A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !
✞ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος ✞

Δευτέρα 25 Σεπτεμβρίου 2017

ΠΕΡΙ ΤΙΜΙΟΥ ΚΑΙ ΖΩΟΠΟΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ

Σχετική εικόνα


Ευάγγελος Ρωσσόπουλος
Θεολόγος


Αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί.
Με την παρούσα εργασία θα προσπαθήσουμε να αναφερθούμε σε όσα αφορούν την ιστορία του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού (ως σύμβολο πίστης και ως ιερό αντικείμενο) και την καθιέρωση των εκκλησιαστικών εορτών, που σχετίζονται με την τιμή και την προσκύνηση του Τιμίου Σταυρού.

1.     Ας αναφερθούμε σε μερικές προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης, που προτυπώνουν και προφητεύουν για τον Τίμιο Σταυρό.
·        Όταν οι Ισραηλίτες επρόκειτο να διασχίσουν την Ερυθρά θάλασσα, ο Μωυσής με την ράβδο του Σταυροειδώς την εκτύπησε και διαχωρίστηκε στα δύο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι Ισραηλίτες χωρίς καν να βρέξουν τα πόδια τους διήλθαν και μετά την διέλευση τους με τον ίδιο τρόπο εκτύπησε την Ερυθρά θάλασσα, για να συγκλίνουν τα δύο τμήματα. Η εκκλησία μας ενθυμούμενη το γεγονός συνέταξε έναν υπέροχο ύμνο, ο οποίος διηγείται την ιστορία: «Σταυρόν χαράξας Μωσής επ’ επευθείας ράβδω την Ερυθράν διέτεμεν τω Ισραήλ πεζεύσαντι τη δε επιστερπτικώς Φαραώ τοις άρμασι κροτίσας ήνωσεν επ’ εύρους διαγράψας το αήττητον όπλον διό Χριστώ άσωμεν τω Θεώ ημών ότι δεδόξαστε…»
·        Μία άλλη αναφορά στην Παλαιά Διαθήκη γίνεται, όταν οι Ισραηλίτες εμάχοντο εναντίον των Αμαληκιτών. Ο Μωυσής κρατούσε τα χέρια του σε έκταση προτειπόνοντας τον Τίμιον Σταυρόν. Όσο είχε τα χέρια του σε έκταση νικούσαν οι Ισραηλίτες. Όταν τα χέρια του έπεφταν από την κούραση τότε νικούσαν οι Αμαληκίτες. Οι αδελφοί του Μωυσέως Ααρών και Ωρ στήριζαν τα χέρια του Μωυσέως στους ώμους των και νίκησαν οι Ισραηλίτες, κατατροπώνοντας τους Αμαληκίτες. Αυτό μας αναφέρει η Ιερά Υμνολογία της Εκκλησίας στον κανόνα της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού του Αγίου Κοσμά του ποιητού και έχει ως εξής: «τον τύπον πάλαι Μωυσής του αρχάντου πάθους εν εαυτώ προέφηνε τον ιερόν μεσούμενον σταυρόν δε σχηματισθείς τεταμμένας τρόπαιον παλάμας ήγειρε το κράτος διολέσας Αμαλήκ του πανώλου διο Χριστώ άσωμεν τω Θεώ ημών ότι δεδόξαστε».
·        Στην έρημο και πάλι Σταυροειδώς εκτύπησε την πέτρα ο Μωυσής και έβγαλε νερό. Σύμβολο της λογχευμένης πλευράς του Χριστού επάνω στον Σταυρό.
·        Κατά τον ίδιο τρόπο έχουμε προφητική εμφάνιση του Σταυρού και σ’ άλλα εδάφια της Παλαιάς Διαθήκης. Και πάλι η εκκλησία μας ενθυμούμενη τα αντίστοιχα γεγονότα, τα συνδέει με τον Σταυρόν του Κυρίου μας, σ’ έναν υπέροχο ύμνο: «Δια ξύλου ο Αδάμ  του παραδείσου γέγονεν άποικος. Δια ξύλου δε Σταυρού ο ληστής παράδεισον ώκησεν ο μεν γαρ γευσάμενος εντολήν ηθέτησεν του ποιήσαντος ο δε συσταυρούμενος Θεόν ωμολόγησεν τον κρυπτόμενον μνήσθητι μου βοών εν τη βασιλεία σου».

2.     Τι λέει η ιερά μας παράδοση για την προέλευση του ξύλου του Τιμίου Σταυρού;
     Η εκκλησία μάς παρέδωσε πως το ξύλο του Σταυρού προέρχεται από τα 3 ραβδιά που έδωσε ο Αβραάμ στον Λωτ να τα φυτέψει και να τα ποτίζει μέχρι που να βλαστήσουν ως δείγμα της συγχωρήσεως του αμαρτήματός του. Τα ραβδιά αυτά είναι εκείνα που άφησαν οι 3 άγγελοι στην σκηνή του Αβραάμ παρά την Δρυ του Μαυρί, και τα οποία τα μισοκάψει η Σάρα. Όταν φύτρωσαν αυτά αφού αξιώθηκε ο Λωτ να τα ποτίσει 1 φορά στα 40 χρόνια, κατά την παράδοση, φύτρωσαν σε ένα δένδρο με 3 είδη (κυπαρίσσι, κέδρος και πεύκο). Αυτά λέει και ο προφήτης Ησαΐας το εξικοστό κεφάλαιο στίχος δέκατος τρίτος (εν κυπαρίσσι και πεύκη και κέδρω άμα δοξάσαι τον τόπον τον άγιόν μου).
     Όταν οι Ισραηλίτες έκτιζαν τον ναό του Σολωμόντος, χρειάστηκαν ένα μακρύ και ίσιο ξύλο, για να το τοποθετήσουν πάνω από την κυρίως πύλη. Τότε έκοψαν το δένδρο του Λωτ για να το χρησιμοποιήσουν για το σκοπό αυτό. Αλλά κάθε φορά που προσπαθούσαν να το τοποθετήσουν, αυτό τους έβγαινε είτε μικρότερο, είτε μεγαλύτερο. Γι’ αυτό το θεώρησαν καταραμένο ξύλο και το πέταξαν πίσω από τον ναό του Σολωμόντος.
     Όταν θέλησαν να σταυρώσουν τον Κύριό μας, θυμήθηκαν το καταραμένο ξύλο και το χρησιμοποίησαν για να κατασκευάσουν τον Σταυρό Του. Με αυτόν τον τρόπο θέλησαν να Τον διαπομπεύσουν και να Τον ταπεινώσουν ακόμα περισσότερο.

3.  Τι απέγινε ο Σταυρός μετά την Σταύρωση;
     Μετά την αποκαθήλωση κανείς δεν ενδιαφέρθηκε για τον Σταυρό του μαρτυρίου του Κυρίου μας και έτσι αυτός παραπετάχτηκε μαζί με τους σταυρούς των ληστών.
     Αργότερα τα μέρη όπου μαρτύρησε ο Ιησούς, όπως και ο τάφος Του, έγιναν τόποι λατρείας και προσκυνήσεως από τους Χριστιανούς.
     Οι Ρωμαίοι και οι Εβραίοι στην προσπάθειά τους να ανακόψουν τον χριστιανισμό, επιχωμάτωσαν όλους τους χώρους που προσκυνούσαν οι Χριστιανοί. Πάνω από τον τάφο του Κυρίου μας, τον οποίο πρώτα προσπάθησαν να καταστρέψουν, έκτισαν ναό της Αφροδίτης.

4.  Η εμφάνιση του σημείου του Σταυρού στον ουρανό στον Μ. Κωνσταντίνο.
     Ο ιστορικός της εκκλησίας μας Ευσέβιος Καισαρείας, σύγχρονος του Μ. Κωνσταντίνου, διέσωσε την ιστορία πως ο Μ. Κωνσταντίνος βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση όταν επρόκειτο να αντιμετωπίσει τα υπεράριθμα στρατεύματα του Μαξεντίου. Τότε είδε ένα θέαμα μοναδικό στον ουρανό. Το σημείο του Σταυρού που είχε και την εξής επιγραφή: «Εν Τούτω Νίκα».
     Να πως το διηγείται ο Ευσέβιος:
     «Αμφί μεσημβρινάς ηλίου ωρας, ηδη της ημέρας αποκλινούσης, αυτοις οφθαλμοις ιδειν εφη εν αυτω ουρανω υπερκείμενον του ηλίου σταυρου τρόπαιον εκ φωτός συνιστάμενον, γραφην τε αυτω συνηφθαι λέγουσαν, τούτω νίκα».
     Δηλαδή, το φαινόμενο εμφανίστηκε το μεσημέρι και ήταν λαμπρότερο του ηλίου.
     Η ιστορία από εδώ και πέρα είναι γνωστή. Ο Μ. Κωνσταντίνος διέταξε σ’ όλους τους στρατιώτες του, να χαράξουν το σημείο του Σταυρού στις ασπίδες τους και με αυτόν τον τρόπο, θαυματουργικά, νίκησε τον Μαξέντιο, έχοντας μπροστά από το στράτευμά του το νικοποιό λάβαρο του Τιμίου Σταυρού και την επιγραφή «Εν Τούτω Νίκα».

5.  Δεύτερη εμφάνιση του σημείου του Σταυρού στο γιό του Μ. Κωνσταντίνου, Κωνστάντιο.
     Το γεγονός αυτό το καταγράφει ο ιστορικός Φιλοστόργιος:
     «Ο μεν ουν Κωνστάντιος εγκρατής του τυράννου γίνεται κανταυθα του σημείου του σταυρου…προφανέντος…υπεραστράψαντος το της ημέρας φως ωφθη δε επί των Ιεροσολύμων…της ημέρας εορτης της λεγομένης Πεντηκοστης…από του λεγομένου κρανίου μέχρι και του των ελαιων ορους, διήκων ωράτο…».
     Δηλαδή, εμφανίστηκε και πάλι το σημείο του Σταυρού στον Κωνστάντιο, κατά την εορτή της Πεντηκοστής στα Ιεροσόλυμα, επίσης μεσημβρινή ώρα και ήταν λαμπρότερος του ηλίου και είχε τεράστιο μέγεθος και από τον Γολγοθά όπου σταυρώθηκε ο Κύριος μας, έφθανε έως το όρος των ελαιών. Πατριάρχης Ιεροσολύμων ήταν ο Άγιος Κύριλλος. Η εκκλησία μας γιορτάζει το γεγονός αυτό στις 7 Μαΐου. Στο Συναξάριο του Μαΐου διαβάζουμε τα εξής:
     «Εν ταις ημέραις της αγίας Πεντηκοστης μηνός Μαΐου εβδόμη, ωρα τρίτη της ημέρας, εφάνη ο Τίμιος και ζωοποιός Σταυρός συνεστώς εκ φωτός, ορωντος παντός του λαου, υπεράνω του αγίου Γολγοθα εκτεταμένος, μέχρι του αγίου ορους των Ελαιων οστις τη της μαρμαρυγής λαμπρότητι τας ηλιακάς ακτινας εκάλυψεν. Οθεν πασα ηλικία νέων τε γερόντων συν νηπίοις τε και θηλάζουσι την Εκκλησίαν κατέλαβε και εν αμέτρω χαρα και θερμή κατανύξει, δόξαν και ευχαριστίαν τω Θεω ανέπεμψαν, επί τω παραδόξω τούτω θεάματι».

