A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

Παρασκευή 22 Σεπτεμβρίου 2017

Η Ψευδοσύνοδος της Κρήτης: Προς Νέα Εκκλησία (Μέρος β΄)



(Απάντηση στο κείμενο του Επισκόπου Αβύδου κ. Κυρίλλου Κατερέλου «Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος τῆς Κρήτης: Νέα Εκκλησιολογία ἢ Πιστότητα στὴν Παράδοση;»)

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΕΔΩ: 
http://krufo-sxoleio.blogspot.gr/2017/09/blog-post_15.html

Νικολάου Μάννη
εκπαιδευτικού

Ε. Πριν προχωρήσουμε στην καθαρώς προτεσταντίζουσα πλευρά της Νέας Εκκλησιολογίας, όπως αυτή παρουσιάζεται στο επόμενο κεφάλαιο του εξεταζομένου κειμένου («Αἱρετικοὶ καὶ Ἑτερόδοξοι»), συνεχίζουμε την αναφορά με την εξέταση του καταταλαιπωρημένου ΙΕ΄ Κανόνος της Πρωτοδευτέρας Συνόδου, με την οποία φαίνεται τόσο η παπίζουσα, όσο και η προτεσταντίζουσα επιρροή στη Νέα αυτή Εκκλησιολογία των Οικουμενιστών.
Ο Σ. προβαίνει σε μια πρωτοφανή ερμηνευτική ανάλυση του Κανόνος τούτου, η οποία τον οδηγεί στις εξής εσφαλμένες, όπως θα αποδειχθεί, θέσεις (με την σειρά που παρουσιάστηκαν):
ε1. Όταν δεν υπάρχει προγενέστερη συνοδική καταδίκη του Πατριάρχου για αίρεση, ο Κανόνας δεν μπορεί να εφαρμοστεί,
ε2. Δεν υπάρχει απόδειξη ότι Πατριάρχης σήμερα κηρύττει κατεγνωσμένη αίρεση «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ»,
ε3. Η προσπάθεια προσέγγισης των ετεροδόξων δια του διαλόγου δεν συνιστά αίρεση,
ε4. Ο Κανόνας μιλώντας για αιρέσεις, εννοεί συγκεκριμένες αιρέσεις, καταδικασμένες μέχρι τότε, και δεν αφορά μεταγενέστερες χρονολογικά, γι’ αυτό και επίκληση και εφαρμογή του ήταν άγνωστη στην εκκλησιαστική γραμματεία επί αιώνες,
ε5. Μετά την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο, δεν υπάρχει άλλη Οικουμενική Σύνοδος στην Ορθόδοξη Εκκλησία και επομένως κάθε αίρεση μετά από την Σύνοδο αυτήν δεν είναι «κατεγνωσμένη»,
ε6. Η διακοπή της εκκλησιαστικής κοινωνίας εξ αιτίας κατεγνωσμένης αιρέσεως, δικαιολογείται μόνο σε περίπτωση που την κηρύττει Πατριάρχης και όχι αν την κηρύττει Επίσκοπος ή Μητροπολίτης, αναφέρεται δηλαδή αποκλειστικά στον ΙΕ΄ Κανόνα και όχι τους ΙΓ΄ και ΙΔ΄, άρα κάθε «αυθαίρετη πράξη» (σ. ημ. εννοεί την αποτείχιση) από πρεσβύτερο ή μοναχό αποκλείεται και
ε7. Οι αποφάσεις της Συνόδου της Κρήτης δεν δικαιολογούν την επίκληση του Κανόνος για Αποτείχιση.
Ας τα δούμε ένα ένα:
ε1. Η θέση αυτή δεν μπορεί να ισχύει, διότι ο Κανόνας είναι σαφής, αφού όχι μόνο αναφέρεται σε αίρεση «παρὰ τῶν ἁγίων συνόδων ἢ Πατέρωνκατεγνωσμένην» (και άρα αρκεί η κατάκριση της αιρέσεως από Πατέρες), αλλά διότι ξεκάθαρα ομιλεί για αποτείχιση «πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως».
Εκτός αυτού η θέση αυτή του Σ. δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή εξ αιτίας των εξής τριών ενδεικτικών παραδειγμάτων, από τα δεκάδες που βρίσκει κανείς στην εκκλησιαστική ιστορία:
α) Ποια Σύνοδος είχε καταδικάσει τους Επισκόπους Αντιοχείας Ευλάλιο, Ευφρόνιο, Φλάκιτο, Στέφανο, Λεόντιο και Ευδόξιο, ώστε να δικαιολογείται η, επί έτη, διακοπή εκκλησιαστικής κοινωνίας από τους, πιστούς στο Δόγμα της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, Ορθοδόξους, τους ονομαζομένους «Ευσταθιανούς»; Καμία! Και όμως ο Μέγας Αθανάσιος, Επίσκοπος Αλεξανδρείας, κοινωνούσε μαζί τους, ενώ διατελούσε σε ακοινωνησία με τους παραπάνω Επισκόπους[29].
β) Ποια Σύνοδος είχε καταδικάσει τον Κωνσταντινουπόλεως Δημόφιλο, ώστε οι Ορθόδοξοι να μην έχουν εκκλησιαστική κοινωνία μαζί του, αλλά να κοινωνούν με τον «σχισματικό» «παράλληλο» Επίσκοπο Σασίμων Γρηγόριο τον Θεολόγο, επί δέκα έτη; Καμία! Και όμως όταν συνήλθε τελικώς η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος ο Δημόφιλος καταδικάστηκε και οι Ορθόδοξοι επαινέθηκαν[30].
γ) Ποια Σύνοδος είχε καταδικάσει τον Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριο, όταν οι Ορθόδοξοι διέκοψαν την κοινωνία μαζί του, επειδή δεν δεχόταν την Παναγία μας ως Θεοτόκο; Καμία! Και όμως ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας τους προτού να συνέλθει η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος (η οποία τελικά καταδίκασε τον Νεστόριο), εγκωμίαζε την αποτείχιση των Ορθοδόξων και κοινωνούσε μαζί τους[31].
ε2. Προσφάτως ο σεβαστός Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Πήχος, Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Λογγοβάρδας Πάρου, κατέθεσε ενώπιον της Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος Κείμενο κατά του Πατριάρχου Βαρθολομαίου με τίτλο «Κατάγνωσις ετεροδιδασκαλιών, διατυπωθεισῶν ὑπὸ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου»[32], στο οποίο αποδεικνύεται ξεκάθαρα πως ο Πατριάρχης κηρύττει «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» την αίρεση του Οικουμενισμού.
Η δε αίρεση του Οικουμενισμού είναι κατεγνωσμένη όχι μόνο από ευσεβεστάτους Πατέρες σε όλο τον κόσμο (όπως, μεταξύ άλλων, ο Άγιος Ιωάννης Μαξίμοβιτς, ο Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς, ο π. Φιλόθεος Ζερβάκος, ο π. Σεραφείμ Ρόουζ), αλλά και από την Τοπική Σύνοδο των Ρώσων της Διασποράς το 1983 επί πρωθιεραρχίας του Αγίου Φιλαρέτου[33].
ε3. Η προσπάθεια προσέγγισης των ετεροδόξων δια του διαλόγου βεβαίως και δεν συνιστά αίρεση όταν οι Ορθόδοξοι:
α) Προ(σ)καλούνται να καταθέσουν την θέση τους και δεν συμμετέχουν σε μόνιμες «Επιτροπές Διαλόγου». Οι μόνιμες μεικτές (αποτελούμενες δηλαδή από Ορθοδόξους και αιρετικούς) επιτροπές θεολογικών διαλόγων είναι κάτι το πρωτοφανές στην ιστορία της Εκκλησίας. Η ενότητα της Εκκλησίας εξ αρχής διασαλεύθηκε με τις αποσχίσεις αιρετικών και σχισματικών από το Σώμα Της, πουθενά όμως δεν θα συναντήσει κανείς τέτοιον τρόπο διαλόγου. Πουθενά δεν θα βρει κανείς επιτροπή που να αποτελείται φερ᾿ ειπείν από εκπρόσωπο των Ορθοδόξων, από εκπρόσωπο των Αρειανοφρόνων, από εκπρόσωπο των Μανιχαίων και από εκπρόσωπο των Νοβατιανών και να διαλέγονται! Αντιθέτως, και κατά την αποστολική επιταγή «ἕτοιμοι ἀεὶ πρὸς ἀπολογίαν παντὶ τῷ αἰτοῦντι»[34], οι Ορθόδοξοι οφείλουν όταν «οἱ ἄπιστοι, ἢ οἱ αἱρετικοὶ ζητοῦσι λόγον διὰ τὴν πίστιν… νὰ δίδουν ἀπόκρισιν πρὸς τοὺς ἐρωτῶντας»[35],
