A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !
✞ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος ✞

Τετάρτη 27 Ιουλίου 2016

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΚΗΡΥΚΟΣ ΚΑΙ ΙΟΥΛΙΤΤΑ Η ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ (15 Ἰουλίου)



Η εκκλησία μας τιμά την ήμερα αυτή ένα νήπιο τριών χρονών! 

Ναι, έναν άγιο, που αγίασε στην νηπιακή ηλικία του («Νηπιάζοντι σώματι και τελειοτάτω Μάρτυς φρονήματι, τον άρχέκακον κατέβαλες…», ψάλλει στον «Ορθρον ή Εκκλησία).

Πρόκειται για τον «Αγιο Μάρτυρα Κήρυκο, που συνεορτάζεται με την επίσης Αγία Μητέρα του Ίουλίττα. Κι όταν γιορτάζει η Εκκλησία έναν «Αγιο, δεν είναι μόνον για να τιμήσει την μνήμη του, οΰτε μόνο για να παρακαλέσει όπως μεσιτεύσει στην ‘Αγία Τριάδα υπέρ όλου του κόσμου, υπέρ νεκρών και ζώντων. Ή εορτή έχει επίσης σκοπόν να προβάλει στους πιστούς ένα υπόδειγμα βίου, ένα πρότυπο ζωής. Γι’αυτό μας υπενθυμίζει τον Βίο και την Πολιτεία του και μας παρακινεί στην μίμησή του, αφού πρότυπο όλων των Αγίων είναι και ήταν πάντοτε ό Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός.


«Δεύτε και θεάσασθε άπαντες ξένον θέαμα και παράδοξον. Τις έώρακε νήπιον, τριετή όντα, τύραννον αίσχύναντα;».
Αυτή είναι η αρχή από το Δοξαστικόν (του Εσπερινού) για τον «Αγιο Κήρυκο και σε σύγχρονη γλώσσα θέλει να πει:
«Ελάτε να δήτε ένα παράδοξο καί ασυνήθιστο θέαμα. Ποιος είδε ένα νήπιο τριών χρονών να ντροπιάζη τύραννο;».
Και είναι αλήθεια ότι το μικρό νήπιο μπόρεσε να ντροπιάση τον Ρωμαίο Τύραννο της Ταρσού με την πίστη του στον Χριστό. Καλύτερα όμως να δοϋμε τι γράφει το Συναξάρι του αγιασμένου αύτοΰ ζευγαριού — μητέρας και παιδιού — που αρχίζει με τους στίχους:
«Ίουλίττα σύναθλος υίώ Κηρύκω η λαιμότμητος τω κάραν τεθλασμένω…».
Σέ σημερινή άπόδοσι σημαίνει:
«Ή Ίουλίττα υπήρξε συναθλήτρια με τον γιο της Κήρυκο, εκείνη, πού της έκοψαν τον λαιμό, με εκείνον, πού του έσπασαν το κρανίο του…».
Γράφει λοιπόν το Συναξάρι (βιογραφία) ότι ή Αγία Ίουλίττα καταγόταν από το Ικόνιο της Μικράς «Ασίας και έζησε στην εποχή του αυτοκράτορας Διοκλητιανου, πού ήταν μεγάλος διώκτης των Χριστιανών, γύρω στο τέλος του τρίτου αιώνος. Επειδή όμως γίνονταν φοβεροί διωγμοί εναντίον εκείνων, πού πίστευαν στον Κύριο μας Ιησού Χριστό, πήρε το γιο της Κήρυκο, πού ήταν τότε τριών χρονών και πήγε για περισσότερη ασφάλεια στην πόλι Σελεύκεια. «Αλλά κι’ έκεί τα ίδια και χειρότερα γίνονταν είς βάρος των πιστών. Φυλακίσεις, βασανιστήρια, θανατώσεις τρομερές, κατασχέσεις και άλλα φρικτά και απαίσια. Οι Χριστιανοί αναγκάζονταν να κρύβωνται και να συναντιούνται μυστικά, για να τελέσουν την θεία Λειτουργία (ενώ σήμερα, πού γίνεται ελεύθερα παντού, πολλοί Χριστιανοί αδιαφορούν και δεν πηγαίνουν να προσευχηθούν μαζί και να κοινωνήσουν τα θεια και άχραντα Μυστήρια…). «Ετσι αναγκάστηκε να φύγη κι από κεί και να πάη στην Ταρσό της Κιλικίας, πού βρίσκεται και αυτή στην Μ. Ασία.
Την πόλι εκείνη την διοικούσε τότε ένας πολύ σκληρός και άγριος ηγεμόνας, πού τον έλεγαν Αλέξανδρο. Και ήταν φοβερός και μαυρόψυχος για τους Χριστιανούς, πού τους κυνηγούσε μέρα και νύχτα και τους δίκαζε ό ίδιος με αυστηρότητα και μεγάλη εχθρότητα. Τους βασάνιζε με μύριους τρόπους και προσπαθούσε να τους άναγκάση να αρνηθούν τον Χριστό.
Μια μέρα οί στρατιώτες του συνέλαβαν, μαζί με άλλους χριστιανούς και την Ιουλίττα με τον μικρό γιο στην αγκαλιά και τους παρουσίασαν στον Αλέξανδρο. Εκείνος διέταξε αμέσως να τους ρίξουν όλους στα υπόγεια των φυλακών και να τους βασανίσουν, μέχρι πού ν’ αρνηθούν τον Κύριο και να προσκυνήσουν τα είδωλα. Καθώς κοίταγε όμως τους αλυσοδεμένους Χριστιανούς, του έκανε έντύπωσι ή νεαρή Ιουλίττα, με τον Κήρυκο στην αγκαλιά. Γι’ αυτό και την άλλη μέρα, πού κάθισε στον δικαστικό θρόνο για να κρίνη τους συλληφθέντες, θέλησε να έκμεταλλευθή την μητρική άγάπη της Ίουλίττας.
Φέρτε μου αυτήν με το παιδί, διέταξε.
Αμέσως έτρεξαν οι φρουροί και ώδήγησαν μπροστά του την πιστή Ίουλίττα, πού κρατούσε πάντα τον Κήρυκο στην αγκαλιά της. Ηταν άγρυπνη, ταλαιπωρημένη, κουρελιασμένη καϊ αίματωμένη από τους ξυλοδαρμούς και τα αλλά βασανιστήρια. Το θάρρος της όμως παρέμενε άκμαίο και ή πίστη της φλογερή και αδάμαστη.
Ό τύραννος της μίλησε φιλικά και ήρεμα, για νά τήν καλοπιάση και να της άλλάξη την γνώμη. Να την συγκίνηση και να την κάνη να λυπηθή το παιδί της και να θυσιάση στα είδωλα.
Είναι κρίμα να χαθήτε και οι δυο σας, είπε. Γιατί, αν δεν προσκυνήσετε τον αυτοκράτορα και τα είδωλα, σας περιμένουν πολλά βασανιστήρια και φοβερός θάνατος.
Δεν είναι κρίμα, καθώς λες Αρχοντα της Ταρσου, να ύποφέρη κανείς και να θανατώνεται για την αγάπη, του αληθινού Θεού, που είναι ό Χριστός και όχι τα άψυχα είδωλα σας. Αντίθετα είναι τιμή μεγάλη και ευτυχία αιώνια. Μη προσπαθής να μου άλλάξης την γνώμη. Ή πίστις μου αξίζει πιο πολύ απ όλα και από την ίδια την ζωή.
Ό  Αλέξανδρος θαύμασε το θάρρος της βασανισμένης Ίουλίττας, αλλά και θύμωσε ταυτόχρονα για την άρνησή της. ΄Εμεινε για μια στιγμή συλλογισμένος και ύστερα πήρε ξαφνικά στην αγκαλιά του τον μικρό Κήρυκο, με σκοπό να τον προσελκύση με το μέρος του και με τον τρόπο αυτό να λυγίση την αποφασιστικότητα της μητέρας του.
Και καλά εσύ, είπε πάλι με συγκρατημένη οργή ό Αλέξανδρος, μπορεί να θέλης να βασανισθής και να πεθάνης. Το αθώο αυτό παιδί, ό γιος σου ό μονάκριβος, γιατί να χαθή άδικα; «Ε; Τί λες κι’ εσύ μικρέ μου; θέλεις να πεθάνης για τον Χριστό;
Ό Κήρυκος όλη αυτήν την ώρα, πού τον κρατούσε στα χέρια του ό ηγεμόνας, του είχε γυρίσει το πρόσωπο και κοίταζε συνεχώς την μητέρα του, ψιθυρίζοντας αδιάκοπα το όνομα του Χρίστου.
Χριστέ μου, έλέησον! Χριστέ μου, έλέησον!
Γιατί ή πιστή μητέρα του, σαν όλες τις αληθινές Χριστιανές, είχε συμβουλέψει τον μικρό Κήρυκο ν’ αγαπά με όλη του την καρδιά τον Κύριο και ποτέ, μα ποτέ, να μη τον άρνηθή. Ακόμα τον είχε διδάξει σε κάθε δύσκολη στιγμή της ζωής του να προσεύχεται θερμά καϊ να επικαλείται το όνομα του Κυρίου Ίησου Χρίστου. (Αύτη είναι ή παντοδύναμη έπίκλησι «Κύριε Ίησου Χριστέ, Υιέ του θεού, έλέησον με», ή γνωστή με το όνομα «νοερά η καρδιακή προσευχή», πού γίνεται με την καρδιά κι όχι με το στόμα και είναι από τα πιο ισχυρά πνευματικά όπλα του Χριστιανού).
Λοιπόν; Δεν μιλάς, μικρέ; ξαναρώτησε ό Αλέξανδρος.
Και τότε, ό τρίχρονος Κήρυκος, πού καταλάβαινε ολην αυτήν την δραματική σύγκρουση για την πίστη, ανάμεσα στα δαιμόνια των ειδώλων και την χάρη του Κυρίου, έσφιξε τις μικρές γροθιές του και με όλη του την δύναμι κλώτσησε στην κοιλιά τον ηγεμόνα, για να του δείξη ποιά ήταν ή άπάντηση του. Εκείνος όργίσθηκε φοβερά, εξαγριώθηκε κι’ όπως κρατούσε τον μικρό Κήρυκο στα χέρια τον πέταξε με μανία πάνω στα μαρμαρένια σκαλιά του θρόνου του. Τόσο ισχυρή ήταν ή πτώση, πού το κρανίο του παιδιού τσακίστηκε κι έβαψε με το αίμα του τα σκαλιά του τυράννου, ενώ την ίδια στιγμή οί άγγελοι επήραν την άγια ψυχή του και την οδήγησαν στον Κύριο των Δυνάμεων, από τον όποιον έλαβε και τον δοξασμένο στέφανο του Αγίου Μάρτυρος της Πίστεως.
Δόξα σε Σένα, Κύριε, φώναξε με άγαλλίαση ή Ίουλίττα. Σ’ ευχαριστώ πού πήρες το παιδί μου κοντά Σου!
Αξίωσε με να ‘ρθώ κι’ εγώ στην αιώνια βασιλεία Σου!
Ή καλή μητέρα δεν κλονίστηκε από την τραγική αύτη σκηνή, πού είδε με τα μάτια της και ήταν ευχαριστημένη και υπερήφανη, πού το παιδί της δεν αρνήθηκε τον Χριστό, άλλα κέρδισε την αιώνια ευτυχία. Αντίθετα ό  Αλέξανδρος ταράχτηκε πολύ και ένοιωσε ταπεινωμένος και ντροπιασμένος, πού ένα νήπιο τριών χρονών τον περιφρόνησε τόσο και αυτόν και την εξουσία του. Διέταξε λοιπόν να πάρουν την Ίουλίττα στις φυλακές και να την βασανίσουν και πάλι, χωρίς κανένα έλεος.
Πάρτε την! Βασανίστε την! ούρλιαξε ό ηγεμόνας.
Κι όπως την έσερναν οι φρουροί, εκείνη φώναζε δυνατά:
Χριστιανή είμαι! Χριστιανή ! Και ποτέ δεν θ’ αρνηθώ τον Κύριο μου Ίησού Χριστό, τον αληθινό Θεό!
Της έκαναν πολλά βασανιστήρια και μαρτύρια οι δήμιοι των φυλακών. Εκείνη όμως έμεινε πιστή «άχρι θανάτου» και ούτε μια φορά δεν λύγισε. Στό τέλος, με διαταγή του Αλεξάνδρου, την αποκεφάλισαν και ή μαρτυρική και Άγια μητέρα του Αγίου Κηρύκου παρέδωσε την ψυχή της στον ΘΕΟ, που την στεφάνωσε κι’ εκείνη με το αμάραντο στεφάνι της Άγιας Μάρτυρος. Ηταν το έτος 269, μήνας Ιούλιος, ακριβώς ή δεκάτη πέμπτη ημέρα του μηνός.

