A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

Παρασκευή 26 Ιουλίου 2019

Η περί της «Μητέρας Εκκλησίας» δοξασία του Φαναριωτικού Νεοπαπισμού

του Νικολάου Μάννη, Εκπαιδευτικού
Συνεχίζοντας, με την βοήθεια του Θεού, την σειρά άρθρων ενάντια στην αίρεση του Νεοπαπισμού, όπως εκφράζεται από τους καταληψίες του Φαναρίου[1], θα αναφερθούμε στην περί της «Μητέρας Εκκλησίας» δοξασία τους. Σύμφωνα με αυτήν, το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, δεν είναι απλά η πρώτη τη τάξει Τοπική Εκκλησία, αλλά η «Μητέρα Εκκλησία» η οποία άρχει πάνω στις υπόλοιπες Τοπικές Εκκλησίες που είναι είτε (μικρότερες βεβαίως!) «αδελφές», είτε «θυγατέρες» της! Και η θεωρία αυτή, όπως επίσης και η περί Πρωτείου (εξουσίας) θεωρία, είναι αντιγραφή των αντιστοίχων παπικών αντιλήψεων[2].
Οι θιασώτες αυτής της πλάνης φθάνουν στο σημείο ακόμη και να αγιομαχούν, όταν διαπιστώνουν ότι υπήρξαν στην εποχή μας Άγιοι που πολέμησαν την αίρεση του Νεοπαπισμού Κωνσταντινουπόλεως[3]!
Εύστοχα και προφητικά γράφτηκε (και μάλιστα προ εικοσαετίας περίπου!) σε άρθρο του αγωνιστικού περιοδικού «Ὀρθόδοξος Παράδοσις», που εκδίδουν Πατέρες της Έτνα (Η.Π.Α.), πως η Ορθόδοξη Εκκλησία «απορρίπτει τον Παπισμό και τις αρχές του, είτε όπως διατυπώθηκε στην Ρώμη, με την φαντασιόπληκτη αντίληψη της «Πέτρειας» κυριαρχίας, είτε όπως προπαρασκευάζεται στην Κωνσταντινούπολη με τη νέα, αντορθόδοξη και βλάσφημη θεωρία της «Μητέρας Εκκλησίας», η οποία βασίζεται στην λατινική κατανόηση αυτού του όρου και του, κατ᾿ ουσίαν, «Ανατολικού Πάπα» με διοικητική και πνευματική εξουσία σε όλη την Ορθοδοξία· ακόμη και στο σημείο, προφανώς, να διεκδικεί δικαιοδοσία πάνω στις αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες και τα Πατριαρχεία!»[4].
Ποια είναι όμως η «Μητέρα Εκκλησία» κατά την ορθόδοξη αντίληψη; Σύμφωνα με όσα θα δούμε ο όρος αυτός δεν αναφέρεται αποκλειστικά σε κάποια συγκεκριμένη Τοπική Εκκλησία, ούτε βεβαίως αυτή έχει την έννοια «υπερεκκλησίας»!
Ο όρος «Μητέρα Εκκλησία», όσον αφορά την Τοπική Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, μπορεί να εκληφθεί μόνο ως τιμητικός, και μόνο από τις λεγόμενες νεώτερες Εκκλησίες των Βαλκανίων, που έχουν λάβει (παρατύπως βεβαίως – και αυτή η παρατυπία αναμένεται να διορθωθεί από Πανορθόδοξο Σύνοδο) Αυτοκεφαλία από Αυτήν. Αυτές λοιπόν οφείλουν να σέβονται την «Μητέρα Εκκλησία», όχι όμως και να την υπακούν τυφλά ή να την ακολουθούν στην πτώση της σε αιρέσεις, όπως ο Οικουμενισμός και ο Νεοπαπισμός!
Το ότι όμως δεν αποδίδεται ο χαρακτηρισμός αυτός αποκλειστικά στην Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως αποδεικνύεται από το γεγονός ότι ως «Μητέρα Εκκλησία» είχαν χαρακτηρισθεί και άλλες Εκκλησίες. Την Τοπική Εκκλησία της Καισαρείας, ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, στον Επιτάφιό του στον Μέγα Βασίλειο, την αποκαλεί  «ἄσειστον καὶ ἀνεπηρέαστον τῶν Ἐκκλησιῶν μητέρα»[5], διότι ήταν η μόνη Εκκλησία που είχε απομείνει τότε (επί ποιμαντορίας του Μεγάλου Βασιλείου) αμόλυντη από την αρειανική λύμη.
Κυρίως όμως «Μητέρα Εκκλησία» έχει χαρακτηρισθεί η Εκκλησία των Ιεροσολύμων. «Χαῖρε Σιὼν ἁγία, Μήτηρ τῶν Ἐκκλησιῶν, Θεοῦ κατοικητήριον∙ σὺ γὰρ ἐδέξω πρώτη, ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, διά τῆς Ἀναστάσεως»[6] υμνογραφεί ο Όσιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Και ο Μητροπολίτης Κιέβου Πέτρος Μογίλας στην περίφημη «Ομολογία» γράφει: «Ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία δὲν παίρνει ὄνομα ἀπὸ κανένα τόπον, ἄν εἶναι καὶ ὁ πλέον ἐξαίρετος· διατὶ αἱ τοπικαὶ Ἐκκλησίαι εἶναι μερικαί, οἷον ἡ Ἐφεσίνη, ἡ ἐν Φιλαδελφείᾳ, ἡ ἐν Λαοδικείᾳ, ἡ ἐν Ἀντιοχείᾳ, ἡ ἐν Ἱεροσολύμοις, ἡ ἐν Ῥώμῃ, ἡ ἐν Ἀλεξανδρείᾳ καὶ αἱ λοιπαί. Μὰ ἀνάμεσα εἰς τούταις ταῖς Ἐκκλησίαις ταῖς μερικαῖς, ἐκεῖνη ὀνομάζεται μήτηρ αὐτῶν, ἡ ὁποῖα ἐπλούτησε τὴν παρουσίαν τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐδέχθηκε τὴν αἰώνιον σωτηρίαν καὶ τὴν ἄφεσιν τῶν ἀμαρτιῶν· καὶ ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἐπῆρεν ἀρχὴν ἡ κήρυξις τοῦ εὐαγγελίου εἰς ὅλον τὸν περίγειον κόσμον… Λοιπὸν ἡ ἐν Ἱεροσολύμοις Ἐκκλησία εἶναι μήτηρ πασῶν τῶν Ἐκκλησιῶν καὶ πρώτη[7]· διατὶ ἀπ᾿ ἐκείνην ἤρχισε νὰ ἀπλώνεται τὸ εὐαγγέλιον εἰς ὅλα τὰ πέρατα, καλὰ καὶ οἱ βασιλεῖς ὕστερον νὰ ἐδώκασι τὰ πρωτεία τῆς τιμῆς εἰς τὴν πρεσβυτέραν καὶ εἰς τὴν νέαν Ῥώμην, διὰ τὸ κράτος τῆς βασιλείας[8] ὁποῦ ἦτον εἰς αὐτάς»[9].
Την ορθόδοξη διδασκαλία περί του θέματος συνοψίζει ο Διδάσκαλος της Εκκλησίας και του Γένους Επίσκοπος Κερνίτζης και Καλαβρύτων Ηλίας Μηνιάτης: «Ἡ πόλις τῶν Ἱεροσολύμων δὲν ὀνομάζεται παρὰ πολλῶν μήτηρ τῶν ἐκκλησιῶν; δὲν ὀνομάζει ὁ Θεολόγος Γρηγόριος μητέρα τῶν ἐκκλησιῶν τὴν Καισάρειαν, καὶ κέντρον τῆς χριστιανικῆς πολιτείας; ὁ Χρυσόστομος πάλιν δὲν λέγει διὰ τὴν Ἀντιόχειαν πὼς εἶναι κεφαλὴ τῆς οἰκουμένης; Ἐκ τούτων συνάγεται τὸ ἐπίσημον τῆς ἐπαινουμένης πόλεως ἢ τοῦ προσώπου ὁποῦ ἀρχιερατεύει εἰς ἐκείνην τὴν πόλιν,ἀλλὰ δὲν ἀποδείχνεται ἡ ὑπερτάτη ἐκείνη μοναρχία ὁποῦ ζητεῖ ὁ Ρώμης ἐπίσκοπος(σ. ημ. και ο Νέας Ρώμης σήμερα). Ὅθεν πάλιν λέγω, ὡς ἄνωθεν, πὼς τὸ πρεσβεῖον τῆς ὑπερτάτης πνευματικῆς ἐξουσίας καὶ ἀναμαρτησίας, συνάγεται νὰ εἶναι κοινόν, ὄχι ἑνὸς μόνου ἴδιον, καὶ ἀκολούθως νὰ εἶναι ἀριστοκρατική, ὄχι μοναρχικὴ ἡ κυβέρνησις τῆς ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ»[10].