β) Επικεντρώνονται στον διάλογο χωρίς να παραβαίνουν τους Ιερούς Κανόνες με συμπροσευχές, τελετές και θεατρινισμούς [36], στο όνομα μιας δήθεν «αγάπης», και
γ) Γνωρίζουν ότι ένας διάλογος δεν είναι ατέρμονος, αλλά κινείται μέσα στα όρια που έθεσε το Πνεύμα το Άγιο διά του Αποστόλου: «αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ»[37].
Πρότυπο ενός τέτοιου, συμφώνου με τα παραπάνω, διαλόγου αποτελεί ο διάλογος που έκανε ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμίας ο Τρανός με τους Λουθηρανούς. Οι δε Οικουμενιστες απέχουν παρασάγγας από έναν τέτοιον τρόπο διαλόγου και με τον δικό τους τρόπο αποδεικνύουν ότι δεν θεωρούν πως ως Ορθόδοξοι κατέχουμε την Αλήθεια. Αυτό όμως συνιστά όχι μόνο αίρεση, αλλά και άρνηση της Πίστεως!
ε4. Ο Σ. φαίνεται ότι δεν κατανοεί πως δεν είναι ο Κανόνας που καθορίζει την πράξη, αλλά η πράξη που επικυρώνεται διά του Κανόνος. Αν απομονώσουμε τον ΙΕ΄ Κανόνα της Πρωτοδευτέρας είναι αναμενόμενο να προβούμε σε συμπεράσματα πόρρω απέχοντα από την αλήθεια. Αν τον εξετάσουμε όμως σε σχέση με την πράξη της Εκκλησίας, τότε μπορούμε να τον ερμηνεύσουμε ορθώς. Διότι η μέχρι τότε πράξη της Εκκλησίας αποδεικνύει πως όσοι για κάποια αίρεση, κατακεκριμένη από Συνόδους ή Πατέρες, διέκοπταν κοινωνία με τον προϊστάμενό τους, όταν εκείνος την κήρυττε φανερά, όχι μόνο δεν επέσυρε επιτίμια η πράξη τους, αλλά αξιώνονταν και τιμής[38]Επομένως ο Κανόνας δεν μας λέει κάτι που δεν γινόταν ήδη επί 861 χρόνια. Προς τι ο Σ. μας αναφέρει ότι η επίκληση του Κανόνος ήταν άγνωστη στην εκκλησιαστική γραμματεία μέχρι κάποια στιγμή; Μήπως και προ του 861 δεν εφάρμοζαν οι Ορθόδοξοι το πνεύμα του Κανόνος, παρά την έλλειψη του γράμματος; Άλλωστε και ο, συναφής με τον παραπάνω Κανόνα, ΛΑ΄ Αποστολικός Κανόνας, μεταφέρει ακριβώς το ίδιο πνεύμα.
Αξίζει να αναφερθεί πως υπάρχουν πάμπολλα παραδείγματα αποτειχίσεων Ορθοδόξων, εκ της, μετά το 861, εκκλησιαστικής ιστορίας, που φανερώνουν ότι αυτές αφορούν και μεταγενέστερες του 861 αιρέσεις, και κυρίως τις αιρέσεις που γέννησε, ή και αναγέννησε, ο Παπισμός. Ένα μόνο ενδεικτικό παράδειγμα είναι το παρακάτω. Στο α΄ μισό του ΙΓ΄ αιώνος δύο μεγάλες εκκλησιαστικές προσωπικότητες της εποχής, ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γερμανός ο Β΄ και ο Αρχιεπίσκοπος Αχρίδος Δημήτριος Χωματιανός συστήνουν στους Ορθοδόξους να διακόψουν την εκκλησιαστική κοινωνία με εκείνους που υποτάχθηκαν στους Λατίνους. Ο μεν Γερμανός αποστέλλει επιστολή προς τους Κυπρίους στην οποία γράφει, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Ὅσοι τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας ἐστὲ τέκνα γνήσια,φεύγειν ὅλῳ ποδὶ ἀπὸ τῶν ὑποπεσόντων ἱερέων τῇ λατινικῇ ὑποταγῇ, καὶ μηδὲ εἰς ἐκκλησίαν τούτοις συνάγεσθε, μηδὲ εὐλογίαν ἐκ τῶν χειρῶν αὐτῶν δέχεσθε τὴν τυχοῦσανˑ κρεῖσσον γάρ ἐστιν ἐν τοῖς οἴκοις ὑμῶν τῷ Θεῷ προσεύχεσθαι καταμόνας, ἢ ἐπ' ἐκκλησίας συνάγεσθαι μετὰ τῶν λατινοφρόνων ὑποταγάτων»[39]. Ο δε Χωματιανός σε απάντησή του προς τους Έλληνες μοναχούς της αγιορειτικής Μονής Ιβήρων, οι οποίοι τον ρώτησαν «ἂν δύνανται νὰ κοινωνῶσι τοῦ λοιποῦ πρὸς τοὺς ἀποσκιρτήσαντας Ἴβηρας τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησίας»[40], τους απάντησε ως εξής: «ἀποφαινόμεθα, ὡς οὐκ ἐξόν ἐστι ἐν οὐδενὶ κοινωνεῖν τοὺς Γραικοὺς τοῖς Ἴβηρσι μοναχοῖς, καὶ ὅσοι τούτοις ομόφρονες, ὡς ἀναμαξαμένοις τῶν Ἰταλῶν ἐθῶν τε καὶ θρησκευμάτων, ὅσα τῆς καθ' ἡμᾶς ἁγίας γεγόνασι ἔκβλητα· οὔτε γὰρ ἐν προσευχαῖς οὐδέποτε οὐδαμῶς τούτοις συστήσονται, οὔτε αλλήλοις, ἢ τῶν θείων ἁγιασμάτων, ἢ προβολῆς ἡγουμενικῆς, καὶ ἐτεροίων τοιωνδέτινων μεταδώσουσιν»[41]. Σημειωτέον πως οι «αποσκιρτήσαντες Ίβηρες» δεν είχαν κηρύξει κάποια αίρεση «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ», αλλά το μόνο που έπραξαν ήταν να δώσουν την λεγόμενη «χειραψία υποταγής» προς τον τοπικό Λατίνο επίσκοπο[42].
ε5. Ο Σ. δηλώνει τη συμφωνία του με την αυθαίρετη, όπως θα δούμε, γνώμη που εξέφρασε το 1971 ο δικηγόρος Ιωάννης Παναγόπουλος, σε επικριτικά του κείμενα κατά της ενέργειας του μακαριστού Ελευθερουπόλεως Αμβροσίου να παύσει τη μνημόνευση του ονόματος του τότε Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Αθηναγόρου. Σύμφωνα με αυτήν, για να εφαρμοστεί ο ΙΕ΄ Κανόνας απαραίτητη προϋπόθεση δεν είναι η αίρεση να είναι κατεγνωσμένη «παρὰ Συνόδων ἢ Πατέρων», αλλά υπό Οικουμενικών Συνόδων! Μεταφέροντας την αυθαίρετη - και φανερώς ενάντια στο γράμμα και το πνεύμα του Κανόνος - γνώμη αυτή, ο Σ. επιδιώκει τον ίδιο σκοπό που επεδίωκε τότε και ο Παναγόπουλος: να παραστήσει τις αιρέσεις των Παπικών ως μη κατεγνωσμένες υπό Οικουμενικών Συνόδων, και να δικαιολογηθούν τοιουτοτρόπως οι φιλοπαπικές ενέργειες και δηλώσεις του Αθηναγόρου – και του διαδόχου του κ. Βαρθολομαίου σήμερα - και των υπολοίπων Οικουμενιστών.
Δυστυχώς ο Σ. αγνοεί (δεν θέλω να πιστέψω πως αποκρύπτει) τις συντριπτικές απαντήσεις του Ελευθερουπόλεως Αμβροσίου προς τον Ι. Παναγόπουλο[43]. Ιδίως στην δεύτερη απάντησή του καταρρίπτει παντελώς τις θέσεις του κ. Παναγόπουλου. Αφού επισημαίνει το αυτονόητο (πως δηλαδή ο Κανόνας δεν αξιοί την καταδίκη της αιρέσεως από Οικουμενική Σύνοδο, αλλά αρκεί και Τοπική Σύνοδος ή και η γνώμη Πατέρων), αποδεικνύει με ιστορικά στοιχεία πως οι αιρέσεις του Παπισμού είναι κατεγνωσμένες από τις Συνόδους του 867, του 879, του 1009, του 1054, του 1341, του 1347, του 1351, του 1440, του 1441, του 1443, του 1450, του 1484, του 1722, του 1727, του 1838, του 1848, του 1895.
