A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

Τρίτη 5 Απριλίου 2022

ΟΥΡΑΝΟΔΡΟΜΟΣ ΚΛΙΜΑΞ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ: Περὶ διακρίσεως

ΛΟΓΟΣ ΕΙΚΟΣΤΟΣ ΕΚΤΟΣ

Περὶ διακρίσεως

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟΝ
(Περὶ διακρίσεως λογισμῶν καὶ παθῶν καὶ ἀρετῶν)

ΔΙΑΚΡΙΣΙΣ, στοὺς μὲν ἀρχαρίους εἶναι ἡ ὀρθὴ ἐπίγνωσις τοῦ ἑαυτοῦ των. Στοὺς μεσαίους εἶναι ἡ νοερὰ αἴσθησις ἡ ὁποία διακρίνει ἀλάνθαστα τὸ πραγματικὸ ἀγαθὸ ἀπὸ τὸ φυσικὸ ἀγαθὸ καὶ ἀπὸ τὸ ἀντίθετό του κακό. Στοὺς δὲ τελείους εἶναι ἡ γνῶσις ποὺ ἔχουν ἀπὸ θεϊκὴ ἔλλαμψι καὶ ἡ ὁποία ἔχει τὴν δύναμι νὰ φωτίζῃ πλήρως μὲ τὴν λάμψι της καὶ ὅσα σκοτεινὰ ὑπάρχουν μέσα στοὺς ἄλλους.

Ἤ, ὁμιλώντας κατὰ τρόπο γενικό, τοῦτο ἀναγνωρίζεται ὡς διάκρισις καὶ τοῦτο εἶναι: ἡ ἀλάνθαστη γνῶσις καὶ ἀντίληψις τοῦ θείου θελήματος σὲ κάθε καιρὸ καὶ τόπο καὶ περίπτωσι, ἡ ὁποία συνήθως ὑπάρχει στοὺς καθαροὺς κατὰ τὴν καρδιὰ καὶ τὸ σῶμα καὶ τὸ στόμα. Διάκρισις σημαίνει συνείδησις ἀμόλυντη καὶ καθαρότης τῶν αἰσθήσεων.

2. Ἐκεῖνος ποὺ μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἐνίκησε τοὺς τρεῖς, αὐτὸς ἐνίκησε συγχρόνως καὶ τοὺς ἄλλους πέντε (1). Ὅποιος ὅμως ἀδιαφόρησε γιὰ τοὺς πρώτους, οὔτε ἀπὸ τοὺς δεύτερους θὰ νικήση κανέναν.

3. Κανεὶς ἂς μὴ περιπέση ἐξ αἰτίας τῆς ἀγνοίας του σὲ ἀπιστία, ὅταν ἀκούσῃ ἢ ἰδῇ ὑπερφυσικὰ σημεῖα μέσα στὸν χῶρο τῆς μοναχικῆς ζωῆς. Διότι ὅπου ἐγκατασταθῇ ὁ Θεὸς ποὺ εἶναι ὑπὲρ τὴν φύσιν ἐκεῖ παρατηροῦνται πράγματα ὑπερφυσικά.

4. Κάθε πόλεμος τῶν δαιμόνων ἐναντίον μας ὀφείλεται γενικῶς στὶς τρεῖς ἑπόμενες αἰτίες: ἢ στὴν ἀμέλεια ἢ στὴν ὑπερηφάνεια ἢ στὸν φθόνο τῶν δαιμόνων. Ὁ πρῶτος εἶναι ἐλεεινός, ὁ δεύτερος πανάθλιος καὶ ὁ τρίτος μακάριος.

5. Μετὰ τὸν Θεὸν ἂς ἔχωμε σὲ κάθε ἐνέργειά μας ὡς ἄγρυπνο φρουρὸ καὶ ὡς γνώμονα ἀσφαλῆ τὴν συνείδησί μας. Ἔτσι ἀντιλαμβανόμενοι ἀπὸ ποῦ φυσᾶ ὁ ἄνεμος θὰ ἀνοίγωμε πρὸς τὰ ἐκεῖ τὰ ἱστία τοῦ πλοίου μας.

6. Σὲ ὅλες τὶς κατὰ Θεὸν προσπάθειές μας τρεῖς λάκκους μᾶς σκάπτουν ὑπούλως οἱ δαίμονες. Κατ᾿ ἀρχὴν ἀγωνίζονται νὰ μὴν κατορθωθῇ τὸ ἀγαθό. Ἔπειτα, ἀφοῦ νικηθοῦν στὸ πρῶτο σημεῖο, ἀγωνίζονται ὥστε τὸ ἀγαθὸ ποὺ κατωρθώθηκε νὰ μὴν εἶναι καθ᾿ ὅλα θεάρεστο. Ὅταν δὲ καὶ σ᾿ αὐτὸν τὸν στόχο ἀποτύχουν οἱ κλέπτες, τότε πλησιάζουν ἀθόρυβα στὴν ψυχή μας καὶ μᾶς μακαρίζουν ὅτι σὲ ὅλα πολιτευόμεθα ὅπως θέλει ὁ Θεός. Ἀντίπαλος τοῦ πρώτου πολέμου εἶναι ἡ συστηματικὴ μέριμνα τοῦ θανάτου, τοῦ δευτέρου ἡ ὑποταγὴ καὶ ἡ ἐξουδένωσις, καὶ τοῦ τρίτου ἡ ἔντονη καὶ συνεχὴς αὐτομεμψία.

7. «Τοῦτο κόπος ἐστὶν ἐνώπιον ἡμῶν, ἕως οὗ εἰσέλθη εἰς τὸ ἁγιαστήριον ἡμῶν» (πρβλ. Ψαλμ. οβ´ 16-17) τὸ πῦρ τοῦ Θεοῦ. Τότε πλέον δὲν ἔχομε νὰ φοβηθοῦμε τὶς προλήψεις, διότι «ὁ Θεὸς ἡμῶν πῦρ καταναλίσκον» (Δευτ. δ´ 24) κάθε σαρκικὴ πύρωσι καὶ κίνησι, κάθε πρόληψι καὶ πώρωσι καὶ σκοτισμό, εἴτε αὐτὰ εἶναι ἐσωτερικὰ εἴτε ἐξωτερικά, εἴτε αἰσθητὰ εἴτε νοητά.

Οἱ δαίμονες ὅμως μᾶς προξενοῦν τὰ ἐντελῶς ἀντίθετα. Ὅταν κυριαρχήσουν στὴν ψυχή μας καὶ μᾶς σκοτίσουν τὸν νοῦ, δὲν ὑπάρχει πλέον σ᾿ ἐμᾶς τοὺς ἀθλίους οὔτε νήψις οὔτε διάκρισις οὔτε αὐτογνωσία οὔτε ἐντροπή, «ἀλλ᾿ ἀναλγησία καὶ ἀναισθησία καὶ ἀδιακρισία καὶ ἀβλεψία».

8. Τὰ γνωρίζουν αὐτὰ πάρα πολὺ καλὰ ὅσοι ἀνένηψαν ἀπὸ τὴν πορνεία καὶ ὅσοι συνεστάλησαν ἀπὸ τὴν παρρησία καὶ ὅσοι συνῆλθαν ἀπὸ τὴν ἀναισχυντία. Ὅλοι αὐτοὶ μετὰ τὴν ἀνάνηψι καὶ μετὰ τὴν διάλυσι τῆς πυρώσεως ἢ καλύτερα τῆς πηρώσεως (= τυφλώσεως) τοῦ νοῦ, ὅσα προηγουμένως ἔλεγαν καὶ ἔπρατταν τυφλωμένοι, μόλις τὰ σκέπτονται ἐντρέπονται, θὰ ἐλέγαμε, καὶ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό τους ἀκόμη.

9. Ἂν δὲν σουρουπώση καὶ δὲν σκοτεινιάση πρῶτα ἡ ἡμέρα, δηλαδὴ ἡ φωτεινὴ ψυχή, «οὐ μὴ οἱ κλέπται κλέψωσι καὶ θύσωσι καὶ ἀπολέσωσι» (πρβλ. Ἰωάν. ι´ 10). Κλοπὴ σημαίνει ἀπώλεια τῆς περιουσίας. Κλοπὴ σημαίνει τὸ νὰ ἐργάζεσαι σὰν καλὸ ἐκεῖνο ποὺ δὲν εἶναι καλό. Κλοπὴ σημαίνει ἀσυναίσθητη αἰχμαλωσία τῆς ψυχῆς. Θυσία τῆς ψυχῆς σημαίνει τὸ νὰ θανατώνεται ὁ λογικὸς νοῦς ἀπὸ πτῶσι σὲ παράνομες πράξεις. Καὶ ἀπώλεια σημαίνει ἀπελπισία μετὰ τὴν διάπραξι τῆς παρανομίας.

10. Κανεὶς ἂς μὴ προβάλλη ἀδυναμία στὴν ἐκτέλεσι τῶν ἐντολῶν τοῦ Εὐαγγελίου, διότι ὑπῆρξαν ψυχὲς ποὺ ἔπραξαν καὶ παραπάνω ἀπὸ αὐτές. Ἀσφαλῶς θὰ σὲ πείση περὶ αὐτοῦ ἐκεῖνος ποὺ ἀγάπησε τὸν πλησίον παραπάνω ἀπὸ τὸν ἑαυτόν του καὶ θυσίασε πρὸς χάριν του καὶ τὴν ζωή του ἀκόμη, παρ᾿ ὅλον ὅτι δὲν ἔλαβε τέτοια προσταγὴ ἀπὸ τὸν Κύριον (2).

11. Οἱ ἐμπαθεῖς ποὺ νοιώθουν ταπεινωμένοι ἂς ἀναθαρρήσουν. Διότι καὶ ἂν ἀκόμη πέσουν σὲ ὅλους τοὺς λάκκους, καὶ ἂν συλληφθοῦν σὲ ὅλες τὶς παγίδες, καὶ ἂν δοκιμάσουν ὅλες τὶς ἀσθένειες, ὅμως μετὰ τὴν θεραπεία γίνονται στοὺς ἄλλους «ἰατροὶ καὶ φωστῆρες καὶ λύχνοι καὶ κυβερνῆται». Δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ἰδική τους πείρα θὰ εἶναι εἰς θέσιν νὰ διδάξουν τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο θεραπεύεται κάθε ἀσθένεια καὶ νὰ προλαμβάνουν ὅσους κινδυνεύουν νὰ πέσουν.

12. Ὅσοι τυραννοῦνται ἀπὸ παλαιὲς προλήψεις καὶ μποροῦν, ἔστω μὲ τὸν λόγο μόνο, νὰ διδάσκουν, ἂς διδάσκουν· ἀλλὰ ἂς μὴ ἀναλάβουν ὅμως καὶ εὐθύνη ψυχῶν. Ἴσως διδάσκοντας νὰ ἐντραποῦν ἀπὸ τὰ ἴδια τους τὰ λόγια καὶ ἀρχίσουν καὶ αὐτοὶ νὰ διορθώνονται. Θὰ συμβῆ τότε σ᾿ αὐτοὺς ὅ,τι εἶδα σὲ μερικοὺς ποὺ ἔπεσαν στὸν βόρβορο: Καθὼς ἦταν καταλασπωμένοι διηγοῦντο στοὺς διαβάτες πῶς ἔπεσαν, καὶ συνιστοῦσαν σ᾿ αὐτοὺς νὰ μὴν ἀκολουθήσουν τὸν ἴδιο δρόμο, γιὰ νὰ σωθοῦν.

Ἐπειδὴ δὲ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν ἔσῳζαν τοὺς ἄλλους, γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ παντοδύναμος Θεὸς τοὺς ἀπήλλαξε ἀπὸ τὴν λάσπη. Ἐὰν ὅμως οἱ ἐμπαθεῖς ρίχνωνται μὲ τὴ θέλησί τους στὶς ἡδονές, ἂς διδάσκουν καλύτερα μὲ τὴν σιωπή τους. (Θὰ διδάσκουν δηλαδὴ ὅτι συναισθάνονται τὴν ἀναξιότητά τους γιὰ διδασκαλία), ἀφοῦ ἡ Γραφὴ ἀναφέρει: «ὧν ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς ποιεῖν τε καὶ διδάσκειν» (Πραξ, α´ 1). (Πρῶτα «ποιεῖν» καὶ ἔπειτα «διδάσκειν»).

13. Ἐπικίνδυνο πράγματι, ὦ ταπεινοὶ μοναχοί, πολὺ ἐπικίνδυνο πέλαγος διαπλέομε! Πέλαγος γεμάτο ἀνέμους καὶ σκοπέλους καὶ δίνες καὶ ὑφάλους καὶ θηρία καὶ πειρατὰς καὶ ἀνεμοστροβίλους καὶ ἄγρια κύματα!

Καὶ σκόπελο μὲν γιὰ τὴν ψυχὴ θὰ ἐννοήσωμε τὸν ἄγριο καὶ αἰφνίδιο θυμό. Δίνη, τὴν ἀπελπισία ποὺ περικυκλώνει τὸν νοῦ καὶ τὸν τραβᾶ στὸν βυθὸ τῆς ἀπογνώσεως. Ὕφαλο, τὴν ἄγνοια ποὺ θεωρεῖ τὸ κακὸ ὡς καλό. Θηρίο, τοῦτο τὸ βαρὺ καὶ ἄγριο σῶμα. Πειρατάς, τοὺς τόσο φοβεροὺς δαίμονας ποὺ ὑπηρετοῦν τὴν κενοδοξία, οἱ ὁποίοι μᾶς ἁρπάζουν τὸ φορτίο τῶν ἀρετῶν καὶ τοὺς κόπους μας. Κύμα, τὴν κοιλία ἡ ὁποία φουσκώνει καὶ ἐξογκοῦται καὶ μὲ τὴν ὁρμή της μᾶς ρίχνει στὸ στόμα τοῦ θηρίου. Ἀνεμοστρόβιλο δὲ τὴν ὑπερηφάνεια, ἡ ὁποία ἐδιώχθηκε καὶ ἔπεσε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ ποὺ μᾶς ἀνεβάζει ὑψηλὰ καὶ ἐν συνεχείᾳ μᾶς κατεβάζει ὡς τὴν ἄβυσσο.

14. Ὅλοι ὅσοι σπουδάζουν, γνωρίζουν ποιὰ μαθήματα εἶναι τῶν ἀρχαρίων, ποιὰ τῶν μεσαίων καὶ ποιὰ τῶν διδασκάλων. Ἂς προσέξωμε καλά, μήπως, ἐνῷ σπουδάζομε χρόνια, περνοῦμε ἀκόμη τὸν καιρό μας μὲ τὶς ἀσχολίες καὶ τὰ μαθήματα τῶν ἀρχαρίων. Τί πιὸ μεγάλη ἐντροπή! Νὰ βλέπης ἕναν ἡλικιωμένο γέροντα νὰ πηγαίνη στὸ δημοτικὸ σχολεῖο!

Νὰ μία ἀρίστη πνευματικὴ ἀλφάβητος γιὰ ὅλους (τοὺς ἀρχαρίους):

Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Ὑπακοή
Νηστεία
Σάκκος
Σποδὸς
Δάκρυα
Ἐξομολόγησις
Σιωπὴ
Ταπείνωσις
Ἀγρυπνία
Ἀνδρεία
Ψῦχος
Κόπος
Ταλαιπωρία
Ἐξουδένωσις
Συντριβὴ
Ἀμνησικακία
Συναδελφία
Ἠπιότης
Πίστις ἁπλὴ καὶ ἀπερίεργος
Ἀμεριμνία κόσμου
Μίσος ἄμισων γονέων
Ἀπροσπάθεια
Ἁπλότης σὺν ἀκακίᾳ
Ἑκούσιος εὐτέλεια

Νὰ μία καλὴ σειρὰ καὶ ἀπαρίθμησις ἀρετῶν γιὰ τοὺς μεσαίους:

1.Ἀκενοδοξία
2.Ἀοργησία
3.Εὐελπιστία
4.Ἡσυχία
5.Διάκρισις
6.Κρίσεως μνήμη παγία
7.Εὐσπλαγχνία
8.Φιλοξενία
9.Νουθεσία σύμμετρος
10.Προσευχὴ ἀπαθὴς
11.Ἀφιλαργυρία

Νὰ (καὶ μία ἀλφάβητος ποὺ ἀποτελεῖ) τὸν ὅρο καὶ τὸν λόγο καὶ τὸν νόμο τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων ποὺ μὲ εὐσέβεια φθάνουν στὴν τελειότητα, ἐνῷ εὑρίσκονται «ἐν σαρκί»:

Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Ἀναιχμαλώτιστος καρδία
Τελειωμένη ἀγάπη
Ταπεινοφροσύνης πηγὴ
Νοὸς ἐκδημία
Χριστοῦ ἐνδημία
Φωτὸς καὶ προσευχῆς ἀσυλία
Ἐλλάμψεως Θεοῦ περιουσία
Πόθος θανάτου
Μίσος ζωῆς
Φυγὴ σώματος
Κόσμου πρέσβυς
Θεοῦ βιαστὴς
Ἀγγέλων συλλειτουργὸς
Γνώσεως ἄβυσσος
Μυστηρίων οἶκος
Ἀρρήτων φύλαξ
Ἀνθρώπων σωτὴρ
Δαιμόνων Θεὸς
Παθῶν Κύριος
Δεσπότης σώματος
Φύσεως ἐπίτροπος
Ἁμαρτίας ξένος
Ἀπαθείας οἶκος
Μιμητὴς Δεσπότου ἐκ βοηθείας Δεσπότου.

15. Δὲν εἶναι ὀλίγη ἡ νήψις ποὺ μᾶς χρειάζεται, ὅταν ἀσθενῆ τὸ σῶμα. Διότι καθὼς οἱ δαίμονες μᾶς βλέπουν ξαπλωμένους καὶ ἀνικάνους ἀπὸ τὴν ἐξάντλησι νὰ χρησιμοποιήσωμε ἀσκητικὰ ὅπλα ἐναντίον τους, ἀρχίζουν νὰ μᾶς πολεμοῦν σκληρά. Τοὺς μὲν κοσμικοὺς τοὺς πειράζει ὁ δαίμων τοῦ θυμοῦ καὶ μερικὲς φορὲς καὶ τῆς βλασφημίας. Τοὺς δὲ ἐκτὸς τοῦ κόσμου μοναχοὺς ὁ δαίμων τῆς γαστριμαργίας καὶ τῆς πορνείας, ἐὰν ὑπάρχη ὑλικὴ εὐπορία. Καὶ ἐκείνους τοὺς μοναχοὺς ποὺ ζοῦν σὲ τόπους ἀσκητικοὺς καὶ χωρὶς καμμία παράκλησι, ὁ τυραννικὸς δαίμων τῆς ἀκηδίας καὶ τῆς ἀχαριστίας.

