A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !
✞ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος ✞

Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2015

Η ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΩΝ ΥΛΙΚΩΝ ΑΓΑΘΩΝ... (π.Ευθυμίου Μπαρδάκα)




Όλη η ανθρωπότητα ευρίσκεται σε μια κατάσταση που δεν μπορεί να περιγραφή εύκολα. Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν στα πρόσωπά τους χαραγμένη την χειρότερη μορφή πόνου. Του πόνου που προέρχεται από την πλέον επικίνδυνη απειλή για τον σύγχρονο άνθρωπο. Και η απειλή αυτή, δεν είναι άλλη από την ΠΛΗΡΗ ΑΠΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΟΣ. Μέσα σ' έναν περίγυρο που τον εδημιούργησε ο ίδιος ο άνθρωπος με την απληστεία του, τον εγωισμό του και κυρίως με την λατρεία του για την ύλη, τώρα υποφέρει, δέσμιος της ίδιας του της βλακώδους συμπεριφορά... 

H LATREIA 1
H LATREIA 2
H LATREIA 3
H LATREIA 4
H LATREIA 5
H LATREIA 6
H LATREIA 7
H LATREIA 8

Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2015

Ἑλλάς καί Ὀρθοδοξία (1832-2015): Τό Βαυαρο-Εὐρωπαϊκόν Προτεκτορᾶτον




ὑπό
Ἰωάννου Ν. Καλλιανιώτου
Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Scranton


Ἡ Ἑλλάς ὑπετάχθη εἰς τήν Δύσιν ἀκουσίως ἀπό τήν ἐποχήν τοῦ Βυζαντίου καί ἑκουσίως μετά τήν Ἐπανάστασιν τοῦ 1821. Οἱ Δυτικοί βάρβαροι ἤρχισαν τάς ἐπιδρομάς των κατά τῆς Ἑλλάδος ἀπό τό 1095 (Πρώτην Σταυροφορίαν) καί συνεχίζουν ἐπί 920 ἔτη, μέ τήν τελευταίαν των Σταυροφορίαν, τό τρέχον τρίτον μνημόνιον. Διαπιστοῦμεν τήν συνεχιζομένην ἐπιρροήν τῶν Γερμανῶν εἰς τόν Ἑλληνισμόν καί τήν Ὀρθοδοξίαν καί τήν ὑποταγήν μας εἰς τούς Δυτικούς ἐν γένει<<βαρβάρους>>, ἀπό τήν ἀπελευθέρωσιν τῆς χώρας ἀπό τούς βαρβάρους τῆς Ἀνατολῆς ἕως σήμερον. Εἶχον δέ οἱ σταυροφόροι (σταυρωταί τῆς Ἑλλάδος) οὗτοι μίαν μικράν ἀνάπαυλαν 368 ἐτῶν, ὅταν παρέδωκαν τήν ἐπικυριαρχίαν τῆς χώρας μας εἰς τούς βαρβάρους συμμάχους των, τούς Ὀθωμανούς Τούρκους.


