιώθηκαν νὰ ἐνστερνισθοῦν τὸν τέλειο καὶ εὔκολο αὐτὸν τρόπο. Αὐτοὶ προσεπάθησαν νὰ ἀντιληφθοῦν τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου μὲ τὶς ἰδικές τους δυνατότητες, καὶ μᾶς ἐξέφεραν ἐπ᾿ αὐτοῦ πολυάριθμες καὶ ποικίλες γνῶμες.

3. Μερικοί, ἀσχολούμενοι μὲ τὰ θέματα αὐτά, ἐσταμάτησαν κάθε προσπάθεια τοῦ λογικοῦ τους στὸ νὰ δεχθῇ μία ἀπὸ τὶς δυὸ γνῶμες τους, εἴτε τὴν θετικὴ εἴτε τὴν ἀρνητική.

Καὶ μὲ γυμνὸ τὸν νοῦ τους ἀπὸ τὸ ἰδικό τους θέλημα, προσευχήθηκαν θερμὰ στὸν Κύριον ὡρισμένες ἡμέρες, καὶ ἔτσι κατώρθωσαν νὰ γνωρίσουν τὸ θεῖον θέλημα. Δηλαδή: Ἢ κάποιος νοῦς ὡμίλησε νοερῶς στὸν νοῦ τους ἢ ἐξηφανίσθη τελείως ἡ μία γνώμη ἀπὸ τὴν ψυχή.

Ἄλλοι ἀπὸ τὶς θλίψεις, τὶς ἀνωμαλίες καὶ ἀποτυχίες ποὺ συνέβησαν σὲ προσπάθειά τους, κατενόησαν (ὅτι δὲν ἦταν σύμφωνή μὲ τὸ θεῖον θέλημα καί) ὅτι τὰ ἐμπόδια ἦλθαν κατὰ παραχώρησι Θεοῦ, στηριζόμενοι σ᾿ ἐκεῖνον ποὺ εἶπε: «Ἠθελήσαμεν ἐλθεῖν πρὸς ὑμᾶς καὶ ἅπαξ καὶ δίς, καὶ ἐνέκοψεν ἡμᾶς ὁ σατανᾶς» (Α´ Θεσ. β´ 18). Καὶ ἄλλοι ἀντιθέτως ἀπὸ τὴν ἀνέλπιστη συμπαράστασι ποὺ εὕρισκαν, ἀντελήφθησαν ὅτι ἡ προσπάθειά τους εἶναι ἀρεστὴ στὸν Θεόν, καὶ εἶπαν: «Παντὶ τῷ προαιρουμένῳ τὸ ἀγαθὸν συνεργεῖ ὁ Θεός» (πρβλ. Ρωμ. η´ 28).

4. Ὅποιος ἀπέκτησε μέσα του τὸν Θεὸν δι᾿ ἐλλάμψεως, αὐτός, καὶ στὰ πράγματα ποὺ ἐπείγουν καὶ στὰ ἀντίθετα, πληροφορεῖται τὸ θεῖον θέλημα μὲ τὸν δεύτερο τρόπο, (τὴν προσευχή), ὄχι ὅμως μὲ ἀναμονὴ καὶ πάροδο χρόνου.

5. Τὸ νὰ διστάζῃ κανεὶς στὶς κρίσεις καὶ ἀποφάσεις καὶ νὰ μένῃ ἐπὶ πολὺ ἀπληροφόρητος, ἀποδεικνύει ὅτι εἶναι ψυχὴ ἀφώτιστη καὶ φιλόδοξη. Διότι δὲν εἶναι ὁ Θεὸς ἄδικος νὰ κλείνῃ τὴν πόρτα σὲ ὅσους κρούουν ταπεινά. Σὲ ὅλα μας τὰ ἔργα, καὶ στὰ ἄμεσα καὶ στὰ ἀπώτερα, ἂς ἀναζητοῦμε τὴν σημασία ποὺ ἔχουν ὅσον ἀφορᾶ τὸν Κύριον. Ὅλα ὅσα γίνονται χωρὶς προσπάθεια καὶ χωρὶς μολυσμό, μόνο γιὰ τὸν Κύριον καὶ ὄχι γιὰ τίποτε ἄλλο, αὐτὰ καὶ ἂν ἀκόμη δὲν εἶναι τελείως ἀγαθά, ὅμως γιὰ ἀγαθὰ θὰ μᾶς λογισθοῦν. Διότι ἔχει ἐπικίνδυνη κατάληξι τὸ νὰ πολυλεπτολογοῦμε καὶ νὰ ἐρευνοῦμε πράγματα ποὺ ὑπερβαίνουν τὶς δυνάμεις μας.

6. Μυστικὸ καὶ ἀνεξιχνίαστο εἶναι τὸ σχέδιο καὶ τὸ κρίμα ποὺ ἔχει ὁ Θεὸς γιὰ μᾶς. Πολλὲς φορὲς ἐπὶ παραδείγματι θέλει νὰ ἀποκρύψῃ ἀπὸ ἐμᾶς κατ᾿ οἰκονομία τὸ θεῖον θέλημά Του, γνωρίζοντας πὼς καὶ ἂν τὸ μάθωμε θὰ τὸ παραβοῦμε, ὁπότε καὶ θὰ τιμωρηθοῦμε περισσότερο.

7. Ἡ εὐθεία καρδία εἶναι ἀπηλλαγμένη ἀπὸ τὰ πολύπλοκα καὶ πολυειδῆ πράγματα, καὶ ταξειδεύει ἀκίνδυνα μὲ τὸ πλοῖο τῆς ἀκακίας.

8. Ὑπάρχουν ἀνδρεῖες ψυχὲς ποὺ ἐπιβάλλουν στὸν ἑαυτό τους ἀγῶνες ὑπεράνω τῶν δυνάμεών τους ἀπὸ ἔρωτα πρὸς τὸν Θεὸν καὶ μὲ ταπεινὸ φρόνημα στὴν καρδιά. Ὑπάρχουν ὅμως καὶ ὑπερήφανες καρδιὲς ποὺ κάνουν τὸ ἴδιο. Ἔχουν δὲ οἱ ἐχθροί μας σκοπὸ νὰ μᾶς προτρέπουν πολλὲς φορὲς σὲ πράγματα ἀνώτερα τῶν δυνάμεών μας, γιὰ νὰ κουρασθοῦμε ψυχικά, νὰ μὴ κατορθώσωμε ἔπειτα καὶ ὅσα εἶναι τῶν δυνάμεών μας, καὶ νὰ καταντήσωμε ἔτσι περίγελος στὰ μάτια τους.

9. Εἶδα μερικούς μὲ ἀδύνατη ψυχὴ καὶ ἀσθενικὸ σῶμα νὰ ἀποδύωνται γιὰ τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν τους σὲ ἀγῶνες ἀνωτέρους τῶν δυνάμεών τους, ἀλλὰ τελικὰ νὰ μὴ μποροῦν νὰ ἀνθέξουν. Ἐγὼ τοὺς εἶπα ὅτι στὶς περιπτώσεις αὐτὲς ὁ Θεὸς κρίνει τὴν μετάνοια ἀνάλογα μὲ τὸ μέτρο τῆς ταπεινώσεως καὶ ὄχι τῶν καμάτων.

10. Μερικὲς φορὲς ἡ κακὴ ἀνατροφὴ ἀποτελεῖ τὴν αἰτία πολὺ μεγάλων ἁμαρτιῶν. Ἐπίσης καὶ ἡ κακὴ συναναστροφή. Πολλὲς ὅμως φορὲς μία διεστραμμένη ψυχὴ ἐπαρκεῖ μόνη της γιὰ τὴν καταστροφή της. Ὅποιος ἐσώθηκε ἀπὸ τὰ δυὸ πρῶτα, ἐσώθηκε ἴσως καὶ ἀπὸ τὸ τρίτο. Ὅποιος ὅμως ἔχει τὸ τρίτο, σὲ ὁποιοδήποτε τόπο καὶ ἂν εὑρεθῇ, δὲν προκόπτει, ἀφοῦ ἄλλωστε κανένας τόπος δὲν εἶναι πιὸ ἀσφαλὴς ἀπὸ τὸν οὐρανό, (ἀπ᾿ ὅπου ἔπεσε ὁ διάβολος).