Πρέπει μάλιστα να σημειωθεί πως ιδίως η Σύνοδος του 879  επί Μεγάλου Φωτίου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, έχει όλα τα γνωρίσματα και θεωρείται στη συνείδηση των Ορθοδόξων ως Οικουμενική Σύνοδος[44], αφού μάλιστα συμμετείχε σε αυτήν και η, πάλαι ποτέ Ορθόδοξος, Τοπική Εκκλησία της Ρώμης. Πάντως το επιχείρημα πως Οικουμενική Σύνοδος δεν είναι δυνατόν να συνέλθει μετά την απόσχιση της Τοπικής Εκκλησίας της Ρώμης[45] δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό, διότι τότε ούτε μετά την απόσχιση των, πάλαι ποτέ Ορθοδόξων, Τοπικών Εκκλησιών σε περιοχές της Ασίας και της Αφρικής (όπως της Ασσυριακής των Νεστοριανών ή τις Προχαλκηδόνιες των Μονοφυσιτών) μετά την Γ΄ και Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο, θα μπορούσε να γίνει Οικουμενική Σύνοδος, αφού κατά την οικουμενιστική σκέψη η Εκκλησία ήταν πλέον διηρημένη. Όμως όπως ούτε η αποστασία των λεγομένων «Προχαλκηδόνιων Εκκλησιών» δεν εμπόδισε την σύγκληση της Ε΄, της Στ΄ και της Ζ΄ (και της Η΄ αν θέλετε) Οικουμενικής Συνόδου, έτσι και η αποστασία της «Παπικής Εκκλησίας» δεν μπορεί να εμποδίσει την σύγκληση Οικουμενικής Συνόδου[46], όπως ακόμη και η προφητευθείσα αποστασία[47] όλων των Τοπικών Εκκλησιών δεν θα μπορέσει να εμποδίσει το, ανά την οικουμένη διεσπαρμένο, μικρό ποίμνιο[48], το λείμμα της Χάριτος[49], να συγκαλέσει Οικουμενική Σύνοδο, αν αυτό είναι το θέλημα του Θεού, διότι οι Ορθόδοξοι έχουμε την βαθεία πεποίθηση πως η Θεία Χάρις τα ασθενή θεραπεύει και τα ελλείποντα αναπληρώνει.
ε6. Σφάλλει μεγάλως ο σεβαστός Σ. όταν ισχυρίζεται από τους Κανόνες ΙΓ΄, ΙΔ΄ και ΙΕ΄ της Πρωτοδευτέρας η διακοπή μνημοσύνου δικαιολογείται μόνο «στὴν τρίτη περίπτωση, δηλ. μόνο σὲ περίπτωση αἵρεσης τοῦ Πατριάρχου». Η θέση αυτή[50], ότι δηλαδή μόνο σε Πατριάρχη μπορεί να εφαρμοστεί η διακοπή μνημοσύνου και όχι σε Μητροπολίτη ή Επίσκοπο, αποδεικνύεται εσφαλμένη εύκολα, αρκεί κανείς να παραθέσει τις ερμηνείες των εγκρίτων Κανονολόγων[51]:
α) Του Βαλσαμώνος: «Εἰ γὰρ μὴ δι᾿ ἐγκληματικὴν αἰτίαν, ἀλλὰ δι᾿ αἳρεσιν χωρίσῃ τις ἑαυτὸν ἀπὸ τοῦ ἐπισκόπου αὐτοῦ ἢ τοῦ Μητροπολίτου ἢ τοῦ Πατριάρχου ὡς ἐπ᾿ Ἐκκλησίας διδάσκοντος ἀνερυθριάστως διδάγματά τινα ἀπηλλοτριωμένα τοῦ ὀρθοῦ δόγματος, ὁ τοιοῦτος καὶ πρὸ ἐντελοῦς διαγνώσεωςπολλῷ δὲ πλέον καὶ μετὰ διάγνωσιν. Ἐὰν ἑαυτὸν ἀποτειχίσῃ, ἤγουν χωρίσῃ ἐκ τῆς κοινωνίας τοῦ πρώτου αὐτοῦ, οὐ μόνον οὐ τιμωρηθήσεται, ἀλλὰ καὶ τιμηθήσεται, ὡς ὀρθόδοξος»[52].
 β) Του Ζωναρά: «Εἰ δ᾿ ὁ πατριάρχης τυχὸν ἢ μητροπολίτης, ἢ ὁ ἐπίσκοπος αἱρετικὸς εἴη, καὶ τοιοῦτος ὡς δημοσίᾳ, κηρύττειν τὴν αἵρεσιν, καὶ γυμνῇ τῇ κεφαλῇ, ἀντὶ τοῦ, ἀνυποστόλως καὶ μετὰ παρησίας, διδάσκει τὰ αἱρετικὰ δόγματα, οἱ ἀποσχίζοντες αὐτοῦ, ὅποιοι ἂν εἶεν, οὐ μόνον κολάσεως ἄξιοι οὐκ ἔσονται διὰ τοῦτο, ἀλλὰ καὶ τιμῆς, ὡς ὀρθόδοξοι, ἀξιωθήσονται, χωρίζοντες ἑαυτοὺς τῆς τῶν αἱρετικῶν κοινωνίας»[53].
γ) Του Αριστηνού: «Εἰ δέ τινες ἀποσταῖεν τινος οὐ διά πρόφασιν ἐγκλήματος ἀλλά δι᾿ αἵρεσιν ὑπό συνόδου ἤ ἁγίων Πατέρων κατεγνωσμένην τιμῆς καί ἀποδοχῆς ἄξιοι ὡς ὀρθόδοξοι»[54].
δ) Του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου: «Ἐὰν δὲ οἱ ρηθέντες πρόεδροι ἦναι αἱρετικοί, καὶ τὴν αἵρεσιν αὐτῶν κηρύττουσι παρρησία, καὶ διὰ τοῦτο χωρίζονται οἱ εἰς αὐτοὺς ὑποκείμενοι, καὶ πρὸ τοῦ νὰ γένῃ ἀκόμη συνοδικὴ κρίσης περὶ τῆς αἱρέσεως ταύτης, οἱ χωριζόμενοι αὐτοί, ὄχι μόνον διὰ τὸν χωρισμὸν δὲν καταδικάζονται, ἀλλὰ καὶ τιμῆς τῆς πρεπούσης ὡς ὀρθόδοξοι, εἶναι ἄξιοι, ἐπειδή, ὄχι σχίσμα ἐπροξένησαν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν μὲ τὸν χωρισμὸν αὐτόν, ἀλλὰ μᾶλλον ἐλευθέρωσαν τὴν Ἐκκλησίαν ἀπὸ τὸ σχίσμα καὶ τὴν αἵρεσιν τῶν ψευδεπισκόπων αὐτῶν»[55].
ε) Του Νικοδήμου Μίλα: «Καθορίσας ταῦτα περὶ τῆς πρὸς τὸν Πατριάρχην ὑπακοῆς, ὁ Κανὼν ποιεῖται γενικὴν παρατήρησιν καὶ ἐπὶ τῶν τριῶν (ΙΓʹ-ΙΕʹ) Κανόνων, δι᾿ ἧς λέγει, ὅτι τὰ ἐκδοθέντα προστάγματα ἰσχύουσι μόνον καθ᾿ ἢν περίπτωσιν ὑπεισάγονται σχίσματα ἕνεκεν ἀναποδείκτων τινῶν παραβάσεων τοῦ Πατριάρχου, τοῦ Μητροπολίτου καὶ τοῦ ᾿Επισκόπου. ᾿Εὰν ὅμως ᾿Επίσκοπός τις ἢ Μητροπολίτης ἢ Πατριάρχης ἄρξηται νὰ διακηρύττῃ δημοσίᾳ ἐπ᾿ ἐκκλησίας αἱρετικήν τινα διδαχήν, ἀντικειμένην πρὸς τὴν ᾿Ορθοδοξίαν, τότε οἱ προαναφερθέντες κέκτηνται δικαίωμα ἅμα καὶ χρέος ν᾿ ἀποσχοινισθῶσι πάραυτα τοῦ ᾿Επισκόπου, Μητροπολίτου καὶ Πατριάρχου ἐκείνου, διὸ οὐ μόνον εἰς οὐδεμίαν θέλουσιν ὑποβληθῆ κανονικὴν ποινήν, ἀλλὰ θέλουσι καὶ ἐπαινεθῆ εἰσέτι, καθ᾿ ὅσον διὰ τούτου δὲν κατέκριναν καὶ δὲν ἐπανεστάτησαν ἐναντίον τῶν νομίμων ᾿Επισκόπων, ἀλλ᾿ ἐναντίον ψευδεπισκόπων καὶ ψευδοδιδασκάλων, οὔτε καὶ ἐγκατέστησαν τοιουτοτρόπως σχῖσμα ἐν τῇ ᾿Εκκλησίᾳ, ἀλλ᾿ ἀντιθέτως, ἀπήλλαξαν τὴν ᾿Εκκλησίαν, ἐν ὅσῳ ἠδυνήθησαν, τοῦ σχίσματος καὶ τῆς διαιρέσεως»[56].
Επιπροσθέτως και ο συναφής ΛΑ΄ Κανόνας των Αγίων Αποστόλων μιλάει για Επίσκοπο γενικώς και όχι ειδικώς για Πατριάρχη.
ε7. Αν και κανείς Ορθόδοξος δεν έπρεπε να περιμένει τις αποφάσεις της «Αγίας και Μεγάλης Συνόδου» της Κρήτης για να προβεί σε Αποτείχιση[57], εν τούτοις η εν λόγω Σύνοδος, είναι Ψευδοσύνοδος (δηλαδή Ληστρική και Κακόδοξος) διότι:
α) Συμμετείχαν σε αυτήν επίσκοποι ασεβούντες περί την Πίστη, οι οποίοι διατελούν υπό κατηγορία «παρὰ ἀξιοπίστων ἀνθρώπων»[58] επί κακοδοξία[59].
β) Όχι μόνο δεν εξετάστηκε η διαφωνία περί την Πίστη[60] που έχει προκύψει στην Εκκλησία, το αν δηλαδή ο Οικουμενισμός είναι αίρεση ή ορθόδοξη μαρτυρία, αλλά αντιθέτως η, εδώ και έναν σχεδόν αιώνα, ενεργός συμμετοχή στην «Οικουμενική Κίνηση» επικυρώθηκε συνοδικώς και αποφασίστηκε η συνέχισή της .
γ) Καινοτόμησε ως προς τον τρόπο μαρτυρίας της Πίστεως προς τους εκτός Εκκλησίας, θεωρώντας ως μόνο ενδεδειγμένο τους συγχρόνους Ψευδοδιαλόγους. Αποκαλώντας δε ως «προσηλυτισμό», «ουνία» και «προκλητική ενέργεια ομολογιακού ανταγωνισμού»[61] κάθε διαφορετικό τρόπο μαρτυρίας, από αυτόν που η ίδια θεωρεί ενδεδειγμένο, κατακρίνει ουσιαστικά την Εκκλησία για τον τρόπο μαρτυρίας της Πίστεως, προς τους εκτός Αυτής, που χρησιμοποιούσε επί 20 αιώνες (μέχρι δηλαδή την εμφάνιση της «Οικουμενικής Κινήσεως») και εισάγει νέο τρόπο μαρτυρίας[62].
δ) Εισήγαγε στην Ορθόδοξη Εκκλησία ένα είδος «Πρωτείου» του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, στον οποίο δίνει ειδικές αρμοδιότητες συντονισμού[63] των Ψευδοδιαλόγων[64].
ε) Ευαγγελίζεται την ίδρυση «Νέας Εκκλησίας», ομολογώντας αφενός μεν την ύπαρξη άλλων «Εκκλησίων» (μέσα από την αποδοχή της ιστορικής ονομασίας αυτών[65]), αφετέρου δε - κεκαλυμμένως - την ανυπαρξία της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας[66].
Και μόνο για αυτούς τους λόγους θα έπρεπε όλοι όσοι θέλουν να παραμείνουν Ορθόδοξοι, να διακόψουν την εκκλησιαστική κοινωνία με τους Νεοεκκλησιολόγους Οικουμενιστές και να εργαστούν για την σύγκληση μιας αληθινής Αγίας και Μεγάλης Συνόδου.