Οὐσιαστικῶς, οἱ Βαυαροί <<κατέλαβον>> τήν ἡμιελευθέραν Ἑλλάδα τό 1832 μέ τήν ἔλευσιν τοῦ βασιλέως Ὄθωνος καί ἐπιδίωξίς των ἦτο νά δημιουργήσουν ἕν <<Εὐρωπαϊκόν>> κράτος, ἀλλ’ ἐλεγχόμενον ἀπολύτως ὑπό τῶν Γερμανῶν.[1] Πράγματι τοῦτο ἐπετεύχθη, διά τῆς χειραγωγήσεως τῆς ἡμετέρας παιδείας, δι’ ὧ καί ὁ Δ. Βερναρδάκης τό 1884 εἶχεν εἴπει ὅτι τό Πανεπιστήμιον Ἀθηνῶν διδάσκει <<γερμανικόν πιθηκισμόν>> καί σκοπός τῶν Βαυαρῶν ἦτο νά καταστῇ τοῦτο καί ἡ Ἑλλάς ἡ γέφυρα ἐξευρωπαϊσμοῦ καί τῶν συμμάχων των Μουσουλμάνων τῆς Ἀνατολῆς.[2]  Ἡ Δύσις (Γερμανία) θά μᾶς ἔδιδε τά <<φῶτά>> της καί ὄντως, τά ἐπέβαλλον εἰς ὅλον τό ἐκπαιδευτικόν μας σύστημα καί οἱ ἰδικοί μας, οἱ  ὁποῖοι ἐσπούδαζον ὑποχρεωτικῶς εἰς τήν Γερμανίαν (Δύσιν) κατέστησαν ὄχι μόνον ὀπαδοί τῆς Εὐρωπαϊκῆς ταύτης ἰδέας, ἀλλά καί ἐχθροί (πολέμιοι) τοῦ Ἑλληνορθοδόξου πολιτισμοῦ μας καί τῆς ἡμῶν παιδείας. Πραγματικῶς, ἐφράγκεψαν εὐχείρωτοι οἱ τάλανες!
            Οἱ μέν καθηγηταί οὗτοι τοῦ νεοσυστάτου Ἀθηναϊκοῦ Πανεπιστημίου ἐσπούδαζον ἅπαντες εἰς τήν Γερμανίαν καί ἐλθόντες εἰς Ἀθήνας ἀνελάμβανον τήν  <<πνευματικήν>> ἡγεσίαν τῆς χώρας, μέ σκοπόν τήν ἐπιβολήν τοῦ Γερμανικοῦ σχεδίου ἀλλοτριώσεως τῆς Ἑλλάδος. Ἐθεώρουν οἱ ὑπερφίαλοι Γερμανοί ὅτι τό ἐκπαιδευτικόν των σύστημα ἦτο τό κάλλιστον τῆς Εὐρώπης καί εὐτυχῶς, ἐστηρίζετο τοῦτο ὀλίγον εἰς τήν ἀρχαίαν Ἑλληνικήν παιδείαν, ἄλλως, θά ἐπεκράτῃ ἡ  ἀμιγής μηδενιστική τούτων φιλοσοφία. Δυστυχῶς δι’ ἡμᾶς, ἡ παιδεία των αὕτη ὡδήγησε τόν Ἑλληνορθόδοξον ρωμηόν εἰς τόν νεοκλασσικισμόν (προγονοπληξίαν καί Βυζαντινοκτονίαν), εἰς τό σχίσμα τοῦ 1924, εἰς τόν οἰκουμενισμόν καί τέλος, εἰς τήν ἀθεῒαν. Ἡ Βαυαρική ἀντιβασιλεία ἡδραίωσε τόν συγκεντρωτικόν κρατικόν ἔλεγχον εἰς ἅπασαν τήν παιδείαν μας καί τήν κατέστησεν ὑπηρέτην τῶν ἐπιδιώξεων τῆς κρατικῆς ἰδεολογίας, ἀπομακρύνουσα ταύτην ἀπό τήν Ὀρθόδοξον παράδοσίν μας[3] καί τοιουτοτρόπως, κατέστη εὔκολος ἡ ἐκκοσμίκευσίς της καί ἡ κρατικοποίησίς της. Οἱ δέ κληρικοί ἐκπαιδευτικοί ἔγιναν ἁπλοῖ κρατικοί ὑπάλληλοι, οἱ ὁποῖοι οὐσιαστικῶς, δέν θά διηκόνουν πλέον τήν Ἐκκλησίαν, ἀλλά τό κράτος-προτεκτορᾶτον, τό ὁποῖον ὑπέκυψεν εἰς ἁπάσας τάς πιέσεις τῆς Δύσεως.
            Ἀκόμη καί αὐτή αὕτη ἡ Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν ὠργανώθη συμφώνως τῶν ἀρχῶν τῶν Γερμανικῶν πανεπιστημίων καί ἐφήρμοζεν ἀποκλειστικῶς τά Γερμανικά προγράμματα. Οἱ καθηγηταί ταύτης ἦσαν ἐπιλελεγμένοι, ὥστε νά εἶναι ὑποχρεωτικῶς Εὐρωπαῒζοντες. Τό αὐτό συνέβαινε καί μέ τούς κληρικούς-θεολόγους, ἀπεδέχοντο ὅλα αὐτά καί συνεφώνουν καί οὗτοι εἰς τό νά συμβάλουν εἰς τόν ἐξευρωπαϊσμόν τοῦ Νέου Ἑλλαδικοῦ κράτους.[4] Ἀναμφισβητήτως, καί οἱ καθηγηταί αὐτοί ἔπρεπε νά εἶχον σπουδάσει μόνον εἰς τήν Γερμανίαν. Ἅπαντες οὗτοι ἦσαν οἱ φορεῖς τῶν Προτεσταντικῶν ἰδεῶν, τάς ὁποίας ὑπεστήριζον εἰς τά συγγράμματά των καί τάς προεώθουν εἰς τά Ἐκκλησιαστικά πράγματα τῆς χώρας. Ἄκρως ἀνθελληνική καί ἀντι-Ὀρθόδοξος ἡ Γερμανική ἐπικυριαρχία εἰς τό πτωχόν Νέον Ἑλλαδικόν κράτος. Ἡ ὀργάνωσις τούτου Γερμανική, οἱ καθηγηταί μέ σπουδάς εἰς τήν Γερμανίαν καί ἡ ἐξάρτησις τῆς θεολογίας μας ἀπό τήν Γερμανικήν Προτεσταντικήν τοιαύτην. Αἱ ἰδεολογικαί ἐπιρροαί ἅπασαι Γερμανικαί καί δυστυχῶς, τό πρόβλημά μας τοῦτο συνεχίζεται ἐπί 182 ἔτη, ἕως σήμερον, ὅπου τό θράσος των καί ἡ ἀναισχυντία των ἔχουν ὑπερβῆ πᾶν ὅριον καί κανόνα δικαίου, ἀλλά καί αὐτάς ἀκόμη τάς θεμελιώδεις ἀρχάς τῆς δημοκρατίας.
            Δυστυχῶς, ἀπό τήν ἑπομένην ἡμέραν τῆς ἀπελευθερώσεως τῆς χώρας μας ἀπό τούς βαρβάρους τῆς Ἀνατολῆς, οἱ δουλοπρεπεῖς κοτζαμπάσηδες πολιτικοί μας, παραμερίζοντες τούς γενναίους ἥρωάς μας, μᾶς κατέστησαν ὑποτελεῖς τῶν βαρβάρων τῆς Δύσεως. Ἀκόμη καί σήμερον, προσπαθοῦμεν νά ἐξηγήσωμεν τά αἴτια τῶν προβλημάτων, τά ὁποῖα ἔχομεν (μᾶς ἐδημιούργησαν) ὡς λαός, εἰς τήν Ἐκκλησίαν μας, εἰς τήν παιδείαν μας καί εἰς τό κράτος μας. Ἐπέβαλλον εἰς τόν Ἑλληνικόν λαόν τήν Εὐρωπαϊκήν πλάνην, τήν ὑποταγήν, τήν ἐκμετάλλευσιν, τήν αἵρεσιν, τόν σχολαστικισμόν, τόν φιλελευθερισμόν, τήν ἀπάτην, τόν ὀρθολογισμόν τοῦ Διαφωτισμοῦ, τήν Προτεσταντικήν θεολογίαν, ἡ ὁποία ἔρχεται εἰς ἀπόλυτον ἀντίθεσιν μέ τήν Παραδοσιακήν Ἑλληνορθοδοξίαν τῆς <<καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολῆς>>. Τοιουτοτρόπως, ἀπωλέσαμε τήν πίστιν μας καί τήν παιδείαν μας, καθ’ ὅτι οὗτοι διέβρωσαν τόν πολιτισμόν μας, παρεποίησαν τήν ἱστορίαν μας, καί τέλος, μέ τήν ἐπιβολήν τῆς ἐντάξεώς μας εἰς τήν Εὐρωπαϊκήν Ἕνωσιν καί Εὐρω-ζώνην, μᾶς ὡδήγησαν εἰς τήν οἰκονομικήν μας καταστροφήν καί ἑκουσίως, εἰς τήν τῶν δανειστῶν δουλείαν (τά πρόθυρα τῆς σχεδιαζομένης παγκοσμίου τοιαύτης), ὅπου κατεργάζονται τήν ὑφαρπαγήν τοῦ Ἐθνικοῦ καί ἀτομικοῦ ἡμῶν πλούτου. Κετέστημεν δοῦλοι ἐν ἐλευθερίᾳ ὑπό τῶν δουλοπρεπῶν ψευδο-ἡγετῶν μας.
            Ὄντως, δυσοίωνοι οἱ σημερινοί ἐπιστήμονες θεολόγοι καί κληρικοί, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἀμύητοι εἰς τήν Ὀρθόδοξον Θεολογίαν, τήν Μοναστικήν Ὀρθοπραξίαν καί τόν ὀρθοδαῆ τρόπον ζωῆς. Βεβαίως, οὗτοι εἶναι καί κατά τοῦ Μοναχισμοῦ[5] καί προσπαθοῦν ἀνά πάσαν στιγμήν νά δυσφημοῦν τόν Μοναχισμόν, τήν Ὀρθοδοξίαν καί τήν Ἑλλάδα. Μέγιστον τό Ἐθνικόν κακόν ὑπό τῶν Εὐρωπαϊστῶν θεολόγων, πολιτικῶν καί πάσης φύσεως ἐπαγγελματιῶν (τεχνοκρατῶν τῆς σήμερον), οἱ ὁποῖοι προσπαθοῦν νά ἐπιβάλλουν τάς Εὐρωπαϊκάς πλάνας, αἱρέσεις, τρόπον ζωῆς ἀκόμη καί αὐτήν τήν δουλείαν τῆς χώρας μας εἰς τούς βαρβάρους τῆς Δύσεως.[6] Ὁ πιστός καί σοφός Ἑλληνικός λαός ἔδειξεν ἀπό τήν ἀρχήν ἀποστροφήν πρός τάς Θεολογικάς ταύτας Σχολάς. Αὕτη ἡ στάσις του ἦτο ὀρθή καθ’ ὅτι οἱ καθηγηταί ἦσαν ἅπαντες γερμανοεκπαιδευμένοι μέ Προτεσταντικάς τάσεις. Μετέφρασαν οὗτοι καί τήν Ἁγίαν Γραφήν εἰς τήν Νεοελληνικήν (τά<<κορακίστικα>>) καί ἄλλα προτεσταντικά βιβλία εἰς τήν Ἑλληνικήν, <<ἐκ προτεσταντικῶν βιβλίων μεταφρασμένων ... πλῆρες βλασφημιῶν>>[7] καί τοιουτοτρόπως, ἐδημιούργησαν τήν <<ἐπιστημονικήν θεολογίαν>>.[8]
