A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

Τρίτη 5 Δεκεμβρίου 2017

Ὁ Ἀόρατος πόλεμος - ΟΣΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ - ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΛΒ´




Ο πόλεµος και η απάτη που χρησιµοποιεί ο διάβολος, για να εγκαταλείψουµε τον δρόµο της αρετής που βαδίζουµε 

Η τέταρτη απάτη µε την οποία µας επιτίθεται ο πονηρός διάβολος, όταν µας δη ότι βαδίζουµε τον ευθύ δρόµο της αρετής, είναι οι διάφορες επιθυµίες, που ξεσηκώνει εναντίον µας, για να µας κάνη να ξεπέσουµε απο την εκγύµνασι των αρετών στίς κακίες. Για παράδειγµα, οταν ένας άρρωστος υποφέρη µε υποµονετική θέλησι την αρρώστία του, ο εχθρός, που γνωρίζει οτι µε τον τρόπο αυτόν µπορεί εκείνος να αποκτήση την συνήθεια της υποµονής, του παρουσιάζει µπροστά του πολλά καλά έργα, που θα µπορούσε να κάνη αν βρισκότανε σε άλλη κατάστασι και φροντίζει να τον πείση ότι αν ήταν υγιής, θα µπορούσε να υπηρετήση καλύτερα τον Θεό και να ωφελήση και τον εαυτό του και τους άλλους. Αφου του βάλλει αυτές τις επιθυµίες, πηγαίνει σιγά σιγά, αυξάνοντάς τες κατα αυτό τον τρόπο, που τον κάνει να θορυβήται και νά ταράζεται, γιατί δεν µπορεί να τίς τελειώση, σύµφωνα µε το θέληµα του. Και όσο του γίνονται µεγαλύτερες και δυνατώτερες οι παρόµοιες επιθυµίες, τόσο πιό πολύ αυξάνει και η ενόχλησις και η ταραχή της καρδιάς του· και µετά λίγο λίγο, µε ικανότητα τον καταφέρνει ο εχθρός ώστε να µην υποµένη πλέον την αρρώστία του, όχι ως αρρώστια, αλλά ως εµπόδιο εκείνων των αρετών, που µε πολλή όρεξι επιθυµεί να κάνη, για µεγαλύτερη ωφέλεια. Και αφού τον φέρει αυτό το σηµείο, µε πολλή ικανότητα του κλέβει από το νου εκείνο τον σκοπό που είχε για να υπηρετήσει καλύτερα τον Θεό και να αποκτήση περισσότερες αρετές. Και έτσι, άλλο δεν του αφήνει, παρά γυµνή και µόνη την επιθυµία του να ελευθερωθή από την αρρώστια. Επειδή όµως, σύµφωνα µε την θέλησί του, δεν του περνά, συγχύζεται και ταράσσεται σε τέτοιο σηµείο, πού γίνεται εντελώς ανυπόµονος, και έτσι φθάνει ο άθλιος να πέση στην κακία της ανυποµονησίας, από την αρετή της υποµονής, πού εξασκείτο απο πρίν χωρίς να το καταλαβαίνη καθόλου
(68). Ο τρόπος λοιπόν, για να αντισταθής σε αυτή την απάτη του διαβόλου, είναι ο εξής: Όταν βρεθής σε αυτή την κατάστασι της αρρώστιας, που να ενοχλήσαι και να ταράσσεσαι, πρόσεχε καλά, να µη δέχεσαι ή να µην υποχωρής καθόλου στις επιθυµίες πού τότε σου έρχονται, όσο καλές κι αν φαίνωνται. Γιατί, µη µπορώντας τότε να τίς κάνης έργο, αναγκαστικά συγχύζεσαι και δεν ειρηνεύεις. Πρέπει λοιπόν, µε κάθε ταπείνωσι, υποµονή και υποταγή να πιστεύης, πως οι επιθυµίες σου αυτές, δεν µπορούν να πάρουν εκείνη την έκβασι και το τέλος που επιθυµείς, όντας εσύ περισσσότερο αδύνατος και στήρικτος από εκείνο πού εσύ λογαριάζεις· ή σκέψου ότι ο Θεός για τίς κρυφές κρίσεις του ή και για τίς αµαρτίες σου, δεν θέλει από σένα εκείνα τα καλά που επιθυµείς, αλλά καλύτερα θέλει να σε εχη ταπεινωµένο µε την υποµονή, κάτω απο το γλυκό και δυνατό χέρι της θελήσεώς του. Έτσι παρόµοια και αν έχης κάποτε κανόνα απο τον Πνευµατικό σου για κανένα σου αµάρτηµα και γι’ αυτό δεν µπορείς, όπως επιθυµείς, να ακολουθής µε συνέπεια την κάθε ενέργεια που κάνεις για ευλάβεια, και ιδιαιτέρως την θεία Κοινωνία, µη συγχυσθής και ενοχληθής από την επιθυµία τους· αλλά αφού αποβάλης κάθε δικό σου θέληµα, φόρεσε εκείνο που αρέσει στο Θεό µε πόνο καρδιάς, λέγοντας µέσα σου. Αχ, εάν το µάτι της θεϊκής πρόνοιας, δεν έβλεπε σε µένα αχαριστίες και ελαττώµατα, εγώ βέβαια, δεν θα βρισκόµουν τώρα σε τέτοια αθλιότητα, να στερηθώ τη χάρι των αγιωτάτων Μυστηρίων· γι’ αυτό, βλέποντας ότι ο Κύριος µου, µου φανερώνει µε αυτό την αναξιότητά µου, υµνώ και δοξολογώ στους αιώνας το όνοµα του, λέγοντας προς αυτό: «Φιλανθρωπότατε ∆έσποτα· ελπίζοντας καλά στην αγαθότητα σου, αν και είµαι ανάξιος ο άθλιος να σε δεχθώ στην ψυχή µου µε το µέσο των θείων Μυστηρίων, µε όλα αυτά, δεν σταµατώ µε άλλον τρόπο να σου ανοίγω την καρδιά µου, για να µπαίνης πνευµατικά σε αυτή, να την χαροποιής και να την δυναµώνης εναντίον των εχθρών, που θέλουν να την χωρίσουν από σένα· και παραµένω πάντα ευχαριστηµένος για όλα εκείνα, πού αρέσουν στα µάτια σου, ∆ηµιουργέ µου και Σωτήρα µου· αυτό µόνο επιθυµώ, το θέληµά σου να είναι και τώρα και πάντα η τροφή µου και η δύναµίς µου· και αυτή µόνο την χάρι, πολυαγαπητέ µου, σου ζητώ· η ψυχή µου ελευθερωµένη από κάθε τι που δεν σου αρέσει, να µένη πάντα ντυµένη µε την στολή των αγίων σου εντολών και ετοιµασµένη στο νοητό ερχοµό σου και σε ο,τι άλλο επιθυµείς να µου δώσης». Αν φυλάξης αυτές τίς παραγγελίες, να είσαι σίγουρος, οτι κάθε επιθυµία του καλού, που εσύ δεν µπορείς να ολοκληρώσης, που προέρχεται είτε από την φύσι, είτε από τον διάβολο, που θέλει να σε ενοχλεί πάντα και να σε βγάζη πάντα από τον δρόµο της αρετής· ή και καµιά φορά από τον Θεό, για να δοκιµασθή η υποταγή σου στο θέληµα του· σε κάθε, λέγω, ανεκπλήρωτη επιθυµία σου, θά έχης πάντα αφορµή να ευχαριστής τον Θεό σου, όπως του αρέσει. Γιατί απο αυτό αποτελείται η αληθινή ευλάβεια και η υπηρεσία που ζητάει ο Θεός από εµάς. Γνώριζε ακόµη και αυτό, οτι για να µην αγανακτής και χάνης την υποµονή στίς θλίψεις και στους πειρασµούς πού έρχονται, από όποιο µέρος και αν είναι, πρέπει να χρησιµοποιής εκείνα τα δίκαια και φρόνιµα µέσα, που συνηθίζουν να χρησιµοποιούν οι υπηρέτες του Θεού, δηλαδή, το να µη δίνης εσύ αφορµή σε αυτές, το να παρακαλής τον Θεό να σε ελευθερώνη από αυτές και άλλα παρόµοια· όχι όµως µε τόση επιθυµία και αφοσιώσι ολοκληρωτική, για να ελευθερωθής από τίς θλίψεις αυτές, αλλά γιατί θέλει ο Θεός να µεταχειριζώµαστε τα παρόµοια µέσα και όργανα (69). Γιατί, εµείς δεν γνωρίζουµε αν θέλη ο Θεός να µας ελευθερώση µε τα µέσα αυτά από την θλίψι εκείνη. Οπότε αν συ κάνης αλλιώς, ζητώντας ολοκληρωτικά να ελευθερωθής από τίς θλίψεις, θά γκρεµισθής σε πολλά κακά, και εύκολα θα πέσης στην ανυποµονησία, µε το να µη γίνεται η ελευθερία αυτή σύµφωνα µε την επιθυµία και την προσπάθειά σου· ή η υποµονή σου θα είναι ελαττωµατική, και δεν θα είναι όλη αρεστή στο Θεό, αλλά θά είναι άξια µικρού µισθού. Τέλος πάντων, σε πληροφορώ εδώ για µία κρυφή απάτη της φιλαυτίας, η οποία συνηθίζει να σκεπάζη τα ελαττώµατά µας και µε κάποιο τρόπο να τα αποκρούη όπως στο παράδειγµα· βρίσκεται κάποιος άρρωστος, λίγο υποµονητικός στην ασθένειά του, ο οποίος κρύβει την ανυποµονησία του µε σκέπασµα κάποιου ζήλου φαινόµενης αρετής, λέγοντας πως η λύπη του δεν είναι αληθινή ανυποµονησία για το µαρτύριο που υποφέρει από την ασθένεια, αλλά ότι λυπάται εύλογα, ή γιατί αυτός έδωσε την αφορµή γιά την ασθένεια, ή γιατί εκείνοι που τον υπηρετούν, αηδιάζουν από την ασθένειά του και δυσανασχετούν και βλάπτονται. Ετσι µπορεί να πη κανείς ότι και ο φιλόδοξος, που συγχύζεται για την δόξα που δεν πήρε, δεν αποδίδει την αφορµή της αποτυχίας στη δική του υπερηφάνεια και µαταιότητα, αλλά σε άλλες αφορµές και προφάσεις. Οτι δε η ρίζα της µικροψυχίας και συγχύσεως αυτών, δεν είναι γι’ άλλους ή γι’ άλλη αιτία, παρά γιατί αυτοί µισούν και αποστρέφονται εκείνο, που είναι αντίθετο µε την επιθυµία τους, φανερό είναι· επειδή, ούτε ο παραπάνω άρρωστος φροντίζει και συγχύζεται, γιατί οι ίδιοι που τον υπηρετούν, κοπιάζουν το ίδιο ή αηδιάζουν και βλάπτονται για την ασθένεια κάποιου άλλου, παρά για µόνο τη δική του· ούτε ο φιλόδοξος, που αναφέρθηκε, συγχύζεται τόσο για άλλες θλιβερές υποθέσεις, που του τυχαίνουν, όσο γιατί απέτυχε να του δοθεί η θέσις που επιθυµούσε. Οπότε, εσύ, για να µη πέσης σε αυτό το σφάλµα και σε άλλα, υπόφερε πάντα µε υποµονή κάθε κόπο και εκπαίδευσι, που θα σε ακολουθήση, από όποιου είδους αφορµή και αν είναι.