(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΕΛΟΥΣ


[29] Σωζομενός, Εκκλησιαστική Ιστορία, P.G. 67, 1099.
[30] Βασιλείου Σμύρνης, Περί του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, Αθήνα, 1903, σελ. 111-129.
[31] «Ἀσπίλους καὶ ἀμώμους ἑαυτοὺς τηρήσατε, μήτε κοινωνοῦντες τῷ μνημονευθέντι μήτε μὴν ὡς διδασκάλῳ προσέχοντες, εἰ μένοι λύκος ἀντὶ ποιμένος καὶ μετὰ ταύτην ἡμῶν τὴν ὑπόμνησιν τὴν πρὸς αὐτὸν γενομένην φρονεῖν ἕλοιτο τὰ διεστραμμένα. τοῖς δέ γε τῶν κληρικῶν ἤτοι λαϊκῶν διὰ τὴν ὀρθὴν πίστιν κεχωρισμένοις ἢ καθαιρεθεῖσι παρ’ αὐτοῦ κοινωνοῦμεν ἡμεῖς, οὐ τὴν ἐκείνου κυροῦντες ἄδικον ψῆφον, ἐπαινοῦντες δὲ μᾶλλον τοὺς πεπονθότας» (P.G. 77, 125).
[33] «Τοῖς βάλλουσι κατὰ τῆς ᾿Εκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καὶ διδάσκουσιν ὅτι ἡ τοῦ Χριστοῦ ᾿Εκκλησία μεμέρισται ἐν οὕτω καλουμένοις "κλάδοις", οἵτινες διαφέρουσιν ἀλλήλων ἐν διδασκαλίᾳ καὶ τρόπῳ ζωῆς, ἢ ὅτι ἡ ᾿Εκκλησία οὐχ ὑφίσταται ὁρατῶς, ἀλλ᾿ ἀπαρτισθήσεται ἐν τῷ μέλλοντι, ὅταν ἅπαντες οἱ "κλάδοι" ἢ τμήματα ἢ ὁμολογίαι ἢ προσέτι καὶ θρησκεῖαι ἑνωθῶσιν ἐν ἑνὶ σώματι· καὶ οἵτινες οὐ διακρίνουσι τὴν ἱερωσύνην καὶ τὰ μυστήρια τῆς ᾿Εκκλησίας ἀπὸ τὴν ἱερωσύνην καὶ τὰ μυστήρια τῶν αἱρετικῶν, ἀλλὰ λέγουσιν ὅτι τὸ βάπτισμα καὶ ἡ εὐχαριστία τῶν αἱρετικῶν εἰσὶν ἱκανὰ πρὸς σωτηρίαν ὅθεν, τοῖς κοινωνοῦσιν ἐν γνώσει τοῖς προμνημονευθεῖσιν αἱρετικοῖς ἢ συνηγοροῦσι, διαδίδουσι, ἢ ὑπεραμυνομένοις τῆς καινοφανοῦς αὐτῶν αἱρέσεως τοῦ οἰκουμενισμοῦ ἐν προσχήματι ἀδελφικῆς ἀγάπης, ἢ ὑποτιθεμένης ἑνώσεως τῶν διαχωρισθέντων Χριστιανῶν, Ἀνάθεμα» (Περιοδικό Ο Αγιορείτης, αρ. 18, Οκτώβριος 1983).
[34] Α΄ Πέτρ. γ΄, 15.
[35] Αγίου Νικοδήμου, Ερμηνεία εις τας επτά καθολικάς επιστολάς, Βενετία, 1806, σελ. 118.
[36] Τα τελούμενα σε διάφορες διαχριστιανικές και διαθρησκειακές τελετές (τα οποία μπορεί να βρει κανείς στο διαδίκτυο) δικαιολογούν πλήρως τον χαρακτηρισμό αυτόν. Για του λόγου το αληθές: https://www.youtube.com/watch?v=wjCKP3voAaU
[37] Τίτ. γ΄, 10.
[38] Είναι συγκλονιστική η επιστολή των Πατέρων της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου προς τους Ορθοδόξους της Κωνσταντινουπόλεως που είχαν διακόψει την κοινωνία με τον Νεστόριο: «Χαίρετε τοίνυν ἐν Κυρίῳ πάντοτε, καὶ πάλιν ἐρῶ, χαίρετεˑ κατήργηται γὰρ τὸ σκάνδαλον καὶ ἐξεῤῥιζώθη τὸ ζιζάνιον ἐκ τοῦ χωρίου τοῦ πνευματικοῦ γεωργίου. Ὑμεῖς δὲ ἀναζωπυρήσατε, καὶ λαβόντες τὸν θυρεὸν τῆς πίστεως, ἐκποδὼν ἐλάσατε τοὺς τῆς μιαρᾶς καὶ βεβήλου καινοτομίας ἐργάταςˑ ἔσται γὰρ ὑμῖν ὁ μισθὸς οὐκ ἐλάττων τῶν ἐνταῦθα κεκμηκότων» (Mansi 4, 1241). Δηλαδή, τιμή Πατέρων Οικουμενικής Συνόδου αποδίδεται στους αποτειχισθέντες Ορθοδόξους!
[39] Γερμανού Β΄ Κωνσταντινουπόλεως, Επιστολή Β΄ προς τους Κυπρίους στο Κωνσταντίνου Σάθα, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, τόμος Β΄, Βενετία,  1873, σελ. 18.
[40] Αντωνίου Μηλιαράκη, Ιστορία του Βασιλείου της Νικαίας, Αθήνα, 1898, σελ. 195.
[41] J.B. Pitra, Analecta sacra et classica spicilegio Solesmensi parata: Juris ecclesiastici graecorum selecta paralipomena, vol. 6, Paris, 1891, p. 248-249.
[42] Αναλυτικότερα στο Νικολάου Μάννη, Η διά χειραψίας υποταγή
[43] «Οὐδεμία ἀπειλὴ θὰ μᾶς ὁδηγήση εἰς ἐπανάληψιν τοῦ μνημοσύνου» (εφημερίδα Ορθόδοξος Τύπος, αρ. 135, 1 Μαρτίου 1971) και «Ὁ Μητροπολίτης Ἀμβρόσιος ἀπαντᾶ εἰς τὸν κ. Ἰ. Παναγόπουλον καὶ ἡ ἀπάντησις αὐτοῦ» (εφημερίδα Ορθόδοξος Τύπος, αρ. 138, 15 Απριλίου 1971).
[44] Ο Ιωάννης Καρμίρης (Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία, τόμ. Ι, έκδ. β΄, Αθήνα, 1960, σελ. 262) αναφέρει πως αυτή την γνώμη (με την οποία δηλώνει και ο ίδιος την συμφωνία του) έχουν οι Θεόδωρος Βαλσαμών, Νείλος Θεσσαλονίκης, Νείλος Ρόδου, Άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης, Άγιος Μάρκος Εφέσου, Γεννάδιος Σχολάριος, Δοσίθεος Ιεροσολύμων, Κωνσταντίνος Οικονόμου, Χρυσόστομος Παπαδόπουλος. Ο Παναγιώτης Τρεμπέλας (Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Α', 3η έκδ., Ο Σωτήρ, Αθήνα, 1997, σελ. 136, υποσημ. 53) προσθέτει και τους Μακάριο Αγκύρας, Ιωσήφ Βρυέννιο, Νεκτάριο Ιεροσολύμων, Άγιο Αθανάσιο Πάριο, Άγιο Νεκτάριο Πενταπόλεως. Ο δε Μητροπολίτης Ωρωπού και Φυλής Κυπριανός Γιούλης αναφέρει, με παραπομπές, σε σχετική εργασία του (Η Ιερά Μνήμη της Η΄ Αγίας Οικουμενικής Συνόδου, Φυλή, 2015, σελ. 10) πως την γνώμη αυτή συμμερίζονται, μεταξύ άλλων, και οι εξής νεότεροι θεολόγοι: Βασίλειος Στεφανίδης, Ιωάννης Ρωμανίδης, Γεώργιος Μεταλληνός, Ναυπάκτου Ιερόθεος Βλάχος, Σουηδίας Παύλος Μενεβίσογλου. Να σημειωθεί πως ως «Η΄ Οικουμενική» την αποκαλεί και η Πανορθόδοξος Σύνοδος του 1848 (Mansi 40, 383).
[45] Ο οικουμενιστής Πατριάρχης Αλεξανδρείας κ. Θεόδωρος δήλωσε για την Ψευδοσύνοδο της Κρήτης, στην οποία συμμετείχε, τα εξής φοβερά: «Αυτή όμως η Σύνοδος δεν ονομάστηκε 8η Οικουμενική Σύνοδος, διότι απουσιάζει η άλλη αδελφή Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, η Αγγλικανική Εκκλησία… Δηλαδή μετά που χωριστήκαν μετά το Σχίσμα η Εκκλησία μοιράστηκε σε πολλά κομμάτια κι έτσι δεν μπορέσαμε να δώσουμε το όνομα Οικουμενική, αλλά είπαμε Αγία και Μεγάλη Σύνοδος» (https://www.youtube.com/watch?v=ZpacCsCVIDY).
[46] Ήδη, και μετά την έκδοση της σχετικής με τον Ησυχασμό εκκλησιαστικής γραμματείας, υπάρχει εντονότερη η γνώμη ότι και οι Ησυχαστικές Σύνοδοι του ΙΔ΄ αιώνος, πληρούν τα κριτήρια για να θεωρηθούν ως Συνεδρίες μίας Συνόδου, η οποία μπορεί να αναγνωριστεί ως η «Θ΄ Οικουμενική Σύνοδος» (Πρωτ. Γεωργίου Μεταλληνού, Ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, πατέρας της Θ' Οικουμενικής Συνόδου, εκδ. Ιεράς Μονής Μεγάλου Μετεώρου, Άγια Μετέωρα, 2009).
[47] Πρβλ. Β΄ Θεσ. β΄, 3. Ο δε υιός της ανομίας «πάντας καταλύσει τοὺς θεοὺς, καὶ κελεύσει προσκυνεῖν αὐτὸν ἀντὶ τοῦ Θεοῦ, καὶ καθεσθήσεται εἰς τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ, οὐ τὸν ἐν Ἱεροσολύμοις μόνον, ἀλλὰ καὶ εἰς τὰς πανταχοῦ Ἐκκλησίας» (Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου, P.G. 62, 482).
[48] Πρβλ. Λουκ. ιβ΄, 32.
[49] Πρβλ. Ρωμ. ια΄, 5.
[50] Μια άλλου είδους παρερμηνεία, που είχε αντιμετωπιστεί επιτυχώς στο παρελθόν, με την παράθεση αυτών των ερμηνειών των Κανονολόγων, αφορούσε το αν έχουν δικαίωμα απομάκρυνσης από τον κηρύττοντα αίρεση και οι λαϊκοί ή μόνον οι κληρικοί.
[51] Απορίας άξιον είναι το ότι ενώ ο Σ. εκπλήσσεται για το ότι «ὑπάρχουν τόσοι πολλοὶ αὐτόκλητοι, δογματολόγοι, ἐκκλησιολόγοι, κανονολόγοι καὶ ἱστορικοί», δυστυχώς φαίνεται ότι δεν έχει ασχοληθεί όσο θα έπρεπε με τις ερμηνείες των κατεξοχήν Κανονολόγων, που δίνουν καθαρές απαντήσεις στα θέματα που μας απασχολούν.
[52] P. G. 137, σελ. 1068 και Ρ. Π. [Ράλλη–Ποτλή, Σύνταγμα των θείων και ιερών Κανόνων] Β´, 695.
[53] P. G. 137, σελ. 1069 και Ρ. Π. Β´, 694.
[54] P. G. 137, σελ. 1072 και Ρ. Π. Β´, 696.
[55] Πηδάλιον, 4η έκδ., Αθήνα, 1886, σελ. 292.
[56] Οἱ Κανόνες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μεθ᾿ ἐρμηνείας, τ. II, Novi Sad, σελ. 290-291. Μετάφραση π. Εἰρηναίου Μπούλοβιτς (http://www.hsir.org/Theology_el/3a3b004Ermhneia15-1&2.pdf).
[57] Η, κατεγνωσμένη πλέον παρά Συνόδων και Πατέρων, αίρεση του Οικουμενισμού, κηρύττεται γυμνή τη κεφαλή εδώ και σχεδόν έναν αιώνα. Οι Ορθόδοξοι, όλες αυτές τις δεκαετίες, έργω (δια της αποτειχίσεως) και λόγω (διά κειμένων) έχουν καταγγείλει την αίρεση του Οικουμενισμού, τις ενέργειες που την εξυπηρετούν (Πατριαρχική Εγκύκλιος [1920], Ημερολογιακή Καινοτομία [1924], Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών [1948], Άρση Αναθεμάτων [1965], Συμφωνίες σε Μπάλαμαντ και Σαμπεζύ [1993] κ.α.), καθώς και τους φορείς της (Κωνσταντινουπόλεως Μελέτιο, Βασίλειο, Αθηναγόρα, Δημήτριο και Βαρθολομαίο, Αυστραλίας Στυλιανό, Αμερικής Ιάκωβο, Περγάμου Ιωάννη κ.α.)
[58] ΟΔ΄ Κανόνας των Αγίων Αποστόλων.
[59] Κατά τον Άγιο Λιβέριο, Πάπα Ρώμης: «Οὐ γὰρ οἷόν τε συνόδῳ συναριθμηθῆναι τοὺς περὶ πίστιν ἀσεβοῦντας» (στο Μεγάλου Ἀθανασίου, Historia ArianorumP.G. 25, 736).
[60] «Χρὴ γὰρ πρῶτον πᾶσαν περὶ τῆς πίστεως διαφωνίαν ἐκκόπτεσθαι καὶ τότε τὴν περὶ τῶν πραγμάτων ἔρευναν ποιεῖσθαι» (αυτόθι). Μάλιστα δεν εξετάστηκε καν το (κανονικοδογματικό, κατά τον πολύ Ρωμανίδη) Ημερολογιακό Ζήτημα, το οποίο δημιούργησε μέγα σχίσμα στην Εκκλησία.
[61] ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΛΟΙΠΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΝ ΚΟΣΜΟΝ, §23 (https://www.holycouncil.org/-/rest-of-christian-world?inheritRedirect=true&redirect=%2F).
[62] Δεν είναι τυχαίο που οι Νεοεκκλησιολόγοι Οικουμενιστές αρνούνται την Ιεραποστολή προς τους ετεροδόξους, ενώ συστήνουν σε όσους εξ αυτών επιθυμούν να ενταχθούν στην Εκκλησία να παραμείνουν στην αιρετικές «Εκκλησίες» τους. Πολύ σημαντικό είναι και το γεγονός πως με το νέο τρόπο «μαρυρίας της Πίστεως» έχουν εγκαταλείψει παντελώς την λεγόμενη Αντιρρητική Θεολογία, γραπτά μνημεία της οποίας χαρακτηρίζουν κάθε περίοδο της εκκλησιαστικής ιστορίας, απομακρυνόμενοι έτσι και σε αυτόν τον τομέα από την Ορθοδοξία.
[63] ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ…, ό.π., §10 και §14.
[64] Η Εκκλησία εν συνόλω ποτέ δεν έκανε Διαλόγους με τις εκτός Αυτής «εκκλησίες», διότι αυτό θα σήμαινε ότι αφενός αναγνωρίζει την εκκλησιαστικότητά των (και έτσι αμφισβητείται η καθολικότητά της), αφετέρου ότι διαπραγματεύεται την Αλήθεια (και έτσι αμφισβητείται η αυτοσυνειδησία Της ότι κατέχει το πλήρωμα της αληθείας). Διαλόγους λοιπόν δεν έκανε η Εκκλησία, αλλά πρόσωπα της Εκκλησίας. Η Ψευδοσύνοδος όχι μόνο επικυρώνει τους Ψευδοδιαλόγους, αλλά καθορίζει ως γενικό συντονιστή τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως δίνοντας παπικό νόημα στον όρο «Οικουμενικός».
[65] ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ…, ό.π., §6.
[66] Αυτόθι, κλείσιμο κειμένου: «Δεόμεθα ὅπως οἱ Χριστιανοί ἐργασθῶσιν ἀπό κοινοῦ, ὥστε νά ἀποβῇ ἐγγύς ἡ ἡμέρα, καθ’ ἥν ὁ Κύριος θά ἐκπληρώσῃ τήν ἐλπίδα τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί «γενήσεται μία ποίμνη, εἷς ποιμήν» (Ἰω. 10,16)». Παρόμοιες ευχετήριες δηλώσεις είχε κάνει τόσο ο οικουμενιστής Πατριάρχης Δημήτριος («Νὰ μᾶς ἀξιώσει ὁ Θεὸς νὰ ἐπιστρατευθοῦμε στὴν κοινὴ πίστη τῶν μαρτύρων, διότι τότε θὰ ὑπάρχει πράγματι μία καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ ἐκκλησία» - περιοδικό Επιλογές, Ιανουαρίου 1988), όσο και ο οικουμενιστής Πατριάρχης Αθηναγόρας («Εἰς τήν κίνησιν πρός ἕνωσιν, δέν πρόκειται ἡ μία Ἐκκλησία νά βαδίσῃ πρός τήν ἄλλην, ἀλλ’ ὅλαι ὁμοῦ νά ἐπανιδρύσωμεν τήν Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν, ἐν συνυπάρξει εἰς τήν Ἀνατολήν καί τήν Δύσιν, ὅπως ἐζῶμεν μέχρι τοῦ 1054, παρά καί τάς τότε ὑφισταμένας θεολογικάς διαφοράς» - Πατριαρχικόν Μήνυμα ἐπί τῇ ἑορτῇ τῶν Χριστουγέννων 1967), με τους οποίους συμφωνεί και ο νυν οικουμενιστής Πατριάρχης Βαρθολομαίος («Ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ἡ ἱδρυθεῖσα ὑπό τοῦ ἐν “ἀρχῇ Λόγου”,  τοῦ “ὄντος πρός τόν Θεόν”, καί “Θεοῦ ὄντος” Λόγου, κατά τόν εὐαγγελιστήν τῆς ἀγάπης, δυστυχῶς κατά τήν ἐπί γῆς στρατείαν αὐτῆς, λόγῳ τῆς ὑπερισχύσεως τῆς ἀνθρωπίνης ἀδυναμίας καί τοῦ πεπερασμένου θελήματος τοῦ ἀνθρωπίνου νοός, διεσπάσθη ἐν χρόνῳ» - Προς Πατριάρχη Ιεροσολύμων: «Αμφότεροι φυλάσσσομεν πνευματικάς καί κυριαρχικάς Θερμοπύλας» http://www.amen.gr/article/oikoumenikos-patriarxis-pros-patriarxi-ierosolumwn-amfoteroi-fulsssomen-pneumatikas-kai-kuriarxikas-thermoplas-fwto ).