  • [1] Οι Η.Π.Α. κατέλαβαν το Φανάρι στις 18 Οκτωβρίου 1948 όταν εξανάγκασαν, δια των οργάνων τους, σε παραίτηση τον κανονικό Πατριάρχη Μάξιμο τον Ε΄ και κατάλαβαν τον πατριαρχικό θρόνο διά του αλήστου μνήμης μασώνο Αθηναγόρα Σπύρου. Έκτοτε οι διάδοχοι ορίζονται από εκείνες και αυτοί με την σειρά τους φροντίζουν να τιμούν την αληθινή πατρίδα τους (βλ. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης τίμησε την ημέρα Ανεξαρτησίας των ΗΠΑ: https://www.romfea.gr). Μια ιστορία που μας θυμίζει την κατάληψη της πάλαι ποτέ Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρώμης από τους Φράγκους και την σταδιακή απορθοδοξοποίησή της…
  • [2] «Ὁ Πάπας συγκατένευσεν, ἵνα ἡ σύνοδος (σ. ημ. που έγινε αργότερα στην Φλωρεντία) συγκροτηθῇ ἐν Κωνσταντινουπόλει· ἀλλὰ παλινῳδήσας εἶπε τοῖς ὑπὸ τοῦ αὐτοκράτορος Ἰωάννου ἐν ἔτει 1426 πρὸς αὐτὸν ἀποσταλεῖσι πρεσβευταῖς, ,ὅτι «ἡ Ῥωμαϊκὴ ἐκκλησία μήτηρ ἐστί, ἡ δὲ Ἀνατολικὴ θυγάτηρ καὶ ὁφείλει ἡ θυγάτηρ παραγενέσθαι πρὸς τὴν μητέρα» (Ανδρονίκου Δημητρακοπούλου, Ιστορία του Σχίσματος της Λατινικής Εκκλησίας από της Ορθοδόξου Ελληνικής, Λειψία, 1867, σ. 103). «Ὅρος τῆς ἁγίας καὶ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς ἐν Φλωρεντίᾳ γενομένης. Εὐγένιος δοῦλος τῶν δούλων τοῦ Θεοῦ… Εὐφραινέσθω ἡ μήτηρ Ἐκκλησία τὰ ἑαυτῆς τέκνα μέχρι τοῦδε πρὸς ἄλληλα στασιάζοντα εἰς ἑνότητά τε καὶ εἰρήνην ἤδη ἐπανιόντα ὁρῶσα» (Καλλίστου Βλαστού, Δοκίμιον Ιστορικόν περί του Σχίσματος της Δυτικής Εκκλησίας από της Ορθοδόξου Ανατολικής, Αθήνα, 1896, σ. 203).
  • [3] Απονομή αυτοκεφαλιών ή αρπαγή εδαφών; Η αναφορά του Αγίου Ιωάννη Μαξίμοβιτς για το Οικουμενικό Πατριαρχείο (https://tasthyras.wordpress.com)
  • [4] Neo-Papism (Orthodox Tradition, Volume XIV [1997], Number 1): https://thoughtsintrusive.wordpress.com (μετάφραση αποσπάσματος ημέτερη).
  • [5] P.G. 36, 557.
  • [6] Αναστάσιμο Στιχηρό Εσπερινού πλ. δ΄ ήχου (βλ. Παρακλητική).
  • [7] Πρβλ. Νικηφόρου Θεοτόκη, Κυριακοδρόμιον των Αποστόλων, τόμος α΄,  Αθήνα, 1840, σ. 55.
  • [8] Με την ευκαιρία αξίζει να αντιγράψω και ένα, σχετικό με το θέμα, απόσπασμα από ένα μήνυμα που έλαβα από κάποιον εκλεκτό Αδελφό της Ομογένειας (αγωνιστή, επί δεκαετίες, για την διατήρηση των παραδόσεων του Γένους μας), με αφορμή το προηγούμενο κείμενό μου («Αυτοκέφαλη Εκκλησία» ή «Αυτοκέφαλη» Εκκλησιολογία; https://katanixi.gr): «Εἰς τόν ΚΗ΄ κανόνα (Δ΄ Οἰκ.Σ.) καί στά σχόλια, ἀναφέρεται στό διατί ΤΟΤΕ ὁ Κων/πόλεως εἶχε πρωτεῖον τιμῆς, δηλ. ἐπειδή ὑπῆρχεν ἐκεῖ ὁ Αὐτοκράτωρ καί ὁ Τοπικός Ἐπίσκοπος ἦτο τρόπον τινά συντονιστής διά τούς ἐπισκέπτας ἐπισκόπους νά ζητήσουν κάτι ἀπό τήν κοσμικήν ἐξουσία. Αὐτό ἐπῆγε περίπατο τώρα. Ὁ Βαρθολομαῖος ἐκεῖ σήμερα εἶναι πλέον …ἂχρηστος. Ἐπειδή ὡς νέος ἒχετε τήν σκυτάλην, θά σᾶς παρακαλοῦσα εἰς μελλοντικήν σας μελέτην να περιλἀβετε καί τήν παράμετρον αὐτήν».
  • [9] Ιωάννου Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τόμ. ΙΙ, Αυστρία, 1968, σ. 709-710.
  • [10] Ηλία Μηνιάτη, Πέτρα Σκανδάλου, Βιέννη, 1783, σ. 103.