-------------------------------------------------------------------------

68 Ετσι και εκείνος που προκόβει κάτω από την υποταγή κάποιου Γέροντα, επιθυµώντας να κατορθώση µεγαλύτερες αρετές, απατάται και αφίνει την υπακοή και πηγαίνει στη µοναξιά και άσκησι· και εκεί πέφτοντας στην αµέλεια, χάνει και την λίγη προκοπή που έκαµνε στην υπακοή, όπως λέγει ο Ιωάννης της Κλίµακας· το ίδιο παθαίνει και ο ερηµίτης και αναχωρητής, όταν αφήση την ερηµιά και πηγαίνη σε υπακοή, γιά να αποκτήση τάχα περισσότερες αρετές και ωφέλεια· επειδή στην υποταγή χάνει και τη λίγη ησυχία, που απελάµβανε στην µοναξιά..
69 ∆ηλαδή να παρακαλούµε να µη µπαίνουµε σε πειρασµό, διότι λέγει· «Καί µη είσενέγκης ηµάς είς πειρασµόν» (Ματθ. 6,13). Και πάλι· «Προσεύχεσθε να µη εισέλθετε σε πειρασµό» (Λουκ. 22,40)· αυτό ερµηνεύοντας ο Θεοφύλακτος Βουλγαρίας λέγει, ότι είναι δαιµονικό πράγµα και υπερήφανο, το να ρίχνη κάποιος µόνος τον εαυτό του σε πειρασµούς. «∆αιµονιώδες γαρ το έπιρρίπτειν εαυτούς εις πειρασµούς και άλαζονικόν». Πρέπει λοιπόν και πριν από τον πειρασµό, να παρακαλούµε για να µη πέσουµε σ’ αυτόν, και αφού πέσουµε στον πειρασµό πάλι να παρακαλούµε, για να µη νικηθούµε από αυτόν (διότι έτσι ερµηνεύεται το «µη εισελθείν ηµας ες πειρασµόν», κατά τον Θεοφύλακτο)· δεν πρέπει όµως να πέφτουµε τόσο, να γογγύζουµε, να ανησυχούµε και να λυπούµαστε, όταν µας τύχουν πειρασµοί διάφοροι και θλίψεις, αλλά να ευχαριστούµε και να χαιρώµαστε, καθώς µας παραγγέλλει ο Αδελφόθεος· «Πάσαν χαράν ηγήσασθε, αδελφοί µοι, όταν πειρασµοίς περιπέσητε ποικίλοις» (1,2)· όντας πληροφορηµένοι, ότι ο πειρασµός πού πάσχουµε, κατά το όνοµα πειράζει, δηλαδή δοκιµάζει και λαµπρύνει την πίστι και αγάπη που έχοµε προς τον Θεό, όπως και η φωτιά λαµπρύνει το χρυσάφι στο χωνευτήρι.  

Τετάρτη 22 Νοεμβρίου 2017

Ὁ Ἀόρατος πόλεμος - ΟΣΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ - ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΛΑ´



Ἡ ἀπάτη ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ ἐχθρός, γιὰ ἐκείνους ποὺ νομίζουν ὅτι βαδίζουν στὴν τελειότητα.

Ὅταν ὁ ἐχθρὸς δὲν μπορῇ νὰ νικήσῃ οὔτε αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ἐξαρτηθῆ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, οὔτε αὐτοὺς ποὺ ζητᾶνε νὰ ἐλευθερωθοῦν ἀπὸ αὐτήν, ὅπως παραπάνω εἴπαμε, τότε τρέχει ὁ πονηρὸς στοὺς ἐναρέτους καὶ πολεμάει σὰν πανοῦργος νὰ τοὺς κάνῃ νὰ λησμονήσουν τοὺς ἐχθρούς, ποὺ εἶναι κοντά τους καὶ ἔμπρακτα τοὺς πολεμοῦν καὶ τοὺς βλάπτουν, νὰ ἐπιθυμοῦν ὅμως καὶ νὰ φαντάζωνται πάνω ἀπὸ τὴν δύναμί τους τὰ ὑψηλὰ καὶ μεγάλα (67)καὶ πρὶν ἀπὸ τὸν κατάλληλο καιρὸ νὰ ἔχουν ἀποφασιστικοὺς σκοπούς, γιὰ νὰ φθάσουν στὴν τελειότητα. Αὐτὸ ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τὸ νὰ μὴ φροντίζουν αὐτοὶ γιὰ τὶς πληγές, μὲ τὶς ὁποῖες εἶναι πληγωμένοι, ἀλλά, νομίζοντας αὐτὲς τὶς ἐπιθυμίες καὶ ἀποφάσεις τῆς τελειότητας σὰν νὰ ἦταν ἔργα καὶ πράγματα, ὑπερηφανεύονται μὲ διαφόρους τρόπους. Ὁπότε, μὴ θέλοντας νὰ ὑποφέρουν στὴν πρᾶξι κάτι τὸ ἀντίθετο, οὔτε τὸ παραμικρὸ ἐμπόδιο ἢ ἕνα μικρὸ λόγο, χάνουν μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸν καιρό τους σὲ μεγάλες μελέτες ἀποφάσεων, ἀποφασίζοντας δηλαδὴ μὲ τὸ νοῦ τους, νὰ ὑποφέρουν μεγάλες δοκιμασίες γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἐπειδή, ὅταν παίρνουν τὶς φαντασμένες αὐτὲς ἀποφάσεις, δὲν αἰσθάνονται καμμία θλῖψι καὶ ἀντίθεσι στὸ σῶμα τους, γι᾿ αὐτὸ νομίζουν οἱ ταλαίπωροι ὅτι βρίσκονται στὸ ὕψος ἐκείνων τῶν ἐναρέτων, ποὺ ὑποφέρουν μεγάλες δοκιμασίες ἔμπρακτα. Καὶ δὲν γνωρίζουν, πὼς ἄλλα εἶναι τὰ λόγια καὶ οἱ ἀποφάσεις καὶ ἄλλα εἶναι τὰ ἔργα καὶ ἡ πραγματικότητα.

Λοιπόν, ἂν θέλῃς νὰ ἀποφύγῃς, ἀδελφέ, αὐτὴ τὴν ἀπάτη, ἀποφάσισε νὰ πολεμᾷς μὲ τοὺς ἐχθρούς, ποὺ σὲ πολεμοῦν πραγματικὰ καὶ ἀπὸ κοντὰ καὶ ἔτσι θὰ γνωρίσῃς φανερά, ἂν οἱ ἀποφάσεις ποὺ παίρνεις, εἶναι ἀληθινὲς ἢ ψεύτικες· δυνατὲς ἢ ἀδύνατες· καὶ ἔτσι θὰ βαδίσῃς στὴν ἀρετὴ καὶ τὴν τελειότητα, μέσα ἀπὸ τὸν δοκιμασμένο ἀσφαλῆ καὶ βασιλικὸ δρόμο.

Ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν ἐκείνων, ποὺ δὲν σὲ ἐνοχλοῦν πρὸς τὸ παρόν, δὲν σὲ συμβουλεύω νὰ κάνῃς πόλεμο, πάρα μόνο ὅταν πιθανὰ ἀντιληφθῇς ὅτι μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου θὰ σὲ πολεμήσουν. Γιατὶ μὲ τὴν πρόγνωσι καὶ τὴν προμελέτη μπορεῖς νὰ προετοιμασθῇς μὲ γενναῖες ἀποφάσεις γιὰ νὰ ἀντισταθῇς· καὶ ὅταν ἔρθουν, μένουν ἄπρακτοι, ἀφοῦ σὲ βρίσκουν προετοιμασμένο. Γι᾿ αὐτὸ μὴ νομίσῃς ποτὲ ὅτι οἱ ἀποφάσεις σου πὼς νὰ ἔγιναν καὶ ἔργα καὶ πράξεις κι ἂν ἀκόμη ἐξασκήθηκες στὶς ἀρετὲς γιὰ λίγο χρόνο μὲ τοὺς κατάλληλους τρόπους· ἀλλὰ σὲ αὐτὰ ἂς εἶσαι ταπεινὸς καὶ νὰ φοβᾶσαι τὸν ἑαυτό σου καὶ τὴν ἀδυναμία σου· καὶ ἐλπίζοντας στὸ Θεό, τρέξε σὲ αὐτὸν μὲ συχνὲς δεήσεις γιὰ νὰ σὲ δυναμώνῃ καὶ νὰ σὲ φυλάη ἀπὸ τοὺς κινδύνους καὶ μάλιστα ἀπὸ κάθε μικρὴ ὑπόληψι καὶ ἐλπίδα τοῦ ἑαυτοῦ σου. Γιατὶ ἂν ἐσὺ εἶσαι κατὰ αὐτὸ τὸν τρόπο ταπεινὸς στὸν ἑαυτό σου, πιθανὸν νὰ μὴν εἶσαι ἐλεύθερος τελείως ἀπὸ κάποια μικρὰ ἐλαττώματα (στὰ ὁποῖα σὲ ἀφήνει ὁ Θεὸς καμιὰ φορὰ γιὰ νὰ σὲ κάνῃ νὰ γνωρίσῃς τὴν ἀδυναμία τοῦ ἑαυτοῦ σου καὶ γιὰ νὰ φυλάξη σὲ σένα κάποιο καλὸ ποὺ ἔχεις), παρόλα αὐτά, σοῦ ἐπιτρέπεται νὰ ἐπιθυμῇς καὶ νὰ παίρνῃς μεγάλες ἀποφάσεις, γιὰ νὰ ἀνέβης σὲ ψηλότερο βαθμὸ τελειότητας.

---------------------------------------------------

67. Γνώριζε, λοιπόν, ἀγαπητέ, ὅτι ἀπὸ ἕξι μέρη μας πολεμοῦν οἳ δαίμονες, ὅπως λέγουν οἱ Πατέρες καὶ μάλιστα ὁ ἅγιος Μελέτιος ὁ Ὁμολογητής· ἀπὸ πάνω καὶ κάτω, ἀπὸ δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ καὶ ἀπὸ ἐμπρὸς καὶ ἀπὸ πίσω. Καὶ ἀπὸ ἐπάνω εἶναι οἱ ὑπερβολὲς ποὺ εἶναι πάνω ἀπὸ τὴν δύναμί μας ποὺ κάνομε γιὰ τὴν ἀρετή· ἀπὸ κάτω οἱ ἐλλείψεις ποὺ ἔχομε στὴν ἴδια ἀρετὴ ἀπὸ τὴν ἀμέλειά μας· (γι᾿ αὐτὸ εἶπαν οἱ Πατέρες ὅτι τὰ ἄκρα εἶναι τῶν δαιμόνων)· καὶ δεξιὰ λέγονται, ὅταν οἱ δαίμονες μὲ δεξιὰ αἰτία καὶ πρόφασι τοῦ καλοῦ, μᾶς ρίχνουν στὸ κακό· ἀριστερά, ὅταν ἀπὸ φανερὴ αἰτία τοῦ κακοῦ, μᾶς κάνουν νὰ ἁμαρτάνωμε. Καὶ ἀπὸ μπροστά, ὅταν οἱ δαίμονες μᾶς πολεμοῦν μὲ τοὺς λογισμοὺς καὶ ἐνθυμήσεις τῶν πραγμάτων ποὺ πρόκειται νὰ ἔλθουν ἀπὸ πίσω, ὅταν μᾶς πολεμοῦν μὲ τὶς ἐνθυμήσεις καὶ προλήψεις τῶν περασμένων πραγμάτων. Καὶ γενικά, ὅλοι οἱ πονηροὶ λογισμοὶ προσβάλλουν τὴν ψυχὴ ἐσωτερικὰ ἢ ἐξωτερικά· καὶ ἐσωτερικὰ τὴν προσβάλλουν ἢ μὲ ἰδέα καὶ εἰκόνα ποὺ τυπώνεται θεωρητικὰ στὴν φαντασία, ἢ μὲ τὸν ἐνδιάθετο λόγο τῆς καρδιᾶς ποὺ τυπώνεται οὐσιαστικὰ στὴν ἴδια τὴν φαντασία. Ἐξωτερικὰ τὴν προσβάλλουν διὰ μέσου τῶν αἰσθητῶν ἀντικειμένων τῶν πέντε αἰσθήσεων, δηλαδὴ μὲ τὰ ὁρατὰ πράγματα, τὰ ἀκουστά, τὰ ὀσφρητά, τὰ ἁπτὰ καὶ τὰ γευστικά· (σχετικὰ μὲ αὐτὰ βλέπε στὸ κγ´ κεφάλαιο: Πῶς πρέπει νὰ διορθώνουμε τὶς αἰσθήσεις μας). Τὰ αἴτια τῶν ἐσωτερικῶν καὶ ἐξωτερικῶν κινουμένων λογισμῶν εἶναι τρία· πρῶτα οἱ δαίμονες, δεύτερον τὰ πάθη, δηλαδὴ οἱ πληγὲς ποὺ δεχθήκαμε στὴν καρδιά μας μὲ τὴν ἔξι προαιρετικά, ἢ μισώντας κάποιο πρᾶγμα, ἢ ἀγαπώντας αὐτὸ μὲ ἐμπάθεια· καὶ τέλος ἡ διεφθαρμένη κατάστασις τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως.