Πηγή το βιβλίο του Π.Μ.Σωτήρχου »ΠΑΙΔΟΜΑΡΤΥΡΕΣ»
Εκδόσεις »Ορθοδόξου Τύπου»


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ'. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἡ καλλιμάρτυς τοῦ Χρίστου Ἰουλίττα, σὺν τριετεῖ ἀμνῶ αὐτῆς τῷ Κηρύκῳ, δικαστοὺ πρὸ βήματος παρέστησαν φαιδρῶς, εὔτολμοι κηρύττοντες. τὴν χριστώνυμον κλῆσιν, ἄμφω μὴ πτοούμενοι, ἀπειλᾶς τῶν τυρράνων καὶ στεφηφόροι νῦν ἐν οὐρανοίς, ἀγαλλιώνται. Χριστῷ παριστάμενοι.


Ο ΚΥΡΙΟΣ ΜΕ ΕΧΕΙ ΣΤΕΙΛΕΙ ΝΑ ΜΕ ΔΙΔΑΞΕΙΣ (Μέγας Ἀντώνιος)



Χρόνια κράτησε ὁ διωγμός τῶν χριστιανῶν. Ποτάμια χύθηκε τό τίμιο αἷμα τῶν Μαρτύρων. Κι ἦρθε κάποια στιγμή πού ἡ εἰδωλολατρική μανία τοῦ αὐτοκράτορα κορέστηκε, ἀφοῦ εἶχε πιά τελειωθεῖ μαρτυρικά καί ὁ ἅγιος Ἐπίσκοπός της Ἀλεξάνδρειας, ὁ Πέτρος.

— Δέν μέ ἔκρινε ἄξιο ὁ Κύριος νά μαρτυρήσω γιά τήν πίστη, δίπλα στούς ἀδελφούς μου, σκεπτόταν ὁ Ἀντώνιος. Θά πορευτῶ λοιπόν στή βαθιά ἔρημο γιά νά δώσω τήν τελική μάχη μέ τόν πονηρό μονολόγησε ἀποφασιστικά καί κάτι σάν κρυμμένη ὑπερηφάνεια πῆγε νά σκιάσει τῆς ἀπόφασης τοῦ τούτης τή χάρη. Σάν νά ’νιωσε κείνη τήν ὥρα ὁ ἀσκητής πώς ξεχωρίζει ὁ ἐρημίτης ἀπό τούς πολλούς σάν νά ἦταν ἡ παλαίστρα τῆς ἐρήμου ἀνώτερη μορφή χριστιανικῆς ζωῆς.
Τόν πείραξε τοῦτος ὁ λογισμός, σάν ἀγκαθιῶν κάρφωμα βαθύ κι ὅρμησε τούτη ἡ σκέψη νά τοῦ πνίξει ὅλα τά λουλούδια πού ἡ μαρτυρική του προαίρεση εἶχε συλλέξει ὅλα τά χρόνια τοῦ διωγμοῦ. Ἔμπειρος ὅμως πιά ἀγωνιστής γρήγορα κατανόησε πώς εἶχε πάλι νά κάνει μέ παγίδα τοῦ ἀντίδικου. Γι’ αὐτό ἔπεσε σέ βαθιά προσευχή.
— Κύριε, φανέρωσέ μου, ἄν μέσα στήν πόλη μέ τούς θορύβους της μπορεῖ νά φτάσει ὁ πιστός τά μέτρα τά πνευματικά πού κατακτάει στή βαθιά ἔρημο ὁ ἀσκητής…
Δέν εἶχε ἀκόμα ἀποτελειώσει τοῦτο τό αἴτημα στόν Πανάγαθο καί φωνή ἀκούστηκε νά τοῦ λέει:
— Τό Εὐαγγέλιο εἶναι ἕνα γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους, Ἀντώνιε. Κι ἄν θέλεις νά βεβαιωθεῖς, πώς ἄν κανείς κάνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ σῴζεται καί ἁγιάζεται ὅπου καί νά ’ναι, πέρασε, καθώς φεύγεις ἀπό τήν Ἀλεξάνδρεια, ἀπό τό μαγαζάκι τοῦ μπαλωματῆ, πού εἶναι ἄσημο καί φτωχικό. Εἶναι ἐκεῖ κάτω στό τελευταῖο τῆς πόλης παραδρόμι.
— Στό μαγαζάκι τοῦ μπαλωματῆ, Κύριε; Καί ποιός μπορεῖ ἐκεῖ νά μέ βοηθήσει, νά ρίξει φῶς στό λογισμό; ἀπάντησε ἀπορημένος ὁ Ἀντώνιος.
— Θά σοῦ ἐξηγήσει ὁ μπαλωματής, ξανάκουσε τήν ἴδια φωνή.
— Ὁ μπαλωματής; Τί ξέρει αὐτός ὁ ἄνθρωπος ἀπό ἀγῶνες καί πειρασμούς; Τί γνώρισε ὁ πτωχός βιοπαλαιστής, ἀπό τῆς πίστης τίς κορυφές κι ἀπ τήν ἀλήθεια; ἀναρωτήθηκε.
Ἀντίρρηση ὅμως δέν μπόρεσε νά ὀρθώσει στή θεία ὑπόδειξη. Γι’ αὐτό μόλις ξημέρωσε πῆρε τό δρόμο πού ἔβγαζε ἀπό τήν πόλη. Ὅπως τοῦ εἶχε ὑποδείξει ὁ Θεός, στάθηκε, καθώς συνάντησε τό τελευταῖο παραδρόμι, καί βρῆκε τό μαγαζάκι τοῦ μπαλωματῆ.
Χαρούμενα καί σεβαστικά ὁ ἁπλός ἄνθρωπος τόν ὑποδέχτηκε καί τόν ρώτησε:
— Σέ τί μπορῶ νά σοῦ φανῶ χρήσιμος, Ἀββᾶ; Ἀγράμματος κι ἄξεστος χωρικός εἶμαι, μά γιά τόν ξένο, ὅποιος καί ’ναι, ὁ ντόπιος χρήσιμος πάντα θά βρεθῆ.
— Ὁ Κύριος μέ ἔχει στείλει νά μέ διδάξεις, εἶπε ταπεινά ὁ Ἀσκητής.
Πετάχτηκε ἐπάνω ἀπορημένος ὁ φτωχός βιοπαλαιστής.
— Ἐγώ; Τί μπορῶ ἐγώ ὁ ἀγράμματος νά διδάξω τήν ἁγιοσύνη σου; Δέν ξέρω νά ’χω κάνει στή ζωή μου τίποτα τό καλό καί τό ἀξιόλογο, κάτι πού νά μπορεῖ νά σταθεῖ ἀψεγάδιαστο, μπροστά στά μάτια τοῦ Θεοῦ.
— Πές μου τί κάνεις, πῶς περνᾷς τήν ἡμέρα σου; Ξέρει ὁ Θεός, μέ ἄλλο μέτρο Ἐκεῖνος ζυγίζει καί κρίνει τά πράγματα, ἐπέμενε ὁ Ἀντώνιος.
— Ἐγώ, Ἀββᾶ, ποτέ δέν ἔκανα ποτέ τίποτα τό καλό, μονάχα πού ἀγωνίζομαι σύμφωνα μέ τίς ἅγιες ἐντολές τοῦ Εὐαγγελίου. Κι ἀκόμα προσπαθῶ ποτέ νά μήν ξεχνῶ καί νά μήν παραβλέπω τίς ἐλλείψεις καί τήν πνευματική ἀκαρπία μου. Καθώς λοιπόν δουλεύω ὁλημερίς σκέπτομαι καί λέω στόν ἑαυτό μου: Ταλαίπωρε ἄνθρωπε, ὅλοι θά σωθοῦν καί μόνο ἐσύ ἄκαρπος μένεις. Ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας σου, τό Ἅγιο Πρόσωπο Του ποτέ δέν θά ἀξιωθεῖς νά δεῖς.
— Σ’ εὐχαριστῶ Κύριε, εἶπε ὑψώνοντας τά δακρυσμένα μάτια του πρός τόν οὐρανό ὁ Ἀσκητής. Κι ἐνῷ ὁ μπαλωματής στεκόταν ἀπορημένος γιά τοῦτο τό φέρσιμο, ὁ Ἀσκητής τόν ἀγκαλίασε στοργικά καί τόν ἀποχαιρέτησε λέγοντας:
— Σ’ εὐχαριστῶ καί σένα, ἅγιε ἄνθρωπε. Σ’ εὐχαριστῶ, γιατί μέ δίδαξες πῶς τόσο εὔκολα, μονάχα μέ τόν ταπεινό λογισμό, μπορεῖ ὁ καθένας νά ζεῖ στή Χάρη τοῦ Παραδείσου.
Κι ἐνῷ ὁ φτωχός μπαλωματής συνέχιζε νά κοιτάζει ἀμήχανα, χωρίς τίποτα ἀπ’ ὅλα αὐτά νά καταλαβαίνει, ὁ Ἀντώνιος πῆρε τό ραβδί κι ὠφελημένος τράβηξε τό μονοπάτι πού ὁδηγοῦσε στή βαθιά ἔρημο.
Βάδιζε μέ μόνη συντροφιά τοῦ ραβδιοῦ του τό χτύπημα. Βάδιζε κι ἡ προσευχή του καυτή σάν τῆς ἔρημης γῆς τή λάβα ὑψωνόταν ὁλόισια στόν οὐρανό.
Πορευόταν ὁλημερίς καί προσευχητικά ἀναλογιζόταν τό μάθημα πού εἶχε πάρει ἐκείνη τήν ἡμέρα ἀπό τό φτωχό μπαλωματή.
— Ἡ ταπεινοφροσύνη! Αὐτό λοιπόν εἶναι τό γρήγορο στρατί γιά τοῦ Παράδεισου τήν πόρτα, ἔλεγε μέ τό λογισμό. Ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι ἡ στολή πού ντύθηκε ὁ Θεός κι ἦρθε στή γῆ σάν ἄνθρωπος, μονολογοῦσε ὁ Ἀντώνιος κι ἀγωνιζόταν νά συλλάβει τό μεγαλεῖο τούτης τῆς ἅγιας ἀρετῆς.
Βάδιζε, προσευχόταν καί στό νοῦ του ἔφερνε ὅσα τόν εἶχε διδάξει ὁ Θεός, ὥσπου ἔξαφνα μπροστά του ἀντίκρισε ριγμένο καταγῆς πλῆθος ἀναρίθμητο ἀπό πρωτόγνωρες παγίδες. Παγίδες κάθε εἴδους, ἐπινοήσεις φοβερές, πανούργου νοῦ πρωτότυπα ἐφευρήματα.
— Θεέ μου, ἀναφώνησε κι ἔστρεψε τρομαγμένο τό βλέμμα καί τή ψυχή του στόν οὐρανό. Ποιός θά μποροῦσε, Κύριε, νά ξεφύγει ποτέ, ἀπό τέτοια ἐφευρήματα καί πανουργίες;
Ἡ ταπεινοφροσύνη, Ἀντώνιε. Αὐτή μπορεῖ μέ μιᾶς ὅλες αὐτές νά τίς διαλύσει, ἀκούστηκε πάλι ἡ γλυκιά, ἡ γνώριμη φωνή βαθιά μέσ’ τήν καρδιά του. Κι ἦταν αὐτή ἡ ἀπάντηση πού ἔχυσε μέσα του φῶς καί πού τοῦ ’δῶσε κουράγιο γιά τίς καινούργιες μάχες, πού ἔμελλε βαθιά στήν ἔρημο νά δώσει, μέ τοῦ ἀνθρώπου τόν προαιώνιο ἐχθρό.


