A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

Πέμπτη 25 Μαΐου 2017

Απάντηση στον κ. Ι. Ρίζο περί του Ημερολογιακού (Α΄)



"Μόνον μή ἐξαπατηθῆτε 
ταῖς ψευδολογίαις αὐτῶν, 
ἐπαγγελομένων ὀρθότητα πίστεως
(Μέγας Βασίλειος, P. G. 32, 897)

Αγαπητέ μου κ. Ιωάννη Ρίζο, χαίρετε εν Κυρίω!
Διάβασα στο ιστολόγιο "Πατερική Παράδοση" ("Π.Π." στο εξής) πως ετοιμάσατε μια εργασία για το Ημερολογιακό. Παράλληλα με την αναγγελία της εκδόσεώς της, το παραπάνω ιστολόγιο προέβη σε δημοσίευση του Α΄ μέρους της εργασίας σας
(εδώ)
Αφού σας συγχαρώ για την ασχολία σας με το θέμα, γεγονός που δείχνει το ενδιαφέρον σας για τα εκκλησιαστικά μας θέματα σε μια εποχή γενικής υπνηλίας, επιτρέψτε μου ορισμένες παρατηρήσεις πάνω στην εργασία σας και αρχικά στο Α΄μέρος αυτής. Και αυτό όχι μόνο με το θάρρος της μεταξύ μας γνωριμίας και αλληλοεκτιμήσεως, αλλά επειδή και σεις ο ίδιος το ζητάτε τονίζοντας στον Πρόλογο πως η εργασία σας αυτή "είναι δεκτική ελέγχου από κάθε ειδικό, ο οποίος θα διαπιστώσει  διαφωνία ανάμεσα στα γραφόμενα, την ιστορία και την Πατερική διδασκαλία". 
Προτού όμως καταθέσω τις παρατηρήσεις μου πάνω στο δικό σας κείμενο, πρέπει να αναφερθώ στο εισαγωγικό σχόλιο της "Π.Π.", το οποίο συνοδεύει το Α΄ μέρος αυτής.
Γράφει η "Π.Π.": "Πιστεύουμε ὅσοι μελετήσουν τὰ νέα στοιχεῖα ποὺ παραθέτει ὁ συγγραφέας, νὰ ἀντιληφθοῦν ὅτι τὸ Ἡμερολόγιο, παρ’ ὅτι κακῶς εἰσήχθη, δὲν ἀποτελεῖ δόγμα, οὔτε ἅπτεται κάποιου δόγματος. Σὲ καιρὸ Παναιρέσεως ἐσχατολογικῆς (ὅπως ἔχει χαρακτηρισθεῖ ὁ Οἰκουμενισμός),ὅσοι θέλουν νὰ εἶναι Ὀρθόδοξοι καὶ νὰ πολεμήσουν τὴν Παναίρεση, πρέπει νὰ εἶναι ἑνωμένοι στὴν Πίστη, ἀφήνοντες μὴ δογματικὰ θέματα γιὰ ἀργότερα".
Εδώ (και παραβλέποντας το "κακῶς εἰσήχθη" - κακώς, αλλά δεν πειράζει; - και το "ἀφήνοντες μὴ δογματικὰ θέματα γιὰ ἀργότερα" που προσωπικά δεν κατανοώ - πότε αργότερα; -, και αφορά μάλλον την "Π.Π." να απαντήσει) προκύπτει ένα βασικό ερώτημα εκ μέρους μου το οποίο σας θέτω ευθέως:
Έχω ακούσει/διαβάσει συχνά, κυρίως από Οικουμενιστές/Μοντερνιστές, την φράση  "δεν είναι δόγμα τούτο", "δεν είναι δόγμα το άλλο", "δεν είναι δογματικό ζήτημα" κ.ο.κ.. Εσείς κ. Ρίζο θεωρείτε πως ότι δεν είναι δόγμα (π.χ. το πως κάνουμε τον σταυρό μας) επιτρέπεται να μεταβάλλεται και αν ναι, με ποιες προϋποθέσεις και ποιοι έχουν αυτό το δικαίωμα;
Προχωρώντας στην εργασία σας, ξεκινώ τις παρατηρήσεις μου:
α. Ξεκινάτε τον Πρόλογο μιλώντας για το πρόβλημα "της εορτολογικής ασυμφωνίας που εμφανίστηκε ανά τους αιώνες μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία". Αγαπητέ αδελφέ, εδώ θα μου επιτρέψετε να σας πω πως το όντως υπαρκτό πρόβλημα της εορτολογικής ασυμφωνίας υπήρξε εξ αρχής μέχρι κάποια περίοδο. Δεν ήταν δηλαδή ένα πρόβλημα που εμφανιζόταν κατά διαστήματα, ή "ανά τους αιώνες", αλλά ένα πρόβλημα που υπήρχε αρχικά και πήρε χρόνο για να επιλυθεί (παρακάτω συμφωνείτε και σεις με αυτό γράφοντας πως "μετά από πέντε αιώνες (περίπου τέλη 8ου αι.) ο Καρλομάγνος επέβαλε στη Δύση τον κανόνα του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας και τότε επήλθε συμφωνία μεταξύ των Χριστιανών, οι οποίοι πλέον εόρταζαν το Πάσχα την ίδια Κυριακή μέχρι το 1582"). Επομένως, για να εξηγούμαστε, από τον 8ο αιώνα μέχρι τον 20ο, δηλαδή για 1200 περίπου χρόνια, δεν υπάρχει πλέον ζήτημα "εορτολογικής ασυμφωνίας" στην Εκκλησία (εκτός αν κάποιος θεωρεί "Εκκλησία" τον Παπισμό...). 
Την εορτολογική συμφωνία λοιπόν, η οποία χτίστηκε σταδιακά και επιτεύχθηκε με κόπο μετά από οκτώ σχεδόν αιώνες κάποιοι την γκρέμισαν σε μια στιγμή το 1924 και γίναν αίτιοι σχίσματος. Θα τους δικαιώσουμε, λέγοντας "δεν πειράζει, μιας και τους πρώτους αιώνες δεν υπήρχε συμφωνία" και θεωρώντας παραβάτες αυτούς που αντέδρασαν;  
β. Γράφετε πως "η Εκκλησία μέχρι την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο ακολουθούσε το Μακεδονικό ημερολόγιο". Αυτή η θέση αποτελεί ψευδολόγημα, του γνωστού αστροθεάμονος (και αγιομάχου) Ιωάννου Καρδάση σε άρθρο του το οποίο δημοσιεύθηκε εδώ (είναι δε εμφανής η επιρροή του στην εργασία σας, για το συγκεκριμένο θέμα). Πρέπει να ξέρετε όμως πως η Εκκλησία (ως σύνολο) δεν χρησιμοποιούσε κάποιο συγκεκριμένο ημερολόγιο μέχρι και την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο, αφού δεν υπήρχε ακόμη ούτε ενιαίο πολιτικό ημερολόγιο. Στην Ρώμη και τις δυτικές επαρχίες της Αυτοκρατορίας ήταν σε χρήσει το Ιουλιανό ημερολόγιο, στην Ελλάδα και τις επαρχίες της Μικράς Ασίας και της Μέσης Ανατολής το Μακεδονικό ημερολόγιο, στην Περσία το Βαβυλωνιακό ημερολόγιο και στην Αίγυπτο το Αιγυπτιακό ημερολόγιο.
Σταδιακά όμως επικράτησε παντού το Ιουλιανό και αυτό οφείλεται και στην χρήση του από την Εκκλησία (η Οποία έκανε προσπάθεια να επικρατήσει σιγά σιγά μία τάξη και συμφωνία, ακόμη και με Συνόδους, όπως θα δείτε στην επόμενη απάντησή μου). Οι ειδικώς με το ημερολόγιο ασχοληθέντες καθηγητές Κυριάκος Λαμπρύλλος και Γεώργιος Αρβανιτάκης γράφουν χαρακτηριστικά:
"Ἀπὸ τῶν πρώτων ἤδη ἐποχῶν τοῦ χριστιανισμοῦ δεσποζόντων τῶν Ῥωμαίων ἐπὶ παντὸς σχεδὸν τοῦ τότε γνωστοῦ κόσμου, ἀντάμα πανταχοῦ καὶ τοῦ Ῥωμαϊκοῦ (Ἰουλιανοῦ) ἡμερολογίου ἡ χρῆσις ἐπεκράτησεν, ἐκπιπτόντων βαθμηδὸν εἰς ἀχρηστίαν πάντων τῶν ἄλλων ἐν ἑκάστῳ τόπῳ ἢ ἔθνει ἰδιοῤῥύθμων χρονολογιῶν" (Κ. Λαμπρύλλου, Περί του νέου ημερολογίου και του καταλλήλου ή μη της παρ' ημίν εφαρμογής, 1865 στο Ελληνική Ασπίς κατά του Γρηγοριανού Ημερολογίου).
"Τὸ ἡμερολόγιον τῶν Ῥωμαίων ἐπεβλήθη εἰς ὅλον τὸν κόσμον καί διά τοῦ Χριστιανισμοῦ ἐῤῥιζώθη, διότι συνυφάνθη μετὰ τοῦ ἑορτολογίου" (Γ. Αρβανιτάκη, λ. Ημερολόγιον στην Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια).
Αυτή η σταδιακή επικράτηση του Ιουλιανού ημερολογίου και η συνύφανση του με το εορτολόγιο, συνετέλεσαν τελικώς στην πολυπόθητη εορτολογική συμφωνία της Εκκλησίας, στην οποία αναφερθήκαμε παραπάνω. Σήμερα τί μας προτείνουν ορισμένοι; Να αρκεστούμε στην χρήση διαφορετικών ημερολογίων, απεμπολώντας το, με τόσο κόπο και χρόνο κερδισμένο, αγαθό της εορτολογικής συμφωνίας; Αν είναι τόσο υπεράνω "ημερών και καιρών" οι ψευδολόγοι αυτοί που σας παρέσυραν στις κρίσεις σας, αγαπητέ κ. Ρίζο, θα τους πρότεινα να ακολουθήσουν όχι το Γρηγοριανό των αιρετικών της Δύσεως, αλλά το Μακεδονικό ή το Αιγυπτιακό, που τόσο εγκωμιάζουν, αλλά - τι κρίμα! - και αυτό χρησιμοποιείται από αιρετικούς, και συγκεκριμένα από τους αιρετικούς της Ανατολής (Μονοφυσίτες)! Οι Νεστοριανοί και Συροϊακωβίτες ακολουθούν το Μακεδονικό ημερολόγιο (Tο Μακεδονικό ημερολόγιο στην Παλαιστίνη και την επαρχία Αραβίας, σελ. 109), οι δε Κόπτες το Αιγυπτιακό (http://www.copts-greece.com/Greek/media/books/Synaxario_new.pdf). Βλέπετε, επειδή οι Μονοφυσίτες αποκόπηκαν από την Εκκλησία τον Ε΄ αιώνα, δεν βίωσαν την εορτολογική συμφωνία που επιτεύχθηκε διά του Ιουλιανού ημερολογίου (όχι ότι το Ιουλιανό ήταν "ιδιαίτερο" - θα μπορούσε να ήταν κάποιο άλλο ημερολόγιο -, αλλά γιατί έτσι ήρθαν τα πράγματα ιστορικώς). Γι' αυτό και δεν μπορεί να γίνει καμία σύγκριση μεταξύ του Ιουλιανού με οποιοδήποτε άλλο ημερολόγιο, όπως το Μακεδονικό για το οποίο επισημαίνετε ορθώς πως "δεν αποτελούσε ιερά παράδοση". Χαίρω πολύ, κ. Ρίζο, συμφωνούμε πως το Μακεδονικό δεν αποτέλεσε παράδοση, διότι πολύ απλά ούτε εφαρμόστηκε σε όλη την Εκκλησία, ούτε υπήρξε συνυφασμένο με το εορτολόγιο επί αιώνες, όπως το Ιουλιανό!
γ. Παραθέσατε την γνώμη του Σωζομενού ("Παυσαμένη τε της περί τα δογματικά συζητήσεως, έδοξε [αποφάσισε] τη Συνόδω και την Πασχάλιον εορτήν") για να στηρίξετε ότι το ημερολόγιο δεν είναι δόγμα. Ο Σωζομενός βεβαίως μιλάει για το Πασχάλιο, το οποίο σωστά δεν θεωρεί δογματικό ζήτημα. Αφού δεν είναι δογματικό, γιατί να μη το αλλάξουμε και αυτό, όπως ζητούν οι Οικουμενιστές; Τί πειράζει, αφού τους πρώτους αιώνες, πολλές φορές, το Πάσχα δεν εορτάσθηκε από όλους την ίδια ημέρα. Είδατε που οδηγούμαστε αν πούμε "δεν είναι δογματικό το ένα", "δεν είναι δόγμα το άλλο", "δεν πειράζει έχει ξαναγίνει"; Και που θα σταματήσουμε άραγε;
δ. Περί του μη χρησιμοποιηθέντος ποτέ "διορθωμένου Ιουλιανού" (το οποίο θεσπίστηκε μεν υπό του "Πανορθοδόξου" Συνεδρίου του 1923, αλλά ουδέποτε εφαρμόστηκε στην Εκκλησία της Ελλάδος) σας παραπέμπω σε παλαιότερό μου άρθρο με τίτλο "Διορθωμένο Ιουλιανό ή Λανθασμένο Γρηγοριανό;", στο οποίο αποδείχθηκε (χωρίς μάλιστα να έχει αναιρεθεί από κανέναν μέχρι στιγμής) πως η Εκκλησία της Ελλάδος δεν εισήγαγε το "διορθωμένο Ιουλιανό" του "Πανορθοδόξου" Συνεδρίου (το οποίο άλλωστε περιελάμβανε και αλλαγή του Πασχαλίου), αλλά το Γρηγοριανό (έστω και μόνο για τις ακίνητες εορτές) διά του συνταυτισμού του εκκλησιαστικού με το πολιτικό ημερολόγιο, όπως ξεκάθαρα αναφέρει στην Εγκύκλιο του 1924 (δια της οποίας άλλαξε το ημερολόγιο) ο Χρυσόστομος Παπαδόπουλος. Ποιο ήταν το πολιτικό ημερολόγιο, αγαπητέ μου κ. Ρίζο; Το "διορθωμένο Ιουλιανό" του "Πανορθοδόξου" Συνεδρίου; Μα η Ελληνική Πολιτεία εισήγαγε το Γρηγοριανό ημερολόγιο την 16 Φεβρουαρίου 1923, μήνες δηλαδή πριν την σύγκληση του "Πανορθοδόξου" Συνεδρίου! Είναι δε κρίμα που δεν θα ζούμε το έτος... 2800 για να δείτε πως τελικά το Γρηγοριανό ημερολόγιο αποδέχθηκε η Εκκλησία της Ελλάδος και όχι το "διορθωμένο Ιουλιανό"!
Συμπληρωματικά εδώ να αναφέρω στην ελλογιμότητά σας, αγαπητέ κ. Ρίζο, πως το σόφισμα αυτό περί του ότι "εμείς δεν έχουμε το Γρηγοριανό, αλλά το διορθωμένο Ιουλιανό", πρώτος το χρησιμοποίησε ο πρωτεργάτης της Ημερολογιακής Καινοτομίας του 1924 Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος (αργότερα το αντέγραψαν και άλλοι), στον οποίο απάντησε ο Άγιος πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος Καβουρίδης τα εξής: "Κατ' ἀρχὴν δὲν δύναται νὰ γίνῃ λόγος περὶ διορθώσεως τοῦ Ἰουλιανοῦ Ἡμερολογίου, διότι ἡ ἀφαίρεσις ἐκ τούτου 13 ἡμερῶν δὲν προσέδωκεν εἰς αὐτὸ τὴν ἰδιότητα τοῦ τελείου καὶ ἀκριβοῦς, οὕτως ὥστε ὁ Μακαριώτατος νὰ λέγῃ ὅτι διόρθωσε τὸ λάθος τούτου... Ἀφοῦ συμβαδίζει ὁ Μακαριώτατος ὅσον ἀφορᾷ τὰ ἔτη, τοὺς μῆνας, τὰς ἐβδομάδας, τὰς ἡμέρας καὶ τὰς ὥρας μὲ τὸ Γρηγοριανὸν καὶ ὅχι τὸ ἀνύπαρκτον διορθωμένον Ἰουλιανὸν ἡμερολόγιον, δύναται σοβαρῶς καὶ ἀληθῶς νὰ διϊσχυρισθῇ, ὅτι δὲν προσέλαβε τὸ Γρηγοριανὸν ἡμερολόγιον ἀφοῦ παρεδέχθη καὶ ἐφήρμοσεν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τὸ χρονόμετρον τούτου; Ὁ διϊσχυρισμὸς οὗτος τοῦ Μακαριωτάτου εἶναι παρόμοιος πρὸς τὸν διἱσχυρισμὸν ἐκείνου ὅστις διατείνεται ὅτι τὸ ὄνομα Κώστας δὲν εἶναι τὸ ἴδιον μὲ τὸ ὄνομα Κωνσταντῖνος καὶ ὅτι τὸ ὄνομα Γιάννης δὲν εἶναι τὸ αὐτὸ μὲ τὸ ὄνομα Ἰωάννης" (Άπαντα πρ. Φλωρίνης Χρυσοστόμου, τόμ. α΄, Ι. Μ. Αγ. Νικοδήμου Γορτυνίας, 1997, σελ. 243).
ε. Αγαπητέ μου κ. Ρίζο, θα κλείσω την Α΄ αυτήν απάντησή μου  με δύο σημαντικότατα περί του θέματος κείμενα, τα οποία δεν γράφτηκαν από κάποιον "φανατικό" Παλαιοημερολογίτη.
Το πρώτο είναι του αποδεκτού από όλους μας - θέλω να πιστεύω - οσιακής μνήμης Γέροντος Φιλοθέου Ζερβάκου, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται σχεδόν όλα όσα εξέθεσα παραπάνω: "Αὐτοὶ οἱ Πατέρες τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, παρὰ τὸ ὅτι ἐγνώριζον τὴν ἀτέλειαν τοῦ Ἰουλιανοῦ ἡμερολογίου, μηδαμῶς ἐνδιαφερόμενοι ἂν εἶναι τὸ τέλειον ἢ ἀτελὲς τοῦτο, ἐπὶ τῇ βάσει αὐτοῦ καθώρισαν τὰ τοῦ Πάσχα, βαθμηδὸν δὲ καὶ κατ' ὁλίγον ἡ Ἐκκλησία, ἐπὶ τῇ βάσει τούτου, καὶ ὅλον τὸ ἑορτολόγιόν της ἐρρύθμισε καὶ ὅλην τὴν τ' ἐσωτερικὴν καὶ ἐξωτερικὴν ζωήν της διέταξε. Τόσον πολὺ δὲ τὸ Ἰουλιανὸν ἡμερολόγιον συνυφάνθη μὲ τὴν ζωὴν τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, ὥστε νὰ μὴ εἶναι ποσῶς εὔκολον νὰ θιχθῇ τοῦτο, ἄνευ κλονισμοῦ ἰσχυροῦ εἰς αὐτὸ τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ οἰκοδομήματος. Τὸ ἡμερολόγιον τοῦτο διὰ τῆς τοιαύτης ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ χρήσεως, καὶ ἡγιάσθη, ὥστε καὶ διὰ τὸν λόγον τοῦτον νὰ μὴ δύναται εὐκόλως νὰ περιφρονηθῇ" (Γέροντος Φιλοθέου Ζερβάκου, Τα μεγάλα ζητήματα της Ορθοδοξίας [Επιστολή προς τον Βασιλέα της Ελλάδος], Απρίλιος 1966 στο "Ορθόδοξος Φιλόθεος Μαρτυρία", αρ. 45-47, Ιαν.-Αυγ. 1992, και εδώ).
Το δεύτερο είναι από την επίσημη Εισήγηση της Εκκλησίας της Ελλάδος προς την μέλλουσα "Πανορθόδοξη Μεγάλη Σύνοδο", στην οποία ομολογούνται τα εξής: "Μεταξὺ τῶν ἀκολουθουσῶν τὸ Παλαιὸν Ἡμερολόγιον καὶ τῶν ἀκολουθουσῶν τὸ Νέον ὑπάρχει μόνιμος διαφορὰ 13 ἡμερῶν ὡς πρὸς τὴν τέλεσιν ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν ἀκινήτων λεγομένων ἑορτῶν. Τοῦτο ἀποτελεῖ γεγονὸς πρωτοφανὲς εἰς τὰ χρονικὰ τῆς Ἐκκλησίας, καθ' ὅσον παρὰ τὴν κατὰ τοῦς πρώτους χρόνους ποικιλίαν ἡμερολογίων καὶ τὸ ἀκαθόριστον τοῦ ἑορτολογίου, ούδέποτε παρουσιάσθη χρονικὴ διαφορὰ ἑορτασμοῦ ἑνὸς καὶ τοῦ αὐτοῦ γεγονότος (π.χ. κοιμήσεως άγίου), ὡς συμβαίνει σήμερον. Ἡ διαφωνία καθίσταται εντονωτέρα κατὰ τὰς μεγάλας ἑορτὰς τῶν Χριστουγέννων, Θεοφανείων, τῆς Koιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Οἱ μὲν νηστεύουν, οἱ δὲ πανηγυρίζουν. Ἡ διαφωνία αὔτη ὁδηγεῖ εἰς τὸ ἑρώτημα: «Τίς ἑορτάζει, ἡμεῖς ἢ ἡ Ἐκκλησία;». Ἡ απάντησις ἡμεῖς, αἴρει τὴν ἱερότητα τῶν ἑορτῶν, καθιστῶσα αὐτὰς ἀτομικὴν ἑκάστου ὑπόθεσιν. Ἡ ἀπάντησις ἡ Ἐκκλησία, ἀπαιτεῖ ἕνα ἑορτασμὸν ὡς μία εἶναι ἡ Ἐκκλησία" (Τό ἡμερολογιακόν ζήτημα: Εἰσήγησις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος πρός τήν Πανορθόδοξον Μεγάλην Σύνοδον, Αθήνα, 1971, σελ. 10).
Αγαπητέ μου κ. Ρίζο, ελπίζω όσα σας έγραψα να τα λάβετε σοβαρά υπόψιν σας. Εν αναμονή της Β΄ απαντήσεώς μου στο Β΄ μέρος της εργασίας σας, που μόλις είδα πως ανήρτησε η "Π.Π.", μπορείτε να μου στείλετε τυχόν σχόλιά σας εδώ και να γίνει μια εποικοδομητική συζήτηση.
Ευχαριστώ για τον χρόνο σας.
Με εκτίμηση και αγάπη Χριστού
Νικόλαος Μάννης