Πέμπτη 21 Σεπτεμβρίου 2017

Γενέθλιο τῆς Θεοτόκου Σερρῶν

04 opt

Ἑορτάσθηκε μὲ λαμπρότητα ἡ ἑορτὴ τοῦ Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου στὸν Ἱερὸ Ναὸ Γενέθλιο τῆς Θεοτόκου Σερρῶν. Ἀφ᾽ ἑσπέρας χοροστάτησε ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κ. Γρηγόριος μετὰ τῶν κληρικῶν τῆς Μητροπόλεως. Στὴν ἑσπερινὴ ὁμιλία του μίλησε γιὰ τὴν χαρὰ ποὺ ἐκφράζεται μέσω τῆς ἑορτῆς τοῦ Γενεθλίου καὶ τὶ κάνει ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος γιὰ νὰ μετἐχει αὐτῆς τῆς χαρᾶς. Ἀνήμερα τῆς ἑορτῆς ὁ Σεβασμιώτατος Θεσσαλονίκης κ. Γρηγόριος προΐστατο τῶν ἀκολουθιῶν καὶ τῆς Θείας Λειτουργίας. Στὴν Θεία λειτουργία συλλειτούργησε καὶ ὁ Σεβασμιώτατος Φιλίππων καί Μαρωνείας κ. Ἀμβρόσιος καθὼς καὶ κληρικοὶ τῆς Μητροπόλεως μας. 
 
Τὸν θεῖον λόγον τὸν ἐκφώνησε ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κ. Γρηγόριος ὁ ὁποῖος ἀναφέρθηκε στὴν Θεομητορικὴ ἑορτὴ τονίζοντας ἰδιαιτέρως τὸν ρόλο τῆς Παναγίας στὸ σωτηριολογικὸ ἔργο τῆς ἐνανθρωπήσεως. Ἐπίσης ἀναφέρθηκε στὴν σύγχρονη δημόσια παιδεία ἡ ὁποία εἶναι ἀποτέλεσμα πολλῶν κοινωνικῶν διεργασιῶν μὲ ἀνθρώπινες εὐθύνες. Τὰ σύγχρονα θρησκευτικὰ βιβλία μπορεῖ σήμερα νὰ ἀποτελοῦν τὸ ἐπίκεντρο ἐνδιαφέροντος καὶ πολλῶν σχολιασμῶν ὡστόσο ὅμως δεν εἶναι τίποτα ἄλλο παρὰ ἡ ἀποτύπωση τῆς παθογόνου κοινωνίας ποὺ βιώνουμε. Ἡ ἀπάντηση στὶς σύγχρονες προκλήσεις εἶναι ἡ βιωματικὴ ἐπανασύνδεση τοῦ σύγχρονου περιπλανόμενου Ἀδάμ στὴν κατάσταση τοῦ Παραδείσου. Ὁ τρόπος εἶναι ἁπλὸς καὶ ταυτόχρονα σύνθετος. Ἁπλὸς γιὰ ἐκεῖνον ποὺ ἁπλὰ πορεύεται στὴν ζωὴ του μὲ ἁπλὲς ἐπιλογὲς καὶ σύνθετος γιὰ ἐκεῖνον ποὺ σκέφτεται σύνθετα καὶ ἐπιλέγει τά δύσκολα μονοπάτια τῆς φθορᾶς καὶ τῆς ἁμαρτίας.