Πέμπτη 16 Νοεμβρίου 2017

ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΤΗΣ ΠΛΕΟΝΕΞΙΑΣ (Ἃγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος)

Έχεις λίγα χρήματα και ζητάς πολλά; Έχεις πολλά και ονειρεύεσαι περισσότερα; Όσα κι αν έχεις, δεν είσαι ικανοποιημένος; Γιατί άφησες την πλεονεξία να σε αιχμαλωτίσει, άνθρωπέ μου; Δεν ξέρεις ότι σε άλλους θα μείνουν το χρυσάφι και το ασήμι, ενώ σε εσένα οι κατάρες και οι κατηγόριες; Δεν αντιλαμβάνεσαι ότι θα σε καταδιώκουν αμείλικτα, και σε τούτη τη ζωή και στην άλλη, τα δάκρυα, οι βαρυγκώμιες και οι αναστεναγμοί του φτωχού που εξουθένωσες, του συνεργάτη που αδίκησες, του δουλευτή που εκμεταλλεύτηκες, του οφειλέτη που φυλάκισες; Όταν όλοι οι ζημιωμένοι από σένα θα παρουσιαστούν μαζί σου στο φοβερό δικαστήριο του Χριστού, τι θα πεις στον αδέκαστο Κριτή, μην έχοντας μάλιστα κανένα συνήγορο για να σε υπερασπίσει;
Τους δικαστές της γης μπορείς να τους ξεγελάσεις ή και να τους εξαγοράσεις. Τον Δικαστή του ουρανού ποτέ. Τους ανθρώπινους νόμους μπορείς να τους παραβείς με τεχνάσματα νομιμοφανή δίχως συνέπειες. Τον θεϊκό νόμο όχι. Γιατί ο Κύριος βλέπει τις πράξεις σου. Και αργά ή γρήγορα θα λογοδοτήσεις σε Εκείνον, που στέκεται πλάι στους αδικημένους και προστατεύει όσους δεν μπορούν να διεκδικήσουν το δίκιο τους.
Και μη μου πεις, «Ο τάδε, μολονότι κακός και πλεονέκτης, είναι ευτυχισμένος». Για τώρα ναι, δεν θα είναι όμως ως το τέλος. «Μη φθονείς την ευτυχία όσων σκέφτονται πονηρά και μη ζηλεύεις όσους κάνουν το κακό», λέει η Γραφή (Ψαλμ. 36, 1), «γιατί γρήγορα σαν το χορτάρι θα ξεραθούν και σαν τη χλόη θα μαραθούν».
Η πλεονεξία είναι σαν το χαλασμένο προζύμι, που καταστρέφει όλο το ζυμάρι. Έτσι, αν από την αδικία κερδίζεις έστω και λίγα, ολόκληρη η περιουσία σου σπιλώνεται. Γι’ αυτό, πολλές φορές, λίγα που κερδήθηκαν άνομα, έγιναν αιτία να χαθούν πολύ περισσότερα, που αποκτήθηκαν καλά.
Μα, θα με ρωτήσεις, όλοι οι πλεονέκτες θα δοκιμάσουν συμφορές;Οπωσδήποτε, μολονότι όχι όλοι τις ίδιες. Κι αν δεν τιμωρηθούν στην παρούσα ζωή, τότε να τους λυπηθείς περισσότερο, γιατί τους περιμένει μεγαλύτερη κόλαση στη μέλλουσα. Στην περίπτωση αυτή, μάλιστα, τις συνέπειες των αδικιών τους, θα τις υποστούν στη γη οι κληρονόμοι της περιουσίας τους, εφόσον γνωρίζουν ότι αποκτούν αγαθά μαζεμένα με αδικίες, αγαθά που ανήκουν σε άλλους. Αυτό, άλλωστε, επιτάσσει και ο ανθρώπινος νόμος, που δίνει το δικαίωμα στον καθένα να διεκδικήσει τα πράγματά του όχι από εκείνον που του τα άρπαξε, αλλά από οποιονδήποτε τα έχει στην κατοχή του.
Αν λοιπόν γνωρίζεις εκείνους που αδικήθηκαν, δώσε τους όσα τους ανήκουν, ή μάλλον πολύ περισσότερα, όπως έκανε ο Ζακχαίος του Ευαγγελίου. Αν πάλι δεν τους γνωρίζεις, τότε μοίρασέ τα σε φτωχούς. Έτσι θα αποτρέψεις τη συμφορά που σε απειλεί. Γιατί, αν αποδώσεις μόνο όσα άρπαξες ή κληρονόμησε από άρπαγα πλεονέκτη, κανένα κέρδος δεν έχεις. Αυτό αποδεικνύει η περίπτωση του Ζακχαίου, που ανέφερα. Μόνο όταν ο αρχιτελώνης εκείνος υποσχέθηκε «Θα δώσω τα μισά από τα υπάρχοντά μου στους φτωχούς και θα ανταποδώσω στο τετραπλάσιο όσα πήρα με απάτη», ο Κύριος βεβαίωσε: «Σήμερα αυτή η οικογένεια σώθηκε» (Λουκ. 19, 8-9).
Εμείς, αντίθετα, αρπάζουμε αμέτρητα και δίνουμε λίγα, νομίζοντας ότι έτσι εξαλείφουμε την αδικία και ικανοποιούμε τον Θεό. Αν όμως ο Κάιν, που πρόσφερε θυσία στον Θεό από τα χειρότερα γεννήματά του, χωρίς ωστόσο και να αδικήσει κάποιον άλλον, τιμωρήθηκε πολύ αυστηρά, πώς δε θα πάθουμε χειρότερα εμείς, που από τα αποκτήματα της αδικίας και της πλεονεξίας προσφέρουμε μερικά ψίχουλα στον φτωχό συνάνθρωπο, δηλαδή στον ίδιο τον Χριστό; Γιατί προσβάλλεις τον Κύριο, προσφέροντάς Του μικρά δώρα; Τέτοια τροφή δεν δέχεται, έστω και αν πεθαίνει από την πείνα. Καλύτερα να μην Του δώσεις τίποτα, παρά να δώσεις εκείνα που ανήκουν σε άλλους.
Πες μου, αν δεις δύο ανθρώπους, από τους οποίους ο ένας είναι γυμνός και ο άλλος ντυμένος, και γδύσεις τον δεύτερο για να ντύσεις τον πρώτο, δε θα διαπράξεις αδικία; Αναμφίβολα ναι. Αν λοιπόν διαπράττεις αδικία και όχι ελεημοσύνη, δίνοντας σε άλλον όλα όσα άρπαξες, πώς λογαριάζεις σαν ελεημοσύνη το να δώσεις ένα ασήμαντο μέρος, ένα τίποτα;
Ο πλούσιος της ευαγγελικής παραβολής δεν έκανε καμιά αδικία σε βάρος του φτωχού Λαζάρου. Μόνο και μόνο επειδή δεν τον συμπόνεσε, επειδή δεν τον ελέησε, καταδικάστηκε να βασανίζεται στον Άδη (Λουκ. 16, 19-25). Ποιαν απολογία, επομένως, θα βρουν εκείνοι που όχι μόνο δεν ελεούν, αλλά και αδικούν τους άλλους; Όταν ο Κύριος θα έρθει πάλι με όλη Του την δόξα για να κρίνει τον κόσμο, θα πει στους άσπλαχνους και ανελεήμονες, που θα είναι συναγμένοι στα αριστερά Του: «Φύγετε από μπροστά μου, καταραμένοι! Πηγαίνετε στην αιώνια φωτιά, που έχει ετοιμαστεί για τον διάβολο και τους δικούς του. Γιατί πείνασα και δε μου δώστε να φάω· δίψασα και δεν μου δώσατε να πιω· ξένος ήμουνα, και δεν με περιμαζέψατε· γυμνός ήμουνα, και δεν με ντύσατε· άρρωστος και φυλακισμένος ήμουνα και δεν ήρθατε να με δείτε» (Ματθ. 25, 41-42). Αν λοιπόν καταδικάζονται μαζί με τον διάβολο στην αιώνια φωτιά, όσοι δεν έδωσαν τροφή και νερό στον Χριστό, όταν πεινούσε και διψούσε, τι θα πάθουν όσοι Τον παραδίνουν στην πείνα, με εκείνα που αρπάζουν;Τι θα πάθουν όσοι όχι μόνο δεν Τον ντύνουν, όταν είναι γυμνός, αλλά και Τον γδύνουν, όταν είναι ντυμένος; Τι θα πάθουν όσοι όχι μόνο δεν Τον περιμαζεύουν, όταν είναι ξένος, αλλά και Τον αποδιώχνουν; Τι θα πάθουν όσοι όχι μόνο δεν Τον ανακουφίζουν, όταν είναι άρρωστος, αλλά και Τον βλάπτουν; Τι θα πάθουν, τέλος, όσοι όχι μόνο δεν Τον επισκέπτονται, όταν είναι φυλακισμένος, αλλά και όταν είναι ελεύθερος, ό, τι μπορούν κάνουν για να Τον κλείσουν στη φυλακή;
Ο Κύριος είπε: «Αν αγαπάτε αυτούς που σας αγαπούν, μην περιμένετε την εύνοια του Θεού· γιατί και οι αμαρτωλοί αγαπούν αυτούς που τους αγαπούν» (Λουκ. 6, 32). Αν λοιπόν είναι αμαρτωλός όποιος αγαπά μόνο όσους τον αγαπούν, τι είναι εκείνος που βλάπτει όσους δεν τον αδίκησαν; Αν είναι αξιοκατάκριτος όποιος δεν ελεεί από τα δικά του αγαθά, τι είναι εκείνος που αρπάζει και τα ξένα; Γιατί το ξέρετε, όχι μόνο το να αρπάζει κανείς τα ξένα, αλλά και το να μη δίνει από τα δικά του σε όσους έχουν ανάγκη, είναι αδικία και πλεονεξία, είναι παράβαση θεϊκής εντολής και αμαρτία.
Ας αποφύγουμε, αδελφοί μου, αυτήν την αμαρτία. Και θα την αποφύγουμε, αν φέρουμε στον νου μας όσους άρπαγες και πλεονέκτες έζησαν πριν από μας, όσους δηλαδή έχουν ήδη πεθάνει. Πού βρίσκονται αυτοί; Στην κόλαση! Και τα χρήματά τους; Τα απολαμβάνουν άλλοι! Δεν είναι επομένως ανόητο να βασανιζόμαστε και σε τούτη τη ζωή και στην άλλη; Σε τούτη με τα καθημερινά τρεχάματα, τις αγωνίες, τους κόπους και τους μόχθους που απαιτούνται για τη συσσώρευση μάταιου πλούτου, και στην άλλη με τις ασύλληπτες τιμωρίες της αιώνιας γέενας;
Ποιος είναι αλήθεια, ελεεινότερος, από τον άρπαγα που φεύγει από τον κόσμο παίρνοντας μαζί του μόνο τις αμαρτίες του, για τις οποίες θα λογοδοτήσει στον Θεό, και αφήνοντας όσα μάζευε σε άλλους πολλές φορές και εχθρούς του; Και ποιος είναι αθλιότερος από τον πλεονέκτη, που σιγολιώνει από τις έγνοιες και τους φόβους, διώχνοντας από την ψυχή του τη γαλήνη και κάνοντας τη ζωή του χειρότερη από κάθε θάνατο;Όταν κερδίσει δεν αισθάνεται ευχαρίστηση, γιατί ζητάει περισσότερα. Όταν πάλι χάσει έστω κι ένα νόμισμα, νομίζει ότι παθαίνει το μεγαλύτερο κακό.. Φίλους δεν έχει παρά μόνο εκείνους από τους οποίους κερδίζει· τους άλλους τους βλέπει σαν εχθρούς. Μα και την οικουμένη ολόκληρη την αποστρέφεται. Τους φτωχούς τους μισεί, γιατί του ζητούν βοήθεια. Τους πλούσιους τους φθονεί, γιατί θα ήθελε να έχει τα πλούτη τους. Όταν οι άλλοι ευτυχούν, αυτός λυπάται. Θαρρεί πως όλοι κατέχουν δικά του αγαθά. Φέρεται σε όλους σαν να τον έχουν αδικήσει. Υποφέρει, γιατί η γη δεν παράγει χρυσάφι αντί για σιτάρι, γιατί ο πηγές δεν δίνουν ασήμι αντί για νερό, γιατί τα βουνά δεν έχουν πολύτιμα πετράδια αντί για λιθάρια.
Ο πλούτος για τον φιλάργυρο είναι ό,τι το μαχαίρι για τον μανιακό ή μάλλον κάτι πολύ χειρότερο. Γιατί ο μανιακός, αφού αρπάξει το μαχαίρι και το καρφώσει στο στήθος του, απαλλάσσεται μια για πάντα από τη μανία του και δεν δέχεται δεύτερη πληγή. Ο φιλάργυρος όμως και αμέτρητες πληγές δέχεται καθημερινά και ποτέ δεν απαλλάσσεται από τη μανία του. Απεναντίας, μάλιστα, όσο πληγώνεται, τόσο πιο μανιασμένα ξανακαρφώνει το μαχαίρι στην ψυχή του.
Ποιος είναι λοιπόν χειρότερος από τον πλεονέκτη, που και την ψυχή του θανατώνει με τις αδικίες και τη ζωή του σπαταλάει με τις περιττές φροντίδες και τον εαυτό του στερεί από κάθε ευχαρίστηση και τους ανθρώπους όλους τους κάνει εχθρούς του; Όλους;, θα απορήσετε. Ναι, όλους. Βλέπετε, δεν τον μισούν μόνο όσοι έχουν κακοπαθήσει από την πλεονεξία τους, μα και οι άλλοι, επειδή συμπονούν τα θύματά του και φοβούνται μήπως βρεθούν στην οδυνηρή θέση τους. Το φοβερότερο, όμως, δεν είναι αυτό. Γιατί, όταν έχει κάνει εχθρό του τον ίδιο τον Θεό, ποια παρηγοριά ή ελπίδα τού απομένει;
Είναι πλούτος αυτός, πες μου, το να αδικείς; Και είσαι πλούσιος εσύ, ο πλεονέκτης, ή κατάδικος; Μάλλον χειρότερος κι από κατάδικο είσαι. Και ξέρεις γιατί; Εκείνος έχει χάσει τη σωματική του ελευθερία, ενώ εσύ την ψυχική. Εκείνον τον έδεσαν άλλοι χωρίς τη θέλησή του, ενώ εσύ δέθηκες μόνος σου.