Ἀπό τό βιβλίο

«Ὁ Μέγας Ἀντώνιος, ὁ ἄγγελος τῆς ἐρήμου»
Ἐκδ. «ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ»
Ἱ.Μ. Τιμίου Προδρόμου Καρέα

ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ (Ἀββάς Δωρόθεος)

Είπε κάποιος από τους Γέροντες: «Πάνω απ’ όλα έχουμε ανάγκη από την ταπεινοφροσύνη και να είμαστε έτοιμοι, σε κάθε λόγο που ακούμε, να λέμε «Συγχώρεσέ με». Γιατί με την ταπεινοφροσύνη καταστρέφονται όλες οι παγίδες του εχθρού και αντιπάλου». 


Ας προσπαθήσουμε να καταλάβουμε ποιο είναι το βαθύτερο νόημα του λόγου του Γέροντα.
Για ποιο λόγο λέει: «Πάνω απ’ όλα έχουμε ανάγκη από την ταπεινοφροσύνη» και δεν λέει: «Πάνω απ’ όλα έχουμε ανάγκη από την εγκράτεια»; Γιατί ο Απόστολος λέει: «Εκείνος που αγωνίζεται είναι εγκρατής σε όλα» (Α’ Κορ. 9:25).
Ή, γιατί δεν λέει: «Πάνω απ’ όλα έχουμε ανάγκη από τον φόβο του Θεού»; Γιατί η αγία Γραφή λέει: «Αρχή της σοφίας είναι ο φόβος του Κυρίου» (Ψαλμ. 110:10) και ακόμα: «Με τον φόβο του Κυρίου καθένας φεύγει από το κακό» (Παροιμ. 15:27α).
Γιατί δεν λέει: «Πάνω απ’ όλα έχουμε ανάγκη από την ελεημοσύνη ή την πίστη»; Γιατί λέει η αγία Γραφή: «Με την ελεημοσύνη και την πίστη καθαρίζονται οι αμαρτίες» (Παροιμ. 15:27α). Και ο Απόστολος λέει: «Χωρίς πίστη είναι αδύνατο να ευαρεστήσει κανείς στον Θεό» (Εβρ. 11:6).
Αν, λοιπόν, είναι αδύνατο να ευαρεστήσει κανείς στον Θεό χωρίς πίστη, και με τις ελεημοσύνες και την πίστη καθαρίζονται οι αμαρτίες, και με τον φόβο του Κυρίου καθένας φεύγει από το κακό, και αρχή σοφίας είναι ο φόβος του Κυρίου, και αυτοί που αγωνίζονται είναι εγκρατείς σε όλα, πώς λοιπόν ο Γέροντας λέει ότι πάνω απ’ όλα έχουμε ανάγκη από την ταπεινοφροσύνη και άφησε όλα αυτά που είναι τόσο αναγκαία;
Ο Γέροντας θέλει να μας δείξει ότι ούτε αυτός ο φόβος του Θεού, ούτε η ελεημοσύνη, ούτε η πίστη, ούτε η εγκράτεια, ούτε καμία άλλη από τις αρετές είναι δυνατόν να κατορθωθούν χωρίς την ταπεινοφροσύνη. Γι’ αυτό λέει: «Πάνω απ’ όλα έχουμε ανάγκη από την ταπεινοφροσύνη και να είμαστε έτοιμοι, σε κάθε λόγο που ακούμε, να λέμε «Συγχώρεσέ με». Γιατί με την ταπεινοφροσύνη καταστρέφονται όλες οι παγίδες του εχθρού και αντιπάλου».
Βλέπετε λοιπόν, αδελφοί, πόσο μεγάλη είναι η δύναμη της ταπεινοφροσύνης. Βλέπετε ποια αποτελεσματικότητα έχει το να λες «Συγχώρεσέ με». Γιατί όμως ο διάβολος δεν ονομάζεται μόνο εχθρός, αλλά ονομάζεται και αντίπαλος;
Εχθρός ονομάζεται γιατί μισεί τον άνθρωπο, μισεί το καλό, θέλει το κακό μας, και αντίπαλος ονομάζεται γιατί προσπαθεί να εμποδίσει καθετί καλό.
Θέλει κάποιος να προσευχηθεί; Εκείνος αντιστέκεται εμποδίζοντας με κακούς λογισμούς, με αιχμαλωσία του νου, με ακηδία.
Θέλει κάποιος να κάνει ελεημοσύνη; Εκείνος εμποδίζει με τη φιλαργυρία, με την τσιγκουνιά.
Θέλει κάποιος να κάνει αγρυπνία; Εκείνος εμποδίζει με την οκνηρία, με τη ραθυμία.
Και σε κάθε καλό πράγμα που καταπιανόμαστε να κάνουμε, με τον ίδιο τρόπο εναντιώνεται. Γι’ αυτό ονομάζεται όχι μόνο εχθρός, αλλά και αντίπαλος. Με την ταπεινοφροσύνη, όμως, όλες οι παγίδες του εχθρού και αντιπάλου καταστρέφονται.
Πράγματι η ταπεινοφροσύνη είναι μεγάλη αρετή και καθένας από τους αγίους με αυτή την ταπεινοφροσύνη πορεύτηκε και με τον κόπο συντόμεψε την πορεία, όπως λέει: «Δες την ταπείνωσή μου και τον κόπο μου, και συγχώρησε όλες τις αμαρτίες μου» (Ψαλμ. 24:18), και: «Ταπεινώθηκα και με έσωσε ο Κύριος» (Ψαλμ. 114:6). Γιατί μπορεί και μόνη της η ταπείνωση να μας βάλει στη βασιλεία των ουρανών, όπως έλεγε ο Γέροντας, ο αββάς Ιωάννης, αλλά με πιο αργό ρυθμό.
Ας ταπεινωθούμε λοιπόν και εμείς λίγο και θα σωθούμε. Κι αν δεν μπορούμε να κοπιάσουμε σαν αδύναμοι που είμαστε, ας προσπαθήσουμε να ταπεινωθούμε. Και πιστεύω στο έλεος του Θεού, ότι γι’ αυτό το λίγο που έγινε με την ταπείνωση, θα βρεθούμε και εμείς στον τόπο των αγίων εκείνων που πολλούς κόπους κατέβαλαν και πολύ δούλεψαν στον Θεό. Ναι, είμαστε αδύναμοι και δεν μπορούμε να κοπιάσουμε, μήπως δεν μπορούμε και να ταπεινωθούμε;
Αδελφοί μου, είναι μακάριος εκείνος που έχει ταπείνωση. Είναι μεγάλη αρετή η ταπείνωση. Σωστά χαρακτήρισε εκείνος ο άγιος αυτόν που έχει αληθινή ταπείνωση με το να πει ότι «η ταπείνωση κάνει τον άνθρωπο να μην οργίζεται, ούτε να εξοργίζει κανένα». Και κάπως το πράγμα φαίνεται παράξενο. Γιατί η ταπείνωση εναντιώνεται σε μόνη την κενοδοξία, και απ’ αυτήν φαίνεται να προστατεύει τον άνθρωπο. Οργίζεται όμως κανείς και για χρήματα και για φαγητά. Πώς λοιπόν λέει ότι «η ταπείνωση κάνει τον άνθρωπο να μην οργίζεται, ούτε να εξοργίζει κανένα»;
Όπως είπαμε, η ταπείνωση είναι μεγάλη αρετή και μπορεί να ελκύει τη χάρη του Θεού στην ψυχή. Αυτή λοιπόν η χάρη του Θεού έρχεται και σκεπάζει την ψυχή από τα δύο άλλα βαριά αυτά πάθη. Γιατί, τι είναι πιο βαρύ από το να οργίζεται κανείς και να εξοργίζει τον πλησίον του, όπως είπε ο Ευάγριος ότι «είναι εντελώς ξένο στον μοναχό το να οργίζεται». Πράγματι, αν δεν σκεπαστεί αυτός γρήγορα με την ταπείνωση, λίγο λίγο έρχεται σε δαιμονική κατάσταση, αναστατώνοντας και τους άλλους και τον εαυτό του.
Γι’ αυτό λοιπόν λέει ότι «η ταπείνωση κάνει τον άνθρωπο να μην οργίζεται, ούτε να εξοργίζει κανένα».
Γιατί όμως λέω ότι η ταπείνωση σκεπάζει από αυτά τα δύο μεγάλα πάθη; Αλλά και από κάθε πάθος και από κάθε πειρασμό η ταπείνωση σκεπάζει την ψυχή.
Όταν ο άγιος Αντώνιος είδε απλωμένες όλες τις παγίδες του διαβόλου, αναστέναξε και ρώτησε τον Θεό: «Ποιος άραγε μπορεί να τις προσπεράσει;»
Τι του απάντησε ο Θεός; Ότι «η ταπείνωση τις προσπερνά». Και τι άλλο θαυμαστό πρόσθεσε; «Και ούτε την αγγίζουν».
Βλέπεις δύναμη που έχει η ταπείνωση, αδελφέ μου, βλέπεις χάρη αρετής;
Πραγματικά, τίποτε δεν είναι πιο ισχυρό από την ταπεινοφροσύνη, τίποτε δεν τη νικά. Και αν συμβεί κάτι λυπηρό στον ταπεινό, αμέσως τα βάζει με τον εαυτό του, αμέσως κατακρίνει τον εαυτό του ότι αυτό του άξιζε. Δεν ανέχεται να κατηγορήσει κανένα, δεν ανέχεται να ρίξει σε άλλον την αιτία, και έτσι το ξεπερνάει χωρίς ταραχή και στενοχώρια, με κάθε ανάπαυση. Γι’ αυτό ούτε ο ίδιος οργίζεται ούτε εξοργίζει κανένα.
Γι’ αυτό σωστά είπε ο άγιος ότι: «Πάνω απ’ όλα έχουμε ανάγκη από την ταπεινοφροσύνη».
Υπάρχουν δύο ταπεινώσεις, όπως ακριβώς υπάρχουν και δύο υπερηφάνειες.
Η πρώτη υπερηφάνεια είναι όταν εξουθενώνει κανείς τον αδελφό, όταν τον εξευτελίζει σαν να είναι ένα τίποτε και θεωρεί τον εαυτό του ανώτερό του. Ένας τέτοιος άνθρωπος που θα πέσει σ’ αυτήν την υπερηφάνεια, αν δεν συνέλθει γρήγορα και δεν προσπαθήσει να διορθωθεί, σιγά σιγά φθάνει στη δεύτερη υπερηφάνεια, ώστε υπερηφανεύεται και απέναντι στον ίδιο τον Θεό και όλα όσα κατορθώνει τα αποδίδει στον εαυτό του και όχι στον Θεό.
Πράγματι, αδελφοί μου, κάποτε γνώρισα κάποιον που έφτασε σ’ αυτήν την ελεεινή κατάσταση. Στην αρχή, αν κάποιος από τους αδελφούς τού έλεγε κάτι, τον έφτυνε και έλεγε: «Ποιος είναι αυτός; Δεν αξίζει κανείς, παρά μόνο ο Ζωσιμάς και οι όμοιοι με αυτόν».
Μετά άρχισε και αυτούς να εξευτελίζει και να λέει: «Δεν αξίζει κανείς, παρά μόνο ο Μακάριος».
Και μετά από λίγο άρχισε να λέει: «Ποιος είναι ο Μακάριος; Δεν αξίζει κανείς, παρά μόνο ο Βασίλειος και ο Γρηγόριος».
Μετά από λίγο άρχισε και αυτούς να τους εξευτελίζει λέγοντας: «Ποιος είναι ο Βασίλειος και ποιος είναι ο Γρηγόριος; Δεν αξίζει κανείς, παρά μόνο ο Πέτρος και ο Παύλος».
Του λέω: «Πράγματι, αδελφέ, και αυτούς θα φτάσεις να τους απορρίψεις».
Πιστέψτε με ότι μετά από λίγο καιρό άρχισε να λέει: «Και ποιος είναι ο Πέτρος και ποιος είναι ο Παύλος; Δεν αξίζει κανείς, παρά μόνο η Αγία Τριάδα».
Και τέλος υπερηφανεύτηκε εναντίον του ίδιου του Θεού και έτσι έχασε τα λογικά του.
Γι’ αυτό, αδελφοί μου, οφείλουμε να αγωνιζόμαστε εναντίον της πρώτης υπερηφάνειας, για να μην πέσουμε σιγά σιγά και στην τέλεια υπερηφάνεια.
Υπάρχει μάλιστα και κοσμική υπερηφάνεια και μοναχική υπερηφάνεια.
Η κοσμική υπερηφάνεια είναι όταν κάποιος υπερηφανεύεται απέναντι στον αδελφό του ότι είναι πιο πλούσιος ή πιο όμορφος ή πιο καλοντυμένος ή πιο γενναίος από αυτόν.
Όταν, λοιπόν, βλέπουμε τους εαυτούς μας να είμαστε κενόδοξοι μ’ αυτά ή ότι το δικό μας μοναστήρι είναι μεγαλύτερο ή πιο πλούσιο ή ότι έχουμε πολλούς αδελφούς, πρέπει να ξέρουμε ότι ακόμη είμαστε στην κοσμική υπερηφάνεια.
Μερικές φορές κενοδοξεί κανείς και για φυσικά χαρίσματα. Να τι εννοώ: Κενοδοξεί κάποιος ότι είναι καλλίφωνος και ψάλλει ωραία, ή ότι είναι επιτήδειος και εργάζεται με επιμέλεια και ακρίβεια και υπηρετεί άδολα. Αυτά είναι σεμνότερα από τα πρώτα, όμως και αυτά ανήκουν στην κοσμική υπερηφάνεια.
Η μοναχική υπερηφάνεια είναι όταν κάποιος κενοδοξεί ότι αγρυπνεί, ότι νηστεύει, ότι είναι ευλαβής, ότι είναι ενάρετος, ότι είναι αγωνιστής. Μερικές φορές και ταπεινώνεται κανείς για να δοξασθεί.
Αυτά ανήκουν στη μοναχική υπερηφάνεια. Είναι βέβαια προτιμότερο, αν δεν είμαστε απαλλαγμένοι από την υπερηφάνεια, τουλάχιστο να υπερηφανευόμαστε για τα μοναχικά και όχι για τα κοσμικά.
Είπαμε λοιπόν ποια είναι η πρώτη υπερηφάνεια και ποια η δεύτερη. Όμοια, είπαμε ποια είναι η κοσμική και ποια ή μοναχική υπερηφάνεια. Ας μάθουμε, λοιπόν, και ποιες είναι οι δύο ταπεινώσεις.
Η πρώτη ταπείνωση είναι το να θεωρεί κανείς τον αδελφό του πιο συνετό από τον ίδιο και ότι τον ξεπερνά σε όλα, και γενικά, όπως είπε εκείνος ο άγιος, το να θεωρεί τον εαυτό του πιο κάτω από το καθετί.
Η δεύτερη ταπείνωση είναι να αποδίδει κανείς στον Θεό κάθε επιτυχία του. Αυτή είναι η τέλεια ταπείνωση των αγίων. Αυτή γεννιέται στην ψυχή με φυσικό τρόπο από την τήρηση των εντολών του Θεού.