            Συνεπῶς, αἱ τρομακτικαί διά τό Ἔθνος μας ξέναι (Δυτικαί) ἐξαρτήσεις ἤρχισαν, ὡς προελέχθη, πάραυτα μέ τήν ἀπελευθέρωσιν τῆς χώρας μας. Τά συγγράμματα τῶν καθηγητῶν τό ἀποδεικνύουν, ἀντίγραφα ταῦτα εἰσί τῆς δυτικῆς <<σοφίας>>, κυρίως, τῆς Γερμανικῆς καί Γαλλικῆς, κατόπιν καί τῆς Ἀγγλικῆς, ὕστερα δέ τῆς Ἰταλικῆς καί σήμερον, τῆς Ἀμερικανικῆς τοιαύτης. Οὔτε κἄν τά προσαρμόζουν εἰς τό πνεῦμα καί τόν τρόπον ζωῆς τῶν Ἑλλήνων, ἁπλῶς μεταφράζουν τό ξένον ἀκατανόητον κείμενον εἰς τήν Ἑλληνικήν καί τά διδάσκουν. Αὐτή ἡ δανειακή παρα-παιδεία καί δή ἡ θεολογία εἶναι ἀπαράδεκτος καί ἀπορριπτέα.[9] Αὐτό τό πνεῦμα τῆς δουλοπρεπείας καί τοῦ ἀκράτου <<ἐξευρωπαϊσμοῦ>>, ὥστε νά ἀρέσουν οἱ ἡμέτεροι εἰς τούς <<προηγμένους>> ξένους, κατέστρεψε τήν Ἑλλάδα καί τόν μοναδικόν της πολιτισμόν. Αὐτός ὁ δουλοπρεπής Νεώτερος Ἑλληνισμός, ὁ ὁποῖος ἀναζητεῖ τήν δυτικήν καταξίωσιν, ἐδημιούργησεν ὅλα τά κακά τῆς σήμερον, εἰς τήν πίστιν μας, τήν παιδείαν μας, τόν πολιτισμόν μας, τήν πολιτικήν μας, τήν οἰκονομίαν μας καί συνέβαλλε καί εἰς αὐτήν ταύτην τήν ἀπώλειαν τῆς Ἐθνικῆς κυριαρχίας μας.
            Πρός ἀντίδρασιν εἰς τόν δυτικόν χαρακτῆρα τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς, ὁ Κωνσταντῖνος Οἰκονόμου δημιουργεῖ εἰς τόν οἶκόν του Θεολογικήν Σχολήν καί ἤρχισε μίαν προσπάθειαν πρός ἵδρυσιν Θεολογικῆς Ἀκαδημίας.[10] Τό 1838 ὁ Κωνσταντῖνος Οἰκονόμου ἀπέστειλε μίαν ἐπιστολήν εἰς τόν Οἰκουμενικόν Πατριάρχην Γρηγόριον ΣΤ΄(1835-1840 καί 1867-1871), εἰς τήν ὁποίαν αἰτεῖ τήν ἔγκρισίν τούτου πρός ἵδρυσιν Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς Ἐκκλησίας καί μάλιστα εἰς τό Ἅγιον Ὄρος.[11] Δυστυχῶς, δέν ἐπετεύχθη ἡ ἵδρυσίς της καί κάμνει οὗτος τήν σκέψιν νά τήν ἐγκαταστήσῃ εἰς τό Μέγα Σπήλαιον, ἀλλά καί αὐτό δέν ἔγινε, λόγῳ τῆς αἱρετικῆς Βαυαροκρατίας. Τοιουτοτρόπως, κατέληξεν οὗτος εἰς τήν δημιουργίαν θεολογικοῦ κύκλου εἰς τόν ἴδιον τόν οἶκόν του. Ἀκόμη καί αὕτη ἡ Ριζάρειος Σχολή, ἡ ὁποία ἔγινε τό 1844, ἦτο ἀποτέλεσμα τῆς ἀνάγκης ἱδρύσεως Ἐκκλησιαστικῆς Ἀκαδημίας.
            Ἀκόμη καί ἁπλοῖ ἄνθρωποι, ὡς ὁ Δημήτριος Παλαμᾶς (θεῖος τοῦ ποιητοῦ) κατέκριναν τήν Θεολογικήν Σχολήν τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, ὡς <<καταγώγιον ἐπιρροῶν ἀντιπαραδοσιακῶν καί ἀντεθνικῶν>> καί τούς καθηγητάς της, ὡς <<γερμανοπαιδευθέντων, ξενοφρονούντων, νεωτεριζόντων...>>. Ἡ συνείδησις τοῦ ἁπλοῦ Ὀρθοδόξου ρωμηοῦ ἦτο ἀπό τότε, ὡς εἶναι καί σήμερον, κατά τοῦ Γερμανικοῦ πνεύματος καί ὑπέρ τῆς ἡμετέρας Ἑλληνορθοδόξου παραδόσεως. Κατόπιν ἦλθεν ἡ Γερμανική κατοχή (Ἀπρίλιον 1941-Ὀκτώβριον 1944), ὥστε νά συμπληρώσῃ τήν ἀπέχθειαν ἡμῶν κατά τούτων. Τό 1981, μᾶς ἔκαναν μέλος τῆς Γερμανικῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως, καί τό 2002, μᾶς ἐπέβαλον τό Γερμανικόν Εὐρώ πρός ἀντικατάστασιν τοῦ ὑπερτιμημένου Μάρκου των καί τήν κατάργησιν τῆς ἱστορικῆς ἡμῶν δραχμῆς, ὁπότε ἡ ἀποστροφή τῶν Ἑλλήνων πρός τήν Γερμανικήν κυριαρχίαν ἐπανεβιώθη. Ὅλα αὐτά καί πλεῖστα ἄλλα εἶναι τά δεινά, τά ὁποῖα ἔχουν δημιουργήσει οἱ Δυτικοί (Γερμανοί) εἰς τήν χώραν μας ἀπό τήν ἐποχήν τῶν Σταυροφοριῶν (1095-1291) ἕως σήμερον (2015). Εἶναι δέ ταῦτα ἀνεπίτρεπτα, ἀβάστακτα καί ἀπάνθρωπα καί δυστυχῶς, ἐάν ἡ Ἑλλάς δέν φύγει ἀπό τήν Εὐρω-ζώνην καί τάς ἑτέρας παγίδας τῆς Δύσεως, τό μέλλον της θά εἶναι ἀβέβαιον καί ἀθείαστον.
            Δυστυχῶς δι’ αὐτούς, δέν ἠμποροῦμεν, ἀλλά καί δέν ἐπιτρέπεται ὁ Ἑλληνορθόδοξος λαός μας νά ἔχῃ οἱανδήποτε ἕνωσιν (ἐκκλησιαστικήν, οἰκονομικήν, στρατιωτικήν, κ.τλ.) μέ τήν ἀνθελληνικήν Δύσιν. Τί νά ἑνώσωμεν ἀπό τά ἀντιτιθέμενα; Τό φῶς μέ τό σκότος; Τήν ἀλήθειαν μέ τό ψεῦδος; Τήν ἀγάπην μέ τό μῖσος; Τήν ὁμαλότητα μέ τήν διαστροφήν; Τήν παράδοσιν μέ τόν νεωτερισμόν; Τήν πίστιν μέ τήν ἀπιστίαν; Τήν Ὀρθοδοξίαν μέ τήν αἵρεσιν; Τήν γνῶσιν μέ τήν ἄγνοιαν; Τόν πολιτισμόν μέ τήν βαρβαρότητα; Τήν ἀξιοπρέπειαν μέ τήν δουλοπρέπειαν; Τήν ἐλευθερίαν μέ τήν δουλείαν; Τίποτε ἀπ’ ὅλα ταῦτα καί οὐδέποτε! Δέν διαπραγματευόμεθα μέ ἑτεροδόξους, σκοταδιστάς, νεο-ἐποχίτας καί πολεμοχαρεῖς.
            Ἐν κατακλεῖδι, ἡ Δύσις μέ τόν ὑποπολιτισμόν της, τάς αἱρέσεις της, τήν ἀθεῒαν της, τάς διαστροφάς της, τάς <<πολιτικῶς ὀρθάς>> πλάνας της, τήν ἄγνοιάν της, τήν ὑποταγήν της εἰς τήν <<ἐλευθέραν ἀγοράν>>, τήν ὑποτέλειάν της εἰς τάς σκοτεινάς δυνάμεις τῆς Νέας Ἐποχῆς, τόν νεοφιλελευθερισμόν της, ὁ ὁποῖος καταδυναστεύει τά κράτη καί ἐκμεταλλεύεται τούς λαούς των, δέν εἶναι ἀποδεκτά γεγονότα ἀπό τόν μοναδικόν ἠθικόν, ἀλλά καί Ἑλληνορθόδοξον πολιτισμόν μας. Εἶναι ἅπαντα ταῦτα ἀπορριπτέα, ὡς κατώτερα καί κατά τοῦ ἀπωτάτου σκοποῦ τοῦ Ἕλληνος, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ αἰωνία σωτηρία του. Ἡ ἐλευθέρα, δημοκρατική καί Ὀρθόδοξος Ἑλλάς, ἡ ὁποία ἔδωσε τόν πολιτισμόν εἰς τήν Δύσιν, ὀφείλει νά εἴπῃ ΟΧΙ εἰς τούς <<προστάτας>> της,[12] τάς ἑνώσεις της (<<κοινόν τῶν Εὐρωπαίων>>(sic)) καί Δυτικούς κυριάρχους της, Παπικούς, Προτεστάντας, σατανολάτρας καί ἀθέους. Τό τέλος τοῦ 2015, Θείᾳ Προνοίᾳ, θά πρέπει νά σημάνῃ καί τήν ἀποδέσμευσιν τοῦ Γερμανικοῦ Προτεκτοράτου, τῆς  Ἑλλάδος, ἀπό τούς βαρβάρους τῆς Δύσεως, καθ’ ὅτι δέν ἔχει αὕτη τίποτε κοινόν μέ τούς Δυτικούς. Ἐπιδίωξις ἡμῶν θά πρέπει νά εἶναι ἡ ἕνωσις ἁπάντων τῶν Ὀρθοδόξων λαῶν καί τίποτε ἄλλον.


