A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

Δευτέρα 12 Φεβρουαρίου 2018

Ὁ Ἀόρατος πόλεμος - ΟΣΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ - ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΛΓ´

Τὸ πανοῦργο φίδι, δὲν σταματάει ποτὲ νὰ μᾶς πειράζῃ μὲ τὶς πανουργίες καὶ τὶς ἀπάτες του, ἀκόμη καὶ σὲ αὐτὲς τὶς ἀρετές, ποὺ ἀποκτήσαμε, γιὰ νὰ μᾶς γίνωνται αὐτὲς αἰτίες φθορᾶς καὶ κακίας· ἐπειδή, συναρεσκόμενοι σὲ αὐτὲς καὶ στὸν ἴδιο μας τὸν ἑαυτό, φτάνουμε νὰ ὑψηλοφρονοῦμε, καὶ ὑψηλοφρονοῦντες πέφτουμε (φεῦ!) μετὰ ἀπὸ αὐτὰ στὴν κακία καὶ στὸ λάκκο τῆς ὑπερηφάνειας καὶ τῆς κενοδοξίας. Ὁπότε, γιὰ νὰ φυλαχθῇς, ἀδελφέ, ἀπὸ αὐτὸ τὸν κίνδυνο, συμμάζεψε ὅλο τὸ νοῦ σου στὴν καρδιά σου καὶ πολέμα πάντα αὐτὸ τὸν δαίμονα, σὰν νὰ κάθεσαι, σὲ μιὰ πλατιὰ καὶ εὐρύχωρη πολεμήστρα, στὴν ἀληθινὴ καὶ πολὺ βαθιὰ γνῶσι τῆς μηδαμινότητας τοῦ ἑαυτοῦ σου· σκεπτόμενος, πὼς ἀληθινὰ δὲν εἶσαι τίποτα ἄλλο, παρὰ τὸ μηδέν, καὶ πὼς δὲν μπορεῖς νὰ κάνῃς τίποτα, καὶ πὼς δὲν ἔχεις τίποτε ἄλλο, παρὰ ταλαιπωρίες, ἀρρώστιες, κακίες καὶ ἐλαττώματα, καὶ πὼς δὲν σοῦ ταιριάζει τίποτα ἄλλο, παρὰ αἰώνια καταδίκη. Καὶ ἀφοῦ βεβαιωθῇς σὲ αὐτὴ τὴν ἀλήθεια, μὴν ἀφήσῃς ποτὲ τὸ νοῦ σου νὰ ἀσχοληθῇ μὲ τὰ ἐξωτερικὰ πράγματα τοῦ κόσμου, οὔτε κἂν ἀπὸ ἕνα παραμικρὸ λογισμὸ ἢ γεγονὸς ποὺ θὰ σοῦ τύχη, ἔχοντας βέβαιο καὶ σίγουρο, ὅτι ὅλα τὰ ἐξωτερικὰ πράγματά σου εἶναι τόσο ἐχθρικά, ποὺ ἂν εἶχες παραδοθῆ στὰ χέρια τους, θὰ ἤσουν σίγουρα νεκρὸς ἢ πληγωμένος.

Καὶ γιὰ νὰ γυμνάζεσαι καλὰ καὶ νὰ κρατᾷς καλὰ τὴν ἀνωτέρω πολεμήστρα τῆς ἀληθινῆς γνώσεως τῆς μηδαμηνότητάς σου, χρησιοποίησε αὐτὸ τὸν κανόνα: Ὅσες φορὲς φέρεις τὸ νοῦ σου στὴ σκέψι τοῦ ἑαυτοῦ σου καὶ τῶν ἔργων σου, νὰ ὑπολογίζῃς πάντα μὲ ἐκεῖνο, ποὺ εἶναι δικό σου καὶ ὄχι μὲ ἐκεῖνο ποὺ εἶναι τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς χάριτός του· καὶ ἔπειτα, πίστευε τὸν ἑαυτό σου τέτοιο, ὅ,τι εἴδους τὸν βρίσκεις πὼς εἶναι μὲ τὴν δική σου δύναμι, γιὰ παράδειγμα· ἂν σκεφθῇς τὸν χρόνο, ποὺ ἦταν πρὶν νὰ δημιουργηθεῖς ἐσύ, θὰ δῇς ὅτι σὲ ὅλη ἐκείνη τὴν ἄβυσσο τῆς αἰωνιότητας ἤσουν ἕνα καθαρὸ μηδέν, οὔτε μποροῦσες νὰ κάνεις τίποτα, γιὰ νὰ λάβης τὴν ὕπαρξι· πάλι στὸν καιρὸ ποὺ ἔχεις τὴν ὕπαρξι, γιὰ μόνο τὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, ἀφίνοντας σὲ αὐτὸν τὸ δικό του (τὸ ὁποῖο εἶναι ἡ διαρκῆς πρόνοια, μὲ τὴν ὁποία κάθε ὥρα σὲ φυλάει), τί ἄλλο εἶσαι, παρὰ ἕνα μηδέν; Γιατὶ δὲν μένει καμμία ἀμφιβολία, ὅτι στὸ πρῶτο σου μηδὲν (ἀπὸ τὸ ὁποῖο σὲ τράβηξε μὲ τὸ παντοδύναμό του χέρι ὁ Θεός), θὰ μποροῦσες νὰ γυρίσεις αὐτοστιγμεί, ἂν αὐτὸς σὲ ἀφήσῃ γιὰ μία μόνη στιγμή.

Εἶναι λοιπὸν φανερό, ὅτι μένοντας σὲ αὐτὴ τὴ φυσικὴ ὕπαρξι, μὲ τὴν δική σου δύναμι, δὲν μπορεῖς ποτὲ νὰ ὑπολογίσῃς τὸν ἑαυτὸ γιὰ κάτι ἢ νὰ θέλης νὰ σὲ ὑπολογίζουν οἱ ἄλλοι.

Ἔπειτα, ἂν σταθῇς καλὰ στὸ «εὖ εἶναι» τῆς χάριτος, πρέπει νὰ σκεφθῇς καλὰ πὼς ἂν ἡ δική σου φύσις γυμνωθῇ ἀπὸ τὴν θεία βοήθεια καὶ τὴν χάρι, ποιό καλὸ καὶ ἀξιόμισθο μπορεῖ ποτὲ νὰ κάνῃ αὐτὴ μόνη της; Βέβαια, τίποτα. Ὥστε μπορεῖς καὶ σὺ νὰ λὲς μὲ τὸν Παῦλο «δὲν ἐκοπίασα ἐγὼ ἀλλὰ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι μαζί μου» (Α´ Κορ. 15,10). Ἔπειτα, σκεπτόμενος ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ τὰ πολλά σου περασμένα λάθη, καὶ ἐπιπλέον σὲ αὐτὰ τὰ ἄλλα πάρα πολλὰ κακὰ ποὺ θὰ ἔκανες, ἂν ὁ Θεὸς δὲν σὲ ἐμπόδιζε μὲ τὸ σπλαγχνικό του χέρι, θὰ βρῇς ὅτι οἱ παρανομίες σου μὲ τὸν πολλαπλασιασμό, ὄχι μόνο τῶν ἡμερῶν καὶ τῶν χρόνων, στοὺς ὁποίους ἔγιναν, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ τῶν κακῶν σου πράξεων καὶ τῶν συνηθειῶν καὶ παθῶν σου (γιατὶ ἡ μία κακία καλεῖ καὶ παρασύρει στὸν ἑαυτό της τὴν ἄλλη), οἱ παρανομίες σου, λέω, μποροῦν νὰ φθάσουν σὲ ἕνα ἀριθμὸ σχεδὸν ἀμέτρητο καὶ σὺ θὰ γινόσουν ἕνας ἄλλος καταχθόνιος ἑωσφόρος.

Ὁπότε, ἂν δὲν θέλῃς νὰ εἶσαι ἅρπαγας καὶ κλέφτης τῆς ἀγαθότητας καὶ τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ· ἐπειδὴ ὅλα τὰ ἄλλα τὰ ἔδωσε ὁ Θεὸς καὶ στὰ κτίσματά του, τὴν δόξα ὅμως τὴν κράτησε αὐτός, γιὰ νὰ δοξάζεται μόνος ὡς Δημιουργὸς ὅλων, γι᾿ αὐτὸ λέει, «τὴν δόξα μου δὲν θὰ τὴν δώσω σὲ ἄλλον» (Ἡσ. 42,8), ἀλλὰ θὰ μένῃς πάντα μὲ τὸν Κύριό σου καὶ νὰ δοξάζῃς αὐτὸν μόνο, ὅπως εἶναι δίκαιο, σὲ κάθε σου πρᾶξι ἀγαθή, ὡς ἀρχὴ καὶ μέση καὶ τέλος ὅλων τῶν ἀγαθῶν, πρέπει νὰ πιστεύῃς ὅτι ἐσὺ εἶσαι ὁ κατώτερος καὶ ὁ χειρότερος ὅλων τῶν ἀνθρώπων (70).

Καὶ γνώριζε καλά, ὅτι αὐτὴ ἡ κρίσις ποὺ κάνεις γιὰ τὸν ἑαυτό σου, δὲν ἔχει καθόλου ὑπερβολή, γιὰ νὰ ἔχῃς ἀφορμὴ καὶ ἀπὸ αὐτὸ νὰ ὑπερηφανεύεσαι· ἀλλὰ εἶναι δίκαια καὶ ἀληθινή, καὶ στὴ συνέχεια, αἰτία ταπεινώσεως, τὸ πὼς εἶσαι δηλαδὴ ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄλλους χειρότερος. Ἐὰν ὅμως καὶ σὺ νομίζεις πὼς γνωρίζοντας τὴν πονηριά σου, ξεπερνᾷς κατὰ αὐτὸ κάποιον ἄλλο, ποὺ φαντάζεται κάποιος κάτι γιὰ τὸν ἑαυτό του· γνώριζε ὅτι ὑστερεῖσαι καὶ σὺ πολὺ καὶ γίνεσαι χειρότερος ἀπὸ αὐτόν, ἂν καὶ θέλῃς νὰ σὲ ὑπολογίζουν οἱ ἄνθρωποι καὶ νὰ νομίζεσαι ἀπὸ αὐτοὺς ὡς τέτοιος (ὡς ἄνθρωπος ποὺ μποροῦν νὰ ὑπολογίζουν), ὁ ὁποῖος γνωρίζεις ὅτι δὲν εἶσαι στὴν πραγματικότητα.