6.     Εύρεσις του Τιμίου Σταυρού από την Αγία Ελένη.
     Η Αγία Ελένη επιθυμούσε να βρει τους Τόπους όπου μαρτύρησε ο Κύριός μας. Αφού εξασφάλισε τη σχετική άδεια και οικονομική βοήθεια από τον γιό της Μ. Κωνσταντίνο, έφθασε στα Ιεροσόλυμα το 326 μ.Χ.
     Πρώτη φροντίδα της ήταν να βρει τον τάφο του Χριστού. Μετά από αρκετές προσπάθειες και ψάξιμο τα κατάφερε, γιατί όπως έχουμε πει οι ειδωλολάτρες είχαν επιχωματώσει τον τάφο του Χριστού και έκτισαν ναό της Αφροδίτης στο ίδιο σημείο.
     Αφού κατεδάφισε το ναό της Αφροδίτης, ανέσκαψε το χώρο, όπου και βρήκε τον τάφο του Χριστού και εκεί κοντά και σε αρκετό βάθος βρήκε και τους τρεις Σταυρούς. Βρέθηκε επίσης και η επιγραφή, η οποία ήταν κρεμασμένη πάνω στον Σταυρό του Χριστού, αλλά είχε αποκολληθεί και έτσι δεν γνώριζαν ποιός εκ των τριών ήταν ο Σταυρός του Σωτήρος. Τότε ο επίσκοπος Ιεροσολύμων Μακάριος έφερε τους Σταυρούς και τους εναπόθεσε διαδοχικά πάνω σε μια νεκρά γυναίκα. Ο πρώτος και ο δεύτερος δεν έδειξαν τίποτα. Όταν όμως τοποθετήθηκε και ο τρίτος Σταυρός πάνω στην νεκρά γυναίκα εκείνη, αμέσως αναστήθηκε και σηκώθηκε όρθια. Μ’ αυτόν τον τρόπο ξεχώρισαν τον Τίμιο Σταυρό.
     Η Αγία Ελένη διεχώρισε τον Τίμιον Σταυρόν και το μεν ένα αφού το τοποθέτησε σε ασημένια θήκη το άφησε στα Ιεροσόλυμα, το δε άλλο μαζί με τους ήλους, δηλαδή τα καρφιά, τα απέστειλε στην Κωνσταντινούπολη.
     Το γεγονός αυτό μας το διασώζουν ο Ιεροσολύμων Άγιος Κύριλλος, που έζησε το 340-386 μ.Χ. και μάλιστα σε μια από τις κατηχήσεις του και συγκεκριμένα στην ΙΓ΄, αναφέρει χαρακτηριστικά:
     «Ελέγχει με ουτος ο Γολγοθας, ου νυν πλησίον πάντες πάρεσμεν, ελέγχει με του Σταυρου το ξύλον το κατά μικρόν εντευθεν πάση τη οικουμένη διαδοθέν». Δηλαδή, με ελέγχει ο Γολγοθάς στον οποίο βρισκόμαστε όλοι κοντά. Με ελέγχει το ξύλο του Σταυρού, το οποίο απ’ εδώ διαδόθηκε σ’ όλη την οικουμένη.
     Το ίδιο γεγονός μας το διασώζουν και ο ιστορικός Σωκράτης (σύγχρονος και αυτός της εποχής εκείνης) στην εκκλησιαστική του ιστορία στο α΄ βιβλίο του ΚΕΦ. ιζ΄ και ο Θεοδώρητος στην δική του εκκλησιαστική ιστορία.

7.     Η Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως
Η εκκλησία μας από πολύ νωρίς άρχισε να εορτάζει την ημέρα της ευρέσεως του Τιμίου Σταυρού, δηλαδή την 6η Μαρτίου ως εορτή προσκυνήσεως του Τιμίου Σταυρού
Επειδή όμως εκείνη η 6η Μαρτίου συνέπιπτε πολλές φορές την Γ΄ εβδομάδα των νηστειών και επειδή το Πάσχα είναι κινητή εορτή, καθιερώθηκε να εορτάζεται η Γ΄ Κυριακή των νηστειών ως Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως και η 6η Μαρτίου ως ημέρα ευρέσεως του Τιμίου Σταυρού. Η εκκλησία κατά την Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως ψάλλει: «σταυρόν Χριστού τον Τίμιον σήμερον προτεθέντα ειδόντες προσκυνήσομεν και πιστώς ευφραθώμεν κατασπαζόμενοι πόθω τω εν τούτω θελήσει σταυρωθέντα αιτούμενοι Κύριον αξιώσαι πάντας ημας τον Σταυρόν τον Τίμιον προσκυνήσαι και φθάσαι την Ανάστασιν πάντας ακατακρίτως».

8.     Η εορτή του Σταυρού στις 14 Σεπτεμβρίου
     Στις 14 Σεπτεμβρίου η εκκλησία μας γιορτάζει την ύψωση του Τιμίου Σταυρού η οποία έγινε το 330 μαζί με τα εγκαίνια του Ναού της Αναστάσεως. Αυτή η εορτή καθιερώθηκε από τα πρώτα χρόνια της ευρέσεως από τον Άγιον Μακάριον, πατριάρχη Ιεροσολύμων. Η εορτή της υψώσεως φέρει τα ίσα της Αγίας και Μεγάλης Παρασκευής και η εκκλησία ψάλλει: «δεύτε λαοί το παράδοξον θαύμα καθωρόντες του στρατού την δύναμιν προσκυνήσωμεν ότι ξύλον εν παραδείσω θάνατον εβλάστησε το δε την ζωήν εξήνθήσεν αναμάρτητον έχον προσηλώμενον τον Κύριον εξ ου πάντα τα έθνη αφθαρσίαν τριγώντες κραυγάζομεν ο δια Σταυρού θάνατον καταργήσας και ημάς ελευθερώσας δόξασι».
     Και άλλη μία ύψωση γιορτάζει η εκκλησία όταν οι Πέρσες εισέβαλαν στα νοτιο-ανατολικά τμήματα της βυζαντινής αυτοκρατορίας, έφθασαν έως τα Ιεροσόλυμα. Ο Χοσρόης – βασιλιάς των Περσών – εκτός από τις άλλες λεηλασίες που έκανε, έκλεψε και τον Τίμιον Σταυρόν, το οποίο είχε αφήσει στα Ιεροσόλυμα η Αγία Ελένη και πήρε πολλούς αιχμαλώτους μαζί του στην Περσία. Μεταξύ των αιχμαλώτων ήταν και ο τότε πατριάρχης Ιεροσολύμων, Άγιος Ζαχαρίας. Με αυτόν τον τρόπο ήθελε να ταπεινώσει ακόμα περισσότερο την βυζαντινή αυτοκρατορία.
     Όταν μετά από 14 έτη ο Ηράκλειος αποφάσισε να πάρει πίσω τον Σταυρό και να απελευθερώσει τους αιχμαλώτους, διέταξε να τελεστεί δέησις σ’ όλη την Βασιλεύουσα. Στην δέηση αυτή παρέστη ο Αυτοκράτορας, ο Πατριάρχης Κων/λεως και όλος ο κλήρος. Δεήθηκαν ώστε η προσπάθειά τους να στεφθεί με επιτυχία.
     Μετά την επιτυχή εκστρατεία του Ηράκλειου εναντίον των Περσών, την επανάκτηση του Ζωοποιού Σταυρού και την απελευθέρωση των αιχμαλώτων και του Πατριάρχου Αγίου Ζαχαρία, τελέστηκε στα Ιεροσόλυμα πανηγυρική Θεία Λειτουργία, για να γιορτάσουν το γεγονός. Ξανά υψώθηκε δε ο Τίμιος Σταυρός επί του Γολγοθά και πάλιν κατά την 14η του μηνός Σεπτεμβρίου.

9.     Η πρόοδος του Τιμίου Σταυρού
     Η εκκλησία μας γιορτάζει επίσης την 1η Αυγούστου την πρόοδο του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού. Το Ιεροσολυμίτικον Τυπικόν διατάσσει και κατά την αυτήν ημέραν μετά την Δοξολογία, να τελείται η πρόοδος του Τιμίου Σταυρού κατά την τάξιν της Γ΄ Κυριακής των νηστειών.
     Από τους Βυζαντινούς αυτή η λιτανεία εκαλείτο προεξέλευσις, δηλαδή προπόρευση. Την όλη τελετή μας την περιγράφει αναλυτικά ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος. Ότι δηλαδή γινόταν στην Κων/πολη λιτανεία, όπου προηγείτο ο Τίμιος Σταυρός, προκειμένου να αγιασθεί όλη η Πόλη. Η διάρκεια της εορτής ήταν 7 ημέρες. Η εορτή αυτή καθιερώθηκε το 1174 από τον Μανουήλ Παλαιολόγο, σ’ όλη την αυτοκρατορία.

10.      Χαρακτηριστικά και λεπτομέρειες του Τιμίου Σταυρού
     Το μέγεθος του Σταυρού, κατά την παράδοση και τον Συναξαρηστή, ήταν μήκους 4,5 μέτρων και πλάτους 2,4 μέτρων. Ο Ιερός Χρυσόστομος μας παραδίδει ότι το πάχος του ήταν 20 εκατοστά και ότι το τμήμα του Σταυρού που εμπήγετο μέσα στη γη, ήταν 40 εκατοστά.
     Οι ήλοι, δηλαδή τα καρφιά, που βρέθηκαν μαζί με τον Σταυρό, άλλοι μας παραδίδουν ότι ήταν 3, όπως π.χ. ο Άγιος Δοσίθεος Ιεροσολύμων και άλλοι όπως ο Άγιος Παΐσιος Γάζης, αναφέρει πως η κοινή παράδοση δέχεται ότι ήταν 4. Τους ήλους τους πήρε μαζί της η Αγία Ελένη στην Κων/πολη.
     Τους δύο άλλους σταυρούς οι ιστορικοί μας αναφέρουν, πως και αυτοί μεταφέρθηκαν στην Κων/πολη και τοποθετήθηκαν, σύμφωνα με τον Άγιο Δοσίθεο όπως το αναφέρει στην Δωδεκάβιβλο του «κάτωθεν του εν τω Φόρω πορφυρού κίονος», όπως επίσης και το αλάβαστρον του μύρου, με το οποίο η Μαρία άλειψε τα πόδια του Κυρίου. Εις τον ίδιο κίονα τοποθετήθησαν και οι ήλοι του Σταυρού. Ένα από τα καρφιά βρίσκεται στο μοναστήρι του Αρχαγγέλου στη Θάσο.