11. Τοὺς ἀπίστους ἢ τοὺς αἱρετικοὺς ποὺ μᾶς ἐπιτίθενται μὲ κακότητα, ἂς τοὺς ἀφίνουμε «μετὰ πρώτην καὶ δευτέραν νουθεσίαν» (Τίτ. γ´ 10). Στοὺς ἐπιθυμοῦντας ὅμως νὰ μάθουν τὴν ἀλήθεια, «τὸ καλὸν ποιοῦντες ἕως αἰῶνος μὴ ἐκκακῶμεν» (Γαάλ. ς´ 9). Ἀλλὰ καὶ στὶς δυὸ περιπτώσεις ἂς εἶναι ἡ συμπεριφορά μας ἀνάλογη μὲ τὴν ψυχική μας δύναμι καὶ ἀντοχή.

12. Εἶναι παράλογος ὅποιος πέφτει σὲ ἀπόγνωσι, ἀκούοντας τὰ ὑπερφυσικὰ κατορθώματα τῶν Ἁγίων. Αὐτὰ ἀντιθέτως τὸν ἐκπαιδεύουν ἄριστα σ᾿ ἕνα ἀπὸ τὰ δυό: Ἢ τὸν παρακινοῦν μὲ τὴν ὁσιακὴ ἀνδρεία τους πρὸς μίμησι· ἢ πρὸς μεγάλη αὐτοκατάκρισι καὶ ἀναγνώρισι τῆς ἀδυναμίας του μὲ τὴν τρεῖς φορὲς ὁσιακὴ ταπείνωσι.

13. Ὑπάρχουν ἀκάθαρτοι δαίμονες, πονηρότεροι τῶν πονηρῶν, οἱ ὁποῖοι μᾶς συμβουλεύουν νὰ μὴ κάνωμε μόνοι μας τὴν ἁμαρτία. Αὐτοὶ ἐπιθυμοῦν νὰ ἔχωμε καὶ ἄλλους συνενόχους στὸ κακό, γιὰ νὰ μᾶς ἑτοιμάσουν βαρύτερη τιμωρία. Εἶδα μία ἁμαρτωλὴ συνήθεια ποὺ τὴν ἔμαθε ὁ ἕνας ἀπὸ κάποιον ἄλλο. Ἔπειτα ἐκεῖνος ποὺ τὴν ἐδίδαξε ἦλθε σὲ συναίσθησι, ἄρχισε νὰ μετανοῆ καὶ ἐσταμάτησε τὴν ἁμαρτία. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ μαθητὴς του συνέχιζε νὰ τὴν διαπράττη, καὶ ἡ ἰδική του μετάνοια ἀπέβη ἀτελὴς καὶ ἀνίσχυρη.

14. Μεγάλη, πράγματι, μεγάλη εἶναι ἡ πονηρία τῶν δαιμόνων· δύσκολα τὴν ἀντιλαμβανόμεθα καὶ ὀλίγοι τὴν βλέπουν. Καὶ αὐτοὶ οἱ ὀλίγοι, νομίζω, δὲν τὴν βλέπουν ὁλόκληρη. Ἀλήθεια, πῶς συμβαίνει πολλὲς φορὲς νὰ εἴμαστε χορτασμένοι ἀπὸ ἀπολαυστικὰ φαγητά, καὶ ἐν τούτοις νὰ ἀγρυπνοῦμε μὲ καθαρὸ νοῦ, καὶ ἄλλες φορὲς νὰ νηστεύωμε καὶ νὰ ταλαιπωρούμεθα, καὶ ἐν τούτοις νὰ μᾶς κυριεύῃ ἄσχημα ὁ ὕπνος; Νὰ ἡσυχάζωμε, καὶ ἐν τούτοις νὰ εἴμαστε σκληροί, καὶ νὰ συναναστρεφώμαστε ἄλλους, καὶ νὰ εἴμαστε γεμάτοι κατάνυξι; Ἐνῷ πεινοῦμε ὑπερβολικά, νὰ ἔχωμε πειρασμοὺς στὸν ὕπνο, καὶ ἐνῷ εἴμαστε χορτάτοι, νὰ μὴν ἐνοχλούμεθα καθόλου; Ἐνῷ περνοῦμε πτωχικά, νὰ γινώμαστε σκυθρωποὶ καὶ ἀσυγκίνητοι, καὶ ἐνῷ περνοῦμε πλούσια καὶ μὲ οἰνοποσίες, νὰ παρουσιαζώμαστε γεμάτοι ἱλαρότητα καὶ κατανυκτικότητα; Γι᾿ αὐτὰ ὅποιος μπορεῖ μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Κυρίου, ἂς διαφωτίσῃ ὅσους εἶναι ἀφώτιστοι. Διότι ἐμεῖς σ᾿ αὐτὰ τὰ θέματα εἴμαστε ἀφώτιστοι. Τὸ μόνο ποὺ ἔχομε νὰ εἰποῦμε εἶναι ὅτι οἱ ἀλλαγὲς αὐτὲς δὲν ὀφείλονται πάντοτε στοὺς δαίμονας, ἀλλὰ μερικὲς φορὲς στὴν κράσι καὶ στὴν κατάστασι τοῦ σώματος, στὸ ἀκάθαρτο καὶ ἀχόρταγο αὐτὸ πάχος ποὺ μᾶς ἐδόθηκε καὶ ποὺ -δὲν ξέρω πῶς- δέθηκε γύρω στὴν φύσι μας.

Γιὰ τὶς δυσδιάκριτες αὐτὲς μεταπτώσεις ἂς παρακαλέσωμε εἰλικρινὰ καὶ ταπεινὰ τὸν Κύριον. Καὶ ἐὰν μετὰ τὸ διάστημα τῶν προσευχῶν μας διαπιστώσωμε ὅτι συνεχίζεται μία ὡρισμένη κατάστασις, τότε θὰ καταλάβωμε ὅτι δὲν προέρχεται ἀπὸ τοὺς δαίμονες, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν φύσι μας. Πολλὲς φορὲς ὅμως καὶ ἀπὸ τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος ἐπιθυμεῖ νὰ μᾶς εὐεργετῆ, σύμφωνα μὲ τὰ σοφὰ σχέδιά Του, καὶ μὲ τὰ ἀντίθετα, γιὰ νὰ καταστέλλῃ ἔτσι μὲ κάθε τρόπο τὴν οἴησί μας. Εἶναι δύσκολο καὶ ἐπικίνδυνο νὰ περιεργάζεται κανεὶς τὸν βυθὸ τῶν κριμάτων τοῦ Θεοῦ, διότι αὐτοῦ τοῦ εἴδους οἱ περίεργοι ταξειδεύουν μὲ τὸ πλοῖο τῆς οἰήσεως. [Χάριν ὅμως τῆς ἀσθενείας πολλῶν θὰ πρέπει νὰ εἰποῦμε μερικά].

15. Ἐρώτησε κάποιος ἕναν διορατικό: «Γιατί ὁ Θεὸς ἐστόλισε μερικούς μὲ χαρίσματα καὶ θαυματουργικὲς ἱκανότητες, ἀφοῦ προεγνώριζε τὶς μελλοντικὲς πτώσεις τους»; Καὶ ἐκεῖνος τοῦ λέγει: «Γιὰ νὰ προφυλάξῃ τοὺς ὁμοίους των πνευματικοὺς ἄνδρας, γιὰ νὰ φανῇ ὅτι ἔχομε τὸ αὐτεξούσιον, καὶ γιὰ νὰ καταστήσῃ τοὺς πεσόντας ἀναπολογήτους τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως».

16. Ὁ Μωσαϊκὸς νόμος ὡς μὴ τέλειος λέγει: «Πρόσεχε σεαυτῷ» (Δευτερ. δ´ 9), ἐνῷ ὁ Κύριος ὡς ὑπερτέλειος μᾶς παρήγγειλε ἐπὶ πλέον καὶ γιὰ τὴν διόρθωσι τοῦ ἀδελφοῦ μας: «Ἐὰν ἁμάρτῃ ὁ ἀδελφός σου ἢ μᾶλλον ἡ ὑπόδειξίς σου εἶναι ἄδολη καὶ ταπεινή, τότε μὴν ἀμελήσης τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου καὶ μάλιστα σὲ αὐτοὺς ποὺ δέχονται τὴν ὑπόδειξι. Ἐὰν ὅμως δὲν ἔχης φθάσει ἀκόμη σ᾿ αὐτὸ τὸ σημεῖο, ἂς ἐκτελῆς ἔστω τὴν ἐντολὴ τοῦ Νόμου.