Λοιπόν, ἂν θέλῃς ἡ γνῶσις τῆς πονηριᾶς σου καὶ τῆς μηδαμηνότητάς σου νὰ κρατᾷ μακριὰ τοὺς ἐχθρούς σου καὶ νὰ σὲ κάνῃ ἀγαπητὸ στὸ Θεό, εἶναι ἀνάγκη, ὄχι μόνο νὰ περιφρονῇς τὸν ἑαυτό σου ὡς ἀνάξιο, καὶ στὴ συνέχεια ἄξιο ὅλων τῶν κακῶν, ἀλλὰ καὶ νὰ θέλεις νὰ εἶσαι καταφρονημένος καὶ ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἀποστρεφόμενος τὶς τιμές, χαιρόμενος στὶς κατηγορίες καὶ κάνοντας ὅλα ἐκεῖνα, ποὺ οἱ ἄλλοι ποὺ ἔχουν κοσμικὸ φρόνιμα περιφρονοῦν. Αὐτῶν τὴ γνώμη καὶ τὰ λόγια μὴ δεχθῇς καθόλου (71), οὔτε νὰ ἐγκαταλείψῃς αὐτὴ τὴν ἁγία πράξι τῆς περιφρονήσεως τοῦ ἑαυτοῦ σου, γιὰ νὰ γίνεται αὐτὸ ἀπὸ σένα, γι᾿ αὐτὸν καὶ μόνο τὸν σκοπὸ τῆς ταπεινώσεώς σου καὶ ὄχι γιὰ νὰ ἀρέσῃς στοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ σὲ ἔχουν σὲ ὑπόληψι.

Ἐὰν δὲ καὶ τύχει καμιὰ φορά, νὰ σὲ ἀγαποῦν πολὺ καὶ νὰ σὲ ἐπαινοῦν ἄλλοι γιὰ κάποιο καλὸ ποὺ σοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, στάσου καλὰ μαζεμένος μέσα στὸν ἑαυτό σου καὶ μὴ μετακινηθῇς καθόλου ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ γνῶσι τῆς μηδαμινότητάς σου, ποὺ λέχθηκε παραπάνω, ἀλλὰ στρέψου πρῶτα στὸν Θεό, λέγοντας πρὸς αὐτὸν μὲ ὅλη σου τὴν καρδιά· «Ἂς μὴ γίνει ποτέ, Κύριέ μου, νὰ γίνω κλέφτης τῆς δικῆς σου τιμῆς καὶ χάριτος· σὲ σένα πρέπει αἶνος, τιμὴ καὶ δόξα· σὲ μένα ντροπή». «Σὲ σένα, Κύριε, ἡ δικαιοσύνη καὶ σὲ μένα ἡ ντροπὴ τοῦ προσώπου σου» (Δαν. 9,7)· «ὄχι σὲ μᾶς Κύριε, ὄχι σὲ μᾶς, ἀλλὰ δόξασε τὸ ὄνομά σου» (Ψαλμ. 113,9). «Ἡ δόξα δική σου καὶ ἐγὼ δικός σου δοῦλος» (Ἔσδρ. 4,29).
Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ γύρισε πρὸς αὐτὸν ποὺ σὲ ἐπαινεῖ, μιλώντας ἔτσι μέσα σου μὲ τὸν λογισμό σου· ἀπὸ ποῦ αὐτὸς μὲ ἔχει γιὰ καλόν, ἀφοῦ δὲν εἶναι ἄλλος καλὸς καὶ ἀγαθὸς παρὰ μόνος ὁ Θεός μου; «οὐδεὶς ἀγαθός, εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός» (Ματθ. 19,17). Γιατὶ, κάνοντας ἔτσι καὶ ἀποδίδοντας στὸ Θεὸ τὸ δικό του, θὰ κρατήσῃς μακριὰ τοὺς ἐχθροὺς καὶ θὰ γίνῃς ἄξιος νὰ δεχθῇς μεγαλύτερα χαρίσματα καὶ εὐεργεσίες ἀπὸ τὸν Θεό. Ἀλλὰ καὶ ὅταν ἡ ἐνθύμησις τῶν καλῶν ἔργων καὶ ἀρετῶν ποὺ κάνεις σὲ παρακινοῦν στὴν ὑπερηφάνεια, ἀμέσως σκέψου, πὼς τὰ ἔργα αὐτὰ εἶναι τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι δικά σου (72) καὶ σὰν νὰ μιλᾷς μὲ αὐτά, πές:

«Ἐγὼ δὲν γνωρίζω πῶς φανερωθήκατε καὶ ᾔρθατε στὸ νοῦ μου! Γιατὶ, ἐγὼ δὲν εἶμαι ἡ ἀρχή σας, ἀλλὰ ὁ ἀγαθὸς Θεὸς καὶ ἡ χάρις του· ἐκεῖνος σᾶς δημιούργησε, σᾶς ἔθρεψε καὶ σᾶς διαφύλαξε, λοιπὸν αὐτὸν μόνον θέλω νὰ γνωρίζω γιὰ ἀληθινὸ καὶ ἀρχικὸ πατέρα καὶ αἴτιο, αὐτὸν νὰ εὐχαριστῶ καὶ σὲ αὐτὸν νὰ ἀποδίδω κάθε ἔπαινο».

Ἔπειτα, σκέψου, πὼς ὅλα τὰ ἔργα ποὺ ἔκανες, δὲν ἔφτασαν τὴν ἀναλογία καὶ τὴ συμμετρία στὸ φῶς καὶ στὴ χάρη ποὺ σοῦ παραδόθηκε, γιὰ νὰ γνωρίσῃς καὶ νὰ τὰ κάνῃς, ἀλλὰ πὼς εἶναι πολὺ ἀτελῆ καὶ πολὺ μακριὰ ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ καθαρὸ σκοπὸ καὶ τὴν πρέπουσα ἐπιμέλεια, μὲ τὴν ὁποία ἔπρεπε νὰ τὰ κάνῃς. Ὁπότε, ἂν σκεφθῇς καλά, περισσότερο πρέπει νὰ ντρέπεσαι ἀπὸ τὶς ἀρετές σου, παρὰ νὰ σοῦ ἀρέσουν αὐτὲς μάταια καὶ νὰ ὑπερηφανεύεσαι γιὰ αὐτές. Γιατὶ εἶναι ἀληθινό, ὅτι οἱ φυσικὲς ἀρετὲς τοῦ Θεοῦ, τὶς ὁποῖες πρέπει νὰ μιμούμαστε, αὐτὲς ἀπὸ μόνες τους εἶναι καθαρὲς καὶ πολὺ τέλειες, μολύνονται κατὰ κάποιο τρόπο καὶ μειώνονται ἀπὸ τὶς ἀτέλειες καὶ ἐλλείψεις τῆς δικῆς μας μιμήσεως (73).

Ἀκόμη, σύγκρινε τὰ ἔργα σου μὲ ἐκεῖνα τῶν ἁγίων καὶ ἀληθινῶν φίλων καὶ δούλων τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ γνωρίσῃς, ὅτι τὰ μεγαλύτερα καὶ καλύτερα ἔργα τὰ δικά σου, εἶναι πολὺ τιποτένια καὶ πολὺ μικρῆς ἢ καθόλου τιμῆς, ἂν τὰ συγκρίνῃς πάλι μὲ ἐκεῖνα τὰ ἔργα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἔκανε γιὰ σένα στὰ Μυστήρια τῆς ζωῆς καὶ τοῦ Σταυροῦ του (τὰ ὁποῖα νὰ ὑπολογίσῃς ὄχι σὰν ἔργα Θεοῦ, ἀλλὰ καθ᾿ ἑαυτὰ μόνον ὡς ἔργα ἀνθρώπου) καὶ ἂν σκεφθῇς τὴν καθαρότητα τῆς ἀγάπης του, τὴν ἀναμαρτησία, μὲ τὴν ὁποία τὰ ἔκανε, θὰ γνωρίσῃς ὅτι ὅλα σου τὰ ἔργα καὶ οἱ ἀρετές, εἶναι σχεδὸν ἁμαρτίες καὶ ἀκαθαρσίες. Γιατὶ γράφτηκε· «ὅλη ἡ δικαιοσύνη μας εἶναι σὰν βρώμικο ροῦχο» (Ἡσ. 64,6)· ἢ πολὺ περισσότερο, χειρότερες ἀπὸ τὸ τίποτα.

Τελευταῖα, ἂν ἐξυψώσῃς τὸν νοῦ σου στὴ θεότητα καὶ στὴν ἄπειρη μεγαλειότητα τοῦ Θεοῦ σου, «ἔμπροσθεν τοῦ ὁποίου, οὐδὲ ὁ οὐρανὸς εἶναι καθαρός», ὅπως γράφτηκε (Ἰὼβ 15,15), καὶ στὴν ὑπηρεσία καὶ λατρεία ποὺ τοῦ πρέπει, θὰ δῇς καθαρά, ὅτι ὄχι ὑπερηφάνεια καὶ ὑψηλοφροσύνη, ἀλλὰ μεγάλος τρόμος καὶ φόβος πρέπει νὰ σοῦ δημιουργηθῇ σὲ κάθε σου ἔργο, ὅσο καὶ ἂν εἶναι ἅγιο, ὅσο καὶ ἂν εἶναι πολὺ τέλειο καὶ ὅτι μόνο χρεωστᾶς νὰ πῇς μὲ ὅλη σου τὴν καρδιὰ στὸ Θεό, ἐκείνη τὴν ταπεινὴ φωνὴ τοῦ Τελώνου· «ὁ Θεὸς ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» (Λουκ. 18,13).

