A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

Πέμπτη 14 Απριλίου 2016

ΠΕΙΡΑΣΜΟΙ (Ὃσιος Θεοφάνης ὁ Ἒγκλειστος)


Η προσβολή στην ψυχή ακαθάρτων σκέψεων, συναισθημάτων και επιθυμιών είναι φαινόμενο συνηθισμένο και καθολικό. Μόνο με την προσβολή αυτή δεν έχουμε αμαρτία. Η αμαρτία αρχίζει όταν συγκρατήσουμε μέσα μας και υποδεχθούμε τους εμπαθείς αυτούς λογισμούς. Όταν όμως τους διώξουμε αμέσως και με οργή, είμαστε καθαροί και ανεύθυνοι. Είμαστε επιπλέον και αξιέπαινοι για την απόκρουσι του πειρασμού, όπως οι στρατιώτες που πολέμησαν και κατεδίωξαν τους εχθρούς. Κάθε φορά που νικηφόρα αποκρούετε τον πειρασμό, να μη σταματάτε σ’ αυτό, αλλά να καταφεύγετε στην προσευχή, μέχρις ότου στην ψυχή σας επικρατήσουν αντίθετοι λογισμοί, δηλαδή καθαρές σκέψεις και επιθυμίες. Έτσι θα ολοκληρώνετε τον αγώνα σας εναντίον των εχθρών.


Ανδριζεσθε! Ο εχθρός σας πολεμά. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι είσθε άμαρτωλός. Ούτε οι επιθέσεις του πρέπει να σας κλονίζουν ή να σας συγχύζουν. Οι πειρασμοί προέρχονται από τον φθόνο τον εχθρού και επιστρέφουν στο κεφάλι του. Εσείς είσθε όχι μόνον ανεύθυνοι αλλά και κερδισμένοι, εφ’ όσον αγωνίζεσθε. Κάθε φορά που αποκρούετε μια εχθρική επίθεσι, εξασφαλίζετε μια νίκη και ευαρεστείτε τον Θεό!

Δεν είναι δυνατόν ν’ αποφύγη κανείς τις ενοχλητικές επιθέσεις του εχθρού. Έτσι είναι διαμορφωμένη η ζωή μας. Αυτό όμως δεν οδηγεί στην απώλεια του αγωνιστού, αλλά στη σωτηρία του. Μέσα μας φωλιάζουν τα πάθη σαν συνέπεια της πτώσεως των πρωτοπλάστων. Για να απαλλαγούμε από αυτά, αρχικά πρέπει να διαπιστώσουμε την ύπαρξή τους. Και για να διαπιστώσουμε την ύπαρξή τους πρέπει να εκδηλωθούν, να βγουν από την κρυψώνα τους. Σ’ αυτό συμβάλλουν οι πειρασμοί και έτσι, άθελα του εχθρού, βοηθούν στην κάθαρσι και στον αγιασμό μας. Οι πειρασμοί λοιπόν, αναγκάζουν να βγη στην επιφάνεια το κακό που κρύβεται μέσα μας.

Ο πειρασμός προέρχεται από τη σάρκα, τον κόσμο και τον διάβολο. Εξελίσσεται συνήθως με τα εξής στάδια:
A. Εμφανίζεται στον νου μια άσχημη σκέψις ή προσβάλλεται μια αίσθησις. Τα μάτια π.χ. αντικρύζουν μια αισχρή εικόνα. Αυτό αποτελεί την αρχή του πειρασμού. Στο στάδιο αυτό δεν υπάρχει αμαρτία και ενοχή, διότι βρισκόμαστε ακόμα στη φάσι της προσβολής ή της ακουσίας επιθέσεως του εχθρού. Εάν εσείς αντιδράσετε αμέσως και στραφήτε προς τον Κύριο, κερδίσατε ένα στεφάνι. Εάν όμως δεν εναντιωθήτε, αλλ’ αρχίσετε ν’ απασχολήσθε με τη σκέψη ή την εικόνα, αυτό δεν είναι καλό σημείο. Η ψυχή σας κλονίσθηκε. Παρόλ’ αυτά έως εδώ δεν έχουμε ακόμα αμαρτία. Έγινε όμως ένα βήμα προς αυτή. Υπάρχουν αισχροί λογισμοί επίμονοι, λογισμοί που δε φεύγουν εύκολα ή που ξαναγυρίζουν. Μη σας κουράζη αυτό. Είναι έργο του εχθρού. Εάν εσείς εκδηλώνετε κάθε φορά την άμεση αντιπάθειά σας απέναντί τους και καταφεύγετε συχνά στον Κύριο, βρίσκεσθε σε καλή πνευματική κατάστασι. Οι πειρασμοί τότε υποχωρούν και εξαφανίζονται. Έρχονται λοιπόν αισχροί λογισμοί; Διώξτε τους. Έρχονται ξανά; Ξαναδιώξτε τους. Επιμένουν; Επιμένετε και σεις στο να τους διώχνετε. Το ίδιο έκαναν και οι παλαιοί Πατέρες. Δίδασκαν μάλιστα, ότι όσο γρηγορότερα διώχνει κανείς τον πρώτο κακό λογισμό, τόσο γρηγορότερα ελευθερώνεται από τον πόλεμο του εχθρού.
Όποιος όμως καθυστερεί και αρχίζει ν’ ασχολείται με τον πειρασμό, τότε θα κάνει και το δεύτερο βήμα προς την πτώση.
Β. Η ενασχόληση με τον πειρασμό ή η συζήτηση μαζί του, αποτελεί τη δεύτερη φάσι του. Δεν υπάρχει ακόμα η αμαρτία, αλλά γίνεται πλέον η αρχή της.
Γ. Η τρίτη φάσις είναι μια ικανοποίησις ή μια ευχαρίστησις που προκαλείται με την παράτασι του πειρασμού. Εδώ μπορεί να μην έχουμε τη διάπραξι της αμαρτίας, έχουμε όμως μια ακάθαρτη πλέον κατάστασι. Συμβαίνει μάλιστα η βίωσις της ηδονής να δημιουργείται ξαφνικά, χωρίς ενεργό συμμετοχή της βουλήσεώς μας.
Δ. Το τέταρτο σκαλοπάτι προς την αμαρτία είναι η κάμψις της θελήσεως, έστω κι αν δεν έχουμε τελικά συγκατάθεσι. Στο σημείο αυτό υπάρχει ενοχή, διότι στα αισθήματά μας δεν μπορούμε πάντοτε να κυριαρχούμε, στη θέλησί μας όμως κυριαρχούμε. Ωστόσο, δεν έχουμε έμπρακτη αμαρτία, βρισκόμαστε όμως στα πρόθυρά της.
Ε. Η πέμπτη φάσις είναι η συγκατάθεσις στην αμαρτία ή η απόφασις να αμαρτήση κανείς. Εδώ έχουμε οπωσδήποτε αμαρτία, αμαρτία όμωςεσωτερική.
ΣΤ. Μετά ακολουθεί η τελευταία φάσις, δηλαδή η διάπραξις της αμαρτίας. Εδώ έχουμε την ολοκληρωμένη πτώση, την καταστροφή της ψυχής, τη στέρησι της θ. Χάριτος, την υποταγή στην εξουσία του εχθρού.

Όσον αφορά τους βλάσφημους λογισμούς ή τους λογισμούς απιστίας που αναφέρονται στην θ. Κοινωνία, να ξέρετε ότι προέρχονται από τον εχθρό. Διώξτε τους και προσεύχεσθε. Ο ίδιος ο Κύριος θέσπισε το μυστήριο της θ.  Ευχαριστίας λέγοντας: «Τούτο εστί το σώμα μου» και «τούτο εστί το αίμα μου». Επιπλέον έδωσε εντολή: «Τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν» (Λουκ. 22,19). Οι απόστολοι άρχισαν να το τελούν και από τότε αυτή η πράξις της Εκκλησίας δεν σταμάτησε, ούτε θα σταματήση μέχρι τη συντέλεια των αιώνων.
Η χαρά δεν είναι κάτι το εξωτερικό, αλλά προέρχεται από τα βάθη του είναι μας. Για μας τους χριστιανούς γεννιέται από την προσδοκία και βίωσι των αγαθών που απορρέουν από την θεία ενανθρώπησι και αυξάνεται με την παραμονή μας στην κατάστασι της υιοθεσίας μας από τον Θεό.
Ο Κύριος έλαβε τη σάρκα μας από τα παρθενικά αίματα της Παναγίας μας κι εμείς γινόμαστε ένα μαζί Του χάριν αυτής της σαρκώσεως. Γι’ αυτό και ένα σπουδαίο χαρακτηριστικό της χριστιανικής ζωής είναι η εκτίμησις της παρθενίας. Παρθενίας όχι μόνο σωματικής, αλλά και ψυχικής.
Η σαρκική αμαρτία αποτελεί άρνηση της χριστιανικής μας ιδιότητος. Και τίποτε δεν καταπνίγει την πνευματική χαρά, όσο αυτή η αμαρτία, αν και ο εχθρός συνεχώς μας ψιθυρίζει ότι είναι φυσική και ασήμαντη”.
Είναι πολύ επικίνδυνη η διάσπασις των λογισμών και χρειάζεται μεγάλη προσοχή. Ο εχθρός θέλει να σας παγιδεύση σε καμιά σπηλιά και εκεί να σας εξολοθρεύση.
Οι λογισμοί αρχίζουν να σκορπίζονται με την χαλάρωσι του φόβου του Θεού και με την ψυχρότητα της καρδιάς. Πολλά είναι τα αίτια αυτής της καταστάσεως. Ξεχωρίζουν όμως η αυτάρκεια και η έπαρσις. Σε σας δυστυχώς και τα δύο υπάρχουν. Προφυλαχθείτε λοιπόν και αγωνισθείτε να επαναφέρετε τον φόβο του Θεού και να ξαναθερμάνετε τον θείο ζήλο. Διαφορετικά, θ’ αναπτυχθή η διάσπασις των λογισμών.
Ο διεσπασμένος μοιάζει με το σπίτι που έχει ανοιχτά τα παράθυρα και που απουσιάζει ο νοικοκύρης. Όποιος θέλει, πετάει μέσα πέτρες και σκουπίδια. Έτσι, όταν επιστρέψη κάποτε ο νοικοκύρης, θα εκπλαγή με την ελεεινή κατάσταση που θα αντικρύση. Θα είναι αδύνατον να κατοικήση, αν δεν προηγηθή η καθαριότητα.
Κατά παρόμοιο τρόπο, όταν μετά τη διάσπασι επιστρέφη η ψυχή στον εαυτό της, βρίσκει τόση ακαθαρσία από ποικίλους λογισμούς, που τα χάνει. Και μακάρι ν’ ανάψη ζήλος για την κάθαρσι. Διαφορετικά, είναι δυνατόν να παραμένη άπρακτη. Αυτό θα είναι μεγάλη συμφορά. Ο Κύριος να μας σώζη και να μας ελεή”!