16. Παρετήρησα τὸν λύκο τῆς πορνείας νὰ προσθέτη πόνους στὸν ἀσθενῆ, καὶ μέσα σ᾿ αὐτοὺς τοὺς πόνους νὰ τοῦ προκαλῆ σαρκικὲς κινήσεις καὶ ρεύσεις. Καὶ ἦταν τὸ πράγμα καταπληκτικό: νὰ βλέπης τὴν σάρκα γεμάτη σφρίγος καὶ μανία τὴν ὥρα τῶν φρικτῶν πόνων! Ἀντιθέτως ἔστρεψα σὲ ἄλλους ἀσθενεῖς καὶ τοὺς εἶδα νὰ δέχωνται ἐπάνω στὰ κρεββάτια τους τὴν ἐνέργεια τῆς θείας χάριτος καὶ τὴν παρηγορία τῆς κατανύξεως, καὶ νὰ ἀποκρούουν ἔτσι μὲ τὴν παράκλησι αὐτὴ τοὺς πόνους, καὶ νὰ μὴ θέλουν ποτὲ νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὴν ἀσθένεια. Καὶ στρεφόμενος εἶδα ἄλλους νὰ ταλαιπωροῦνται πάλι ἀπὸ ἀσθένεια καὶ μὲ αὐτὴν σὰν μὲ κάποιο ἐπιτίμιο νὰ ἁπαλλάσσωνται ἀπὸ κάποιο πάθος τῆς ψυχῆς των· καὶ ἐδόξασα Ἐκεῖνον ποὺ μὲ τὴν πηλὸ ἐκαθάρισε τὴν πηλό, (δηλαδὴ μὲ τὴν ἀσθένεια τῆς πήλινης σάρκας ἐκαθάρισε τὴν ἁμαρτία της).

17. Ὁ νοῦς ὁ νοερὸς ὁπωσδήποτε διαθέτει καὶ νοερὰ αἴσθησι. Αὐτὴν τὴν αἴσθησι ποὺ καὶ ὑπάρχει μέσα μας καὶ δὲν ὑπάρχει, ἂς τὴν ἀναζητοῦμε συνεχῶς (3). Διότι ὅταν φανερωθῇ ἐκείνη, οἱ ἐξωτερικὲς αἰσθήσεις θὰ παύσουν μόνες τους νὰ ἐνεργοῦν τὰ ἰδικά τους. Αὐτὸ ἀκριβῶς ἔχοντας ὑπ᾿ ὄψιν του ἕνας σοφὸς εἶπε: «Καὶ θείαν αἴσθησιν εὑρήσεις».

18. Ἡ μοναχικὴ ζωὴ ἂς συντονίζεται πάντοτε ἀπὸ τὴν καρδιακὴ αἴσθησι καὶ στὰ ἔργα καὶ στὰ λόγια καὶ στὶς σκέψεις καὶ στὶς κινήσεις. Διαφορετικὰ δὲν εἶναι μοναχικὴ καὶ μάλιστα ἀγγελικὴ ζωή.

19. Ἄλλο πράγμα εἶναι ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ καὶ ἄλλο ἡ βοήθειά Του καὶ ἄλλο ἡ προστασί Του καὶ ἄλλο τὸ ἔλεός Του καὶ ἄλλο ἡ παράκλησίς Του. Τὸ μὲν πρῶτο ἐκτείνεται σὲ ὅλη τὴν κτίσι, τὸ δεύτερο μόνο στοὺς πιστούς, τὸ τρίτο στοὺς πιστούς, στοὺς πραγματικὰ πιστούς, τὸ τέταρτο σὲ ὅσους Τὸν ὑπηρετοῦν, τὸ δὲ τελευταῖο σὲ ὅσους Τὸν ἀγαποῦν.

20. Μερικὲς φορὲς τὸ φάρμακο τοῦ ἑνὸς εἶναι δηλητήριο γιὰ τὸν ἄλλο. Μερικὲς δὲ φορὲς τὸ ἴδιο παρασκεύασμα στὸν ἴδιο ἄνθρωπο, ἂν προσφέρεται στὸν καιρό του εἶναι φάρμακο, καὶ ἂν ὄχι, δηλητήριο.

21. Εἶδα ἕναν ἀνόητο ἰατρὸ νὰ ἐξουδενώνη κάποιον συντετριμμένο ἀσθενῆ καὶ νὰ μὴ τοῦ προξενῆ τίποτε ἄλλο παρὰ τὴν ἀπελπισία. Καὶ εἶδα ἄλλον συνετὸ νὰ χειρουργῆ μὲ τὶς ἐξουδενώσεις κάποια ὑπερήφανη καρδιὰ καὶ νὰ ἀδειάζη ὅλη τὴν δυσωδία της. Εἶδα ἕναν ἀσθενῆ, ὁ ὁποῖος προκειμένου νὰ καθαρισθῇ ἀπὸ κάποιο σαρκικὸ μολυσμὸ ἤπιε τὸ φάρμακο τῆς ὑπακοῆς καὶ ἐθεραπεύθη καὶ ἐκινεῖτο καὶ ἐβάδιζε καὶ δὲν ἐνύσταζε. Καὶ εἶδα τὸν ἴδιο ἄρρωστο νὰ ἀσθενῆ κάποτε κατὰ τὸν ψυχικὸ ὀφθαλμό, καὶ (νὰ χρησιμοποιῆ διαφορετικὸ φάρμακο γιὰ τὴν θεραπεία του), νὰ καταφεύγη δηλαδὴ στὴν ἡσυχία καὶ στὴν σιωπή. «Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν, ἀκουέτω» (Λουκ. ιδ´ 35).

22. Μερικοί, δὲν γνωρίζω πῶς -οὔτε ἄλλωστε συνηθίζω νὰ ἐξετάζω ὑπερήφανα τοῦ Θεοῦ τὰ δῶρα- ἐκ φύσεως ἔχουν κλίσι πρὸς τὴν ἐγκράτεια ἢ τὴν ἡσυχαστικὴ ζωὴ ἢ τὴν ἁγνότητα ἢ τὸ ἀπαρρησίαστον ἢ τὴν πραότητα ἢ τὴν κατάνυξι. Καὶ ὑπάρχουν ἄλλοι ποὺ ἔχουν σ᾿ αὐτὲς τὶς ἀρετὲς ἀντίπαλο τὴν ἴδια τὴν φύσι τους, καὶ ἀναγκάζονται νὰ ἐκβιάζουν ὅσο μποροῦν τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό τους. Αὐτούς, ἂν καὶ κάποτε νικῶνται, τοὺς ἐκτιμῶ περισσότερο ἀπὸ τοὺς πρώτους, διότι εἶναι βιασταὶ τῆς φύσεώς των.

Μὴ καυχᾶσαι, ἄνθρωπε, γιὰ πλοῦτο ποὺ ἀπέκτησες ἄκοπα. Διότι ὁ δωρεοδότης Θεός, γνωρίζοντας ἀπὸ πρὶν τὴν μεγάλη βλάβη καὶ τὴν ἀσθένεια καὶ τὴν καταστροφὴ ποὺ σὲ ἀνέμεναν, σοῦ ἐχάρισε τὰ ἄμισθα αὐτὰ προτερήματα γιὰ νὰ κατορθώση κάπως νὰ σὲ σώσῃ. Ἀλλὰ καὶ ἡ παιδαγωγία καὶ ἡ ἀναστροφὴ καὶ οἱ ἀσχολίες ποὺ εἴχαμε ἀπὸ τὴν νηπιακὴ ἡλικία καὶ ἑξῆς, παίζουν τὸν ρόλο τους στὴν ἀρετὴ καὶ στὴν μοναχικὴ ζωή, καὶ ἀναλόγως ἢ μᾶς βοηθοῦν ἢ μᾶς δυσκολεύουν.

23. Φῶς τῶν μοναχῶν εἶναι οἱ Ἄγγελοι καὶ φῶς ὅλων τῶν ἀνθρώπων ἡ ζωὴ τῶν μοναχῶν. Γι᾿ αὐτὸ ἂς προσπαθοῦν οἱ μοναχοί, ὥστε σὲ ὅλα καὶ σὲ ὅλους νὰ δίδουν τὸ καλὸ παράδειγμα «μηδεμίαν ἐν μηδενὶ διδόντες προσκοπὴν» (Β´ Κορ. ς´ 3) εἴτε μὲ τὰ ἔργα τους εἴτε μὲ τὰ λόγια τους. Διότι «εἰ τὸ φῶς σκότος γένηται, τὸ σκότος», δηλαδὴ ὅσοι ζοῦν στὸν κόσμο, «πόσον ἄρα σκοτισθήσονται»; (πρβλ. Ματθ. ς´ 23).

24. Ἂν ἴσως καὶ πείθεστε σ᾿ ἐμένα, ὅσοι θέλετε, σᾶς συνιστῶ ὡς καλὸ νὰ μὴ κάνωμε πολυποίκιλο τὸν ἑαυτό μας καὶ νὰ μὴ τεμαχίζωμε τὴν ἀθλία ψυχή μας, ὥστε νὰ πολεμᾶ μὲ χίλιες χιλιάδες καὶ μύριες μυριάδες ἐχθρούς. Διότι δὲν θὰ κατορθώσωμε ποτὲ νὰ γνωρίσωμε ἢ νὰ ἀνακαλύψωμε ὅλες τὶς πανουργίες τους. Μὲ τὴν βοήθεια τῆς Ἁγίας Τριάδος διὰ τῶν τριῶν ἂς ἐξοπλισθοῦμε ἐναντίον τῶν τριῶν (4). Διαφορετικὰ θὰ προξενήσωμε πολλοὺς κόπους στὸν ἑαυτό μας.

25. Πραγματικά! Ἐὰν ἔλθη κοντὰ καὶ σ᾿ ἐμᾶς «ὁ μεταστρέφων τὴν θάλασσαν εἰς ξηράν» (Ψαλμ. ξε´ 6), θὰ τὴν διαβῆ ὁπωσδήποτε χωρὶς τρικυμία καὶ ὁ ἰδικός μας Ἰσραήλ, δηλαδὴ ὁ νοῦς ποὺ βλέπει τὸν Θεόν (5), καὶ θὰ ἰδῆ τοὺς Αἰγυπτίους νὰ πνίγωνται μέσα στὰ ὕδατα τῶν δακρύων.

Ὅταν ὅμως Ἐκεῖνος δὲν κατοικῆ μέσα μας, τότε «ἤχους κυμάτων αὐτῆς», δηλαδὴ τῆς σαρκός, «τίς ὑποστήσεται»; (Ψαλμ. ξδ´ 8). Ἐὰν ἀναστηθῇ μέσα μας ὁ Θεὸς μὲ τὴν πράξι, «διασκορπισθήσονται οἱ ἐχθροὶ αὐτοῦ». Καὶ ἐὰν Τὸν πλησιάσωμε μὲ τὴν θεωρία, θὰ φύγουν «οἱ μισοῦντες αὐτὸν καὶ ἡμᾶς, ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ καὶ ἡμῶν» (πρβλ. Ψαλμ. ξζ´ 2).

26. Ἂς προσπαθήσωμε νὰ μάθωμε τὰ θεῖα μὲ ἱδρῶτες μᾶλλον παρὰ μὲ ξηρὰ λόγια. Διότι στὴν ὥρα τοῦ θανάτου θὰ χρειασθῇ νὰ δείξωμε ὄχι λόγια, ἀλλὰ ἔργα.

27. Ἐκεῖνοι ποὺ ἄκουσαν ὅτι ὑπάρχει κάπου κρυμμένος θησαυρός, τὸν ἀναζητοῦν. Καὶ ἐπειδὴ ἐμόχθησαν πολὺ στὴν ἀναζήτησί του, διαφυλάττουν μὲ ἀγωνία τὸ εὕρημα. Ἐνῷ ἐκεῖνοι ποὺ ἐπλούτησαν ἄκοπα, σκορπίζουν μὲ εὐκολία τὰ πλούτη τους.

28. Εἶναι δύσκολο νὰ νικήσῃ κάποιος τὶς προλήψεις. Ἐκεῖνοι δὲ ποὺ συνεχῶς τὶς ἐπαυξάνουν, ἢ ἀπελπίσθηκαν ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους ἢ δὲν ὠφελήθηκαν καθόλου ἀπὸ τὴν ἀποταγή. Ἀλλὰ γνωρίζω ὅτι «πάντα δύναται ὁ Θεός· ἀδυνατεῖ δὲ αὐτῷ οὐδέν» (Ἰὼβ μβ´ 2).

29. Μοῦ ἔθεσαν μερικοὶ κάποιο πολὺ δύσκολο θεωρητικὸ πρόβλημα, ἀνώτερο ἀπὸ τὶς δυνάμεις ἐκείνων ποὺ εὑρίσκονται στὰ ἰδικά μου μέτρα, καὶ τὸ ὁποῖο δὲν περιείχετο σὲ κανένα ἀπὸ τὰ βιβλία ποὺ ἦλθαν στὰ χέρια μου. Μοῦ ἔλεγαν δηλαδή: «Ποιὰ εἶναι τὰ ἰδιαίτερα τέκνα καθενὸς ἐκ τῶν ὀκτὼ πονηρῶν λογισμῶν; Καὶ ποιὸς ἀπὸ τοὺς τρεῖς πρώτους εἶναι γεννήτωρ τῶν ὑπολοίπων πέντε»; Ἐγὼ τότε προβάλλοντας στὴν ἀπορία ἀξιέπαινη ἄγνοια, ἔμαθα ἀπὸ τοὺς ὁσιωτάτους ἄνδρας τὰ ἑξῆς:

Μητέρα τῆς πορνείας εἶναι ἡ γαστριμαργία, τῆς ἀκηδίας ἡ κενοδοξία. Ἡ λύπη εἶναι τέκνο καὶ τῶν τριῶν καθὼς καὶ ἡ ὀργή. Μητέρα τῆς ὑπερηφανείας εἶναι πάλι ἡ κενοδοξία.

Ἐγὼ τότε λαμβάνοντας τὸν λόγο ἔλεγα πρὸς τοὺς ἀειμνήστους ἐκείνους: «Σᾶς ἱκετεύω νὰ μοῦ μάθετε ἐν συνεχείᾳ καὶ τῶν ὀκτὼ πονηρῶν λογισμῶν τὰ τέκνα, καὶ συγκεκριμένα ἀπὸ ποῦ γεννᾶται τὸ καθένα».

Καὶ μὲ ἐδίδασκαν μὲ πολλὴ καλωσύνη οἱ ἀπαθεῖς ἐκεῖνοι, λέγοντάς μου ὅτι δὲν εὑρίσκεται τάξις καὶ σύνεσις στοὺς ἀσυνέτους, ἀλλὰ μᾶλλον ἀταξία καὶ ἀκαταστασία. Μὲ ἔπειθαν δὲ οἱ μακάριοι μὲ πειστικὰ παραδείγματα, φέροντας πάρα πολλὰ ἀποδεικτικὰ ἐπιχειρήματα, ἐκ τῶν ὁποίων μερικὰ τὰ συμπεριλαμβάνομε στὸν παρόντα λόγο, ὥστε ἀπὸ αὐτὰ νὰ διαφωτισθοῦμε καὶ γιὰ τὰ ὑπόλοιπα.

Ἐπὶ παραδείγματι: Ὁ ἄκαιρος γέλως ἄλλοτε γεννᾶται ἀπὸ τὴν πορνεία, ἄλλοτε ἀπὸ τὴν κενοδοξία -ὅταν κανεὶς καυχᾶται μέσα του ἄτακτα- καὶ ἄλλοτε ἀπὸ τὴν τρυφή.

Ὁ πολὺς ὕπνος ἄλλοτε γεννᾶται ἀπὸ τὴν τρυφή, ἄλλοτε καὶ ἀπὸ τὴν νηστεία -ὅταν οἱ νηστεύοντες ὑπερηφανεύωνται- ἄλλοτε ἀπὸ τὴν ἀκηδία καὶ ἄλλοτε ἀπὸ φυσικὴ ἀνάγκη.

Ἡ πολυλογία ἄλλοτε γεννᾶται ἀπὸ τὴν γαστριμαργία καὶ ἄλλοτε ἀπὸ τὴν κενοδοξία.

Ἡ ἀκηδία ἄλλοτε γεννᾶται ἀπὸ τὴν τρυφὴ καὶ ἄλλοτε ἀπὸ τὴν ἀφοβία τοῦ Θεοῦ.

Ἡ βλασφημία εἶναι ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον γέννημα τῆς ὑπερηφανείας. Πολλὲς φορὲς ὅμως καὶ τῆς ἐσωτερικῆς κατακρίσεως ἢ καὶ τοῦ ἀκαίρου φθόνου τῶν δαιμόνων. Ἡ σκληροκαρδία προέρχεται ἐνίοτε ἀπὸ τὸν χορτασμό, συχνότερα ὅμως ἀπὸ τὴν ἀναισθησία καὶ τὴν προσπάθεια.

Ἡ προσπάθεια πάλι προέρχεται ἀπὸ τὴν πορνεία ἢ τὴν φιλαργυρία ἢ τὴν κενοδοξία καὶ ἀπὸ ἄλλα πολλά.

Ἡ πονηρία πάλι ἀπὸ τὴν οἴησι καὶ τὴν ὀργή.

Ἡ ὑποκρισία ἀπὸ τὴν αὐταρέσκεια καὶ τὴν ἰδιορρυθμία.

Τὰ δὲ ἀντίθετά τους, ἀπὸ τοὺς ἀντιθέτους γονεῖς.

Καὶ γιὰ νὰ μὴν πολυλογῶ -διότι δὲν θὰ μοῦ ἐπαρκέση ὁ χρόνος, ἂν θελήσω νὰ ἐξετάσω τὸ καθένα χωριστά-, ὅλων αὐτῶν τῶν παθῶν κατὰ κύριον λόγον εἶναι φονεύτρια ἡ ταπείνωσις. Ὅσοι τὴν ἀπέκτησαν τὰ ἐνίκησαν ὅλα.

30. Γεννήτρια ὅλων τῶν κακῶν εἶναι ἡ ἡδονὴ καὶ ἡ πονηρία. Ὅποιος τὶς ἔχει μέσα του δὲν πρόκειται νὰ ἰδῆ τὸν Κύριον. Καθόλου δὲν θὰ μᾶς ὠφελήση ἡ ἀποχὴ ἀπὸ τὴν πρώτη, ἐὰν δὲν ἀπομακρύνωμε καὶ τὴν δευτέρα.

31. Ἂς παίρνωμε παράδειγμα φόβου Θεοῦ ἀπὸ τὸν φόβο πρὸς τοὺς ἄρχοντας καὶ τὰ θηρία. Καὶ γιὰ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸν ἂς σοῦ γίνη ὑπόδειγμα ὁ σαρκικὸς ἔρωτας. Δὲν μᾶς ἐμποδίζει δὲ τίποτε νὰ παίρνωμε ὑποδείγματα γιὰ τὶς ἀρετὲς ἀπὸ τὰ ἀντίθετά τους.