Αν ο βασιλιάς με νόμο μας επιβάλει όχι μόνο να μην παίρνουμε περιουσιακά στοιχεία άλλου, μα κι από τα δικά μας να δώσουμε ένα μέρος, θα υπακούσουμε δίχως αντίρρηση. Τώρα, όμως, που ο νόμος τους Θεού μάς επιβάλλει να μην αρπάζουμε τα ξένα πράγματα, ασύστολα τον καταπατάμε. Τον θνητό βασιλιά, τον άνθρωπο, τον σεβόμαστε· τον αθάνατο Βασιλιά, τον Δημιουργό και Κύριο του σύμπαντος, Τον περιφρονούμε. Δεν είναι φοβερό; Γιατί, αν διαπράττουμε ασέβεια όταν τιμάμε τον Θεό όσο κι έναν άνθρωπο, τότε τι κάνουμε όταν τιμάμε έναν άνθρωπο περισσότερο από τον Θεό; Βαριά είναι τα λόγια μου, το ξέρω. Αλλά δείξτε πραγματικά ότι σας φοβίζουν και σας λυπούν, αποφεύγοντας τις κακές πράξεις. Αν δεν φοβάστε τις κακές πράξεις, πώς μπορώ να σας πιστέψω, όταν λέτε ότι φοβάστε τα λόγια μου και λυπάστε με αυτά; Εσείς με τα έργα σας επιβαρύνετε τον εαυτό σας, όχι εγώ με τα λόγια μου. Γιατί όποιος σκάβει λάκκο για τον άλλο, πέφτει ο ίδιος μέσα. Και όπως οι επίτοκες γυναίκες υποφέρουν από τους κοιλόπονους, έτσι κι εκείνος που ετοιμάζει μιαν άνομη πράξη, πριν αδικήσει τον άλλον, υποφέρει και πονάει ο ίδιος. Όσο κακός, βλέπετε, κι αν είναι κανείς, δεν μπορεί να φιμώσει τη συνείδησή του και να αποφύγει τον έλεγχό της. Γιατί αυτός ο έλεγχος είναι κάτι το φυσικό, που εξαρχής έβαλε ο Θεός μέσα μας. Όσο κι αν τον αγνοήσουμε, όσο κι αν τον πολεμήσουμε, ορθώνεται πάντοτε αμείλικτος, και φωνάζει και μας καταδικάζει και μας τιμωρεί.
Θυμάστε πόσο κακός ήταν ο Αχαάβ, ο βασιλιάς της Σαμάρειας; Και όμως ακόμα κι εκείνος, όταν θέλησε να αρπάξει το αμπέλι του Ναβουθαί, πόση οδύνη δοκίμασε! Μολονότι ήταν απόλυτος άρχοντας, μολονότι κανένας δεν υπήρχε που να τον ελέγξει, επειδή δεν μπορούσε να υποφέρει τον έλεγχο της συνειδήσεώς του, ήταν σκυθρωπός, ταραγμένος, ανόρεχτος, με τη θλίψη ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του (Γ΄Βασ. 20, 1-29).
Θέλετε να σας αναφέρω κι ένα περιστατικό σύγχρονο, για να καταλάβετε ότι η πλεονεξία κάνει τους ανθρώπους θηρία και δαίμονες; Πριν από καιρό είχαμε στην πόλη μας μεγάλη ανομβρία. Ο ουρανός είχε στερέψει και είχε πάρει το χρώμα του χαλκού. Όλοι περιμέναμε καθημερινά το θάνατο, ένα θάνατο φοβερότερο από κάθε άλλο, και παρακαλούσαμε τον Θεό να μας απαλλάξει από αυτή τη συμφορά. Ξάφνου, ανέλπιστα, χάρη στην απέραντη φιλανθρωπία του Κυρίου, έπεσε από τον ουρανό άφθονη βροχή. Ενώ λοιπόν όλοι πανηγύριζαν και γιόρταζαν, κάποιος πλούσιος τριγυρνούσε στην πόλη σκυφτός, κατσουφιασμένος, καταλυπημένος και κίτρινος σαν νεκρός. Όταν κάποιοι ζήτησαν να μάθουν την αιτία της λύπης του, δεν μπόρεσε να την κρύψει, γιατί τον βασάνιζε και τον έπνιγε το πάθος του. «Έχω στις αποθήκες μου δέκα χιλιάδες μέτρα σιτάρι», είπε, «και τώρα, που έβρεξε, δεν ξέρω πώς θα το πουλήσω».
Τι είναι αυτά που λες, αθεόφοβε; Υποφέρεις, επειδή δεν χάθηκαν όλοι, για να μαζέψεις εσύ χρυσάφι; Δεν έχεις ακούσει τι λέει ο Σολομών; «Για εκείνον, που συνάγει και κρύπτει το σιτάρι εν καιρώ λιμού, με τον σκοπό να το πουλήσει πανάκριβα, όλοι εύχονται να του το λεηλατήσουν ξένοι επιδρομείς και εχθροί. Η ευλογία δε του Θεού χορηγείται πλούσια σε εκείνον που δίδει και στους άλλους» (Παροιμ. 11, 26). Είσαι εχθρός του Θεού και φίλος, ή μάλλον δούλος, του μαμωνά. Η γλώσσα σου, που είπε τα ανήκουστα αυτά λόγια, θα έπρεπε να κοπεί. Η καρδιά σου, που ξεχειλίζει από τόσο απάνθρωπα αισθήματα, θα έπρεπε να πάψει να χτυπάει. Τι άνθρωπος, αλήθεια, είσαι εσύ, που υποφέρεις όχι γιατί έχεις λίγα, όπως οι φτωχοί, μα απεναντίας, γιατί έχεις πολλά και θέλεις να τα κάνεις ακόμα περισσότερα με την εκμετάλλευση της δυστυχίας των συνανθρώπων σου;
Πώς να σκιαγραφήσω τα πάθη του πλεονέκτη; Τι πιο μιαρό υπάρχει από τα χέρια του; Και τι πιο άπληστο, πιο αδιάντροπο, πιο κυνικό από τα μάτια του; Δεν βλέπει τους ανθρώπους ως ανθρώπους, ούτε τον ουρανό ως ουρανό, ούτε κανένα από τα επίγεια πράγματα όπως πραγματικά είναι. Όλα τα βλέπει σαν χρήμα και όλα τα μετράει με το χρήμα. Οι αληθινοί άνθρωποι βλέπουν τους φτωχούς, εξαντλημένους και συγκινούνται· οι πλεονέκτες βλέπουν τους φτωχούς και αγριεύουν. Οι αληθινοί άνθρωποι όχι μόνο δεν βάζουν στο μάτι τα ξένα πράγματα, μα κι από τα δικά τους δίνουν σε όσους έχουν ανάγκη· οι πλεονέκτες δεν ησυχάζουν, ώσπου να αρπάξουν το βιός των άλλων και να το κάνουν δικό τους. Οι αληθινοί άνθρωποι δεν ανέχονται να δουν γυμνό τον πλησίον τους· οι πλεονέκτες, αν δεν τους γδύσουν όλους, δεν ικανοποιούνται· ή μάλλον, ούτε και τότε ικανοποιούνται.
Γι’ αυτό μπορεί κανείς πως είναι όχι θηρία, μα κι απ’ αυτά πολύ χειρότεροι. Τα θηρία, βλέπετε, όταν χορτάσουν απομακρύνονται από τα θύματά τους, ενώ οι πλεονέκτες δεν έχουν χορτασμό. Τα θηρία, άλλωστε είναι από τη φύση τους άγρια, ενώ οι πλεονέκτες μεταβάλλουν θεληματικά τη φυσική τους ημερότητα σε αγριότητα. Τα στόματά τους ξερνούν δηλητήριο, όπως τα στόματα των φαρμακερών φιδιών. Τα χέρια τους δεν κουράζονται να κάνουν κακό στους άλλους. Όσο για τον νου τους, αν μπορούσε κανείς να τον εξετάσει, θα τους ονόμαζε όχι μόνο θηρία, αλλά και δαίμονες· γιατί δεν κρύβουν μέσα τους παρά σκληρότητα και μοχθηρία για κάθε συνάνθρωπό τους. Οι δαίμονες μάλιστα, σχεδόν ποτέ δεν μπορούν να βλάψουν έναν άνθρωπο δίχως τη θέληση και τη συνεργασία του ιδίου, ενώ οι πλεονέκτες πάντα βλάπτουν το συνάνθρωπό τους χωρίς τη θέλησή του και παρά το γογγυσμό του. Όλους και όλα, ακόμα και την ψυχή τους, θυσιάζουν στο βωμό του κέρδους. Άλλο τίποτα δεν σκέφτονται, άλλο τίποτα δεν τους ενδιαφέρει, παρά μόνο το χρήμα. Ούτε την Ουράνια Βασιλεία ποθούν, ούτε την κόλαση φοβούνται, ούτε τους ανθρώπους ντρέπονται ούτε τον Θεό σέβονται. Τους νόμους τους καταπατούν, την τιμιότητα την περιγελούν, το Ευαγγέλιο το περιφρονούν, τη ζωή μετά τον θάνατο τη θεωρούν ανύπαρκτη.
Ώστε δεν υπάρχει, σοφέ μου πλεονέκτη, ζωή μετά τον θάνατο; Δεν υπάρχει ούτε κρίση ούτε απολογία ούτε ανταπόδοση; «Όχι», θα μου πεις, γιατί έτσι σε συμφέρει. Μήπως όμως δεν υπάρχει ούτε θάνατος; Μπορείς να τον αμφισβητήσεις κι αυτόν; Μολονότι πολύ θα το ήθελες, δεν μπορείς. Πάρε το απόφαση λοιπόν· ότι δεν θα αργήσεις να πεθάνεις. Βλέπεις τη μέλισσα; Σε όλη της τη ζωή εργάζεται φιλότιμα, παράγοντας το γλυκό και ωφέλιμο μέλι. Σε όλη της τη ζωή κάνει το καλό. Μόλις, όμως, κάνει το κακό, μόλις κεντρίσει άνθρωπο ή ζώο, πεθαίνει μαζί με το κεντρί της. Από τη μέλισσα μάθε να μη βλάπτεις τον πλησίον· γιατί εσύ ο ίδιος θα πεθάνεις πρώτος. Τον πλησίον θα τον βλάψεις και θα τον λυπήσεις πρόσκαιρα, εσύ όμως θα πεθάνεις για πάντα.
Τα χρήματα λέγονται χρήματα, επειδή χρησιμεύουν και χρησιμοποιούνται, όταν πρέπει, για την ικανοποίηση των βιοτικών αναγκών μας. Σκοπός μας, επομένως, δεν είναι να αποκτήσουμε όσο το δυνατόν περισσότερα, γιατί τότε ανατρέπεται η φυσιολογική τάξη και αντί να τα ορίζουμε, υποτασσόμαστε σε αυτά. Η συγκέντρωση πλούτου είναι υποδούλωση του λογικού ανθρώπου στην άλογη ύλη. Φανερώνει ακόμη απιστία στη Θεία πρόνοια, αλλά και μεγάλη ανοησία. Ναι, ανοησία. Ανόητος δεν είσαι, αφού όλα όσα με κάθε αθέμιτο μέσο αποκτάς, θα τα εγκαταλείψεις έπειτα από λίγο; «Μα θα μείνουν στα παιδιά μου», λες. Και τα παιδιά σου, όμως, θα εγκαταλείψουν τη γη ύστερα από σένα. Τι λέω; Ίσως και πριν από εσένα…
Η αλήθεια είναι ότι με τη συγκέντρωση πλούτου αποβλέπεις στην ικανοποίηση δύο φοβερών παθών σου, της κενοδοξίας και της φιληδονίας. Καμαρώνεις για τα μέγαρά σου, τα αμάξια σου, τους υπηρέτες σου· ευχαριστιέσαι προκαλώντας τον θαυμασμό και τη ζήλεια των άλλων· παραδίνεσαι στις αισχρές επιθυμίες· κυλιέσαι στη λάσπη της κραιπάλης και της ακολασίας. Να γιατί είσαι πλεονέκτης, να γιατί θέλεις να αρπάζεις το βιος των άλλων. Για να ικανοποιείς τα πάθη σου, δεν διστάζεις να πετάς στο δρόμο και να ρίχνεις σε συμφορές τους αδελφούς σου, τα μέλη του Χριστού, περιφρονώντας με αυτόν τον τρόπο τον ίδιο τον Χριστό.
Είτε το πιστεύεις είτε όχι, η αιώνια κόλαση σε περιμένει, αν δεν μετανοήσεις και δεν διορθωθείς. Γιατί ο δίκαιος Θεός, που «θα πληρώσει τον καθένα κατά τα έργα του» (Ρωμ. 2, 6), δε θα αφήσει ατιμώρητη τη διπλή σου παρανομία, τόσο δηλαδή την άδικη συνάθροιση, όσο και την κακή χρήση του πλούτου. «Ο θυμός και η οργή του Θεού» γράφει ο Απόστολος Παύλος, «περιμένουν όσους υπηρετούν την αδικία» (Ρωμ.2, 8). Και πώς να μην προκαλέσεις την οργή του Θεού, όταν από τη μια σκορπάς τα λεφτά σου στις πόρνες κι από την άλλη αδιαφορείς για τους φτωχούς; Κι αν ακόμα όσα σπαταλάς τα κέρδιζες με τον τίμιο κόπο σου, θα αμάρτανες βαριά αγοράζοντας με αυτά την ασέλγεια. Ε, αναλογίσου πόσο αμαρτάνεις τώρα, που την αγοράζεις με άνομα κέρδη.
Για να αποφύγεις, λοιπόν, τη δίκαιη καταδίκη από τον αδέκαστο Κριτή, πάψε να πλουτίζεις αθέμιτα, αδικώντας τους συνανθρώπους σου. Στη ζωή αυτή έχεις τη δύναμη του χρήματος, την προστασία των αρχόντων, την εύνοια των δικαστών. Στην άλλη ζωή, όμως, τι θα έχεις; Εκεί θα σε ακολουθούν μόνο οι αμαρτωλές πράξεις σου και οι στεναγμοί των αδικημένων, που φτάνουν ως τον υπερουράνιο θρόνο του Θεού και προκαλούν την ευσπλαχνία Του.Μακάρι να γνωρίσεις κι εσύ την ανείκαστη θεία ευσπλαχνία με την έγκαιρη μετάνοιά σου.