Οι αισχροί λογισμοί
Θα σας πω λίγα για τους λογισμούς, τις αισχρές σκέψεις. Όταν σταματήση ο άνθρωπος τις αμαρτωλές πράξεις, η πάλη του μεταφέρεται εσωτερικά, στην καρδιά. Ο αγώνας γίνεται εναντίον κυρίως των λογισμών. Πίσω από τους λογισμούς ακολουθούν τα άπρεπα συναισθήματα. Πίσω απ’ αυτά οι πονηρές επιθυμίες, η συγκατάθεσις, η συμφωνία, η απόφασις για την πραγματοποίησι της αμαρτίας. Έτσι συντελείται η εσωτερική αμαρτία. Αυτές οι εσωτερικές κινήσεις δεν ειναι εφάμαρτες. Η αμαρτία αρχίζει εκεί που εμφανίζεται η θέλησις, η επιθυμία για το κακό.
Οι λογισμοί δεν μολύνουν τον άνθρωπο, όταν ο ίδιος δεν τους προκαλεί και όταν, ενώ μόνοι τους έρχονται, δεν τους δέχεται, αλλά τους απομακρύνει. Όταν τους δέχεται, έχουμε καποια έλλειψι καθαρότητος.Όταν αρχίζη να συμμετέχει και το συναίσθημα και δημιουργείται ευχαρίστησις, ηδυπάθεια, τότε έχουμε εσωτερική αμαρτία. Όταν σε προχωρημένο στάδιο εξάπτη κανείς την ηδυπάθεια, έχουμε ολοκληρωμένη την εσωτερική αμαρτία.
Δεν πρέπει ποτέ να φθάνουμε στην συγκατάθεσι, στην συμφωνία, και στην απόφασι για την πραγματοποίηση της αμαρτίας, αλλ’ ευθύς εξ’ αρχής να διώχνουμε τους πονηρούς λογισμούς, να καταπνίγουμε αμέσως με όλες τις δυνάμεις το ένοχο συναίσθημα ή την ηδυπάθεια, μόλις εμφανιστούν. Αυτό είναι το σπουδαιότερο σημείο της εσωτερικής πάλης. Για να το πετύχετε, σταθήτε ενώπιον του Κυρίου, όπου κι αν βρίσκεσθε και μην αφήνετε να εισέλθει τίποτα το αμαρτωλό στην καρδιά σας”.

Όνειρα και πλάνη
«Στο γράμμα που μου στείλατε την Μ. Τεσσαρακοστή, με ρωτάτε αν μπορούμε να πιστεύουμε στα όνειρα. Καλύτερα να μην πιστεύουμε. Εάν ο εχθρός στον ξύπνιο φέρνει πολλές ανόητες και επιβλαβείς φαντασίες, πόσο μάλλον στον κοιμισμένο.
Μια άσχημη σκέψι είναι ένα εχθρικό βέλος. Το ρίχνει ο διάβολος κυρίως στην ώρα της προσευχής για ν᾿ αποσπάση τον νου από τον Θεό και να τον απασχολήση με κάτι το αμαρτωλό. Όταν η προσοχή προσηλωθή σ᾿ αυτό, τότε ο εχθρός θα πλησιάση και θ᾿ αρχίση ένα συστηματικό έργο μέσα στον νου και στην καρδιά. Θα ρυπάνη την ψυχή και θα εξάψη άπρεπα αισθήματα και πάθη. Στην περίπτωσι αυτή ένα μέσο σωτηρίας υπάρχει: Να στραφή αμέσως η προσοχή σε κάτι διαφορετικό καί εκεί να σταματήση».
«Σας απασχολούν τα όνειρα; Προσπαθείτε να τα εξηγήσετε; Τα θεωρείτε προφητικά; Τους δίνετε ιδιαίτερη σημασία; Κινδυνεύετε τότε να πλανηθήτε. Λάβατε τα μέτρα σας προτού προλάβη ο εχθρός να σας απατήση. Θα σας παρουσιάση όνειρα ευχάριστα και κατόπιν θα σας σπείρη το λογισμό: “Ο Θεός σου τα στέλνει για να σε αμείψη για τους κόπους σου“. Δυο-τρεις παρόμοιες επιθέσεις και η αδύνατη ψυχή κλονίζεται και πείθεται στα λόγια του πονηρού. Δεν αργεί τότε να φουντώση η αυταρέσκεια, η αυτοεκτίμησις, η υπερηφάνεια… Εφ᾿ όσον ο εχθρός καταφέρη ν᾿ απατήση έτσι μια ψυχή, όλα τα υπόλοιπα θα του έλθουν ομαλά».

Η πειρασμική θλίψις
«Μου γράφετε ότι θλίψις και στενοχώρια σας ταλαιπωρεί. Αυτό είναι ενέργεια του εχθρού. Ο διάβολος μισεί τις ήσυχες καρδιές. Τις γεμίζει με λύπη και ταραχή. Φυγαδεύει απ᾿ αυτές την κατάστασι της ειρήνης. Προσευχηθήτε στον Κύριο και την Υπεραγία Θεοτόκο και θα παρηγορηθείτε».


ΔΥΟ ΠΑΓΙΔΕΣ ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ (Ἃγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης)






Πολλές εἶναι οἱ παγίδες που στήνει ὁ διάβολος, για να πιάσει τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων καί νά τίς ὁδηγήσει στόν ὄλεθρο. Δυό ἀπ᾿ αὐτές εἶναι ἡ ἀργία καί ἡ πολυπραγμοσύνη. Καί ἡ ἀργία, δηλαδή τό νά κάθεται κανείς καί νά σαπίζει σέ μιά ἀξιοκατάκριτη ἀπραξία, καί ἡ πολυπραγμοσύνη, δηλαδή τό νά μπλέκεται κανείς μέ χίλιες ὑποθέσεις καί δουλιές, εἶναι ἐμπόδια γιά τή σωτηρία.

Πολλοί χριστιανοί, προπαντός οἱ νέοι, περνᾶνε τή μέρα τους χωρίς ἐργασία. Περπατᾶνε στίς πλατεῖες, μιλᾶνε γιά τά διάφορα νέα, κοροϊδεύουν τούς διαβάτες, καί ὅταν πηγαίνουν στήν ἐκκλησία, τό κάνουν γιατί δέν ἔχουν νά κάνουν τίποτ᾿ ἄλλο. Ἔτσι σπαταλᾶνε τό χρόνο τους χωρίς κανένα κέρδος. Τό Ἅγιο Πνεῦμα στή Σοφία Σειράχ λέει, ὅτι «πολλήν κακίαν ἐδίδαξεν ἡ ἀργία»1.

Θά λέγαμε, ὅτι ὁ διάβολος ἄνοιξε ἕνα σχολείο πονηρίας καί κακίας, καί ἐπειδή εἶδε πώς δέν ἐπαρκοῦσε ὁ ἴδιος γιά ὅλα τά μαθήματα τοῦ κακοῦ, ἔβαλε τήν ἀργία σάν βοηθό-δάσκαλο, γιά νά κάνει αὐτή ὅσα μαθήματα δέν πρόφταινε νά κάνει ἐκεῖνος!

Σ᾿ αὐτό λοιπόν τό σχολείο μαθαίνουν οἱ ἄνθρωποι τίς ἁμαρτίες γρήγορα καί χωρίς κόπο. Καί τίς μαθαίνει ἀνεξαίρετα κάθε ἄνθρωπος, γιατί καί οἱ πιό καθυστερημένοι στό μυαλό γίνονται μαθητές ἄξιοι νά προκόψουν στό κακό. Ἐδῶ μαθαίνει ὁ ἄνθρωπος νά ἁμαρτάνει μέ τό λογισμό, ἐπιθυμώντας μέ τήν καρδιά τοῦ ἐκεῖνο πού δέν μπορεῖ νά κάνει μέ τά ἔργα. «Ἐπιθυμίαι ὀκνηρόν ἀποκτείνουσιν· οὐ γάρ προαιροῦνται αἱ χεῖρες αὐτοῦ ποιεῖν τι»2.

Μερικές φορές ὁ ὀκνηρός δέν κάνει τό κακό μέ τήν πράξη, γιατί χρειάζεται κάποιος κόπος. Ἀλλά μέ τούς πονηρούς λογισμούς τρέχει κάθε μέρα στήν ἀκαθαρσία.
Στούς λογισμούς τοῦ ὀκνηροῦ καί φυγόπονου ἀνθρώπου ἀκολουθοῦν σάν ἁλυσίδα οἱ κατακρίσεις. Γιατί ὅσο εἶναι ἀμελής στά δικά του πράγματα καί στίς δικές του ὑποθέσεις, τόσο εἶναι ἐπιμελής καί πρόθυμος στό νά ἐξετάζει τά ἔργα τῶν ἄλλων. Καί ὅση περισσότερη δυσκολία ἔχει στό νά ἐργάζεται, τόση εὐκολία ἔχει στό νά μιλάει, ἐπειδή αὐτό δέν ἀπαιτεῖ κόπο. Γι᾿ αὐτό περνάει τίς μέρες του μέ κατακρίσεις. Κι ἐνῶ ἡ γλώσσα ἁγιάστηκε μέ τό βάπτισμα, αὐτός τή βεβηλώνει καί τή μολύνει.

Ἔπειτα, ὅποιος εἶναι ἐχθρός τοῦ κόπου, εἶναι φίλος τῶν ἡδονῶν. Καί δέν εὐχαριστιέται ὁ ὀκνηρός, ἄν δέν ἀπολαύσει τίς ἡδονές. Ἔτσι ἐπαληθεύεται ἡ ἀρχαία παροιμία, πού λέει: «Ἀργία μήτηρ πάσης κακίας».

Τό νερό πού μένει στάσιμο, γρήγορα βρωμίζει. Ὁ ἀέρας πού δέν ἀνανεώνεται, σέ λίγο γίνεται ἀνθυγιεινός. Οἱ στρατιώτες πού μένουν ἄπρακτοι καί ἀγύμναστοι, γίνονται μαλθακοί καί εὔκολα νικώνται. Ἔτσι καί οἱ πνευματικοί στρατιώτες τοῦ Χριστοῦ μέ τήν ἀργία καί φυγοπονία γλιστράνε σιγά-σιγά σέ κάθε κακία.