Όταν τα δέντρα έχουν πολύ καρπό, αυτός ο καρπός λυγίζει τα κλαδιά και τα γέρνει προς τα κάτω, το κλαδί όμως που δεν έχει καρπό, υψώνεται προς τα πάνω και μένει στητό. Υπάρχουν μάλιστα και μερικά δέντρα που όσο τα κλαδιά τους πηγαίνουν προς τα πάνω, δεν κάνουν καρπό, αν όμως πάρει κανείς μια πέτρα και την κρεμάσει στο κλαδί και το λυγίσει προς τα κάτω, τότε το δέντρο αυτό κάνει καρπό.
Έτσι ακριβώς είναι και η ψυχή. Όταν ταπεινώνεται, τότε κάνει καρπό, και όσο κάνει καρπό, τόσο ταπεινώνεται. Όσο πιο πολύ πλησιάζουν οι άγιοι τον Θεό, τόσο βλέπουν τους εαυτούς τους αμαρτωλούς.
Θυμάμαι ότι κάποτε μιλούσαμε για την ταπείνωση, και κάποιος άρχοντας από τη Γάζα ακούγοντάς μας να λέμε αυτό, ότι δηλαδή όσο πλησιάζει κανείς τον Θεό, τόσο περισσότερο βλέπει τον εαυτό του αμαρτωλό, παραξενευόταν και έλεγε: «Πώς είναι δυνατόν αυτό;» Και δεν ήξερε και ήθελε να μάθει τον λόγο.
Του λέω: «Άρχοντά μου, πες μου, πώς θεωρείς τον εαυτό σου όταν βρίσκεσαι στην πόλη σου;»
Μου λέει: «Θεωρώ τον εαυτό μου σπουδαίο και πρώτο στην πόλη».
Του λέω: «Αν πας στην Καισάρεια, πώς θεωρείς τον εαυτό σου εκεί;»
Λέει: «Θεωρώ τον εαυτό μου κατώτερο από τους ντόπιους άρχοντες».
Του λέω: «Αν πας στην Αντιόχεια, πώς θεωρείς τον εαυτό σου;»
Μου λέει: « Θεωρώ τον εαυτό μου ως έναν χωριάτη».
Του λέω: «Αν πας στην Κωνσταντινούπολη, κοντά στον βασιλιά, εκεί πώς θεωρείς τον εαυτό σου;»
Μου λέει εκείνος: «Τον θεωρώ ως ένα φτωχό».
Τότε του λέω: «Έτσι, λοιπόν, είναι οι άγιοι. Όσο πλησιάζουν τον Θεό, τόσο περισσότερο βλέπουν τον εαυτό τους αμαρτωλό. Γιατί ο Αβραάμ, όταν είδε τον Κύριο, ονόμασε τον εαυτό του χώμα και στάχτη (Γεν. 18:27). Ο Ησαΐας πάλι έλεγε: «Ω, εγώ είμαι ταλαίπωρος και ακάθαρτος» (Ησ. 6:5). Όμοια και ο Δανιήλ, όταν ήταν στον λάκκο με τα λιοντάρια και πήγε ο Αββακούμ φέρνοντας φαγητό και λέγοντάς του: «Δέξου το φαγητό που σου έστειλε ο Θεός», τι είπε ο Δανιήλ; «Με θυμήθηκε ο Θεός;» (Δαν. Βηλ και δράκων 36-38) Βλέπεις τι ταπείνωση είχε η καρδιά του, την ώρα που βρισκόταν στον λάκκο ανάμεσα στα λιοντάρια και αυτά δεν τον πείραξαν, και όχι μόνο μια φορά, αλλά και δεύτερη (Δαν. 6:16). Και μετά απ’ όλα αυτά απόρησε λέγοντας: «Με θυμήθηκε ο Θεός;»»
Βλέπετε την ταπείνωση των αγίων, ποια αισθήματα έχουν μέσα στις καρδιές τους; Αλλά και όταν στέλνονταν από τον Θεό για να βοηθήσουν τους ανθρώπους, δεν δέχονταν από ταπείνωση, αποφεύγοντας τη δόξα των ανθρώπων. Γιατί, όπως ακριβώς κάποιος που φοράει ολομέταξο ένδυμα, αν κάποιος του ρίξει ένα βρώμικο κουρέλι, φεύγει για να μη μολυνθεί το πολύτιμο ένδυμά του, έτσι είναι και οι άγιοι ντυμένοι με τις αρετές και αποφεύγουν τη δόξα των ανθρώπων, για να μην μολυνθούν απ’ αυτήν.
Εκείνοι όμως που επιδιώκουν τη δόξα είναι όμοιοι με κάποιον γυμνό που θέλει να βρει ένα μικρό κουρέλι ή οτιδήποτε άλλο, για να σκεπάσει την ασχημοσύνη του. Έτσι και αυτός που είναι γυμνός από αρετές επιδιώκει τη δόξα των ανθρώπων.
Όταν λοιπόν στέλνονταν οι άγιοι από τον Θεό, για να βοηθήσουν τους άλλους, δεν δέχονταν από ταπείνωση. Αλλ’ ο Μωϋσής έλεγε: «Σε παρακαλώ, διάλεξε άλλον που να μπορεί. Γιατί εγώ έχω αδύνατη φωνή και είμαι και βραδύγλωσσος» (Εξ. 4:10), ενώ ο Ιερεμίας έλεγε: «Είμαι πολύ νέος» (Ιερ. 1:6). Και καθένας από τους αγίους απέκτησε αυτήν την ταπείνωση από την πιστή τήρηση, όπως είπαμε, των εντολών.
Κανείς δεν μπορεί με λόγια να εκφράσει πώς είναι αυτή η ταπείνωση ή πώς δημιουργείται στην ψυχή, αν ο άνθρωπος δεν τη μάθει από δική του πείρα, γιατί με λόγια κανείς δεν μπορεί να τη μάθει.
Κάποτε ο αββάς Ζωσιμάς μιλούσε για την ταπείνωση. Και κάποιος σοφιστής (ρητοροδιδάσκαλος) που βρέθηκε εκεί και άκουε όσα έλεγε, θέλοντας να μάθει την ακρίβεια των λόγων του, τον ρώτησε: «Πες μου, πως θεωρείς τον εαυτό σου αμαρτωλό; Δεν ξέρεις ότι είσαι άγιος, δεν ξέρεις ότι έχεις αρετές; Να, βλέπεις πώς τηρείς τις εντολές του Θεού, και πώς κάνοντας αυτά θεωρείς ότι είσαι αμαρτωλός;»
Ο Γέροντας δεν έβρισκε τρόπο να του απαντήσει, μόνο του έλεγε: «Δεν ξέρω πώς να στο πω, αλλά έτσι αισθάνομαι». Ο σοφιστής λοιπόν επέμενε θέλοντας να μάθει πώς συμβαίνει αυτό. Ο Γέροντας, μη βρίσκοντας πώς να εξηγήσει αυτό το πράγμα, άρχισε να λέει με την αγία του απλότητα: «Μη με παρεξηγήσεις, αληθινά έτσι αισθάνομαι».
Μόλις λοιπόν είδα τον Γέροντα να μην ξέρει τι ν’ απαντήσει, του λέω: «Μήπως άραγε αυτό είναι όπως η σοφιστική και η ιατρική; Όταν κάποιος τη μαθαίνει καλά και την εξασκεί, σιγά σιγά με την πράξη γίνεται μια συνήθεια για τον γιατρό ή τον σοφιστή. Και δεν μπορεί να πει ούτε ξέρει να εκφράσει με λόγια πώς δημιουργήθηκε μέσα του αυτή η ικανότητα. Λίγο λίγο, όπως είπα, χωρίς να το καταλάβουν, η ψυχή απέκτησε αυτή την ικανότητα από την πράξη. Έτσι μπορούμε να δούμε και στην ταπείνωση, ότι από την τήρηση των εντολών δημιουργείται μια παγιωμένη ταπεινή κατάσταση που δεν μπορεί να εκφραστεί με λόγια».
Μόλις λοιπόν το άκουσε ο αββάς Ζωσιμάς χάρηκε και αμέσως με αγκάλιασε και μου λέει: «Το βρήκες, έτσι είναι όπως το είπες». Και ο σοφιστής άκουσε και ικανοποιήθηκε και δέχτηκε και αυτός την εξήγηση.
Γιατί οι παλιοί Γέροντες είπαν μερικά πράγματα για να καταλάβουμε αυτή την ταπείνωση, αλλά την ίδια την κατάσταση που δημιουργείται μέσα στην ψυχή από την ταπείνωση, κανείς δεν μπόρεσε να την περιγράψει.
Όταν ο αββάς Αγάθων επρόκειτο να πεθάνει και του είπαν οι αδελφοί: «Και συ φοβάσαι, πάτερ;», απάντησε: «Σ’ όλη μου τη ζωή έκανα ό,τι μπορούσα για να τηρήσω τις εντολές, αλλά είμαι άνθρωπος. Πού ξέρω, αν το έργο μου άρεσε στον Θεό; Γιατί αλλιώς κρίνει ο Θεός και αλλιώς οι άνθρωποι».
Να λοιπόν, ο Γέροντας μάς άνοιξε τα μάτια να κατανοήσουμε την ταπείνωση και μας έδωσε δρόμο για να την αποκτήσουμε. Ποια όμως είναι η φύση της ή με ποιον τρόπο δημιουργείται μέσα στην ψυχή, όπως πολλές φορές είπα, κανείς δεν μπόρεσε να το πει, ούτε μπόρεσε να το κατανοήσει με τη λογική, αν η ψυχή δεν αξιωθεί να τη μάθει στην πράξη.
Ποιο είναι εκείνο που προκαλεί την ταπείνωση; Μας το είπαν οι Πατέρες. Γιατί λέει στο Γεροντικό ότι ρώτησε ένας αδελφός κάποιον Γέροντα λέγοντας: «Τι είναι η ταπείνωση;» και ο Γέροντας είπε: «Η ταπείνωση είναι μεγάλο και θεϊκό έργο. Ο δρόμος όμως της ταπείνωσης είναι οι σωματικοί κόποι που γίνονται με επίγνωση και το να θεωρείς τον εαυτό σου κάτω απ’ όλη την κτίση και το να προσεύχεσαι στον Θεό αδιάλειπτα».
Αυτός είναι ο δρόμος της ταπείνωσης. Η ίδια όμως η ταπείνωση είναι θεϊκή και ακατάληπτη.
Γιατί όμως λέει ότι οι σωματικοί κόποι φέρνουν την ψυχή στην ταπείνωση;Για ποιο λόγο οι σωματικοί κόποι είναι αρετή της ψυχής; Γιατί το να θεωρεί κανείς τον εαυτό του κάτω απ’ όλη την κτίση, όπως είπαμε και παραπάνω, πολεμάει την πρώτη υπερηφάνεια. Γιατί, πώς μπορεί να θεωρεί κανείς τον εαυτό του ανώτερο από τον αδελφό του ή να υπερηφανευτεί για κάτι ή να κατακρίνει ή να εξουθενώσει κάποιον, όταν θεωρεί τον εαυτό του κάτω απ’ όλη την κτίση;
Παρόμοια είναι φανερό ότι η αδιάλειπτη προσευχή καταπολεμάει τη δεύτερη υπερηφάνεια. Γιατί είναι φανερό ότι ο ταπεινός, ο ευλαβής, επειδή γνωρίζει ότι κανένα καλό δεν μπορεί να κατορθώσει η ψυχή χωρίς τη βοήθεια και τη σκέπη του Θεού, δεν παύει να προσεύχεται αδιάλειπτα στον Θεό, για να τον ελεήσει.
Και αυτός που προσεύχεται αδιάλειπτα στον Θεό, αν αξιωθεί να κατορθώσει κάτι, γνωρίζει με τη δύναμη ποιου το κατόρθωσε, και δεν μπορεί να υπερηφανευτεί ούτε να το αποδώσει στη δική του δύναμη, αλλά κάθε κατόρθωμα το αποδίδει στον Θεό και αυτόν πάντοτε ευχαριστεί και αυτόν πάντοτε παρακαλεί, τρέμοντας μήπως χάσει μια τέτοια βοήθεια και φανερωθεί όλη η ανημποριά και η αδυναμία του. Και έτσι με την ταπείνωση προσεύχεται και με την προσευχή ταπεινώνεται, και όσο συνεχώς κατορθώνει, συνεχώς ταπεινώνεται, και όσο ταπεινώνεται, βοηθιέται και προκόβει με την ταπεινοφροσύνη.
Γιατί λοιπόν λέει ότι και οι σωματικοί κόποι φέρνουν την ταπεινοφροσύνη; Τι σχέση έχει ο σωματικός κόπος με τη διάθεση της ψυχής; Σας εξηγώ.
Η ψυχή, όταν ξέπεσε από την τήρηση της εντολής του Θεού στην παράβαση, παραδόθηκε η άθλια, όπως λέει ο άγιος Γρηγόριος, στη φιληδονία και στην αυτονομία που οδηγεί στην πλάνη και αγάπησε τα σωματικά και κατά κάποιον τρόπο ταυτίστηκε με το σώμα και έγινε όλη σάρκα, όπως λέει η αγία Γραφή: «Δεν θα παραμείνει το πνεύμα μου σ’ αυτούς τους ανθρώπους, επειδή είναι σάρκες» (Γεν. 6:3). Από τότε λοιπόν η ταλαίπωρη ψυχή συμπάσχει με το σώμα και συμφωνεί μ’ όσα αυτό διαπράττει. Γι’ αυτό ο Γέροντας είπε ότι και ο σωματικός κόπος οδηγεί στην ταπείνωση.
Γιατί διαφορετική κατάσταση έχει η ψυχή του υγιούς και διαφορετική του αρρώστου, διαφορετική του πεινασμένου και διαφορετική του χορτασμένου. Παρόμοια πάλι, άλλη κατάσταση έχει η ψυχή αυτού που ιππεύει και άλλη αυτού που κάθεται σε γαϊδουράκι, άλλη αυτού που κάθεται σε θρόνο και άλλη αυτού που κάθεται κατάχαμα, άλλη αυτού που φοράει ωραία ρούχα και άλλη αυτού που φοράει κουρέλια.
Ο κόπος λοιπόν ταπεινώνει το σώμα, και όταν ταπεινώνεται το σώμα, ταπεινώνεται μαζί του και η ψυχή. Ώστε καλά είπε ότι και ο σωματικός κόπος οδηγεί στην ταπείνωση.
Γι’ αυτό, όταν ο Ευάγριος πολεμήθηκε από τη βλασφημία επειδή είχε γνώση και γνώριζε ότι η βλασφημία προέρχεται από την υπερηφάνεια, και όταν ταπεινώνεται το σώμα, ταπεινώνεται μαζί του και η ψυχή, έκανε σαράντα μέρες να μπει σε σπίτι, ώστε το σώμα του, καθώς λέει ο συγγραφέας, γέμισε τσιμπούρια όπως τα άγρια ζώα. Ώστε ο κόπος δεν έγινε για τη βλασφημία αλλά για την ταπείνωση.
Σωστά λοιπόν είπε ο Γέροντας ότι και οι σωματικοί κόποι οδηγούν στην ταπείνωση.
Ο αγαθός Θεός να χαρίσει και σε μας την ταπείνωση, γιατί αυτή από μεγάλα κακά γλυτώνει τον άνθρωπο και τον σκεπάζει από μεγάλους πειρασμούς. Σ’ Αυτόν πρέπει η δόξα στους αιώνες. Αμήν.