    Πηγή: katanixi.gr/

Δευτέρα 1 Ιουλίου 2019

Αρχιεπίσκοπος Λεόντιος Φιλίπποβιτς (+1971): Ο Λέων της Ορθοδοξίας!



Νικολάου Μάννη, ἐκπαιδευτικοῦ 
Ὑπάρχουν κάποιες μορφὲς ποὺ ὅσο καὶ νὰ παρέμεναν στὴ λήθη ἔρχεται ἐπιτέλους ὁ καιρὸς ποὺ θὰ παίρνουν σιγὰ σιγὰ τὴν θέση ποὺ τοὺς ἀξίζει στὴν Ἐκκλησιαστικὴ Ἰστορία. Μία ἀπὸ αὐτὲς εἶναι καὶ ὁ εὐλογημένος Ἀρχιεπίσκοπος Λεόντιος Φιλίπποβιτς, ένας «ἀληθινὸς Ὁμολογητὴς τοῦ Χριστιανισμοῦ τῆς καρδιάς», κατὰ τὸν μακαριστὸ π. Σεραφεὶμ Ρόουζ[1].  Γεννημένος καὶ μεγαλωμένος στὴν καταβασανισμένη Οὐκρανία, ἀνδρώθηκε μέσα στὶς κομμουνιστικὲς διώξεις, ἀντιτάχθηκε θαρραλέα τόσο στους σχισματοαιρετικούς «Ἀνακαινιστές», ὄσο καὶ στοὺς ἐθνικιστὲς «Αὐτοκέφαλους», φυλακίστηκε καὶ ἐξορίστηκε, γλύτωσε πολλὲς τὸν θάνατο, τὴν τελευταία κυριολεκτικά στιγμή, ἔγινε Ἐπίσκοπος της «Αὐτονόμου Οὐκρανικῆς Ἐκκλησίας»[2] καὶ ἀργότερα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσικῆς Διασποράς, ἐστάλη στὴν Λατινικὴ Ἀμερική, ὅπου ἔζησε σὲ συνθήκες ἀπόλυτης φτώχειας, ἤρθε στὴν Ἑλλάδα, ὅπου συμμετείχε σὲ χειροτονίες Ἐπισκόπων, καὶ συνδέθηκε ἰδιαιτέρως μὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους Ἁγίους τῆς ἐποχῆς μας: τὸν Ἅγιο Ἰωάννη Μαξίμοβιτς.
***
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Λεόντιος, κατὰ κόσμον Βασίλειος, γεννήθηκε στὶς 6 Αὐγούστου τοῦ 1904 στὸ Κίεβο τῆς σημερινῆς Οὐκρανίας. Τὸ 1923 εἰσήλθε ὡς δόκιμος στὴν περίφημη Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου καὶ τοῦ ἀνατέθηκε τὸ διακόνημα τοῦ βοηθοῦ βιβλιοθηκάριου, ἐνῶ ξεκίνησε παράλληλα τὶς σπουδὲς του στὴν Θεολογικὴ Ἀκαδημία τῆς πόλης.
Τὸ 1924 οἱ Μπολσεβίκοι παρέδωσαν τὴν Λαύρα στὴν «Ἀνακαινιστικὴ Ἐκκλησία»[3], μία σχισματοαιρετικὴ ὀμάδα ποὺ τὸ Σοβιετικὸ Κράτος (ἀλλὰ καὶ τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως!) εἴχε ἀναγνωρίσει τότε ὡς τὴν «ἐπίσημη Ἐκκλησία». Ὁ Λεόντιος (μαζὶ μὲ τοὺς ἀληθινοὺς Ὀρθόδοξους μοναχοὺς) κατέφυγε στὴν ἔρημο Κιταέφσκαγια, στὴ Μονὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἐκεῖ ἔγινε (τὸ ἔτος 1927) καὶ ἡ μοναχική του κουρά ἀπὸ τὸν πνευματικό του πατέρα, τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀντώνιο Ἀμπασίτζε (+1942), μία φωτισμένη μορφὴ τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδοξίας[4].
Γνωρίστηκε καὶ σχετίστηκε μὲ πολλὲς σημαντικὲς ἐκκλησιαστικὲς προσωπικότητες, οἱ ὁποίες διακρίθηκαν εἴτε ὡς ἀγωνιστές, εἴτε ἔλαβαν τὸν στέφανο τοῦ μαρτυρίου, κατὰ τὸν φοβερὸ ἐκεῖνο διωγμὸ τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τοὺς Κομμουνιστὲς· τὸν, πρῶτο του πνευματικό, Ἐρμογένη Γκολούμπεφ (+1978), τὸν Πατριάρχη Μόσχας Ἅγιο Τύχωνα (+1925), τὸν Ἠγέτη τῆς Ἐκκλησίας τῶν Κατακομβῶν Μητροπολίτη Πετρουπόλεως Ἰωσήφ (+1937), τοὺς Ἱερομάρτυρες Αλέξανδρο Γκλαγκόλεφ (+1937), Ανατόλιο Ζουρακόφκσι (+1937), Παρθένιο τοῦ Μπριάνσκ (+1937) καὶ Παχώμιο του Τσέρνιγκοφ (+1937), καθὼς καὶ ἄλλους λιγότερο ἤ περισσότερο γνωστούς Ὁμολογητὲς τῆς Ὀρθοδοξίας.
Τὸ 1928 ὁ Λεόντιος χειροτονήθηκε διάκονος καὶ τὸ 1930 ἱερομόναχος ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Βασίλειο Μπογκντανέφσκι (+1933), ἐνῶ, κατ᾿ ἐντολὴ τοῦ πνευματικοῦ του Ἀρχιεπισκόπου Ἀντωνίου, βρέθηκε γιὰ λίγο στὴν Γεωργία, γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς ἐκεῖ Ἐκκλησίας τῶν Κατακομβῶν. Μὲ τὴν ἐπιστροφή του, τὸ ἔτος αὐτὸ, ἔλαβε καὶ τὸ διδακτορικὸ τῆς Θεολογίας καταθέτοντας τὴν διατριβή του «Οἱ βίοι τῶν Ἁγίων ὡς ὑλικὸ γιὰ τὴν Χριστιανικὴ Ἀπολογητική».