Ἄν ὅμως ἡ ἀργία γεννάει πολλά κακά, δέν γεννᾶνε λιγότερα καί οἱ πολλές ὑποθέσεις, οἱ πολλές δουλειές καί οἱ πολλές μέριμνες. Γιατί αὐτές, λέει ὁ Κύριος, εἶναι σάν τ᾿ ἀγκάθια, πού πνίγουν τό σπόρο τῶν θείων ἐντολῶν, καί τόν ἐμποδίζουν ν᾿ αὐξηθεῖ καί νά καρποφορήσει: «Τό δέ εἰς τᾶς ἀκάνθας πεσόν, οὗτοί εἰσιν οἱ ἀκούσαντες, καί ὑπό μεριμνῶν καί πλούτου καί ἡδονῶν τοῦ βίου πορευόμενοι συμπνίγονται καί οὐ τελεσφοροῦσι”3.

Οἱ πολυάσχολοι ἄνθρωποι δέν ἔχουν καιρό γιά τήν ἐκκλησία, δέν ἔχουν καιρό γιά τό κήρυγμα, δέν ἔχουν καιρό νά διαβάσουν ἕνα ὠφέλιμο βιβλίο. Τή μιά δουλειά πιάνουν, τήν ἄλλη ἀφήνουν. Μοιάζουν μ᾿ ἕνα σκοινί δεμένο σέ χίλιους κόμπους, πού δέν πρόκειται ποτέ νά λυθεῖ. Καί μ᾿ αὐτό τό τέχνασμα ὁ διάβολος τούς κρατάει δεμένους κι αἰχμαλωτισμένους. Ἀκόμα κι ἄν θελήσουν νά ξεφύγουν ἀπό τά χέρια του, δέν βρίσκουν διέξοδο, γιατί ὁ παμπόνηρος τούς πνίγει μέ μεγαλύτερες ὑποθέσεις καί μέριμνες. Ἔτσι δέν ἔχουν καιρό ὄχι νά κάνουν τό καλό, μά οὔτε κάν νά τό σκεφθοῦν. Οἱ καθημερινές φροντίδες καί ὑποθέσεις γίνονται παγίδες, πού τούς κολλᾶνε στή γῆ καί τά γήινα. Ἡ μᾶλλον αὐτές οἱ φροντίδες κολλᾶνε στήν καρδιά τους, ὅπως ὁ κισσός στά δέντρα, καί ἀπομυζοῦν κάθε στάλα εὐλάβειας πού ἔχουν.

Ἀλλά κι ἄν τούς μείνει λίγος χρόνος γιά νά κάνουν κανένα καλό, πῶς νά τό κάνουν τό καλό ὅπως πρέπει; Οἱ μανιώδεις κυνηγοί, ἀκόμα κι ὅταν κοιμοῦνται, ὀνειρεύονται τά θηράματα πού πιάνουν ἤ ἐκεῖνα πού τούς φεύγουν. Ἔτσι, τό σῶμα τους βρίσκεται στό κρεβάτι καί ὁ νοῦς τους στά δάση. Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ κείνους πού καταγίνονται μέ πολλές ὑποθέσεις καί φροντίδες. Βρίσκονται στήν ἐκκλησία, καί ὁ νοῦς τους τρέχει ἀπό δω κι ἀπό κεῖ: Πῶς θά κάνουν αὐτή τή δουλειά, πῶς θά τελειώσουν ἐκείνη τήν ὑπόθεση… Τό σῶμα τους εἶναι στήν ἐκκλησία, καί ὁ νοῦς τους στίς πλατεῖες. Καί ὅταν κοιμοῦνται ἀκόμα, ὀνειρεύονται διάφορες ὑποθέσεις καί φροντίδες: “Περί τροφῆς φροντίς· γυναικός φυλακή· οἴκου ἐπιμέλεια· οἰκετῶν προστασίαι· αἱ κατά τά συμβόλαια βλάβαι· αἱ ἐν τοῖς δικαστηρίοις συμπλοκαί· τῆς ἐμπορίας οἱ κίνδυνοι· αἱ τῆς γεωργίας διαπονήσεις… Πᾶσα ἡμέρα ἰδίαν ἥκει φέρουσα τῆς ψυχής ἐπισκότισιν· καί αἱ νύκτες, τας φροντίδας παραλαβοῦσαι, ἐν ταῖς αὐταῖς φαντασίαις ἐξαπατῶσι τόν νοῦν»4.

Κι ἐνῶ βρίσκεσαι σέ τέτοιο περισπασμό, σέ τέτοια ταραχή, νομίζεις πώς θά σοῦ μιλήσει καί θά σέ φωτίσει ὁ Θεός;
Μά ἐσύ, ὅταν διηγείσαι σ᾿ ἕνα φίλο σου κάποιο γεγονός κι ἐκεῖνος δέν σέ προσέχει, δέν σταματάς νά τοῦ μιλᾶς; Πῶς θέλεις ἔπειτα νά μιλάει ὁ Θεός στήν καρδιά σου, τή στιγμή πού εἶναι γεμάτη μ᾿ ἑκατό λογισμούς καί δέν ἔχει χῶρο γιά τή δική Του φωνή;

Γιά νά λυτρωθεῖς ὅμως εἴτε ἀπό τήν ἀργία εἴτε ἀπό τήν πολυμεριμνία, πρέπει νά κατανοήσεις τό σκοπό γιά τόν ὁποῖο γεννήθηκες στόν κόσμο.
Καί ὁ σκοπός αὐτός δέν εἶναι ἄλλος, ἀπό τήν κερδοφόρα ἀξιοποίηση τοῦ χρόνου σου γιά τήν ὠφέλεια τῆς ψυχῆς σου, γιά τή σωτηρία σου. Ὁ ἴδιος ὁ Θεός πάντοτε καί «ἕως ἄρτι ἐργάζεται»5.

Πολύ περισσότερο ἐμεῖς «δεῖ ἐργάζεσθαι ἕως ἡμέρα ἐστίν· ἔρχεται γάρ νύξ ὅτε οὐδείς δύναται ἐργάζεσθαι»6. Ἄς πολλαπλασσιάσουμε τά τάλαντα πού μᾶς ἔχει δώσει ὁ Κύριος, λέγοντας: «Πραγματεύσασθε ἕως ἔρχομαι»7. Ὅταν ἔρθει, θά εἶναι ἀργά πιά γιά πνευματικές ἐπενδύσεις.

Τόσο πολύτιμος λοιπόν εἶναι ὁ καιρός τῆς παρούσης ζωῆς, πού κι ἄν μαζεύονταν ὅλοι οἱ ρήτορες τοῦ κόσμου, δέν θά μποροῦσαν νά παραστήσουν ἱκανοποιητικά τήν ἀξία του. Ἐπειδή ὁ καιρός πού μᾶς δίνει ὁ Θεός γιά νά κερδίσουμε τόν παράδεισο ἀξίζει τόσο, ὅσο καί ὁ ἴδιος ὁ παράδεισος. Τώρακαταλαβαίνεις τήν ἀξία τοῦ χρόνου πού ἔχεις γιά νά μετανοήσεις. Γιατί θά ἔρθει ξαφνικά ὁ θάνατος, καί τότε θά ζητᾶς μιά στιγμή γιά μετάνοια, καί δέν θά τήν ἔχεις.

Διηγοῦνται γιά ἕναν ἄρχοντα, πού ἦταν πολλά χρόνια γραμματέας κάποιου βασιλιά, πώς ὅταν ἔφτασε στό τέλος τῆς ζωῆς του, ἔκλαιγε ἀπαρηγόρητα, λέγοντας: «Ἀλλοίμονο σέ μένα, πού ξόδεψα τόσα φορτία χαρτιοῦ γιά νά γράφω τά γράμματα τοῦ βασιλιά, καί δέν βρῆκα λίγο καιρό γιά νά γράψω σέ μισό φύλλο χαρτί τίς ἁμαρτίες μου. Ἀλλοίμονο! Ἀλλοίμονο!».

Ἕνα παρόμοιο θρῆνο θά κάνεις κι ἐσύ, ἀγαπητέ, στό τέλος τῆς ζωῆς σου, ἄν ξόδεψες τά χρόνια σου εἴτε μέσα στήν ἀργία, εἴτε, ἀντίθετα, μέσα στίς πολλές ἀσχολίες, καί δέν φρόντισες γιά τήν καλλιέργεια τῆς ψυχῆς σου. Λοιπόν, ξύπνα ἀπό τόν πνευματικό ὕπνο. Μοιάσε στό στρατοκόπο ἐκεῖνο, πού πέφτει μεσόστρατα νά κοιμηθεῖ, ἀλλά σέ λίγο, σάν συλλογιστεῖ πόσο οἱ σύντροφοί του ἔχουν προχωρήσει, σηκώνεται καί συνεχίζει βιαστικά.
Ἔχεις χάσει κι ἐσύ τόσον καιρό. Πρέπει τώρα νά τόν πάρεις πίσω, ζώντας, «μή ὡς ἄσοφος, ἀλλ᾿ ὡς σοφός, ἐξαγοραζόμενος τόν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσιν»8.

______________________


1 33 : 28. 2 Παρ. 21 : 25. 3 Λουκ. Η΄ : 14 4 Μεγ. Βασιλείου, Ἐπιστ. Α΄. 5 Ἰω. ε΄ : 17 6 Ἰω. Θ΄ : 4 7 Λουκ. Ιθ΄: 13 8 Ἐφ. Ε΄ : 15-16.

Σταχυολόγηση καί διασκευή κειμένου ἀπό τά “Πνευματικά Γυμνάσματα” τοῦ ὁσίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου

(Ἀπό τό βιβλίο: «ΜΑΘΗΤΕΙΑ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΝΙΚΟΔΗΜΟ», Ἐκδόσεις: Ι. Μ. Παρακλήτου Ὠρωπός Ἀττικῆς)

Κυριακή 10 Απριλίου 2016

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ 2016 (Ὁμιλία π.Εὐθυμίου Μπαρδάκα)







ΝΕΚΡΟΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΚΑΙ ΤΗ ΣΑΡΚΑ (Ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου)



Ἄν μελετᾶμε καί ἐρευνᾶμε τίς θεῖες Γραφές, ὅπως μᾶς προστάζει ὁ Κύριος, τότε θά γνωρίσουμε τό δρόμο τῶν ἐντολῶν Του. Καί ἀκολουθώντας τό δρόμο αὐτό χωρίς νά στρέφουμε «εἰς τά ὀπίσω», θά φτάσουμε στή σωτηρία, πού εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστός.
Ἄς τρέξουμε λοιπόν πρόθυμα καί γρήγορα, χωρίς νά σηκώνουμε κανένα ἄλλο φορτίο, κανένα κοσμικό πράγμα, πού θά μᾶς ἐμποδίσει νά φτάσουμε στήν «ἄνω Ἱερουσαλήμ» καί νά δοῦμε τό Σωτήρα μας Χριστό. Ἄς νοιαστοῦμε μόνο γιά τή σωτηρία μας, γιά τίποτ᾿ ἄλλο.