17. Μὴν ἐκπλήττεσαι βλέποντας καὶ τοὺς προσφιλεῖς σου νὰ σὲ ἐχθρεύωνται (ἐπειδὴ τοὺς ἐλέγχεις). Διότι οἱ ἐπιπόλαιοι γίνονται ὄργανα (καὶ ὅπλα) τῶν δαιμόνων καὶ μάλιστα ἐναντίον τῶν ἐναρέτων, ποὺ εἶναι ἐχθροὶ τῶν δαιμόνων.

18. Ἕνα ἀπ᾿ ὅσα συμβαίνουν σ᾿ ἐμᾶς μοῦ δημιουργεῖ μεγάλη ἔκπληξι: Ἐνῷ στὶς ἀρετὲς ἔχομε ὡς βοηθοὺς τὸν παντοδύναμον Θεόν, τοὺς Ἀγγέλους καὶ τοὺς Ἁγίους, καὶ στὰ πάθη μόνο τὸν πονηρὸ διάβολο, πῶς συμβαίνει νὰ ὑποκύπτωμε εὐκολώτερα καὶ γρηγορώτερα στὰ πάθη; Ἐπάνω σ᾿ αὐτὸ ἐγὼ δὲν θέλω νὰ ὁμιλήσω λεπτομερῶς, ἀλλὰ καὶ οὔτε μπορῶ.

19. Ἐὰν τὰ διάφορα κτίσματα παραμένουν στὴν κατάστασι ποὺ ἐδημιουργήθηκαν, πῶς ἐγὼ ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἐδημιουργήθηκα κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ ταλαιπωροῦμαι ἀναμεμειγμένος μὲ τὴν λάσπη, (τὸ πήλινο δηλαδὴ σῶμα); ὅπως λέγει ὁ μέγας Γρηγόριος. Ἐὰν πάλι κάποια δημιουργήματα κατέληξαν νὰ γίνουν κάπως διαφορετικὰ ἀπὸ τὸν προορισμό τους, πάντως θὰ πρέπει μὲ σφοδρότητα νὰ ἐπιθυμοῦν τὴν συγγένειά τους, (ἐκεῖνα δηλαδὴ μὲ τὰ ὁποῖα ἐξ ἀρχῆς ἐπλάσθηκαν ὅμοια).

20. Ὅλα τὰ τεχνάσματα -γιὰ νὰ εἰπῶ ἔτσι- πρέπει κανεὶς νὰ χρησιμοποιῆ, προκειμένου τὸν πηλό, (τὸ πήλινο δηλαδὴ σῶμα), νὰ τὸν ἀνεβάσῃ καὶ νὰ τὸν ἐνθρονίσῃ στὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ. Κανεὶς λοιπὸν ἂς μὴ προφασίζεται ὅτι ἀδυνατεῖ νὰ ἀνεβῆ ἐκεῖ, διότι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ θύρα εἶναι ἀνοιγμένες.

21. Ἡ ἀκρόασις τῶν κατορθωμάτων τῶν πνευματικῶν μας Πατέρων δημιουργεῖ στὸν νοῦ καὶ στὴν ψυχὴ φλογερὸ ζῆλο. Ἡ ἀκρόασις ὅμως τῶν διδασκάλων εἶναι αὐτὴ ποὺ καθοδηγεῖ τοὺς ζηλωτὰς στὴν ἐπιτυχῆ μίμησι τῶν Πατέρων.

22. Διάκρισις σημαίνει λύχνος μέσα στὸ σκοτάδι, ἐπιστροφὴ τῶν πεπλανημένων, φωτισμὸς ὅσων ἔχουν μυωπία. Διακριτικὸς σημαίνει χορηγός της ὑγείας, καταστροφεὺς τῆς ἀσθενείας.

23. Οἱ λεγόμενοι μικροθαύμαστοι, (αὐτοὶ ποὺ θαυμάζουν καὶ μεγαλοποιοῦν τὰ μικρά), φθάνουν σ᾿ αὐτὸ τὸ σημεῖο ἀπὸ δυὸ αἰτίες: Ἢ λόγω ὑπερβολικῆς ἀγνοίας ἢ λόγω ταπεινοφροσύνης, ἡ ὁποία τοὺς κάνει νὰ ἐξυψώνουν καὶ νὰ ἐκθειάζουν τὰ κατορθώματα τοῦ πλησίον.

24. Ἂς ἀγωνιζώμαστε νὰ μὴν εἴμαστε μόνο παλαισταὶ ἀλλὰ καὶ πολεμισταὶ τῶν δαιμόνων. Διότι οἱ πρῶτοι ἄλλοτε κτυποῦν καὶ ἄλλοτε κτυποῦνται, ἐνῷ οἱ δεύτεροι πάντοτε καταδιώκουν τὸν ἐχθρό.

25. Ὅποιος ἐνίκησε τὰ πάθη, αὐτὸς πληγώνει τοὺς δαίμονας καὶ μὲ τὸν ἑξῆς τρόπο: Ὑποκρίνεται ὅτι εἶναι κυριευμένος ἀπὸ τὰ πάθη καὶ ἐξαπατώντας ἔτσι τοὺς ἐχθρούς του μένει ἀπολέμητος. Ὅπως συνέβη μὲ κάποιον ἀδελφό, ποὺ ἐνῷ κάποτε ὑπέστη ἀτιμίες δὲν ἐταράχθη καθόλου ἡ καρδιά του, παρὰ μόνο προσευχήθηκε νοερῶς. Ἐν συνεχείᾳ ὅμως ἄρχισε νὰ διαμαρτύρεται καὶ νὰ ὀδύρεται γιὰ τὶς ἀτιμίες ποὺ ὑπέστη, καὶ ἔτσι μὲ ἕνα προσποιητὸ πάθος ἔκρυψε τὴν ἀπάθειά του. Καὶ ἄλλος πάλι ἀδελφὸς ἐνῷ δὲν εἶχε τὴν παραμικρὴ ὄρεξι γιὰ προεδρία, ἐπροσποιεῖτο ὅτι πολὺ ἔπασχε γι᾿ αὐτήν.

Πῶς δὲ νὰ σοῦ περιγράψω τὴν ἁγνότητα ἐκείνου, ὁ ὁποῖος εἰσῆλθε στὸ πορνεῖο δῆθεν γιὰ νὰ ἁμαρτήση, καὶ ἔτσι ἀνέσυρε τὴν πόρνη στὴν ζωὴ τῆς ἀσκήσεως! (13) Σὲ ἕναν πάλι ἡσυχαστὴ ἔφερε κάποιος πρωὶ – πρωὶ ἕνα σταφύλι. Καὶ ἐκεῖνος, μόλις ἀνεχώρησε αὐτὸς ποὺ τὸ ἔφερε, ἂν καὶ δὲν εἶχε ὄρεξι, τὸ κατεβρόχθισε ἀμέσως μὲ ὑπερβολικὴ βουλιμία, παρουσιάζοντας ἔτσι τὸν ἑαυτό του ὡς γαστρίμαργο στοὺς δαίμονες.

Ἕνας ἄλλος πάλι ποὺ ἔχασε μερικὰ θαλλία, ὅλη τὴν ἡμέρα ἔδειχνε πολὺ πικραμένος γι᾿ αὐτό.

Σὲ ὅσους ὅμως χρησιμοποιοῦν αὐτὴν τὴν μέθοδο χρειάζεται μεγάλη νῆψις, μήπως καὶ ἐπιχειρώντας νὰ ἐμπαίξουν τοὺς δαίμονας καταλήξουν στὸν ἐμπαιγμὸ τοῦ ἑαυτοῦ τους. Αὐτοὶ ποὺ χρησιμοποιοῦν ἐπιτυχῶς αὐτὴ τὴν μέθοδο εἶναι μόνο ἐκεῖνοι γιὰ τοὺς ὁποίους κάποιος εἶπε: «Ὡς πλάνοι καὶ ἀληθεῖς» (Β´ Κορ. ς´ 8).

26. Ὅποιος ἐπιθυμῇ νὰ παραστήσῃ ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ ἁγνὸ τὸ σῶμα καὶ νὰ τοῦ παρουσιάσῃ καθαρὴ τὴν καρδιά, ἂς τηρῆ τὴν ἀοργησία καὶ τὴν ἐγκράτεια. Διότι χωρὶς αὐτὲς τὶς ἀρετὲς ὅλοι οἱ κόποι μας εἶναι μάταιοι.