32. Ἐπονήρευσε ἄσχημα ἡ παροῦσα γενεὰ καὶ κυριεύθηκε ἐξ ὁλοκλήρου ἀπὸ τὴν οἴησι καὶ τὴν ὑποκρισία. Ἴσως νὰ παρουσιάζη σωματικοὺς κόπους σὰν ἐκείνους τῶν ἀρχαίων Πατέρων, ἀλλὰ δὲν ἀξιώνεται νὰ λάβη καὶ τὰ χαρίσματα ἐκείνων· ἂν καί, νομίζω, ποτὲ ἄλλοτε ὅσο σήμερα ἡ ἀνθρωπίνη φύσις δὲν εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ χαρίσματα. Δικαίως ὅμως τὸ ἐπάθαμε αὐτό, γιατί ὁ Θεὸς δὲν ἐμφανίζεται στοὺς κόπους, ἀλλὰ στὴν ἁπλότητα καὶ στὴν ταπείνωσι. Ἂν καὶ ἡ δύναμις τοῦ Κυρίου «τελειοῦται» στὴν ἀσθένεια καὶ στὴν κακοπάθεια (Β´ Κορ. ιβ´ 9), δὲν περιφρονεῖ ὅμως ὁ Κύριος τὸν ἐργάτη τῆς ταπεινοφροσύνης.

33. Ὅταν ἰδοῦμε κάποιον ἀπὸ τοὺς ἀθλητὰς τοῦ Χριστοῦ νὰ πάσχη σωματικῶς, ἂς μὴ προσπαθήσωμε μὲ πονηρὴ διάθεσι νὰ ἐξακριβώσωμε τὸ κρίμα καὶ τὴν αἰτία τῆς ἀσθενείας του. Εἶναι καλύτερο νὰ τὸν δεχθοῦμε μὲ ἁπλὴ καὶ ἀπονήρευτη ἀγάπη καὶ νὰ τὸν θεραπεύσωμε σὰν μέλος τοῦ σώματός μας καὶ σὰν συστρατιώτη μας ποὺ πληγώθηκε στὸν πόλεμο.

34. Ἄλλες ἀσθένειες ἔρχονται γιὰ νὰ καθαρίσουν τὰ πταίσματά μας, καὶ ἄλλες γιὰ νὰ ταπεινώσουν τὸ φρόνημά μας. Ὁ ἀγαθὸς καὶ πανάγαθος Δεσπότης καὶ Κύριός μας, ὅταν πολλὲς φορὲς βλέπη μερικοὺς πολὺ ὀκνηροὺς στὴν ἄσκησι, τότε μὲ τὴν ἀσθένεια, ὡσὰν μὲ πιὸ ἄκοπη ἄσκησι, ταπεινώνει τὴν σάρκα τους. Κάποτε μάλιστα μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο καθαρίζει καὶ τὴν ψυχὴ ἀπὸ τοὺς πονηροὺς λογισμοὺς καὶ ἀπὸ τὰ πάθη.

35. Ὅλα ὅσα μᾶς συμβαίνουν, εἴτε ὁρατὰ εἶναι αὐτὰ εἴτε ἀόρατα, μποροῦμε νὰ τὰ δεχθοῦμε καὶ μὲ καλὸ τρόπο καὶ μὲ ἐμπαθῆ καὶ μὲ μεσαῖο.

Εἶδα τρεῖς ἀδελφοὺς ποὺ ἔπαθαν κάποιο ἀτύχημα· ὁ πρῶτος ἀγανάκτησε, ὁ δεύτερος δὲν ἐλυπήθηκε καὶ ὁ τρίτος αἰσθάνθηκε πολλὴ χαρά.

36. Εἶδα γεωργοὺς ποὺ ἔσπερναν τὸν ἴδιο σπόρο, γιὰ νὰ ἐξοφλήση τὰ χρέη του. Ὁ ἄλλος, γιὰ νὰ ἀποκτήσῃ πλοῦτο. Ὁ ἄλλος, γιὰ νὰ προσφέρη δῶρα στὸν Δεσπότη Χριστό. Ὁ ἄλλος, γιὰ νὰ θηρεύη ἔπαινο ἀπὸ τοὺς διαβάτες ποὺ θὰ ἔβλεπαν τὴν καλλιέργειά του. Ὁ ἄλλος, γιὰ νὰ προξενήσῃ θλίψι στὸν ἐχθρό του, κάνοντάς τον νὰ ζηλεύη. Καὶ ὁ ἄλλος, γιὰ νὰ μὴν ὀνειδίζεται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ὡς ἀργός. Οἱ προηγούμενοι αὐτοὶ γεωργοὶ ὀνομάζονται: νηστεία, ἀγρυπνία, ἐλεημοσύνη, διακονία κ. λπ.

Τοὺς δὲ σκοποὺς κάθε ἐνεργείας ἂς προθυμοποιηθοῦν νὰ τοὺς ἐξακριβώσουν μόνοι τους οἱ ἀδελφοί μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Κυρίου.

37. Μερικὲς φορές, καθὼς ἀντλούσαμε νερὸ ἀπὸ τὶς πηγές, ἀντλήσαμε μαζὶ μὲ αὐτό, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβωμε, καὶ ἕναν βάτραχο. Παρόμοια πολλὲς φορές, καθὼς καλλιεργοῦμε τὶς ἀρετές, ὑπηρετοῦμε καὶ τὶς κακίες ποὺ χωρὶς νὰ φαίνωνται εἶναι συμπεπλεγμένες μαζί τους.

Ἐπὶ παραδείγματι: Μὲ τὴν φιλοξενία συμπλέκεται ἡ γαστριμαργία, μὲ τὴν ἀγάπη ἡ πορνεία, μὲ τὴν διάκρισι ἡ δεινότης (6), μὲ τὴν φρόνησι ἡ πονηρία, μὲ τὴν πραότητα ἡ ὑπουλότης καὶ ἡ νωθρότης καὶ ἡ ὀκνηρία καὶ ἡ ἀντιλογία καὶ ἡ ἰδιορρυθμία καὶ ἡ ἀνυπακοή. Μὲ τὴν σιωπὴ ἡ διδασκαλικὴ ὑπεροψία, μὲ τὴν χαρὰ ἡ οἴησις, μὲ τὴν ἐλπίδα ἡ ὀκνηρία, μὲ τὴν ἀγάπη πάλι ἡ κατάκρισις, μὲ τὴν ἡσυχία ἡ ἀκηδία καὶ ἡ ὀκνηρία, μὲ τὴν ἁγνότητα ἡ πικρὴ συμπεριφορά, μὲ τὴν ταπεινοφροσύνη ἡ παρρησία.

Σὲ ὅλα δὲ αὐτὰ ἀκολουθεῖ ὡσὰν κοινὸ κολλύριο, ἢ μᾶλλον δηλητήριο, ἡ κενοδοξία.

38. Ἂς μὴ λυπούμεθα, ὅταν ἐπὶ πολλὰ ἔτη ζητοῦμε κάτι ἀπὸ τὸν Κύριον, καὶ δὲν μᾶς εἰσακούη. Ὁ Κύριος βέβαια θὰ ἤθελε νὰ γίνουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι μέσα σὲ μία στιγμὴ ἀπαθεῖς, [ἀλλὰ σὰν προγνώστης γνωρίζει ὅτι δὲν εἶναι συμφέρον τους]. Ὅλοι ὅσοι προσεύχονται καὶ δὲν εἰσακούονται ἀπὸ τὸν Θεὸν τὰ αἰτήματά τους, ὁπωσδήποτε γιὰ κάποια ἀπὸ τὶς ἑξῆς αἰτίες δὲν εἰσακούονται: Ἢ διότι ζητοῦν πρὸ τῆς ὥρας ἢ διότι ζητοῦν μὲ ἀναξιότητα καὶ κενοδοξία ἢ διότι, ἐὰν εἰσακούονταν, ἐπρόκειτο νὰ ὑπερηφανευθοῦν ἢ νὰ πέσουν μετὰ τὴν ἀπόκτησι τοῦ αἰτήματός των σὲ ἀμέλεια.

39. Ἔφυγαν ὅλα τὰ πάθη ἀπὸ μερικοὺς ἀνθρώπους, ὄχι μόνο πιστούς, ἀλλὰ καὶ ἀπίστους, ἐκτὸς ἀπὸ ἕνα πάθος, (δηλαδὴ τὴν ὑπερηφάνεια). Ἀφέθηκε μόνο αὐτό, διότι μπορεῖ νὰ ἀναπληρώση ὅλα τὰ ἄλλα, ἐφ᾿ ὅσον εἶναι τὸ πρωταρχικὸ κακὸ καὶ ἔχει τόση μεγάλη βλαπτικότητα, ὥστε καὶ ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς νὰ ρίχνη κάτω Ἀγγέλους.

40. Κανείς, νομίζω, δὲν ἀμφιβάλλει ὅτι οἱ δαίμονες καὶ τὰ πάθη φεύγουν ἀπὸ τὴν ψυχὴ ἢ γιὰ ὡρισμένο καιρὸ ἢ γιὰ πάντοτε. Ὀλίγοι ὅμως γνωρίζουν πόσες εἶναι οἱ αἰτίες καὶ οἱ τρόποι αὐτῆς τῆς ἀπομακρύνσεως.

Καίγεται τὸ ὑλικὸ (τῶν ἁμαρτημάτων) καὶ ἐξαφανίζεται μὲ τὸ θεϊκὸ πῦρ (7). Ὅταν δὲ τὸ ὑλικὸ ἐκριζωθῇ καὶ ἡ ψυχὴ καθαρισθῇ, τότε παίρνουν καὶ τὰ πάθη τὸν δρόμο τῆς ἀναχωρήσεως. (Ἔπειτα ὅμως χρειάζεται πολλὴ προσοχή), μήπως καὶ τὰ τραβήξωμε πάλι κοντά μας μὲ τὴν ὑλόφρονα ζωὴ καὶ τὴν ρᾳθυμία μας. Φεύγουν ἀκόμη ἐπίτηδες οἱ δαίμονες, γιὰ νὰ μᾶς ρίξουν στὴν ἀμεριμνησία, ὥστε ἔπειτα αἰφνιδίως νὰ ἐπιτεθοῦν καὶ νὰ ἁρπάξουν τὴν ἀθλία ψυχή μας.

Γνωρίζω καὶ μία ἄλλη ὑποχώρησι ποὺ κάνουν τὰ θηρία: Ὑποχωροῦν ὅταν ἡ ψυχὴ ὑποστῆ μεγάλο ἐθισμὸ στὰ πάθη καὶ ταυτισθῇ εἰς τὸ ἔπακρον μαζί τους, διότι πλέον γίνεται ἡ ἴδια ἐχθρὸς καὶ ἐπίβουλος τοῦ ἑαυτοῦ της. Παράδειγμα σ᾿ αὐτὸ ἔχομε τὰ νήπια, τὰ ὁποῖα ὕστερα ἀπὸ μακροχρόνιο συνήθεια θηλασμοῦ, θηλάζουν ἀντὶ μαστοῦ τὰ δάκτυλά τους.

Γνωρίζω καὶ μία Πέμπτη ἀκόμη ἀπάθεια, ἡ ὁποία ἔρχεται στὴν ψυχὴ ἀπὸ πολλὴ ἁπλότητα καὶ ἐπαινετὴ ἀκεραιότητα. Διότι «δικαία ἡ βοήθεια αὐτῶν παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος σῴζει τοὺς εὐθεῖς τῇ καρδίᾳ» (Ψαλμ. ζ´ 11), καὶ τοὺς ἀπαλλάσσει ἀπὸ τὰ κακὰ χωρὶς αὐτοὶ νὰ τὸ ἀντιλαμβάνωνται. Ὅπως ἀκριβῶς καὶ τὰ νήπια, ἐνῷ ἔχουν γυμνωθῆ, δὲν τὸ καταλαβαίνουν καὶ τόσο.

41. Ἡ κακία καὶ τὸ πάθος δὲν ὑπάρχουν ἐκ φύσεως στὴν ἀνθρώπινη φύσι, διότι ὁ Θεὸς δὲν εἶναι δημιουργὸς παθῶν. Ἀντιθέτως, ἀπὸ Αὐτὸν ἐδημιουργήθηκαν μέσα στοὺς ἀνθρώπους πολλὲς φυσικὲς ἀρετές, ἀπὸ τὶς ὁποῖες εὔκολα διακρίνονται: Ἡ ἐλεημοσύνη, ἀφοῦ καὶ οἱ εἰδωλολάτρες εἶναι εὐσπλαγχνικοί· ἡ ἀγάπη, ἀφοῦ καὶ τὰ ἄλογα ζῷα πολλὲς φορὲς ἐδάκρυσαν γιὰ τὴν στέρησί τους ἀπὸ τὰ ἄλλα· ἡ πίστις, ἀφοῦ ὑπάρχει ἔμφυτη μέσα σὲ ὅλους μας· ἡ ἐλπίς, ἀφοῦ καὶ ὅταν δανειζώμαστε καὶ ὅταν δανείζωμε καὶ ὅταν ταξειδεύωμε στὴν θάλασσα καὶ ὅταν σπείρωμε, πάντοτε ἐλπίζομε κάτι καλύτερο.

Ἐὰν λοιπόν, ὅπως ἀπεδείχθη, ἡ ἀγάπη εἶναι φυσικὴ ἀρετὴ τῶν ἀνθρώπων, ἀκόμη δὲ εἶναι «σύνδεσμος καὶ πλήρωμα νόμου» (Κολ. γ´ 14, Ρωμ. ιγ´ 10), ἄρα οἱ ἀρετὲς δὲν εἶναι ξένες πρὸς τὴν ἀνθρώπινη φύσι. Ἂς αἰσχυνθοῦν λοιπὸν ὅσοι προβάλλουν ἀδυναμία στὴν ἀπόκτησί τους.

42. Ἀρετὲς ὑπὲρ τὴν ἀνθρωπίνη φύσι εἶναι: Ἡ ἁγνότης, ἡ ἀοργησία, ἡ ταπεινοφροσύνη, ἡ προσευχή, ἡ ἀγρυπνία, ἡ νηστεία, ἡ συνεχὴς κατάνυξις. Σὲ ἄλλες ἀπὸ αὐτὲς ἔχομε πρότυπα καὶ διδασκάλους ἀνθρώπους, σὲ ἄλλες Ἀγγέλους (8) καὶ σὲ ἄλλες ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς Λόγος εἶναι διδάσκαλος καὶ χορηγός.

43. Ὅταν ἔχωμε ἐμπρός μας δυὸ κακά, πρέπει νὰ ἐκλέγωμε τὸ ἐλαφρότερο. Ἐπὶ παραδείγματι: Πολλὲς φορὲς ἐνῷ προσευχόμεθα, μᾶς ἦλθαν ἀδελφοί. Καὶ ἀναγκαστικὰ θὰ κάνωμε ἕνα ἀπὸ τὰ δύο, ἢ θὰ σταματήσωμε τὴν προσευχή, ἢ θὰ λυπήσωμε τὸν ἀδελφό μας ἀφίνοντάς τον νὰ φύγῃ ἄπρακτος. (Σ᾿ αὐτὴ τὴν περίπτωση πρέπει νὰ σκεφθοῦμε, ὅτι) ἡ ἀγάπη εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ τὴν προσευχή, διότι κατὰ κοινὴν ὁμολογία ἡ προσευχὴ εἶναι μία ἐπὶ μέρους ἀρετή, ἐνῷ ἡ ἀγάπη τὶς περικλείει ὅλες.

Κάποτε -ἄλλη περίπτωσις- ὅταν ἤμουν ἀκόμη νέος ἐπῆγα σὲ κάποια πόλι ἢ σὲ κάποια κωμόπολι, (δὲν ἐνθυμοῦμαι ἀκριβῶς), καὶ καθὼς ἐκάθησα στὸ τραπέζι μοῦ ἐπετέθηκαν συγχρόνως οἱ λογισμοὶ τῆς γαστριμαργίας καὶ τῆς κενοδοξίας. Καὶ ἐπροτίμησα νὰ νικηθῶ ἀπὸ τὴν κενοδοξία, (δηλαδὴ νὰ ἐγκρατευθῶ καὶ νὰ ἐπαινεθῶ ὡς ἀσκητικὸς καὶ νηστευτής), διότι ἐφοβήθηκα τὸ τέκνο τῆς κοιλιοδουλείας, (δηλαδὴ τὴν πορνεία). Ἐγὼ ἐγνώρισα ὅτι στοὺς νέους πολλὲς φορὲς ὁ δαίμων τῆς γαστριμαργίας νικᾶ τὸν δαίμονα τῆς κενοδοξίας. Αὐτὸ εἶναι καὶ πιὸ φυσικό.

44. Γιὰ τοὺς κοσμικοὺς «ρίζα πάντων τῶν κακῶν ἡ φιλαργυρία» (Α´ Τιμ. ς´ 10), ἐνῷ γιὰ τοὺς μοναχοὺς ἡ γαστριμαργία.

Σὲ ἀνθρώπους πνευματικοὺς ἀφίνει πολλὲς φορὲς ὁ Θεὸς κατ᾿ οἰκονομία μερικὰ ἀσήμαντα πάθη. Κατηγορώντας δὲ αὐτοὶ συνεχῶς τὸν ἑαυτόν τους γιὰ τὰ μικρὰ καὶ ἀθῴα αὐτὰ πάθη, ἀποκτοῦν ἀναφαίρετο πλοῦτο ταπεινοφροσύνης.

45. Στὰ πρῶτα βήματα τῆς μοναχικῆς ζωῆς αὐτὸς ποὺ δὲν εὑρίσκεται κάτω ἀπὸ ὑπακοὴ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποκτήσῃ ταπείνωσι, διότι καθένας ποὺ μαθαίνει μόνος του μία τέχνη περιπίπτει σὲ ἐγωϊσμὸ καὶ ἐπίδειξι.

46. Σὲ δυὸ γενικώτατες ἀρετὲς καθώρισαν οἱ Πατέρες τὴν πρακτικὴ ζωή, (στὴν νηστεία δηλαδὴ καὶ στὴν ὑπακοή). Καὶ πολὺ φυσικά, διότι ἡ μία ἀπὸ αὐτὲς φονεύει τὶς ἡδονές, ἐνῷ ἡ ἄλλη χορηγώντας ταπείνωσι ἐξασφαλίζει τὴν ἐπιτυχία τῆς προηγουμένης. Ὁμοίως καὶ τὸ πένθος ἔχει δυὸ καλά, ἐφ᾿ ὅσον καὶ τὴν ἁμαρτία φονεύει καὶ τὴν ταπεινοφροσύνη προξενεῖ.

47. Ἴδιον τῶν εὐσεβῶν εἶναι νὰ δίδουν στὸν καθένα ποὺ ζητεῖ. Τῶν εὐσεβεστέρων, καὶ σὲ ἐκεῖνον ποὺ δὲν ζητεῖ. Ἀλλὰ τὸ νὰ μὴ διεκδικῆ κανεὶς αὐτὸ ποὺ τοῦ ἀφαίρεσαν, καὶ μάλιστα ὅταν ἔχῃ τὴν δύναμι, αὐτὸ εἶναι μᾶλλον ἴδιον μόνο τῶν ἀπαθῶν.

48. Ἂς μὴ παύσωμε νὰ ἐξετάζωμε ποῦ εὑρίσκεται ὁ ἑαυτός μας σὲ κάθε πάθος καὶ σὲ κάθε ἀρετή: στὴν ἀρχή, στὴ μέση ἢ στὸ τέλος; Ὅλοι οἱ πόλεμοι τῶν δαιμόνων ἐναντίον μας ὀφείλονται σὲ μία ἀπὸ τὶς ἑξῆς αἰτίες: στὴν φιληδονία ἢ στὴν ὑπερηφάνεια ἢ στὸν φθόνο τῶν δαιμόνων. Ἀπὸ αὐτούς, οἱ πόλεμοι τῆς τελευταίας περιπτώσεως εἶναι μακάριοι, τῆς δευτέρας πανάθλιοι καὶ τῆς πρώτης ἀχρεῖοι ὁλωσδιόλου.