[Αββά Δωροθέου, Διδασκαλία Β΄. Περί ταπεινοφροσύνης (Migne PG 88, 1640-1652). Μετάφραση για την Κ.Ο.]

Πηγή: alopsis.gr

Δευτέρα 25 Ιουλίου 2016

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΣΠΙΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΑΝΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ



ΜΟΛΙΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕ
 
ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΠΟΝΗΜΑ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ "ΔΙΠΛΟΥΣ ΠΕΛΕΚΥΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΑΝΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ" (ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΕΔΩΚΑΙ ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ ΣΤΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΚΑΤΑ ΤΑ ΕΤΗ 1581-1901. ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΠΩΣ ΟΙ ΛΕΓΟΜΕΝΟΙ "ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΕΣ" ΔΕΝ ΞΕΦΥΤΡΩΣΑΝ ΞΑΦΝΙΚΑ ΤΟ 1924 ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΕΣ ΚΑΙΝΟΦΑΝΕΙΣ ΚΑΙ ΑΥΘΑΙΡΕΤΕΣ ΔΟΞΑΣΙΕΣ, ΑΛΛΑ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΑΝ ΚΑΤΑ ΠΑΝΤΑ ΤΗΝ ΔΙΔΑΧΗ ΤΩΝ ΠΡΟ ΑΥΤΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΩΝ ΕΠΙ ΤΟΥ ΘΕΜΑΤΟΣ, ΑΝΤΙΤΑΣΣΟΜΕΝΟΙ ΕΥΘΑΡΣΩΣ ΣΕ ΚΑΘΕ ΕΙΔΟΥΣ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑ ΚΑΙ ΝΕΩΤΕΡΙΣΜΟ.
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ - ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΕΣ: krufosxoleio@yahoo.gr

Τετάρτη 20 Ιουλίου 2016

ΜΝΗΜΕΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: Η ΔΙΚΗ ΕΝΟΣ ΖΗΛΩΤΟΥ



Σας παρουσιάζουμε τα πρακτικά της δίκης του Αγιορείτου Ζηλωτού Μοναχού Θεοκλήτου Γερμανού (κατά κόσμον Θωμά Βασιλείου) που έλαβε χώρα το 1973. Αιτία της δίκης του π. Θεοκλήτου υπήρξε η διακοπή του μνημοσύνου του ονόματος του τότε Πατριάρχου ΚΠόλεως Δημητρίου. Είναι δε ιδιαιτέρως αποκαλυπτικοί οι διάλογοι για πρόσωπα και απόψεις και λίαν εντυπωσιακή η παρρησία του π. Θεοκλήτου, ο οποίος θυμίζει παλαιούς Πατέρες εν καιρώ αιρέσεως.

ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗ ΕΞΑΡΧΙΑ

1) Πρόεδρος: Σταυρουπόλεως Μάξιμος [1]
2) Έξαρχος: Δράμας Διονύσιος 
[2]
3) Έξαρχος: Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου Τίτος [3]

ΕΠΙΤΡΟΠΗ

4) Πρωτεπιστάτης: Γέρων Μητροφάνης Χιλιανδαρινός
5) Καθηγούμενος Ι. Μ. Διονυσίου Γ. Γαβριήλ [2]
6) Καθηγούμενος Ι. Μ. Φιλοθέου Παπά - Εφραίμ [4]
7) Προηγούμενος: Ιεράς Μονής Γρηγορίου Γ. Βησσαρίων [5]
8) Γραμματεύς: Αρχιμανδρίτης Παντελεήμων Ντάβος

ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΣ

9) Θεόκλητος Μοναχός Γερμανός Ζηλωτής Αγιορείτης

Πρόεδρος: Πάτερ Θεόκλητε, διατί δεν μνημονεύετε τον Οικουμενικόν μας Πατριάρχην Δημήτριον τον Α΄;
Θεόκλητος: Διότι σύμφωνα με τας δηλώσεις του εις τον ενθρονιστήριον λόγον του εδήλωσεν ότι θα ακολουθήση πιστώς την αιρετικήν γραμμήν του προκατόχου του Αθηναγόρου του Α΄ και διότι συνεχίζει να μνημονεύει εις τα δίπτυχα της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας τον αιρετικόν Πάπαν της Ρώμης.
Πρόεδρος: Αυτό πάτερ Θεόκλητε είναι κακόβουλος συκοφαντική δυσφήμησις.
Θεόκλητος: Άγιε Πρόεδρε, ημείς γράφομεν και λέγομεν ότι δημοσιεύουν αι εφημερίδες, εις περίπτωσιν που ο Παναγιώτατος είναι αθώος, ας απαντήση εγγράφως, ότι όσα δημοσιεύονται εις βάρος του είναι ψευδή και ανυπόστατα.
Πρόεδρος: Εγώ είμαι ενήμερος όλης της καταστάσεως και ο Πατριάρχης εις ουδένα θα δώση λόγον.
Παπα - Εφραίμ: Πάτερ Θεόκλητε, θα σας ερωτήσω κάτι.
Θεόκλητος: Τί;
Παπα - Εφραίμ: Τα μυστήρια των νεοημερολογιτών είναι έγκυρα ή άκυρα;
Θεόκλητος: Ο Θεός το γνωρίζει.
Πρόεδρος: Πάτερ Θεόκλητε, να απαντάς συγκεκριμένως εις την ερώτησιν που σας υποβάλλει ο Παπά - Εφραίμ.
Παπα - Εφραίμ: Πάτερ Θεόκλητε, θα σας ερωτήσω μίαν άλλην ερώτησιν. Εάν παραβή κανείς την Παράδοσιν κολάζεται; [6]
Θεόκλητος: Βεβαίως κολάζεται.
Παπα - Εφραίμ: Άρα παραδέχεσαι άκυρα τα Μυστήρια των νεοημερολογιτών.
Θεόκλητος: Δεν τα αφήνεις αυτά τα δικολαβίστικα Πνευματικέ;
Παπα - Εφραίμ: Άγιε Πρόεδρε, αυτός είναι που έγραψε επιστολήν εις την Καθηγουμένην Μακρίναν της Ιεράς Μονής "Παναγία Οδηγήτρια" Βόλου και την προέτρεπε, να χωρισθή απ' εμού.
Θεόκλητος: Μάλιστα, εγώ είμαι Άγιε Πρόεδρε, διότι ο νυν Άγιος Καθηγούμενος Ιεράς Μονής Φιλοθέου Παπά - Εφραίμ εχρημάτισεν πνευματικός μου τότε ότε ακόμη ευρισκόμην εις την Ιεράν Μονήν του Αγίου Παύλου και μας προέτρεπε να μην μνημονεύωμεν τον Προκάτοχον του νυν, Πατριάρχην Αθηναγόραν Α΄ διότι πήγε με τον αιρετικόν Πάπα της Ρώμης. Επίσης έξω, όταν μεταβαίνη εις την Ιεράν Μονήν "Παναγία Οδηγήτρια" Βόλου, ήτις ανήκει εις την δικαιοδοσίαν του Αρχιεπισκόπου των Γ.Ο.Χ. Ελλάδος κ.κ. Αυξεντίου, μνημονεύει τον Αυξέντιον [7], όταν δε, επιστρέψη εις το Άγιον Όρος, μνημονεύει τον Οικουμενικόν Πατριάρχην Δημήτριον τον Α΄.
Πρόεδρος: Πάτερ Θεόκλητε, αφήστε τα μεταξύ σας προσωπικά.
Παπα - Εφραίμ: Αυτός, Άγιε Πρόεδρε, είναι ο δημιουργός όλης της καταστάσεως.
Θεόκλητος: Ναι, πνευματικέ παπά - Εφραίμ, εγώ είμαι, δεν πταίω εγώ, αλλά πταίει ο Μακαριώτατος Αυξέντιος όστις μετά από τας αποκαλύψεις μου δι' υμάς σας ανέχεται έτι και δεν σας διέγραψε από τα κατάστιχά του.
Παπα - Εφραίμ: Δεν αναγνωρίζω κανέναν Αυξέντιο.
Πρόεδρος: Πάτερ Θεόκλητε, με ποιον επικοινωνείτε;
Θεόκλητος: Άγιε Πρόεδρε, ημείς διοικητικώς ανήκομεν εις το Οικουμενικόν Πατριαρχείον Κωνσταντινουπόλεως, νυν δε, επειδή ο Πατριάρχης δεν βαδίζει ορθοδόξως, επικοινωνούμεν πνευματικώς με τον Αρχιεπίσκοπον Γ.Ο.Χ. κ. Αυξέντιον, με τον Ρώσον Φιλάρετον της Διασποράς [8] και με τον Τύχωνα των Κατακομβών της Ρωσίας.
Πρόεδρος: Πάτερ Θεόκλητε, αφήστε αυτά τα λογοτεχνήματα. Δεν γνωρίζετε ότι οφείλετε να μνημονεύητε τον Πατριάρχην, εις το σπίτι του [9] ευρίσκεσθε, αλλά και τον υβρίζετε;
Θεόκλητος: Άγιε Πρόεδρε, ο Οικουμενισμός είναι αίρεσις;
Πρόεδρος: Όχι.
Θεόκλητος: Άγιε Καθηγούμενε Διονυσίου, σας ερωτώ, ο Οικουμενισμός είναι αίρεσις ναι ή ου;
Καθηγούμενος Γαβριήλ: Αυτός Άγιε Πρόεδρε γυρίζει με τον ντορβά και έφυγε από την μετάνοιά του.
Θεόκλητος: Άφησέ τα αυτά και απάντησε εις εκείνα που σας ερωτώ. Άγιε Προηγούμενε Γρηγορίου, εσείς τί λέγετε, είναι ο Οικουμενισμός αίρεσις ναί ή ου;
Προηγούμενος Βησσαρίων (χθαμαλή τη φωνή): Δεν ανακατεύομαι[10].
Παπά - Εφραίμ: Δεν είναι αυτός που εννοείτε εσείς ο Οικουμενισμός.
Θεόκλητος: Ποιος είναι Πνευματικέ; Αυτός δεν είναι που γράφει ο Αρχιμανδρίτης Χαράλαμπος Βασιλόπουλος εις το υπό τίτλον βιβλίον του "Ο Οικουμενισμός χωρίς μάσκα" και άλλοι;
Πρόεδρος: Πάτερ Θεόκλητε, βλέπω τόσην ζωτικότητα επάνω σας και θα έπρεπε να την χρησιμοποιήσετε κάπως επωφελώς εις ιεραποστολικήν δράσιν εις Ουγκάντα[11], και να μην είσαι κλεισμένος μέσα εις τους τέσσαρες τοίχους του κελλίου σου και να γράφης φυλλάδες εναντίον του Πατριάρχου.
Θεόκλητος: Αυτό επεδίωξα το έτος 1967, αναχωρήσας εξ Αγίου Όρους μετέβην εις την Ιεράν Μητρόπολιν Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλλων και ήτησα από τον τότε Μητροπολίτην Κύριλλον να μοι χορηγήση άδειαν να κηρύττω εις τα χωρία τον λόγον του Θεού και δεν μου επέτρεψε και ηναγκάσθην να επιστρέψω εις Άγιον Όρος κατόπιν σχετικού του εγγράφου.
Δράμας Διονύσιος: Μήπως πάτερ Θεόκλητε ηθέλησες να κηρύξης Παλαιοημερολογιτισμόν;
Θεόκλητος: Μάλιστα, Άγιε Έξαρχε.
Πρόεδρος: Πάτερ θεόκλητε, ακολουθείτε την γραμμήν του αειμνήστου τέως Φλωρίνης Χρυσοστόμου; Διατί δεν άφησε διάδοχον;
Θεόκλητος: Μάλιστα Άγιε Πρόεδρε, ακολουθώ πιστώς την γραμμήν του και ήτο ο πιο συνετός και συντηρητικός  από τους Ιεράρχες της Καινοτόμου Ελλαδικής Εκκλησίας. Δεν άφησε διάδοχον, φοβούμενος μήπως και ούτως σηκώσει μπαϊράκι, όπως ο κυρός Ματθαίος...
Πρόεδρος: Είπατε προηγουμένως ότι έχετε πνευματικήν επικοινωνίαν με τον Ρώσον Φιλάρετον της Διασποράς,. Έχετε υπ' όψιν σας ότι ούτος συλλειτουργεί και μετά των νεοημερολογιτών και των παλαιοημερολογιτών Σέρβων οίτινες πνευματικώς επικοινωνώσι μεθ' ημών;
Θεόκλητος: Μάλιστα Άγιε Πρόεδρε. Ως μοι εδήλωσαν οι Σέρβοι ιερομόναχοι Αθανάσιος Γιέβτιτς και Ειρηναίος Βούλοβιτς συλλειτουργούν μαζί του - αμφότεροι εσπούδασαν Θεολογίαν εις την Θεολογικήν Σχολήν του Πανεπιστημίου Αθηνών και άλλοι, ων τα ονόματα νυν δεν ενθυμούμαι. Υπ' όψιν όμως Άγιε Πρόεδρε, ο Φιλάρετος πράττει τούτο από ευαισθησίαν και από ευγνωμοσύνην έναντι της Σερβικής Εκκλησίας, καθότι επί εικοσαετίαν η Εκκλησία των Ρώσσων της Διασποράς εφιλοξενείτο εν Σερβία.
Πρόεδρος: Καλώς, αλλά ο Άγιος Πρώτος Γέρων Μητροφάνης δύναται να μας είπη έτι καλύτερον ως αρμόδιος και μέλος της Σερβικής Εκκλησίας.
Πρωτεπιστάτης Γέρων Μητροφάνης: Μάλιστα Άγιε Πρόεδρε, ο Φιλάρετος έχει κανονικώτατας πνευματικάς σχέσεις μετά της Σερβικής Εκκλησίας.
Θεόκλητος: Άγιε Πρόεδρε, έχω και γραπτήν Ορθόδοξον ομολογίαν, ην επιθυμώ να σας αναγνώσω νυν, ίνα σχηματίσητε έτι ασφαλεστέραν έννοιαν περί του Ιερού Αγώνος των Ζηλωτών Αγιορειτών Πατέρων.
Πρόεδρος: Πάτερ Θεόκλητε, επειδή είναι αρκετή και ο χρόνος παρήλθεν, δύνασθε αύριον την πρωίαν να μοι την ενεχειρίσητε εις εμέ τον ίδιον ή εις τον Γραμματέα της Επιτροπής.
Θεόκλητος: Άγιε Πρόεδρε, το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών είναι ένα συμβούλιον αιρέσεων και θα πρέπει να μην συμμετέχετε εις αυτό, διότι συμπροσεύχεσθε μετά των αιρετικών.
Πρόεδρος: Πάτερ Θεόκλητε, δεν είναι συμπροσευχή, εάν θα είπωμεν ένα "Πάτερ ημών" μαζί με τους ετεροδόξους.
Θεόκλητος: Άγιε Πρόεδρε, οι Ιεροί Κανόνες της Εκκλησίας μας απαγορεύουν την συμπροσευχήν μετά των αιρετικών.
Πρόεδρος: Εις το Π.Σ.Ε. προβάλλομεν την Ορθοδοξίαν εις τους ετεροδόξους και δεν πρέπει να τίθεται "ο λύχνος υπό τον μόδιον" 'η αμφισβητείτε την ορθοδοξίαν μου;
Θεόκλητος: Άγιε Πρόεδρε, ο εξαίρετος Καθηγητής του Κανονικού Δικαίου της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Κωνσταντίνος Μουρατίδης αποκαλεί το Π.Σ.Ε. "ένα Παγκόσμιον Συμβούλιον των Αιρέσεων", είσθε δε "ορθόδοξος" εντός εισαγωγικών.
Δράμας Διονύσιος:  Πάτερ Θεόκλητε, πως ακολουθείτε και ακούετε τον κ. Κωνσταντίνον Μουρατίδην εφόσον ούτος ακολουθεί το νέον ημερολόγιον;
Θεόκλητος: Άγιε Έξαρχε, δεν ακολουθώ τον κ. Κωνσταντίνον Μουρατίδην εις την καινοτομίαν του νέου ημερολογίου, αλλά ακούω όσα κηρύττει ορθώς σύμφωνα με τους Ιερούς Κανόνας της Εκκλησίας μας.
Πρόεδρος: Βλέπω πάτερ Θεόκλητε ότι παρ' όλν την ανοχήν και την επιείκειαν που σας εδείξαμεν έχετε εκτραπή ως προς τον τρόπον της συμπεριφοράς.
Θεόκλητος: Μάλιστα Άγιε Πρόεδρε, εάν τυχόν έχω παρεκτραπή σας ζητώ συγγνώμην, ουχί όμως και διά τας απόψεις μου τας ορθοδόξους.
Πρόεδρος: Δεν έχομεν ουδεμίαν γνώμην μαζί, θα έπρεπε να σέβεσθε το σπίτι που σας φιλοξενεί και να μην υβρίζετε τον οικοκύρη του, διότι το Άγιον Όρος ανήκει εις την πνευματικήν δικαιοδοσίαν του Σεπτού Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Θεόκλητος: Το Άγιον Όρος, Άγιε Πρόεδρε, δεν είναι ιδικόν σας, ούτε ιδικόν μου, αλλά κλήρος της Υπεραγίας Θεοτόκου και ανήκει εις το Ελληνικόν Έθνος και εις την Ορθοδοξίαν μας παραμένουν δε εν αυτώ μόνον οι ορθόδοξοι, οι Οικουμενισταί δεν έχουν ουδένα λόγον υπάρξεως εν αυτώ...
Πρόεδρος: Αρκετά αυτά π. Θεόκλητε, έχετε να ειπήτε άλλο τι;
Θεόκλητος: Μάλιστα Άγιε Πρόεδρε, έχω να σας είπω ότι τα όσα εζήτησεν ο Λατινόφρων πατριάρχης Ιωάννης Βέκκος από τους Αγιορείτας τότε, υμείς σήμερον τα αναγνωρίσατε επισήμως ήτοι: 1) το πρωτείον του αιρετικού Πάπα της Ρώμης, 2) το μνημόσυνον αυτού και 3) το έκκλητον το οποίον έχετε υμείς νυν.
Παπά - Εφραίμ: Ημείς πάτερ Θεόκλητε οδεύομεν την καλήν οδόν.
Θεόκλητος: Μάλιστα πνευματικέ, ως την όδευσεν και ο Γέροντάς σας αρνηθείς τον Ζηλωτισμόν [12] του χάριν προσκαίρων υλικών αγαθών και χάριν οικονομίας.
Πρόεδρος: Πάτερ Θεόκλητε, είσθε ελεύθερος.
Θεόκλητος: Καληνύκτα σας!