Τρίτη 23 Μαΐου 2017

Ὁμιλία τοῦ μακαριστοῦ π. Θεοδωρήτου στήν Κυριακή τοῦ Τυφλοῦ

(Πάρος 2007. Ὁ π. Καλλίνικος μπροστά στόν ἄπνου ὑποτακτικό του π. Θεοδώρητο.
Ἀρχείο Παναγιώτου & Μαρίνας Ἠλιοπούλου)

Τό θαῦμα τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου εἶναι ἕνα ἀπό τά σπάνια, διά τόν τρόπον τόν ὁποῖον ἐκτέλεσε ὁ Κύριος τό θαῦμα αὐτό, διότι πάντοτε κατόπιν αἰτήσεως ἔδινε τή χάρη Του. Ζητοῦσαν, παρακαλοῦσαν, ἐπλησίαζαν καί ἰᾶτο καί ἐθεράπευε καί ἔβγα­ζε τά δαιμόνια. Αὐτή τή φορά περνῶντας ἀπ’ τά Ἱεροσόλυμα, ὅταν εἶδε τόν τυφλόν, μόνος Του ἐπλησίασε, χωρίς νά Τοῦ πεῖ τίποτα ὁ τυφλός, καί ἔπτυσε κάτω, ἔκανε πηλό, λάσπη δηλαδή, τήν ἀκούμπησε στά μάτια του καί τοῦ εἶπε «πήγαινε νά πλυθεῖς στοῦ Σιλωάμ τήν πηγή», χωρίς νά τοῦ πεῖ τίποτε ἄλλο, ὅτι «θά γίνεις καλά» ἢ «ἔλα μετά πίσω νά σέ κάνω καλά». Ἀπόλυτη ὑπακοή, σά νἄχε πληροφορία μέσα ὁ τυφλός ὅτι ἐδῶ συμβαίνει κάτι μεγάλο, καί πῆγε κι ἦτανε μακριά ἡ πηγή  (θά τόν συνώδευσαν φαίνεται ἄλλοι) καί πλύθηκε καί ἐπέστρεψε λέει βλέπων. Οἱ Πατέρες ἐξη­γοῦν, ὅτι αὐτό τό ἔκανε ὁ Κύριος, ἀφ’ ἑνός γιά νά φανεῖ ἡ ὑπακοή του, ἀλλά καί γιά νά τόν δοῦν πορευόμενον τόσοι πολλοί, μέχρι νά πάει στοῦ Σιλωάμ, καί νά λένε «τί ἔπαθε αὐτός ὁ τυφλός, γιατί πάει ἐκεῖ καί τόν συνοδεύουν» καί νά γίνει τό θαῦμα ἀκουστό παντοῦ ὕστερα. 
Αὐτό τό ἔμαθαν κατόπιν οἱ Γραμματεῖς καί Φαρισαῖοι καί τούς πείραξε πάρα πολύ, γιατί ἔγινε τό Σάββατο. Φανταστεῖτε τυφλότητα τώρα! Ἀντί νά δώσουν δόξα στό Θεό καί νά ποῦνε πράγματι ἐδῶ πρόκειται περί γνησίου νά κάνει τέτοια θαύματα, αὐτοί ἀμέσως ἄρχισαν, ὅπως ἀκούσατε στό Εὐαγγέλιο, νά τόν ἐξετάζουν συνέχεια, νά καλοῦνε τούς γονεῖς μέ ἀποτέλεσμα ὁ ἁπλός αὐτός ὁ τυφλός ὁ ἀγράμματος νά τούς πεῖ κάπως εἰρωνικά: «μήπως θέλετε νά γίνετε μαθηταί [Αὐτοῦ];». Καί αὐτοί ἀμέσως μέ ὑπερηφάνειά: «ἐμεῖς τοῦ Μωϋσέως ἐσμέν μαθηταί, αὐτός εἶναι ἁμαρτωλός ἄνθρωπος, δέν τόν εἴδαμε πόθεν ἐστί». Ἐνῶ ὅλα τά ξέρανε, εἶχανε πεῖ καί στόν Ἡρώ­δη ἀκόμη, ὅταν ἐγεννᾶτο, ἀπό τίς προφητείες, ποῦ θά γεννηθεῖ. Ἀλλά ἡ κακία ὅτι θά χάσουνε τό βασίλειο καί τήν ἐξουσία πού εἶχαν διά τῆς διδασκαλίας δέν τούς ἄφηνε νά πιστέψουν. Αὐτή τήν τυφλότητα οἱ Πατέρες τήν διεκτραγωδοῦν στά ἔργα τους.
Τρία κακά μεγάλα εἶναι ἀπό τά ὁποῖα ὑποφέρει ὁ ἄνθρωπος: ἡ ἄγνοια (ἡ λήθη ὅπως λέγεται), ἡ ἀκηδία, ὅταν πέσει κανείς σέ πνευματική ἀφασία, νά μήν ἐνδιαφέρεται γιά τίποτα· ἡ ἄγνοια λοιπόν, ἡ πνευματική ἀφασία καί τό σκότος τῆς διανοίας, ὅπως εἶχανε πέσει τώρα οἱ Γραμματεῖς καί οἱ Φαρισαῖοι. Αὐτό τό σκότος, τό ἀποκαλεῖ ὁ Μέγας Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ἀκαθαρσία τοῦ νοῦ, δηλαδή ὁ νοῦς σκοτίζεται ἐκείνη τήν ὥρα καί κάνει τά ἀντίθετα ἀπ' ὅ,τι πρέπει γιά τή σωτηρία, ὅπως ἔκαναν καί οἱ Γραμματεῖς καί οἱ Φαρισαῖοι. Τό ἴδιο βλέπομε δυστυχῶς νά συμβαίνει διά μέσου τῶν αἰώνων κατ’ ἐπανάληψιν ὅπως στούς Γραμματεῖς καί Φαρισαίους καί σ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους πού δέν πιστεύουν καί εἰρωνεύονται καί κοροϊδεύουν, σάν ἀνοιχτομάτηδες αὐτοί, τούς «χαζούληδες» τοῦ Θεοῦ, πού ἀκοῦνε τό νόμο τοῦ Θεοῦ, πού πάνε στήν ἐκκλησία κι «ἐσύ [λένε] πήγαινε μέ τό Σταυρό μπροστά καί νομίζεις θ’ ἁγιάσεις», ἐνῶ ἐκεῖνοι ἔχουν ἄλλο τρόπο νά νικᾶνε στή ζωή. Εἶναι φοβερή ἡ ὑπερηφάνεια, πού ρίχνει ἡ ἄγνοια τόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, διότι νομίζει ὅτι αὐτός ἔχει μόνο τήν ἀλήθεια, ὅπως οἱ Γραμματεῖς καί οἱ Φαρισαῖοι καί τόν ρίχνει σέ κακία καί σέ κατάκριση. 
Ὅταν ὁ Κύριος ἐθεράπευσε τόν τυφλόν τόν ἐκ γενετῆς, μετά ὅτι ἔμαθε μέ τό διάλογο πού εἶχαν μέ τούς Γραμματεῖς καί Φαρισαίους, τόν πέταξαν αὐτοί ἔξω, ὅταν τούς ἔκανε τόν διδάσκαλο, γιατί πράγματι τούς ἔκανε τόν διδάσκαλο καί ἦταν φωτισμένος καί ἤθελε νά τούς ὁδηγήσει στό Φῶς. Καί μόλις τό ἔμαθε αὐτό ἀμέσως ὁ Κύριος, πάει μόνος Του τόν πλησιάζει καί γίνεται ἐκεῖ ἕνας καταπληκτικός διάλογος. «Ἐσύ πιστεύεις στόν Υἱό τοῦ Θεοῦ;», τοῦ λέει. «Καί τίς ἐστίν Κύριε ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ἵνα πιστεύσω»; «Καί ἑώρακας Αὐτόν - τοῦ λέει [ὁ Κύριος] -, καί ὁ λαλῶν μετά σοῦ, Αὐτός ἐστίν». Καί ἀμέσως ἐκεῖνος «πιστεύω, Κύριε!» καί πεσών προσεκύνησε. Ἐπανελήφθη δηλαδή αὐτό πού ἔγινε μέ τή Σαμαρείτιδα τήν περασμένη Κυριακή. «Τίς ἐστιν ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ;», ρωτάει ὁ τυφλός. «Ἐγώ ὁ λαλῶν σοι!». Σέ κανέναν δέν τό εἶπε αὐτό [παρά μόνο] στόν τυφλό καί στήν ἁμαρτωλή, τόσο φανερά νά ἀπεκαλύψει τήν Μεσιακή του ἰδιότητα, διότι ἦτο καθαρή ψυχή μέ ταπείνωση, εἴχε πραότητα, εἶδε ὁμολογία, πρό πάντων ὁμολογία, αὐτό Τον εὐχαρίστησε τόν Κύριο. Διότι ἕνας ἀγράμματος ἔκανε ὁμολογία ἐνώπιον τῶν Γραμ­­ματέων καί τῶν Φαρισαίων καί τούς ταπείνωσε. 
Ὅπως πολλές φορές ἀκούω με­ρι­κούς δικούς μας, τοῦ παλαιοῦ ἑορτολογίου, νά μιλοῦν μέ θεολόγους καί νά τούς ταπεινώνουν κι’ ἄς εἶναι θεολόγοι, διότι ἡ πράξη ζωοποιεῖ τήν ἀλήθεια πού ἔχουμε μέσα μας καί τήν θεωρία καί μᾶς κάνει διδασκάλους. Ἡ πράξη ἔχει μεγάλη σημασία. Αὐτό τό φωτισμό πού πῆρε ὁ τυφλός κινδυνεύουμε κι' ἑμεῖς νά τόν χάσουμε, νά μή ἔχουμε αὐτόν τόν φωτισμό πού λαβαίνουμε ἀπό τό Βάπτισμα καί ἀπό τήν Ἐκκλησία καί νά πέσουμε στήν τάξη τῶν Γραμματέων καί Φαρισαίων στό σκοτάδι, ἐάν δέν ἀνανεώνουμε μέ ζῆλο αὐτόν τό φωτισμό, ὁ ὁποῖος πρέπει νά μᾶς στοιχίσει καί σέ χρόνο καί σέ πράξη.
Ὅπως οἱ Πατέρες μας τό 1924. Φτωχοί ἦτανε τότε, ἀγράμματοι οἱ περισσότεροι, ἀλλά πηγαίνανε σέ ἀγρυπνίες, τούς κοροϊδεύανε στίς ἐργασίες τους, πολλοί χάσαν καί τίς εργασίες τους. Ἔχουμε καί μάρτυρα ἔγκυο γυναίκα [πού πῆγε] νά ὑπερασπιστεῖ τόν παπᾶ της καί νά τῆς δώσει μέ τόν ὑποκόπανο ὁ χωροφύλακας καί νά πεθάνει καί αὐτή καί τό μωρό. Λοιπόν, ὅλα αὐτά εἶναι ἀκριβῶς παράλληλα μέ τήν ὁμολογία τοῦ τυφλοῦ. Ἐπειδή ἔκανε τήν ὁμολογία, ἀξιώθηκε νά μιλήσει μέ τόν Μεσσία καί νά Τοῦ ὁμολογήσει ὅτι εἶναι ὁ Μεσσίας. Ἔτσι λοιπόν μή ζητᾶμε πρό τῆς ὁμολογίας, τά τῆς χάριτος τῆς ὁμολογίας καί τήν χαρά πού φέρνει ἡ ὁμολογία! Εἴδατε, ἂν ἔχετε διαβάσει στό Γεροντικό, ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος μές στούς πολλούς πειρασμούς πού εἶχε, κάποτε κουράστηκε πάρα πολύ, ὅλη τή νύχτα τόν πειράζαν οἱ δαίμονες, τόν σέρνανε νά τόν βγάλουνε μέσα ἀπό τό κελί. Στό τέλος δέν ἄντεξε καί σάν νά δάκρυσε καί εἶπε: «Ποῦ εἶσαι, Κύριε, ποῦ ἦσουν;», ὅταν ἦρθε ἕνα Φῶς καί σκόρπισε τούς δαίμονες: «Ἐδῶ ἦμουν Ἀντώνιε, περίμενα νά δῶ τόν ἀγῶνα σου». Ἡ ἐπιβράβευση ἔρχεται μετά τήν ὁμολογία. Πρέπει πρῶτα νά κάνουμε κάτι, νά ἐφαρμόσουμε τόν νόμο, ὄχι προτοῦ καί μέ τήν πρώτη προσευχή πού κάνουμε, θέλουμε ὅλα τά αἰτήματα νά ἐκπληρωθοῦν. Διότι μέσα στόν σκοτισμό πού ἔχουμε (ὅλοι μας εἴμαστε σκοτισμένοι, ὅταν ἕνας Ἅγιος [Γρηγόριος] Παλαμᾶς ἔλεγε: «Παναγία μου, φώτισόν μου τό σκότος», γιατί ἤθελε περισσότερη λάμψη ἀπ’ ἐκείνη πού εἶχε) πάει νά πεῖ ὅτι δέν ξέρουμε τό συμφέρον μας καί δέν πρέπει νά αντιδρούμε καί νά τά βάζουμε μέ τό Θεό ὅταν δέν λαβαίνουμε αὐτά πού ζητᾶμε. Γι' αὐτό λέει, πολύ ὡραῖα, καί ὁ Ἅγιος ὁ Χρυσόστομος: «τί φωνάζεις; ἔλαβες ἐντο­λήν λαβεῖν». Στήν ὥρα δηλαδή πού δέν ἔλαβες, ἔλαβες, διότι ἦταν ἡ ἀπάντη­ση τοῦ Θεοῦ, ὅτι δέν σέ σύμφερε αὐτό τό πρᾶγμα, ἐκείνη τήν ὥρα, γιά κεῖνο τό σκοπό, γιά κεῖνο τό πρόσωπο, γιά κεῖνη τήν περίπτωση. Ὁ φωτισμός καί ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ ἔχει μεγάλη σημασία στή ζωή μας. Νά φανταστείτε ὅτι ὁ Κύριος ἀποκαλεῖ «αἰώνιον ζωήν» τήν γνῶσιν τοῦ θελήματός Του. Ὅταν ἔκανε τήν ἀρχιερατική προσευχή ὁ ἵδιος ὁ Κύριος εἶπε: «Αὕτη ἐστίν ἡ αἰώνιος ζωή ἵνα γινώσκωσί Σε, Πάτερ, τόν μόνον ἀληθινόν Θεόν». Αὐτή εἶναι ἡ αἰώνια ζωή, γιά νά νά σέ γνωρίζουμε τόν μόνον ἀληθινόν Θεόν. «Καί ὅν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν».  Βλέπετε λοιπόν, ἡ αἰώνια ζωή ἀρχίζει ἀπό τώρα μέ τήν γνώση τοῦ Θεοῦ. Και γιά νἄρθει ἡ γνώση πρέπει νά διαβάζουμε, νά μετέχουμε τῶν Μυστηρίων, νά ὁμολογοῦμε αὐτό πού πιστεύουμε, χωρίς τή βία καί τότε, ἀπό κεῖνη τήν ὥρα νά γνωρίζουμε ὅτι ἡ Χάρις καί οἱ ἄκτιστες ἐνέργειες καί ἡ Εἰρήνη τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, θ’ ἀρχίσει ἀπό τώρα νά βιοῦται καί νά κορυφωθεῖ εἰς τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν.


Παρασκευή 19 Μαΐου 2017

Η ΧΛΕΥΗ Η ΑΠΑΞΙΩΣΗ ΚΑΙ Ο ΤΡΥΓΜΟΣ ΤΩΝ ΟΔΟΝΤΩΝ




Το ημερολόγιον διά την Εκκλησίαν δεν σκοπεί να καθορίσει την ακριβή διαίρεσιν του χρόνου, αλλά να εξασφαλίσει την ενότητα όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών εις τον εορτασμόν των εορτών και την ταυτόχρονον τήρησιν των νηστειών και των μυστηριακών και λοιπών θρησκευτικών τελετών. Προς τον σκοπόν τούτον καθωρίσθη επί τη βάσει της εαρινής ισημερίας του Ιουλιανού ημερολογίου, και εθεσπίσθη ο Πασχάλιος Κανών, ο ενιαύσιος κύκλος των εορτών, ήτοι το Κυριακοδρόμιον, ούτως ώστε να εορτάζηται το Πάσχα ταυτοχρόνως υφ' όλων των Ορθοδόξων Χριστιανών πάντοτε κατόπιν του Νομικού Πάσχα των Ιουδαίων κατά τον 7ον Αποστολικόν Κανόνα, αι δε λοιπαί εορταί κινηταί τε και ακίνητοι να εορτάζωνται συγχρόνως υπό των χριστιανών και να τελώσι τα της λατρείας αυτών και να νηστεύωσι και να ευφραίνωνται ταυτοχρόνως όλοι οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, ως τέκνα πνευματικά μίας και της αυτής Ορθοδόξου Εκκλησίας, ης δομήτωρ και αρχηγός είναι εις και ο αυτός, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός.


 

Και επειδή κατά τους πρώτους αιώνας του Χριστιανισμού αι κατά τόπους Εκκλησίαι και οι Χριστιανοί εώρταζον τας εορτάς και ετέλουν τας νηστείας και τας θρησκευτικάς αγνείας ουχί ταυτοχρόνως, εδέησεν όπως οι Άγιοι και Θεοφόροι Πατέες εν Οικουμενικαίς Συνόδοις, προς τω καθορισμώ των δογμάτων καθορίσωσι διά του Πασχαλίου Κανόνος και του εορτολογίου και τον ταυτόχρονον εορτασμόν των εορτών και την σύγχρονον τήρησιν των νηστειών ανυψώσαντες εις περιωπήν δόγματος την ενότητα της Εκκλησίας, ήτις περιλαμβάνεται εις το 9ον άρθρον του Συμβόλου της Πίστεως, το ''Εις Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν''.



