A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

Σάββατο 11 Μαρτίου 2017

Η «ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΙΣ» ΩΣ ΤΑΚΤΙΚΗ ΚΑΙ ΩΣ ΠΡΑΞΙΣ (π.Εὐθύμιος Μπαρδάκας)

Αποτέλεσμα εικόνας για Ευθύμιος Μπαρδάκας

Ὁ ὃρος «ἀποτειχίζομαι», χρησιμοποιεῖται ἐδῶ, μέ τήν ἒννοιαν τοῦ «ἀποκόπτομαι» ἀπό ἓνα σύνολον εἰς τό ὁποῖον εἶμαι ἐντεταγμένος, λόγω διαφωνιῶν μέ τάς ἀρχάς του, ἢ μέ μέρος αὐτῶν.
Ἡ σημασία τοῦ ὃρου μέ βάσιν τήν Ἑλληνικήν γλῶσσαν, εἶναι «κτίζω ἓναν τοῖχο ἀνάμεσα σέ μένα καί σέ κάποιους ἂλλους».

Μᾶς εἶναι χρήσιμος σήμερον, διότι εὑρισκόμεθα ἐνώπιον ἑνός φαινομένου, τό ὁποῖον μπορεῖ νά χαρακτηρισθῆ ὡς «ΕΛΠΙΔΟΦΟΡΟΝ», ἀλλά γιά νά εἶναι ἀποτελεσματικόν καί ἀπολύτως ἐπωφελές, πρέπει νά συνοδεύεται ἀπό σωστή τακτική, μεθοδολογία καί νά ἒχη κατάληξη ἡ ὁποία δέν θά ἐμπεριέχη κινδύνους δημιουργίας καταστάσεων δυναμένων νά σκανδαλίσουν τούς Πιστούς, ὁπότε ἀντί εὐεργετικῶν καί θετικῶν ἀποτελεσμάτων θά ἒχωμεν ἀρνητικά.
Καί γιά νά ἐπεξηγήσωμεν τ’ἀνωτέρω, τά ἀναλύομε, ὣστε νά καταστοῦν ΠΛΗΡΩΣ κατανοητά ἀπό ΟΛΟΥΣ.
Τό «φαινόμενον» εἰς τό ὁποῖον ἀνεφέρθημεν ἀνωτέρω, εἶναι ἡ αὐξανομένη ἐμφάνισις Ἱερωμένων τῆς κρατούσης Ἐκκλησίας, ὃλων τῶν βαθμίδων, οἱ ὁποῖοι, μέ τήν βοήθειαν Τοῦ Θεοῦ, ἀποφασίζουν νά ἐκφράσουν μετά σθένους καί κατά πρόσωπον, τήν ΠΛΗΡΗ διαφωνίαν των μέ τήν ἀντιορθόδοξον καί λίαν ἐπικίνδυνον τακτικήν τῆς κρατούσης Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία, διά τῶν «ταγῶν» της, ἀκολουθεῖ κατά γρᾶμμα τάς ἐντολάς τοῦ Πάπα καί τῶν πάσης μορφῆς «παγκοσμιοποιητῶν»..!
Αἱ διαφωνίαι αὐταί, εὑρίσκονται εἰς τήν σκέψιν καί πολλῶν ἂλλων Ἱερωμένων τῆς μνημονευούσης Ἐπισκόπους καί Πατριάρχας παποδούλους καί ὁπαδούς τῆς ΕΠΑΡΑΤΟΥ παγκοσμιοποιήσεως, κρατούσης Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι ἐλέγχονται ἀπό τήν συνείδησίν των διά τάς θέσεις των αὐτάς, ἀλλά γιά διαφόρους λόγους, δέν ἀποτολμοῦν τό τελευταῖον καί ἀποφασιστικόν βῆμα πρός ἐξωτερίκευσιν τῶν, πάσης φύσεως, ἐνστάσεών των.
Οἱ λόγοι αὐτοί, ἒχουν σχέσιν καί μέ θέματα τά ὁποῖα οὐδείς δύναται νά παραβλέψη.
Ἓνας Ἱερωμένος τῆς Κρατούσης Ἐκκλησίας, ἒχων πλήρη ἐξάρτησιν μισθολογικήν ἀπό τόν φορέα εἰς τόν ὁποῖον ὑπάγεται, πρέπει νά σκεφθῆ τήν οἰκογένειάν του (ἂν εἶναι ἒγγαμος καί μάλιστα ἐάν ἒχη καί τἐκνα) καί δέν τοῦ εἶναι εὒκολον νά διαφωνίση μέ τούς «προΐσταμένους» του, διότι ἒτσι, αὐτοί θά τόν ἀποκόψουν ἀπό τό σῶμα τῆς Ἱεραρχίας των καί θά τοῦ στερήσουν κάθε πρόσοδον διά τήν ἐπιβίωσίν του (τοῦ ἰδίου καί τῆς οἰκογενείας του), εἰς ἀντίθεσιν μέ ἓναν Ἱερωμένον τῆς Ἐκκλησίας μας (τῶν «Παλαιοημερολογιτων»), ὁ ὁποῖος ἀπό τῆς ἀρχικῆς του ἐντάξεως εἰς τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας μας, γνωρίζει πώς ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΜΙΣΘΟΝ καί πώς ἡ ἐπίβίωσίς του ἐξαρτᾶται άπό τήν βοήθειαν τοῦ Ποιμνίου του καί κυρίως ἀπό τήν Θείαν Πρόνοιαν.
Καί ἐρχόμεθα τώρα εἰς τό κυρίως θέμα μας, τό ὁποῖον εἶναι τό τῆς διευκρινήσεως τοῦ ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΙΣ καί κυρίως, ποῖοι ΚΑΝΟΝΕΣ πρέπει νά τηροῦνται, προκειμένου ἡ ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΙΣ αὐτή νά ἒχη ἀγαθά ἀποτελέσματα, σέ ΟΛΟ τό φᾶσμα τῆς ὑλοποιήσεώς της.
Οἱ ἐπαναστατοῦντες Ἱερωμένοι τῆς Κρατούσης Έκκλησίας, ἀπαρνούμενοι τάς σχετικάς προσόδους των καί διαφωνοῦντες ἀνοικτά μέ τάς θέσεις τῶν μη ἀκολουθούντων τάς Ὀρθοδόξους, ΑΠΑΡΑΒΑΤΟΥΣ Ἀρχάς, Ἐπισκόπους καί Πατριάρχας, δηλώνουν πώς ΠΑΥΟΥΝ ΤΗΝ ΜΝΗΜΟΝΕΥΣΙΝ ΤΩΝ καί διαχωρίζουν τάς θέσεις των ἀπέναντί των, ΟΙΑΣΔΗΠΟΤΕ ΣΥΝΕΠΕΙΑΣ καί ἂν ἒχουν αἱ δηλώσεις των αὐταί.
Καί ἐδῶ ἀρχίζουν τά ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ.
Οἱ Ἱερωμένοι αὐτοί, ΑΠΟΤΕΙΧΙΖΟΝΤΑΙ, κτίζοντες ἓναν τοῖχον ἀνάμεσα σέ αὐτούς καί στους αιρετικούς ταγούς των, ἀλλά δρῶντες μεμονωμένως, τελικῶς ἀπομονώνονται καί ΔΕΝ ΑΝΗΚΟΥΝ εἰς Ἐκκλησίαν, παραμένοντες χωρίς κανονικήν νομιμοποίησιν. Κινδυνεύουν νά καταστοῦν τελικῶς, ὁ καθείς μόνος του «μία… ἐκκλησία…» μια προσωποπαγης κατάσταση!
Τό πόσο ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ εἶναι αὐτό, εἶναι, νομίζω, ΠΡΟΦΑΝΕΣ.
Ἒτσι δημιουργοῦνται, τελικῶς, τά ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΑ .. «ΠΑΡΑΜΑΓΑΖΑ», τά ὁποῖα ὁδηγοῦν εἰς ΠΟΛΥΔΙΑΣΠΑΣΙΝ τῶν Ὀρθοδόξων καί ἐμφάνισιν πυρήνων, δυναμένων νά ἐξελιχθοῦν, ἀκόμα καί εἰς ΑΙΡΕΤΙΚΑΣ ΚΥΨΕΛΛΑΣ.
Ἡ εὐλογημένη στιγμή τῆς λήψεως τῆς ΗΡΩΙΚΗΣ των ἀποφάσεως νά ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΤΟΥΝ, μέ τόν μεμονωμένον τρόπον πού γίνεται, δημιουργεῖ κάποιες «ΜΟΝΑΔΕΣ» εὐάλωττες καί εὒκολη λεία στα νύχια καί αἱρετικῶν ἀκόμα, οἱ ὁποῖοι εἶναι πάντοτε ἓτοιμοι νά ἐκμεταλλευθοῦν τήν ἀδυναμίαν τῶν μεμονωμένων καί .. «ξεκομμένων» ἀτόμων, ἐνῶ, ἐάν ΟΛΟΙ αὐτοί ἐνετάσσοντο εἰς μίαν Ὁμάδα μαχητικήν καί ἀπολύτως ΠΙΣΤΗΝ στα Ὀρθόδοξα Ἰδεώδη, θά ἀποτελοῦσαν μίαν πραγματικήν ΔΥΝΑΜΙΝ, μέ ΤΕΡΑΣΤΙΕΣ δυνατότητες.
Ἂς τό σκεφθοῦν οἱ φωτιζόμενοι, ἒστω καί κάπως ἀργά, ἀδελφοί Ἱερωμένοι τῆς κρατούσης Ἐκκλησίας καί ἂς μήν ἐπιτρέψουν εἰς τήν παρόρμησιν τῆς κρισίμου στιγμῆς τῆς λήψεως τῶν ΑΛΗΘΩΣ ΗΡΩΙΚΩΝ των ἀποφάσεων, νά τούς παρασύρη καί νά τούς ἀφήση «ξεκομμένους» καί ἀδυνάμους τελικῶς.
π.Ευθύμιος Μπαρδάκας

Πέμπτη 9 Μαρτίου 2017

Ο ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΛΟΓΓΙΝΟΣ ΣΤΗΝ ΟΥΚΡΑΝΙΑ ΑΝΑΘΕΜΑΤΙΖΕΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟ, ΜΑΣΩΝΙΑ ΚΑΙ ΣΙΩΝΙΣΜΟ!



*Των αιρετικών κειμένων της ληστρικής, αιρετικής και οικουμενιστικής ψευδοσυνόδου της Κρήτης του Ιουνίου 2016, τη λεγομένῃ «Αγίᾳ και Μεγάλη Συνόδῳ της Ορθοδόξου Εκκλησίας», και αυτών που τα δέχονται και τα εφαρμόζουν εν πραξη ,κείμενα που:

- θεσμοθετούν τον διάλογο σε προτεσταντικές πλατφόρμες και όχι με το Ορθόδοξο κριτήριο της ομολογίας  (Τίτ. γ΄, 10)

- θεσμοθετούν  την  λεγομένη "αποκατάσταση  ενότητας των Χριστιανών"  και την ιστορική ονομασία του όρου  των "εκκλησιών" για τους Αιρετικούς  .

- θεσμοθετούν το Σύνταγμα  του λεγομένου «Παγκόσμιου Συμβούλιου Εκκλησιών» ως βάση του  διαλόγου με αιρετικούς

- θεσμοθετούν τον δογματικό μινιμαλισμό

- θεσμοθετούν την Δήλωση του Τορόντο που δηλώνει ότι υπάρχουν μέλη της Εκκλησίας και εκτός των τειχών Της, ότι υπάρχει Εκκλησία εκτός Ορθόδοξης Εκκλησίας και ότι η Εκκλησία του Χριστού είναι περισσότερο από κάθε μέλος -ομολογία- του λεγομένου «Παγκόσμιο Συμβούλιου Εκκλησιών»  

 - θεσμοθετούν τους μεικτούς γάμους με μια ψεύτικη οικονομία

- θεσμοθετούν την θεωρία του Ιωάννη  Ζηζιούλα για το"ανθρώπινο πρόσωπο"

τοῖς κακοδόξοις αὐτῆς κειμένοις καί τοῖς ἀποδεχομένοις καί ἐφαρμόζουσι τάς αἱρετικάς αὐτῆς ἀποφάσεις, ἀνάθεμα (γ΄).

* Τῇ Μασονίᾳ καί τῷ διεθνῇ φρικώδῃ Σιωνισμῷ, ἀνάθεμα (γ΄).

Τετάρτη 8 Μαρτίου 2017

ΑΓΙΟΣ ΗΣΑΪΑΣ Ο ΑΝΑΧΩΡΗΤΗΣ: 27 Κεφάλαια περὶ τηρήσεως τοῦ νοῦ


Αποτέλεσμα εικόνας για ΑΓΙΟΣ ΗΣΑΪΑΣ Ο ΑΝΑΧΩΡΗΤΗΣ

1. Ἡ ὀργή εἶναι φυσική ἰδιότητα τοῦ νοῦ. Καί χωρίς ὀργή οὔτε στήν καθαρότητα φτάνει ὀ ἄνθρωπος, ἄν δέν ὀργιστεῖ ἐναντίον ὅλων τῶν πονηρῶν λογισμῶν πού σπέρνει μέσα του ὁ διάβολος. Καί ὅταν τόν βρῆκε ὁ Ιώβ, ἔβρισε τούς ἐχθρούς του μ’ αὐτά τά λόγια: «Ἄτιμοι καί ἐξαχρειωμένοι, πού δέν ἔχετε κανένα καλό πάνω σας, πού δέν σᾶς θεωρῶ οὔτε σάν τούς σκύλους τῶν ποιμνίων μου»(Ιώβ 30, 1, 4). 


Ἐκείνος πού θέλει νά φτάσει στή φυσική ὀργή (δηλαδή σ' ἐκείνη πού στρέφεται ἐναντίον τοῦ διαβόλου καί τῶν παθῶν), κόβει ὅλα τά θελήματά του μέχρις ὅτου φτάσει στήν κατάσταση τοῦ νοῦ του, ὅπως τή δημιούργησε ὁ Θεός.