Μετά την δίκη αυτή η απόφαση ήταν καταδικαστική: απέλαση από το Άγιον Όρος.  



 ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ "ΚΡΥΦΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ"


[1] Ο κατά κόσμον Στυλιανός Ρεπανέλλης γεννήθηκε το 1919 και κοιμήθηκε το 1991. Προτού έρθει το 1973 στο Άγιον Όρος, ως πρόεδρος της Πατριαρχικής Εξαρχίας με σκοπό να επιβάλλει το μνημόσυνο του Πατριάρχου και να τιμωρήσει όσους δεν συμμορφωθούν είχε δηλώσει σε αθηναϊκή εφημερίδα τα εξής τραγικά: "Η ενότης και η ένωσις των Εκκλησιών, η οποία αποτελεί το τελικόν και πολυπόθητον τέρμα του Διαλόγου, δεν δύναται να επιτευχθεί, όταν εκάστη εκκλησία αποκλείε δι' εαυτήν το ενδεχόμενον της πλάνης. Η πεποίθησις εκάστης εκκλησίας ότι μόνον αυτή κατέχει την αλήθεια και ότι ουδέποτε πλανάται, αποκλείει τον διάλογον, και κατά συνέπειαν, αδυνατεί να ίδη καθαράν την αλήθειαν. Ο διάλογος δεν ζητεί να επιβάλλη την αλήθειαν, αλλά να την ανακαλύψη". Υπήρξε κλασσικός διπρόσωπος οικουμενιστής όπου τη μία στιγμή έλεγε πως υπάρχουν μυστήρια στον παπισμό (ομιλία στη Νέα Σκήτη) και την άλλη διακήρυττε την μοναδικότητα της Ορθοδοξίας (ομιλία στο Πρωτάτο). Βλέπε και "Ορθοδοξία και αίρεσις", Θεοδωρήτου Ιερομονάχου, σελ. 38-41

[2]  Δράμας Βασίλειος Κυράτσος (δεξιά) και Γαβριήλ Διονυσιάτης (αριστερά). Ο πρώτος κοιμήθηκε το 2005, ο δεύτερος το 1983.
[3] Συλλιγαρδάκης. Κοιμήθηκε το 1987.



[4] Ο γνωστός Γέροντας Εφραίμ της Αριζόνα (85 ετών σήμερα), του οποίου το σύνθημα περιμένουν εκατοντάδες ορθόδοξοι συντηρητικοί για να διακόψουν την κοινωνία με τους οικουμενιστές.
[5] Κοιμήθηκε το 1974.
[6] Σημαντικότατη ομολογία ότι η αποδοχή του νέου ημερολογίου συνιστά παράβαση της Παράδοσης.
[7] Αυτά να τα βλέπουν εκείνοι που αμφισβητούν τις χειροτονίες των Παλαιοημερολογιτών.
[8] Του οποίο το λείψανο βρέθηκε άφθαρτο.
[9] Το Περιβόλι της Παναγίας, σπίτι του Πατριάρχη, κατά τον Σταυρουπόλεως.
[10] Αποκαρδιωτικές οι απαντήσεις στην ερώτηση "ο Οικουμενισμός είναι αίρεσις;"
[11] Να πάει στην Ουγκάντα και αφού φέρει στην Ορθοδοξία τους ειδωλολάτρες, να τους πούνε οι οικουμενιστές, ότι και οι παπικοί και οι προτεστάντες (που ως ιεραπόστολοι της αποικιοκρατίας πεντακόσια χρόνια τους πίναν το αίμα) έχουν μυστήρια και είναι αδελφοί εν Χριστώ...
[12] Αναφέρεται στον Γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή, ο οποίος υπήρξε Ζηλωτής από το 1924 μέχρι και το 1950. 

Τρίτη 19 Ιουλίου 2016

Η ΚΑΙΝΗ ΚΤΙΣΙΣ (Ἅγιος Νικόδημος Ἁγιορείτης·- Ἅγιος Ἰωάννης Κροστάνδης)





«Μακάριος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ σὲ γνωρίζει, μολονότι ἁγνοεῖ τὰ ἄλλα· ἐκεῖνος, ὅμως, ποὺ γνωρίζει καί σένα καὶ τὰ ἄλλα, μακάριος δὲν εἶναι γι’ αὐτό, ἀλλά μόνο ἐπειδὴ γνωρίζει ἐσένα»

Ὤ, μακαριότητα τοῦ Παραδείσου! Στὴν ὁποία οἱ μακάριοι θὰ εἶναι ὅμοιοι καί ἴσοι μὲ τοὺς Ἀγγέλους καί ὄχι «λίγο κατώτεροι ἀπὸ αὐτούς» καί οἱ υἱοὶ τοῦ Θεοῦ, ὅπως εἶπε ὁ Κύριος: «Θὰ εἶναι ἴσοι μὲ τοὺς ἀγγέλους καί παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, ὄντας τῆς ἀναστάσεως υἱοὶ» (Λουκ. 20,36)· καί ὅπως εἶπε ὁ μακάριος Αὐγουστῖνος· «Ὅταν θὰ δοῦμε τὸ πρόσωπό σου χωρὶς κάλυμμα στὸ πρόσωπο, τότε τί θὰ μᾶς ἐμποδίση ὥστε νὰ εἴμαστε λίγο παρακάτω ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους; Μᾶλλον ὅμοιοι κατὰ πάντα καί ἴσοι μὲ τοὺς ἀγγέλους θὰ εἴμαστε» (Εὐχὴ ιε’ ἡ ζ’). Ὤ, μακαριότητα τοῦ Παραδείσου! Στὴν ὁποία ἡ ζωὴ θὰ εἶναι μόνο ζωὴ χωρὶς θάνατο! Ἡ χαρὰ μόνο χαρὰ χωρὶς λύπη! Ἡ ἡμέρα μόνο ἡμέρα χωρὶς νύκτα! Ἡ εὐτυχία μόνο εὐτυχία χωρὶς δυστυχία! Συνοπτικά, στὴν ὁποία μακαριότητα τὰ καλὰ θὰ εἶναι μόνο καλὰ χωρὶς κανένα κακὸ· γι’ αὐτό, λοιπόν, εἶπε ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος: «Μακάριος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ὅλα ὅσα θέλει καί δὲν ἐπιθυμεῖ κανένα φαῦλο».

Ὤ, μακαριότητα τοῦ Παραδείσου! Στὴν ὁποία δὲν θὰ ἔχουν ἀνάγκη οἱ μακάριοι ἀπὸ αἰσθητὸ ἥλιο καί ἀπὸ αἰσθητὴ σελήνη, γιὰ νὰ τοὺς φωτίζη, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς θὰ εἶναι γι’ αὐτούς ὁ ἥλιος καί ἡ σελήνη, γιὰ νὰ τοὺς φωτίζη αἰώνια: «Δὲν θὰ ὑπάρχη γιὰ σένα ἀκόμη ὁ ἥλιος γιὰ φῶς ἡμέρας, οὔτε ἀνατολὴ σελήνης θὰ σὲ φωτίζη τὴν νύκτα, ἀλλά θὰ ὑπάρχη γιὰ σένα ὁ Κύριος φῶς αἰώνιο καί ὁ Θεὸς ἡ δόξα σου παντοτινὰ» (Ἡσ. 60, 19).