------------------------------------------------------


[1] Δυστυχῶς δι’ ἡμᾶς, ὁ  Βασιλεύς Ὄθων ἦτο Καθολικός καί ἡ Βασίλισσα Ἀμαλία Λουθηρανή καί διά τοῦτο ἦσαν οὗτοι, ὡς αἱρετικοί, κατά τοῦ Ὀρθοδόξου Μοναχισμοῦ καί τῆς ἡμῶν Ἐκκλησίας.
[2] Ὅρα, Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ, Λόγος ὡς Ἀντίλογος: Θεολογικά Δοκίμια, Ἐκδόσεις Ἁρμός, Ἀθήνα 1992, Κεφάλαιον 9, <<Τό Πρόβλημα τῶν Σχέσεων Ἑλληνικῆς καί Γερμανικῆς Θεολογίας τόν ΙΘ΄ Αἰῶνα>>, σσ. 113-126.
[3] Σήμερον, τόν ρόλον τοῦτον ἔχει ἀναλάβει τό <<φιλελεύθερον>> καί <<προοδευτικόν>>, ἀλλά καί ἀχαρακτήριστον Παιδαγωγικόν Ἰνστιτοῦτον. Ὅρα,  Κωνσταντίνου Ζουράρι, «Η ΟΜΕΛΕΤΑ ΜΕ ΤΑ ΜΥΑΛΑ ΤΟΥ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟΥ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΤΑΝΕΩΤΕΡΙΚΟΝ  ΜΠΟΥΡΔΟΛΟΓΙΟΝ».
[4] Εἷς ὅμως θεολόγος Κωνσταντῖνος Οἰκονόμου ἀπεκλείσθη ἀπό τό ΠανεπιστήμιονἈθηνῶνδιότι ἐπέμενεν ἀκλονήτως εἰς τήν Ὀρθόδοξον ἡμῶν Παράδοσιν.
[5]  βαρβαρική Βαυαρική βασιλεία τοῦ Ὄθωνος ἔκλεισε 400 Μοναστήριά μας καί ἐδήμευσε τάς περιουσίας των. Σήμερον, οἱ ἄθεοι καί ἀνθέλληνες νεοφιλελεύθεροι ὁμιλοῦν καί ἐγείρουν ἀξιώσεις διά τήν Ἐκκλησιαστικήν περιουσίαν, ἀλλά δέν ὑπάρχει τοιαύτη, ἔχει δημευθῆ πλήρως ἀπό τήν δεκαετίαν τοῦ 1950.
[6] Εἷς θεόφρων Γέροντας μοῦ ἔγραφεν ὅτι προσηύχετο καί ἔλεγεν εἰς τόν Θεόν νά μᾶς σκεπάζῃ μέ τήν Χάριν Του διότι κινδυνεύομεν καί τότε ἤκουσεν οὐρανόθεν φωνήν λέγουσαν: <<Διάβαζε καθ’ ἑκάστην τόν 90ον Ψαλμόν καί μή φοβῆσαι>>. Αὕτη ἐστίν ἡ πίστις ἡμῶν καί ἡ ἐλπίς μας.
[7] Ἐπιστολή τοῦ Κ. Οἰκονόμου πρός τόν Ρῶσον Πρέσβην Τιτώφ τήν 16/2/1850.
[8] Αἱ μεταφράσεις τῆς Ἁγίας Γραφῆς συνεχίζονται καί σήμερα. Ὅρα, Ἀρχιμ. Μάρκου Κ. Μανώλη, “Ἡ <<μετάφρασις τῶν ἕξ>> κρινομένη ὑπό τό φῶς τῆς Παραδόσεως”, Ὀρθόδοξος Τύπος, 9 Ὀκτωβρίου 2015, σσ. 1 καί 7. http://www.orthodoxostypos.gr/Photos/Pages/2087.pdf. Σήμερον, ἀκόμη καί ἱερεῖς<<προοδευτικοί>> ἀναγιγνώσκουν τό Εὐαγγέλιον ἐκ τῆς μεταφράσεως εἰς τήν Δημοτικήν.
[9] Καί ἐάν ὑποπέσῃ αὕτη εἰς τήν ἀντίληψιν τοῦ Eurogroup, τῆς ΕΚΤ, τοῦ ΔΝΤ καί τοῦ ΕΜΣ, ὅτι δέν εἶναι ἰδική μας περιουσία, ἀλλά τήν χρωστῶμεν εἰς τήν Εὐρώπην, θά μᾶς ἐπιβάλλουν καί ἐπιπρόσθετον χρέος καί ἐπί πλέον τοκογλυφικούς τόκους καί ἄλλας ἰδιωτικοποιήσεις, οἱ ἀθεόφοβοι οὗτοι <<προστάται>> μας.
[10] Ἡ ἵδρυσις Ἐκκλησιαστικῆς Ἀκαδημίας ἦτο εἰς τά σχέδια τοῦ Ὀρθοδόξου Κυβερνήτου μας, τοῦ Ἰωάννου Καποδιστρίου, τά ὁποῖα εἶχε συντάξει ὁ Κωνσταντῖνος Οἰκονόμου δι’ αὐτόν, ἀλλά δέν τήν ἐπέτρεψαν οἱ  <<φίλοι>> μας Δυτικοί (Ἄγγλοι), διότι τόν ἐδολοφόνησαν τήν 27ην Σεπτεμβίου 1831, πρό τῆς πραγματόσεως τῶν ἀνασυγκροτικῶν αὐτοῦ ἔργων. Ὅρα,http://www.mani-ekdoseis.gr/bookDet.asp?catid=1&bid=177.
[11] Ἐκθειάζων τοῦτο εἰς τήν ἐπιστολήν του ὡς ἑξῆς. <<Πολλά δέ κατά τόν Ἄθω τά συνεργοῦντα πρός τήν ἐκπαίδευσιν, οὐ μόνον ἡ ἡσυχία καί ἡ περί τόν βίον ἐγκράτεια καί εὐταξία καί ἡ περί τήν ὑποταγήν ἄσκησις, ἀλλά καί ὁ θησαυρός τῶν βιβλιοθηκῶν καί πρό πάντων ἡ ἐνδελέχεια τῶν προσευχῶν, προσοικειοῦσα Θεῷ...>>. Ὅρα, Δ. Σ. Μπαλάνου,Ἀνέκδοτοι Ἐπιστολαί Κωνσταντίνου Οἰκονόμου τοῦ ἐξ Οἰκονόμων, Πραγματεῖαι τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν, Τόμ. Ε, 1, 1936.
[12] Καθ’ ὅτι οὗτοι ἐνδιαφέρονται μόνον νά ἁρπάξουν, νά λεηλατήσουν, νά προσηλυτίσουν, νά προσαρτήσουν καί νά ὑποτάξουν τούς <<συμμάχους>> των. Αὕτη ἐστίν ἡ Ἱστορία των.«Εἶδα τότε ὅτι ὅ,τι κάμομε θὰ τὸ κάμομε μοναχοὶ καὶ δὲν ἔχομε ἐλπίδα καμμιὰ ἀπὸ τοὺς ξένους». (Θεόδωρος Κολοκοτρώνης).

Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2015

Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΗΣ ΦΘΟΡΑΣ ΚΑΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΦΘΑΡΣΙΑΣ (Φώτης Κόντογλου)

Βαθειά μελαγχολία αισθάνεται κανένας, βλέποντας με πόση αγάπη και με τι ζήλο καταγίνονται οι άνθρωποι να χτίσουνε τα σπίτια τους και τα εξοχικά τους, να τα στολίσουνε απ’ έξω κι από μέσα, να βάλουνε έμορφα έπιπλα, ακριβά χαλιά, βιβλιοθήκες, έργα της τέχνης, πολυέλαια και πολύφωτα, να φυλάξουνε στα ντουλάπια τα καλά τα ρούχα τους, τα δικά τους και των παιδιών τους, να στολίσουνε τις κάμαρες μ’ ένα σωρό αγαπημένα πράγματα, που τα ξεσκονίζουνε με προσοχή μην τύχει και πάθουνε τίπο­τα, να περιποιηθούνε τους κήπους τους, μ’ έναν λόγο να είναι α­φοσιωμένοι, οι καημένοι, μ’ όλη την ψυχή τους στο να κάνουνε την κατοικία τους ευχάριστη, για να περάσουνε καλή ζωή με την οικογένειά τους και με τους φίλους τους. Σαν καθήσουνε στο τραπέζι με τα καλά τα φαγητά και με τα πιοτά, λάμπουνε τα πρόσωπά τους, τα στόματά τους δεν σωπαίνουνε από τη χαρά που νοιώθουνε, και σαν αποφάνε, πιάνουνε τα τραγούδια και τα αστεία. Πολλοί παίζουνε χαρτιά όλη τη νύ­χτα, και το πρωί είναι σαν άρρωστοι. Αλλοι έχουνε μανία με τις πίπες, άλλοι με τ’ αυτοκίνητα, άλλοι με το ψάρεμα, άλλοι με το κυνήγι, άλλοι με τα θέατρα, άλλοι με τα αθλητικά κι άλλοι με άλλα.