Ἀμέσως μετὰ ἐξορίστηκε στὴν ἔρημο Κιταέφσκαγια, ἐνὼ τὸ 1932 συνελήφθη  μὲ τὴν κατηγορία τοῦ ἀντισημιτισμοῦ[5] καὶ παρέμεινε ἔγκλειστος στὶς φοβερὲς φυλακὲς Λουκγιανόφσκαγια στὸ Κίεβο. Τὸ ἐπόμενο ἔτος συνελήφθη καὶ φυλακίσθηκε ἐκ νέου στὴν ἴδια φυλακή, ἀπὸ τὴν ὁποία ἐστάλη γιὰ καταναγκαστικὴ ἐργασία στὰ λατομεία τοῦ Ζιτόμιρ, ὅπου ἀποσχηματίστηκε καὶ τοὺ ἔκοψαν τὰ γένια καὶ τὰ μαλλιὰ. Λίγους μῆνες μετὰ ἀρρώστησε καὶ ἀπολύθηκε ὡς ἐτοιμοθάνατος.
Τὸ 1934 ὁ Λεόντιος ὀνομάστηκε ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Κιέβου Σέργιο Γκρίσιν (+1943) Ἠγούμενος τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Νικολάου τοῦ Τάφου τοῦ Ἀσκολντ, ἐνῶ τὸ ἐπόμενο ἔτος ἔλαβε τὸ ὀφφίκιο τοῦ Ἀρχιμανδρίτου ἀπὸ τὸν Μητροπολὶτη Κιέβου Κωνσταντίνο Ντιάκοφ (+1937), διάδοχο τοῦ προαναφερθέντος Σεργίου καὶ μετέπειτα Ἱερομάρτυρα. Βέβαια αὐτοὶ οἱ τίτλοι δὲν εἴχαν κάποιο ἀντίκρυσμα ἀφοὺ ἦταν περίοδος διωγμών, εἰδικὰ γιὰ ὅσους δὲν εἴχαν δεχτεῖ τὴν διαβόητη Διακήρυξη τοῦ Μητροπολίτου Σεργίου Στραγκορόντσκυ (μὲ τὴν ὁποία ὑπέταξε τὴν Ρωσικὴ Ἐκκλησία στὸ Σοβιετικὸ Κράτος).
Γιὰ παραπάνω ἀπὸ μία πενταετία ὁ Λεόντιος ἔζησε, ὡς μέλος τῆς Ἐκκλησίας τῶν Κατακομβῶν, σὲ παράνομη κατάσταση κρυπτόμενος ἀπὸ τοὺς διώκτες του, σὲ διάφορες περιοχές. Τὸ 1941, μὲ τὴν κατοχὴ τοῦ Ζιτόμιρ ἀπὸ τὰ γερμανικὰ στρατεύματα, οἱ διωγμοὶ τῶν Χριστιανῶν ἔπαυσαν καὶ ἡ Ἐκκλησία ἀναδιοργανώθηκε. Οἰ ἐναπομείναντες διασωθέντες κληρικοὶ ἐξέλεξαν παμψηφεὶ τὸν Λεόντιο γιὰ τὴν ἐπαρχία Βολίνσκαγια καὶ στὶς 14 Νοεμβρίου 1941 χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Ζιτόμιρ ἀπὸ τοὺς Ἀρχιερεῖς τῆς Ὀρθοδόξου Αὐτόνομης Οὐκρανικῆς Ἐκκλησίας[6]. Ἡ ἐν λόγῳ Αὐτόνομη Ἐκκλησία, ἡ ὁποία δημιουργήθηκε μὲ βάση παλαιότερο σχετικὸ Διάταγμα τοῦ Πᾳτριάρχου Μόσχας Ἁγίου Τύχωνος, ἀν καὶ θεωρητικὰ ἀποτελοῦσε μέρος τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, οὐσιαστικὰ δὲν εἴχε ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μαζί του ἐξαιτίας τοῦ Σεργιανισμοῦ ἀπὸ τὴν μία (ἄλλωστε ἡ συντριπτικὴ πλειοψηφία τῶν μελῶν της, ἦταν μέλη τῆς Ἐκκλησίας τῶν Κατακομβῶν), ἀλλὰ καὶ τῆς πολιτικῆς/πολεμικῆς καταστάσεως.
Ὁ Λεόντιος ποίμανε θεοφιλῶς τὴν Ἐπισκοπή του ἐπαναλειτουργώντας 300 ἐνορίες καὶ χειροτονώντας 100 ἱερεῖς, τοὺς ὁποίους ἐκπαίδευσε θεολογικά. Δυστυχῶς μὲ τὴν ἐπανακατάληψη τοῦ Ζιτόμιρ ἀπὸ τὰ σοβιετικὰ στρατεύματα τὸ 1943 ἡ Ἐκκλησία ἐπανήλθε σὲ κατάσταση διωγμοῦ καὶ ὁ Λεόντιος, μαζὶ μὲ μεγάλο μέρους τοῦ ποιμνίου του, ἀρχικὰ στὴ Βαρσοβία, ἔπειτα στὴ Βιέννη καὶ ἐν συνεχείᾳ στὸ Μόναχο.
Τὸ 1944 ἔγινε δεκτός στὴ δικαιοδοσία τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς (ΡΟΕΔ), ἡ ὁποία τὸν τοποθέτησε διαδοχικὰ στὴν Παραγουάη (1946-1951), τὴν Ἀργεντινὴ (1952) καὶ τέλος στὴν Χιλὴ καὶ τὸ Περοῦ (1953-1971).
Ἡ ἔδρα του ἦταν στὸ Σαντιάγκο τῆς Χιλῆς, ὅπου ἔμενε σὲ πρωτόγονη ξύλινη καλύβα δίπλα στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Τριάδος, στὸν ὁποῖο λειτουργοῦσε καθημερινῶς.  Μὲ τὴν ἄφιξή του στὴ Χιλή, ὁ Ἐπίσκοπος Λεόντιος ἔλαβε πρόσκληση ἀπό τὴν περίφημη Χ.Α.Ν. (YMCA) ἡ ὁποία προσφέρθηκε νὰ δώσει ἔξι χιλιάδες πέσος γιὰ τὸν ἴδιο καὶ γιὰ φιλανθρωπικοὺς σκοπούς. Ἐπίσης ὅταν ἡ ὁροφὴ τῆς ἐκκλησίας κατέρρευσε, τὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιών προσέφερε 500 δολάρια γιὰ ἐπισκευές. Καὶ στὶς δύο περιπτώσεις ὁ Ἐπίσκοπος Λεόντιος ἀρνήθηκε κατηγορηματικὰ νὰ πάρει χρήματα, ἀφοὺ δὲν ἤθελε νὰ ἔχει καμία σχέση μὲ τοὺς Μασώνους καὶ τοὺς Οἰκουμενιστές.