49. Ὑπάρχει κάποια αἴσθησις ἢ μᾶλλον ἕξις ποὺ ὀνομάζεται «φερέπονος». Ὅποιος αἰχμαλωτισθῇ ἀπ᾿ αὐτήν, δὲν πρόκειται νὰ δειλιάση ποτὲ καὶ νὰ ἀποστραφῆ τὸν κόπο καὶ τὸν πόνο. Ἀπὸ τὴν ἀοίδιμη αὐτὴν αἴσθησι καὶ ἕξι ἐκρατήθηκαν καὶ οἱ ψυχὲς τῶν Μαρτύρων καὶ ἔτσι κατεφρόνησαν μὲ εὐκολία τὰ βασανιστήρια.

50. Ἄλλο πράγμα εἶναι ἡ φυλακὴ τῶν λογισμῶν καὶ ἄλλο ἡ τήρησις τοῦ νοός. Ὅσο ἀπέχει ἡ ἀνατολὴ ἀπὸ τὴν δύσι, τόσο εἶναι πιὸ ὑψηλὴ καὶ πιὸ κοπιαστικὴ ἡ δευτέρα ἀπὸ τὴν πρώτη.

51. Ἄλλο πράγμα εἶναι τὸ νὰ προσεύχεσαι ἐναντίον τῶν λογισμῶν, ἄλλο τὸ νὰ ἀντιλέγης πρὸς αὐτοὺς καὶ ἄλλο τὸ νὰ τοὺς ἐξουθενώνης καὶ νὰ τοὺς ἀφίνης ὀπίσω σου. Γιὰ τὸ πρῶτο μαρτυρεῖ ἐκεῖνος ποὺ εἶπε: «Ὁ Θεός, εἰς τὴν βοήθειάν μου πρόσχες» κ. λπ. (Ψαλμ. ξθ´ 2). Γιὰ τὸ δεύτερο ἐκεῖνος ποὺ εἶπε: «Καὶ ἀποκριθήσομαι τοὺς ὀνειδίζουσί μοι λόγον ἀντιρρητικόν» (πρβλ. Ψαλμ. ριη´ 42) ἢ «ἔθου ἡμᾶς εἰς ἀντιλογίαν τοῖς γείτοσιν ἡμῶν» (Ψαλμ. οθ´ 7). Καὶ γιὰ τὸ τρίτο μαρτυρεῖ πάλι ἐκεῖνος ποὺ ἔψαλε: «Ἐκωφώθην καὶ οὐκ ἤνοιξα τὸ στόμα μου» (Ψαλμ. λη´ 10) ἢ «ἐθέμην αὐτῷ φυλακῇ ἐν τῷ συστῆναι τὸν ἁμαρτωλὸν ἐναντίον μου» (Ψαλμ. λη´ 2) ἢ «ὑπερήφανοι παρηνόμουν ἕως σφόδρα, ἀπὸ δὲ τῆς σῆς θεωρίας ἐγὼ οὐκ ἐξέκλινα» (πρβλ. Ψαλμ. ριη´ 51).

Ὅποιος χρησιμοποιεῖ τὸν δεύτερο τρόπο ἀναγκάζεται πολλὲς φορὲς νὰ χρησιμοποιήση τὸν πρῶτο, ἐπειδὴ εὑρίσκεται ἀπροετοίμαστος. Ὅποιος χρησιμοποιεῖ τὸν πρῶτο δὲν μπορεῖ ἀκόμη νὰ ἀπομακρύνῃ τοὺς ἐχθρούς μὲ τὸν δεύτερο τρόπο. Καὶ ὅποιος χρησιμοποιεῖ τὸν τρίτο, ἔφτυσε καὶ ἐξευτέλισε ὁλωσδιόλου τοὺς δαίμονας (9).

52. Εἶναι ἐκ φύσεως ἀδύνατον, ἕνα πράγμα ἀσώματο (ὅπως π. χ. ὁ νοῦς) νὰ περιορίζεται ἐντὸς τοῦ σώματος. Ὅλα ὅμως εἶναι δυνατὰ σὲ ἐκεῖνον ποὺ ἀπέκτησε μέσα του τὸν Θεόν.

53. Ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν καλὴ ὄσφρησι μποροῦν νὰ ἀντιληφθοῦν κάποιον ποὺ ἔχει ἐπάνω του κρυμμένα ἀρώματα. Ὁμοίως καὶ μία καθαρὴ ψυχή, ὅταν πλησιάση κάποιον ποὺ ἔχει τὴν εὐωδία ποὺ καὶ αὐτὴ ἀπέκτησε ἀπὸ τὸν Θεὸν ἢ τὴν δυσωδία ποὺ καὶ αὐτὴν κάποτε εἶχε ἀλλὰ τώρα ἐλευθερώθηκε τελείως, ἀμέσως τὶς ἀντιλαμβάνεται, τὴν στιγμὴ ποὺ οἱ ἄλλοι γύρω δὲν αἰσθάνονται τίποτε.

54. Νὰ γίνουν ὅλοι ἀπαθεῖς δὲν εἶναι βεβαίως δυνατόν. Νὰ σωθοῦν ὅμως ὅλοι καὶ νὰ συμφιλιωθοῦν μὲ τὸν Θεὸν δὲν εἶναι ἀδύνατον.

55. Μὴ ἀφήσῃς νὰ κυριαρχήσουν ἐπάνω σου οἱ ἀλλόφυλοι ἐκεῖνοι λογισμοὶ ποὺ ἀρέσκονται νὰ πολυεξετάζουν τὰ μυστικὰ καὶ ἀνεξιχνίαστα σχέδια τοῦ Θεοῦ ἢ τὶς ὀπτασίες ποὺ ἐμφανίζονται σὲ μερικοὺς ἀνθρώπους· καὶ οἱ ὁποῖοι σοῦ παρουσιάζουν, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβης, τὸν Θεὸν ὡς προσωπολήπτη. Οἱ λογισμοὶ αὐτοὶ καὶ εἶναι καὶ μὲ εὐκολία ἀναγνωρίζονται ὡς τέκνα τῆς οἰήσεως.

56. Συναντᾶται πολλὲς φορὲς ἕνας δαίμων τῆς φιλαργυρίας ποὺ ὑποκρίνεται τὴν ταπεινοφροσύνη. (Συνιστᾶ δηλαδὴ νὰ μὴν ἐλεοῦμε, γιὰ νὰ μὴν πέσωμε δῆθεν στὴν ἀνθρωπαρέσκεια καὶ στὴν κενοδοξία). Καὶ συναντᾶται ἀντιθέτως ἕνας δαίμων τῆς κενοδοξίας, καθὼς καὶ τῆς φιληδονίας, ποὺ μᾶς προτρέπει στὴν ἐλεημοσύνη. Ἂν λοιπὸν καθαρισθοῦμε καὶ ἀπὸ τὰ δυὸ αὐτὰ πάθη, ἂς μὴν παύσωμε νὰ ἐλεοῦμε σὲ κάθε περίστασι.

57. Εἶπαν μερικοὶ ὅτι οἱ δαίμονες ἔρχονται σὲ ἀντίθεσι μεταξύ τους. Ἐγὼ ὅμως ἐγνώρισα καλὰ ὅτι ὅλοι ἐπιζητοῦν τὴν καταστροφή μας.

58. Πρὶν ἀπὸ κάθε πνευματικὴ ἐργασία εἴτε ἐξωτερικὴ εἴτε ἐσωτερικὴ προηγεῖται ἡ ἰδική μας πρόθεσις καὶ ὁ ἐξαίρετος πόθος μας, καθὼς καὶ ἡ βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἐὰν ἐμεῖς δὲν καταβάλωμε τὰ δυὸ πρῶτα, τὸ τελευταῖο, (ἡ βοήθεια δηλαδὴ τοῦ Θεοῦ), δὲν πρόκειται νὰ ἐπακολουθήση.

59. Ὅπως λέγει ὁ Ἐκκλησιαστῆς, «καιρὸς παντὶ πράγματι τῷ ὑπὸ τὸν οὐρανόν» (γ´ 1). Στὸ «παντὶ πράγματι» συμπεριλαμβάνεται καὶ κάθε τί ποὺ ἀνήκει στὴν ἱερὴ ζωὴ τῶν μοναχῶν. Γι᾿ αὐτὸ ἂν τὸ νομίζετε καλό, ἂς τὸ λάβωμε αὐτὸ σοβαρὰ ὑπ᾿ ὄψιν μας καὶ ἂς ἐπιζητοῦμε σὲ κάθε καιρὸ τὰ ἁρμόδια. Διότι ὁπωσδήποτε σὲ ὅλους τοὺς ἀγωνιζομένους ὑπάρχει καιρὸς τῆς ἀπαθείας καί, ὅταν εἶναι πνευματικῶς νήπιοι, ὁ καιρὸς τῆς ἐμπαθείας. Καιρὸς τῶν δακρύων καὶ καιρὸς τῆς σκληροκαρδίας. Καιρὸς τῆς ὑποταγῆς καὶ καιρὸς τῆς προσταγῆς. Καιρὸς νηστείας καὶ καιρὸς φαγητοῦ. Καιρὸς πολέμου κατὰ τοῦ ἐχθροῦ ποὺ λέγεται σῶμα καὶ καιρὸς ποὺ ἀτονεῖ καὶ θανατώνεται ἡ σαρκικὴ πύρωσις. Καιρὸς ψυχικῆς κακοκαιρίας καὶ καιρὸς ψυχικῆς γαλήνης. Καιρὸς καρδιακῆς λύπης καὶ καιρὸς χαρᾶς πνευματικῆς. Καιρὸς διδασκαλίας καὶ καιρὸς ἀκροάσεως. Καιρὸς σαρκικῶν μολυσμῶν -ἴσως ἀπὸ τὴν οἴησι- καὶ καιρὸς καθαρισμοῦ λόγω τῆς ταπεινώσεως. Καιρὸς πάλης καὶ καιρὸς ἀσφαλείας καὶ ἀναπαύσεως. Καιρὸς ἡσυχίας καὶ καιρὸς εὐτάκτου περισπασμοῦ. Καιρὸς ἀδιαλείπτου προσευχῆς καὶ καιρὸς καθαρᾶς καὶ εἰλικρινοῦς διακονίας.

Ἂς μὴν ἐπιζητοῦμε λοιπὸν ἀπατημένοι ἀπὸ ἐγωϊστικὸ ζῆλο τὰ τοῦ καιροῦ πρὸ τοῦ καιροῦ οὔτε τὰ τοῦ θέρους στὸν χειμώνα οὔτε τὰ τοῦ θερισμοῦ στὴν σπορά. Ἄλλος εἶναι ὁ καιρὸς ποὺ θὰ σπείρωμε τοὺς πνευματικούς μας κόπους καὶ ἄλλος ὁ καιρὸς ποὺ θὰ θερίσωμε τὶς ἀνεκδιήγητες χάριτες. Ἂν δὲν κάνωμε ἔτσι, δὲν θὰ ἀποκομίσωμε οὔτε τὰ ἁρμόδια στὸν καιρό τους.

60. Μερικοὶ ἔλαβαν ἀπὸ τὸν Θεὸν τὶς ἅγιες ἀμοιβὲς τῶν κόπων τους πρὶν ἀπὸ τοὺς καμάτους, ἄλλοι μετὰ τοὺς καμάτους καὶ ἄλλοι τὴν ὥρα τοῦ θανάτου, σύμφωνα μὲ τὴν ἀνεκδιήγητη οἰκονομία τοῦ Θεοῦ. Ἀξίζει δὲ νὰ ἐρευνήσωμε σὲ ποιὰ ἀπὸ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις συμβαδίζει περισσότερο ἡ ταπεινοφροσύνη. (Ὁπωσδήποτε στὴν τελευταία).

61. Ὑπάρχει ἀπόγνωσις ποὺ ὀφείλεται στὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν καὶ στὸ βάρος τῆς συνειδήσεως καὶ στὴν ἀφόρητη λύπη, διότι γέμισε ὁλωσδιόλου ἡ ψυχὴ ἀπὸ τραύματα καὶ καταποντίσθηκε ἀπὸ τὸ βάρος τους στὸν βυθὸ τῆς ἀπογνώσεως. Καὶ ὑπάρχει ἄλλη ἀπόγνωσις ποὺ μᾶς συμβαίνει ἀπὸ ὑπερηφάνεια καὶ οἴησι, διότι θεωροῦμε ὅτι δὲν ἄξιζε νὰ πάθη μία τέτοια πτῶσι ὁ ἑαυτός μας. Τοῦτο εἶναι τὸ χαρακτηριστικὸ γνώρισμα ποὺ θὰ διακρίνη ἕνας προσεκτικὸς παρατηρητὴς στὴν κάθε μία: Στὴν πρώτη παραδίδεται ὁ ἄνθρωπος στὴν ἀδιαφορία, ἐνῷ στὴν δευτέρα συνεχίζει μὲ ἀπόγνωσι τοὺς ἀσκητικούς του ἀγῶνες – πράγμα ἐπιζήμιο. Θεραπεία τοῦ ἑνὸς εἶναι ἡ ἐγκράτεια καὶ ἡ εὐελπιστία, καὶ τοῦ ἄλλου ἡ ταπείνωσις καὶ τὸ νὰ μὴ κρίνη κανένα.

62. Ἂς μὴ θαυμάζωμε καὶ ἂς μὴ παραξενευώμαστε, ὅταν βλέπωμε μερικοὺς νὰ προφέρουν καλοὺς λόγους, ἐνῷ διαπράττουν ἔργα πονηρά. (Αὐτὸ προέρχεται ἀπὸ τὴν οἴησι). Καὶ τὸν ὄφι ἄλλωστε ἐκεῖνον στὸν παράδεισο, ἡ οἴησις μᾶλλον τὸν κατέστρεψε, ἀνυψώνοντάς τον.

63. Σὲ κάθε ἐνέργειά σου καὶ σὲ κάθε σου συμπεριφορά, εἴτε εἶσαι κάτω ἀπὸ ὑποταγὴ εἴτε ὄχι, εἴτε πρόκειται γιὰ κάτι φανερὸ εἴτε γιὰ κάτι ἐσωτερικό, νὰ ἔχῃς ὡς τύπο καὶ ὡς κανόνα τοῦτο, γιὰ νὰ διακρίνης ἐὰν αὐτὰ γίνωνται σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ: Ἐάν, δηλαδή, ἕνας ἀρχάριος ἐπιτελῆ κάποιο πνευματικὸ ἔργο καὶ δὲν ἀποκτᾶ ἀπὸ αὐτὸ περισσοτέρα ταπείνωσι ἀπὸ ὅ,τι εἶχε, νομίζω, ὅτι τὸ ἔργο αὐτὸ δὲν γίνεται κατὰ Θεόν, εἴτε μικρὸ εἶναι εἴτε μεγάλο.

64. Ἐμεῖς λοιπὸν οἱ νήπιοι καὶ ἀρχάριοι θὰ πληροφορούμεθα τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἀνέφερα. Οἱ μεσαῖοι, ἴσως μὲ τὸ σταμάτημα τῶν πολέμων τοῦ διαβόλου. Καὶ οἱ τέλειοι, μὲ τὴν προσθήκη καὶ τὴν ἀφθονία τοῦ θείου φωτός.

Ὅσα κατορθώνουν οἱ μεγάλοι τὰ θεωροῦν μικρά, χωρὶς ἴσως νὰ εἶναι μικρά. Ὅσα ὅμως οἱ μικροὶ τὰ θεωροῦν μεγάλα, δὲν εἶναι ὁπωσδήποτε μεγάλα οὔτε τέλεια.

65. Ἡ ἀτμόσφαιρα ποὺ καθάρισε ἀπὸ τὰ σύννεφα, μᾶς παρουσίασε λαμπρὸ τὸν ἥλιο. Καὶ ἡ ψυχὴ ποὺ ἀπηλλάγη ἀπὸ τὶς προλήψεις καὶ ἀξιώθηκε τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν, ὁπωσδήποτε ἀντίκρυσε τὸ θεῖο φῶς.

66. Ἄλλο πράγμα εἶναι ἡ ἁμαρτία καὶ ἄλλο ἡ ἀργία καὶ ἄλλο ἡ ἀμέλεια καὶ ἄλλο τὸ πάθος καὶ ἄλλο ἡ πτῶσις. Ὅποιος μπορεῖ μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Κυρίου νὰ τὰ ἐρευνήση, ἂς τὰ ἐρευνήση προσεκτικά.

67. Μερικοὶ μακαρίζουν ἀνάμεσα στὰ πνευματικὰ χαρίσματα ὅ,τι φαίνεται ἐξωτερικὰ καὶ ὅ,τι θαυματουργεῖ· καὶ δὲν γνωρίζουν ὅτι ὑπάρχουν πολλὰ ἀλλὰ ἀνώτερα καὶ ἀπόκρυφα, τὰ ὁποῖα γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν χάνονται.

68. Ἐκεῖνος ποὺ ἐπέτυχε τὴν τελεία κάθαρσι, ἂν καὶ δὲν βλέπη τὴν ἴδια τὴν οὐσία τῆς ψυχῆς τοῦ πλησίον, βλέπει ὅμως σὲ τί κατάστασι εὑρίσκεται. Ἐκεῖνος ποὺ προοδεύει, ἀλλὰ δὲν ἔφθασε ἀκόμη στὴν τελειότητα, ἀντιλαμβάνεται τὴν ψυχικὴ κατάστασι τοῦ πλησίον ἀπὸ τὶς σωματικὲς ἐκδηλώσεις του.

69. Ὀλίγη φωτιὰ ἐξαφάνισε πολλὲς φορὲς ὁλόκληρο δάσος. Ὁμοίως μία μικρὴ τρύπα σ᾿ ἕνα δοχεῖο μᾶς κατέστρεψε ὅλον τὸν κόπο.

70. Συμβαίνει μερικὲς φορές, ὥστε ἡ ἀνάπαυσις τοῦ ἐχθροῦ μας, δηλαδὴ τοῦ σώματός μας, νὰ διεγείρη τοὺς λογισμοὺς χωρὶς νὰ ἐπιφέρη σαρκικὴ πύρωσι. Καὶ ἄλλες φορὲς συμβαίνει, ὥστε ἡ καταπίεσις καὶ ἡ θλίψις τοῦ σώματος νὰ προκαλῆ ἀκόμη καὶ σαρκικὲς κινήσεις. Καὶ τοῦτο, γιὰ νὰ μὴ στηριζώμεθα στοὺς ἑαυτούς μας, ἀλλὰ σ᾿ Ἐκεῖνον, τὸν Θεὸν δηλαδή, ποὺ μπορεῖ καὶ θανατώνει τὴν ζωντανή, δηλαδὴ τὴν σάρκα, μὲ τρόπο ποὺ ἐμεῖς δὲν γνωρίζομε.