Ἀλλά πῶς θά σωθοῦμε; Μέ ποιά μέσα;
Δύο είν᾿ αὐτά, ἕνα τοῦ Θεοῦ κι ἕνα δικό μας. Τό πρῶτο εἶναι ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού μᾶς στηρίζει καί μᾶς δυναμώνει στόν πνευματικό μας ἀγώνα. Τό δεύτερο εἶναι ἡ ἀπόφασή μας νά πεθάνουμε γιά τόν κόσμο καί τή σάρκα, νά περιφρονήσουμε τά κοσμικά καί σαρκικά ἔργα.
Ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης γράφει σχετικά στήν πρώτη ἐπιστολή του: «Μή ἀγαπᾶτε τόν κόσμον μηδέ τά ἐν τῷ κόσμῳ. Ἐάν τις ἀγαπᾷ τόν κόσμον, οὐκ ἔστιν ἡ ἀγάπη τοῦ Πατρός ἐν αὐτῷ». Γιατί ὅμως νά μήν ἀγαπᾶμε τόν κόσμο καί τά κοσμικά πράγματα; Καί γιατί ὅποιος ἀγαπάει τόν κόσμο, δέν ἀγαπάει ἀληθινά τόν Θεό; Τό ἐξηγεῖ ὁ ἴδιος εὐαγγελιστής παρακάτω: «Ὅτι πᾶν τό ἐν τῷ κόσμῳ – ἡ ἐπιθυμία τῆς σαρκός καί ἡ ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν καί ἡ ἀλαζονεία τοῦ βίου – οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ Πατρός, ἀλλ᾿ ἐκ τοῦ κόσμου ἐστί». Καί εἶναι γνωστό, πώς «ὁ κόσμος ὅλος ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται». Γι᾿ αὐτό ἐμεῖς οἱ χριστιανοί, λέει ὁἀπόστολος Παῦλος, «οὐ τό πνεῦμα τοῦ κόσμου ἐλάβομεν, ἀλλά τό Πνεῦμα τό ἐκ τοῦ Θεοῦ». Αὐτό εἶναι τό Ἅγιο Πνεῦμα, «τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὅ ὁ κόσμος οὐ δύναται λαβεῖν, ὅτι οὐ θεωρεῖ αὐτό οὐδέ γινώσκει αὐτό», ὅπως βεβαίωσε ὁ Κύριος. Ὁ Ἴδιος πάλι, μιλώντας στούς μαθητές Του λίγο πρίν ἀπό τή σύλληψη καί τό πάθος Του, εἶπε ρητά: «Ὑμεῖς ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ ἐστέ, ἀλλ᾿ ἐγώ ἐξελεξάμην ὑμᾶς ἐκ τοῦ κόσμου». Καί μετά τή σύλληψη Του, μπροστά στόν Πιλάτο, δήλωσε: «Ἡ βασιλεία ἡ ἐμή οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου».
Μετά ἀπ᾿ ὅλ᾿ αὐτά, τί σχέση μπορεῖ νά ἔχει ὁ χριστιανός μέ τόν κόσμο τῆς ἁμαρτίας; Καί τί σχέση μποροῦν νά ἔχουν τά ἔργα τοῦ κόσμου μέ τά ἔργα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; «Τίς γάρ μετοχή δικαιοσύνῃ καί ἀνομίᾳ; Τίς δέ κοινωνία φωτί πρός σκότος; Τίς δέ συμφώνησις Χριστῷ πρός Βελίαρ;». Μποροῦν νά συμφωνήσουν ποτέ ὁ Χριστός μέ τόν σατανᾶ; Ἀσφαλῶς ὄχι. Ἄλλο τόσο καί οἱ χριστιανοί μέ τούς ἀνθρώπους τῆς ἁμαρτίας. «Διό ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καί ἀφορίσθητε, καί ἀκαθάρτου μή ἅπτεσθε». Φύγετε ἀπ᾿ ἀνάμεσά τους, φωνάζει ὁ ἀπόστολος. Χωρισθεῖτε ἀπ᾿ αὐτούς. Μήν ἀγγίζετε καμμιάν ἀκαθαρσία. Γιατί «ὁ κόσμος παράγεται καί ἡ ἐπιθυμία αὐτοῦ· ὁ δέ ποιῶν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ μένει εἰς τόν αἰῶνα».
Ἀλλά, θά ρωτήσετε, ἔχουμε τή δυνατότητα νά τά βάλουμε μέ τόν κόσμο;Μποροῦμε ν᾿ ἀποξενωθοῦμε ἀπό τά πράγματα καί τό φρόνημα τοῦ κόσμου, ἀφοῦ ζοῦμε στόν κόσμο καί συμβιώνουμε μέ κοσμικούς ἀνθρώπους; Ναί, μποροῦμε, μέ τήν προϋπόθεση πώς ἔχουμε ἀναγεννηθεῖ ἐν Χριστῷ καί διαθέτουμε βαθειά καί ζωντανή πίστη σ᾿ Ἐκεῖνον. Γιατί «τό γεγεννημένον ἐκ τοῦ Θεοῦ νικᾷ τόν κόσμον· καί αὕτη ἐστιν ἡ νίκη ἡ νικήσασα τόν κόσμον, ἡ πίστις ἡμῶν», γράφει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης. Καί συμπληρώνει: «Τίς ἐστίν ὁ νικῶν τόν κόσμον; Ὁ πιστεύων ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ». Ἡπίστη μας αὐτή θά μᾶς δώσει τή δύναμη νά πολεμήσουμε μέ τόν κόσμο καί νά τόν νικήσουμε. Γιατί ἡ πίστη ἐνεργοποιεῖ τήν δύναμη τοῦ Θεοῦ. Καί «τά ἀδύνατα παρ᾿ ἀνθρώποις δυνατά παρά τῷ Θεῷ ἐστι». Μ᾿ αὐτό τόν τρόπο θά μπορέσουμε τελικά νά ποῦμε κι ἐμεῖς μαζί μέ τόν ἀπόστολο Παῦλο: «Ἐμοί κόσμος ἐσταύρωται κἀγώ τῷ κόσμῳ».
Περ᾿ ἀπό τόν κόσμο ὅμως, εἴπαμε στήν ἀρχή πώς πρέπει νά πεθάνουμε καί γιά τή σάρκα. Γιατί; Ἐπειδή ἡ σάρκα μας, μετά τήν προπατορική πτώση, ἀποζητάει νά τραφεῖ μέ τήν ἁμαρτία, κι ἔτσι ἀντιπολεμάει τά πνευματικά ἔργα. «Ἡ γάρ σάρξ ἐπιθυμεῖ κατά τοῦ Πνεύματος, τό δέ Πνεῦμα κατά τῆς σαρκός. Φανερά δέ ἐστι τά ἔργα τῆς σαρκός, ἅτινά ἐστι μοιχεία, πορνεία, ἀκαθαρσία, ἀσέλγεια, εἰδωλολατρεία, φαρμακεία, ἔχθραι, ἔρεις, ζῆλοι, θυμοί, ἐριθεῖαι, διχοστασίαι, αἱρέσεις, φθόνοι, φόνοι, μέθαι, κῶμοι καί τά ὅμοια τούτοις. Οἱ τά τοιαῦτα πράσσοντες βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσιν». Νά ποιά εἶναι τά ἔργα τῆς σάρκας. Νά καί ἡ φοβερή κατάληξη τῶν σαρκικῶν ἀνθρώπων: «βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι»!
Ἀντίθετα, ὅσοι ἀνήκουν στόν Χριστό, «τήν σάρκα ἐσταύρωσαν σύν τοῖς παθήμασι καί ταῖς ἐπιθυμίαις». Αὐτοί ἀγωνίζονται νά καθαριστοῦν «ἀπό παντός μολυσμοῦ σαρκός καί πνεύματος, ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ». Ἀγωνίζονται μέ φόβο Θεοῦ νά γίνουν ἅγιοι, ὁδηγούμενοι ἀπό τό πανάγιο Πνεῦμα, σύμφωνα μέ τήν ἀποστολική προτροπή: «Πνεύματι περιπατεῖτε καί ἐπιθυμίαν σαρκός οὐ μή τελέσητε. Οἱ γάρ κατά σάρκα ὄντες τά τῆς σαρκός φρονοῦσιν, οἱ δέ κατά Πνεῦμα τά τοῦ Πνεύματος. Τό γάρ φρόνημα τῆς σαρκός θάνατος, τό δέ φρόνημα τοῦ Πνεύματος ζωή καί εἰρήνη· διότι τό φρόνημα τῆς σαρκός ἔχθρα εἰς Θεόν· τῷ γάρ νόμῳ τοῦ Θεοῦ οὐχ ὑποτάσσεται· οὐδέ γάρ δύναται. Εἰ γάρ κατά σάρκα ζῆτε, μέλλετε ἀποθνήσκειν· εἰ δέ Πνεύματι τάς πράξεις τοῦ σώματος θανατοῦτε, ζήσεσθε».
Ἄς νεκρώσουμε λοιπόν, μέ τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τόν αὐτοπροαίρετο ἀγώνα μας, τό κοσμικό καί σαρκικό μας φρόνημα, γιά νά ζήσουμε αἰώνια μαζί μέ τόν Χριστό, ἀλλά καί νά φωτίσουμε τούς ἀνθρώπους τοῦ κόσμου, πού ζοῦν στό σκοτάδι τῆς ἄγνοιας καί τῆς ἁμαρτίας, ὅπως εἶπε ὁ Κύριος: «Ὑμεῖς ἐστε τό φῶς τοῦ κόσμου. Οὕτω λαμψάτω τό φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τά καλά ἔργα καί δοξάσωσι τόν Πατέρα ὑμῶν τόν ἐν τοῖς οὐρανοῖς».
 (“ΑΠΟΣΤΑΓΜΑ ΠΑΤΕΡΙΚΗΣ ΣΟΦΙΑΣ”, Πνευματικά κεφάλαια βασισμένα σέ κείμενα τοῦ ὁσίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ, ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ) 


Πηγή: alopsis.gr

Παρασκευή 1 Απριλίου 2016

ΜΝΗΜΟΝΕΥΕ ΤΟΥΣ ΕΧΘΡΟΥΣ ΣΟΥ ΓΙΑ ΝΑ ΓΙΝΟΥΝ ΦΙΛΟΙ (Ἃγιος Βαρσανούφιος)

Κάποτε, ἕνας ἄρχοντας τῆς τσαρικῆς αὐλῆς, πῆγε νά συμβουλευτεῖ ἕναν περίφημο τότε γιά τήν ἀρετή του, ἱερέα τῆς Πετρούπολης.
Πάτερ, πές μου, τί νά κάμω; Ἔχω πολλούς ἐχθρούς. Μέ μισοῦν «ματαίως»· χωρίς κανένα λόγο. Μέ συκοφαντοῦν στόν Τσάρο. Κινδυνεύω νά χάσω τήν δουλειά μου. Ἂν ὁ Τσάρος πεισθῆ καί μέ ἀπολύσει, ποῦ θά σταθῶ; Πῶς θά ζήσω; Σᾶς παρακαλῶ, συμβουλέψετέ με. Τί νά κάμω; 

– Νά προσεύχεσαι. Γιά ὅλους. Καί περισσότερο γιά αὐτούς πού ξεσηκώθηκαν ἐναντίον σου. Καί στό σπίτι. Ἀλλά καί στήν Ἐκκλησία, στήν θεία λειτουργία. Ἔχει μεγάλη σημασία αὐτό.