Ἀναμίχθηκε καὶ στὰ ἐκκλησιαστικὰ τῆς Ἑλλάδος. Συγκεκριμένα εἶχε ἐπαφὲς, μὲ πρόσωπα τῆς μίας ἀπὸ τὶς δύο μερίδες τῶν Παλαιοημερολογιτῶν. Οἱ Παλαιοημερολογίτες τῆς Ἑλλάδος τότε ἦταν χωρισμένοι σὲ δύο στρατόπεδα: Στὸ πρῶτο, ἀνῆκαν οἱ κληρικοὶ τοῦ πρ. Φλωρίνης Χρυσοστόμου Καβουρίδου (+1955), οἱ ὁποίοι εἶχαν συστήσει Ἐκκλησιαστικὴ Ἐπιτροπή καὶ πίεζαν νὰ συγκληθεῖ Πανορθόδοξος Σύνοδος γιὰ νὰ λύσει τὸ Ἡμερολογιακό. Τὸ δεύτερο, ἀποτελοῦσαν οἱ λεγόμενοι Ματθαιϊκοί, οἱ ὁπαδοὶ τοῦ παρασυνάγωγου ἐπισκόπου Ματθαίου Καρπαθάκη, ὁ ὁποῖος εἶχε «χειροτονήσει» μόνος του «ἐπισκόπους» καὶ εἴχε ἰδρύσει «Ἐκκλησία Γ.Ο.Χ.». Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Λεόντιος ὑποστήριξε τοὺς πρῶτους καὶ ἐνεργῶντας χωρὶς τὴν ἄδεια τῆς Ἱεραρχίας του, ἤλθε στὴν Ἀθῆνα τὸν Μάιο τοῦ 1962, ὅπου συμμετείχε, μαζὶ μὲ τὸν, χειροτονηθέντα στὴν Ἀμερικὴ ἀπὸ Ἐπισκόπους τῆς ΡΟΕΔ τὸ 1960, Ἐπίσκοπο Ταλαντίου Ἀκάκιο Παππᾶ, σὲ ἐπισκοπικὲς χειροτονίες.
Ὁ ἴδιος ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Λεόντιος εἴχε ἀποκαλύψει στὰ μέλη τῆς Π.Θ.Ε.Ο.Κ.[7] τὴν αἰτία ποὺ δέχθηκε νὰ συμμετάσχει στὶς χειροτονίες αυτές καὶ πραγματικὰ ἐντυπωσιάζει μὲ τὴν διορατικότητά του: «Δὲν ἔρχομαι ἐδῶ μὲ ἀποκλειστικὸν σκοπὸν νὰ χειροτονήσω τρεῖς ἤ τέσσαρας ἐπισκόπους. Ὁ σκοπός μου εἶναι εὐρύτερος. Ἡ Ὀρθοδοξία κινδυνεύει. Διὰ τοῦτο ἐπιθυμῶ νὰ δημιουργηθῇ μία ἐστία ἀντιστάσεως ἐδῶ εἰς τὴν Ἑλλάδα, ἡ ὁποία νὰ ἐπεκταθῇ συντόμως καὶ εἰς τὰ Πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς, τὰ ὁποῖα λυμαίνονται οἱ Μασῶνοι»[8].
Στὰ τέλη τοῦ 1962 τοῦ ζητήθηκε ἀπὸ τὴν Σύνοδο τῶν Ρώσων τῆς Διασπορᾶς νὰ ἀπολογηθεῖ γιὰ τὶς χειροτονίες αὐτές. Ἡ Σύνοδος εἶχε μοιραστεῖ στὴ μέση καὶ ἄλλοι τὸν κατέκριναν, ἐνῶ ἄλλοι (ὅπως ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Μαξίμοβιτς καὶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Συρακουσῶν καὶ Ἁγίας Τριάδος Ἀβέρκιος) τὸν ὑπερασπίστηκαν. Ὁ τελευταῖος δήλωσε μεταξὺ ἄλλων: «Ἐγὼ ὁ ἵδιος δὲν θὰ τολμοῦσα νὰ κάνω τὴν χειροτονία τῶν Ἑλλήνων Παλαιοημερολογιτῶν. Ἀλλὰ ταυτοχρόνως, στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου, δὲν μπορὼ παρὰ νὰ θαυμάσω τὸ θάρρος μὲ τὸ ὁποῖο ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Λεόντιος προέβη στὴν πράξη στὴν ὁποία τὸν κάλεσε ἡ συνείδησή του… Ἐκτέλεσε μιὰ θαρραλέα πράξη βοηθώντας τὴν ἀδελφὴ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία στὴν ἐποχή μας εἶναι ἡ πιὸ κοντινὴ στὸ δικό μας πνεῦμα»[9].
Ἀμέσως μετὰ τὴν συνεδρία τῆς Συνόδου ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Λεόντιος, μαζὶ μὲ τὸν Καράκας (Βενεζουέλας) Σεραφεῖμ προέβησαν καὶ στὴν εἰς Ἐπίσκοπο χειροτονία τοῦ μακαριστοῦ Πέτρου Ἀστορίας. Ὅλες οἱ χειροτονίες αὐτὲς ἀναγνωρίσθηκαν ἐπίσημα ἀπὸ τὴν Σύνοδο τῶν Ρώσων τὸ 1969 μὲ τὸν ἐπόμενο Πρωθιεράρχη τὸν ἁγιώτατο Μητροπολίτη Νέας Ὑόρκης Φιλάρετο (+1985)[10].
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Λεόντιος προσείλκυσε στὴν Ὀρθοδοξία χιλιάδες, πρώην παπικούς, Λατινοαμερικάνους. Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ἦταν καὶ ὁ Νεομάρτυς Ἰωσὴφ Μουνιὸθ Κορτέζ (+1997), μὲ τὴν μυροβλύζουσα καὶ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας Πορταϊτίσσης[11].
 Στὰ πλαίσια τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς, ὑπῆρξε μέλος μίας ἄτυπης ἐπισκοπικῆς ὁμάδος, ἡ ὁποία εἴχαν ὡς πνευματικὸ ὁδηγὸ τὸν θαυματουργὸ Ἐπίσκοπο Σαν Φρανσίσκο Ἅγιο Ἰωάννη Μαξίμοβιτς, στὸν ὁποίο συμπαραστάθηκε σὲ ὅλες τὶς δύσκολες στιγμές.  
Ἡ εὐλάβειά του γιὰ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη Μαξίμοβιτς ἦταν τόσο μεγάλη ποὺ προσευχόταν στὸν Θεὸ νὰ κοιμηθεῖ τὴν ἡμέρα τῆς μνήμης του. Αὐτὸ ἀκριβῶς ἔγινε· πέντε χρόνια μετὰ, στὶς 19 Ἰουνίου/2 Ἰουλίου τοῦ 1971, κοιμήθηκε καὶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Λεόντιος στὸ Μπουένος Ἄιρες τῆς Ἀργεντινῆς.
Ἤδη ἐτοιμάζεται ἀπὸ τὸν γράφοντα, ἀναλυτικὴ βιογραφία τοῦ Ἱεράρχου, μὲ πολὺ ἐνδιαφέρον ὐλικό, βασισμένο σὲ ρωσικές, ἀμερικανικὲς καὶ ἑλληνικὲς πηγές, κυρίως άνέκδοτες. Σὲ αὐτὴν θὰ ἀποκαλυφθεῖ πλήρως τὸ μεγάλο αυτὸ πατερικὸ ἀνάστημα τοῦ περασμένου αἰῶνος. Νὰ ἔχουμε τὴν εὐχή του!