71. Ὅταν ἰδοῦμε κάποιους ἀδελφοὺς νὰ μᾶς δείχνουν ἐν Κυρίῳ πολλὴ ἀγάπη, πρὸς αὐτοὺς περισσότερο ἂς φυλάξωμε τὸ ἀπαρρησίαστον. Διότι τίποτε δὲν διαλύει τόσο τὴν ἀγάπη, ὅσο ἡ παρρησία. Ἐπὶ πλέον δημιουργεῖ καὶ μίσος.

72. Ὁ ὀφθαλμὸς τῆς ψυχῆς εἶναι νοερὸς καὶ περικαλλὴς καί, ἐὰν ἐξαιρέσωμε τοὺς Ἀγγέλους, ὑπερβαίνει στὴν ὡραιότητα τὸ καθετί. (Εἶναι δὲ καὶ πολὺ διεισδυτικός)· γι᾿ αὐτὸ πολλὲς φορὲς μερικοὶ ἐμπαθεῖς κατώρθωσαν νὰ διακρίνουν σὲ ἄλλες ψυχὲς ποὺ τὶς ἀγαποῦσαν ὑπερβολικὰ τὶς μυστικὲς σκέψεις τους. Καὶ μάλιστα ὅταν δὲν ἦταν βυθισμένοι στὰ ἀκάθαρτα πάθη τῆς σαρκός.

73. Σὲ ἐκεῖνο ποὺ εἶναι ἄϋλο τίποτε δὲν ἀνθίσταται τόσο, ὅσο ἐκεῖνο ποὺ εἶναι ὑλικό (10). Ἐὰν αὐτὸ συμβαίνει, ὁ ἀναγνώστης ἂς ἐξάγη μόνος του τὰ συμπεράσματα.

74. Οἱ παρατηρήσεις καὶ οἱ κρίσεις τῶν κοσμικῶν εἶναι συνήθως ἀντίθετες πρὸς τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Οἱ δὲ παρατηρήσεις καὶ οἱ κρίσεις διαφόρων μοναχῶν εἶναι συνήθως ἀντίθετες πρὸς τὴν νοερὰ γνῶσι ποὺ χορηγεῖ ὁ Θεός. Οἱ πνευματικὰ ἀδύνατοι ἂς γνωρίζουν ὅτι τοὺς ἐπισκέπτεται ὁ Θεός, ὅταν παρουσιάζωνται σωματικὲς ταλαιπωρίες καὶ κίνδυνοι καὶ ἐξωτερικοὶ πειρασμοί, ἐνῷ οἱ τέλειοι ἂς τὸ γνωρίζουν ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἀπὸ τὴν προσθήκη τῶν χαρισμάτων.

75. Ὑπάρχει κάποιος δαίμων ποὺ μόλις πέσωμε στὸ κρεββάτι, μᾶς πλησιάζει καὶ μᾶς κατατοξεύει μὲ πονηροὺς καὶ ρυπαροὺς λογισμούς. Ἀποσκοπεῖ δὲ νὰ μᾶς κάνη νὰ κοιμηθοῦμε μὲ ἀκάθαρτες σκέψεις, καὶ νὰ ἰδοῦμε ἐν συνεχείᾳ καὶ ἀκάθαρτα ὄνειρα, ἐὰν βεβαίως ἀπὸ ὀκνηρία δὲν σηκωθοῦμε γιὰ προσευχὴ καὶ δὲν ὁπλισθοῦμε ἐναντίον του.

76. Ὑπάρχει ὁ λεγόμενος πρόδρομος τῶν πονηρῶν πνευμάτων, ὁ ὁποῖος μᾶς ὑποδέχεται μόλις ξυπνήσωμε, καὶ μολύνει τὴν «πρωτόνοιά» μας, δηλαδὴ τὴν πρώτη μας σκέψι. Νὰ προσφέρης τὶς ἀπαρχὲς τῆς ἡμέρας σου στὸν Κύριον, διότι ἡ ἡμέρα θὰ ἀνήκη σ᾿ ἐκεῖνον ποὺ ἐπρόλαβε τὴν ἀρχή της. Κάποιος ἐξαίρετος ἀγωνιστῆς μοῦ εἶπε ἕναν ἀξιάκουστο λόγο: «Ἀπὸ τὸ πρωὶ καταλαβαίνω πῶς θὰ περάσω τὴν ἡμέρα μου».

77. Εἶναι πολλοὶ οἱ δρόμοι καὶ τῆς εὐσεβείας καὶ τῆς ἀπωλείας. Διὰ τοῦτο πολλὲς φορές, ἐνῷ ἀντιτάσσεται κάποιος σὲ ἕναν γιὰ κάτι καλό, συμβαίνει νὰ συμφωνῆ ἀπόλυτα μὲ ἕναν ἄλλο· (διότι τὸν ἄλλον τὸν θεωρεῖ ἱκανόν). Ἔτσι καὶ τῶν δυὸ ἐνεργειῶν του ὁ σκοπὸς εἶναι εὐάρεστος στὸν Θεόν.

78. Ὅταν μᾶς συμβαίνουν θλίψεις καὶ πειρασμοί, οἱ δαίμονες μᾶς παρακινοῦν νὰ εἰποῦμε ἢ νὰ πράξωμε κάτι ἁμαρτωλό. Καὶ ἂν δὲν μπορέσουν, τότε πλησιάζουν ἀθόρυβα καὶ μᾶς προτρέπουν νὰ προσφέρωμε στὸν Θεὸν εὐχαριστία ὑπερήφανη.

79. Ὅσοι ἐφρόνησαν τὰ ἄνω, κατὰ τὸν χωρισμὸ τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα, πρὸς τὰ ἄνω ἀνέρχονται μερικῶς, (δηλαδὴ μὲ τὴν ψυχὴ μόνο). Καὶ ὅσοι ἐφρόνησαν τὰ κάτω, πρὸς τὰ κάτω ὁμοίως. Σ᾿ αὐτὰ δὲ ποὺ χωρίζονται δὲν ὑπάρχει τίποτε στὸ μέσον.

80. Ἕνα ἀπὸ τὰ κτίσματα, (δηλαδὴ ἡ ψυχή), ἔλαβε τὸ εἶναι της ὄχι στὸν ἑαυτό της, ἀλλὰ μέσα σὲ ἄλλο κτίσμα, (δηλαδὴ στὸ σῶμα). Καὶ εἶναι ἀξιοθαύμαστο, πῶς μπορεῖ καὶ ὑπάρχει (μετὰ τὸν θάνατο), χωρὶς ἐκεῖνο μέσα στὸ ὁποῖο ἔλαβε τὸ εἶναι της.

81. Τὶς εὐσεβεῖς θυγατέρες τὶς γεννοῦν οἱ μητέρες (11) καὶ τὶς μητέρες ὁ Κύριος. Δὲν εἶναι δὲ ἄστοχο νὰ χρησιμοποιηθῇ αὐτὸς ὁ κανὼν καὶ στὰ ἀντίθετα, δηλαδὴ στὶς κακίες.

82. «Δειλὸς εἰς πόλεμον μὴ ἐξιέτω» (Δευτ. κ´ 8), ὁρίζει ὁ Μωϋσῆς ἢ καλύτερα ὁ Θεός. Διότι ὑπάρχει κίνδυνος νὰ ὑποστῆ αὐτὸς τὴν «ἐσχάτην πλάνην τῆς ψυχῆς», ἡ ὁποία φυσικὰ εἶναι βαρύτερη ἀπὸ τὴν πρώτη, τὴν πτῶσι δηλαδὴ τοῦ σώματος (12).

Φῶς γιὰ ὅλα τὰ σωματικὰ μέλη εἶναι οἱ αἰσθητοὶ ὀφθαλμοί. Καὶ νοερὸ φῶς γιὰ τὶς θεῖες ἀρετὲς εἶναι ἡ διάκρισις.

----------

1. Τρεῖς ἐννοεῖ τὴν γαστριμαργία, φιλαργυρία καὶ κενοδοξία, ποὺ θεωροῦνται ρίζες τῶν παθῶν. Στοὺς τρεῖς αὐτοὺς πειρασμοὺς ἐπολεμήθηκε καὶ ὁ Κύριος στὴν ἔρημο. Πέντε ἐννοεῖ τὴν πορνεία, ἀκηδία, λύπη, ὀργὴ καὶ ὑπερηφάνεια.

2. Ἐννοεῖ τὸν ἀββᾶ Λέοντα ἀπὸ τὴν Καππαδοκία, ὁ ὁποῖος προκειμένου νὰ σώση τρεῖς μοναχοὺς ποὺ συνέλαβαν αἰχμαλώτους οἱ Μάζικες -βερβερικὸς λαὸς τῆς Βορείου Ἀφρικῆς- δὲν ἐδίστασε νὰ παραδοθῇ ὑπὲρ αὐτῶν καὶ τελικὰ νὰ ὑποστῆ μαρτυρικὸ θάνατο δι᾿ ἀποκεφαλισμοῦ. Τὸ περιστατικὸ ἀναγράφεται στὸ Λαυσαϊκό.

3. Ἡ ἔκφρασις «νοερὰ αἴσθησις» ἀποτελεῖ καθιερωμένο νηπτικὸ ὅρο. Συνώνυμος διατύπωσις εἶναι: «καρδιακὴ αἴσθησις» ἢ «πνευματικὴ αἴσθησις». «Ὑπάρχει μέσα μας καὶ δὲν ὑπάρχει» σημαίνει ὅτι δὲν ὑπάρχει, ὅταν ὁ νοῦς δὲν ἔχῃ καθαρθῆ ἀπὸ τὸ σκότος τῶν παθῶν καὶ δὲν ἔχῃ γίνει ὄχημα τῆς Χάριτος. Μὲ τὴ νοερὰ αὐτὴ αἴσθησι γίνονται ἀντιληπτὲς οἱ θείες ἀποκαλύψεις, θεωρίες καὶ ὁράσεις.

4. Δηλαδή: Μὲ τὶς τρεῖς μεγάλες ἀρετὲς νὰ πολεμήσωμε τὰ τρία μεγάλα πάθη. Τὰ πάθη αὐτά, ὅπως σχολιάζει καὶ ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης τῆς Ραϊθοῦ, εἶναι ἡ φιληδονία, ἡ φιλαργυρία καὶ ἡ φιλοδοξία. Οἱ δὲ ἀρετὲς ἡ ἐγκράτεια, ἡ ταπείνωσις καὶ ἡ ἀγάπη.

5. «Ἰσραήλ» κατὰ μία ἑρμηνευτικὴ ἐκδοχὴ σημαίνει «ὁ βλέπων τὸν Θεόν». Στοὺς μυστικοὺς Πατέρες ὡς Ἰσραὴ ἀλληγορεῖται ὁ κεκαθαρμένος νοῦς ποὺ ἀξιώθηκε τῆς θείας θεωρίας καὶ ἐλλάμψεως -«νοῦς ὁρῶν τὸν Θεόν».

6. «Δεινότητα» ἐδῶ ἐννοεῖ τὴν ἱκανότητα, τὴν πανουργία, τὴν ἐφευρετικότητα. Δηλαδὴ μπορεῖ κάποιος ἐν ὀνόματι τῆς διακρίσεως νὰ προβάλλη ποικίλα ἐπιχειρήματα γιὰ νὰ ὑποστηρίζῃ ἀπόψεις, νὰ δικαιολογεῖ ἐνέργειες, νὰ καθησυχάζῃ τὴν συνείδησί του κ. λπ.

7. Δηλαδὴ μὲ τὸ πῦρ τῆς ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ ὁποῖο γίνεται ἀντιληπτὸ στοὺς προχωρημένους ὡς αἰσθητὸ πῦρ ποὺ καίει χωρὶς νὰ καίη. Ἢ μὲ πῦρ τοῦ θείου πόθου, ὁ ὁποῖος φλογίζει καὶ θερμαίνει τὴν καρδία τῶν ἀγωνιστῶν.

8. Στὸν Μέγαν Ἀντώνιο ἐπὶ παραδείγματι καὶ στὸν ὅσιο Παχώμιο ἐδίδαξε τὴν προσευχή, ὅπως ἀναφέρεται στὸν βίο τους, θεῖος Ἄγγελος.

9. Ὁ πρῶτος τρόπος ἀρμόζει στοὺς ἀρχαρίους, ὁ δεύτερος στοὺς μεσαίους καὶ ὁ τρίτος στοὺς προχωρημένους καὶ θεωρητικούς.

10. Τὸν ἄϋλο δηλαδὴ καὶ ὑψιπέτη νοῦ τὸν θολώνει, τὸν ἀμαυρώνει καὶ τὸν σύρει πρὸς τὰ κάτω ἡ σάρκα μὲ τὰ πάθη της.

11. Ὡς μητέρες χαρακτηρίζονται ἐδῶ οἱ γενικὲς ἢ καθολικὲς ἢ περιεκτικὲς ἀρετές· καὶ ὡς θυγατέρες οἱ ἐπὶ μέρους ἀρετές.

12. Τὸ νόημα εἶναι τὸ ἑξῆς: Κανεὶς δειλὸς καὶ μικρόψυχος ἂς μὴ προχωρήσῃ στὸν ἀγῶνα τῆς μοναχικῆς ζωῆς, μὴ τυχὸν καὶ πτοηθῇ καὶ νικηθῇ καὶ πέσῃ ὄχι μόνο στὴν σαρκικὴ ἁμαρτία, ἀλλὰ καὶ στὴν πλήρη ψυχικὴ ἀπόγνωσι, ἡ ὁποία χαρακτηρίζεται ὡς «ἐσχάτη πλάνη» τῆς ψυχῆς.

Δείτε σχετικά: ΕΔΩ

Παρασκευή 1 Απριλίου 2022

ΜΗΝΥΜΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΓΡΗΓΟΡΙΟ ΠΑΛΑΜΑ (Ομιλία Μητροπολίτου Λαρίσης & Πλαταμώνος κ. Κλήμη)

 

 

ΟΥΡΑΝΟΔΡΟΜΟΣ ΚΛΙΜΑΞ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ: Περὶ ταπεινοφροσύνης

ΛΟΓΟΣ ΕΙΚΟΣΤΟΣ ΠΕΜΠΤΟΣ

Περὶ ταπεινοφροσύνης

(Διὰ τὴν ὑψίστην ταπεινοφροσύνην, ἡ ὁποία ἀποκτᾶται
μὲ μυστικὸν τρόπον καὶ ἐξολοθρεύει τὰ πάθη)


ΕΚΕΙΝΟΣ ποὺ θέλει νὰ διηγῆται μὲ λόγια αἰσθητὰ τὴν αἴσθησι καὶ τὴν ἐνέργεια τῆς ἀγάπης τοῦ Κυρίου στὴν κυριολεξία της, καὶ τῆς ἁγίας ταπεινοφροσύνης καθὼς πρέπει, καὶ τῆς μακαρίας ἁγνότητος ἀληθινά, καὶ τῆς θείας ἐλλάμψεως παραστατικά, καὶ τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ πραγματικά, καὶ τῆς ἐσωτερικῆς πληροφορίας ἀλάνθαστα, καὶ φαντάζεται ὅτι θὰ δώσῃ νὰ καταλάβουν αὐτὰ τὰ πράγματα μὲ τὴν ἐξήγησί του ὅσοι δὲν τὰ ἔχουν γευθῆ προσωπικῶς, αὐτὸς ὁμοιάζει μὲ ἐκεῖνον ποὺ θέλει νὰ ἐξηγήση μὲ λόγια καὶ παραδείγματα, πόσο γλυκὸ εἶναι τὸ μέλι σὲ ἐκείνους ποὺ ποτὲ δὲν τὸ ἐγεύθηκαν. Καὶ ὁ μὲν δεύτερος ἄδικα φιλολογεῖ, γιὰ νὰ μὴν εἰπῶ βαττολογεῖ, ὁ δὲ πρῶτος ἢ ἀγνοεῖ αὐτὰ ποὺ διηγεῖται ἢ ἐμπαίζεται ὑπερβολικὰ ἀπὸ τὴν κενοδοξία.

2. Ὁ παρὼν λόγος παρουσίασε ἐνώπιόν μας πρὸς ἐξέτασι ἕναν θησαυρό, ὁ ὁποῖος εὑρίσκεται ἀσφαλισμένος μέσα σὲ ὀστράκινα σκεύη ἢ καλύτερα σὲ ἀνθρώπινα σώματα. Ἕνα θησαυρὸ ποὺ ἡ ποιότης του δὲν μπορεῖ καθόλου νὰ κατανοηθῇ μὲ λόγια. Ἔχει δὲ ὁ θησαυρὸς αὐτὸς ἀπ᾿ ἔξω μόνο μία ἐπιγραφή, ἡ ὁποία εἶναι ἀκατανόητη καὶ παρέχει πολλὴν καὶ ἀτέλειωτη ἐρευνητικὴ προσπάθεια σὲ ὅσους ζητοῦν νὰ τὴν ἐξηγήσουν μὲ λόγια. Καὶ ἡ ἐπιγραφὴ αὐτὴ ἔχει ὡς ἑξῆς: «Η ΑΓΙΑ ΤΑΠΕΙΝΩΣΙΣ».

3. Ὅσοι ὁδηγοῦνται ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἂς εἰσέλθουν μαζί μας στὸ νοερὸ καὶ πάνσοφο τοῦτο συνέδριο καὶ ἂς κρατοῦν νοερῶς στὰ χέρια τους θεόγραπτες πλάκες γνώσεως.

Ἄρχισε λοιπὸν τὸ συνέδριο. Συγκεντρωθήκαμε καὶ συζητήσαμε καὶ ἐρευνήσαμε ἐξεταστικὰ τὴν σημασία τῆς σπουδαίας αὐτῆς ἐπιγραφῆς. Ἕνας ἔλεγε ὅτι ταπεινοφροσύνη εἶναι τὸ νὰ λησμονῆς ἀμέσως τὰ κατορθώματά σου. Ἄλλος, τὸ νὰ θεωρῆς τὸν ἑαυτό σου πιὸ τελευταῖο καὶ πιὸ ἁμαρτωλὸ ἀπὸ ὅλους. Ἄλλος, τὸ νὰ γνωρίσης καλὰ μὲ τὸν νοῦ σου τὴν ἰδική σου ἀδυναμία καὶ ἀσθένεια. Ἄλλος, τὸ νὰ προλαμβάνης σὲ φιλονεικίες νὰ διαλύης πρῶτος τὴν ὀργή. Ἄλλος, τὸ νὰ γνωρίζης καλὰ τὴν χάρι καὶ τὴν εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἕνας ἄλλος πάλι, τὸ νὰ αἰσθάνεσαι ψυχικὴ συντριβὴ καὶ νὰ ἀπαρνῆσαι τὸ ἰδικό σου θέλημα.