11.      Η θαυματουργική δύναμις του Τιμίου Σταυρού
     Τον Τίμιο Σταυρό η εκκλησία μας τον ονόμασε ζωοποιό. Γιατί αν και πάνω σ’ αυτόν παρέδωσε το Πνεύμα Του ο Κύριός μας, εντούτοις η χάρις Του το επισκίασε και τον έκανε ζωοποιό. Από την πρώτη στιγμή της ευρέσεώς του έδωσε ζωή στην νεκρή γυναίκα. Έκτοτε πάρα πολλά θαύματα, τα οποία οφείλονται στον Τίμιο Σταυρό, γνωρίζει η εκκλησία μας.
     Ένα από αυτά έγινε στην Απαμεία, η οποία κινδύνευε να κυριευθεί από τους Πέρσες. Τότε ο επίσκοπος Θωμάς περιέφερε στην πόλη, τμήμα του Σταυρού που είχε στην κατοχή του. Τότε συνέβη ένα παράδοξο γεγονός, (όπως μας το διηγείται ο ιστορικός Προκόπιος), που έτρεψε σε φυγή τους εχθρούς:
     «υπέρθεν του Σταυρου σέλας πυρός επεφέρετο και το κατ’ αυτόν της οροφής μέρος φωτί πολλώ υπέρ το ειωθός κατελάμπετο». Δηλαδή, πάνω από τον Σταυρό στον αέρα υπήρχε πύρινο φως, το οποίο ακολουθούσε τον Σταυρό και στο τέλος σκέπασε όλη την πόλη.
     Το γεγονός αυτό το καταγράφει επίσης στην εκκλησιαστική του ιστορία και ο Ευάγριος.
     Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, μας διασώζει το εξής γεγονός. Όταν ο Ιουλιανός ο Παραβάτης βρέθηκε κάποια φορά σ’ ένα ειδωλολατρικό ιερό, οι ιερείς για να του δείξουν την δύναμή τους, στη διάρκεια μιάς τελετής, κάλεσαν τους δαίμονες. Τότε ο Ιουλιανός από τον τρόμο του ασυνείδητα έκανε τον Σταυρό του και οι δαίμονες διασκορπίσθηκαν. Οι ιερείς των ειδώλων ισχυρίσθηκαν πως οι δαίμονες επειδή μισούσαν κάθε τι του Χριστού, έφυγαν από ταραχή και φόβο. Εκείνος ο καημένος τους πίστεψε και παρέμεινε στην πλάνη του.
     Η δύναμις του Σταυρού μνημονεύεται από πολλούς Πατέρες της εκκλησίας μας. Ο Ιερός Χρυσόστομος σε μία ομιλία του αναφέρει τα εξής:
     «Σταυρός το κατά των δαιμόνων τρόπαιον, η κατά της αμαρτίας μάχαιρα το ξίφος, ω τον όφιν εκέντησεν ο Χριστός. Σταυρός το του Πατρός θέλημα, η του Μονογενους δόξα, το του Πνεύματος αγαλλίασμα ο των αγγέλων κόσμος, της Εκκλησίας η ασφάλεια, το καύχημα του Παύλου, το των Αγίων τειχος, το φως της οικουμένης απάσης».
     Ο Μέγας Αθανάσιος στη διήγησή του για τον βίο του Μεγάλου Αντωνίου, μας διασώζει την εξής ιστορία:
     Κάποτε επισκέφθηκαν τον Μ. Αντώνιο κάποιοι σοφοί ειδωλολάτρες. Στην αρχή τον χλεύαζαν, λέγοντας πως η χριστιανική θρησκεία δεν κρύβει πολλή σοφία. Εκείνη όμως την ώρα κάποιοι άλλοι επισκέπτες έφεραν έναν δαιμονισμένο στον Μ. Αντώνιο, για να τον θεραπεύσει. Εκείνος απευθύνθηκε τότε στους ειδωλολάτρες σοφούς, και τους παρότρυνε να τον θεραπεύσουν με την σοφία τους. Εκείνοι εξεπλάγησαν και είπαν πως δεν μπορούν να κάνουν θαύματα. Ο Μ. Αντώνιος αφού προσευχήθηκε, σταύρωσε τον δαιμονισμένο και ω του θαύματος, αμέσως θεραπεύθηκε πλήρως.
     Και ολοκληρώνει την διήγησή του ο Μ. Αθανάσιος, λέγοντας:
     «Και οι μεν λεγόμενοι φιλόσοφοι εθαύμαζον, και αληθως εξεπλήττοντο επί τη συνέσει του ανδρός και τω γενομένω σημείω».

12.      Η θεολογική σημασία του Τιμίου Σταυρού στη ζωή των χριστιανών
     Ο Απόστολος Παύλος στην Α΄ προς Κορινθίους επιστολή του, τονίζει:
     «Ο λόγος γάρ ο του Σταυρου, τοις μέν απολλυμένοις μωρία εστί, τοις δε σωζομένοις ημιν δύναμις Θεου εστί». Δηλαδή, ο λόγος περί Σταυρού για τους μη πιστούς είναι ανοησία, ενώ για τους χριστιανούς είναι η δύναμις του Θεού.
     Για μας τους πιστούς ο Σταυρός έχει πολλαπλή σημασία. Ο Σταυρός είναι η δύναμίς μας, είναι το σύμβολο της νίκης, είναι το σύμβολο της υπομονής, είναι το σύμβολο του αγώνα. Ακόμη και η αγάπη των χριστιανών πρέπει να έχει σταυροειδή κατεύθυνση. Δηλαδή κατακόρυφη κατεύθυνση, που σημαίνει αγάπη του πιστού προς τον Τριαδικό Θεό, αλλά και οριζόντια που σημαίνει αγάπη προς τον πλησίον. Αν από την σταυροειδή αγάπη αφαιρέσεις μία από τις δύο κατευθύνσεις, τότε παύει να είναι χριστιανική και υποβιβάζεται σε κοσμική.
     Ο Κύριος Ιησούς Χριστός μας, μας ξεκαθάρισε:
     «Οστις θέλει οπίσω μου ελθειν απαρνησάσθω σ’ εαυτόν και αράτω τον Σταυρόν αυτου και ακολουθήτω μοι».
     Βλέπετε αγαπητοί μου αδελφοί, ο Κύριός μας προτείνει άρση του Σταυρού. Δηλαδή, ο καθένας μας φέρει ένα σταυρό στις πλάτες του. Αυτός μπορεί να είναι μια ασθένεια, μια δυσκολία, μια δυσχέρεια στη ζωή. Αυτές τις δυσκολίες πρέπει να τις υπομένει καρτερικά ο χριστιανός, αλλά και να τις αντιμετωπίζει γενναία, με την ελπίδα που μας δίνει ο Χριστός μας.
     Η άρση του σταυρού όμως σημαίνει και άρση των παθών μας και κάθαρση από αυτά.
     Άρση του σταυρού μπορεί να σημαίνει και κάποιο έργο που μας έχει αναθέσει η εκκλησία μας και αυτό πρέπει να το ολοκληρώσουμε με άψογο τρόπο.
     Όταν ο Κύριός μας επέλεξε τους μαθητές Του και τους ζήτησε να κηρύξουν τον Λόγο Του στα πέρατα της οικουμένης, αυτό ήταν ένας σταυρός για τους μαθητές, τον οποίο όμως σηκώνοντάς τον, έφεραν επάξια εις πέρας την αποστολή τους. Γι’ αυτό τους δόθηκε ο στέφανος της δόξης.
     Ας μελετήσουμε όμως λίγο πιο προσεκτικά τα λόγια του Κυρίου. Μαζί με την άρση του σταυρού, μας ζητάει και άρνηση του εαυτού μας. Πώς συνδέει αυτά τα δύο ο Χριστός μας; Τα συνδέει με την ταπείνωση. Γιατί άρνηση του εγωισμού, σημαίνει ταπείνωση. Απάρνηση του θελήματός μας, σημαίνει ότι εργαζόμαστε για την δόξα και την αγάπη του Θεού.
     Άρα λοιπόν κάθε δυσκολία που υπομένουμε, κάθε σταυρό που φέρουμε, κάθε ασθένεια που εγκαρτερούμε, κάθε έργο που μας ανατίθεται από την εκκλησία και το διεκπεραιώνουμε, πρέπει να το κάνουμε όχι για την προσωπική μας προβολή, όχι για το εγώ μας, όχι για την ικανοποίηση της υπερηφάνειας και της εγωπάθειάς μας, αλλά για την αγάπη και την δόξα του Χριστού.
     Γι’ αυτό όταν το έργο μας δεν αναγνωρίζεται, όταν δεν ακούμε συγχαρητήρια και επαίνους, όταν δεν μας επιβραβεύει κανείς για τις αγαθοεργίες μας, ουσιαστικά πρέπει να χαιρόμαστε. Και αυτό επειδή κάθε μνημόνευση, ευφημισμός, εγκώμιο ή ηθική αμοιβή της προσωπικότητάς μας, είναι δυνατόν να τονώσει τον εγωισμό μας και να μας ρίξει στην υπερηφάνεια.
     Αυτό, αγαπητοί μου αδελφοί, πρέπει να το προσέξουμε για να αποφύγουμε τέτοιου είδους παγίδες. Εμείς δεν έχουμε τίποτα να καυχηθούμε.
     Ο Άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης μας λέει «Μη γένοιτο, φήσιν, επί τινί άλλω καυχάσθαι, ει μη επί τω Σταυρώ του Χριστού». Δηλαδή δεν έχουμε τίποτα εμείς να καυχηθούμε παρά μόνον για τον Σταυρό του Χριστού.
     Σημαντική θέση κατέχει ο Σταυρός στην λειτουργική ζωή της εκκλησίας μας. Σε κάθε μυστήριο είναι απαραίτητη η σταυροειδής ευλογία από τον ιερέα.
     Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η σταυροειδής χάραξις επί του άρτου στη Θεία Ευχαριστία.
     Ο Άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων συμβουλεύει τους Χριστιανούς, να κάνουν το Σταυρό τους όταν τρώνε, όταν πίνουν, όταν σηκώνονται, όταν κάθονται, όταν μιλούν, όταν περπατούν και γενικά σε κάθε περίσταση.
     Ο Άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης μας δίνει μια άλλη ερμηνεία του σταυρού που σχηματίζουμε στο σώμα μας. Μας λέει πως κάθε φορά που κάνουμε τον Σταυρό μας και θέτουμε τα 3 δάχτυλα στο μέτωπό μας, ομολογούμε πως ο Λόγος του Θεού ήταν στον ουρανό, στα δεξιά του Πατρός.
     Όταν φέρουμε το χέρι μας κάτω επί της κοιλίας ομολογούμε την άσπιλο σύλληψη της Θεοτόκου και την ενανθρώπηση του Χριστού.
     Όταν φέρουμε το χέρι μας στο δεξί ώμο ομολογούμε την ανάληψη του Χριστού από την γη και την άνοδο του εις τον ουρανόν εις τα δεξιά του Πατρός.
     Και όταν φέρουμε το χέρι μας στον αριστερό ώμο ομολογούμε την επάνοδο του Χριστού στην γη, κατά την Δευτέραν και ένδοξον Παρουσία Του.
     Τον Σταυρό τον ονομάζουμε ζωοποιό. Να δούμε λίγο γιατί του έδωσε η εκκλησία μας αυτή την επωνυμία.
     Τον όρο αυτό τον χρησιμοποίησε ο Απόστολος Παύλος στην προς Κολασσαείς επιστολή του. «Νεκρούς όντας τοις παραπτώμασι της σαρκός ημών συνεζωποίησε ημάς εν αυτών». Και στην προς Εφεσίους Επιστολή«Δια του Σταυρού αποκτείνας την έχθραν». Δηλαδή, μας έδωσε ζωή ο Χριστός δια του Σταυρού αφού δι’ αυτού έσωσε την ανθρωπότητα και εξολόθρευσε τους δαίμονες.
     Αγαπητοί μου αδελφοί, στο λίγο χρόνο που είχαμε στη διάθεσή μας προσπαθήσαμε να αναδείξουμε την σημασία του Τιμίου και ζωοποιού Σταυρού στην ζωή της εκκλησίας μας και στη ζωή των Χριστιανών. Αυτός πρέπει να είναι το καύχημα μας και η δόξα μας.
     Θα ήθελα να κλείσει αυτήν την παρουσία περί σταυρού, ή γραφίδα του Αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων: «Μη τοίνυν επαισχυνθώμεν τω Σταυρώ του Χριστού, αλλά καν άλλος αποκρύπτη συ φανερώς επί μετώπω σφραγίζου, ίνα οι Δαίμονες το σημείον ίδοντες το Βασιλικόν, μακράν φυγώσι τρέμοντες». Δηλαδή, να μην ντρεπόμαστε να κάνουμε το σημείο του Σταυρού, αλλά ακόμα και αν κάποιος τον κάνει κρυφά, εσύ φανερά να κάνεις τον Σταυρό σου, για να τον δουν οι δαίμονες και να φύγουν μακριά τρέμοντας.