Καί τί θά βγεῖ μέ αὐτό, πάτερ; εἶπε πικραμένος.

Θά τό ἰδεῖς. Τά «ψίχουλα», οἱ μαργαρίτες -οἱ μερίδες πού βγάζει ὁ ἱερέας στήν προσκομιδή, ὅταν διαβάζει ὀνόματα- συμβολίζουν τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων· ζώντων καί κεκοιμημένων. Καί κάποια στιγμή, αὐτές τίς μερίδες ὁ παπᾶς τίς ρίχνει μέσα στό ἅγιο ποτήριο, μέ τά λόγια: «Ἀπόπλυνε, Κύριε, τά ἁμαρτήματα τῶν ἐνθάδε μνημονευθέντων δούλων σου, τῷ Αἵματί Σου τῷ Ἁγίῳ». Δηλαδή παρακαλεῖ τόν Χριστό νά ξεπλύνει μέ τό Αἷμα Του τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων πού μνημόνευσε.

Καί πρόσθεσε:

Γι᾿ αὐτό, ἄν θέλεις, ἄκουσέ με. Γράψε τά ὀνόματα ἐκείνων πού σέ ἐπιβουλεύονται σέ ἕνα χαρτί καί δῶσε τα στόν ἱερέα, νά τά μνημονεύει στή λειτουργία· καί θά τό ἰδεῖς!

Ἀπό τότε πέρασαν μιά, δυό, τρεῖς ἑβδομάδες. Μετά ἀπό ἕνα μήνα, νάτος, πάλι στόν παπᾶ. Καί πέφτοντας μπροστά στά πόδια του, ἐξομολογήθηκε:

Θαῦμα, πάτερ! Θαῦμα! Θαῦμα! Δέν θά τό πιστέψετε! Ἔκανα αὐτό πού μοῦ εἴπατε. Καί, νά! Αὐτοί πού μέχρι τώρα μέ μισοῦσαν, καί ἤθελαν τό κακό μου, τώρα μοῦ συμπεριφέρονται μέ τέτοιο σεβασμό, μοῦ δείχνουν τέτοια ἀγάπη πού δέν ξέρω, πῶς νά τό ἐξηγήσω. Τό στόμα τους, πού πρῶτα ἦταν ὅλο χολή, τώρα στάζει μέλι. Ὅπου καί νά σταθοῦν, μόνο καλές κουβέντες λένε γιά μένα!

Καί ὁ σεβάσμιος γέροντας συμπέρανε:

Εἶδες, λοιπόν! Σοῦ τό ἔλεγα. Ἄφησε τό θέμα σου στό Θεό καί θά τό ἰδεῖς. Τώρα τό βλέπεις, ὁλοκάθαρα, πόσο ὁ Θεός φροντίζει γιά μᾶς. Πάντοτε λοιπόν, καί σύ «ἐν ψαλτηρίῳ» νά τό ἀνοίγεις τό κάθε σου πρόβλημα. Νά προσεύχεσαι. Ἰδιαίτερα γιά «τούς ἐχθραίνοντάς σοι ματαίως» (Ψαλμ. 3,8)· δηλαδή γιά ἐκείνους πού, χωρίς κανένα λόγο, σέ ἐπιβουλεύονται. Καί ὁ Θεός, θα τούς κάνει φίλους σου.



Πέμπτη 31 Μαρτίου 2016

ΕΧΩΡΙΣΘΗΜΕΝ ΜΗ ΚΑΤΑΣΤΩΜΕΝ ΣΥΝΥΠΕΥΘΥΝΟΙ



...Ημείς διεκόψαμεν πάσαν Εκκλησιαστικήν επικοινωνίαν μετά της Διοικούσης Ιεραρχίας, μη επιθυμούντες δια λόγους θρησκευτικής συνειδήσεως να ακολουθήσωμεν αυτήν εις την καινοτομίαν και να καταστώμεν και ημείς συνυπεύθυνοι ενώπιον του Θεού και της Ιστορίας, ώστε αν ημείς, εχωρίσθημεν από την Διοικούσαν Ιεραρχίαν τούτο επράξαμεν ουχί εκ λόγων απειθαρχίας και ανταρσίας ως διισχυρίζονται οι καινοτόμαι Ιεράρχαι, αλλ' εκ λόγων ορθοδοξίας και εξ επιγνώσεως και βαθείας συναισθήσεως, ότι η Δ. Ιεραρχία δια της ημερολογιακής καινοτομίας έπαυσε να αντιπροσωπεύει την ορθόδοξον έννοιαν της Ελληνικής Εκκλησίας. Συνεπώς αύτη χωρισθείσα από τον κορμόν της Ορθοδόξου Εκκλησίας απετέλεσεν ιδιαιτέραν Εκκλησίαν, διάφορον της αρχαίας κατά το ακραιφνές και ακαινοτόνητον πνεύμα της Ορθοδοξίας καταστάσα ούτω υπόδικος ενώπιον της καθ' όλου Ορθοδόξου Εκκλησίας. 