Καὶ ἐγὼ ἀφοῦ τὰ ἄκουσα ὅλα αὐτά, καὶ ἀφοῦ τὰ ἐξέτασα μόνος μου μὲ πολλὴ περίσκεψι καὶ προσοχή, δὲν κατώρθωσα μὲ ὅσα ἄκουσα νὰ καταλάβω τὴν ἔννοια τῆς μακαρίας ταπεινοφροσύνης. Γι᾿ αὐτὸ ὡς ἔσχατος ὅλων, ἀφοῦ ἐμάζευσα ὅπως ὁ σκύλος τὰ ψίχουλα ποὺ ἔπεσαν ἀπὸ τὸ τραπέζι τῶν γνωστικῶν ἐκείνων καὶ μακαρίων Πατέρων, κατέληξα στὸν ἑξῆς ὁρισμό:

Ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι ἀνώνυμη χάρις τῆς ψυχῆς ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ ὀνομασθῇ μόνο ἀπὸ ὅσους τὴν ἐδοκίμασαν ἐκ πείρας. Εἶναι ἀνέκφραστος πλοῦτος, ὀνομασία τοῦ Θεοῦ, δωρεὰ τοῦ Θεοῦ, ἐφ᾿ ὅσον Ἐκεῖνος λέγει: «Μάθετε οὐκ ἀπ᾿ Ἀγγέλου, οὐκ ἀπ᾿ ἀνθρώπου, οὐκ ἀπὸ δέλτου, ἀλλ᾿ ἀπ᾿ ἐμοῦ», δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ἐνοίκησί μου καὶ τὴν ἔλλαμψί μου καὶ τὴν ἐνέργειά μου μέσα σας, «ὅτι πρᾴος εἰμι καὶ ταπεινός τῇ καρδίᾳ καὶ τῷ λογισμῷ καὶ τῷ φρονήματι, καὶ εὑρήσετε ἀνάπαυσιν πολέμων καὶ κουφισμὸν λογισμῶν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν» (πρβλ. Ματθ. ια´ 29).

4. Διαφορετικὴ εἶναι ἡ ὄψις ποὺ παρουσιάζει ἡ ὁσία αὕτη ἄμπελος ὅταν ἀκόμη ἐπικρατῆ ὁ χειμώνας τῶν παθῶν, καὶ διαφορετικὴ ὅταν πλέον ἔλθη ἡ ἄνοιξις (καὶ ἡ ἔναρξις) τῶν καρπῶν, καὶ διαφορετικὴ ὅταν φθάση τὸ θέρος τῶν ἀρετῶν, παρ᾿ ὅλον ὅτι ὅλες αὐτὲς οἱ ὄψεις συμβάλλουν σὲ μία καὶ τὴν αὐτὴ εὐφροσύνη καὶ καρποφορία. Γι᾿ αὐτὸ ἐμφανίζει καὶ τὰ ἀντίστοιχα σημάδια καὶ τὶς ἀποδείξεις τῶν κατὰ καιροὺς καρπῶν της.

5. Ὅταν ἀρχίζη νὰ ἀνθίζη μέσα μας ἡ σταφυλὴ τῆς ὁσίας αὐτῆς ἀμπέλου, αἰσθανόμεθα πάραυτα κόπωσι καὶ μίσος πρὸς κάθε ἀνθρώπινη δόξα καὶ ἔπαινο, ἐνῷ συγχρόνως ἐξορίζομε ἀπὸ μέσα μας τὸν θυμὸ καὶ τὴν ὀργή. Ὅσο δὲ ἐν τῷ μεταξὺ προχωρεῖ κατὰ τὴν πνευματικὴ ἡλικία μέσα στὴν ψυχή, ἡ βασίλισσα αὐτὴ τῶν ἀρετῶν, κάθε καλὸ ποὺ ἐκτελοῦμε τὸ θεωροῦμε μηδὲν ἢ μᾶλλον βδέλυγμα. Κυρίως συλλογιζόμαστε ὅτι κάθε ἡμέρα ποὺ περνᾶ αὐξάνει τὸ φορτίο τῶν ἁμαρτιῶν μας ἐξ αἰτίας κρυφῶν καὶ ἀσυναισθήτων ἁμαρτιῶν καὶ ἀμελειῶν, ποὺ σκορπίζουν τὸν πλοῦτο τῆς ψυχῆς.

Τὸ δὲ πλῆθος τῶν χαρισμάτων ποὺ μᾶς χορηγεῖ ὁ Θεὸς τὸ βλέπομε σὰν αἰτία μεγαλυτέρας τιμωρίας, γιατί δὲν μᾶς ἀξίζει. Ἔτσι ὁ νοῦς ἀσφαλίζεται ἀπὸ τοὺς κλέπτες κλεισμένος μέσα στὸ βαλάντιο τῆς μετριοφροσύνης. Ἀκούει μόνο τὰ κτυπήματα καὶ τὰ παιγνίδια τους, χωρὶς νὰ ἐπηρεάζεται καθόλου ἀπὸ αὐτά. Καὶ τοῦτο, διότι ἡ μετριοφροσύνη εἶναι ταμεῖο ἀπαραβίαστο.

6. Ἐτολμήσαμε δι᾿ ὀλίγων νὰ φιλοσοφήσωμε γιὰ τὴν ἄνθησι καὶ τὴν μικρὴ ἀνάπτυξι τούτου τοῦ ἀειθαλοῦς καρποῦ. Ἀλλὰ γιὰ τὸ ποιὸ εἶναι τὸ τέλειο βραβεῖο, ὁ τέλειος καρπὸς τῆς ἱερᾶς αὐτῆς ἀρετῆς, ὅσοι εἶσθε οἰκεῖοι τοῦ Κυρίου, ἐρωτήσατε τὸν Κύριον. Γιὰ τὴν ποσότητα καὶ μεγαλωσύνη τῆς ὁσίας αὐτῆς ἀρετῆς δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὁμιλήσω. Γιὰ τὴν ποιότητά της πάλι εἶναι ἀκόμη πιὸ ἀδύνατο.

Ἔτσι ἂς ἐπιχειρήσωμε πάλι νὰ ὁμιλήσωμε γιὰ τὶς ἰδιότητές της σύμφωνα μὲ τὴν σκέψι ποὺ ἦλθε στὸν νοῦ μας.

7. Ἡ μετάνοια ποὺ γίνεται μὲ συνεχῆ φροντίδα καὶ τὸ πένθος ποὺ εἶναι καθαρισμένο ἀπὸ κάθε κηλίδα καὶ ἡ ὁσιωτάτη τῶν ἀρχαρίων ταπείνωσις διαφέρουν καὶ διακρίνονται μεταξύ τους ὅσο ὁ ἄρτος ἀπὸ τὴν ζύμη καὶ τὸ ἀλεύρι. Διότι συντρίβεται πρῶτα ἡ ψυχὴ καὶ λεπτύνεται μὲ τὴν πραγματικὴ μετάνοια.

Ἔπειτα ἑνώνεται κατὰ κάποιον τρόπο καί, ἂς τὸ εἰπῶ ἔτσι, συμφύρεται μὲ τὸν Θεὸν μὲ τὸ ὕδωρ τοῦ ἀληθινοῦ πένθους. Ἐν συνεχείᾳ, ἀφοῦ ἀνάψῃ μὲ τὸ πῦρ τοῦ Κυρίου, ἐμφανίζεται ὡς στερεὸς ἄρτος ἡ μακαρία ταπείνωσις, ἡ ἄζυμος καὶ ἄτυφος, (ἡ ὁποία δηλαδὴ εἶναι ἀπηλλαγμένη ἀπὸ τὴν ζύμη τῆς κακίας καὶ τὴν ὑπερηφάνεια).

Καὶ ὅπως κάθε μία ἀπὸ τὶς τρεῖς αὐτὲς ἀρετές, τὶς ὅμοιες μὲ τρίπλοκη ἁλυσίδα ἢ καλύτερα μὲ οὐράνιο τόξο, ἐμφανίζει τὴν ἴδια δύναμι καὶ ἐνέργεια καὶ ἀποβλέπει στὸν ἴδιο στόχο, θὰ πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ ἔχουν μεταξύ τους καὶ τὶς ἰδιότητες κοινές. Ἔτσι ὅποιο θὰ ὀνομάσης σημάδι τῆς μιᾶς, θὰ τὸ εὕρης νὰ εἶναι γνώρισμα καὶ τῆς ἄλλης.

Αὐτὸ δὲ ποὺ εἶπα θὰ προσπαθήσω μὲ συντομία νὰ τὸ ἀποδείξω καὶ νὰ τὸ ἐπικυρώσω.

8. Πρώτη καὶ ἐξαιρετικὴ ἰδιότης τῆς ὡραίας καὶ ἀξιοθαύμαστης αὐτῆς τριάδος εἶναι ἡ μετὰ πολλῆς χαρᾶς ὑποδοχὴ τῆς ἀτιμίας, τὴν ὁποία δέχεται μὲ ἀνοικτὰ τὰ χέρια καὶ τὴν ἐναγκαλίζεται, μὲ τὴν σκέψι ὅτι καταπαύει καὶ κατακαίει ψυχικὲς ἀσθένειες καὶ μεγάλες ἁμαρτίες. Δεύτερο γνώρισμά της εἶναι ἡ ἐξαφάνισις κάθε ἐκδηλώσεως θυμοῦ, καθὼς καὶ ἡ μετριοφροσύνη γι᾿ αὐτὴ τὴν ἐπιτυχία. Ἡ τρίτη δὲ καὶ ἀνωτέρα βαθμίδα εἶναι ἡ ἀναμφίβολος ἀμφιβολία γιὰ τὴν ἰσχὺ τῶν καλῶν μας ἔργων, καθὼς καὶ ἡ συνεχὴς ἔφεσις γιὰ μάθησι.

9. Ὅπως «τέλος νόμου καὶ προφητῶν Χριστός, εἰς δικαιοσύνην παντὶ τῷ πιστεύοντι» (Ρωμ. ι´ 4), ἔτσι καὶ τέλος τῶν ἀκαθάρτων παθῶν σὲ καθέναν ποὺ δὲν προσέχει εἶναι ἡ κενοδοξία καὶ ἡ ὑπερηφάνεια. Μὲ τὸ νὰ τὶς φονεύη δὲ αὐτὲς ἡ νοερὰ ἔλαφος τῆς ταπεινοφροσύνης (1), διαφυλάττει ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος συζῆ μαζί της ἀπρόσβλητον ἀπὸ κάθε θανατηφόρο δηλητήριο. Ποῦ νὰ ἐμφανισθῇ ἀλήθεια σ᾿ αὐτὴν τὸ δηλητήριο τῆς ὑποκρισίας; Ποῦ τὸ δηλητήριο τῆς καταλαλιᾶς; Ποῦ νὰ ἐμφωλεύσῃ σ᾿ αὐτὴν ὄφις; Καὶ ἐὰν πάλιν ἐμφωλεύση, δὲν θανατώνεται καὶ δὲν ἐξαφανίζεται, ὅταν τραβηχθῇ ἔξω ἀπὸ τὴν καρδιὰ καὶ φανερωθῆ; Δὲν συναντᾶς σὲ ὅποιον συνδέεται μὲ αὐτὴν μίσος οὔτε κάποια μορφὴ ἀντιλογίας οὔτε καμμία ὀσμὴ ἀπειθαρχίας, ἐκτὸς ἂν τυχὸν πρόκειται γιὰ θέματα πίστεως.

10. Ὅποιος τὴν ἐνυμφεύθη εἶναι ἤπιος, προσηνής, εὐκατάνυκτος, εὐσπλαγχνικὸς περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον. Εἶναι ἀκόμη γαλήνιος, χαρωπός, εὐκολοκυβέρνητος, ἄλυπος, ἄγρυπνος, ἄοκνος, καὶ -γιατί νὰ λέγω πολλά;- ἀπαθής· ἀφοῦ «ἐν τῇ ταπεινώσει ἡμῶν ἐμνήσθη ἡμῶν ὁ Κύριος καὶ ἐλυτρώσατο ἡμᾶς ἐκ τῶν ἐχθρῶν ἡμῶν» (Ψαλμ. ρλε´ 23-24) καὶ ἐκ τῶν παθῶν καὶ μολυσμῶν.

11. Ὁ ταπεινόφρων μοναχὸς δὲν πολυεξετάζει τὰ ἄρρητα μυστήρια, ἐνῷ ὁ ὑπερήφανος ἐρευνᾶ τὰ ἀκατάληπτα κρίματα τοῦ Θεοῦ.

12. Σὲ κάποιον ἀπὸ τοὺς πλέον γνωστικοὺς ἀδελφοὺς παρουσιάσθηκαν ὀφθαλμοφανῶς οἱ δαίμονες καὶ τὸν ἐμακάρισαν. Αὐτὸς δὲ ὁ πάνσοφος τοὺς ἀπήντησε: «Ἐὰν σταματήσετε νὰ μὲ ἐπαινῆτε μὲ τοὺς λογισμοὺς ποὺ φέρνετε στὴν ψυχή μου, τότε ἐξ αἰτίας τῆς ἀναχωρήσεώς σας θὰ θεωρήσω τὸν ἑαυτόν μου μέγαν. Ἐὰν ὅμως δὲν σταματήσετε νὰ μὲ ἐπαινῆτε, τότε ἀπὸ τοὺς ἰδικούς σας ἐπαίνους θὰ συλλογίζωμαι τὴν ἰδική μου ἀκαθαρσία, ἐφ᾿ ὅσον εἶναι «ἀκάθαρτος παρὰ Κυρίῳ πᾶς ὑψηλοκάρδιος» (Παροιμ. ις´ 5). Ἢ λοιπὸν ἀναχωρεῖτε καὶ γίνομαι ἀμέσως μέγας ἢ συνεχίζετε νὰ μὲ ἐπαινῆτε καὶ ἀποκτῶ μὲ τὴν συνεργία σας περισσότερη ταπείνωσι». Οἱ δαίμονες ἀμέσως κατεπλάγησαν διότι δὲν εἶχαν τί νὰ τοῦ ἀπαντήσουν καὶ ἔγιναν ἄφαντοι.

13. Νὰ μὴν εἶναι ἡ ψυχή σου ὡς πρὸς τὸ ζωοποιὸ τοῦτο νάμα, δηλαδὴ τὴν ταπείνωσι, λάκκος ποὺ ἄλλοτε τὴν ἀναβλύζει καὶ ἄλλοτε πάλι στερεύει ἀπὸ τὸν καύσωνα τῆς φιλοδοξίας καὶ τῆς ἐπάρσεως, ἀλλὰ πηγὴ ἀπαθείας ποὺ πάντοτε θὰ ἀναβλύζη ἀπὸ τὰ βάθη της ποταμὸ ὁλόκληρο ταπεινοφροσύνης. Γνώριζε, ὦ φίλε μου, ὅτι οἱ κοιλάδες εἶναι ἐκεῖνες ποὺ πληθαίνουν μέσα τους τὸ σιτάρι καὶ τὸν πνευματικὸ καρπό. Κοιλάδα σημαίνει ψυχὴ ταπεινωμένη ἀνάμεσα σὲ ὄρη, (δηλαδὴ ἀνάμεσα σὲ πνευματικὲς ἀρετές), ἡ ὁποία πάντοτε εἶναι χωρὶς ὑπερηφάνεια καὶ πάντοτε παραμένει ἀμετακίνητη.

14. Δὲν λέγει ὁ Ψαλμῳδὸς «ἐνήστευσα» οὔτε «ἀγρύπνησα» οὔτε «ἐκοιμήθηκα κατὰ γῆς», ἀλλὰ «ἐταπεινώθην, καὶ ἔσωσέ με συντόμως ὁ Κύριος» (πρβλ. Ψαλμ. ριδ´ 6). Ἡ μὲν μετάνοια μᾶς ἀνεγείρει, τὸ δὲ πένθος κρούει τὴν πύλη τοῦ οὐρανοῦ, ἡ δὲ ὁσία ταπείνωσις τὴν ἀνοίγει. Ἐγὼ δὲ ὁμολογῶ καὶ προσκυνῶ τὴν τριάδα μέσα στὴν μονάδα καὶ τὴν μονάδα μέσα στὴν τριάδα (2).

15. Ὅλα ὅσα βλέπονται τὰ φωτίζει ὁ ἥλιος, καὶ ὅλα ὅσα γίνονται μὲ λογικὴ τὰ ἐνισχύει ἡ ταπείνωσις. Ὅταν ἀπουσιάζη τὸ φῶς, ὅλα εἶναι ζοφώδη, καὶ ὅταν ἀπουσιάζη ἡ ταπείνωσις, ὅλα τὰ κατορθώματά μας εἶναι ἄχρηστα.

16. Ἕνας χῶρος σὲ ὁλόκληρη τὴν κτίσι εἶδε μία μόνο φορὰ τὸν ἥλιο (3). Καὶ ἕνας μόνο λογισμὸς πολλὲς φορὲς προξένησε ταπείνωσι (4). Μία καὶ μόνη ἡμέρα αἰσθάνθηκε ὅλος ὁ κόσμος ἀγαλλίασι (5). Καὶ μία μόνο ὑπάρχει ἀρετή, ἡ ταπείνωσις, ποὺ δὲν μποροῦν νὰ τὴν μιμηθοῦν οἱ δαίμονες.

17. Ἄλλο πράγμα εἶναι τὸ νὰ ὑπερηφανεύεται κανείς, καὶ ἄλλο τὸ νὰ μὴν ὑπερηφανεύεται, καὶ ἄλλο τὸ νὰ ταπεινώνεται. Ὁ πρῶτος καθημερινῶς κρίνει τοὺς ἄλλους· ὁ δεύτερος δὲν κρίνει τοὺς ἄλλους, πλὴν ὅμως δὲν κατακρίνει καὶ τὸν ἑαυτόν του· ὁ δὲ τρίτος, ἂν καὶ ἀπηλλαγμένος ἀπὸ τὴν καταδίκη, καταδικάζει ὁ ἴδιος συνεχῶς τὸν ἑαυτόν του.

18. Ἄλλο πράγμα εἶναι τὸ νὰ ταπεινοφρονῆ κανείς, καὶ ἄλλο τὸ νὰ ἀγωνίζεται νὰ ταπεινοφρονῆ, καὶ ἄλλο τὸ νὰ ἐπαινῆ τὸν ταπεινόφρονα. Τὸ πρῶτο εἶναι τῶν τελείων, τὸ δεύτερο τῶν ἀληθινῶν ὑποτακτικῶν, καὶ τὸ τρίτο ὅλων τῶν πιστῶν.

19. Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει γίνει ταπεινὸς βαθειὰ καὶ ἐσωτερικά, δὲν κλέπτεται καὶ δὲν ζημιώνεται ἀπὸ λόγους χειλέων. Διότι δὲν προφέρει ἡ θύρα τοῦ στόματος ὅ,τι δὲν ἔχει ὁ θησαυρὸς τῆς καρδιᾶς.

20. Ὁ ἵππος ποὺ εἶναι μόνος του, πολλὲς φορὲς τοῦ φαίνεται πὼς τὰ καταφέρνει στὸ τρέξιμο, ὅταν ὅμως εὑρίσκεται μαζὶ μὲ ἄλλους ἵππους, τότε ἀντιλαμβάνεται τὴν νωθρότητά του.

21. Ἐὰν ὁ λογισμὸς δὲν καυχᾶται πλέον γιὰ φυσικὰ προτερήματα, αὐτὸ εἶναι σημάδι ὅτι ἀρχίζει νὰ ἔρχεται ἡ ὑγεία. Ἀντιθέτως ὅσο ὀσφραίνεται ἀκόμη ἐκείνη τὴν δυσοσμία, δὲν αἰσθάνεται τοῦ πνευματικοῦ μύρου τὴν εὐωδία.