     Αγαπητοί μου αδελφοί, οποιαδήποτε παράβλεψη ή αστοχία, παρακαλώ να την χρεώσετε στην ανθρώπινη  αδυναμία, να παρουσιασθεί ένα τόσο σημαντικό θέμα. Η οποιαδήποτε ωφέλεια μας είναι σίγουρα δωρεά του Αγίου Πνεύματος και του Τιμίου Σταυρού.

Παρασκευή 22 Σεπτεμβρίου 2017

Η Ψευδοσύνοδος της Κρήτης: Προς Νέα Εκκλησία (Μέρος β΄)



(Απάντηση στο κείμενο του Επισκόπου Αβύδου κ. Κυρίλλου Κατερέλου «Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος τῆς Κρήτης: Νέα Εκκλησιολογία ἢ Πιστότητα στὴν Παράδοση;»)

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΕΔΩ: 
http://krufo-sxoleio.blogspot.gr/2017/09/blog-post_15.html

Νικολάου Μάννη
εκπαιδευτικού

Ε. Πριν προχωρήσουμε στην καθαρώς προτεσταντίζουσα πλευρά της Νέας Εκκλησιολογίας, όπως αυτή παρουσιάζεται στο επόμενο κεφάλαιο του εξεταζομένου κειμένου («Αἱρετικοὶ καὶ Ἑτερόδοξοι»), συνεχίζουμε την αναφορά με την εξέταση του καταταλαιπωρημένου ΙΕ΄ Κανόνος της Πρωτοδευτέρας Συνόδου, με την οποία φαίνεται τόσο η παπίζουσα, όσο και η προτεσταντίζουσα επιρροή στη Νέα αυτή Εκκλησιολογία των Οικουμενιστών.
Ο Σ. προβαίνει σε μια πρωτοφανή ερμηνευτική ανάλυση του Κανόνος τούτου, η οποία τον οδηγεί στις εξής εσφαλμένες, όπως θα αποδειχθεί, θέσεις (με την σειρά που παρουσιάστηκαν):
ε1. Όταν δεν υπάρχει προγενέστερη συνοδική καταδίκη του Πατριάρχου για αίρεση, ο Κανόνας δεν μπορεί να εφαρμοστεί,
ε2. Δεν υπάρχει απόδειξη ότι Πατριάρχης σήμερα κηρύττει κατεγνωσμένη αίρεση «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ»,
ε3. Η προσπάθεια προσέγγισης των ετεροδόξων δια του διαλόγου δεν συνιστά αίρεση,
ε4. Ο Κανόνας μιλώντας για αιρέσεις, εννοεί συγκεκριμένες αιρέσεις, καταδικασμένες μέχρι τότε, και δεν αφορά μεταγενέστερες χρονολογικά, γι’ αυτό και επίκληση και εφαρμογή του ήταν άγνωστη στην εκκλησιαστική γραμματεία επί αιώνες,
ε5. Μετά την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο, δεν υπάρχει άλλη Οικουμενική Σύνοδος στην Ορθόδοξη Εκκλησία και επομένως κάθε αίρεση μετά από την Σύνοδο αυτήν δεν είναι «κατεγνωσμένη»,
ε6. Η διακοπή της εκκλησιαστικής κοινωνίας εξ αιτίας κατεγνωσμένης αιρέσεως, δικαιολογείται μόνο σε περίπτωση που την κηρύττει Πατριάρχης και όχι αν την κηρύττει Επίσκοπος ή Μητροπολίτης, αναφέρεται δηλαδή αποκλειστικά στον ΙΕ΄ Κανόνα και όχι τους ΙΓ΄ και ΙΔ΄, άρα κάθε «αυθαίρετη πράξη» (σ. ημ. εννοεί την αποτείχιση) από πρεσβύτερο ή μοναχό αποκλείεται και
ε7. Οι αποφάσεις της Συνόδου της Κρήτης δεν δικαιολογούν την επίκληση του Κανόνος για Αποτείχιση.
Ας τα δούμε ένα ένα:
ε1. Η θέση αυτή δεν μπορεί να ισχύει, διότι ο Κανόνας είναι σαφής, αφού όχι μόνο αναφέρεται σε αίρεση «παρὰ τῶν ἁγίων συνόδων ἢ Πατέρωνκατεγνωσμένην» (και άρα αρκεί η κατάκριση της αιρέσεως από Πατέρες), αλλά διότι ξεκάθαρα ομιλεί για αποτείχιση «πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως».
Εκτός αυτού η θέση αυτή του Σ. δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή εξ αιτίας των εξής τριών ενδεικτικών παραδειγμάτων, από τα δεκάδες που βρίσκει κανείς στην εκκλησιαστική ιστορία:
α) Ποια Σύνοδος είχε καταδικάσει τους Επισκόπους Αντιοχείας Ευλάλιο, Ευφρόνιο, Φλάκιτο, Στέφανο, Λεόντιο και Ευδόξιο, ώστε να δικαιολογείται η, επί έτη, διακοπή εκκλησιαστικής κοινωνίας από τους, πιστούς στο Δόγμα της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, Ορθοδόξους, τους ονομαζομένους «Ευσταθιανούς»; Καμία! Και όμως ο Μέγας Αθανάσιος, Επίσκοπος Αλεξανδρείας, κοινωνούσε μαζί τους, ενώ διατελούσε σε ακοινωνησία με τους παραπάνω Επισκόπους[29].
β) Ποια Σύνοδος είχε καταδικάσει τον Κωνσταντινουπόλεως Δημόφιλο, ώστε οι Ορθόδοξοι να μην έχουν εκκλησιαστική κοινωνία μαζί του, αλλά να κοινωνούν με τον «σχισματικό» «παράλληλο» Επίσκοπο Σασίμων Γρηγόριο τον Θεολόγο, επί δέκα έτη; Καμία! Και όμως όταν συνήλθε τελικώς η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος ο Δημόφιλος καταδικάστηκε και οι Ορθόδοξοι επαινέθηκαν[30].
γ) Ποια Σύνοδος είχε καταδικάσει τον Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριο, όταν οι Ορθόδοξοι διέκοψαν την κοινωνία μαζί του, επειδή δεν δεχόταν την Παναγία μας ως Θεοτόκο; Καμία! Και όμως ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας τους προτού να συνέλθει η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος (η οποία τελικά καταδίκασε τον Νεστόριο), εγκωμίαζε την αποτείχιση των Ορθοδόξων και κοινωνούσε μαζί τους[31].
ε2. Προσφάτως ο σεβαστός Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Πήχος, Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Λογγοβάρδας Πάρου, κατέθεσε ενώπιον της Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος Κείμενο κατά του Πατριάρχου Βαρθολομαίου με τίτλο «Κατάγνωσις ετεροδιδασκαλιών, διατυπωθεισῶν ὑπὸ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου»[32], στο οποίο αποδεικνύεται ξεκάθαρα πως ο Πατριάρχης κηρύττει «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» την αίρεση του Οικουμενισμού.
Η δε αίρεση του Οικουμενισμού είναι κατεγνωσμένη όχι μόνο από ευσεβεστάτους Πατέρες σε όλο τον κόσμο (όπως, μεταξύ άλλων, ο Άγιος Ιωάννης Μαξίμοβιτς, ο Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς, ο π. Φιλόθεος Ζερβάκος, ο π. Σεραφείμ Ρόουζ), αλλά και από την Τοπική Σύνοδο των Ρώσων της Διασποράς το 1983 επί πρωθιεραρχίας του Αγίου Φιλαρέτου[33].
ε3. Η προσπάθεια προσέγγισης των ετεροδόξων δια του διαλόγου βεβαίως και δεν συνιστά αίρεση όταν οι Ορθόδοξοι:
α) Προ(σ)καλούνται να καταθέσουν την θέση τους και δεν συμμετέχουν σε μόνιμες «Επιτροπές Διαλόγου». Οι μόνιμες μεικτές (αποτελούμενες δηλαδή από Ορθοδόξους και αιρετικούς) επιτροπές θεολογικών διαλόγων είναι κάτι το πρωτοφανές στην ιστορία της Εκκλησίας. Η ενότητα της Εκκλησίας εξ αρχής διασαλεύθηκε με τις αποσχίσεις αιρετικών και σχισματικών από το Σώμα Της, πουθενά όμως δεν θα συναντήσει κανείς τέτοιον τρόπο διαλόγου. Πουθενά δεν θα βρει κανείς επιτροπή που να αποτελείται φερ᾿ ειπείν από εκπρόσωπο των Ορθοδόξων, από εκπρόσωπο των Αρειανοφρόνων, από εκπρόσωπο των Μανιχαίων και από εκπρόσωπο των Νοβατιανών και να διαλέγονται! Αντιθέτως, και κατά την αποστολική επιταγή «ἕτοιμοι ἀεὶ πρὸς ἀπολογίαν παντὶ τῷ αἰτοῦντι»[34], οι Ορθόδοξοι οφείλουν όταν «οἱ ἄπιστοι, ἢ οἱ αἱρετικοὶ ζητοῦσι λόγον διὰ τὴν πίστιν… νὰ δίδουν ἀπόκρισιν πρὸς τοὺς ἐρωτῶντας»[35],