2. Ἄν ἀντιστέκεσαι στήν καταδρομή τοῦ διαβόλου καί δεῖς ὅτι ἐξασθένησε καί ὑποχωρεῖ, μή χαρεῖς, γιατί ἡ κακία τῶν πονηρῶν πνευμάτων δέν ἐξαντλήθηκε ἀκόμη, ἀλλά ἀκολουθεῖ πίσω ἀπό αὐτά. 

Ἐτοιμάζουν πόλεμο χειρότερο ἀπό τόν πρῶτο, τόν ἔχουν ἀφήσει πίσω ἀπό τήν πόλη καί τοῦ ἔδωσαν ἐντολή νά μή κινηθεῖ. Καί ἄν ἀντισταθεῖς σ' αὐτούς, φεύγουν νικημένοι. 

Ἄν ὅμως ὑπερηφανευτεῖς ὅτι τούς ἔδιωξες καί ἀφήσεις ἀφύλαχτη τήν πόλη, τότε ἄλλοι ἔρχονται ἀπό πίσω καί ἄλλοι στέκονται ἐμπρός, καί ἡ ταλαίπωρη ψυχή ἀνάμεσά τους δέ βρίσκει καταφύγιο πουθενά. Πόλη εἶναι ἡ προσευχή. Ἀντίσταση εἶναι ἡ ἀντίκρουση τῶν πονηρῶν λογισμῶν στό ὄνομα του Ἰησοῦ Χριστοῦ. Βάση εἶναι ὁ θυμός.

3. Λοιπόν, ἀγαπητοί, ἄς σταθοῦμε μέ φόβο Θεοῦ καί ἄς φυλάγομε τήν ἄσκηση τῶν ἀρετῶν καί ἄς μή βάζομε ἐμπόδιο στή συνείδησή μας· ἄς προσέχομε τόν ἑαυτό μας μέ φόβο Θεοῦ, μέχρις ὅτου ἡ συνείδησή μας ἐλευθερωθεῖ καί μαζί της κι ἐμεῖς καί πραγματοποιηθεῖ ἕνωση ἀνάμεσα σ' αὐτήν καί σ' ἐμάς. 

Καί τότε ἡ συνείδηση γίνεται φύλακάς μας καί μᾶς δείχνει ποῦ σφάλλομε. Ἄν ὅμως δέν ὑπακούσομε σ' αὐτήν, θά φύγει ἀπό μᾶς καί θά μᾶς ἐγκαταλείψει καί τότε πέφτομε στά χέρια τῶν ἐχθρῶν καί δέν μᾶς ἀφήνουν πλέον. Ὅπως μᾶς δίδαξε ὁ Κύριός μας: 

«Ἄκουσε τόν ἀντίδικό σου ἕως ὅτου βρίσκεσαι μαζί του στό δρόμο γιά τό δικαστήριο»(Ματθ. 5,25). Ἀντίδικος, ἐννοοῦν μερικοί ὅτι εἶναι ἡ συνείδηση, ἡ ὁποία ἀντιστέκεται στόν ἄνθρωπο πού θέλει νά κάνει τό ἀμαρτωλό του θέλημα. Καί ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν ἀκούσει τήν συνείδησή του, τότε αὐτή τον παραδίνει στούς ἐχθρούς του.

4. Ἄν ὁ Θεός δεῖ ὅτι ὑποτάχθηκε σ' Αὐτόν ὁ νοῦς μέ ὅλες του τίς δυνάμεις καί δέν ἔχει ἄλλη βοήθεια παρά Αὐτόν μόνο, τότε τόν ἐνδυναμώνει καί λέει: «Μή φοβάσαι, παιδί μου Ἰακώβ, ὀλιγάριθμε Ἰσραήλ»(Ησ. 41,13). 

Καί πάλι λέει: «Μή φοβάσαι, γιατί σέ λύτρωσα. Σοῦ ἔδωσα τό ὄνομά μου, σύ εἶσαι δικός μου. Καί ἄν περνᾶς ἀπό νερό, εἶμαι μαζί σου, ποτάμια ὁλόκληρα δέν θά σέ παρασύρουν, κι ἄν περάσεις ἀνάμεσα ἀπό φωτιά δέ θά καεῖς και ἡ φλόγα δέν θά σέ κατακάψει, γιατί ἐγώ εἶμαι ὁ Κύριος ὁ Θεός σου, ὁ ἅγιος τοῦ Ἰσραήλ, πού σέ σώζω»(Ησ. 43, 1-3).

5. Ἄν λοιπόν ὁ νοῦς ἀκούσει αὐτά τά ἐνθαρρυντικά λόγια, ἀψηφᾶ τούς δαίμονες λέγοντας: «Ποιός εἶναι ποὺ μέ πολεμᾶ; Ἄς σταθεῖ ἀπέναντί μου. Ποιός ἀντιδικεῖ μ' ἐμένα; Ἄς μέ πλησιάσει. Ὁ Κύριος εἶναι βοηθός μου, ποιός θά μοῦ κάνει κακό; Ὅλοι ἐσεῖς θά παλιώσετε ὅπως τά ροῦχα πού τρώει ὁ σκόρος»(Ἡσ. 50,8).

6. Ἄν ἡ καρδιά σου ἔφτασε νά ἀποκτήσει σάν φυσικό τό μίσος κατά τῆς ἁμαρτίας, τότε νίκησε καί ἀπομακρύνθηκε ἀπό ἐκεῖνα πού γεννοῦν τήν ἁμαρτία καί ἔβαλε στήν μνήμη σου τήν κόλαση. Καί γνώριζε ὅτι Ἐκεῖνος πού σέ βοηθεῖ μένει κοντά σου. 

Καί σύ νά μήν Τόν λυπεῖς μέ καμία ἁμαρτία, ἀλλά κλαῖε ἐμπρός Του καί λέγε: «Ἐσύ Κύριε ἔχεις τό ἔλεος γιά νά μέ γλυτώσεις ἀπό τήν ἁμαρτία καί τούς δαίμονες, γιατί ἐγώ ἀδυνατῶ νά ξεφύγω ἀπό τούς ἐχθρούς χωρίς τήν βοήθειά Σου». Καί πρόσεχε νά μήν παραδεχτεῖς πονηρές σκέψεις, καί Αὐτός σέ φυλάγει ἀπό κάθε κακό.

7. Ὀφείλει ὁ μοναχός νά κλείσει ὅλες τίς πόρτες τῆς ψυχῆς, δηλαδή τίς αἰσθήσεις του, γιά νά μήν πέσει ἐξαιτίας τους στήν ἁμαρτία. Καί ὅταν δεῖ ὁ νοῦς ὅτι δέν κυριεύεται ἀπό κανένα πάθος, ἑτοιμάζεται γιά τήν ἀθανασία καί μαζεύει τίς αἰσθήσεις του ὅλες κοντά καί τίς κάνει ἕνα σῶμα. 

8. Ἄν ἀπαλλαγεῖ ὁ νοῦς ἀπό κάθε ἐλπίδα αὐτοῦ τοῦ κόσμου, αὐτό εἶναι τό σημεῖο ὅτι πέθανε μέσα σου ἡ ἁμαρτία.

9. Ἄν ὁ νοῦς μείνει ἐλεύθερος ἀπό τά κοσμικά πράγματα, τότε ἐκείνη ἡ ἀπόσταση πού ὑπάρχει μεταξύ τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ Θεοῦ, χάνεται.

10. Ἄν ἐλευθερωθεῖ ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου ἀπό ὅλους τοὺς ἐχθρούς του, δηλ. ἀπό τά πάθη, καί ἀναπαυτεῖ, τότε βρίσκεται σέ καινούργια ζωή καί σκέφτεται καινούργια πράγματα, θεϊκά καί ἄφθαρτα. Ὅπου βρίσκεται τό πτῶμα, ἐκεῖ θά μαζευτοῦν οἱ ἀετοί(Λουκ. 17,37), (δηλαδή ὅπου ἡ ἠρεμία ἀπό τά πάθη, ἐκεῖ καί οἱ θεϊκές καί ἄφθαρτες σκέψεις).

11. Οἱ δαίμονες συνηθίζουν νά ἀποτραβιοῦνται μέ δόλο προσωρινά, γιά νά ξεθαρρευτεῖ ὁ ἄνθρωπος νομίζοντας ὅτι ἔγινε ἀπαθής καί νά ἀφήσει τόν ἑαυτό του χωρίς προσοχή, Καί τότε ξαφνικά πηδοῦν πάνω στήν ταλαίπωρη ψυχή του καί τήν ἁρπάζουν σάν σπουργίτι. 

Καί ἄν τήν νικήσουν, τή ρίχνουν χωρίς οἶκτο σέ κάθε ἁμάρτημα, χειρότερο ἀπό ἐκεῖνα γιά τά ὁποῖα ζητοῦσε πρωτύτερα συγχώρηση. Ἄς σταθοῦμε λοιπόν μέ φόβο Θεοῦ καί ἄς φυλάξομε τήν καρδιά μας, ἐκτελώντας τήν ἄσκησή μας. Καί ἄς κρατοῦμε τίς ἀρετές, πού ἀποτελοῦν ἐμπόδιο στήν κακία τῶν ἐχθρῶν δαιμόνων. 

12. Ὁ δάσκαλός μας Ἰησοῦς Χριστός πού γνωρίζει τήν ἀσπλαχνία τῶν δαιμόνων καί σπλαχνίζεται τό ἀνθρώπινο γένος, μᾶς ἔδωσε αὐστηρή ἐντολή λέγοντας: «Νά εἶστε ἕτοιμοι γιά κάθε ὥρα, γιατί δέν γνωρίζετε ποιά ὥρα ἔρχεται ὁ ληστής, μήπως ἔρθει καί σᾶς βρεῖ νά κοιμᾶστε»(Ματθ. 24, 42-44). 

Καί σέ ἄλλο μέρος λέει: «Προσέχετε μή βαρύνουν οἱ καρδιές σας ἀπό τήν κραιπάλη καί τήν μέθη καί τίς βιοτικές μέριμνες καί ἔρθει ξαφνικά ἡ ὥρα γιά σᾶς»(Λουκ. 21, 34). 

Στάσου λοιπόν καλά καί πρόσεχε τίς αἰσθήσεις σου. Καί ἄν κρατεῖς εἰρηνικά στό νοῦ σου τή μνήμη τοῦ Θεοῦ, τότε βλέπεις τούς ληστές δαίμονες πού προσπαθοῦν νά τήν ἀφαιρέσουν κρυφά. 

Γιατί ἐκεῖνος πού προσέχει μέ ἀκρίβεια τούς λογισμούς του, ἀντιλαμβάνεται ἐκείνους πού θέλουν νά μποῦν καί νά τόν μολύνουν. Οἱ κακοί λογισμοί ταράζουν τό νοῦ γιά νά γίνει μετέωρος, φουσκωμένος καί ἀργός. Ἀλλά ἐκεῖνοι πού γνωρίζουν τήν κακία τους, μένουν ἀτάραχοι, προσευχόμενοι στόν Κύριο.

13. Ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν μισήσει τά ἔργα αὐτοῦ τοῦ κόσμου, δέν μπορεῖ νά λατρεύσει τόν Θεό. Καί ποιά εἶναι ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ; 

Τό νά μήν ἔχει κανείς τίποτε ξένο στό νοῦ του, ὅταν προσεύχεται σ' Αὐτόν· νά μήν νιώθει ἄλλη ἡδονή, ὅταν Τόν δοξολογεῖ. νά μή διατηρεῖ καμιά κακία, ὅταν ψάλλει σ' Αὐτόν. νά μήν ἔχει μίσος ἐναντίον κανενός, ὅταν προτιμᾶ Αὐτόν· οὔτε νά ὑπάρχει καμιά ζηλοφθονία πονηρή πού νά μᾶς ἐμποδίζει ὅταν ἀπευθυνόμαστε σ' Αὐτόν συνεχῶς καί νά τόν θυμόμαστε πάντοτε. 

Γιατί τά παραπάνω σκοτεινά ἐμπόδια εἶναι τεῖχος πού περικυκλώνει τή δυστυχισμένη ψυχή καί δέν μπορεῖ νά λατρεύσει καθαρά τόν Θεό, ἐφόσον τά ἔχει αὐτά. 

Γιατί τῆς γίνονται ἐμπόδια στό δρόμο της πρός τόν Θεό καί δέν τήν ἀφήνουν νά Τόν συναντήσει καί νά Τόν δοξολογήσει μέσα της καί νά προσευχηθεῖ σ' Αὐτόν μέ γλυκύτητα στήν καρδιά γιά νά φωτιστεῖ ἀπό Αὐτόν. Γι' αὐτό ὁ νοῦς σκοτίζεται πάντοτε καί δέν μπορεῖ νά προκόψει κατά Θεόν, γιατί δέν φροντίζει νά τά κόψει ὅλα αὐτά μέ πνευματική γνώση.

14. Ὅταν ὁ νοῦς σώσει τίς αἰσθήσεις τῆς ψυχῆς ἀπό τά θελήματα τῆς σάρκας καί τίς ὁδηγήσει στήν ἀπάθεια καί ξεχωρίσει τήν ψυχή ἀπό τά θελήματα τῆς σάρκας, τότε ἄν δεῖ ὁ Θεός τήν ἀδιαντροπιά τῶν παθῶν, ὅτι ὁρμοῦν πάνω στήν ψυχή γιά νά φέρουν τίς αἰσθήσεις στήν ἁμαρτία, καί φωνάξει ὁ νοῦς κρυφά ἀπό τό Θεό καί ἀκατάπαυστα, στέλνει τήν βοήθειά Του καί ὅλα αὐτά ἀμέσως τά καταστρέφει.