27. Σὲ διαφορετικοὺς βαθμοὺς ἀντιλαμβάνονται τὸ ὑλικὸ φῶς οἱ ὀφθαλμοί. Ὁμοίως πολλὲς φορὲς καὶ διαφορετικὲς εἶναι οἱ λάμψεις καὶ οἱ ἐπισκέψεις τοῦ νοητοῦ Ἡλίου μέσα στὶς ψυχές. Ἄλλες δηλαδὴ γίνονται μὲ τὰ δάκρυα τοῦ σώματος καὶ ἄλλες μὲ τὰ δάκρυα τῆς ψυχῆς, ἄλλες μὲ τὰ σωματικὰ μάτια καὶ ἄλλες μὲ τὰ ψυχικά. Διαφορετικὲς εἶναι ὅσες προέρχονται ἀπὸ τὴν ἀκρόασι κάποιου λόγου καὶ διαφορετικὲς ὅσες ἐκδηλώνονται σὰν αὐθόρμητο σκίρτημα ψυχικῆς ἀγαλλιάσεως. Διαφορετικὲς οἱ προερχόμενες ἀπὸ τὴν ζωὴ τῆς ἡσυχίας καὶ διαφορετικὲς ἀπὸ τὴν ζωὴ τῆς ὑπακοῆς. Ἐπὶ πλέον ὑπάρχει καὶ μία ἰδιαιτέρα περίπτωσις: Κατ᾿ αὐτὴν ὁ νοῦς δι᾿ ἐκστάσεως παρουσιάζεται ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ «ἀρρήτως καὶ ἀφράστως» ἐν μέσῳ (νοεροῦ) φωτός.

28. Ὑπάρχουν οἱ ἀρετές, ἀλλὰ ὑπάρχουν καὶ οἱ μητέρες τῶν ἀρετῶν. Ὁ δὲ συνετὸς ἄνθρωπος ἀγωνίζεται περισσότερο γιὰ νὰ ἀποκτήσῃ τὶς μητέρες. Περὶ τῶν μητέρων διδάσκει ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς μὲ κάποια ἰδιαιτέρα ἐνέργεια. Περὶ τῶν θυγατέρων ὅμως μποροῦν νὰ διδάσκουν πολλοί.

29. Ἂς προσέξωμε μήπως ἀναπληρώνωμε τὴν ὀλιγοφαγία μὲ πολυϋπνία, διότι αὐτὸ εἶναι ἔργο ἀφροσύνης, καθὼς ἐπίσης καὶ τὸ ἀντίθετο εἶναι ἔργο συνέσεως, (νὰ καταπολεμῆται δηλαδὴ ἡ τυχὸν πολυφαγία μὲ τὴν ὀλιγοϋπνία). Εἶδα ὡρισμένους ἀγωνιστὰς σὲ κάποια περίστασι νὰ ὑποχωροῦν κάπως στὴν ἐπιθυμία τῆς κοιλίας. Γρήγορα ὅμως καὶ χωρὶς καθυστέρησι οἱ ἀνδρεῖοι αὐτοὶ ἐβασάνισαν τὴν «τάλαινα», δηλαδὴ τὴν κοιλία, μὲ ὁλονύκτιο ἀγρυπνία καὶ τὴν ἔμαθαν νὰ ἀποστρέφεται στὸ ἑξῆς μετὰ χαρᾶς τὸν χορτασμό.

30. Πολεμεῖ πολὺ ἰσχυρὰ ὁ δαίμων τῆς φιλαργυρίας τοὺς ἀκτήμονας. Καὶ ὅταν δὲν κατορθώσῃ τίποτε, τότε μὲ τὴν πρόφασι τῆς ἐλεημοσύνης πρὸς τοὺς πτωχοὺς πείθει τοὺς ἀΰλους νὰ γίνουν πάλι ὑλικοί.

31. Ὅταν εἴμαστε καταβεβλημένοι ψυχικὰ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μας, ἂς ἐνθυμούμεθα συνεχῶς τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου στὸν Πέτρο νὰ συγχωρῆ «ἑβδομηκοντάκις ἑπτά» αὐτὸν ποὺ ἁμαρτάνει. Διότι ὁ Κύριος ποὺ παρήγγειλε κάτι τέτοιο στὸν ἄλλον, αὐτὸς ὁπωσδήποτε θὰ τὸ τηρήσῃ πολὺ περισσότερο. Ὅταν ἀντιθέτως ὑπερηφανευώμαστε ἐν γένει γιὰ τὶς ἀρετές μας, ἂς ἐνθυμηθοῦμε πάλι αὐτὸν ποὺ εἶπε: «Ὅστις τελέσει πάντα τὸν πνευματικὸς νόμον, πταίσει δὲ ἐν ἑνὶ πάθει - τουτέστιν ἐν ὑψηλοφροσύνῃ – γέγονε πάντων ἔνοχος» (Ἰακώβ. β´ 10).

32. Ὑπάρχουν περιπτώσεις κατὰ τὶς ὁποῖες ὡρισμένοι πονηροὶ καὶ φθονεροὶ δαίμονες ὑποχωροῦν ἑκουσίως καὶ δὲν πολεμοῦν τοὺς Ἁγίους. Καὶ τοῦτο, γιὰ νὰ μὴ τοὺς προξενήσουν στεφάνους, μὲ πολέμους ἀπὸ τοὺς ὁποίους δὲν περιμένουν νίκη.

33. «Μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί» (Ματθ. ε´ 9). Κανεὶς δὲν ἀντιλέγει. Ἐγὼ ὅμως εἶδα καὶ «ἐχθροποιούς» οἱ ὁποῖοι ὑπῆρξαν μακάριοι! Ἦταν κάποτε δυὸ ποὺ συνεδέοντο μὲ ἁμαρτωλὴ σχέσι. Καὶ κάποιος ἀπὸ τοὺς γνωστικοὺς πατέρας, σπουδαιότατος στὴν ἀρετή, ἐδημιούργησε μίσος μεταξύ τους, κατηγορώντας τὸν ἕναν στὸν ἄλλον ὅτι τὸν ὕβριζε, καὶ ἀντιθέτως. Ἔτσι κατώρθωσε ὁ πάνσοφος νὰ ἀποκρούσῃ μὲ ἀνθρώπινη πονηρία τὴν κακία τῶν δαιμόνων καὶ νὰ δημιουργήσῃ μίσος ποὺ διέσπασε τὸν ἁμαρτωλὸ δεσμό.

34. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι χάριν μιᾶς ἐντολῆς παραβαίνουν τὴν ἄλλη. Εἶδα κάποτε δυὸ νέους ἀγαπημένους μεταξύ τους κατὰ Θεόν. Ἐπειδὴ ὅμως ἀντελήφθησαν ὅτι μερικοὶ ἐβλάπτοντο καὶ ἐσκανδαλίζοντο, ἐσυμφώνησαν μεταξύ τους νὰ κρατηθοῦν ὡρισμένο καιρὸ σὲ ἀπόστασι.

35. Ὅπως δὲν ταιριάζουν ὁ γάμος μὲ τὴν κηδεία, ἔτσι καὶ ἡ ὑπερηφάνεια μὲ τὴν ἀπόγνωσι. Μερικὲς φορὲς ὅμως εἶναι δυνατὸν νὰ τὰ συναντήσῃ κανεὶς μαζί, ἀπὸ τὴν ἀκαταστασία τῶν δαιμόνων.

36. Ὑπάρχουν μερικοὶ ἀκάθαρτοι δαίμονες ποὺ μόλις ἀρχίσῃ κάποιος τὴν μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς τοῦ ἀποκαλύπτουν τὴν ἑρμηνεία της. Τοῦτο ἰδιαίτερα ἀγαποῦν νὰ τὸ κάνουν σὲ καρδιὲς κενοδόξων ἀνθρώπων καὶ μάλιστα μορφωμένων μὲ τὴν κατὰ κόσμον παιδεία. Καὶ ἀποσκοποῦν νὰ τοὺς ρίξουν σὲ αἱρέσεις καὶ βλάσφημες ἰδέες ἀπατώντας τοὺς σιγὰ-σιγά. Θὰ ἀντιληφθοῦμε δὲ καλῶς τὴν δαιμονικὴ αὐτὴ θεολογία ἢ καλύτερα βαττολογία ἀπὸ τὴν ταραχὴ καὶ τὴν ἀκατάστατη καὶ ἄτακτη εὐχαρίστησι ποὺ δημιουργεῖται στὴν ψυχὴ τὴν ὥρα τῆς ἐξηγήσεως.