Αγίου Χρυσοστόμου του Νέου Ομολογητή


Τούτου ένεκα όταν ο Πάπας Γρηγόριος ΙΓ' τω 1583 καθιέρωσεν εις την Λατινικήν Εκκλησίαν το Γρηγοριανόν ημερολόγιον και επειράθη να επιβάλλει τούτο και εις την Ορθόδοξον Ανατολικήν Εκκλησίαν, οι Πατριάρχαι της Ανατολής, Σύνοδον Πανορθόδοξον συγκροτήσαντες εν Κωνσταντινουπόλει το 1593 υπό την προεδρίαν του τότε Οικουμενικού Πατριάρχου Ιερεμίου του Β', απεκήρυξεν τούτο, χαρακτηρίσαντες ''ως παγκόσμιον σκάνδαλον, ως καινοτομίαν της πρεσβυτέρας Ρώμης και ως αυθαίρετον καταπάτησιν των θείων και ιερών Κανόνων''. Αλλά και εις τους μετέπειτα χρόνους και δη της δουλείας, οσάκις η Δύσις επεχείρει να επιβάλει το νέον ημερολόγιον, οι Πατέρες της Ορθοδόξου Εκκλησίας απέκρουσαν τούτο, όχι δια λόγους αστρονομικούς και επιστημονικούς, αλλά διότι τούτο προσκρούον προς το υπό της Α' Οικουμενικής Συνόδου Πασχάλιον, εορτολόγιον, Κυριακοδρόμιον και λοιπήν ευρυθμίαν και ευταξίαν της θείας λατρίας, θα εσκανδάλιζε τους Χριστιανούς και θα κατήργει ορισμένους Αποστολικούς και Συνοδικούς Κανόνας, τουθ' όπερ πάντως θα προεκάλει και την διάσπασιν της ενότητας της Εκκλησίας εις τον εορτασμόν των εορτών. Εκ τούτων κατάδηλον γίνεται, ότι η διαφορά των δύο ημερολογίων δια την Εκκλησίαν, δεν είναι μόνον διαφορά 13 ημερών, ως ενησμενίσθησαν παίζοντες εν ου παικτοίς να διακηρύξουν urbi et orbi ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και οι ομόφρονεςαυτώ, αλλά τροποποίησις ενός Εκκλησιαστικού Θεσμού της Α' Οικουμενικής Συνόδου, ως είναι ο θεσμός του εορτολογίου, ον μόνον μία Πανορθόδοξος Σύνοδος ηδύνατο ομοφώνως να διαρρυθμίσει προς αποφυγήν της διασπάσεως της ενότητας των Εκκλησιών εν τω εορτασμώ των εορτών. Την τοιαύτην σημασίαν του εορτολογίου κατανοούσα τόσο η Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, όσο και η Σύνοδος της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος, όταν απεφάσιζον την διαρρύθμισην του ημερολογίου διά ταςακινήτους εορτάς, είχον υπ' όψιν τους την παραδοχήν της διαρρυθμίσεως ταύτης υφ' όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Διό και η σχετική απόφασις της Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου έλεγεν... ''Ορίζομεν κοινή δι' όλας τας Ορθοδόξους Εκκλησίας να λογισθεί η 12η Μαρτίου ως 25η του ημετέρου εορτολογίου'', η δε ιστορική Συνεδρία της ιεραρχίας 19 Μαίου 1923 καθ' ην ενεκρίθη κατ' αρχήν η συμμόρφωσις του Εκκλησιαστικού ημερολογίου προς το πολιτικόν έλεγε: ''...ανατίθησι τω Μακαριωτάτω Προέδρω, όπως προς τούτο συνεννοηθεί μεθ' όλων των Εκκλησιών''. Ότι δε το Οικουμενικόν Πατριαρχείον δεν ηνόει να εμμένει εις ταύτην, αν και αι λοιπαί Εκκλησίαι δεν συνεμμορφούντο προς αυτήν, απόδειξις τούτο είναι η Πατριαρχική Εγκύκλιος του 1931, του αειμνήστου Πατριάρχου Φωτίου του Β' προς απάσας τας Αυτοκεφάλους Ορθοδόξους Εκκλησίας, εν η το ζήτημα του ημερολογίου θεωρεί, ουχί ως οριστικώς και εγκύρως λελυμένον, αλλ' ως επίδικον και συζητήσιμον εις την μέλλουσαν να συνέλθει Πανορθόδοξον Σύνοδον εν Αγίω Όρει. Εφ' ω και ανεγράφη εις την ημηρεσίαν διάταξιν των υπό της Συνόδου ταύτης συζητηθησομένων θεμάτων και μάλιστα η εγκύκλιος αύτη, η Πατριαρχική ορίζει ότι: ''τότε μόνον δύναται το νέον ημερολόγιον να τεθεί εις εφαρμογήν και προ της κυρώσεως τούτου υπό μελλούσης Οικουμενικής Συνόδου, όταν προς τούτο συμφωνήσουν όλαι οι Εκκλησίαι, τουθ' όπερ θεωρεί απαραίτητον όρον διά την εφαρμογήν, άνευ του οποίου ουδεμία Εκκλησία δικαιούται, ως λέγει η Πατριαρχική Εγκύκλιος να θέσει τούτο μονομερώς εις εφαρμογήν. Εκ τούτων εριδήλως καταφαίνεται ότι το Οικουμενικόν Πατριαρχείον καταδικάζει εκ των προτέρων την μονομερή εφαρμογήν του νέου ημερολογίου δια τας συνεπείας, ας δημιουργεί αύτη, διασπώσα την ενότητα των Εκκλησιών εν τω εορτασμώ των εορτών και προκαλούσα μίαν σύγχησιν και αταξίαν εις την τέως Κανονικήν και εύρυθμον Ορθόδοξον θείαν λατρείαν, δι' ην ως πυξίς χρησιμεύει ο Πασχάλιος Κανών και το εορτολόγιον. Υπό τας συνθήκας ταύτας, τας αντιστρατευομένας προς το πνεύμα και αυτών των σχετικών αποφάσεων του Οικουμενικού Πατριαρχείου κατ' αρχήν εις χρήσιν το νέον ημερολόγιον διά τας ακινήτους εορτάς και είτα υπό της Εκκλησίας της Κύπρου, της Εκκλησίας της Ρουμανίας και εσχάτως υπό της Εκκλησίας της Αλεξανδρείας, επί Μελετίου, των λοιπών Ορθοδόξων Εκκλησιών και δη των παλαιφάτων Πατριαρχείων Ιεροσολύμων και Αντιοχείας μετά των Πατριαρχείων της Ρωσίας και της Σερβίας και των Εκκλησιών του Αγίου Όρους και Θεοβαδίστου Όρους Σινά εμμενουσών εις το πάτριον και εκ παραδόσεως επί είκοσι αιώνας διατηρηθέν Ιουλιανόν ημερολόγιον. Και είναι μεν αληθές, ότι την εφαρμογήν του νέου ημερολογίου εισήγαγον εις τας επαρχίας των και οι Αρχιερείς της Ελλάδος και αυτοί ακόμα οι κατ' αρχήν μειοψηφίσαντες, μη επιθυμούντες να δημιουργήσουν σχίσμα εις τους κόλπους της Εκκλησίας και ελπίζοντες συν τω χρόνω δυοίν θάττερον ή δηλονότι την συμμόρφωσιν προς τούτο απασών των Ορθοδόξων Εκκλησιών και Χριστιανών ή εν εναντία περιπτώσει την επαναφοράν του παλαιού ημερολογίου προς αποφυγήν της διασπάσεως της ενότητος όλων των Εκκλησιών εν τω εορτασμώ των εορτών. Μετά πάροδον, όμως δεκαπενταετίας από της ημερολογιακής καινοτομίας, ου μόνον δεν συνεμορφώθησαν προς αυτήν αι λοιπαί Ορθόδοξοι Εκκλησίαι, και δη τα Πατριαρχεία των Ιεροσολύμων, της Αντιοχείας και της Σερβίας, αλλά και επέστρεψάν τινες των νεοημερολογητικών Εκκλησιών, ως η της Πολωνίας και της Εσθονίας εις το πάτριον Εκκλησιαστικόν ημερολόγιον αντιληφθείσαι την αντικανότητα του νέου. Εν τούτω τω μεταξύ, η αποσπαθείσα μερίς εκ της Αυτοκεφάλου Ελληνικής Εκκλησίας εξ αιτίας της εορτολογικής καινοτομίας μετά των ιερέων της επετέλεσεν ανεξάρτητον θρησκευτικήν Κοινότητα αναγνωρισθείσαν ως ταύτην συνωδά τω Συντάγματι και υπό της Κυβερνήσεως. Τους ιερείς της Κοινότητος αυτής η Εκκλησία κατεδίκασεν εις καθαίρεσιν παρά τους θείους και ιερούς Κανόνας, ενώ δεν είχεν ουδεμίαν πλέον Εκκλησιαστικήν δικαιοδοσίαν επ' αυτών, καθ' όσον ούτοι διέκοψαν προηγουμένως πάσαν εκκλησιαστικήν επικοινωνίαν μετά της Διοικούσης Εκκλησίας, λόγω της εορτολογικής καινοτομίας. Λέγομεν δε παρά τους θείους και ιερούς Κανόνας, διότι η καθαίρεσις, η εσχάτη αύτη των Εκκλησιαστικών ποινών επιβάλλεται μόνον εις τρεις περιπτώσεις, τας εξής: Α) Όταν ο Κληρικός σφάλει περί την ορθήν πίστιν, Β) όταν ούτος περιπέσει εις έγκλημα προσωπικόν ή ηθικόν και Γ) όταν μη υπάρχοντος Εκκλησιαστικού τινός λόγου, ούτος αποκηρύξει την Κανονικήν προισταμένην Εκκλησιαστικήν Αρχήν και πήξει ίδιον θυσιαστήριον διά λόγους φιλαρχίας και κενοδοξίας. Εν τη προκειμένη περιπτώσει ουδείς εκ των λόγων τούτων, δι' ους επιβάλλεται κανονικώς η καθαίρεσις συνέτρεχεν και όμως η Εκκλησία κατεδίκαζεν αυτούς εις καθαίρεσιν υπό το πρόσχημα μεν της ανταρσίας και της απειθείας εις την προισταμένην Αρχήν, αλλά κυρίως διότι ηρνούντο ούτοι διά λόγους Εκκλησιαστικούς θίγοντας την συνείδησιν αυτών, να συμμορφωθούν προς την ημερολογιακήν καινοτομίαν. Και τούτο έπραττεν από σκοπού η Ιεραρχία, ίνα στερήσει τους ακολουθούντες το πάτριον εορτολόγιον, των λειτουργών του Θεού του Υψίστου διά την εκτέλεσιν των της λατρείας αυτών κατά το παλαιόν εορτολόγιον. Και δεν περιορίσθη μόνον εις την ποινήν της καθαιρέσεως την καθαρώς Εκκλησιαστικήν ταύτην ποινήν, αλλά και προέβη εις την δίωξιν τούτων ενώπιον των πολιτικών Δικαστηρίων καταγγέλουσα αυτούς, λειτουργούντας, μετά την καθαίρεσιν, εις τους Ναούς των Παλάιοεορτολογιτών επί αντιποιήσει δήθεν Αρχής και ιερατικού αξιώματος. Εντεύθεν άρχεται σειρά φυλακίσεων, εξοριών και βαρυτάτων προστίμων, εις α κατεδικάζοντο, οι λειτουργοί του Θεού του Υψίστου, διότι ηρνούντο ούτοι να συμμορφωθώσι προς την ημερολογιακήν καινοτομίαν ήτις αντεστρατεύετο προς την συνείδησιν και τον όρκον ον έδωκαν κατά την χειροτονίαν αυτών περί της αλωβήτου διαφυλάξεως της εμπιστευθείσης αυτοίς ιεράς παρακαταθήκης. Τινές μάλιστα των Αρχιερέων των άκρων καινοτόμων, οίοι ο Φθιώτιδος Αμβρόσιος και ο Βεροίας Πολύκαρπος, αφού καθήρουν τους τοιούτους ιερείς, παρέδιδον αυτούς εις τας χείρας των χωροφυλάκων με την διαταγήν να αποσχηματίσωσιν αυτούς διά της βίας και να καταστήσωσι τους ευλαβείς τούτους ιερείς αντικείμενον σκανδάλου μεν εις τους πιστούς, χλεύης δε και σαρκασμού εις τα όμματα των απίστων.


Τας τοιαύτας αδικίας και παρανομίας της Εκκλησίας βλέποντες ημείς και μη επιθυμούντες να έχομεν δι' αυτάς βεβαρυμένην την συνείδησιν ημών, αφού μάτην πολλάκις εις την Σύνοδον της Ιεραρχίας παρεκαλέσαμεν αυτήν, όπως επανέλθει το πάτριον εορτολόγιον και ενώσει τους Χριστιανούς διά της άρσεως του προξενηθέντος σκανδάλου, ήχθημεν μετά πολλής θλίψεως και συνοχής καρδίας εις την απόφασιν να κηρύξωμεν δι' εγγράφου ημάς αυτούς εν Εκκλησιαστική ακοινωνησία μετά της Διοικούσης Εκκλησίας και να δόσομεν μίαν ποιμαντορικήν προστασίαν προς την μερίδα των ακολουθούντων το πάτριον εορτολόγιον, όπερ εθέσπισεν η Α' Οικουμενική Σύνοδος. Ομολογητέον ότι ήχθημεν εις την απόφασιν ταύτην, ουχί διότι επεδιώκομεν προσωπικάς βλέψεις και φιλοδοξίας, ως διέδωσεν ευθύς εξ' αρχής ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, αλλά διότι ελπίζομεν να εκβιάσωμεν διά του τρόπου τούτου αυτόν να καλέσει την Ιεραρχίαν και να θέσει υπό την κρίσιν Αυτής το έγγραφον της Ακοινωνησίας ημών, ως και όλον εν γένει το ζήτημα το ημερολογιακόν. Δεν εφανταζόμεθα δε ποτέ, ότι η Διοικούσα Σύνοδος θα προέβαινεν εις την έκπτωσιν ημών εκ των θρόνων, άνευ διαδικασίας ημών κατά τους Κανόνας και το Καταστατικόν και την κήρυξιν ως τέως Μητροπολιτών και ως υποδίκων ενώπιον Συνοδικού Δικαστηρίου. Διότι δυοίν θάτερον ή ενέκρινεν η Διοικούσα Σύνοδος το αποκοινωνητικόν ημών έγγραφον, όπερ ην κατοχυρωμένον διά λόγων Εκκλησιαστικών και Κανονικών και επομένως δεν εδικαιούτο να δικάσει ημάς, ως μη υπαγομένους πλέον υπό την δικαιοδοσίαν και δοσιδοκίαν αυτής ή δεν ενέκρινεν τούτο, οπότε έδει να ακολουθήσει την Κανονικήν και την υπό της Εκκλησιαστικής Δικονομίας προβλεπομένην διαδικασίαν, ίνα επιβάλει ημίν την ποινήν της εκπτώσεως...


Εισαγωγή στο διαδίκτυο στο μονοτονικό σύστημα, τίτλος και επιμέλεια κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ. Απόσπασμα άρθρου του Αγίου Χρυσοστόμου του Νέου Ομολογητή, όπως αυτό δημοσιεύεται στα ''ΑΠΑΝΤΑ ΠΡΩΗΝ ΦΛΩΡΙΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ 1871 - 1955'', τόμος 1ος, σελίδες 303 - 307, έκδοση της Ιεράς Μονής Αγίου Νικοδήμου Ελληνικού Γορτυνίας, 1997.


Πέμπτη 18 Μαΐου 2017

Η ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΙΑ (Ἃγιος Ἰγνάτιος Μπριαντσανίνωφ)