β) Επικεντρώνονται στον διάλογο χωρίς να παραβαίνουν τους Ιερούς Κανόνες με συμπροσευχές, τελετές και θεατρινισμούς [36], στο όνομα μιας δήθεν «αγάπης», και
γ) Γνωρίζουν ότι ένας διάλογος δεν είναι ατέρμονος, αλλά κινείται μέσα στα όρια που έθεσε το Πνεύμα το Άγιο διά του Αποστόλου: «αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ»[37].
Πρότυπο ενός τέτοιου, συμφώνου με τα παραπάνω, διαλόγου αποτελεί ο διάλογος που έκανε ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμίας ο Τρανός με τους Λουθηρανούς. Οι δε Οικουμενιστες απέχουν παρασάγγας από έναν τέτοιον τρόπο διαλόγου και με τον δικό τους τρόπο αποδεικνύουν ότι δεν θεωρούν πως ως Ορθόδοξοι κατέχουμε την Αλήθεια. Αυτό όμως συνιστά όχι μόνο αίρεση, αλλά και άρνηση της Πίστεως!
ε4. Ο Σ. φαίνεται ότι δεν κατανοεί πως δεν είναι ο Κανόνας που καθορίζει την πράξη, αλλά η πράξη που επικυρώνεται διά του Κανόνος. Αν απομονώσουμε τον ΙΕ΄ Κανόνα της Πρωτοδευτέρας είναι αναμενόμενο να προβούμε σε συμπεράσματα πόρρω απέχοντα από την αλήθεια. Αν τον εξετάσουμε όμως σε σχέση με την πράξη της Εκκλησίας, τότε μπορούμε να τον ερμηνεύσουμε ορθώς. Διότι η μέχρι τότε πράξη της Εκκλησίας αποδεικνύει πως όσοι για κάποια αίρεση, κατακεκριμένη από Συνόδους ή Πατέρες, διέκοπταν κοινωνία με τον προϊστάμενό τους, όταν εκείνος την κήρυττε φανερά, όχι μόνο δεν επέσυρε επιτίμια η πράξη τους, αλλά αξιώνονταν και τιμής[38]Επομένως ο Κανόνας δεν μας λέει κάτι που δεν γινόταν ήδη επί 861 χρόνια. Προς τι ο Σ. μας αναφέρει ότι η επίκληση του Κανόνος ήταν άγνωστη στην εκκλησιαστική γραμματεία μέχρι κάποια στιγμή; Μήπως και προ του 861 δεν εφάρμοζαν οι Ορθόδοξοι το πνεύμα του Κανόνος, παρά την έλλειψη του γράμματος; Άλλωστε και ο, συναφής με τον παραπάνω Κανόνα, ΛΑ΄ Αποστολικός Κανόνας, μεταφέρει ακριβώς το ίδιο πνεύμα.
Αξίζει να αναφερθεί πως υπάρχουν πάμπολλα παραδείγματα αποτειχίσεων Ορθοδόξων, εκ της, μετά το 861, εκκλησιαστικής ιστορίας, που φανερώνουν ότι αυτές αφορούν και μεταγενέστερες του 861 αιρέσεις, και κυρίως τις αιρέσεις που γέννησε, ή και αναγέννησε, ο Παπισμός. Ένα μόνο ενδεικτικό παράδειγμα είναι το παρακάτω. Στο α΄ μισό του ΙΓ΄ αιώνος δύο μεγάλες εκκλησιαστικές προσωπικότητες της εποχής, ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γερμανός ο Β΄ και ο Αρχιεπίσκοπος Αχρίδος Δημήτριος Χωματιανός συστήνουν στους Ορθοδόξους να διακόψουν την εκκλησιαστική κοινωνία με εκείνους που υποτάχθηκαν στους Λατίνους. Ο μεν Γερμανός αποστέλλει επιστολή προς τους Κυπρίους στην οποία γράφει, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Ὅσοι τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας ἐστὲ τέκνα γνήσια,φεύγειν ὅλῳ ποδὶ ἀπὸ τῶν ὑποπεσόντων ἱερέων τῇ λατινικῇ ὑποταγῇ, καὶ μηδὲ εἰς ἐκκλησίαν τούτοις συνάγεσθε, μηδὲ εὐλογίαν ἐκ τῶν χειρῶν αὐτῶν δέχεσθε τὴν τυχοῦσανˑ κρεῖσσον γάρ ἐστιν ἐν τοῖς οἴκοις ὑμῶν τῷ Θεῷ προσεύχεσθαι καταμόνας, ἢ ἐπ' ἐκκλησίας συνάγεσθαι μετὰ τῶν λατινοφρόνων ὑποταγάτων»[39]. Ο δε Χωματιανός σε απάντησή του προς τους Έλληνες μοναχούς της αγιορειτικής Μονής Ιβήρων, οι οποίοι τον ρώτησαν «ἂν δύνανται νὰ κοινωνῶσι τοῦ λοιποῦ πρὸς τοὺς ἀποσκιρτήσαντας Ἴβηρας τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησίας»[40], τους απάντησε ως εξής: «ἀποφαινόμεθα, ὡς οὐκ ἐξόν ἐστι ἐν οὐδενὶ κοινωνεῖν τοὺς Γραικοὺς τοῖς Ἴβηρσι μοναχοῖς, καὶ ὅσοι τούτοις ομόφρονες, ὡς ἀναμαξαμένοις τῶν Ἰταλῶν ἐθῶν τε καὶ θρησκευμάτων, ὅσα τῆς καθ' ἡμᾶς ἁγίας γεγόνασι ἔκβλητα· οὔτε γὰρ ἐν προσευχαῖς οὐδέποτε οὐδαμῶς τούτοις συστήσονται, οὔτε αλλήλοις, ἢ τῶν θείων ἁγιασμάτων, ἢ προβολῆς ἡγουμενικῆς, καὶ ἐτεροίων τοιωνδέτινων μεταδώσουσιν»[41]. Σημειωτέον πως οι «αποσκιρτήσαντες Ίβηρες» δεν είχαν κηρύξει κάποια αίρεση «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ», αλλά το μόνο που έπραξαν ήταν να δώσουν την λεγόμενη «χειραψία υποταγής» προς τον τοπικό Λατίνο επίσκοπο[42].
ε5. Ο Σ. δηλώνει τη συμφωνία του με την αυθαίρετη, όπως θα δούμε, γνώμη που εξέφρασε το 1971 ο δικηγόρος Ιωάννης Παναγόπουλος, σε επικριτικά του κείμενα κατά της ενέργειας του μακαριστού Ελευθερουπόλεως Αμβροσίου να παύσει τη μνημόνευση του ονόματος του τότε Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Αθηναγόρου. Σύμφωνα με αυτήν, για να εφαρμοστεί ο ΙΕ΄ Κανόνας απαραίτητη προϋπόθεση δεν είναι η αίρεση να είναι κατεγνωσμένη «παρὰ Συνόδων ἢ Πατέρων», αλλά υπό Οικουμενικών Συνόδων! Μεταφέροντας την αυθαίρετη - και φανερώς ενάντια στο γράμμα και το πνεύμα του Κανόνος - γνώμη αυτή, ο Σ. επιδιώκει τον ίδιο σκοπό που επεδίωκε τότε και ο Παναγόπουλος: να παραστήσει τις αιρέσεις των Παπικών ως μη κατεγνωσμένες υπό Οικουμενικών Συνόδων, και να δικαιολογηθούν τοιουτοτρόπως οι φιλοπαπικές ενέργειες και δηλώσεις του Αθηναγόρου – και του διαδόχου του κ. Βαρθολομαίου σήμερα - και των υπολοίπων Οικουμενιστών.
Δυστυχώς ο Σ. αγνοεί (δεν θέλω να πιστέψω πως αποκρύπτει) τις συντριπτικές απαντήσεις του Ελευθερουπόλεως Αμβροσίου προς τον Ι. Παναγόπουλο[43]. Ιδίως στην δεύτερη απάντησή του καταρρίπτει παντελώς τις θέσεις του κ. Παναγόπουλου. Αφού επισημαίνει το αυτονόητο (πως δηλαδή ο Κανόνας δεν αξιοί την καταδίκη της αιρέσεως από Οικουμενική Σύνοδο, αλλά αρκεί και Τοπική Σύνοδος ή και η γνώμη Πατέρων), αποδεικνύει με ιστορικά στοιχεία πως οι αιρέσεις του Παπισμού είναι κατεγνωσμένες από τις Συνόδους του 867, του 879, του 1009, του 1054, του 1341, του 1347, του 1351, του 1440, του 1441, του 1443, του 1450, του 1484, του 1722, του 1727, του 1838, του 1848, του 1895.