Ἀκόμη σοῦ παραγγέλνω νὰ μὴν εἶσαι εὔκολος στὸ νὰ φανερώνῃς τὰ χαρίσματα, ποὺ σοῦ κάνει ὁ Θεός. Γιατὶ, αὐτὸ σχεδὸν πάντα, δὲν ἀρέσει στὸ Θεό, καθὼς ὁ ἴδιος μᾶς δίδαξε μὲ τὴν παρακάτω ἱστορία.

Φανερώθηκε μιὰ φορὰ ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς σὰν εἶδος βρέφους, σὲ ἕνα εὐλαβῆ καὶ ἐνάρετο, καὶ ἐκεῖνος γνωρίζοντας πὼς ἦταν ὁ Κύριος, τὸν παρεκάλεσε μὲ ἁπλότητα νὰ τοῦ πῇ τὸν ἀγγελικὸ ἀσπασμό, καθὼς συνηθίζεται νὰ λέγεται ἀπὸ ὅλους, δηλαδὴ τό, Θεοτόκε Παρθένε· ἄρχισε τὸ πανάγιο ἐκεῖνο βρέφος νὰ λέγῃ μὲ προθυμία· «Χαῖρε, Κεχαριτωμένη Μαρία, ὁ Κύριος μετὰ σοῦ· εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξί». Καὶ ἐδῶ στάθηκε, καὶ δὲν θέλησε μὲ τὰ ὑπόλοιπα λόγια νὰ ἐπαινέσῃ τὸν ἑαυτό του καὶ νὰ πῇ: «Καὶ εὐλογημένος ὁ καρπὸς τῆς κοιλίας σου». Ἐπειδὴ ὅμως ἐκεῖνος τὸν παρακαλοῦσε νὰ πῇ καὶ τὸν παρακάτω στίχο καὶ τὰ ὑπόλοιπα, αὐτὸ ἐξαφανίσθηκε, ἀφίνοντας τὸν δοῦλο του σὲ μεγάλη χαρά. Καὶ μὲ τὸ δικό του παράδειγμα, φανέρωσε σὲ αὐτὸν αὐτὴ τὴν οὐράνια διδασκαλία, δηλαδή, τὸ νὰ μὴν ἐπαινῇ ποτὲ κανεὶς τὸν ἑαυτό του καὶ τὶς χάρες ποὺ ἔχει. Λοιπόν, μάθε καὶ σὺ νὰ ταπεινώνεσαι καὶ νὰ μὴν ἐπαινῆσαι μόνος σου, γνωρίζοντας τὸν ἑαυτό σου καὶ ὅλα τὰ ἔργα σου, πὼς εἶναι ἕνα τίποτα. «Ἂς σὲ ἐγκωμιάζῃ ὁ γείτονας, καὶ ὄχι τὸ δικό σου στόμα, ξένος καὶ ὄχι τὰ δικά σου χείλη» (Παροιμ. 27, 2).

Αὐτὸ εἶναι τὸ θεμέλιο ὅλων τῶν ἀρετών (74)· ὁ Θεὸς μᾶς δημιούργησε ἀπὸ τὸ μηδὲν καὶ τώρα ποὺ εἴμαστε ὄντα ἐξ αἰτίας του, θέλει νὰ θεμελιώσῃ ὅλη τὴν πνευματικὴ οἰκοδομὴ πάνω σὲ αὐτή μας τὴ γνῶσι, ὅτι δηλαδή, ἀπὸ μόνοι ἂς εἴμαστε ἕνα μηδὲν καὶ ὅσο περισσότερο ἐμβαθύνουμε σὲ αὐτήν, τόσο περισσότερο θὰ μεγαλώσῃ ἡ οἰκοδομή· καὶ ὅσο περισσότερο χῶμα βγάζουμε ἀπὸ αὐτὸ τὸ βάθος, δηλαδή, ὅσο, περισσότερο γνωρίζουμε τὰ ἐλαττώματα καὶ τὶς ἀθλιότητές μας, τόσο καὶ ὁ θεϊκὸς ἀρχιτέκτονας θὰ βάλῃ πλέον στερεὲς πέτρες, γιὰ νὰ αὐξήσῃ τὴν πνευματικὴ αὐτὴ οἰκοδομή. Καὶ μὴ νομίζῃς, παιδί μου, ὅτι μπορεῖς νὰ ἐμβαθύνῃς κάποτε σὲ αὐτὴ τὴν γνῶσι, ὅσο φτάνει. Γιατὶ αὐτὸ εἶναι ἀδύνατο· μάλιστα, κάνε στὸν ἑαυτό σου αὐτὸ τὸν λογαριασμό, ὅτι ἂν καὶ ἦταν δυνατὸν νὰ παραδοθῇ σὲ κανένα δημιούργημα τέτοιο πρᾶγμα, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ βρεθῇ ἄλλο πιὸ βαθὺ βάθος νὰ ἐρευνήσῃ, παρὰ ἡ δική σου μηδαμηνότητα.

Ἀπὸ αὐτὴ τὴν γνῶσι καλὰ βαλμένη στὴ πρᾶξι, μποροῦμε νὰ ἔχουμε κάθε καλό· καὶ χωρὶς αὐτὴν εἴμαστε σχεδὸν τίποτα, ἀκόμη καὶ ἂν θέλαμε νὰ κάνουμε τὰ ἔργα ὅλων τῶν ἁγίων καὶ νὰ εἴμαστε ἀπασχολημένοι πάντα μὲ τὸν Θεό· ὢ μακάρια γνῶσι, ποὺ μᾶς κάνεις εὐτυχισμένους στὴ γῆ καὶ δοξασμένους στὸν οὐρανό! ὢ φῶς ποὺ βγαίνεις ἀπὸ τὸ σκοτάδι καὶ κάνεις λαμπρὲς καὶ καθαρὲς τὶς ψυχές! ὢ χαρὰ ποὺ δὲν ἀναγνωρίζεσαι πὼς λάπεις ἀνάμεσα στὶς ἀκαθασίες μας! ὢ μηδέν, τὸ ὁποῖο σὰν γνωρισθῇς, μᾶς κάνεις κυρίους τοῦ σύμπαντος! Δὲν μπορῶ νὰ χορτάσω ποτέ, μιλώντας σου σχετικὰ μὲ αὐτό, ἀγαπητέ. Ἂν θέλῃς νὰ ἐπαινέσῃς τὸν Θεό, κατηγόρησε τὸν ἑαυτό σου καὶ νὰ ἐπιθυμῇς νὰ κατηγορῆσαι ἀπὸ τοὺς ἄλλους· ταπεινώσου σὲ ὅλους καὶ κάτω ἀπὸ ὅλους, ἂν θέλῃς νὰ ὑψώσῃς τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἑαυτό σου σ᾿ αὐτόν. Ἂν ἐπιθυμῇς νὰ τὸν βρῇς, μὴν ὑψώνεσαι, γιατὶ αὐτὸς φεύγει· ταπεινώνου καὶ ταπεινώσου ὅσο μπορεῖς· καὶ αὐτὸς θὰ ἔλθη νὰ σὲ βρῇ καὶ νὰ σὲ ἀγκαλιάσῃ· καὶ τόσο θέλει νὰ σὲ δεχθῇ καὶ ἑνωθῇ σφικτὰ μαζί σου μὲ ἀγάπη, καὶ τόσο πλέον ἀγαπητά, ὅσο περισσότερο ἐσὺ ταπεινώνεσαι στὰ μάτια του καὶ ὅσο θέλεις νὰ ταπεινώνεσαι καὶ ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ ὅλοι νὰ σὲ ἀποστρέφωνται, σὰν ἕνα πρᾶγμα συγχαμερό.

Λοιπόν, γιὰ τὴν τόση χάρι, ποὺ σοῦ κάνει, ἀδελφέ, ὁ Θεός, ὁ τόσο λυπημένος ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες σου, γιὰ νὰ σὲ ἑνώσῃ μὲ τὸν ἑαυτό του, κάνε καὶ σὺ αὐτό, τὸ νὰ νομίζῃς δηλαδὴ τὸν ἑαυτό σου ἀνάξιο καὶ χειρότερο ἀπὸ ὅλους καὶ μὴ παραλείπῃς συνεχῶς, νὰ εὐχαριστῇς καὶ νὰ εἶσαι χρεώστης ἐκείνων, ποὺ γίνονται ἀφορμὴ νὰ ταπεινώνεσαι· δηλαδὴ σὲ ἐκείνους ποὺ σὲ περιφρόνησαν ἢ καὶ σὲ περιφρονοῦν συνέχεια. Καὶ ἂν ἄθελά σου καὶ μὲ κακὴ ὄρεξι τῆς καρδιᾶς σου, ὑποφέρεις τὶς περιφρονήσεις τους, ὅμως ἀγωνίσου ὅσο μπορεῖς, νὰ μὴ δείχνῃς κανένα ἐξωτερικὸ σημάδι ὅτι σοῦ κακοφαίνονται.

Καὶ ἂν μὲ ὅλες αὐτὲς τὶς σκέψεις καὶ λογαριασμούς, ποὺ εἶναι πολὺ ἀληθινές, ἡ πανουργία τοῦ διαβόλου καὶ ἡ ἀγνωσία καὶ κακὴ κλίσι ἡ δική μας, θὰ μποροῦσαν νὰ ἤθελαν ὑπερισχύσῃ σὲ μᾶς, μὲ τρόπο ποὺ οἱ λογισμοὶ τῆς ὑψηλοφροσύνης νὰ μὴ λείπουν ἀπὸ τὸ νὰ μᾶς ἐνοχλοῦν καὶ νὰ πληγώνουν τὴν καρδιά μας, ἀκόμη καὶ τότε εἶναι καιρὸς κατάλληλος, τόσο περισσότερο νὰ ταπεινωνώμαστε καὶ νὰ περιφρονοῦμε καὶ νὰ μισοῦμε τὸν ἑαυτό μας, ὅσο ἀπὸ τὴν δοκιμὴ βλέπομε, πὼς πολεμοῦμε, ναί, καὶ ἀγωνιζόαστε μὲ ὅλες μας τὶς δυνάμεις, γιὰ νὰ λυτρωθοῦμε ἀπὸ αὐτό· δὲν μποροῦμε ὅμως νὰ ἐλευθερωθοῦμε ἀπὸ τὴν τυραννία του, ἐπειδὴ καὶ πάσχουμε ἀπὸ τὶς ἐνοχλήσεις τῆς ὑπερηφάνειας, ἡ ὁποία ἔχει τὴν ρίζα καὶ ἀρχὴ στὴν μάταιη καὶ καταραμένη ὑπόληψι τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ ἔτσι θὰ βγάλη ἀπὸ τὸ πικρὸ φαρμάκι μέλι, ὑγεία ἀπὸ τὶς πληγὲς καὶ ταπείνωσι ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ὑπερηφάνεια.