15. Σέ παρακαλῶ, ἐφόσον βρίσκεσαι στή ζωή, μήν ἀφήσεις ἐλεύθερη τήν καρδιά σου. Γιατί ὅπως ὁ γεωργός δέν μπορεῖ νά εἶναι σίγουρος γιά τούς καρπούς του, ἐπειδή δέν γνωρίζει τί μπορεῖ νά συμβεῖ μέχρις ὅτου τούς μαζέψει, ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος δέν ἐπιτρέπεται νά ἀφήσει ἀφύλαχτη τήν καρδιά του ὅσο ἀναπνέει. 

Ὅπως δέν γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος ποιό πάθος θά τοῦ ἔρθει ὡς τήν τελευταία του πνοή, ἔτσι δέν πρέπει νά ἀφήσει ἐλεύθερη τήν καρδιά του μέχρι τήν ὥρα ἐκείνη, ἀλλά πρέπει πάντοτε νά φωνάζει πρός τό Θεό νά τόν βοηθήσει καί νά τόν ἐλεήσει.

16. Ἐκεῖνος πού δέν βρίσκει βοήθεια σέ καιρό πολέμου, οὔτε στήν εἰρήνη μπορεῖ νά ἔχει ἐμπιστοσύνη.

17. Ὅταν χωριστεῖ κανείς ἀπό τήν ἁμαρτωλή ζωή, θά γνωρίσει μέ ἀκρίβεια ὅλα τά ἁμαρτήματα μέ τά ὁποῖα ἁμάρτησε στό Θεό. Γιατί δέν βλέπει τίς ἁμαρτίες του πρίν χωριστεῖ ἀπό αὐτές, πράγμα πού θά τοῦ φανεῖ πικρό καί δύσκολο. 

Ὅσοι φτάνουν σ' αὐτό τό μέτρο, κλαῖνε γιά τίς ἁμαρτίες τους καί παρακαλοῦν καί ντρέπονται μπροστά στό Θεό, φέρνοντας στό νοῦ τίς πονηρές φιλίες πού εἶχαν μέ τά πάθη. Ἄς ἀγωνιστοῦμε λοιπόν ἀδελφοί κατά τήν δύναμή μας καί ὁ Θεός μᾶς βοηθᾶ κατά τό πλῆθος τοῦ ἐλέους Του. 

Καί ἄν δέν φυλάξαμε καθαρή τήν καρδιά μας, τουλάχιστον ἄς βάλομε τά δυνατά μας νά φυλάξομε τά σώματά μας, ὅπως ζητάει ὁ Θεός, ἀναμάρτητα καί ἄς πιστεύομε ὅτι κατά τόν καιρό τῆς πνευματικῆς πείνας πού μᾶς βρῆκε, μᾶς ἐλεεῖ μαζί μέ τούς Ἁγίους Του.

18. Ἐκεῖνος πού ἔδωσε τήν καρδιά του στήν ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ μέ ἀληθινή εὐσέβεια, δέν μπορεῖ νά σκέφτεται ὅτι εἶναι ἀρεστός στό Θεό. Ἐπειδή ὅσο τόν ἐλέγχει ἡ συνείδησή του γιά τίς ἁμαρτίες πού ἔκανε, δέν ἀπόκτησε τήν ἐλευθερία. 

Ἐφόσον ὑπάρχει ὁ ἐλέγχος, ὑπάρχει καί ἐκεῖνος πού κατηγορεῖ· καί ἐφόσον ὑπάρχει κατηγορία, δέν ὑπάρχει ἐλευθερία. Ἄν λοιπόν στήν προσευχή σου δεῖς ὅτι δέν σέ κατηγορεῖ κανένα εἶδος κακίας, ἄρα εἶσαι ἐλεύθερος καί μπῆκες στήν ἁγία ἀνάπαυση τοῦ Θεοῦ, σύμφωνα μέ τό θέλημά Του. 

Ἄν δεῖς ὅτι ὁ καλός καρπός δυνάμωσε καί δέν τόν πνίγουν πλέον τά ζιζάνια τοῦ ἐχθροῦ· καί ὅτι δέν ἔφυγαν μόνοι τους οἱ ἐχθροί καί ἔπαψαν ἀπό πανουργία νά πολεμοῦν πλέον μέ τίς αἰσθήσεις σου· καί ἄν ἡ νεφέλη ἔριξε τή σκιά της πάνω στή σκηνή καί ὁ ἥλιος δέν σέ ἔκαψε τήν ἡμέρα, οὔτε ἡ σελήνη τή νύχτα(Ψαλμ.120,6)· καί ἄν βλέπεις ὅτι ἑτοίμασες τήν σκηνή νά τή στήσεις καί νά τή φυλάξεις κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τότε μέ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ ἔχεις νικήσει. 

Καί τότε Αὐτός θά ρίξει τή σκιά Του πάνω στή σκηνή γιατί εἶναι δική Του. Καί ἕως ὅτου γίνεται πόλεμος, ὁ ἄνθρωπος ἔχει φόβο καί τρόμο, ἤ νά νικήσει σήμερα, ἤ νά νικηθεῖ· ἤ νά νικηθεῖ αὔριο ἤ νά νικήσει· γιατί ὁ ἀγώνας σφίγγει τήν καρδιά ὁλόγυρα. 

Ἡ ἀπάθεια ὅμως εἶναι ἀκαταμάχητη, γιατί ἔλαβε πιά τό βραβεῖο καί ἔπαψε πιά νά μεριμνᾶ γιά κάποιο ἀπό τά τρία μέρη, ἐπειδή εἰρήνευσαν μεταξύ τους καί μέ τό Θεό. 

Τά τρία αὐτά μέρη εἶναι ψυχή, σῶμα καί πνεῦμα. Ὅταν λοιπόν τά τρία αὐτά γίνουν ἕνα μέ τήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δέν μποροῦν πλέον νά χωριστοῦν. 

Μή νομίζεις λοιπόν τόν ἑαυτό σου ὅτι εἶσαι νεκρός ὡς πρός τήν ἁμαρτία, ὅσο στενοχωρεῖσαι καί πολεμεῖσαι μέ ὁρμή ἀπό τούς ἐχθρούς σου τούς δαίμονες, εἴτε ξυπνητός, εἴτε στόν ὕπνο σου. Ὅσο ὁ ταλαίπωρος ἄνθρωπος βρίσκεται στό στάδιο τοῦ ἀγώνα, δέν μπορεῖ νά εἶναι ἀσφαλής.

19. Ἄν ὁ νοῦς ἀποκτήσει πνευματική δύναμη καί ἑτοιμάσει τόν ἑαυτό του νά ἀκολουθήσει τήν ἀγάπη πού σβήνει ὅλα τά πάθη τοῦ σώματος καί πού δέν ἀφήνει μέ τή δύναμή της καμιά κακία νά ἐξουσιάζει τήν καρδιά, τότε ὁ νοῦς ἀντιστέκεται ἐναντίον τῆς κακίας μέχρις ὅτου τήν χωρίσει ἀπό τίς καλές διαθέσεις τῆς ψυχῆς.

20. Ἐξέταζε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μέ μεγάλη προσοχή τόν ἑαυτό σου, ἀδελφέ, κάθε ἡμέρα, καί βλέπε τήν καρδιά σου, ποιό πάθος βρίσκεται μέσα σ' αὐτήν. Καί πέταξέ το μακριά ἀπό τήν καρδιά σου, γιά νά μή σοῦ γίνει ἀφορμή καταδίκης.

21. Πρόσεχε λοιπόν ἀδελφέ μου τήν καρδιά σου καί ἀγρύπνα γιά ν' ἀντιμετωπίσεις τούς ἐχθρούς σου. Γιατί εἶναι πανοῦργοι καί μέ κάθε εἶδος κακίας. 

Καί πίστεψε μέσα σου βαθιά ὅτι εἶναι ἀδύνατο ὁ ἄνθρωπος πού πράττει τό κακό, νά πράξει καλά. Γι' αὐτό καί ὁ Σωτήρας μας μᾶς δίδαξε νά εἴμαστε προσεκτικοί καί ἄγρυπνοι, λέγοντας: «Ὅτι εἶναι στενή ἡ πύλη καί δύσκολος ὁ δρόμος πού ὁδηγεῖ στή ζωή καί εἶναι λίγοι ὅσοι τόν βρίσκουν»(Ματθ. 7,14).

22. Πρόσεχε λοιπόν στόν ἑαυτό σου μήπως κάτι ἀπ' ὅσα ὁδηγοῦν στήν ἀπώλεια σέ ἀπομακρύνει ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, καί φύλαγε τήν καρδιά σου καί μήν ἀμελήσεις καί πεῖς: 

«Πῶς νά φυλάξω τήν καρδιά μου, ἀφοῦ εἶμαι ἄνθρωπος ἁμαρτωλός;» Γιατί ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐγκαταλείψει τίς ἁμαρτίες του καί ἐπιστρέψει στό Θεό μετανοιωμένος, ἡ μετάνοια τόν ξαναγεννᾶ καί τόν κάνει ὅλον καινούργιο.

23. Παντοῦ ἡ Ἁγία Γραφή, Παλαιά καί Καινή, μιλᾶ γιά τή φύλαξη τῆς καρδιᾶς. Ὁ Δαβίδ λέει: «Γιοί τῶν ἀνθρώπων, ὡς πότε θά ἔχετε βαριά καρδιά;(Ψαλμ. 4,3), καί πάλι: «Ἡ καρδιά τούς εἶναι κούφια»(Ψαλμ. 5,10). 

Γιά ἐκείνους πάλι πού σκέφτονται μάταια, λέει: «Εἶπε μέσα στήν καρδιά του, θά μείνω ἀμετακίνητος»(Ψαλμ.9,27). Καί πάλι: «Εἶπε μέσα στήν καρδιά του, ξεχάστηκε ὁ Θεός»(Ψαλμ. 9,32), καί ἄλλα πολλά παρόμοια. 

Ὀφείλει λοιπόν ὁ μοναχός νά ἐννοεῖ τό σκοπό τῆς Γραφῆς, γιά ποιόν καί πότε μιλάει, καί νά κρατᾶ συνεχῶς τόν ἀγώνα τῆς ἀσκήσεως. νά προσέχει τίς ἐπιθέσεις τοῦ διαβόλου καί σάν καλός πλοίαρχος νά ξεπερνᾶ τά κύματα, καθώς θά τόν κυβερνᾶ ἡ χάρη, χωρίς νά ξεφεύγει ἀπό τόν δρόμο του καί νά προσέχει μόνο στόν ἑαυτό του. καί νά πλησιάζει τό Θεό, χωρίς νά πλανιέται ἡ σκέψη του ἐδῶ κι ἐκεῖ, καί χωρίς περιέργεια τοῦ νοῦ του.

24. Ὁ καιρός τῶν ἀγώνων ἀπαιτεῖ ἀπό μᾶς τήν προσευχή, ὅπως τόν πλοίαρχο οἱ ἄνεμοι καί οἱ τρικυμίες καί οἱ φουρτοῦνες. Γιατί δεχόμαστε προσβολή λογισμῶν καί ἐναρέτων καί κακῶν. 

Κύριος τῶν παθῶν εἶναι ὁ εὐσεβής καί φιλόθεος λογισμός. Πρέπει ἐμεῖς οἱ ἡσυχαστές μέ σύνεση νά διακρίνομε καί νά ξεχωρίζομε καί τίς ἀρετές καί τίς κακίες. καί ποιές ἀρετές νά ἐργαζόμαστε μπροστά στούς ἀδελφούς μας καί ποιές μόνοι μας. καί ποιά εἶναι ἡ πρώτη ἀρετή, ποιά ἡ δεύτερη καί ποιά ἡ τρίτη. καί ποιό πάθος εἶναι ψυχικό καί ποιό σωματικό, καί ποιά ἀρετή ψυχική καί ποιά σωματική· καί ἀπό ποιά ἀρετή ἡ ὑπερηφάνεια χτυπᾶ τό νοῦ, ἀπό ποιά ἔρχεται ἡ κενοδοξία, ἀπό ποιά πλησιάζει ὁ θυμός καί ἀπό ποιά ἔρχεται ἡ γαστριμαργία. 

Γιατί ὀφείλομε νά ἀνατρέπομε τίς πονηρές σκέψεις καί κάθε ὑψηλοφροσύνη πού ὑψώνεται καί ἐμποδίζει τούς ἀνθρώπους νά γνωρίσουν τό Θεό(Β΄ Κορ. 10,5).

25. Πρώτη ἀρετή εἶναι ἡ ἀμεριμνία, δηλαδή θάνατος σέ σχέση μέ κάθε ἄνθρωπο καί κάθε πράγμα. Αὐτή γεννᾶ τήν ἐπιθυμία τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτή πάλι γεννᾶ τή φυσική ὀργή, ἡ ὁποία ἀντιστέκεται σέ κάθε πειρασμό τοῦ διαβόλου. Τότε ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ βρίσκει κατοικία στόν ἄνθρωπο καί διαμέσου τοῦ φόβου φανερώνεται ἡ ἀγάπη.

26. Πρέπει τήν προσβολή τοῦ πονηροῦ λογισμοῦ νά τήν ἀνατρέπομε ἀπό τήν καρδιά μας μέ εὐσεβῆ ἀντιλογία κατά τήν ὥρα τῆς προσευχῆς, μήπως καί βρεθοῦμε νά προσευχόμαστε στό Θεό μέ τά χείλη, ἐνῶ στήν καρδιά νά σκεφτόμαστε τά ἄτοπα. 

Γιατί ὁ Θεός δέν δέχεται ἀπό τόν ἡσυχαστή προσευχή θολή καί περιφρονητική. Σέ ὅλα τά μέρη της ἡ Γραφή συνιστᾶ ἔντονα νά φυλάγομε τίς αἰσθήσεις τῆς ψυχῆς. 

Ἄν ὑποταχθεῖ τό θέλημα τοῦ μοναχοῦ στό νόμο τοῦ Θεοῦ, κατά τό νόμο αὐτό θά κυβερνήσει καί ὁ νοῦς ὅσα ἐξαρτῶνται ὡς ὑπήκοοί του ἀπό αὐτόν, δηλ. ὅλες τίς ψυχικές κινήσεις καί ἰδιαίτερα τό θυμό καί τήν ἐπιθυμία. Αὐτοί εἶναι οἱ ὑπήκοοι τοῦ νοῦ. 