Στη συνοικία που κάθουμαι, το κάθε σπίτι έχει κι έναν κή­πο, μικρόν ή μεγαλύτερον. Καμμιά φορά κάνω έναν μικρόν περί­πατο κι εκεί που σιγοπερπατώ, κυττάζω τα διάφορα σπίτια. Το καθένα έχει τη φυσιογνωμία του. Τα περισσότερα είναι περιποιη­μένα, βαμμένα με έμορφα χρώματα, με καλοκαμωμένες πόρτες και παράθυρα, με αερικές βεράντες, κι αν είναι κανένα παράθυ­ρο ανοιχτό, βλέπεις από μέσα, σε κάποια απ’ αυτά, κανένα συμ­παθητικό έπιπλο, καμμιά παλιά βιβλιοθήκη, δυο τρία κάντρα κα­λά, που ανάμεσά τους βρίσκεται και καμμιά προσωπογραφία. Κι απ’ όλα τούτα νοιώθεις πως εκεί μέσα υπάρχει οικογενειακή ιστο­ρία, πως περάσανε κάποιοι άνθρωποι που δεν ζούνε, αυτοί που φτιάξανε εκείνη τη ζεστή φωλιά με τα καθέκαστά της, που τ’ αγαπήσανε πολύ, μα που μ’ όλη την αγάπη τους και την ευτυχία που τους δίνανε, ήρθε μια μέρα που τ’ αφήσανε και φύγανε βια­στικά, δίχως να κυττάξουνε πίσω τους.

Σαν αρχίζει η άνοιξη ξώλαμπρα κι η καρδιά μας καταλα­βαίνει πιο γλυκά τη ζωή, στέκουμαι για μια στιγμή κοντά στον τοίχο του κήπου κανενός σπιτιού, που έχει πολλά λουλούδια που μοσχοβολάνε. Αν είναι Κυριακή ή γιορτή, ο σπιτονοικοκύρης σκά­βει, κλαδεύει, ποτίζει, περιποιέται τα λουλούδια, αφωσιωμένος στη δουλειά του, ευτυχισμένος. Πολλές φορές τον βοηθά η γυναίκα του, ο γυιός του ή η κόρη του. Βλέπεις και χαίρεσαι την ειρηνι­κή ζωή εκείνων των ανθρώπων κι από μέσα σου παρακαλείς τον Θεό να τους αφήσει να τη χαρούνε.

Μα, την ίδια στιγμή, έρχεται στον νου σου η σκέψη πως όλα αυτά στέκουνται στον αγέρα, και φτάνει ένα φύσημα για να εξα­φανισθούνε όλα και τ’ αναπαυτικά σπίτια κι οι ωραίοι κήποι και οι χαρούμενες συναναστροφές και τα πλούτη, μαζί με τους αν­θρώπους που τάχουνε. Μια μαύρη αντάρα σκεπάζει την καρδιά μου, η σκέψη της φθοράς και του θανάτου, και θολώνει τα μάτια μου και με δακρυσμένα μάτια κυττάζω ανάμεσα από τα λουλούδια του μαντρότοιχου εκείνους τους ευτυχισμένους ανθρώπους, που εί­ναι αφωσιωμένοι στην ευτυχία τους, ανύποπτοι απ’ ό,τι συλλογίζουμαι κι απ’ ό,τι γίνεται γύρω τους. Μπορεί να περάσω από δω ύστερ’ από λίγες μέρες και να δω κολλημένο δίπλα στην πόρτα ε­κείνο το χαρτί με τη μαύρη κορνίζα.

Λοιπόν, πώς να μην αναστενάξεις, πώς να ψευτογελάσεις τον εαυτό σου, αφού ο άνθρωπος κι όλα όσα κάνει κι όσα αγαπά σε τούτον τον κόσμο είναι κρεμασμένα απάνω σ’ ένα ανεμοδαρμένο κα­λάμι με μια τρίχα της αράχνης; Αλλοίμονο! Δεν υπάρχει τίπο­τα σίγουρο σε τούτον τον ψεύτικο τον κόσμο! Καλά τα είπανε όλα ίσκιους, όνειρα, φαντασίες, ξεγελάσματα. Τη ματαιότητά τους την παράστησε καλά ο προφήτης Δαυίδ και πιο καλά ακόμα ο γυιός του ο Σολομώντας. «Εγώ, λέγει, έγινα βασιλιάς του Ισ­ραήλ κι έδωσα την καρδιά μου στο να ερευνήσω και να εξετάσω με σοφία όλα όσα γίνουνται κάτω από τον ουρανό. Γιατί ο Θεός έδωσε μια πικρή συλλογή που τρώγει τους ανθρώπους. Είδα λοι­πόν όλα τα χτίσματα που έγιναν κάτω από τον ήλιο και να, όλα ή­τανε ματαιότητα και πόθος της ψυχής… Κι εγώ έχτισα παλάτια, φύτεψα αμπέλια, έκανα κήπους και περιβόλια και έβαλα μέσα κάθε λογής δέντρο. Έκανα βρύσες, συντριβάνια, απόχτησα υπη­ρέτες και υπηρέτριες και κοπάδια ζώα τόσα πολλά και μεγάλα, που δεν τα είχε κανένας άνθρωπος πριν από μένα. Μάζεψα χρυσάφι κι ασήμι, πλούτη πολλών βασιλιάδων. Είχα τραγουδιστάδες και τραγουδίστριες που ευφραίνουνε τους ανθρώπους, κεραστές και κεράστριες που κερνούσανε τα πιοτά. Έγινα μεγάλος βασιλιάς και μεγάλωσα παραπάνω απ’ όσους σταθήκανε πριν από μένα στην Ιερουσαλήμ κι απόχτησα και σοφία. Κι ό,τι ζητήξανε τα μάτια μου δεν τους το στέρησα και την καρδιά μου δεν την μπόδισα από καμμιά ευχαρίστηση κι απόλαψη. Και γύρισα και κύτταξα ε­γώ απάνω σε όλα όσα έκανα και να, όλα ήτανε ματαιότητα».

Ναι. Όλα χάνουνται, όλα τρίβουνται, όλα γίνουνται σκόνη. Όλα τα καταπίνει ο θάνατος. Τίποτα δε μπορεί να γλυτώσει από τα δόντια αυτής της ρόδας που γυρίζει βουβά κι αλέθει τα πάντα.
Καλά για τούτα τα σπίτια και για τα χειροπιαστά υπάρχοντά μας, που χάνουνται και σβήνουνε σ’ ένα ανοιγοκλείσιμο του μα­τιού. Μα σάμπως αντέχουνε περισσότερο στο φύσημα του θανά­του τα λεγόμενα πνευματικά έργα μας, που θέλουμε να βρούμε σ’ αυτά αποκούμπι και παρηγοριά, απελπισμένοι από τα άλλα, τα υ­λικά, τα χεροπιαστά; Ωστόσο, καμμία διαφορά δεν υπάρχει ανά­μεσα σε τούτα και σε κείνα! Τα πάντα ματαιότης! Τίποτα δεν θα γλυτώσει από την καταβόθρα. Μήτε οι φιλοσοφίες, μήτε τα ποιήματα, μήτε τα σοφά βιβλία, μήτε τα θαυμαστά χτίρια, μήτε τα εξαίσια αγάλματα, μήτε οι λαμπρές ζωγραφιές, όλα τούτα που τα λέμε αθάνατα, μήτε οι εξουσίες κι οι άρχοντες, μήτε η δόξα και τα φημισμένα ονόματα, που θαρρούνε όσοι τ’ αποχτήσανε πως γινήκανε αθάνατοι, πως γλυτώσανε από την εξαφάνιση! Ξεγελάσματα και ψευτοπαρηγοριές. Μέσα στην καταβόθρα που τα ρου­φά όλα, θα χαθούνε μια μέρα κι οι Μεγάλοι Αλέξανδροι κι οι Όμηροι κι οι Αισχύλοι κι οι Ευριπίδηδες κι οι Φειδίες κι οι Πολύκλειτοι και μαζί τους θα εξαφανιστούνε κι οι Παρθενώνες κι οι αγιές Σοφιές κι οι Ιλιάδες κι οι Οδύσσειες, μ’ έναν λόγο ό,τι βρίσκεται στον κόσμο και στη θύμηση των ανθρώπων. Αβυσ­σο βουβή κι άσπλαχνη θα τα καταπιεί και μην περιμένεις καμμιά παρηγοριά. Εμείς οι άνθρωποι πασκίζουμε να σώσουμε κάτι από τη φοβερή καταδίκη, για να το έχουμε για παρηγοριά, όπως κά­νουμε με τα λεγόμενα μεγάλα έργα της τέχνης μας, και τα λέμε, οι δυστυχείς, αθάνατα, γιατί τα διατηρούμε στην ύπαρξη ή στη μνήμη μας χίλια είτε δυο χιλιάδες χρόνια, που είναι σαν τις λίγες μέρες που παίρνει χάρη ο κατάδικος, ως που να έρθει η ώρα του.