(Πηγή: “Θέματα ζωής, Από τις ομιλίες του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου”, τόμος Β΄, εκδόσεις Ιεράς Μονής Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2010, σελ. 51-63)

Τετάρτη 15 Νοεμβρίου 2017

Η Ψευδοσύνοδος της Κρήτης: Προς Νέα Εκκλησία (Μέρος στ΄)



(Απάντηση στο κείμενο του Επισκόπου Αβύδου κ. Κυρίλλου Κατερέλου «Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος τῆς Κρήτης: Νέα Εκκλησιολογία ἢ Πιστότητα στὴν Παράδοση;»)

Νικολάου Μάννη
εκπαιδευτικού

ΙΑ. Ξεκινώντας το επόμενο κεφάλαιο («Διαχριστιανικοὶ Διάλογοι») ο Σ. προβαίνει σε μια διάκριση που αφορά τον Οικουμενισμό. Συγκεκριμένα τον διαχωρίζει σε «οἰκουμενισμὸ τῆς ἐπιστροφῆς» και «οἰκουμενισμὸ τῆς ἐνσωμάτωσης». Ουσιαστικά πρόκειται για μια προσπάθεια διαχωρισμού του Οικουμενισμού σε «καλό» και «κακό», όπου σύμφωνα με τον πρώτο όλοι θα επιστρέψουν στην Ορθόδοξη Εκκλησία, ενώ σύμφωνα με τον δεύτερο όλοι θα ενσωματωθούν σε μια «Νέα Εκκλησία». Κατά τον Σ. στην «Αγία και Μεγάλη Σύνοδο» εκφράστηκε ο «καλός» «οἰκουμενισμὸς τῆς ἐνσωμάτωσης», και έχουν άδικο οι επικριτές της να την κατηγορούν για το αντίθετο. Ο Σ. για να καταφέρει να πείσει για την άποψή του, αναπτύσσει μια επιχειρηματολογία που αποσκοπεί να αποσυνδέσει τα κείμενα της Ψευδοσυνόδου από ολόκληρο το Οικουμενικό Κίνημα, αλλά και από τα προσωπικά φρονήματα των συμμετεχόντων σε αυτήν, βασιζόμενος στο ότι τα κείμενα αυτά δεν χαρακτηρίζονται από ευθύτητα και ειλικρίνεια, αλλά μάλλον από διγλωσσία και ορθοδοξοφάνεια! Πλανάται δε πλάνην οικτράν ο αξιότιμος Σ. όταν θεωρεί πως η «παράθεση κειμένων Ρωμαιοκαθολικῶν Θεολόγων …δημιουργεῖ πεπλανημένο αἴσθημα αὐτοδικαίωσης σὲ Παλαιοημερολογίτες», διότι δεν χρειάζονται κείμενα «Ρωμαιοκαθολικών» οι Ορθόδοξοι για να κατανοήσουν τις αιρετικές απόψεις που οι ίδιοι οι εξ Ορθοδόξων Οικουμενιστές ομολογούν με τα δικά τους κείμενα…
Ο Σ. προκαλεί τους επικριτές της Ψευδοσυνόδου: «Νὰ καταδείξουν ποῦ ἀναγνωρίζεται ἔστω καὶ μιὰ ἀτελὴς κοινωνία μεταξὺ Ὀρθοδόξου καὶ Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας. Νὰ καταδείξουν, ποῦ υἱοθετεῖται ἡ θεωρία τῶν ὁμόκεντρων κύκλων τῆς Β´ Βατικανῆς. Νὰ καταδείξουν, ἀπὸ πότε ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία θεωρεῖ τοὺς Ρωμαιοκαθολικοὺς μέλη της! Ποῦ τὸ κείμενο τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου ἀναγνωρίζει τὴ σωστικὴ ἱκανότητα τῶν Ἐκκλησιῶν τῶν ἑτεροδόξων, ὅπως τὸ πράττει ἡ Β´ Βατικανή». Αφού ειπωθεί πως ο συλλογισμός «η Σύνοδος της Κρήτης δεν αποφάσισε ακριβώς τα ίδια με την Β΄ Βατικανή» δεν είναι αποδεκτός, διότι μπορεί να μην είχαμε ακριβώς ίδιες αποφάσεις (και διά τον φόβο των Ορθοδόξων), αλλά και στην Κρήτη υπήρχε το ίδιο «πνεύμα» με το της Β΄ Βατικανής, αφού αμφότερες νομιμοποίησαν την συμμετοχή στην Οικουμενική Κίνηση, ας απαντήσει ο Σ. και οι ομόφρονές του στα αντίστροφα ερωτήματα σχετικά με τις αποφάσεις της «Αγίας και Μεγάλης» Ψευδοσυνόδου: Πού αναγνωρίζεται σε αυτές η διατήρηση της ακοινωνησίας[189] μεταξύ Ορθοδόξου και «Ρωμαιοκαθολικής» Εκκλησίας, εξ αιτίας της προ χιλιετίας πτώσεως της δευτέρας στο σχίσμα και τις αιρέσεις, όπως όλες οι τωόντι Αγίες και Μεγάλες Σύνοδοι της Ορθοδόξου Εκκλησίας της τελευταίας χιλιετίας παρατηρούσαν, προσκαλώντας σε μετάνοια και επιστροφή; Πού απορρίπτεται η θεωρία των ομόκεντρων κύκλων της Β´ Βατικανής και οι ποικίλες οικουμενιστικές θεωρίες, έστω και του «κακού» «οικουμενισμού της ενσωματώσεως»; Γιατί πλέον η επίσημη Ορθόδοξη Εκκλησία δεν θεωρεί τους «Ρωμαιοκαθολικούς» αιρετικούς και σχισματικούς, όπως επί σχεδόν χίλια χρόνια τους θεωρούσε; Που το κείμενο της «Αγίας και Μεγάλης» Συνόδου αρνείται την ύπαρξη σωστικής Θείας Χάριτος και επομένως την δυνατότητα σωτηρίας των «Εκκλησιών» των ετεροδόξων, όπως το πράττουν όλες οι Άγιες και Μεγάλες Σύνοδοι της Ορθοδόξου Εκκλησίας και όπως φρονούν οι Άγιοι Πατέρες των τελευταίων δέκα αιώνων;
ΙΒ. Παραβλέποντας προς το παρόν την κριτική που ο Σ. ασκεί σε μια παλιά θέση του π. Θεοδώρου Ζήση, για τον οποίο θα αναφερθούμε παρακάτω, παρατηρούμε εν συνεχεία ότι ο Σ. παραπέμπει σε ένα κείμενο του ουνίτου «Γρατιανουπόλεως» Δημητρίου Σαλάχα[190], το οποίο επειδή δεν αντιμετωπίζει με υπέρμετρο ενθουσιασμό την επίμαχη απόφαση της Ψευδοσυνόδου για τις σχέσεις με τους ετεροδόξους, χρησιμοποιείται από τον Σ. ως τεκμήριο Ορθοδοξίας της Ψευδοσυνόδου! Όπως όμως θα δει όποιος διαβάσει το κείμενο του κ. Σαλάχα, σε αυτό δεν ασκείται κάποια κριτική εναντίον της συγκεκριμένης αποφάσεως (ούτε καν δυσαρέσκεια δεν διαφαίνεται όπως ισχυρίζεται ο Σ.), πέρα από δυο απλές παρατηρήσεις επ᾿ αυτής πως «διαφοροποιείται κάπως ως προς την εκκλησιολογική και μυστηριακή δομή του «λοιπού Χριστιανικού Κόσμου»»[191] και πως σε αυτήν «δεν αναγνωρίζεται η ουσιαστική έννοια και φύση της Καθολικής Εκκλησίας ως «Εκκλησία»»[192] προτρέποντας για το μέλλον την Ορθόδοξη Εκκλησία να διασαφήσει «με ποια εκκλησιολογική βάση διεξάγει τον Θεολογικό Διάλογο με την Καθολική Εκκλησία»[193] αφού και «η Καθολική Εκκλησία - από και μετά την Β΄ Βατικάνειο Σύνοδο - στις σχέσεις της προς τον λοιπόν Χριστιανικόν Κόσμον, και ειδικότερα με την Ορθόδοξη Εκκλησία,επανεξέτασε τον βαθμό κοινωνίας στα της πίστεως και λατρείας που υπάρχει ήδη με αυτήν, και κατέληξε στη ρητή αναγνώριση της εκκλησιολογικής και μυστηριακής δομής της Ορθόδοξης Εκκλησίας»[194]. Παράλληλα όμως διακρίνεται ένας ενθουσιασμός για το γεγονός πως η εν λόγω Απόφαση «εδραιώνει τον Οικουμενικό Διάλογο»[195], και πως «επισημαίνει ότι σκοπός του Οικουμενικού Διαλόγου είναι η ποθητή επίτευξη της ορατής ενότητας των χριστιανών»[196], παρατηρώντας επίσης πως «με το ίδιο σκεπτικό και προοπτική και η Καθολική Εκκλησία συμμετέχει στον Οικουμενικό Διάλογο αγάπης και αλήθειας δια της «μαρτυρίας» εντός και εκτός αυτής»[197]. Καταλήγει δε στα εξής: «Συνοψίζοντας, θεωρώ ότι η Απόφαση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου στην Κρήτη για τις «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικόν Κόσμον» είναι ιστορική και σημαντικήΓια πρώτη φορά πράγματι οι Ορθόδοξες Εκκλησίες, στην πλειοψηφία τους, με συνοδική πανορθόδοξη απόφαση επικυρώνουν και εμπεδώνουν τη βούληση ενεργούς συμμετοχής τους, παρά τις αρνητικές φωνές που ακούονται, «εἰς τήν Οἰκουμενικήν Κίνησιν τῶν νεωτέρων χρόνων…»»[198]. Αν έτσι εκφράζεται η δυσαρέσκεια τότε μάλλον πρέπει να δώσουμε μία νέα ερμηνεία στην λέξη αυτήν!