Ἀρετή ἐργαστήκαμε καί κάναμε τό σωστό, στρέψαμε τήν ἐπιθυμία στό Θεό καί τά θελήματά Του, καί τό θυμό κατά τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ διαβόλου. Τί εἶναι λοιπόν ἐκεῖνο ποὺ ζητεῖται ἀπό μας; Ἡ ἐσωτερική μελέτη.

27. Ἄν ὁ σπόρος τῆς αἰσχρότητας σπαρεῖ στήν καρδιά σου, ὅταν κάθεσαι στό κελί σου, πρόσεξε. Ἀντιστάσου κατά τῆς κακίας, μήπως σέ κυριεύσει. Θυμήσου τό Θεό ὅτι εἶναι παρών καί σέ προσέχει, καί ὅ,τι ἔχεις στήν καρδιά σου εἶναι φανερό μπροστά Του. 

Πές λοιπόν στήν ψυχή σου: «Ἄν φοβᾶσαι ὁμοίους σου ἀνθρώπους ἁμαρτωλούς νά μή δοῦν τίς ἁμαρτίες σου, πόσο μᾶλλον τό Θεό ποὺ ὅλα τά βλέπει; Καί ἀπό αὐτό φανερώνεται ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ στήν ψυχή σου. 

Καί ἄν μείνεις μαζί του, μένεις ἀκίνητος ὡς πρός τά πάθη, ὅπως εἶναι γραμμένο: «Ὅσοι στηρίζονται στόν Κύριο εἶναι σάν τό ὅρος Σιῶν. δέν θά σαλευτεῖ στόν αἰώνα ὅποιος κατοικεῖ στήν Ἱερουσαλήμ»(Ψαλμ. 124, 1). Καί σέ κάθε πράγμα πού κάνεις, νά πιστεύεις ὅτι ὁ Θεός βλέπει κάθε σκέψη σου καί δέν θά ἁμαρτήσεις ποτέ. Σ' Αὐτόν ἀνήκει ἡ δόξα στούς αἰῶνες. Ἀμήν.

Πηγή: aegeanhawk.blogspot.gr

Τρίτη 7 Μαρτίου 2017

Ο ΜΕΓΑΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΚΑΙ Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ




Δὲν εἶναι ἀναχρονιστικὴ ἡ συνάφεια. Παρόμοιο διαθρησκειακὸ καὶ διαχριστιανικὸ περιβάλλον. 



 Στὸ τελευταῖο μας ἄρθρο μὲ τίτλο ''Μακράν της Οδού των Αγίων Πατέρων η συνάντηση Βαρθολομαίου και πάπα'' εἴχαμε ἐξαγγείλει ὅτι θά συνεχίζαμε τὴν ἔκθεση τῶν ἔκτιμήσεών μας μὲ βάση τὴ διαχρονικὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως αὐτὴ ἐκφράζεται μέσα στοὺς βίους τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ διδασκάλων. Ἐπειδή μάλιστα ὁ Ἁγιος Σπυρίδων, ὁ θαυματουργὸς πολιοῦχος τῆς Κέρκυρας, ἔδιωξε τὸν πάπα μέσα ἀπὸ τὸν ναό του μὲ ἕνα ἐντυπωσιακὸ θαῦμα ποὺ ἔκανε, ἐνῶ οἱ σημερινοὶ προκαθήμενοι, τὸν εἰσάγουν στοὺς ὀρθόδοξους ναούς, τὸν ἀσπάζονται, τὸν θυμιάζουν καὶ τὸν πολυχρονίζουν, σχεδιάσαμε νὰ παρουσιάσουμε αὐτὸ τὸ θαῦμα, ὅπως τὸ διασώζει καὶ τὸ σχολιάζει ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος, μεγάλος λόγιος καὶ διδάσκαλος τοῦ Γένους καὶ μέλος τῆς τριάδος τῶν Ἁγίων Κολλυβάδων τοῦ 18ου αἰῶνος.



του Πρωτοπρεσβυτέρου π. Θεοδώρου Ζήση


Ὁ σχεδιασμὸς αὐτὸς καὶ ἡ προτεραιότητα παραμένει, μὲ μία μικρὴ χρονικὴ παρέκκλιση, λόγω τῆς ἑορτολογικῆς συγκυρίας. Ἡ μνήμη τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου, σὲ ναὸ τοῦ ὁποίου στὴ Θεσσαλονίκη ὑπηρετοῦμε μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν εὐλογία τοῦ Ἁγίου ἤδη δεκατρία χρόνια, μᾶς ἔδωσε τὴν εὐκαιρία καὶ πάλι νὰ ἐντρυφήσουμε στὸ θαυμάσιο «βίο» του, πρότυπο ἀπὸ πλευρᾶς γραμματολογικῆς ὅλων τῶν μεταγενέστερων «βίων» Ἁγίων, τὸν ὁποῖο συνέγραψε ὁ διατελέσας μαθητής του ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας καὶ στύλος τῆς Ὀρθοδοξίας, ὄντως Μέγας Ἀθανάσιος. Τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ «Βίου» ἀναλίσκεται στὰ ἀσκητικὰ κατορθώματα τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου, στοὺς ἀγῶνες του ἐναντίον τῶν δαιμόνων καὶ στὴ σχετικὴ διδασκαλία του, ὅπως καὶ στὸ μεγάλο ὄντως κατόρθωμά του νὰ γίνῃ ὁ «πολιστὴς τῆς ἐρήμου», νὰ γεμίσῃ τὴν ἔρημο μὲ μοναστήρια, θεμελιωτὴς ἔτσι καὶ ἀρχηγὸς γενόμενος τοῦ ἀναχωρητικοῦ βίου: «Ἔπεισε πολλοὺς αἱρήσασθαι τὸν μονήρη βίον, καὶ οὔτω λοιπὸν γέγονε καὶ ἐν τοῖς ὅρεσι μοναστήρια καὶ ἡ ἔρημος ἐπολίσθη ὑπὸ μοναχῶν ἐξελθόντων ἀπὸ τῶν ἰδίων καὶ ἀπογραψαμένων τὴν ἐν τοῖς οὐρανοῖς πολιτείαν». Τὴν μακροχρόνια ξενιτεία του ἀπὸ τὸν κόσμο διέκοψε δύο φορές, προκειμένου νὰ ἀγωνισθῇ καὶ νὰ συμβάλῃ στὴ διάσωση τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ ὅπως τώρα, ἔτσι καὶ τότε, κινδύνευε ἀπὸ ἐξωτερικοὺς καὶ πιὸ πολὺ ἀπὸ ἐσωτερικοὺς εχθρούς. Ὁ Χριστιανισμὸς δὲν παρουσιάσθηκε συνδιαλεγόμενος καὶ συναλλασόμενος «ἐπὶ ἴσοις ὅροις» μὲ τὶς ἄλλες θρησκεῖες, διεκδικώντας μέρος τῆς ἀλήθειας, ποὺ ὑπάρχει δῆθεν σὲ ὅλες τὶς θρησκεῖες, ὅπως βλάσφημα ἰσχυρίζονται σημερινοὶ δῆθεν χριστιανοὶ ἡγέτες τῶν διαθρησκειακῶν συναντήσεων τοῦ Ἀντιχρίστου, ἀλλὰ ὡς μοναδικὴ ἀλήθεια, ἡ μοναδικὴ ὁδὸς σωτηρίας, ὡς τὸ ἀληθινὸ φῶς ποὺ ἀντικατέστησε ὄχι ἰσχνότερα φῶτα, ἀλλὰ τὸ σκότος τῆς ἀγνωσίας τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς πλάνης: «Ὁ λαὸς ὁ καθήμενος ἐν σκότει εἶδε φῶς μέγα, καὶ τοῖς καθημένοις ἐν χώρα καὶ σκιὰ θανάτου φῶς ἀνέτειλεν αὐτοῖς». Δὲν εἶπε ὁ Χριστὸς ὅτι ἐγὼ εἶμαι ἕνας δρόμος, μία ἀλήθεια, ἕνα φῶς ἀνάμεσα σὲ ἄλλους δρόμους, σὲ ἄλλες ἀλήθειες, σὲ ἄλλα φῶτα, ἀλλὰ ἐγώ εἶμαι ἡ μοναδικὴ ἀλήθεια, ὁ μοναδικὸς δρόμος, τὸ μοναδικὸ φῶς: «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή». «Ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου, ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ΄ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς». Αὐτὴν τὴν ἀποκλειστικότητα τοῦ Εὐαγγελίου, τὴν ὁποία ὁρισμένοι χαρακτηρίζουν καὶ σήμερα ὡς ἀκραία καὶ φουνταμενταλιστική, συκοφαντοῦντες καὶ διώκοντες ὅσους μὲ συνέπεια καὶ πιστότητα τὴν προβάλουν ὡς κήρυγμα καὶ ὡς ζωή, ἐπλήρωσαν ἀκριβὰ οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες, προτιμήσαντες νὰ βασανισθοῦν καὶ νὰ χύσουν τὸ αἷμα τους παρὰ νὰ συμβιβασθοῦν μὲ τὶς ἄλλες «ἀλήθειες», νὰ συνυπάρξουν στὸ πολυπολιτισμικὸ μοντέλο τῶν διαθρησκειακῶν σχέσεων καὶ συναντήσεων, ἀπὸ ἀγάπη δῆθεν γιὰ τοὺς ἄλλους. 2. Διδάσκαλοι ἀπραξίας καὶ ὑποκρισίας. Οἱ πολύξεροι καὶ οἱ ταπεινοί. Ὅταν λοιπόν, πρὸ τοῦ Μ. Κωνσταντίνου ἐμαίνετο ὁ διωγμὸς στὴν Ἀλεξάνδρεια ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν ἐπὶ Μαξιμίνου τὸ 311, ὁ Μέγας Ἀντώνιος σὲ ἡλικία ἑξήντα ἐτῶν (γεννήθηκε τὸ 251) ἄφησε γιὰ λίγο τὴν ἔρημο, τὴν ἄσκηση καὶ τὴν προσευχὴ καὶ ἦλθε στὴν Ἀλεξάνδρεια ἄφοβος καὶ ἀτρόμητος μὲ διάθεση καὶ πόθο νά μαρτυρήσει καὶ νὰ ἐνθαρρύνῃ τοὺς ὁδηγουμένους στὸ μαρτύριο. Ἀψήφησε καὶ ἀγνόησε τίς ἀπαγορεύσεις τοῦ δικαστοῦ νὰ φύγουν οἱ μοναχοὶ ἀπὸ τὴν πόλη καὶ νὰ μὴ παρίστανται στὶς αἴθουσες τῶν δικαστηρίων. Ἐμφανίστηκε ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνα σὲ περίβλεπτη θέση στὸ δικαστήριο, ἀποδεικνύοντας τὴν προθυμία τῶν Χριστιανῶν νὰ ἀγωνισθοῦν γιὰ τὴν πίστη τους καὶ νὰ μαρτυρήσουν, «αὐτὸς ἀτρέμας εἱστήκει, δεικνὺς ἡμῶν τῶν Χριστιανῶν τὴν προθυμίαν, ηὔχετο γὰρ καὶ αὐτὸς μαρτυρῆσαι, καθὰ προεῖπον». Τὸν φύλαξε βέβαια ὁ Θεὸς καὶ δὲν μαρτύρησε, γιὰ νὰ ὠφελήσῃ περισσότερο μὲ τὴν ζωή του, αὐτὸς ὅμως δὲν περιορίσθηκε στὸ κελλί του, στὴν ἔρημο, ἀλλὰ «ὑπηρέτει συνήθως τοῖς ὁμολογηταῖς, καὶ ὡς συνδεδεμένος αὐτοῖς ἦν κοπιῶν ἐν ταῖς ὑπηρεσίαις». Ὅταν κινδυνεύῃ ἡ πίστις, ἡ Ὀρθοδοξία, πρώτη πνευματικὴ προτεραιότητα εἶναι ἡ ὑπεράσπισή της, ὁ ἀγώνας ἡ συμπαράσταση πρὸς ὅσους ἀγωνίζονται, ἡ μέχρι θανάτου καὶ αἵματος προθυμία. Ὅλα τὰ ἄλλα πνευματικὰ καθήκοντα ἔπονται. Ὅσοι πράττουν καὶ συμβουλεύουν τὰ ἀντίθετα, ἁπλῶς συγκαλύπτουν μὲ προφάσεις τὴν ἀπροθυμία καὶ δειλία τους, καὶ γίνονται διδάσκαλοι καὶ καθηγητὲς τῆς ἀπραξίας καὶ τῆς ὑποκρισίας. Δὲν πρόκειται βέβαια ἐδῶ νὰ παρουσιάσουμε πῶς ἀντιμετώπισε ὁ Μέγας Ἀντώνιος τοὺς μεγάλους καὶ σπουδαγμένους φιλολόγους καὶ φιλοσόφους τῆς εἰδωλολατρίας μὲ ἀκαθαίρετη ἐπιχειρηματολογία, ἀφήνοντάς τους, αὐτὸς ὁ ἀγράμματος, ἄναυδους καὶ ἐκστατικούς. Ἴσως αὐτὸ τὸ κάνουμε ἄλλη φορά, γιατὶ καὶ πάλι ἡ εἰδωλολατρία , παγανισμὸς ἐμφανίζεται δυναμικὰ μέ ἰσχυροὺς προστάτες. Δὲν τὰ ἤξερε ὁ Ἅγιος ὅλα, ὅπως ἐκεῖνοι, δὲν ἦταν πολύξερος κατὰ κόσμον, ἤξερε ὅμως ὅλα τὰ τῆς πίστεως, ἤξερε τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων καὶ ἐπιπλέον ἦταν θεοδίδακτος καὶ θεοφώτιστος. Ἡ πίστη δὲν εἶναι θέμα πολυγνωσίας καὶ μάθησης, ἀλλὰ ὑποταγῆς ταπεινῆς ὄχι στὴ γνώμη τῶν πολλῶν, ἀλλὰ στὴν ἀλήθεια, τὴν διαχρονικὴ καὶ αἰώνια τῆς Ἐκκλησίας. Ἂν δὲν ἀπογυμνωθῇ κανεὶς ἀπὸ τὴν δοκησισοφία καὶ τὴν γνωσιολογική του καύχηση, γιὰ νὰ ἐνσωματωθῇ ταπεινὰ στὸν νοῦ τοῦ Χριστοῦ, τῆς Ἐκκλησίας, τῶν Ἁγίων καὶ τῶν Πατέρων, ποὺ ἀνοίγει τοὺς πνευματικοὺς ὁρίζοντες, τότε θὰ διαπορῇ καὶ θὰ διερωτᾶται γιὰ τὴ βεβαιότητα τῆς πίστεως καὶ τὴν πολυγνωσία, ἀκόμη καὶ ἁπλῶν πιστῶν καὶ θὰ τοὺς κατηγορῇ ὡς πολύξερους καὶ ἐγωϊστές, χωρὶς ταπείνωση. Ταπείνωση ὅμως δὲν εἶναι νὰ δέχεσαι τὴν γνώμη τῶν πολλῶν, ἀλλὰ τὴν γνώμη τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν Ἁγίων, γιατὶ πολλὲς φορὲς οἱ πολλοὶ συντάσσονται μὲ τὸ ψεῦδος καὶ δίνουν ἰσχὺ σ' αὐτὸ μὲ τὴν πλειοψηφία τους. Ἂν ἡ ἀποδοχὴ τῆς γνώμης τῶν πολλῶν, ὅταν διαφωνοῦν μὲ τὴν ἀλήθεια, ἀποτελοῦσε δεοντολογικὴ στάση, οὔτε τὸ Εὐαγγέλιο θὰ γίνονταν δεκτό, ὑποστηριζόμενο ἀπὸ ἐλάχιστους Ἀποστόλους, οὔτε ἡ Ἐκκλησία θὰ διεσώζετο μέσα στὴν πλημμυρίδα τῶν ἀπίστων καὶ αἱρετικῶν. 3. Ἡ στάση τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου ἔναντι τῶν αἱρετικῶν, πρότυπο μίμησης γιὰ ὅλους σήμερα. Αὐτὸ ποὺ ἐπιθυμοῦμε τώρα νὰ κάνουμε ἐδῶ εἶναι νὰ παρουσιάσουμε πῶς ἀντιμετώπισε ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος τὴν αἵρεση τοῦ Ἀρείου, ἡ ὁποία ἀπειλοῦσε ἐσωτερικὰ τὴν Ἐκκλησία, ἔχουσα τὴν ὑποστήριξη αὐτοκρατόρων, ἡγεμόνων, πατριαρχῶν καὶ ἐπισκόπων, ὅπως συμβαίνει καὶ σήμερα μὲ τὶς παναιρέσεις τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ποὺ εἶναι πολὺ πιὸ ἐπικίνδυνες, γιατὶ ἀναιροῦν τὸ σύνολο τῶν δογμάτων τῆς πίστεως καὶ μεταβάλουν τὴν θεϊκὴ διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου σέ συνήθη ἀνθρώπινη διδασκαλία, ἀποσύρουν τὸν Θεάνθρωπο Χριστό, τοὺς Ἁγίους καὶ τοὺς Πατέρας, καὶ ἐγκαθιστοῦν τὸν ἀλάθητο πάπα τῆς Ρώμης καὶ τὴν πανσπερμία τῶν αἱρέσεων τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν δῆθεν Ἐκκλησιῶν. Ἡ παρουσίαση αὐτὴ εἶναι πολὺ διδακτικὴ καὶ γιὰ ὅσους καμώνονται πὼς δὲν βλέπουν τὸν κίνδυνο, γιὰ "σοβαροὺς" πνευματικοὺς ποὺ παρασύρουν ἢ φέρνουν σὲ πολὺ δύσκολη θέση τὰ πνευματικὰ τους παιδιά, ποὺ βλέπουν καλύτερα μὲ τὰ μάτια τῶν Ἁγίων καὶ ἀρχίζουν νὰ ἀμφιβάλλουν γιὰ τὴν ἀξιοπιστία τῆς πνευματικῆς καθοδήγησης. Καὶ ἀσφαλῶς οἱ Ἅγιοι εἶναι πιὸ ἀξιόπιστοι ἀπὸ τοὺς οποιουσδήποτε Γέροντες καὶ πνευματικούς, ὅταν δὲν ὁργίζονται γιὰ τὴν αἵρεση καὶ δὲν ἀγωνίζονται νὰ τὴν φανερώσουν καὶ νὰ τὴν ἀποδιώξουν. Ἄφησε λοιπὸν γιὰ δεύτερη φορὰ ὁ Μέγας Ἀντώνιος τὴν ἔρημο καὶ κατέβηκε στὴν Ἀλεξάνδρεια, τῆς ὁποίας ὁ ὀρθόδοξος ἐπίσκοπος καὶ πατριάρχης, ὁ Μ. Ἀθανάσιος, βρισκόταν ὑπὸ συνεχὴ διωγμὸ καὶ διαδοχικὲς ἐξορίες καὶ τὸ ὀρθόδοξο ποίμνιο ὑπὸ τὴν διαποίμανση Ἀρειανῶν αἱρετικῶν, ὅπως τώρα ὑπὸ τὴν διαποίμανση οἰκουμενιστῶν ἢ φιλοοικουμενιστῶν πατριαρχῶν καὶ ἐπισκόπων. Ὁ Μ. Αντώνιος, ὅπως μᾶς παραδίδει ὁ «Βίος» του, καὶ στὰ θέματα τῆς πίστεως «πάνυ θαυμαστὸς ἦν καὶ εὐσεβής». Δὲν εἶχε καμμία κοινωνία μὲ τοὺς σχισματικοὺς Μελιτιανούς, γιατὶ γνώριζε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὴν πονηρία καὶ τὴν ἀποστασία τους. Ἀλλὰ καὶ μὲ τοὺς Μανιχαίους καὶ ἄλλους αἱρετικοὺς δὲν μίλησε ποτὲ φιλικά, παρὰ μόνο γιὰ νὰ τοὺς νουθετήσῃ καὶ νὰ τοὺς μεταβάλῃ σὲ εὐσεβεῖς καὶ ὀρθοδόξους. Πίστευε καὶ ἐδίδασκε ὅτι ἡ φιλία καὶ ἡ συναναστροφὴ μαζί τους εἶναι βλάβη καὶ ἀπώλεια τῆς ψυχῆς. Ἐσιχαίνετο καὶ τὴν αἵρεση τῶν Ἀρειανῶν καὶ παρήγγελε σὲ ὅλους οὔτε νὰ τοὺς πλησιάζουν οὔτε νὰ δέχονται τὴν κακή τους πίστη. Ὅταν τὸν ἐπισκέφθηκαν κάποτε κάτι φανατικοὶ Ἀρειανοί, ἀφοῦ συζήτησε μαζί τους καὶ κατάλαβε πὼς εἶναι ἀσεβεῖς, τοὺς ἔδιωξε ἀπὸ τὸ ὄρος ποὺ ἀσκήτευε, λέγοντας ὅτι τὰ λόγια τους εἶναι χειρότερα καὶ ἀπὸ τὸ δηλητήριο τῶν φιδιῶν. Τὸ κείμενο αὐτὸ ἀποτελεῖ θὰ λέγαμε κανόνα, ὁ ὁποῖος ὁλοκάθαρα μᾶς παρουσιάζει, ἀψευδέστατα καὶ ἀπλανέστατα, πῶς πρέπει νὰ γίνονται οἱ διάλογοι μὲ τοὺς αἱρετικούς, καὶ πῶς πρέπει ἀνθρώπινα καὶ κοινωνικὰ νὰ ρυθμίζουμε τὴ σχέση μας μαζί τους, ἀλλὰ συγχρόνως δείχνει πὼς σήμερα γκρεμίζονται ὅλα τὰ ὅρια ποὺ ἔθεσαν οἱ Πατέρες ἀπὸ τοὺς Οἰκουμενιστάς, οἱ ὁποῖοι ἀγκαλιάζουν τοὺς αἱρετικοὺς καὶ τοὺς ἀσπάζονται ὡς εὐσεβεῖς καὶ ὁμοπίστους καὶ οὔτε διανοοῦνται ὄχι νὰ τοὺς διώξουν καὶ νὰ τοὺς ἀπομακρύνουν, ἀλλὰ οὔτε νὰ τοὺς νουθετήσουν νὰ ἐπιστρέψουν στὴν Ὀρθοδοξία. Οἱ διάλογοι γίνονται ἐπὶ ἴσοις ὅροις. Ἐξίσωση τοῦ ψεύδους καὶ τῆς ἀλήθειας, τῆς αἱρέσεως καὶ τῆς πλάνης. Ὅταν διαλέγεσαι ἐπὶ «ἴσοις ὅροις», αὐτὸ σημαίνει ὅτι δίνεις τὶς ἴδιες πιθανότητες νὰ ἐπικρατήσῃ τὸ ψεῦδος ἐπὶ τῆς ἀλήθειας, ὅτι ἀμφιβάλλεις γιὰ τὴν ἀλήθεια καὶ ψάχνεις νὰ τὴν βρῇς. Ὁ διάλογος ὅμως τῶν Ἁγίων καὶ τῶν Πατέρων, εἶναι ὅπως ὁ διάλογος τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὴν Σαμαρείτιδα, τῶν Ἀποστόλων πρὸς τοὺς Ἰουδαίους καὶ τοὺς Ἐθνικούς, τῶν Πατέρων πρὸς τοὺς αἱρετικούς, πρόσκληση καὶ νουθεσία νὰ ἐπανέλθουν στὴν ἀλήθεια, νὰ συναχθοῦν μέσα στὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, αὐτὴ εἶναι ἡ ἀληθινὴ ἕνωση καὶ εἰρήνη, τὰ ἄλλα εἶναι ψευδοενώσεις, ψευδοειρῆνες καὶ ψευδοδιάλογοι. Ἐπειδή, λοιπόν, τὸ κείμενο αὐτὸ ὑποδεικνύει τὸν δρόμο τῆς ἀληθινῆς ἑνώσεως ἀπὸ τὸ στόμα ἑνὸς μεγάλου Ἁγίου, καὶ πραγματοποιεῖ τὸ «ἵνα πάντες ἓν ὦσι», γιὰ τὸ ὁποῖο κόπτονται καὶ πολυπραγμονοῦν οἱ Οἰκουμενισταί, τὸ παραθέτουμε έπὶ λέξει: «Καὶ τὰ πίστει δὲ πάνυ θαυμαστὸς ἦν καὶ εὐσεβής. Οὔτε γὰρ Μελιτιανοῖς τοῖς σχισματικοῖς ποτε κεκοινώνηκεν, εἰδὼς αὐτῶν τὴν ἐξ ἀρχῆς πονηρίαν καὶ ἀποστασίαν, οὔτε Μανιχαῖοις ἢ ἄλλοις τισὶν αἱρετικοῖς ὠμίλησε φιλικά, ἢ μόνον ἄχρι νουθεσίας τῆς εἰς εὐσέβιαν μεταβολῆς, ἡγούμενος καὶ παραγγέλλων τὴν τούτων φιλίαν καὶ ὀμιλίαν βλάβην καὶ ἀπώλειαν εἶναι ψυχῆς. Οὔτω γοῦν καὶ τὴν τῶν Ἀρειανῶν αἵρεσιν ἐβδελύσσετο, παρήγγελέ τε πᾶσι μήτε ἐγγίζειν αὐτοῖς μήτε τὴν κακοπιστίαν αὐτῶν ἔχειν. Ἀπελθόντας γοῦν ποτέ τινας πρὸς αὐτὸν τῶν Ἀρειομανιτῶν, ἀνακρίνας καὶ μαθὼν ἀσεβοῦντας, ἐδίωξεν ἀπὸ τοῦ ὄρους λέγων ὄφεων ἰοῦ χείρονας εἶναι τοὺς λόγους αὐτῶν». 4. Φοβερὴ ἡ ὀπτασία τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου γιὰ τοὺς αἱρετικούς: Ἄλογα κτήνη γύρω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα. Εἶναι ὄντως φοβερὸ τὸ ὅραμα ποὺ εἶδε ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος σχετικὰ μὲ τὴν παρουσία αἱρετικῶν μέσα σὲ ὀρθόδοξους ναούς. Τὸ ὅραμα αὐτὸ αἰτιολογεῖ, ἐξηγεῖ παραστατικὰ γιὰ ποιὸ λόγο οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἀπαγορεύουν μὲ συνοδικοὺς κανόνες τὴν εἴσοδο αἱρετικῶν σὲ καθαγιασμένους χώρους, τὴν συμμετοχὴ τους σὲ ἀκολουθίες καὶ λειτουργίες, τὶς συμπροσευχὲς καὶ τὰ συλλείτουργα. Οἱ αἱρετικοὶ μὴ δεχόμενοι τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἁγίων, ἐπηρεάζονται ἀπὸ τοὺς δαίμονες καὶ τὸν πατέρα τους τὸν διάβολο, στὴν προβολὴ πλανεμένων ἀπόψεων. Γι' αὐτὸ καὶ ἡ διδασκαλία τους «μᾶλλον ἄγονος καὶ ἄλογος καὶ διανοίας ἐστὶν οὐκ ὀρθῆς, ὡς ἡ τῶν ἡμιόνων ἀλογία». Συγκλονίσθηκε λοιπόν, καὶ ἐτρόμαξε ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος, ὅταν ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς νὰ δῇ στὸ ὅραμά του τοὺς Ἀρειανοὺς νὰ περικυκλώνουν τὸ Ἅγιο Θυσιαστήριο ὡς ἡμίονοι (= μουλάρια), νὰ τὸ λακτίζουν καὶ νὰ τὸ μιαίνουν. Τόση ἦταν ἡ λύπη καὶ ἡ στεναχώρια του, ὥστε ἔβαλε τὰ κλάμματα, ὅπως πικράθηκαν καὶ ἔκλαυσαν πολλοὶ εὐσεβεῖς, ὅταν εἶδαν τὸν αἱρεσιάρχη πάπα νὰ εἰσάγεται μέσα στὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στὸ Φανάρι, τὸν ὁποῖο μάλιστα Ἅγιο κατήργησε τὸ Βατικανό, καὶ νὰ τὸν μολύνῃ. Εἴμαστε βέβαιοι πὼς, ἂν διαβάσουν καὶ μάθουν αὐτὸ τὸ ὅραμα τοῦ Ἁγίου οἱ πατριάρχες,οἱ ἀρχιεπίσκοποι καὶ οἱ ἐπίσκοποι, ἂν βέβαια ἐξακολουθοῦν ὡς Ὀρθόδοξοι νὰ σέβονται καὶ νὰ ἀκολουθοῦν τὴν ζωὴ καὶ τὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, θὰ διακόψουν τὶς λειτουργικὲς ἀμοιβαῖες φιλοξενίες καὶ ἐπισκέψεις, τὶς ἑβδομάδες συμπροσευχῆς καὶ τὶς ἀποστολὲς ἀντιπροσωπειῶν στὶς θρονικὲς ἑορτές. Γιατὶ διαφορετικὰ θὰ συμπεριλαμβάνονται καὶ αὐτοὶ ὡς συνεργοὶ στὸ φρικτὸ ὅραμα τοῦ Μ. Ἀντωνίου. Κατὰ τὴν διήγηση τοῦ Μ. Ἀθανασίου στὸ «Βίο», ἐνῶ ἠσχολεῖτο μὲ τὸ ἐργόχειρό του καθιστὸς ὁ Μ. Ἀντώνιος, περιῆλθε σὲ ἕνα εἶδος ἐκστάσεως καὶ ἀναστέναζε πολὺ βλέποντας τὴν ὀπτασία. Μετὰ ἀπὸ ἀρκετὴ ὥρα στράφηκε πρὸς τοὺς παρισταμένους μοναχούς, ἐξακολούθησε νὰ στενάζῃ καὶ νὰ τρέμῃ. Ἔπεσε στὰ γόνατα γιὰ νὰ προσευχηθῇ καὶ ἔμεινε γονατιστὸς ἐπὶ πολλὴ ὥρα. Ὅταν σηκώθηκε ἔκλαιγε ὁ Γέροντας. Ἐτρόμαξαν οἱ παριστάμενοι καὶ ἐφοβήθηκαν πολύ, γι' αὐτὸ τὸν παρακάλεσαν νὰ τοὺς ἐξηγήσῃ. Καὶ ἀφοῦ τὸν ἐπίεσαν πολὺ καὶ τὸν ἐξεβίασαν ἀναστέναξε πάλι καὶ εἶπε: «Παιδιά μου εἶναι καλύτερα νὰ πεθάνω, πρὶν νὰ συμβοῦν ὅσα εἶδα στὴν ὀπτασία. Θὰ πέσῃ στὴν Ἐκκλησία ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ, καὶ θὰ παραδοθῇ σὲ ἀνθρώπους ποὺ εἶναι ἄλογα κτήνη. Εἶδα τὴν Ἁγία Τράπεζα τοῦ ναοῦ, στὸ Κυριακὸ τῆς σκήτης νὰ περικυκλώνεται σ' ὅλες τὶς πλευρὲς ἀπὸ μουλάρια, τὰ ὁποῖα κλωτσοῦσαν καὶ χοροπηδοῦσαν, ὅπως συνηθίζουν νὰ κάνουν αὐτὰ τὰ ἄλογα κτήνη. Εἴδατε καὶ ἀντιληφθήκατε πῶς ἐστέναζα προηγουμένως; Τὸ ἔκανα γιατὶ ἄκουσα φωνὴ ποὺ ἔλεγε: «Θὰ μιανθῇ τὸ θυσιαστήριό μου». Αὐτὰ εἶδε ὁ Γέροντας. Καὶ μετὰ ἀπὸ δύο ἀκριβῶς ἔτη ἔγινε ἐπίθεση τῶν Ἀρειανῶν καὶ ἡ ἁρπαγὴ τῶν Ἐκκλησιῶν. Ἅρπαξαν τὰ ἱερὰ σκεύη μὲ τὴ βία, τὰ ἔδωσαν σὲ εἰδωλολάτρες νὰ τὰ κρατοῦν, τοὺς ἐξανάγκασαν νὰ μετέχουν στὶς συνάξεις τους καὶ παρόντων αὐτῶν ἔκαναν στὴν Ἁγία Τράπεζα ὅ,τι ἤθελαν. Τότε καταλάβαμε ὅλοι μας, λέγει ὁ Μ. Ἀθανάσιος, ὅτι τὰ λακτίσματα ἐκεῖνα τῶν ἡμιόνων προεμήνυαν στὸν Ἀντώνιο ὅσα πράττουν τώρα οἱ Ἀρειανοὶ ὡς κτήνη. Μετὰ τὴν ὀπτασία ἔνιωσε τὴν ἀνάγκη ὁ Γέροντας νὰ ἐνθαρρύνῃ καὶ νὰ παρηγορήσῃ τοὺς γύρω του λέγοντας: «Μὴ λυπᾶσθε, παιδιά μου, γιατὶ ὅπως ὀργίσθηκε ὁ Κύριος, ἔτσι πάλι καὶ θὰ θεραπεύσῃ τὸ κακό. Σύντομα ἡ Ἐκκλησία θὰ ἐπαναποκτήσῃ τὴν ὀμορφιά της καὶ θὰ λάμψῃ. Θὰ δεῖτε αὐτοὺς ποὺ ἐξορίστηκαν νὰ ἐπιστρέφουν, τὴν ἀσέβεια νὰ ὑποχωρῇ καὶ νὰ κρύβεται, καὶ τὴν εὐσεβὴ πίστη νὰ ἐμφανίζεται καὶ νὰ κυριαρχῇ παντοῦ, ἀρκεῖ σεῖς νὰ μὴν μιανθῆτε ἀπὸ τὴν αἵρεση τῶν Ἀρειανῶν, γιατὶ δὲν εἶναι ἡ διδασκαλία τῶν Ἀποστὸλων, ἀλλὰ τῶν δαιμόνων καὶ τοῦ πατρὸς αὐτῶν τοῦ διαβόλου, ἄλογη καὶ ἄκαρπη, σὰν τὴν ἀλογία τῶν ἡμιόνων». 