------------------------------------------------------

70. Πόσο πολὺ ὠφέλιμο πρᾶγμα εἶναι τὸ νὰ ἔχῃ κανεὶς τὸν ἑαυτό του χειρότερο καὶ κατώτερο ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, τὸ μαρτυροῦν οἱ ἅγιοι· ὁ θεῖος Χρυσόστομος λέγει· «Δὲν ὑπάρχει στὸν Θεὸ τίποτε τόσο ἀγαπητό, ὅσο τὸ νὰ θεωρῇ κάποιος τὸν ἑαυτό του ὡς τὸν χειρότερο ἀπ᾿ ὅλους». Ὁ μέγας ἀνάμεσα στοὺς Πατέρες Βαρσανούφιος εἶπε· «ᾶν πράγματι θέλῃς νὰ σωθῇς, ἄκουσε τί νὰ κάνῃς ἔμπρακτα· σήκωσε τὰ πόδια σου ἀπὸ τὴν γῆ καὶ ὕψωσε τὸ νοῦ σου στὸν Θεό. Καὶ ἡ μελέτη σου ἂς εἶναι ἐκεῖ μέρα καὶ νύκτα· καὶ μὲ ὅση δύναμι ἔχεις καταφρόνησε τὸν ἑαυτό σου· πιστεύοντας ὅτι βλέπεις τὸν ἑαυτό σου κάτω ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους· αὐτὴ εἶναι ἡ ἀληθινὴ ὁδός· ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὴν δὲν ὑπάρχει ἄλλη γιὰ ἐκεῖνον ποὺ θέλει νὰ σωθῇ μὲ τὴν δύναμι τοῦ Χριστοῦ· ἂς τρέχῃ ἐκεῖνος ποὺ θέλει γιὰ νὰ προλάβη· τὸν ἐξορκίζω στὸ ὄνομα τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ ποὺ θέλει νὰ χαρίσῃ τὴν αἰώνια ζωὴ σὲ ὅποιον ἐπιθυμεῖ». Ὁ θεῖος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης, προσθέτει, ὅτι πρέπει νὰ ἔχουμε τὸν ἑαυτό μας χειρότερο καὶ ἀπὸ ὅλα τὰ κτίσματα καὶ ἐλεεινότερο ἀπὸ τοὺς ἰδίους δαίμονες, διότι λέγει. «Ὑπάρχουν δυὸ εἴδη ταπεινώσεως, ὅπως λέγουν οἱ Πατέρες. Τὸ ἕνα εἶναι νὰ θεωρῇ κανεὶς τὸν ἑαυτό του κάτω ἀπὸ ὅλους καὶ νὰ ἀναφέρῃ τὰ κατορθώματά του στὸν Θεό· τὸ πρῶτο εἶναι ἡ ἀρχή, τὸ δεύτερο τὸ τέλος». Καὶ αὐτὴ ἡ ταπείνωσις πετυχαίνεται ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ τὴν ἐπιζητοῦν ὅταν ἐν γνώσει τους σκέπτωνται αὐτὰ τὰ τρία γιὰ τὸν ἑαυτό τους· ὅτι εἶναι οἱ πιὸ ἁμαρτωλοὶ ἀπὸ ὅλους· καὶ τὸ ὅτι εἶναι οἱ πιὸ αἰσχροὶ ἀπὸ ὅλα τὰ κτίσματα, ἐπειδὴ βρίσκονται στὴν παρὰ φύσι κατάστασι· καὶ ὅτι εἶναι πιὸ ἐλεεινοὶ καὶ ἀπὸ τοὺς δαίμονες, ἐπειδὴ ὑπηρετοῦν τοὺς δαίμονες». (Φιλοκαλία, κεφ. ριε´).
71. Σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλία αὐτή, λέγει καὶ ὁ μέγας ἐκεῖνος ἔγκλειστος καὶ προφητικώτατος Βαρσανούφιος τὰ ἑξῆς: «Τὸ νὰ εἶσαι ἀμέριμνος ἀπὸ κάθε πρᾶγμα σὲ κάνει νὰ πλησιάσῃς στὴν πόλι, καὶ τὸ νὰ μὴ σὲ ὑπολογίζουν οἱ ἄνθρωποι, σὲ κάνει νὰ κατοικήσῃς στὴν πόλι· καὶ τὸ νὰ πεθάνης γιὰ κάθε ἄνθρωπο, σὲ κάνει νὰ κληρονομήσῃς τὴν πόλι καὶ τοὺς θησαυρούς της. Ἂν θέλῃς νὰ σωθῇς, κράτα τὸ ἀψήφιστο, δηλαδὴ τὸ νὰ μὴ σὲ ὑπολογίζουν οἱ ἄνθρωποι, καὶ τρέχε πρὸς τὸν σκοπό σου». Τὸ ἀψήφιστο, κατὰ τὸν ὅσιο Ἰωάννη, τὸν μαθητὴ τοῦ Βαρσανουφίου, εἶναι τὸ νὰ μὴν ἐξισώσῃς τὸν ἑαυτό σου μὲ ἄλλον καὶ νὰ τὸν συγκρίνῃς μὲ κάποιον ἄλλον. Οὔτε νὰ πῇς καὶ γιὰ κανένα καλὸ ἔργο ὅτι κι ἐγὼ αὐτὸ τὸ ἔκανα. (πάλι ἐδῶ ὁ ἅγιος ἐννοεῖ ἢ τὴν καρδιά, ἢ τὴν ἀπάθεια ἢ τὴ θεϊκὴ γνῶσι).
72. Καὶ ἀκολούθως συλλογίσου αὐτὸν τὸν ἀληθέστατο καὶ βεβαιώτατο στοχασμό, δηλαδὴ ὅσες περισσότερες ἀρετὲς κατορθώσεις καὶ ὅσα περισσότερα χαρίσματα λάβεις, τόσο περισσότερο εὐεργετεῖσαι ἀπὸ τὸν Θεό· καὶ ὅσο περισσότερο εὐεργετεῖσαι, τόσο καὶ περισσότερο χρέος ἔχεις πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τόσο περισσότερο ὑπόχρεως γίνεσαι· ἔτσι ἀπὸ τὸν στοχασμὸ αὐτὸν ὄχι μόνο δὲν θὰ ὑπερηφανευθῇς γιὰ τὶς ἀρετὲς καὶ τὰ χαρίσματά σου, ἀλλὰ θὰ ἀγωνισθῇς καὶ νὰ κατεβῆς στὸ βάθος τῆς ταπεινώσεως μὴ ἔχοντας κάτι τὸ ἀντάξιο γιὰ νὰ εὐχαριστήσῃς τὸν Θεὸ γιὰ τὰ θεϊκά του χαρίσματα.
73. Χωριστὰ ἀπὸ αὐτὸ ὅλες οἱ ἀρετές, μὲ τὸ νὰ εἶναι φυσικὲς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ καὶ δωρεὲς καὶ χάριτες τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἀκολούθως εἶναι ἄναρχες καὶ ἀτέλειωτες κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο, ἄπειρες δὲ κατὰ τὸ μέγεθος καὶ ἀναρίθμητες κατὰ τὸ πλῆθος, ὡς λέγει ὁ μέγας Βασίλειος. Πῶς λοιπὸν μπορεῖ κάποιος νὰ ὑψηλοφρονήσῃ, ὅτι ἀπέκτησε ἀρετές, ἀφοῦ μάθη πὼς καὶ οἱ ἀρετές, οὔτε ἀρχὴ ἔχουν, οὔτε τέλος, οὔτε ἀριθμό; καὶ πὼς μάλιστα δὲν θὰ κατεβῇ στὸ βάθος τῆς ταπεινώσεως, συλλογιζόμενος πὼς ὅσες ἀρετὲς κι ἂν κατώρθωσε, πάλι οὔτε στὴν ἀρχὴ ἀκόμη τῶν ἀρετῶν δὲν ἔφθασε; ἀλλὰ δέχθηκε ἀπὸ αὐτὲς τόσο μόνο, ὅσο εἶναι μία σταλαγματιὰ ἀπὸ ἄπειρο πέλαγος· ἢ πὼς δὲν θὰ παρακινηθῇ καὶ αὐτὸς πάντοτε νὰ λέγῃ ἐκείνη τὴν εὐχὴ τοῦ μεγάλου Ἀρσενίου, ποὺ λέγει· «Ὁ Θεός μου, μὴ μὲ ἐγκαταλείψης· δὲν ἔκανα κανένα ἀγαθὸ ἐνώπιόν σου, ἀλλὰ ἐξ αἰτίας τῆς εὐσπλαγχνίας σου, βοήθησέ με νὰ κάνω ἀρχή».
74. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος θέλοντας νὰ οἰκοδομήσῃ τὴν θαυμαστὴ οἰκοδομὴ τῶν μακαρισμῶν, πρῶτο θεμέλιο αὐτῶν ἔβαλε τὴν πτωχεία τοῦ πνεύματος, δηλαδὴ τὴν ταπείνωσι, λέγοντας· «Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. 5,3)

Πέμπτη 8 Φεβρουαρίου 2018

ΑΓΙΟΣ ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΠΗΓΑΣ – ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΜΕΤΑΞΑΚΗΣ (ΟΙ ΑΝΤΙΘΕΤΟΙ ΒΙΟΙ ΔΥΟ ΚΡΗΤΩΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΩΝ)




Νικολάου Μάννη
Εκπαιδευτικού


Ο Μελέτιος Πηγάς (1550-1601) και ο Μελέτιος Μεταξάκης (1871-1935) υπήρξαν δύο Πατριάρχες, οι οποίοι είχαν μόνο δύο κοινά στην ζωή τους: το όνομά τους και την καταγωγή τους από την Κρήτη. Οι πορείες όμως που ακολούθησαν ήταν εκ διαμέτρου αντίθετες.