Ο κακόμοιρος ο άνθρωπος φράζει τα μάτια του για να μη δει τι τον περιμένει. Δεν υπάρχει πιο θλιβερό πράγμα από τον θάνα­το ενός ανθρώπου που τον θεωρούνε μεγάλον και απέθαντον και του ψέλνουνε «Αιωνία η μνήμη!». Αυτό το «Αιωνία η μνήμη» το ακού­με σαν να λέγει: «Αιωνία η λήθη και η εξαφάνισις».

Βλέποντας λοιπόν πρώτα τον εαυτό μου κι ύστερα τους άλ­λους ανθρώπους, να καταγινόμαστε όλοι με πρόσκαιρα και ψεύτι­κα πράγματα και μάλιστα με τέτοιον ζήλο σαν να έχουμε να ζή­σουμε αιώνια, κάθουμαι και συλλογίζουμαι: Αραγε, μοναχά αυτά τα ψεύτικα και τα πρόσκαιρα πράγματα υπάρχουνε στον κόσμο ή υ­πάρχουνε και κάποια αληθινά και σίγουρα; Τόση αγάπη, τόση αφο­σίωση να δίνεται από τον κακόμοιρον τον άνθρωπο σε κάποια πρά­γματα που είναι έτοιμα να χαθούνε σε κάθε στιγμή, δεν είναι κρί­μα; Αν ήξερε λοιπόν πως υπάρχουνε και κάποια αληθινά και σί­γουρα πράγματα, πόση θα ήτανε η ευτυχία του και τότε η αγά­πη του σε κείνα τα αληθινά δεν θάτανε ακόμα πιο μεγάλη;
Ναι, αλλά οι πολλοί οι άνθρωποι δεν πιστεύουνε πως υπάρ­χουνε αλλά από τούτα τα προσωρινά, κάποια που βρίσκουνται σε έναν άλλον αληθινόν κόσμο, που τον νομίζουνε για ψεύτικον οι δυστυχισμένοι που είναι γαντζωμένοι στους ίσκιους, γιατί δεν πι­στεύουνε πως υπάρχει κάτι που είναι πιο σίγουρο από τους ίσκιους.

Ω! Πόσο αξιολύπητοι είναι οι τέτοιοι άνθρωποι, που δίνου­νε όλη τη φροντίδα τους στο τίποτα! Αυτοί είναι «οι μη έχοντες ελπίδα», που λέγει ο Απόστολος Παύλος, και που δεν τον πιστέψανε, ακούγοντάς τον να λέγει: «Ουκ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν», «Δεν έχουμε, εδώ, σε τού­τη τη ζωή, πολιτεία που να μείνει, να βαστάξει επί πολύν καιρό, αλλά ζητούμε εκείνη που βρίσκεται στην άλλη ζωή». Δεν υπάρ­χουνε εδώ, σε τούτον τον κόσμο, μήτε πολιτείες, μήτε παλάτια, μήτε σπίτια, μήτε άλλα χτίρια, μήτε χτήματα, μήτε παπόρια, μή­τε πλούτη, μήτε τίποτα, που να μην είναι πρόσκαιρο, έτοιμο να χαθεί σε μια στιγμή. Υπάρχει όμως ένας άλλος κόσμος που όλα σ’ αυτόν είναι αληθινά, σίγουρα, αιώνια, γιατί αντέχουνε στη φθο­ρά, επειδή εκεί δεν υπάρχει μήτε καιρός, μήτε η κόρη του η φθο­ρά, αλλά όλα εκεί είναι άφθαρτα, ακατάλυτα, αιώνια, παντοτινά καινούρια, παντοτινά νέα.

Και ποια είναι αυτά; Είναι εκείνα που «μάτι δεν τα είδε κι αυτί δεν τα άκουσε και που δεν τα ένοιωσε η καρδιά κανενός αν­θρώπου, εκείνα που ετοίμασε ο Θεός για τους ανθρώπους που πιστέψανε στα λόγια του και τον αγαπήσανε». Αυτοί δεν καταγίνουνται με «μάταια και ψευδή», με ίσκιους και με ξεγελάσματα, αλλά χτίζουνε από τούτον τον κόσμο σε κείνον τον άλλον άλλος σπίτι, άλλος παλάτι, άλλος πολιτεία, άλλος φυτεύει αμπέλι, άλ­λος περιβόλι, άλλος κήπο, που δεν χάνεται ποτέ. Αυτοί είναι «οι έχοντες ελπίδα», για τούτο ο ίδιος ο Απόστολος Παύλος τη λέ­γει «μακαρίαν ελπίδα», επειδή, αληθινά, όποιος την έχει αυτήν την ελπίδα, είναι μακάριος. Αυτός πατεί απάνω στη στερεή πέ­τρα που δεν θα σαλευθεί στον αιώνα.

Ωστόσο, όσοι καταγίνουνται μοναχά με τα πρόσκαιρα τού­της της ζωής και δεν πιστεύουνε στα αιώνια της άλλης της ζω­ής, σαν πεθάνει κανένας χριστιανός που δεν έδωσε πολλή σημα­σία σ’ εκείνα που αφωσιωθήκανε αυτοί οι άπιστοι, αλλά προσπά­θησε ν’ αποχτήσει τα αληθινά και τα σίγουρα, ζώντας με την ελ­πίδα τους, σαν αποθάνει λοιπόν ένας τέτοιος άνθρωπος, τον περιπαίζουνε και λένε πως δεν χάρηκε τούτον τον κόσμο, επειδή εί­χε γυρισμένα τα μάτια του στον άλλον, που είναι ανύπαρχτος για εκείνους οπού τον περιπαίζουνε. Μα πολλές φορές ο χριστιανός που πέθανε με την ελπίδα του Χριστού, αγιάζει και φανερώ­νεται στους άπιστους, ή στ’ όνειρό τους ή στον ξύπνο τους, ερχό­μενος από τον άλλον κόσμο και τότε καταλαβαίνουνε οι έξυπνοι πως η εξυπνάδα τους ήτανε ανοησία και πως ο περιγελασμένος ή­ξερε καλά που βρίσκεται η αλήθεια. Σ’ αυτά απάνω, λέγει ο Σολομώντας τα παρακάτω λόγια:
«Τότε θα σταθεί ο δίκαιος με πολλή παρρησία μπροστά σ’ εκείνους που τον πικράνανε και που λέγανε πως κοπίαζε μάταια. Σαν τον δούνε, θα ταραχθούνε και θα φοβηθούνε πολύ και θ’ απορήσουνε πως γλύτωσε. Τότε θα πούνε στον εαυτό τους, μετανοιώνοντας κι αναστενάζοντας: Τούτος δεν ήτανε που κάποτε τον είχα­με για να γελούμε και που τον περιπαίζαμε εμείς οι άμυαλοι; Τη ζωή του τη θεωρήσαμε για τρέλλα και το τέλος του για άτιμο; Πώς λοιπόν λογαριάσθηκε ανάμεσα στα τέκνα του Θεού κι η κληρονομιά του με τους άγιους; Ώστε πλανηθήκαμε από το δρόμο της αλήθειας και το φως της δικαιοσύνης δεν έλαμψε απάνω μας κι ο ήλιος δεν ανάτειλε για μας. Γεμίσαμε αμαρτίες, περπατήσαμε στους δρόμους του χαμού και πορευθήκαμε σε ερημιές απάτητες, αλλά τον δρόμο του Κυρίου δεν τον γνωρίσαμε. Σε τί μας ωφέλησε η περηφάνεια; Και τί κερδίσαμε από τα πλούτη κι από την αλαζονεία μας; Όλα εκείνα περάσανε σαν ίσκιος και σαν τη φωνή που σβήνει και χάνεται. Σαν το καράβι που σκίζει το κυματιστό νερό και που σαν περά­σει, δεν μπορεί κανένας να βρει κανένα σημάδι του, μήτε το αυλάκι της καρίνας του μέσα στα κύματα. Ή σαν το όρνιο που πέτα στον α­γέρα και δεν αφήνει πίσω του κανένα σημάδι από το πέρασμά του, παρά χτυπά δυνατά τον αγέρα με τις φτερούγες του και τον σκίζει με βουητό και πίσω του δεν φαίνεται κανένα χνάρι από το πέρασμά του. Έτσι κι εμείς, γεννηθήκαμε και σβήσαμε και κανένα σημάδι από καλή πράξη δεν είχαμε να δείξουμε, αλλά ξοδέψαμε τη ζωή μας μέσα στην κακία μας. Γιατί η ελπίδα που έχει ο ασεβής είναι σαν το χνούδι που το παίρνει ο άνεμος και σαν την πάχνη που τη σκορπά η ανεμοζάλη».
Αλλά μ’ όλα αυτά που μας λέγει η Αγία Γραφή για τη μαται­ότητα τούτης της ζωής, εμείς δεν τα πιστεύουμε, και πάμε, αληθι­νά, σαν τους στραβούς στον Αδη. Ας φωνάζει η πονετικιά φωνή του Χριστού που ακούγεται από τη μια άκρη του κόσμου ως την άλ­λη: «Μη θησαυρίζετε υμίν θησαυρούς επί της γης, όπου σης και βρώσις αφανίζει και όπου κλέπται διορύσσουσι και κλέπτουσιν. Θη­σαυρίζετε δε υμίν θησαυρούς εν ουρανώ, όπου ούτε σης ούτε βρώσις αφανίζει και όπου κλέπται ου διορύσσουσιν ουδέ κλέπτουσιν. Όπου γαρ εστιν ο θησαυρός υμών, εκεί έσται και η καρδία υμών». (Ματθ. στ’, 19). «Όπου, λέγει, βρίσκεται ο θησαυρός σας, δηλαδή τα πρά­γματα που είναι για σας πολύτιμα και τ’ αγαπάτε, εκεί θα βρίσκε­ται κι η καρδιά σας».