Αποτέλεσμα εικόνας για αγιος ιγνατιος μπριαντσιανινωφ


Ο σατανάς δεν ικανοποιήθηκε με το ότι υπέταξε τον άνθρωπο και μαζί του όλη τη γη, με το ότι τον κρατούσε αιχμάλωτο, χρησιμοποιώντας σαν αλυσίδες τα διάφορα πάθη που ξεσήκωνε μέσα του, με το ότι τον έκανε δούλο της αμαρτίας και, μέσω αυτής, δούλο δικό του. Ο λογισμός που κυρίεψε τον πονηρό άγγελο όσο βρισκόταν στον ουρανό, δεν τον άφησε ούτε και τότε που ρίχτηκε, μετά την αποστασία του, κάτω από τον ουρανό, στα πρόθυρα, θα λέγαμε, του άδη. Ποιος λογισμός; Να γίνει ίσος με τον Θεό! Τον λογισμό του, λοιπόν, αυτόν τον έκανε πράξη, εισάγοντας στη γη την ειδωλολατρία. 
Το ανθρώπινο γένος όλο και αυξανόταν, ενώ συνάμα όλο και περισσότερο ικανοποιούσε όχι μόνο τις ανάγκες του, αλλά και τις ιδιοτροπίες του και τις αμαρτωλές επιθυμίες του. Με τέτοια ζωή, όμως, η αυτογνωσία και η θεογνωσία είναι ασυμβίβαστες! Έτσι, βυθισμένοι στις επίγειες μέριμνες και απολαύσεις, οι άνθρωποι έγιναν αποκλειστικά σαρκικοί και έχασαν την ίδια την έννοια του ενός και αληθινού Θεού. Αλλά το αίσθημα της τιμής προς τον Θεό, αίσθημα εγγενές στον άνθρωπο από την πλάση του και επομένως φυσικό, είναι αναφαίρετο από την καρδιά του. Η πτώση δεν το κατέστρεψε, μόνο το αλλοίωσε, του στέρησε την αυθεντικότητά του. Οδηγημένοι ασυνείδητα απ’ αυτό το αίσθημα, οι άνθρωποι, μέσα στον μεταπτωτικό σκοτισμό τους, προσκύνησαν σαν θεούς τον εφευρέτη της αμαρτίας, τον πεσμένο άγγελο, και το τάγμα των δαιμόνων του. Θεοποίησαν την αμαρτία, που τους θανάτωσε ψυχικά, σ’ όλες τις μορφές της. Θεοποίησαν και τους εκπροσώπους της αμαρτίας, τα πονηρά πνεύματα. Θεώρησαν θεϊκές απολαύσεις τους τρόπους ικανοποιήσεως όλων των παθών. Τίμησαν και την πορνεία και τη μέθη και την κλοπή και τον φόνο. Κάθε πάθος εκπροσωπούνταν από το δικό του είδωλο.
Τα είδωλα ήταν σύμβολα των δαιμόνων εντελώς ξένα προς τη ζωή, εντελώς νεκρά ως προς τα πνευματικά αισθήματα. Μπροστά τους τελούνταν ατομικές, οικογενειακές και μαζικές λατρευτικές πράξεις, με την προσφορά ζωοθυσιών ή και ανθρωποθυσιών. Αλλά η λατρεία των ειδώλων ήταν στην ουσία λατρεία των δαιμόνων, όπως μας βεβαιώνει ο απόστολος Παύλος. Οι ειδωλολατρικοί ναοί και τα ίδια τα είδωλα ήταν τα πιο αγαπητά κατοικητήρια των πονηρών πνευμάτων. Απ’ αυτά έδιναν με ανθρώπινη φωνή χρησμούς, εξαπατώντας τη δύστυχη ανθρωπότητα. Ναός και κατοικητήριο του σατανά έγινε και ο ίδιος ο άνθρωπος, αφού έπαψε να είναι ναός του αληθινού Θεού.
Η ειδωλολατρία απλώθηκε σ’ όλη τη γη και έγινε δεκτή απ’ όλους σχεδόν τους ανθρώπους. Μόνο λίγοι εκλεκτοί άνθρωποι διαφύλαξαν την αληθινή θεογνωσία, λατρεύοντας τον μοναδικό Θεό. Αργότερα ο Θεός διάλεξε για τη διακονία Του τον ισραηλιτικό λαό, στον οποίο έδωσε γραπτό νόμο. Η ειδωλολατρία, ωστόσο, τόσο ισχυρή έλξη ασκούσε στην πεσμένη ανθρωπότητα, που ακόμα και ο εκλεκτός λαός του αληθινού Θεού συχνά, εγκαταλείποντας Εκείνον, λάτρευε θεούς ψεύτικους.
Ο άνθρωπος, αφότου με την πτώση του στερήθηκε το θείο Φως, το Άγιο Πνεύμα, έπρεπε να αρκείται στο δικό του φτωχό φως, το φως της λογικής. Αυτό το έμφυτο φως, όμως, πολύ λίγους ανθρώπους οδήγησε στη γνώση του αληθινού Θεού. Οι περισσότεροι χρησιμοποίησαν τη λογική τους δύναμη για την απόκτηση κάθε λογής επίγειων ανέσεων και για την ανάπτυξη διαφόρων επιστημών και τεχνών, οι οποίες ακριβώς συμβάλλουν στην αύξηση και την αναβάθμιση αυτών των ανέσεων, αλλά συνάμα ευνοούν και την αμαρτωλή ζωή, επισφραγίζοντας, εδραιώνοντας και ωραιοποιώντας την πτώση με ποικιλόμορφα και εντυπωσιακά επιτεύγματα.
Πανηγυρίζει ο άνθρωπος για την ευημερία που του εξασφαλίζουν οι επιστήμες του. Αυτές, όμως, ως καρπός της πτώσεως, τον οδήγησαν στην αυτάρκεια και την αυτονόμηση από τον Πλάστη του, τον έκαναν να πιστέψει ότι δεν έχει ανάγκη τον Θεό και τη χάρη Του. Απορρίπτοντας και βλασφημώντας το Άγιο Πνεύμα, οι ανθρώπινες επιστήμες έγιναν το πιο ισχυρό όπλο του διαβόλου και το πιο αποτελεσματικό μέσο της αμαρτίας για την παγίωση της πτώσεως. Το φως των ανθρώπων ενώθηκε με το φως των δαιμόνων και δημιούργησε την ανθρώπινη σοφία, που είναι εχθρική προς τον Θεό και διαφθείρει τον άνθρωπο με τη διαβολική υπερηφάνεια. Χτυπημένος από την αρρώστια της πολυμάθειας, ο σοφός του κόσμου τούτου τα έχει υποτάξει όλα στο λογικό του και έχει ειδωλοποιήσει τον ίδιο του τον εαυτό, στον οποίο πραγματοποίησε τα λόγια του σατανά: «Θα γίνετε σαν θεοί, γνωρίζοντας το καλό και το κακό».
Η αυτοαποκαλούμενη σοφία είναι αυταπάτη, είναι δαιμονική πλάνη, είναι γνώση ψευδώνυμη και δημιουργεί σφαλερή σχέση του δήθεν σοφού με τον εαυτό του και με τον κόσμο που τον περιβάλλει. Η κοσμική σοφία είναι βδέλυγμα και αλογία μπροστά στον Θεό, είναι κάτι περισσότερο· δαιμονισμός. Την τυφλότητά της τη διαλαλεί σαν τέλεια όραση, γι’ αυτό και παραμένει αθεράπευτη, διατηρώντας την πτώση ως αναπαλλοτρίωτη κληρονομιά των δύστυχων Φαρισαίων όλων των αιώνων. «Το σαρκικό φρόνημα είναι έχθρα προς τον Θεό, αφού δεν υποτάσσεται στον θεϊκό νόμο, αλλά ούτε και μπορεί να υποταχθεί. Το σαρκικό φρόνημα είναι (πνευματικός) θάνατος».
Το Άγιο Πνεύμα παραγγέλλει σ’ όποιον θέλει να πλησιάσει τον Θεό και να γίνει μέτοχος της πνευματικής σοφίας, να απορρίψει την εγκόσμια σοφία. Ο απόστολος Παύλος σημειώνει ότι λίγοι σοφοί, με τα ανθρώπινα κριτήρια, δέχτηκαν τη χριστιανική πίστη, καθώς στους ξιπασμένους εκείνους, που λογαριάζονται για σοφοί, φαίνεται μωρία η πνευματική σοφία, η πλούσια και τέλεια πνευματική σοφία της χριστιανικής πίστεως και οι φιλόσοφοι και οι καλλιτέχνες ήταν οι πιο θερμοί θιασώτες της ειδωλολατρίας και οι πιο μεγάλοι εχθροί της αληθινής θεογνωσίας. Όταν ο Χριστιανισμός κυριάρχησε στην οικουμένη, η σοφία γέννησε αναρίθμητες αιρέσεις και μ’ αυτές επιχείρησε να καταρρίψει την αγία πίστη. Η πιο φρικτή κακουργία της ιστορίας, η θανάτωση του Θεανθρώπου, εκτελέστηκε από τους σοφούς στο όνομα της σοφίας τους και του νόμου τους.
Στην εποχή μας η σοφία οδηγεί πάλι τους ειδωλολάτρες, που είχαν ασπαστεί τον Χριστιανισμό και τον απαρνήθηκαν, στην ειδωλολατρία και στην υπηρεσία του σατανά. Μόνο που έχει αλλάξει τώρα τη μορφή της ειδωλολατρίας, για να πλανήσει πιο εύκολα την ανθρωπότητα. Σπάνια, πολύ σπάνια γραμματέας αποδέχεται τη βασιλεία των ουρανών και αν την αποδεχθεί, παρουσιάζει στην κοινωνία των ομοίων του την καινούργια διδασκαλία του Πνεύματος ντυμένη με τα κουρέλια της ανθρώπινης σοφίας, για να την κάνει πιο ελκυστική σ’ εκείνους που αγαπούν το παλιό πιο πολύ από το καινούργιο.

(ΑΓΙΟΥ ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΜΠΡΙΑΝΤΣΑΝΙΝΩΦ. ΑΣΚΗΤΙΚΕΣ ΟΜΙΛΙΕΣ Β’. Εκδόσεις Ιεράς Μονής Παρακλήτου Ωρωπού)
Πηγή: alopsis.gr

Δευτέρα 15 Μαΐου 2017

ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΛΟΥΚΑΡΕΩΣ - ΔΙΑΛΟΓΟΣ «ΖΗΛΩΤΗΣ ΚΑΙ ΦΙΛΑΛΗΘΗΣ» (1616)




(Εκδόθηκε από τον ακάματο Αθανάσιο Παπαδόπουλου -Κεραμέα στο  έργο του  "Ανάλεκτα Ιεροσολυμιτικής Σταχυολογίας", τόμ.  α΄, Πετρούπολη, 1891, σελ. 220-230. Δακτυλογράφηση - Υποσημειώσεις - Υπογραμμίσεις: Ν. Μάννης)

Κυρίλλου Λουκάρεως, πάπα καὶ πατριάρχου Ἀλεξανδρείας, Διάλογος βραχύς, ἐν ᾧ καταλεπτῶς θεωρεῖται ὁ κίνδυνος ὁποῦ μέλλει νὰ προ­ξενήσῃ πολὺ κακὸν καὶ ζημίαν, προβαίνοντος τοῦ καιροῦ, εἰς τὴν Ἐκ­κλησίαν τῆς Κωνσταντινουπόλεως[1] διὰ τῆς παρουσίας τῶν Γεζουϊτῶν[2] εἰς τὸν Γαλατᾶ[3], καὶ σκέψις πῶς ἤθελεν εἶσται δυνατὸν ὁ τοιοῦτος κίνδυνος νὰ κατα­λυθῇ. Τὰ τοῦ διαλόγου πρόσωπα Ζηλωτὴς καὶ Φιλαλήθης.