Ἐπίλογος 


Ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἔχει καταλάβει τὴν Ἐκκλησία ἐδῶ καὶ πολλὲς δεκαετίες. Ὁ Παπισμὸς καὶ ὁ Οἰκουμενισμὸς θριαμβεύουν. Τότε ὁ Μ. Ἀθανάσιος καὶ οἱ ἄλλοι Πατέρες κατενόησαν τὸν κίνδυνο, ποὺ περιέγραφε τὸ ὅραμα τοῦ Μ. Ἀντωνίου. Τώρα βλέπουμε νὰ μολύνονται οἱ ναοὶ καὶ τὰ θυσιαστήρια ἀπὸ συμπροσευχὲς καὶ συλλείτουργα μὲ τοὺς «ἀλόγους» αἱρετικοὺς καὶ ἐνισχύουμε τὴν μόλυνση καὶ τὴν ἐπαινοῦμε, συλλακτίζοντες κι ἐμεῖς μέσα εἰς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων. Ἂν παρακολουθήσῃ κανεὶς οἰκουμενίστικα συλλείτουργα καὶ συμπροσευχές, σὰν αὐτὸ ποὺ ἔγινε στὴν Καμπέρα, στὴν Ζ' Γενικὴ Συνέλευση τοῦ Παγκόσμιου Συμβουλίου τῶν δῆθεν Ἐκκλησιῶν, καὶ σὰν αὐτὰ ποὺ γίνονται συχνὰ μὲ τὴ συμμετοχὴ ἱερέων ὁμοφυλοφίλων ποὺ τολμοῦν καὶ κρατοῦν τὸ Ἅγιο Δισκοπότηρο καὶ γυναικῶν ἐπισκόπων καὶ ιερειῶν, ἡ εἰκόνα ὑπερβαίνει καὶ τὸ ὅραμα τοῦ Μ. Ἀντωνίου.



Μόνη ἐλπίδα γιὰ νὰ ἐπανεύρῃ ἡ Ἐκκλησία τὴν ὁμορφιά της εἶναι ἡ σύσταση καὶ συμβουλὴ τοῦ Μ. Ἀντωνίου: «Μόνον μὴ μιάνετε ἑαυτοὺς μετὰ τῶν Ἀρειανῶν». Μόνο νὰ μὴ μιανθοῦμε ἀπὸ τὴν κοινωνία μας μὲ τὸν Παπισμὸ καὶ Οἰκουμενισμό, μὲ τοὺς φιλοπαπικοὺς καὶ οἰκουμενιστὰς Ὀρθοδόξους. Ἐπειδὴ μέχρι τώρα δὲν τὸ ἐπράξαμε δυναμικὰ καὶ ἀποφασιστικά, γι' αὐτὸ παρατείνει ὁ Θεὸς ἐπὶ ἔτη τὴν ὀργή του, τὴν αἰχμαλωσία τῶν Ὀρθοδόξων στὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Μέχρι πότε ἐπίσκοποι, ἱερεῖς, μοναχοὶ καὶ λαϊκοὶ θὰ ἐπιτρέπουμε τὰ ἄλογα κτήνη, τοὺς αἱρετικούς, νὰ λακτίζουν καὶ νὰ μιαίνουν τὰ Ἱερὰ καὶ τὰ Ἅγια τῆς Ὀρθοδοξίας; Ὅσο ἀπρακτοῦμε καὶ βρίσκουμε διάφορες προφάσεις πνευματικοφανεῖς, τὸ βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως θὰ ἵσταται ἐν τόπῳ ἁγίῳ.



Περιοδικὸ "Θεοδρομία". Ἔτος Θ, Τεῦχος 1. Ἰανουάριος - Μάρτιος 2007. Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ. Πρωτότυπος τίτλος: ''Ο Μέγας Αντώνιος και ο σύγχρονος Οικουμενισμός''.