ΣΠΟΥΔΕΣ
Ο Μελέτιος Πηγάς, κατά κόσμον Εμμανουήλ, γεννήθηκε στον Χάνδακα (σημερινό Ηράκλειο) Κρήτης, ενώ ο Μελέτιος Μεταξάκης (επίσης Εμμανουήλ ως λαϊκός) το 1871 σε χωριό του Λασιθίου. Από την νεανική τους ηλικία ακολούθησαν δρόμους αντίθετους, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Ο μεν Πηγάς κατευθύνθηκε προς την Δύση, στο Πατάβιο (Padova της σημερινής Ιταλίας), στου οποίου το περίφημο Πανεπιστήμιο σπούδασε επί οκταετία, αρνούμενος όμως να παραλάβει το πτυχίο του, για να μην δηλώσει πίστη στις αποφάσεις της Ψευδοσυνόδου Φερράρας – Φλωρεντίας (έναν όρο που είχαν θέσει οι Παπικοί για όσους Ορθοδόξους αποφοιτούσαν από τις Σχολές της επικράτειάς τους). Ο δε Μεταξάκης, αντιθέτως, κίνησε προς την Ανατολή και συγκεκριμένα στα Ιεροσόλυμα και αφού φοίτησε στην Ιερατική Σχολή του Παναγίου Τάφου και στην Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού, αποφοίτησε ως αριστούχος[1].

ΤΡΟΠΟΣ ΕΚΛΟΓΗΣ
Ο τρόπος με τον οποίο έγιναν Επίσκοποι ήταν επίσης εντελώς διαφορετικός. Τον Πηγά τον προσκάλεσε στην Ρόδο, που βρισκόταν τότε, ο ετοιμοθάνατος Γέροντάς του, Πατριάρχης Αλεξανδρείας Σίλβεστρος να τον χειροτονήσει διάδοχό του, με απειλή επιτιμίου αν δεν έλθει! Κάλεσε μάλιστα και άλλους Αρχιερείς για να γίνει η χειροτονία. Ο Πηγάς ήλθε και του εξήγησε πως δεν μπορούσε να δεχθεί διότι ήταν ενάντια στους Ιερούς Κανόνες, των οποίων υπήρξε πιστός τηρητής σε όλο του τον βίο, Ο Σίλβεστρος τότε τον παρακάλεσε με δάκρυα στα μάτια[2] και ο Πηγάς για να τον καθησυχάσει του είπα πως θα διοικήσει ως επίτροπός του το Πατριαρχείο και πως αν θα χειροτονηθεί διάδοχός του αυτό θα γίνει μόνο μετά την κοίμησή του και με τον τρόπο που ορίζουν οι Κανόνες[3]. Μετά την κοίμηση του Σιλβέστρου ο Μελέτιος Πηγάς προσπάθησε να αποφύγει την χειροτονία του, αλλά αναγκάστηκε να υποχωρήσει και να δεχθεί υπό την πίεση όλου του κλήρου και λαού («πάσης τῆς Ἐκκλησίας αὐτὸν βιασαμένης»[4])! Ως επιβράβευση της ταπεινώσεώς του και της πιστής τηρήσεως των Παραδόσεων, δεν ήταν μόνο η μεγάλη αγάπη του ποιμνίου του, που διήρκησε μέχρι την κοίμησή του, αλλά και το σημείο της υπερφυούς φωτοχυσίας κατά την διάρκεια της χειροτονίας του σε Πατριάρχη Αλεξανδρείας (το φως αυτό «περιέλαμψεν ἀθρόως, οὕτω μὲν ἄφθονον, οὕτω δὲ λαμπρὸν οὐ τοῖς ἐγγὺς μόνον, ἀλλὰ καὶ τοῖς μακράν»[5]). Έτσι λοιπόν ο Μελέτιος Πηγάς δεν υπήρξε μόνο λαόκλητος, αλλά και θεόκλητος Αρχιερέας[6]!
Ο Μεταξάκης αντιθέτως έγινε επίσκοπος (Μητροπολίτης Κιτίου) με την βοήθεια των Μασόνων της Κύπρου και της Κωνσταντινουπόλεως. Το 1900 με τον θάνατο του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Σωφρονίου του Γ΄ δημιουργήθηκε πρόβλημα διαδοχής, το οποίο συντάραξε επί δεκαετία σχεδόν την Τοπική Εκκλησία και έμεινε γνωστό ως «Αρχιεπισκοπικό Ζήτημα Κύπρου». Ο ένας εκ των δύο αντιμαχόμενων επισκόπων του νησιού, ο Κιτίου Κύριλλος Παπαδόπουλος κατάφερε τελικά να γίνει Αρχιεπίσκοπος. Ο Κιτίου είχε την στήριξη των Μασόνων της Κύπρου, με τους οποίους συνδεόταν και τους υποστήριζε[7] και όταν τελικά έγινε Αρχιεπίσκοπος, οι Μασόνοι της Μητροπόλεως Κιτίου προέβησαν σε συντονισμένες ενέργειες για την εκλογή ομόφρονος Μητροπολίτου. Είχαν ήδη πληροφορηθεί από τους Αδελφούς τους στην Κωνσταντινούπολη την μύηση στην Μασονία του Αρχιμανδρίτη τότε Μελετίου Μεταξάκη[8] (τον οποίο γνώριζαν και από την εμπλοκή του στο «Αρχιεπισκοπικό Ζήτημα» ως αντιπρόσωπο του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων) και έτσι 33μελής επιτροπή της Μητροπόλεως Κιτίου τον εξέλεξε ως επίσκοπό της στις αρχές του 1910.

ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ
Για τον Άγιο Μελέτιο Πηγά η σχέση του με το Πατριαρχείο της Αλεξάνδρειας ήταν ισόβια ως σχέση Νυμφίου με Νύμφη, όπως θεωρείται η σχέση του χειροτονηθέντος Επισκόπου με την Τοπική Εκκλησία για την οποία χειροτονήθηκε[9]. Γι’ αυτό και όταν το ορφανό (μετά την κοίμηση του Ιερεμία του Β΄ του Τρανού) ποίμνιο του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως τον παρακάλεσε να μετατεθεί εκεί, εκείνος αρνήθηκε. Και όχι μόνο εκείνος, αλλά και ο πιστός λαός στην Αλεξάνδρεια, που τον υπεραγαπούσε, ξεσηκώθηκε και άλλοι με κλάματα, άλλοι με απειλές δεν θέλησαν να χάσουν τον αγαπημένο τους Ποιμενάρχη. Τρεις φορές τον παρακάλεσαν οι προύχοντες, οι αρχιερείς, ο κλήρος και ο λαός της Κωνσταντινούπολης, και μόνο την τρίτη δέχθηκε, όχι όμως να γίνει Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, αλλά Τοποτηρητής της, μέχρι να γίνει εκλογή Πατριάρχη, σύμφωνη με τους Ιερούς Κανόνες. Ο Άγιος Μελέτιος αγαπήθηκε από το ορθόδοξο ποίμνιο (όχι μόνο της Αλεξάνδρειας, αλλά και ολόκληρης της Εκκλησίας), όσο λίγοι Ιεράρχες και η κοίμησή του το 1601, σε ηλικία μόλις 51 ετών, βύθισε στο πένθος σύμπασα την Εκκλησία.


Για τον Μελέτιο Μεταξάκη όμως ο θρόνος της μικρής Μητροπόλεως Κιτίου ήταν πολύ μικρός για τις φιλοδοξίες του. Ήδη από νωρίς, και συγκεκριμένα το 1913, οι Μασόνοι «Αδελφοί» του στην Κωνσταντινούπολη προσπάθησαν να τον επιβάλλουν ως Οικουμενικό Πατριάρχη. Διαβάζουμε σε εκκλησιαστικό περιοδικό της εποχής: «Ἐν πρώτοις δέον νὰ δηλώσωμεν, ὅτι ὁ Μητροπολίτης κ. Μεταξά<κη>ς εἶνε Μασῶνος. Θα εἴπῃ τις, πῶς τοῦτο γνωρίζετε; Γνωρίζομεν: α΄) ἐκ φιλικῶν ἀνακοινώσεων, β') ἐκ τοῦ ὅτι διὰ τριετοῦς Μασωνικοῦ ἀγώνος καὶ διὰ πολλῶν Μασωνικῶν κόπων, ἐνεργειῶν καὶ χρημάτων οὗτος ἐξελέγῃ Μητροπολίτης Κιτίου. Εἶνε δὲ νόμος αὐστηρὸς καθ᾿ ὃν τὰ Μασωνικὰ χρήματα μόνον χάριν Μασωνικῶν σκοπῶν δαπανῶνται»[10]. Η προσπάθειά τους δεν πέτυχε τότε, παρά την πίεση που ασκήθηκε και από την τότε Ελληνική Κυβέρνηση του, επίσης Μασόνου[11], Ελευθερίου Βενιζέλου[12].
            