[1] The Orthodox Word, Vol. 17, No. 4 (99) July—August, 1981.
[2] Τῆς ὁποίας συνέχεια ἀποτελεῖ ἡ Κανονικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας ὑπὸ τὸν Μητροπολίτη Ὀνούφριο.
[3] Γνωστὴ καὶ ὡς «Ζῶσα Ἐκκλησία» καὶ «Κόκκινη Ἐκκλησία».
[4] Νικολάου Μάννη, Αρχιεπίσκοπος Αντώνιος Αμπασίτζε (+1942). Ο Γεωργιανός πρίγκιπας που αντιστάθηκε στον Στάλιν (https://katanixi.gr/2019/06/17/%ce%b1%cf%81%cf%87%ce%b9%ce%b5%cf%80%ce%af%cf%83%ce%ba%ce%bf%cf%80%ce%bf%cf%82-%ce%b1%ce%bd%cf%84%cf%8e%ce%bd%ce%b9%ce%bf%cf%82-%ce%b1%ce%bc%cf%80%ce%b1%cf%83%ce%af%cf%84%ce%b6%ce%b5-1942-%ce%bf/).
[5] Ἐδῶ πρέπει νὰ εἰπωθεῖ τὸ ἑξῆς πολὺ σημαντικό: τὸ Σοβιετικὸ Κράτος δὲν εἴχε ποινικοποιήσει τὴν πίστη στὸν Χριστό, ἀλλὰ δίωκε τοὺς Χριστιανοὺς χρησιμοποιώντας ἄλλου εἴδους κατηγορίες, ὅπως τὸν ἀντισημιτισμό ἢ τὴν συμμετοχὴ σὲ ἀντεπαναστατικὴ ὀργάνωση. Ἔτσι ἐμφάνιζε στὸν ἔξω κόσμο ἔνα κράτος τὸ ὁποῖο δὲν δίωκε τάχα τὸν Χριστιανισμό. Αὐτὸ εἶναι πολὺ σημαντικὸ νὰ τὸ γνωρίζουμε, διότι ἔτσι θὰ κατανοήσουμε τὸν τρόπο διώξεως τῶν Χριστιανῶν στὰ χρόνια ποὺ ἔρχονται.
[6] Δὲν πρέπει νὰ συγχέεται μὲ τὴν σχισματικὴ «Ὀρθόδοξη Αὐτοκέφαλη Οὐκρανικὴ Ἐκκλησία», ποὺ δημιουργήθηκε ἀρχικὰ μὲ τὴν συνδρομὴ τῶν Μπολσεβίκων μὲ σκοπὸ τὴν ἀποδυνάμωση τῆς Ἐκκλησίας μὲσω τῶν αἱρέσεων καὶ τῶν σχισμάτων, τακτικὴ ποὺ εἴχε χρησιμοποιήσει στὸ παρελθὸν καὶ ἕνας ἄλλος διώκτης, ὁ Ἰουλιανὸς ὁ Παραβάτης.
[7] Πρόκειται γιὰ τὸν σύλλογο Παλαιοημερολογιτῶν «Πανελλήνιος Θρησκευτικὴ καὶ Ἐθνικὴ Ὀρθόδοξος Κοινωνία».
[8] Ἀπὸ τὸ Ἀρχεῖο τῆς Π.Θ.Ε.Ο.Κ., εύρισκόμενο παρ᾿ ἡμῖν.
[9] Πρακτικὰ τῆς Συνόδου τῆς ΡΟΕΔ.
[10] Μὲ ἄφθαρτο λείψανο!
[11] Χαραλάμπους Χ. Άνδραλη, Ο Χιλιανός νεομάρτυρας Χοσέ (Ιωσήφ) Μουνιόθ-Κορτέζ (+1997)και η μυροβλύζουσα εικόνα της Παναγίας της Πορταίτισσας (https://proskynitis.blogspot.com/2013/05/1997.html).