Γι’ αὐτό, λοιπόν, καὶ ὁ θεοφόρος Μάξιμος λύνοντας τὴν ἀπορία μερικῶν, ποὺ ζητοῦσαν νὰ μάθουν ποιὰ διαφορὰ ἔχει ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀπὸ τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, λέει: «Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν εἶναι κατανόησις τῆς γνήσιας, προαιώνιας γνώσεως τῶν ὄντων, σύμφωνα μὲ τοὺς λόγους τους, ποὺ ὑπάρχουν μέσα στὸν Θεό. Ἐνῶ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ μετάδοσις κατὰ χάρι τῶν ἀγαθῶν, ποὺ ὑπάρχουν μέσα στὸν Θεὸ» (κεφ. ψ’ τῆς β’ ἑκατοντ. τῶν θεολογικῶν).

Βλέπε ἐδῶ, ὅτι μόνα τὰ φυσικὰ προσόντα στὸν Θεὸ προστίθενται στοὺς μακάριους πρὸς θέα καὶ γνῶσι καί ἀπόλαυσι, ὄχι, ὅμως καὶ ἡ Θεία οὐσία, ἀπὸ τὴν ὁποία προέρχονται αὐτὰ φυσικὰ καὶ ἀχώριστα· γιατί αὐτὴ δὲν εἶναι μόνον ἀκατάληπτη, ἀλλά καί ἐντελῶς ἄγνωστη καί ἀόρατη στοὺς μακάριους.(Ἡσ. 60, 19). Δὲν θὰ ἔχουν ἀνάγκη πλέον ἀπὸ λύχνο γιὰ νὰ φέγγη τὴν νύκτα, οὔτε σπίτια, γιὰ νὰ κατοικοῦν, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς θὰ γίνη γι’ αὐτοὺς καὶ λύχνος καί κατοικία: «Καὶ νύκτα δὲν θὰ ὑπάρχη καὶ δὲν θὰ χρειάζονται λυχνάρι καί τὸ φῶς τοῦ ἥλιου, γιατί ὁ Κύριος θὰ τοὺς φωτίζη καί θὰ βασιλεύσουν αἰώνια» (Ἀποκ. 22, 5). Καί πάλι: «Καί ναὸ δὲν εἶδα σ’ αὐτὴν διότι ναὸς της εἶναι ὁ Κύριος ὁ Παντοκράτορας καί τὸ Ἀρνίο» (Ἀποκ.. 22, 22).

Δὲν θὰ ἔχουν ἀνάγκη οἱ μακάριοι οὔτε ἀπὸ ἀέρα οὔτε ἀπὸ φαγητό, οὔτε ἀπὸ πιοτό, οὔτε ἀπὸ κανένα ἄλλο ἐπιθυμητὸ πράγμα τοῦ κόσμου αὐτοῦ· ἐπειδὴ ὁ Θεὸς θὰ γίνη σ’ αὐτούς ἀντὶ γιὰ ὅλα τὰ πράγματα, ὅπως λέει ὁ θεῖος Παῦλος: «Ἔτσι ὁ Θεὸς θὰ βασιλεύση πλήρως πάνω σὲ ὅλα» (Α’ Κορ. 15, 28), τὸ ὁποῖο ρητὸ ἑρμηνεύοντας ὁ θεολόγος Γρηγόριος λέει: «Στὸν καιρὸ τῆς ἀποκαταστάσεως θὰ εἶναι ὁ Θεὸς πάνω σὲ ὅλα … ὅταν δὲν θὰ εἴμαστε διαμοιρασμένοι σὲ πολλά, ὅπως τώρα, ἀπὸ τὶς ἐπιθυμίες καί τὰ πάθη, μὴ ἔχοντας καθόλου μέσα μας τὸν Θεὸ ἤἔχοντάς τον ἐλάχιστα, ἀλλά ὁλόκληροι θὰ εἴμαστε χωρητικοί ὅλου τοῦ Θεοῦ καί μόνου· γιατί αὐτὴ εἶναι ἡ τελείωσις, πρὸς τὴν ὁποία σπεύδουμε νὰ φθάσουμε» (Λόγ. β’ περί Υἱοῦ).

 Ὤ, μακαριότητα τοῦ Παραδείσου, ἡ ὁποία εἶναι ὁ τελευταῖος καί ἔσχατος σκοπός, γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος πλάσθηκε μὲ τὴν δημιουργία καί ἀναπλάσθηκε μὲ τὴν ἔνσαρκη οἰκονομία· καί γιὰ νὰ πῶ μὲ συντομία: Ὤ, μακαριότητα τοῦ Παραδείσου, στὴν ὁποία οἱ μακάριοι βλέποντας στὸ τρισήλιο φῶς τῆς δόξας τὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, θὰ λένε στὸν Κύριο ἐκεῖνο ποῦ τοῦ εἶπε καί ὁ Φίλιππος: «Κύριε, δεῖξε μας τὸν Πατέρα καί μαςἀρκεῖ»· καί στὴν ὁποία μακαριότητα βρισκόμενος καί σύ, ἀδελφέ, θὰ εἶσαι ὄχι πλέον μακάριος, ἀλλ’ αὐτὴ σχεδὸν ἡ ἴδια μακαριότητα, ὅπως σοῦ ὑπόσχεται ὁ Κύριος λέγοντας:«Καί θὰ σοῦ κάνω τὴν ἀγαλλίασι αἰώνια, καύχημα γιὰ ὅλες τὶς γενεὲς» (Ἡσ. 60, 15).

Βλέπεις αὐτὴν τὴν μακαριότητα; Αὐτὴ ἀποκτᾶται μὲ κόπους καί μόχθους. Βλέπεις αὐτή τή χαρά; Αὐτή κερδίζεται μέ δάκρυα καί θλίψεις. Βλέπεις αὐτή τή δόξα τοῦ Παραδείσου; Ὁ σπόρος της εἶναι ἡ ἀγάπη.

Ἅγιος Νικόδημος Ἁγιορείτης

Χριστιανέ, νὰ ξέρεις πώς ὅσο κι ἂν ἀγαπᾶς ἐσύ τὸν Θεό, ἡ ἀγάπη ἡ δική Του εἶναι μεγαλύτερη ἀπὸ τὴ δική σου. Ὅπως τὰ χέρια τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἁπλώθηκαν στὸ σταυρό, ἔτσι θὰ εἶναι ἀνοιχτὴ κι ἡ καρδιά Του σὲ ὅλους στὴν οὐράνια βασιλεία Του. Ἐκεῖνος, τοῦ Ὁποίου ἡ ἀγάπη εἶναι μεγαλύτερη ἀπὸ τὴ δική σου, θὰ σ’ ἀγαπᾶ πάντα, αἰώνια. Σ’ ἀγαποῦσε καὶ τότε πού ἤσουν ἁμαρτωλός ἐχθρός Του. Εἶναι δυνατὸν νὰ μὴν σὲ ἀγαπᾶ ἄπειρα ὅταν θὰ ‘χεις γίνει γιός Του, τέλειος σὲ ἁγιότητα;

       Λίγο προτοῦ καταστραφεῖ τελείως ἡ Ἱερουσαλὴμ ἔχυσε δάκρυα γι’ αὐτήν. Πόσο θὰ εὐφραίνεται τώρα μὲ τὴ δόξα τῆς Νέας Ἱερουσαλήμ!

       Χριστιανέ, προσπάθησε νὰ κατανοήσεις τὴ μεγάλη αὐτὴ ἀλήθεια: Θὰ βρίσκεσαι πάντα στὴν ἀγκαλιὰ μιᾶς Ἀγάπης πού δὲν ἔχει οὔτε ἀρχὴ οὔτε τέλος.

       Εἶναι ἡ Ἴδια αὐτὴ Ἀγάπη πού ἔφερε τὸν Υἱό τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ στὴ γῆ, τὸν ὁδήγησε ἀπὸ τὴ γῆ στὸ σταυρό, ἀπὸ τὸ σταυρὸ στὸν τάφο κι ἀπὸ τὸν τάφο στὴ δόξα.

       Εἶναι ἡ Ἀγάπη πού τὸν ἔκανε νὰ ὑπομείνει ταπεινώσεις, πείνα, πειρασμούς, περιφρόνηση, κολαφισμούς, μάστιγες, ἐμπτυσμούς, παθήματα καὶ σταυρό.

       Ἡ Ἀγάπη πού νήστεψε, προσευχήθηκε, δίδαξε, θεράπευσε, ἔκλαψε, ἔχυσε τὸ αἷμα Της καὶ πέθανε.

       Ἡ Ἀγάπη αὐτὴ θὰ σὲ ἀκολουθεῖ πάντα, θὰ εἶναι διαρκῶς μαζί σου!

       Νὰ θυμᾶσαι, χριστιανέ, πώς ὅταν ἡ πίστη σου εἶναι δυνατὴ κι ἑνωθεῖς μὲ τὸν Θεό, οὔτε ἡ ἁμαρτία οὔτε ἡ γῆ οὔτε κι ἡ κόλαση θὰ σταθοῦν ἱκανὲς νὰ σὲ ἀποσπάσουν ἀπὸ Ἐκεῖνον. Ὁ Χριστὸς θὰ εἶναι ἑνωμένος μαζί σου πιὸ στενὰ κι ἀπὸ τὸν ἀδελφό σου.

Ἐκεῖνος πού δὲν ἐπιδέχεται φθορὰ ἡ ἀλλοίωση εἶναι πιὸ πάνω ἀπ’ ὅλους τούς ἐχθρούς σου. «Οὔτε θάνατος οὔτε ζωὴ οὔτε ἄγγελοι οὔτε ἀρχαὶ οὔτε δυνάμεις οὔτε ἐνεστῶτα οὔτε μέλλοντα οὔτε ὕψωμα οὔτε βάθος οὔτε τις κτίσις ἑτέρα δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τῆς ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν» (Ρωμ. η’ 38-39).

       Ἡ χαρά σου δὲν θά ἀνήκει ἀποκλειστικὰ σὲ σένα. Θὰ ἁπλωθεῖ παντοῦ, ὅπως ἁπλώνεται κι ἡ ἀγάπη. Ὁ οὐρανὸς εὐφραίνεται μὲ τὴν ἀλλοίωσή σου. Πόσο μᾶλλον θὰ εὐφραίνεται ὅταν θὰ δοξαστεῖς! Ἄγγελοι θὰ σὲ ὑποδεχτοῦν καὶ θὰ χαίρονται μὲ τὴν παρουσία σου ἐκεῖ.

       Ἡ μακαριότητά μας εἶναι τὸ τέλος κι ὁ ἀποκλειστικὸς σκοπὸς τῆς διακονίας τοῦ Χριστοῦ, τῶν παθῶν Του καί τοῦ θανάτου Του. Ἐκεῖνος δοξάζεται «ἐν τοῖς ἁγίοις Του». Θὰ τὸν ἀγαποῦν ὅλοι οἱ πιστοὶ κι Ἐκεῖνος θὰ χαίρεται μὲ τοὺς καρποὺς τῆς διακονίας Του στὸ ἀνθρώπινο γένος.

       Ὅσο χρόνο ἀναμένεις αὐτὴν τὴν ὑπέροχη κατάσταση τοῦ μέλλοντος, πρόσεχε ἀπὸ κάθε ἄποψη. Νὰ ‘σαι πάντα σὲ ἐγρήγορση, νὰ ἐμπιστεύεσαι τὴ Θεία Πρόνοια καὶ νὰ προετοιμάζεις τὸν ἑαυτό σου σ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ γιὰ τή μέλλουσα εὐφροσύνη σου.

Ἅγιος Ἰωάννης Κροστάνδης

Πηγή: www.imaik.gr (Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννου Προδρόμου Καρέα)