22. Ὁ ἐραστής μου, εἶπε ἡ ὁσία ταπείνωσις, δὲν ἐπιπλήττει, δὲν καταδικάζει τοὺς ἄλλους, δὲν ἐπιζητεῖ πρωτεῖα, δὲν χρησιμοποιεῖ σοφιστεῖες, ἕως ὅτου ἑνωθῇ μαζί μου, διότι μετὰ τὴν ἕνωσί μας δὲν ὑπόκειται πλέον στὸν νόμο.

23. Σὲ κάποιον ἀγωνιστῆ ποὺ προσπαθοῦσε νὰ κατακτήσῃ τὴν μακαρία ταπείνωσι, οἱ ἀνόσιοι δαίμονες ἔσπερναν ἐπαίνους στὴν καρδιά. Ἐκεῖνος τότε μηχανᾶται κατόπιν θείου φωτισμοῦ κάποιο εὐσεβὲς τέχνασμα, γιὰ νὰ νικήση τὴν πονηρία τῶν δαιμόνων. Σηκώνεται λοιπὸν ἀμέσως καὶ γράφει στὸν τοῖχο τοῦ κελλίου του τὰ ὀνόματα τῶν πλέον ὑψηλῶν ἀρετῶν, δηλαδὴ τῆς τελείας ἀγάπης, τῆς ἀγγελικῆς ταπεινοφροσύνης, τῆς καθαρᾶς προσευχῆς, τῆς ἀφθάρτου ἁγνότητος καὶ τῶν παρομοίων. Ὁσάκις λοιπὸν ἄρχιζαν νὰ τὸν ἐπαινοῦν οἱ λογισμοί, τοὺς ἔλεγε: «Ἂς πᾶμε νὰ κάνουμε τὸν ἔλεγχο». Πλησιάζοντας δὲ στὸν τοῖχο ἐδιάβαζε τὰ ὀνόματα τῶν ἀρετῶν καὶ ἀπευθυνόμενος στὸν ἑαυτόν του ἐκραύγαζε: «Ὅταν τὶς ἀποκτήσης αὐτές, ἂς γνωρίζης ὅτι ἀκόμη εὑρίσκεσαι μακρυᾶ ἀπὸ τὸν Θεόν».

24. Ποιὰ εἶναι ἡ δύναμις καὶ ἡ οὐσία τούτου τοῦ ἡλίου, (δηλαδὴ τῆς ταπεινοφροσύνης), δὲν μποροῦμε νὰ τὴν παρουσιάσωμε. Μόνο ἀπὸ τὶς ἐνέργειές της καὶ ἀπὸ τὶς ἰδιότητές της κατορθώνομε νὰ κατανοήσωμε τὴν βαθύτερη οὐσία της.

25. Ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι θεϊκὴ σκέπη ποὺ σκεπάζει τοὺς ὀφθαλμούς μας, γιὰ νὰ μὴ βλέπωμε τὰ κατορθώματά μας. Ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι ἄβυσσος εὐτελείας, ἀπρόσβλητη ἀπὸ κάθε κλέπτη. Ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι «πύργος ἰσχύος ἀπὸ προσώπου ἐχθροῦ» (Ψαλμ. ξ´ 4). «Ὁ ἐχθρὸς δὲν ἔχει νὰ ὠφεληθῇ ἀπὸ αὐτόν, τὸν ταπεινό, καὶ ὁ υἱὸς ἢ μᾶλλον ὁ λογισμὸς τῆς ἀνομίας δὲν θὰ μπορέση νὰ τὸν κακοποιήση. Ἀντιθέτως δὲ αὐτὸς θὰ κατακόψῃ ἐνώπιόν του ὅλους τοὺς ἐχθρούς του καὶ ὅσους τὸν μισοῦν θὰ τοὺς κατατροπώση» (πρβλ. Ψαλμ. πη´ 23).

26. Ὁ μεγάλος τοῦτος ἰδιοκτήτης τοῦ ἰδικοῦ του πλούτου, δηλαδὴ ἡ ταπείνωσις, ἀντιλαμβάνεται μέσα στὴν ψυχὴ καὶ ἄλλα ἐκλεκτὰ γνωρίσματα, ἐκτὸς ἀπὸ ὅλα ἐκεῖνα ποὺ προαναφέραμε. Διότι ἐκεῖνα ποὺ προαναφέραμε, ἐκτὸς ἀπὸ ἕνα (6), ὑποδηλώνουν ἁπλῶς στοὺς ἄλλους τὸν πνευματικὸ πλοῦτο.

27. Θὰ γνωρίσης καὶ δὲν θὰ ἀπατηθῆς ὅτι ἀπέκτησες μέσα σου τὴν ὁσία αὐτὴ οὐσία, δηλαδὴ τὴν ταπείνωσι, ἀπὸ τὸ πλῆθος τοῦ ἀρρήτου φωτὸς καὶ ἀπὸ τὸν ἀπερίγραπτο ἔρωτα τῆς προσευχῆς. Πρὶν κατακτηθοῦν αὐτὰ προηγεῖται μία κατάστασις, κατὰ τὴν ὁποία ἡ καρδιὰ δὲν περιφρονεῖ τοὺς ἁμαρτάνοντας οὔτε κατακρίνει τὰ ἁμαρτήματά τους. Καὶ πρὶν ἀπὸ αὐτὴ τὴν κατάσταση προηγεῖται ἄλλη, κατὰ τὴν ὁποία ἡ καρδιὰ μισεῖ κάθε κενοδοξία.

28. Ὅποιος ἐπέτυχε τὴν πλήρη γνῶσι τοῦ ἑαυτοῦ του, αὐτὸς ἔσπειρε σὲ γῆ ἀγαθή. Ὅποιος δὲν ἔσπειρε κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο, δὲν πρόκειται νὰ ἰδῆ νὰ ἀνθίζη μέσα του ἡ ταπεινοφροσύνη. Ὅποιος ἐπέτυχε τὴν γνῶσι τοῦ ἑαυτοῦ του, αὐτὸς αἰσθάνθηκε τὸν φόβο τοῦ Κυρίου, καὶ βαδίζοντας μὲ τὴν αἴσθησι αὐτὴ ἔφθασε στὴν πύλη τῆς ἀγάπης.

29. Ἡ ταπείνωσις εἶναι ἡ πύλη τῆς οὐρανίου βασιλείας ποὺ εἰσάγει σ᾿ αὐτὴν ὅσους τὴν πλησιάζουν. Νομίζω ὅτι γι᾿ αὐτὴν εἶπε ὁ Κύριος: «Καὶ εἰσελεύσεται ὁ βουλόμενος καὶ ἐξελεύσεται ἀφόβως ἐκ τοῦ βίου καὶ νομὴν εὑρήσει» (πρβλ. Ἰωάν. ι´ 9) καὶ χλόη μέσα στὸν παράδεισο. Ὅλοι ὅσοι εἰσῆλθαν στὴν μοναχικὴ ζωὴ ἀπὸ ἄλλη θύρα αὐτοὶ εἶναι κλέπται καὶ λησταὶ τῆς ἰδικῆς τους ζωῆς (πρβλ. Ἰωάν. ι´ 1).

30. Ὅσοι ἐπιζητοῦμε τὴν ταπεινοφροσύνη ἂς μὴ παύωμε νὰ ἐξετάζωμε καὶ νὰ ἀνακρίνωμε τοὺς ἑαυτούς μας. Καὶ ὅταν αἰσθανώμεθα μὲ τὴν καρδιά μας ἀνώτερον σὲ ὅλα τὸν πλησίον, τότε εἶναι κοντά μας τὸ ἔλεος, (δηλαδὴ τὸ ἐκ Θεοῦ δῶρο τῆς ταπεινοφροσύνης).

31. Εἶναι ἀκατόρθωτο νὰ προέλθη ἀπὸ τὸ χιόνι φλόγα. Περισσότερο ὅμως ἀκατόρθωτο εἶναι νὰ εὑρεθῇ ταπείνωσις στοὺς ἑτερόδοξους, διότι τὸ κατόρθωμα αὐτὸ ἀνήκει μόνο στοὺς πιστοὺς καὶ ὀρθοδόξους καὶ μάλιστα σὲ ὅσους ἐξ αὐτῶν ἔχουν καθαρθῆ ἀπὸ τὰ πάθη.

32. Οἱ περισσότεροι ἀπὸ ἐμᾶς ὀνομάζομε τοὺς ἑαυτούς μας ἁμαρτωλούς· ἴσως καὶ νὰ τὸ παραδεχώμαστε. Ἀλλὰ τὴν ταπεινόφρονα καρδία τὴν ἐλέγχει ἡ προσβολὴ καὶ ἡ ἐξουδένωσις ἐκ μέρους τῶν ἄλλων.

33. Ἐκεῖνος ποὺ ἀγωνίζεται νὰ φθάση στὸ ἀκύμαντο λιμάνι τῆς ταπεινοφροσύνης, δὲν θὰ παύση ποτὲ νὰ χρησιμοποιῇ διάφορους τρόπους καὶ λόγους καὶ σκέψεις καὶ ἐπινοήσεις καὶ ἔρευνες καὶ ἀναζητήσεις καὶ ἐπιτηδεύματα καὶ τεχνάσματα καὶ εὐχὲς καὶ προσευχές, μέχρις ὅτου ἀπομακρύνῃ τὸ σκάφος τῆς ψυχῆς του ἀπὸ τὴν παντοτεινὰ τρικυμιώδη θάλασσα τῆς οἰήσεως· καὶ τοῦτο, μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τρόπους ζωῆς πιὸ ταπεινοὺς καὶ πιὸ περιφρονημένους. Διότι ὅποιος ἐσώθηκε ἀπὸ αὐτήν, τὴν οἴησι, εὔκολα σὰν τὸν τελώνη τακτοποιεῖ τὰ ὑπόλοιπα ἁμαρτήματά του.

34. Μερικοί, παρ᾿ ὅλον ὅτι ἐσυγχωρήθηκαν γιὰ τὰ παλαιά τους ἁμαρτήματα, ἐν τούτοις τὰ ἐνθυμοῦνται μέχρι τέλους τῆς ζωῆς τους, χρησιμοποιώντας αὐτὰ ὡς ἀφορμὴ ταπεινοφροσύνης καὶ μαστιγώνοντας μὲ αὐτὰ τὸ μάταιο φρόνημα τῆς οἰήσεως. Ἄλλοι, ἀναλογιζόμενοι τὸ πάθος τοῦ Χριστοῦ, θεωροῦν πάντοτε τὸν ἑαυτό τους χρεώστη. Ἄλλοι ἐξευτελίζουν τὸν ἑαυτό τους μὲ τὰ καθημερινά τους σφάλματα. Ἄλλοι κατέριψαν στὸ ἔδαφος τὴν ὑπερηφάνεια μὲ τοὺς πειρασμοὺς καὶ τὶς ἀσθένειες καὶ τὰ πταίσματα ποὺ κατὰ καιροὺς τοὺς συνέβησαν. Καὶ ἄλλοι τέλος ἀπὸ τὴν ἔλλειψι χαρισμάτων ἀπέκτησαν τὴν μητέρα τῶν χαρισμάτων.

Εἶναι καὶ μερικοὶ ἄλλοι -δὲν γνωρίζω ἂν ὑπάρχουν καὶ σήμερα- οἱ ὁποῖοι ταπεινώνουν τὸν ἑαυτόν τους μὲ τὶς δωρεὲς τοῦ Θεοῦ. Ὅσο περισσότερο αὐξάνουν οἱ δωρεὲς τοῦ Θεοῦ, τόσο περισσότερο ταπεινώνουν τὸν ἑαυτό τους, μὲ τὴν σκέψι ὅτι εἶναι ἀνάξιοι γιὰ ἕναν τέτοιο πλοῦτο. Καὶ ζοῦν μὲ τὴν συναίσθησι ὅτι καθημερινῶς αὐξάνει τὸ χρέος τῶν ἁμαρτιῶν τους. Τοῦτο εἶναι ἡ ταπείνωσις, τοῦτο ἡ μακαριότης, τοῦτο τὸ ἀνώτερο βραβεῖο.

35. Ὅταν ἰδῇς ἢ ἀκούσῃς ὅτι κάποιος μέσα σε ὀλίγα ἔτη ἀπέκτησε πολὺ μεγάλη ἀπάθεια, νὰ ξέρης ὅτι δὲν ἐβάδισε ἄλλη, ἀλλὰ τούτη τὴν μακαρία καὶ σύντομη ὁδό.

36. Ἀγάπη καὶ ταπείνωσις! Ἱερὸ ζεῦγος! Ἡ μία ὑψώνει καὶ ἡ ἄλλη συγκρατεῖ ὅσους ὑψώθηκαν καὶ δὲν τοὺς ἀφήνει ποτὲ νὰ πέσουν.

37. Ἄλλο εἶναι ἡ συντριβὴ καὶ ἄλλο ἡ ἐπίγνωσις καὶ ἄλλο ἡ ταπείνωσις. Ἡ συντριβὴ εἶναι γέννημα κάποιας πτώσεως, διότι ἐκεῖνος ποὺ πίπτει συντρίβεται καὶ ἵσταται στὴν προσευχὴ χωρὶς παρρησία καὶ μὲ ἐπαινετὴ ἀναίδεια, ἀκουμπώντας σὰν τσακισμένος στὴν ράβδο τῆς ἐλπίδος καὶ ἀποδιώκοντας μὲ αὐτὴ τὸν κύνα τῆς ἀπογνώσεως.

Ἐπίγνωσις εἶναι ἡ ὀρθὴ γνῶσις τῶν μέτρων, στὰ ὁποῖα εὑρισκόμαστε, καθὼς καὶ ἡ ἀδιάκοπη μνήμη τῶν μικρῶν σφαλμάτων.

Ταπείνωσις εἶναι ἡ νοερὰ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία φυλάσσεται ἀπὸ ὅσους τὴν ἀξιώθηκαν στοὺς μυστικοὺς θαλάμους τῆς ψυχῆς, καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἐκφρασθῇ μὲ λόγια.

38. Ὅποιος λέγει ὅτι ὠσφράνθηκε καλὰ τὴν εὐωδία ἑνὸς τέτοιου μύρου καὶ συγχρόνως ὅταν ἀκούη ἐπαίνους συγκινεῖται κάπως ἡ καρδιά του ἢ βλέπει ὅτι δονεῖται ἀπὸ τὴν δύναμι τῶν ἐπαινετικῶν λόγων, αὐτός, ἂς μὴν ἀπατᾶται, ἔχει πλανηθῆ.

39. Ἄκουσα κάποιον νὰ λέγη ὁλοψύχως: «Μὴ ἡμῖν, Κύριε, μὴ ἡμῖν, ἀλλ᾿ ἢ τῷ ὀνόματί σου δὸς δόξαν» (Ψαλμ. ριγ´ 9). Καὶ τοῦτο, διότι ἐγνώριζε ὅτι ἡ φύσις τοῦ ἀνθρώπου δὲν μπορεῖ ἔτσι μόνη της νὰ φυλαχθῇ ἀβλαβὴς ἀπὸ τὴν δόξα. Ἔλεγε ἀκόμη: «Παρὰ σοῦ ὁ ἔπαινός μου ἐν ἐκκλησίᾳ μεγάλῃ» (Ψαλμ. κα´ 26), δηλαδὴ κατὰ τὸν μέλλοντα αἰώνα. Διότι προηγουμένως δὲν μπορῶ νὰ σηκώσω τὴν δόξα καὶ τὸν ἔπαινο χωρὶς κίνδυνο.

40. Ἐὰν τοῦτο ἀποτελῆ ὅρο καὶ λόγο καὶ τρόπο τῆς πλέον μεγάλης ὑπερηφανείας, δηλαδὴ τὸ νὰ ὑποκρίνεται κανεὶς ἀπὸ φιλοδοξία ἀρετὲς ποὺ δὲν ἔχει, ὁπωσδήποτε τοῦτο θὰ ἀποτελῇ τὸ σημάδι τῆς πλέον βαθειᾶς ταπεινοφροσύνης, τὸ νὰ παρουσιαζώμαστε δηλαδὴ σὲ ἄλλους ὡς ἔνοχοι δῆθεν διαφόρων ἁμαρτημάτων, ὥστε νὰ ἐξευτελιζώμαστε.

Ἔτσι ἐνήργησε ἐκεῖνος ποὺ ἐπῆρε στὰ χέρια του τὸ ψωμὶ καὶ τὸ τυρί (7). Ἔτσι ἐκεῖνος ποὺ ἀφήρεσε τὸ ἔνδυμά του καὶ ἐγύρισε τὴν πόλι μὲ ἀπάθεια, σὰν ἀγωνιστὴς τῆς ἁγνότητος ποὺ ἦταν (8). Δὲν θὰ λάβουν ὑπ᾿ ὄψιν τους αὐτοὶ οἱ ἀγωνισταὶ τὸν σκανδαλισμὸ τῶν ἀνθρώπων, ἀφοῦ ἔχουν ἀποκτήσει τὴν δύναμι νὰ πληροφοροῦν μυστικὰ μὲ τὴν προσευχή τους ὅλους γιὰ τὴν ἀληθινή τους κατάστασι.

41. Ὅποιος φροντίζει γιὰ τὸ πρῶτο, δηλαδὴ γιὰ τὴν ἀποφυγὴ τοῦ σκανδαλισμοῦ, αὐτὸς δείχνει ὅτι στερεῖται τὸ δεύτερο, δηλαδὴ τὴν δύναμι τῆς πληροφορίας. Διότι ὅταν ἔχωμε τὸν Θεὸν ἕτοιμο νὰ μᾶς ἐπακούη, ὅλα μποροῦμε νὰ τὰ κατορθώσωμε. Νὰ προτιμᾶς νὰ λυπῆς τοὺς ἀνθρώπους μᾶλλον καὶ ὄχι τὸν Θεόν, διότι χαίρεται ὁ Θεὸς ὅταν μᾶς βλέπη νὰ ἐπιδιώκωμε τὴν ἀτιμία, μὲ τὸν σκοπὸ νὰ πιέσωμε καὶ νὰ κτυπήσωμε καὶ νὰ ἐξοντώσωμε τὴν ματαιότητα τῆς οἰήσεως.

42. Ἡ τελεία ξενιτεία εἶναι ἡ πρόξενος τῶν τόσο μεγάλων κατορθωμάτων, ἐφ᾿ ὅσον μόνο οἱ πολὺ μεγάλοι ἀντέχουν στὸ νὰ ἐμπαίζωνται ἀπὸ τοὺς γνωρίμους των. (Οἱ ἄλλοι ἐπειδὴ δὲν ἀντέχουν ἂς ἐπιζητοῦν νὰ ξενιτεύουν καὶ νὰ ἀσκοῦνται ἀνάμεσα σὲ ξένους καὶ ἀγνώστους ἀνθρώπους). Ἂς μὴ παραξενευθῇς γιὰ ὅσα εἶπα, διότι κανεὶς δὲν μπορεῖ ν᾿ ἀνεβῇ διὰ μιᾶς ὅλη τὴν κλίμακα.