Κυριακή 30 Ιουνίου 2019

Β' ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΑΤΘΑΙΟΥ: ''Δεύτε οπίσω μου και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων'' (Ὁμιλία π.Εὐθυμίου Μπαρδάκα)

ΝΑ ΥΠΑΡΧΕΙΣ - Μία συγκινητικὴ ταινία ὑπὲρ τοῦ ἀγέννητου παιδιοῦ.



Ἕνας μεσήλικας κύριος συναντιέται
μὲ ἕναν νεαρὸ παραμονὲς Χριστουγέννων.
Ὁ ἄγνωστος νεαρὸς τοῦ λέει ὅτι γνωρίζει
τοὺς γονεῖς του καὶ ἔτσι τὸν γυρίζει πίσω στὸ χρόνο,
εἰκοσιτέσσερα ὁλόκληρα χρόνια…

''Αυτοκέφαλη Εκκλησία'' ή ''Αυτοκέφαλη'' Εκκλησιολογία;

pantokrator 1

Του Νικολάου Μάννη 
Εκπαιδευτικού

Μετά την πρόσφατη (Ιανουάριος 2019) έμπρακτη διακήρυξη της αιρέσεως του Νεοπαπισμού από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως1 βρέθηκε δυστυχώς ως συνήγορος του Φαναρίου ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεος.
Με τον παρόν κείμενο θα ήθελα να τοποθετηθώ πάνω στο, τελευταίο χρονικά στην σειρά άρθρων του υπέρ των Φαναριώτων, κείμενο του Σεβ. κ. Ιεροθέου με τίτλο «Ο όρος «Αυτοκέφαλη Eκκλησία»»2.
Δυστυχώς, στο κείμενο αυτό ο Σεβασμιώτατος έρχεται σε αντίθεση κυρίως με τον εαυτό του.
Διότι ενώ πολύ σωστά αναπτύσσει (σε ολόκληρο το κεφάλαιο 1 και στο πρώτο μισό του κεφαλαίου 5) την ορθόδοξη εκκλησιολογία περί Κεφαλής της Εκκλησίας (μόνον ο Χριστός), αντιφάσκει έπειτα (στο υπόλοιπο του κεφαλαίου 5, καθώς και στα κεφάλαια 6 και 7), όπως θα δούμε αναλυτικά, θεωρώντας ως Κεφαλή τον «Πρώτο», ασχέτως αν θεωρητικώς αυτό το απορρίπτει.

Παρασκευή 21 Ιουνίου 2019

«Ο παπάς της Σπιναλόγκας τους κοινωνούσε και έπειτα κατάλυε την υπόλοιπη θεία κοινωνία χωρίς να κολλήσει λέπρα»

«Ο παπάς της Σπιναλόγκας τους κοινωνούσε και έπειτα κατάλυε την υπόλοιπη θεία κοινωνία χωρίς να κολλήσει λέπρα»

Ο ιερομόναχος πατήρ Χρύσανθος Κουτσουλογιαννάκης έζησε εκεί και λειτουργούσε στους λεπρούς, 10 ολόκληρα χρόνια, τους κοινωνούσε και έπειτα κατάλυε (έπινε) την υπόλοιπη θεία κοινωνία χωρίς να κολλήσει λέπρα!
Δείτε το συγκλονιστικό βίντεο:


Δευτέρα 3 Ιουνίου 2019

ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ Β' ΑΓΙΑΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ (22 Μαΐου)

Σχετική εικόνα


Μετά την Α' Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας ανεφάνησαν στην Εκκλησία και νέοι αιρετικοί, όπως οι Πνευματομάχοι ή Μακεδονιανοί, υπό τον αιρεσιάρχη Μακεδόνιο Κωνσταντινουπόλεως, οι Ημιαρειανοί, ο Απολινάριος Λαοδικείας, ο Σαβέλλιος Πτολεμαΐδος, ο Μάρκελλος Αγκύρας, ο Φωτεινός Σιρμίου, ο Ευνόμιος Κυζίκου με το διδάσκαλό του Αέτιο, ο Ευδόξιος Κωνσταντινουπόλεως, ο Παύλος Σαμοσατεύς και άλλοι που προσείλκυαν πολλούς οπαδούς.

Το χριστολογικό ζήτημα τέθηκε εξ αιτίας της αιρέσεως του Απολιναρίου Λαοδικείας. Ο Απολινάριος (390 μ.Χ.), όπως και η λεγόμενη Αλεξανδρινή Σχολή, τόνιζε πρωτίστως την ενότητα στο Πρόσωπο του Ιησού Χριστού, συχνά εις βάρος της πληρότητας του ανθρώπινου στοιχείου. Δίδασκε ότι ο Χριστός είναι Υιός του Θεού, ο οποίος είναι τέλειος Θεός και κατά την Ενανθρώπιση έλαβε μόνο σάρκα («Θεός σαρκοφόρος»), δηλαδή ανθρώπινο σώμα και άλογη ψυχή, όχι όμως και ανθρώπινο νου, γιατί αυτό θα σήμαινε την τελειότητα (ακεραιότητα) της ανθρώπινης φύσεως. Ο Απολινάριος θεωρούσε πως ο Χριστός για την σωτηρία του ανθρώπου είναι ανάγκη να είναι τέλειος Θεός. Για να είναι λοιπόν δυνατή η πλήρης ένωση στον Ένα Χριστό, δίδασκε ότι ο Λόγος του Θεού δεν έλαβε κατά την Ενανθρώπιση τέλεια ανθρώπινη φύση, αλλά μόνο το ανθρώπινο σώμα εμψυχωμένο με ζωική (άλογη) ψυχή και όχι ανθρώπινο νου. Προτιμούσε να χρησιμοποιεί τον όρο «σαρξ», όχι όμως με την βιβλική του σημασία. Επέμενε στη στενή ένωση Θεού και ανθρώπου στον Χριστό, αλλά η ανθρώπινη φύση Του δεν ήταν πλήρης. Την ένωση Λόγου και σαρκός σε μία φύση την χαρακτήριζε «ένωσιν ουσιώδη», «ένωσιν σύνθετον» και «ένωσιν φυσικήν». Η «κολοβωμένη» ανθρώπινη φύση μετά την ένωση πρέπει να θεωρηθεί ότι απορροφήθηκε και χάθηκε μέσα πιο κόλπους του Λόγου, έτσι ώστε ο Χριστός να μην είναι τέλειος άνθρωπος, αλλά μόνο τέλειος Θεός..

Οι Πνευματομάχοι ή Μακεδονιανοί αρνούνταν τη θεότητα του Αγίου Πνεύματος, θεωρώντας αυτό «κτίσμα και όχι Θεό, ούτε ομοούσιο με τον Πατέρα και τον Υιό». Κατά τον Μέγα Βασίλειο οι Πνευματομάχοι θεωρούνταν όχι μόνο ότι θεομαχούσαν κατά του Θεού και του Υιού και ότι χριστομαχούσαν, αλλά και ότι πνευματομαχούσαν..

Στη διδασκαλία του Απολιναρίου και του Μακεδονίου αντέδρασαν από πολύ νωρίς οι Πατέρες της Εκκλησίας και τον καταδίκασαν πολλές φορές. Η οριστική όμως καταδίκη της αιρετικής τους κακοδοξίας έγινε από τη Β' Οικουμενική Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως το 381 μ.Χ..

Η Β' Οικουμενική Σύνοδος συνήλθε από τον Μάιο μέχρι το τέλος του Ιουλίου του 381 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη, μετά από πρόσκληση του αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Μεγάλου, προς επίλυση θεολογικών και διοικητικών προβλημάτων. Οι εκατόν πενήντα θεοφόροι Πατέρες, που συμμετείχαν σε αυτήν, προέρχονταν από περιοχές, οι οποίες πολιτικά υπάγονταν στη δικαιοδοσία του αυτοκράτορα που τους συγκάλεσε. Επρόκειτο δηλαδή περί Μεγάλης Συνόδου των Επισκόπων του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους, η δε αναγνώρισή της ως της Β' Οικουμενικής έγινε από την Δ+ Οικουμενική Σύνοδο, που συνήλθε στη Χαλκηδόνα το 451 μ.Χ., η οποία και αποδέχθηκε το Σύμβολον αυτής ως ισοδύναμο και ισόκυρο με αυτό της Νικαίας.