37. Ὅλα τὰ πράγματα ἔλαβαν ἀπὸ τὸν Δημιουργὸ τάξι καὶ ἀρχή, μερικὰ δὲ καὶ τέλος. Τὸ τέλος ὅμως τῆς ἀρετῆς εἶναι χωρὶς τέλος – «πέρας ἀπέραντον». Διότι ὅπως λέγει ὁ Ψαλμῳδός: «Πάσης συντελείας εἶδον πέρας· πλατεία δὲ καὶ ἀπέραντος ἡ ἐντολή σου σφόδρα» (πρβλ. Ψαλμ. ριη´ 96).

38. Ἐὰν μερικοὶ ἀγωνισταὶ «πορεύωνται ἐκ δυνάμεως εἰς δύναμιν» (Ψαλμ. πγ´ 8), ἀπὸ τὴν δύναμι δηλαδὴ τῆς πράξεως στὴν δύναμι τῆς θεωρίας· καὶ ἐὰν «ἡ ἀγάπη οὐδέποτε λήγη» (πρβλ. Α´ Κορ. ιγ´ 8)· καὶ ἐάν, ὅπως ἀναφέρεται πάλι στὴν Γραφή, «ὁ Κύριος φυλάξῃ τὴν εἴσοδον τοῦ φόβου σου καὶ τὴν ἔξοδον τῆς ἀγάπης σου» (πρβλ. Ψαλμ. ρκ´ 8)· ἄρα τὸ τέλος της εἶναι χωρὶς τέλος – «πέρας ἀπέραντον». Ὅσο καὶ ἂν προχωροῦμε σ᾿ αὐτήν, ποτὲ δὲν θὰ παύσωμε, ὄχι μόνο στὴν παροῦσα, ἀλλὰ οὔτε στὴν μέλλουσα ζωή, ἀπὸ τοῦ νὰ λαμβάνωμε καὶ νὰ προσθέτωμε φῶς γνώσεως ἐπάνω στὸ φῶς. Θὰ λεχθῇ δὲ καὶ τοῦτο, ὅσο καὶ ἂν φανῇ σὲ πολλοὺς παράδοξο: Σύμφωνά μὲ τὸν προηγούμενο συλλογισμό, ὦ μακάριε, θὰ ἐτολμοῦσα νὰ εἰπῶ ὅτι οὔτε οἱ Ἄγγελοι σταματοῦν νὰ προοδεύουν. Λέγω δὲ ὅτι προσθέτουν περισσότερη δόξα στὴν δόξα τους καὶ γνῶσι στὴν γνῶσι τους.

39. Μὴ θαυμάσης γιὰ τὸ ὅτι πολλὲς φορὲς οἱ δαίμονες μᾶς φέρνουν καὶ ἀγαθοὺς λογισμούς. Μᾶς τοὺς φέρνουν μέν, ἀλλὰ ἐν συνεχείᾳ ἐναντιώνονται νοερῶς σ᾿ αὐτούς. Καὶ τοῦτο, γιὰ νὰ μᾶς πείσουν ὅτι ἀκόμη καὶ τὶς πιὸ μυστικὲς σκέψεις τῶν καρδιῶν μας τὶς γνωρίζουν (14).

40. Νὰ μὴ θέλης νὰ γίνεσαι αὐστηρὸς δικαστῆς ἐκείνων οἱ ὁποῖοι ἀναπτύσουν θαυμάσιες διδασκαλίες, βλέποντάς τους κάπως ὀκνηροὺς στὴν πρακτική. Διότι πολλὲς φορὲς τὴν ἔλλειψί τους στὰ ἔργα τὴν ἀναπληρώνει ἡ ὠφέλεια ποὺ προξενεῖ ὁ λόγος τους. Ἀσφαλῶς δὲν τὰ κατέχομε ὅλοι ἐξ ἴσου ὅλα. Σὲ μερικοὺς ὁ λόγος ὑπερτερεῖ τοῦ ἔργου. Σὲ ἄλλους πάλι τὸ δεύτερο ὑπερέχει τοῦ πρώτου.

41. Ὁ Θεὸς οὔτε ἔπλασε οὔτε ἐδημιούργησε κανένα κακό. Κάποιοι ὅμως ἀπατήθηκαν ποὺ ἰσχυρίσθηκαν ὅτι μερικὰ ἀπὸ τὰ πάθη ὑπάρχουν ἐκ φύσεως στὴν ψυχή. Δὲν ἔλαβαν ὑπ᾿ ὄψιν τους ὅτι ἐμεῖς ὡρισμένες στοιχειώδεις κλίσεις τῆς φύσεώς μας τὶς μετεστρέψαμε σὲ πάθη. Ἐπὶ παραδείγματι: Ἐκ φύσεως ὑπάρχει μέσα μας ἡ δυνατότης τῆς σαρκικῆς σπορᾶς γιὰ τὴν γέννησι τέκνων. Ἐμεῖς ὅμως αὐτὸ τὸ μεταβάλαμε σὲ πορνεία. Ἐκ φύσεως ὑπάρχει μέσα μας ὁ θυμὸς ἐναντίον τοῦ ὄφεως, καὶ ἐμεῖς τὸν χρησιμοποιοῦμε ἐναντίον τοῦ πλησίον. Ἐκ φύσεως ὑπάρχει μέσα μας ὁ ζῆλος γιὰ τὶς ἀρετές, καὶ ἐμεῖς τὸν στρέφομε πρὸς τὸ κακό. Ἐκ φύσεως ὑπάρχει στὴν ψυχὴ ἡ ἐπιθυμία τῆς δόξης, ἀλλὰ τῆς ἄνω. Ἐκ φύσεως καὶ τὸ νὰ ὑπερηφανευώμεθα, ἀλλὰ κατὰ τῶν δαιμόνων. Ὁμοίως καὶ ἡ χαρά, ἀλλὰ ἐκείνη ποὺ ἔχει σχέσι μὲ τὸν Κύριον καὶ μὲ τὴν εὐτυχία τοῦ πλησίον. Μᾶς ἐδόθηκε ἀκόμη καὶ ἡ μνησικακία, ἀλλὰ ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν της ψυχῆς. Μᾶς ἐδόθηκε καὶ ἡ ἐπιθυμία τῆς τροφῆς, ἀλλὰ ὄχι καὶ τῆς ἀσωτίας.

42. Ἡ ἄοκνη ψυχὴ ἐξήγειρε ἐναντίον της τοὺς δαίμονας. Ὅσο ὅμως αὐξήθηκαν οἱ πόλεμοι, τόσο αὐξήθηκαν καὶ οἱ στέφανοι. Αὐτὸς ποὺ δὲν κτυπᾶται ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς δὲν πρόκεται βέβαια νὰ στεφανωθῇ. Καὶ αὐτὸς ποὺ δὲν ἀποκάμνει ἀπὸ τὶς τυχὸν πτώσεις, θὰ δοξασθῇ ὡς πολεμιστὴς ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους.

43. Κάποιος ἀφοῦ παρέμεινε τρεῖς νύκτες μέσα στὴν γῆ ἀνεβίωσε μονίμως. Καὶ ὅποιος θὰ νικήσῃ τὶς τρεῖς ὦρες δὲν πρόκειται πλέον νὰ ἀποθάνῃ (15).

44. Ἐὰν σύμφωνα μὲ τὰ παιδαγωγικά Του σχέδια ὁ Ἥλιος, (δηλαδὴ ὁ Θεός), ἀφοῦ ἀνέτειλε μέσα μας, «ἔγνω» γιὰ πρώτη φορὰ «τὴν δύσιν αὐτοῦ» (Ψαλμ. ργ´ 19), ὁπωσδήποτε «ἔθετο σκότος ἐν τῇ ἀποκρυφῇ αὐτοῦ καὶ ἐγένετο νύξ» (πρβλ. Ψαλμ. ιζ´ 12, ργ´ 20). Κατ᾿ αὐτὴν τὴν νύκτα θὰ ἔλθουν ἐναντίον μας οἱ ἄγριοι λέοντες ποὺ εἶχαν πρὸ ὀλίγου ἀναχωρήσει, καὶ ὅλα τὰ θηρία τῶν ἀκανθωδῶν παθῶν ὠρυόμενα νὰ ἁρπάξουν ἀπὸ μέσα μας τὴν ἐλπίδα καὶ ζητώντας ἀπὸ τὸν Θεὸν τὴν ἄδεια νὰ τραφοῦν ἀπὸ τὰ πάθη μας εἴτε μὲ τὸν λογισμὸ εἴτε μὲ τὴν πράξι (πρβλ. Ψαλμ. ργ´ 20-21).