Κατά ταύτα η Δ. Ιεραρχία εκκλίνασα εκ του θριγγού της ακριβούς ορθοδοξίας παρ' όλον τον εξωτερικόν τύπον και τον αριθμόν αυτής, έπαυσεν ως ανωτέρω ελέχθη, να εκπροσωπεί την ορθόδοξον έννοιαν της Ελληνικής Εκκλησίας. Ταύτης την Ορθόδοξον έννοιαν και σημασίαν εκπροσωπούσιν οι Ιεράρχαι, ο Κλήρος και ο λαός, οι ακολουθούντες την παλαιάν ημερολογιακήν παράδοσιν, την καθιερωθείσαν υπό Οικουμενικών Συνόδων και κυρωθείσαν υπό της αιωνοβίου πράξεως της όλης Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ώστε εν τω Κράτει δεν υπάρχουν δυο ορθόδοξοι Εκκλησίαι αλλά μία, ης τον μεν τύπον και τον ρυθμόν εκπροσωπεί η πλειοψηφία της Ιεραρχίας, το πνεύμα όμως και την έννοιαν της ορθοδοξίας εκπροσωπεί η μειοψηφία της παλαιοημερολογιτικής Ιεραρχίας και κοινωνίας. Αύτη είναι η θέσις των προσώπων και των πραγμάτων κατά την ακριβή και ορθόδοξον αντίληψιν και κρίσιν του σοβούντος ημερολογιακού ζητήματος όπερ τινες εκ των πολιτευτών και Δημοσιογράφων όλως άγευστοι και απότροφοι των Πατρώων εκκλησιαστικών θεσμών, θεωρούν ανάξιον προσοχής και συζητήσεως εν τη Βουλή, ως ανάρμοστον δήθεν προς την τιμήν και αξιοπρέπειαν του Ελληνικού Κοινοβουλίου. Το άκρως θλιβερόν και εγκληματικόν είναι, ότι εις την ανορθόδοξον ταύτην καινοτομίαν παρέσυραν τον περισσότερον κόσμον και όπερ ολεθριότερον και την πολιτείαν, ήτις είχεν την υποχρέωσιν να σεβασθεί το σχετικόν Β. Διάταγμα του αειμνήστου Γεωργίου του Β' και να υποδείξει εις την Δ. Ιεραρχίαν τας ολεθρίους συνεπείας ταύτης και από Εθνικής απόψεως, καθ' όσον η διαίρεσις της Εκκλησίας συνεπάγεται και την διαίρεσιν του Έθνους δια τον αδιάσπαστον σύνδεσμον των Εκκλησιαστικών και Εθνικών ιδεωδών. Διο και η αδέκαστος Ιστορία τον πρώτον μεν λίθον του αναθέματος θα ρίψει κατά της Δ. Ιεραρχίας, ήτις ουδενός βιάζοντος, δωρεάν όλως και ελαφρά τη συνειδήσει διήρεσεν τον ορθόδοξον ελληνικόν λαόν, τον δεύτερον όμως λίθον θα ρίψει κατά των Κυβερνήσεων εκείνων οίτινες ου μόνον δεν αναχαίτισαν την Δ. Ιεραρχίαν από την κατωφέρειαν ταύτην, αλλά και εξώθησαν αυτήν δια λόγους δήθεν προοδευτικούς, αλλά κυρίως εκ πολιτικής σκοπιμότητος εις την κατωφέρειαν και επικίνδυνον ατραπόν της Εκκλησισαστικής ταύτης καινοτομίας. Ταύτα ως προς το πρώτον επιχείρημα της Δ. Ιεραρχίας, ερχόμεθα νυν εις το δεύτερον επιχείρημα. Ως τοιούτον προβάλλει η Ιεραρχία τον διισχυρισμόν, ότι το ημερολόγιον ως ζήτημα καθαρώς επιστημονικόν δεν έχει σχέσιν ούτε με το Δόγμα, ούτε με τους Κανόνας της Εκκλησίας, αλλ' ούτε και με την Τυπικήν Διάταξιν της Ορθοδόξου θείας λατρείας. Το επιχείρημα τούτο θα ανέμενε τις να προβληθεί υπό των λαικών των αδαών των Εκκλησιαστικών θεσμών, ουχί όμως και παρά των Κληρικών και δη των Ιεραρχών των αποτελούντων την πνοήν και την ζωήν της Εκκλησίας. Ημείς απαντώντες εις τον ψευδή τούτον διισχυρισμόν της Δ. Ιεραρχίας θα αποδείξωμεν ότι η μονομερής ημερολογιακή μεταρρύθμισις έθιξε τους Θείους και Ιερούς Κανόνας, την Τυπικήν διάταξιν της Θείας λατρείας και το Δόγμα της ενότητος της Εκκλησίας. Οι Κανόνες και δη ο 56ος της 6ης Οικουμενικής Συνόδου διακελεύει, όπως άπασαι αι επιμέρους ορθόδοξοι Εκκλησίαι τηρώσι την αυτήν τάξιν και συμφωνίαν εις τον εορτασμόν των εορτών και την τήρησιν των νηστειών και των λοιπών της ψυχής ηθικών καθαρμών. Επιβάλλει δε ο κανών ούτος καθαίρεσιν εις τους Κληρικούς εκείνους, οίτινες παραβαίνουσι την τάξιν των Εκκλησιαστικών εορτών και των νηστειών διακελεύων τα επόμενα... ''Έδοξε τοίνυν και τούτο, ώστε την κατά πάσαν την οικουμένην του Θεού Εκκλησίαν, μια κατακολουθούσαν τάξει, την νηστείαν επιτελείν... ειδέ μη τούτο παραφυλάττομεν, ει μεν Κληρικοί είεν καθαιρείσθωσαν, ει δε λαικοί αφοριζέσθωσαν'' (56ης της 6ης Οικουμενικής Συνόδου). Και ερωτώμεν την Δ. Ιεραρχίαν, κατέστρεψεν ή ου η μονομερής εφαρμογή του νέου ημερολογίου την τάξιν και την αρμονίαν των Εκκλησιών εις την τέλεσιν των εορτών και των νηστειών, αφού έκαμεν άλλας Εκκλησίας, να εορτάζουν και να ευφραίνονται, καθ' ον χρόνον αι άλλοι δεν εορτάζουν και εξακολουθούν να νηστεύωσι και να ετοιμάζονται δια της νηστείας και Μετανοίας εις τον εορτασμόν των αυτών εορτών μετά πάροδον δεκατριών ημερών; Προς τούτοις δια της ημερολογιακής καινοτομίας από την νηστείαν των Αγίων Αποστόλων, ήτις αποτελεί Αποστολικήν Διάταξιν δύνανται οι Αρχιερείς να αρνηθώσιν, ότι κατ' έτος αφαιρούνται 13 ημέραι και ενίοτε καταργείται όλος διόλου η νηστεία αύτη, όταν το Πάσχα συνπέσει με τον νέον ημερολόγιον κατά μήνα Μάιον; Επίσης δύνανται να αρνηθώσιν οι Αρχιερείς, ότι η καινοτομία αύτη επήνεγκε μίαν τόσην σύγχησιν και αναταραχήν εις το Τυπικόν της θείας λατρείας, ώστε να αγνοούν οι νεοημερολογίται ιερείς και ιεροψάλται, εν περιπτώσει καθ' ην συμπέσωσι δυο εορταί, οποίαν λειτουργίαν να τελέσωσι και οποίαν εκκλησιαστικήν τάξιν να ακολουθήσωσι, διότι το Τυπικόν της Εκκλησίας ουδεμίαν παρέχει οδηγίαν μη προβλέπον την σύμπτωσιν ταύτην των εορτών; Και ούτω δημιουργείται εν μωσαικόν εις την τάξιν και την ευρυθμίαν της Θείας λατρείας. Εις ταύτα ουδέν έχουσι να αντιτάξωσι οι καινοτόμοι Αρχιερείς σεβόμενοι εαυτούς και την αποστολήν των. Ως τρίτον επιχείρημα προβάλλει η Δ. Ιεραρχία, ότι η μονομερής διαρρύθμισις του ημερολογίου δεν έθιξε ποσώς το Δόγμα της ενότητος της Εκκλησίας διότι, ως λέγουν ούτοι, δεν μετέβαλε την πίστιν και την λατρείαν κατ' ουσίαν και θεωρίαν και διότι η διαφορόχρονος τέλεσις των εορτών και η ανομοιόμορφος τήρησις των νηστειών, ουδόλως επηρεάζουσι την ενότητα της Εκκλησίας. Εις ταύτα ημείς απαντώμεν τα εξής, εφ' ών επικαλούμεθα ιδιαζόντως την προσοχήν των κυρίων Βουλευτών, εκ της ευθυδικίας των οποίων εξαρτάται νυν η ειρήνευσις της Εκκλησίας και η ένωσις του Έθνους εν τω Εκκλησιαστικώ εδάφει. Η χριστιανική θρησκεία αποτελείται από την δογματικήν διδασκαλίαν της πίστεως και την εκδήλωσιν και βίωσιν αυτής, ήτις γίνεται δια των εορτών, της Θείας λατρείας και της χριστιανικής ηθικής. Και τα δυο ταύτα στοιχεία της χριστιανικής θρησκείας είναι αχώριστα και απαραίτητα δια την σωτηρίαν της ψυχής, τουθ' όπερ αποτελεί τον κύριον σκοπόν της θρησκείας. Και όπως δεν δύναται τις εν τη ζωή ταύτη να χωρίσει την ψυχήν από το σώμα, χωρίς να επενέγκει τον θάνατον, ούτω δεν δύναται τις να χωρίσει την πίστιν από την λατρείαν και την χριστιανικήν ηθικήν, χωρίς να καταστρέψει τον σκοπόν της θρησκείας, όστις είναι ως έφθην ειπών, η σωτηρία των ψυχών. Κατά ποίαν λοιπόν λογικήν και κατά ποίον συνειρμόν σκέψεως, δύναται τις να χωρίσει την Δογματικήν πίστιν από την θείαν λατρείαν και τον τρόπον της διοικήσεως και της χριστιανικής ηθικής, χωρίς να διακυβεύσει την σωτηρίαν της ψυχής δεδομένου, ότι αμφότερα είναι απαραίτητα δια τον σκοπόν, ον στοχάζεται η χριστιανική θρησκεία;

Τούτου ένεκα, οι άγιοι και θεοφόροι Πατέρες την ενότητα της Εκκλησίας ανήγαγον εις την περιωπήν Δόγματος προσθέσαντες εις το Σύμβολον της Πίστεως, το εις Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν. Η ενότης δε της Εκκλησίας ως Δόγμα δεν έγκειται μόνον εις την ταυτότητα της πίστεως της θείας Λατρείας, αλλά και εις την ταυτόχρονον βίωσιν της πίστεως και την ομοιόμορφον εκδήλωσιν της Θείας λατρείας και των έργων της ηθικής αγνείας. Εφόσον όμως το εν και το αυτό Δόγμα της πίστεως κατά γνώσιν και θεωρίαν μερίζεται εις την βίωσίν του και την εκδήλωσίν του κατά χρόνον και κατά τρόπον, των μεν εορταζόντων και ευφραινομένων, καθ' ον χρόνον άλλοι του αυτού δόγματος δεν εορτάζουν αλλά διατρέχουν το στάδιον της νηστείας και της μετανοίας, δεν δύναται τις σοβαρώς να διισχυρισθεί, ότι αμφότεροι τηρούσι το Δόγμα της ενότητος της Εκκλησίας χωριζόμενοι εις την βίωσιν της πίστεως, ήτις γίνεται δια των εορτών και των διαφόρων Μυστηριακών ιεροτελεστιών.



Εισαγωγή στο διαδίκτυο στο μονοτονικό σύστημα, τίτλος και επιμέλεια κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ Απόσπασμα εκ του βιβλίου ''ΑΠΑΝΤΑ ΠΡΩΗΝ ΦΛΩΡΙΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΟΣΤΟΜΟΥ'', έκδοση Ι. Μονής Αγίου Νικοδήμου Ελληνικού Γορτυνίας, έτος 1977, τόμος Β', σελίδες 129 - 133.

Άγιος Χρυσόστομος ο νέος Ομολογητής





Παρασκευή 25 Μαρτίου 2016

Η ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΠΕΙΡΑΣΜΩΝ (Ἃγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος)


Όσο καιρό βρισκόμαστε σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο, είναι ανάγκη να αγωνιζόμαστε. Και όταν μένουμε μέσα στο σπίτι, και όταν πηγαίνουμε στην αγορά, και όταν καθόμαστε στο τραπέζι για να φάμε, και όταν είμαστε άρρωστοι, και όταν είμαστε υγιείς. Ιδιαίτερα μάλιστα κατά τον καιρό της αρρώστιας, τότε προπάντων, είναι κατάλληλος ο καιρός γι’ αυτή τη μάχη. Όταν τα βάσανα από παντού συνταράζουν την ψυχή, όταν την πολιορκούν ισχυροί πόνοι, όταν ο διάβολος παραμονεύει και μας παρακινεί να πούμε κάποιο κακό λόγο όπως τον Ιώβ.


Τότε λοιπόν κατ’ εξοχήν πρέπει να ασφαλιζόμαστε, να περιφράσσουμε την ψυχή μας με το θώρακα, με την ασπίδα, με το κράνος, και με όλα τα άλλα όπλα, και να ευχαριστούμε συνεχώς το Θεό.

Αυτά είναι φοβερά βέλη εναντίον του εχθρού, αυτό είναι θανατηφόρο πλήγμα κατά του δαίμονα, τότε προπάντων είναι λαμπρά και τα στεφάνια. Διότι είναι γνωστό ότι και τον μακάριο Ιώβ (διότι τίποτε δεν μας εμποδίζει να καταφύγουμε πάλι σ’ αυτόν και να τον θυμηθούμε) αυτό προπάντων τον έκαμε λαμπρό και ένδοξο, αυτό τον ανακήρυξε, αυτό τον στεφάνωσε, το ότι στον καιρό του πειρασμού και της ασθένειας και της φτώχειας, έδειξε αμετάβλητο χαρακτήρα, ακλόνητη διάνοια. Το ότι εξέφρασε ευχαριστήρια λόγια στο Θεό και πρόσφερε την πνευματική εκείνη θυσία, διότι θυσία πνευματική ήταν τα λόγια του εκείνα με τα οποία έλεγε: «Ο Κύριος μου τα έδωσε, ο Κύριος μου τα αφαίρεσε. Όπως φάνηκε καλό στον Κύριο, έτσι και έγινε. Ας είναι ευλογημένο το όνομα του Κυρίου αιωνίως».

Αυτό λοιπόν ας κάνουμε κι εμείς πάντοτε, κατά τον καιρό των πειρασμών και των περιστάσεων και των επιβουλών, ας δοξάζουμε το Θεό και ας τον ευλογούμε συνέχεια, διότι σ’ αυτόν ανήκει η δόξα στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ομιλία εις τον ΣΤ΄ Ψαλμόν, ΕΠΕ, Ιω. Χρυσοστόμου Έργα, Πατερικές Εκδόσεις ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ, Θεσσαλονίκη 1982, τ. 5, σελ. 240.