ΑΝΤΙΔΟΤΟ ΣΤΌ ΔΗΛΗΤΗΡΙΟ ΤΩΝ ΔΥΟ ΑΚΡΩΝ



Σὲ πρόσφατο ἄρθρο (Ὀρθόδοξος Τύπος - 16 Φεβρ. 2017) ἐκθειάζεται μέχρι παραληρήματος τὸ πρόσωπο καὶ τὸ βιβλίο «Τὰ δύο ἄκρα» τοῦ π. Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου, ἀπὸ τὸν ἀγιορείτη μοναχὸ Ἀρσένιο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κουτλουμουσίου, ὡς αὐθεντία πνευματικῆς διακρίσεως στὴν ἑρμηνεία τῶν ἱερῶν Κανόνων καὶ ἐν γένει τὸν χαρακτηρίζει «ὁδηγὸ τοῦ ἀγῶνος». Ποιὸς εἶναι ὁ ἀγώνας τῶν θαυμαστῶν τοῦ π. Ἐπιφανίου καὶ ποῦ τοὺς ὁδηγεῖ θὰ τὸ δοῦμε στὴ συνέχεια.
   Κρίνεται ἐπάναγκες μὲ τὴν ἐξέλιξη τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων τὶς τελευταῖες δεκαετίες, ἰδιαίτερα σήμερα μετὰ τὴν Μεγάλη Σύνοδο τῆς Κρήτης ποὺ ἀποτελεῖ τὸ ἐπιστέγασμα τῆς παναιρέσεως τοῦ οἰκουμενισμοῦ, νὰ ἀποκαλυφθεῖ ἡ τεράστια βλάβη ποὺ ἐπέφερε τὸ βιβλίο αὐτὸ τοῦ π. Ἐπιφανίου στὴ συνείδηση τῶν πιστῶν τῆς νεοημ/κης Ἐκκλησίας. Ὅσο καὶ νὰ προσπαθήσει κανεὶς στὶς συζητήσεις μὲ κληρικό, μοναχὸ ἢ λαϊκὸ ἐκ τῶν νεοημ/τῶν νὰ ὑποδείξει Κανόνες καὶ νὰ ἀποδείξει ὃτι ἡ διαχρονικὴ παράδοση τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀπαγορεύει τὴν κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικούς, καὶ ὃτι ἐν καιρῷ κινδυνευούσης πίστεως ἐκ τῶν αἱρετιζόντων Προκαθημένων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, καθιστοῦν ἐπιτακτικὴ τὴν διακοπὴ τοῦ μνημοσύνου αὐτῶν ἀπὸ τοὺς πιστούς, οἱ ὑποδείξεις καὶ ἀποδείξεις αὐτὲς πέφτουν στὸ κενό, ἢ μᾶλλον πιὸ χαρακτηριστικὰ στὴ «μαύρη τρύπα» ποὺ κατάφερε νὰ δημιουργήσει, ὁ ἀξεπέραστος σὲ σοφιστεῖες π. Ἐπιφάνιος μὲ μία ἄλλη νεοεφεύρετη ἐκκλησιολογία, δυστυχῶς. Καὶ ἐνῶ δὲν ἀρνοῦνται τὴν ἁγιοπνευστία στοὺς λόγους καὶ τὶς παραινέσεις τῶν ἁγίων, παραδόξως κάνουν ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο, γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώσουν τρανῶς τὸν Ἀπόστολο Παῦλο ὁ ὁποῖος προφητικώτατα ἐπεσήμανε τὴν χαλεπότητα τῶν ἐσχάτων ἡμερῶν, δηλαδὴ τῶν ἡμερῶν μας, πέραν τῶν ποικίλων ἁμαρτωλῶν ποὺ καυτηριάζει, ὃτι καὶ αὐτοὶ οἱ ἀδελφοί μας ἔχουν «μόρφωσιν εὐσεβείας, τὴν δὲ δύναμιν αὐτῆς ἠρνημένοι».(1)  
   Στὰ «Δύο ἄκρα» ἐπιχειρεῖται, ὀφείλουμε νὰ ὁμολογήσουμε, μὲ θαυμαστὴ μαεστρία ἡ ἀπεξάρτηση ἀπὸ τὴν Συμφωνία τῶν ἁγίων Πατέρων, τὸ Consensus Patrum ποὺ λένε καὶ οἱ σύγχρονοι θεολόγοι, περὶ τοῦ τρόπου ἀντιμετωπίσεως τῶν αἱρέσεων καὶ τῶν αἱρετικῶν πρὸ τῆς συνοδικῆς καταδίκης αὐτῶν. Ἡ «μαύρη τρύπα» τοῦ π. Ἐπιφανίου διὰ τῆς ὁποίας χαντάκωσε κυριολεκτικὰ τὴν ὀρθόδοξη πατερικὴ Ἐκκλησιολογία, συνίσταται κυρίως στὴν παρερμηνεία τοῦ 15ου Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου καὶ στὰ παρεπόμενά της ποὺ συνοψίζονται στὰ ἑξῆς: α) ψιλοπράγματα, ἐγένοντο καὶ ἄλλοτε αὐτά, β) τὰ ἀποτελοῦντα κοινωνικὰς ἐκδηλώσεις τυγχάνουν ἀνάξια οἰασδήποτε προσοχῆς, γ) ὑπακοὴ στὴν Ἐκκλησία (=Διοίκηση),  δ) νὰ μὴν σχίσουμε τὴν Ἐκκλησία, ε) ὁ 15ος Κανὼν τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου εἶναι δυνητικὸς καὶ οὐχὶ ὑποχρεωτικός, δίδει τὸ δικαίωμα διακοπῆς μνημοσύνου, δὲν ὑποχρεώνει νὰ γίνει αὐτό, στ) δὲν ὑπάρχει κίνδυνος νὰ μολυνθῶμεν, οὔτε μνημονεύοντος τοῦ πατριάρχου ἀφοῦ ἀκόμη δὲν καταδικάσθηκε, οὔτε πολὺ περισσότερον δεχόμενοι εἰς κοινωνίαν τοὺς μνημονεύοντας αὐτὸν καὶ τοὺς ἂλλους οἰκουμενιστάς, ζ) τόσους νέους χάνουμε, μ’ αὐτὰ τώρα θ’ ἀσχολούμεθα; η) ἔχουσι γνῶσιν οἱ φύλακες.
    Ἂν καὶ ἀναιρέθηκαν πλήρως, μέχρι κονιορτοποιήσεως τὰ σοφιστικὰ ἐπιχειρήματά του, ἀπὸ τὸν ἀλήστου μνήμης Ἱερομόναχο Θεοδώρητο Μαῦρο, μέ τὸ τιτλοφορούμενο ἔργο του «Τὸ Ἀντίδοτον», ἐν τούτοις, τὰ μὲν «Δύο Ἄκρα» κυκλοφόρησαν εὐρύτατα στὰ θρησκευτικὰ βιβλιοπωλεῖα τῆς χώρας, ἐνῶ «Τὸ Ἀντίδοτον» ἐλάχιστα μέχρι καὶ ἀπαγορεύσεως, ὁπότε γιὰ νὰ τὸ βρεῖ κανεὶς ἔπρεπε νὰ ἔχει τὴν τύχη τοῦ χρυσωρύχου. Γιὰ τοῦ λόγου τὸ ἀληθὲς καταθέτω ἐν ὀλίγοις μία προσωπική μου ἐμπειρία.
   Πρὸς τὸ τέλος τῆς δεκαετίας τοῦ 1990,  πήγαμε μέ ἕνα φίλο μου γιὰ προσκύνημα στὴ Μονὴ Διονυσίου τοῦ Ἁγίου Ὅρους καὶ νὰ μιλήσουμε μέ κάποιο μοναχὸ τῆς Μονῆς, συμπατριώτη μας. Μεταξὺ τῶν ἂλλων ἦρθε καὶ ἡ συζήτηση γιὰ τὸ θέμα τῆς μνημονεύσεως τοῦ Πατριάρχη τότε Δημητρίου καὶ τῆς κοινωνίας τοῦ οἰκουμενισμοῦ. Εἴπαμε ὅσα εἴπαμε καὶ φεύγοντας τοῦ δώσαμε τὸ Ἀντίδοτο γιὰ νὰ τὸ μελετήσει καλύτερα μέ τὴν ἡσυχία του. Κάποιος Ἱερομόναχος ὅμως ποὺ περνοῦσε τυχαῖα ἀπὸ κοντά μας, βλέποντας τὸ βιβλίο ὅρμησε καὶ κυριολεκτικὰ τὸ ἅρπαξε μέσα ἀπὸ τὰ χέρια του λέγοντας: «αὐτὸ τὸ βιβλίο δὲν θὰ τὸ διαβάσεις». Προφανῶς τὸ ἐγνώριζε καὶ στὴ θέα του ἔγινε μαινόμενος ταῦρος. Τὸ βιβλίο φυσικὰ κατασχέθηκε καὶ ἡ χαρά μας γιὰ τὸ προσκύνημα μεταστράφηκε σὲ λύπη καὶ ὀδύνη, ὄχι γιὰ τὸ βιβλίο, ἀλλὰ γιὰ ὅσα συνέβαιναν γενικώτερα στὸ Ἅγιον Ὅρος.
   Πῶς νὰ μὴν ὑπάρχουν λοιπὸν σήμερα κληρικοί, μοναχοὶ καὶ λαϊκοὶ ποὺ νὰ ἐγκολπώνονται «Τὰ δύο ἄκρα» σὰν ἄλλο Εὐαγγέλιο; Ποῦ νὰ βροῦν τὴν ὀρθόδοξη ἀντιπαράθεση, ὁ π. Ἀρσὲνιος, ὁ Διονυσιάτης μοναχὸς καὶ τόσοι ἄλλοι κληρικοί, μοναχοὶ καὶ λαϊκοὶ χωρὶς «Τὸ ἀντίδοτο»;
   Διαβάζοντας τὸ ἄρθρο τοῦ μοναχοῦ Ἀρσενίου, οἱ ὑπερβολὲς γιὰ τὴν σοφία, τὴν πνευματικὴ διαύγεια καὶ τὴν ἀλάθητη αὐθεντία τοῦ π. Ἐπιφανίου, δείχνουν «ἡλίου φαεινότερον» τὴν μέχρι τότε ἀγωνιώδη προσπάθειά του νὰ κατασιγάσει τὴν φωνὴ τῆς συνειδήσεώς του γιὰ τὴν κοινωνία μὲ τὸν αἱρεσιάρχη τοῦ Φαναρίου. Πῶς νὰ μὴν ἐξανίσταται ἡ συνείδησή του ὅταν κάθε τόσο διαβάζοντας τοὺς βίους καὶ τὰ συγγράμματα τῶν ἁγίων, μαθαίνει ὅτι ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς ἐξορίσθηκε τρεῖς φορές, διότι δὲν συγκατέβαινε στὴν κοινωνία μὲ τοὺς μονοθελήτες Πατριάρχες;
Ὅταν διαβάζει τὴν σύσταση τοῦ Μεγάλου Βασιλείου: «Οἵτινες τὴν ὑγιῆ ὀρθόδοξον πίστιν προσποιοῦντες ὁμολογεῖν, κοινωνοῦσι δὲ τοῖς ἑτερόφροσιν, τοὺς τοιούτους, εἰ μετὰ παραγγελίαν μὴ ἀποστῶσιν, μὴ μόνον ἀκοινωνήτους ἔχειν, ἀλλὰ μηδὲ ἀδελφοὺς ὀνομάζειν»;
Τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου: «Βαδίζοντες τὴν ἀπλανῆ καὶ ζωηφόρον ὁδόν, ὀφθαλμὸν μέν ἐκκόψωμεν σκανδαλίζοντα, μὴ τὸν αἰσθητὸν ἀλλὰ τὸν νοητόν. Οἷον ἐὰν ὁ ἐπίσκοπος ἢ ὁ πρεσβύτερος οἱ ὄντες ὀφθαλμοὶ τῆς Ἐκκλησίας κακῶς ἀναστρέφωνται καὶ σκανδαλίζωσι τὸν λαόν, χρὴ αὐτοὺς ἐκβάλλεσθαι. Συμφέρον γὰρ ἄνευ αὐτῶν συναθροίζεσθαι εἰς εὐκτήριον οἶκον, ἢ μετ’ αὐτῶν ἐμβληθῆναι ὡς μετὰ Ἂννα καὶ Καϊάφα εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός»; (2)
Τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου: «Ἐχθροὺς γὰρ Θεοῦ ὁ Χρυσόστομος, οὐ μόνον τοὺς αἱρετικούς, ἀλλὰ καὶ τοὺς τοῖς τοιούτοις κοινωνοῦντας μεγάλη καὶ πολλῇ τῇ φωνῇ ἀπεφήνατο»;(3)
Ἢ ἀπὸ τὴν ἐπιστολή τῶν ἁγιορειτῶν Πατέρων πρὸς τὸν Λατινόφρονα αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Παλαιολόγο: «Καὶ πῶς ταῦτα ἀνέξεται ὀρθοδόξου ψυχή, καὶ οὐκ ἀποστὴσεται τῆς κοινωνίας τῶν μνημονευσάντων αὐτίκα, καὶ ὡς καπηλεύσαντας τὰ θεῖα τούτους ἡγήσεται;... Πλὴν ὅτι μολυσμὸν ἔχει ἡ κοινωνία, ἐκ μόνου τοῦ ἀναφέρειν αὐτόν, κἂν ὀρθόδοξος εἴη ὁ ἀναφέρων» καὶ ὅτι «πολὺς ὁ λόγος τοῦ μνημοσύνου»;
   Καὶ ἐὰν μὲν φρονοῦσε ὅτι οἱ οἰκουμενιστὲς δὲν εἶναι αἱρετικοί, οἱ ἀνωτέρω λόγοι τῶν ἁγίων φυσικὰ δὲν θὰ τὸν συγκινοῦσαν, ἀφοῦ μᾶλλον θὰ ἦταν καὶ ὁ ἴδιος οἰκουμενιστής, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ ἐκφράζεται στὸ ἄρθρο του φαίνεται πὼς εἶχε κάποιες ὀρθόδοξες εὐαισθησίες.
   Βαρὺ τὸ φορτίο τῆς συνειδήσεως λοιπὸν καὶ ἦταν ἐπιτακτικὴ ἀνάγκη νὰ βρεθεῖ κάποια λύση. Γνωρίζοντας ἴσως τὴν σωστὴ ἀντιμετώπιση τῆς παναιρέσεως, ἀλλὰ φανερὰ παρασυρμένος ἀπὸ τὴν ἰδιαίτερα ἔντονη, σὲ σχέση μὲ τὸν Ἑλλαδικὸ χῶρο, κριτικὴ καὶ προπαγάνδα ἐναντίον τοῦ παλαιοημερολογιτισμοῦ ἐδῶ καὶ τέσσερις δεκαετίες ἀπὸ τοὺς μοναστηριακοὺς κύκλους τῶν ἀγιορειτῶν, πλὴν τῆς Μονῆς Ἐσφιγμένου, φαίνεται πὼς εἶχε πελαγώσει. «Κανεὶς δὲν ἀμφιβάλλει», λέγει τώρα, «πὼς ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει ταλαιπωρηθεῖ πολὺ ἀπὸ αὐτὰ τὰ δύο ἄκρα, τὸν οἰκουμενισμὸ καὶ τὸν ζηλωτισμό». Κλασσικὴ ὑποκειμενικὴ περίπτωση αὐθυποβολῆς δι’ ἀποκλεισμοῦ τῶν πάντων, προσπαθώντας νὰ πείσει τὸν ἑαυτό του γι’ αὐτὸ ποὺ ἀμφιβάλλει! Ἔτσι ἐξηγεῖται τὸ παραλήρημα, πλὴν ὅμως δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο ἀπὸ τὸ πάθημα ποὺ μᾶς διδάσκει ὁ παρακάτω μῦθος.