«Ἀνέτειλε» πάλι σ᾿ ἐμᾶς διὰ τῆς σκοτεινῆς ταπεινώσεως «ὁ ἥλιος, καὶ συνήχθησαν» ὅλα τὰ θηρία, «καὶ εἰς τὰς μάνδρας αὐτῶν κοιτασθήσονται» (Ψαλμ. ργ´ 22), δηλαδὴ στὶς καρδιὲς τῶν φιληδόνων ἀνθρώπων, καὶ ὄχι σ᾿ ἐμᾶς. Τότε οἱ δαίμονες θὰ εἰποῦν μεταξύ τους: «Ἐμεγάλυνε Κύριος τοῦ ποιῆσαι πάλιν μετὰ τούτων ἔλεος». Ἐμεῖς θὰ εἰποῦμε πρὸς αὐτούς: «Ἐμεγάλυνε Κύριος τοῦ ποιῆσαι μεθ᾿ ἡμῶν· ἐγενήθημεν εὐφραινόμενοι, ὑμεῖς δὲ διωκόμενοι» (πρβλ. Ψαλμ. ρκε´ 2-3).

«Ἰδοὺ Κύριος κάθηται ἐπὶ νεφέλης κούφης», δηλαδὴ σὲ ψυχὴ ποὺ ὑψώθηκε ἐπάνω ἀπὸ κάθε γήϊνη ἐπιθυμία, καὶ θὰ ἔλθῃ στὴν καρδιὰ ποὺ προηγουμένως ἦταν σὰν Αἰγυπτία, γεμάτη σκότος, «καὶ σεισθήσονται τὰ χειροποίητα εἴδωλα» καὶ οἱ πονηροὶ λογισμοὶ τοῦ νοῦ (πρβλ. Ἡσ. ιθ´ 1).

45. Ἐὰν ὁ Χριστὸς σωματικῶς φεύγῃ μακρυὰ ἀπὸ τὸν Ἡρῴδη, παρ᾿ ὅλον ὅτι εἶναι παντοδύναμος, ἂς διδαχθοῦν οἱ προπετεῖς νὰ μὴν εἰσορμοῦν στοὺς πειρασμούς. Ἀναφέρει δὲ ἡ Γραφή: «Μὴ δώης εἰς σάλον τὸν πόδα σου, καὶ οὐ νυστάξει ὁ φυλάσσων σε ἄγγελος» (πρβλ. Ψαλμ. ρκ´ 3).

46. Μὲ τὴν ἀνδρεία συμπλέκεται ἡ ὑπερηφάνεια, ὅπως ὁ σμίλαξ μὲ τὸ κυπαρίσσι. Ἂς φροντίζωμε συνεχῶς ὥστε νὰ ἀποφεύγωμε καὶ τὸν ἁπλὸ λογισμό, ὅτι ἀποκτήσαμε κάποιο ἀγαθό. Ἀφοῦ δὲ ἐξετάσωμε ἐπακριβῶς τὰ γνωρίσματα αὐτοῦ τοῦ ἀγαθοῦ, ἂς ἐρευνήσωμε ἂν ὑπάρχῃ μέσα μας, καὶ τότε ἀσφαλῶς θὰ διαπιστώσωμε τὶς ἐλλείψεις μας. Ἐπίσης νὰ ἀναζητῆς συνεχῶς καὶ τὰ σημάδια τῶν παθῶν, καὶ τότε θὰ ἀνακαλύψης πολλὰ μέσα σου. Αὐτὰ δὲ τὰ πάθη, ἐπειδὴ εἴμαστε ἄρρωστοι δὲν μποροῦμε νὰ τὰ ἀντιληφθοῦμε, εἴτε ἀπὸ ἀδυναμία καὶ ἀσθένεια εἴτε ἀπὸ ριζωμένη πολυχρόνιο συνήθεια.

47. Ὁ Θεὸς ἐξετάζει τὴν πρόθεσι. Σὲ ὅσα ὅμως μποροῦμε, ζητεῖ μὲ φιλάνθρωπο τρόπο καὶ ἔργα. Εἶναι μέγας αὐτὸς ποὺ δὲν παραλείπει τίποτε ἀπὸ ὅσα μπορεῖ. Μεγαλύτερος ὅμως εἶναι ἐκεῖνος ποὺ μὲ ταπείνωσι ἐπιχειρεῖ πράγματα ὑπὲρ τὴν δύναμί του. Πολλὲς φορὲς οἱ δαίμονες μᾶς ἐμποδίζουν ἀπὸ τὰ πιὸ ἐλαφρὰ καὶ ὠφέλιμα ἔργα καὶ μᾶς προτρέπουν περισσότερο στὰ πλέον κοπιαστικά.

48. Εὑρίσκω ὅτι ὁ Ἰωσὴφ δὲν ἐμακαρίσθη (πρβλ. Γεν. λθ´) γιὰ τὴν ἀπάθειά του, ἀλλὰ διότι ἀπεστράφη τὴν ἁμαρτία. Εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ἀναζητήσωμε σὲ ποιὲς καὶ σὲ πόσες ἁμαρτίες ἡ ἀποστροφὴ στεφανώνεται. Διότι καλὸ μὲν πράγμα εἶναι νὰ ἀποστρέφεται κάποιος τὴν σκιά, ἀνώτερο ὅμως τὸ νὰ προστρέχῃ στὸν Ἥλιο τῆς δικαιοσύνης.

49. Ὁ σκοτισμὸς γίνεται αἰτία νὰ σκοντάφτουμε. Τὸ νὰ σκοντάφτουμε γίνεται αἰτία νὰ πέφτουμε. Καὶ τὸ νὰ πέφτουμε γίνεται αἰτία νὰ ἀποθνήσκωμε. Ἐκεῖνοι ποὺ ἐσκοτίσθηκαν ἀπὸ τὸν οἶνο, ἐνίφθηκαν πολλὲς φορὲς μὲ νερό. Καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἐσκοτίσθηκαν ἀπὸ τὰ πάθη, ἐνίφθηκαν μὲ δάκρυα.

50. Ἄλλο πράγμα εἶναι ἡ θόλωσις (τῶν ὀφθαλμῶν τῆς ψυχῆς), ἄλλο ὁ διασκορπισμὸς καὶ ἄλλο ἡ τύφλωσις. Καὶ τὸ μὲν πρῶτο τὸ θεραπεύει ἡ ἐγκράτεια, τὸ δεύτερο ἡ ἡσυχία καὶ τὸ τρίτο ἡ ὑπακοὴ καὶ ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος πρὸς χάριν μας ἔγινε «ὑπήκοος».

51. Ἐμεῖς θεωροῦμε ὅτι δυὸ εἰδῶν καθαρισμοὶ ὑπάρχουν σὲ ὅσους «φρονοῦσι τὰ ἄνω», παίρνοντας παράδειγμα τοὺς δυὸ καθαρισμοὺς ποὺ χρησιμοποιοῦνται κάτω στὴν γῆ. Καὶ χαρακτηρίζομε κναφεῖον τὸ ἐν Κυρίῳ κοινόβιο, διότι ξύνει καὶ καθαρίζει τὸν ρύπο καὶ τὸ πάχος καὶ τὴν δυσμορφία τῆς ψυχῆς. Καὶ ὡς βαφεῖον θὰ ὠνομάζαμε τὴν ἀναχώρησι στὴν ἔρημο, διότι (βάφει μὲ οὐράνια χαρίσματα) ὅσες ψυχὲς ἐκαθαρίσθηκαν στὸ κοινόβιο ἀπὸ τὴν λαγνεία καὶ τὴν μνησικακία καὶ τὸν θυμό, καὶ ἔτσι ἀσπάσθηκαν τὴν ἡσυχαστικὴ ζωή.