ΙΓ. Ο Σ. συνεχίζει το κείμενο αναλύοντας την αναγκαιότητα του «Διαλόγου» με τους ετεροδόξους, τον οποίο θεωρεί ως μόνο ενδεδειγμένο, αποτελεσματικό και πρόσφορο τρόπο για να επιστρέψουν οι ετερόδοξοι στην Ορθοδοξία. Θεωρεί δε ότι οι επικριτές της Ψευδοσυνόδου είναι εχθροί του Διαλόγου, οι οποίοι τάχα γνωρίζουν μόνο μία μέθοδο προσεγγίσεως των εκτός Εκκλησίας: την πρόσκληση για επιστροφήˑ μέθοδο την οποία ο Σ. χαρακτηρίζει «τελείως ἀναποτελεσματικὴ καὶ ἀνίκανη στὴ πολὺ δύσκολη σύγχρονη συγκυρία νὰ παραγάγει θετικοὺς καρπούς». Δυστυχώς ο Σ. αδικεί τους επικριτές των Ψευδοδιαλόγων. Όχι μόνο γιατί εμείς οι Ορθόδοξοι, σε αντίθεση με τους Οικουμενιστές, είμαστε υπέρ του αληθινού Διαλόγου, αλλά και διότι μόνο οι δικές μας μέθοδοι είναι αποτελεσματικές. Αξίζει να γίνει μια καταγραφή των περιπτώσεων ετεροδόξων που προσήλθαν στην Ορθοδοξία μέσω των οικουμενιστικών Ψευδοδιαλόγων και εκείνων που προσήλθαν από τον αληθινό Διάλογο της Μαρτυρίας των Ορθοδόξων, ώστε να αποδειχθεί ότι είναι αληθέστατος ο ισχυρισμός αυτός. Προσωπικά γνωρίζω δεκάδες[199] περιπτώσεις ετεροδόξων που μεταστράφηκαν στην Ορθοδοξία με τον τρόπο μας, αλλά ούτε μία που να προήλθε ως αποτέλεσμα των οικουμενιστικών «Διαλόγων» (άλλωστε οι Οικουμενιστές αποθαρρύνουν τους ετεροδόξους να εντάσσονται στην Ορθόδοξη Εκκλησία, αφού αναγνωρίζουν Θεία Χάρη και Μυστήρια και στην ετεροδοξία).
Ένα θετικό όμως είναι πως και ο ίδιος ο Σ. έχει επίγνωση της κρίσης της «Οικουμενικής Κινήσεως», παρά την επιμονή στον ίδιο τρόπο προσεγγίσεως διά των Ψευδοδιαλόγων. Αξίζει να δούμε το σχετικό απόσπασμα (σελ. 65-66) και να τοποθετηθούμε επ᾿ αυτού: «Ἐνῶ τὸ κείμενο τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου μετ᾽ ἐμφράσεως ἐπισημαίνει, ὅτι θεωρεῖ χρέος τὸ διάλογο, ταυτόχρονα δὲν καταλαμβάνεται ἀπὸ ἐνθουσιαστικὰ συναισθήματα. Κάνει λόγο γιὰ βαθειὰ κρίση στὴν οἰκουμενικὴ κίνηση καὶ δὲν παραγνωρίζει τὶς δυσκολίες τοῦ ἐγχειρήματος αὐτοῦ. Οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ὀφείλουν νὰ ἐξετάσουν μετὰ πολλῆς προσοχῆς τὴν πανθομολογούμενη κόπωση στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση, νὰ ἀνεύρουν τὰ αἴτιά της καὶ νὰ ἐπαναπροσδιορίσουν τὴν τακτική τους. Ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης ἔχει ἀπόλυτη συνείδηση τῶν νέων προβλημάτων καὶ διαφορῶν ποὺ δημιουργεῖ ἡ παρατεινόμενη ἀποξένωση τῶν ἑτεροδόξων ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἐάν, π.χ. λάβει κανεὶς ὑπ᾽ ὄψιν του τὸ γεγονὸς τῆς χειροτονίας γυναικῶν ἢ ὁμοφυλοφίλων στὴν Ἀγγλικανική, Λουθηρανικὴ καὶ Παλαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία, τότε κατανοεῖται περισσότερο, γιατὶ ἡ προσδοκία τῆς ἕνωσης μὲ ἀνθρώπινα μέτρα καὶ κριτήρια ἐλαχιστοποιεῖται. Αὐτὸ κατ᾽ οὐδένα τρόπο σημαίνει, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ὀφείλει νὰ ἀποστεῖ ἀπὸ τὸ χρέος τοῦ διαλόγου. Ὁ διάλογος ἀποτελεῖ γιὰ τὴν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐξαιρετικὴ εὐθύνη. Ἡ οὐσιαστικὴ μαρτυρία τῆς Ὀρθοδοξίας στὸ ἐσωτερικὸ τῶν ἑτεροδόξων Ἐκκλησιῶν μόνο θετικὰ ἀποτελέσματα μπορεῖ νὰ ἔχει γιὰ τοὺς ἑτεροδόξους. Ὑπὸ τὴν ἔννοια αὐτὴ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ὀφείλει ἀνθρωπίνως νὰ καταβάλει κάθε προσπάθεια, ὥστε νὰ προβληματίζει καὶ νὰ γίνεται πειστική. Στὸ ἐγχείρημα αὐτὸ ἄλλωστε ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐκζητᾶ καὶ ἀπεκδέχεται πρωτίστως τὴν ἐπιστασία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὥστε αὐτὰ ποὺ εἶναι καὶ φαίνονται σήμερα ἀνέφικτα, νὰ καταστοῦν στὸ μέλλον ἐφικτά. Ὁ διάλογος, ἡ μαρτυρία τῆς ἀλήθειας, ἡ κοινοποίηση τοῦ καταπιστεύματος τῆς πνευματικῆς μας ἐμπειρίας ἀποτελοῦν εὐθύνη μας, τὴν ὁποία δὲν μποροῦμε νὰ ἀποσείσουμε. Τὸ ἐρώτημα, βεβαίως, πάντα εἶναι, ἐὰν εἴμαστε ἱκανοὶ νὰ ἀνταποκριθοῦμε στὸ χρέος αὐτό, ὥστε νὰ ἐπέλθει «ἡ τελικὴ ἀποκατάστασις τῆς ἐν τῇ ὀρθῇ πίστει καὶ τῇ ἀγάπη ἑνότητος»». Είναι πολύ σημαντική η παραπάνω κριτική και ας μας επιτρέψουν οι Οικουμενιστές που είναι ιδεολόγοι[200] να παραθέσουμε μερικές συμβουλές:
α) Πιστέψτε ότι η Ορθοδοξία είναι η Αλήθειαˑ η θεραπεία στην ασθένεια. Όσο υπάρχει έστω και ένας ίχνος αμφιβολίας μέσα σας για αυτό, δεν πρόκειται να μεταδώσετε ποτέ την Πίστη.
β) Αγαπήστε τους ετεροδόξους σαν παιδιά σας, όχι υποκριτικά. Η αληθινή Αγάπη είναι ελεγκτική μπρος στον κίνδυνο. Όπως αν τα παιδιά σας όδευαν ολοταχώς προς τον γκρεμό δεν θα ενεργούσατε μόνο με νουθεσίες, αλλά και με παρακλήσεις, με απειλές ή και με βία αν χρειαζόταν, χωρίς να σας νοιάξει αν σας παρεξηγήσουν ή αν τους… πληγώσετε συναισθηματικά, με παρόμοιο τρόπο πρέπει να εκφράζεται η Αγάπη και προς τους εκτός Εκκλησίας. Δεν εννοούμε φυσικά ύβρεις και σωματική βία, αλλά τουλάχιστον να τους επισημαίνετε πως βρίσκονται στην αίρεση και οδεύουν προς την απώλεια. Αν νιώσουν ότι τους αγαπάτε αληθινά θα το αποδεχθούν. Σταματήστε λοιπόν να τους λέτε πως το μονοπάτι είναι μεν «η βεβαία και ασφαλής οδός σωτηρίας», αλλά και στον γκρεμό υπάρχει δυνατότητα σωτηρίας επειδή ο Κύριος είναι παντοδύναμος!    
γ) Αλλάξτε τον τρόπο των Διαλόγων. Με την τεχνολογική πρόοδο που έχει επιτευχθεί στην εποχή μας μπορεί εύκολα και πρακτικά να γίνουν συνεχείς και αυθεντικότεροι Διάλογοι, δημόσιοι ή κλειστοί, μέσω του Διαδικτύου, χωρίς να χρειάζεται να παραβαίνονται κάθε φορά οι Ιεροί Κανόνες με συμπροσευχές και άλλα οικουμενιστικά δρώμενα που κατασκανδαλίζουν τους Ορθοδόξους,
δ) Σεβαστείτε το αυτεξούσιο. Όταν βλέπετε ότι κάποιοι ετεροδόξοι όχι απλά επιμένουν στις πλάνες τους, αλλά υιοθετούν και νέες (όπως π.χ. η χειροτονία γυναικών ή ομοφυλοφίλων), σταματήστε τον Διάλογο. Σεβαστείτε το δικαίωμά τους να επιλέξουν το ψέμα αντί για την αλήθεια, το σκοτάδι της κακοδοξίας, αντί για το φως της Ορθοδοξίας. Ένωση που επιδιώκεται να γίνει με κάθε κόστος είναι διαβολική. Ο Χριστός μας μας δίνει επιλογή να τον ακολουθήσουμε, δεν μας αναγκάζει[201].
ΙΔ. Προχωρώντας ο Σ. αναφέρεται στην κατά της Ψευδοσυνόδου κριτική του Ναυπάκτου κ. Ιεροθέου και προβαίνει σε συγκεκριμένες παρατηρήσεις. Με αφορμή τις παρατηρήσεις αυτές - και χωρίς να υπάρχει διάθεση να παραστήσω τον δικηγόρο του κ. Ιεροθέου[202] - πρέπει να κατατεθούν και από την πλευρά μου κάποιες παρατηρήσεις:
i. Διαστρέφει (ίσως όχι εσκεμμένα) την αλήθεια ο σεβαστός Σ. όταν την αποδοχή της αποκλειστικότητας της σωτηρίας διά της Εκκλησίας την ερμηνεύει ως πίστη κάποιου «ὅτι θὰ εἶναι μόνος του στὸν Παράδεισο μαζὶ μὲ κάποιους Ὀρθοδόξους»! Εμείς οι Ορθόδοξοι έχουμε ακράδαντη πίστη όχι μόνο στο ότι διά της Εκκλησίας αποκλειστικά επιτυγχάνεται η σωτηρία, αλλά και για το ότι δεν θα είμαστε μόνοι μας στον Παράδεισο, διότι πιστεύουμε στην επιτυχία του σωτηριώδους έργου του Κυρίου, ο οποίος επισυνάπτει, με διάφορους τρόπους και σε ανύποπτο χρόνο όλους όσους θέλουν να σωθούν, στην Κιβωτό, ήτοι την Εκκλησία[203]. Όπως δε η ζωή των ανθρώπων στην γη, μετά την Πτώση, προήλθε από τον Αδάμ διά της Εύας έτσι και η αιώνια ζωή προέρχεται μόνο από τον - νέο Αδάμ - Χριστό διά της - νέας Εύας - Εκκλησίας, σύμφωνα με την διδασκαλία των Αγίων Πατέρων:
α) Ο Άγιος Μεθόδιος Πατάρων[204]: «Ὅθεν ὁ Ἀπόστολος εὐθυβόλως εἰς Χριστὸν ἀνηκόντισε τὰ κατὰ τὸν Ἀδάμ. Οὓτως γὰρ ἂν μάλιστα ἐκ τῶν ὀστῶν αὐτοῦ καὶ τῆς σαρκὸς τὴν Ἐκκλησίαν συμφωνήσει γεγονέναιˑ ἧς δὴ χάριν, καταλείψας τὸν Πατέρα τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς, κατῆλθεν ὁ Λόγος προσκολληθησόμμενος τῇ γυναικὶˑ καὶ ὕπνωσε τὴν ἔκστασιν τοῦ πάθους, ἑκουσίως ὑπὲρ αὐτῆς ἀποθανώνˑ «Ὅπως αὐτὸς ἑαυτῷ παραστήσῃ τὴν Ἐκκλησίαν ἔνδοξον καὶ ἂμωμον, καθαρίσας τῷ λουτρῷ», πρὸς ὑποδοχὴν τοῦ νοητοῦ καὶ μακαρίου σπέρματος, ὃ σπείρει μὲν αὐτὸς ὑπηχῶν καὶ καταφυτεύων ἐν τῷ βάθει τοῦ νοόςˑ ὑποδέχεται δὲ καὶ μορφοῖ δίκην γυναικὸς ἡ Ἐκκλησία εἰς τὸ γεννᾶν τὴν ἀρετὴν καὶ ἐκτρέφειν. Ταύτῃ γὰρ καὶ τό, «Αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε», πληροῦται προσηκόντως, εἰς μέγεθος καὶ κάλλος καὶ πλῆθος καθ᾿ ἡμέραν αὐξανομένης αὐτῆς διὰ τὴν σύνερξιν καὶ κοινωνίαν τοῦ Λόγου συγκαταβαίνοντος ἡμῖν ἒτι καὶ νῦν, καὶ ἐξισταμένου κατὰ τὴν ἀνάμνησιν τοῦ πάθους. Οὐ γὰρ ἂν ἄλλως ἡ Ἐκκλησία συλλαβεῖν τοὺς πιστεύοντας καὶ ἀναγεννῆσαι διὰ τοῦ λουτροῦ τῆς παλιγγενεσίας δύναιτο, ἐὰν μὴ καὶ διὰ τούτους ὁ Χριστὸς κενώσας ἑαυτόν, ἳνα χωρηθῇ κατὰ τὴν ἀνακεφαλαίωσιν, ὡς ἒφην, τοῦ πάθους, πάλιν ἀποθάνῃ καταβὰς ἐξ οὐρανῶν καὶ προσκολληθεὶς τῇ ἑαυτοῦ γυναικί τῇ Ἐκκλησίᾳ, παράσχοι τῆς πλευρᾶς ἀφαιρεῖσθαι τῆς ἑαυτοῦ δύναμίν τινα, ὂπως αὐξηθῶσιν οἱ ἐν αὐτῷ οἰκοδομηθέντες ἄπαντες, οἱ γεγεννημένοι διὰ τοῦ λουτροῦ, ἐκ τῶν ὀστῶν καὶ ἐκ τῆς σαρκός, τουτέστιν ἐκ τῆς ἁγιωσύνης αὐτοῦ καὶ ἐκ τῆς δόξης προσειληφότες. Ὀστᾶ γὰρ καὶ σάρκα σοφίας ὁ λέγων εἶναι σύνεσιν καὶ ἀρετὴν ὀρθότατα λέγειˑ πλευρὰν δὲ τὸ πνεῦμα τῆς ἀληθείας τὸ Παράκλητον, ἀφ᾿ οὗ λαμβάνοντες εἰς ἀφθαρσίαν ἀναγεννῶνται προσηκόντως οἱ πεφωτισμένοι. Ἀδύνατον δὲ τοῦ Πνεύματος τοῦ ἁγίου μετασχεῖν τινα καὶ μέλος καταλεχθῆναι Χριστοῦ, ἐὰν μὴ πρότερον καὶ ἐπὶ τούτου συγκατελθὼν ὁ Λόγος, ἐκστῇ κοιμηθείς, ἳνα τὴν ἀνανέωσιν καὶ τὸν ἀνακαινισμὸν, συνεξαναστὰς τοῦ ὕπνου τῷ ὑπὲρ αὐτοῦ κεκοιμημένῳ, καὶ αὐτὸς μεταλαβεῖν δυνηθῇ Πνεύματος, ἀναπλησθείς»[205].
β) Ο Άγιος Αμβρόσιος Μεδιολάνων: «Ο Χριστός είναι ο νεώτατος Αδάμ, από την πλευρά Του Οποίου έλαβε ζωή η Εκκλησία… Αυτή είναι η Εύα, η μητέρα όλων των ζωντανών»[206].
γ) Ο Άγιος Ιερώνυμος: «Και όπως από τον Αδάμ και τη γυναίκα του γεννιέται όλο το γένος των ανθρώπων, έτσι και από τον Χριστό και την Εκκλησία γεννιέται όλο το πλήθος των πιστών»[207].
δ) Ο Ιερός Χρυσόστομος: «Καθάπερ γὰρ ἡ Εὔα, φησίν, ἀπὸ τῆς πλευρᾶς τοῦ Ἀδὰμ γέγονεν, οὕτω καὶ ἡμεῖς ἐκ τῆς πλευρᾶς τοῦ Χριστοῦ. Τοῦτο γάρ ἐστιν, «Ἐκ τῆς σαρκὸς αὐτοῦ, καὶ ἐκ τῶν ὀστέων αὐτοῦ». Ἀλλ᾿ ὅτι μὲν ἡ Εὔα ἐκ τῆς πλευρᾶς αὐτοῦ τοῦ Ἀδὰμ γέγονεν, ἅπαντες ἴσμεν, καὶ σαφῶς ἡ Γραφὴ τοῦτο εἴρηκεν, ὅτι ἐπέβαλεν ἔκστασιν ἐπ᾿ αὐτόν, καὶ ἔλαβε μίαν τῶν πλευρῶν αὐτοῦ, καὶ ᾠκοδόμησε τὴν γυναῖκα· ὅτι δὲ καὶ ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τῆς πλευρᾶς τοῦ Χριστοῦ συνέστη, πόθεν ἔχοι τις ἂν ἀποδεῖξαι; Καὶ τοῦτο ἡ Γραφὴ δείκνυσιν. Ἐπειδὴ γὰρ ὁ Χριστὸς εἰς τὸν σταυρὸν ἀνηνέχθη, καὶ προσηλώθη, καὶ ἀπέθανε, Προσελθὼν εἷς τῶν στρατιωτῶν ἔνυξεν αὐτοῦ τὴν πλευρὰν, καὶ ἐξῆλθεν αἷμα καὶ ὕδωρ· καὶ ἐξ ἐκείνου τοῦ αἵματος καὶ τοῦ ὕδατος ἡ Ἐκκλησία ἅπασα συνέστηκε. Καὶ μαρτυρεῖ αὐτὸς λέγων, ὅτι «Ἐὰν μή τις ἀναγεννηθῇ ἐξ ὕδατος καὶ πνεύματος, οὐ δύναται εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν»»[208].
ε) Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης: «Διὰ γὰρ τοῦ Σταυροῦ ἡ Ἐκκλησία ἐνυμφεύθη τῷ Σταυρωθέντι Χριστῷ, καὶ διὰ τοῦ ἐκ τῆς πλευρᾶς αὐτοῦ ρεύσαντος αἵματος καὶ ὕδατος, ἡ πρῴην στεῖρα ἐγέννησε τέκνα πολλά, καὶ μήτηρ πολύτεκνος ὁμοῦ έγένετο, καὶ καλλίτεκνος, γεννῶσα μὲν διὰ τοῦ ὕδατος τοῦ Βαπτίσματος, τρέφουσα δὲ τὰ γεννηθέντα διὰ τοῦ σώματος καὶ αἵματος τοῦ Κυρίου»[209].
Η πατερική διδασκαλία λοιπόν συνοψίζεται στο του Αγίου Κυπριανού Καρχηδόνος: «Δεν μπορεί κάποιος να έχει τον Θεό για πατέρα, αν δεν έχει την Εκκλησία για μητέρα»[210]. Και για να μη προλάβει ο αγαπητός Σ. να σπεύσει να δηλώσει ότι αυτό αποτελεί προσωπική γνώμη του Αγίου Κυπριανού, ας το διαβάσουμε και στον Ιερό Αυγουστίνο (σε έργο του για τους κατηχούμενους): «Λοιπόν, θα αρχίσετε να Toν έχετε ως πατέρα [τον Θεό], όταν γεννηθείτε από τη μητέρα που είναι η Εκκλησία»[211].
Αυτή είναι η διδασκαλία της Εκκλησίας και η θέση του Σ. δεν έχει αγιοπατερικό έρεισμα, γι᾿ αυτό απέναντι στους Πατέρες αδυνατεί να αντιπαραθέσει Αγίους Πατέρες (πλην μόνο του αμφιλεγόμενου Φιλαρέτου Μόσχας) και βάζει νεότερους θεολόγους, όπως τον Μπουλγκάκοφ, τον Ευδοκίμοφ, τον Σμέμαν, τον Μέγιεντορφ κ.α. Να μας επιτρέψει όμως εμάς τους Ορθοδόξους να θέτουμε την πατερική θεολογία, πάνω από την ακαδημαϊκή. Παραλογισμό επίσης αποτελεί το να αποδεχόμαστε ότι «ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ βεβαία καὶ ἀσφαλὴς ὁδὸς Σωτηρίας», αλλά παράλληλα να διαβεβαιώνουμε ότι υπάρχουν και άλλοι οδοί σωτηρίας «αβέβαιοι και μη ασφαλείς», με τέτοιο τρόπο ώστε να παρουσιάζονται και αυτοί ως «βέβαιοι και ασφαλείς», θέλοντας μάλιστα να επιστρατεύσουμε ως συμμαχικό επιχείρημα για αυτό και την Παντοδυναμία του Θεού!
ii. Αναρωτιέται ο Σ. (σελ. 68) πως και αξιώθηκαν της θέας του ακτίστου φωτός, οι προ Χριστού Δίκαιοι, όπως ο Μωϋσής, ο Αβραάμ, ο Ηλίας κ.α. Γιατί δεν αναρωτιέται όμως για ποιον λόγο όλοι οι παραπάνω, παρά την θεοπτία που αξιώθηκαν, δεν σώζονταν μέχρι να έλθει ο Χριστός; Είναι δε εντελώς παραπλανητική η χρήση των χωρίων των Αγίων Μαξίμου και Ιωάννου του Δαμασκηνού, ως αναιρετικών δήθεν της θέσεως του Αγίου Κυπριανού και των άλλων Πατέρων. Ουδείς Ορθόδοξος δεν αμφισβητεί την παρουσία του Αγίου Πνεύματος παντού στην κτίση. Η σωτηρία όμως δεν είναι αποτέλεσμα μόνο της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος, αλλά απαιτείται και η συγκατάθεση του ανθρώπου, λόγω του αυτεξουσίου. Άνευ συνεργίας Θείας Χάριτος και ανθρωπίνης βουλήσεως δεν υπάρχει σωτηρία. Και πως φανερώνεται η βούληση του ανθρώπου αν όχι με την εθελούσια είσοδο του στην Εκκλησία; Δεν μπορούμε λοιπόν να μιλάμε για δυνατότητα σωτηρίας χωρίς την έμπρακτη εφαρμογή της βουλήσεως αυτής, βασιζόμενοι μόνο και μόνο στο γεγονός της υπάρξεως Θείας Χάριτος εκτός Εκκλησίας. Πως η τελευταία θα καταστεί σώζουσα αφού την εμποδίζει η άρνηση του ανθρώπου να ενταχθεί στην Εκκλησία; Μήπως κατά τον Κατακλυσμό έπαυσε να υπάρχει παντού στην κτίση η Θεία Χάρις; Ουδαμώς, αλλά αυτό δεν έσωσε όσους δεν μπήκαν στην Κιβωτό…
iii. Κλείνοντας τις παρατηρήσεις οφείλω με λύπη μου να καταγγείλω μια διαστρέβλωση της διδασκαλίας του Αποστόλου Παύλου, στην οποία προβαίνει ο Σ. (ελπίζω και εύχομαι όχι από κακή πρόθεση) στο τέλος του εξεταζομένου κεφαλαίου. Όταν ο Απόστολος Παύλος μιλά για «ανεξιχνίαστες οδούς», δεν εννοεί ως οδούς σωτηρίες τις άλλες θρησκείες και αιρέσεις! Σύμφωνα με την ομόφωνη πατερική γνώμη των ερμηνευτών του Αποστόλου, ο τελευταίος μιλώντας για οδούς εννοεί τους μυριάδες και ανεξιχνίαστους τρόπους με τους οποίους ο Θεός οδηγεί στην σωτηρία τον άνθρωπο. Παρομοίως, ούτε όταν μιλά (για να συνετίσει τους Ιουδαίους) για τους εθνικούς εκείνους που δεν έχουν μεν Νόμο, αλλά ποιούν τα έργα του Νόμου, υπονοεί την πιθανότητα σωτηρία τους γι᾿ αυτόν τον λόγο (όσο βεβαίως παραμένουν εκτός Εκκλησίας), αφού ξεκάθαρα αλλού μας διδάσκει πως «οὐ δικαιοῦται ἄνθρωπος ἐξ ἔργων νόμου ἐὰν μὴ διὰ πίστεως Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡμεῖς εἰς Χριστὸν Ἰησοῦν ἐπιστεύσαμεν, ἵνα δικαιωθῶμεν ἐκ πίστεως Χριστοῦ καὶ οὐκ ἐξ ἔργων νόμου, διότι οὐ δικαιωθήσεται ἐξ ἔργων νόμου πᾶσα σάρξ»[212].
(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΕΛΟΥΣ


[189] Όταν μάλιστα όχι μόνο οι Οικουμενιστές του Φαναρίου έχουν προβεί σε «Άρση των Αναθεμάτων» (1965), αλλά υπάρχει εδώ και δεκαετίες ανεπίσημη κοινωνία με τους Δυτικούς, η οποία ενθαρρύνεται από Οικουμενιστές επισκόπους.
[190] Η πρόσφατη Πανορθόδοξη Σύνοδος και οι διαχριστιανικές σχέσεις (σελ. 6 - 11): http://www.jesuits.gr/assets/%CE%A4%CE%B5%CF%8D%CF%87%CE%BF%CF%82%201101.pdf
[191] Αυτόθι, σελ. 8.
[192] Αυτ.
[193] Αυτ. σελ. 11.
[194] Αυτ.
[195] Αυτ. σελ. 10.
[196] Αυτ. σελ. 11.
[197] Αυτ.
[198] Αυτ.
[199] Αν μου ζητηθεί θα τις παραθέσω μία προς μία.
[200] Ανάμεσα στους λεγόμενους Οικουμενιστές παρατηρεί κανείς δύο ειδών ανθρώπους: τους λίγους (αφελείς δυστυχώς) ιδεολόγους που από πεποίθηση ακολουθούν τον Οικουμενισμό νομίζοντας ότι διά αυτού δίνεται η Ορθόδοξη Μαρτυρία στους εκτός Εκκλησίας και υπηρετείται η Αλήθεια, και στους πολλούς αδιάφορους και χλιαρούς, συγκρητιστές ή μασόνους αρχομανείς καταληψίες των επισκοπικών θρόνων και των πανεπιστημιακών εδρών.  Πιστεύω ότι ο Σ. συγκαταλέγεται στους πρώτους, ειδάλλως δεν θα έκανα τον κόπο να προβώ στην παρούσα απάντηση.
[201] Μαρκ. η΄, 34.
[202] Με τον οποίο άλλωστε δεν έχω εκκλησιαστική κοινωνία, λόγω της κοινωνίας του, δυστυχώς, με τους Οικουμενιστές.
[203] Επειδή υπάρχει διαστρεβλωμένη άποψη για το τι είναι Εκκλησία, πολλοί θεωρούν ότι μέλος της Εκκλησίας είναι αυτός που ανήκει σε κάποια αναγνωρισμένη Ορθόδοξη Εκκλησία και έχει λάβει ληξιαρχική πράξη Βαπτίσεως. Δεν κατανοούν πως όχι μόνο πολλοί από αυτούς υπάρχει η περίπτωση να μην ανήκουν πραγματικά στην Εκκλησία, αν δεν έχουν την ορθή και σωτήρια ομολογία (κατά τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, P.G. 90, 132), αλλά και πως ο Χριστός μπορεί να εντάξει στην Εκκλησία Του, παραδείγματος χάριν, πρώην αλλοδόξους που βαπτίσθηκαν την τελευταία στιγμή από κάποιον ιεραπόστολο, πρώην αλλοθρήσκους που όταν Τον ομολόγησαν μαρτύρησαν στο όνομά Του (εισήχθησαν στην Εκκλησία δηλαδή διά του Βαπτίσματος του Αίματος) κ.α..
[204] Κατ᾿ ακρίβειαν Ολύμπου της Λυκίας.
[205] P.G. 18, 73.
[206] «Adam novissimus Christus est, costa Christi vita Ecclesiae... Haec est Eva mater omnium viventium» (μετάφραση ημέτερη, P.L. 15, 1584-1585).
[207] «Et quomodo de Adam et uxore ejus omne hominum nascitur genus, sic de Christo et Ecclesia omnis credentium multitudo generata est» (μετάφραση ημέτερη, P.L. 26, 535).
[208] P.G. 51, 229.
[209] Εορτοδρόμιον, Βενετία, 1836, σελ. 13.
[210] «Habere jam non potest Deum patrem, qui Ecclesiam non habet matrem» (μετάφραση ημέτερη, P.L. 4, 503).
[211] «Sed incipitis eum habere patrem, quando nati fueritis per Ecclesiam matrem» (μετάφραση ημέτερη, P.L. 40, 627).