***
Πιο καθαρά και πιο απλά δεν μπορούσε να παρασταθή η μαται­ότητα τούτου του κόσμου, απ’ όσο την παρέστησε ο Κύριος με την παραβολή του πλούσιου που καρπίσανε τα χτήματά του και που έλεγε στον εαυτό του: «ψυχή μου, έχεις πολλά αγαθά για πολλά χρό­νια, αναπαύου, φάγε, πιες, ευφραίνου». Μα μια νύχτα, αναπάντε­χα, του είπε ο Θεός, που δεν τον λογάριαζε ολότελα ο πλούσιος: «Αυτή τη νύχτα ζητούνε την ψυχή σου από σένα. Κι εκείνα που ετοί­μασες, ποιός θα τα χαρεί;». Και λέγει έπειτα ο Κύριος: «Αυτά θα πάθει όποιος θησαυρίζει για τον εαυτό του σε τούτον τον κόσμο, και δεν φροντίζει ν’ αποχτήσει τον άφθαρτο πλούτο του Θεού», δηλαδή καλά έργα και πίστη σε όσα λέγει ο Κύριος.
Κι ακόμα πιο ζωηρά και καταλεπτώς μίλησε ο Χριστός με την παραβολή του πλούσιου και του φτωχού Λαζάρου. Ένας πλούσιος, είπε, ντυνότανε μ’ ακριβά και με λαμπρά φορέματα και διασκέδαζε κάθε μέρα. Ήτανε κι ένας φτωχός λεγόμενος Λάζαρος, που κειτό­τανε πεταγμένος κοντά στην πόρτα τ’ αρχοντικού, πληγιασμένος και πολεμούσε να χορτάσει από τα ψίχουλα που πέφτανε από το τραπέ­ζι του πλουσίου. Όπως βλέπεις, τον πλούσιο δεν τον λέγει ο Κύριος με τ’ όνομά του, αλλά λέγει «ένας πλούσιος», ένας από τους πολλούς όμοιούς του, ενώ το φτωχό τον τιμά και τον λέγει με τ’ όνομά του, και τ’ όνομά του είναι Λάζαρος, δηλαδή τ’ όνομα τ’ αγαπημένου φί­λου του που τον ανάστησε από τους νεκρούς, για να δείξει την ιδι­αίτερη αγάπη του σ’ αυτόν.
Και δεν έφθανε πως ήτανε πεινασμένος ο δυστυχισμένος ο Λά­ζαρος, αλλά είχε και τους σκύλους που γλείφανε τις πληγές του.

Το λοιπόν, πέθανε ο φτωχός ο Λάζαρος και τον πήγανε οι άγ­γελοι στην αγκάλη του πατριάρχη Αβραάμ. Πέθανε κι ο πλούσιος και θάφτηκε. (Ο Κύριος λέγει απότομα και μ’ έναν λόγο πως θά­φτηκε και τούτο, γιατί ήτανε άνθρωπος σαρκικός κι η σάρκα θάβε­ται). Και κει που βρισκότανε στον Αδη και βασανιζότανε, σήκωσε τα μάτια του και βλέπει από μακρυά τον Αβραάμ και τον Λάζαρο στην αγκάλη του. Και τότε φώναξε: «Πάτερ Αβραάμ, ελέησέ με και στείλε τον Λάζαρο να βουτήξει το δάχτυλό του στο νερό και να δροσίσει τη γλώσσα μου, γιατί βασανίζομαι σε τούτη τη φλόγα». Του αποκρίθηκε ο Αβραάμ: «Τέκνο μου, θυμήσου πως εσύ απόλαψες τα καλά στη ζωή σου κι ο Λάζαρος τα κακά. Τώρα, τούτος παρηγοριέται κι εσύ βασανίζεσαι. Αλλά, παρεκτός απ’ αυτό, ανάμεσα σ’ εμάς και σ’ εσάς υπάρχει ένα μεγάλο χάσμα κι έτσι όσοι θέλουνε να έρθουνε από δω σε σας δε μπορούνε, μήτε όσοι θέλουνε να περά­σουνε από κει σε μας δεν είναι μπορετό να το κάνουνε». Τότε είπε ο πλούσιος: «Σε παρακαλώ, να στείλεις τον Λάζαρο στο σπίτι του πατέρα μου, επειδή έχω πέντ’ αδέρφια, να τους πει τι τραβώ εδώ χάμω, για να μην έρθουνε και κείνοι σε τούτον τον τόπο με τα βα­σανιστήρια». Του λέγει ο Αβραάμ: «Έχουνε τον Μωϋσή και τους προφήτες. Ας ακούσουνε τι λένε». «Όχι, πάτερ Αβραάμ, μα αν κανένας από τους νεκρούς παρουσιασθεί σ’ αυτούς, θα μετανοήσουνε». Τότε ο Αβραάμ του είπε: «Αν δεν ακούνε τι λένε ο Μωϋσής κι οι προφήτες, μήτε αν αναστηθεί κανένας από τους νεκρούς, θα πιστέψουνε».

Πόσο καθαρά, με πόση απλότητα μιλά το γλυκύτατο στόμα του Χριστού μας, ώστε να τον καταλαβαίνει ο κάθε άνθρωπος! Και είδες πως στο τέλος λέγει ο δίκαιος Αβραάμ στον πλούσιο πως: «αφού τ’ αδέρφια σου δεν πιστεύουνε σε όσα είπανε ο Μωυσής κι οι προφήτες, μήτε κι αν σηκωθεί κανένας πεθαμένος και τους πει για άλλη ζωή και για κόλαση και για παράδεισο, μήτε τότε θα πιστέψουνε». Ο Κύριος ο παντογνώστης ήξερε καλά τι σκληρό πρά­γμα είναι η απιστία και πως απ’ αυτή χάνουνται οι ψυχές των αν­θρώπων. Για τούτο, τότε που μίλησε στους Αποστόλους πριν ν’ α­ναληφθεί, στέλνοντάς τους να κηρύξουνε το Ευαγγέλιο, είπε: «Ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται, ο δε απιστήσας κατακριθήσεται». Όποιος πιστέψει στον Θεό και στα λόγια του, θα σωθεί, γιατί θα κάνει αυτά που παραγγέλνει ο Κύριος, ενώ όποιος απιστήσει, θα κατακριθεί, θα κολασθεί, γιατί, αφού δεν πιστεύει, θα κάνει ό,τι ευχαριστά το σώμα του και τη σαρκική όρεξή του, όπως έκανε ο πλούσιος της παραβολής.