Z.  Xαίροις, ὧ Φιλάληθες! Ἀπὸ πολλοῦ σὲ ἐγύρευα νὰ σὲ ἐρωτήσω ἂν ᾖναι πρέπον καὶ δίκαιον νὰ μὲ συμβουλεύσῃς, τινὰς νὰ ἀποθάνῃ διὰ τὰ δόγματά του τὰ ἀληθῆ καὶ ὁποῦ εἶχεν ἀπὸ τοὺς πατέρες τους; Διατὶ ἔχω ἀκουστὰ ἀπὸ τοὺς προτήτερούς μου ὅτι εἶναι κάλλιον τινὰς νὰ ἀποθάνῃ παρὰ νὰ παρέβῃ τὴν ἀλήθειαν. Εἰς τοῦτο λοιπὸν σὲ ἐγύρευσα καὶ παρακαλῶ σε νὰ μοῦ εἰπῇς ἂν πρέπῃ.
Φ. Θαυμάζω, ὦ Ζηλωτά, πῶς τόσον σπουδαίως ἄρχεσαι καὶ πῶς μὲ τοιαύτην προθυμίαν μοῦ συντυχαίνεις, καὶ κἂν δὲ μὲ ἀφῆκες νὰ σοῦ ἀποκριθῶ εἰς τὸν χαιρετισμόν, ἀμὴ μ’ ἐρωτᾷς πράγματα ὁποῦ δὲν ἠξ­εύ­ρω τί σε ἀναγκάζει νὰ μὲ ἐρωτᾷς.
Ζ. Ἐρωτῶ διατὶ βλέπω ὅτι εἶναι καιρὸς τινὰς νὰ ἀποθάνῃ, ἐπειδὴ τό­σον καιρὸν ὁποῦ ἤμασθεν ἀπὸ κάτω ἀπὸ τοὺς Τούρκους τὰ δόγματά μας καὶ ἡ ὀρθοδοξία μας στέκουνται σῶα, καὶ τώρα νεωστὶ ἦλθαν οἱ λε­γό­με­νοι Γεζουΐται καὶ μὲ πολλὴν πονηρίαν καὶ ὑπόκρισιν πάσχουν νὰ μᾶς τὰ ἀνατρέψουν καὶ νὰ τὰ χαλάσουν ὅλα. Τοῦτο λογιάζωντας[4] κρίνω πῶς εἶναι καλλιότερον νὰ ἀποθάνῃ τινὰς παρὰ νὰ ζῇ.
Φ. Ἐτοῦτο εἶναι ὁποῦ σὲ ταράττει καὶ σὲ κάμνει καὶ εἶσαι τόσον λυπημένος; Ἐγὼ ἂν ἐγροίκουν καὶ ἐσύμφερεν ἤθελα σοῦ εἰπῆ ἐκεῖνα ὁποῦ ἐγροίκησα, πῶς εὔκολα ἐκοινολογοῦσαν σοφοί τινες ἄνδρες ἀνά­με­σόν τως[5] περὶ τούτων τῶν Γεζουϊτῶν, οἱ ὁποῖοι ταπεινοὶ φαίνουνται εἰς τὰ ὄματα καθ’ ἑνός, ἀμὴ εἶναι πονηροὶ καὶ λύκοι, καὶ καθὼς ἔλεγαν ἐκεῖνοι οἱ σοφοὶ ἄνδρες, ἄξιοι εἶναι νὰ συντρίψουν βασιλείαν· πόσον μᾶλλον τὰ δόγματα τὰ ἡμέτερα καὶ τὴν Ἐκκλησίαν τὴν ἐδικήν μας; Ἀμὴ φοβοῦμαι καὶ δὲν συμφέρει νὰ λαλῶ περισσότερον καὶ διὰ τοῦτο σιωπῶ.
Ζ. Ὄχι! Σὲ παρακαλῶ μὴν μοῦ κρύψῃς τὰ ὅσα ἤκουσας ἀπ’ ἐκεῖ, ὅτι γνω­ρίζω πῶς εἶναι πολλὰ συμφέρον καὶ ἐμένα καὶ κάθε ἄλλου ὁποῦ νὰ ἀκούσῃ τὰ τοιαῦτα διὰ νὰ ἠξεύρῃ κάθε εἷς τὰ τοιαῦτα, τὸ τί κάμνει χρεία εἰς τοιαύτην ὑπόθεσιν νὰ ἀποφασίσῃ.
Φ. Ἐγὼ μοῦ φαίνεται καθὼς εἶπα καὶ δὲν συμφέρει, διατὶ θέλει κα­κο­φανῆ πολλῶν καὶ ἀπὸ τοὺς ἐδικούς μας, καὶ διὰ τοῦτο σιωπῶ.
Ζ. Καὶ μὴ σκεφθῇς ὅτι ἔχει νὰ κακοφανῇ μερικῶν, ἀλλ’ ὅτι θέλει εἶ­σται καὶ συμφέρον πολλῶν, καὶ μάλιστα ἂν ᾖναι ἀλήθεια τὰ ὅσα ἤκου­σα.
Φ. Ἐκεῖνοι οἱ σοφοὶ τόσον ἀληθῶς ἐσύντυχαν[6] ὁποῦ περισσότερον δὲν βολεῖ.
Ζ. Φυλάγου λοιπὸν ἂν κρύψῃς τὴν ἀλήθειαν, μήπως καὶ θέλῃς ἔχει ἁμαρτίαν καὶ βάρος εἰς τὴν ψυχήν σου[7].
Φ. Ἀναγκάζεις με μὲ τοιαῦτα λόγια νὰ σοῦ κάμω τὸ θέλημά σου, μάλιστα ὁποῦ μετρᾷ εἰς τὸν νοῦν μου ὅτι ἂν ἐκεῖνα ὁποῦ θέλω σοῦ εἰπῆ ἐκ στόματος τῶν σοφῶν ἐκείνων τὰ ἀκούσουν ἀπὸ λόγου σου καὶ ἄλλοι, θέλουν γνωρίσει καλλιότερα τὴν ἔννοιαν καὶ τὸν σκοπὸν αὐτῶν τῶν καλῶν ἀνθρώπων τῶν Γεζουϊτῶν, καὶ εἰς τοῦτο νὰ τοὺς προσέχωσιν ὅσον εἶναι δυνατόν.
Z. Παρακαλῶ σε μὴν βράδυνε νὰ πληρώσῃς τὸ θέλημά μου ὡς ἐκεῖ­νος, ὁποῦ εἶσαι φίλος καὶ καλὸς χριστιανός.
Φ. Εὑρισκόμουν ἐχθὲς μὲ δύο σοφοὺς ἀνθρώπους τοὺς ὁποίους ἂν τοὺς ὀνομάσω δυνατὸν νὰ τοὺς ἐγνωρίσῃς. Ἀμὴ ἀφίνω νὰ εἰπῶ τὰ ὀνό­ματά τως διὰ τὴν ὥραν.  Λοιπὸν ὁμιλώντας ἐκεῖνοι πολλὰ καὶ διάφορα πράγματα, πολλὰ ἐχαίρουμουν ἀκούωντάς τους. Ὅμως ἦλθαν καὶ εἰς τοῦ­το καὶ ἔλεγαν περὶ πίστεως, καὶ ἐγνώριζαν καὶ οἱ δύο ὅτι ἡ Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία ἂν καλὰ καὶ ἐπέρασεν πολλαὶς ταραχαὶς ἐκ μέρους τῶν αἱ­ρε­τικῶν, ἀμὴ πάντοτε ἐκεφαλῄωνεν καὶ ἐστέκετονε εἰς ὀρθοδοξίαν. Ἀμὴ ἔλεγαν πῶς τώρα εἶναι πολλὰ δυστυχής, διατὶ ἀνθρώπους δὲν ἔχει φρο­νίμους, ἀμὴ τὴν κυβερνοῦσιν ἀμαθεῖς ἄνθρωποι καὶ ὁποῦ δὲν γνωρίζουν τὸ χρέος ὁποῦ ἔχουν διὰ τὴν κυβέρνησιν αὐτῆς, καὶ μόνον ἡ ἔννοιά τως εἶναι εἰς τὴν φιλαργυρίαν καὶ ἁρπαγὴν καὶ ἀδικίαν καὶ ὄχι εἰς καμμίαν καλοσύνην, εἰς τόσον ὁποῦ ἔλεγεν (ὁ εἷς) δὲν «θεωρῶ πλέον ἐγὼ πῶς ὁ Θεὸς νὰ τοὺς βοηθήσῃ πλέον τὴν Ἐκκλησίαν ταύτην, ἢ πῶς οἱ χριστιανοὶ νὰ ἐμποροῦσι νὰ ἰδοῦσι καμμίαν ὠφέλειαν ἀπὸ τὴν τοιαύτην Ἐκκλη­σίαν, ὁποῦ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἁγιωσύνη καὶ δικαιοσύνη καὶ οὐδεκαμμία ἄλλη ἀρετή, καθὼς εἶναι ἴδιον τῆς χριστιανωσύνης, δὲν πολιτεύεται». Ταῦ­τα ἔλεγεν ὁ εἷς σοφὸς ἐκεῖνος, εἰς τὰ ὁποῖα ὁ ἄλλος σοφὸς ἀπεκρίθη λέγων ὅτι «καλὴ καὶ φρόνιμη θεωρία εἶναι ἐτούτη, ἡ ὁποία εἶχε χρεία δι­όρθωσιν, ἂν ἤτονε δυνατόν. Ἀμὴ ἐπειδὴ ἀφ’ οὗ ἐπάρθη ἡ Κωνσταντι­νού­πολις ἀπὸ τοὺς Τούρκους ὕστερον ὀλίγους χρόνους ἄρχισεν ἡ ἀκατα­στα­σία αὕτη εἰς αὐτὴν τὴν Ἐκκλησίαν ὡς τώρα, κἂν πάντοτε στέκεται καὶ λέγουν οἱ Ἀνατολικοὶ πῶς ἔχουν Ἐκκλησίαν καὶ στέκουνται μ’ ἐλπίδα ὅτι θέλει στείλει ὁ Θεὸς κανένα καιρὸν ἄνθρωπον νὰ τὴν διορθώσῃ[8], καὶ πάντοτε εὑρίσκουνται μὲ τέτοιαν παρηγορίαν οἱ πτωχοὶ πῶς ἔχουν Ἐκ­κλησίαν, καλὰ καὶ νὰ ᾖναι πτωχοὶ οἱ χριστιανοὶ τῆς Ἀνατολικῆς, ἀμὴ τώρα κινδυνεύει νὰ χαθῇ ἀπὸ τὸ πρόσωπον τῆς γῆς, ὥστε πλέον Ἐκκλη­σίαν νὰ μὴν ἔχουν οἱ Ἀνατολικοί. Καὶ ἂν ἐρωτήσῃς «διατί», σοὶ λέγω ὅτι ὅλαις ταὶς τέχναις ταὶς πονηραὶς κρυφίως ταὶς χρειάζουνται διὰ τὴν ἐ­δικήν τως ὑπόκρισιν οἱ Γεζουΐται, διὰ νὰ ξαπλώνουν πανταχοῦ τὴν ἐξου­σίαν τοῦ Πάπα. Καὶ σὰν ἐγνώρισαν τὴν εὐκολίαν ὁποῦ μποροῦν νὰ ἔ­χουν εἰς τὴν Τουρκίαν, καὶ οἱ Τοῦρκοι ὡς ἄνθρωποι ὁποῦ δὲν βιάζουνται διὰ τὰ πράγματα τῶν χριστιανῶν ἂν τινὰς δὲν τοὺς βάλῃ εἰς φῶς (ἂν καὶ τινὰς τοὺς βάλῃ εἰς φῶς, εὔκολα πάλιν τυφλώνουνται), μὲ τοῦτο τὸ ἐλογίασαν πῶς εἶναι εὔκολον καὶ ἦλθαν εἰς τὸν Λεβάντε[9]. Καὶ πρῶτον ἐκα­τοίκησαν εἰς τὴν Χίο καὶ ἐκεῖ ἔκαμαν σπουδαστήριον καὶ ἔσυραν τοὺς ἥμισυ παπάδες καὶ χριστιανοὺς εἰς τὴν γνώμην τως καὶ εἰς τὴν θρῃ­σκεί­αν τως καὶ καταφρονοῦσι τὴν τάξιν καὶ τὰ δόγματά μας καὶ κρα­τοῦ­σι (τὰ) τοῦ Πάπα. Τώρα ἀπ’ ἐκεῖ ἦλθαν εἰς Κωνσταντινούπολιν[10] καὶ ἐκα­τοίκησαν εἰς τὸν Γαλατᾶ, καὶ πρῶτον ἐπίασαν τὰ παιδία καὶ μὲ τὸ μέσον τῶν παιδίων κλέπτουσι τὰς γνώμας τῶν πατέρων τους. Ἔπειτα μὲ συμ­βου­λαίς τως κρυφαὶς καὶ συνδρομαίς τως τοὺς λατινόφρονας (ὅσα βδε­λύγματα καὶ μαργιολίαις καὶ μαργιόλους[11], μόνον νὰ ἔλθουν ἀπὸ τὴν Ῥώ­μην  καὶ νὰ ἐπαγγέλλωνται πῶς πείθουνται τῷ Πάπᾳ) τοὺς συστέ­νουν πολ­λαχῶς καὶ προβιβάζουνται εἰς ἀρχιερωσύνην[12]. Ἔτζι ἔγινεν μὲ τὴν συμβουλή τως καὶ συνδρομήν τως μητροπολίτης Παροναξίας ἕνας μαργιόλος κατῃσχυμένος, διὰ πολλῶν λόγων ἢ λογιῶν ἐντροπαὶς ἀπὸ τὴν Ἀνάπολιν[13] διωγμένος, κἄποιος λεγόμενος Νικηφόρος[14], καὶ ὡς τὴν σήμερον ἐδῶ εἰς τὸν Γαλατᾶ καὶ εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν ἕκαστος τὸν ἐβλέπει καὶ τὸν ἠξεύρει τί ἄνθρωπος εἶναι. Καὶ πάλιν μὲ τὴν συμβουλὴν αὐτῶν τῶν Γεζουϊτῶν καὶ τὴν συνδρομήν τως ἔγινεν μητροπολίτης Χρι­στιανουπόλεως κἄποιος δὲ παπᾶ Νικόλαος[15] λεγόμενος,ἄνθρωπος ὁποῦ ἔχει πολλὴν ἀγνωσίαν, καὶ ὄχι ἀνθρώπους ἀμὴ χοίρους ἄξιος δὲν εἶναι νὰ βόσκῃ. Ἀφίνω τὰ ἄλλα τως ἐλαττώματα ὁποῦ δὲν βολεῖ τώρα νὰ τὰ λέγω. Ὅμως διὰ νὰ ἐπαγγέλλωνται φανερὰ καὶ ἀνερυθριάστως ὅτι εἶναι παπίσται καὶ ὅτι ὁ Πάπας εἶναι τῆς Ἐκκλησίας τῆς καθολικῆς πρῶτος καὶ κεφαλή, διὰ τοῦτο τοὺς συντρέχουσι καὶ ἀνεβαίνουν εἰς τοὺς βαθ­μοὺς αὐτούς. Καὶ θέλει εἰπῆ πῶς δὲν πταίουσιν αὐτοὶ ἀμὴ ἐκεῖνος ὁποῦ τοὺς κάμνει, ἤγουν ὁ πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως[16]. Ἀλήθεια, ἐκεῖ­νος τὸ πρῶτον πταίσιμον. Ἀμὴ τί ἠξεύρεις; Μηπως καὶ ἔχουν καὶ ἐκεῖνον συρμένον εἰς τὴν γνώμην τως; Μὲ τὸ νὰ τοῦ τάξουν ὑποσχέσεις ψεμ­ματιναὶς καὶ καθὼς ἐγελοῦσαν τὸν Νεόφυτον τὸν πατριάρχην διὰ κο­μπο­σχοίνια καὶ μὲ κἄτι εἰκόνες στάμπιναις εἰς τὸ χαρτί, καὶ καθὼς γελοῦσι μετὰ ταῦτα καὶ σύρνουσι τὸν κόσμον, ἔτζι καὶ τὸν πατριάρχην ἐνδέχεται νὰ τὸν γελοῦσι μὲ ψέμματα. Ὅμως τοῦτο δὲν τὸ βεβαιώνω, ὅτι ὡς καὶ ἂν ᾖναι πολλὰ κακὰ καὶ παράνομα κάμνει ὁ πατριάρχης νὰ χει­ρο­τονᾷ τοὺς τοιούτους λατινόφρονας καὶ ἀναξίους ὁποῦ αὐτὸς τοὺς ἠξ­εύρει. Ὅμως ἂς εἶναι. Ἡμεῖς τώρα δὲν λέγομεν μόνον διὰ τοὺς Γεζουΐτας πῶς ἐπιτηδεύονται τὴν δουλείαν τως καλὰ καὶ ἐνεργοῦσι καὶ χειροτονοῦ­σιν ἐδικούς τως ἀνθρώπους καὶ τοὺς κάμνουν μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Τώρα μὲ τοῦτο θέλεις ἰδεῖ ὅτι εἰς ὀλίγον καιρὸν καὶ ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς λατινό­φρονας θέλουν κάμει κανένα πατριάρχην, ἐπειδὴ τὸ Πατριαρχεῖον δὲν στέκεται εἰς ἄλλο, μόνον ὅποιος δώσει περισσότερα ἄσπρα[17]. Μποροῦσι οἱ Γεζουΐται νὰ τὸν κάμουν, ὅτι περισσότερα ἔχουν αὐτοὶ ὅταν θέλουν πα­ρὰ τὸν πατριάρχη καὶ ταὶς λοιπαὶς ἐπαρχίαις· ἀμὴ δὲν τὰ ῥίπτουν ἀ­σκέ­πτως. Ὅταν λοιπὸν ἔλθῃ εἰς τόσον νὰ βάλουν αὐτοὶ πατριάρχην λατινό­φρονα καὶ ἐδικόν τως, τότε καὶ αὐτοὶ οἱ ἱερομόναχοι ὅλοι ὁποῦ γυρίζουν τὰ καντούνια[18] τῆς Πόλεως καὶ τοῦ Γαλατᾶ, ὅλοι διὰ νὰ ἔχουν ἐκκλησίαις ὅλοι εἰς τὸν ὁρισμόν τως καὶ ὄχι τῶν Γεζουϊτῶν (διατὶ αὐτοὶ δὲν φαίνο­νται) μόνον τοῦ λατινόφρονος πατριάρχου· τότε ἡ πνευματικὴ διαγωγὴ εἰς τὸ χέρι τως, τότε τὰ μαθήματα εἰς τὸ χέρι τως, τότε καὶ ἡ διδαχή, εἰς τόσον ὁποῦ δὲν ἀκολουθᾷ ἐκεῖ ἄλλο παρὰ ὁ παντελὴς ἀφανισμὸς καὶ τῆς ὀρθοδοξίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀνατολικῆς. Καὶ μὴ εἴπῃ τινὰς ὅτι «τοῦτο ἀκόμη δὲν ἔγινεν», ὅτι ἂς τὸ κρατεῖ κάθα εἷς διὰ καμωμένον καὶ τελειωμένον. Τοῦτο σκέπτομαι ἐγὼ καὶ λογιάζω πῶς εἶναι χειρότερον παρὰ κάθε ἄλλην συμφοράν, καλὰ καὶ οἱ ἄρχοντες τῆς Πόλης νὰ μὴν τὸ λογιάζουν, διατὶ δὲν τοὺς κόπτει, παρὰ κάθα εἷς λογιάζει τὸ ἴδιόν του. Ὁ λαὸς πάλιν ὁ κοινὸς ἔχει ἕνα ἰδίωμα, ὅτι εἰς τοιαύταις ὑποθέσεις δὲν μετρᾷ περισσότερον. Ἔπειτα οἱ καλοὶ Γεζουΐται ἔχουσι μαθητὰς κἄποιους χοντροὺς ἀνθρώπους, τοὺς ὁποίους (ὡς πονηροὶ ὁποῦ εἶναι) μὲ τόσην ὑπόκρισιν τοὺς γελοῦν καὶ τοὺς παίζουν ὡς πιθήκους, γνωρί­ζοντάς τως χοντροὺς καὶ ἀφυεῖς[19], ὁποῦ δὲν ἐμποροῦν νὰ μάθουν· ὅμως τοὺς ἐπιμελοῦνται διὰ νὰ κλέπτουν τὴν εὔνοιάν των νὰ περιπατοῦσι ἀπὸ τὰ παζάρια καὶ ἀπὸ τοὺς ζαλαχανάδες[20] καὶ ἀπὸ ταὶς ἐκκλησίαις νὰ κηρύττουσι πῶς οἱ Γεζουΐται εἶναι σοφοί, ἅγιοι, καὶ νὰ κάμνουν τὰ καϋμένα τὰ παλληκαράκια νὰ μαζώνουνται κάθε Κυριακὴν εἰς τὴν ἐκκλησίαν τῶν Γεζουϊτῶν, σὰν νὰ παραδίδουν οἱ τυφλοὶ πρόβατα εἰς τὸ στόμα τῶν λύκων. Ταῦτα πάντα ὅποιος τὰ σκεφθῆ καὶ τὰ μετρήσει καλῶς, εὑρίσκει ὅτι δὲν προξενοῦν ἄλλο παρὰ ἀφανισμὸν καὶ χαλασμὸν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τὴν Ἀνατολικήν». Ταῦτα ἦσαν, ὧ Ζηλωτά, ὁποῦ εἶπαν οἱ σοφοὶ ἐκεῖνοι, τὰ ὁποῖα γνωρίζω ὅτι εἶναι ἀλήθεια, διατὶ μὲ πολλὴν γνῶσιν εἶναι μετρημένα καὶ τὰ σημάδια δείχνουν φανερὰ ὅτι ἄλλως δὲν εἶναι. Καὶ ἐπειδὴ μὲ ἠνάγκασας καὶ σοῦ τὰ ὡμολόγησα, ἔχε εἴδησιν.
Ζ. Ὦ Φιλάληθες, εὐχαριστῶ σε ὅτι μοῦ ἐδήλωσες ἐκεῖνα ὁποῦ ἐγὼ καταλεπτῶς δὲν ἐμπόρουν νὰ ἠξεύρω μόνον ἀπ’ ἐκεῖνα ὁποῦ βλέπω πῶς ἄρχισαν νὰ καταπατοῦνται τὰ δόγματά μας. Ἐφαντάζουμουν τὴν κα­κίαν αὐτὴν ὁποῦ περικυκλόνει τὴν Ἐκκλησίαν μας καὶ τὰς ψυχάς μας. Διὰ τοῦτο, παρακαλῶ σε, εἰπέ μοι, συμβούλευσόν μοι: ἁρμόζει νὰ ἀπο­θάνῃ τινὰς ἢ κἂν νὰ κινδυνεύσῃ μέχρι αἵματος κατὰ τῶν τοιούτων, παρὰ νὰ καταπατοῦνται τὰ δόγματά μας καὶ ἡ ἐκκλησία μας;
Φ.  Τοῦτο ὁποῦ μὲ ἐρωτᾷς, ὧ Ζηλωτά, τώρα δὲν εἶναι ἀνάρμοστον, καλὰ καὶ νὰ ἔρχεται ἀπὸ τὴν ζέσιν τῆς καρδίας σου· διατὶ ἀποθένωντας καὶ κινδυνεύωντας, καθὼς λέγεις, ὀλίγα ὠφελεῖς τοὺς λοιπούς σου ἀδελφούς. Ἀλλὰ μὲ λόγον καὶ μὲ ἔργον πάσχισαι, ἂν σοῦ ᾖναι δυνατόν, νὰ ξυπνίσῃς τοὺς χριστιανοὺς, ὁποῦ εἶναι αὐτοῦ καὶ κοιμοῦνται, νὰ γνωρίσουν τὴν πλάνην καὶ τὸ κακὸν ὁποῦ κινδυνεύει νὰ γένῃ· καὶ μὲ τοῦτον τὸν τρόπον εἶναι εὔκολον, καὶ μάλιστα ἂν ὁ Θεὸς νεύσῃ εἰς τὰς καρδίας τῶν πιστῶν, καθὼς ἔνευσεν εἰς τὰς καρδίας τῶν ἀφεντάδων τῆς Βενετίας καὶ τοὺς ἐδίω-ξαν ἀπὸ τοὺς τόπους τως[21], ἔτζι καὶ αὐτοὶ ἂν δὲν τοὺς διώξουν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολι, ἀλλὰ νὰ τοὺς διώξουν ἀπὸ τὰς καρδίας τως. Τοῦτο ἁρμόζει τώρα καὶ ὄχι ἄλλο.
Ζ.  Καλὰ λέγεις, ἀμὴ δὲν ἠξεύρω τί λόγους ἤθελα χρειασθῆ ὁποῦ νὰ μπορῶ καρδίας ὁποῦ δὲν γροικοῦσι νὰ καταπείσω. Εἰς τοῦτο, παρακαλῶ σε εἰς ὅλαις ταὶς καλοσύναις σου, δίδαξόν με τί νὰ εἰπῶ.
Φ. Ζητεῖς μου πρᾶγμα ὁποῦ δὲν εἶμαι τόσον πρακτικὸς ὁποῦ νὰ μπορῶ νὰ κάμω, τουτέστι νὰ σὲ διδάξω τί νὰ τοὺς εἰπῇς. Ὅμως μὴν χρειασθῇς εἰς τὸν λόγον τόσα χρώματα ῥητορικά, μόνον εἰπέ τως ἁπλᾶ ἁπλᾶ τὴν ἀλήθειαν εἰς τοῦτον τὸν τρόπον. «Πρέπον εἶναι, ὧ ἄνδρες Ἕλληνες καὶ τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας γνήσια παιδία, ἂν ἴσως καὶ εὑρισκομέσθανε ξεπεσμένοι ἀπὸ βασιλείαν ἢ ἀπὸ αἰτίαις καὶ ἐλατ­τώματος ἡμετέρου, ἢ καὶ διὰ τὰ κρίματα τοῦ Θεοῦ τὰ ὑψηλὰ καὶ βαθέα, ὁποῦ νοῦς ἀνθρώπινος δὲν μπορεῖ νὰ μετρήσῃ, ἂν ἴσως (λέγω) καὶ ἤμασθεν ξεπεσμένοι ἀπὸ βασιλείαν καὶ ἀπὸ πλούτη καὶ ἀνάπαυσαις ὁποῦ ἔχει ὁ κόσμος, νὰ μὴν προδώσωμεν ποτὲ τὴν εὐγένειαν τῆς ψυχῆς μας, ἡ ὁποία ἄλλως δὲν προδίδεται παρὰ σὰν νικηθοῦμεν ἀπὸ λόγια πονηρῶν ἀνθρώπων καὶ ὑποκριτῶν νὰ ἀρνηθοῦμεν τὰ πατρικὰ μας δόγματα, νὰ πιάσωμεν δόγματα ξένα ὁποῦ οὔτε οἱ πατέρες μας τὰ ἐγνώριζαν οὔτε ἡμεῖς. Καὶ τοῦτα δὲν εἶναι ἄλλα παρὰ ἐκεῖνα ὁποῦ μᾶς προβάλλουν οἱ Γεζουΐται λεγόμενοι, ἄνθρωποι ὁποῦ μποροῦσι καὶ μὲ λόγον καὶ μὲ ἔργον νὰ γελάσουν καὶ νὰ ἐμπαίξουν καὶ νὰ σύρουν ὡς θέλουν ὅλον τὸ γένος τὸ ἐδικόν μας διὰ τὴν ἁπλότητα καὶ ἀμάθειαν ὁποῦ ἔχει. Λοιπὸν δὲν πρέπει νὰ εἴμασθεν ἔτζι χαῦνοι[22] νὰ προδώσωμεν τὴν εὐγένειάν μας, πιστεύοντας τοιούτων ἀνθρώπων. Ἐνθυμηθῆτε, ἄνδρες Ἕλληνες, καὶ ἀνιστορηθῆτε τοὺς περασμένους καιρούς, καὶ θέλε­τε ἰδεῖ ὅτι κανέναν καιρὸν οἱ Λατῖνοι τοῦ γένους μας φίλοι δὲν ἤτονε. Ὁ Πάπας καὶ οἱ ‘περασπισταί του πάντοτε ἦσαν ἐχθροὶ τοῦ γένους μας, πάντοτε τὴν ἀπώλειαν τῆς βασιλείας μας ἤθελαν, καθὼς ἔδειξαν εἰς διαφόρους καιροὺς τὴν κακὴν τως γνώμην πρὸς ἡμᾶς. Καὶ διὰ νὰ μὴν μακρύνω ἀφίνω τὰ ἄλλα, μόνον ἕνα πρᾶγμα νὰ σᾶς ἐνθυμίσω, ἀπ’ ἐκεῖ νὰ γνωρίσεται τὴν γνώμην τως. Τὸν καιρὸν ὁποῦ ἐπολέμα ὁ σουλτὰν Μεεμέτης[23] τὴν Κωνσταντινούπολιν καὶ τὴν εἶχεν κεκλεισμένην, κάμνωντας κάθεν μηχανὴν νὰ πάρῃ τὴν Πόλιν ἔκαμεν καὶ ταύτην. Ἐπέρασεν τέσσαρα κάτεργα[24] (ἀπὸ τὸ μέρος ὁποῦ εἶναι τὰ Νηόκαστρα) διὰ ξηρᾶς καὶ τὰ ἔσυρε εἰς τὸ ἄλλο μέρος, ἐκεῖ ὁποῦ εἶναι ὁ Ἀρσανᾶς, μὲ πολὺν κόπον