   Κάποτε ἕνας γάιδαρος παραπονέθηκε στὸν ἄνθρωπό του (ποὺ τὸν ἔπαιρνε στὴν πόλη μιὰ ὥρα δρόμο γιὰ τὰ ψώνια του, καὶ ὅταν γύριζε τὸν ἄφηνε ἐλεύθερο νὰ ἀπολαμβάνει τὴ βοσκή του), ὅτι εἶχε κουρασθεῖ καὶ τοῦ ζήτησε στὸ ἑξῆς νὰ μὴν τὸν μεταχειρίζεται τόσο βάναυσα μὲ βαριὰ φορτία. Καλά, τοῦ λέει ὁ ἄνθρωπος, αὔριο θὰ σὲ περιποιηθῶ καλύτερα. Πρωΐ πρωΐ λοιπὸν τὴν ἄλλη μέρα τὸν πῆγε στὸ μύλο, τὸν ἔζεψε στὸ ἕνα ἄκρο τοῦ ἄξονα τῆς μεγάλης στρογγυλῆς πέτρας καὶ στὸ ἄλλο ἄκρο κρέμασε ἕνα σακὶ μὲ κριθὰρι. Μὲ ἕνα κατὰλληλο μηχανισμὸ ἔφερε τὸ σακὶ κοντὰ στὴ μουσούδα του καὶ ἀφοῦ ἔφαγε λίγο, τὸ ἀπομάκρυνε πάλι στὴ θέση του. Αὐτὸ ἐπαναλήφθηκε τρεῖς μὲ τέσσερις φορὲς μέχρι ἀργὰ τὸ βράδυ. Εὐχαριστημένος ὁ γάιδαρος στὴν ἀρχὴ γιὰ τὸ λιγοστὸ βάρος ποὺ ἔσερνε, ἔκανε τοὺς ἀτέλειωτους κύκλους προσπαθώντας νὰ φθάσει τὸ ἀγαπημένο του κριθὰρι γιὰ νὰ χορτάσει ἐπιτέλους καὶ τὴν πείνα του.
   Παρομοίως «ἐλευθερωμένος» ἀπὸ τὸ πρῶτο βάρος τοῦ φορτίου τῆς συνειδήσεως, ἀναλώνει τὸν μοναχικό του βίο καὶ ὁ π. Ἀρσὲνιος, καθώς καὶ οἱ περισσότεροι ἁγιορείτες μοναχοί (τῶν 19 μονῶν), στὴν κοινωνία μὲ τὸν αἱρεσιάρχη Βαρθολομαῖο, μακρὰν βεβαίως ἀπὸ τὴν μαρτυρικὴ πρακτικὴ τῶν ἁγίων ὁμολογητῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ τὴν ὀρθόδοξη παράδοση.
   Γιαυτὸ ἀφοῦ «ἀνέπαυσε» τὴν ταραγμένη του συνείδηση, στὸ ἄρθρο καταλήγει «θριαμβευτικῶς» ὡς ἐκ στόματος τοῦ π. Ἐπιφανίου:
«Ἐλᾶτε ὅλοι ὅσοι εἶστε κουρασμένοι καὶ φορτωμένοι ἀπὸ τὸν βαρὺ ζυγὸ τῶν δύο ἄκρων καὶ θὰ σᾶς ἀναπαύσω. Πάρετε ἐπάνω σας τὸν ζυγὸ τῆς μέσης καὶ βασιλικῆς ὁδοῦ καὶ θὰ μάθετε πὼς ἐκεῖ βρίσκεται ἡ πραότητα καὶ ἡ ταπεινοφροσύνη τοῦ Χριστοῦ καὶ θὰ βρεῖτε ἀνάπαυση καὶ εἰρήνην εἰς τὰς ψυχάς σας. Διότι ὁ ζυγὸς τῆς μέσης καὶ βασιλικῆς ὁδοῦ εἶναι χρηστὸς καὶ τὸ φορτίον της πολὺ ἐλαφρύ».
   Ποιός ἅγιος μίλησε ποτὲ μὲ τόση αὐθεντία, χρησιμοποιώντας μάλιστα τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ ἀναπαύσει δῆθεν τοὺς χριστιανούς μὲ νέες θεωρίες, ἄγνωστες γιὰ τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας; Ἀναμφισβήτητα ὁ λόγος αὐτὸς εἶναι ἀντάξιος τῆς ὑπερφιάλου παπικῆς αὐθεντίας. Ποιός ἅγιος ἐπίσης ἐφήρμοσε ποτέ, «τῆς πίστεως κινδυνευούσης» τὴν προταθεῖσα μέση καὶ βασιλικὴ ὁδό; Ποιά εἶναι ἡ μέση αὐτὴ ὁδὸς ὅταν κοινωνοῦν μὲ τὸ ἕνα ἄκρο; Ἢ συντάσσεται κανεὶς μὲ τὴν ὀρθοδοξία ἢ τὴν ἀποτάσσεται. Ἢ ἀποδέχεται τὸ φῶς τῆς ἀληθείας ἢ τὸ ἀπορρίπτει. Μεσότης ἀληθείας καὶ ψεύδους ἢ πλάνης δὲν ὑπάρχει. Καὶ καθώς ὀρίζουν οἱ ἅγιοι Πατέρες ὅτι ἡ διὰ τοῦ μνημοσύνου κοινωνία μολυσμόν ἔχει, εἶναι σαφὲς ὅτι χωρὶς τὴν ὀρθοπραξία στὰ θέματα τῆς πίστεως ἀποσκορακίζεται καὶ ἡ ὀρθοδοξία. Θὰ εἶχε τὸ πρᾶγμα κάποια ἀνοχὴ στὴν ἀρχὴ τοῦ κηρύγματος μιᾶς αἱρετικῆς διδαχῆς, ἀλλὰ σήμερα μετὰ ἀπὸ μιὰ ἑκατονταετία οἰκουμενιστικῆς δράσεως, πῶς μπορεῖ νὰ κοινωνεῖ κάποιος μὲ τοὺς οἰκουμενιστές καὶ νὰ ἐπαναπαύεται στὴν ἐσφαλμένη γνώμη ὅτι συμφωνεῖ αὐτὸ μὲ τὴν ὀρθοπραξία τῶν ὁμολογητῶν ἁγίων;
   Ἰδοὺ παρακάτω ὁ λόγος ποὺ ὁ ὀλίγος γιὰ τοὺς νεοημ/τες, ἀλλὰ πολὺς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ ἄριστος γιὰ τὴν ἐν τῇ πράξει ὀρθοδοξία π. Θεοδώρητος, ἐπέλεξε τὸν συγκεκριμένο τίτλο στὸ ἀναιρετικό του ἔργο  γιὰ «Τὰ δύο ἄκρα».
   «Ὁ π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος μὲ τὸ ἔργο του Τὰ δύο ἄκραἔγινε ὁ ἰσχυρότερος βοηθὸς τῶν οἰκουμενιστῶν, ὁ καλύτερος δικηγόρος τῶν χλιαρῶν καὶ ἀδιαφόρων συντηρητικῶν, ὁ λαμπρότερος ὑπογραμμὸς τῶν ὀρθολογιστῶν θεολόγων καὶ παρερμηνευτῶν τῆς Ἐκκλ. Ἱστορίας καὶ τῶν Ἱ. Κανόνων».(4)
   Ἀπευθυνόμενος στὸν ἴδιο μέσω τοῦ γραπτοῦ διαλόγου τους τοῦ ἔγραφε:
«Ὄχι μόνον δὲν ἐβοηθήσατε τὴν πολεμουμένην Ὀρθοδοξίαν, ἀλλὰ εἰς τὴν ἐναγώνιον προσπάθειάν της ν’ ἀποφύγη τὸν θανάσιμον ἐναγκαλισμὸν τοῦ παπικοῦ πτώματος, μὲ σαδισμὸν θὰ ἔλεγε κανείς, τῆς ἀπαντούσατε κάθε φορά· Ὑπομονή, ὧ Μῆτερ, ἄχρι καιροῦ, ἄχρι τοῦ κοινοῦ Ποτηρίου, καὶ τότε θὰ ἴδης ὁποῖα ἡρωϊκὰ τέκνα ἔχεις»(5).
   «Ἔτσι ὅμως δεχόμενοι τοὺς κοινωνοῦντας τῷ Πατριάρχῃ καὶ μνημονεύοντες συγχρόνως αὐτοῦ, ἀφοῦ οὐδεὶς κίνδυνος μολυσμοῦ ὑπάρχει (!), πότε καὶ ποῖος θὰ κατορθώση νὰ σταματήση τὴν πορείαν τῶν κακοδόξων; Πότε οἱ πιστοὶ θὰ ἀντιληφθοῦν ὅτι κηρύσσεται αἵρεσις προκειμένου νὰ ἀντιδράσουν; Πράγματι, μόνον μὲ τέτοιους βοηθοὺς ὁ Ἀθηναγόρας ἐπέτυχε ὅσα ἐπέτυχε καὶ τὰ ὁποῖα συνεχίζει εἰς μεγαλύτερον βαθμὸν ὁ ἐπάξιος διάδοχός του!
   Ὁποίαν εὐθύνην ἔχουν σήμερον οἱ προσφέροντες εἰς τὴν νεότητα τὰ πορνὸ καὶ τὰ ναρκωτικά, ὑπέχει καὶ ὁ π. Ἐπιφάνιος ὡς καὶ οἱ διακινοῦντες Τὰ δύο ἄκρα, ἀναφορικῶς πρὸς τὴν ἐξάπλωσιν τῆς αἱρέσεως εἰς τὸν Ἑλλαδικὸν χῶρον! Διὰ τοὺς νεοημερολογίτας ὅμως δὲν παύει νὰ θεωρῆται ὅτι εἶναι ὁ νέος Ζωναρᾶς!»(6)
   Ὡς Ἁγιορείτης γνήσιος ὁ π. Θεοδώρητος ἐγνώριζε πολὺ καλὰ πρόσωπα καὶ πράγματα στὸ περιβόλι τῆς Παναγίας καὶ γιαυτὸ πάντοτε ἔλεγε γιὰ τὸν γνωστὸ π. Παΐσιο, μὲ πόνο καὶ συνοχὴ καρδίας: 
  «Πῶς νὰ μὴν φθάσουμε στὴ σημερινὴ σύγχυση, ὅταν ὁ π. Παΐσιος μιλώντας γιὰ τὸν πατριάρχη Βαρθολομαῖο (μὲ τὸν ὁποῖο καμάρωνε στὸν φωτογραφικὸ φακό), εἶπε ὅτι «ὁ Θεὸς οἰκονόμησε αὐτὰ τὰ δύσκολα χρόνια τὸν καλύτερο πατριάρχη»;(7) Ὅταν ὁ ἴδιος προσπαθοῦσε νὰ δικαιολογήσει τὰ ἀδικαιολόγητα, καταφεύγοντας σὲ ἐπιχειρήματα ἀφελῆ καὶ ἐπιπόλαια ὅπως τὰ κάτωθι;
   «α) Ὁ πατριάρχης Δημήτριος εἶναι ἕνα ξερὸ κλῆμα, βαστάζει ὅμως τὴν ἄμπελον, δηλαδὴ τὴν Ἐκκλησίαν!
   β) Ἂν δὲν μᾶς ἀρέσει ὁ Παπανδρέου θὰ φύγωμεν ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα; Τὸ ἴδιο, ἂν δὲν μᾶς ἀρέσει ὁ Δημήτριος, θὰ φύγωμεν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν; Σύμπασα ὅμως ἡ ἁγία Παράδοσις τονίζει, ὅτι ὁ ἀπομακρυνόμενος ἐκ τοῦ κηρύσσοντος αἵρεσιν καὶ διακόπτων τὴν μετ’ αὐτοῦ κοινωνίαν δὲν φεύγει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν, ἀλλὰ «διασώζει» αὐτὴν ἀπὸ σχισμάτων καὶ μερισμῶν!
   γ) Ἐγὼ φωνάζω· ὅποιος ἔρχεται εἰς τὸ κελλὶ μου διαμαρτύρομαι. Ἂν φωνάξω περισσότερο, θὰ μὲ διώξουν ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὅρος. Δὲν καταλαβαίνετε;» Τὸν καταλαβαίνουμε, ἀλλὰ αὐτὸς δὲν καταλαβαίνει. Τί; τὸ πατρικὸν λόγιον τοῦ ἁγίου Θεοδώρου· Ἀλλὰ τί ὅτι προτιμώμεθα μᾶλλον Θεοῦ τὰ Μοναστήρια, καὶ τῆς ὑπὲρ τοῦ ἀγαθοῦ κακοπαθείας τὴν ἐντεῦθεν εὐπάθειαν;  Ποῦ ἐστι τό· Ἰδοὺ τὰ χείλη μου οὐ μὴ κωλύσω, Κύριε, σὺ ἔγνως; Ποῦ ἐστι τὸ κλέος καὶ ἡ ἰσχὺς τοῦ καθ’ ἡμᾶς τάγματος;(8)».(9) 
   Ἀληθῶς χωρὶς «Τὰ δύο ἄκρα», ἡ ἀνήσυχη συνείδηση πολλῶν κληρικῶν, μοναχῶν καὶ πιστῶν ἀναμφισβήτητα θὰ τοὺς ὁδηγοῦσε στὴν ὀρθόδοξη πρακτικὴ τῆς ἐλευθερίας ἀπὸ τὴν κοινωνία τῶν οἰκουμενιστῶν. Ἀντὶ λοιπὸν νὰ τοὺς ξεκουράσει, νὰ τοὺς ξελαφρώσει καὶ νὰ τοὺς ἀναπαύσει, ἀντίθετα τοὺς ἔχει ἐγκλωβίσει, μετατρέποντας σὲ τελικὴ ἀνάλυση τὸ πρῶτο βαρὺ μέν, ἀλλὰ ἐλπιδοφόρο φορτίο, σὲ ἀδιάλειπτη κυκλοτερὴ κίνηση, ἀπὸ τὸν ἐφησυχασμό, στὸν χαρτοπόλεμο κατὰ τοῦ οἰκουμενισμοῦ, ἀπὸ τὸν χαρτοπόλεμο, μὲ περισσότερο ζῆλο στὸν ἀντιζηλωτισμὸ καὶ πάλι στὸν ἐφησυχασμὸ καὶ οὕτω καθ’ ἑξῆς.

   ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Τιμ. Β’ γ’5.
2. P.G. 35,33.
3. P.G. 99, 1049A
4. Θεοδωρήτου Ἱερ/χου. Ἁγιορείτης. Ἰούλιος 1997.
5. Τὸ ἀντίδοτον σελ. 152.
6.  Τὸ ἀντίδοτον σελ. 147.
7. Καθημερινή. 27.11.1993.
8. P.G. 99, 1120D.
9. Τὸ ἀντίδοτον σελ. 10.
ΔΑΜΙΑΝΟΣ ΜΟΝΑΧΟΣ ΑΓΙΟΒΑΣΙΛΕΙΑΤΗΣ 

Υ.Γ. Τὸ ἀνωτέρω ἄρθρο στάλθηκε στόν Ὀρθόδοξο Τύπο δύο ἡμέρες μετὰ τὴν δημοσίευση τοῦ ἄρθρου τοῦ μοναχοῦ Ἀρσενίου. Δυστυχῶς ὅμως δὲν φιλοξενήθηκε, ὣς ὤφειλε ἀπὸ τοὺς διευθύνοντες, ἀποδεικνύοντες γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ τὴν μεροληψία τους, εἰς βάρος τῆς Ὀρθοδοξίας.