Πρέπει μάλιστα να σημειωθεί πως ιδίως η Σύνοδος του 879  επί Μεγάλου Φωτίου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, έχει όλα τα γνωρίσματα και θεωρείται στη συνείδηση των Ορθοδόξων ως Οικουμενική Σύνοδος[44], αφού μάλιστα συμμετείχε σε αυτήν και η, πάλαι ποτέ Ορθόδοξος, Τοπική Εκκλησία της Ρώμης. Πάντως το επιχείρημα πως Οικουμενική Σύνοδος δεν είναι δυνατόν να συνέλθει μετά την απόσχιση της Τοπικής Εκκλησίας της Ρώμης[45] δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό, διότι τότε ούτε μετά την απόσχιση των, πάλαι ποτέ Ορθοδόξων, Τοπικών Εκκλησιών σε περιοχές της Ασίας και της Αφρικής (όπως της Ασσυριακής των Νεστοριανών ή τις Προχαλκηδόνιες των Μονοφυσιτών) μετά την Γ΄ και Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο, θα μπορούσε να γίνει Οικουμενική Σύνοδος, αφού κατά την οικουμενιστική σκέψη η Εκκλησία ήταν πλέον διηρημένη. Όμως όπως ούτε η αποστασία των λεγομένων «Προχαλκηδόνιων Εκκλησιών» δεν εμπόδισε την σύγκληση της Ε΄, της Στ΄ και της Ζ΄ (και της Η΄ αν θέλετε) Οικουμενικής Συνόδου, έτσι και η αποστασία της «Παπικής Εκκλησίας» δεν μπορεί να εμποδίσει την σύγκληση Οικουμενικής Συνόδου[46], όπως ακόμη και η προφητευθείσα αποστασία[47] όλων των Τοπικών Εκκλησιών δεν θα μπορέσει να εμποδίσει το, ανά την οικουμένη διεσπαρμένο, μικρό ποίμνιο[48], το λείμμα της Χάριτος[49], να συγκαλέσει Οικουμενική Σύνοδο, αν αυτό είναι το θέλημα του Θεού, διότι οι Ορθόδοξοι έχουμε την βαθεία πεποίθηση πως η Θεία Χάρις τα ασθενή θεραπεύει και τα ελλείποντα αναπληρώνει.
ε6. Σφάλλει μεγάλως ο σεβαστός Σ. όταν ισχυρίζεται από τους Κανόνες ΙΓ΄, ΙΔ΄ και ΙΕ΄ της Πρωτοδευτέρας η διακοπή μνημοσύνου δικαιολογείται μόνο «στὴν τρίτη περίπτωση, δηλ. μόνο σὲ περίπτωση αἵρεσης τοῦ Πατριάρχου». Η θέση αυτή[50], ότι δηλαδή μόνο σε Πατριάρχη μπορεί να εφαρμοστεί η διακοπή μνημοσύνου και όχι σε Μητροπολίτη ή Επίσκοπο, αποδεικνύεται εσφαλμένη εύκολα, αρκεί κανείς να παραθέσει τις ερμηνείες των εγκρίτων Κανονολόγων[51]:
α) Του Βαλσαμώνος: «Εἰ γὰρ μὴ δι᾿ ἐγκληματικὴν αἰτίαν, ἀλλὰ δι᾿ αἳρεσιν χωρίσῃ τις ἑαυτὸν ἀπὸ τοῦ ἐπισκόπου αὐτοῦ ἢ τοῦ Μητροπολίτου ἢ τοῦ Πατριάρχου ὡς ἐπ᾿ Ἐκκλησίας διδάσκοντος ἀνερυθριάστως διδάγματά τινα ἀπηλλοτριωμένα τοῦ ὀρθοῦ δόγματος, ὁ τοιοῦτος καὶ πρὸ ἐντελοῦς διαγνώσεωςπολλῷ δὲ πλέον καὶ μετὰ διάγνωσιν. Ἐὰν ἑαυτὸν ἀποτειχίσῃ, ἤγουν χωρίσῃ ἐκ τῆς κοινωνίας τοῦ πρώτου αὐτοῦ, οὐ μόνον οὐ τιμωρηθήσεται, ἀλλὰ καὶ τιμηθήσεται, ὡς ὀρθόδοξος»[52].
 β) Του Ζωναρά: «Εἰ δ᾿ ὁ πατριάρχης τυχὸν ἢ μητροπολίτης, ἢ ὁ ἐπίσκοπος αἱρετικὸς εἴη, καὶ τοιοῦτος ὡς δημοσίᾳ, κηρύττειν τὴν αἵρεσιν, καὶ γυμνῇ τῇ κεφαλῇ, ἀντὶ τοῦ, ἀνυποστόλως καὶ μετὰ παρησίας, διδάσκει τὰ αἱρετικὰ δόγματα, οἱ ἀποσχίζοντες αὐτοῦ, ὅποιοι ἂν εἶεν, οὐ μόνον κολάσεως ἄξιοι οὐκ ἔσονται διὰ τοῦτο, ἀλλὰ καὶ τιμῆς, ὡς ὀρθόδοξοι, ἀξιωθήσονται, χωρίζοντες ἑαυτοὺς τῆς τῶν αἱρετικῶν κοινωνίας»[53].
γ) Του Αριστηνού: «Εἰ δέ τινες ἀποσταῖεν τινος οὐ διά πρόφασιν ἐγκλήματος ἀλλά δι᾿ αἵρεσιν ὑπό συνόδου ἤ ἁγίων Πατέρων κατεγνωσμένην τιμῆς καί ἀποδοχῆς ἄξιοι ὡς ὀρθόδοξοι»[54].
δ) Του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου: «Ἐὰν δὲ οἱ ρηθέντες πρόεδροι ἦναι αἱρετικοί, καὶ τὴν αἵρεσιν αὐτῶν κηρύττουσι παρρησία, καὶ διὰ τοῦτο χωρίζονται οἱ εἰς αὐτοὺς ὑποκείμενοι, καὶ πρὸ τοῦ νὰ γένῃ ἀκόμη συνοδικὴ κρίσης περὶ τῆς αἱρέσεως ταύτης, οἱ χωριζόμενοι αὐτοί, ὄχι μόνον διὰ τὸν χωρισμὸν δὲν καταδικάζονται, ἀλλὰ καὶ τιμῆς τῆς πρεπούσης ὡς ὀρθόδοξοι, εἶναι ἄξιοι, ἐπειδή, ὄχι σχίσμα ἐπροξένησαν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν μὲ τὸν χωρισμὸν αὐτόν, ἀλλὰ μᾶλλον ἐλευθέρωσαν τὴν Ἐκκλησίαν ἀπὸ τὸ σχίσμα καὶ τὴν αἵρεσιν τῶν ψευδεπισκόπων αὐτῶν»[55].
ε) Του Νικοδήμου Μίλα: «Καθορίσας ταῦτα περὶ τῆς πρὸς τὸν Πατριάρχην ὑπακοῆς, ὁ Κανὼν ποιεῖται γενικὴν παρατήρησιν καὶ ἐπὶ τῶν τριῶν (ΙΓʹ-ΙΕʹ) Κανόνων, δι᾿ ἧς λέγει, ὅτι τὰ ἐκδοθέντα προστάγματα ἰσχύουσι μόνον καθ᾿ ἢν περίπτωσιν ὑπεισάγονται σχίσματα ἕνεκεν ἀναποδείκτων τινῶν παραβάσεων τοῦ Πατριάρχου, τοῦ Μητροπολίτου καὶ τοῦ ᾿Επισκόπου. ᾿Εὰν ὅμως ᾿Επίσκοπός τις ἢ Μητροπολίτης ἢ Πατριάρχης ἄρξηται νὰ διακηρύττῃ δημοσίᾳ ἐπ᾿ ἐκκλησίας αἱρετικήν τινα διδαχήν, ἀντικειμένην πρὸς τὴν ᾿Ορθοδοξίαν, τότε οἱ προαναφερθέντες κέκτηνται δικαίωμα ἅμα καὶ χρέος ν᾿ ἀποσχοινισθῶσι πάραυτα τοῦ ᾿Επισκόπου, Μητροπολίτου καὶ Πατριάρχου ἐκείνου, διὸ οὐ μόνον εἰς οὐδεμίαν θέλουσιν ὑποβληθῆ κανονικὴν ποινήν, ἀλλὰ θέλουσι καὶ ἐπαινεθῆ εἰσέτι, καθ᾿ ὅσον διὰ τούτου δὲν κατέκριναν καὶ δὲν ἐπανεστάτησαν ἐναντίον τῶν νομίμων ᾿Επισκόπων, ἀλλ᾿ ἐναντίον ψευδεπισκόπων καὶ ψευδοδιδασκάλων, οὔτε καὶ ἐγκατέστησαν τοιουτοτρόπως σχῖσμα ἐν τῇ ᾿Εκκλησίᾳ, ἀλλ᾿ ἀντιθέτως, ἀπήλλαξαν τὴν ᾿Εκκλησίαν, ἐν ὅσῳ ἠδυνήθησαν, τοῦ σχίσματος καὶ τῆς διαιρέσεως»[56].
Επιπροσθέτως και ο συναφής ΛΑ΄ Κανόνας των Αγίων Αποστόλων μιλάει για Επίσκοπο γενικώς και όχι ειδικώς για Πατριάρχη.
ε7. Αν και κανείς Ορθόδοξος δεν έπρεπε να περιμένει τις αποφάσεις της «Αγίας και Μεγάλης Συνόδου» της Κρήτης για να προβεί σε Αποτείχιση[57], εν τούτοις η εν λόγω Σύνοδος, είναι Ψευδοσύνοδος (δηλαδή Ληστρική και Κακόδοξος) διότι:
α) Συμμετείχαν σε αυτήν επίσκοποι ασεβούντες περί την Πίστη, οι οποίοι διατελούν υπό κατηγορία «παρὰ ἀξιοπίστων ἀνθρώπων»[58] επί κακοδοξία[59].
β) Όχι μόνο δεν εξετάστηκε η διαφωνία περί την Πίστη[60] που έχει προκύψει στην Εκκλησία, το αν δηλαδή ο Οικουμενισμός είναι αίρεση ή ορθόδοξη μαρτυρία, αλλά αντιθέτως η, εδώ και έναν σχεδόν αιώνα, ενεργός συμμετοχή στην «Οικουμενική Κίνηση» επικυρώθηκε συνοδικώς και αποφασίστηκε η συνέχισή της .
γ) Καινοτόμησε ως προς τον τρόπο μαρτυρίας της Πίστεως προς τους εκτός Εκκλησίας, θεωρώντας ως μόνο ενδεδειγμένο τους συγχρόνους Ψευδοδιαλόγους. Αποκαλώντας δε ως «προσηλυτισμό», «ουνία» και «προκλητική ενέργεια ομολογιακού ανταγωνισμού»[61] κάθε διαφορετικό τρόπο μαρτυρίας, από αυτόν που η ίδια θεωρεί ενδεδειγμένο, κατακρίνει ουσιαστικά την Εκκλησία για τον τρόπο μαρτυρίας της Πίστεως, προς τους εκτός Αυτής, που χρησιμοποιούσε επί 20 αιώνες (μέχρι δηλαδή την εμφάνιση της «Οικουμενικής Κινήσεως») και εισάγει νέο τρόπο μαρτυρίας[62].
δ) Εισήγαγε στην Ορθόδοξη Εκκλησία ένα είδος «Πρωτείου» του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, στον οποίο δίνει ειδικές αρμοδιότητες συντονισμού[63] των Ψευδοδιαλόγων[64].
ε) Ευαγγελίζεται την ίδρυση «Νέας Εκκλησίας», ομολογώντας αφενός μεν την ύπαρξη άλλων «Εκκλησίων» (μέσα από την αποδοχή της ιστορικής ονομασίας αυτών[65]), αφετέρου δε - κεκαλυμμένως - την ανυπαρξία της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας[66].
Και μόνο για αυτούς τους λόγους θα έπρεπε όλοι όσοι θέλουν να παραμείνουν Ορθόδοξοι, να διακόψουν την εκκλησιαστική κοινωνία με τους Νεοεκκλησιολόγους Οικουμενιστές και να εργαστούν για την σύγκληση μιας αληθινής Αγίας και Μεγάλης Συνόδου.