(ΠΗΓΗ ΕΙΚΟΝΑΣ: http://venizelosarchives.gr/)

Ο Βενιζέλος όμως κατάφερε τελικά το 1918 να μεταθέσει τον «Αδελφό» του Μελέτιο στον μητροπολιτικό θρόνο των Αθηνών. Η επαναστατική κυβέρνηση των Βενιζελικών, αφού πρώτα εκθρόνισε παράνομα τον νόμιμο Μητροπολίτη Αθηνών Θεόκλητο Μηνόπουλο, συγκρότησε πενταμελή Αριστίνδην Σύνοδο[13] από την οποία ζήτησε να προτείνει νέο Μητροπολίτη. Αν και στην πρόταση της Συνόδου πλειοψήφησε η υποψηφιότητα του Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, η Πολιτεία τοποθέτησε τον εκλεκτό της Μασονίας Μελέτιο Μεταξάκη. Με την πτώση όμως της Βενιζελικής Κυβερνήσεως ήλθε και η πτώση του Μεταξάκη, ο οποίος, αφού κατέφυγε στις Η.Π.Α. και ίδρυσε εκεί την «Αρχιεπισκοπή Βορείου και Νοτίου Αμερικής», καθαιρέθηκε τελικά από την Εκκλησία της Ελλάδος «α) ἐπὶ ἐπιβάσει αὐτοῦ εἰς τὸν Μητροπολιτικὸν θρόνον Ἀθηνῶν καὶ χρήσει κοσμικῆς ἐπαναστατικῆς ἐξουσίας πρὸς τοῦτο καὶ β) ἐπὶ δημιουργίᾳ σχίσματος καὶ παρασυναγωγῆς ἐν Ἀμερικῇ»[14]. Πριν την καθαίρεσή του, που έγινε στις 29 Δεκεμβρίου 1921[15], ο Μεταξάκης με την βοήθεια της ψευδώνυμης «Εθνικής Άμυνας» των λιποτακτών Βενιζελικών που δρούσαν στην Κωνσταντινούπολη (την ίδια ώρα που οι Έλληνες στρατιώτες έχυναν το αίμα τους στο μέτωπο της Μικράς Ασίας) τοποθετήθηκε[16] με τη βία Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως σε μια πρωτοφανή σε βιαιότητα και αντικανονικότητα[17] πατριαρχική εκλογή στην οποία συμμετείχαν μόνο 13 από τους 66 Αρχιερείς! Όταν τελικώς ο Μεταξάκης εκδιώχθηκε και από εκεί, κακήν κακώς, ιδιώτευσε στην Αθήνα, περιμένοντας την κατάλληλη ευκαιρία να αρπάξει όποιον πατριαρχικό θρόνο μπορούσε να βρεθεί εύκαιρος, με προτίμηση εκείνον των Ιεροσολύμων. Προς αυτήν την κατεύθυνση εργάζονταν και οι «Αδελφοί» του. Τελικά, η πίεση πολλών πολιτικών παραγόντων, προς διάφορες κατευθύνσεις, για να γίνει ο Μεταξάκης ο νέος Πατριάρχης Αλεξανδρείας, μετά την κοίμηση του Φωτίου, απέδωσαν καρπούς και η εκλογή του έγινε στις 20 Μαΐου 1926[18]. Απεβίωσε τον Ιούλιο του 1935, μετά την αποτυχία του να εκλεγεί Πατριάρχης Ιεροσολύμων[19].


Η επισκοπική θητεία του δυστυχούς Μεταξάκη σε κάθε Τοπική Εκκλησία ήταν αποτυχημένη, ως αντιεκκλησιαστική, αφού με την δράση του διατάρασσε την ενότητα του ποιμνίου δημιουργώντας ταραχές και σχίσματα. Στην Κύπρο ξεσηκώθηκε ο λαός για τις οικονομικές ατασθαλίες του[20] και την πολιτικολογία του, στην Αθήνα αντέδρασαν εναντίον του όλες οι παραδοσιακές δυνάμεις[21], στις Η.Π.Α. η Ομογένεια εξεγέρθηκε εναντίον του, στην Κωνσταντινούπολη, μετά την Μικρασιατική Καταστροφή και την φυγή των Βενιζελικών προστατών του, εκδιώχθηκε μετά από εισβολή του λαού στο Πατριαρχείο, ενώ στην Αίγυπτο έγινε υπαίτιος σχίσματος με αφορμή την ημερολογιακή καινοτομία στην οποία προέβη.

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑΚΟ ΖΗΤΗΜΑ
Τόσο ο Άγιος Μελέτιος Πηγάς, όσο και ο Μελέτιος Μεταξάκης συνέδεσαν το όνομά τους με το Ημερολογιακό Ζήτημα. Ο Άγιος Μελέτιος έζησε στην εποχή που πρωτογεννήθηκε, όταν το 1582 ο Πάπας Ρώμης Γρηγόριος ο ΙΓ΄ αντικατέστησε το Ιουλιανό ημερολόγιο με νέο ημερολόγιο, που έφερε πλέον το όνομά του (Γρηγοριανό). Ο Άγιος Μελέτιος, πιστός τηρητής των Κανόνων και της Παραδόσεως, μελέτησε το θέμα, κατόπιν προτροπής του Γέροντά του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Σιλβέστρου, και συνέγραψε ειδική μελέτη περί του ημερολογιακού ζητήματος, υπό τον τίτλο «Τόμος Αλεξανδρινός», Με το έργο του αυτό καθόρισε την στάση της Ορθοδόξου Εκκλησίας απέναντι στην Ημερολογιακή Καινοτομία, η οποία στάση επισφραγίστηκε με την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο του 1593[22]. Ο Μελέτιος, τόσο πριν, όσο και μετά την Μεγάλη εκείνη Σύνοδο, συνέγραψε και έστειλε επιστολές, σε όλα τα μέρη του κόσμου, για να διαφωτίσει τους Ορθοδόξους (και όχι μόνο[23]) περί του θέματος. Κατέστη δε ένας από τους μεγαλύτερους πολέμιους της Ημερολογιακής Καινοτομίας[24].


(ΠΗΓΗ ΕΙΚΟΝΩΝ: ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΒΑΤΙΚΑΝΟΥ - https://digi.vatlib.it/)

Και ο Μελέτιος Μεταξάκης όμως συνέδεσε το όνομά του με την Ημερολογιακή Καινοτομία. Όχι όμως ως πολέμιός της, αλλά ως ο θερμότερος οπαδός της. Ήδη ως Μητροπολίτης Αθηνών προετοίμαζε την εισαγωγή του νέου ημερολογίου στην Εκκλησία της Ελλάδος[25], αλλά δεν πρόλαβε να την εφαρμόσει. Ως Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως συγκάλεσε ένα Συνέδριο, το οποίο αυτοαποκαλέστηκε «Πανορθόδοξο» (ασχέτως αν συμμετείχαν σε αυτό μόνο πέντε Τοπικές Εκκλησίες[26]) και αποφάσισε υπέρ της εισαγωγής στην Εκκλησία νέου Ημερολογίου (ονομάστηκε «Διορθωμένο Ιουλιανό»), καθώς και Πασχαλίου! Η ενεργοποίηση της εισαγωγής επαφιόταν στην κρίση κάθε Τοπικής Εκκλησίας, με προτεινόμενη ημερομηνία την 1η Οκτωβρίου 1923, η οποία θα έπρεπε να λογιστεί ως 14η[27]. Την απόφαση αυτήν καμία Εκκλησία δεν την ακολούθησε, ούτε καν αυτές που συμμετείχαν στο Συνέδριο! Αντιθέτως, κάποιες από αυτές (όπως της Ελλάδας, της Ρουμανίας και της Κύπρου) απλά προέβησαν το επόμενο έτος, με πίεση των κυβερνήσεων των κρατών τους, στον συνταυτισμό μεταξύ πολιτικού (Γρηγοριανού) και εκκλησιαστικού (Ιουλιανού) ημερολογίου, χωρίς να αλλαχθεί το Πασχάλιο. Στο συνταυτισμό αυτόν προέβη και ο ίδιος ο Μεταξάκης, για το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας, μετά την εκλογή του δυστυχώς στον θρόνο του Αγίου προκατόχου του, με τον οποίο τόσο διέφερε, διαιρώντας με την πράξη του αυτή το ποίμνιο της Αιγύπτου και δημιουργώντας σκάνδαλα και έριδες[28].

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ - ΤΕΛΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ
Ο Μελέτιος Πηγάς άφησε φήμη Αγίου στην συνείδηση των Ορθοδόξων. Γι᾿ αυτό και δικαίως το 2002 η Σύνοδος του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας προέβη στην αγιοκατάταξη του μεγάλου αυτού πατρός και διδασκάλου, ο οποίος χαρακτηρίστηκε ως «ὁ μετὰ τὸ σχίσμα νέος Φώτιος»[29].
Ο Μελέτιος Μεταξάκης, από την άλλη, άφησε απαίσια φήμη και χρησιμοποιήθηκαν εναντίον του πολλοί αρνητικοί χαρακτηρισμοί, όπως «Φατριάρχης»[30] και «Λούθηρος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»[31]. Ο δε, οσιακής μνήμης, Γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος έγραψε για τον Μεταξάκη πως βασανιζόμενος από τις τύψεις στις τελευταίες στιγμές του θανάτου του είπε: «Βασανίζομαι διότι ἔσχισα τὴν Ἐκκλησίαν»[32]. Θλιβερό τέλος, δυστυχώς...