Μα ο άπιστος έχει τα αυτιά της ψυχής του βουλωμένα και δεν ακούει αυτά που λέγονται για τη σωτηρία της. Για τούτο ο Χριστός συχνοέλεγε: «Ο έχων ώτα ακούειν, ακουέτω». Κι ο Από­στολος Παύλος έλεγε: «Τί σημασία έχει λοιπόν το ότι δεν πιστέψανε κάποιοι; Μήπως η απιστία τους θα καταργήσει την πίστη του Θεού; Ο Θεός θα βγει αληθινός, ενώ ο κάθε άνθρωπος είναι ψεύτης, κατά το γεγραμμένο: «Όπως αν δικαιωθής εν τοις λόγοις σου και νικήσης εν τω κρίνεσθαί σε», (Ρωμ. γ’, 3), που είναι λό­για του προφήτη Δαυίδ, όπου λέγει στον Θεό πως: «Εσύ Κύριε, θα δικαιωθείς για τα λόγια που είπες, και θα νικήσεις σαν κριθείς μαζί με τον άνθρωπο, που θα βγει ψεύτης». Κι αλλού λέγει ο αγγελόγλωσσος Παύλος: «Οι γαρ κατά σάρκα όντες τα της σαρκός φρονούσιν, οι δε κατά πνεύμα τα του πνεύματος. Το γαρ φρόνημα της σαρκός θάνατος, το δε φρόνημα του πνεύματος ζωή και ειρή­νη. Διότι το φρόνημα της σαρκός έχθρα εις Θεόν. Τω γαρ νόμω του Θεού ουχ υποτάσσεται». (Ρωμ. ζ’, 5). Και πάλι ο ίδιος Από­στολος λέγει: «Ο λόγος του Σταυρού τοις μεν απολλυμένοις μω­ρία εστί, τοις δε σωζομένοις ημίν δύναμις Θεού εστιν». (Α’ Κορινθ. α’, 18). Μωρία, ανοησία, λέγει, είναι ο λόγος του Χριστού για όσους πηγαίνουνε στον χαμό τους, γιατί, αν ήτανε αλλοιώς, θα πι­στεύανε σ’ αυτόν και θα προσπαθούσανε να σωθούνε.

Και παρακάτω πάλι λέγει το ίδιο: «Ψυχικός (σαρκικός) άν­θρωπος ου δέχεται τα του Πνεύματος του Θεού. Μωρία γαρ αυτώ εστιν». (Α’ Κορινθ. β’, 14). Και σε άλλο μέρος λέγει: «Ει δε και έστι κεκαλυμμένον το Ευαγγέλιον ημών, εν τοις απολλυμένοις εστί κεκαλυμμένον» (Β’ Κορινθ. δ’, 13). Δηλαδή: Το Ευαγγέλιο, η διδασκαλία του Χριστού, είναι καθαρή και απλή και μοναχά για όσους είναι άπιστοι (χαμένοι), γι’ αυτούς είναι σκεπασμένη και σκο­τεινή. Παρακάτω λέγει: «Τα βλεπόμενα πρόσκαιρα, τα δε μη βλεπόμενα αιώνια». (Β’ Κορινθ. δ’, 18). «Η γαρ σαρξ επιθυμεί κατά του Πνεύματος, το δε Πνεύμα κατά της σαρκός. Ταύτα δε αντίκειται αλλήλοις, ίνα μη α αν θέλητε, ταύτα ποιήτε». (Γαλάτ. ε’, 17). «Ο σπείρων εις την σάρκα εαυτού εκ της σαρκός θερίσει φθοράν, ο δε σπείρων εις το πνεύμα εκ του πνεύματος θερίσει ζωήν αιώνιον». (Γαλάτ. στ’, 8). «Ελπίδα μη έχοντες και άθεοι εν τω κόσμω», λέ­γει στους Εφεσίους, «πως έναν καιρό ήσαστε χωρίς Χριστό, ξένοι των διαθηκών της επαγγελίας, μην έχοντας ελπίδα και άθεοι στον κόσμο». (Εφεσ. β’, 11). Στον Τίτο γράφει: «Επεφάνη γαρ η χά­ρις του Θεού η σωτήριος πάσιν ανθρώποις, παιδεύουσα ημάς, ίνα, αρνησάμενοι την ασέβειαν και τας κοσμικάς επιθυμίας, σωφρόνως και δικαίως και ευσεβώς ζήσωμεν εν τω νυν αιώνι, προσδεχόμενοι την μακαρίαν ελπίδα και επιφάνειαν της δόξης του μεγάλου Θεού και σωτήρος ημών». (Τίτ. β’, 11). «Απόκειται τοις ανθρώποις άπαξ αποθανείν, μετά δε τούτο κρίσις». (Εβρ. θ’, 27).

Κι ο άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος λέγει: «Αγε νυν οι πλού­σιοι, κλαύσατε ολολύζοντες επί ταις ταλαιπωρίαις υμών ταις επερχομέναις. Ο πλούτος υμών σέσηπε και τα ιμάτια υμών σητόβρωτα γέγονεν, ο χρυσός υμών και ο άργυρος κατίωται και ο ιός αυτών εις μαρτύριον υμίν έσται και φάγεται τας σάρκας υμών ως πυρ». (Ιακώβου ε’, 1).
Κι ο Απόστολος Πέτρος γράφει: «Ήξει δε η ημέρα Κυρίου ως κλέπτης εν νυκτί». (Β’ Πέτρου γ’, 10).
Τέλος, ο Απόστολος Ιωάννης γράφει: «Ημείς οίδαμεν ότι μεταβεβήκαμεν εκ του θανάτου εις την ζωήν». (Α’ Ιω. γ’, 14).

Βλέπετε, αγαπητοί, πόσα είναι γραμμένα στα άγια βιβλία της θρησκείας μας, αυτά κι άλλα πολλά, για να πιστέψουμε στη μέλλουσα αιώνια ζωή και να μην είμαστε προσκολλημένοι σε τού­τη την πρόσκαιρη; Πώς, λοιπόν, θα βρούμε απολογία στην απι­στία μας; Ο Χριστός είπε: «Ει μη ήλθον και ελάλησα αυτοίς, αμαρτίαν ουκ είχον. Νυν δε πρόφασιν ουκ έχουσι περί της αμαρτί­ας αυτών». (Ιω. ιε’, 22). «Αν δεν ερχόμουνα, λέγει, και δεν μιλούσα, αμαρτία δεν θα είχανε οι άνθρωποι. Αλλά τώρα δεν έχου­νε πρόφαση για την αμαρτία τους».

Μαθαίνουμε τόσα και τόσα μάταια πράγματα, η περιέργειά μας δεν αφήνει τίποτα χωρίς να το εξετάσει και μόνο τι λέγει το Ευαγγέλιο για τη σωτηρία μας δεν βρίσκουμε καιρό να το διαβά­σουμε και να το μάθουμε. Για να γιατρέψουμε την πιο παραμικρή αρρώστεια του κορμιού μας, ψάχνουμε και βρίσκουμε τον γιατρό και το γιατρικό, μα για το τι θα γίνει η ψυχή μας σαν πεθάνουμε και με τι τρόπο θα τη γλυτώσουμε από την καταδίκη, δεν δίνου­με καμμιά προσοχή κι ούτε νοιαζόμαστε καθόλου. Καταγινόμαστε με ψευτιές, ενώ την αλήθεια που μας φανέρωσε ο Χριστός και που πρέπει να ζητούμε να τη μάθουμε όπως τρέχαι να βρει το νερό ο διψασμένος, δεν έχουμε καιρό να τη γυρέψουμε! Για τούτο είμαστε άξιοι να καταδικαστούμε πολλές φορές και σαν θα παρουσιαστού­με μπροστά στον Κύριο, τρέμοντας, κατά τη Δευτέρα Παρουσία και μας ρωτήσει αν τον ξέρουμε, θα πούμε τότε με κλάμματα: «Πό­τε σε είδαμε, Κύριε;». Κι Εκείνος θα μας πει: «Καγώ, ουκ οίδα υ­μάς», «Κι εγώ, δεν σας γνωρίζω».

«Ζητήσατε τον Κύριον, ω κατάδικοι και κραταιώθητε τη ελπίδι, ζητήσατε το πρόσωπον αυτού δια μετανοίας και αγιασθήσεσθε τω αγιασμώ του προσώπου αυτού και των αμαρτιών υμών αποκαθαρισθήσεσθε. Δράμετε προς Κύριον όσοι εν αμαρτίαις υπεύθυνοι, τον δυνάμενον συγχωρείν αμαρτήματα. Μεθ’ όρκου γαρ είρηκε δια του προφύτου λέγων: Ζω εγώ, λέγει Κύριος. Ου βούλομαι τον θάνατον του αμαρτωλού, ως το επιστρέψαι και ζην αυτόν. Και πάλιν: Όλην την ημέραν διεπέτασα τας χείρας μου προς λαόν απειθούντα και αντιλέγοντα. Όλη τη μέρα άπλωνα τα χέρια μου στους ανθρώπους που δεν θέλανε να ακούσουνε τα λόγια μου».

(Απόσπασμα από το βιβλίο «Μυστικά Ανθη», Εκδόσεις Παπαδημητρίου)