Πηγή: hristospanagia3.blogspot.gr

Η ΑΔΥΝΑΜΗ ΠΙΣΤΗ (Ἃγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης)

Ἡ πίστη εἶναι μιά δύναμη, πού κατοικεῖ στό νοῦ καί στή θέληση. Ὁ νοῦςφωτίζεται ἀπό οὐράνιο φῶς καί κρατάει ὅσα μᾶς ἀποκαλύπτει ὁ Θεός. Ἡθέληση πάλι παρακινεῖται κι αὐτή ἀπό τό Θεό ν᾿ ἀποδέχεται ὅσα ἀποκάλυψε στό νοῦ μέ τό φωτισμό. Ἀπό τήν ἄλλη ὅμως, ἡ θέληση συχνά προστάζει μέ τή θεία πίστη τό νοῦ – ἰδιαίτερα ὅταν αὐτός σκοτιστεῖ ἀπό κάποιο πάθος – νά κρατάει σάν ἀληθινά ὅσα ἀποκαλύπτει ὁ Θεός. Γιατί στή θέληση, στό αὐτεξούσιο, ὑποτάσσεται κι αὐτός ἀκόμα ὁ νοῦς. Τό αὐτεξούσιο, βλέπετε, εἶναι ἰδίωμα τῆς ψυχῆς, πού τῆς δόθηκε γιά νά ὑποτάσσει ὅλες τίς ἄλλες δυνάμεις της, τό ἴδιο ὅμως νά ὑποτάσσεται μόνο στό Θεό καί τό νόμο Του, ὄχι στό κακό καί τήν ἁμαρτία. Γιατί ὁ Θεός «οὐκ ἐνετείλατο οὐδέν ἀσεβεῖν καί οὐκ ἔδωκεν ἄνεσιν οὐδενί ἁμαρτάνειν»1. 

Ἡ ἀδυναμία λοιπόν τῆς πίστεως γεννιέται ἀπ᾿ αὐτές τίς δυό αἰτίες:
Πρῶτα, ἐπειδή ὁ νοῦς δέν μπορεῖ νά εἰσχωρήσει βαθιά στά μυστήρια τοῦ Θεοῦ καί στά αἴτια πού μᾶς κάνουν νά τά πιστεύουμε.
Κι ἔπειτα, ἐπειδή ἡ θέληση δέν μπορεῖ νά τ᾿ ἀγαπήσει πρίν τά γνωρίσει, μιά καίπροϋπόθεση τῆς ἀγάπης εἶναι ἡ γνώση.
Γι᾿ αὐτό ὁ ἱερός Αὐγουστίνος εἶπε, ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ ν᾿ ἀγαπήσει τ᾿ ἀόρατα πράγματα, ὄχι ὅμως καί τά ἄγνωστα σ᾿ αὐτόν.
Ἔτσι, βλέπουμε μερικούς ἀνθρώπους, πού εἶναι πιστοί ὄχι τόσο γιατί διάλεξαν συνειδητά καί θεληματικά τή ζωή τοῦ χριστιανοῦ, ὅσο γιατί γεννήθηκαν ἀπό γονεῖς χριστιανούς. Εἶναι πιστοί γιατί ἔλαβαν τό βάπτισμα. Ὥς πρός τά ἄλλα, τόσο λίγο καταλαβαίνουν τό μεγαλεῖο τῶν μυστηρίων, τόσο λίγο γνωρίζουν τήν ὑπεροχή τῆς πίστεώς μας ἀπέναντι στίς ἄλλες θρησκεῖες καί τόσο λίγο ἀκολουθοῦν στή ζωή τους τό νόμο τοῦ Εὐαγγελίου, ὥστε μόλις πού ξεχωρίζουν ἀπό τούς ἀπίστους.
Κι ἐγώ τώρα, ρωτάω κάθε χριστιανόΠοιός εἶσαι σύ, πού στέκεσαι ἐδῶ στήν ἐκκλησία; Ἀπό τίποτ᾿ ἄλλο δέν σέ ξεχωρίζω γιά χριστιανό, ἐκτός ἀπό τ᾿ ὄνομά σου. Γιατί ἄν σέ ρωτήσω, ποιός εἶν᾿ αὐτός ὁ Χριστός πού πιστεύεις, δέν θά ξέρεις νά μοῦ πεῖς. Κι ἔτσι φανερώνεσαι σάν ἕνας ἀκατήχητος καί ἄπιστος. Δίκαια λοιπόν μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι στίς μέρες μας λιγόστεψε ἡ πίστη πολλῶν χριστιανῶν, «ὠλιγώθησαν αἱ ἀλήθειαι ἀπό τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπων»2. Γιατί, μολονότι λένε πώς πιστεύουν στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, τά πιστεύουν ὅμως μέ μιά πίστη τόσο συγκεχυμένη, τόσο χλιαρή καί ἀδύνατη, πού μποροῦμε νά ποῦμε πώς τά γνωρίζουν ὅπως ὁ τυφλός ἐκεῖνος, πού ἔβλεπε τούς ἀνθρώπους σάν δέντρα: «βλέπω τούς ἀνθρώπους ὡς δένδρα περιπατοῦντας»3.

Ἕνας Θεός γεννιέται μέσα σ᾿ ἕνα σπήλαιο καί πάνω σ᾿ ἕνα παχνί ζώων, γιά νά μᾶς διδάξει τήν καταφρόνηση τῶν προσωρινῶν ἀγαθῶν. Ἕνας Θεός ζεῖ τριαντατρία χρόνια σ᾿ ἕνα ἐργαστήρι μαραγκοῦ, δουλεύοντας τήν ξυλουργική τέχνη, γιά νά μᾶς διδάξει τήν ταπείνωση. Ἕνας Θεός περπατάει ἀνυπόδητος στίς στράτες τῆς Παλαιστίνης, γιά νά μᾶς δείξει τή στράτα τ᾿ οὐρανοῦ. Ἕνας Θεός πεθαίνει πάνω στό σταυρό, γιά ν᾿ ἀφανίσει τήν ἁμαρτία. Καί ὅλ᾿ αὐτά, τά τόσο μεγάλα καί θαυμαστά, δέν κεντοῦν τή συνείδηση οὔτε συγκλονίζουν τήν καρδιά τῶν χριστιανῶν. Γι᾿ αὐτό εἶπα πρίν καί λέω πάλι, ὅτι «ὠλιγώθησαν αἱ ἀλήθειαι ἀπό τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπων».

Παρόμοια λιγόστεψε ἡ πίστη ἀπό τούς τωρινούς χριστιανούς καί στήν πράξη, στή ζωή. Γιατί ἡ πίστη πρέπει νά εἶναι ὄχι μόνο «κανών τοῦ πιστεύειν», ἀλλά καί «κανών τοῦ ποιεῖν». Συνίσταται δηλαδή ὄχι μόνο στό νά πιστεύουμε, ἀλλά καί στό νά ζοῦμε σωστά: «Ἡ πίστις χωρίς τῶν ἔργων νεκρά ἐστι»4. Γιατί ἐκεῖνοι πού ὁμολογοῦν τό Χριστό γιά διδάσκαλο τῆς πίστεως, τῶν μυστηρίων καί τῶν δογμάτων πού μᾶς ἀποκάλυψε, οἱ ἴδιοι δέν ἐφαρμόζουν στή ζωή τους τό νόμο Του. Κι ἐνῶ ἀκοῦνε ἀπό τό στόμα Του, ὅτι εἶναι μακάριοι ὅσοι ὑποφέρουν γιά τήν ἀγάπη Του, ὅσοι ταπεινώνονται, ὅσοι ἀποστατοῦν ἀπ᾿ αὐτές τίς ἐντολές καί τίς ἄλλες θεῖες διδασκαλίες, λέγοντας μέσα τους: “Σωστά εἶν᾿ ὅλα αὐτά γιά τό Θεό, ὄχι ὅμως γιά τόν κόσμο”. Καί ἔτσι νομίζουν, οἱ ταλαίπωροι, ὅτι δικαιολογοῦνται μπροστά στό κριτήριο τῆς σοφίας Θεοῦ. Ἡ πίστη τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν εἶναι σάν τό λιθάργυρο, πού μοιάζει μέ τό χρυσάφι σέ ὅλα ἐκτός ἀπό τήν ἀντοχή στή φωτιά. Γιατί ὅταν τό χρυσάφι μπεῖ στήν φωτιά, δέν λιώνει εὔκολα. Ὁ λιθάργυρος ὅμως λιώνει γρήγορα καί χωνεύεται. Ἔτσι κι αὐτοί, ἀκολουθοῦν τό Χριστό ὅσο αὐτός δέν εἶναι ἀντίθετος στά πάθη τους. Ὅταν ὅμως τούς προστάξει νά πολεμήσουν τά πάθη τους καί νά τά νικήσουν, ἀμέσως ἀρνοῦνται τή θεία Του διδασκαλία καί «στρέφουν εἰς τά ὀπίσω».

Ἀπό τήν ἀδύναμη πίστη προέρχονται δυό ἀλληλένδετα καί φοβερά πνευματικά κακάἡ ὑποχώρηση τῆς ἀρετῆς καί ἡ αὔξηση κάθε κακίας.
Ἄς δοῦμε πρῶτα πῶς ὑποχωρεῖ ἡ ἀρετή.
Ἀπό τούς τωρινούς χριστιανούς, γιά τήν ἀδυναμία τῆς πίστεώς τους, λείπει ὁ πλοῦτος ἐκεῖνος τῆς ἀρετῆς, πού ἄκμαζε καί αὐξανόταν στούς πρώτους χριστιανικούς αἰῶνες. Τότε ἡ ἀγάπη στό Θεό ἦταν τόσο φλογερή, ὥστε, κατά τή μαρτυρία τοῦ Τερτυλλιανοῦ, δέν βρισκόταν τόσοι δήμιοι, ὅσοι χρειάζονταν, γιά νά θανατώσουν ὅλους τούς χριστιανούς, πού παραδίνονταν θεληματικά στό μαρτύριο. Καί ἡ ἀγάπη στόν πλησίον ἦταν τόσο θερμή στούς χριστιανούς ἐκείνους, πού, ὅπως διηγεῖται ὁ ἅγιος Κλήμης, πολλοί, ἀφοῦ πουλοῦσαν ὅ,τι εἶχαν καί τό ἔδιναν ἐλεημοσύνη, στό τέλος πουλοῦσαν δοῦλο καί τόν ἴδιο τους τόν ἑαυτό, γιά νά δώσουν στούς φτωχούς τό ἀντίτιμο!
Μπορεῖς νά συγκρίνεις τώρα τήν πίστη τῶν πρώτων χριστιανῶν μέ τήν πίστη τῶν τωρινῶν;
Δέν συγκρίνεται… Καί νά γιατί: Ἄν κόψεις τά κλαδιά ἑνός δένδρου, ξαναβλασταίνουν πάλι πιό δυνατά. Ἄν ὅμως κόψεις ἤ ἀδυνατίσεις τή ρίζα, ἀμέσως μαραίνονται ὅλα τά κλαδιά. Ὅπως λοιπόν εἶναι ἡ ρίζα σ᾿ ἕνα δένδρο, ἔτσι εἶναι καί ἡ πίστη στήν ψυχή. Ἐκείνη εἶναι πού τήν τρέφει, τή μεγαλώνει τήν κάνει νά δίνει καρπό. Ἔτσι, ἄν ζεῖ ὁ χριστιανός, ζεῖ μέ τήν πίστη, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος: «ὁ δίκαιος ἐκ πίστεως ζήσεται»5. Καί ὁ ἅδης ἀκόμα νά ὁρμήσει πάνω στόν πιστό, αὐτός θά τά βγάλει πέρα. Μέ ρίζα τήν πίστη ὁ ἄνθρωπος ἀποκτάει ὅλα τά πνευματικά ἀγαθά, γιατί προσθέτει «ἐν τῇ πίστει τήν ἀρετήν, ἐν δέ τῇ ἀρετῇ τήν γνῶσιν, ἐν δέ τῇ γνώσει τήν ἐγκράτειαν, ἐν δέ τῇ ἐγκρατείᾳ τήν ὑπομονήν, ἐν δέ τῇ ὑπομονῇ τήν εὐσέβειαν, ἐν δέ τῇ εὐσεβείᾳ τήν φιλαδελφίαν, ἐν δέ τῇ φιλαδελφίᾳ τήν ἀγάπην»6. Ἄν ὅμως κόψει ἤ ἀδυνατίσει τή ρίζα τῆς πίστεως, ἀμέσως μαραίνονται ὅλες οἱ ἀρετές καί χάνονται ὄχι μόνο οἱ καρποί, δηλαδή ἡ ἐσωτερική ψυχική του καλλιέργεια, μά καί τά φύλλα ἀκόμα, δηλαδή ἡ ἐξωτερική καλή συμπεριφορά του.