Μετὰ τὸ πέρας τῆς ἑόρτιας ἡμέρας παρετέθη πλούσια τράπεζα σὲ ὅλους τοὺς προσκυνητὲς τῆς ἐνορίας καθὼς καὶ στὸν ἱερὸ κλῆρο.

Τετάρτη 20 Σεπτεμβρίου 2017

Θεολογικοί σχολιασμοί καί Πατερικές θέσεις στήν Θεομητορική ἑορτή τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου (ὑπό π. Νικηφόρου Νάσσου)

normal gentheotokou

ὑπό π. Νικηφόρου Νάσσου

ΑΥΤΗ Η ΗΜΕΡΑ ΚΥΡΙΟΥ, ΑΓΑΛΛΙΑΣΘΕ ΛΑΟΙ
ν ὅλες οἱ Ἑορτές τῆς πίστεώς μας εἶναι ἀφορμές χαρᾶς καί πνευματικῆς ἐξάρσεως καί ἀνατάσεως, ἀφοῦ, γιά μᾶς ἐπιτελοῦνται οἱ ἑορτές ἀπό τόν Θεό, κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό («ἡμῖν ὁ Θεός τάς ἑορτάς ἐκτετέλεκεν»), πολύ περισσότερο ἰσχύει αὐτό γιά τίς Θεομητορικές μνῆμες.

Καί τοῦτο διότι ἡ χαρά πολλαπλασιάζεται ἐξ ἀφορμῆς τοῦ ὅτι κατ᾿ αὐτές τιμᾶται ἡ αἰτία τῆς χαρᾶς, τῆς «παγκοσμίου χαρᾶς», ἡ Θεοτόκος, ἡ Μητέρα τοῦ «Ἀγενεαλογήτου Ἐμμανουήλ», ἡ «τήν γῆν οὐρανώσασα καί τό γένος θεώσασα», κατά τόν θεοφόρο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ. Αὐτήν ἀνέμενε ἡ ἀνθρωπότητα, τόν ὡραιότερο καρπό τῆς ἀνθρωπότητος, προκειμένου νά «ὑπουργήσει» κατά ἄνθρωπον στό μυστήριο τῆς σωτηρίας, πού ἀρχίζει μέ τήν Ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου, ὁ Ὁποῖος κατοίκησε μέσα της. Καί ὅπως ἀποτυπώνεται σέ ἕνα πατερικό κείμενο κατά τρόπο ἀνθρωποπρεπῆ, ὁ Θεός «ἔψαξε» σέ ὅλο τόν κόσμο καί δέν βρῆκε ὅμοια γυναῖκα μέ τήν Ὑπερευλογημένη Μαρία, γιά νά προσλάβει ἀπό αὐτήν τήν ἀνθρώπινη φύση μας! «Ψηλαφήσας ὁ Ὕψιστος ὅλον τόν κόσμον καί μή εὑρών ὁμοίαν σου μητέρα, ὡς ηὐδόκησεν, ἐκ σοῦ τῆς ἡγιασμένης ἄνθρωπος διά φιλανθρωπίαν γεννήσεται», γράφει ὁ Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως . Ὄντως, ἡ Θεοτόκος εἶναι ἡ «κοσμογενής θελξίθεος κοσμογύναικα», κατά τήν ἐκπληκτική διατύπωση ἑνός ἀγνώστου συγγραφέως τοῦ 10ου αἰῶνος . Κατά τόν καθηγητή τῆς Δογματικῆς π. Νικόλαο Λουδοβίκο, ἡ Παναγία ὑπῆρξε «θελξίθεος», «ἀκριβῶς ὡς <κοσμογύναικα>, ὡς κατοικητήριο κενωτικό σύμπαντος τοῦ κτιστοῦ εἶναι» καί ὡς «τόπος ὅλης τῆς Δημιουργίας» .

Κατά τόν μῆνα Σεπτέμβριο καθόρισε ἡ Ἐκκλησία νά ἑορτάζεται γηθοσύνως τό ἱερό Γενέσιο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, «δι᾿ ἧς ἀνεπλάσθημεν οἱ γηγενεῖς καί ἀνεκαινίσθημεν ἐκ τῆς φθορᾶς, πρός ζωήν τήν ἄληκτον» . Αὐτή ἡ ἑορτή «ἐβλάστησε» ὅλες τίς ἑορτές τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὅπως τήν ρίζα ἑνός δένδρου τήν θεωροῦμε αἰτία τοῦ κορμοῦ, τῶν κλάδων, τοῦ ἄνθους και τοῦ καρποῦ καί χωρίς τήν ρίζα δέν ὑπάρχει τίποτε ἀπό τά ὑπόλοιπα, ἔτσι, χωρίς τήν γέννηση τῆς Θεοτόκου δέν θά εἴχαμε καμία ἑορτή τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ καί κατ᾿ ἐπέκταση τῶν Ἁγίων.
Ἡ ἑορτή τοῦ Γενεσίου κατά τήν ὀγδόη τοῦ μηνός Σεπτεμβρίου μαρτυρεῖται συνοπτικῶς στήν λεγομένη «Ἀπόκρυφη παράδοση», στό λεγόμενο Πρωτευαγγέλιο τοῦ Ἰακώβου . Κατά τήν παλαιά παράδοση, ἡ πατρική οἰκία τῆς Θεοτόκου στά Ἱεροσόλυμα, στήν ὁποία ἦρθε στήν ζωή ἡ «Πανάμωμος κόρη», βρισκόταν κοντά στήν προβατική κολυμβήθρα τῆς Βηθεσδᾶ, στήν πύλη εἰσόδου τῶν ποιμνίων στά Ἱεροσόλυμα, ἐκεῖ ὅπου ὁ Κύριός μας θεράπευσε τόν ἐπί 38 ἔτη ἀναμένοντα τήν θεραπεία του παραλυτικό. Αὐτή ἡ παλαιά παράδοση εἶναι γνωστή τόν 9ο αἰῶνα, ὅπως μαρτυρεῖται ἀπό λόγο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, πού ἀναφέρει ὅτι «ἐτέχθη ἡμῖν μήτηρ Θεοῦ ἐν ἁγίᾳ προβατικῇ» . Ὁ ἴδιος τήν προσφωνεῖ ὡς ἑξῆς: «Χαίροις, προβατική, τῆς τοῦ Θεοῦ μητρός τό ἱερώτατον τέμενος» . Καί ὅπως ἔχει ἐπισημανθεῖ, «ἡ συνάφεια τῆς προβατικῆς κολυμβήθρας μέ τό γεγονός τῆς γεννήσεως τῆς Θεοτόκου ἐμπερικλείει καί μιά μεταφορική ἀναλογία, ἐφόσον ἡ ἐν λόγῳ κολυμβήθρα ἀποτελοῦσε πηγή ἰάσεων, ἐνῶ ἡ γέννηση τῆς Θεοτόκου ἀποτελεῖ γεγονός προξενήσεως τῆς σωτηρίας» .