[1] Η μετέπειτα πορεία των δύο ανδρών, αποδεικνύει πως σαφώς υπάρχει και η περίπτωση ένας μη πτυχιούχος να υπηρετήσει καλύτερα την Εκκλησία, από ένα αριστούχο απόφοιτο Ορθόδοξης Σχολής!
[2] «Ἔκλαιεν ὁ Γέρων, δέξου, λέγων, υἱέ μου τὸ Πατριαρχεῖον τῆς Ἀλεξανδρείας, καὶ εὖ οἶδα, ἴσα Ἀθανασίοις καὶ Κυρίλλοις δοξάσει σε ὁ Θεός» (Μεθοδίου Φούγια, Επιστολαί Μελετίου Πηγά στο Εκκλησιαστικός Φάρος ΝΓ΄ (1971), σ. 603).
[3] Βλ. ΚΓ΄ της Συνόδου της Αντιοχείας.
[4] E. Legrand, Bibliographie hellenique, tom. 2, Paris 1885, p. 116.
[5] Μεθοδίου Φούγια, ό.π., σ. 606.
[6] Πρβλ. Αγίου Νικοδήμου, Εγχειρίδιον συμβουλευτικόν, χ.τ., 1801, σ. 21.
[7] Βλ. Έρικ Σεργίου, Οργανωτικά Ζητήματα στην Εκκλησία της Κύπρου επί Aρχιεπισκόπου Κυρίλλου Γ΄ (1916-1933), διδακτορική διατριβή, Λευκωσία, 2013, σ. 53, υπ. 101.
[8] Ο Μεταξάκης είχε ενταχθεί στην Μασονία το 1909 στην ελληνική στοά της Κωνσταντινούπολης «Αρμονία», όπως γράφει ο γνωστός του, επίσης Μασόνος, Αλέξανδρος Ζερβουδάκης: «Τὸν ἔφεραν τότε στὴ Στοά «Αρμονία», ὑπ’ ἀριθ. 44, τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ποὺ εἶχε συγκεντρώσει στοὺς κόλπους της τὴν ἀφρόκρεμα τοῦ ἐκεῖ ἑλληνισμοῦ, ὅ,τι καλύτερο σὲ γράμματα, ἐπιστήμες καὶ δύναμη διέθετε ποτὲ τὸ ἑλληνικὸ στοιχεῖο στὴν Πόλη καί, ἡ ὁποία, κατὰ ἕνα τρόπο, μὲ τὰ μέλη της, ποὺ βρίσκονταν σὲ κάθε ὀργάνωση κοινοτική, ἐθνική ἢ άλλη, οὐσιαστικὰ ἐπηρέαζε τὴν ἑλληνικὴ ζωή. Ζήτησαν ἀπὸ τὴν τότε Μεγάλη Ἀνατολὴ τῆς Ἑλλάδος τὴν ἄδειαν νὰ τὸν μυήσουν καὶ ὅταν τὴν ἔλαβαν, ὁ Μελέτιος δέχτηκε καὶ τὸ τεκτονικὸν φῶς κατὰ τὶς ἀρχὲς τοῦ 1909» (Αλέξανδρου Ζερβουδάκη, Διάσημοι τέκτονες: Μελέτιος Μεταξάκης στο Τεκτονικόν Δελτίον, αρ. 71, [Ιανουάριος – Φεβρουάριος 1967], σ. 49).
[9] Πρβλ. Αγίου Συμεών Θεσσαλονίκης, Τα Άπαντα, Βενετία, 1820,  σ. 214.
[10] Ιερόθεου Τεκνόπουλου, Μασώνων προσπάθειαι προς εκλογήν Μασωνόφρονος Πατριάρχου στο Εκκλησιαστική ανόρθωσις, τευχ. ΝΖ΄ [1 Φεβρουαρίου 1913], σ. 461-462.
[11] Μυήθηκε στην Στοά «Αθηνά» (http://www.grandlodge.gr/venizelos-eleytherios-w-53438.html).
[12] Γράφει ο τότε διάκονος (δευτερεύων του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως επί Μεταξάκη), εκκλησιαστικός ιστορικός και θεολόγος Δημήτριος Μαυρόπουλος: «Κατὰ τὴν πρώτην Συνεδρίαν τῆς Ἐθνικῆς Συνελεύσεως προὐτάθη καὶ ἡ ὑποψηφιότης τοῦ Μητροπολίτου Κιτίου Μελετίου Μεταξάκη, λαβόντος μόνον δύο ψήφων, ὑποστηριχθέντος ὑπὸ λαϊκῶν ἐκλεκτόρων, εἰσηγήσει τῆς τότε Βενιζελικῆς Κυβερνήσεως» (Δημητρίου Μαυρόπουλου, Πατριαρχικαί σελίδες, Αθήνα, 1960, σ. 66).
[13] Αριστίνδην (=κατ' επιλογή μεταξύ των αρίστων, χωρίς εκλογή) Σύνοδος είναι εκείνη που τα μέλη της έχουν επιλεγεί από την Πολιτεία. Πρόκειται για θεσμό που ουδεμία σχέση έχει με την Ορθοδοξία.
[14] Βασιλείου Ατέση, Επίτομος επισκοπική ιστορία, τόμ. β΄, Αθήνα, 1953, σ. 68.
[15] Ένα χρόνο μετά, με την επανάσταση του Βενιζελικού Πλαστήρα (Κίνημα της 11ης Σεπτεμβρίου 1922) η Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος εξαναγκάστηκε να την άρει...
[16] Στις 21 Νοεμβρίου 1921.
[17] Παρά το γεγονός πως η Τοπική Σύνοδος της Αδριανουπόλεως (29 Μαΐου 1921) είχε αποφανθεί κατά της εκλογής Πατριάρχου όσο διαρκούσε ο Εθνικός Διχασμός και κυρίως ο Μικρασιατικός Πόλεμος, οι Βενιζελικοί της Κωνσταντινουπόλεως με την βία, αλλά και με χρηματισμό, κατάφεραν να επιβάλουν τον «Μεσσία», όπως τον ονόμαζαν, Μεταξάκη (Δ. Μαυρόπουλου, ό.π., σ. 164).
[18] Όπως αναφέρει ο Ζερβουδάκης (ό.π., σ. 50) οι Μασόνοι της Αλεξάνδρειας του ετοίμαζαν μεγαλειώδη αποδοχή αλλά με τηλεγράφημά του ο Μεταξάκης τους απέτρεψε για να μην δημιουργηθούν …κακές εντυπώσεις.
[19] Γράφει ο φίλος και ομόφρονάς του Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, Αρχιεπίσκοπος Αθηνών: «Βαρέως ἔφερε τὴν άπομάκρυνσίν του ἐξ Ἱεροσολύμων καὶ τὸ ὄνειρόν του ἦτο νὰ ἐπιστρέψει ἐκεῖ ὡς Πατριάρχης… Καὶ ἴσως ἡ διάψευσις τῆς ἐλπίδος του… ἐπέσπευσε τὸ ἀδόκητον τέλος του» (Ροδιακή, 5-9-1935).
[20] Δ. Μαυρόπουλου, ό.π., σ. 169.
[21] Κατά των καινοτομιών του έγραψαν μεταξύ άλλων και οι λόγιοι Μητροπολίτες άγιος πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος και Κασσανδρείας Ειρηναίος, ο όσιος Γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος, ο μουσικοδιδάσκαλος Κωνσταντίνος Ψάχος, ο ιστορικός Παύλος Καρολίδης, ο θεολόγος Χρήστος Ανδρούτσος κ.α.
[22] Ο Άγιος Μελέτιος συμμετείχε και στην, επίσης κατά της Ημερολογιακής Καινοτομίας του 1582, Πανορθόδοξη Σύνοδο του 1582/3 ως Πρωτοσύγκελος ακόμη.
[23] Κατάφερε με επιτυχία να αναχαιτίσει και την παπική προπαγάνδα η οποία πίεζε τους Κόπτες της Αιγύπτου να δεχθούν την ημερολογιακή αλλαγή.
[24] Πρβλ. Νικολάου Μάννη, Διπλούς πέλεκυς κατά του Γρηγοριανού ημερολογίου (επίσημα έγγραφα και επιστολές των Πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμίου του Τρανού και Αλεξανδρείας Μελετίου του Πηγά), Αθήνα, 2015, σ.σ. 236.
[25] Βλ. Θεόκλητου Στράγκα, Εκκλησίας Ελλάδος ιστορία, τόμ. Β΄, Αθήνα, 1970, σ. 853-856.
[26] Στο Συνέδριο αυτό δεν εκπροσωπήθηκαν τα Πατριαρχεία Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων, και Ρωσίας, απουσίαζε δηλαδή το μεγαλύτερο μέρος της Ορθόδοξη Εκκλησίας!
[27] Πρακτικά και αποφάσεις του εν Κωνσταντινουπόλει Πανορθοδόξου Συνεδρίου, Κωνσταντινούπολη, 1923, σ. 211.
[28] Βλ. Πᾳναγιώτου Βαφειάδου, Βίος και πολιτεία του Μελετίου Μεταξάκη, Κάιρο, 1931, σ. 26-47.
[29] Χριστόδουλου Παρασκευαΐδη (μετέπειτα Αρχιεπισκόπου Αθηνών), Μελέτιος Πηγάς, Αθήνα, 1971, σ. 27.
[30] Ατλαντίς, 1-1-1922.
[31] Αγίου πρώην Φλωρίνης Χρυσοστόμου, Το εκκλησιαστικόν ημερολόγιον ως κριτήριον της Ορθοδοξίας, Αθήνα, 1935, σ. 16.
[32] Φιλοθέου Ζερβάκου, Το νέον παπικόν ημερολόγιον και οι καρποί αυτού, Θεσσαλονίκη, χ.χ., σ. 7.