Ἀλλά τώρα, ἀφοῦ εἴδαμε πῶς φεύγουν οἱ ἀρετές, ἄς ἐξετάσουμε καί πῶς αὐξάνονται οἱ κακίες ἀπό τήν ἀδυναμία τῆς πίστεως.
Ὅταν ὁ ἀπόστολος Πέτρος, περπατώνας στή θάλασσα, ἄρχισε νά βυθίζεται, ἀπέδωσε τήν αἰτία στόν ἄνεμο πού φυσοῦσε: «Βλέπων δέ τόν ἄνεμον ἰσχυρόν ἐφοβήθη». Ὁ Κύριος ὅμως ἀπέδωσε τήν αἰτία στήν ὀλιγοπιστία του: «Ὀλιγόπιστε, εἰς τί ἐδίστασας;»7. Ἔτσι καί οἱ χριστιανοί ἀποδίδουν τήν αἰτία τῶν κακῶν ἔργων τους καί τῆς κακῆς ζωῆς τους εἴτε σέ κάποιο πειρασμό εἴτε στήν ἀδυναμία τους. Ἡ ἀληθινή ὅμως αἰτία εἶναι ἡ ἀσθενική τους πίστη. Χωρίς αὐτήν ἀσφαλῶς ὁ διάβολος δέν θά μποροῦσε νά τούς ὑποδουλώσει στή φοβερή σκλαβιά τῆς ἁμαρτίας, ὅπως κάνει τώρα εὔκολα. Ἕνα γεράκι, καμωμένο ἀπό τό Θεό γιά νά πετάει στόν ἀνοιχτό κι ἐλεύθερο ἀέρα, ἐξοπλισμένο μέ ἰσχυρότατα νύχια καί μύτη καί φυσική δύναμη, πῶς εἶναι δυνατό νά μένει ἥσυχο, ὅταν τό ἔχουν αἰχμαλωτίσει καί δέσει σ᾿ ἕνα παλούκι, καί νά κάθεται μέ ὑποταγή μέσα στά δεσμά, μή δοκιμάζοντας κάν νά τά κόψει; Καί ἕνας χριστιανός, ἀντίστοιχα, πού γνωρίζει πώς ἡ ἁμαρτία εἶναι ἐξύβριση τοῦ Θεοῦ, καί γι᾿ αὐτό τό χειρότερο ἀπ᾿ ὅλα τά κακά, ἕνας χριστιανός πού ὁμολογεῖ ὅτι ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς σταυρώθηκε γιά νά θανατώσει τήν ἁμαρτία, πῶς εἶναι δυνατό ν᾿ ἁμαρτήσει;

Πολλοί χριστιανοί νομίζουν πώς ἡ ἁμαρτία εἶναι μιά νεανική ἐπιπολαιότητα, μιά παιδιάστικη ἀφέλεια, μιά συγγνωστή ἀδυναμία, ἕνα μικρό κακό. Καί ὄχι μόνο τή θεωροῦν μικρό κακό, ἀλλά συχνά παίζουν καίδιασκεδάζουν μ᾿ αὐτή. Μερικοί μάλιστα καί καυχιῶνται γιά τίς αἰσχρές ἁμαρτίες πού κάνουν. Ἀλλά «ἕως πότε ἁμαρτωλοί καυχήσονται, φθέγξονται καί λαλήσουσιν ἀδικίαν;»8.

Ἄλλοι πάλι δέν φτάνουν βάβαια στό σημεῖο νά καυχιῶνται γιά τίς ἁμαρτίες τους, ὅμως δέν τίς φοβοῦνται καί δέν ἐλέγχονται γι᾿ αὐτές. Ἁμαρτάνουν, καί ἡ καρδιά τους εἶναι εἰρηνική. Ἡ συνείδησή τους εἶναι ἥσυχη. Καί προσθέτουν τή μιά ἁμαρτία πάνω στήν ἄλλη. Κι ὅταν ἔρθει καμιά μεγάλη γιορτή, τό Πάσχα ἤ τά Χριστούγεννα, ἴσως πᾶνε νά ἐξομολογηθοῦν. Μά καί τότε ἡ ἐξομολόγησή τους εἶναι τυπική καί λειψή.
Ἀλλοίμονο! Αὐτά εἶναι τά «τέκνα τοῦ φωτός», ὅπως ὀνομάζει ὁ Ἀπόστολος τούς χριστιανούς;
Αὐτοί εἶναι οἱ μαθητές τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ;
Αὐτοί εἶναι οἱ ἀπόγονοι τῶν ἅγίων;
Ἀπό ποῦ ὅμως προέρχονται ὅλ᾿ αὐτά; Ἀπό τήν ἀδύναμη πίστη. Πλησιάσαμε, φαίνεται, στούς χαλεπούς ἐκείνους καιρούς, γιά τούς ὁποίους εἶπε ὁ Κύριος: «Ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐλθών ἆρα εὑρήσει τήν πίστιν ἐπί τῆς γῆς;»9.
Μετά ἀπ᾿ ὅλα αὐτά ὅμως, γεννιέται τό ἐρώτημα: Δέν ὑπάρχει ἄραγε γιατριά σ᾿ αὐτό τό τόσο φοβερό κακό;
Ναί, ὑπάρχει. Φτάνει νά τήν ἐπιζητήσει ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει ἀδύναμη πίστη.
Καί τί πρέπει νά κάνει;
Πρῶτα-πρῶτα, νά ζητάει θερμά ἀπό τό Θεό, μέ τήν προσευχή, τήν ἐνίσχυση τῆς πίστεώς του. Αὐτό ἔκαναν ἀκόμα καί οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι: «Πρόσθες ἡμῖν πίστιν»10. Καί ὁ προφήτης Δαβίδ, μολονότι ἦταν φωτισμένος ἀπό τό Θεό, συνεχῶς Τόν παρακαλοῦσε, «φώτισον τούς ὀφθαλμούς μου»11, «Κύριε ὁ Θεός μου, φωτιεῖς τό σκότος μου»12, «ἐξαπόστειλον τό φῶς σου καί τήν ἀλήθειάν σου»13. Παρόμοια καί κάθε ἄνθρωπος, μέ ὑπομονή καί ἐλπίδα νά ζητάει ἀδιάλειπτα τό φωτισμό τοῦ Θεοῦ, «ὅς ἐρρύσατο ἡμᾶς ἐκ τῆς ἐξουσίας τοῦ σκότους»14, κι Αὐτός θά τοῦ ἀποκαλύψει τίς ὑπέρλογες ἀλήθειες τῆς πίστεως.

Ἔπειτα, ἀπαραίτητη εἶναι ἡ προσεκτική μελέτη τῶν βιβλίων, πού ἐκθέτουν καί ἑρμηνεύουν, ὅσο εἶναι δυνατό, τά μυστήρια τῆς πίστεως – τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τῶν Πατερικῶν ἔργων, τῶν Ὀρθοδόξων Ἀπολογητικῶν καί ψυχωφελῶν συγγραμμάτων γενικά. Ὁ σοφός Σειράχ προτρέπει σχετικά: «Διανοοῦ ἐν τοῖς προστάγμασι Κυρίου, καί ἐν ταῖς ἐντολαῖς αὐτοῦ μελέτα διαπαντός· αὐτός στηριεῖ τήν καρδίαν σου, καί ἡ ἐπιθυμία τῆς σοφίας σου δοθήσεταί σοι» (6 : 37).

Γιά τά βιβλία πού θά διαβάζει ὁ καθένας, καλό εἶναι νά συμβουλεύεται τόν πνευματικό του. Ἔτσι θ᾿ ἀποφύγει τή σύγχυση, τήν πλάνη ἤ τήν αἵρεση, πού συχνά κρύβεται ὕπουλα μέσα σέ ὀρθόδοξα τάχα βιβλία.
Μετά ἀπ᾿ αὐτά, ἡ αὔξηση τῆς πίστεως ἀνήκει στό ἄπειρο ἔλεος τοῦ Θεοῦ, πού παρέχεται στόν καθένα ἀνάλογα μέ τήν ἀγαθή προαίρεση καί τήν ταπείνωσή του.
______________________
1 Σόφ. Σειρ. 15 : 20. 2 Ψαλμ. 11 : 1. 3 Μαρκ. Η΄ : 24. 4 Ἰακ. Β΄ :26. 5 Ρωμ. Α΄ : 17. 6 Β΄ Πέτρ. Α΄ : 5 – 7. 7 Ματθ. Ιδ΄ : 30 – 31. 8 Ψαλμ. 93 : 3 – 4. 9 Λουκ. Ιη΄ : 8. 10 Λουκ. Ιζ΄ : 5. 11 Ψαλμ. 12 : 4. 12 Ψαλμ. 17 : 29. 13 Ψαλμ. 42 : 3. 14 Κολ. Α΄ : 13.
 Σταχυολόγηση καί διασκευή κειμένου ἀπό τά “Πνευματικά Γυμνάσματα” τοῦ ὁσίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου
(Ἀπό τό βιβλίο: «ΜΑΘΗΤΕΙΑ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΝΙΚΟΔΗΜΟ», Ἐκδόσεις: Ι. Μ. Παρακλήτου Ὠρωπός Ἀττικῆς) 

Πηγή: alopsis.gr