καὶ βάσανον, διατὶ δὲν τὰ ἄφινεν ἡ ἅλυσος νὰ περάσουν διὰ θαλάσσης. Καὶ σὰν εἶδαν οἱ Κωνσταντινουπολῖται, ἐσυμβουλεύθη­σαν διὰ νυκτὸς νὰ τὰ κάψουν. Καὶ συμφωνοῦσι σαράντα ἀρχοντόπουλα νὰ διαβοῦσι νὰ κάμουν τὴν ὑπηρεσίαν ταύτην διὰ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἐμπαίνουσι μέσα εἰς τὸ καΐκι τὴν νύκτα καὶ κινοῦσι. Καὶ οἱ Φράγκοι, ὁποῦ ὥριζαν τὸν Γαλατᾶ, τοὺς στέλνουσι χαμπάρι καὶ δίδουν λόγον τὸν Μεεμέτη σουλτάνον. Καὶ ἐκεῖνα τὰ καϋμένα τὰ ἀρχοντόπουλα, μὴ λογιάζοντας πῶς νὰ ᾖναι τραϊτόροι[25], ἐπήγαιναν θαρρετὰ καὶ ἔδωκαν εἰς ἑτοίμην ἔνεδραν· καὶ ἀπ’ ἐκεῖνο ἐχάθη ἡ ἐλπὶς τῶν Ῥωμαίων, καὶ δὲν εἶχαν πλέον ἐλπίδα νὰ γλυτώσῃ ἡ Κωνσταντινούπολις. Ἐκ τούτου γνωρί­σετε τὴν ὄρεξιν τοῦ γένους τῶν Λατίνων πρὸς τὸ γένος τὸ ἐδικόν μας. Τόσους χρόνους ἀπὸ λόγου τως καλοσύνην δὲν εἴδαμεν, καὶ τώρα εἰς τοὺς ἐσχάτους καιροὺς λογιάζετε θέλουν νὰ μᾶς κάμουν καλοσύνην; Ὄχι! Δὲν τὸ κάμνουν, ἄνδρες Ἕλληνες, διὰ ἄλλο, μόνον διὰ νὰ μᾶς γελάσουν καὶ νὰ μᾶς σύρουν εἰς τοῦ Πάπα τὴν ἐξουσίαν. Καὶ ἂν δὲν σύρουν τοὺς φρόνιμους, σύρνουν τῆς ὥρας τοὺς λωλούς, σύρνουν τὰ παιδία μας καὶ ἀγάλι ἀγάλι ὅλους. Ἔτζι εἶναι οἱ Γεζουΐται ἐπιτήδειοι καὶ ὡς θέλουν νὰ μᾶς ἐμπαίζουν. Ὅταν μᾶς ὁμιλῶσι μὲ γλυκὰ λόγια, καὶ ἐκεῖ κρύπτουσι τὸ φαρμάκι· ὅταν μᾶς τιμῶσι, τότε μᾶς γελῶσι εἰς τὸν ἑαυτόν τως· ὅταν μᾶς διδάσκουσι, τότε μᾶς πραγματεύονται· ὅταν μᾶς χαρίζουν ἢ χαρτάκια ἢ κομποσχοίνια, τότε μᾶς παγιδεύουσι· ὅταν κάμνουν κωμῳδίαις ἢ ἄλλα θέατρα καὶ μᾶς προσκαλοῦνται νὰ παγαίνωμεν, τότε μᾶς μυκτηρίζουσιν ὡς ἀγνώστους καὶ λωλοὺς καὶ οὐτιδανούς[26]. Μὲ τοῦτο ὅλον θεωρῶ, ὦ ἄνδρες Ἕλληνες, πῶς πολλοὶ κρατοῦσι μαζῆ τως, δὲν γνωρίζοντας ταῦτα. Ἐτοῦτο εἶναι ἐκεῖνο ὁποῦ καίει τὴν καρδίαν, πῶς ἔπεσεν εἰς ἡμᾶς τόση ἀγνωσία καὶ δὲν εἴμασθεν ἄξιοι νὰ κρίνωμεν τὸ κα­κὸν ὁποῦ μᾶς κυνηγᾷ. Καὶ δὲν λέγω διὰ ὅλους, μόνον δι’ ἐκείνους ὁποῦ μὲ τοιούτους ἀνθρώπους ὑποκριτὰς καὶ ὄργανα τοῦ Ἀντιχρίστου κρατοῦσι. Θέλεις νὰ εἰπῇς «καὶ αὐτοὶ διδάσκουσι τὰ παιδία μας μαθήμα­τα χωρὶς πληρωμήν, καὶ διδάσκουσι καὶ ἡμᾶς τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον, καὶ διὰ τοῦτο θεωροῦντες τὴν προθυμίαν τως καὶ ἡμεῖς ἀναπαυόμεθα εἰς ἐκείνους». Τόσον ἠξεύρετε, τόσον κρίνετε, τόσον λέγετε· ἀμὴ δὲν ἠξεύρε­τε πῶς ἡ προθυμία ἐκείνη ὅλη εἶναι μετὰ δόλου. Τὸ μάθημα ὁποῦ εἶναι χωρὶς πληρωμήν, ἐκεῖνο εἶναι πληρωμή, ὅτι μ’ ἐκεῖνο ἀγοράζουν αὐτοὶ τὴν ψυχὴν καὶ τὴν συνείδησιν τῶν παιδίων σας. Ἡ διδαχὴ πάλιν ὁποῦ σᾶς κάμνουν, ἐκεῖνη εἶναι ἡ παγίδα ὁποῦ σᾶς πιάνουν. Καὶ ἔπρεπεν, ὦ ἄνδρες Ἕλληνες, ἀφίνοντας τὰ ἄλλα, νὰ μὴ βλέπετε ἐσεῖς πῶς σᾶς διδάσκουν, μόνον νὰ βλέπετε ἂν ἡ διδαχή τως εἶναι ὠφέλιμός σας· τὸ ὁποῖον διὰ νὰ κρίνῃ εὔκολα ὁ ἄνθρωπος ἂν ἴσως καὶ μετρήσῃ τρία πράγματα, πρῶτον τί διδάσκουν, δεύτερον μὲ τί διάθεσιν διδάσκουν, τρί­τον τὸ τέλος τως[27] εἰς τί ἀποβλέπει. Εἰς τὸ πρῶτον ἂν ἰδῆτε ὅτι διδά­σκουν τὴν ἀλήθειαν ἢ τὸ ψεῦδος· ἀμὴ ἐγὼ ἠξεύρω πῶς αὐτοὶ μαζῆ καὶ τὰ δύο τὰ ἀνακατόνουν. Ὅταν σᾶς λέγουν πῶς ὁ Χριστὸς ἐσαρκώθη καὶ ἔπαθεν καὶ ἐσταυρώθη καὶ ἀνέστη καὶ ἀνελήφθη δι’ ἡμᾶς, ἀλήθειαν λέγουσι. Ὅταν σᾶς λέγουν ὅτι εἶχεν δώδεκα ἀποστόλους ὁ Χριστὸς (καὶ) πρῶτον ἀπὸ ὅλους εἶχε τὸν ἅγιον Πέτρον, ἐδῶ ἡ ἀλήθεια εἶναι μπερδεμμένη. Ὅταν σᾶς λέγουν πῶς ὁ Πέτρος ἔχει διάδοχον τὸν Πάπα καὶ διὰ τοῦτο ὁ Πάπας εἶναι ἀφέντης τῆς Ἐκκλησίας, ὅλον εἶναι ψεῦδος. Ἔτζι καὶ εἰς τὰ λοιπά· διὰ τοῦτο θέλετε νὰ προσέχετε τὸ τί σᾶς διδάσκουν. Εἰς τὸ δεύτερον θέλετε νὰ κυττάζετε μὲ τί διάθεσιν. Διὰ τοῦτο ὅταν σᾶς λέγουσι «ἡ ἐκκλησία τῆς Ῥώμης καὶ τῆς Κωνσταντινουπόλεως εἶναι μία, καὶ δὲν εἶναι ἀνὰ μέσον μας διαφορά», μὲ κακὴν διάθεσιν σᾶς τὸ λέγουν· διατὶ αὐτοὶ ὅλοι, καὶ Γεζουΐται καὶ οἱ λοιποὶ Φράγκοι, εἰς τὰ βιβλία ὁποῦ γράφουν καὶ εἰς ταὶς διδαχαὶς ὁποῦ κάμνουν, ἡμᾶς τοὺς Ἕλληνας μᾶς κράζουν σχισματικοὺς καὶ αἱρετικούς, ἀποστάτας, ψεύστας καὶ κάθε ἄλλο κακὸν ὄνομα, καὶ πῶς ἐκκλησίαν δὲν ἔχομεν, μόνον συναγωγήν, σὰν τοὺς Ἑβραίους. Ἔτζι μᾶς κηρύττουσιν εἰς τὴν Ἰταλίαν καὶ εἰς τὰ μέρη τὰ ἐδικά τως, καὶ τώρα ἐδῶ νὰ μᾶς λέγουν πῶς ἡ ἐκκλησία μας καὶ ἡ ἐκκλησία τως εἶναι μία; Τὸ ὁποῖον τὸ λέγουν μὲ κακὴν καὶ πονηρὰν διάθεσιν, μάλιστα διατὶ αὐτοὶ κρατοῦσι πῶς ἡ ἐκκλησία νὰ περιέχῃ ἐκλεκτοὺς καὶ ἀποβεβλημένους. Μπορετὸ νὰ γροικοῦσι πῶς ἡμεῖς ἤμασθεν ἀποβεβλημένοι καὶ αὐτοὶ ἐκλεκτοί. Ἢ ἔτζι ἢ ἄλλως μὲ πονηρὰν διάθεσιν τὸ λέγουν. Κρίνατε λοιπὸν τὴν διάθεσίν τως καὶ νὰ εὕρητε τὴν σαθρότητά τως. Εἰς τὸ τρίτον θέλετε νὰ σκέπτεσθε τὸ τέλος, εἰς ποῖον τέλος καταντᾷ ἡ ἔννοιά τως· τὸ ὁποῖον δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ νὰ μᾶς βάλλουν εἰς τὴν τυραννίδα τοῦ Πάπα νὰ μᾶς ἐξουσιάζῃ, νὰ τὸν ὁμο­λογοῦμεν πρῶτον καὶ κεφαλήν, καὶ τοῦτο εἰς ὕβριν τοῦ Χριστοῦ καὶ καταφρόνιον τῆς Ἐκκλησίας μας. Ταῦτα θέλετε σκεφθῆτε, ὦ ἄνδρες Ἕλληνες, ἔπειτα νὰ ἀποφασίζετε τὴν καλοσύνην τῶν ὑποκριτῶν. Ἐτούτους σὰν τοὺς θεωρεῖς οὕτω ταπεινούς, καὶ βασιλείας ἀνακάτωσαν, ἔθνη ἔκαψαν, αἵματα ἄπειρα ἔχυσαν, καλὸν ποθενὰ δὲν ἔκαμαν καὶ ἡμεῖς θέλομεν προσδοκήσει εἰς τὸ γένος μας καλὸν νὰ κάμουν ἐκείνους ὁποῦ εἰς τὴν καρδίαν μισοῦσι; Μὲ ὅλον ὁποῦ ὑποκρίνονται, θέλουν εὐ­εργετήσει ποτέ; Καὶ εἶστε τόσον ἠλίθιοι, ὦ ἄνδρες Ἕλληνες, καὶ δὲν τὸ λογιάζετε; Δὲν παίρνετε παραδείγματα ἀπὸ ἐκεῖνα ὁποῦ ἔχετε διὰ λόγου τως ἀκουστά;  Τόσον οἱ ἐχθροὶ τοῦ λόγου σας, ἐχθροὶ τῶν παιδιῶν σας, ἐχθροὶ τῆς σωτηρίας, ἐχθροὶ τοῦ γένους σας, ἐχθροὶ τῆς πατρίδος σας, ἐχθροὶ τῆς πίστεώς σας, ἐχθροὶ τῆς Ἐκκλησίας σας τῆς Ἀνατολικῆς, ν’ ἀφίνετε τὴν λύμην ταύτην, τὴν κακίαν ταύτην καὶ ταὶς τέχναις των νὰ ξαπλώνουν; Μὴ γένοιτο, ἀγαπητοί μου, σᾶς παρακαλῶ. Βλέπετε τοὺς κύνας; Φεύγετέ τως μὴ σᾶς δαγκώσουν! Βλέπετε τοὺς κακοὺς ἐργάτας; Φεύγετέ τους, μὴν ἀνασπάσουν[28] τὰ κλήματα τῆς ἀμπέλου σας! Βλέπετε τὴν κατατομὴν ὁποῦ πάσχει τὴν Ἐκκλησίαν σας, τὰ δόγματά σας, τὸ γένος σας νὰ ξερριζώσῃ καὶ νὰ ἀφανίσῃ. Μακρὰ ἀπ’ αὐτούς, μακρὰ ἀπὸ τὴν ἀναστροφή τως, ἀπὸ τὰ μαθήματά τως, ἂν θέλετε νὰ μὴν σᾶς συμβῇ κακὸν ἀνέλπιστον, ἂν θέλετε νὰ στέκεσθε εἰς ἐκεῖνα ὁποῦ εὑρίσκεσθε καὶ προτήτερα χωρὶς ταραχὴν καὶ σύγχυσιν, μὲ ἐλπίδα ὅταν ᾖναι ὁρισμὸς τοῦ Θεοῦ νὰ μᾶς ἐλεήσῃ καὶ νὰ μᾶς παρηγορήσῃ». Ταῦτα μοῦ φαίνεται, ὦ Ζηλωτά, πῶς νὰ ἁρμόζουν νὰ τοὺς εἰπῇς διὰ τὴν ὥραν· ὅμως ἐσὺ θέλεις τὰ εὐτρεπίσει καλλιότερα, καὶ θέλεις εὐγάλει καὶ θέλεις προσθέσει, ὡς γνωστικὸς ὁποῦ εἶσαι, τὰ χρησιμώτερα καὶ ἀναγκαιότερα ὁποῦ νὰ πληροφορήσουν μὲ περισσοτέραν ἐνέργειαν ἐκείνους ὁποῦ θέ­λουν σὲ ἀκούσει.
Ζ. Εὐχαριστῶ σε διὰ τὴν τοιαύτην διδαχήν, ὁποῦ λογιάζω καὶ ἂν μπορέσω εἰς τὴν μνήμην μου αὐτὴν τὴν ἰδίαν, χωρὶς προσθήκην καὶ ἀφαίρεσιν, νὰ τὴν συστήσω. Καὶ ἂν δυνηθῇ ἡ γλῶσσά μου ἔτζι νὰ τὴν ἀναγγείλω, καθὼς τὴν ἤκουσα ἀπὸ λόγου σου, ἐλπίζω πῶς θέλω προξενήσει πολλῶν ὠφέλειαν. Λοιπὸν ἰδοὺ ἀπέρχομαι σὺν Θεῷ.
Φ.  Κοπίασαι μὲ καλὴν τύχην.