(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΕΛΟΥΣ


[29] Σωζομενός, Εκκλησιαστική Ιστορία, P.G. 67, 1099.
[30] Βασιλείου Σμύρνης, Περί του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, Αθήνα, 1903, σελ. 111-129.
[31] «Ἀσπίλους καὶ ἀμώμους ἑαυτοὺς τηρήσατε, μήτε κοινωνοῦντες τῷ μνημονευθέντι μήτε μὴν ὡς διδασκάλῳ προσέχοντες, εἰ μένοι λύκος ἀντὶ ποιμένος καὶ μετὰ ταύτην ἡμῶν τὴν ὑπόμνησιν τὴν πρὸς αὐτὸν γενομένην φρονεῖν ἕλοιτο τὰ διεστραμμένα. τοῖς δέ γε τῶν κληρικῶν ἤτοι λαϊκῶν διὰ τὴν ὀρθὴν πίστιν κεχωρισμένοις ἢ καθαιρεθεῖσι παρ’ αὐτοῦ κοινωνοῦμεν ἡμεῖς, οὐ τὴν ἐκείνου κυροῦντες ἄδικον ψῆφον, ἐπαινοῦντες δὲ μᾶλλον τοὺς πεπονθότας» (P.G. 77, 125).
[33] «Τοῖς βάλλουσι κατὰ τῆς ᾿Εκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καὶ διδάσκουσιν ὅτι ἡ τοῦ Χριστοῦ ᾿Εκκλησία μεμέρισται ἐν οὕτω καλουμένοις "κλάδοις", οἵτινες διαφέρουσιν ἀλλήλων ἐν διδασκαλίᾳ καὶ τρόπῳ ζωῆς, ἢ ὅτι ἡ ᾿Εκκλησία οὐχ ὑφίσταται ὁρατῶς, ἀλλ᾿ ἀπαρτισθήσεται ἐν τῷ μέλλοντι, ὅταν ἅπαντες οἱ "κλάδοι" ἢ τμήματα ἢ ὁμολογίαι ἢ προσέτι καὶ θρησκεῖαι ἑνωθῶσιν ἐν ἑνὶ σώματι· καὶ οἵτινες οὐ διακρίνουσι τὴν ἱερωσύνην καὶ τὰ μυστήρια τῆς ᾿Εκκλησίας ἀπὸ τὴν ἱερωσύνην καὶ τὰ μυστήρια τῶν αἱρετικῶν, ἀλλὰ λέγουσιν ὅτι τὸ βάπτισμα καὶ ἡ εὐχαριστία τῶν αἱρετικῶν εἰσὶν ἱκανὰ πρὸς σωτηρίαν ὅθεν, τοῖς κοινωνοῦσιν ἐν γνώσει τοῖς προμνημονευθεῖσιν αἱρετικοῖς ἢ συνηγοροῦσι, διαδίδουσι, ἢ ὑπεραμυνομένοις τῆς καινοφανοῦς αὐτῶν αἱρέσεως τοῦ οἰκουμενισμοῦ ἐν προσχήματι ἀδελφικῆς ἀγάπης, ἢ ὑποτιθεμένης ἑνώσεως τῶν διαχωρισθέντων Χριστιανῶν, Ἀνάθεμα» (Περιοδικό Ο Αγιορείτης, αρ. 18, Οκτώβριος 1983).
[34] Α΄ Πέτρ. γ΄, 15.
[35] Αγίου Νικοδήμου, Ερμηνεία εις τας επτά καθολικάς επιστολάς, Βενετία, 1806, σελ. 118.
[36] Τα τελούμενα σε διάφορες διαχριστιανικές και διαθρησκειακές τελετές (τα οποία μπορεί να βρει κανείς στο διαδίκτυο) δικαιολογούν πλήρως τον χαρακτηρισμό αυτόν. Για του λόγου το αληθές: https://www.youtube.com/watch?v=wjCKP3voAaU
[37] Τίτ. γ΄, 10.
[38] Είναι συγκλονιστική η επιστολή των Πατέρων της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου προς τους Ορθοδόξους της Κωνσταντινουπόλεως που είχαν διακόψει την κοινωνία με τον Νεστόριο: «Χαίρετε τοίνυν ἐν Κυρίῳ πάντοτε, καὶ πάλιν ἐρῶ, χαίρετεˑ κατήργηται γὰρ τὸ σκάνδαλον καὶ ἐξεῤῥιζώθη τὸ ζιζάνιον ἐκ τοῦ χωρίου τοῦ πνευματικοῦ γεωργίου. Ὑμεῖς δὲ ἀναζωπυρήσατε, καὶ λαβόντες τὸν θυρεὸν τῆς πίστεως, ἐκποδὼν ἐλάσατε τοὺς τῆς μιαρᾶς καὶ βεβήλου καινοτομίας ἐργάταςˑ ἔσται γὰρ ὑμῖν ὁ μισθὸς οὐκ ἐλάττων τῶν ἐνταῦθα κεκμηκότων» (Mansi 4, 1241). Δηλαδή, τιμή Πατέρων Οικουμενικής Συνόδου αποδίδεται στους αποτειχισθέντες Ορθοδόξους!
[39] Γερμανού Β΄ Κωνσταντινουπόλεως, Επιστολή Β΄ προς τους Κυπρίους στο Κωνσταντίνου Σάθα, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, τόμος Β΄, Βενετία,  1873, σελ. 18.
[40] Αντωνίου Μηλιαράκη, Ιστορία του Βασιλείου της Νικαίας, Αθήνα, 1898, σελ. 195.
[41] J.B. Pitra, Analecta sacra et classica spicilegio Solesmensi parata: Juris ecclesiastici graecorum selecta paralipomena, vol. 6, Paris, 1891, p. 248-249.
[42] Αναλυτικότερα στο Νικολάου Μάννη, Η διά χειραψίας υποταγή
[43] «Οὐδεμία ἀπειλὴ θὰ μᾶς ὁδηγήση εἰς ἐπανάληψιν τοῦ μνημοσύνου» (εφημερίδα Ορθόδοξος Τύπος, αρ. 135, 1 Μαρτίου 1971) και «Ὁ Μητροπολίτης Ἀμβρόσιος ἀπαντᾶ εἰς τὸν κ. Ἰ. Παναγόπουλον καὶ ἡ ἀπάντησις αὐτοῦ» (εφημερίδα Ορθόδοξος Τύπος, αρ. 138, 15 Απριλίου 1971).
[44] Ο Ιωάννης Καρμίρης (Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία, τόμ. Ι, έκδ. β΄, Αθήνα, 1960, σελ. 262) αναφέρει πως αυτή την γνώμη (με την οποία δηλώνει και ο ίδιος την συμφωνία του) έχουν οι Θεόδωρος Βαλσαμών, Νείλος Θεσσαλονίκης, Νείλος Ρόδου, Άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης, Άγιος Μάρκος Εφέσου, Γεννάδιος Σχολάριος, Δοσίθεος Ιεροσολύμων, Κωνσταντίνος Οικονόμου, Χρυσόστομος Παπαδόπουλος. Ο Παναγιώτης Τρεμπέλας (Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Α', 3η έκδ., Ο Σωτήρ, Αθήνα, 1997, σελ. 136, υποσημ. 53) προσθέτει και τους Μακάριο Αγκύρας, Ιωσήφ Βρυέννιο, Νεκτάριο Ιεροσολύμων, Άγιο Αθανάσιο Πάριο, Άγιο Νεκτάριο Πενταπόλεως. Ο δε Μητροπολίτης Ωρωπού και Φυλής Κυπριανός Γιούλης αναφέρει, με παραπομπές, σε σχετική εργασία του (Η Ιερά Μνήμη της Η΄ Αγίας Οικουμενικής Συνόδου, Φυλή, 2015, σελ. 10) πως την γνώμη αυτή συμμερίζονται, μεταξύ άλλων, και οι εξής νεότεροι θεολόγοι: Βασίλειος Στεφανίδης, Ιωάννης Ρωμανίδης, Γεώργιος Μεταλληνός, Ναυπάκτου Ιερόθεος Βλάχος, Σουηδίας Παύλος Μενεβίσογλου. Να σημειωθεί πως ως «Η΄ Οικουμενική» την αποκαλεί και η Πανορθόδοξος Σύνοδος του 1848 (Mansi 40, 383).
[45] Ο οικουμενιστής Πατριάρχης Αλεξανδρείας κ. Θεόδωρος δήλωσε για την Ψευδοσύνοδο της Κρήτης, στην οποία συμμετείχε, τα εξής φοβερά: «Αυτή όμως η Σύνοδος δεν ονομάστηκε 8η Οικουμενική Σύνοδος, διότι απουσιάζει η άλλη αδελφή Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, η Αγγλικανική Εκκλησία… Δηλαδή μετά που χωριστήκαν μετά το Σχίσμα η Εκκλησία μοιράστηκε σε πολλά κομμάτια κι έτσι δεν μπορέσαμε να δώσουμε το όνομα Οικουμενική, αλλά είπαμε Αγία και Μεγάλη Σύνοδος» (https://www.youtube.com/watch?v=ZpacCsCVIDY).
[46] Ήδη, και μετά την έκδοση της σχετικής με τον Ησυχασμό εκκλησιαστικής γραμματείας, υπάρχει εντονότερη η γνώμη ότι και οι Ησυχαστικές Σύνοδοι του ΙΔ΄ αιώνος, πληρούν τα κριτήρια για να θεωρηθούν ως Συνεδρίες μίας Συνόδου, η οποία μπορεί να αναγνωριστεί ως η «Θ΄ Οικουμενική Σύνοδος» (Πρωτ. Γεωργίου Μεταλληνού, Ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, πατέρας της Θ' Οικουμενικής Συνόδου, εκδ. Ιεράς Μονής Μεγάλου Μετεώρου, Άγια Μετέωρα, 2009).
[47] Πρβλ. Β΄ Θεσ. β΄, 3. Ο δε υιός της ανομίας «πάντας καταλύσει τοὺς θεοὺς, καὶ κελεύσει προσκυνεῖν αὐτὸν ἀντὶ τοῦ Θεοῦ, καὶ καθεσθήσεται εἰς τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ, οὐ τὸν ἐν Ἱεροσολύμοις μόνον, ἀλλὰ καὶ εἰς τὰς πανταχοῦ Ἐκκλησίας» (Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου, P.G. 62, 482).
[48] Πρβλ. Λουκ. ιβ΄, 32.
[49] Πρβλ. Ρωμ. ια΄, 5.
[50] Μια άλλου είδους παρερμηνεία, που είχε αντιμετωπιστεί επιτυχώς στο παρελθόν, με την παράθεση αυτών των ερμηνειών των Κανονολόγων, αφορούσε το αν έχουν δικαίωμα απομάκρυνσης από τον κηρύττοντα αίρεση και οι λαϊκοί ή μόνον οι κληρικοί.
[51] Απορίας άξιον είναι το ότι ενώ ο Σ. εκπλήσσεται για το ότι «ὑπάρχουν τόσοι πολλοὶ αὐτόκλητοι, δογματολόγοι, ἐκκλησιολόγοι, κανονολόγοι καὶ ἱστορικοί», δυστυχώς φαίνεται ότι δεν έχει ασχοληθεί όσο θα έπρεπε με τις ερμηνείες των κατεξοχήν Κανονολόγων, που δίνουν καθαρές απαντήσεις στα θέματα που μας απασχολούν.
[52] P. G. 137, σελ. 1068 και Ρ. Π. [Ράλλη–Ποτλή, Σύνταγμα των θείων και ιερών Κανόνων] Β´, 695.
[53] P. G. 137, σελ. 1069 και Ρ. Π. Β´, 694.
[54] P. G. 137, σελ. 1072 και Ρ. Π. Β´, 696.
[55] Πηδάλιον, 4η έκδ., Αθήνα, 1886, σελ. 292.
[56] Οἱ Κανόνες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μεθ᾿ ἐρμηνείας, τ. II, Novi Sad, σελ. 290-291. Μετάφραση π. Εἰρηναίου Μπούλοβιτς (http://www.hsir.org/Theology_el/3a3b004Ermhneia15-1&2.pdf).
[57] Η, κατεγνωσμένη πλέον παρά Συνόδων και Πατέρων, αίρεση του Οικουμενισμού, κηρύττεται γυμνή τη κεφαλή εδώ και σχεδόν έναν αιώνα. Οι Ορθόδοξοι, όλες αυτές τις δεκαετίες, έργω (δια της αποτειχίσεως) και λόγω (διά κειμένων) έχουν καταγγείλει την αίρεση του Οικουμενισμού, τις ενέργειες που την εξυπηρετούν (Πατριαρχική Εγκύκλιος [1920], Ημερολογιακή Καινοτομία [1924], Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών [1948], Άρση Αναθεμάτων [1965], Συμφωνίες σε Μπάλαμαντ και Σαμπεζύ [1993] κ.α.), καθώς και τους φορείς της (Κωνσταντινουπόλεως Μελέτιο, Βασίλειο, Αθηναγόρα, Δημήτριο και Βαρθολομαίο, Αυστραλίας Στυλιανό, Αμερικής Ιάκωβο, Περγάμου Ιωάννη κ.α.)
[58] ΟΔ΄ Κανόνας των Αγίων Αποστόλων.
[59] Κατά τον Άγιο Λιβέριο, Πάπα Ρώμης: «Οὐ γὰρ οἷόν τε συνόδῳ συναριθμηθῆναι τοὺς περὶ πίστιν ἀσεβοῦντας» (στο Μεγάλου Ἀθανασίου, Historia ArianorumP.G. 25, 736).
[60] «Χρὴ γὰρ πρῶτον πᾶσαν περὶ τῆς πίστεως διαφωνίαν ἐκκόπτεσθαι καὶ τότε τὴν περὶ τῶν πραγμάτων ἔρευναν ποιεῖσθαι» (αυτόθι). Μάλιστα δεν εξετάστηκε καν το (κανονικοδογματικό, κατά τον πολύ Ρωμανίδη) Ημερολογιακό Ζήτημα, το οποίο δημιούργησε μέγα σχίσμα στην Εκκλησία.
[61] ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΛΟΙΠΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΝ ΚΟΣΜΟΝ, §23 (https://www.holycouncil.org/-/rest-of-christian-world?inheritRedirect=true&redirect=%2F).
[62] Δεν είναι τυχαίο που οι Νεοεκκλησιολόγοι Οικουμενιστές αρνούνται την Ιεραποστολή προς τους ετεροδόξους, ενώ συστήνουν σε όσους εξ αυτών επιθυμούν να ενταχθούν στην Εκκλησία να παραμείνουν στην αιρετικές «Εκκλησίες» τους. Πολύ σημαντικό είναι και το γεγονός πως με το νέο τρόπο «μαρυρίας της Πίστεως» έχουν εγκαταλείψει παντελώς την λεγόμενη Αντιρρητική Θεολογία, γραπτά μνημεία της οποίας χαρακτηρίζουν κάθε περίοδο της εκκλησιαστικής ιστορίας, απομακρυνόμενοι έτσι και σε αυτόν τον τομέα από την Ορθοδοξία.
[63] ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ…, ό.π., §10 και §14.
[64] Η Εκκλησία εν συνόλω ποτέ δεν έκανε Διαλόγους με τις εκτός Αυτής «εκκλησίες», διότι αυτό θα σήμαινε ότι αφενός αναγνωρίζει την εκκλησιαστικότητά των (και έτσι αμφισβητείται η καθολικότητά της), αφετέρου ότι διαπραγματεύεται την Αλήθεια (και έτσι αμφισβητείται η αυτοσυνειδησία Της ότι κατέχει το πλήρωμα της αληθείας). Διαλόγους λοιπόν δεν έκανε η Εκκλησία, αλλά πρόσωπα της Εκκλησίας. Η Ψευδοσύνοδος όχι μόνο επικυρώνει τους Ψευδοδιαλόγους, αλλά καθορίζει ως γενικό συντονιστή τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως δίνοντας παπικό νόημα στον όρο «Οικουμενικός».
[65] ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ…, ό.π., §6.
[66] Αυτόθι, κλείσιμο κειμένου: «Δεόμεθα ὅπως οἱ Χριστιανοί ἐργασθῶσιν ἀπό κοινοῦ, ὥστε νά ἀποβῇ ἐγγύς ἡ ἡμέρα, καθ’ ἥν ὁ Κύριος θά ἐκπληρώσῃ τήν ἐλπίδα τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί «γενήσεται μία ποίμνη, εἷς ποιμήν» (Ἰω. 10,16)». Παρόμοιες ευχετήριες δηλώσεις είχε κάνει τόσο ο οικουμενιστής Πατριάρχης Δημήτριος («Νὰ μᾶς ἀξιώσει ὁ Θεὸς νὰ ἐπιστρατευθοῦμε στὴν κοινὴ πίστη τῶν μαρτύρων, διότι τότε θὰ ὑπάρχει πράγματι μία καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ ἐκκλησία» - περιοδικό Επιλογές, Ιανουαρίου 1988), όσο και ο οικουμενιστής Πατριάρχης Αθηναγόρας («Εἰς τήν κίνησιν πρός ἕνωσιν, δέν πρόκειται ἡ μία Ἐκκλησία νά βαδίσῃ πρός τήν ἄλλην, ἀλλ’ ὅλαι ὁμοῦ νά ἐπανιδρύσωμεν τήν Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν, ἐν συνυπάρξει εἰς τήν Ἀνατολήν καί τήν Δύσιν, ὅπως ἐζῶμεν μέχρι τοῦ 1054, παρά καί τάς τότε ὑφισταμένας θεολογικάς διαφοράς» - Πατριαρχικόν Μήνυμα ἐπί τῇ ἑορτῇ τῶν Χριστουγέννων 1967), με τους οποίους συμφωνεί και ο νυν οικουμενιστής Πατριάρχης Βαρθολομαίος («Ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ἡ ἱδρυθεῖσα ὑπό τοῦ ἐν “ἀρχῇ Λόγου”,  τοῦ “ὄντος πρός τόν Θεόν”, καί “Θεοῦ ὄντος” Λόγου, κατά τόν εὐαγγελιστήν τῆς ἀγάπης, δυστυχῶς κατά τήν ἐπί γῆς στρατείαν αὐτῆς, λόγῳ τῆς ὑπερισχύσεως τῆς ἀνθρωπίνης ἀδυναμίας καί τοῦ πεπερασμένου θελήματος τοῦ ἀνθρωπίνου νοός, διεσπάσθη ἐν χρόνῳ» - Προς Πατριάρχη Ιεροσολύμων: «Αμφότεροι φυλάσσσομεν πνευματικάς καί κυριαρχικάς Θερμοπύλας» http://www.amen.gr/article/oikoumenikos-patriarxis-pros-patriarxi-ierosolumwn-amfoteroi-fulsssomen-pneumatikas-kai-kuriarxikas-thermoplas-fwto ).