Παραβλέποντας ἄλλα ἱστορικά περί τήν ἑορτή, θά ψαύσουμε τό θεολογικό της νόημα, ὅπως αὐτό διατυπώνεται μέσα στήν Ὑμνογραφία, ἀλλά καί στά Πατερικά κείμενα. Δέν πρέπει, μάλιστα, νά λησμονοῦμε, ὅτι οἱ Ἅγιοι Πατέρες καί ἐκκλησιαστικοί συγγραφεῖς οἱ ὁποῖοι συνέγραψαν θεομητορικούς λόγους, οὐσιαστικά θεολογοῦσαν ἀπλανῶς καί δογμάτιζαν ἀκριβῶς, γύρω ἀπό τό «μέγα τῆς εὐσεβείας μυστήριον» , ἀφοῦ ἡ Κυρία Θεοτόκος ὑμνεῖται καί τιμᾶται πάντοντε ἐν ἀναφορᾷ πρός τό Χριστολογικό δόγμα καί τήν Ἐναθρώπιση τοῦ Λόγου, στήν ὁποία συνήργησε ὡς «ὑπουργός τοῦ τόκου» (ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας) μέ τήν κατά μέθεξιν Θεοῦ Ἁγιότητά της καί τήν θετική ἀπάντηση πρός τήν κλήση της. Ὅλο τό μυστήριο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου συνοψίζεται στό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ καί μέ αὐτό ἐξηγεῖται. Ἡ Θεοτόκος συνδέεται φυσικῶς μέ τόν Ἰησοῦ Χριστό, ὡς Μητέρα του καί δογματικῶς γιά τήν Ἐκκλησία καί τήν ὀρθόδοξη σωτηριολογία. Ἔτσι ἐξηγεῖται τό γεγονός ὅτι οἱ θεομητορικοί Λόγοι δέν ἀποτελοῦν ρητορικά κείμενα τῆς ἐκκλησιαστικῆς Γραμματείας, ἀλλά συνιστοῦν τήν προέκταση τῆς δογματικῆς Θεολογίας, ὅπως ἐκφράστηκε στίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τά ἀντιαιρετικά ἔργα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας . 
Τό γεγονός τοῦ ἱεροῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου καί ἡ θεολογική καί σωτηριολογική του σημασία παρουσιάζεται στά ἰδιόμελα τοῦ Ἐσπερινοῦ τῆς Ἑορτῆς, κυρίως στό πρῶτο, ὅπου λέγεται ποιητικῶς ὅτι ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος ἀναπαύεται στούς νοερούς θρόνους τοῦ πνευματικοῦ οὐρανοῦ, ἑτοίμασε τόν ἐπί γῆς ἅγιο θρόνο Του, πού εἶναι ἡ Παρθένος Μαρία, ἡ Μητέρα Του. «Σήμερον, ὁ τοῖς νοεροῖς θρόνοις ἐπαναπαυόμενος Θεός, θρόνον ἅγιον ἐπί γῆς ἑαυτῷ προητοίμασεν». Ὡς θρόνος καί κατοικία τοῦ Ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ προσαγορεύεται ἡ Παναγία ἀπό τούς Ὑμνογράφους καί ἀπό πολλούς Πατέρες, πού σκιρτοῦν «ἐν Πνεύματι», ὅταν θεολογοῦν σχετικά μέ τό κορυφαῖο γεγονός, τό κατά Δαμασκηνόν, «πάντων καινότατον, τό μόνον καινόν ὑπό τόν ἥλιον» , τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου, «ἐκ τῶν ἁγνῶν και Παρθενικῶν αἱμάτων» τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί Μητρός Αὐτοῦ. Γι᾿ αὐτό καί τό γεγονός τῆς γεννήσεως τῆς Παρθένου εἶναι γεγονός χαρᾶς καί ἀγαλλιάσεως, ὅπως ψάλλουμε στό δεύτερο ἰδιόμελο τοῦ Ἑσπερινοῦ: «Αὕτη ἡ ἡμέρα Κυρίου, ἀγαλλιᾶσθε λαοί, ἰδού γάρ τοῦ φωτός ὁ νυμφών και ἡ Βίβλος τοῦ Λόγου τῆς ζωῆς ἐκ γαστρός προελήλυθε». 
Εἶναι ὄντως ἑορτή πανανθρώπινης χαρᾶς καί ἀγαλλιάσεως τό Γενέσιο τῆς Παρθένου Μαρίας, διότι ἀπό τήν εὐλογημένη Κόρη τῆς Ναζαρέτ ἐγεννήθη ὁ Λυτρωτής τοῦ κόσμου, ὁ Ὁποῖος «λύσας τήν κατάρα ἔδωκε τήν εὐλογίαν καί καταργήσας τόν θάνατον, ἐδωρήσατο ἡμῖν ζωήν τήν αἰώνιον», ὅπως λέγει τό Ἀπολυτίκιον τῆς Ἑορτῆς, πού συνοψίζει ὅλο τό πνευματικό νόημά της. Εἶναι δηλαδή ἡ ἑορτή αὐτή ἑορτή ἀναπλάσεως και ἀνακαινίσεως τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Οἰ Ὀρθόδοξοι ἑορτάζουμε τή γέννηση τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, γιατί «ἔλυσε τά δεσμά τοῦ Ἰωακείμ καί τῆς Ἄννης. Στούς Ἰσραηλῖτες ἦταν πολύ ἐπονείδιστο πρᾶγμα ἡ ἀτεκνία. Ἐνῶ ὁ Ἰωκείμ και ἡ Ἄννα ἦταν ἐνάρετοι ἄνθρωποι, ἀντί νά τούς ἐπαινοῦν οἱ ἄνθρωποι γιά τήν ἀρετή τους, τούς ἔβριζαν γιά τήν ἀτεκνία τους. Γι᾿ αὐτό ἔκλαιγαν καί παρακαλοῦσαν τόν Θεό καί θυμόντουσαν τόν Ἀβραάμ καί τή Σάρρα καί ὅλους τούς ἄλλους πού ὁ Θεός τούς ἔδωσε σέ μεγάλη ἡλικία παιδιά. Κατέφυγαν στόν Θεό μέ νηστεῖες καί προσευχές μέχρις ὅτου ὁ Θεός μέ θαυμαστό τρόπο τούς πληροφόρησε γιά τή γέννηση τῆς Θεοτόκου» .
πό πλευρᾶς Πατερικῶν Ὁμιλιῶν σχετικά μέ τό Γενέσιο τῆς Θεομήτορος, ἔχουμε κάποιους Λόγους (τέσσερις) τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου Κρήτης, ὁ ὁποῖος καί εἰσήγαγε τήν ἑορτή αὐτή στήν Κωνσταντινούπολη τόν ἕβδομο αἰ. Ὁ Ἅγιος διατυπώνει εὐσύνοπτα καί θεολογικά τήν ἔννοια τῆς ἑορτῆς αὐτῆς, ἐξηγώντας μας γιατί αὐτή εἶναι ἀρχή, μέση καί τελευταία, καθώς καί πρώτη τῶν ἑορτῶν καί τῶν πανηγύρεων. «Ἀρχή μέν ἡμῖν ἑορτῶν, ἡ παροῦσα πανήγυρις· πρώτη δέ, τῶν πρός νόμον καί τάς σκιάς· καί μέντοι καί πρός τήν χάριν καί τήν ἀλήθειαν εἴσοδος. Ἔστι δέ αὐτή, καί μέση καί τελευταία· ἀρχήν μέν ἔχουσα τήν τοῦ νόμου περαίωσιν· μεσότητα δέ, τήν πρός τά ἄκρα συνάφειαν· τέλος δέ, τήν τῆς ἀληθείας φανέρωσιν…ἡ θεοχαρίτωτος αὕτη καί πρώτη τῶν ἑορτῶν ἡμέρα, κοινήν τῇ κρίσει τήν εὐφροσύνη προτίθεται» . Ὁ Ἀνδρέας Κρήτης προσδίδει μεγάλο θεολογικό εὖρος στήν ἑορτή τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου, θεωρώντας τήν ἑορτή «κομβική» μεταξύ τῶν δύο Διαθηκῶν τοῦ Θεοῦ, Παλαιᾶς και Καινῆς, ἐφόσον ἡ γέννηση τῆς Παρθένου ἀποτελεῖ προϋπόθεση γιά τή γέννηση τοῦ Σωτῆρος Ἰησοῦ Χριστοῦ . Θεωρεῖ δέ, ὅτι «τό γεγονός τῆς γεννήσως τῆς Θεοτόκου ὑπενθυμίζει τήν Διαθήκη τοῦ Θεοῦ μέ τούς ἀνθρώπους, δηλαδή τήν πραγμάτωση τῆς σωτηρίας, ἀποδεικνύει τήν ἐπαλήθευση τῶν προφητειῶν καί φανερώνει τήν ὁλοκλήρωση τοῦ σχεδίου τῆς θείας Οἰκονομιας» .
Τήν χαρά καί ἀγαλλίαση καθώς καί τήν ἔννοια τοῦ πανηγυρισμοῦ τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου θά διατυπώσει μέ ἄμετρη καλλιέπεια καί ἱερόν «ἀπαθές πάθος» θεομητορικό, ὁ χαριτώνυμος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὁ πρύτανις τῶν δογματικῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν πρώτη ἀκόμη πρόταση τοῦ Λόγου του στό ἱερό Γενέσιο τῆς Θεοτόκου. «Δεῦτε πάντα ἔθνη, πᾶν γένος ἀνθρώπων, καί πᾶσα γλῶσσα, και ἡλικία πᾶσα, καί ἅπαν ἀξίωμα, μετ᾿ εὐφροσύνης τό παγκοσμίου εὐφροσύνης γενέθλιον ἑορτάσωμεν» . Νά σημειώσουμε δέ, ὅτι στόν τρίτο Λόγο του διαπιστώνουμε λεκτική ταύτιση μέ τήν μετέπειτα ὑμνολογική διατύπωση τῆς Ἐκκλησίας, περί τοῦ Γενεσίου τῆς Παρθένου. Συγκεκριμένα, ἡ φράση τοῦ Ἁγίου, «Σήμερον στειρωτικαί πύλαι ἀνοίγονται, καί πύλη παρθενική θεία προέρχεται» εἶναι ἴδια μέ τήν ἀρχή τοῦ τετάρτου Ἰδιόμελου τοῦ Ἑσπερινοῦ, πού ἔχει τήν ἴδια ἀκριβῶς διατύπωση. Ὁ Δαμασκηνός, ἡ «λύρα τοῦ Πνεύματος» βεβαιώνει μέ πόθο καί μέθεξη ψυχῆς ὅτι διά τοῦ γεγονότος τοῦ Γενεσίου τῆς Παρθένου, ὁ Θεός ἑτοιμάζεται νά εἰσέλθει σωματικῶς στήν ἀνθρωπινη ἱστορία, «ἐξ ἧς καί δι᾿ ἧς ὁ Θεός, ὁ πάντων τῶν ὄντων ἐπέκεινα, <εἰς τήν οἰκουμένην> σωματικῶς εἰσελεύσεται, κατά Παῦλον τόν τῶν ἀρρήτων ὑπήκοον» . Ἄλλωστε, κατά τόν αὐτόν Πατέρα, ἡ Θεοτόκος, τήν ὁποία ἀποκαλεῖ «θυγάτριον ἀξιόθεον, τό κάλλος τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως», εἶναι ἡ ἐπιθυμητή τῶν αἰώνων! Ὁ χαριτώνυμος Ἰωάννης ἀπευθύνεται πρός τήν Παναγία, ὁμιλώντας μεταφορικῶς καί προσωποποιώντας τούς