Η Β' Οικουμενική Σύνοδος απέκτησε μεγάλη σημασία για τον Χριστιανισμό προ πάντων διότι συμπλήρωσε το ιερό Σύμβολον της Πίστεως, αφού δογμάτισε ιδίως την Πνευματολογία της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, ως και άλλα άρθρα της πίστεως, και έτσι αποτέλεσε ορόσημο στην ιστορία της Ορθοδόξου Εκκλησίας και μέγα σταθμό ιδίως στο δογματικό καθορισμό της αρχαίας Εκκλησίας. Η σπουδαιότητα της παρούσης Συνόδου και του Συμβόλου αυτής έγκειται κυρίως στην ολοκλήρωση του Τριαδικού δόγματος, διά της θεσπίσεως της Θεότητος και της «ἐκ τοῦ Πατρὸς» εκπορεύσεως του Πνεύματος, χωρίς τούτο να σημαίνει ότι παραθεωρείται η σημασία της διδασκαλίας αυτής περί Εκκλησίας, βαπτίσματος, αναστάσεως νεκρών και ζωής αιωνίου.

Αυτή κατά πρώτο και κύριο λόγο διετύπωσε πλατύτερα, πληρέστερα και ακριβέστερα το ιερό Σύμβολον της Νικαίας Κωνσταντινουπόλεως, το «Πιστεύω», επειδή τα μεν επτά πρώτα άρθρα συντάχθηκαν υπό της Α' Οικουμενικής Συνόδου το 325 μ.Χ., εναντίον της μεγάλης αιρέσεως του Αρειανισμού, που συντάραξε επί μακρόν την Εκκλησία, και η οποία αίρεση αρνιόταν τη Θεότητα του Δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδος, τα δε πέντε τελευταία από τη Β' Οικουμενική Σύνοδο, εναντίον της Πνευματομαχίας που αρνιόταν τη Θεότητα του Τρίτου Προσώπου της Αγίας Τριάδος και των άλλων ως άνω αιρέσεων. το ιερόν Σύμβολον της Πίστεως, το «Πιστεύω», απαγγέλεται και καθομολογείται από όλους τους Χριστιανούς ως ομολογία πίστεως, ως βαπτιστήριο και ως λειτουργικό κείμενο στη θεία λατρεία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η οποία αναγνωρίζει και τιμά αυτό ως έργο των δύο πρώτων Οικουμενικών Συνόδων.

Εκείνο το οποίο υπογραμμίζει ο Άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης στη Σύνοδο είναι ότι ο Ίδιος ο Κύριος επισυνάπτει το Πνεύμα με τον Πατέρα και τον Υιό, δεδομένου ότι έχει όλα τα χαρακτηριστικά της θείας φύσεως και είναι ζωοποιόν, άγιον, αΐδιον, σοφόν, ευθές, ηγεμονικόν. Αυτή η κοινότητα των Ονομάτων αποδεικνύει ότι ουδεμία διαφορά υπάρχει στην ενέργεια μεταξύ Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος. Η ταυτότητα δε της ενέργειας αποδεικνύει το ηνωμένον της φύσεως. Ουδείς επομένως πρέπει να αρνηθεί την μία Θεότητα των Τριών Προσώπων της Αγίας Τριάδος. Γι' αυτό ο ιερός Πατέρας αναγράφει ότι «μία ἐστὶν ἡ ζωὴ ἡμῶν ἡ διὰ τῆς εἰς τὴν Ἁγίαν Τριάδα πίστεως παραγινομένη, ἐκ μὲν τοῦ θεοῦ τῶν ὅλων πηγάζουσα, διὰ δὲ τοῦ Υἱοῦ προϊοῦσα, ἐν δὲ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι τελειουμένη». Στην ερώτηση των Πνευματομάχων πως είναι δυνατόν το Πνεύμα να είναι ισότιμο προς τον Πατέρα και τον Υιό, εφ' όσον ο Πατέρας μεν είναι Δημιουργός, δι' Υιού δε τα πάντα εδημιουργήθησαν, απαντά ότι πάντα εκτίσθησαν εν Αγίω Πνεύματι και εξαίρει το συναΐδιον και αχώριστον των Τριών Προσώπων της Αγίας Τριάδος και υπογραμμίζει ότι εκτός της κατά τάξιν και υπόστασιν διαφοράς «ἐν οὐδενὶ τὸ παρηλλαγμένον καταλαμβάνομεν».

Στο Τυπικό της Αγίας Σοφίας Θεσσαλονίκης η μνήμη της Συνόδου ετελείτο μαζί με την μνήμη της ΣΤ' Οικουμενικής Συνόδου την πρώτη Κυριακή μετά την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού (τιμάται 14 Σεπτεμβρίου). Ως εισηγητής της διπλής αυτής εορτής και ποιητής της Ακολουθίας θεωρείται ο Συμεών Θεσσαλονίκης.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῆς Δευτέρας Συνόδου ὑποφῆται καὶ σύνεδροι, ἑκατὸν πεντήκοντα θεῖοι Ἱεράρχαι μακάριοι, οἱ στόματι κηρύξαντες σοφῷ, τοῦ Πνεύματος τοῦ θείου τὴν ἰσχύν, πάσης βλάβης καὶ αἱρέσεως χαλεπῆς, λυτρώσασθε τοὺς ψάλλοντας· δόξα τῷ θαυμαστώσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ μεγαλύναντι, δόξα τῷ βεβαιοῦντι δι’ ὑμῶν, πιστῶν τὴν διάνοιαν.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τοὺς ἐν τῇ πόλει τῇ λαμπρᾷ Κωνσταντίνου, ἐν τῇ Δευτέρᾳ συνελθόντας Συνόδῳ, πανευκλεεῖς Πατέρας εὐφημήσωμεν· οὗτοι Μακεδόνιον, τὸν δεινὸν γὰρ καθεῖλον, καὶ σὺν τούτῳ ἅπασαν, ἄλλην δύσφημον πλάνην, καὶ τοὺς πιστοὺς στηρίζουσιν ἀεί, Ὀρθοδοξίας, τοῖς θείοις διδάγμασι.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν Πατέρων θεῖος χορός, οἱ ἐν τῇ Συνόδῳ, τῇ Δευτέρᾳ θείᾳ ῥοπῇ, τῶν αἱρετιζόντων, φιμώσαντες τὸ στόμα, καὶ τῶν ὀρθῶν διγμάτων, χάριν ἐκλάμποντες.