52. Ὑποστηρίζουν μερικοὶ ὅτι ἡ πτῶσις στὶς ἴδιες ἁμαρτίες προέρχεται ἀπὸ τὴν ἔλλειψι τῆς πρεπούσης μετανοίας, ἡ ὁποία χρησιμεύει σὰν ἀντίβαρο γιὰ τὴν διόρθωσι τῶν προηγουμένων πταισμάτων. Ἂς ἐρευνηθῇ δὲ καὶ τοῦτο, ἐὰν αὐτὸς ποὺ δὲν ἔπεσε στὴν ἴδια ἁμαρτία, μετενόησε πράγματι, ὅπως ἔπρεπε νὰ μετανοήση.

53. Ἔπεσαν στὶς ἴδιες ἁμαρτίες, ἄλλοι μὲν διότι κατέχωσαν στὸν βυθὸ τῆς λήθης τὶς προηγούμενες, ἄλλοι δὲ διότι ἡ φιληδονία τοὺς ἔκανε νὰ βλέπουν μόνο τὴν φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, καὶ ἄλλοι ἐπειδὴ ἀπελπίσθηκαν γιὰ τὴν σωτηρία τους. Καὶ ἂν δὲν θὰ μὲ κατηγοροῦσε κανείς, θὰ ἔλεγα ἐπὶ πλέον, ὅτι ἡ πτῶσις στὶς προηγούμενες ἁμαρτίες ὀφείλεται καὶ σὲ τοῦτο: Στὸ ὅτι δὲν μποροῦν πλέον νὰ δέσουν ἐκεῖνον τὸν ἐχθρό, ὁ ὁποῖος τοὺς σύρει βιαίως στὴν ἁμαρτία μὲ τὴν τυραννία τῆς συνηθείας.

54. Ἀξίζει νὰ ἐρευνηθῇ τὸ πῶς ἡ ψυχή, ἂν καὶ εἶναι ἀσώματη, δὲν βλέπει τί εἴδους εἶναι τὰ πνεύματα (ἄγγελοι-δαίμονες) ποὺ τὴν πλησιάζουν, ἐνῷ καὶ αὐτὰ εἶναι ὁμοίας φύσεως. Αὐτὸ μᾶλλον θὰ ὀφείλεται στὴν σύζευξι τῆς ψυχῆς μὲ τὸ ὑλικὸ σῶμα, πράγμα ποὺ μόνο Ἐκεῖνος ποὺ ἔκανε αὐτὴ τὴν σύζευξι τὸ γνωρίζει.

55. Κάποτε ἕνας ἀπὸ τοὺς γνωστικοὺς πατέρας μὲ ἐρώτησε: «Πές μου, πές μου, σὲ παρακαλῶ, διότι θέλω νὰ μάθω, ποιὰ ἀπὸ τὰ πονηρὰ πνεύματα κάνουν τὸν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου νὰ ταπεινώνεται καὶ ποιὰ νὰ ὑπερηφανεύεται γιὰ τὶς ἁμαρτίες του»; Καὶ ἐνῷ ἐγὼ ἀπόρησα γιὰ τὸ ζήτημα καὶ ἐβεβαίωσα τὴν ἄγνοιά μου μὲ ὅρκο, τότε ἔλαβε τὸν λόγο ἐκεῖνος ποὺ ἐπιθυμοῦσε νὰ διδαχθῇ καὶ μὲ ἐδίδαξε: «Μὲ ὀλίγα λόγια –μοῦ εἶπε- θὰ σοῦ προσφέρω μικρὴ ζύμη διακρίσεως, ἀφίνοντάς σε νὰ κοπιάσης μόνος σου γιὰ τὰ ὑπόλοιπα. Οἱ δαίμονες τῆς σαρκός, τῆς ὀργῆς, τῆς κοιλιοδουλείας, τῆς ἀκηδίας καὶ τοῦ ὕπνου κατὰ κανόνα δὲν ἀνυψώνουν τὸ κέρας τοῦ νοῦ. Ἐνῷ οἱ δαίμονες τῆς φιλαργυρίας, τῆς φιλαρχίας καὶ τῆς πολυλογίας καὶ πολλοὶ ἄλλοι (τὸ ἀνυψώνουν, καὶ ἔτσι) στὸ ἕνα κακὸ προσθέτουν ἄλλο. Γι᾿ αὐτὸ εὑρίσκεται κοντά τους καὶ ὁ δαίμων τῆς κατακρίσεως.

56. Ὅποιος ἐπισκέφθηκε κοσμικοὺς ἢ ἐδέχθηκε ἐπίσκεψί τους, καὶ μετὰ τὴν ὥρα ἢ τὴν ἡμέρα τοῦ χωρισμοῦ αἰσθάνθηκε στὴν καρδιά του βέλος λύπης –καὶ ὄχι χαρά, διότι ἀπηλλάγη ἀπὸ ἐμπόδια καὶ παγίδες- αὐτὸς ἐμπαίζεται ἢ ἀπὸ τὴν κενοδοξία ἢ ἀπὸ τὴν πορνεία.

57. Ἂς ἀναζητήσωμε πρὸ πάντων ἀπὸ ποῦ φυσᾶ ὁ ἄνεμος, μὴ τυχὸν καὶ ἔχομε ἀνοίξει τὰ ἱστία τοῦ πλοίου πρὸς τὴν ἀντίθετη κατεύθυνσι.

58. Νὰ παρηγορῆς μὲ ἀγάπη τοὺς ἡλικιωμένους ἀγωνιστάς, οἱ ὁποῖοι ἔλυωσαν τὰ σώματά τους στὴν ἄσκησι καὶ νὰ παρέχης σ᾿ αὐτοὺς ὀλίγη ἀνάπαυσι. Νὰ πιέζης τοὺς νέους, οἱ ὁποῖοι ἔλυωσαν τὶς ψυχές τους στὴν ἁμαρτία, νὰ ἐγκρατεύωνται, ὀμιλώντας τους γιὰ τὴν αἰώνιο κόλασι.

59. Εἶναι ἀπὸ τὰ ἀκατόρθωτα, ὅπως καὶ ἀλλοῦ ἀναφέραμε, νὰ ἐλευθερωθοῦμε εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς τελείως καὶ ἀπὸ τὴν γαστριμαργία καὶ ἀπὸ τὴν κενοδοξία. Ἂς μὴν θελήσωμε ὅμως νὰ πολεμήσωμε τὴν κενοδοξία μὲ τὴν τρυφὴ –ὡς γνωστὸν στοὺς ἀρχαρίους ἡ ἥττα τῆς γαστριμαργίας δημιουργεῖ κενοδοξία. Εἶναι καλύτερα νὰ προσευχηθοῦμε κατὰ τῆς κενοδοξίας, μὲ λιτότητα καὶ ἐγκράτεια. Καὶ ὁπωσδήποτε γιὰ ὅσους τὸ ἐπιθυμοῦν «ἐλεύσεται ὥρα, καὶ νῦν ἔστιν» (Ἰωάν. δ´ 23), κατὰ τὴν ὁποία ὁ Κύριος θὰ ὑποτάξῃ καὶ αὐτὴν κάτω ἀπὸ τὰ πόδια μας.

60. Οἱ νέοι καὶ οἱ ἡλικιωμένοι ποὺ προσέρχονται (στὴν μοναχικὴ ζωή) δὲν πολεμοῦνται ἀπὸ τὰ ἴδια πάθη. Πολλὲς φορὲς μάλιστα πάσχουν ἀπὸ τὶς πιὸ ἀντίθετες ἀσθένειες. Γιὰ τοῦτο εἶναι μακαρισμένη ἡ μακαρία ταπείνωσις, διότι καὶ στοὺς νέους καὶ στοὺς ἡλικιωμένους καθιστᾶ ἀσφαλῆ καὶ δυνατὴ τὴν μετάνοια.

61. Μὴ ταραχθῆς γι᾿ αὐτὸ ποὺ πρόκειται νὰ εἰπῶ: Ὑπάρχουν, ἂν καὶ σπανίως, ψυχὲς μὲ εὐθύτητα, χωρὶς πονηρία, ἀπηλλαγμένες ἀπὸ κάθε κακία, ὑποκρισία καὶ δολιότητα. Σ᾿ αὐτὲς τὶς ψυχὲς δὲν συμφέρει ἡ συμβίωσις μὲ ἄλλους. Διότι μποροῦν νὰ ξεκινήσουν μαζὶ μὲ τὸν πνευματικό τους ὁδηγὸ σὰν ἀπὸ κάποιο λιμάνι, ἀπὸ τὴν ἡσυχαστικὴ ζωή, καὶ νὰ ἀνέβουν στὸν οὐρανό, χωρὶς ἔτσι νὰ γευθοῦν καὶ νὰ δοκιμάσουν τοὺς θορύβους καὶ τὰ σκάνδαλα τῆς κοινοβιακῆς ζωῆς.