αἰῶνες, οἱ ὁποῖοι, λέγει, εἶχαν μεταξύ τους συναγωνισμό, γιά τό ποιός θά καυχηθεῖ ὅτι θά φέρει στή ζωή τήν εὐλογημένη Μαρία. «Ἡμιλλῶντο οἱ αἰῶνες ποῖος τῇ Σῇ ἐγκαυχήσεται γεννήσει, ἀλλ᾿ ἐνίκα τῶν αἰώνων τήν ἅμιλλαν ἡ προορισμένη Βουλή τοῦ Θεοῦ, τοῦ τούς αἰῶνας ποιήσαντος καί γεγόνασιν οἱ ἔσχατοι πρῶτοι τήν Σήν εὐμοιροίσαντες γέννησιν» . Τό γεγονός αὐτό τῆς εἰσόδου στόν κόσμο τῆς Θεοτόκου «μεθᾷ νηφαλίως» τό ἱερό Πατέρα · δέν ἀντέχει τή μεγάλη χαρά, νικιέται ἀπό τά θαύματα, τό (θεῖο) πάθος τόν γεμίζει ἐνθουσιασμό. «Οὐ φέρω τήν ἡδονήν, νικῶμαι τοῖς θαύμασιν, ἔνθους ὑπό τοῦ πάθους γέγονα» . Πῶς νά προχωρήσει, λέγει, στά ὑπόλοιπα τοῦ λόγου του; Ἀπορεῖ ὁ νοῦς του, ὀ φόβος καί ὁ πόθος τόν ἔχει χωρίσει στά δύο. Χτυπάει ἡ καρδιά του καί ἡ γλῶσσα του ἔχει δεθεῖ. «Ἀλλά πῶς τοῖς πρόσω προβήσομαι; Ἡ διάνοια μέν ἐξίσταται, φόβος δέ με καί πόθος κατεμερίσαντο. Ἡ καρδία πάλλει καί ἡ γλῶσσα πεπήδηται» . Ἀλλά, λέγει, ἄς νικήσει ὁ πόθος, ἄς ὑποχωρήσει ὁ φόβος, ἄς ψάλλει ἡ κιθάρα τοῦ Πνεύματος. «Νικάτω ὁ πόθος, ὑποχωρείτω ὁ φόβος, ᾀδέτω ἡ κιθάρα τοῦ Πνεύματος· <εὐφραινέσθωσαν οἱ οὐρανοί καί ἀγαλλιάσθω ἡ γῆ>» . Ἔτσι ζοῦσαν οἱ Ἅγιοι τό μυστήριο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου!
Τόν 14ο αἰῶνα, ἕνας ἄλλος «ἑστιάτωρ» τῆς πνευματικῆς τραπέζης τῆς Θεοτόκου, ὁ Νικόλαος Καβάσιλας θά παραθέσει ὡς πλούσια ἐδέσματα Ὁμιλίες θεομητορικές, μεταξύ δέ αὐτῶν, ἕναν θαυμάσιο Λόγο στήν Γέννηση τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ὅπου θα μᾶς ὑπογραμμίσει ὅτι κατά τήν ἑορτή αὐτή πανηγυρίζουμε «μεθ᾿ ἡδονῆς ἁπάσης», μέ πνευματική εὐφροσύνη καί ἀγαλλίαση. Καί δέν πανηγυρίζουμε, λέγει, μόνο τό Γενέσιο τῆς Θεοτόκου, ἀλλά ὁλοκληρης τῆς Οἰκουμένης. «Διά ταῦτα πανηγυρίζοντες μεθ᾿ ἡδονῆς ἁπάσης λαμπροί λαμπρῶς εἰς ταύτην ἀφικνούμεθα τήν ἡμέραν, ἐν ᾗ ταῦτα ἔλαβε τήν ἀρχήν, τήν γενέθλιον οὐ τῆς Παρθένου μᾶλλον ἤ τῆς οἰκουμένης ἁπάσης» . Ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖον ὁ Καβάσιλας θεωρεῖ ὅτι αὐτή ἡ ἡμέρα εἶνα ἡ γενέθλιος ὅλης τῆς Οἰκουμένης, ἐξηγεῖται ἀπό τόν ἴδιο στήν Γ΄ Ὁμιλία του στή Γέννηση τῆς Θεοτόκου, ὅπου γράφει ὅτι ἡ Παρθένος, «καρπός τῶν κτισμάτων», ὁδηγεῖ ὁλόκληρη τήν κτίση στήν ἀνανέωση . Ὁ ἴδιος θά γράψει ὅτι τώρα (μέ τήν Γέννηση τῆς Θεοτόκου) ἡ φύση τῶν ἀνθρώπων ἔλαβε διεισδυτικό ὀφθαλμό, τήν Παρθένο Μαρία, διά τοῦ ὁποίου ὀφθαλμοῦ ἔφθασε νά δεῖ τά μεγαλεῖα αὐτῆς τῆς ἡμέρας. «Νῦν ἡ φύσις τῶν ἀνθρώπων ἐνεργόν ἔλαβεν ὀφθαλμόν, ἐξ οὗ γέγονεν εἰς τήνδε τυφλώττουσα τήν ἡμέραν» . Πράγματι, διά τῆς ἁμαρτίας, τῆς προπατορικῆς Πτώσεως ὁ ἄνθρωπος ἠμαυρώθη, ὑπέστη τήν πνευματική τύφλωση καί ἐστερήθη ὀφθαλμοῦ, προκειμένου νά βλέπει τήν δόξα τοῦ Κυρίου του. Τώρα, ὅμως, μέ τήν γέννηση τῆς Θεοτόκου, ἡ τυφλωμένη ἀνθρώπινη φύση ἀποκτᾷ τόν πνευματικό ὀφθαλμό, τήν πεφωτισμένη Παρθένο Μαρία, τήν «Μητέρα τοῦ φωτός».
Πολλοί Ἅγιοι ὕμνησαν τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ὡς τήν «ἁγίων ἁγιωτέρα, καί ἱερῶν ἱερωτέρα, καί ὁσίων ὁσιωτέρα» , ἀλλά λόγῳ τοῦ στενοῦ τοῦ χώρου δέν θά ἐπεκταθοῦμε ἐδῶ σέ ἄλλες ἀναλύσεις. 
Εἴθε καί ἐμεῖς νά πανηγυρίζουμε πνευματικῶς – καί ὄχι κοσμικῶς – τά μεγάλα καί σωτηριώδη γεγονότα τῆς πίστεώς μας, τῶν ὁποίων ἀρχή ἀποτελεῖ τό ἱερό Γενέσιο τῆς Θεοτόκου. Πρός αὐτήν δέ, ἀπευθυνόμενοι πανευλαβῶς καί μέ εὐγνώμονα καί πάλλουσα καρδία ἄς ἀναφωνοῦμε: «Δόξα τοῖς σοῖς μεγαλείοις, ἅπερ σοι ὁ Κύριος, Κόρη, ἐποίησεν» . Καί ἄς ἀκούσουμε τήν προτροπή τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, νά προσφερουμε στήν «γενέθλιον δῶρον τῇ μητρί τοῦ Θεοῦ», πού εἶναι ἡ κατεργασία τῶν ἀρετῶν καί ἡ ἐπίδοσή μας σ᾿ αὐτές, μέ τήν θεία ἀρωγή.
Θά κλείσουμε μέ τά λόγια τοῦ βαθυνούστατου θεοτοκόφιλου Πατρός, ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου πρός τήν «θελξίθεο» Κόρη, τήν Ὑπεραγία Μητέρα τοῦ Κυρίου μας καί θετή Μητέρα ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων: «Ἐσένα Θεοτόκε οἱ τῶν θείων Γραφῶν ἔμπειροι, ἀποκαλοῦσιν ἀκροστιχίδα πάντων τῶν Προφητῶν· πίνακα τῶν δύο διαθηκῶν· ὑπόθεσιν τῶν Ἀποστόλων· ὕλην τῶν Πατέρων καί Διδασκάλων· στερέωμα τῶν Μαρτύρων· παρηγορίαν τῶν Ὁσίων· τῆς νοερᾶς Προσευχῆς διδάσκαλον, τῆς ταπεινώσεως εἰσηγήτριαν, τῆς ἀγάπης τῆς διπλῆς παράδειγμα ἔμψυχον, ἴνδαλμα παρόμοιον τῆς ἀρχικῆς ὡραιότητος· θαῦμα τῶν Ἀγγέλων, ἄγαλμα τῆς φύσεως...Θεοῦ μίμημα, φανέρωσιν τῶν τῆς θείας ἀκαταληψίας βυθῶν· ἐργαστήριον τῆς ἑνώσεως τῶν συνελθουσῶν ἐπί Χριστοῦ φύσεων· καί διά νά εἰπῶ τό τελευταῖον καί ἔσχατον, ἐσένα Θεοτόκε οἱ θεολόγοι ὀνομάζουσι Μεθόριον Κτίστου καί κτίσεως, τιμιωτέραν τῶν Χερουβίμ, ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφίμ, θεόν μετά Θεόν, καί τῆς ἁγίας Τριάδος τά δευτερεῖα ἔχουσαν» .
1. Γερμανοῦ Κωνσταντινουπόλεως, Εἰς τόν Εὐαγγελισμόν τῆς Θεοτόκου, MPG. 98, 329C.
2. Ἰω. Γεωμέτρη, Ὕμνοι, PG. 106, 864. Βλ. Χρ. Κοντάκη, Εἰς τήν Θεοτόκον, Συναγωγή πατερικῶν ὠδῶν, προσηγοριῶν καί ἐπιθέτων, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 429.
3. Πρωτ. Νικολάου Λουδοβίκου, Ἡ κλειστή πνευματικότητα καί τό νόημα τοῦ ἑαυτοῦ, ἐκδ. Ἑλληνικά γράμματα, Ἀθήνα 1999, σελ. 333 (Ἐπίλογος).
4. Βλ. Ἰδιόμελα τοῦ Ἑσπερινοῦ τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου.
5. Γ. Φίλια, Οἱ Θεομητορικές ἑορτές στή Λατρεία τῆς Ἐκκλησίας, ἐκδ. Γρηγόρη, Ἀθήνα 2002, σελ. 45.
Λόγος εἰς τό γενέσιον, 6.
6. Βλ. ἀνάλυση, Ἱεροθέου Βλάχου, Μητρ. Ναυπάκτου, Οἱ Θεομητορικές ἑορτές, ἐκδ. Ἱερᾶς μονῆς Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου Πελαγίας, 2016, σελ. 193.
7. Γ. Φίλια, ὅ.π. σελ. 46.
8. Α΄ Τιμ. 3,16.
9. ὅ. π. σελ. 186.
10. Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, 45, MPG 94, 984.
11. Ἰωήλ Φραγκάκου, Μητροπ. Ἐδέσσης, Ἡ Θεόπαις Μαριάμ, Ἔδεσσα 2012, σελ. 19.
12. Ἀνδρέου Κρήτης, Λόγος Α΄, Ἐγκώμιον εἰς τό Γενέθλιον τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, MPG 97, 805A, 805B.
13. Γ. Φίλια, ὅ.π. σελ. 52.
14. ὅ.π. σελ. 51-52.
15. Λόγος εἰς τό Γενέσιον 1, ἔκδ. P. Voulet, SC 80, 1961, σελ. 46.
16. Λόγος εἰς τό Γενέσιον, 3, SC 80, 1961, σελ. 50.
17. Λόγος εἰς τό Γενέσιον, 7.
18. Εἰς τό Γενέσιον, 1, ΕΠΕ 9. 182.
19. ὅ. π.
20. ὅ. π.
21. Ν. Καβάσιλα, Εἰς τήν ὑπερένδοξον τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου Γέννησιν, βλ. Π. Νέλλα, Ἡ Θεομῆτορ, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθῆναι 1989, σελ. 110
22. ὅ.π. Ἡ Θεομῆτορ, σελ. 110.
23. Λόγος Α΄, ὅ. π. Ἡ Θεομῆτορ, σελ. 112.
24. Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, Λόγος Β΄, MPG. 96, 729 Α.
25. Θεοτοκάριον, ἦχος βαρύς.
26. Βλ. Μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Μαρία ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἐκδ. Ὁ Ἄθωνας, Ἅγιον Ὄρος 1988, σελ. 274-275.