[1] Το κείμενο, όπως θα διαπιστώσει ο ορθόδοξος αναγνώστης, είναι προφητικό.
[2] Ιησουιτών.
[3] Ιστορική συνοικία της Κωνσταντινουπόλεως.
[4] Λογιάζω = συλλογίζομαι, σκέπτομαι, θεωρώ, λογαριάζω.
[5] Τους.
[6] Μίλησαν.
[7] Αμαρτία λοιπόν δεν είναι μόνο το ψέμα, αλλά και η απόκρυψη της αλήθειας σε θέματα που άπτονται της σωτηρίας των ανθρώπων.
[8] Ο Πατριάρχης Κύριλλος έχοντας υπόψιν του το φρικτό αποτέλεσμα που είχε η δράση των Ιησουιτών στην Πολωνία με την Ουνία της Βρέστης, είχε πάντοτε στο μυαλό του τον φόβο της επαναλήψεως ενός τέτοιου κακού (αυτήν την φορά στην καρδιά της Ορθοδοξίας, την Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως), και γι’ αυτό δέχθηκε να μετατεθεί από την Αλεξάνδρεια στην Κωνσταντινούπολη, (ενώ ο μέντοράς του Μελέτιος Πηγάς, τον οποίο ο Κύριλλος ακολουθεί πιστά σε όλα τα θέματα, ήταν κατά του μεταθετού), μιας και τότε η μεγάλη πλειοψηφία των επισκόπων ήταν αμόρφωτοι ή λατινόφρονες.  
[9] Ανατολή.
[10] Στην Χίο οι Ιησουίτες εγκαταστάθηκαν το 1594 και ίδρυσαν μονή η οποία λειτουργούσε και ως σχολείο. Στην Κωνσταντινούπολη ίδρυσαν μονή, η οποία επίσης λειτουργούσε και ως σχολείο, το 1609.
[11] Απατεώνες, κατεργάρηδες (από το βενετικό mariol).
[12] Το, ήδη από αιώνων όπως αποδεικνύεται, παπικό σχέδιο της υποταγής της Ορθοδοξίας στον Παπισμό περιλαμβάνει την προβίβαση λατινοφρόνων στους επισκοπικούς θρόνους!
[13] Napoli της σημερινής Ιταλίας.
[14] Πρόκειαι για τον διαβόητο εξωμότη Νικηφόρο Μελισσηνό (περί του οποίου βλ. Χασιώτη Ιωάννη, Μακάριος, Θεόδωρος και Νικηφόρος οι Μελισσηνοί, Θεσσαλονίκη, 1966), ο οποίος σχετίστηκε και με τους τρεις φιλοπαπικούς Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως που προηγήθηκαν του μεγάλου Λουκάρεως (Ραφαήλ ο Β΄, Νεόφυτος ο Β΄, Τιμόθεος ο Β΄).
[15] Νικόλαος Γοργογύρης. Έτερος εξωμότης περί του οποίου βλ. Τσιρπανλή Ζαχαρία, Το Ελληνικό Κολέγιο της Ρώμης και οι μαθητές του, Θεσσαλονίκη, 1980, σελ.  313-315.
[16] Τότε ήταν ο φιλοπαπικός Τιμόθεος ο Β΄ (πατρ. 1612-1620).
[17] Αναφέρεται στις επεμβάσεις των Οθωμανών στην εκλογή Πατριάρχου, μιας και ενέκριναν εκείνον που θα έδινε τα περισσότερα χρήματα (άσπρα), σύμφωνα με τον φόρο εκλογής (peşkeş) του Πατριάρχη προς την Υψηλή Πύλη, ο οποίος είχε καθοριστεί μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, αλλά συνεχώς αυξανόταν.
[18] Γωνιά του δρόμου, στενός δρόμος (από το βενετικό canton).
[19] Αφυής = αυτός που στερείται φυσικής ικανότητος (αντίθ. ευφυής).
[20] Ζαλαχανάς είναι το σφαγείο (από το τουρκικό salhana).
[21] Η τότε κρίση στις σχέσεις μεταξύ του Βατικανού και της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας είχε ως αποτέλεσμα η τελευταία να προβεί στην εκδίωξη των Ιησουϊτών από την επικράτειά της το 1606.
[22] Νωθροί.
[23] Ο γνωστός Μωάμεθ ο Πορθητής.
[24] Πλοία του Μεσαίωνα.
[25] Προδότες (από το αγγλικό traitor).
[26] Τιποτένιους.
[27] Ο σκοπός τους.
[28] Ανασπώ = αποσπώ, ξεριζώνω.