Πέμπτη 21 Σεπτεμβρίου 2017

Γενέθλιο τῆς Θεοτόκου Σερρῶν

04 opt

Ἑορτάσθηκε μὲ λαμπρότητα ἡ ἑορτὴ τοῦ Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου στὸν Ἱερὸ Ναὸ Γενέθλιο τῆς Θεοτόκου Σερρῶν. Ἀφ᾽ ἑσπέρας χοροστάτησε ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κ. Γρηγόριος μετὰ τῶν κληρικῶν τῆς Μητροπόλεως. Στὴν ἑσπερινὴ ὁμιλία του μίλησε γιὰ τὴν χαρὰ ποὺ ἐκφράζεται μέσω τῆς ἑορτῆς τοῦ Γενεθλίου καὶ τὶ κάνει ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος γιὰ νὰ μετἐχει αὐτῆς τῆς χαρᾶς. Ἀνήμερα τῆς ἑορτῆς ὁ Σεβασμιώτατος Θεσσαλονίκης κ. Γρηγόριος προΐστατο τῶν ἀκολουθιῶν καὶ τῆς Θείας Λειτουργίας. Στὴν Θεία λειτουργία συλλειτούργησε καὶ ὁ Σεβασμιώτατος Φιλίππων καί Μαρωνείας κ. Ἀμβρόσιος καθὼς καὶ κληρικοὶ τῆς Μητροπόλεως μας. 
 
Τὸν θεῖον λόγον τὸν ἐκφώνησε ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κ. Γρηγόριος ὁ ὁποῖος ἀναφέρθηκε στὴν Θεομητορικὴ ἑορτὴ τονίζοντας ἰδιαιτέρως τὸν ρόλο τῆς Παναγίας στὸ σωτηριολογικὸ ἔργο τῆς ἐνανθρωπήσεως. Ἐπίσης ἀναφέρθηκε στὴν σύγχρονη δημόσια παιδεία ἡ ὁποία εἶναι ἀποτέλεσμα πολλῶν κοινωνικῶν διεργασιῶν μὲ ἀνθρώπινες εὐθύνες. Τὰ σύγχρονα θρησκευτικὰ βιβλία μπορεῖ σήμερα νὰ ἀποτελοῦν τὸ ἐπίκεντρο ἐνδιαφέροντος καὶ πολλῶν σχολιασμῶν ὡστόσο ὅμως δεν εἶναι τίποτα ἄλλο παρὰ ἡ ἀποτύπωση τῆς παθογόνου κοινωνίας ποὺ βιώνουμε. Ἡ ἀπάντηση στὶς σύγχρονες προκλήσεις εἶναι ἡ βιωματικὴ ἐπανασύνδεση τοῦ σύγχρονου περιπλανόμενου Ἀδάμ στὴν κατάσταση τοῦ Παραδείσου. Ὁ τρόπος εἶναι ἁπλὸς καὶ ταυτόχρονα σύνθετος. Ἁπλὸς γιὰ ἐκεῖνον ποὺ ἁπλὰ πορεύεται στὴν ζωὴ του μὲ ἁπλὲς ἐπιλογὲς καὶ σύνθετος γιὰ ἐκεῖνον ποὺ σκέφτεται σύνθετα καὶ ἐπιλέγει τά δύσκολα μονοπάτια τῆς φθορᾶς καὶ τῆς ἁμαρτίας.

Μετὰ τὸ πέρας τῆς ἑόρτιας ἡμέρας παρετέθη πλούσια τράπεζα σὲ ὅλους τοὺς προσκυνητὲς τῆς ἐνορίας καθὼς καὶ στὸν ἱερὸ κλῆρο.