43. «Θὰ μᾶς ἀναγνωρίσουν ὅλοι ὡς μαθητὰς τοῦ Θεοῦ, ὄχι διότι μᾶς ὑποτάσσονται οἱ δαίμονες, ἀλλὰ διότι τὰ ὀνόματά μας ἔχουν γραφῆ στὸν οὐρανὸ τῆς ταπεινώσεως» (πρβλ. Λουκ. ι´ 20).

44. Ἡ ἀκαρπία κάνει ὥστε οἱ κλάδοι τῶν λεγομένων κίτρων νὰ ἀνυψώνονται μόνοι τους πρὸς τὰ ἐπάνω. Ὅταν ὅμως γείρουν πρὸς τὰ κάτω, ἀρχίζει γρήγορα ἡ καρποφορία. Ὅποιος τὸ συνέλαβε στὸν νοῦ του, καταλαβαίνει τί θέλω νὰ εἰπῶ.

45. Στὴν ὁσία ταπείνωσι ὑπάρχουν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ διάφορες βαθμίδες ἀναβάσεως: ἡ τριακοστή, ἡ ἑξηκοστὴ καὶ ἡ ἑκατοστή. Στὴν τελευταία βαθμίδα κατορθώνουν νὰ ἀνεβοῦν οἱ ἀπαθεῖς, στὴν μεσαία οἱ ἀνδρεῖοι καὶ στὴν πρώτη ὅλοι. Ἐκεῖνος ποὺ ἀπέκτησε αὐτογνωσία, ποτὲ δὲν θὰ ξεγελασθῇ νὰ ἐπιχειρήση κάτι ὑπὲρ τὴν δύναμί του, ἀλλὰ προχωρεῖ στὸ ἑξῆς πατώντας στερεὰ στὴν μακαρία αὐτὴ ὁδὸ τῆς ταπεινώσεως.

46. Τὰ πτηνὰ φοβοῦνται τὴν θέα τοῦ ἱέρακος. Ὁμοίως καὶ οἱ ἐργᾶται τῆς ταπεινοφροσύνης τὸν ἦχο τῆς ἀντιλογίας.

47. Εἶναι πολλοὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἐπέτυχαν τὴν σωτηρία τους χωρὶς προφητικὰ χαρίσματα καὶ ἐλλάμψεις καὶ θαυματουργίες. Χωρὶς τὴν ταπείνωσι ὅμως κανεὶς δὲν πρόκειται νὰ εἰσέλθη στὸν νυμφώνα. Διότι τὰ μὲν πρῶτα τὰ διαφυλάσσει ἡ Δευτέρα, δηλαδὴ ἡ ταπείνωσις, ἐνῷ ἀντιθέτως τὰ πρῶτα, σὲ ἐπιπολαίους ἀνθρώπους τὴν ἐξαφάνισαν (τὴν ταπείνωσι).

48. Γιὰ νὰ ταπεινούμεθα, ἔστω καὶ χωρὶς τὴν θέλησί μας, ὁ Κύριος οἰκονόμησε καὶ τοῦτο: Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ βλέπει τὰ τραύματά του, ὅπως τὰ βλέπει ὁ πλησίον του. Ἔτσι εἴμεθα ὑποχρεωμένοι νὰ χρεωστοῦμε τὴν θεραπεία μας ὄχι στὸν ἑαυτόν μας, ἀλλὰ στὸν πλησίον καὶ στὸν Θεόν.

49. Ὁ ταπεινόνους ἀποστρέφεται μὲ βδελυγμία τὸ ἰδικό του θέλημα ὡς πεπλανημένο. Καὶ στὰ αἰτήματά του πρὸς τὸν Κύριον συνηθίζει νὰ δέχεται μὲ ἀδίστακτη πίστη τὴν γνώση τοῦ θελήματός Του καὶ νὰ ὑπακούη σ᾿ αὐτό. Ὑπακούει δὲ στοὺς διδασκάλους του χωρὶς νὰ ἐξετάζη καὶ νὰ περιεργάζεται τὴν ζωή τους, ἀλλὰ ἀναθέτοντας κάθε φροντίδα του στὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος ἀκόμη καὶ μὲ τὸ στόμα τῆς ὄνου ἐδίδαξε στὸν Βαλαὰμ τὰ ἀπαραίτητα (πρβλ. Ἀριθ. κβ´ 28).

50. Ὁ ταπεινόνους αὐτὸς μοναχός, καὶ ὅταν ἀκόμη ὅλα τὰ σκέπτεται καὶ τὰ πράττη καὶ τὰ λέγη κατὰ Θεόν, καὶ τότε ἀκόμη δὲν δίδει ἐμπιστοσύνη στὸν ἑαυτό του. Διότι γιὰ τὸν ταπεινὸ τὸ οἰκειόπιστον εἶναι μεγάλος σκόλοψ καὶ βάρος, ὅπως ἀντιθέτως γιὰ τὸν ὑπερήφανο τὸ ἑτερόλεκτο.

51. Ἐγὼ νομίζω ὅτι μόνο ὅποιος εἶναι Ἄγγελος δὲν κλέπτεται ἀπὸ ἁμαρτήματα, δὲν ὑποπίπτει δηλαδὴ σὲ κανένα ἁμάρτημα, διότι ἄκουσα κάποιον ἐπίγειο Ἄγγελο νὰ λέγη: «Οὐδὲν ἐμαυτῷ σύνοιδα, ἀλλ᾿ οὐκ ἐν τούτῳ δεδικαίωμαι, ὁ δὲ ἀνακρίνων με Κύριός ἐστι» (Α´ Κορ. δ´ 4). Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ὀφείλομε νὰ κατακρίνωμε συνεχῶς καὶ νὰ κατηγοροῦμε τοὺς ἑαυτούς μας, ὥστε μὲ τὸν ἑκούσιο ἐξευτελισμὸ νὰ ἀπομακρύνωμε τὶς ἀκούσιες ἁμαρτίες. Διαφορετικὰ θὰ εἶναι ὁπωσδήποτε ἄσχημη ἡ λογοδοσία μας γι᾿ αὐτὰ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου.

52. Ἐκεῖνος ποὺ ζητεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸν πράγματα μικρότερα ἀπὸ ὅ,τι θὰ τοῦ ἄξιζαν, αὐτὸς θὰ λάβη ὁπωσδήποτε ἀνώτερά του. Περὶ αὐτοῦ μαρτυρεῖ ὁ τελώνης, ὁ ὁποῖος ζητοῦσε μόνο τὴν συγχώρησι καὶ ἀπεκόμισε ἐπὶ πλέον καὶ τὴν δικαίωσι. Ὁ λῃστὴς πάλιν ἐζήτησε νὰ τὸν ἐνθυμηθῇ μόνο ὁ Κύριος στὴν βασιλεία Του, καὶ ὅμως ἐκληρονόμησε ὁλόκληρο τὸν παράδεισο.

53. Μέσα στὴν δημιουργία δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀντικρύσης μικρὴ ἢ μεγάλη φωτιὰ ὅσον ἀφορᾶ τὴν φύσι της. Καὶ στὴν ἀνόθευτη ταπεινοφροσύνη εἶναι ἐντελῶς ἀδύνατον νὰ ἐναπομείνη ἴχνος κάποιας ξένης ὕλης. Ὅσο συνεχίζομε νὰ ἁμαρτάνωμε ἑκουσίως, δὲν ὑπάρχει μέσα μας τοῦτο, ἡ ἀνόθευτη δηλαδὴ ταπεινοφροσύνη. Ὅταν ὅμως ἁμαρτάνωμε ἀκουσίως, αὐτὸ ἀποτελεῖ ἀπόδειξι τῆς παρουσίας της.

54. Γνωρίζοντας ὁ Δεσπότης Χριστὸς ὅτι πρὸς τὴν ἐξωτερικὴ ἐμφάνισι συμμορφώνεται καὶ ἡ ἀφανὴς ἀρετὴ τῆς ψυχῆς, φορώντας τὸ λέντιό μας ὑπέδειξε μέθοδο γιὰ νὰ βαδίζωμε τὴν ὁδὸ τῆς ταπεινώσεως. Διότι ἡ ψυχὴ ἐξομοιώνεται μὲ ὅ,τι ἀσχολεῖται καὶ λαμβάνει τὸν τύπο καὶ τὴν μορφὴ αὐτῶν, τὰ ὁποῖα πράττει.

55. Ἡ ἀρχή, (ἡ ἐξουσία), ἔγινε αἰτία ὑψηλοφροσύνης σ᾿ ἕναν Ἄγγελο· ἀλλὰ βεβαίως δὲν τοῦ ἐδόθηκε ἡ ἐξουσία γιὰ νὰ πέση στὴν ὑψηλοφροσύνη.

56. Διαφορετικὰ αἰσθάνεται ὅποιος κάθεται σὲ θρόνο καὶ διαφορετικὰ ὅποιος κάθεται στὴν κοπριά. Ἴσως γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ καὶ ὁ μέγας ἐκεῖνος δίκαιος, (δηλαδὴ ὁ Ἰώβ), καθόταν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλι ἐπάνω στὴν κοπριά. Τότε ἀφοῦ ἀπέκτησε τὴν τελεία ταπεινοφροσύνη εἶπε ὁλοψύχως: «Ἐφαύλισα ἐμαυτὸν καὶ ἐτάκην· ἤγημαι δὲ ἐμαυτὸν γῆν καὶ σποδόν» (Ἰὼβ μβ´ 6).

57. Εὑρίσκω ὅτι ἐκεῖνος ὁ Μανασσὴς ἁμάρτησε ὅσο κανεὶς ἄλλος ἄνθρωπος, ἀφοῦ καὶ τὸν Ναὸ τοῦ Θεοῦ καὶ ὁλόκληρη τὴν θρησκεία ἐμόλυνε μὲ τὰ εἴδωλα. Γι᾿ αὐτὸν καὶ ἂν ἀκόμη ἐνήστευε ὅλος ὁ κόσμος, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ προσφέρη τίποτε ποὺ νὰ ἀντιστάθμιζε τὰ ἁμαρτήματά του. Ἡ ταπείνωσις ὅμως ἐστάθη ἱκανὴ καὶ ἐθεράπευσε ὅσα ἦταν σ᾿ αὐτὸν ἀθεράπευτα.

58. «Ὅτι εἰ ἠθέλησας θυσίαν, ἔδωκα ἄν», λέγει ὁ Δαβὶδ στὸν Θεόν. «Ὁλοκαυτούμενα σώματα διὰ νηστείας, οὐκ εὐδοκήσεις· θυσία τῷ Θεῷ» (πρβλ. Ψαλμ. ν´ 18-19) καὶ τὰ λοιπά. Ὅλοι κατανοοῦν τὴν σημασία αὐτῶν τῶν λόγων. «Ἡμάρτηκα τῷ Κυρίῳ» ἐβόησε πρὸς τὸν Θεὸν ἡ μακαρία αὐτὴ ταπείνωσις γιὰ τὰ ἁμαρτήματα τῆς μοιχείας καὶ τοῦ φόνου, καὶ ἀμέσως ἦλθε ἡ ἀπάντησις: «Ἀφείλετο (= ἐσυγχώρησε) Κύριος τὸ ἁμάρτημά σου» (Β´ Βασ. ιβ´ 13).

59. Δρόμο καὶ ἀφορμὴ γιὰ τὴν ἀπόκτησι αὐτῆς τῆς ἀρετῆς οἱ ἀείμνηστοι Πατέρες μας ὤρισαν τοὺς σωματικοὺς κόπους. Ἐγὼ ἐπὶ πλέον συνιστῶ τὴν ὑπακοὴ καὶ τὴν εὐθύτητα τῆς καρδίας, ποὺ ἐκ φύσεως εἶναι ἀντίθετες πρὸς τὴν οἴησι.

60. Ἐὰν αὐτή, ἡ ὑπερηφάνεια, μερικοὺς ἀπὸ Ἀγγέλους τοὺς μετέβαλε σὲ δαίμονας, ἐκείνη, ἡ ταπεινοφροσύνη, ὁπωσδήποτε μερικοὺς ἀπὸ δαίμονας μπορεῖ νὰ τοὺς μεταβάλη σὲ Ἀγγέλους· γι᾿ αὐτὸ ἂς ἔχουν θάρρος ὅσοι ἔπεσαν.

61. Ἂς σπεύσωμε καὶ ἂς πυκτεύσωμε μὲ ὅλες μας τὶς δυνάμεις νὰ ἀνεβοῦμε στὴν κεφαλὴ καὶ κορυφὴ τῆς ταπεινοφροσύνης. Ἂν δὲν μποροῦμε αὐτό, ἂς ἀνεβοῦμε τουλάχιστον στοὺς ὤμους της ἂν καὶ αὐτὸ δὲν μποροῦμε νὰ τὸ κατορθώσωμε, ἂς μὴν χάσωμε τουλάχιστον τὴν ἀγκάλη της. Διότι ὅποιος τὴν χάση καὶ αὐτήν, ἀπορῶ ἂν θὰ μπορέση νὰ κερδήση τίποτε στὴν αἰωνιότητα.

62. Νεῦρα τῆς ταπεινοφροσύνης καὶ ὁδοί, ἀλλ᾿ ὄχι καὶ σημάδια καὶ ἀποδείξεις, εἶναι ἡ ἀκτημοσύνη, ἡ ἀφανὴς ξενιτεία, ἡ ἀπόκρυψις τῆς σοφίας, ἡ ἁπλὴ ὁμιλία, ἡ ζήτησις ἐλεημοσύνης, ἡ ἀπόκρυψις τῆς εὐγενικῆς καταγωγῆς, ἡ ἐξορία τῆς παρρησίας, ἡ ἀπομάκρυνσις τῆς πολυλογίας. Τίποτε ἄλλο δὲν κατώρθωσε ποτὲ μέχρι τώρα νὰ ταπεινώση τόσο τὴν ψυχή, ὅσο ἡ φτώχεια καὶ ἡ ἐπαιτεία. Τότε φαίνεται ἡ φιλοσοφία μας καὶ ἡ φιλοθεΐα μας, ὅταν, ἐνῷ μποροῦμε νὰ ὑψώσωμε τὸν ἑαυτό μας, ἀποφεύγωμε ἀνεπιστρεπτὶ τὸ ὕψος.

63. Ἐὰν ἐξοπλίζεσαι καμμία φορὰ ἐναντίον ἑνὸς πάθους, νὰ παίρνης ὡς σύμμαχο τούτη τὴν ἀρετή. Διότι αὐτὴ «ἐπὶ ἀσπίδα καὶ βασιλίσκον ἐπιβήσεται, καὶ καταπατήσει λέοντα καὶ δράκοντα» (Ψαλμ. Ϟ´ 13), δηλαδή, ὅπως θὰ ἔλεγα ἐγώ, «ἐπὶ ἁμαρτίαν καὶ ἀπόγνωσιν ἐπιβήσεται καὶ καταπατήσει τὸν διάβολον καὶ τὸν δράκοντα τοῦ σώματος».

Ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι οὐράνιος ἀνεμοστρόβιλος ποὺ μπορεῖ νὰ ἀνεβάση τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὴν ἄβυσσο τῆς ἁμαρτίας στὰ ὕψη τοῦ οὐρανοῦ. Ἀντίκρυσε ἕνας κάποτε τὸ κάλλος της μέσα στὴν καρδιά του καὶ ἀφοῦ κατελήφθη ἀπὸ θάμβος ἐρωτοῦσε τὸ ὄνομα τοῦ πατρός της. Ἐκείνη δὲ μὲ ἕνα φαιδρὸ καὶ γαλήνιο μειδίαμα τοῦ ἀποκρίνεται: «Πῶς σπεύδεις νὰ μάθης τὸ ὄνομα τοῦ πατρός μου, ἐνῷ αὐτὸς εἶναι ἀνώνυμος; Δὲν θὰ σοῦ τὸ φανερώσω, ἕως λάβης μέσα σου τὸν Θεόν». Αὐτῷ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.

Μητέρα τῆς πηγῆς εἶναι ἡ ἄβυσσος τῶν ὑδάτων· πηγὴ δὲ τῆς διακρίσεως ἡ ταπείνωσις.

----------

1. Ἡ ἔλαφος ὡς γνωστὸν εἶναι ἀποκλειστικὰ φυτοφάγο ζῶο. Σύμφωνα ὅμως μὲ μία ἐσφαλμένη ἀντίληψι τῶν ἀρχαίων κυνηγᾶ καὶ κατατρώει τοὺς ὄφεις (πρβλ. Κλαυδίου Αἰλιανοῦ - β´ αἰ. μ. Χ. -Περὶ ζώων ἰδιότητος, Β´ 9). Ἐδῶ ἡ Κλίμαξ παρομοιάζει μὲ ὄφεις τὴν κενοδοξία καὶ τὴν ὑπερηφάνεια, καὶ μὲ ἔλαφο τὴν ταπεινοφροσύνη.

2. Οἱ τρεῖς ἀρετές, μετάνοια, πένθος καὶ ταπείνωσις, παρουσιάζονται ἐδῶ ὡς τῆς αὐτῆς φύσεως καὶ οὐσίας, ἀδιαίρετες καὶ ἀχώριστες, ὅπως τὰ πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος.

3. Ὁ πυθμὴν τῆς Ἐρυθρᾶς θαλάσσης.

4. Ἡ μνήμη τοῦ θανάτου ἢ τῆς Κρίσεως ἢ τῶν παθῶν τοῦ Κυρίου.

5. Τὴν ἡμέρα τῆς λαμπροφόρου Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου.

6. Ἐννοεῖ μᾶλλον τὴν ἐσωτερικὴ αὐτοκατάκρισι, τὸ αἴσθημα ὅτι δὲν ἀξίζουν τίποτε οἱ ἐπιτελούμενες ἐνάρετες πράξεις μας. Περὶ αὐτοῦ ὠμίλησε προηγουμένως, στὴν πέμπτη παράγραφο: «Βδέλυγμα πάντα τὰ παρ᾿ ἡμῶν ἐπιτελούμενα ἀγαθὰ λογιζόμεθα».

7. Τὸ ἐν λόγῳ περιστατικὸ ἀναφέρεται στὸν ἀββᾶ Σίμωνα. Ἐρχόταν κάποιος ἐπίσημος ἄρχων νὰ τὸν γνωρίση καὶ νὰ λάβη τὴν εὐλογία του. Μόλις τὸ ἐπληροφορήθηκε, τὸν ἀνέμενε ἔξω ἀπὸ τὸ ἐρημητήριό του φορώντας ἕναν παλαιὸ μανδύα καὶ τρώγοντας ψωμὶ καὶ τυρί. Ὁ ὑψηλὸς ἐπισκέπτης ἀντικρύζοντάς τον ἔτσι ἀπογοητεύτηκε καὶ ἐγύρισε πίσω (βλέπε «Γεροντικόν», ἐκδ. Π. Πάσχου, σελ. 117)

8. Ὑπάρχει ἡ γνώμη ὅτι ἐννοεῖ τὸν ὅσιο Σεραπίωνα. Κατ᾿ ἄλλους πρόκειται γιὰ τὸν ὅσιο Συμεὼν τῆς Ἐμέσης, τὸν διὰ Χριστὸν σαλό.

Δείτε σχετικά: ΕΔΩ