Τετάρτη 7 Φεβρουαρίου 2018

Η ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΚΑΙ ΔΙΑΝΟΗΤΙΚΗ ΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ (Ἃγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως)

Αποτέλεσμα εικόνας για Άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως
Ο πιο αρμόδιος τρόπος, με τον οποίο μπορεί να επιτευχθεί η πνευματική (διανοητική) και η θρησκευτική μόρφωση του ανθρώπου, είναι εκείνος που ξεκινά από αυτή τη βρεφική ηλικία. Επειδή όμως οι μόνοι άμεσοι και αρμόδιοι δάσκαλοι αυτής της ηλικίας είναι οι μητέρες, γι’ αυτό και είναι ανάγκη αυτές πρώτα να παίρνουν επιμελημένη ανατροφή, γιατί αυτές θα χρησιμεύσουν για τα παιδιά τους ως εικόνες, των οποίων πιστά αντίγραφα θα γίνουν αυτά. Διότι κάπως έτσι στα χνάρια των μητέρων προχωρούν με ακρίβεια τα παιδιά, ώστε μπορούμε να πούμε ότι ένα χνάρι υπάρχει πάνω στο έδαφος, το χνάρι της μητέρας. Το παιδί τόσο πολύ μιμείται τα πλεονεκτήματα ή τα ελαττώματα της μητέρας, ακόμη και τη φωνή και το ύφος, ώστε πολύ εύστοχα θα μπορούσαμε να παρομοιάσουμε τα παιδιά με τον φωνογράφο, η ορειχάλκινη πλάκα του οποίου δέχεται πρώτα τα ίχνη της φωνής και στη συνέχεια την εκπέμπει με τον ίδιο τόνο, το ίδιο ύφος και με τον ίδιο χρωματισμό, με τον οποίο εκφωνήθηκε.
Άρα απαιτείται μεγάλη προσοχή στην ανατροφή των μητέρων, γιατί η ελλιπής ανατροφή τους θα έχει ως αναπόφευκτα αποτελέσματα την επιλήψιμη ανατροφή των παιδιών τους, η οποία θα τα κάνει δυστυχισμένα και μάστιγες της κοινωνίας.
Οι μητέρες, και για τον υψηλό τους προορισμό και για την προσωπική τους αξία, είναι ανάγκη από τη βρεφική ηλικία να παίρνουν την πρέπουσα ανατροφή.
Και πρέπουσα σ’ αυτές ανατροφή είναι αυτή που έχει ως αντικείμενο μορφώσεως τον νου και την καρδιά, γιατί αυτά τα δύο είναι τα δύο κέντρα, γύρω από τα οποία περιστρέφεται η πνευματική και ηθική μόρφωση του ανθρώπου. Εάν παραμεληθεί το ένα από τα δύο, η μόρφωση είναι ατελής και χωλαίνει. Ο νους και η καρδιά, αν και είναι όργανα μιας ψυχής, όμως έχουν ανάγκη από διαφορετικά μέσα και τρόπους μορφώσεως.
Η καρδιά ανήκει στον μεταφυσικό κόσμο και ο νους στον φυσικό, γι’ αυτό και κάθε ένα απ’ αυτά είναι ανάγκη να διδάσκεται τις δικές του αλήθειες. Και η αλήθεια του νου είναι η παιδεία και η επιστήμη, της καρδιάς όμως είναι οι υπερφυσικές αλήθειες και η θρησκεία. Είναι λοιπόν ανάγκη να παρέχουμε στα κορίτσια μας παιδεία και θρησκεία, για να μπορέσουν να τα μεταδώσουν και στα δικά τους παιδιά.
Η παιδεία και η θρησκεία είναι οι δύο φωτεινοί φάροι που οδηγούν τον ποντοπόρο άνθρωπο κατά το πολυκύμαντο στάδιο της ζωής του και τον προφυλάσσουν από κάθε ναυάγιο και από κάθε επικίνδυνη πρόσκρουση. Είναι τα δύο μάτια της ψυχής, με τα οποία βλέποντας βαδίζει απρόσκοπτα την οδό της αλήθειας που οδηγεί στην ευδαιμονία και τη σωτηρία. Είναι τα δύο όργανα που τον οδηγούν στην τελείωση, τα οποία χρησιμοποιώντας ο άνθρωπος αναδεικνύεται άξιος της υψηλής του καταγωγής και ον της υψίστης περιωπής.
Μόνο αν μορφωθούν με αυτόν τον τρόπο οι μητέρες μπορούν να αναδείξουν χρηστά παιδιά, καλούς πολίτες και γενναιόφρονες άνδρες. Μήπως οι μητέρες των αγίων Τριών Ιεραρχών που εορτάζουν σήμερα, δεν μας δίνουν ένα τέτοιο λαμπρό παράδειγμα;
Αυτές τόσο πολύ αγαπούσαν την παιδεία και από τόσο μεγάλο θρησκευτικό ζήλο και ζωηρό θρησκευτικό συναίσθημα κατέχονταν, ώστε είχαν πλήρη πεποίθηση ότι με το δικό τους παράδειγμα διοχέτευσαν στις καρδιές των παιδιών τους τον έρωτά τους για την παιδεία και τον ζήλο προς την θρησκεία, και έτσι δεν δίστασαν καθόλου να παραδώσουν τα παιδιά τους σε δασκάλους εθνικούς (ειδωλολάτρες), για να αναπτυχθούν όπως έπρεπε διανοητικά, χωρίς να ανησυχούν καθόλου για μια τέτοια διδασκαλία, διότι είχαν εμπιστοσύνη στον εαυτό τους. Ήξεραν ότι τίποτε δεν θα μπορέσει να κλονίσει τις θρησκευτικές αρχές και πεποιθήσεις των γιων τους, γιατί αυτές οι αρχές με πολλή φροντίδα είχαν οικοδομηθεί πάνω σε πέτρα!
Έχοντας, λοιπόν, εμπιστοσύνη στον εαυτό τους η Νόννα και η Εμμέλεια, οι καλές και ενάρετες μητέρες του Βασιλείου και του Γρηγορίου, τους στέλνουν στην Αθήνα, η οποία ήταν εστία της παιδείας και των φώτων αλλά και το κέντρο της ειδωλολατρίας, όπου η εθνική θρησκεία ήταν εγκατεστημένη με όλη της τη μεγαλοπρέπεια. Και πράγματι οι πεποιθήσεις τους δεν διαψεύσθηκαν. Οι δύο νέοι σπουδαστές έχοντας μέσα στην καρδιά τους ζωηρή τη φλόγα της πίστης τους στον Χριστό έμειναν ανεπηρέαστοι σε όλο το διάστημα των σπουδών τους. Δεν κλονίστηκαν ούτε από τη διδασκαλία των Σοφιστών, που συστηματικά πολεμούσαν τον Χριστιανισμό, ούτε δελεάστηκαν από τις μεγαλοπρεπείς τελετές της εθνικής λατρείας, αλλά επανήλθαν στις μητέρες τους ακμαίοι και ζωηροί στις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, αμοιβή οι ίδιοι σ’ αυτές για τους παιδαγωγικούς κόπους, τη μητρική φροντίδα και την αρετή τους.
Πραγματικά η αμοιβή ήταν πλούσια, γιατί απολάμβαναν τους γιους τους ως μέλη Χριστού, επομένως και μέλη δικά τους. Γιατί εκείνος που δεν είναι μέλος Χριστού, δεν μπορεί να είναι μέλος ούτε χριστιανής μητέρας, αφού η χριστιανή μητέρα που είναι μέλος Χριστού είναι αδύνατο να έχει μέλος διαφορετικό, μέλος σάπιο, μέλος διεφθαρμένο. Άρα η απομάκρυνση των γιων τους από τον Χριστό θα ήταν καταστροφή. Ταιριάζει λοιπόν να ονομάσουμε την τήρηση της πίστεως των γιων τους στον Χριστό ως αμοιβή προς αυτές, πράγμα που ποτέ δεν θα συνέβαινε εάν οι μητέρες δεν είχαν χριστιανική μόρφωση. Πόσο τότε θα πονούσαν! Πόσο θα κατηγορούσαν τον εαυτό τους! Αλλά θα ήταν πια αργά.
Και η μητέρα του Ιωάννη, η καλή και ενάρετη Ανθούσα, στα είκοσί της χρόνια έμεινε χήρα και έχοντας μόνο έναν γιο αφιερώθηκε όλη στην ανατροφή του, βάζοντας σε μεγαλύτερη μοίρα τη φροντίδα για την ανατροφή του γιου της παρά έναν δεύτερο γάμο. Το ίδιο και αυτή, όταν ο αγαπημένος της μονογενής γιος έφτασε στην κατάλληλη ηλικία και είχε ανάγκη από ανώτερη εκπαίδευση, δεν δίστασε να τον παραδώσει στα χέρια εθνικού δασκάλου προς ανάπτυξη των πνευματικών του δυνάμεων.
Η πεποίθηση στην πίστη της ήταν πεποίθηση και στο παιδί της, διότι γνώριζε καλά ότι όλη την πίστη της την είχε βάλει στην ψυχή του αγαπητού της γιου, και δεν διαψεύσθηκε. Γιατί ο Ιωάννης αμέσως μετά το πέρας των σπουδών του, αφού ελάχιστο χρόνο ασχολήθηκε με το επάγγελμα του ρήτορα, παραδόθηκε ολοκληρωτικά στην υπηρεσία της Εκκλησίας. Ο Λιβάνιος, ο δάσκαλος του Ιωάννη, βλέποντας την επιτυχία της προσχώρησης του Ιωάννη στη χριστιανική θρησκεία, με μεγάλο πόνο αναφώνησε: «Αλίμονο, τι υπέροχο χαρακτήρα έχουν οι γυναίκες στους Χριστιανούς!» δείχνοντας έτσι την αιτία της επιτυχίας.
Πραγματικά πόσο ωραία, πόσο λαμπρά παραδείγματα παρουσιάζονται μπροστά μας οι ευσεβείς αυτές μητέρες! Πόσο θαυμαστές εικόνες! Πόσο θαυμαστά πρότυπα! Ποιος μπορεί να αρνηθεί ότι οι μητέρες αναδεικνύουν τους μεγάλους και ενάρετους άνδρες;
Σύμφωνα λοιπόν με τα παραδείγματα αυτά είναι ανάγκη να δώσουμε την κατάλληλη μόρφωση στις μητέρες, ξεκινώντας από την παιδική τους ηλικία, για να είμαστε βέβαιοι για τη μελλοντική καρποφορία και τα αποτελέσματα.
Έτσι είναι ανάγκη να δώσουμε μόρφωση στα παιδιά μας και θρησκευτική και διανοητική, για να τα αναδείξουμε άξια του προορισμού τους. Είναι ανάγκη λοιπόν να συνυπάρχουν παιδεία ευσεβής και θρησκεία μουσοτραφής, διότι τα δύο αυτά είναι τα μόνα ασφαλή εφόδια στη ζωή τους που μπορούν με πολλούς τρόπους να βοηθήσουν τον άνθρωπο.
(30 Ιαν. 1889)
[Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως, Λόγος εκφωνηθείς εν τω Αχιλλοπουλείω Παρθεναγωγείω κατά την Εορτήν των Τριών Ιεραρχών (απόσπασμα). Γλωσσική προσαρμογή για την Κ.Ο.]