62. Τοὺς λάγνους μποροῦν νὰ τοὺς ἰατρεύσουν οἱ ἄνθρωποι, τοὺς πονηροὺς οἱ Ἄγγελοι, καὶ τοὺς ὑπερηφάνους μόνο ὁ Θεός.

63. Ἕνα εἶδος ἀγάπης εἶναι πολλὲς φορὲς καὶ τοῦτο: Ὅταν μᾶς ἐπισκεφθῇ ὁ πλησίον, νὰ τὸν ἀφίνουμε νὰ κάνῃ σὲ ὅλα ὅ,τι ἐπιθυμεῖ, ἐνῷ ἐμεῖς θὰ τοῦ δείχνωμε ὅλη μας τὴν ἀγάπη καὶ τὴν καλωσύνη.

64. Ἀξίζει νὰ ἐρευνήσωμε πῶς καὶ μέχρι ποίου σημείου καὶ πότε βλάπτει ἡ μεταμέλεια ποὺ γίνεται γιὰ τὰ καλά μας ἔργα (16), ὅπως καὶ γιὰ τὰ κακά.

65. Ἂς ἔχωμε πολλὴ διάκρισι, γιὰ νὰ γνωρίζωμε πότε πρέπει νὰ πολεμοῦμε πρὸς τὰ πάθη καὶ μὲ ποιὰ καὶ μέχρι ποίου σημείου, καὶ πότε νὰ ὑποχωροῦμε. Διότι ὑπάρχουν περιπτώσεις κατὰ τὶς ὁποῖες πρέπει νὰ προτιμήσωμε τὴν φυγὴ ἕνεκα τῆς ἀδυναμίας μας, γιὰ νὰ μὴ μᾶς εὕρῃ ὁ θάνατος.

66. Ἂς παρατηρήσωμε καὶ ἂς παρακολουθήσωμε πότε καὶ πῶς μποροῦμε μὲ κάποιο πικρὸ φάρμακο νὰ ἐμέσωμε τὴν χολὴ τοῦ κακοῦ ποὺ ὑπάρχει μέσα μας. Ποιοὶ δαίμονες ἀνυψώνουν καὶ ποιοὶ ταπεινώνουν. Ποιοὶ σκληρύνουν καὶ ποιοὶ ἀνακουφίζουν. Ποιοὶ σκοτίζουν καὶ ποιοὶ ὑποκρίνονται ὅτι φωτίζουν. Ποιοὶ μᾶς κάνουν νωθροὺς καὶ ποιοὶ ἐπιτηδείους στὸ κακό. Καὶ ποιοὶ πάλι σκυθρωποὺς καὶ ποιοὶ χαρούμενους.

67. Ἂς μὴν ἐκπλαγοῦμε, ἐὰν βλέπωμε στὴν ἀρχὴ τοῦ μοναχικοῦ σταδίου τὸν ἑαυτό μας πιὸ ἐμπαθῆ ἀπὸ ὅ,τι στὴν κοσμικὴ ζωή. Διότι πρέπει νὰ φανερωθοῦν πρῶτα οἱ κρυφὲς αἰτίες τῆς ἀσθενείας μας καὶ ἔπειτα νὰ ἀποκτήσωμε τὴν ὑγεία. Προηγουμένως δὲ τὰ θηρία δὲν ἐφαίνοντο, διότι ἦταν κρυμμένα.

68. Ἐκεῖνοι ποὺ πλησιάζουν στὴν τελειότητα, ἂν συμβῇ καὶ ὑποστοῦν μία μικρὴ ἥττα ἀπὸ τοὺς δαίμονας, προσπαθοῦν παντοιοτρόπως νὰ ἀνακτήσουν σύντομα ὅ,τι τοὺς ἀφηρέθη καὶ μάλιστα νὰ τὸ πάρουν πίσω ἑκατὸ φορὲς περισσότερο.

69. Οἱ ἄνεμοι ἄλλοτε, σὲ καιρὸ γαλήνης, ταράζουν μόνο τὴν ἐπιφάνεια τῆς θαλάσσης, ἄλλοτε ὅμως, ὅταν πνέουν σφοδρά, καὶ τὸν βυθό. Κάτι παρόμοιο στοχάσου καὶ γιὰ τοὺς σκοτεινοὺς ἀνέμους τῆς πονηρίας: Στοὺς ἐμπαθεῖς ἀναστατώνουν τὸ βάθος τῆς καρδιᾶς. Στοὺς προχωρημένους ὅμως μόνο τὴν ἐπιφάνεια τοῦ νοῦ· καὶ ἔτσι αὐτοὶ ἐπανευρίσκουν γρηγορότερα τὴν ἐσωτερική τους γαλήνη, ἀφοῦ ἡ καρδιὰ παρέμεινε ἀμόλυντη.

70. Μόνον οἱ τέλειοι εἶναι σὲ θέσι νὰ γνωρίζουν πάντοτε ποιὰ σκέψις μέσα στὴν ψυχὴ προέρχεται ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους, ποιὰ ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ποιὰ ἀπὸ τοὺς δαίμονας.

Οἱ δαίμονες δὲν προτρέπουν εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς σὲ ὅλα τὰ ἀντίθετα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ εἶναι σκοτεινὸ πραγματικὰ καὶ δυσεπίλυτο τὸ πρόβλημα αὐτό.

Μὲ τοὺς δυὸ αἰσθητοὺς ὀφθαλμοὺς φωτίζεται τὸ σῶμα, καὶ μὲ τὴν αἰσθητὴ καὶ νοερὰ διάκρισι λαμπρύνονται οἱ ὀφθαλμοὶ τῆς καρδιᾶς.

----------

13. Ὁ ὅσιος Σεραπίων ὑποκρινόμενος τὸν ἀκόλαστο εἰσῆλθε στὸ δωμάτιο μιᾶς πόρνης στὴν Αἴγυπτο. Ἡ προσευχὴ ποὺ ἔκανε ἐκεῖ ἔφερε σὲ κατάνυξι τὴν πόρνη, ἡ ὁποία τὸν ἀκολούθησε καὶ τελικῶς παρεδόθη σὲ γυναικεῖο Μοναστήρι, ὅπου ἔφθασε σὲ ὑψηλὰ μέτρα ἀσκήσεως καὶ μετανοίας (βλέπε «Γεροντικόν», ἐκδ. Πάσχου, σελ. 117)

14. Ἐκπλήσσεται κανεὶς γιὰ τὴν πονηρία τῶν πονηρῶν πνευμάτων, προκειμένου νὰ ἐξαπατήσουν τοὺς λογισμοὺς τῶν μοναχῶν. Γι᾿ αὐτό, χωρὶς τὴν καθοδήγησι διακριτικοῦ Γέροντος, ἡ διάκρισις τῶν πνευμάτων καὶ ἡ ἐν γένει πνευματικὴ πρόοδος καθίσταται εὐχὴ ἀνεκπλήρωτη.

15. Ὁ Χριστὸς παρέμεινε τρεῖς ἡμέρες καὶ τρεῖς νύκτες στὴν γῆ καὶ ἐν συνεχεία ἀνέζησε διὰ παντός. Ἐννοοῦνται δὲ ὡς τρεῖς ὧρες ἡ νεανική, ἡ ἀνδρικὴ καὶ ἡ γεροντικὴ ἡλικία.

16. Ὑπάρχουν περιπτώσεις κατὰ τὶς ὁποῖες μεταμελεῖται κανεὶς καὶ γιὰ τὰ καλά του ἔργα; Βεβαίως! Ὅταν π. χ. ἀφιέρωσε πολὺν κόπο γιὰ τὴν ἀπόκτησι μιᾶς μικροτέρας ἀρετῆς καὶ παρημέλησε ἔτσι κάποια σπουδαιοτέρα καὶ βασική. Κατώρθωσε λ. χ. κάποιος τὴν σιωπή, ἀλλὰ ἔμεινε πίσω στὴν ἀγάπη.

Δείτε σχετικά: ΕΔΩ